Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62008CN0519

    Υπόθεση C-519/08: Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών (Ελλάδα) στις 27 Νοεμβρίου 2008 Αρχοντία Κούκου κατά Ελληνικού Δημοσίου

    ΕΕ C 44 της 21.2.2009, p. 30–31 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

    21.2.2009   

    EL

    Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

    C 44/30


    Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών (Ελλάδα) στις 27 Νοεμβρίου 2008 Αρχοντία Κούκου κατά Ελληνικού Δημοσίου

    (Υπόθεση C-519/08)

    (2009/C 44/50)

    Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική

    Αιτούν δικαστήριο

    Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών

    Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

    Ενάγουσα: Αρχοντία Κούκου

    Εναγόμενο: Ελληνικό Δημόσιο

    Προδικαστικά ερωτήματα

    1)

    Η ρήτρα 5 της συμφωνίας πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου που βρίσκεται στο παράρτημα της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ έχει την έννοια ότι μπορεί να θεωρηθεί αντικειμενικός λόγος για τη σύναψη διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου το γεγονός ότι οι συμβάσεις αυτές έχουν συναφθεί κατ' επίκληση νομοθετικής διάταξης που προβλέπει τη σύναψη συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, ανεξαρτήτως αν στην πραγματικότητα με αυτές καλύπτονται πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εργοδότη;

    2)

    Η προσθήκη κριτηρίων για τη διαπίστωση της κατάχρησης, με τα μέτρα που ελήφθησαν σε συμμόρφωση προς τη ρήτρα 5 της συμφωνίας πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου (π.χ. ανώτατη χρονική διάρκεια συμβάσεων και αριθμού ανανεώσεων, στο πλαίσιο των οποίων επιτρέπεται η απασχόληση και χωρίς τη συνδρομή αντικειμενικού λόγου που να δικαιολογεί τη σύναψη ή την ανανέωση συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου), συνιστά ανεπίτρεπτη υποβάθμιση, κατά την έννοια της ρήτρας 8 σημείου 3 της συμφωνίας πλαισίου, του προϋφιστάμενου της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ γενικού επιπέδου προστασίας, δεδομένου ότι υπό το προηγούμενο της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ νομοθετικό καθεστώς μόνο κριτήριο για τη διαπίστωση της κατάχρησης ήταν η απασχόληση με σύμβαση ή σχέση εργασίας συναφθείσας ως ορισμένου χρόνου χωρίς αντικειμενικό λόγο;

    3)

    Η πρόβλεψη αόριστων και ανοιχτών καταλόγων εξαιρέσεων, όπως αυτών που τίθενται με τις πάγιες διατάξεις Π.Δ. 164/2004, από τα κατ'αρχήν τιθέμενα ανώτατα όρια σύναψης διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, συνιστά αποτελεσματικό μέτρο αποτροπής της κατάχρησης που προκύπτει από τη χρήση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, κατά την έννοια της ρήτρας 5 της συμφωνίας πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου;

    4)

    Μπορούν να θεωρηθούν αποτελεσματικά για την αποτροπή και την προστασία έναντι της κατάχρησης, κατά την έννοια της ρήτρας 5 της συμφωνίας πλαισίου, μέτρα όπως τα επίμαχα στο πλαίσιο της κυρίας δίκης, που ετέθησαν με το άρθρο 7 Π.Δ. 164/2004, όταν:

    (α)

    προβλέπουν, ως μέσο αποτροπής της κατάχρησης και προστασίας των εργαζομένων ορισμένου χρόνου έναντι αυτής, την υποχρέωση του εργοδότη σε καταβολή μισθού και «αποζημίωσης» απόλυσης σε περίπτωση καταχρηστικής απασχόλησης με διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, δεδομένου ότι (i) η υποχρέωση καταβολής μισθού και «αποζημίωσης» απόλυσης προβλέπεται από το εθνικό δίκαιο σε κάθε περίπτωση σχέσης εργασίας και δεν αποσκοπεί ειδικά στην αποτροπή της κατάχρησης, κατά την έννοια της συμφωνίας πλαισίου, και (ii) ιδίως η υποχρέωση καταβολής «αποζημίωσης» κατά τη λύση των συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου αποτελεί συνέπεια της εφαρμογής της ρήτρας 4 της συμφωνίας πλαισίου σχετικά με τη μη διάκριση των εργαζομένων ορισμένου χρόνου έναντι των αντίστοιχων εργαζομένων αορίστου χρόνου και

    (β)

    προβλέπουν ως μέσο αποτροπής της κατάχρησης, την επιβολή κυρώσεων στα αρμόδια όργανα του εργοδότη, στο βαθμό που έχει διαπιστωθεί ότι όμοιες ή ανάλογες κυρώσεις που είχαν προβλεφθεί και στο παρελθόν όσον αφορά στο δημόσιο τομέα υπήρξαν αναποτελεσματικές για την αντιμετώπιση της κατάχρησης από τη χρήση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου;

