Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62007CN0532

    Υπόθεση C-532/07 P: Αναίρεση που άσκησε στις 29 Νοεμβρίου 2007 η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Πρωτοδικείο (τμήμα μείζονος συνθέσεως) στις 12 Σεπτεμβρίου 2007 στην υπόθεση T-36/04, Association de la presse internationale ASBL κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

    ΕΕ C 22 της 26.1.2008, p. 37–38 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

    26.1.2008   

    EL

    Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

    C 22/37


    Αναίρεση που άσκησε στις 29 Νοεμβρίου 2007 η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Πρωτοδικείο (τμήμα μείζονος συνθέσεως) στις 12 Σεπτεμβρίου 2007 στην υπόθεση T-36/04, Association de la presse internationale ASBL κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

    (Υπόθεση C-532/07 P)

    (2008/C 22/66)

    Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

    Διάδικοι

    Αναιρεσείουσα: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εκπρόσωποι: C. Docksey και P. Aalto)

    Αντίδικος κατ' αναίρεση: Association de la presse internationale ASBL (API)

    Αιτήματα της αναιρεσείουσας

    Η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

    να αναιρέσει εν μέρει την παραπάνω απόφαση του Πρωτοδικείου, καθόσον ακύρωσε την απόφαση της Επιτροπής να αρνηθεί να επιτρέψει στην API, από την ημερομηνία της επ' ακροατηρίου συζήτησης, την πρόσβαση στα έγγραφα όλων των δικών, πλην των διαδικασιών λόγω παραβάσεως κράτους μέλους,

    να αποφανθεί οριστικά επί των ζητημάτων που αποτελούν αντικείμενο της αναίρεσης,

    να καταδικάσει την προσφεύγουσα στην υπόθεση Τ-36/04 στα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή τόσο σε εκείνη υπόθεση όσο και στην παρούσα.

    Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα

    Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι, πρώτον, η ερμηνεία από το Πρωτοδικείο της εξαίρεσης που ισχύει για τα έγγραφα των δικαστικών διαδικασιών συνιστά νομικό σφάλμα, καθόσον το Πρωτοδικείο ερμήνευσε την εξαίρεση αυτή υπό την έννοια ότι τα κοινοτικά όργανα πρέπει να εξετάζουν κατά περίπτωση τις αιτήσεις πρόσβασης στα γραπτά υπομνήματά τους, εκτός από τις υποθέσεις λόγω παραβάσεως κράτους μέλους, από την ημερομηνία της επ' ακροατηρίου συζήτησης. Συναφώς η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι τα συμπεράσματα του Πρωτοδικείου δεν είναι συνεπή με τη συλλογιστική του, ότι το Πρωτοδικείο δεν έλαβε υπόψη το συμφέρον για ορθή απονομή της δικαιοσύνης ή το συμφέρον άλλων προσώπων που αφορούσε η διαδικασία και ότι το Πρωτοδικείο εξέτασε μόνο τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις ενός από τους διαδίκους. Μολονότι τα υπομνήματα που καταθέτουν τα κοινοτικά όργανα στα δικαστήρια δεν εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1049/2001 (1), το συμπέρασμα του Πρωτοδικείου δεν βρίσκει έρεισμα ούτε στην κοινοτική νομοθεσία ούτε στη νομολογία του Δικαστηρίου.

    Δεύτερον, η ερμηνεία από το Πρωτοδικείο της εξαίρεσης που ισχύει για τις έρευνες συνιστά νομικό σφάλμα, καθόσον το Πρωτοδικείο ερμήνευσε την εξαίρεση αυτή υπό την έννοια ότι η Επιτροπή πρέπει να εξετάζει κατά περίπτωση τις αιτήσεις πρόσβασης στα γραπτά υπομνήματα των διαδίκων στις κατά το άρθρο 226 ΕΚ υποθέσεις λόγω παραβάσεως κράτους μέλους από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης, ακόμη και στις υποθέσεις οι οποίες, μολονότι έχει εκδοθεί απόφαση, δεν έχουν ακόμη επιλυθεί· κατ' αυτό τον τρόπο αποδυναμώνεται η ικανότητα της Επιτροπής, ως θεματοφύλακα των Συνθηκών, να εξασφαλίζει την εκ μέρους των κρατών μελών τήρηση των υποχρεώσεων που υπέχουν από το κοινοτικό δίκαιο.

    Τρίτον, η ερμηνεία από το Πρωτοδικείο της εξαίρεσης που ισχύει για τα έγγραφα των δικαστικών διαδικασιών συνιστά νομικό σφάλμα, καθόσον το Πρωτοδικείο ερμήνευσε την εξαίρεση αυτή υπό την έννοια ότι τα κοινοτικά όργανα πρέπει να εξετάζουν κατά περίπτωση τις αιτήσεις πρόσβασης στα γραπτά υπομνήματά τους στις υποθέσεις στις οποίες έχει εκδοθεί απόφαση, αλλά οι οποίες είναι συναφείς με εκκρεμείς υποθέσεις, πράγμα που αποδυναμώνει την ικανότητά τους να προασπίζουν τα συμφέροντά τους ενώπιον των κοινοτικών δικαιοδοτικών οργάνων και αποδυναμώνει την ικανότητα της Επιτροπής, ως θεματοφύλακα των Συνθηκών, να επιβάλλει την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου.


    (1)  ΕΕ L 145, σ. 43.


    Top