Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62008CN0485

Υπόθεση C-485/08 P: Αναίρεση που άσκησε στις 11 Νοεμβρίου 2008 η Claudia Gualtieri κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Πρωτοδικείο (τέταρτο τμήμα) στις 10 Σεπτεμβρίου 2008 στην υπόθεση T-284/06, Gualtieri κατά Επιτροπής

ΕΕ C 32 της 7.2.2009, pp. 15–16 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

7.2.2009   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 32/15


Αναίρεση που άσκησε στις 11 Νοεμβρίου 2008 η Claudia Gualtieri κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Πρωτοδικείο (τέταρτο τμήμα) στις 10 Σεπτεμβρίου 2008 στην υπόθεση T-284/06, Gualtieri κατά Επιτροπής

(Υπόθεση C-485/08 P)

(2009/C 32/25)

Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική

Διάδικοι

Αναιρεσείουσα: Claudia Gualtieri (εκπρόσωποι: P. Gualtieri και M. Gualtieri)

Αντίδικος κατ' αναίρεση: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

Αιτήματα της αναιρεσείουσας

Η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

να απορρίψει κάθε αντίθετο αίτημα ή ένσταση, καθώς και κάθε άλλο ισχυρισμό·

να λάβει τις δέουσες αποφάσεις και να προβεί στις δέουσες διαπιστώσεις·

να δεχθεί τους λόγους αναιρέσεως που προβάλλονται σχετικά με τα διάφορα επίδικα ζητήματα και όλα τα σχετικά με τους λόγους αυτούς αιτήματα, που επαναλαμβάνονται, εν πάση περιπτώσει, στο σύνολό τους με την παρούσα αίτηση αναιρέσεως·

να καθορίσει τις αρχές δικαίου σύμφωνα με τις οποίες οι σχέσεις μεταξύ των αποσπασμένων εθνικών εμπειρογνώμων (ΑΕΕ) και της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων είναι σχέσεις εξηρτημένης εργασίας, συγκρίσιμης με εκείνη των εκτάκτων υπαλλήλων, οι δε αποζημιώσεις που καταβάλλονται στους ΑΕΕ έχουν χαρακτήρα αμοιβής·

να κρίνει ότι, σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο, για αντίστοιχες παροχές εργασίας καταβάλλεται ίδια αμοιβή και ότι, εν πάση περιπτώσει, η καταβολή στους εγγάμους τυχόν αντισταθμιστικών αποζημιώσεων διαφορετικών από αυτές που καταβάλλονται στους αγάμους ή τους συμβιούντες χωρίς να έχουν συνάψει γάμο συνεπάγεται δυσμενή διάκριση σε βάρος του μέλους νόμιμης οικογένειας·

επικουρικώς, να κρίνει ότι οι αποζημιώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 17 της αποφάσεως περί των ΑΕΕ οφείλονται στο ακέραιο στην αναιρεσείουσα από την ημερομηνία του εν τοις πράγμασι χωρισμού της ή της καταθέσεως της αιτήσεως συναινετικού διαζυγίου ενώπιον του tribunal de Bruxelles·

να αναιρέσει, κατά συνέπεια, εν όλω ή εν μέρει, την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, η οποία εκδόθηκε από το Πρωτοδικείο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στις 10 Σεπτεμβρίου 2008 και κοινοποιήθηκε την επομένη, και να δεχθεί εν όλω ή εν μέρει τα αιτήματα που υποβλήθηκαν πρωτοδίκως ή κατ' έφεση, ή να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον του Πρωτοδικείου προκειμένου αυτό να αποφανθεί, ενδεχομένως, επί της ουσίας·

να καταδικάσει την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στο σύνολο των εξόδων αμφοτέρων των δικών ή, επικουρικώς, στα δικαστικά έξοδα ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου.

Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα

Καταρχάς, από το σύνολο των διατάξεων που διέπουν το νομικό καθεστώς των ΑΕΕ προκύπτει κατά τρόπο σαφή και αναμφισβήτητο ότι ο σύνδεσμος με τη δημόσια υπηρεσία από την οποία προέρχεται ο εμπειρογνώμονας παραμένει σε αναστολή καθ' όλη τη διάρκεια της αποσπάσεως και ότι, κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, ο εθνικός εμπειρογνώμονας είναι πλήρως ενταγμένος στην οργάνωση της Επιτροπής, προς αποκλειστικό όφελος της οποίας καλείται να ασκεί τα καθήκοντά του, με συνέπεια τη σαφή εξομοίωση (πιο συγκεκριμένα: πλήρη ταύτιση) της νομικής θέσεως του εν λόγω εμπειρογνώμονα με τη θέση τουλάχιστον των εκτάκτων υπαλλήλων, οι οποίοι, με τη σειρά τους, εξομοιώνονται προς τους μονίμους υπαλλήλως όσον αφορά τους όρους εργασίας και τις αποδοχές.

Βάσει των ανωτέρω, καθώς και των διατάξεων του άρθρου 141, παράγραφος 2, ΕΚ (σύμφωνα με το οποίο η έννοια της αμοιβής καταλαμβάνει και όλα τα άλλα οφέλη, που παρέχονται άμεσα ή έμμεσα, σε χρήματα ή σε είδος, από τον εργοδότη στον εργαζόμενο λόγω της σχέσεως εργασίας), που αποτελεί ανώτερο κανόνα δικαίου από αυτόν του άρθρου 17 της αποφάσεως περί των ΑΕΕ και τους κανόνες του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων και του λοιπού προσωπικού της Ευρωπαϊκής Ενώσεως (άρθρο 62, τρίτο εδάφιο: «[ο]ι αποδοχές […] περιλαμβάνουν βασικό μισθό, οικογενειακά επιδόματα και αποζημιώσεις»), οι αποζημιώσεις που καταβάλλονται στους ΑΕΕ έχουν χαρακτήρα αμοιβής όπως οι αντίστοιχες αποζημιώσεις τις οποίες δικαιούνται οι μόνιμοι υπάλληλοι και το λοιπό προσωπικό.

Η αναιρεσείουσα υποστήριξε, συνεπώς, ότι υπήρχε γενική αρχή καθιερωμένη, μεταξύ άλλων, στο κοινοτικό δίκαιο, σύμφωνα με την οποία για αντίστοιχες παροχές εργασίας οφείλεται ίδια αμοιβή, όπως προκύπτει από τις διατάξεις του άρθρου 14 ΕΣΔΑ, της οδηγίας 2000/43/ΕΚ (1) της 29ης Ιουνίου 2000, της οδηγίας 2000/78/ΕΚ (2) της 27ης Νοεμβρίου 2000 και των άρθρων 3, παράγραφος 2, 136, 137, στοιχείο i, και 141, παράγραφος 1, ΕΚ.

Αντιθέτως, η ερμηνεία την οποία ακολούθησε το Πρωτοδικείο έχει ως συνέπεια δύο εργαζόμενοι που εκτελούν την ίδια παροχή εργασίας να αμείβονται κατά τρόπο άνισο όταν ο/η σύζυγος ενός εκ των δύο εργαζομένων είναι ήδη κάτοικος Βρυξελλών κατά τον χρόνο της πράξεως αποσπάσεως, δημιουργώντας σοβαρή δυσμενή διάκριση σε βάρος των μελών της νόμιμης οικογένειας, παρά τη σημαντική προστασία της οποίας χαίρει ο θεσμός αυτός στις εθνικές και διεθνείς νομοθεσίες, καθώς και παρά την τάση που σημειώνεται στη νομοθεσία των διαφόρων κρατών μελών, στον κανονισμό υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων (άρθρο 1, παράγραφοι 1 και 2, στοιχείο γ', του παραρτήματος VII) και τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου προς εξομοίωση της εν τοις πράγμασι συγκατοικήσεως προς τη νόμιμη οικογένεια.

