Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62021CO0382

    Διάταξη του Δικαστηρίου (τμήμα εγκρίσεως της εξετάσεως των αναιρέσεων)της 10ης Δεκεμβρίου 2021.
    Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO) κατά The KaiKai Company Jaeger Wichmann GbR.
    Αίτηση αναιρέσεως – Κοινοτικό σχέδιο ή υπόδειγμα – Έγκριση της εξέτασης των αιτήσεων αναιρέσεως – Άρθρο 170β του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου – Αίτηση με την οποία τεκμηριώνεται η σημασία ενός ζητήματος για την ενότητα, τη συνοχή ή την εξέλιξη του δικαίου της Ένωσης – Έγκριση της εξετάσεως της αιτήσεως αναιρέσεως.
    Υπόθεση C-382/21 P.

    Court reports – general – 'Information on unpublished decisions' section

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2021:1050

     ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα εγκρίσεως της εξετάσεως των αναιρέσεων)

    της 10ης Δεκεμβρίου 2021 ( *1 ) ( i )

    «Αίτηση αναιρέσεως – Κοινοτικό σχέδιο ή υπόδειγμα – Έγκριση της εξέτασης των αιτήσεων αναιρέσεως – Άρθρο 170β του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου – Αίτηση με την οποία τεκμηριώνεται η σημασία ενός ζητήματος για την ενότητα, τη συνοχή ή την εξέλιξη του δικαίου της Ένωσης – Έγκριση της εξετάσεως της αιτήσεως αναιρέσεως»

    Στην υπόθεση C‑382/21 P,

    με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκε στις 23 Ιουνίου 2021,

    Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO), εκπροσωπούμενο από τους D. Hanf, D. Gája, Ε. Μαρκάκη και V. Ruzek,

    αναιρεσείον,

    όπου ο έτερος διάδικος είναι η:

    The KaiKai Company Jaeger Wichmann GbR, με έδρα το Μόναχο (Γερμανία),

    προσφεύγουσα πρωτοδίκως,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τμήμα εγκρίσεως της εξετάσεως των αναιρέσεων),

    συγκείμενο από τους L. Bay Larsen, Αντιπρόεδρο του Δικαστηρίου, L. S. Rossi (εισηγήτρια) και N. Wahl, δικαστές,

    γραμματέας: A. Calot Escobar

    έχοντας υπόψη την πρόταση της εισηγήτριας δικαστή και αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα, T. Ćapeta,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Διάταξη

    1

    Με την αίτηση αναιρέσεως, το Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO) ζητεί την αναίρεση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 14ης Απριλίου 2021, The KaiKai Company Jaeger Wichmann κατά EUIPO (Συσκευές και είδη γυμναστικής ή αθλητισμού) (T‑579/19, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, EU:T:2021:186), με την οποία το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε την απόφαση του τρίτου τμήματος προσφυγών του EUIPO της 13ης Ιουνίου 2019 (υπόθεση R 573/2019-3), σχετικά με αίτηση καταχώρισης οργάνων και ειδών γυμναστικής ή άθλησης ως κοινοτικών σχεδίων ή υποδειγμάτων, με την οποία διεκδικήθηκε το δικαίωμα προτεραιότητας διεθνούς αίτησης διπλώματος ευρεσιτεχνίας κατατεθείσας δυνάμει της Συνθήκης συνεργασίας για τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας, η οποία συνήφθη στην Ουάσινγκτον στις 19 Ιουνίου 1970 και τροποποιήθηκε για τελευταία φορά στις 3 Οκτωβρίου 2001 (Recueil des traités des Nations unies, τόμος 1160, αριθ. 18336, σ. 231).

    Επί της αιτήσεως για την έγκριση της εξετάσεως της αιτήσεως αναιρέσεως

    2

    Κατά το άρθρο 58α, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, χωρίς προηγούμενη έγκριση του Δικαστηρίου, δεν χωρεί εξέταση αιτήσεως αναιρέσεως που ασκείται κατά αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου η οποία αφορά απόφαση ανεξάρτητου τμήματος προσφυγών του EUIPO.

    3

    Κατά το άρθρο 58α, τρίτο εδάφιο, του Οργανισμού, η εξέταση της αιτήσεως αναιρέσεως εγκρίνεται, εν όλω ή εν μέρει, κατά τα προβλεπόμενα λεπτομερώς στον Κανονισμό Διαδικασίας του Δικαστηρίου, όταν η αίτηση αυτή εγείρει σημαντικό ζήτημα για την ενότητα, τη συνοχή ή την εξέλιξη του δικαίου της Ένωσης.

