Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32013R0575

    Κανονισμοσ (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκου Κοινοβουλιου και του Συμβουλιου, της 26ης Ιουνίου 2013 , σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ

    ΕΕ L 176 της 27.6.2013, p. 1–337 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, GA, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

    Το έγγραφο αυτό έχει δημοσιευτεί σε ειδική έκδοση (HR)

    Legal status of the document In force: This act has been changed. Current consolidated version: 09/07/2024

    ELI: http://data.europa.eu/eli/reg/2013/575/oj

    27.6.2013   

    EL

    Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

    L 176/1


    ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) αριθ. 575/2013 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

    της 26ης Ιουνίου 2013

    σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012

    (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

    ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

    Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ιδίως το άρθρο 114,

    Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

    Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

    Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (1),

    Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (2),

    Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία,

    Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

    (1)

    Η διακήρυξη της Ομάδας των 20 (G-20) της 2ας Απριλίου 2009 σχετικά με την ενίσχυση του χρηματοπιστωτικού συστήματος απηύθυνε έκκληση για διεθνώς αρμονικές προσπάθειες ενίσχυσης της διαφάνειας, της λογοδοσίας και των κανονιστικών ρυθμίσεων μέσω της βελτίωσης της ποσότητας και της ποιότητας των κεφαλαίων στο τραπεζικό σύστημα μετά τη διασφάλιση της οικονομικής ανάκαμψης. Η εν λόγω διακήρυξη απηύθυνε επίσης έκκληση για τη θέσπιση ενός συμπληρωματικού μέτρου που δεν θα βασίζεται στον κίνδυνο, προκειμένου να περιορίζεται η αύξηση της μόχλευσης στο τραπεζικό σύστημα, και για την ανάπτυξη ενός πλαισίου για ισχυρότερα αποθέματα ρευστότητας. Σε απάντηση στην εντολή που δόθηκε από την G-20 τον Σεπτέμβριο του 2009, η Ομάδα Διοικητών Κεντρικών Τραπεζών και Επικεφαλής Εποπτείας (Group of Central Bank Governors and Heads of Supervision - GHOS) συμφώνησε επί ορισμένων μέτρων για την ενίσχυση της ρύθμισης του τραπεζικού τομέα. Τα εν λόγω μέτρα εγκρίθηκαν από τους ηγέτες της G-20 στη διάσκεψη κορυφής του Πίτσμπουργκ στις 24-25 Σεπτεμβρίου 2009 και ορίστηκαν λεπτομερώς τον Δεκέμβριο του 2009. Τον Ιούλιο και τον Σεπτέμβριο του 2010 η GHOS εξέδωσε δύο περαιτέρω ανακοινώσεις σχετικά με τον σχεδιασμό και τη διαμόρφωση των εν λόγω νέων μέτρων και τον Δεκέμβριο του 2010 η Επιτροπή της Βασιλείας για την Τραπεζική Εποπτεία (BCBS) δημοσίευσε τα τελικά μέτρα, τα οποία αναφέρονται ως το πλαίσιο της Βασιλείας ΙΙΙ.

    (2)

    Η Ομάδα Υψηλού Επιπέδου για τη Χρηματοπιστωτική Εποπτεία στην ΕΕ υπό τον Jacques de Larosière («ομάδα de Larosière») κάλεσε την Ένωση να αναπτύξει ένα πιο εναρμονισμένο σύνολο χρηματοπιστωτικών ρυθμίσεων. Στο πλαίσιο της μελλοντικής ευρωπαϊκής εποπτικής αρχιτεκτονικής, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της 18ης και 19ης Ιουνίου 2009 τόνισε επίσης την ανάγκη εκπόνησης ενός «ενιαίου ευρωπαϊκού εγχειριδίου κανόνων» που θα εφαρμόζεται σε όλα τα πιστωτικά ιδρύματα και στις επιχειρήσεις επενδύσεων στην εσωτερική αγορά.

    (3)

    Όπως ορίζει η έκθεση της ομάδας de Larosière της 25ης Φεβρουαρίου 2009 («έκθεση de Larosière»), «ένα κράτος μέλος πρέπει να μπορεί να εγκρίνει αυστηρότερα εθνικά κανονιστικά μέτρα που να θεωρείται ότι είναι σε εγχώρια κλίμακα κατάλληλα για τη διασφάλιση χρηματοπιστωτικής σταθερότητας εφόσον τηρούνται οι αρχές της εσωτερικής αγοράς και των συμπεφωνημένων ελαχίστων θεμελιωδών προτύπων».

    (4)

    Η οδηγία 2006/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2006, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριότητας πιστωτικών ιδρυμάτων (3) και η οδηγία 2006/49/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2006, για την επάρκεια των ιδίων κεφαλαίων των επιχειρήσεων επενδύσεων και των πιστωτικών ιδρυμάτων (4) έχουν κατ’ επανάληψη υποστεί εκτεταμένες τροποποιήσεις. Πολλές από τις διατάξεις των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ εφαρμόζονται τόσο επί των πιστωτικών ιδρυμάτων όσο και επί των επιχειρήσεων επενδύσεων. Για λόγους σαφήνειας και για να διασφαλιστεί η συνεπής εφαρμογή των εν λόγω διατάξεων, θα πρέπει να συγκεντρωθούν σε νέες νομοθετικές πράξεις που να εφαρμόζονται τόσο σε πιστωτικά ιδρύματα, όσο και σε επιχειρήσεις επενδύσεων, δηλαδή στον παρόντα κανονισμό και στην οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της (5). Για μεγαλύτερη προσβασιμότητα, οι διατάξεις που περιλαμβάνονται στα παραρτήματα των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ θα πρέπει να ενσωματωθούν στο διατακτικό της οδηγίας 2013/36/ΕΕ και του παρόντος κανονισμού.

    (5)

    Ο παρών κανονισμός και η οδηγία 2013/36/ΕΕ θα πρέπει μαζί να θέτουν το νομικό πλαίσιο που θα διέπει την πρόσβαση σε δραστηριότητες, το εποπτικό πλαίσιο και τους κανόνες προληπτικής εποπτείας των πιστωτικών ιδρυμάτων και των επιχειρήσεων επενδύσεων (εφεξής από κοινού «ιδρύματα»). Κατά συνέπεια, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να συνδυάζεται με την εν λόγω οδηγία.

    (6)

    Η οδηγία 2013/36/ΕΕ, βάσει του άρθρου 53 παράγραφος 1 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) θα πρέπει, μεταξύ άλλων, να περιλαμβάνει διατάξεις που αφορούν την πρόσβαση στη δραστηριότητα των ιδρυμάτων, τους λεπτομερείς όρους της διακυβέρνησής τους και το εποπτικό τους πλαίσιο, όπως για παράδειγμα τις διατάξεις που διέπουν την άδεια λειτουργίας της επιχείρησης, την απόκτηση ειδικών συμμετοχών, την άσκηση της ελευθερίας εγκατάστασης και της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, τις εξουσίες των αρμόδιων αρχών του κράτους μέλους προέλευσης και του κράτους μέλους υποδοχής και τις διατάξεις που διέπουν το αρχικό κεφάλαιο και τον εποπτικό έλεγχο των ιδρυμάτων.

    (7)

    Ο παρών κανονισμός θα πρέπει, μεταξύ άλλων, να περιέχει τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για τα ιδρύματα που αφορούν αποκλειστικά τη λειτουργία των αγορών τραπεζικών και χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών και στοχεύουν στη διασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας των φορέων που δραστηριοποιούνται στις εν λόγω αγορές, καθώς και σε ένα υψηλό επίπεδο προστασίας επενδυτών και καταθετών. Ο παρών κανονισμός στοχεύει να συνεισφέρει καθοριστικά στην ομαλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και, κατά συνέπεια, θα πρέπει να βασίζεται στις διατάξεις του άρθρου 114 της ΣΛΕΕ, ερμηνευόμενες κατά τη σχετική νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

    (8)

    Οι οδηγίες 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ, μολονότι εναρμόνισαν τους κανόνες των κρατών μελών περί προληπτικής εποπτείας ως έναν βαθμό, περιλαμβάνουν σημαντικό αριθμό δικαιωμάτων και δυνατοτήτων ώστε τα κράτη μέλη να επιβάλλουν κανόνες αυστηρότερους από αυτούς των ως άνω οδηγιών. Αυτό οδηγεί σε αποκλίσεις μεταξύ των εθνικών κανόνων, οι οποίες ενδέχεται να παρακωλύσουν τη διασυνοριακή παροχή υπηρεσιών και την ελεύθερη εγκατάσταση και, συνεπώς, να θέσουν εμπόδια στην ομαλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.

    (9)

    Για λόγους ασφάλειας δικαίου και εξαιτίας της ανάγκης για ίσους όρους ανταγωνισμού εντός της Ένωσης, ένα ενιαίο σύνολο ρυθμίσεων για όλους τους συμμετέχοντες στην αγορά αποτελεί καίριο στοιχείο για τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Προκειμένου να αποφευχθούν οι στρεβλώσεις της αγοράς και της καταχρηστικής επιλογής ευνοϊκότερου πλαισίου προληπτικής εποπτείας, οι ελάχιστες απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας θα πρέπει να εξασφαλίζουν μέγιστη εναρμόνιση. Κατά συνέπεια, οι μεταβατικές περίοδοι που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό είναι απαραίτητες για την εύρυθμη εφαρμογή του και για την αποφυγή της αβεβαιότητας στις αγορές.

    (10)

    Έχοντας υπόψη το έργο που επιτελεί η Ομάδα Υλοποίησης Προτύπων της BCBS όσον αφορά την παρακολούθηση και επανεξέταση της υλοποίησης από τις χώρες μέλη του πλαισίου της Βασιλείας ΙΙΙ, η Επιτροπή θα πρέπει να παρέχει επικαιροποιημένες εκθέσεις σε διαρκή βάση – και τουλάχιστον μετά τη δημοσίευση κάθε έκθεσης προόδου από την BCBS – σχετικά με την υλοποίηση και την εγχώρια υιοθέτηση του πλαισίου της Βασιλείας III σε άλλες μείζονες περιοχές δικαιοδοσίας, συμπεριλαμβανομένης μιας εκτίμησης της συμβατότητας της νομοθεσίας ή των κανονισμών άλλων χωρών προς τα διεθνή ελάχιστα πρότυπα, ώστε να εντοπίζονται διαφορές που θα μπορούσαν να εγείρουν ανησυχίες ως προς τον ισότιμο ανταγωνισμό.

    (11)

    Κατά συνέπεια, προκειμένου να εξαλειφθούν τα εμπόδια για το εμπόριο και οι στρεβλώσεις του ανταγωνισμού που οφείλονται σε αποκλίσεις μεταξύ των εθνικών νομοθεσιών και να αποτραπούν περαιτέρω πιθανά εμπόδια για το εμπόριο και σημαντικές στρεβλώσεις του ανταγωνισμού, είναι απαραίτητη η θέσπιση ενός κανονισμού που θα εισάγει ομοιογενείς κανόνες, οι οποίοι θα ισχύουν σε όλα τα κράτη μέλη.

    (12)

    Η διαμόρφωση απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας υπό μορφή κανονισμού θα διασφαλίσει την άμεση ισχύ των εν λόγω απαιτήσεων στα κράτη μέλη. Έτσι θα διασφαλιστούν ομοιογενείς συνθήκες, αποφεύγοντας αποκλίνουσες εθνικές απαιτήσεις που ενδεχομένως να προέκυπταν από την ενσωμάτωση οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο. Συνεπεία του παρόντος κανονισμού, όλα τα ιδρύματα θα ακολουθούν τους ίδιους κανόνες ανά την Ένωση, γεγονός που θα ενισχύσει επίσης την εμπιστοσύνη στη σταθερότητα των ιδρυμάτων, ιδίως σε ακραίες συνθήκες. Ένας κανονισμός θα μειώσει επίσης την κανονιστική πολυπλοκότητα και το κόστος συμμόρφωσης των εταιρειών, ιδιαίτερα για ιδρύματα και που λειτουργούν σε διασυνοριακή βάση, και θα συνεισφέρει στην εξάλειψη των στρεβλώσεων του ανταγωνισμού. Λόγω της ιδιαιτερότητας των αγορών ακίνητης περιουσίας που χαρακτηρίζονται από οικονομικές εξελίξεις και διαφορές ως προς τη δικαιοδοσία οι οποίες διαφέρουν ανά κράτος μέλος, περιφέρεια ή τοπική ζώνη, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να δύνανται να ορίζουν υψηλότερους συντελεστές στάθμισης κινδύνου ή να εφαρμόζουν αυστηρότερα κριτήρια βάσει εμπειρίας σε θέματα αθέτησης και βάσει των αναμενόμενων εξελίξεων της αγοράς σε ανοίγματα που εξασφαλίζονται με υποθήκες επί ακίνητης περιουσίας σε συγκεκριμένες περιοχές.

