EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 22020D1223

Σύσταση αριθ. 1/2020 της Επιτροπής Τελωνείων που συστάθηκε με τη συμφωνία ελεύθερων συναλλαγών μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κρατών μελών της, αφενός, και της Δημοκρατίας της Κορέας, αφετέρου της 8ης Δεκεμβρίου 2020 σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 27 του πρωτοκόλλου για τον ορισμό της έννοιας «καταγόμενα προϊόντα» ή «προϊόντα καταγωγής» και για τις μεθόδους διοικητικής συνεργασίας

PUB/2020/998

ΕΕ L 434 της 23.12.2020, p. 67–72 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, HR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

ELI: http://data.europa.eu/eli/reco/2020/1/oj

23.12.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 434/67


ΣΥΣΤΑΣΗ αριθ. 1/2020 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ ΠΟΥ ΣΥΣΤΑΘΗΚΕ ΜΕ ΤΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΩΝ ΣΥΝΑΛΛΑΓΩΝ ΜΕΤΑΞΥ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΚΡΑΤΩΝ ΜΕΛΩΝ ΤΗΣ, ΑΦΕΝΟΣ, ΚΑΙ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΤΗΣ ΚΟΡΕΑΣ, ΑΦΕΤΕΡΟΥ

της 8ης Δεκεμβρίου 2020

σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 27 του πρωτοκόλλου για τον ορισμό της έννοιας «καταγόμενα προϊόντα» ή «προϊόντα καταγωγής» και για τις μεθόδους διοικητικής συνεργασίας

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ,

Έχοντας υπόψη τη συμφωνία ελεύθερων συναλλαγών (στο εξής: συμφωνία) μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κρατών μελών της, αφενός, και της Δημοκρατίας της Κορέας, αφετέρου, και ειδικότερα το άρθρο 15.2 παράγραφος 1 στοιχείο γ) και το άρθρο 6.16 παράγραφος 5,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Το άρθρο 27 του πρωτοκόλλου της συμφωνίας για τον ορισμό της έννοιας «καταγόμενα προϊόντα» ή «προϊόντα καταγωγής» και για τις μεθόδους διοικητικής συνεργασίας (στο εξής: πρωτόκολλο) καθορίζει τη διαδικασία ελέγχου των πιστοποιητικών καταγωγής και τα καθήκοντα και τις αρμοδιότητες των τελωνειακών αρχών του συμβαλλόμενου μέρους εισαγωγής και του συμβαλλόμενου μέρους εξαγωγής.

(2)

Η Ευρωπαϊκή Ένωση και η Δημοκρατία της Κορέας (στο εξής: συμβαλλόμενα μέρη) προσδιόρισαν την ανάγκη διαμόρφωσης κοινής αντίληψης για τα κύρια χαρακτηριστικά της διαδικασίας ελέγχου που προβλέπεται στο άρθρο 27 του πρωτοκόλλου, καθώς και των διαφόρων σταδίων της διαδικασίας αυτής. Η εν λόγω κοινή αντίληψη θα πρέπει να είναι προς το συμφέρον των τελωνειακών αρχών που είναι αρμόδιες για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης με τους κανόνες καταγωγής, καθώς και της ίσης μεταχείρισης των οικονομικών φορέων που υπόκεινται σε τέτοιου είδους έλεγχο, στο έδαφος κάθε συμβαλλόμενου μέρους.