    4

    Κατά το άρθρο 170α, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, στις περιπτώσεις του άρθρου 58α, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού, ο αναιρεσείων επισυνάπτει στο δικόγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως αίτηση για την έγκριση της εξετάσεως της αιτήσεως αναιρέσεως στην οποία εκτίθεται το σημαντικό ζήτημα που εγείρει η αναίρεση για την ενότητα, τη συνοχή ή την εξέλιξη του δικαίου της Ένωσης και στην οποία περιλαμβάνονται όλα τα αναγκαία στοιχεία προκειμένου το Δικαστήριο να είναι σε θέση να αποφανθεί επί της εν λόγω αιτήσεως εγκρίσεως.

    5

    Κατά το άρθρο 170β, παράγραφοι 1 και 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Δικαστήριο αποφασίζει επί της αιτήσεως εγκρίσεως το συντομότερο δυνατόν με αιτιολογημένη διάταξη.

    Επιχειρήματα του αναιρεσείοντος

    6

    Προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως, το αναιρεσείον προβάλλει έναν και μόνο λόγο αναιρέσεως, ο οποίος αφορά παράβαση του άρθρου 41, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 6/2002 του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2001, για τα κοινοτικά σχέδια και υποδείγματα (ΕΕ 2002, L 3, σ. 1).

    7

    Ο λόγος αναιρέσεως έχει τρία σκέλη.

    8

    Με το πρώτο από τα σκέλη αυτά, το αναιρεσείον προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι, στις σκέψεις 56, 57 και 64 έως 66 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, εσφαλμένως έκρινε ότι το γεγονός ότι το άρθρο 41, παράγραφος 1, του κανονισμού 6/2002 δεν προβλέπει ότι ένα δίπλωμα ευρεσιτεχνίας μπορεί να χρησιμεύσει ως βάση για τη διεκδίκηση προτεραιότητας για μεταγενέστερο κοινοτικό σχέδιο ή υπόδειγμα συνιστά νομοθετικό κενό. Στην πραγματικότητα, κατά το αναιρεσείον, το γεγονός αυτό αντικατοπτρίζει την επιλογή του νομοθέτη της Ένωσης να περιορίσει τις διεκδικήσεις προτεραιότητας μόνο στα προγενέστερα σχέδια ή υποδείγματα ή υποδείγματα χρησιμότητας.

    9

    Συγκεκριμένα, κατά το αναιρεσείον, από το γράμμα της διατάξεως αυτής προκύπτει σαφώς ότι αυτή καθορίζει τόσο τη φύση των δικαιωμάτων βιομηχανικής ιδιοκτησίας επί των οποίων μπορεί να στηριχθεί διεκδίκηση προτεραιότητας, ήτοι προγενέστερο σχέδιο ή υπόδειγμα ή υπόδειγμα χρησιμότητας, όσο και τη διάρκεια της προθεσμίας εντός της οποίας μπορεί να διεκδικηθεί προτεραιότητα, ήτοι έξι μήνες από την ημερομηνία υποβολής της πρώτης αιτήσεως. Το γεγονός ότι η εν λόγω διάταξη δεν μνημονεύει τις αιτήσεις χορηγήσεως διπλώματος ευρεσιτεχνίας πρέπει κατ’ ανάγκην να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι οι αιτήσεις αυτές δεν εμπίπτουν στην ως άνω διάταξη. Εξάλλου, αν μια διεθνής αίτηση, κατατεθείσα δυνάμει της Συμβάσεως των Παρισίων για την προστασία της βιομηχανικής ιδιοκτησίας, η οποία υπεγράφη στο Παρίσι στις 20 Μαρτίου 1883, αναθεωρήθηκε για τελευταία φορά στη Στοκχόλμη στις 14 Ιουλίου 1967 και τροποποιήθηκε στις 28 Σεπτεμβρίου 1979 (Recueil des traités des Nations unies, τόμος 828, αριθ. 11851, σ. 305, στο εξής: Σύμβαση των Παρισίων), μπορούσε να θεμελιώσει δικαίωμα προτεραιότητας σύμφωνα με το άρθρο 41 του κανονισμού 6/2002, τούτο θα ήταν δυνατόν μόνον καθόσον η αίτηση αυτή αφορά υπόδειγμα χρησιμότητας.