    (13)

    Σε τομείς που δεν καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό, όπως στον δυναμικό σχηματισμό προβλέψεων, στις διατάξεις περί εθνικών συστημάτων καλυμμένων ομολόγων που δεν συνδέονται με τη διαχείριση των καλυμμένων ομολόγων δυνάμει των κανόνων του παρόντος κανονισμού, στην απόκτηση και τον έλεγχο συμμετοχών στον χρηματοπιστωτικό και τον μη χρηματοπιστωτικό τομέα για σκοπούς που δεν σχετίζονται με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας που εξειδικεύονται στον παρόντα κανονισμό, οι αρμόδιες αρχές ή τα κράτη μέλη θα πρέπει να είναι σε θέση να επιβάλλουν εθνικούς κανόνες, υπό την προϋπόθεση ότι δεν είναι ασύμβατοι με τον παρόντα κανονισμό

    (14)

    Οι σημαντικότερες συστάσεις της έκθεσης de Larosière, οι οποίες εφαρμόστηκαν εν συνεχεία στην Ένωση, ήταν η θέσπιση ενιαίου εγχειριδίου κανόνων και ευρωπαϊκού πλαισίου μακροπροληπτικής εποπτείας, με αμφότερα τα στοιχεία να συνδυάζονται για την επίτευξη της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας. Το ενιαίο εγχειρίδιο κανόνων εξασφαλίζει ένα αξιόπιστο και ενιαίο ρυθμιστικό πλαίσιο που διευκολύνει τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και προλαμβάνει τις ευκαιρίες για καταχρηστική επιλογή ευνοϊκότερου πλαισίου προληπτικής εποπτείας. Στην εσωτερική αγορά χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, οι μακροπροληπτικοί κίνδυνοι μπορεί να διαφέρουν ποικιλοτρόπως, με πλήθος εθνικών ιδιομορφιών που συνεπάγονται διαφορές που παρατηρούνται, για παράδειγμα, όσον αφορά τη δομή και το μέγεθος του τραπεζικού τομέα σε σύγκριση με την ευρύτερη οικονομία και τον πιστωτικό κύκλο.

    (15)

    Στον παρόντα κανονισμό και στην οδηγία 2013/36/ΕΕ έχει ενσωματωθεί σειρά εργαλείων για την πρόληψη και την άμβλυνση των μακροπροληπτικών και συστημικών κινδύνων, προκειμένου να υπάρχει ευελιξία και ταυτοχρόνως να εξασφαλίζεται αφενός ότι η χρήση των εν λόγω εργαλείων υπόκειται στον κατάλληλο έλεγχο, ώστε να μη θίγεται η λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, και αφετέρου ότι η χρήση των εν λόγω εργαλείων είναι διαφανής και συνεπής.

    (16)

    Πέραν του εργαλείου της οδηγίας 2013/36/ΕΕ για προστασία από συστημικούς κινδύνους, όπου εγείρονται μακροπροληπτικοί ή συστημικοί κίνδυνοι σε ένα κράτος μέλος, οι αρμόδιες ή οι εντεταλμένες αρχές του σχετικού κράτους μέλους θα πρέπει να μπορούν να αντιμετωπίζουν τους εν λόγω κινδύνους με ορισμένα ειδικά εθνικά μακροπροληπτικά μέτρα, όταν αυτό ενδείκνυται περισσότερο προς τον σκοπό αυτό. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου («ΕΣΣΚ»), που συστάθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1092/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Νοεμβρίου 2010 (6) και η Ευρωπαϊκή Αρχή τραπεζών (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών) («ΕΑΤ»), που συστάθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Νοεμβρίου 2010 (7) θα πρέπει να μπορούν να γνωμοδοτούν σχετικά με την ύπαρξη ή όχι των απαραίτητων προϋποθέσεων για τέτοιου είδους εθνικά μακροπροληπτικά μέτρα, ενώ θα πρέπει να υπάρχει και ενωσιακός μηχανισμός για την αποτροπή της περαιτέρω εφαρμογής εθνικών μέτρων όταν υπάρχουν ισχυρά στοιχεία που καταδεικνύουν ότι οι σχετικές προϋποθέσεις δεν πληρούνται. Ενώ ο παρών κανονισμός καθιερώνει ομοιογενείς μικροπροληπτικούς κανόνες για τα ιδρύματα, τα κράτη μέλη διατηρούν τον πρωταρχικό ρόλο στην μακροπροληπτική επιτήρηση, λόγω της τεχνογνωσίας τους και λόγω των υφιστάμενων αρμοδιοτήτων τους σε θέματα χρηματοπιστωτικής σταθερότητας. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, καθώς η απόφαση λήψης εθνικών μακροπροληπτικών μέτρων περιλαμβάνει ορισμένες αξιολογήσεις περί κινδύνων οι οποίοι, εν τέλει, ενδέχεται να επηρεάζουν τη μακροοικονομική, φορολογική και δημοσιονομική κατάσταση του οικείου κράτους μέλους, είναι επιτακτική η ανάγκη εκχώρησης στο Συμβούλιο της εξουσίας να απορρίπτει τα προτεινόμενα εθνικά μακροπροληπτικά μέτρα, σύμφωνα με το άρθρο 291 της ΣΛΕΕ, ενεργώντας κατόπιν πρότασης της Επιτροπής.

    (17)

    Σε περίπτωση κατά την οποία η Επιτροπή υποβάλει στο Συμβούλιο πρόταση απόρριψης εθνικών μακροπροληπτικών μέτρων, το Συμβούλιο θα πρέπει να εξετάσει αμελλητί την εν λόγω πρόταση και να αποφασίσει εάν θα απορρίψει τα εθνικά μέτρα ή όχι. Η ψηφοφορία μπορεί να διεξάγεται σύμφωνα με τον εσωτερικό κανονισμό του Συμβουλίου (8), κατόπιν αιτήματος κράτους μέλους ή της Επιτροπής. Σύμφωνα με το άρθρο 296 ΣΛΕΕ, το Συμβούλιο θα πρέπει να αιτιολογήσει την απόφασή του όσον αφορά τις προϋποθέσεις που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό για την παρέμβασή του. Λαμβάνοντας υπόψη τη σημασία των μακροπροληπτικών και συστημικών κινδύνων για τη χρηματοπιστωτική αγορά του οικείου κράτους μέλους και, ως εκ τούτου, την ανάγκη ταχείας αντίδρασης, είναι σημαντικό να οριστεί η προθεσμία για τη λήψη της εν λόγω απόφασης από το Συμβούλιο στον ένα μήνα. Εάν το Συμβούλιο, αφού εξετάσει διεξοδικά την πρόταση της Επιτροπής για απόρριψη των προτεινόμενων εθνικών μέτρων, συμπεράνει ότι οι προϋποθέσεις που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό για την απόρριψη των εθνικών μέτρων δεν πληρούνται, θα πρέπει πάντα να αιτιολογεί με σαφή και μη διφορούμενο τρόπο.

    (18)

    Έως την εναρμόνιση των απαιτήσεων ρευστότητας το 2015 και την εναρμόνιση του δείκτη μόχλευσης το 2018, τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να εφαρμόζουν τα εν λόγω μέτρα όπως κρίνουν σκόπιμο, περιλαμβανομένων των μέτρων για τη μείωση του μακροπροληπτικού ή συστημικού κινδύνου σε συγκεκριμένο κράτος μέλος.

    (19)

    Θα πρέπει να είναι δυνατόν να εφαρμόζονται αποθέματα ασφαλείας συστημικού κινδύνου ή μεμονωμένα μέτρα που λαμβάνονται από κράτη μέλη για την αντιμετώπιση των συστημικών κινδύνων που απειλούν τα εν λόγω κράτη μέλη στον τραπεζικό τομέα γενικά ή σε ένα ή περισσότερα υποσύνολά του, δηλαδή σε υποσύνολα ιδρυμάτων που παρουσιάζουν παρόμοια προφίλ κινδύνου στις επιχειρηματικές τους δραστηριότητες, ή στα ανοίγματα έναντι ενός ή περισσότερων εγχώριων οικονομικών ή γεωγραφικών τομέων σε ολόκληρο τον τραπεζικό τομέα.

    (20)

    Εάν οι εντεταλμένες αρχές δύο ή περισσότερων κρατών μελών διαπιστώσουν τις ίδιες μεταβολές στην ένταση των συστημικών ή μακροπροληπτικών κινδύνων που απειλούν τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα σε εθνικό επίπεδο σε κάθε κράτος μέλος και κρίνουν ότι ενδείκνυται η αντιμετώπιση με εθνικά μέτρα, τα κράτη μέλη μπορούν να υποβάλλουν κοινή κοινοποίηση στο Συμβούλιο, την Επιτροπή, το ΕΣΣΚ και την ΕΑΤ. Κατά την κοινοποίηση προς το Συμβούλιο, την Επιτροπή, το ΕΣΣΚ και την ΕΑΤ, τα κράτη μέλη θα πρέπει να υποβάλλουν τα σχετικά στοιχεία, περιλαμβανομένου του λόγου της κοινής κοινοποίησης.

    (21)

    Η Επιτροπή θα πρέπει να μπορεί επιπλέον να εγκρίνει κατ’ εξουσιοδότηση πράξη για την προσωρινή αύξηση του επιπέδου των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων, των απαιτήσεων για τα μεγάλα χρηματοδοτικά ανοίγματα και των απαιτήσεων για τη δημοσιοποίηση πληροφοριών. Οι σχετικές διατάξεις θα πρέπει να ισχύουν για περίοδο ενός έτους, εκτός εάν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο αντιταχθούν στην κατ’ εξουσιοδότηση πράξη εντός τριών μηνών. Η Επιτροπή θα πρέπει να αναφέρει τους λόγους για τους οποίους καταφεύγει σε αυτήν τη διαδικασία. Η Επιτροπή θα πρέπει να μπορεί να επιβάλλει αυστηρότερες απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας μόνο για ανοίγματα που προκύπτουν από τις εξελίξεις στην αγορά εντός ή εκτός της Ένωσης και επηρεάζουν όλα τα κράτη μέλη.

    (22)

    Η επανεξέταση των μακροπροληπτικών κανόνων δικαιολογείται ώστε να μπορεί η Επιτροπή να εκτιμήσει, μεταξύ άλλων, εάν τα μακροπροληπτικά εργαλεία που περιλαμβάνονται στον παρόντα κανονισμό ή την οδηγία 2013/36/ΕΕ είναι αποδοτικά, αποτελεσματικά και διαφανή, εάν θα πρέπει να προταθούν νέα μέσα, εάν η κάλυψη και οι ενδεχόμενοι βαθμοί αλληλεπικάλυψης των μακροπροληπτικών εργαλείων κατά παρόμοιων κινδύνων στον παρόντα κανονισμό ή την οδηγία οδηγία 2013/36/ΕΕ είναι κατάλληλοι και πώς τα διεθνώς συμφωνηθέντα πρότυπα για συστημικώς σημαντικά ιδρύματα αλληλεπιδρούν με τον παρόντα κανονισμό ή την οδηγία οδηγία 2013/36/ΕΕ.

    (23)

    Σε περίπτωση που τα κράτη μέλη θεσπίσουν κατευθυντήριες γραμμές γενικής εμβέλειας, ιδιαίτερα σε τομείς όπου εκκρεμεί η έγκριση σχεδίων τεχνικών προτύπων από την Επιτροπή, οι εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές δεν θα αντίκεινται στη νομοθεσία της Ένωσης ούτε θα υπονομεύουν την εφαρμογή της.

    (24)

    Ο παρών κανονισμός δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να επιβάλουν, όπου απαιτείται, ισοδύναμες απαιτήσεις σε επιχειρήσεις που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του.

    (25)

    Οι γενικές απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας που θεσπίζονται με τον παρόντα κανονισμό συμπληρώνονται από ξεχωριστές ρυθμίσεις που θεσπίζονται από τις αρμόδιες αρχές ως αποτέλεσμα του συνεχούς εποπτικού τους ελέγχου σε κάθε ίδρυμα. Η εμβέλεια των εν λόγω εποπτικών ρυθμίσεων θα πρέπει, μεταξύ άλλων, να προβλέπεται στην οδηγία 2013/36/ΕΕ, καθώς οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να μπορούν να εφαρμόζουν τις αποφάσεις τους ως προς τις ρυθμίσεις που θα πρέπει να επιβληθούν.

    (26)

    Ο παρών κανονισμός δεν επηρεάζει την ικανότητα των αρμόδιων αρχών να επιβάλλουν ειδικές απαιτήσεις βάσει της διαδικασίας εποπτικού ελέγχου και αξιολόγησης που ορίζεται στην οδηγία 2013/36/ΕΕ, οι οποίες θα πρέπει να είναι προσαρμοσμένες στο ειδικό προφίλ κινδύνου των ιδρυμάτων.

    (27)

    Στόχος του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 είναι η αναβάθμιση της ποιότητας και της συνέπειας της εθνικής εποπτείας και η ενίσχυση της επιτήρησης των διασυνοριακών ομίλων.

    (28)

    Δεδομένης της αύξησης του αριθμού των καθηκόντων που ανατέθηκαν στην ΕΑΤ από τον παρόντα κανονισμό και την οδηγία 2013/36/ΕΕ, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και η Επιτροπή θα πρέπει να διασφαλίσουν ότι θα διατεθούν χωρίς καθυστέρηση επαρκείς ανθρώπινοι και χρηματοδοτικοί πόροι.

    (29)

    Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 επιβάλλει στην ΕΑΤ να ενεργεί στο πλαίσιο του πεδίου εφαρμογής των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ. Η ΕΑΤ οφείλει επίσης να ενεργεί στο πεδίο των δραστηριοτήτων των ιδρυμάτων όσον αφορά ζητήματα τα οποία δεν καλύπτονται άμεσα στις εν λόγω οδηγίες, υπό τον όρο ότι οι ενέργειές της είναι αναγκαίες για τη διασφάλιση της αποτελεσματικής και συνεπούς εφαρμογής των εν λόγω διατάξεων. Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη του τον ρόλο και τη λειτουργία της ΕΑΤ και να διευκολύνει την άσκηση των αρμοδιοτήτων της ΕΑΤ που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

    (30)

    Κατόπιν της περιόδου παρακολούθησης και της πλήρους εφαρμογής της απαίτησης για την κάλυψη κινδύνου ρευστότητας σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, η Επιτροπή θα πρέπει να εκτιμήσει αν η εκχώρηση στην ΕΑΤ της δυνατότητας να παρεμβαίνει εξ ιδίας πρωτοβουλίας, στο πλαίσιο δεσμευτικής διαμεσολάβησης, όσον αφορά τη λήψη κοινών αποφάσεων από τις αρμόδιες αρχές κατά τα άρθρα 20 και 21 του παρόντος κανονισμού θα διευκόλυνε στην ουσία τη δημιουργία και τη λειτουργία αυτόνομων οντοτήτων διαχείρισης του κινδύνου ρευστότητας, καθώς και τη διαπίστωση αν πληρούνται ή όχι τα κριτήρια ειδικής μεταχείρισης εντός ομίλου για τα διασυνοριακά ιδρύματα. Ως εκ τούτου, εκείνη τη χρονική στιγμή, στο πλαίσιο μίας εκ των τακτικών εκθέσεων περί λειτουργίας της ΕΑΤ κατά το άρθρο 81 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, η Επιτροπή θα πρέπει να εξετάσει συγκεκριμένα την ανάγκη εκχώρησης τέτοιων εξουσιών στην ΕΑΤ και να συμπεριλάβει τα αποτελέσματα της εν λόγω εξέτασης στην έκθεσή της, που θα πρέπει να συνοδεύεται από τις δέουσες νομοθετικές προτάσεις, κατά περίπτωση.

