Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52005AE1074

    Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα: Οι γυναίκες και η φτώχεια στην Ευρώπη

    ΕΕ C 24 της 31.1.2006, p. 95–101 (ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, NL, PL, PT, SK, SL, FI, SV)

    31.1.2006   

    EL

    Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

    C 24/95


    Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα: «Οι γυναίκες και η φτώχεια στην Ευρώπη»

    (2006/C 24/18)

    Στις 28 Απριλίου 2005, και σύμφωνα με το άρθρο 262 της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, αποφάσισε να ζητήσει τη γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα: «Οι γυναίκες και η φτώχεια στην Ευρώπη» .

    Το ειδικευμένο τμήμα «Απασχόληση, κοινωνικές υποθέσεις, δικαιώματα του πολίτη» στο οποίο ανατέθηκε η προετοιμασία των σχετικών εργασιών, επεξεργάστηκε τη γνωμοδότησή του στις 5 Σεπτεμβρίου 2005 με εισηγήτρια την κα King .

    Κατά την 420ή σύνοδο ολομέλειάς της, της 28ης και 29ης Σεπτεμβρίου 2005 (συνεδρίαση της 29ης Σεπτεμβρίου 2005), η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή υιοθέτησε με 79 ψήφους υπέρ και 2 αποχές, την ακόλουθη γνωμοδότηση:

    1.   ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

    1.1   Παγκόσμια ημέρα για την εξάλειψη της φτώχειας

    Η Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών καθόρισε την 17η Οκτωβρίου ως παγκόσμια ημέρα για την εξάλειψη της φτώχειας με στόχο την ενίσχυση της ενημέρωσης για την ανάγκη εξάλειψης της φτώχειας και της εξαθλίωσης σε όλες τις χώρες του πλανήτη.

    1.2   Οι γυναίκες και η φτώχεια στην ΕΕ

    Η Επιτροπή των Περιφερειών, η ΕΟΚΕ και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο καταρτίζουν το καθένα από ένα έγγραφο με θέμα «Οι γυναίκες και η φτώχεια στην ΕΕ» εν όψει της συγκεκριμένης μέρας, συμβάλλοντας κατ' αυτόν τον τρόπο στην ευρύτερη συζήτηση που διεξάγεται σχετικά με τη φύση της φτώχειας στη σημερινή ΕΕ. Μολονότι κάθε έγγραφο συντάσσεται από διαφορετική σκοπιά, διασφαλίστηκε υψηλό επίπεδο συντονισμού μεταξύ των ανωτέρω θεσμικών οργάνων της ΕΕ.

    1.3   Ορισμός των «επαπειλούμενων με φτώχεια»

    Ο όρος «επαπειλούμενοι με φτώχεια» προσδιορίζεται ως το ποσοστό των ατόμων το εισόδημα των οποίων βρίσκεται κάτω του 60 % του εθνικού μέσου εισοδήματος. Ως εισόδημα ορίζεται το συνολικό διαθέσιμο εισόδημα ενός νοικοκυριού, το οποίο διαιρείται και αποδίδεται σε κάθε μέλος του νοικοκυριού.

    1.4   Το πλαίσιο για την καταπολέμηση της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού στην ΕΕ

    Το 2000, τα κράτη μέλη συμφώνησαν να θεσπίσουν μια ευρωπαϊκή στρατηγική για την καταπολέμηση του κοινωνικού αποκλεισμού και της φτώχειας (2000) με τη χρήση της ανοιχτής μεθόδου συντονισμού. Αυτή η στρατηγική περιλαμβάνει συμφωνηθέντες στόχους και την υποχρέωση κάθε κράτους μέλους να παρουσιάζει σε διετή βάση εθνικά σχέδια δράσης σύμφωνα με τους στόχους αυτούς. Στους σχετικούς δείκτες περιλαμβάνονται τέσσερις διαστάσεις της κοινωνικής ένταξης — οικονομική ένδεια, απασχόληση, υγεία και εκπαίδευση. Η ισότητα μεταξύ γυναικών και ανδρών δεν περιλαμβάνεται ως γενικός στόχος της εν λόγω κοινοτικής στρατηγικής.

    Το 1999, το Συμβούλιο υιοθέτησε συντονισμένη στρατηγική για τον εκσυγχρονισμό της κοινωνικής προστασίας. Η κοινωνική προστασία αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα μέσα για την καταπολέμηση της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού στα κράτη μέλη της ΕΕ. Η συγκεκριμένη στρατηγική εστιάζεται σε τρεις θεματικούς τομείς — πολιτικές κοινωνικής ένταξης, μεταρρύθμιση του συστήματος συνταξιοδότησης και μεταρρύθμιση των συστημάτων υγειονομικής περίθαλψης. Η ισότητα των φύλων δεν περιλαμβάνεται.

    Δεδομένων των αποτελεσμάτων των πρόσφατων δημοψηφισμάτων για το Σύνταγμα της ΕΕ, η Προεδρία του Ηνωμένου Βασιλείου δήλωσε ότι θα εκδώσει ανακοίνωση για τα συστήματα κοινωνικής προστασίας της ΕΕ, η οποία προγραμματίζεται για τον Οκτώβριο του 2005.

    1.5   Νομικό πλαίσιο

    Η πλειοψηφία των πολιτικών για την φτώχεια και τον κοινωνικό αποκλεισμό εξακολουθούν να υπάγονται στην αρμοδιότητα του εκάστοτε κράτους μέλους. Ωστόσο, δυνάμει των άρθρων 136 και 137 της Συνθήκης ΕΚ, η ΕΕ διαδραματίζει ενεργό ρόλο στην υποστήριξη και συμπλήρωση των δραστηριοτήτων των κρατών μελών με στόχο την καταπολέμηση του κοινωνικού αποκλεισμού.

    Το άρθρο 13 της Συνθήκης παρέχει στην Κοινότητα την αρμοδιότητα να αναλάβει κατάλληλη δράση, συμπεριλαμβανομένων νομοθετικών μέτρων, για την καταπολέμηση των διακρίσεων λόγω φύλου, φυλετικής ή εθνικής καταγωγής, θρησκείας ή πεποιθήσεων, αναπηρίας, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού.

    1.6   Επίπεδο φτώχειας στην ΕΕ

    Το 2001, ο αριθμός των ατόμων που αντιμετώπιζαν σχετική εισοδηματική φτώχεια ήταν ιδιαίτερα υψηλός, καθώς περισσότεροι από 55 εκατομμύρια άνθρωποι απειλούνταν από τη φτώχεια, αριθμός που αντιστοιχεί στο 15 % του πληθυσμού της ΕΕ (1). Στις περισσότερες από τις μισές περιπτώσεις, το πρόβλημα του χαμηλού σχετικού εισοδήματος ήταν χρόνιο. Αυτή η αναλογία παρουσιάζει σημαντικές αποκλίσεις μεταξύ των κρατών μελών, καθώς η μερίδα του πληθυσμού που απειλείται από τη φτώχεια κυμαίνεται από 9 % στη Σουηδία έως 21 % στην Ιρλανδία. Σε γενικές γραμμές, οι γυναίκες πλήττονται σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από τη φτώχεια.

    1.7   Επίπεδο κοινωνικού αποκλεισμού

    Για όσο μεγαλύτερο διάστημα ένα άτομο έχει χαμηλό εισόδημα, τόσο μεγαλύτερος είναι ο κίνδυνος στέρησης και αποκλεισμού από την κοινωνική, πολιτιστική και οικονομική δραστηριότητα. Σε όλα τα κράτη μέλη, τουλάχιστον το 50 % των ατόμων που απειλούνταν από τη φτώχεια το 2001 ζούσαν με χαμηλό εισόδημα για μεγάλο χρονικό διάστημα, δηλαδή, το ισοδύναμο εισόδημά τους ήταν κάτω του κατώτατου ορίου του 60 % για το συγκεκριμένο έτος και για τα δύο τουλάχιστον έτη της προηγούμενης τριετίας (δηλ. 1998-2000). Το 2001, στην ΕΕ, το 9 % του πληθυσμού κατά μέσο όρο ζούσε σε μόνιμη φτώχεια. Και στο συγκεκριμένο τομέα, οι γυναίκες πλήττονται σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό.

