This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 62018CN0047
Case C-47/18: Request for a preliminary ruling from the Oberlandesgericht Wien (Austria) lodged on 26 January 2018 — Skarb Pánstwa Rzeczpospolitej Polskiej — Generalny Dyrektor Dróg Krajowych i Autostrad v Stephan Riel, acting as administrator in the insolvency proceedings concerning the assets of Alpine Bau GmbH
Υπόθεση C-47/18: Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Oberlandesgericht Wien (Αυστρία) στις 26 Ιανουαρίου 2018 — Skarb Pánstwa Rzeczpospolitej Polskiej — Generalny Dyrektor Dróg Krajowych i Autostrad κατά Stephan Riel, ως διαχειριστή της διαδικασίας αφερεγγυότητας που αφορά τα περιουσιακά στοιχεία της Alpine Bau GmbH
Υπόθεση C-47/18: Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Oberlandesgericht Wien (Αυστρία) στις 26 Ιανουαρίου 2018 — Skarb Pánstwa Rzeczpospolitej Polskiej — Generalny Dyrektor Dróg Krajowych i Autostrad κατά Stephan Riel, ως διαχειριστή της διαδικασίας αφερεγγυότητας που αφορά τα περιουσιακά στοιχεία της Alpine Bau GmbH
ΕΕ C 142 της 23.4.2018, p. 29–30
(BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, HR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)
23.4.2018 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 142/29 |
Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Oberlandesgericht Wien (Αυστρία) στις 26 Ιανουαρίου 2018 — Skarb Pánstwa Rzeczpospolitej Polskiej — Generalny Dyrektor Dróg Krajowych i Autostrad κατά Stephan Riel, ως διαχειριστή της διαδικασίας αφερεγγυότητας που αφορά τα περιουσιακά στοιχεία της Alpine Bau GmbH
(Υπόθεση C-47/18)
(2018/C 142/39)
Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική
Αιτούν δικαστήριο
Oberlandesgericht Wien
Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης
Ενάγουσα: Skarb Pánstwa Rzeczpospolitej Polskiej — Generalny Dyrektor Dróg Krajowych i Autostrad
Εναγόμενος: Stephan Riel, ως διαχειριστής της διαδικασίας αφερεγγυότητας που αφορά τα περιουσιακά στοιχεία της Alpine Bau GmbH
Προδικαστικά ερωτήματα
Ερώτημα 1:
Έχει το άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού (ΕΕ) 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2012, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (κανονισμός 1215/2012) (1) την έννοια ότι η «Prüfungsklage» του αυστριακού δικαίου [αγωγή με την οποία ζητείται η αναγνώριση αμφισβητούμενης απαιτήσεως για τους σκοπούς της διαδικασίας αφερεγγυότητας] αφορά την αφερεγγυότητα κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1215/2012 και, συνεπώς, εξαιρείται από το καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής του κανονισμού αυτού;
Ερώτημα 2α (μόνο σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο ερώτημα 1):
Εφαρμόζεται το άρθρο 29, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΕ) 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2012, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (κανονισμός 1215/2012) κατ’ αναλογία σε παρεπόμενες αγωγές που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1346/2000;
Ερώτημα 2β (μόνο σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο ερώτημα 1 ή καταφατικής απαντήσεως στο ερώτημα 2α):
Έχει το άρθρο 29, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΕ) 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2012, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (κανονισμός 1215/2012) την έννοια ότι εκκρεμεί αγωγή με το ίδιο αντικείμενο και την ίδια αιτία μεταξύ των ίδιων διαδίκων, όταν ένας πιστωτής –η ενάγουσα– που ανήγγειλε, στην αυστριακή κύρια διαδικασία αφερεγγυότητας και στην πολωνική δευτερεύουσα διαδικασία αφερεγγυότητας, την ίδια (κατ’ ουσίαν) απαίτηση, η οποία αμφισβητήθηκε (κατά το μεγαλύτερο μέρος) από τους αντίστοιχους διαχειριστές αφερεγγυότητας, ασκεί αγωγές, πρώτα στην Πολωνία κατά του εκεί διαχειριστή της δευτερεύουσας διαδικασίας αφερεγγυότητας και στη συνέχεια στην Αυστρία κατά του διαχειριστή της κύριας διαδικασίας αφερεγγυότητας –του εναγομένου–, με αίτημα την αναγνώριση απαιτήσεων ορισμένου ύψους κατά του αφερέγγυου;
Ερώτημα 3α:
Έχει το άρθρο 41 του κανονισμού (ΕΚ) 1346/2000 του Συμβουλίου, της 29ης Μαΐου 2000, περί των διαδικασιών αφερεγγυότητας (κανονισμός 1346/2000) (2) την έννοια ότι πληρούται η επιταγή περί γνωστοποιήσεως «το[υ] είδο[υ]ς της απαιτήσεως, τη[ς] ημερομηνία[ς] της γένεσής της [και] το[υ] ύψο[υ]ς της», όταν –όπως εν προκειμένω– ο πιστωτής που εδρεύει σε κράτος μέλος διαφορετικό από το κράτος ενάρξεως της διαδικασίας –η ενάγουσα–, κατά την αναγγελία των απαιτήσεών του στην κύρια διαδικασία αφερεγγυότητας,
α) |
περιγράφει την απαίτηση απλώς αναφέροντας ποσό συγκεκριμένου ύψους, χωρίς ωστόσο να αναφέρει την ημερομηνία γενέσεως της απαιτήσεως (για παράδειγμα ως «απαίτηση της εταιρίας JSV Slawomir Kubica, ως υπεργολάβου, για την εκτέλεση οδικών έργων»)· |
β) |
δεν αναφέρει, με την αναγγελία αυτή καθεαυτή, την ημερομηνία γενέσεως της απαιτήσεως, ωστόσο η ημερομηνία αυτή μπορεί να συναχθεί από τα επισυναπτόμενα στην αναγγελία έγγραφα (για παράδειγμα βάσει της ημερομηνίας που μνημονεύεται στο προσκομιζόμενο τιμολόγιο); |
Ερώτημα 3β:
Έχει το άρθρο 41 του κανονισμού (ΕΚ) 1346/2000 του Συμβουλίου, της 29ης Μαΐου 2000, περί των διαδικασιών αφερεγγυότητας (κανονισμός 1346/2000) την έννοια ότι η διάταξη αυτή δεν εμποδίζει την εφαρμογή εθνικών διατάξεων ευνοϊκότερων, κατά περίπτωση, για τον αναγγέλλοντα απαίτηση πιστωτή που έχει την έδρα του σε κράτος μέλος διαφορετικό από το κράτος ενάρξεως της διαδικασίας –σχετικών, για παράδειγμα, με την επιταγή περί γνωστοποιήσεως της ημερομηνίας γενέσεως της απαιτήσεως;