(3)

Η Επιτροπή Τελωνείων εξουσιοδοτείται, βάσει του άρθρου 6.16 παράγραφος 5 της συμφωνίας, να διατυπώνει συστάσεις τις οποίες θεωρεί αναγκαίες για την επίτευξη των κοινών στόχων και για την εύρυθμη λειτουργία των μηχανισμών που ορίζονται στο πρωτόκολλο. Τα συμβαλλόμενα μέρη κρίνουν σκόπιμο η επιτροπή τελωνείων να διατυπώσει σύσταση για την κοινή αντίληψη και για την ορθή εφαρμογή της διαδικασίας ελέγχου που καθορίζεται στο άρθρο 27 του πρωτοκόλλου,

ΣΥΝΙΣΤΑ:

1.   Κύρια χαρακτηριστικά της διαδικασίας ελέγχου

(1)

Τα κύρια χαρακτηριστικά της διαδικασίας ελέγχου του άρθρου 27 είναι διττά: πρόκειται για ένα σύστημα αποκαλούμενου «έμμεσου ελέγχου» και βασίζεται στην αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ των τελωνειακών αρχών των συμβαλλόμενων μερών.

(2)

Ο «έμμεσος έλεγχος» έχει την έννοια ότι οι τελωνειακές αρχές του συμβαλλόμενου μέρους εισαγωγής δεν διενεργούν οι ίδιες τους ελέγχους αλλά αποστέλλουν αίτημα ελέγχου στις τελωνειακές αρχές του συμβαλλόμενου μέρους εξαγωγής και εναπόκειται στις τελευταίες να διενεργήσουν τον έλεγχο επικοινωνώντας με τον εξαγωγέα. Το αποτέλεσμα του ελέγχου διαβιβάζεται από τις τελωνειακές αρχές του συμβαλλόμενου μέρους εξαγωγής στις τελωνειακές αρχές του συμβαλλόμενου μέρους εισαγωγής. Το σκεπτικό είναι ότι οι τελωνειακές αρχές του συμβαλλόμενου μέρους εξαγωγής, όπου συντάσσεται το πιστοποιητικό καταγωγής (δήλωση τόπου καταγωγής), είναι οι πλέον κατάλληλες για τον έλεγχο του εν λόγω πιστοποιητικού λόγω της εγγύτητας με τον εξαγωγέα (γνώση των δραστηριοτήτων και του ιστορικού του εξαγωγέα, ευκολία πρόσβασης στις πληροφορίες, εξοικείωση με το εθνικό λογιστικό σύστημα, απουσία γλωσσικών φραγμών). Επομένως, εναπόκειται πρωτίστως στις τελωνειακές αρχές του συμβαλλόμενου μέρους εξαγωγής να καθορίζουν αν τα σχετικά προϊόντα είναι καταγόμενα ή όχι, σύμφωνα με τους ισχύοντες κανόνες καταγωγής.

(3)

Ο «έλεγχος των πιστοποιητικών καταγωγής» θα πραγματοποιείται με βάση την αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ των τελωνειακών αρχών των συμβαλλόμενων μερών. Η «αμοιβαία εμπιστοσύνη» στην παρούσα σύσταση σημαίνει ότι οι τελωνειακές αρχές του συμβαλλόμενου μέρους εξαγωγής θα πρέπει να ελέγχουν ενδελεχώς τα ζητήματα που υποβάλλουν οι τελωνειακές αρχές του συμβαλλόμενου μέρους εισαγωγής και να κοινοποιούν τα αποτελέσματα του ελέγχου αυτού στις τελωνειακές αρχές του συμβαλλόμενου μέρους εισαγωγής, οι οποίες βασίζονται στα αποτελέσματα των εργασιών που διεξήγαγαν οι τελωνειακές αρχές του συμβαλλόμενου μέρους εξαγωγής. Ωστόσο, οι τελωνειακές αρχές του συμβαλλόμενου μέρους εισαγωγής διατηρούν το δικαίωμα να ζητούν συμπληρωματικές πληροφορίες από το συμβαλλόμενο μέρος εξαγωγής, εάν θεωρούν ότι η απάντηση δεν είναι πλήρης ή ότι δεν επιτρέπει την κατανόηση της θέσης που εξέφρασε το συμβαλλόμενο μέρος εξαγωγής. Οι λεπτομέρειες σχετικά με τις πληροφορίες τις οποίες μπορεί να ζητήσει το συμβαλλόμενο μέρος εισαγωγής από το συμβαλλόμενο μέρος εξαγωγής αναλύονται περαιτέρω στα σημεία 2.4.2 (πορίσματα και στοιχεία) και 2.4.3 (επαρκείς πληροφορίες).

