EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62019TN0795

Υπόθεση T-795/19: Προσφυγή-αγωγή της 19ης Νοεμβρίου 2019 – HB κατά Επιτροπής

ΕΕ C 10 της 13.1.2020, p. 53–54 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, HR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

13.1.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 10/53


Προσφυγή-αγωγή της 19ης Νοεμβρίου 2019 – HB κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-795/19)

(2020/C 10/64)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα-ενάγουσα: HB (εκπρόσωποι: M. Vandenbussche και L. Levi, δικηγόροι)

Καθής-εναγομένη: Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Αιτήματα

Η προσφεύγουσα-ενάγουσα (στο εξής: προσφεύγουσα) ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να κρίνει παραδεκτή και βάσιμη την παρούσα προσφυγή-αγωγή·

κατά συνέπεια:

να ακυρώσει την απόφαση της Επιτροπής της 15ης Οκτωβρίου 2019 με την οποία επιβλήθηκε μείωση του ποσού της συμβάσεως CARDS/2008/166-429 από 1 199 125 ευρώ σε 0 (μηδέν) ευρώ και ανάκτηση του συνόλου των πληρωμών, ύψους 1 197 055,86 ευρώ, που πραγματοποιήθηκαν δυνάμει της ως άνω συμβάσεως·

να διατάξει την επιστροφή των ποσών που ανακτήθηκαν από την Επιτροπή βάσει της εν λόγω αποφάσεως, πλέον τόκων υπερημερίας με το επιτόκιο που εφαρμόζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα προσαυξημένο κατά 7 μονάδες·

να διατάξει την πληρωμή του τελευταίου τιμολογίου που εκδόθηκε από την προσφεύγουσα, ύψους 437 649,39 ευρώ, πλέον τόκων υπερημερίας με το επιτόκιο που εφαρμόζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα προσαυξημένο κατά 7 μονάδες, καθώς και την αποδέσμευση της τραπεζικής εγγύησης και την αποκατάσταση της υλικής ζημίας που υπέστη λόγω αυτής της καθυστερημένης αποδέσμευσης·

να διατάξει την καταβολή συμβολικώς ποσού ενός ευρώ ως αποζημίωση, με την επιφύλαξη επαυξήσεως·

να καταδικάσει την Επιτροπή στο σύνολο των δικαστικών εξόδων.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα

Προς στήριξη της προσφυγής-αγωγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει εννέα λόγους.

1.

Με τον πρώτο λόγο προβάλλεται αναρμοδιότητα της Επιτροπής για την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, έλλειψη νομικής βάσεως της τελευταίας και παραβίαση της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Η προσφεύγουσα υποστηρίζει συναφώς ότι η Επιτροπή δεν είχε αρμοδιότητα να εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία αποτελεί εκτελεστό τίτλο με σκοπό την είσπραξη απαιτήσεως την οποία προβάλλει κατά της προσφεύγουσας, ελλείψει ρήτρας διαιτησίας που να απονέμει αρμοδιότητα στα δικαστήρια της Ένωσης επί διαφορών που απορρέουν από συμβατικές σχέσεις.

2.

Με τον δεύτερο λόγο προβάλλεται ένσταση παραγραφής της προβαλλόμενης αξιώσεως και, εν πάση περιπτώσει, υπέρβαση του εύλογου χρόνου, παράβαση του άρθρου 73β, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) 1605/2002 του Συμβουλίου, της 25ης Ιουνίου 2002, για τη θέσπιση του δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται στο γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ 2002, L 248, σ. 1) (στο εξής: δημοσιονομικός κανονισμός του 2002), καθώς και προσβολή του δικαιώματος χρηστής διοικήσεως, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 41 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ένωσης και στο άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (στο εξής: ΕΣΔΑ). Κατά την προσφεύγουσα, η αξίωση που προβάλλει η Επιτροπή σε βάρος της έχει παραγραφεί, δεδομένου ότι έχει παρέλθει η προθεσμία των πέντε ετών που προβλέπεται στο άρθρο 73β του δημοσιονομικού κανονισμού του 2002. Το άρθρο 85β, παράγραφος 4, του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) 2342/2002 της Επιτροπής, της 23ης Δεκεμβρίου 2002, για τη θέσπιση των κανόνων εφαρμογής του κανονισμού (EK, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002 του Συμβουλίου, για τη θέσπιση του Δημοσιονομικού Κανονισμού που εφαρμόζεται στο γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ 2002, L 357, σ. 1) (στο εξής: εκτελεστικός κανονισμός του 2002), το οποίο αφορά τις προϋποθέσεις διακοπής της παραγραφής, δεν έχει εν προκειμένω εφαρμογή. Εν πάση περιπτώσει, ακόμη και αν η διακοπή της παραγραφής ήταν νόμιμη, η καθυστέρηση στην έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως και του χρεωστικού σημειώματος που τη συνοδεύει είναι προδήλως μη εύλογη και παραβιάζει το άρθρο 41 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και το άρθρο 6, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ (στο μέτρο που καθιερώνει ένα θεμελιώδες δικαίωμα, το οποίο αποτελεί επίσης γενική αρχή του δικαίου).

3.

