EUR-Lex Juurdepääs Euroopa Liidu õigusaktidele

Tagasi EUR-Lexi avalehele

See dokument on väljavõte EUR-Lexi veebisaidilt.

Dokument 52010AE0446

Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής για την «Πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση των οδηγιών 1998/26/ΕΚ, 2002/87/ΕΚ, 2003/6/ΕΚ, 2003/41/ΕΚ, 2003/71/ΕΚ, 2004/39/ΕΚ, 2004/109/ΕΚ, 2005/60/ΕΚ, 2006/48/ΕΚ, 2006/49/ΕΚ και 2009/65/ΕΚ όσον αφορά τις εξουσίες της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών, της Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων και της Ευρωπαϊκής Αρχής Κινητών Αξιών και Αγορών» COM(2009) 576 τελικό — 2009/0161 (COD)

ΕΕ C 354 της 28.12.2010, lk 85—87 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

28.12.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 354/85


Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής για την «Πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση των οδηγιών 1998/26/ΕΚ, 2002/87/ΕΚ, 2003/6/ΕΚ, 2003/41/ΕΚ, 2003/71/ΕΚ, 2004/39/ΕΚ, 2004/109/ΕΚ, 2005/60/ΕΚ, 2006/48/ΕΚ, 2006/49/ΕΚ και 2009/65/ΕΚ όσον αφορά τις εξουσίες της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών, της Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων και της Ευρωπαϊκής Αρχής Κινητών Αξιών και Αγορών»

COM(2009) 576 τελικό — 2009/0161 (COD)

2010/C 354/20

Μόνος εισηγητής: ο κ. ROBYNS DE SCHNEIDAUER

Στις 25 Νοεμβρίου 2009, και σύμφωνα με το άρθρο 262 της συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, το Συμβούλιο αποφάσισε να ζητήσει τη γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής για την:

«Πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση των οδηγιών 1998/26/ΕΚ, 2002/87/ΕΚ, 2003/6/ΕΚ, 2003/41/ΕΚ, 2003/71/ΕΚ, 2004/39/ΕΚ, 2004/109/ΕΚ, 2005/60/ΕΚ, 2006/48/ΕΚ, 2006/49/ΕΚ και 2009/65/ΕΚ όσον αφορά τις εξουσίες της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών, της Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων και της Ευρωπαϊκής Αρχής Κινητών Αξιών και Αγορών»

COM(2009) 576 τελικό — 2009/0161 (COD).

Το ειδικευμένο τμήμα «Οικονομική και Νομισματική Ένωση, Οικονομική και Κοινωνική Συνοχή», στο οποίο ανατέθηκε η προετοιμασία των σχετικών εργασιών, υιοθέτησε τη γνωμοδότησή του στις 3 Μαρτίου 2010.

Κατά την 461η σύνοδο ολομέλειας, της 17ης και 18ης Μαρτίου 2010 (συνεδρίαση της 18ης Μαρτίου 2010), η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή υιοθέτησε με 115 ψήφους υπέρ, 0 ψήφους κατά και 1 αποχή την ακόλουθη γνωμοδότηση.

1.   Συμπεράσματα και συστάσεις

1.1

Η ΕΟΚΕ πιστεύει ότι η κρίση προσφέρει την ευκαιρία να υλοποιηθεί επειγόντως μια ουσιαστική μεταρρύθμιση του συστήματος εποπτείας. Στόχοι της μεταρρύθμισης αυτής πρέπει να είναι η πρόληψη τόσο των μεμονωμένων περιστατικών όσο και των ευρύτερων κρίσεων, καθώς και η αντίσταση σε τέτοιου είδους κλονισμούς. Τα μέσα προς τούτο θα πρέπει να είναι ορισμένες βάσεις που θα καθοριστούν σε κοινοτικό επίπεδο, ή ακόμη και μια συντονισμένη δράση μεταξύ ενός στέρεου κοινοτικού καθεστώτος και αντίστοιχων καθεστώτων σε άλλες χώρες.

