This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 32016R0778
Commission Delegated Regulation (EU) 2016/778 of 2 February 2016 supplementing Directive 2014/59/EU of the European Parliament and of the Council with regard to the circumstances and conditions under which the payment of extraordinary ex post contributions may be partially or entirely deferred, and on the criteria for the determination of the activities, services and operations with regard to critical functions, and for the determination of the business lines and associated services with regard to core business lines (Text with EEA relevance)
Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2016/778 της Επιτροπής, της 2ας Φεβρουαρίου 2016, για τη συμπλήρωση της οδηγίας 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τις περιστάσεις και προϋποθέσεις υπό τις οποίες η καταβολή έκτακτων εκ των υστέρων εισφορών ενδέχεται να αναβληθεί, εξ ολοκλήρου ή εν μέρει, και σχετικά με τα κριτήρια για τον προσδιορισμό των δραστηριοτήτων, υπηρεσιών και λειτουργιών που αφορούν κρίσιμες λειτουργίες, και για τον προσδιορισμό των επιχειρηματικών τομέων και των συναφών υπηρεσιών που αφορούν βασικούς επιχειρηματικούς τομείς (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)
Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2016/778 της Επιτροπής, της 2ας Φεβρουαρίου 2016, για τη συμπλήρωση της οδηγίας 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τις περιστάσεις και προϋποθέσεις υπό τις οποίες η καταβολή έκτακτων εκ των υστέρων εισφορών ενδέχεται να αναβληθεί, εξ ολοκλήρου ή εν μέρει, και σχετικά με τα κριτήρια για τον προσδιορισμό των δραστηριοτήτων, υπηρεσιών και λειτουργιών που αφορούν κρίσιμες λειτουργίες, και για τον προσδιορισμό των επιχειρηματικών τομέων και των συναφών υπηρεσιών που αφορούν βασικούς επιχειρηματικούς τομείς (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)
C/2016/0424
ΕΕ L 131 της 20.5.2016, p. 41–47
(BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, HR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)
In force
20.5.2016 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
L 131/41 |
ΚΑΤ' ΕΞΟΥΣΙΟΔΌΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) 2016/778 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ
της 2ας Φεβρουαρίου 2016
για τη συμπλήρωση της οδηγίας 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τις περιστάσεις και προϋποθέσεις υπό τις οποίες η καταβολή έκτακτων εκ των υστέρων εισφορών ενδέχεται να αναβληθεί, εξ ολοκλήρου ή εν μέρει, και σχετικά με τα κριτήρια για τον προσδιορισμό των δραστηριοτήτων, υπηρεσιών και λειτουργιών που αφορούν κρίσιμες λειτουργίες, και για τον προσδιορισμό των επιχειρηματικών τομέων και των συναφών υπηρεσιών που αφορούν βασικούς επιχειρηματικούς τομείς
(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)
Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,
Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,