2.   Διάφορα στάδια της διαδικασίας ελέγχου

2.1.   Υποβολή αιτήματος ελέγχου

(4)

Οι τελωνειακές αρχές του συμβαλλόμενου μέρους εισαγωγής μπορούν να υποβάλλουν αίτημα για μεταγενέστερο έλεγχο των πιστοποιητικών καταγωγής όταν έχουν εύλογες αμφιβολίες ως προς:

τη γνησιότητα των εγγράφων. Παράδειγμα: αμφιβολίες ως προς το αν το τιμολόγιο που περιέχει τη δήλωση τόπου καταγωγής είναι πλαστό τιμολόγιο το οποίο εξέδωσε ο εισαγωγέας ή ο εξαγωγέας με σκοπό να επωφεληθεί από προτιμησιακή καταγωγή·

τον χαρακτήρα καταγωγής των σχετικών προϊόντων. Παράδειγμα: αμφιβολίες ως προς το αν τα προϊόντα πληρούν τα κριτήρια τα οποία προσδίδουν τον χαρακτήρα καταγωγής, όπως καθορίζονται στο παράρτημα II του πρωτοκόλλου (ειδικοί κανόνες ανά προϊόν)·

ή

την τήρηση των λοιπών απαιτήσεων του πρωτοκόλλου σχετικά με τα πιστοποιητικά καταγωγής. Παράδειγμα: αμφιβολίες ως προς το αν ο εξαγωγέας είχε ή εξακολουθεί να έχει το καθεστώς του εγκεκριμένου εξαγωγέα.

(5)

Πέραν των περιπτώσεων που επιλέγονται λόγω εύλογων αμφιβολιών σχετικά με τα προαναφερόμενα στοιχεία, οι τελωνειακές αρχές του συμβαλλόμενου μέρους εισαγωγής έχουν τη δυνατότητα να υποβάλλουν αίτημα ελέγχου για περιπτώσεις που επιλέγονται δειγματοληπτικά. Η δυνατότητα αυτή καλύπτει τις περιπτώσεις οι οποίες δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των τριών προαναφερόμενων στοιχείων που καλύπτονται από την εύλογη αμφιβολία.

2.2.   Αποστολή του αιτήματος ελέγχου

(6)

Οι τελωνειακές αρχές του συμβαλλόμενου μέρους εισαγωγής αποστέλλουν το αίτημα ελέγχου στις τελωνειακές αρχές του συμβαλλόμενου μέρους εξαγωγής που είναι αρμόδιες για τον έλεγχο των πιστοποιητικών καταγωγής. Στο αίτημα θα αναγράφεται αν υποβάλλεται δειγματοληπτικά ή λόγω εύλογων αμφιβολιών. Το άρθρο 27 παράγραφος 3 προβλέπει ότι στο αίτημα αναφέρονται, όπου κρίνεται σκόπιμο, οι λόγοι για τους οποίους ζητείται η έρευνα.

(7)

Η αναφορά των λόγων της έρευνας παρέχει στις τελωνειακές αρχές του συμβαλλόμενου μέρους εξαγωγής τη δυνατότητα να διεκπεραιώνουν το αίτημα με τον πλέον αποδοτικό τρόπο από άποψη κόστους και διοικητικού φόρτου.

(8)

Από την άλλη πλευρά, εάν οι τελωνειακές αρχές του συμβαλλόμενου μέρους εισαγωγής υποβάλλουν αίτημα για έρευνα σε δειγματοληπτική βάση, δεν χρειάζεται να αναφέρουν τον λόγο της έρευνας.