    1.8   Δημογραφικό και κοινωνικό πλαίσιο στην ΕΕ

    Το δημογραφικό πλαίσιο στην ΕΕ μεταβάλλεται δραματικά καθότι η αύξηση του ενεργού πληθυσμού της Ευρώπης που παρατηρήθηκε κατά τα τελευταία εκατό έτη σύντομα θα σταματήσει. Τα άτομα ηλικίας 65 και άνω αντιστοιχούν στο 16 % του συνολικού πληθυσμού, ενώ τα άτομα κάτω των 15 ετών αντιστοιχούν στο 17 % και ταυτοχρόνως το προσδόκιμο ζωής αυξάνεται. Κατά τα επόμενα 15 έτη, ο αριθμός των ατόμων ηλικίας άνω των 80 θα αυξηθεί σχεδόν κατά 50 % (2).

    Ταυτόχρονα, η εξέλιξη των οικογενειακών δομών μεταβάλλεται. Οι γάμοι λιγοστεύουν συνεχώς ή γίνονται μεταξύ ατόμων μεγαλύτερης ηλικίας, όλο και περισσότεροι γάμοι καταλήγουν σε διάλυση, ενώ μειώνεται ο αριθμός των ζευγαριών με παιδιά. Αυτές οι εξελίξεις είχαν ως αποτέλεσμα να ενισχυθεί η τάση προς μικρότερα νοικοκυριά σε όλες τις ηλικίες. Ο βραβευμένος με Νόμπελ οικονομολόγος Gary Becker και ο συνάδελφός του Judge Richard Posner επισημαίνουν ότι αυτές οι μεταβολές μπορούν να ερμηνευθούν σε μεγάλο βαθμό με οικονομικούς όρους (3). Αναφέρουν ότι η ενίσχυση της οικονομικής ανεξαρτησίας της γυναίκας μέσω δυνατοτήτων απασχόλησης εκτός της οικίας ισοδυναμεί με απομάκρυνση από τον λεγόμενο «πατριαρχικό γάμο» — με τον άνδρα να είναι το ανεξάρτητο οικονομικά μέλος και τη γυναίκα το εξαρτώμενο μέλος — προς το μοντέλο του «συντροφικού γάμου». Εκτός αυτού, αύξηση παρατηρείται και όσον αφορά το κόστος ευκαιρίας που συνεπάγεται η μητρότητα: όσο υψηλότερο είναι το εισόδημα της γυναίκας και η επαγγελματική της θέση, τόσο μεγαλύτερες είναι οι απώλειες που αυτή υφίσταται από πλευράς εισοδήματος και δυνατοτήτων για επαγγελματική ανέλιξη εάν αποχωρήσει από τον ενεργό επαγγελματικό βίο, είτε προσωρινά είτε σε μόνιμη βάση προκειμένου να αποκτήσει παιδιά.

    Άλλη μεγάλη αλλαγή αποτελεί η εκπληκτική αύξηση του αριθμού των παιδιών που ζουν με έναν μόνο ενήλικα. Το 2000, το 10 % των παιδιών ηλικίας 0-14 ετών ζούσαν με έναν μόνο ενήλικα, ενώ το 1990 το ποσοστό αυτό ήταν 6 %. Αυτό αποτελεί συνέπεια της αύξησης του αριθμού των γάμων και των συντροφικών σχέσεων που διαλύονται και του αριθμού των γυναικών που βρίσκονται σε κατάσταση ανεπιθύμητης εγκυμοσύνης.

    2.   ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ

    2.1

    Η ΕΟΚΕ επικροτεί τη δυνατότητα που της παρέχεται για να παρουσιάσει τις απόψεις σχετικά με το εν λόγω θέμα, ωστόσο, πιστεύει ότι κύρια προτεραιότητα θα έπρεπε να αποτελέσει «το φύλο και η φτώχεια» παρά «οι γυναίκες και η φτώχεια», δεδομένου ότι το δεύτερο θέμα εστιάζεται στη σχέση και τις διαφορές μεταξύ ανδρών και γυναικών όσον αφορά τα αίτια της φτώχειας.

    Η ΕΟΚΕ συνιστά με έμφαση στην Επιτροπή να επανεξετάσει τον ορισμό του όρου φτώχεια, δεδομένου ότι η τρέχουσα ερμηνεία επικεντρώνεται στα ορατά αίτια της φτώχειας υποτιμώντας το επίπεδο φτώχειας των γυναικών και τον αντίκτυπο της φτώχειας που αυτές υφίστανται. Ο ορισμός της φτώχειας θεωρεί ως δεδομένο ότι οι πόροι του νοικοκυριού κατανέμονται ισότιμα εντός της οικογένειας, ωστόσο μπορεί να υποστηριχθεί ότι η φτώχεια πλήττει τους ανθρώπους σε ατομικό επίπεδο και θα πρέπει να αναλυθεί στο συγκεκριμένο επίπεδο, προκειμένου να καταστεί κατανοητή η διάσταση του φύλου.

    2.2

    Η ΕΟΚΕ εκφράζει την ικανοποίησή της για την ανακοίνωση της Προεδρίας του Ηνωμένου Βασιλείου να ξεκινήσει εκ νέου συζήτηση για τα συστήματα κοινωνικής προστασίας και συνιστά με έμφαση να διενεργηθεί ανάλυση του αντίκτυπου των δράσεων αυτών στα δύο φύλα, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι το ανωτέρω σύστημα συνυπολογίζει τις ανάγκες γυναικών και ανδρών. Εξακολουθεί να επικρατεί η σιωπηρή υπόθεση ότι οι γυναίκες μπορούν να επαναπαύονται στο εισόδημα του συζύγου τους. Αυτή η υπόθεση, η οποία απέχει κατά πολύ από την πραγματικότητα της σημερινής κοινωνίας, αποτελεί την κύρια αιτία για τον αυξημένο κίνδυνο φτώχειας που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες.

    3.   ΕΙΔΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ

    3.1   Το ζήτημα του κινδύνου της φτώχειας

    Οι γυναίκες είναι γενικά πιο πιθανό να ζουν σε φτωχό νοικοκυριό: το 2001, το 16 % των ενήλικων γυναικών (ηλικίας 16 ετών και άνω) ζούσαν με εισόδημα κάτω του κατώτατου ορίου, έναντι ποσοστού 13 % των ανδρών της ίδιας ηλικιακής ομάδας (4). Αυτό το πρότυπο ισχύει σε όλα τα κράτη μέλη. Ο κίνδυνος φτώχειας είναι πολύ υψηλότερος στα μονογονεϊκά νοικοκυριά (35 % κατά μέσο όρο στην ΕΕ), στο 85 % εκ των οποίων ο αρχηγός είναι γυναίκα. Οι γυναίκες αρχηγοί νοικοκυριών ηλικίας 18 ετών ή και μικρότερες αντιμετωπίζουν μεγαλύτερο κίνδυνο φτώχειας.

    Τα άτομα ηλικίας 65 ετών και άνω αντιμετωπίζουν επίσης σχετικά υψηλό κίνδυνο φτώχειας, Τα δύο τρίτα των ατόμων άνω των 65 ετών είναι γυναίκες. Οι γυναίκες συνταξιούχοι που ζουν μόνες, ειδικά οι άνω των 80 ετών, ή εκείνες που δεν λαμβάνουν επαγγελματική σύνταξη, παρουσιάζουν πολύ υψηλότερα ποσοστά φτώχειας. Αυτό οφείλεται βασικά στο ότι όσο μεγαλύτερης ηλικίας είναι οι συνταξιούχοι τόσο μεγαλύτερες είναι οι δαπάνες τους κυρίως για υγειονομική περίθαλψη και λόγω αναπηρίας και περιορισμένης κινητικότητας.

    Οι έρευνες καταδεικνύουν ότι οι γυναίκες που υπόκεινται σε πολλαπλές διακρίσεις — π.χ. είναι ηλικιωμένες, ανήκουν σε εθνικές μειονότητες ή ομάδες μεταναστών, έχουν ειδικές ανάγκες ή είναι λεσβίες- αντιμετωπίζουν ακόμη μεγαλύτερο κίνδυνο να περιπέσουν σε φτώχεια ή σε κοινωνικό αποκλεισμό.