    (31)

    Η έκθεση de Larosière δήλωσε ότι η μικροπροληπτική εποπτεία δεν μπορεί να διαφυλάξει αποτελεσματικά τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα χωρίς να λαμβάνει επαρκώς υπόψη τις εξελίξεις στο μακροοικονομικό επίπεδο, ενώ η μακροπροληπτική επίβλεψη έχει νόημα μόνον όταν μπορεί κατά κάποιον τρόπο να επηρεάσει την εποπτεία σε μικροοικονομικό επίπεδο. Για να είναι πλήρως αποτελεσματική η λειτουργία του ΕΣΣΚ και η εκ των υστέρων παρακολούθηση των προειδοποιήσεων και των συστάσεών του, είναι απαραίτητη η στενή συνεργασία μεταξύ της ΕΑΤ και του ΕΣΣΚ. Ειδικότερα, η ΕΑΤ θα πρέπει να μπορεί να διαβιβάζει στο ΕΣΣΚ όλες τις σχετικές πληροφορίες που συλλέγουν οι αρμόδιες αρχές σύμφωνα με τις υποχρεώσεις υποβολής στοιχείων που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό.

    (32)

    Έχοντας κατά νου τις καταστροφικές συνέπειες της πρόσφατης χρηματοπιστωτικής κρίσης, γενικοί στόχοι του παρόντος κανονισμού είναι η ενθάρρυνση οικονομικά χρήσιμων τραπεζικών δραστηριοτήτων που υπηρετούν το γενικό συμφέρον και η αποθάρρυνση της μη βιώσιμης χρηματοπιστωτικής κερδοσκοπίας που δεν επιφέρει πραγματικά πρόσθετα οφέλη. Τούτο προϋποθέτει εκτεταμένη αναδιαμόρφωση των τρόπων διοχέτευσης των αποταμιεύσεων στις παραγωγικές επενδύσεις. Για να διασφαλίζεται ένα βιώσιμο και ποικιλόμορφο τραπεζικό περιβάλλον στην Ένωση, θα πρέπει να δοθεί στις αρμόδιες αρχές η εξουσία να επιβάλλουν υψηλότερες κεφαλαιακές απαιτήσεις στα συστημικώς σημαντικά ιδρύματα που, λόγω των τραπεζικών δραστηριοτήτων τους, μπορούν να εγείρουν απειλές για την παγκόσμια οικονομία.

    (33)

    Επιβάλλεται να είναι ισότιμες οι οικονομικές απαιτήσεις για τα ιδρύματα που διακρατούν χρηματικά διαθέσιμα ή τίτλους για λογαριασμό πελατών τους για την εξασφάλιση όμοιων εγγυήσεων στους αποταμιευτές και ίσων όρων ανταγωνισμού μεταξύ συγκρίσιμων ομίλων ιδρυμάτων.

    (34)

    Δεδομένου ότι τα ιδρύματα υπόκεινται, εντός της εσωτερικής αγοράς, σε άμεσο ανταγωνισμό, οι προϋποθέσεις παρακολούθησης θα πρέπει να είναι ισοδύναμες ανά την Ένωση, λαμβάνοντας υπόψη τα διαφορετικά προφίλ κινδύνου των ιδρυμάτων.

    (35)

    Οσάκις, στο πλαίσιο της εποπτείας, είναι αναγκαίο να προσδιοριστεί το ποσό των ενοποιημένων ιδίων κεφαλαίων ομίλου ιδρυμάτων ο υπολογισμός θα πρέπει να γίνεται σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.

    (36)

    Σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, οι απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων ισχύουν σε ατομική και ενοποιημένη βάση, εκτός εάν οι αρμόδιες αρχές δεν εποπτεύουν σε ατομική βάση, εφόσον κρίνουν σκόπιμο. Η εποπτεία σε ατομική βάση, η ενοποιημένη εποπτεία και η διασυνοριακή ενοποιημένη εποπτεία αποτελούν χρήσιμα μέσα επιτήρησης των ιδρυμάτων.

    (37)

    Προκειμένου να εξασφαλιστεί επαρκής φερεγγυότητα για ιδρύματα που ανήκουν σε ομίλους επιχειρήσεων, επιβάλλεται οι κεφαλαιακές απαιτήσεις να ισχύουν στη βάση της ενοποιημένης οικονομικής κατάστασης των εν λόγω ιδρυμάτων στον όμιλο. Προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι τα κεφάλαια έχουν κατανεμηθεί δεόντως εντός του ομίλου και είναι διαθέσιμα για την προστασία των καταθέσεων εφόσον χρειαστεί, οι κεφαλαιακές απαιτήσεις θα πρέπει να ισχύουν για καθένα από τα ιδρύματα εντός ομίλου, εκτός εάν ο στόχος αυτός είναι δυνατόν να επιτευχθεί αποτελεσματικά με άλλον τρόπο.

    (38)

    Τα δικαιώματα μειοψηφίας που δημιουργούνται από ενδιάμεσες χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών που υπόκεινται στις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού σε υποενοποιημένη βάση μπορεί επίσης να είναι επιλέξιμα αποδεκτά, (εντός των σχετικών ορίων), στο ως κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 του ομίλου σε ενοποιημένη βάση, καθόσον το κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 ενδιάμεσης χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών που αποδίδεται στα δικαιώματα μειοψηφίας και το μέρος του ίδιου κεφαλαίου που αποδίδεται στη μητρική εταιρεία στηρίζουν αμφότερα με την αυτή προτεραιότητα τις απώλειες ζημιές των θυγατρικών τους, όταν επέρχονται.

    (39)

    Η ακριβής λογιστική μέθοδος για τον προσδιορισμό των ιδίων κεφαλαίων, την επάρκειά τους σε σχέση με τον κίνδυνο στον οποίο εκτίθεται ένα ίδρυμα και την αξιολόγηση της συγκέντρωσης των ανοιγμάτων θα πρέπει να συνεκτιμά τις διατάξεις της οδηγίας 86/635/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 8ης Δεκεμβρίου 1986 για τους ετήσιους και τους ενοποιημένους λογαριασμούς των τραπεζών και λοιπών άλλων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων (9), στην οποία έχουν ενσωματωθεί ορισμένες προσαρμογές των διατάξεων της έβδομης οδηγίας 83/349/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 13ης Ιουνίου 1983 για τους ενοποιημένους λογαριασμούς (10), ή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1606/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 19ης Ιουλίου 2002 για την εφαρμογή διεθνών λογιστικών προτύπων (11), αναλόγως του ποιο διέπει τη λογιστική των ιδρυμάτων βάσει του εθνικού δικαίου.

    (40)

    Προκειμένου να εξασφαλιστεί επαρκής φερεγγυότητα, είναι σημαντικό να θεσπιστούν κεφαλαιακές απαιτήσεις που σταθμίζουν στοιχεία του ενεργητικού και στοιχεία εκτός ισολογισμού ανάλογα με τον βαθμό κινδύνου.

    (41)

    Στις 26 Ιουνίου 2004, η Επιτροπή Τραπεζικής Εποπτείας της Βασιλείας (BCBS) εξέδωσε συμφωνία-πλαίσιο για τη διεθνή σύγκλιση των διατάξεων περί επάρκειας κεφαλαίου και κεφαλαιακών απαιτήσεων («πλαίσιο Βασιλείας ΙΙ»). Οι διατάξεις των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ που έχουν ενσωματωθεί στον παρόντα κανονισμό είναι ισοδύναμες με τις διατάξεις του πλαισίου της Βασιλείας ΙΙ. Κατά συνέπεια, ενσωματώνοντας τα συμπληρωματικά στοιχεία του πλαισίου της Βασιλείας III, ο παρών κανονισμός αποτελεί ισοδύναμο πλαίσιο με τις διατάξεις των πλαισίων της Βασιλείας ΙΙ και της Βασιλείας ΙΙΙ.

    (42)

    Είναι σημαντικό να ληφθεί υπόψη η ποικιλομορφία των ιδρυμάτων στην Ένωση, παρέχοντας εναλλακτικές προσεγγίσεις υπολογισμού των κεφαλαιακών απαιτήσεων για πιστωτικό κίνδυνο, οι οποίες ενσωματώνουν διαφορετικά επίπεδα ευαισθησίας κινδύνου και απαιτούν διαφορετικά επίπεδα πολυπλοκότητας. Η χρήση εξωτερικών πιστοληπτικών διαβαθμίσεων και εκτιμήσεων των ίδιων των ιδρυμάτων όσον αφορά μεμονωμένες παραμέτρους πιστωτικού κινδύνου αποτελεί σημαντική βελτίωση όσον αφορά την ευαισθησία κινδύνου και την ορθότητα, από άποψη προληπτικής εποπτείας, των κανόνων περί πιστωτικού κινδύνου. Τα ιδρύματα θα πρέπει να ενθαρρύνονται να υιοθετούν προσεγγίσεις μεγαλύτερης ευαισθησίας ως προς τον κίνδυνο. Κατά την παραγωγή των εκτιμήσεων που απαιτούνται για την εφαρμογή των προβλεπόμενων στον παρόντα κανονισμό προσεγγίσεων του πιστωτικού κινδύνου, τα ιδρύματα θα πρέπει να εμπλουτίσουν τις διαδικασίες μέτρησης και διαχείρισης του πιστωτικού κινδύνου τους, ώστε να υπάρχουν μέθοδοι προσδιορισμού των κανονιστικών απαιτήσεων περί ιδίων κεφαλαίων που αντανακλούν τη φύση, το μέγεθος και την πολυπλοκότητα των διαδικασιών των μεμονωμένων ιδρυμάτων. Εν προκειμένω, η επεξεργασία δεδομένων σε σχέση με τη δημιουργία και τη διαχείριση ανοιγμάτων έναντι πελατών θα πρέπει να θεωρείται ως συμπεριλαμβάνουσα την ανάπτυξη και επικύρωση των συστημάτων μέτρησης και διαχείρισης του πιστωτικού κινδύνου. Τούτο εξυπηρετεί τόσο την υλοποίηση των νόμιμων συμφερόντων των ιδρυμάτων, όσο και την επίτευξη του στόχου του παρόντος κανονισμού για την εφαρμογή βελτιωμένων μεθόδων μέτρησης και διαχείρισης του κινδύνου, οι οποίες θα αξιοποιούνται, μεταξύ άλλων, και για την κανονιστική ρύθμιση των κεφαλαιακών απαιτήσεων. Ανεξάρτητα από τα ανωτέρω, οι προσεγγίσεις μεγαλύτερης ευαισθησίας ως προς τον κίνδυνο απαιτούν σημαντική τεχνογνωσία και πόρους, καθώς και επαρκή όγκο δεδομένων υψηλής

    (43)

    Οι κεφαλαιακές απαιτήσεις θα πρέπει να είναι αναλογικές προς τους κινδύνους τους οποίους προορίζονται να αντιμετωπίσουν. Συγκεκριμένα, η μείωση των επιπέδων κινδύνου που απορρέει από την ανάληψη μεγάλου αριθμού σχετικά μικρών ανοιγμάτων θα πρέπει να αντικατοπτρίζεται στις απαιτήσεις.

    (44)

    Οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις (ΜΜΕ) είναι ένας από τους πυλώνες της ευρωπαϊκής ενωσιακής οικονομίας, δεδομένου του θεμελιώδους ρόλου τους στη οικονομική ανάπτυξη και την παροχή απασχόλησης. Η ανάκαμψη και η μελλοντική ανάπτυξη της ευρωπαϊκής ενωσιακή οικονομίας εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τη διαθεσιμότητα κεφαλαίου και τη χρηματοδότηση προς τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις ΜΜΕ που είναι εγκατεστημένες στηςν ΕΕ Ένωση προκειμένου να διεκπεραιωθούν οι δέουσες επενδύσεις σε νέες τεχνολογίες και εξοπλισμό, με σκοπό την αύξηση της ανταγωνιστικότητάς τους. Ο περιορισμένος αριθμός εναλλακτικών πηγών χρηματοδότησης έκανε τις ΜΜΕ που είναι εγκατεστημένες στην Ένωση της ΕΕ ακόμη πιο ευαίσθητες στον αντίκτυπο της τραπεζικής κρίσης. Ως εκ τούτου, είναι σημαντικό να καλυφθεί το υπάρχον χρηματοδοτικό κενό για τις ΜΜΕ και να διασφαλιστεί η δέουσα ροή τραπεζικών πιστώσεων προς τις ΜΜΕ υπό τις παρούσες συγκυρίες. Οι κεφαλαιακές επιβαρύνσεις για ανοίγματα προς ΜΜΕ θα πρέπει να μειωθούν μέσω της εφαρμογής συντελεστή υποστήριξης ίσου με 0,7619, προκειμένου τα πιστωτικά ιδρύματα να μπορούν να αυξήσουν τον δανεισμό προς τις ΜΜΕ. Προς επίτευξη αυτού του σκοπού, τα πιστωτικά ιδρύματα θα πρέπει να αξιοποιούν την κεφαλαιακή αρωγή που προκύπτει από την εφαρμογή του συντελεστή υποστήριξης με αποκλειστικό σκοπό την παροχή επαρκούς ροής πιστώσεων προς τις ΜΜΕ που είναι εγκατεστημένες στην Ένωση της ΕΕ. Οι εποπτικές αρμόδιες αρχές θα πρέπει να παρακολουθούν περιοδικά το συνολικό ποσό των ανοιγμάτων των πιστωτικών ιδρυμάτων προς τις ΜΜΕ και το συνολικό ποσό της κεφαλαιακή μείωσης.