    10

    Με το δεύτερο σκέλος του μοναδικού λόγου αναιρέσεως, το αναιρεσείον υποστηρίζει ότι, αναγνωρίζοντας δικαίωμα προτεραιότητας δώδεκα μηνών, το Γενικό Δικαστήριο, με τις σκέψεις 75 έως 86 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, δεν προέβη σε απλή ερμηνεία του άρθρου 41, παράγραφος 1, του κανονισμού 6/2002 κατά τρόπο σύμφωνο προς το άρθρο 4 της Συμβάσεως των Παρισίων, δεδομένου ότι μια τέτοια σύμφωνη ερμηνεία δεν μπορεί να διευρυνθεί σε τέτοιο βαθμό ώστε να ταχθεί προθεσμία προτεραιότητας μη προβλεπόμενη από σαφή και ανεπιφύλακτη διάταξη του δικαίου της Ένωσης. Συγκεκριμένα, με τις εν λόγω σκέψεις το Γενικό Δικαστήριο στην πραγματικότητα άφησε ανεφάρμοστο το άρθρο 41 του κανονισμού και το υποκατέστησε με το άρθρο 4 της Συμβάσεως. Κατά τον τρόπο αυτόν, το Γενικό Δικαστήριο προσέδωσε άμεσο αποτέλεσμα στο άρθρο 4 της Συμβάσεως. Πλην όμως, κατά το αναιρεσείον, αφενός, το άρθρο 4 της Συμβάσεως των Παρισίων δεν ανταποκρίνεται στις προϋποθέσεις που έχουν διατυπωθεί με τη νομολογία για την απευθείας εφαρμογή του διεθνούς δικαίου στο δίκαιο της Ένωσης, όπως η νομολογία αυτή διαμορφώθηκε μεταξύ άλλων με την απόφαση της 3ης Ιουνίου 2008, Intertanko κ.λπ. (C-308/06, EU:C:2008:312, σκέψη 45), η οποία επιβάλλει να είναι η επίμαχη διάταξη σαφής, ακριβής και ανεπιφύλακτη και, αφετέρου, η αναγνώριση ενός τέτοιου άμεσου αποτελέσματος στο άρθρο 4 αντιβαίνει στο άρθρο 25 της Συμβάσεως των Παρισίων και στη νομολογία που διαμορφώθηκε με την απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2007, Develey κατά ΓΕΕΑ (C-238/06 P, EU:C:2007:635, σκέψεις 37 έως 44), από όπου προκύπτει, εν ολίγοις, ότι το εν λόγω άρθρο δεν παράγει άμεσα αποτελέσματα.

    11

    Με το τρίτο σκέλος του μοναδικού λόγου αναιρέσεως, το αναιρεσείον προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι υποκατέστησε το άρθρο 41, παράγραφος 1, του κανονισμού 6/2002 με το άρθρο 4 της Συμβάσεως των Παρισίων. Συγκεκριμένα, αντιθέτως προς όσα επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο με τις σκέψεις 77 έως 84 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η Σύμβαση των Παρισίων δεν θεσπίζει κανένα γενικό κανόνα κατά τον οποίο η φύση του προγενέστερου δικαιώματος καθορίζει την προθεσμία ασκήσεως του δικαιώματος προτεραιότητας. Ο γενικός κανόνας προβλέπει ότι η προγενέστερη αίτηση στην οποία στηρίζεται το δικαίωμα προτεραιότητας πρέπει να έχει το ίδιο αντικείμενο με την μεταγενέστερη αίτηση. Μόνον κατ’ εξαίρεση προβλέπει το άρθρο 4, τμήμα Ε, παράγραφος 1, της Συμβάσεως των Παρισίων ότι αίτηση με αντικείμενο υπόδειγμα χρησιμότητας μπορεί να θεμελιώσει δικαίωμα προτεραιότητας για μεταγενέστερη αίτηση σχεδίου ή υποδείγματος, η οποία έχει, επομένως, αντικείμενο διαφορετικό από την προγενέστερη αίτηση. Ως εκ τούτου, το συμπέρασμα του Γενικού Δικαστηρίου ότι η προθεσμία που ισχύει για τη διεκδίκηση της προτεραιότητας αιτήσεως διπλώματος ευρεσιτεχνίας για μεταγενέστερη αίτηση σχεδίου ή υποδείγματος είναι δωδεκάμηνη, στερείται νομικής βάσεως.

    12

    Προς στήριξη της αιτήσεώς του για την έγκριση της εξετάσεως της αιτήσεως αναιρέσεως, το αναιρεσείον υποστηρίζει ότι ο μοναδικός λόγος αναιρέσεως εγείρει ένα σημαντικό ζήτημα για την ενότητα, τη συνοχή και την εξέλιξη του δικαίου της Ένωσης.