    3.2   Ο ρόλος της αγοράς εργασίας στη φτώχεια και τον κοινωνικό αποκλεισμό μεταξύ των γυναικών

    Η απασχόληση θεωρείται ως βασικός παράγοντας για την κοινωνική ένταξη και εκτιμάται ως η πλέον αποτελεσματική οδός για την έξοδο από τη φτώχεια, όχι μόνο επειδή αποφέρει εισόδημα, αλλά και επειδή μπορεί να προαγάγει την κοινωνική συμμετοχή και την προσωπική ανάπτυξη. Αυτή η άποψη αντικατοπτρίζεται στους στόχους της στρατηγικής της Λισσαβόνας, στην οποία επισημαίνεται ότι μέχρι το 2010 «η ευρωπαϊκή οικονομία θα καταστεί η πιο ανταγωνιστική και δυναμική οικονομία της γνώσης στον κόσμο, που είναι ικανή για βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη με περισσότερες και καλύτερες θέσεις εργασίας και με μεγαλύτερη κοινωνική συνοχή», και, για το λόγο αυτό, η συμμετοχή των γυναικών στην αγορά εργασίας είναι αναγκαία και ζωτική, προκειμένου να επιτευχθεί ένας συγκεκριμένος στόχος έως το 2010: το ποσοστό γυναικείας απασχόλησης να φτάσει στο 60 %. Μολονότι τα επίπεδα συμμετοχής των γυναικών στην αγορά εργασίας προσεγγίζουν όλο και περισσότερο τα αντίστοιχα των ανδρών, οι γυναίκες που συμμετέχουν στην αμειβόμενη εργασία δεν είναι πλήρως απαλλαγμένες από τον κίνδυνο της φτώχειας. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η συμμετοχή των γυναικών στην αγορά εργασίας συνοδεύεται από σημαντικές δυσκολίες όπως π.χ. το υψηλό ποσοστό ανεργίας των γυναικών στην ΕΕ-25 (5) καθώς και η δυσκολία που αντιμετωπίζουν στην εξισορρόπηση των οικογενειακών και επαγγελματικών ευθυνών, οι τάσεις για διαχωρισμό και κατάτμηση σε τομείς της γυναικείας απασχόλησης, η εκτεταμένη εδραίωση επισφαλών μορφών απασχόλησης με μειωμένο επίπεδο κοινωνικής ασφάλισης και το χάσμα μεταξύ ανδρών και γυναικών όσον αφορά τις αμοιβές, φαινόμενο που απαντάται σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες.

    3.2.1   Χάσμα των αμοιβών

    Τριάντα χρόνια μετά την έκδοση το 1975 της οδηγίας για την ισότητα των αμοιβών μεταξύ ανδρών και γυναικών στην ΕΕ, οι γυναίκες εξακολουθούν, σύμφωνα με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, να λαμβάνουν καθημερινά το 85 % μόνο των αντίστοιχων αμοιβών των ανδρών (6). Σε πολλές χώρες, αυτή η διαφορά είναι πολύ υψηλότερη και φτάνει μέχρι και το 33 %. Η ΕΟΚΕ στηρίζει σθεναρά τις διαμαρτυρίες της Επιτροπής Δικαιωμάτων των Γυναικών και Ισότητα των Φύλων (FEMM) σχετικά με το ότι το εν λόγω χάσμα εξακολουθεί να υφίσταται και συμφωνεί με τη σύστασή της ότι το Συμβούλιο και η Επιτροπή πρέπει να προβούν στις δέουσες ενέργειες προκειμένου «να τεθεί τέρμα σε αυτήν την άνιση μεταχείριση».

    3.2.1.1   Το κόστος ευκαιρίας της μητρότητας

    Σύμφωνα με πολλές μελέτες αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι γυναίκες τεκνοποιούν και δαπανούν δυσανάλογα περισσότερο χρόνο σε σχέση με τους άντρες για την φροντίδα των παιδιών. Οι περισσότερες γυναίκες αναγκάζονται να διακόψουν τη συμμετοχή τους στην αγορά εργασίας τουλάχιστον για κάποιο χρονικό διάστημα στη ζωή τους. Αντιθέτως, το πρότυπο για τους άνδρες ήταν γενικά η διαρκής και πλήρης συμμετοχή τους στην αγορά εργασίας από τη στιγμή της ολοκλήρωσης της εκπαίδευσης πλήρους παρακολούθησης έως την συνταξιοδότηση. Η εν λόγω διακοπή από τον επαγγελματικό βίο μπορεί να έχει ολέθριες επιπτώσεις στο εισόδημα. Η ανωτέρω διακοπή μπορεί να οδηγήσει σε μείωση των περιόδων απασχόλησης, μικρότερη συσσώρευση εμπειριών και περιορισμό της πρόσβασης στην κατάρτιση. Αιτία αυτών αποτελεί το γεγονός ότι οι μισθολογικές αυξήσεις συχνά χορηγούνται σε εκείνους που εργάζονται συνεχώς για πολλά χρόνια. Πράγματι, όσο μεγαλύτερη είναι η διακοπή, τόσο περισσότερο μειώνονται τα ρευστά διαθέσιμα.

    3.2.2   Επίπεδο εκπαίδευσης της μητέρας

    Η απασχόληση που χαρακτηρίζεται από εκτενείς περιόδους διακοπής λόγω της ανατροφής των παιδιών απαντάται συχνότερα σε μητέρες με χαμηλή εκπαίδευση. Ενώ στις απόφοιτες μητέρες παρατηρείται μείωση του χρόνου διακοπής από τον ενεργό επαγγελματικό βίο, η συμπεριφορά των γυναικών που δεν διαθέτουν καμία κατάρτιση δεν έχει μεταβληθεί. Οι μητέρες που δεν διαθέτουν επαγγελματική κατάρτιση παρουσιάζουν μεγαλύτερες πιθανότητες να διακόψουν από τον ενεργό βίο έως ότου το παιδί ξεκινήσει το σχολείο, ενώ εκείνες που διαθέτουν τίτλο σπουδών διακόπτουν την απασχόληση μόνο κατά τη διάρκεια της άδειας μητρότητας και στη συνέχεια προσλαμβάνουν άτομο επ' αμοιβή για την φροντίδα του παιδιού τους.

    Ως εκ τούτου, οι γυναίκες με χαμηλή εκπαίδευση, οι οποίες είναι πιθανότερο να διακόψουν τον ενεργό βίο για μεγαλύτερα διαστήματα (και οι οποίες επίσης παρουσιάζουν το χαμηλότερο εισοδηματικό δυναμικό προτού αποκτήσουν παιδιά) υφίστανται τις μεγαλύτερες οικονομικές συνέπειες.

    3.2.3   Μόνοι γονείς

    Όπως αναφέρθηκε στην παράγραφο 1.8, ο αριθμός των μόνων γονέων έχει αυξηθεί και τα στοιχεία καταδεικνύουν ότι οι μόνοι γονείς διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο φτώχειας. Επειδή το 85 % των μόνων γονέων είναι γυναίκες, αυτός ο κίνδυνος φτώχειας συνδέεται με τη διάσταση του φύλου. Μεγάλο μέρος του εν λόγω κινδύνου μπορεί να αποδοθεί στη χαμηλή συμμετοχή αυτών των γυναικών στο εργατικό δυναμικό: το 50 % μόνο των άγαμων γυναικών απασχολούνται σε σύγκριση με το 68 % των έγγαμων (7). Σε αντίθεση με τα συνολικά ποσοστά της γυναικείας απασχόλησης τα οποία παρουσιάζουν αύξηση, τα ποσοστά απασχόλησης στις μόνες μητέρες δεν έχουν μεταβληθεί σημαντικά.

    Οι μελέτες υποδεικνύουν ότι το γεγονός ότι η παιδική μέριμνα δεν είναι οικονομικά προσιτή δεν αποτελεί το μοναδικό εμπόδιο στην απασχόληση για τους μόνους γονείς. Άλλοι παράγοντες είναι οι εξής:

    Οι μόνοι γονείς που δεν συμμετέχουν στον ενεργό βίο δεν διαθέτουν σε γενικές γραμμές αξιοποιήσιμα για την αγορά προσόντα (8). Όσο λιγότερα είναι τα προσόντα τους, τόσο ασθενέστερη είναι η δυνατότητα επιστροφής τους στην αγορά εργασίας. Η εν λόγω δυνατότητα εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις διαθέσιμες και οικονομικά προσιτές δυνατότητες επαγγελματικής κατάρτισης κατά τη διάρκεια της περιόδου εκτός απασχόλησης λόγω γονικής άδειας ανατροφής.