    (45)

    Σύμφωνα με την απόφαση της BCBS, η οποία προσυπογράφηκε από την GHOS στις 10 Ιανουαρίου 2011, όλα τα πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 και τα μέσα της κατηγορίας 2 ενός ιδρύματος θα πρέπει να παρέχουν δυνατότητα πλήρους και μόνιμης μείωσης της ονομαστικής αξίας ή μετατροπής σε κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 κατά τη χρονική στιγμή της μη βιωσιμότητας του ιδρύματος. Οι απαραίτητες διατάξεις που διασφαλίζουν ότι τα μέσα ιδίων κεφαλαίων υπόκεινται στον μηχανισμό απορρόφησης πρόσθετων ζημιών, θα πρέπει να ενσωματωθούν στο ενωσιακό δίκαιο ως μέρος των απαιτήσεων που αφορούν την ανάκαμψη και την εξυγίανση των ιδρυμάτων. Εάν δεν έχει εκδοθεί έως την 31η Δεκεμβρίου 2015 το ενωσιακό δίκαιο που διέπει την απαίτηση της δυνατότητας πλήρους και μόνιμης μείωσης της ονομαστικής αξίας του κεφαλαίου σε μηδενικά επίπεδα ή μετατροπής των κεφαλαιακών μέσων σε μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 όταν ένα ίδρυμα δεν θεωρείται πλέον βιώσιμο, η Επιτροπή θα πρέπει να εξετάσει και να αναφέρει εάν θα έπρεπε να συμπεριληφθεί σχετική πρόβλεψη στον παρόντα κανονισμό και, εν όψει της εν λόγω εξέτασης, να υποβάλει τις δέουσες νομοθετικές προτάσεις.

    (46)

    Οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού τηρούν την αρχή της αναλογικότητας, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη την ποικιλομορφία των ιδρυμάτων και από άποψη μεγέθους, κλίμακας εργασιών και εύρους δραστηριοτήτων. Η τήρηση της αρχής της αναλογικότητας σημαίνει επίσης ότι για τα ανοίγματα λιανικής τραπεζικής αναγνωρίζονται, ακόμη και στην προσέγγιση των εσωτερικών διαβαθμίσεων («προσέγγιση IRB»), οι όσο το δυνατόν απλούστερες διαδικασίες διαβάθμισης. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι απαιτήσεις που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό ισχύουν κατά τρόπο αναλογικό προς τη φύση, το μέγεθος και την πολυπλοκότητα των κινδύνων που σχετίζονται με το επιχειρηματικό μοντέλο και τις δραστηριότητες ενός ιδρύματος. Η Επιτροπή μεριμνά ώστε οι κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις, οι εκτελεστικές πράξεις, τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα και τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα να διέπονται από την αρχή της αναλογικότητας, διασφαλίζοντας την αναλογική εφαρμογή του παρόντος κανονισμού. Συνεπώς, η ΕΑΤ διασφαλίζει ότι όλα τα ρυθμιστικά και εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα σχεδιάζονται κατά τρόπο ώστε να συνάδουν με την αρχή της αναλογικότητας και να την τηρούν.

    (47)

    Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να προσέξουν ιδιαίτερα τις περιπτώσεις κατά τις οποίες υποπτεύονται ότι οι πληροφορίες κρίνονται ως αποκλειστικές ή εμπιστευτικές προκειμένου να αποφευχθεί η δημοποίηση των εν λόγω πληροφοριών. Μολονότι ένα ίδρυμα μπορεί να επιλέξει να μην δημοσιοποιήσει πληροφορίες εάν κρίνονται ως αποκλειστικές ή εμπιστευτικές, το γεγονός της αξιολόγησης των πληροφοριών ως αποκλειστικών ή εμπιστευτικών δεν θα πρέπει να μειώνει την ευθύνη που προκύπτει από τη μη δημοσιοποίηση των εν λόγω πληροφοριών όταν αυτή η μη δημοσιοποίηση αποδεδειγμένα έχει ουσιώδη αντίκτυπο.

    (48)

    Η «εξελικτική» φύση του παρόντος κανονισμού παρέχει στα ιδρύματα τη δυνατότητα επιλογής μεταξύ τριών προσεγγίσεων του πιστωτικού κινδύνου κυμαίνουσας πολυπλοκότητας. Προκειμένου να δοθεί η δυνατότητα, ειδικά στα μικρά ιδρύματα και, να επιλέξουν την πιο ευαίσθητη σε θέματα κινδύνων προσέγγιση IRB, οι σχετικές διατάξεις θα πρέπει να ερμηνεύονται με την έννοια ότι οι κατηγορίες ανοιγμάτων περιλαμβάνουν όλα τα ανοίγματα που εξισώνονται άμεσα ή έμμεσα με αυτές στο σύνολο του παρόντος κανονισμού. Γενικά, οι αρμόδιες αρχές δεν θα πρέπει να μεροληπτούν υπέρ οποιασδήποτε εκ των τριών προσεγγίσεων όσον αφορά τη διαδικασία εποπτικής αξιολόγησης, δηλαδή τα ιδρύματα που λειτουργούν σύμφωνα με τις διατάξεις της τυποποιημένης προσέγγισης δεν θα πρέπει να υπόκεινται σε αυστηρότερη εποπτεία για αυτόν τον λόγο και μόνο.

    (49)

    Οι τεχνικές μείωσης του πιστωτικού κινδύνου θα πρέπει να τυγχάνουν μεγαλύτερης αναγνώρισης, σε πλαίσιο κανόνων σχεδιασμένο να διασφαλίζει ότι η φερεγγυότητα δεν υπονομεύεται από την ελλιπή αναγνώριση. Στο μέτρο του δυνατού, θα πρέπει να αναγνωρίζονται στην τυποποιημένη προσέγγιση, αλλά και στις άλλες προσεγγίσεις, οι ισχύουσες τυπικές τραπεζικές εξασφαλίσεις των κρατών μελών για τη μείωση των πιστωτικών κινδύνων.

    (50)

    Προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι οι κίνδυνοι και οι μειώσεις των κινδύνων που απορρέουν από δραστηριότητες τιτλοποίησης και από επενδύσεις των ιδρυμάτων αντικατοπτρίζονται δεόντως στις κεφαλαιακές απαιτήσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων και των επιχειρήσεων επενδύσεων, είναι ανάγκη να συμπεριληφθούν κανόνες που προβλέπουν την βάσει ευαισθησίας κινδύνου και προληπτικώς ορθή μεταχείριση των εν λόγω δραστηριοτήτων και επενδύσεων. Προς αυτόν τον σκοπό απαιτείται ένας σαφής και περιεκτικός ορισμός της τιτλοποίησης, ο οποίος θα περιλαμβάνει κάθε πράξη ή πρόγραμμα όπου ο πιστωτικός κίνδυνος που συνδέεται με ένα άνοιγμα ή ομάδα ανοιγμάτων τμηματοποιείται. Άνοιγμα από το οποίο προκύπτει υποχρέωση άμεσης πληρωμής για πράξη ή πρόγραμμα που εκτελείται για τη χρηματοδότηση ή αξιοποίηση ενσώματων περιουσιακών στοιχείων δεν θα πρέπει να θεωρείται ως άνοιγμα σε τιτλοποίηση, ακόμη και αν η πράξη ή το πρόγραμμα έχει υποχρεώσεις πληρωμής διαφορετικής εξοφλητικής προτεραιότητας.

    (51)

    Παράλληλα με την εποπτεία, η οποία αποσκοπεί στη διασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, υπάρχει ανάγκη μηχανισμών που σχεδιάστηκαν για την ενίσχυση και την ανάπτυξη αποτελεσματικής εποπτείας και πρόληψης πιθανών σοβαρών υπερτιμήσεων, προκειμένου να διασφαλίζεται η βέλτιστη κατανομή του κεφαλαίου στο πλαίσιο των μακροοικονομικών προκλήσεων και στόχων, ιδιαίτερα όσον αφορά τις μακροπρόθεσμες επενδύσεις στην πραγματική οικονομία.

    (52)

    Ο λειτουργικός κίνδυνος είναι σημαντικός κίνδυνος για τα ιδρύματα και απαιτεί κάλυψη με ίδια κεφάλαια. Είναι σημαντικό να ληφθεί υπόψη η ποικιλομορφία των ιδρυμάτων στην Ένωση, παρέχοντας εναλλακτικές προσεγγίσεις υπολογισμού των απαιτήσεων για λειτουργικούς κινδύνους, οι οποίες ενσωματώνουν διαφορετικά επίπεδα ευαισθησίας κινδύνου και απαιτούν διαφορετικά επίπεδα πολυπλοκότητας. Θα πρέπει να παρέχονται τα κατάλληλα κίνητρα στα ιδρύματα, ούτως ώστε να υιοθετούν προσεγγίσεις μεγαλύτερης ευαισθησίας ως προς τους κινδύνους. Λαμβανομένης υπόψη της πρώιμης φάσης των μεθόδων μέτρησης και διαχείρισης λειτουργικών κινδύνων, οι κανόνες θα πρέπει να επανεξετάζονται και να επικαιροποιούνται δεόντως, μεταξύ άλλων, όσον αφορά τις απαιτήσεις για διαφορετικές επιχειρηματικές δραστηριότητες και την αναγνώριση των τεχνικών μείωσης κινδύνων. Ως προς το θέμα αυτό, θα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη έμφαση στη συνεκτίμηση της ασφάλισης στις απλές προσεγγίσεις υπολογισμού των κεφαλαιακών απαιτήσεων για λειτουργικούς κινδύνους.

    (53)

    Η παρακολούθηση και ο έλεγχος των ανοιγμάτων ενός ιδρύματος θα πρέπει να αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της εποπτείας τους. Συνεπώς, η υπερβολική συγκέντρωση ανοιγμάτων σε έναν μόνο πελάτη ή σε μία μόνο ομάδα συνδεδεμένων πελατών μπορεί να οδηγήσει σε μη αποδεκτό κίνδυνο επέλευσης ζημιών. Μια τέτοια κατάσταση μπορεί να θεωρηθεί επιζήμια για τη φερεγγυότητα ενός ιδρύματος.

    (54)

    Προκειμένου να εντοπιστεί η ύπαρξη ομάδας συνδεδεμένων πελατών και συνεπώς ανοιγμάτων που συνιστούν ενιαίο κίνδυνο, είναι σημαντικό να λαμβάνονται επίσης υπόψη οι κίνδυνοι που προκύπτουν από κοινή πηγή εκτεταμένης χρηματοδότησης που παρέχεται από το ίδιο το ίδρυμα, τον χρηματοοικονομικό τους όμιλο ή τους συνδεδεμένους τους εταίρους.

    (55)

    Ενώ είναι επιθυμητό να βασίζεται ο υπολογισμός της αξίας του ανοίγματος σε εκείνη που προβλέπεται για τους σκοπούς των απαιτήσεων σε ίδια κεφάλαια, ενδείκνυται η θέσπιση κανόνων για την παρακολούθηση μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων χωρίς να εφαρμόζονται συντελεστές στάθμισης κινδύνου ή βαθμοί κινδύνου. Επιπλέον, οι τεχνικές μείωσης πιστωτικού κινδύνου που εφαρμόζονται στο καθεστώς φερεγγυότητας σχεδιάστηκαν με την υπόθεση ότι ο πιστωτικός κίνδυνος είναι αρκετά διαφοροποιημένος. Στην περίπτωση μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων, όπου αντιμετωπίζεται ο κίνδυνος συγκέντρωσης σε μία μόνο επιχείρηση, ο πιστωτικός κίνδυνος δεν είναι αρκετά διαφοροποιημένος. Ως εκ τούτου, οι συνέπειες αυτών των τεχνικών θα πρέπει να υπόκεινται σε προληπτικές δικλίδες προστασίας. Στο πλαίσιο αυτό, επιβάλλεται να υπάρχει πρόβλεψη για την αποτελεσματική επανείσπραξη της πιστωτικής προστασίας έναντι των μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων.

    (56)

    Δεδομένου ότι η ζημία που προκύπτει από χρηματοδοτικό άνοιγμα σε ίδρυμα μπορεί να είναι εξίσου σοβαρή με τη ζημία από οποιοδήποτε άλλο άνοιγμα, αυτά τα ανοίγματα θα πρέπει να αντιμετωπίζονται και να δηλώνονται όπως όλα τα άλλα ανοίγματα. Για να μετριαστούν οι δυσανάλογες επιπτώσεις της προσέγγισης αυτής στα μικρότερα ιδρύματα, καθιερώθηκε εναλλακτικό ποσοτικό όριο. Επιπλέον, εξαιρούνται τα πολύ βραχυπρόθεσμα ανοίγματα που σχετίζονται με μεταβίβαση χρηματικών ποσών, συμπεριλαμβανομένων των υπηρεσιών πληρωμής, εκκαθάρισης, διακανονισμού και φύλαξης προς πελάτες, ώστε να διευκολύνεται η ομαλή λειτουργία των χρηματοοικονομικών αγορών και των σχετικών υποδομών. Οι υπηρεσίες αυτές καλύπτουν, για παράδειγμα, την εκτέλεση πράξεων εκκαθάρισης και διακανονισμού σε μετρητά και παρόμοιων δραστηριοτήτων διευκόλυνσης διακανονισμών. Τα σχετικά ανοίγματα περιλαμβάνουν ανοίγματα που δεν ήταν δυνατόν να προβλεφθούν και συνεπώς δεν ελέγχονται πλήρως από το πιστωτικό ίδρυμα, όπως, μεταξύ άλλων, υπόλοιπα σε διατραπεζικούς λογαριασμούς που προκύπτουν από πληρωμές πελατών, περιλαμβανομένων των προμηθειών ή τόκων που πιστώνονται ή χρεώνονται, άλλες πληρωμές για υπηρεσίες προς πελάτες, καθώς και εξασφαλίσεις που δίδονται ή λαμβάνονται.