    13

    Συναφώς, επισημαίνει, πρώτον, ότι οι συνέπειες της εσφαλμένης ερμηνείας του άρθρου 4 της Συμβάσεως των Παρισίων υπερβαίνουν το πλαίσιο του δικαίου των σχεδίων ή υποδειγμάτων. Συγκεκριμένα, λόγω του γενικού χαρακτήρα της αρχής που διατυπώνεται στις σκέψεις 77 έως 80 και 85 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, κατά την οποία η φύση του προγενέστερου δικαιώματος είναι αποφασιστικής σημασίας για τον καθορισμό της διάρκειας της προθεσμίας προτεραιότητας, η αρχή αυτή μπορεί να επηρεάσει το σύστημα κανόνων για τις διεκδικήσεις προτεραιότητας που εφαρμόζεται σε άλλα δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας πλην των σχεδίων ή υποδειγμάτων, όπως τα σήματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

    14

    Δεύτερον, κατά το αναιρεσείον, η εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 4 της Συμβάσεως των Παρισίων έχει δεσμευτική ισχύ, αφενός, για τον νομοθέτη της Ένωσης, ο οποίος δεν μπορεί να την παρακάμψει τροποποιώντας τον κανονισμό 6/2002 ή τις λοιπές διατάξεις του δικαίου της Ένωσης που αφορούν τις διεκδικήσεις προτεραιότητας, καθώς και, αφετέρου, για τα κράτη μέλη, τα οποία, δεδομένου ότι αποτελούν στο σύνολό τους συμβαλλόμενα μέρη της Συμβάσεως των Παρισίων, δεσμεύονται δυνάμει του δικαίου της Ένωσης από την εν λόγω Σύμβαση όπως ερμηνεύεται από τον δικαστή της Ένωσης, τούτο δε προκύπτει από την απόφαση της 16ης Ιουνίου 1998, Hermès (C‑53/96, EU:C:1998:292, σκέψη 32).

    15

    Τρίτον, η αναγνώριση, από το Γενικό Δικαστήριο, του δικαιώματος των ιδιωτών να επικαλούνται απευθείας τις διατάξεις της Συμβάσεως των Παρισίων όσον αφορά τις διεκδικήσεις προτεραιότητας αποτελεί προηγούμενο για τις μελλοντικές υποθέσεις και περιορίζει το περιθώριο χειρισμών του νομοθέτη της Ένωσης στον τομέα αυτόν. Επομένως, είναι αναγκαία η έκδοση αποφάσεως του Δικαστηρίου προκειμένου να καθοριστεί η φύση και η έκταση των υποχρεώσεων που επιβάλλει η Σύμβαση των Παρισίων στην Ένωση και στα κράτη μέλη.

    16

    Τέταρτον, προσδίδοντας άμεσο αποτέλεσμα στο άρθρο 4 της Συμβάσεως των Παρισίων και αποκλίνοντας έτσι από τη νομολογία του Δικαστηρίου, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση όχι μόνο θίγει τη θεσμική ισορροπία της Ένωσης και την αυτονομία του νομικού συστήματός της, αλλά έχει συστημικές συνέπειες αντίθετες προς τους σκοπούς της Συμβάσεως των Παρισίων και της Συμφωνίας για τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας στον τομέα του εμπορίου, η οποία περιλαμβάνεται στο παράρτημα 1 Γ της Συμφωνίας του Μαρακές για την ίδρυση του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ) και εγκρίθηκε με την απόφαση 94/800/ΕΚ του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1994, σχετικά με την εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας σύναψη των συμφωνιών που απέρρευσαν από τις πολυμερείς διαπραγματεύσεις του Γύρου της Ουρουγουάης (1986‑1994), καθ’ όσον αφορά τα θέματα που εμπίπτουν στις αρμοδιότητές της (ΕΕ 1994, L 336, σ. 1).

    17

    Αφενός, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση εισάγει αδικαιολόγητη διάκριση μεταξύ των αιτήσεων καταχωρίσεως σχεδίων ή υποδειγμάτων, οι οποίες παρέχουν δικαίωμα προτεραιότητας έξι μηνών, και των αιτήσεων χορηγήσεως διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, οι οποίες παρέχουν δικαίωμα προτεραιότητας δώδεκα μηνών, πράγμα που θα μπορούσε να ωθήσει τους επιχειρηματίες να υποβάλλουν πρώτα αιτήσεις για τη χορήγηση διπλώματος ευρεσιτεχνίας προκειμένου να καταστρατηγήσουν την εξάμηνη προθεσμία του άρθρου 41, παράγραφος 1, του κανονισμού 6/2002 όσον αφορά τις αιτήσεις καταχωρίσεως σχεδίων ή υποδειγμάτων.

