EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 31998F0427

98/427/ΔΕΥ: Κοινή δράση της 29ης Ιουνίου 1998 που θεσπίστηκε από το Συμβούλιο βάσει του άρθρου Κ.3 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, για την ορθή πρακτική κατά την αμοιβαία δικαστική συνδρομή επί ποινικών υποθέσεων

ΕΕ L 191 της 7.7.1998, p. 1–3 (ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT, FI, SV)

Το έγγραφο αυτό έχει δημοσιευτεί σε ειδική έκδοση (CS, ET, LV, LT, HU, MT, PL, SK, SL, BG, RO, HR)

Legal status of the document No longer in force, Date of end of validity: 21/02/2016; καταργήθηκε από 32016R0095

ELI: http://data.europa.eu/eli/joint_action/1998/427/oj

31998F0427

98/427/ΔΕΥ: Κοινή δράση της 29ης Ιουνίου 1998 που θεσπίστηκε από το Συμβούλιο βάσει του άρθρου Κ.3 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, για την ορθή πρακτική κατά την αμοιβαία δικαστική συνδρομή επί ποινικών υποθέσεων

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 191 της 07/07/1998 σ. 0001 - 0003


ΚΟΙΝΗ ΔΡΑΣΗ της 29ης Ιουνίου 1998 που θεσπίστηκε από το Συμβούλιο βάσει του άρθρου Κ.3 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, για την ορθή πρακτική κατά την αμοιβαία δικαστική συνδρομή επί ποινικών υποθέσεων (98/427/ΔΕΥ)

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση, και ιδίως το άρθρο Κ.3 παράγραφος 2 στοιχείο β),

την έκθεση της ομάδας υψηλού επιπέδου για το οργανωμένο έγκλημα (1), που ενέκρινε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Άμστερνταμ στις 16 και 17 Ιουνίου 1997, και ιδίως τη σύσταση αριθ. 16 της έκθεσης,

τα αποτελέσματα του σεμιναρίου για τη «Βελτίωση της δικαστικής συνεργασίας και την προστασία των ανθρώπινων δικαιωμάτων», που έγινε στο Λουξεμβούργο στις 1 και 2 Οκτωβρίου 1997,

Λαμβάνοντας υπόψη την κοινή δράση 98/428/ΔΕΥ, της 29ης Ιουνίου 1998, που θεσπίστηκε από το Συμβούλιο βάσει του άρθρου Κ.3 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, για τη δημιουργία ευρωπαϊκού δικαστικού δικτύου (2), και ιδίως τα άρθρα 4 και 5,

Έχοντας υπόψη την ευρωπαϊκή σύμβαση περί αμοιβαίας συνδρομής επί ποινικών υποθέσεων της 20ής Απριλίου 1959, άλλες ισχύουσες σχετικές συμβάσεις και το σχέδιο σύμβασης για την αμοιβαία συνδρομή επί ποινικών υποθέσεων μεταξύ τω κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Εκτιμώντας ότι είναι απαραίτητο να γίνουν περαιτέρω πρακτικές βελτιώσεις όσον αφορά την αμοιβαία δικαστική συνδρομή μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ιδίως για την καταπολέμηση των σοβαρών εγκλημάτων,

Έχοντας εξετάσει τις απόψεις του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (3), αφού η προεδρία ζήτησε τη γνώμη του σύμφωνα με το άρθρο Κ.3 της συνθήκης,

ΘΕΣΠΙΖΕΙ ΤΗΝ ΑΚΟΛΟΥΘΗ ΚΟΙΝΗ ΔΡΑΣΗ:

Άρθρο 1

Δηλώσεις ορθής πρακτικής

1. Εντός 12 μηνών από την έναρξη ισχύος της παρούσας κοινής δράσης, κάθε κράτος μέλος καταθέτει στη Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης δήλωση για την ορθή πρακτική σχετικά με την εκτέλεση αιτήσεων, συμπεριλαμβανομένης της διαβίβασης αποτελεσμάτων, άλλων κρατών μελών για δικαστική συνδρομή επί ποινικών υποθέσεων, και σχετικά με την υποβολή παρόμοιων αιτήσεων σε άλλα κράτη μέλη.

2. Η Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης μεταφράζει τις δηλώσεις που αναφέρονται στο παρόν άρθρο στις επίσημες γλώσσες των οργάνων της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και διανέμει τις μεταφράσεις στα κράτη μέλη.