    5)

    Συνιστούν ορθή μεταφορά της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ στην ελληνική έννομη τάξη και αν είναι αποτελεσματικά μέτρα, όπως αυτά που ελήφθησαν με το άρθρο 11 Π.Δ. 164/2004, που τέθηκαν σε ισχύ την 19.7.2004, δηλαδή εκπρόθεσμα σε σχέση με την προθεσμία που έτασσε η Οδηγία 1999/70/ΕΚ, και στα οποία προσδόθηκε μόνο τρίμηνη αναδρομικότητα, ώστε καταλαμβάνουν μόνο τις διαδοχικές συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου που ήταν ενεργές μετά την 19.4.2004, μη καταλαμβάνοντας μάλιστα συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου που εξακολούθησαν να συνάπτονται διαδοχικώς και μετά την παρέλευση της προθεσμίας συμμόρφωσης προς την Οδηγία 1999/70/ΕΚ και πριν την 19.4.2004;

    6)

    Σε περίπτωση που θεωρηθεί ότι τα μέτρα που ελήφθησαν με το Π.Δ. 164/2004 σε συμμόρφωση προς τη ρήτρα 5 της συμφωνίας πλαισίου δεν είναι αποτελεσματικά, το Δικαστήριο υποχρεούται, στο πλαίσιο της υποχρέωσης σύμφωνης με το κοινοτικό δίκαιο ερμηνείας, να εφαρμόσει σύμφωνα με την οδηγία 1999/70/ΕΚ το προϋφιστάμενο του Π.Δ. αυτού ελληνικό δίκαιο, βάσει του οποίου είναι δυνατόν να επιτευχθεί η προστασία της ενάγουσας έναντι της κατάχρησης, κατά τρόπο που οδηγεί σε άρση των συνεπειών της παραβιάσεως του κοινοτικού δικαίου (όπως του άρθρου 8 παρ. 3 Ν. 2112/1920);

    7)

    Σε περίπτωση που θεωρηθεί ότι τα μέτρα που ελήφθησαν με το Π.Δ. 164/2004 δεν είναι αποτελεσματικά και εφαρμοστέο τυγχάνει το προϋφιστάμενο αυτού νομοθετικό καθεστώς (άρθρο 8 παρ. 3 Ν. 2112/1920), στο πλαίσιο της υποχρέωσης για σύμφωνη με το κοινοτικό δίκαιο ερμηνείας του εθνικού δικαίου, είναι συμβατή με το κοινοτικό δίκαιο η ερμηνεία κανόνων αυξημένης τυπικής ισχύος της εθνικής έννομης τάξης (103 παρ. 8 Συντ.), υπό την έννοια ότι απαγορεύουν απολύτως τη μετατροπή συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε αορίστου, ακόμα και όταν προκύπτει ότι στην πραγματικότητα οι συμβάσεις αυτές καταχρηστικώς συνήφθησαν με νομική βάση διατάξεις για την κάλυψη έκτακτων και προσωρινών εν γένει αναγκών, καθότι με αυτές καλύφθηκαν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εργοδότη που ανήκει στο δημόσιο τομέα (έτσι ολΑΠ 19/2007 και 20/2007), όταν είναι δυνατή και ερμηνεία, σύμφωνα με την οποία η εν λόγω απαγόρευση πρέπει να περιορίζεται μόνο στις συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου που πράγματι συνήφθησαν προς κάλυψη πρόσκαιρων, απρόβλεπτων, επειγουσών ή έκτακτων αναγκών και όχι και στην περίπτωση που στην πραγματικότητα συνήφθησαν προς κάλυψη παγίων και διαρκών αναγκών (έτσι ολΑΠ 18/2006);

    8)

    Είναι σύμφωνη με το κοινοτικό δίκαιο η υπαγωγή, μετά τη θέση σε ισχύ που Π.Δ. 164/2004, των διαφορών σχετικά με την εργασία ορισμένου χρόνου και τη ρήτρα 5 της συμφωνίας πλαισίου στην αποκλειστική δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων, όταν μάλιστα αυτό δυσχεραίνει την πρόσβαση στη Δικαιοσύνη του προσφεύγοντος εργαζομένου ορισμένου χρόνου, δεδομένου ότι, πριν τη θέσπιση του Π.Δ. 164/2004, όλες οι διαφορές σχετικά με την εργασία ορισμένου χρόνου υπάγονταν στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων με την επιεικέστερη ως προς την τήρηση των τύπων, απλούστερη, λιγότερο δαπανηρή για τον προσφεύγοντα εργαζόμενο ορισμένου χρόνου και κατά κανόνα ταχύτερη ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών;


    Top