Εξάλλου, οι αποζημιώσεις έπρεπε να είχαν καταβληθεί στο ακέραιο, τουλάχιστον, από την ημερομηνία της παύσεως της συμβιώσεως, καθόσον στις κανονιστικές διατάξεις δεν προβλέπεται η ανάγκη αναφοράς αποκλειστικά στον χρόνο ενάρξεως της σχέσεως, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι μεταγενέστερες μεταβολές.

Όσον αφορά την ένσταση ελλείψεως νομιμότητας του άρθρου 20 της αποφάσεως περί των ΑΕΕ, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει, παραπέμποντας στο άρθρο 241 ΕΚ, ότι οι πραγματικοί ή νομικοί λόγοι επί των οποίων στηρίζεται η ένσταση αυτή εκτέθηκαν λεπτομερώς και κατά τρόπο κατανοητό, οπότε η καθής δεν την αμφισβήτησε, καθώς και ότι η παραπομπή στο εν λόγω άρθρο 241 αποσκοπούσε, εν πάση περιπτώσει, στην έκδοση αποφάσεως επί των επιδίκων ζητημάτων, έστω και αν η προσφυγή κρινόταν εκπρόθεσμη.

Επιπλέον, η αναιρεσείουσα παραιτήθηκε από τον λόγο που αντλείτο από την παραβίαση της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και ζήτησε την αναδιατύπωση της αποφάσεως ως προς τα δικαστικά έξοδα, τα οποία, δυνάμει των άρθρων 87 και 88 του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείο, έπρεπε να της επιστραφούν στο ακέραιο. Τέλος, υποστηρίζει ότι το γεγονός ότι το Πρωτοδικείο εξέτασε τη διαφορά και αποφάνθηκε επί της ουσίας αποτελεί αναμφισβήτητα αναγνώριση του παραδεκτού της προσφυγής, το οποίο δεν μπορεί να αμφισβητηθεί πλέον κατά το παρόν στάδιο.

Επικαλούμενη τις αρχές του δικαίου σύμφωνα με τις οποίες η σχέση μεταξύ των ΑΕΕ και της Επιτροπής αποτελεί σχέση εξηρτημένης εργασίας, συγκρίσιμη με εκείνη των εκτάκτων υπαλλήλων, οι δε αποζημιώσεις που καταβάλλονται στους εν λόγω ΑΕΕ έχουν χαρακτήρα αμοιβής, η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο να κρίνει ότι, δυνάμει του κοινοτικού δικαίου, για αντίστοιχες παροχές εργασίας πρέπει να καταβάλλεται η ίδια αμοιβή και ότι, εν πάση περιπτώσει, η καταβολής στους εγγάμους αποζημιώσεων διαφορετικών από αυτές που καταβάλλονται στους αγάμους ή στους συμβιούντες χωρίς να έχουν συνάψει γάμο συνιστά δυσμενή διάκριση σε βάρος του μέλους νόμιμης οικογένειας ή, επικουρικώς, ότι οι αποζημιώσεις που προβλέπονται από το άρθρο 17 της αποφάσεως περί των ΑΕΕ οφείλονται στο ακέραιο στην αναιρεσείουσα από την ημερομηνία του εν τοις πράγμασι χωρισμού της ή της καταθέσεως της αιτήσεως συναινετικού διαζυγίου ενώπιον του tribunal de Bruxelles.


(1)  Οδηγία 2000/43/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Ιουνίου 2000, περί εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχείρισης προσώπων ασχέτως φυλετικής ή εθνοτικής τους καταγωγής (ΕΕ L 180, σ. 22).

(2)  Οδηγία 2000/78/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2000, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία (ΕΕ L 303, σ. 16).


Top