(9)

Ωστόσο, σύμφωνα με το άρθρο 27 παράγραφος 3, τα πιστοποιητικά καταγωγής ή αντίγραφα των εγγράφων αυτών για τα προϊόντα που αποτελούν αντικείμενο της έρευνας θα πρέπει να αποστέλλονται στις τελωνειακές αρχές του συμβαλλόμενου μέρους εξαγωγής.

2.3.   Εκτέλεση ελέγχου

(10)

Στο πλαίσιο του συστήματος έμμεσου ελέγχου, ο έλεγχος των πιστοποιητικών καταγωγής που έχουν συνταχθεί από τους εξαγωγείς στο συμβαλλόμενο μέρος εξαγωγής αποτελεί ευθύνη των τελωνειακών αρχών του συμβαλλόμενου μέρους εξαγωγής. Ωστόσο, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 27 παράγραφος 8 (για περισσότερες λεπτομέρειες βλέπε 2.9 – Κοινή έρευνα), οι τελωνειακές αρχές του συμβαλλόμενου μέρους εισαγωγής μπορούν, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να συμμετέχουν στη διαδικασία ελέγχου στο έδαφος του συμβαλλόμενου μέρους εξαγωγής.

(11)

Σε περίπτωση ελέγχου των πιστοποιητικών καταγωγής που παρέχει ο εισαγωγέας, οι τελωνειακές αρχές του συμβαλλόμενου μέρους εισαγωγής υποβάλλουν αίτημα ελέγχου στις τελωνειακές αρχές του συμβαλλόμενου μέρους εξαγωγής. Οι τελωνειακές αρχές του συμβαλλόμενου μέρους εισαγωγής δεν ζητούν από τον εισαγωγέα να συλλέξει ο ίδιος από τον εξαγωγέα τις πληροφορίες που καθορίζονται στα σημεία 2.4.2 και 2.4.3.

(12)

Επιπλέον, οι διατάξεις του άρθρου 27 δεν προβλέπουν ότι οι τελωνειακές αρχές του συμβαλλόμενου μέρους εισαγωγής μπορούν να απαιτούν απευθείας από τους εξαγωγείς να τους παρέχουν δεδομένα ή πληροφορίες.

(13)

Ωστόσο, οι διατάξεις αυτές δεν εμποδίζουν τους εισαγωγείς και εξαγωγείς αμφοτέρων των συμβαλλόμενων μερών, με αμοιβαία συναίνεση και σε οικειοθελή βάση, να ανταλλάσσουν μεταξύ τους δεδομένα ή πληροφορίες και να τα υποβάλλουν στις τελωνειακές αρχές του συμβαλλόμενου μέρους εισαγωγής. Η ανταλλαγή ή η υποβολή των εν λόγω δεδομένων δεν είναι υποχρεωτική και τυχόν άρνηση παροχής πληροφοριών δεν αποτελεί λόγο άρνησης των προτιμήσεων χωρίς έλεγχο. Δεν αποτελεί μέρος της διαδικασίας ελέγχου.

(14)

Αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με τις άμεσες μεταφορές τα οποία υποβάλλονται σε σχέση με το άρθρο 13 δεν θα θεωρούνται πιστοποιητικά καταγωγής και ως εκ τούτου ο έλεγχος των πιστοποιητικών καταγωγής του άρθρου 27 δεν αφορά τα στοιχεία αυτά.

2.4.   Χειρισμός των αποτελεσμάτων του ελέγχου

(15)

Οι τελωνειακές αρχές του συμβαλλόμενου μέρους εξαγωγής ενημερώνουν τις τελωνειακές αρχές του συμβαλλόμενου μέρους εισαγωγής για τα αποτελέσματα του ελέγχου, συμπεριλαμβανομένων των πορισμάτων και των στοιχείων, το ταχύτερο δυνατό. Ειδικότερα, οι τελωνειακές αρχές του συμβαλλόμενου μέρους εξαγωγής θα πρέπει να ελαχιστοποιούν, στο μέτρο του δυνατού, τον χρόνο απόκρισης στα αιτήματα ελέγχου που αφορούν την ισχύ του καθεστώτος εγκεκριμένου εξαγωγέα.