Έχοντας υπόψη την οδηγία 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τη θέσπιση πλαισίου για την ανάκαμψη και την εξυγίανση ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και για την τροποποίηση της οδηγίας 82/891/ΕΟΚ του Συμβουλίου, των οδηγιών 2001/24/ΕΚ, 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2005/56/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2011/35/ΕΕ, 2012/30/ΕΕ και 2013/36/ΕΕ, καθώς και των κανονισμών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (1), και ιδίως το άρθρο 2 παράγραφος 2 και το άρθρο 104 παράγραφος 4,
Εκτιμώντας τα ακόλουθα:
(1) |
Η αναβολή των έκτακτων εκ των υστέρων εισφορών, που αναφέρεται στο άρθρο 104 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, θα πρέπει να παραχωρείται από την αρχή εξυγίανσης κατόπιν αιτήματος του ιδρύματος, προκειμένου να διευκολύνεται η αξιολόγηση από την αρχή εξυγίανσης ότι το εν λόγω ίδρυμα πληροί τις προϋποθέσεις για την αναβολή που προβλέπεται στο άρθρο 104 παράγραφος 3 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ. Το ενδιαφερόμενο ίδρυμα θα πρέπει να παρέχει κάθε πληροφορία που κρίνεται αναγκαία από την αρχή εξυγίανσης, προκειμένου να διενεργήσει την εν λόγω αξιολόγηση. Η αρχή εξυγίανσης θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη όλες τις πληροφορίες τις οποίες διαθέτουν οι αρμόδιες εθνικές αρχές, ώστε να αποφεύγεται η αλληλεπικάλυψη των απαιτήσεων κοινοποίησης. |
(2) |
Κατά την αξιολόγηση του αντικτύπου από την καταβολή έκτακτων εκ των υστέρων εισφορών στη φερεγγυότητα ή τη ρευστότητα του ιδρύματος, η αρχή εξυγίανσης θα πρέπει να αναλύει τον αντίκτυπο της καταβολής στην κεφαλαιακή θέση και στη θέση ρευστότητας του ιδρύματος. Η ανάλυση θα πρέπει να βασίζεται στην παραδοχή ζημίας στον ισολογισμό του ιδρύματος ίσης με το καταβλητέο ποσό κατά τη χρονική στιγμή κατά την οποία οφείλεται η πληρωμή, και να προβαίνει σε πρόβλεψη όσον αφορά τους δείκτες κεφαλαίου του ιδρύματος μετά την εν λόγω ζημία, για κατάλληλο χρονικό διάστημα. Επιπλέον, θα πρέπει να βασίζεται στην παραδοχή εκροής κεφαλαίων ίσης με το καταβλητέο ποσό κατά τη χρονική στιγμή κατά την οποία οφείλεται η πληρωμή, και να προβαίνει σε αξιολόγηση του κινδύνου ρευστότητας, |
(3) |
Σύμφωνα με τα σχέδια ανάκαμψης και εξυγίανσης, τα ιδρύματα και οι αρχές εξυγίανσης οφείλουν να είναι σε θέση να προσδιορίζουν και να διασφαλίζουν τη συνέχιση κρίσιμων λειτουργιών των ιδρυμάτων ή ομίλων. |
(4) |
Ένας από τους κύριους στόχους της διαδικασίας εξυγίανσης είναι η συνέχεια των κρίσιμων λειτουργιών του υπό εξυγίανση ιδρύματος. Σκοπός της είναι η διαφύλαξη της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας και της πραγματικής οικονομίας και, ως εκ τούτου, διαδραματίζει καίριο ρόλο στη διαδικασία σχεδιασμού της ανάκαμψης και της εξυγίανσης. Στις κρίσιμες λειτουργίες μπορεί να περιλαμβάνονται η αποδοχή καταθέσεων, η δανειοδότηση και υπηρεσίες δανείων, υπηρεσίες πληρωμών, εκκαθάρισης, φύλαξης και διακανονισμού, δραστηριότητες αγορών χονδρικής χρηματοδότησης, καθώς και δραστηριότητες κεφαλαιαγορών και επενδύσεων. |
(5) |
Οι κρίσιμες λειτουργίες ιδρύματος ή ομίλου καθορίζονται στο οικείο σχέδιο ανάκαμψης. Το σχέδιο ανάκαμψης θα πρέπει να αξιολογείται από την αρχή εξυγίανσης και να αποτελεί τη βάση του σχεδίου εξυγίανσης. Η αρχή εξυγίανσης θα πρέπει να προβαίνει σε δική της αξιολόγηση των κρίσιμων λειτουργιών, κατά την κατάρτιση του σχεδίου εξυγίανσης, και να τεκμηριώνει τον τρόπο με τον οποίο θα μπορούσαν να διαχωριστούν νομικά και οικονομικά οι κρίσιμες λειτουργίες και οι βασικοί επιχειρηματικοί τομείς από άλλες λειτουργίες, ούτως ώστε να διασφαλίζεται η συνέχεια, σε περίπτωση πτώχευσης του ιδρύματος. |