3. Οι αναφερόμενες στην παράγραφο 1 δηλώσεις κάθε κράτους μέλους, με την επιφύλαξη των διατάξεων του σχεδίου σύμβασης για την αμοιβαία συνδρομή επί ποινικών υποθέσεων μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και της προσαρτημένης στην παρούσα κοινή δράση δήλωσης, συνεπάγονται τις υποχρεώσεις προώθησης των ακόλουθων πρακτικών, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία του και τις νομικές διαδικασίες του:

α) όταν το αιτούν κράτος μέλος το ζητά, να πιστοποιεί όλες τις αιτήσεις και γραπτά ερωτήματα σχετικά με την εκτέλεση αιτήσεων, εκτός εάν σταλεί σύντομα ουσιαστική απάντηση 7 το αιτούν κράτος μέλος δεν ζητά πιστοποίηση, εκτός εάν χαρακτηρίσει την αίτησή του ως «επείγουσα» ή εάν, κατά την κρίση του, λόγω των περιστάσεων της υπόθεσης, απαιτείται πιστοποίηση 7

β) κατά την πιστοποίηση των αιτήσεων και των ερωτημάτων που αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο, να παρέχει στις αιτούσες αρχές το όνομα και τα στοιχεία επαφής, μεταξύ των οποίων αριθμούς τηλεφώνου και τηλεομοιοτυπίας, της αρχής και, ει δυνατόν, του προσώπου που είναι υπεύθυνο για την εκτέλεση της αίτησης 7

γ) να δίνει προτεραιότητα, στο μέτρο που αυτό δεν αντιβαίνει στη νομοθεσία του κράτους μέλους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση, σε αιτήσεις που έχουν σαφώς χαρακτηριστεί ως «επείγουσες» από τις αιτούσες αρχές και να μεταχειρίζεται τις αιτήσεις, ανεξάρτητα από τον «επείγοντα» χαρακτηρισμό τους, όχι λιγότερο ευνοϊκά από ότι μεταχειρίζεται ανάλογες αιτήσεις που υποβάλλουν στο κράτος μέλος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση, οι ίδιες οι αρχές του κράτους μέλους αυτού 7

δ) όταν η αιτηθείσα συνδρομή δεν μπορεί να εκτελεσθεί εν όλω ή εν μέρει, να παρέχει στις αιτούσες αρχές γραπτή ή προφορική έκθεση, εξηγώντας τις δυσκολίες και, ει δυνατόν, να προτείνει να εξετασθεί από κοινού με τις αιτούσες αρχές ο τρόπος της επίλυσης των δυσκολιών 7

ε) εάν μπορεί να προβλεφθεί ότι δεν μπορεί να παρασχεθεί, ή δεν μπορεί να παρασχεθεί πλήρως, η συνδρομή εντός της προθεσμίας που ορίζει το αιτούν κράτος μέλος, και ότι αυτό θα βλάψει τις νομικές ενέργειες στο αιτούν κράτος μέλος, να υποβάλλει αμέσως, στις αρχές του εν λόγω κράτους μέλους, γραπτή ή προφορική έκθεση, ή περαιτέρω εκθέσεις που θα του ζητήσουν οι εν λόγω αρχές, εξηγώντας πότε μπορεί να παρασχεθεί η αιτούμενη συνδρομή 7

στ) να υποβάλλει αιτήσεις συνδρομής ευθύς μόλις διαπιστωθεί η ακριβής απαιτούμενη συνδρομή και, όταν χαρακτηρίζει μια αίτηση ως «επείγουσα» ή τάσσει προθεσμία, να εξηγεί τους λόγους του επείγοντος ή της προθεσμίας 7 η δήλωση περιέχει την υποχρέωση να μην χαρακτηρίζονται ως «επείγουσες» οι αιτήσεις ήσσονος σημασίας 7

ζ) να εξασφαλίζει ότι οι αιτήσεις υποβάλλονται σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις της συνθήκης ή άλλων διεθνών συμφωνιών 7

η) κατά την υποβολή των αιτήσεων συνδρομής, να παρέχει στις αρχές προς τις οποίες απευθύνεται η αίτηση το όνομα και τα στοιχεία επαφής, μεταξύ των οποίων αριθμούς τηλεφώνου και τηλεομοιοτυπίας, της αρχής και, ει δυνατόν, του προσώπου που είναι υπεύθυνο για την έκδοση της αίτησης.