Με τον τρίτο λόγο προβάλλεται παραβίαση της αποφάσεως του tribunal de première instance de Bruxelles (πρωτοδικείου Βρυξελλών, Βέλγιο) της 5ης Οκτωβρίου 2017 και της αρχής κατά την οποία «εκκρεμούσης της ποινικής δίκης αναστέλλεται η διοικητική διαδικασία». Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεσμεύεται από την απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 2017 που εξέδωσε το βελγικό ποινικό δικαστήριο, το οποίο έκρινε απαράδεκτη την ποινική δίωξη ελλείψει αποδεικτικών στοιχείων που να αποδεικνύουν τα προσαπτόμενα πραγματικά περιστατικά. Η Επιτροπή, η οποία δήλωσε εξάλλου παράσταση πολιτικής αγωγής ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου, έχοντας αποφασίσει να αναμείνει την έκβαση της διαδικασίας στο Βέλγιο πριν την έκδοση της απόφασης ανάκτησης, δεσμεύεται από το αποτέλεσμα αυτό και από τις διαπιστώσεις του εθνικού δικαστηρίου, τούτο δε, έστω και αν η απόφαση του βελγικού δικαστηρίου δεν έχει ισχύ δεδικασμένου ως προς την Επιτροπή.

4.

Με τον τέταρτο λόγο προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως. Συναφώς, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι τα προσαπτόμενα πραγματικά περιστατικά προφανώς δεν είναι τεκμηριωμένα και ότι προδήλως δεν υφίστανται παρατυπίες, πόσο μάλλον σοβαρές. Η προσβαλλόμενη απόφαση βασίζεται σε δύο εκθέσεις της OLAF. Πλην όμως, οι αιτιάσεις της καθής δεν έχουν αποδειχθεί.

5.

Με τον πέμπτο λόγο προβάλλεται παραβίαση των οδηγιών προς τους προσφέροντες και του άρθρου 103 του δημοσιονομικού κανονισμού του 2002. Η προσφεύγουσα θεωρεί ότι καμία από τις προβαλλόμενες σε βάρος της αιτιάσεις δεν αφορούσε τυχόν εκ μέρους της λήψη εμπιστευτικών πληροφοριών, σύναψη παράνομης συμφωνίας με ανταγωνιστή, επηρεασμό της επιτροπής αξιολόγησης ή της αναθέτουσας αρχής κατά την εξέταση, αποσαφήνιση, αξιολόγηση ή σύγκριση των προσφορών. Συνεπώς, δεν πληρούνται ούτε οι όροι του άρθρου 103 του δημοσιονομικού κανονισμού του 2002 ούτε οι όροι του άρθρου 13, στοιχείο α', των οδηγιών προς τους προσφέροντες.

6.

Με τον έκτο λόγο προβάλλεται προσβολή των δικαιωμάτων υπεράσπισης, με το αιτιολογικό ότι προσβλήθηκε το δικαίωμα της προσφεύγουσας σε προηγούμενη ακρόαση.

7.

Με τον έβδομο λόγο προβάλλεται παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως, της αρχής της καλόπιστης εκτέλεσης των συμβάσεων και της αρχής της απαγόρευσης της «κατάχρησης δικαιώματος». Η προσφεύγουσα υποστηρίζει συναφώς ότι η Επιτροπή δεν επέδειξε τη δέουσα επιμέλεια ούτε ενήργησε κατά τρόπο αμερόληπτο.

8.

Με τον όγδοο λόγο προβάλλεται ένσταση ελλείψεως νομιμότητας του άρθρου 103 του δημοσιονομικού κανονισμού του 2002, για τον λόγο ότι το άρθρο αυτό παραβιάζει τη γενική αρχή της απαγόρευσης του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Ειδικότερα, το άρθρο 103 του δημοσιονομικού κανονισμού του 2002 παρέχει στα θεσμικά όργανα τη δυνατότητα να ανακτήσουν το σύνολο των καταβληθέντων ποσών καθ’ όλη τη διάρκεια της εκτέλεσης της σύμβασης ακόμη και αν η σύμβαση έχει εκτελεστεί πλήρως από τον αντισυμβαλλόμενο. Το άρθρο 103 του δημοσιονομικού κανονισμού του 2002 έχει την έννοια ότι το θεσμικό όργανο μπορεί ωσαύτως να επωφεληθεί όλων των υπηρεσιών που παρέχει ο ανάδοχος, χωρίς να οφείλεται σε αυτόν οιοδήποτε αντάλλαγμα. Το άρθρο 103 πρέπει να κριθεί παράνομο, καθόσον παρέχει στο θεσμικό όργανο τη δυνατότητα αδικαιολόγητης επαύξησης του ενεργητικού της περιουσίας του σε βάρος της περιουσίας του αντισυμβαλλομένου του.

9.

Με τον ένατο λόγο, η προσφεύγουσα επικουρικώς προβάλλει παράβαση του άρθρου 103 του δημοσιονομικού κανονισμού του 2002 και παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας. Σύμφωνα με την προσφεύγουσα, η αξιολόγηση εκ μέρους του θεσμικού οργάνου πρέπει να πραγματοποιείται σύμφωνα με το άρθρο 103 του δημοσιονομικού κανονισμού του 2002. Αυτό σημαίνει ότι η Επιτροπή δεν μπορεί να επιβάλλει πλείονες κυρώσεις, καθόσον οι κυρώσεις που απαριθμούνται στο άρθρο 103 δεν επιβάλλονται σωρευτικώς. Επιπλέον, η αξιολόγηση αυτή πρέπει να πραγματοποιείται σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, ώστε το θεσμικό όργανο να διασφαλίζει ότι η απόφασή του είναι ανάλογη προς τη βαρύτητα της επίμαχης παρατυπίας. Αυτή η υποχρέωση αναλογικότητας αποτελεί εκδήλωση της αρχής της καλής πίστης που επιβάλλεται κατά την εκτέλεση των συμβάσεων. Εν προκειμένω, όμως, κάτι τέτοιο δεν συνέβη.


Top