(6) |
Κατά την αξιολόγηση της δυνατότητας εξυγίανσης ιδρύματος, οι αρχές εξυγίανσης θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη κατά πόσον η επιλεγείσα στρατηγική διασφαλίζει τη συνέχεια των κρίσιμων λειτουργιών, και κατά πόσον η εξουσία αντιμετώπισης ή εξάλειψης των εμποδίων στη δυνατότητα εξυγίανσης αφορά κρίσιμες λειτουργίες. Ομοίως, στο πλαίσιο διάσωσης με ίδια μέσα, οι υποχρεώσεις θα μπορούσαν να εξαιρεθούν από το πεδίο της διάσωσης με ίδια μέσα, σε περίπτωση που η εξαίρεση είναι απολύτως αναγκαία και αναλογική για να επιτευχθεί η συνέχεια των κρίσιμων λειτουργιών. Οι κρίσιμες λειτουργίες είναι επίσης σημαντικές για την εφαρμογή του εργαλείου μεταβατικής τράπεζας, δεδομένου ότι το μεταβατικό τραπεζικό ίδρυμα θα πρέπει να διατηρεί τις κρίσιμες λειτουργίες. |
(7) |
Οι κρίσιμες λειτουργίες θα πρέπει να προσδιορίζονται σε δύο στάδια: πρώτον, τα ιδρύματα προβαίνουν σε αυτοαξιολόγηση, κατά την κατάρτιση των οικείων σχεδίων ανάκαμψης. Δεύτερον, οι αρχές εξυγίανσης εξετάζουν με κριτικό πνεύμα τα σχέδια ανάκαμψης των επιμέρους ιδρυμάτων, για να εξασφαλιστεί η συνέπεια και η συνοχή μεταξύ των προσεγγίσεων που χρησιμοποιούν οι τράπεζες. Δεδομένου ότι οι αρχές εξυγίανσης διαθέτουν ολοκληρωμένη εικόνα ως προς τις λειτουργίες που είναι απαραίτητες για τη διατήρηση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας στο σύνολό της, θα πρέπει να λαμβάνουν την τελική απόφαση όσον αφορά τον προσδιορισμό των κρίσιμων λειτουργιών για τους σκοπούς του σχεδιασμού και της εκτέλεσης της εξυγίανσης. |
(8) |
Οι κρίσιμες υπηρεσίες θα πρέπει να αποτελούν τις υποκείμενες λειτουργίες, δραστηριότητες και υπηρεσίες, οι οποίες επιτελούνται για μία (ειδικές υπηρεσίες) ή περισσότερες επιχειρηματικές μονάδες ή νομικές οντότητες (κοινές υπηρεσίες) εντός του ομίλου, και είναι αναγκαίες για την παροχή μίας ή περισσότερων κρίσιμων λειτουργιών. Οι κρίσιμες υπηρεσίες μπορούν να επιτελούνται από μία ή περισσότερες οντότητες (όπως μια χωριστή νομική οντότητα ή μια εσωτερική μονάδα) εντός του ομίλου (εσωτερική υπηρεσία) ή να ανατίθενται σε εξωτερικό πάροχο (εξωτερική υπηρεσία). Μια υπηρεσία θα πρέπει να θεωρείται κρίσιμη, όταν η διατάραξή της μπορεί να αποτελέσει σοβαρό εμπόδιο στην επιτέλεση των κρίσιμων λειτουργιών ή να την αποτρέψει τελείως, δεδομένου ότι είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με τις κρίσιμες λειτουργίες που επιτελεί το ίδρυμα για τρίτα μέρη. Ο προσδιορισμός τους ακολουθεί τον προσδιορισμό μιας κρίσιμης λειτουργίας. |
(9) |
Τα ιδρύματα και οι αρχές εξυγίανσης θα πρέπει επίσης να προσδιορίζουν τις κρίσιμες υπηρεσίες στα σχέδια ανάκαμψης και εξυγίανσης. Στον βαθμό που κρίσιμες υπηρεσίες ανατίθενται σε τρίτα μέρη, η αρχή εξυγίανσης θα πρέπει να είναι σε θέση να περιορίζει την αξιολόγησή της στο αναγκαίο μέτρο για να εξακριβωθεί κατά πόσον το ίδρυμα εφαρμόζει κατάλληλο σχέδιο συνέχισης των δραστηριοτήτων. |
(10) |