4. Κάθε κράτος μέλος θα θέσει τη δήλωσή του υπόψη των δικαστικών ή αρμοδίων αρχών του, καλώντας αυτές να προωθήσουν, εντός του πλαισίου των αρμοδιοτήτων τους, τα, ενδεχομένως, απαραίτητα μέτρα με σκοπό την εφαρμογή της.

5. Τα κράτη μέλη μπορούν, με την επιφύλαξη της παραγράφου 3, να τροποποιούν ανά πάσα στιγμή τις δηλώσεις που υποβάλλονται σύμφωνα με το παρόν άρθρο με την κατάθεση νέας δήλωσης στη Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η νέα δήλωση θα πρέπει να αποσκοπεί στην περαιτέρω βελτίωση της ορθής πρακτικής κατά την εκτέλεση αιτήσεων δικαστικής συνδρομής επί ποινικών υποθέσεων.

Άρθρο 2

Επανεξέταση της απόδοσης

Χωρίς να θίγεται ο μηχανισμός αξιολόγησης της εφαρμογής και της υλοποίησης σε εθνικό επίπεδο των διεθνών υποχρεώσεων στον τομέα της καταπολέμησης του οργανωμένου εγκλήματος, που θεσπίστηκε με την κοινή δράση 97/827/ΔΕΥ (4), κάθε κράτος μέλος επανεξετάζει περιοδικά τη συμμόρφωση προς τις δηλώσεις του στις οποίες προέβη δυνάμει του άρθρου 1. Ο μηχανισμός για την επανεξέταση αυτή είναι, για κάθε κράτος μέλος, να καθορίζει βάσει των ιδίων του διακανονισμών τη δικαστική συνδρομή επί ποινικών υποθέσεων.

Άρθρο 3

Ευρωπαϊκό δικαστικό δίκτυο

Η Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης θέτει τις δηλώσεις του άρθρου 1 στη διάθεση του ευρωπαϊκού δικαστικού δικτύου (ορίζεται στη σύσταση αριθ. 21 του σχεδίου δράσης της ομάδας υψηλού επιπέδου για το οργανωμένο έγκλημα) ευθύς μόλις κατατεθούν. Το δίκτυο εξετάζει τις δηλώσεις βάσει των αρμοδιοτήτων και της εμπειρίας του και υποβάλλει, ενδεχομένως, τις προτάσεις τις οποίες κρίνει σκόπιμες για τη βελτίωση της δικαστικής συνδρομής επί ποινικών υποθέσεων, όπως για την εξεύρεση κοινών μεθόδων για την αξιολόγηση της απόδοσης.

Άρθρο 4

Αναθεώρηση

Το Συμβούλιο αναθεωρεί την παρούσα κοινή δράση βάσει των αποτελεσμάτων της λειτουργίας του μηχανισμού αξιολόγησης της εφαρμογής και της υλοποίησης σε εθνικό επίπεδο των διεθνών υποχρεώσεων στον τομέα της καταπολέμησης του οργανωμένου εγκλήματος, που θεσπίστηκε με την κοινή δράση 97/827/ΔΕΥ, της 5ης Δεκεμβρίου 1997.

Άρθρο 5

Έναρξη ισχύος

Η παρούσα κοινή δράση αρχίζει να ισχύει από την ημέρα της δημοσίευσής της.

Άρθρο 6

Δημοσίευση

Η παρούσα κοινή δράση δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα.

Λουξεμβούργο, 29 Ιουνίου 1998.

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

R. COOK

(1) ΕΕ C 251 της 15. 8. 1997, σ. 1.

(2) Βλέπε σελίδα 4 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας.

(3) Γνώμη που διατυπώθηκε στις 3 Απριλίου 1998 (ΕΕ L 138 της 4. 5. 1998).

(4) ΕΕ L 344 της 15. 12. 1997, σ. 7.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

ΔΗΛΩΣΗ ΤΗΣ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΤΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΑΣ

Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας δηλώνει ότι οι γερμανικές αρχές θα εκδίδουν πιστοποιήσεις σύμφωνα με το άρθρο 1 παράγραφος 3 στοιχεία α) και β) της κοινής δράσης για την ορθή πρακτική κατά την αμοιβαία δικαστική συνδρομή επί ποινικών υποθέσεων, εάν είναι της γνώμης ότι αυτές χρειάζονται για τη διεκπεραίωση των σχετικών αιτήσεων ή γραπτών ερωτημάτων.

Top