Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62008CN0271

    Υπόθεση C-271/08: Προσφυγή της 24ης Ιουνίου 2008 — Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας

    ΕΕ C 223 της 30.8.2008, p. 27–28 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

    30.8.2008   

    EL

    Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

    C 223/27


    Προσφυγή της 24ης Ιουνίου 2008 — Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας

    (Υπόθεση C-271/08)

    (2008/C 223/43)

    Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική

    Διάδικοι

    Προσφεύγουσα: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εκπρόσωποι: G. Wilms και D. Kukovec)

    Καθής: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας

    Αιτήματα της προσφεύγουσας

    Η προσφεύγουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

    να αναγνωρίσει ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας παρέβη, έως τις 31 Ιανουαρίου 2006, τις διατάξεις του άρθρου 8 σε συνδυασμό με τους τίτλους ΙΙΙ έως VI, της οδηγίας 92/50/ΕΟΚ (1) και, από την 1η Φεβρουαρίου 2006, τις διατάξεις του άρθρου 20 σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 23 έως 55, της οδηγίας 2004/18/ΕΚ (2), καθόσον δημοτικές αρχές και επιχειρήσεις που απασχολούσαν πάνω από 1 218 εργαζόμενους συνήψαν συμβάσεις παροχής υπηρεσιών, με αντικείμενο την ιδιωτική ασφάλιση συντάξεων, απευθείας με τους οργανισμούς και τις επιχειρήσεις που απαριθμούνται στο άρθρο 6 της συλλογικής σύμβασης για τη μετατροπή σε συνταξιοδοτικές εισφορές αποδοχών δημοτικών υπαλλήλων του δημόσιου τομέα (TV-EUmw/VKA), χωρίς την προκήρυξη διαγωνισμού σε ευρωπαϊκό επίπεδο,

    να καταδικάσει την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας στα δικαστικά έξοδα.

    Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα

    Στη Γερμανία, οι εργαζόμενοι μπορούν να ζητούν από τους εργοδότες τους τη μετατροπή σε ιδιωτικές συνταξιοδοτικές εισφορές μέρους των μελλοντικών αποδοχών τους ύψους έως 4 % επί του ποσού που αποτελεί τη βάση υπολογισμού των βασικών εισφορών της γενικής ασφάλισης συντάξεων. Σύμφωνα με τη συλλογική σύμβαση για τη μετατροπή σε συνταξιοδοτικές εισφορές αποδοχών δημοτικών υπαλλήλων του δημοσίου τομέα (στο εξής: συλλογική σύμβαση), αρμόδιες για τη μετατροπή αυτή είναι οι δημοτικές αρχές και επιχειρήσεις. Η μετατροπή των αποδοχών σε συνταξιοδοτικές εισφορές γίνεται με την καταβολή τους σε δημόσιους οργανισμούς συμπληρωματικής ασφάλισης, όπως οι επιχειρήσεις του ομίλου των ταμιευτηρίων ή σε δημοτικές ασφαλιστικές επιχειρήσεις. Κατά κανόνα, οι δημοτικές αρχές ή επιχειρήσεις συνάπτουν συμβάσεις συλλογικής ασφάλισης για το σύνολο των εργαζομένων τους, για τους οποίους υπάρχει συμφωνία μετατροπής των αποδοχών τους σε συνταξιοδοτικές εισφορές προς τους ανωτέρω οργανισμούς.

    Σύμφωνα με τα στοιχεία που διαθέτει η Επιτροπή, αυτές οι συμβάσεις παροχής υπηρεσιών με αντικείμενο την ιδιωτική ασφάλιση συντάξεων συνήφθησαν από τις δημοτικές αρχές ή επιχειρήσεις απευθείας με τους οργανισμούς και τις επιχειρήσεις που αναγράφει η συλλογική σύμβαση, χωρίς την προκήρυξη διαγωνισμού σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