    (57)

    Είναι σημαντική η ευθυγράμμιση των συμφερόντων των επιχειρήσεων που «επανασυσκευάζουν» δάνεια σε διαπραγματεύσιμους τίτλους και άλλα χρηματοπιστωτικά μέσα (μεταβιβάζοντα ή ανάδοχα ιδρύματα) και των επιχειρήσεων που επενδύουν σε αυτούς τους τίτλους ή αυτά τα μέσα (επενδυτές). Για να επιτευχθεί αυτό, το μεταβιβάζον ή ανάδοχο ίδρυμα θα πρέπει να διατηρεί σημαντική συμμετοχή στα υποκείμενα στοιχεία ενεργητικού. Ως εκ τούτου, είναι σημαντικό να διατηρούν τα μεταβιβάζοντα ή ανάδοχα ιδρύματα άνοιγμα στον κίνδυνο των εν λόγω δανείων. Γενικότερα, οι πράξεις τιτλοποίησης δεν θα πρέπει να διαρθρώνονται κατά τρόπο ώστε να αποφεύγεται η εφαρμογή της απαίτησης διατήρησης, ιδίως μέσω οιασδήποτε διάρθρωσης μέσω προμήθειας ή τέλους ή και των δύο. Η διατήρηση αυτή θα πρέπει να εφαρμόζεται οπουδήποτε εφαρμόζεται η οικονομική ουσία της τιτλοποίησης, ανεξαρτήτως των νομικών δομών ή μέσων που χρησιμοποιούνται για την επίτευξη αυτής της οικονομικής ουσίας. Ειδικότερα, σε περιπτώσεις κατά τις οποίες ο πιστωτικός κίνδυνος μεταφέρεται μέσω τιτλοποίησης, οι επενδυτές θα πρέπει να λαμβάνουν τις αποφάσεις τους μόνον αφού έχουν επιδείξει δέουσα επιμέλεια κατά την πραγματοποίηση οικονομικών ελέγχων, για τους οποίους χρειάζονται επαρκείς πληροφορίες σχετικά με τις τιτλοποιήσεις.

    (58)

    Το ισχύον πλαίσιο προβλέπει επίσης ότι δεν πρέπει να υπάρχει πολλαπλή εφαρμογή των απαιτήσεων διατήρησης. Για οποιαδήποτε συγκεκριμένη τιτλοποίηση, αρκεί να υπόκειται στην απαίτηση μόνο το μεταβιβάζον ίδρυμα, το ανάδοχο ίδρυμα ή ο αρχικός δανειοδότης. Ομοίως, όταν οι πράξεις τιτλοποίησης εμπεριέχουν άλλες τιτλοποιήσεις ως υποκείμενες, η υποχρέωση διατήρησης θα πρέπει να εφαρμόζεται μόνο στην τιτλοποίηση που υπόκειται στην επένδυση. Οι αγορασθείσες απαιτήσεις δεν θα πρέπει να υπόκεινται στην υποχρέωση διατήρησης εάν προκύπτουν από επιχειρηματική δραστηριότητα στο πλαίσιο της οποίας μεταβιβάζονται ή πωλούνται με έκπτωση για να χρηματοδοτηθεί η δραστηριότητα αυτή. Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να εφαρμόζουν τη στάθμιση κινδύνου έναντι μη συμμόρφωσης προς τις υποχρεώσεις επίδειξης δέουσας επιμέλειας ως προς τη διεξαγωγή οικονομικών ελέγχων και διαχείρισης κινδύνου σε περίπτωση τιτλοποίησης, για αξιοσημείωτες παραβάσεις πολιτικών και διαδικασιών οι οποίες αφορούν την ανάλυση των υποκείμενων κινδύνων. Η Επιτροπή θα πρέπει επίσης να εξετάσει εάν η αποφυγή πολλαπλών εφαρμογών της υποχρέωσης διατήρησης θα μπορούσε να οδηγήσει σε πρακτικές που παρακάμπτουν την υποχρέωση διατήρησης και εάν οι κανόνες για τις τιτλοποιήσεις εφαρμόζονται αποτελεσματικά από τις εποπτικές αρχές.

    (59)

    Δέουσα επιμέλεια θα πρέπει να επιδεικνύεται κατά την πραγματοποίηση οικονομικών ελέγχων για την ορθή εκτίμηση των κινδύνων από ανοίγματα σε τιτλοποιήσεις είτε εντός είτε εκτός του χαρτοφυλακίου συναλλαγών. Επιπροσθέτως, οι υποχρεώσεις περί οικονομικών ελέγχων είναι ανάγκη να είναι αναλογικές. Οι διαδικασίες των οικονομικών ελέγχων θα πρέπει να ενισχύουν την εμπιστοσύνη μεταξύ μεταβιβαζόντων ιδρυμάτων, ανάδοχων ιδρυμάτων και επενδυτών. Ενδείκνυται, συνεπώς, η ορθή κοινοποίηση των πληροφοριών που αφορούν τις διαδικασίες των οικονομικών ελέγχων.

    (60)

    Όταν ένα ίδρυμα αναλαμβάνει άνοιγμα έναντι της μητρικής του επιχείρησης ή έναντι άλλων θυγατρικών αυτής της μητρικής επιχείρησης, είναι ανάγκη να επιδεικνύεται ιδιαίτερη σύνεση. Η διαχείριση τέτοιων ανοιγμάτων που αναλαμβάνονται από ιδρύματα θα πρέπει να γίνεται εντελώς αυτόνομα, σύμφωνα με τις αρχές της υγιούς διαχείρισης, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη κανένας άλλος παράγοντας. Αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία στην περίπτωση των μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων και σε περιπτώσεις που δεν αφορούν απλώς τη διαχείριση εντός ομίλου ή τις συνήθεις συναλλαγές εντός ομίλου. Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να δίνουν ιδιαίτερη προσοχή σε αυτά τα ανοίγματα εντός ομίλου. Τέτοιοι κανόνες δεν είναι ανάγκη, πάντως, να εφαρμόζονται όταν η μητρική επιχείρηση είναι χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή πιστωτικό ίδρυμα, ή όταν οι άλλες θυγατρικές είναι πιστωτικά ιδρύματα, χρηματοδοτικά ιδρύματα, ή επιχειρήσεις παροχής επικουρικών υπηρεσιών, εφόσον όλες αυτές οι επιχειρήσεις υπόκεινται στην εποπτεία του πιστωτικού ιδρύματος σε ενοποιημένη βάση.

    (61)

    Λόγω της ευαισθησίας ως προς τους κινδύνους των κανόνων περί κεφαλαιακών απαιτήσεων, είναι επιθυμητό να εξετάζονται τυχόν σημαντικές επιπτώσεις των εν λόγω κανόνων στον οικονομικό κύκλο. Η Επιτροπή, λαμβάνοντας υπόψη τη συνεισφορά της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), θα πρέπει να υποβάλλει εκθέσεις σχετικά με τα θέματα αυτά στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

    (62)

    Οι κεφαλαιακές απαιτήσεις για τους διαπραγματευτές βασικών εμπορευμάτων, συμπεριλαμβανομένων όσων διαπραγματευτών εξαιρούνται επί του παρόντος από τις απαιτήσεις της οδηγίας 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων (12), θα πρέπει να εξεταστούν εκ νέου.

    (63)

    Ο στόχος της απελευθέρωσης των αγορών φυσικού αερίου και ηλεκτρισμού είναι σημαντικός για την Ένωση, τόσο σε οικονομικό όσο και σε πολιτικό επίπεδο. Ως εκ τούτου, οι κεφαλαιακές απαιτήσεις και οι λοιποί κανόνες προληπτικής εποπτείας που θα εφαρμόζονται στις δραστηριοποιούμενες σε αυτόν τον τομέα εταιρείες θα πρέπει να έχουν αναλογικό χαρακτήρα και να μην παρακωλύουν την επίτευξη του στόχου αυτού. Ο στόχος αυτός θα πρέπει να λαμβάνεται ιδιαίτερα υπόψη σε κάθε επανεξέταση του παρόντος κανονισμού.

    (64)

    Τα ιδρύματα που επενδύουν σε επανατιτλοποιήσεις θα πρέπει επίσης να επιδεικνύουν δέουσα επιμέλεια κατά την πραγματοποίηση οικονομικών ελέγχων όσον αφορά τις υποκείμενες τιτλοποιήσεις και τα μη τιτλοποιημένα ανοίγματα στα οποία βασίζονται τελικά οι επανατιτλοποιήσεις. Τα ιδρύματα θα πρέπει επίσης να αξιολογούν εάν τα ανοίγματα στο πλαίσιο προγραμμάτων έκδοσης εμπορικών χρεογράφων εξασφαλισμένων με στοιχεία ενεργητικού συνιστούν ανοίγματα επανατιτλοποίησης, συμπεριλαμβανομένων των ανοιγμάτων στο πλαίσιο προγραμμάτων για την απόκτηση τμημάτων υψηλότερης εξασφάλισης χωριστών ομάδων ολόκληρων δανείων, όπου κανένα από τα δάνεια αυτά δεν συνιστά άνοιγμα τιτλοποίησης ή επανατιτλοποίησης και η προστασία κατά των πρώτων ζημιών για κάθε επένδυση παρέχεται από τον πωλητή των δανείων. Στην τελευταία περίπτωση, η ειδική για κάθε ομάδα ταμειακή διευκόλυνση δεν θα πρέπει γενικά να θεωρείται ως άνοιγμα επανατιτλοποίησης, διότι αντιπροσωπεύει τμήμα τιτλοποίησης μίας μόνο ομάδας περιουσιακών στοιχείων (ήτοι της ισχύουσας ομάδας ολόκληρων δανείων) η οποία δεν περιέχει ανοίγματα τιτλοποίησης. Αντιθέτως, μία πιστωτική ενίσχυση στο επίπεδο του συνολικού προγράμματος που καλύπτει ορισμένες μόνο από τις ζημίες, πέραν της προστασίας που παρέχεται από τον πωλητή για τις διάφορες ομάδες, θα συνιστούσε γενικά κατάτμηση του κινδύνου μιας ομάδας πολλαπλών περιουσιακών στοιχείων που περιλαμβάνει τουλάχιστον ένα άνοιγμα τιτλοποίησης, και επομένως θα συνιστούσε άνοιγμα επανατιτλοποίησης. Ωστόσο, εάν ένα τέτοιο πρόγραμμα χρηματοδοτείται αποκλειστικά από μία και μόνη κατηγορία εμπορικών χρεογράφων και όταν ούτε η πιστωτική ενίσχυση σε επίπεδο συνολικού προγράμματος συνιστά επανατιτλοποίηση ούτε τα εμπορικά χρεόγραφα καλύπτονται πλήρως από το ανάδοχο ίδρυμα, αφήνοντας τον επενδυτή των εμπορικών χρεογράφων στην ουσία εκτεθειμένο στον κίνδυνο αθέτησης του αναδόχου και όχι των υποκείμενων ομάδων ή περιουσιακών στοιχείων, τότε τα εν λόγω εμπορικά χρεόγραφα δεν θα πρέπει να θεωρούνται ως ανοίγματα επανατιτλοποίησης.

    (65)

    Οι διατάξεις περί συνετής αποτίμησης του χαρτοφυλακίου συναλλαγών θα πρέπει να εφαρμόζονται σε όλα τα μέσα που αποτιμώνται στην εύλογη αξία τους, είτε στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών είτε σε άλλο χαρτοφυλάκιο πέραν του χαρτοφυλακίου συναλλαγών των ιδρυμάτων. Θα πρέπει να αποσαφηνιστεί ότι, εάν η εφαρμογή της συνετής αποτίμησης συνεπάγεται κατώτερη λογιστική αξία από αυτήν που αναγνωρίζεται πραγματικά κατά τη λογιστική καταχώριση, η απόλυτη τιμή της διαφοράς θα πρέπει να αφαιρείται από τα ίδια κεφάλαια.

    (66)

    Τα ιδρύματα θα πρέπει να μπορούν να επιλέγουν εάν θα εφαρμόσουν κεφαλαιακή απαίτηση ή εάν θα αφαιρέσουν από τα κεφάλαια κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 τις θέσεις τιτλοποίησης που σταθμίζονται με συντελεστή στάθμισης κινδύνου 1 250 % βάσει του παρόντος κανονισμού, ανεξάρτητα από την παρουσία των θέσεων εντός ή εκτός του χαρτοφυλακίου συναλλαγών.

    (67)

    Το μεταβιβάζον ή το ανάδοχο ίδρυμα δεν θα πρέπει να μπορεί να παρακάμπτει την απαγόρευση της έμμεσης υποστήριξης χρησιμοποιώντας τα χαρτοφυλάκια συναλλαγών του προκειμένου να παράσχει την εν λόγω υποστήριξη.

