This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 62008TN0533
Case T-533/08: Action brought on 3 December 2008 — Telekomunikacja Polska v Commission
Υπόθεση T-533/08: Προσφυγή της 3ης Δεκεμβρίου 2008 — Telekomunikacja Polska κατά Επιτροπής
Υπόθεση T-533/08: Προσφυγή της 3ης Δεκεμβρίου 2008 — Telekomunikacja Polska κατά Επιτροπής
ΕΕ C 44 της 21.2.2009, p. 54–55
(BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)
21.2.2009 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 44/54 |
Προσφυγή της 3ης Δεκεμβρίου 2008 — Telekomunikacja Polska κατά Επιτροπής
(Υπόθεση T-533/08)
(2009/C 44/95)
Γλώσσα διαδικασίας: η πολωνική
Διάδικοι
Προσφεύγουσα: Telekomunikacja Polska SA (Βαρσοβία, Πολωνία) (εκπρόσωποι: H. Romańczuk, M. Modzelewska de Raad και S. Hautbourg, δικηγόροι)
Καθής: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων
Αιτήματα της προσφεύγουσας
Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:
— |
να ακυρώσει την απόφαση Ε(2008) 4997 της Επιτροπής της 4ης Σεπτεμβρίου 2008, που διατάσσει την Telekomunikacja Polska SA, καθώς και όλες τις ελεγχόμενες από αυτήν επιχειρήσεις, να υποβληθούν σε έλεγχο, δυνάμει του άρθρου 20, παράγραφος 4, του κανονισμού 1/2003 του Συμβουλίου (1)· |
— |
να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα. |
Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα
Η προσφεύγουσα ζητεί να κηρυχθεί άκυρη η απόφαση Ε(2008) 4997 της Επιτροπής της 4ης Σεπτεμβρίου 2008, που διατάσσει την Telekomunikacja Polska SA, καθώς και όλες τις ελεγχόμενες από αυτήν επιχειρήσεις, να υποβληθούν σε έλεγχο, δυνάμει του άρθρου 20, παράγραφος 4, του κανονισμού 1/2003 του Συμβουλίου στο πλαίσιο διαδικασίας κινηθείσας λόγω πρακτικών που φέρονται ως αντίθετες προς το άρθρο 82 ΕΚ στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών.
Η προσφεύγουσα στηρίζει την προσφυγή της στους ακόλουθους λόγους:
Πρώτον, η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε κατά παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως που προβλέπεται στο άρθρο 253 ΕΚ και στο άρθρο 20, παράγραφος 4, του κανονισμού 1/2003 του Συμβουλίου. Συναφώς, η Επιτροπή δεν εξήγησε επαρκώς ότι διέθετε πληροφορίες βάσει των οποίων να μπορεί να συναχθεί ευλόγως ότι η προσφεύγουσα διέπραξε την προσαπτόμενη παράβαση. Επιπλέον, στο πλαίσιο της αποφάσεως της Επιτροπής δεν επεξηγούνται επακριβώς τα πραγματικά περιστατικά που είχε την πρόθεση να ερευνήσει η Επιτροπή κατά τη σχετική εξέταση. Περαιτέρω, η Επιτροπή παρέβη την υποχρέωσή της να εκθέσει τα ουσιώδη στοιχεία της προσαπτόμενης στην προσφεύγουσα παραβάσεως.
Δεύτερον, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αντίθετη προς την αρχή της αναλογικότητας, διότι η Επιτροπή δεν προτίμησε να ακολουθήσει τον τρόπο εκείνο διεξαγωγής της διαδικασίας ο οποίος θα επιβάρυνε λιγότερο την προσφεύγουσα.
Τρίτον, η Επιτροπή δεν εξασφάλισε στην προσφεύγουσα το δικαίωμα της υπερασπίσεως, ιδίως καθόσον αφορά τις παραβάσεις τις οποίες επικαλείται η προσφεύγουσα έναντι της προσβαλλομένης αποφάσεως στο πλαίσιο του πρώτου λόγου της. Συναφώς, η προσφεύγουσα διατείνεται ότι δεν μπορούσε να διακρίνει με σαφήνεια ποιες ήταν οι πρακτικές που αποτελούσαν το αντικείμενο της έρευνας της Επιτροπής, οπότε αδυνατούσε να εκτιμήσει δεόντως αν και σε ποιο βαθμό ο έλεγχος ήταν δικαιολογημένος και η ίδια ήταν υποχρεωμένη να συνεργαστεί με την Επιτροπή στο πλαίσιο του ελέχου αυτού.
(1) Κανονισμός (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 και 82 της Συνθήκης (ΕΕ L 1, σ. 1).