    Οι μόνοι γονείς τείνουν να συγκεντρώνονται σε μητροπολιτικές περιοχές όπου παρουσιάζεται έλλειψη ζήτησης εργασίας.

    Οι μόνοι γονείς που δεν συμμετέχουν στον ενεργό βίο παρουσιάζουν αυξημένες πιθανότητες να πλήττονται από κακή υγεία και επίσης μεγαλύτερο είναι το ενδεχόμενο να έχουν παιδί ή κάποιο άλλο άτομο στην οικία, η ασθένεια ή οι ειδικές ανάγκες του οποίου περιορίζουν τις δυνατότητές τους να εργαστούν (ένας στους δέκα του συνόλου των μόνων γονέων που δεν απασχολούνται).

    Οι μόνοι γονείς που αντιμετωπίζουν σοβαρές δυσκολίες παρουσιάζουν υψηλότερες πιθανότητες να βιώσουν αισθήματα απογοήτευσης, τα οποία, με τη σειρά τους, μπορούν να αποτελέσουν εμπόδιο για την απασχόληση.

    Επίσης, πολλοί μόνοι γονείς πρέπει τις περισσότερες φορές να αναλαμβάνουν οι ίδιοι τη φροντίδα των παιδιών τους και αναζητούν θέσεις απασχόλησης που τους επιτρέπουν να περνούν όσο το δυνατόν περισσότερο χρόνο με τα παιδιά τους, την οποία και πρέπει να συνδυάζουν με τον επαγγελματικό τους βίο. Ως εκ τούτου, πολλοί μόνοι γονείς αναγκάζονται να καταφεύγουν σε αβέβαιες, χαμηλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας, οι οποίες προσφέρουν χαμηλότερο επίπεδο ασφάλειας.

    3.2.3.1   Εφηβική εγκυμοσύνη

    Οι γυναίκες αρχηγοί νοικοκυριών κάτω των 18 ετών αντιμετωπίζουν μεγαλύτερο κίνδυνο φτώχειας. Στην ΕΕ, το 6 % των νεαρών γυναικών έγιναν μητέρες προτού φτάσουν στην ηλικία των 18 ετών, μολονότι αυτό το ποσοστό ποικίλλει από 3 % στην Ιταλία, τις Κάτω Χώρες, την Ισπανία και τη Σουηδία έως 12 % στην Ουγγαρία και στη Σλοβακική Δημοκρατία και 13 % στο Ηνωμένο Βασίλειο (9).

    Οι έφηβοι γονείς παρουσιάζουν μεγαλύτερη πιθανότητα σε σχέση με τους ενήλικες γονείς να ζουν σε συνθήκες φτώχειας και να πλήττονται από ανεργία, ενώ αντιμετωπίζουν ιδιαίτερες δυσκολίες να ξεφύγουν από αυτήν την κατάσταση, κυρίως λόγω της έλλειψης εκπαίδευσης, καθώς και για άλλους λόγους που περιγράφονται παραπάνω. Παραδείγματος χάρη, το 45 % των έφηβων μητέρων στην ΕΕ-15 ήταν μέλη νοικοκυριών το εισόδημα των οποίων τα κατέτασσε στη χαμηλότερη ομάδα του 20 %, ενώ μόνο το 21 % των γυναικών που απέκτησαν το πρώτο τους παιδί μεταξύ 20-30 χρονών εντάσσονται σε αυτήν την εισοδηματική ομάδα. Το 90 % των έφηβων γονέων λαμβάνουν στήριξη κοινωνικής πρόνοιας και οι έφηβες μητέρες παρουσιάζουν μεγαλύτερη πιθανότητα έναντι άλλων μόνων μητέρων να βασίζονται μόνο στα επιδόματα και, σε πολλές περιπτώσεις, για μεγάλες χρονικές περιόδους.

    Τα κράτη μέλη έχουν θέσει ως προτεραιότητά τους τη μείωση του ποσοστού των έφηβων γονέων, καθότι έτσι προσφέρεται η δυνατότητα περιορισμού της πιθανότητας φτώχειας και της διαιώνισής της από τη μια γενιά στην επόμενη. Οι τρόποι μείωσης των εφηβικών γεννήσεων αποτελούν θέμα πολλών συζητήσεων και έχει προταθεί μεγάλο φάσμα λύσεων που εκτείνεται από ενίσχυση των προγραμμάτων σεξουαλικής αγωγής έως και μείωσή τους· από την εκπαίδευση υπέρ της αποχής έως την ελεύθερη διανομή προφυλακτικών στα σχολεία· από τη χορήγηση επείγουσας αντισύλληψης έως την αναθεώρηση του συστήματος επιδομάτων κοινωνικής πρόνοιας με στόχο την ενθάρρυνση της συγκατοίκησης και του γάμου μεταξύ έφηβων γονέων.

    Τα τέσσερα κράτη μέλη της ΕΕ με τα χαμηλότερα ποσοστά γεννήσεων στους εφήβους μπορούν να αποτελέσουν δείκτη συγκριτικής αξιολόγησης για τα υπόλοιπα κράτη μέλη, όσον αφορά την αντιμετώπιση του ζητήματος αυτού.

    3.2.4   Φτωχοί εργαζόμενοι

    Η ενίσχυση της συμμετοχής των γυναικών στην αγορά εργασίας αποτελεί συνέπεια της αύξησης των άτυπων μορφών απασχόλησης, όπως η μερική απασχόληση, τα ευέλικτα ωράρια εργασίας, η εργασία κατά βάρδιες και η απασχόληση με συμβάσεις ορισμένου χρόνου. Στις γυναίκες, ο μέσος όρος μερικής απασχόλησης είναι της τάξεως του 27 %, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό των ανδρών φτάνει μόλις στο 4 % (10). Στην πραγματικότητα, το χάσμα αμοιβών μεταξύ των δύο φύλων είναι μεγαλύτερο στον τομέα της μερικής απασχόλησης σε σύγκριση με την πλήρη απασχόληση: το ωρομίσθιο στη γυναικεία μερική απασχόληση αντιστοιχεί σχεδόν στο 60 % του ωρομισθίου πλήρους απασχόλησης των ανδρών, σε σύγκριση με το 82 % του αντίστοιχου ωρομισθίου πλήρους απασχόλησης των γυναικών.

    Όσοι διαθέτουν χαμηλού επιπέδου εκπαίδευση, οι αδήλωτοι εργαζόμενοι, οι μειονότητες ή οι μετανάστες με περιορισμένο ή καθόλου ανεξάρτητο νομικό καθεστώς διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο φτώχειας, διότι οι θέσεις εργασίας που κατέχουν τους παρέχουν συνήθως χαμηλές αμοιβές και χαμηλό καθεστώς, ενώ ταυτόχρονα δεν παρέχεται ασφάλεια της θέσης εργασίας. Οι έρευνες καταδεικνύουν ότι, σε ακραίες περιπτώσεις, οι γυναίκες που ανήκουν στις ανωτέρω κατηγορίες αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο σωματεμπορίας, πορνείας και άσκησης βίας εις βάρος τους.

    3.2.5   Μη αμειβόμενη εργασία

    Οι γυναίκες δεν αμείβονται για την εργασία που παρέχουν στο σπίτι. Ακόμη και για το πλήθος γυναικών που διαθέτουν καθεστώς αμειβόμενης εργασίας, οι οικιακές αγορές, η φροντίδα των ηλικιωμένων και των παιδιών εξακολουθούν να θεωρούνται δική τους ευθύνη, δεδομένου ότι οι άντρες αναλαμβάνουν λιγότερο από το 40 % των οικιακών εργασιών, ενώ η ενεργός συμμετοχή τους στη φροντίδα των παιδιών κυμαίνεται μεταξύ 25 % και 35 % (11). Αυτή η μη αμειβόμενη εργασία δεν καταγράφεται συστηματικά στις εθνικές στατιστικές, το οποίο σημαίνει ότι δεν είναι ορατή για τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικών.

    Θα πρέπει να τονιστεί ότι η εξισορρόπηση μεταξύ οικογενειακών και επαγγελματικών ευθυνών αποτελεί μια πραγματική πρόκληση για άνδρες και γυναίκες. Τα ποσοστά απασχόλησης στις γυναίκες με παιδιά ηλικίας κάτω των 12 ετών είναι κατά 15 μονάδες μικρότερη απ' ότι στις άτεκνες γυναίκες — 60 % έναντι 75 %. Ωστόσο, για τους άνδρες που έχουν παιδιά ηλικίας κάτω των 12 ετών, το ποσοστό απασχόλησης ανέρχεται στο 91 %, δηλ. κατά πέντε ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερο από το ποσοστό των ανδρών χωρίς παιδιά.

