Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex
Η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, που ιδρύθηκε τη δεκαετία του 1950 και πλέον είναι γνωστή ως Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ), είχε αρχικά 6 μέλη: Βέλγιο, Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία, Κάτω Χώρες και Λουξεμβούργο. Έκτοτε έχουν προσχωρήσει στην ΕΕ άλλες 22 χώρες, συμπεριλαμβανομένης μιας ιστορικής επέκτασης το 2004 που σηματοδότησε την επανένωση της Ευρώπης μετά από δεκαετίες διαίρεσης. Από την 1η Φεβρουαρίου 2020 το Ηνωμένο Βασίλειο δεν είναι πλέον μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η πολιτική διεύρυνσης της ΕΕ περιλαμβάνει προς το παρόν την Αλβανία, τη Βόρεια Μακεδονία, τη Βοσνία και Ερζεγοβίνη, το Κόσοβο*, το Μαυροβούνιο, τη Σερβία και την Τουρκία.
Η Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση (άρθρο 49) καθορίζει ότι μόνο οι ευρωπαϊκές χώρες που σέβονται τις αξίες της ΕΕ και δεσμεύονται να τις προωθούν μπορούν να υποβάλουν αίτηση για προσχώρηση στην ΕΕ. Η διαδικασία υποβολής αιτήσεων μπορεί να ξεκινήσει μόνο με ρητή επιθυμία αυτών των χωρών και μετά από συμφωνία όλων των υφιστάμενων κρατών μελών της ΕΕ.
Για να είναι η διαδικασία αδιάβλητη και διαφανής, τα κράτη μέλη έχουν θέσει ορισμένους κανόνες και κριτήρια που τα βοηθούν να κρίνουν πότε μια υποψήφια χώρα είναι έτοιμη να προσχωρήσει στην ΕΕ και να γίνει μέλος. Τα κριτήρια αυτά είναι τα εξής:
Επιπλέον, η ΕΕ πρέπει να μπορεί να ενσωματώνει νέα μέλη, επομένως διατηρεί το δικαίωμα να αποφασίσει πότε είναι έτοιμη να τα δεχτεί.
Για τα Δυτικά Βαλκάνια, ισχύουν πρόσθετες προϋποθέσεις, που σχετίζονται κυρίως με την περιφερειακή συνεργασία και τις σχέσεις καλής γειτονίας («διαδικασία σταθεροποίησης και σύνδεσης»).
* Η ονομασία αυτή χρησιμοποιείται με επιφύλαξη των θέσεων ως προς το καθεστώς και συνάδει με την απόφαση 1244/1999 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ και τη γνωμοδότηση του Διεθνούς Δικαστηρίου για τη διακήρυξη της ανεξαρτησίας του Κοσσυφοπεδίου.