1.2

Η ΕΟΚΕ εκφράζει τη λύπη της για το γεγονός ότι η ατελής εναρμόνιση των προϋποθέσεων πρόσβασης στις αγορές και των απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας αφήνει σήμερα περιθώρια για καταχρηστική επιλογή του ευνοϊκότερου καθεστώτος εποπτείας και προκαλεί στρεβλώσεις του ανταγωνισμού. Η ευθυγράμμιση των απαιτήσεων αυτών με βάση την ευρωστία, τον έλεγχο των κινδύνων των χρηματοπιστωτικών φορέων και την ποιότητα πληροφόρησης του κοινού συνιστά απαραίτητη προϋπόθεση για τη διασφάλιση των κοινών συμφερόντων εντός του ευρωπαϊκού οικονομικού χώρου. Κατά την επιδίωξη αυτού του στόχου πρέπει να δίδεται αδιάλειπτη προσοχή στα προσόντα των ελεγκτών, ιδιαίτερα μέσω της αμοιβαίας συνεργασίας.

1.3

Για όλους αυτούς τους λόγους, η ΕΟΚΕ υποστηρίζει τις εργασίες της Επιτροπής με στόχο να δοθούν στις κλαδικές εποπτικές αρχές οι απαραίτητες εξουσίες για τη θέσπιση κοινών τεχνικών κανόνων και για την επίλυση διαφορών μεταξύ εθνικών αρχών. Εγκρίνει την πρόοδο των σχέσεων μεταξύ εποπτικών αρχών προς την κατεύθυνση της από κοινού διευθέτησης ενδεχόμενων διαφορών ως προς τις πρακτικές που ακολουθούν στους τομείς για τους οποίους προβλέπονται κοινές διαδικασίες λήψεως αποφάσεων. Συμμερίζεται το μέλημα της Επιτροπής για σαφή διάκριση μεταξύ, αφενός, των ζητημάτων τεχνικής φύσεως και, αφετέρου, των ζητημάτων πολιτικής φύσεως, τα οποία υπάγονται στην αρμοδιότητα των θεσμικών οργάνων της Ένωσης που διαθέτουν πολιτική εντολή.

1.4

Η ΕΟΚΕ καλεί την Επιτροπή να επιδείξει φιλοδοξία, κατά τις προγραμματισμένες εργασίες για την ολοκλήρωση των τροποποιήσεων που έχουν δρομολογηθεί, όσον αφορά τους εφαρμοστέους στον κλάδο των κινητών αξιών τεχνικούς κανόνες, καθώς και τις αναμενόμενες οδηγίες για τον κλάδο των ασφαλίσεων και των επαγγελματικών συντάξεων.

2.   Ιστορικό

2.1

Στις 26 Οκτωβρίου 2009, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υπέβαλε πρόταση οδηγίας (καλούμενη Omnibus I), για την τροποποίηση ενός συνόλου οδηγιών σχετικών με δραστηριότητες υπαγόμενες στον κλάδο των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών. Πρόκειται για οδηγίες που αφορούν τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων, τους ομίλους ετερογενών χρηματοοικονομικών δραστηριοτήτων, τις επαγγελματικές συντάξεις, τις καταχρήσεις αγοράς, τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων, τα ενημερωτικά δελτία, το αμετάκλητο του διακανονισμού, τη διαφάνεια, την νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τις εταιρείες επενδύσεων.

2.2

Στόχοι της Επιτροπής είναι η προστασία του κοινού, η χρηματοοικονομική σταθερότητα και η βελτίωση της εσωτερικής αγοράς, την οποία δεν μπορούν να επιτύχουν τα εθνικά εποπτικά καθεστώτα, ακόμη και εναρμονισμένα εν μέρει.

2.3

Άρα, για να υλοποιηθούν οι στόχοι αυτοί, πρέπει να καθοριστεί η εμβέλεια των αρμοδιοτήτων που θα προβλέπονται στους κανονισμούς για τη σύσταση των αρχών οι οποίες θα προκύψουν από την τροποποίηση των υφιστάμενων ευρωπαϊκών εποπτικών επιτροπών. Λαμβανομένης υπόψη της επιδιωκόμενης ομοιογένειας, η πρόταση τροποποιητικής οδηγίας επιτρέπει την εισαγωγή των επιθυμητών αλλαγών στα υφιστάμενα κείμενα.