    3.2.6   Μακροχρόνια ανεργία

    Η μακροχρόνια ανεργία συνδέεται στενά με την κοινωνική εξαθλίωση, καθώς τα άτομα που είναι άνεργα για μεγάλο χρονικό διάστημα, όταν δεν τους παρέχεται κατάλληλη και έγκαιρη στήριξη, τείνουν να χάνουν τις δεξιότητες και την αυτοεκτίμηση που χρειάζονται προκειμένου να ανακτήσουν μια θέση στην αγορά εργασίας. Στο σύνολο της ΕΕ, τα ποσοστά της μακροχρόνιας ανεργίας είναι υψηλότερα για τις γυναίκες (4,5 %) σε σχέση με τους άντρες (3,6 %) (12). Παρόλα αυτά, τα προγράμματα που στοχεύουν στην επανένταξη των μακροχρόνια ανέργων στην αμειβόμενη εργασία τείνουν να αποφέρουν περισσότερα οφέλη για τους άντρες, καθότι, η κατάρτιση που παρέχεται στις γυναίκες είναι πιο περιορισμένη και καθορίζεται βάσει του φύλου, και, ως εκ τούτου, συνεπάγεται χαμηλότερα αμειβόμενες θέσεις απασχόλησης.

    3.2.7   Συντάξεις

    3.2.7.1

    Τα μειονεκτήματα των γυναικών στην αγορά εργασίας και το επακόλουθο χάσμα στις αμοιβές εκτείνεται έως τη συνταξιοδότηση. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι το συνταξιοδοτικό πρότυπο σε πολλά κράτη μέλη αναπτύχθηκε από μια ανδρική σκοπιά, εισάγοντας διακρίσεις εις βάρος των γυναικών, καθότι πολλές διακόπτουν την επαγγελματική τους σταδιοδρομία, εργάζονται σε άτυπες μορφές απασχόλησης ή διανύουν εκτενείς περιόδους μη αμειβόμενης εργασίας. Ως αποτέλεσμα, πολλές γυναίκες αντιμετωπίζουν μειονεκτήματα στη θεμελίωση των αναγκαίων δικαιωμάτων και την εξοικονόμηση οικονομικών πόρων, προκειμένου να απολαμβάνουν ασφάλεια σε μεγαλύτερη ηλικία. Τα δύο τρίτα των συνταξιούχων είναι γυναίκες, και το μέσο εισόδημά τους φτάνει στο 53 % του αντίστοιχου εισοδήματος των ανδρών, γεγονός που έχει επιπτώσεις στην υγεία, τις συνθήκες στέγασης και την ποιότητα της ζωής τους. Το 75 % των συνταξιούχων το εισόδημα των οποίων προέρχεται από επιδόματα κοινωνικής πρόνοιας είναι γυναίκες. Ως εκ τούτου, οι ηλικιωμένες γυναίκες, περιλαμβανομένων των χηρών και των διαζευγμένων, κατατάσσονται μεταξύ των πλέον φτωχών συνταξιούχων και, δεδομένων των μακροπρόθεσμων κοινωνικών συνεπειών της γήρανσης του πληθυσμού της Ένωσης, αυτή η τάση θα συνεχίσει να παρουσιάζει αύξηση, εκτός και αν ληφθούν τα κατάλληλα μέτρα.

    Σε προηγούμενη γνωμοδότησή της (13) η ΕΟΚΕ πρότεινε την προσαρμογή των συνταξιοδοτικών συστημάτων προκειμένου να εξασφαλισθεί η ισότητα μεταξύ γυναικών και ανδρών, έχοντας ως μακροπρόθεσμο στόχο την εξατομίκευση των συντάξεων. Η ΕΟΚΕ διατυπώνει περαιτέρω τη σύσταση ότι πρέπει να υπάρξει από κοινού αξιοποίηση των εμπειριών των κρατών μελών, ώστε να διασφαλιστούν για συγκεκριμένες κατηγορίες γυναικών, λόγου χάρη για όσες διακόπτουν την επαγγελματική τους σταδιοδρομία, επαρκείς συντάξεις.

    Σε αυτήν την προηγούμενη γνωμοδότηση επισημαίνεται ότι τα κράτη μέλη υποστηρίζουν τους ηλικιωμένους και με άλλους τρόπους εκτός από την καταβολή συντάξεων. Αυτοί αφορούν, για παράδειγμα, φορολογικά πλεονεκτήματα, δωρεάν παροχή ηλεκτρικού ρεύματος, δωρεάν πρόσβαση ή πρόσβαση με μειωμένες τιμές στα μέσα συγκοινωνίας και φορολογικές εκπτώσεις για το ενοίκιο. Αυτή η σύσταση επικροτείται, καθότι οι γυναίκες παρουσιάζουν μεγαλύτερη πιθανότητα να φτάσουν σε μεγαλύτερη ηλικία (λόγω της αύξησης της μακροζωίας) και να ζουν μόνες τους (ξεπερνούν σε ηλικία τους συντρόφους τους), εν συγκρίσει με τους άνδρες, το οποίο σημαίνει ότι ενδεχομένως να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα που πλήττουν τους ηλικιωμένους συνταξιούχους. Σε γενικές γραμμές, τα εισοδήματα των ηλικιωμένων συνταξιούχων που προέρχονται από αποδοχές και επενδύσεις κινούνται σε χαμηλότερα επίπεδα, ενώ ταυτοχρόνως μπορεί να έχουν μεγαλύτερα έξοδα που συνδέονται με διάφορα προβλήματα αναπηρίας, ανάγκες κινητικότητας και απόσβεση των περιουσιακών στοιχείων.

    3.2.7.2

    Οι γυναίκες, περιλαμβανομένων των μειονοτήτων, καθώς και των νόμιμα διαμενόντων και παράνομων μεταναστών, που εργάζονται με άτυπες μορφές απασχόλησης, αντιμετωπίζουν ακόμη περισσότερα μειονεκτήματα επειδή οι πιθανότητές τους να ενσωματωθούν σε κάποιο επαγγελματικό σύστημα συνταξιοδότησης είναι περιορισμένες. Επειδή οι άνδρες έχουν μεγαλύτερο εισόδημα από τις γυναίκες κατά τη διάρκεια του ενεργού τους βίου, η τελική τους σύνταξη είναι υψηλότερη σε σχέση με τις γυναίκες. Επιπλέον, οι συνταξιοδοτικοί πόροι συνδέονταν στο παρελθόν με τον κύριο μισθωτό ενός νοικοκυριού, με το άτομο δηλαδή που εξασφάλισε τους εν λόγω πόρους, το οποίο είναι συνήθως ο άντρας. Αυτή η πρακτική έχει αμφισβητηθεί λόγω των αυξανόμενων ποσοστών διαζυγίων, καθότι η γυναίκα υφίσταται συνήθως περισσότερα μειονεκτήματα σε περίπτωση διάλυσης μιας συντροφικής σχέσης. Ωστόσο, αρκετά κράτη μέλη έχουν θεσπίσει κατάλληλη νομοθεσία, βάσει της οποίας, πολλά δικαστήρια έχουν τη δυνατότητα διαχωρισμού των πόρων σε περίπτωση διαζυγίου κατά τρόπο που αυτά θεωρούν ως ενδεδειγμένο.