Ο προσδιορισμός υπηρεσίας ως κρίσιμης θα πρέπει να επιτρέπει στα ιδρύματα να εξασφαλίζουν τη συνεχή διαθεσιμότητα των εν λόγω υπηρεσιών, με την παροχή τους μέσω οντοτήτων ή μονάδων ανθεκτικών σε πτώχευση, ή με την καθιέρωση κατάλληλων ρυθμίσεων για την παροχή τους από εξωτερικό πάροχο. |
(11) |
Η κύρια διαφορά μεταξύ κρίσιμης λειτουργίας και βασικού επιχειρηματικού τομέα έγκειται στον αντίκτυπο των σχετικών δραστηριοτήτων. Ενώ οι κρίσιμες λειτουργίες θα πρέπει να αξιολογούνται από τη σκοπιά της σημασίας τους για τη λειτουργία της πραγματικής οικονομίας και των χρηματοπιστωτικών αγορών και, ως εκ τούτου, για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα στο σύνολό της, οι βασικοί επιχειρηματικοί τομείς θα πρέπει να αξιολογούνται με γνώμονα τη σημασία τους για το ίδιο το ίδρυμα, όπως το επίπεδο των συνεισφορών τους στα έσοδα και τα κέρδη του ιδρύματος. |
(12) |
Στο μέτρο που το σχέδιο ανάκαμψης θα πρέπει να περιλαμβάνει λεπτομερή περιγραφή των διαδικασιών για τον προσδιορισμό της αξίας και της εμπορευσιμότητας των βασικών επιχειρηματικών τομέων, των εργασιών και των περιουσιακών στοιχείων του ιδρύματος, και το σχέδιο εξυγίανσης θα πρέπει επίσης να περιλαμβάνει καταγραφή των κρίσιμων λειτουργιών και των βασικών επιχειρηματικών τομέων και παρουσίαση του τρόπου με τον οποίο θα μπορούσαν να διαχωριστούν νομικά και οικονομικά οι κρίσιμες λειτουργίες και οι βασικοί επιχειρηματικοί τομείς από άλλες λειτουργίες, ούτως ώστε να διασφαλίζεται η συνέχεια σε περίπτωση πτώχευσης του ιδρύματος. Σε περίπτωση εξυγίανσης, η συνέχεια των κρίσιμων λειτουργιών και των βασικών επιχειρηματικών τομέων μπορεί να δικαιολογήσει την εξαίρεση ορισμένων υποχρεώσεων από την εφαρμογή του εργαλείου διάσωσης με ίδια μέσα και μπορεί επίσης να δικαιολογήσει τη μεταφορά τους σε μεταβατική τράπεζα. |
(13) |
Ενώ οι βασικοί επιχειρηματικοί τομείς συνδέονται συχνά με το επίπεδο της συνεισφοράς τους στα οικονομικά αποτελέσματα του ιδρύματος, η προσέγγιση αυτή ενδέχεται να μην καλύπτει πλήρως όλους τους βασικούς επιχειρηματικούς τομείς, διότι το ίδρυμα μπορεί να παρέχει μια υπηρεσία η οποία δεν είναι άμεσα κερδοφόρα (ή ενδεχομένως και ζημιογόνα), αλλά δημιουργεί σημαντική αξία δικαιόχρησης και είναι, ως εκ τούτου, καίριας σημασίας για την επιχειρηματική δραστηριότητα στο σύνολό της, |
ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:
ΚΕΦΑΛΑΙΟ I
ΚΟΙΝΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 1
Αντικείμενο
Ο παρών κανονισμός θεσπίζει κανόνες που καθορίζουν:
α) |
τις περιστάσεις και τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες η καταβολή έκτακτων εκ των υστέρων εισφορών ενδέχεται να αναβληθεί, εξ ολοκλήρου ή εν μέρει, κατ' εφαρμογή του άρθρου 104 παράγραφος 3 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ· |
β) |
τα κριτήρια για τον προσδιορισμό των δραστηριοτήτων, υπηρεσιών και λειτουργιών που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 35) της οδηγίας 2014/59/ΕΕ· |
γ) |
τα κριτήρια για τον προσδιορισμό των επιχειρηματικών τομέων και συναφών υπηρεσιών που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 36) της οδηγίας 2014/59/ΕΕ. |
Οι εν λόγω κανόνες εφαρμόζονται από μια αρχή εξυγίανσης την οποία ορίζει ένα κράτος μέλος σύμφωνα με το άρθρο 3 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ.