2.4

Η υπό εξέταση πρόταση αποτελεί σαφή συνέχεια της πολιτικής που αναπτύσσει η Επιτροπή με βάση τα συμπεράσματα της έκθεσης της ομάδας εμπειρογνωμόνων υψηλού επιπέδου, υπό την προεδρία του κ. Jacques de Larosière, σχετικά με την θέσπιση ενός ευρωπαϊκού συστήματος εποπτείας πιο αποτελεσματικού, πιο ομογενούς και πιο βιώσιμου. Σύμφωνα με την ανακοίνωση της Επιτροπής του Μαΐου του 2009, το σύστημα αυτό θα πρέπει να απαρτίζεται, αφενός, από ένα Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου, επιφορτισμένο με την μακροοικονομική εποπτεία και τον έλεγχο των κινδύνων που απειλούν την χρηματοπιστωτική σταθερότητα και, αφετέρου, από ένα Ευρωπαϊκό Σύστημα Χρηματοπιστωτικής Εποπτείας, συγκροτούμενο από δίκτυο εθνικών αρχών χρηματοπιστωτικής εποπτείας οι οποίες θα συνεργάζονται με τις νέες ευρωπαϊκές εποπτικές αρχές.

2.5

Οι αρχές αυτές πρόκειται να προκύψουν από τις τρεις εποπτικές επιτροπές που αντιστοιχούν στο «επίπεδο 3» της δομής η οποία βασίζεται στη διαδικασία λήψεως αποφάσεων την γνωστή υπό το όνομα του καθηγητή Lamfalussy, και είναι αρμόδιες, αντιστοίχως, για τις τραπεζικές δραστηριότητες, για τις ασφαλίσεις και τις επαγγελματικές συντάξεις, και, τέλος, για τις χρηματοπιστωτικές αγορές.

2.6

Για να αποκτήσει η Ευρώπη μια πιο εναρμονισμένη δέσμη χρηματοοικονομικών κανόνων, η ανακοίνωση της Επιτροπής του Μαΐου του 2009, με τίτλο «Ευρωπαϊκή χρηματοπιστωτική εποπτεία» (1) θεωρούσε αναγκαίο να δοθεί η δυνατότητα στις αρχές να εκπονούν σχέδια τεχνικών κανόνων και να προωθηθεί η ανταλλαγή μικροπροληπτικών πληροφοριών.

2.7

Η υπό εξέταση πρόταση αποτελεί τη συνέχεια των ανωτέρω, σύμφωνα με τρεις κύριους άξονες: καθορίζει το πεδίο εφαρμογής των καθαρά τεχνικών κανόνων (μηχανισμοί, μέθοδοι, στατιστικές, έντυπα…), οι οποίοι καλούνται να εξασφαλίσουν την σύγκλιση της εποπτείας οδηγώντας σε μεγαλύτερη ομοιογένεια, και οι οποίοι θα πρέπει στη συνέχεια να υιοθετηθούν από την Επιτροπή.

2.8

Εξουσιοδοτεί τις αρχές να διευθετούν τις διαφορές μεταξύ εθνικών αρχών σχετικά με καταστάσεις όπου επιβάλλεται η συνεργασία, μέσα σε ένα πνεύμα όπου το εθνικό συμφέρον μετριάζεται με γνώμονα το κοινό συμφέρον, και όπου ο συμβιβασμός προηγείται της ενδεχόμενης δεσμευτικής απόφασης.

2.9

Τέλος, οργανώνει κατάλληλους διαύλους για την ανταλλαγή πληροφοριών, ώστε να επιτευχθεί, χωρίς νομικά κωλύματα, μια ενιαία αντίληψη, ιδίως όσον αφορά τις σχέσεις μεταξύ των εθνικών αρχών και των νέων ευρωπαϊκών αρχών.

2.10

Εξάλλου, οι νέες ευρωπαϊκές αρχές θα μπορούν να προβαίνουν σε διαπραγματεύσεις με τις ομολόγους τους αρχές από τρίτες χώρες, να δημοσιεύουν γνώμες, κυρίως σχετικά με προληπτικές αξιολογήσεις διασυνοριακών συγχωνεύσεων και εξαγορών, και, τέλος, να καταρτίζουν κοινοτικούς καταλόγους των εγκεκριμένων χρηματοπιστωτικών φορέων.