    18

    Αφετέρου, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση συνεπάγεται ανασφάλεια δικαίου και έλλειψη αμοιβαιότητας σε ορισμένα τρίτα κράτη. Η προσφεύγουσα επικαλείται το παράδειγμα των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, όπου τα βιομηχανικά σχέδια ή υποδείγματα προστατεύονται στο πλαίσιο του δικαίου των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας (design patent). Αν όμως η φύση του προγενέστερου δικαιώματος καθορίζει τη διάρκεια της προθεσμίας προτεραιότητας, οι αιτούντες σχέδιο ή υπόδειγμα διαθέτουν στις Ηνωμένες Πολιτείες δωδεκάμηνη προθεσμία προτεραιότητας έναντι μεταγενέστερου κοινοτικού σχεδίου ή υποδείγματος, ενώ στους αιτούντες κοινοτικό σχέδιο ή υπόδειγμα χορηγείται μόνον εξάμηνη προθεσμία προτεραιότητας έναντι μεταγενέστερης αίτησης design patent.

    19

    Πέμπτον, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση θα μπορούσε να προκαλέσει ανισορροπία όσον αφορά την επί της ουσίας εκτίμηση του νεωτερισμού ενός κοινοτικού σχεδίου ή υποδείγματος, καθόσον επεκτείνει από 18 σε 24 μήνες το διάστημα κατά το οποίο, σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 6/2002, η γνωστοποίηση από τον ίδιο τον αιτούντα δεν πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όταν η διεκδίκηση προτεραιότητας στηρίζεται σε αίτηση χορηγήσεως διπλώματος ευρεσιτεχνίας.

    Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    20

    Εισαγωγικώς, πρέπει να τονιστεί ότι στο αναιρεσείον απόκειται να τεκμηριώσει ότι τα ζητήματα που εγείρονται με την αίτηση αναιρέσεως είναι σημαντικά για την ενότητα, τη συνοχή ή την εξέλιξη του δικαίου της Ένωσης (διάταξη της 24ης Οκτωβρίου 2019, Porsche κατά EUIPO, C-613/19 P, EU:C:2019:905, σκέψη 13 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    21

    Επιπλέον, όπως προκύπτει από το άρθρο 58α, τρίτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε συνδυασμό με το άρθρο 170α, παράγραφος 1, και το άρθρο 170β, παράγραφος 4, του Κανονισμού Διαδικασίας, η αίτηση για την έγκριση της εξετάσεως της αιτήσεως αναιρέσεως πρέπει να περιλαμβάνει όλα τα στοιχεία που είναι αναγκαία προκειμένου να έχει το Δικαστήριο τη δυνατότητα να αποφανθεί επί της αιτήσεως εγκρίσεως και να προσδιορίσει, σε περίπτωση εν μέρει εγκρίσεως, τους λόγους αναιρέσεως ή τα σκέλη των λόγων αναιρέσεως τα οποία θα πρέπει να αφορά το υπόμνημα επί της αιτήσεως αναιρέσεως. Πράγματι, δεδομένου ότι ο μηχανισμός της προηγούμενης εγκρίσεως της εξετάσεως των αιτήσεων αναιρέσεως, που προβλέπεται στο άρθρο 58α του εν λόγω Οργανισμού, αποσκοπεί στον περιορισμό του ελέγχου του Δικαστηρίου μόνο στα ζητήματα που έχουν σημασία για την ενότητα, τη συνοχή ή την εξέλιξη του δικαίου της Ένωσης, μόνον οι λόγοι αναιρέσεως που εγείρουν τέτοια ζητήματα, την ύπαρξη των οποίων αποδεικνύει ο αναιρεσείων, πρέπει να εξετάζονται από το Δικαστήριο κατ’ αναίρεση (βλ., μεταξύ άλλων, διατάξεις της 24ης Οκτωβρίου 2019, Porsche κατά EUIPO, C-613/19 P, EU:C:2019:905, σκέψη 14, και της 11ης Νοεμβρίου 2021, Sun Stars & Sons κατά EUIPO, C‑425/21 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2021:927, σκέψη 13).