2.4.1.   Βοηθητικά μέσα επικοινωνίας

(16)

Τα αιτήματα ελέγχου και οι κοινοποιήσεις των αποτελεσμάτων των ελέγχων μεταξύ των τελωνειακών αρχών αμφοτέρων των συμβαλλόμενων μερών διαβιβάζονται μέσω συμβατικού ταχυδρομείου. Παράλληλα, οι τελωνειακές αρχές αμφοτέρων των συμβαλλόμενων μερών μπορούν να χρησιμοποιούν βοηθητικά μέσα, όπως ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, προκειμένου να επικοινωνούν άμεσα και να διασφαλίζουν ότι τα αιτήματα ή οι απαντήσεις περιέρχονται στον παραλήπτη στο οικείο συμβαλλόμενο μέρος.

2.4.2.   Πορίσματα και στοιχεία

(17)

Οι όροι «πορίσματα και στοιχεία» σημαίνουν ότι η απάντηση που δίνουν σχετικά με τον έλεγχο οι τελωνειακές αρχές του συμβαλλόμενου μέρους εξαγωγής θα περιλαμβάνει ορισμένες λεπτομέρειες σχετικά με τη διαδικασία ελέγχου που διενήργησαν. Η έννοια των «πορισμάτων και στοιχείων» περιλαμβάνει αποκλειστικά τα εξής:

το συμπέρασμα σχετικά με τη γνησιότητα των εγγράφων, τον χαρακτήρα καταγωγής των σχετικών προϊόντων ή την τήρηση των λοιπών απαιτήσεων του πρωτοκόλλου·

την περιγραφή του προϊόντος που υποβλήθηκε σε εξέταση και τη δασμολογική κατάταξη που αφορά την εφαρμογή του κανόνα καταγωγής·

και

πληροφορίες σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο διεξήχθη η εξέταση (πότε και πώς).

2.4.3.   Επαρκείς πληροφορίες

(18)

Σε περίπτωση δειγματοληπτικού ελέγχου, οι τελωνειακές αρχές του συμβαλλόμενου μέρους εισαγωγής δεν θα ζητούν από τις τελωνειακές αρχές του συμβαλλόμενου μέρους εξαγωγής περισσότερες πληροφορίες από αυτές που αναφέρονται στο σημείο 2.4.2 (πορίσματα και στοιχεία).

(19)

Σε περίπτωση ελέγχων λόγω εύλογων αμφιβολιών, εάν οι αρμόδιες αρχές του συμβαλλόμενου μέρους εισαγωγής θεωρούν ότι οι πληροφορίες τις οποίες παρέχουν οι τελωνειακές αρχές του συμβαλλόμενου μέρους εξαγωγής είναι ανεπαρκείς για τη διαπίστωση της γνησιότητας των εγγράφων ή της πραγματικής καταγωγής των προϊόντων, οι τελωνειακές αρχές του συμβαλλόμενου μέρους εισαγωγής μπορούν να ζητούν συμπληρωματικές πληροφορίες από τις τελωνειακές αρχές του συμβαλλόμενου μέρους εξαγωγής. Οι συμπληρωματικές πληροφορίες που ζητούνται δεν μπορούν να υπερβαίνουν τα στοιχεία του εξής καταλόγου:

όταν το κριτήριο καταγωγής είναι «εξολοκλήρου παραγόμενο», την εφαρμοστέα κατηγορία (όπως συγκομιδή, εξόρυξη, αλιεία και τόπο παραγωγής)·

όταν το κριτήριο καταγωγής βασίζεται σε μέθοδο με γνώμονα την αξία, την αξία του τελικού προϊόντος, καθώς και την αξία του συνόλου των μη καταγόμενων υλών που χρησιμοποιήθηκαν στην παραγωγή·