    3.3   Η εκπαιδευτική διάσταση της φτώχειας και ο κοινωνικός αποκλεισμός των γυναικών

    3.3.1

    Οι επιλογές εργασίας και η είσοδος στην αγορά εργασίας εξαρτώνται άμεσα από τα προσόντα. Τα στοιχεία καταδεικνύουν ότι αυτό ισχύει κυρίως για τις γυναίκες. Οι γυναίκες που διαθέτουν καλύτερη εξειδίκευση (η οποία προσδιορίζεται ως επίπεδο εκπαίδευσης 5 και 6 σύμφωνα με την κωδικοποίηση ISCED) έχουν περισσότερες πιθανότητες να εργαστούν σε σύγκριση με τις γυναίκες που κατέχουν χαμηλότερη εξειδίκευση (το επίπεδο εκπαίδευσής τους αντιστοιχεί στο 2 βάσει της κωδικοποίησης ISCED) (14). Στην ΕΕ-25, το 49 % μόνο των γυναικών ηλικίας μεταξύ 20-49 ετών με χαμηλότερη εξειδίκευση απασχολούνται ενεργά σε σύγκριση με το 84 % των γυναικών που διαθέτουν υψηλότερη κατάρτιση. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι αυτή η διαφορά των 30 ποσοστιαίων μονάδων στην περίπτωση των γυναικών, όσον αφορά τους άνδρες, ανέρχεται μόλις σε 10 ποσοστιαίες μονάδες (83 % έναντι του 93 %). Οι γυναίκες με υψηλότερη εξειδίκευση που έχουν παιδιά τείνουν σε γενικές γραμμές να παραμένουν στον ενεργό βίο. Στην ΕΕ-25 τα συγκριτικά στοιχεία μεταξύ αυτών των δύο ομάδων είναι τα εξής: άτεκνες γυναίκες (88 % έναντι 57 %)· γυναίκες με 1 ή 2 παιδιά (80 % έναντι 43 %)· γυναίκες με 3 ή περισσότερα παιδιά (63 % έναντι 22 %).

    3.3.2

    Τα εκπαιδευτικά προγράμματα ενθαρρύνουν τις θεματικές επιλογές με βασικό κριτήριο το φύλο. Τα κορίτσια επιλέγουν κύκλους μαθημάτων και επαγγελματικές σταδιοδρομίες με χαμηλές αποδοχές, ενώ οι καθηγητές και οι επαγγελματικοί σύμβουλοι δεν διαθέτουν επαρκή κατάρτιση, προκειμένου να συνυπολογίζουν και να αναγνωρίζουν τη σημασία των ζητημάτων που σχετίζονται με το φύλο. Τον μεγαλύτερο κίνδυνο λόγω αυτού του διαχωρισμού διατρέχουν τα κορίτσια που προέρχονται από νοικοκυριά που ήδη πλήττονται από τον κίνδυνο της φτώχειας, όπως καταδεικνύεται από τις σχετικές έρευνες (15), δεδομένου ότι αυτή η πληθυσμιακή ομάδα εκπροσωπείται κατά δυσανάλογο τρόπο σε θέσεις εργασίας χαμηλού καθεστώτος, εξαιτίας του χαμηλού επιπέδου εκπαίδευσης. Η μερική απασχόληση σε χειρωνακτικές εργασίες αποτελεί την πλέον μειονεκτική κατηγορία απασχόλησης για τις γυναίκες, πολύ περισσότερο σε σχέση με άλλες κατηγορίες μερικής απασχόλησης, ή ακόμη και με θέσεις εργασίας πλήρους απασχόλησης, καθότι αυτές οι γυναίκες διαθέτουν πολύ χαμηλό επίπεδο εκπαίδευσης. Οι επιλογές εργασίας των εν λόγω γυναικών είναι περιορισμένες εξαιτίας της αλληλεπίδρασης μεταξύ φτώχειας και φύλου καθόλη τη διάρκεια της εκπαιδευτικής τους σταδιοδρομίας, γεγονός που έχει επιπτώσεις όχι μόνο για τον ενεργό τους βίο και τη συνταξιοδότηση, αλλά μπορεί να οδηγήσει και στη δημιουργία ενός φαύλου κύκλου μεταβίβασης της φτώχειας από γενιά σε γενιά.

    3.3.3

    Η ΕΟΚΕ επικροτεί την εστίαση στη δημιουργία θέσεων απασχόλησης, και ειδικά στη γυναικεία απασχόληση, στο πλαίσιο των στόχων της στρατηγικής της Λισσαβόνας, τονίζει ωστόσο ότι αυτή η στοχοθέτηση δεν επαρκεί για τις γυναίκες που αντιμετωπίζουν ήδη τον κίνδυνο της φτώχειας. Τα κράτη μέλη έχουν τη δυνατότητα να συνεργαστούν με την κοινωνία των πολιτών και τις ΜΚΟ, ειδικά με όσες δραστηριοποιούνται στον τομέα της ισότητας των φύλων και την εξάλειψη της φτώχειας, προκειμένου να τερματιστεί η διά βίου μεταβίβαση της φτώχειας από γενιά σε γενιά μέσω της αντιμετώπισης του ζητήματος των στερεοτύπων που δημιουργούν τα εκπαιδευτικά ιδρύματα σε ό,τι αφορά τις επαγγελματικές επιλογές των κοριτσιών και αγοριών και την ανάπτυξη αποτελεσματικών κύκλων εκπαιδευτικών μαθημάτων για ενήλικες, οι οποίοι είναι προσβάσιμοι, αναπτύσσουν δεξιότητες αξιοποιήσιμες στην αγορά και ανταποκρίνονται στις ανάγκες αυτών των γυναικών.

    3.4   Η ποινική διάσταση της φτώχειας και ο κοινωνικός αποκλεισμός των γυναικών

    3.4.1

    Οι γυναίκες συνιστούν τη μειοψηφία μεταξύ των ατόμων που διώκονται ή καταδικάζονται για αξιόποινες πράξεις, ενώ αποτελούν έναν στους πέντε γνωστούς δράστες και μόλις το 6 % των φυλακισθέντων. Ωστόσο, κατά την τελευταία δεκαετία, διαπιστώνεται απότομη αύξηση του αριθμού γυναικών στις φυλακές, μολονότι δεν υπάρχει ισοδύναμη αύξηση του αριθμού αξιόποινων πράξεων που διαπράττονται από γυναίκες (16). Οι περισσότερες γυναίκες φυλακίζονται για αδικήματα που δεν συνδέονται με την άσκηση βίας και η ποινή που εκτίουν δεν ξεπερνά τον ένα χρόνο. Ένα τέταρτο σχεδόν των φυλακισμένων γυναικών κρατούνται προσωρινά χωρίς να έχει ασκηθεί ποινική δίωξη εναντίον τους.

    3.4.2

    Σύμφωνα με την ίδια έρευνα, μεγάλο ποσοστό των γυναικών που φυλακίζονται δεν διαθέτουν καμία οικονομική ασφάλεια πριν από την φυλάκισή τους, δεν έχουν εργαστεί ποτέ ή έχουν απασχοληθεί σε χαμηλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας χωρίς καμία ασφάλεια απασχόλησης, ζουν σε επισφαλείς συνθήκες κατοικίας, κατέχουν πολύ χαμηλό επίπεδο εκπαίδευσης και υπήρξαν θύματα είτε φυσικής ή/και σεξουαλικής βίας από μέλη της οικογένειάς τους ή από άλλα εξωοικογενειακά αρσενικά άτομα. Ως εκ τούτου, η φυλάκιση των γυναικών συντείνει ακόμη περισσότερο στην απομόνωση των ήδη κοινωνικά αποκλεισμένων ατόμων.

    3.4.3

    Η σημαντική αύξηση του αριθμού των γυναικών που βρίσκονται στη φυλακή μπορεί να ερμηνευθεί βάσει μελετών σχετικά με τις ποινικές διώξεις που έχουν διενεργηθεί σε ορισμένα κράτη μέλη και οι οποίες καλύπτονται από την έρευνα, στην οποία διατυπώνεται ότι οι γυναίκες συχνά φυλακίζονται επειδή είναι ήδη κοινωνικά αποκλεισμένες (π.χ. άστεγες, άνεργες, τοξικομανείς)· και επειδή οι δικαστές και τα μέλη της δικαστικής εξουσίας θεωρούν ότι, εφόσον η συγκεκριμένη ομάδα γυναικών υφίσταται ήδη τον κοινωνικό αποκλεισμό, κατά συνέπεια εμφανίζουν μεγαλύτερες πιθανότητες να διαπράξουν εγκληματική πράξη στο μέλλον και ότι η φυλάκιση μπορεί να μειώσει, μέσω των καθεστώτων και των προγραμμάτων επανένταξης, την πιθανότητα των ήδη κοινωνικά αποκλεισμένων γυναικών να επιστρέψουν στην εγκληματικότητα (ή τα ναρκωτικά) μετά την αποφυλάκισή τους.