    22

    Επομένως, η αίτηση για την έγκριση της εξετάσεως της αιτήσεως αναιρέσεως πρέπει, εν πάση περιπτώσει, να παραθέτει σαφώς και επακριβώς τους λόγους στους οποίους στηρίζεται η αίτηση αναιρέσεως, να προσδιορίζει με την ίδια ακρίβεια και σαφήνεια το νομικό ζήτημα που εγείρει κάθε λόγος αναιρέσεως, να διευκρινίζει αν το ζήτημα αυτό είναι σημαντικό για την ενότητα, τη συνοχή ή την εξέλιξη του δικαίου της Ένωσης και να εκθέτει ειδικώς τους λόγους για τους οποίους το εν λόγω ζήτημα είναι σημαντικό υπό το πρίσμα του κριτηρίου του οποίου γίνεται επίκληση. Όσον αφορά, ειδικότερα, τους λόγους αναιρέσεως, η αίτηση εγκρίσεως πρέπει να προσδιορίζει τη διάταξη του δικαίου της Ένωσης ή τη νομολογία στην οποία αντιβαίνει η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ή διάταξη, να εκθέτει συνοπτικώς σε τι συνίσταται η πλάνη περί το δίκαιο στην οποία φέρεται να υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο και να επισημαίνει σε ποιο βαθμό η πλάνη αυτή επηρέασε το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ή διάταξη. Όταν η προβαλλόμενη πλάνη περί το δίκαιο απορρέει από παράβαση της νομολογίας, η αίτηση για την έγκριση της εξετάσεως της αιτήσεως αναιρέσεως πρέπει να εκθέτει συνοπτικώς, αλλά σαφώς και επακριβώς, πρώτον, πού έγκειται η προβαλλόμενη αντίφαση, προσδιορίζοντας τόσο τις σκέψεις της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ή διατάξεως κατά των οποίων βάλλει ο αναιρεσείων όσο και τις σκέψεις της αποφάσεως του Δικαστηρίου ή του Γενικού Δικαστηρίου που παραβιάστηκαν, και, δεύτερον, τους συγκεκριμένους λόγους για τους οποίους η αντίφαση αυτή εγείρει σημαντικό ζήτημα για την ενότητα, τη συνοχή ή την εξέλιξη του δικαίου της Ένωσης (πρβλ. διάταξη της 24ης Οκτωβρίου 2019, Porsche κατά EUIPO, C-613/19 P, EU:C:2019:905, σκέψη 15 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    23

    Εν προκειμένω, από τη σκέψη 56 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, την οποία παραθέτει το αναιρεσείον, προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι το άρθρο 41, παράγραφος 1, του κανονισμού 6/2002 δεν προβλέπει την περίπτωση κατά την οποία κατατίθεται αίτηση καταχώρισης σχεδίου ή υποδείγματος και συγχρόνως διεκδικείται δικαίωμα προτεραιότητας στηριζόμενο σε αίτηση διπλώματος ευρεσιτεχνίας και δεν ρυθμίζει την προθεσμία για τη διεκδίκηση της προτεραιότητας. Όπως εκτίθεται στη σκέψη 66 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, την οποία επίσης παραθέτει το αναιρεσείον, η εφαρμογή των διατάξεων της Συμβάσεως των Παρισίων αποσκοπεί στην κάλυψη ενός κενού του εν λόγω κανονισμού, ο οποίος σιωπά ως προς την προθεσμία προτεραιότητας που απορρέει από διεθνή αίτηση χορηγήσεως διπλώματος ευρεσιτεχνίας. Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο ερμήνευσε τη Σύμβαση των Παρισίων και, όπως υπενθυμίζει το αναιρεσείον, έκρινε, στη σκέψη 85 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η φύση του προγενέστερου δικαιώματος είναι αποφασιστική για τον καθορισμό της διάρκειας της προθεσμίας προτεραιότητας.

    24

    Πρέπει να επισημανθεί, πρώτον, ότι το αναιρεσείον περιγράφει με ακρίβεια τον μοναδικό λόγο αναιρέσεως, διευκρινίζοντας ότι το Γενικό Δικαστήριο ερμήνευσε εσφαλμένως το άρθρο 41 του κανονισμού 6/2002, υπό την έννοια ότι το άρθρο αυτό ενέχει κενό όσον αφορά την προθεσμία προτεραιότητας της αιτήσεως καταχωρίσεως κοινοτικών σχεδίων και υποδειγμάτων που αφορά προηγούμενη διεθνή αίτηση διπλώματος ευρεσιτεχνίας και κάλυψε το κενό αυτό προσδίδοντας, κατά παράβαση της σχετικής νομολογίας, άμεσο αποτέλεσμα στο άρθρο 4 της Συμβάσεως των Παρισίων και επιπλέον ερμηνεύοντας εσφαλμένως τη διάταξη αυτήν.