όταν το κριτήριο καταγωγής βασίζεται σε αλλαγές της δασμολογικής κατάταξης, κατάλογο όλων των μη καταγόμενων υλών, συμπεριλαμβανομένης της δασμολογικής τους κατάταξης (σε διψήφια, τετραψήφια ή εξαψήφια μορφή ανάλογα με τα κριτήρια καταγωγής)·

όταν το κριτήριο καταγωγής βασίζεται στο βάρος, το βάρος του τελικού προϊόντος καθώς και το βάρος των σχετικών μη καταγόμενων υλών που χρησιμοποιήθηκαν στο τελικό προϊόν·

όταν το κριτήριο καταγωγής βασίζεται σε ειδική μεταποίηση, περιγραφή της ειδικής αυτής μεταποίησης που προσέδωσε χαρακτήρα καταγωγής στο συγκεκριμένο προϊόν· και

όταν εφαρμόζεται ο κανόνας ανοχής, την αξία ή το βάρος των τελικών προϊόντων και την αξία ή το βάρος των μη καταγόμενων υλών που χρησιμοποιήθηκαν στην παραγωγή των τελικών προϊόντων.

(20)

Εάν η απάντηση δεν περιλαμβάνει τις επαρκείς πληροφορίες που προαναφέρθηκαν για τη διαπίστωση της γνησιότητας του επίμαχου εγγράφου ή της πραγματικής καταγωγής των προϊόντων από τις τελωνειακές αρχές του συμβαλλόμενου μέρους εισαγωγής, οι αιτούσες τελωνειακές αρχές αρνούνται το ευεργέτημα των προτιμήσεων, εκτός εκτάκτων περιστάσεων (βλέπε σημείο 2.7. σχετικά με τις έκτακτες περιστάσεις).

(21)

Οι τελωνειακές αρχές του συμβαλλόμενου μέρους εξαγωγής δεν διαβιβάζουν στις τελωνειακές αρχές του συμβαλλόμενου μέρους εισαγωγής τις εμπιστευτικές πληροφορίες των οποίων η αποκάλυψη θεωρείται από τον εξαγωγέα ότι θέτει σε κίνδυνο τα εμπορικά του συμφέροντα. Η μη αποκάλυψη εμπιστευτικών πληροφοριών δεν μπορεί να αποτελεί τον μόνο λόγο για τον οποίο οι τελωνειακές αρχές του συμβαλλόμενου μέρους εισαγωγής αρνούνται το ευεργέτημα των προτιμήσεων, υπό την προϋπόθεση ότι οι τελωνειακές αρχές του συμβαλλόμενου μέρους εξαγωγής παραθέτουν τους λόγους για τους οποίους δεν διαβιβάζουν εμπιστευτικές πληροφορίες και αποδεικνύουν τον χαρακτήρα του καταγόμενου προϊόντος, κατά τρόπο ικανοποιητικό για τις τελωνειακές αρχές του συμβαλλόμενου μέρους εισαγωγής.

2.5.   Προθεσμία απάντησης σε αίτημα ελέγχου

(22)

Το άρθρο 27 παράγραφος 6 ορίζει ότι τα αποτελέσματα του ελέγχου πρέπει να κοινοποιούνται το ταχύτερο δυνατό.

(23)

Το άρθρο 27 παράγραφος 7 προβλέπει ότι το συμβαλλόμενο μέρος εισαγωγής θα πρέπει καταρχήν να αρνείται το ευεργέτημα των προτιμήσεων, αλλά μόνον εφόσον πληρούνται ταυτόχρονα δύο προϋποθέσεις:

το αίτημα ελέγχου υποβλήθηκε βάσει εύλογων αμφιβολιών·

και

δεν έχει δοθεί απάντηση εντός 10 μηνών από την ημερομηνία υποβολής του αιτήματος ελέγχου ή η απάντηση δεν περιλαμβάνει επαρκείς πληροφορίες για τη διαπίστωση της γνησιότητας του επίμαχου εγγράφου ή της πραγματικής καταγωγής των προϊόντων.