    (68)

    Με την επιφύλαξη των δημοσιοποιήσεων που απαιτούνται ρητά από τον παρόντα κανονισμό, στόχος των απαιτήσεων δημοσιοποίησης θα πρέπει να είναι η παροχή στους συμμετέχοντες στην αγορά επακριβών και λεπτομερών πληροφοριών όσον αφορά το προφίλ κινδύνου κάθε μεμονωμένου ιδρύματος. Επομένως, τα ιδρύματα θα πρέπει να υποχρεούνται να δημοσιοποιούν πρόσθετες πληροφορίες οι οποίες δεν αναφέρονται ρητά στον παρόντα κανονισμό, όταν η συγκεκριμένη δημοσιοποίηση είναι αναγκαία για την επίτευξη του εν λόγω στόχου. Παράλληλα, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να προσέχουν ιδιαίτερα τις περιπτώσεις κατά τις οποίες υποπτεύονται ότι ίδρυμα κρίνει πληροφορίες ως αποκλειστικές ή εμπιστευτικές προκειμένου να αποτρέψει τη δημοσιοποίηση των εν λόγω πληροφοριών.

    (69)

    Σε περίπτωση που εξωτερική πιστοληπτική αξιολόγηση θέσης τιτλοποίησης ενσωματώνει τις επιπτώσεις από την πιστωτική προστασία που παρέχεται από το ίδιο το ίδρυμα που επενδύει, το εν λόγω ίδρυμα δεν θα πρέπει να μπορεί να επωφελείται από τον χαμηλότερο συντελεστή στάθμισης κινδύνου που προκύπτει από τη συγκεκριμένη προστασία. Η θέση τιτλοποίησης δεν θα πρέπει να αφαιρείται από το κεφάλαιο εάν υπάρχουν άλλοι τρόποι καθορισμού ενός συντελεστή στάθμισης κινδύνου σύμφωνα με τον πραγματικό κίνδυνο της θέσης, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η εν λόγω πιστωτική προστασία.

    (70)

    Δεδομένων των πρόσφατων ασθενών επιδόσεών τους, θα πρέπει να ενισχυθούν τα πρότυπα που εφαρμόζονται στα εσωτερικά υποδείγματα υπολογισμού των κεφαλαιακών απαιτήσεων για κινδύνους αγοράς. Ειδικότερα, η αποτύπωση των κινδύνων θα πρέπει να ολοκληρωθεί όσον αφορά τον πιστωτικό κίνδυνο στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών. Επιπλέον, οι κεφαλαιακές επιβαρύνσεις θα πρέπει να περιλαμβάνουν μια συνιστώσα κατάλληλη για ακραίες συνθήκες, προκειμένου να ενισχύονται οι κεφαλαιακές απαιτήσεις σε περίπτωση επιδείνωσης των συνθηκών της αγοράς και να αμβλύνεται το φαινόμενο της φιλοκυκλικότητας. Τα ιδρύματα θα πρέπει επίσης να διενεργούν «αντίστροφες» ασκήσεις προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων, ώστε να εξετάζουν ποια σενάρια θα μπορούσαν να απειλήσουν τη βιωσιμότητά τους, εκτός εάν μπορούν να αποδείξουν ότι μια τέτοια δοκιμή είναι περιττή. Λαμβανομένων υπόψη των πρόσφατων ιδιαίτερων δυσκολιών χειρισμού των θέσεων τιτλοποίησης με μεθόδους βασισμένες σε εσωτερικά υποδείγματα, η αναγνώριση της διαμόρφωσης υποδειγμάτων από ιδρύματα όσον τους κινδύνους τιτλοποίησης για τον υπολογισμό κεφαλαιακών απαιτήσεων στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών θα πρέπει να περιοριστεί και θα πρέπει να απαιτείται, εκ προεπιλογής, τυποποιημένη κεφαλαιακή επιβάρυνση για θέσεις τιτλοποίησης στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών.

    (71)

    Ο παρών κανονισμός θεσπίζει περιορισμένες εξαιρέσεις για ορισμένες δραστηριότητες διαπραγμάτευσης συσχετίσεων, σύμφωνα με τις οποίες η εποπτική αρχή δύναται να επιτρέψει στα ιδρύματα να υπολογίζουν μια συνολική κεφαλαιακή επιβάρυνση κινδύνου, που υπόκειται σε αυστηρές απαιτήσεις. Στις περιπτώσεις αυτές, θα πρέπει να απαιτείται από τα ιδρύματα να επιβάλλουν κεφαλαιακή επιβάρυνση επί αυτών των συναλλαγών ίση προς το υψηλότερο ποσό μεταξύ της κεφαλαιακής επιβάρυνσης σύμφωνα με την εσωτερικά αναπτυχθείσα μέθοδο και του 8 % της κεφαλαιακής επιβάρυνσης για ειδικό κίνδυνο σύμφωνα με την τυποποιημένη μέθοδο μέτρησης. Δεν θα πρέπει να απαιτείται η υποβολή των ανοιγμάτων αυτών σε επιβάρυνση για επιπρόσθετο κίνδυνο, αλλά θα πρέπει να ενσωματώνονται στα μέτρα υπολογισμού της δυνητικής ζημιάς (VaR) όσο και στα μέτρα υπολογισμού της δυνητικής ζημιάς υπό ακραίες συνθήκες.

    (72)

    Λόγω της φύσης και του μεγέθους των μη αναμενόμενων ζημιών που έπληξαν τα ιδρύματα κατά τη διάρκεια της χρηματοπιστωτικής και οικονομικής κρίσης, επιβάλλεται να βελτιωθεί περαιτέρω η ποιότητα και η εναρμόνιση των ίδιων κεφαλαίων που υποχρεούνται να διατηρούν τα ιδρύματα. Στο πλαίσιο αυτό θα πρέπει να περιλαμβάνεται η εισαγωγή νέου ορισμού των βασικών στοιχείων κεφαλαίου που διατίθεται για την απορρόφηση μη αναμενόμενων ζημιών όταν αυτές προκύπτουν, βελτιώσεις στον ορισμό των υβριδικών κεφαλαίων και ομοιογενείς εποπτικές προσαρμογές στα ίδια κεφάλαια. Επίσης, είναι απαραίτητο να αυξηθεί σημαντικά το επίπεδο των ίδιων κεφαλαίων, συμπεριλαμβανομένων νέων δεικτών κεφαλαίου που θα εστιάζουν στα βασικά στοιχεία των ίδιων κεφαλαίων που διατίθενται για την απορρόφηση ζημιών όταν επέρχονται. Αναμένεται ότι τα ιδρύματα με μετοχές εισηγμένες σε ρυθμιζόμενη αγορά θα πληρούν τις κεφαλαιακές απαιτήσεις όσον αφορά τα βασικά στοιχεία του κεφαλαίου με τέτοιες μετοχές που πληρούν ένα αυστηρό σύνολο κριτηρίων για τα βασικά κεφαλαιακά μέσα και με τα δημοσιευμένα αποθεματικά του ιδρύματος αποκλειστικά. Προκειμένου να ληφθεί επαρκώς υπόψη η νομική μορφή υπό την οποία λειτουργούν τα ιδρύματα στην Ένωση, το αυστηρό σύνολο κριτηρίων για τα βασικά κεφαλαιακά μέσα θα πρέπει να διασφαλίζει ότι τα βασικά κεφαλαιακά μέσα των ιδρυμάτων που δεν είναι εισηγμένα σε ρυθμιζόμενη αγορά έχουν την υψηλότερη δυνατή ποιότητα. Αυτό δεν θα πρέπει να εμποδίζει τα ιδρύματα να προβαίνουν, για μετοχές με διαφοροποιημένα δικαιώματα ψήφου ή χωρίς δικαιώματα ψήφου, σε διανομές πολλαπλάσιες από εκείνες που πραγματοποιούνται για μετοχές με σχετικά μεγαλύτερα δικαιώματα ψήφου, με την προϋπόθεση ότι, ανεξάρτητα από το επίπεδο των δικαιωμάτων ψήφου, πληρούνται τα αυστηρά κριτήρια για τα μέσα κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, περιλαμβανομένων εκείνων που αφορούν την ευελιξία των πληρωμών, και με την προϋπόθεση ότι σε περίπτωση που πραγματοποιείται διανομή, θα πρέπει να πραγματοποιείτα για όλες τις μετοχές που έχει εκδώσει το ενδιαφερόμενο ίδρυμα.

    (73)

    Τα ανοίγματα στον τομέα της χρηματοδότησης του εμπορίου είναι ποικίλης φύσης, εντούτοις διαθέτουν κοινά χαρακτηριστικά, όπως η μικρή αξία, η βραχεία διάρκεια και η ταυτοποιήσιμη πηγή αποπληρωμής. Τα ανοίγματα αυτά βασίζονται στην κυκλοφορία αγαθών και υπηρεσιών που στηρίζουν την πραγματική οικονομία και, στις περισσότερες περιπτώσεις, βοηθούν τις μικρές εταιρείες στις καθημερινές ανάγκες τους, συμβάλλοντας, έτσι, στην οικονομική ανάπτυξη και τη δημιουργία ευκαιριών απασχόλησης. Οι εισροές και οι εκροές είναι συνήθως αντιστοιχισμένες και ο κίνδυνος ρευστότητας είναι συνεπώς περιορισμένος.

    (74)

    Ενδείκνυται η ΕΑΤ να τηρεί επικαιροποιημένο κατάλογο όλων των μορφών των κεφαλαιακών μέσων κάθε κράτους μέλους τα οποία μπορούν να ταξινομούνται ως μέσα κοινών μετοχών της κατηγορίας 1. Η ΕΑΤ θα πρέπει να αφαιρεί από τον εν λόγω κατάλογο τα μέσα που δεν αποτελούν κρατική ενίσχυση που εκδίδονται ύστερα από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού και δεν πληρούν τα κριτήρια που εξειδικεύονται στον παρόντα κανονισμό, ενώ η σχετική αφαίρεση θα πρέπει να ανακοινώνεται δημοσίως. Σε περίπτωση που τα μέσα που η ΕΑΤ αφαιρεί από τον κατάλογο εξακολουθούν να αναγνωρίζονται κατόπιν της ανακοίνωσης της ΕΑΤ, η ΕΑΤ θα πρέπει να προβαίνει σε απόλυτη άσκηση των εξουσιών της, ιδιαίτερα αυτών που της εκχωρούνται με το άρθρο 17 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 όσον αφορά τις παραβιάσεις του ενωσιακού δικαίου. Υπενθυμίζεται ότι εφαρμόζεται μηχανισμός τριών σταδίων προκειμένου να υπάρξει αναλογική αντίδραση σε περιπτώσεις εσφαλμένης ή ανεπαρκούς εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου, βάσει του οποίου, κατά πρώτον, η ΕΑΤ δύναται να διερευνά κατ’ ισχυρισμό εσφαλμένη ή ανεπαρκή εφαρμογή υποχρεώσεων εκ του ενωσιακού δικαίου από τις εθνικές αρχές κατά την άσκηση της εποπτείας τους και να ολοκληρώνει την έρευνα με σύσταση. Δεύτερον, εάν η αρμόδια εθνική αρχή δεν συμμορφώνεται με τη σύσταση, η Επιτροπή έχει τη δυνατότητα να εκδίδει επίσημη γνώμη στην οποία θα λαμβάνεται υπόψη η σύσταση της ΕΑΤ, και θα απαιτεί από την αρμόδια αρχή να λάβει τα απαραίτητα μέτρα για τη συμμόρφωση με το ενωσιακό δίκαιο. Τρίτον, για την αντιμετώπιση εξαιρετικών καταστάσεων με έμμονη αδράνεια της οικείας αρμόδιας αρχής, η ΕΑΤ δύναται, ως έσχατη λύση, να εκδίδει αποφάσεις απευθυνόμενες σε μεμονωμένα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Επιπλέον, υπενθυμίζεται ότι σύμφωνα με το άρθρο 258 της ΣΛΕΕ, όταν η Επιτροπή θεωρεί ότι ένα κράτος μέλος δεν έχει εκπληρώσει υποχρέωση απορρέουσα από τις Συνθήκες, έχει την εξουσία να θέσει το θέμα ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

    (75)

    Ο παρών κανονισμός δεν θα πρέπει να επηρεάζει τη δυνατότητα των αρμόδιων αρχών να διαθέτουν διεργασίες προέγκρισης των συμβάσεων που διέπουν τα πρόσθετα κεφαλαιακά μέσα της κατηγορίας 1 και τα μέσα της κατηγορίας 2. Σε αυτές τις περιπτώσεις, αυτά τα κεφαλαιακά μέσα θα πρέπει να υπολογίζονται στο πρόσθετο κεφάλαιο της κατηγορίας 1 ή στο κεφάλαιο της κατηγορίας 2 του ιδρύματος μόνον εφόσον έχουν ολοκληρωθεί επιτυχώς αυτές οι διαδικασίες έγκρισης.

    (76)

    Προκειμένου να ενισχυθεί η πειθαρχία στην αγορά και η χρηματοπιστωτική σταθερότητα, είναι επιτακτική η εισαγωγή λεπτομερέστερων απαιτήσεων για την δημοσιοποίηση του είδους και της φύσης των προσαρμογών του εποπτικού κεφαλαίου και των προληπτικών προσαρμογών, ώστε να διασφαλίζεται ότι οι επενδυτές και οι καταθέτες είναι επαρκώς ενημερωμένοι όσον αφορά τη φερεγγυότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων και των επιχειρήσεων επενδύσεων.

    (77)

    Είναι επίσης απαραίτητο να γνωρίζουν οι αρμόδιες αρχές το επίπεδο, τουλάχιστον συγκεντρωτικά, των συμφωνιών επαναγοράς, της δανειοδοσίας τίτλων και όλων των μορφών δέσμευσης των στοιχείων ενεργητικού τους. Οι σχετικές πληροφορίες θα πρέπει να αναφέρονται στις αρμόδιες αρχές. Προκειμένου να ενισχυθεί η πειθαρχία στην αγορά, θα πρέπει να υπάρχουν λεπτομερέστερες απαιτήσεις δημοσιοποίησης των συμφωνιών επαναγοράς και της εξασφαλισμένης χρηματοδότησης.