    25

    Όσον αφορά, ιδίως, το επιχείρημα ότι το Γενικό Δικαστήριο προσέδωσε, κατ’ αντίθεση προς τη νομολογία του Δικαστηρίου (απόφαση της 25 Οκτωβρίου 2007, Develey κατά ΓΕΕΑ, C-238/06 P, EU:C:2007:635, σκέψεις 37 έως 44), άμεσο αποτέλεσμα στο άρθρο 4 της Συμβάσεως των Παρισίων, όπως αυτό εκτίθεται στη σκέψη 10 της παρούσας διατάξεως, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι το αναιρεσείον διευκρινίζει πού βρίσκεται η προβαλλόμενη αντίφαση, προσδιορίζοντας τόσο τις σκέψεις της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως όσο και τις παραβιασθείσες σκέψεις της αποφάσεως του Δικαστηρίου.

    26

    Δεύτερον, το αναιρεσείον προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι έκρινε ότι το άρθρο 41, παράγραφος 1, του κανονισμού 6/2002 επιτρέπει την τήρηση δωδεκάμηνης προθεσμίας προτεραιότητας για μεταγενέστερο κοινοτικό σχέδιο ή υπόδειγμα και ότι, κατά συνέπεια, ακύρωσε την απόφαση του τμήματος προσφυγών του EUIPO, η οποία είχε περιορίσει σε έξι μήνες την προθεσμία διεκδικήσεως της προτεραιότητας διεθνούς αιτήσεως διπλώματος ευρεσιτεχνίας. Επομένως, από την αίτηση εγκρίσεως προκύπτει σαφώς ότι η προβαλλόμενη παράβαση του άρθρου 41, παράγραφος 1, του κανονισμού 6/2002 επηρεάζει το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση. Πράγματι, αν, αντιθέτως προς όσα έκρινε το Γενικό Δικαστήριο, η προθεσμία προτεραιότητας ήταν εξάμηνη αντί δωδεκάμηνη, η προσφυγή θα έπρεπε να απορριφθεί.

    27

    Τρίτον, σύμφωνα με το βάρος αποδείξεως που φέρει ο αιτών την έγκριση της εξετάσεως αιτήσεως αναιρέσεως, το αναιρεσείον πρέπει να τεκμηριώσει ότι, ανεξαρτήτως των νομικών ζητημάτων που προβάλλει με την αίτηση αναιρέσεως, η αίτηση αυτή εγείρει ένα ή περισσότερα σημαντικά ζητήματα για την ενότητα, τη συνοχή ή την εξέλιξη του δικαίου της Ένωσης, δεδομένου ότι το περιεχόμενο του κριτηρίου αυτού υπερβαίνει το πλαίσιο της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και, εν τέλει, της αιτήσεως αναιρέσεως (διάταξη της 4ης Μαΐου 2021, Dermavita κατά EUIPO, C-26/21 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2021:355, σκέψη 16).

    28

    Προς τούτο, πρέπει να αποδεικνύεται τόσο η ύπαρξη όσο και η σπουδαιότητα τέτοιων ζητημάτων, μέσω συγκεκριμένων και ιδιαίτερων στοιχείων της συγκεκριμένης περιπτώσεως, και όχι απλώς μέσω γενικής φύσεως επιχειρημάτων (διάταξη της 4ης Μαΐου 2021, Dermavita κατά EUIPO, C-26/21 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2021:355, σκέψη 20).

    29

    Αφενός, το αναιρεσείον προσδιορίζει το ζήτημα που εγείρει με τον μοναδικό λόγο αναιρέσεως, το οποίο συνίσταται, κατ’ ουσίαν, στο αν ένα τυχόν νομοθετικό κενό σε πράξη του δικαίου της Ένωσης μπορεί να καλυφθεί με την άμεση εφαρμογή διατάξεως του διεθνούς δικαίου η οποία δεν πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκειμένου να παράγει άμεσα αποτελέσματα.

    30

    Αφετέρου, το αναιρεσείον εκθέτει τους συγκεκριμένους λόγους για τους οποίους το ζήτημα αυτό είναι σημαντικό για την ενότητα, τη συνοχή και την εξέλιξη του δικαίου της Ένωσης.

    31

    Συναφώς, το αναιρεσείον υπογραμμίζει, καταρχάς, ότι το νομικό ζήτημα που εγείρει η αίτηση αναιρέσεως υπερβαίνει το πλαίσιο της αιτήσεως αυτής, καθόσον η φερόμενη ως εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 41, παράγραφος 1, του κανονισμού 6/2002 θα έχει αντίκτυπο επί του παραδεκτού των διεκδικήσεων προτεραιότητας για τα κοινοτικά σχέδια και υποδείγματα καθώς και επί της εκτιμήσεως του νεωτερισμού ενός κοινοτικού σχεδίου ή υποδείγματος. Όσον αφορά την τελευταία αυτή πτυχή, το αναιρεσείον παρέχει συγκεκριμένα στοιχεία για να αποδείξει την ανισορροπία που θα μπορούσε να προκύψει από την παράταση, από 18 σε 24 μήνες, του χρονικού διαστήματος κατά το οποίο, σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 6/2002, η γνωστοποίηση από τον ίδιο τον αιτούντα δεν πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όταν η διεκδίκηση προτεραιότητας στηρίζεται σε αίτηση χορηγήσεως διπλώματος ευρεσιτεχνίας.

