This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 32000L0084
Directive 2000/84/EC of the European Parliament and of the Council of 19 January 2001 on summer-time arrangements
Οδηγία 2000/84/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Ιανουαρίου 2001, σχετικά με τις διατάξεις για τη θερινή ώρα
Οδηγία 2000/84/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Ιανουαρίου 2001, σχετικά με τις διατάξεις για τη θερινή ώρα
ΕΕ L 31 της 2.2.2001, p. 21–22
(ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT, FI, SV) Το έγγραφο αυτό έχει δημοσιευτεί σε ειδική έκδοση
(CS, ET, LV, LT, HU, MT, PL, SK, SL, BG, RO, HR)
In force
Οδηγία 2000/84/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Ιανουαρίου 2001, σχετικά με τις διατάξεις για τη θερινή ώρα
Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 031 της 02/02/2001 σ. 0021 - 0022
Οδηγία 2000/84/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 19ης Ιανουαρίου 2001 σχετικά με τις διατάξεις για τη θερινή ώρα ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ, Έχοντας υπόψη: τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 95, την πρόταση της Επιτροπής(1), τη γνώμη της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής(2), Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της συνθήκης(3), Εκτιμώντας τα ακόλουθα: (1) Η όγδοη οδηγία 97/44/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Ιουλίου 1997, σχετικά με τις διατάξεις για τη θερινή ώρα(4) όρισε κοινή ημερομηνία και ώρα σε όλα τα κράτη μέλη για την έναρξη και τη λήξη της περιόδου θερινής ώρας των ετών 1998, 1999, 2000 και 2001. (2) Δεδομένου ότι τα κράτη μέλη εφαρμόζουν διατάξεις σχετικά με τη θερινή ώρα, είναι σημαντικό για τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς να εξακολουθήσει να καθορίζεται κοινή ημερομηνία και ώρα έναρξης και λήξης της περιόδου θερινής ώρας, οι οποίες θα ισχύουν στον κοινοτικό χώρο. (3) Τα κράτη μέλη θεωρούν ότι η καταλληλότερη περίοδος θερινής ώρας είναι από τα τέλη Μαρτίου έως τα τέλη Οκτωβρίου και, επομένως, είναι σκόπιμο να διατηρηθεί αυτή η περίοδος. (4) Η ορθή λειτουργία ορισμένων τομέων, όχι μόνον των μεταφορών και των επικοινωνιών, αλλά και άλλων βιομηχανικών τομέων, απαιτεί σταθερό προγραμματισμό σε μακροπρόθεσμη βάση. Συνεπώς, είναι σκόπιμο να θεσπισθούν με απροσδιόριστη διάρκεια διατάξεις για την περίοδο θερινής ώρας. Το άρθρο 4 της οδηγίας 97/44/ΕΚ προβλέπει εν προκειμένω ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο θεσπίζουν, πριν από την 1η Ιανουαρίου 2001, το καθεστώς που θα ισχύει από το 2002. (5) Για λόγους διαφάνειας και σαφήνειας της πληροφόρησης, είναι σκόπιμο να δημοσιεύεται ανά πενταετία το χρονοδιάγραμμα εφαρμογής της περιόδου θερινής ώρας για την επόμενη πενταετία. (6) Θα πρέπει, εξάλλου, να παρακολουθείται η εφαρμογή της παρούσας οδηγίας με βάση έκθεση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή σχετικά με τον αντίκτυπο των θεσπιζόμενων διατάξεων σε όλους τους οικείους τομείς. Η έκθεση αυτή πρέπει να βασίζεται στις πληροφορίες που θα κοινοποιήσουν τα κράτη μέλη στην Επιτροπή σε εύθετο χρόνο, ώστε να καταστεί δυνατή η εμπρόθεσμη υποβολή της. (7) Δεδομένου ότι η πλήρης ημερολογιακή εναρμόνιση της περιόδου θερινής ώρας με σκοπό τη διευκόλυνση των μεταφορών και των επικοινωνιών δεν μπορεί να επιτευχθεί επαρκώς από τα κράτη μέλη και δύναται, συνεπώς, να επιτευχθεί καλύτερα σε κοινοτικό επίπεδο, η Κοινότητα μπορεί να λάβει μέτρα, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας όπως διατυπώνεται στο άρθρο 5 της συνθήκης. Η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη αυτών των στόχων. (8) Για γεωγραφικούς λόγους, οι κοινές διατάξεις για τη θερινή ώρα είναι σκόπιμο να μην εφαρμόζονται στα υπερπόντια εδάφη των κρατών μελών, ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ: Άρθρο 1 Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ως "περίοδος θερινής ώρας" νοείται η περίοδος του έτους κατά την οποία η ώρα μετατίθεται εξήντα λεπτά μπροστά σε σχέση με την ώρα που ισχύει το υπόλοιπο έτος. Άρθρο 2 Από το έτος 2002, η περίοδος της θερινής ώρας αρχίζει, σε κάθε κράτος μέλος, στις 1 π.μ., ώρα Γκρίνουιτς, την τελευταία Κυριακή του Μαρτίου. Άρθρο 3 Από το έτος 2002, η περίοδος της θερινής ώρας λήγει, σε κάθε κράτος μέλος, στις 1 π.μ., ώρα Γκρίνουιτς, την τελευταία Κυριακή του Οκτωβρίου. Άρθρο 4 Η Επιτροπή δημοσιεύει στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων(5), για πρώτη φορά κατά τη δημοσίευση της παρούσας οδηγίας και στη συνέχεια κάθε πέντε έτη, ανακοίνωση περιέχουσα τις ημερομηνίες έναρξης και λήξης της περιόδου θερινής ώρας για τα πέντε επόμενα έτη. Άρθρο 5 Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή, το αργότερο στις 31 Δεκεμβρίου 2007, σχετικά με τον αντίκτυπο των διατάξεων της παρούσας οδηγίας στους οικείους τομείς. Η έκθεση συντάσσεται με βάση τις πληροφορίες που κοινοποιεί κάθε κράτος μέλος στην Επιτροπή, το αργότερο στις 30 Απριλίου 2007. Η Επιτροπή, εφόσον κριθεί αναγκαίο και βάσει των συμπερασμάτων της έκθεσης, υποβάλλει κατάλληλες προτάσεις. Άρθρο 6 Η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται στα υπερπόντια εδάφη των κρατών μελών. Άρθρο 7 Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις, για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία, το αργότερο στις 31 Δεκεμβρίου 2001. Πληροφορούν αμέσως την Επιτροπή σχετικά. Οι διατάξεις αυτές, όταν θεσπίζονται από τα κράτη μέλη, αναφέρονται στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από την αναφορά αυτή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Οι λεπτομερείς διατάξεις της αναφοράς αυτής καθορίζονται από τα κράτη μέλη. Άρθρο 8 Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την ημέρα της δημοσίευσής της στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Άρθρο 9 Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη. Βρυξέλλες, 19 Ιανουαρίου 2001. Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο Πρόεδρος N. Fontaine Για το Συμβούλιο Πρόεδρος B. Ringholm (1) ΕΕ C 337 Ε της 28.11.2000, σ. 136. (2) Γνώμη που διατυπώθηκε στις 29 Νοεμβρίου 2000 (δεν δημοσιεύθηκε ακόμη στην Επίσημη Εφημερίδα). (3) Γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου 2000 (δεν δημοσιεύθηκε ακόμη στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 2000. (4) ΕΕ L 206 της 1.8.1997, σ. 62. (5) ΕΕ C 35 της 2.2.2001.