    3.4.4

    Η εν λόγω έρευνα καταδεικνύει την αδυναμία αποκατάστασης και επανένταξης των γυναικών που έχουν εκτίσει ποινή φυλάκισης δεδομένου του δυσμενούς παρελθόντος τους όσον αφορά την απασχόληση και την εκπαίδευση, του ότι υψηλό ποσοστό εξ αυτών είναι ψυχασθενείς (50 % στην Αγγλία και την Ουαλία) (17) σε συνδυασμό με την σχετικά σύντομη διάρκεια της ποινής φυλάκισης που εκτίουν οι περισσότερες γυναίκες. Μπορεί να αμφισβητηθεί κατά πόσο οι φυλακές αποτελούν ιδρύματα αποκατάστασης, αλλά ακόμη και στην περίπτωση που αυτό ίσχυε, τα ευρήματα της έρευνας καταδεικνύουν, ότι είναι δύσκολο να γίνει κατανοητό πως μπορεί να αναμένει κανείς ότι τα εν λόγω ιδρύματα είναι ποτέ σε θέση να παρέχουν στην πλειοψηφία των κρατουμένων αποτελεσματική κατάρτιση, βιώσιμη αποτοξίνωση από τα ναρκωτικά, συναισθηματική υποστήριξη ή δεξιότητες αξιοποιήσιμες στην αγορά μετά την αποφυλάκισή τους.

    3.4.5

    Ο κατεξοχήν σκοπός των φυλακών είναι η τιμωρία. Η έρευνα διαπίστωσε ότι οι φυλακές επιβάλλουν τον αποκλεισμό στις γυναίκες που δεν βρίσκονταν σε αυτήν την κατάσταση πριν από τη φυλάκισή τους, ενώ ταυτόχρονα απομονώνει ακόμη περισσότερο τους ήδη κοινωνικά αποκλεισμένους ανθρώπους. Το κόστος της φυλάκισης είναι ακόμη υψηλότερο για τις γυναίκες σε σύγκριση με τους άντρες, όπως επίσης και οι βλάβες που υφίστανται τα παιδιά όταν οι μητέρες τους φυλακίζονται. Παραδείγματος χάρη, στο Ηνωμένο Βασίλειο, το 25 % των κρατουμένων γυναικών δήλωσαν ότι ο πατέρας των παιδιών τους, ο σύζυγος ή ο σύντροφός τους είχε αναλάβει την επιμέλεια των παιδιών. Για τους κρατούμενους άνδρες το ποσοστό αυτό έφτανε στο 92 %. Αυτή η πραγματικότητα αντισταθμίζει με το παραπάνω οποιαδήποτε οφέλη θεωρείται ότι αποκομίζονται όσον αφορά την απονομή ποινικής δικαιοσύνης, την αποτροπή ή τη μείωση του κινδύνου.

    3.4.6

    Οι διακρίσεις που υφίστανται οι αλλοδαπές γυναίκες και οι γυναίκες που προέρχονται από μειονοτικές ομάδες είναι διπλάσιες και, ως εκ τούτου, το ποσοστό αυτών των γυναικών είναι δυσανάλογα υψηλό στο σύστημα ποινικής δικαιοσύνης.

    3.4.7

    Η ΕΟΚΕ συμφωνεί με τις συστάσεις της ανωτέρω έκθεσης ότι πρέπει να αναληφθεί ενεργός δράση για τη μείωση του αριθμού γυναικών που φυλακίζονται, ιδίως εκείνων που βρίσκονται σε καθεστώς προσωρινής κράτησης και δεν έχουν καταδικαστεί για κάποιο ποινικό αδίκημα, ενώ ακόμη και στις περιπτώσεις διάπραξης κάποιας εγκληματικής πράξης συνήθως πρόκειται για αδίκημα όπου δεν ασκήθηκε βία. Ορισμένα κράτη μέλη έχουν καθιερώσει πιο ήπιες εναλλακτικές δυνατότητες έναντι της φυλάκισης και, με την παροχή της κατάλληλης φροντίδας και υποστήριξης, οι γυναίκες που παραβαίνουν το νόμο και αντιμετωπίζουν πλήθος προβλημάτων μπορούν να επιτύχουν την αποκατάσταση και την επανένταξή τους στην κοινωνία.

    3.5   Καταπολέμηση της παράνομης διακίνησης γυναικών και παιδιών

    Η παράνομη διακίνηση γυναικών και παιδιών αποτελεί συνέπεια μιας δομικής ανισότητας μεταξύ των δύο φύλων και συνιστά μορφή βίας. Η παράνομη διακίνηση αναπτύσσεται ραγδαία υπό συνθήκες φτώχειας και τα θύματα πλήττονται από ένδεια διαφόρων ειδών η οποία οδηγεί, μεταξύ άλλων, σε καταναγκαστική εργασία, σε σεξουαλική σκλαβιά, σε διαταραχές της φυσικής και της διανοητικής υγείας και σε κοινωνικό αποκλεισμό. Οι στρατηγικές πρόληψης των χωρών προέλευσης πρέπει να αντικατοπτρίζουν και να αντικατοπτρίζονται στις στρατηγικές για τον περιορισμό της φτώχειας και για την προαγωγή της κοινωνικής ανάπτυξης, με συγκεκριμένη αναφορά στη δημιουργία οικονομικών ευκαιριών για τις γυναίκες. Οι μακροπρόθεσμες στρατηγικές πρόληψης πρέπει να διευθετούν τα γενεσιουργά αίτια της παράνομης διακίνησης, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται η φτώχεια, η διακριτική μεταχείριση, ο ρατσισμός, οι πατριαρχικές δομές, η βία εις βάρος των γυναικών, ο φονταμενταλισμός, η ανισότητα μεταξύ των δύο φύλων, η έλλειψη πλέγματος κοινωνικής ασφάλειας, η νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, η διαφθορά, η πολιτική αστάθεια, οι συγκρούσεις και οι ανεξέλεγκτες ζώνες, τα κωλύματα και οι διαφορές μεταξύ των χωρών. Όλες οι κυβερνήσεις οφείλουν να θεσπίσουν μέτρα για την αναγνώριση των άνισων σχέσεων ισχύος μεταξύ των γυναικών και των ανδρών και να λάβουν θετικά μέτρα για την περαιτέρω ενίσχυση των γυναικών σε όλους τους τομείς της ζωής.«

    4.   ΣΥΣΤΑΣΕΙΣ

    4.1

    Η ΕΟΚΕ επικροτεί την κοινή έκθεση της Επιτροπής και του Συμβουλίου για την κοινωνική ένταξη που εκδόθηκε στις 5 Μαρτίου 2004. Σχολιάζει τις έξι βασικές προτεραιότητες πολιτικής, βάσει των οποίων ζητείται από τα κράτη μέλη να επιδείξουν ιδιαίτερη προσοχή στα εθνικά σχέδια τους δράσης (βλέπε παράρτημα). Ωστόσο, η ΕΟΚΕ πιστεύει ότι υπάρχει μια σημαντική πολιτική παράλειψη, ήτοι ο προσδιορισμός και η παρακολούθηση των δεικτών που αναλύονται κατά φύλο. Η ΕΟΚΕ συνιστά με έμφαση τη συμπερίληψη των εν λόγω δεικτών, δεδομένου ότι υφίστανται σημαντικές διαφορές μεταξύ ανδρών και γυναικών σε ό,τι αφορά την φτώχεια, ενώ εάν δεν συνυπολογιστεί η διάσταση του φύλου στο ζήτημα της φτώχειας ή εάν δεν υπάρξει παρακολούθηση του αντίκτυπου των πολιτικών τόσο στις γυναίκες όσο και στους άνδρες, ενδέχεται πολλές πολιτικές για τον περιορισμό της φτώχειας να επιτύχουν εν μέρει μόνο τους τεθειμένους στόχους. Η αντιμετώπιση της φτώχειας κατά φύλο θα διευκολυνθεί αν τηρηθεί η δέσμευση για την εξάλειψη της φτώχειας που αναλήφθηκε στη Διάσκεψη Κορυφής για την Κοινωνική Ανάπτυξη που πραγματοποιήθηκε στην Κοπεγχάγη το 1995 όπου συμφωνήθηκε ότι θα δοθεί ειδική προτεραιότητα στις ανάγκες και στα δικαιώματα των γυναικών και των παιδιών που συχνά πλήττονται περισσότερο από τη φτώχεια.