    32

    Εν συνεχεία, το αναιρεσείον επισημαίνει ότι η αίτηση αναιρέσεως υπερβαίνει επίσης το πλαίσιο του δικαίου των κοινοτικών σχεδίων και υποδειγμάτων, καθόσον η αρχή που συνάγεται από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση είναι ικανή να καθορίσει το σύστημα κανόνων για τις διεκδικήσεις προτεραιότητας που εφαρμόζεται σε άλλα είδη δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας. Συναφώς, παραθέτει συγκεκριμένα παραδείγματα συνεπειών που θα μπορούσε να έχει η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση για τους υποβάλλοντες αιτήσεις διπλώματος ευρεσιτεχνίας και επισημαίνει τον κίνδυνο ανασφάλειας δικαίου και ελλείψεως αμοιβαιότητας σε ορισμένα τρίτα κράτη λόγω της αναγνωρίσεως δωδεκάμηνης προθεσμίας προτεραιότητας για τα κοινοτικά σχέδια και υποδείγματα όταν η διεκδίκηση προτεραιότητας στηρίζεται σε αίτηση χορηγήσεως διπλώματος ευρεσιτεχνίας.

    33

    Τέλος, το αναιρεσείον επισημαίνει τις συστημικές συνέπειες που θίγουν την ενότητα, τη συνοχή και την εξέλιξη του δικαίου της Ένωσης, τις οποίες θα είχε η αναγνώριση αμέσου αποτελέσματος στο άρθρο 4 της Συμβάσεως των Παρισίων, καθόσον, αφενός, η ερμηνεία του άρθρου αυτού από τον δικαστή της Ένωσης δεσμεύει τον νομοθέτη της Ένωσης καθώς και τα κράτη μέλη της Ένωσης και, αφετέρου, η αναγνώριση αυτή θα αντέβαινε στους σκοπούς της Συμβάσεως των Παρισίων και της Συμφωνίας που μνημονεύεται στη σκέψη 16 της παρούσας διατάξεως.

    34

    Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων που παρέσχε το αναιρεσείον, διαπιστώνεται ότι με την αίτηση εγκρίσεως τεκμηριώνεται επαρκώς κατά νόμον ότι η αίτηση αναιρέσεως εγείρει σημαντικό ζήτημα για την ενότητα, τη συνοχή και την εξέλιξη του δικαίου της Ένωσης.

    35

    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων καθώς και του γεγονότος ότι η αίτηση αναιρέσεως στηρίζεται σε έναν και μόνο λόγο αναιρέσεως και ότι ο λόγος αυτός έχει τρία αλληλοσυνδεόμενα σκέλη, πρέπει να εγκριθεί η εξέταση της αιτήσεως αναιρέσεως στο σύνολό της.

    Επί των δικαστικών εξόδων

    36

    Κατά το άρθρο 170β, παράγραφος 4, του Κανονισμού Διαδικασίας, εφόσον η εξέταση της αιτήσεως αναιρέσεως εγκριθεί, εν όλω ή εν μέρει, υπό το πρίσμα των κριτηρίων του άρθρο 58α, τρίτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η διαδικασία συνεχίζεται σύμφωνα με τα άρθρα 171 έως 190α του εν λόγω κανονισμού.

    37

    Κατά το άρθρο 137 του Κανονισμού Διαδικασίας, που εφαρμόζεται στην κατ’ αναίρεση διαδικασία δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Δικαστήριο αποφασίζει για τα έξοδα με την απόφαση ή τη διάταξη που περατώνει τη δίκη.

    38

    Κατά συνέπεια, δεδομένου ότι η εξέταση της αιτήσεως αναιρέσεως εγκρίθηκε, το Δικαστήριο επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.

     

    Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τμήμα εγκρίσεως της εξετάσεως των αναιρέσεων) διατάσσει:

     

    1)

    Εγκρίνει την εξέταση της αιτήσεως αναιρέσεως.

     

    2)

    Επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.

     

    (υπογραφές)


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.

    ( i ) Στη σκέψη 35 του παρόντος κειμένου έγινε τροποποίηση γλωσσικής φύσεως μετά την αρχική ανάρτησή του στην ψηφιακή Συλλογή Νομολογίας.

    Top