(24)

Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι για τις περιπτώσεις που επιλέγονται δειγματοληπτικά, το συμβαλλόμενο μέρος εισαγωγής δεν μπορεί να αρνηθεί το ευεργέτημα των προτιμήσεων χωρίς την απάντηση του συμβαλλόμενου μέρους εξαγωγής.

2.5.1.   Προθεσμία σε περίπτωση δειγματοληπτικού ελέγχου

(25)

Οι τελωνειακές αρχές του συμβαλλόμενου μέρους εξαγωγής θα καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια για να απαντούν εγκαίρως στους δειγματοληπτικούς ελέγχους εντός προθεσμίας 12 μηνών. Ωστόσο, δεδομένου ότι το άρθρο 27 δεν ορίζει προθεσμία για τους ελέγχους που πραγματοποιούνται δειγματοληπτικά, οι τελωνειακές αρχές του συμβαλλόμενου μέρους εισαγωγής δεν θα αρνούνται τις προτιμήσεις για τον μόνο λόγο ότι οι τελωνειακές αρχές του συμβαλλόμενου μέρους εξαγωγής δεν έχουν παράσχει απάντηση εντός της προθεσμίας των 12 μηνών σχετικά με αίτημα για δειγματοληπτικό έλεγχο.

2.5.2.   Προθεσμία σε περίπτωση ελέγχου λόγω εύλογων αμφιβολιών

(26)

Σε περιπτώσεις που επιλέγονται λόγω εύλογων αμφιβολιών, το συμβαλλόμενο μέρος εισαγωγής αρνείται το ευεργέτημα των προτιμήσεων εάν δεν δοθεί απάντηση εντός 10 μηνών από την ημερομηνία υποβολής του αιτήματος ελέγχου, εκτός εκτάκτων περιστάσεων.

2.6.   Ανατροπή των αποτελεσμάτων

(27)

Τα αποτελέσματα του ελέγχου μπορούν κατ’ εξαίρεση να ανατραπούν από την τελωνειακή αρχή του συμβαλλόμενου μέρους εξαγωγής. Η ανατροπή της αρχικής απάντησης θα πραγματοποιείται εντός 10 μηνών από την ημερομηνία υποβολής του αιτήματος ελέγχου.

2.7.   Έκτακτες περιστάσεις

(28)

Ωστόσο, ακόμη και αν πληρούνται οι δύο προαναφερθείσες προϋποθέσεις για την άρνηση του ευεργετήματος των προτιμήσεων, το κείμενο του άρθρου 27 παράγραφος 7 ορίζει ότι η χορήγηση προτιμησιακής μεταχείρισης εξακολουθεί να είναι δυνατή με βάση τη ρήτρα των «εκτάκτων περιστάσεων».

(29)

Πράγματι, το συμβαλλόμενο μέρος εισαγωγής διατηρεί τη διακριτική ευχέρεια να αποφασίζει ότι συντρέχουν έκτακτες περιστάσεις που δικαιολογούν τη μη άρνηση του ευεργετήματος των προτιμήσεων.

(30)

Στις έκτακτες περιστάσεις περιλαμβάνονται κυρίως οι ακόλουθες περιπτώσεις:

το συμβαλλόμενο μέρος εξαγωγής δεν είναι σε θέση να παράσχει απάντηση στο αίτημα ελέγχου που υπέβαλε το συμβαλλόμενο μέρος εισαγωγής όταν:

α)

ατυχήματα τα οποία δεν θα μπορούσε εύλογα να προβλέψει ο εξαγωγέας, όπως πυρκαγιά, πλημμύρα ή άλλες φυσικές καταστροφές, καθώς και πόλεμος, ταραχές, τρομοκρατική πράξη, απεργία και παρόμοιες καταστάσεις, είχαν ως αποτέλεσμα τη μερική ή πλήρη απώλεια των δικαιολογητικών εγγράφων καταγωγής ή την καθυστέρηση υποβολής των εν λόγω εγγράφων· ή