Άρθρο 2
Ορισμοί
Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:
1) «περίοδος αναβολής»: περίοδος διάρκειας έως έξι μηνών·
2) «λειτουργία»: διαρθρωμένο σύνολο δραστηριοτήτων, υπηρεσιών ή λειτουργιών, οι οποίες παρέχονται από το ίδρυμα ή τον όμιλο σε τρίτα μέρη, ανεξάρτητα από την εσωτερική οργάνωση του ιδρύματος·
3) «επιχειρηματικός τομέας»: διαρθρωμένο σύνολο δραστηριοτήτων, διαδικασιών ή λειτουργιών, οι οποίες αναπτύσσονται από το ίδρυμα ή τον όμιλο για τρίτα μέρη, με σκοπό την επίτευξη των στόχων του οργανισμού.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ II
ΑΝΑΒΟΛΗ ΤΩΝ ΕΚ ΤΩΝ ΥΣΤΕΡΩΝ ΕΙΣΦΟΡΩΝ
Άρθρο 3
Αναβολή των έκτακτων εκ των υστέρων εισφορών
1. Η αναβολή των έκτακτων εκ των υστέρων εισφορών που αναφέρεται στο άρθρο 104 παράγραφος 3 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ μπορεί να παραχωρείται από την αρχή εξυγίανσης, κατόπιν αιτήματος του ιδρύματος. Το εν λόγω ίδρυμα παρέχει κάθε πληροφορία που κρίνεται αναγκαία από την αρχή εξυγίανσης, προκειμένου να διενεργήσει την αξιολόγηση του αντικτύπου της καταβολής των έκτακτων εκ των υστέρων εισφορών στη χρηματοοικονομική του θέση. Η αρχή εξυγίανσης λαμβάνει υπόψη όλες τις πληροφορίες τις οποίες διαθέτουν οι αρμόδιες εθνικές αρχές, προκειμένου να διαπιστώσει αν το εν λόγω ίδρυμα πληροί τις προϋποθέσεις αναβολής που αναφέρονται στην παράγραφο 3.
2. Για να προσδιορίσει κατά πόσον το εν λόγω ίδρυμα πληροί τις προϋποθέσεις αναβολής, η αρχή εξυγίανσης αξιολογεί τον αντίκτυπο που θα είχε η καταβολή έκτακτων εκ των υστέρων εισφορών στη θέση φερεγγυότητας και ρευστότητας του ιδρύματος αυτού. Σε περίπτωση που το ίδρυμα αποτελεί μέρος ομίλου, στην αξιολόγηση περιλαμβάνεται επίσης ο αντίκτυπος στη φερεγγυότητα και τη ρευστότητα ολόκληρου του ομίλου.
3. Η αρχή εξυγίανσης δύναται να αναβάλει την καταβολή έκτακτων εκ των υστέρων εισφορών, εφόσον καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η καταβολή τους έχει ως αποτέλεσμα κάποιο από τα εξής:
α) |
πιθανή παράβαση, εντός των επόμενων έξι μηνών, των ελάχιστων απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων του ιδρύματος, που προβλέπονται στο άρθρο 92 του κανονισμού 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (2)· |
β) |
πιθανή παράβαση, εντός των επόμενων έξι μηνών, της ελάχιστης απαίτησης κάλυψης ρευστότητας του ιδρύματος, που προβλέπεται στο άρθρο 412 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και εξειδικεύεται στο άρθρο 4 του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2015/61 της Επιτροπής (3)· |
γ) |
πιθανή παράβαση, εντός των επόμενων έξι μηνών, της συγκεκριμένης απαίτησης ρευστότητας του ιδρύματος, που προβλέπεται στο άρθρο 105 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4). |
4. Η αρχή εξυγίανσης περιορίζει την περίοδο αναβολής στο χρονικό διάστημα που είναι αναγκαίο, ώστε να αποφευχθούν κίνδυνοι για τη χρηματοοικονομική θέση του εν λόγω ιδρύματος ή του ομίλου του. Η αρχή εξυγίανσης παρακολουθεί τακτικά αν εξακολουθούν να ισχύουν οι προϋποθέσεις αναβολής που αναφέρονται στην παράγραφο 3, κατά τη διάρκεια της περιόδου αναβολής.
5. Κατόπιν αιτήσεως του συγκεκριμένου ιδρύματος, η αρχή εξυγίανσης δύναται να ανανεώσει την περίοδο αναβολής, εάν κρίνει ότι εξακολουθούν να ισχύουν οι προϋποθέσεις αναβολής που αναφέρονται στην παράγραφο 3. Η ανανέωση αυτή δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες.
Άρθρο 4
Αξιολόγηση του αντικτύπου της αναβολής στη φερεγγυότητα
1. Η αρχή εξυγίανσης αξιολογεί τον αντίκτυπο της καταβολής έκτακτων εκ των υστέρων εισφορών στην κανονιστική κεφαλαιακή θέση του ιδρύματος. Η εν λόγω αξιολόγηση περιλαμβάνει ανάλυση του αντικτύπου που θα είχε η καταβολή έκτακτων εκ των υστέρων εισφορών στη συμμόρφωση του ιδρύματος προς τις ελάχιστες απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων, που προβλέπονται στο άρθρο 92 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.