    (78)

    Ο νέος ορισμός του κεφαλαίου και των εποπτικών κεφαλαιακών απαιτήσεων θα πρέπει να εισαχθεί κατά τρόπο που να συνεκτιμάται το γεγονός ότι κάθε κράτος ξεκινά από διαφορετικό σημείο και υπό διαφορετικές συνθήκες, καθώς και ότι οι αρχικές διαφορές των νέων προτύπων θα αμβλυνθούν κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου. Προκειμένου να διασφαλιστεί η δέουσα συνέχεια των ίδιων κεφαλαίων, τα μέσα που εκδίδονται στο πλαίσιο μέτρου ανακεφαλαιοποίησης σύμφωνα με τους κανόνες περί κρατικής ενίσχυσης και πριν από την ημερομηνία εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, θα υπόκεινται σε προϋφιστάμενο καθεστώς καθ’ όλη τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου. Η εξάρτηση από τις κρατικές ενισχύσεις θα πρέπει να μειωθεί όσο το δυνατόν περισσότερο στο μέλλον. Εντούτοις, εφόσον οι κρατικές ενισχύσεις αποδεικνύονται απαραίτητες σε ορισμένες καταστάσεις, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να προβλέπει ένα πλαίσιο αντιμετώπισης τέτοιων καταστάσεων. Συγκεκριμένα, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να διευκρινίζει ποιος θα πρέπει να είναι ο χειρισμός των μέσων ίδιων κεφαλαίων που εκδίδονται στο πλαίσιο μέτρου ανακεφαλαιοποίησης δυνάμει κανονισμών περί κρατικής ενίσχυσης. Η δυνατότητα των ιδρυμάτων να επωφελούνται από αυτόν τον χειρισμό θα πρέπει να υπόκειται σε αυστηρούς όρους. Επιπλέον, εφόσον ο εν λόγω χειρισμός επιτρέπει παρεκκλίσεις από τα νέα κριτήρια περί ποιότητας των μέσων ίδιων κεφαλαίων, οι εν λόγω παρεκκλίσεις θα πρέπει να περιορίζονται στο έπακρο. Ο χειρισμός των υφιστάμενων κεφαλαιακών μέσων που εκδίδονται στο πλαίσιο μέτρου ανακεφαλαιοποίησης δυνάμει κανόνων περί κρατικής ενίσχυσης θα πρέπει να διαχωρίζονται ρητώς τα κεφαλαιακά μέσα που συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού από αυτά που δεν συμμορφώνονται με τις εν λόγω απαιτήσεις. Ως εκ τούτου, στον παρόντα κανονισμό θα πρέπει να υπάρχουν οι δέουσες μεταβατικές διατάξεις για τη δεύτερη περίπτωση.

    (79)

    Η οδηγία 2006/48/ΕΚ απαιτούσε από τα πιστωτικά ιδρύματα να παρέχουν ίδια κεφάλαια τουλάχιστον ίσα με τα καθορισμένα κατώτατα ποσά έως την 31η Δεκεμβρίου 2011. Λαμβανομένων υπόψη των συνεχιζόμενων επιπτώσεων της χρηματοπιστωτικής κρίσης στον τραπεζικό τομέα και της επέκτασης των μεταβατικών ρυθμίσεων περί κεφαλαιακών απαιτήσεων, οι οποίες θεσπίστηκαν από την Επιτροπή της Βασιλείας για την Τραπεζική Εποπτεία, ενδείκνυται η εισαγωγή κατώτερου ορίου για περιορισμένο χρονικό διάστημα μέχρι να δημιουργηθούν επαρκή ποσά ιδίων κεφαλαίων σύμφωνα με τις μεταβατικές ρυθμίσεις περί ιδίων κεφαλαίων που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό, οι οποίες θα επιβληθούν σταδιακά από την ημερομηνία εφαρμογής του παρόντος κανονισμού έως το 2019.

    (80)

    Για τους ομίλους που αναλαμβάνουν σημαντικές τραπεζικές ή επενδυτικές επιχειρηματικές δραστηριότητες και ασφαλιστικές επιχειρηματικές δραστηριότητες, η οδηγία 2002/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων, ασφαλιστικών επιχειρήσεων και επιχειρήσεων επενδύσεων χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων (13) προβλέπει συγκεκριμένους κανόνες για την αντιμετώπιση του «διπλού υπολογισμού» του κεφαλαίου. Η οδηγία 2002/87/ΕΚ βασίζεται σε διεθνώς συμφωνηθείσες αρχές για την αντιμετώπιση των κινδύνων σε όλους τους τομείς. Ο παρών κανονισμός ενισχύει τον τρόπο με τον οποίο οι εν λόγω κανόνες για τους χρηματοπιστωτικούς ομίλους ετερογενών δραστηριοτήτων εφαρμόζονται σε ομίλους τραπεζών και επιχειρήσεων επενδύσεων, εξασφαλίζοντας την άρτια και συνεκτική εφαρμογή τους. Τυχόν περαιτέρω επιτακτικές αλλαγές θα εξεταστούν κατά την επανεξέταση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ, η οποία αναμένεται να πραγματοποιηθεί το 2015.

    (81)

    Η χρηματοπιστωτική κρίση αποκάλυψε ότι τα ιδρύματα υποεκτιμούσαν σε μεγάλο βαθμό το επίπεδο του πιστωτικού κινδύνου του αντισυμβαλλομένου που ενέχουν τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα. Το γεγονός αυτό οδήγησε την G-20, τον Σεπτέμβριο του 2009, να ζητήσουν την εκκαθάριση περισσότερων εξωχρηματιστηριακών παραγώγων μέσω ενός κεντρικού αντισυμβαλλομένου. Επιπλέον, ζήτησε την υπαγωγή των εν λόγω παραγώγων που δεν ήταν δυνατό να εκκαθαριστούν σε κεντρικό επίπεδο σε υψηλότερες απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων, προκειμένου να αντικατοπτρίζονται καλύτερα οι υψηλότεροι κίνδυνοι που σχετίζονται με αυτά.

    (82)

    Μετά την έκκληση της G-20, η BCBS άλλαξε ουσιωδώς το καθεστώς πιστωτικού κινδύνου του αντισυμβαλλομένου, ως μέρος του πλαισίου της Βασιλείας ΙΙΙ. Το πλαίσιο της Βασιλείας ΙΙΙ αναμένεται να αυξήσει σημαντικά τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων που σχετίζονται με τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα και τις συναλλαγές χρηματοδότησης τίτλων των ιδρυμάτων και να δημιουργήσει σημαντικά κίνητρα ώστε τα ιδρύματα να χρησιμοποιούν κεντρικούς αντισυμβαλλομένους. Το πλαίσιο της Βασιλείας ΙΙΙ αναμένεται επίσης να προσφέρει περαιτέρω κίνητρα για την ενίσχυση της διαχείρισης κινδύνου των πιστωτικών ανοιγμάτων του αντισυμβαλλομένου και να αναθεωρήσει το τρέχον καθεστώς αντιμετώπισης των ανοιγμάτων πιστωτικού κινδύνου του αντισυμβαλλομένου σε κεντρικούς αντισυμβαλλομένους.

    (83)

    Τα ιδρύματα θα πρέπει να διατηρούν πρόσθετα ίδια κεφάλαια λόγω του κινδύνου προσαρμογής πιστωτικής αποτίμησης αντισυμβαλλομένου που σχετίζεται με εξωχρηματιστηριακά παράγωγα. Τα ιδρύματα θα πρέπει επίσης να προβαίνουν σε υψηλότερη συσχέτιση αξίας στοιχείων ενεργητικού κατά τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για τα ανοίγματα που υπόκεινται σε πιστωτικό κίνδυνο αντισυμβαλλομένου που προκύπτουν από εξωχρηματιστηριακά παράγωγα και συναλλαγές χρηματοδότησης τίτλων σε ορισμένα χρηματοδοτικά ιδρύματα. Τα ιδρύματα θα πρέπει επίσης να υποχρεωθούν να βελτιώσουν σημαντικά τη μέτρηση και τη διαχείριση του πιστωτικού κινδύνου αντισυμβαλλομένου μέσω της καλύτερης αντιμετώπισης του κινδύνου δυσμενούς συσχέτισης, των υψηλά μοχλευμένων αντισυμβαλλομένων και εξασφαλίσεων, βελτιώνοντας αντίστοιχα τους εκ των υστέρων ελέγχους και τις ασκήσεις προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων.

    (84)

    Τα συναλλακτικά ανοίγματα έναντι κεντρικών αντισυμβαλλομένων συνήθως επωφελούνται από πολυμερείς συμψηφισμούς και από τον μηχανισμό επιμερισμού των ζημιών που παρέχουν οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι. Κατά συνέπεια, ενέχουν πολύ χαμηλό πιστωτικό κίνδυνο αντισυμβαλλομένου και θα πρέπει να υπόκεινται σε πολύ χαμηλή απαίτηση ιδίων κεφαλαίων. Ταυτόχρονα, η εν λόγω απαίτηση θα πρέπει να είναι θετική ώστε να διασφαλίζει ότι τα ιδρύματα εντοπίζουν και παρακολουθούν τα ανοίγματά τους έναντι κεντρικών αντισυμβαλλομένων στο πλαίσιο της ορθής διαχείρισης κινδύνου και να αντικατοπτρίζει το γεγονός ότι ακόμα και τα συναλλακτικά ανοίγματα έναντι κεντρικών αντισυμβαλλομένων δεν είναι μηδενικού κινδύνου.

    (85)

    Το κεφάλαιο εκκαθάρισης ενός κεντρικού αντισυμβαλλομένου είναι μηχανισμός που επιτρέπει τον επιμερισμό (αμοιβαιοποίηση) των ζημιών μεταξύ των εκκαθαριστικών μελών του κεντρικού αντισυμβαλλομένου. Χρησιμοποιείται όταν οι ζημίες που υφίσταται ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος λόγω υπερημερίας εκκαθαριστικού μέλους υπερβαίνουν τα περιθώρια και τις εισφορές του κεφαλαίου εκκαθάρισης που παρέχει το εν λόγω μέλος, καθώς και οποιαδήποτε άλλη άμυνα δύναται να χρησιμοποιήσει ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος πριν προσφύγει στις εισφορές του κεφαλαίου εκκαθάρισης των υπόλοιπων εκκαθαριστικών μελών. Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, ο κίνδυνος ζημίας που σχετίζεται με ανοίγματα από εισφορές κεφαλαίου εκκαθάρισης είναι υψηλότερος από τον κίνδυνο που σχετίζεται με συναλλακτικά ανοίγματα. Κατά συνέπεια, αυτό το είδος ανοίγματος θα πρέπει να υπόκειται σε υψηλότερη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων.

    (86)

    Το «υποθετικό κεφάλαιο» ενός κεντρικού αντισυμβαλλομένου θα πρέπει να είναι μεταβλητή απαραίτητη για τον καθορισμό της απαίτησης ιδίων κεφαλαίων για τα ανοίγματα εκκαθαριστικού μέλους από τις εισφορές του στο κεφάλαιο εκκαθάρισης ενός κεντρικού αντισυμβαλλομένου. Δεν θα πρέπει να νοείται διαφορετικά. Συγκεκριμένα, δεν θα πρέπει να νοείται ως το ύψος του κεφαλαίου που η αρμόδια αρχή υποχρεώνει τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο να διατηρεί.

    (87)

    Η αναθεώρηση της αντιμετώπισης του πιστωτικού κινδύνου αντισυμβαλλομένου και ιδιαίτερα η θέσπιση υψηλότερων απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για διμερείς συμβάσεις παραγώγων, ώστε να αντικατοπτρίζεται ο υψηλότερος κίνδυνος που συνεπάγονται οι εν λόγω συμβάσεις για το χρηματοπιστωτικό σύστημα, αποτελεί αναπόσπαστο μέρος των προσπαθειών της Επιτροπής για τη διασφάλιση αποτελεσματικών, ασφαλών και υγιών αγορών παραγώγων. Συνεπώς, ο παρών κανονισμός συμπληρώνει τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Ιουλίου 2012, για τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα, τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους και τα αρχεία καταγραφής συναλλαγώ (14).

    (88)

    Η Επιτροπή θα πρέπει να επανεξετάσει τις σχετικές εξαιρέσεις για τα μεγάλα χρηματοδοτικά ανοίγματα έως την 31η Δεκεμβρίου 2015. Έως ότου γίνουν γνωστά τα αποτελέσματα της εν λόγω επανεξέτασης, τα κράτη μέλη θα πρέπει να συνεχίσουν να μπορούν αποφασίζουν σχετικά με την εξαίρεση ορισμένων μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων από τους κανόνες αυτούς για επαρκώς μεγάλη μεταβατική περίοδο. Βάσει των εργασιών που διεξήχθησαν στο πλαίσιο της προετοιμασίας και της διαπραγμάτευσης της οδηγίας 2009/111/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, για την τροποποίηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ, 2006/49/ΕΚ και 2007/64/ΕΚ όσον αφορά τράπεζες συνδεδεμένες με κεντρικούς οργανισμούς, ορισμένα στοιχεία των ιδίων κεφαλαίων, τα μεγάλα χρηματοδοτικά ανοίγματα, τις εποπτικές ρυθμίσεις και τη διαχείριση κρίσεων (15) και λαμβανομένων υπόψη των διεθνών και ενωσιακών εξελίξεων ως προς τα εν λόγω θέματα, η Επιτροπή θα πρέπει να επανεξετάζει κατά πόσον θα πρέπει να συνεχίσουν να εφαρμόζονται οι εν λόγω εξαιρέσεις κατά προαιρετικό ή άλλο γενικότερο τρόπο και το κατά πόσον οι κίνδυνοι που συνδέονται με τα ανοίγματα αυτά αντιμετωπίζονται με άλλα αποτελεσματικά μέσα που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό.

