Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62013CN0671

Υπόθεση C-671/13: Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Lietuvos Aukščiausiasis Teismas (Λιθουανία) στις 17 Δεκεμβρίου 2013 — VĮ «Indėlių ir investicijų draudimas» και Nemaniūnas

ΕΕ C 71 της 8.3.2014, p. 9–10 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, HR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

8.3.2014   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 71/9


Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Lietuvos Aukščiausiasis Teismas (Λιθουανία) στις 17 Δεκεμβρίου 2013 — VĮ «Indėlių ir investicijų draudimas» και Nemaniūnas

(Υπόθεση C-671/13)

(2014/C 71/16)

Γλώσσα διαδικασίας: η λιθουανική

Αιτούν δικαστήριο

Lietuvos Aukščiausiasis Teismas

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Αναιρεσείοντες: VĮ «Indėlių ir investicijų draudimas» και Virgilijus Vidutis Nemaniūnas

Αναιρεσίβλητοι: Vitoldas Guliavičius και AB bankas «Snoras», υπό πτώχευση

Προδικαστικά ερωτήματα

1)

Πρέπει οι συνδυαζόμενες διατάξεις του άρθρου 7, παράγραφος 2, και του παραρτήματος Ι, σημείο 12, της οδηγίας 94/19 (1) να νοηθούν και να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι, όταν ένα κράτος μέλος εξαιρεί από την ωφέλεια της εγγύησης τους καταθέτες πιστωτικού ιδρύματος που κατέχουν πιστωτικούς τίτλους (πιστοποιητικά καταθέσεως) που εκδίδονται από αυτό, αυτή η εξαίρεση μπορεί να εφαρμοστεί μόνο στην περίπτωση που τα εν λόγω πιστοποιητικά καταθέσεως παρουσιάζουν (διαθέτουν) όλα τα γνωρίσματα χρηματοπιστωτικού μέσου κατά την έννοια της οδηγίας 2004/39 (2) (λαμβάνοντας υπόψη, επίσης, άλλες πράξεις του δικαίου της Ένωσης, για παράδειγμα τον κανονισμό αριθ. 25/2009 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας), μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται η διαπραγματευσιμότητά του στη δευτερογενή αγορά;

2)

Αν το οικείο κράτος μέλος αποφασίζει να μεταφέρει τις οδηγίες 94/19 και 97/9 (3) στο εθνικό δίκαιο με τέτοιο τρόπο ώστε τα συστήματα προστασίας καταθετών και επενδυτών ρυθμίζονται στην ίδια νομοθετική πράξη (στον ίδιο νόμο), οι συνδυαζόμενες διατάξεις του άρθρου 7, παράγραφος 2, του παραρτήματος I, σημείο 12, της οδηγίας 94/19, και του άρθρου 2, παράγραφος 2, της οδηγίας 97/9, πρέπει, λαμβανομένου υπόψη του άρθρου 2, παράγραφος 3, της οδηγίας 97/9, να νοηθούν και να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι οι δικαιούχοι πιστοποιητικών καταθέσεως και ομολόγων μπορούν να μην καλύπτονται από κανένα από τα συστήματα προστασίας (εγγύησης) των προμνημονευθεισών οδηγιών;

3)

Λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι, κατά την εθνική κανονιστική ρύθμιση, κανένα εκ των δυνατών συστημάτων προστασίας που προβλέπονται από τις οδηγίες 94/19 και 97/9 δεν εφαρμόζεται στους δικαιούχους πιστοποιητικών καταθέσεως και ομολόγων που εκδίδονται από ένα πιστωτικό ίδρυμα:

α)

οι διατάξεις των άρθρων 3, παράγραφος 1, 7, παράγραφος 1 (όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 2009/14), και 10, παράγραφος 1, της οδηγίας 94/19, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 1, παράγραφος 1, της ίδιας οδηγίας, το οποίο ορίζει την έννοια της καταθέσεως, είναι επαρκώς σαφείς, ακριβείς, απαλλαγμένες αιρέσεων και γεννούν δικαιώματα, ώστε να μπορούν να γίνουν αντικείμενο επίκλησης από τους ιδιώτες ενώπιον του εθνικού δικαστή προς στήριξη των αιτημάτων τους για αποζημίωση από συσταθέντα από το κράτος οργανισμό εγγύησης, που είναι υπόχρεος για την καταβολή της εν λόγω αποζημιώσεως;

β)

τα άρθρα 2, παράγραφος 2, και 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 97/9 είναι διατάξεις επαρκώς σαφείς, ακριβείς, απαλλαγμένες αιρέσεων και γεννούν δικαιώματα, ώστε να μπορούν να γίνουν αντικείμενο επίκλησης από τους ιδιώτες ενώπιον του εθνικού δικαστή προς στήριξη των αιτημάτων τους για αποζημίωση από συσταθέντα από το κράτος οργανισμό εγγύησης, που είναι υπόχρεος για την καταβολή της εν λόγω αποζημιώσεως;

γ)

σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στα ανωτέρω ερωτήματα (3α και 3β), ποιο από τα δύο συστήματα προστασίας πρέπει να επιλέξει να εφαρμόσει ο εθνικός δικαστής για να τάμει τη διαφορά μεταξύ ιδιώτη και πιστωτικού ιδρύματος, στο οποίο απευθύνεται ο συσταθείς από το κράτος οργανισμός εγγύησης, που είναι υπόχρεος για τη διαχείριση των συστημάτων προστασίας καταθετών και επενδυτών;

4)

Οι διατάξεις των άρθρων 2, παράγραφος 2, και 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 97/9 (σε συνδυασμό με το παράρτημα Ι της εν λόγω οδηγίας) πρέπει να νοηθούν και να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι εμποδίζουν μια εθνική κανονιστική ρύθμιση κατά την οποία το σύστημα αποζημιώσεως των επενδυτών δεν εφαρμόζεται στους επενδυτές που κατέχουν πιστωτικούς τίτλους εκδοθέντες από πιστωτικό ίδρυμα, λόγω του τύπου χρηματοπιστωτικών μέσων (πιστωτικοί τίτλοι) και λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι ο ασφαλισμένος (το πιστωτικό ίδρυμα) δεν μεταβίβασε ή χρησιμοποίησε τα κεφάλαια ή τους τίτλους των επενδυτών χωρίς τη συναίνεση των τελευταίων; Το γεγονός ότι το πιστωτικό ίδρυμα που εξέδωσε τους πιστωτικούς τίτλους –ο εκδότης– είναι ταυτόχρονα ο θεματοφύλακας αυτών των χρηματοπιστωτικών μέσων (διαμεσολαβητής) και ότι τα επενδυμένα κεφάλαια δεν διακρίνονται από άλλα κεφάλαια που διαθέτει το πιστωτικό ίδρυμα είναι κρίσιμο για την ερμηνεία των προμνημονευθεισών διατάξεων της οδηγίας 97/9 σχετικά με την προστασία των επενδυτών;


(1)  Οδηγία 94/19/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 1994, περί των συστημάτων εγγύησης των καταθέσεων (ΕΕ 1994, L 135, σ. 5).

(2)  Οδηγία 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων, για την τροποποίηση των οδηγιών 85/611/ΕΟΚ και 93/6/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 2000/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και για την κατάργηση της οδηγίας 93/22/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ 2004, L 145, σ. 1).

(3)  Οδηγία 97/9/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 3ης Μαρτίου 1997, σχετικά με τα συστήματα αποζημίωσης των επενδυτών (ΕΕ 1997, L 84, σ. 22).


Top