2. Για τους σκοπούς της παρούσας αξιολόγησης, το ποσό των εκ των υστέρων εισφορών αφαιρείται από τη θέση ιδίων κεφαλαίων του ιδρύματος.
3. Η ανάλυση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 καλύπτει τουλάχιστον την περίοδο έως την επόμενη ημερομηνία αποστολής της αναφοράς για την απαίτηση ιδίων κεφαλαίων, που προβλέπεται στο άρθρο 3 του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 680/2014 της Επιτροπής (5).
Άρθρο 5
Αξιολόγηση του αντικτύπου της αναβολής στη ρευστότητα
1. Η αρχή εξυγίανσης αξιολογεί τον αντίκτυπο της καταβολής έκτακτων εκ των υστέρων εισφορών στη θέση ρευστότητας του ιδρύματος. Η εν λόγω αξιολόγηση περιλαμβάνει ανάλυση του αντικτύπου που θα είχε η καταβολή έκτακτων εκ των υστέρων εισφορών στη δυνατότητα του ιδρύματος να ανταποκριθεί στην απαίτηση κάλυψης ρευστότητας, που προβλέπεται στο άρθρο 412 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και εξειδικεύεται στο άρθρο 4 του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2015/61.
2. Για τους σκοπούς της ανάλυσης που περιγράφεται στην παράγραφο 1, η αρχή εξυγίανσης προσθέτει μια εκροή ρευστότητας, ίση με το 100 % του καταβλητέου ποσού κατά τη χρονική στιγμή κατά την οποία οφείλεται η πληρωμή έκτακτων εκ των υστέρων εισφορών, στον υπολογισμό των καθαρών εκροών ρευστότητας, όπως προβλέπεται στο άρθρο 20 παράγραφος 1 του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2015/61.
3. Η αρχή εξυγίανσης αξιολογεί επίσης τον αντίκτυπο της εν λόγω εκροής, που καθορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 2, στις συγκεκριμένες απαιτήσεις ρευστότητας, που προβλέπονται στο άρθρο 105 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ.
4. Η ανάλυση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 καλύπτει τουλάχιστον την περίοδο έως την επόμενη ημερομηνία αποστολής της αναφοράς για την απαίτηση κάλυψης ρευστότητας, που προβλέπεται στο άρθρο 3 του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 680/2014.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ III
ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟ ΤΩΝ ΚΡΙΣΙΜΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΒΑΣΙΚΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΩΝ ΤΟΜΕΩΝ
Άρθρο 6
Κριτήρια σχετικά με τον προσδιορισμό των κρίσιμων λειτουργιών
1. Μια λειτουργία θεωρείται κρίσιμη, εφόσον πληροί και τις δύο ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) |
η λειτουργία παρέχεται από ένα ίδρυμα σε τρίτα μέρη τα οποία δεν είναι συνδεδεμένα με το ίδρυμα ή τον όμιλο· και |
β) |
η αιφνίδια διατάραξη της λειτουργίας είναι πιθανό να έχει σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις στα τρίτα μέρη, να προκαλέσει μετάδοση ή να υπονομεύσει τη γενική εμπιστοσύνη των συμμετεχόντων στην αγορά, λόγω της συστημικής σπουδαιότητας της λειτουργίας για τα τρίτα μέρη και της συστημικής σπουδαιότητας του ιδρύματος ή του ομίλου που παρέχει τη λειτουργία. |
2. Κατά την αξιολόγηση των σημαντικών αρνητικών επιπτώσεων σε τρίτα μέρη, της συστημικής σπουδαιότητας της λειτουργίας για τρίτα μέρη και της συστημικής σπουδαιότητας του ιδρύματος ή του ομίλου που παρέχει τη λειτουργία, το ίδρυμα και η αρχή εξυγίανσης λαμβάνουν υπόψη το μέγεθος, το μερίδιο αγοράς, τις εξωτερικές και εσωτερικές διασυνδέσεις, την πολυπλοκότητα και τις διασυνοριακές δραστηριότητες του ιδρύματος ή του ομίλου.