    4.2

    Πολλά κράτη μέλη έχουν ενισχύσει σημαντικά τις θεσμικές τους ρυθμίσεις για την ενσωμάτωση της φτώχειας και της κοινωνικής ένταξης στο σχεδιασμό των εθνικών τους πολιτικών. Ωστόσο, πρέπει να καταβληθούν περισσότερες προσπάθειες μέσω της προώθησης της συμμετοχής των κοινωνικών εταίρων, περιλαμβανομένων των ΜΚΟ, σε τοπικό, εθνικό και περιφερειακό επίπεδο στην ανάπτυξη και εφαρμογή των πολιτικών, ιδίως στους τομείς της εκπαίδευσης, της απασχόλησης και των συντάξεων.

    4.3

    Η ΕΟΚΕ συνιστά με έμφαση οι στόχοι της στρατηγικής της Λισσαβόνας σχετικά με την ενίσχυση της γυναικείας απασχόλησης να συνοδευτούν από κατάλληλες στρατηγικές που να διασφαλίζουν ότι οι γυναίκες που αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο της φτώχειας θα αναπτύξουν αξιοποιήσιμες στην αγορά δεξιότητες, οι οποίες μπορούν να τους εγγυηθούν την οικονομική τους ανεξαρτησία. Πέραν αυτού, απαιτείται η ενισχυμένη ανάληψη πρωτοβουλιών και δράσεων για τη διασφάλιση των μέσων διαβίωσης για τις γυναίκες σε όλα τα στάδια της ζωής, οι οποίες θα είναι προσανατολισμένες στην προώθηση της ποιότητας της απασχόλησης, καθώς και το κλείσιμο της εισοδηματικής ψαλίδας. Όσον αφορά το εν λόγω θέμα, η ΕΟΚΕ εξέφρασε συντόμως σε γνωμοδότηση για τις ολοκληρωμένες κατευθυντήριες γραμμές για την ανάπτυξη και την απασχόληση την έκπληξή της, ότι στην τρέχουσα δέσμη των κατευθυντηρίων γραμμών για την απασχόληση δεν περιλαμβάνεται ξεχωριστή κατευθυντήρια γραμμή για τη γυναικεία απασχόληση.

    4.4

    Η ΕΟΚΕ θεωρεί ότι τα κράτη μέλη μπορούν να αποκομίσουν πολλά οφέλη από την ανταλλαγή εμπειριών στους τομείς που έχουν αντίκτυπο στις γυναίκες και τη φτώχεια — παροχή συντάξεων, συστήματα κοινωνικής προστασίας, εφηβικές εγκυμοσύνες, εξάλειψη της βίας κατά των γυναικών και εγκλεισμός των γυναικών στη φυλακή.

    4.5

    Πολλά κράτη μέλη έχουν υπογράψει το πρόγραμμα δράσης του Πεκίνου (Σεπτέμβριος 1995), στο οποίο οι κυβερνήσεις καλούνταν να εκτιμήσουν την αξία της αμειβόμενης εργασίας για την οικονομία. Παρόλα αυτά, 10 χρόνια μετά, τα κράτη μέλη δεν έχουν αναπτύξει ακόμη τα κατάλληλα συστήματα μέτρησης και παρακολούθησης για την διενέργεια της εν λόγω αξιολόγησης. Θα πρέπει συνεπώς να ενθαρρυνθούν για την πραγματοποίηση αυτής της εκτίμησης και την καταγραφή των στοιχείων της ως μέρους των εθνικών τους στατιστικών.

    4.6

    Το Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο για την Ισότητα των Φύλων πρόκειται να αρχίσει να λειτουργεί το 2007. Δεδομένου ότι η διάσταση του φύλου παραμελείται στις πολιτικές που στοχεύουν στην αντιμετώπιση της φτώχειας στην ΕΕ, είναι αναμενόμενο η σχέση μεταξύ της διάστασης του φύλου και της φτώχειας να έχει παραμεληθεί σε μεγάλο βαθμό στις έρευνες και στις στατιστικές μελέτες. Προκειμένου αυτό να αλλάξει, πρέπει να εξασφαλισθούν για το συγκεκριμένο ινστιτούτο οι απαιτούμενοι δημοσιονομικοί πόροι. Σε γνωμοδότησή της με θέμα το ινστιτούτο για την ισότητα των φύλων, η ΕΟΚΕ έχει ήδη εκφράσει τις ανησυχίες της για το ότι στο σχετικό σχέδιο κανονισμού δεν προβλέπεται πλήρης εξασφάλιση των εν λόγω πόρων.»

    4.7

    Ως εκ τούτου, η ΕΟΚΕ διατυπώνει προτάσεις για ορισμένους τομείς προτεραιότητας. Το νέο ινστιτούτο πρέπει να διενεργήσει μια εμπεριστατωμένη ανάλυση των υφιστάμενων στοιχείων από τη σκοπιά του φύλου.

    4.8

    Ένας άλλος τομέας όσον αφορά τη διάσταση του φύλου και τη φτώχεια, όπου απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή είναι το ζήτημα του αντίκτυπου της φτώχειας στη φυσική και ψυχική υγεία των γυναικών.

    4.9

    Κατά τρίτον, διαπιστώνονται σημαντικές ελλείψεις στην έρευνα σχετικά με τη στάση και τα συναισθήματα των γυναικών απέναντι στη φτώχεια, και κατά πόσο βιώνουν τη φτώχεια με διαφορετικό τρόπο από τους άντρες.

    Βρυξέλλες, 29 Σεπτεμβρίου 2005

    Η Πρόεδρος

    της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής

    Anne-Marie SIGMUND


    (1)  Οι δείκτες για τον κίνδυνο της φτώχειας προέρχονται από την έρευνα των νοικοκυριών στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα.

    (2)  Κοινή έκθεση της Επιτροπής και του Συμβουλίου για τον κοινωνικό αποκλεισμό – 5 Μαρτίου 2004.

    (3)  «The Sexual Revolution» των Gary Becker και Richard Posner, 10 Απριλίου 2005. Μπορείτε να το αναζητήσετε στη διεύθυνση: http://www.becker-posner-blog.com/archives/2005/04/index.html.

    (4)  Eurostat 2001· Εκτός από τα νοικοκυριά με έναν ενήλικα, τα χάσματα όσον αφορά τον κίνδυνο φτώχειας ανά φύλο, πρέπει να ερμηνεύονται με προσοχή, καθώς βασίζονται στην υπόθεση της ίσης κατανομής εισοδήματος εντός του νοικοκυριού.

    (5)  Eurostat 2004

    (6)  Eurostat 2003.

    (7)  Eurostat 2003.

    (8)  Finch και al.,1999· Hemstrom και al 2000· Dawson και al., 2000· Holtermann και al., 1999

    (9)  Innocenti Report Card, τεύχος αριθ. 3 Ιουλίου 2001: A League Table of Teenage Births in Rich Nations (UNICEF).

    (10)  Ευρωπαϊκή έρευνα της Eurostat για το εργατικό δυναμικό 2003.

    (11)  How Europeans spend their time, Eurostat 1998-2002.

    (12)  Ευρωπαϊκή έρευνα της Eurostat για το εργατικό δυναμικό 2003.

    (13)  Γνωμοδότηση της ΕΟΚΕ της 29ης Νοεμβρίου 2001 με θέμα Οικονομική ανάπτυξη, φορολογία και βιωσιμότητα των συνταξιοδοτικών συστημάτων στην ΕΕ ( ΕΕ C 48 της 21.2.2002). Εισηγητής: ο κ. Byrne· Συνεισηγητής: ο κ. Van Dijk).

    (14)  EC Statistics in focus – Population and social conditions, 4/2005 (Στατιστικά στοιχεία της ΕΚ – Πληθυσμός και κοινωνικές συνθήκες, 4/2005).

    (15)  Warren 2001 (Αποκλίνουσα γυναικεία μερική απασχόληση στην Βρετανία και στην Δανία και οι επιπτώσεις στην ισότητα των φύλων).

    (16)  Συγκριτική έκθεση που βασίζεται σε ευρήματα επιτόπιων εργασιών των εθνικών εκθέσεων που καταρτίστηκε την ομάδα του πανεπιστημίου Central European University. Τα στοιχεία προέρχονται από έξι χώρες της ΕΕ: Ισπανία, Γερμανία, Αγγλία & Ουαλία, Ιταλία, Γαλλία και Ουγγαρία.

    (17)  Εθνική Επιτροπή Γυναικών του Ηνωμένου Βασιλείου, Μάρτιος 2005.


    Top