3.   Γενικές παρατηρήσεις

3.1

Η παρούσα γνωμοδότηση της ΕΟΚΕ εγγράφεται στη σειρά των γνωμοδοτήσεων που υιοθετήθηκαν μετά από την χρηματοπιστωτική κρίση του 2007-2008, κυρίως τη γνωμοδότηση σχετικά με την έκθεση της ομάδας de Larosière (2) και σχετικά με την μικροπροληπτική και μακροπροληπτική εποπτεία. Παρότι τα κυριότερα άμεσα αίτια της κρίσης μπορούν να αποδοθούν σε εκτροπές του χρηματοπιστωτικού συστήματος των Ηνωμένων Πολιτειών, η κρίση αποκάλυψε ελλείψεις των ευρωπαϊκών καθεστώτων εποπτείας, αλλά και σημαντικές διαφορές μεταξύ τους. Η ΕΟΚΕ εκφράζει τη λύπη της για το γεγονός ότι ούτε οι προηγούμενες κρίσεις ούτε άλλα περιστατικά (κυρίως η υπόθεση Equitable Life) δεν οδήγησαν νωρίτερα στις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις.

3.2

Τα προβλήματα που αντιμετώπισαν πελάτες φορέων που είχαν αναπτύξει διασυνοριακές δραστηριότητες κινδυνεύουν να υπονομεύσουν την εμπιστοσύνη των καταναλωτών έναντι της ενιαίας αγοράς.

3.3

Οι νέες αρχές θα πρέπει να διαθέτουν μηχανισμούς για τη διαβούλευση με τους ενδιαφερόμενους επαγγελματικούς κύκλους, τις συνδικαλιστικές οργανώσεις, τους καταναλωτές χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, και να διατηρούν διάλογο με την ΕΟΚΕ ως εκπρόσωπο της κοινωνίας των πολιτών.

3.4

Η ΕΟΚΕ τονίζει τον τεχνικό χαρακτήρα των τριών νέων αρχών. Το καθεστώς τους ως αυτόνομων φορέων πρέπει να υπόκειται στις πολιτικές αρμοδιότητες της Επιτροπής και, σε τελική ανάλυση, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

3.5

Η ΕΟΚΕ παρατηρεί ότι οι χρηματοπιστωτικοί φορείς με δραστηριότητες που εκτείνονται σε πέραν του ενός κράτη μέλη αναμένεται να επωφεληθούν από την προσέγγιση των πρακτικών εποπτείας. Ιδιαιτέρως την ενδιαφέρει το γεγονός ότι το προτεινόμενο καθεστώς αυτό καθεαυτό δεν δημιουργεί νέες δεσμεύσεις για τους χρηματοπιστωτικούς φορείς, το κόστος των οποίων θα βάρυνε τους πελάτες, με την επιφύλαξη των συνεπειών από την ευθυγράμμιση των πρακτικών των κρατών που επωφελούνταν από καταχρηστική επιλογή του ευνοϊκότερου καθεστώτος εποπτείας και από στρεβλώσεις του ανταγωνισμού.

3.6

Η ΕΟΚΕ επικροτεί την εισαγωγή στο προτεινόμενο σύστημα αρχών βελτίωσης της νομοθεσίας, μέσω δημοσίων διαβουλεύσεων και μελετών αντικτύπου ήδη από το στάδιο της χάραξης των μέτρων. Ομοίως, χαιρετίζει τον συνυπολογισμό της ευελιξίας και της αναγκαιότητας που προωθεί η Επιτροπή.

3.7

Όσον αφορά τον συλλογικό χαρακτήρα των τριών νέων εποπτικών αρχών, η ΕΟΚΕ τάσσεται υπέρ μιας ισορροπίας μεταξύ των διαφόρων εθνικών αρχών σε περίπτωση διαφορών. Κατά την άποψη της ΕΟΚΕ, ο συλλογικός χαρακτήρας θα μπορούσε να οδηγήσει στην υιοθέτηση κοινών αποφάσεων εκ μέρους των εθνικών αρχών, χωρίς να προκρίνονται κριτήρια όπως το μέγεθος των αγορών ή η παρουσία φορέων εκτός της χώρας προέλευσής τους.

Βρυξέλλες, 18 Μαρτίου 2010.

Ο Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής

Mario SEPI


(1)  COM(2009) 252 τελικό.

(2)  ΕΕ C 318 της 23.12.2009, σ. 57.


Üles