    Η παροχή υπηρεσιών που αφορούν την ιδιωτική ασφάλιση συντάξεων εμπίπτει στο παράρτημα I A, κατηγορία 6, της οδηγίας 92/50/ΕΟΚ ή, από την 1η Φεβρουαρίου 2006, στο παράρτημα II A, της οδηγίας 2004/18/ΕΟΚ. Πρόκειται, συναφώς, για την παροχή υπηρεσιών ασφαλιστικών και συνταξιοδοτικών ταμείων, που δεν εμπίπτουν στην υποχρεωτική ασφάλιση. Επομένως, οι επίμαχες συμβάσεις που συνήφθησαν από δημοτικές αρχές, δηλαδή από αναθέτουσες αρχές του δημόσιου τομέα, είναι γραπτές συμβάσεις εξ επαχθούς αιτίας και δημόσιες συμβάσεις κατά την έννοια των ανωτέρω οδηγιών. Εξάλλου, όπως προκύπτει από τη νομολογία, το άρθρο 1, στοιχείο α', της οδηγίας 92/50/ΕΟΚ δεν διακρίνει μεταξύ των δημόσιων συμβάσεων που συνάπτει αναθέτουσα αρχή του δημοσίου για την ικανοποίηση αναγκών γενικού συμφέροντος και εκείνων που δεν αφορούν τέτοιου είδους ανάγκες. Το Δικαστήριο, ως εκ τούτου, απέρριψε την έννοια της λειτουργικής ιδιότητας της αναθέτουσας αρχής. Επομένως, δεν μπορεί να γίνει δεκτός ο ισχυρισμός των γερμανικών αρχών ότι οι δημοτικές αρχές ή επιχειρήσεις που διαχειρίζονται προγράμματα ιδιωτικής ασφάλισης δεν είναι αναθέτουσες αρχές του δημοσίου κατά την έννοια του δικαίου των δημόσιων συμβάσεων.

    Περαιτέρω, η Επιτροπή είναι της γνώμης ότι οι επίμαχες συμβάσεις υπερβαίνουν σημαντικά το προβλεπόμενο κατώτατο όριο. Αντιθέτως προς την άποψη της καθής, ο οικείος υπολογισμός δεν μπορεί να έχει ως βάση την κάθε επιμέρους σύμβαση. Αντιθέτως, σημασία έχει η διάρκεια της συμφωνίας-πλαισίου, καθόσον οι επιμέρους συμβάσεις που συνήφθησαν μεταξύ του εργαζομένου και του εργοδότη δεν αποτελούν αντικείμενο δημόσιας σύμβασης κατά την έννοια του κοινοτικού δικαίου των δημόσιων συμβάσεων. Η αξία μιας συμφωνίας-πλαισίου ισούται, επομένως, προς την αξία, χωρίς φόρο προστιθέμενης αξίας, του συνόλου των συμβάσεων που προβλέπονται για όλη τη διάρκεια της συμφωνίας-πλαισίου. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς της Επιτροπής, τουλάχιστον 110 πόλεις της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας υπερβαίνουν το κατώτατο όριο.

    Οι δημοτικές αρχές και επιχειρήσεις όφειλαν, επομένως, να συνάψουν συμβάσεις παροχής υπηρεσιών με αντικείμενο την ιδιωτική ασφάλιση συντάξεων, όχι απευθείας με τους οργανισμούς και τις επιχειρήσεις που αναγράφει η συλλογική σύμβαση, αλλά μετά την προκήρυξη διαγωνισμού σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Το γεγονός ότι η συνέχιση καταβολής της αμοιβής ρυθμίζεται από το κοινοτικό δίκαιο ουδόλως μεταβάλλει την εκτίμηση αυτή. Αφενός, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η γενική αρχή της αυτονομίας των κοινωνικών εταίρων δεν υπάρχει στο κοινοτικό δίκαιο και, αφετέρου, η Επιτροπή δεν μπορεί να αντιληφθεί πώς η αρχή της αυτονομίας των κοινωνικών εταίρων, η οποία θεμελιώνεται στο γερμανικό Grundgesetz (σύνταγμα), περιορίζεται παρανόμως από την εκπλήρωση των εκ του νόμου υφιστάμενων υποχρεώσεων των αναθετουσών αρχών του δημοσίου για προκήρυξη διαγωνισμού.


    (1)  EE L 209, σ. 1.

    (2)  ΕΕ L 134, σ. 114.


    Top