Τα κριτήρια αξιολόγησης όσον αφορά τον αντίκτυπο σε τρίτα μέρη περιλαμβάνουν τουλάχιστον τα ακόλουθα στοιχεία:
α) |
τη φύση και την εμβέλεια της δραστηριότητας, την παγκόσμια, εθνική ή περιφερειακή εμβέλεια, τον όγκο και τον αριθμό των συναλλαγών· τον αριθμό των πελατών και των αντισυμβαλλομένων· τον αριθμό των πελατών για τους οποίους το ίδρυμα είναι ο μόνος ή ο κυριότερος τραπεζικός εταίρος· |
β) |
τη σπουδαιότητα του ιδρύματος, σε τοπικό, περιφερειακό, εθνικό ή ευρωπαϊκό επίπεδο, ανάλογα με την οικεία αγορά. Η σπουδαιότητα του ιδρύματος μπορεί να αξιολογείται με βάση το μερίδιο αγοράς, τη διασύνδεση, την πολυπλοκότητα και τις διασυνοριακές δραστηριότητες· |
γ) |
τη φύση των πελατών και των ενδιαφερόμενων μερών που επηρεάζονται από τη λειτουργία, όπως —χωρίς όμως να περιορίζεται σε αυτούς— πελάτες λιανικής, εταιρικοί πελάτες, διατραπεζικοί πελάτες, κεντρικά γραφεία συμψηφισμού και δημόσιοι φορείς· |
δ) |
την πιθανή διατάραξη της λειτουργίας σε αγορές, υποδομές, πελάτες και δημόσιες υπηρεσίες. Ειδικότερα, η αξιολόγηση μπορεί να περιλαμβάνει την επίδραση στη ρευστότητα των αγορών, τον αντίκτυπο και την έκταση της διατάραξης στις συναλλαγές τους με τους πελάτες τους, και τις βραχυπρόθεσμες ανάγκες ρευστότητας· το τι γίνεται αντιληπτό από τους αντισυμβαλλομένους, τους πελάτες τους και το κοινό· την ικανότητα και την ταχύτητα αντίδρασης των πελατών· τη συνάφεια με τη λειτουργία άλλων αγορών· την επίδραση στη ρευστότητα, τις λειτουργίες, τη διάρθρωση άλλης αγοράς· την επίδραση σε άλλους αντισυμβαλλομένους που σχετίζονται με τους κυριότερους πελάτες και την αλληλεπίδραση της λειτουργίας με άλλες υπηρεσίες. |
3. Μια λειτουργία ζωτικής σημασίας για την πραγματική οικονομία και τις χρηματοπιστωτικές αγορές θεωρείται δυνάμενη να υποκατασταθεί, εφόσον είναι δυνατόν να αντικατασταθεί με αποδεκτό τρόπο και εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, ώστε να αποφεύγονται συστημικά προβλήματα για την πραγματική οικονομία και τις χρηματοπιστωτικές αγορές.
Κατά την αξιολόγηση της δυνατότητας υποκατάστασης μιας λειτουργίας λαμβάνονται υπόψη τα ακόλουθα κριτήρια:
α) |
η διάρθρωση της αγοράς για την εν λόγω λειτουργία και η διαθεσιμότητα εναλλακτικών παρόχων· |
β) |
οι δυνατότητες των άλλων παρόχων όσον αφορά την παραγωγική ικανότητα, οι απαιτήσεις για την εκτέλεση της λειτουργίας, και οι πιθανοί φραγμοί στην είσοδο ή την επέκταση· |
γ) |
το κίνητρο για άλλους παρόχους να αναλάβουν τις δραστηριότητες αυτές· |
δ) |
ο απαιτούμενος χρόνος για να στραφούν οι χρήστες της υπηρεσίας προς τον νέο πάροχο της υπηρεσίας και το κόστος της κίνησης αυτής, ο απαιτούμενος χρόνος για να αναλάβουν τις λειτουργίες άλλοι ανταγωνιστές και το κατά πόσον επαρκεί το χρονικό αυτό διάστημα ώστε να αποτραπεί σημαντική διατάραξη, ανάλογα με το είδος υπηρεσίας. |
4. Μια υπηρεσία θεωρείται κρίσιμη, όταν η διατάραξή της μπορεί να αποτελέσει σοβαρό εμπόδιο στην επιτέλεση μίας ή περισσότερων κρίσιμων λειτουργιών ή να την αποτρέψει. Μια υπηρεσία δεν θεωρείται κρίσιμη όταν μπορεί να παρασχεθεί από άλλον πάροχο εντός εύλογου χρονικού διαστήματος και σε συγκρίσιμο βαθμό όσον αφορά το αντικείμενο, την ποιότητα και το κόστος της.