β)

η απάντηση καθυστέρησε από ανεξέλεγκτες αιτίες, όπως διοικητική ή δικαστική διαδικασία προσφυγής σύμφωνα με τις νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις του συμβαλλόμενου μέρους, παρότι ο εξαγωγέας και η τελωνειακή αρχή του συμβαλλόμενου μέρους εξαγωγής επέδειξαν τη δέουσα επιμέλεια για τη συμμόρφωση με τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το παρόν πρωτόκολλο·

διαπιστώθηκε ότι είτε το αίτημα είτε η απάντηση στο αίτημα δεν έφθασαν στον προορισμό τους λόγω σφαλμάτων των εμπλεκόμενων αρχών·

το αίτημα ή η απάντηση στο αίτημα ελέγχου δεν παραδόθηκε λόγω προβλημάτων στους διαύλους επικοινωνίας (π.χ. αλλαγή της διεύθυνσης του προσώπου που είναι αρμόδιο για τον έλεγχο, επιστροφή επιστολών λόγω διοικητικών σφαλμάτων των ταχυδρομικών αρχών κ.λπ.).

2.8.   Υπενθύμιση

(31)

Όταν δεν έχει ληφθεί ακόμη απάντηση, συνιστάται στις τελωνειακές αρχές του συμβαλλόμενου μέρους εισαγωγής να αποστέλλουν υπενθύμιση στο συμβαλλόμενο μέρος εξαγωγής πριν από τη λήξη της προθεσμίας των 10 μηνών.

(32)

Συνιστάται στις τελωνειακές αρχές του συμβαλλόμενου μέρους εξαγωγής, εάν δεν είναι σε θέση να απαντήσουν εντός της προθεσμίας των 10 μηνών, να ενημερώνουν σχετικά την αιτούσα αρχή πριν από τη λήξη της προθεσμίας, παρέχοντας εκτίμηση σχετικά με τον επιπλέον χρόνο που αναμένεται να διαρκέσει η διαδικασία ελέγχου τους και παραθέτοντας τον λόγο της καθυστέρησης της απάντησης.

2.9.   Κοινή έρευνα

(33)

Το άρθρο 27 παράγραφος 8 προβλέπει ότι το συμβαλλόμενο μέρος εισαγωγής μπορεί να παρίσταται σε έλεγχο καταγωγής που διεξάγεται από τις τελωνειακές αρχές του συμβαλλόμενου μέρους εξαγωγής και ότι, στην περίπτωση αυτή, αμφότερα τα συμβαλλόμενα μέρη θα ανατρέχουν στο άρθρο 7 του πρωτοκόλλου για την αμοιβαία διοικητική συνδρομή σε τελωνειακά ζητήματα (στο εξής: πρωτόκολλο για την αμοιβαία διοικητική συνδρομή) για την εκτέλεση της αίτησης συμμετοχής του συμβαλλόμενου μέρους εισαγωγής. Στις περιπτώσεις αυτές, ισχύουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 7. Ειδικότερα, το άρθρο 7 παράγραφος 4 του πρωτοκόλλου για την αμοιβαία διοικητική συνδρομή ορίζει ότι μόνον οι δεόντως εξουσιοδοτημένοι υπάλληλοι του συμβαλλόμενου μέρους εισαγωγής είναι δυνατόν να παρίστανται στις έρευνες που διεξάγονται στο έδαφος του συμβαλλόμενου μέρους εξαγωγής και ότι οι προϋποθέσεις της κοινής έρευνας καθορίζονται από το συμβαλλόμενο μέρος εξαγωγής.

Για την Επιτροπή Τελωνείων ΕΕ–Κορέας

Εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Jean-Michel GRAVE

Βρυξέλλες, 8 Δεκεμβρίου 2020

Εξ ονόματος της Δημοκρατίας της Κορέας

PARK Jihoon

Sejong, 8 Δεκεμβρίου 2020


Top