5. Η διατάραξη των λειτουργιών ή υπηρεσιών συνίσταται σε λειτουργίες και υπηρεσίες οι οποίες δεν παρέχονται πλέον σε συγκρίσιμο επίπεδο, υπό συγκρίσιμες συνθήκες και με συγκρίσιμη ποιότητα, εκτός εάν η αλλαγή στην παροχή της συγκεκριμένης λειτουργίας ή υπηρεσίας πραγματοποιείται με ομαλό τρόπο.
Άρθρο 7
Κριτήρια σχετικά με τον προσδιορισμό των βασικών επιχειρηματικών τομέων
1. Οι επιχειρηματικοί τομείς και οι συναφείς υπηρεσίες που αντιπροσωπεύουν σημαντικές πηγές εισοδήματος, κέρδους ή αξίας δικαιόχρησης για ένα ίδρυμα ή για έναν όμιλο του οποίου το ίδρυμα αποτελεί μέρος θεωρούνται βασικοί επιχειρηματικοί τομείς.
2. Οι βασικοί επιχειρηματικοί τομείς προσδιορίζονται με βάση την εσωτερική οργάνωση του ιδρύματος, την εταιρική του στρατηγική και τον βαθμό στον οποίο οι εν λόγω βασικοί επιχειρηματικοί τομείς συμβάλλουν στα οικονομικά αποτελέσματα του ιδρύματος. Οι δείκτες βασικών επιχειρηματικών τομέων περιλαμβάνουν, χωρίς να περιορίζονται σε αυτά, τα ακόλουθα:
α) |
τα έσοδα από τον βασικό επιχειρηματικό τομέα ως ποσοστό των συνολικών εσόδων· |
β) |
τα κέρδη από τον βασικό επιχειρηματικό τομέα ως ποσοστό των συνολικών κερδών· |
γ) |
την απόδοση του κεφαλαίου ή των περιουσιακών στοιχείων· |
δ) |
το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων, εσόδων και κερδών· |
ε) |
την πελατειακή βάση, το γεωγραφικό αποτύπωμα, το εμπορικό σήμα και τις επιχειρησιακές συνέργειες της επιχείρησης με άλλες επιχειρήσεις του ομίλου· |
στ) |
τον αντίκτυπο της διακοπής του βασικού επιχειρηματικού τομέα στις δαπάνες και στα κέρδη, όταν αποτελεί πηγή χρηματοδότησης ή ρευστότητας· |
ζ) |
τις προοπτικές ανάπτυξης του βασικού επιχειρηματικού τομέα· |
η) |
την ελκυστικότητα της επιχείρησης για τους ανταγωνιστές ως δυνητική απόκτηση· |
θ) |
το δυναμικό της αγοράς και την αξία δικαιόχρησης. |
Κατά τον προσδιορισμό βασικού επιχειρηματικού τομέα μπορεί να ληφθούν υπόψη τα μελλοντικά αναμενόμενα έσοδα, οι προοπτικές ανάπτυξης και η αξία δικαιόχρησης, εφόσον υποστηρίζονται από εύλογες και τεκμηριωμένες προβλέψεις όπου αναφέρονται οι παραδοχές στις οποίες βασίζονται.
3. Οι βασικοί επιχειρηματικοί τομείς μπορεί να βασίζονται σε δραστηριότητες οι οποίες δεν παράγουν οι ίδιες άμεσο κέρδος για το ίδρυμα, αλλά στηρίζουν βασικούς επιχειρηματικούς τομείς του ιδρύματος, συμβάλλοντας με τον τρόπο αυτό έμμεσα στα κέρδη του ιδρύματος.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV
ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 8
Έναρξη ισχύος
Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.
Βρυξέλλες, 2 Φεβρουαρίου 2016.
Για την Επιτροπή
Ο Πρόεδρος
Jean-Claude JUNCKER
(1) ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 190.
(2) Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 1).
(3) Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2015/61 της Επιτροπής, της 10ης Οκτωβρίου 2014, για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 όσον αφορά την απαίτηση κάλυψης του κινδύνου ρευστότητας για τα πιστωτικά ιδρύματα (ΕΕ L 11 της 17.1.2015, σ. 1).
(4) Οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και για την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 338).
(5) Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 680/2014 της Επιτροπής, της 16ης Απριλίου 2014, για τη θέσπιση εκτελεστικών τεχνικών προτύπων όσον αφορά την υποβολή εποπτικών αναφορών από τα ιδρύματα σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 191 της 28.6.2014, σ. 1).