    (89)

    Προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι οι εξαιρέσεις ανοιγμάτων από τις αρμόδιες αρχές δεν διακυβεύουν τη συνοχή των ενιαίων κανόνων που θεσπίζονται με τον παρόντα κανονισμό σε μόνιμη βάση, έπειτα από τη μεταβατική περίοδο και ελλείψει αποτελεσμάτων από την εν λόγω επανεξέταση, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να συμβουλεύονται την ΕΑΤ ως προς τη σκοπιμότητα της συνεχιζόμενης χρήσης της δυνατότητας εξαίρεσης ορισμένων ανοιγμάτων.

    (90)

    Τα χρόνια πριν από τη χρηματοπιστωτική κρίση χαρακτηρίζονταν από υπερβολική συσσώρευση ανοιγμάτων των ιδρυμάτων σε σχέση με τα ίδια κεφάλαιά τους (μόχλευση). Κατά τη διάρκεια της χρηματοπιστωτικής κρίσης, οι ζημίες και η έλλειψη χρηματοδότησης υποχρέωσαν τα ιδρύματα και να περιορίσουν σημαντικά τη μόχλευσή τους εντός σύντομου χρονικού διαστήματος. Το γεγονός αυτό αύξησε τις καθοδικές πιέσεις στις τιμές των στοιχείων ενεργητικού, προκαλώντας περαιτέρω ζημίες για τα ιδρύματα, που με τη σειρά τους οδήγησαν σε περαιτέρω μειώσεις των ιδίων κεφαλαίων τους. Το τελικό αποτέλεσμα αυτής της αρνητικής αλληλουχίας ήταν η μείωση της διαθεσιμότητας πιστώσεων στην πραγματική οικονομία και μια βαθύτερη και διαρκέστερη κρίση.

    (91)

    Οι απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για την κάλυψη των κινδύνων είναι απαραίτητες για τη διασφάλιση επαρκών ιδίων κεφαλαίων για την κάλυψη μη αναμενόμενων ζημιών. Ωστόσο, η κρίση έδειξε ότι οι εν λόγω απαιτήσεις από μόνες τους δεν επαρκούν για να αποτρέψουν την ανάληψη υπερβολικού και μη βιώσιμου κινδύνου μόχλευσης από τα ιδρύματα.

    (92)

    Τον Σεπτέμβριο του 2009, οι ηγέτες της G-20 δεσμεύτηκαν να διαμορφώσουν διεθνώς συμφωνηθέντες κανόνες που θα αποθαρρύνουν την υπερβολική μόχλευση. Για τον σκοπό αυτόν, υποστήριξαν τη δημιουργία ενός δείκτη μόχλευσης ως συμπληρωματικού μέτρου στο πλαίσιο της Βασιλείας ΙΙ.

    (93)

    Τον Δεκέμβριο του 2010, η BCBS δημοσίευσε κατευθυντήριες γραμμές που προσδιορίζουν τη μεθοδολογία υπολογισμού του δείκτη μόχλευσης. Οι εν λόγω κανόνες προβλέπουν μια περίοδο παρατήρησης που θα διαρκέσει από την 1η Ιανουαρίου 2013 έως την 1η Ιανουαρίου 2017, κατά τη διάρκεια της οποίας θα παρακολουθείται ο δείκτης μόχλευσης, οι συνιστώσες του και η συμπεριφορά του σε σχέση με την απαίτηση για την κάλυψη του κινδύνου. Βάσει των αποτελεσμάτων της περιόδου παρατήρησης, η BCBS σκοπεύει να κάνει τυχόν τελικές προσαρμογές στον ορισμό και τη βαθμονόμηση του δείκτη μόχλευσης κατά το πρώτο εξάμηνο του 2017, με στόχο τη μετάβαση σε μια δεσμευτική απαίτηση την 1η Ιανουαρίου 2018, βάσει κατάλληλης εξέτασης και βαθμονόμησης. Επιπλέον, οι κατευθυντήριες γραμμές της BCBS προβλέπουν τη δημοσιοποίηση του δείκτη μόχλευσης και των συνιστωσών του από την 1η Ιανουαρίου 2015.

    (94)

    Ο δείκτης μόχλευσης είναι ένα νέο ρυθμιστικό και εποπτικό εργαλείο για την Ένωση. Σύμφωνα με τις διεθνείς συμφωνίες, θα πρέπει να θεσπιστεί στην αρχή ως επιπρόσθετο στοιχείο που μπορεί να εφαρμοστεί σε μεμονωμένα ιδρύματα κατά τη διακριτική ευχέρεια των εποπτικών αρχών. Οι υποχρεώσεις υποβολής αναφορών των ιδρυμάτων θα επιτρέψουν τον κατάλληλο έλεγχο και την ανάλογη βαθμονόμηση, με στόχο τη μετάβαση σε ένα δεσμευτικό μέτρο το 2018.

    (95)

    Κατά την εξέταση των επιπτώσεων του δείκτη μόχλευσης σε διάφορα επιχειρηματικά μοντέλα, θα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή σε επιχειρηματικά μοντέλα που θεωρείται ότι ενέχουν χαμηλό κίνδυνο, όπως είναι ο ενυπόθηκος δανεισμός και ο ειδικός δανεισμός με περιφερειακές κυβερνήσεις, τοπικές αρχές ή οντότητες του δημοσίου τομέα. Βάσει των δεδομένων που λαμβάνει και των ευρημάτων από τους εποπτικούς ελέγχους κατά τη διάρκεια μιας περιόδου παρατήρησης, η ΕΑΤ θα πρέπει, σε συνεργασία με τις αρμόδιες αρχές, να διαμορφώσει σύστημα ταξινόμησης επιχειρηματικών μοντέλων και κινδύνων. Βάσει κατάλληλης ανάλυσης και λαμβάνοντας υπόψη ιστορικά δεδομένα ή σενάρια ακραίων καταστάσεων, θα πρέπει να εξετάζεται ποια επίπεδα του δείκτη μόχλευσης διαφυλάσσουν την ανθεκτικότητα των αντίστοιχων επιχειρηματικών μοντέλων και εάν θα πρέπει να θεσπιστούν ως κατώτατα όρια ή εύρη τιμών. Κατόπιν της περιόδου παρατήρησης και της βαθμονόμησης των αντίστοιχων επιπέδων του δείκτη μόχλευσης, και βάσει της ανωτέρω αξιολόγησης, η ΕΑΤ μπορεί να δημοσιεύσει την κατάλληλη στατιστική επισκόπηση του δείκτη μόχλευσης, περιλαμβανομένων μέσων όρων και τυπικών αποκλίσεων. Ύστερα από την έκδοση των απαιτήσεων του δείκτη μόχλευσης, η ΕΑΤ θα πρέπει να δημοσιεύσει την κατάλληλη στατιστική επισκόπηση του δείκτη μόχλευσης, περιλαμβανομένων μέσων όρων και τυπικών αποκλίσεων, ως προς τις αναγνωρισμένες κατηγορίες ιδρυμάτων.

    (96)

    Τα ιδρύματα θα πρέπει να παρακολουθούν το επίπεδο και τις μεταβολές του δείκτη μόχλευσης, καθώς και τον κίνδυνο μόχλευσης, στο πλαίσιο της εσωτερικής διαδικασίας αξιολόγησης της κεφαλαιακής επάρκειας (ICAAP). Η εν λόγω παρακολούθηση θα πρέπει να περιληφθεί στη διαδικασία εποπτικής αξιολόγησης. Συγκεκριμένα, κατόπιν της θέσης σε ισχύ των απαιτήσεων για τον δείκτη μόχλευσης, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να παρακολουθούν τις εξελίξεις στο επιχειρηματικό μοντέλο και στο αντίστοιχο προφίλ κινδύνου, προκειμένου να διασφαλίζεται η επικαιροποιημένη και ορθή ταξινόμηση των ιδρυμάτων.

    (97)

    Οι δομές ορθής διακυβέρνησης, η διαφάνεια και η δημοσιοποίηση είναι αναγκαίες προκειμένου να υπάρχουν υγιείς πολιτικές αποδοχών. Προκειμένου να διασφαλισθεί η προσήκουσα διαφάνεια στην αγορά όσον αφορά τις δομές των αποδοχών τους και τους συναφείς κινδύνους, τα ιδρύματα θα πρέπει να δημοσιοποιούν αναλυτικές πληροφορίες σχετικά με τις πολιτικές και πρακτικές αποδοχών που εφαρμόζουν καθώς και, για λόγους εμπιστευτικότητας, συνολικά ποσά για τους υπαλλήλους οι επαγγελματικές δραστηριότητες των οποίων έχουν ουσιώδη αντίκτυπο στο προφίλ κινδύνων του ιδρύματος. Αυτές οι πληροφορίες θα πρέπει να διατίθενται σε όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη. Αυτές οι συγκεκριμένες απαιτήσεις θα πρέπει να ισχύουν με την επιφύλαξη γενικότερων απαιτήσεων δημοσιοποίησης όσον αφορά τις πολιτικές αποδοχών που ισχύουν οριζοντίως ανά τομείς. Επιπλέον, στα κράτη μέλη θα πρέπει να παρέχεται η δυνατότητα απαιτούν από τα ιδρύματα να διαθέτουν λεπτομερέστερες πληροφορίες όσον αφορά τις αποδοχές.

    (98)

    Η αναγνώριση ενός Οργανισμού Αξιολόγησης Πιστοληπτικής Ικανότητας ως Εξωτερικού Οργανισμού Πιστοληπτικών Αξιολογήσεων (ΕΟΠΑ) δεν θα πρέπει να δυσχεραίνει την είσοδο σε μια αγορά που κυριαρχείται ήδη από τρεις κύριες επιχειρήσεις. Η ΕΑΤ και οι κεντρικές τράπεζες του ΕΣΚΤ, χωρίς να κάνουν τη διαδικασία ευκολότερη ή λιγότερο απαιτητική, θα πρέπει να μεριμνήσουν για την αναγνώριση περισσότερων Οργανισμών Αξιολόγησης Πιστοληπτικής Ικανότητας ως ΕΟΠΑ, ώστε να ανοίξει η αγορά και για άλλες επιχειρήσεις.

    (99)

    Η οδηγία 95/46 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Οκτωβρίου 1995 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (16) και ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 18ης Δεκεμβρίου 2000 σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (17) θα πρέπει να ισχύουν πλήρως για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού.

    (100)

    Τα ιδρύματα θα πρέπει να διατηρούν διαφοροποιημένο απόθεμα ασφαλείας ρευστών διαθεσίμων για την κάλυψη αναγκών ρευστότητας σε μια βραχυπρόθεσμη κρίση ρευστότητας. Καθώς δεν είναι δυνατόν να γνωρίζουν εκ των προτέρων με βεβαιότητα ποια συγκεκριμένα στοιχεία ενεργητικού σε κάθε κατηγορία στοιχείων ενεργητικού ενδέχεται να πληγούν εκ των υστέρων, ενδείκνυται η προώθηση ενός διαφοροποιημένου και υψηλής ποιότητας αποθέματος ασφαλείας ρευστότητας, το οποίο θα αποτελείται από διαφορετικές κατηγορίες στοιχείων ενεργητικού. Η συγκέντρωση στοιχείων ενεργητικού και η υπέρμετρη εμπιστοσύνη στη ρευστότητα της αγοράς δημιουργεί συστημικό κίνδυνο για τον χρηματοπιστωτικό τομέα και θα πρέπει να αποφεύγεται. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ένα ευρύ σύνολο ποιοτικών στοιχείων ενεργητικού κατά τη διάρκεια της αρχικής περιόδου παρατήρησης, το οποίο θα χρησιμοποιηθεί για τη διαμόρφωση του ορισμού της απαίτησης για την κάλυψη κινδύνου ρευστότητας. Κατά τη διατύπωση ενός ομοιογενούς ορισμού για τα ρευστά διαθέσιμα, τουλάχιστον τα κρατικά ομόλογα και τα καλυμμένα ομόλογα που υπόκεινται σε διαπραγμάτευση σε διαφανείς αγορές με διαρκή κίνηση θα αναμενόταν να θεωρηθούν στοιχεία ενεργητικού εξαιρετικά υψηλής ρευστότητας και πιστωτικής ποιότητας. Θα ενδείκνυτο, επίσης, η συμπερίληψη των στοιχείων ενεργητικού του άρθρου 416 παράγραφος 1 στοιχεία α) έως γ), στο απόθεμα ασφαλείας χωρίς περιορισμούς. Όταν τα ιδρύματα χρησιμοποιούν το απόθεμα ρευστότητας, θα πρέπει να εφαρμόζουν σχέδιο αποκατάστασης των ρευστών διαθεσίμων τους και οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να διασφαλίζουν την επάρκεια του σχεδίου και την υλοποίησή του.

    (101)

    Το απόθεμα ρευστών διαθεσίμων θα πρέπει να είναι διαθέσιμο ανά πάσα στιγμή προς εκπλήρωση των εκροών ρευστότητας. Το επίπεδο των αναγκών ρευστότητας σε μια βραχυπρόθεσμη κρίση ρευστότητας θα πρέπει να προσδιορίζεται με τυποποιημένο τρόπο ούτως ώστε να διασφαλίζεται ένα ενιαίο πρότυπο αξιοπιστίας και ισότιμοι όροι ανταγωνισμού. Θα πρέπει να διασφαλιστεί ότι ο ανωτέρω τυποποιημένος προσδιορισμός δεν έχει αθέλητες επιπτώσεις στις χρηματαγορές, τη χορήγηση πιστώσεων και την οικονομική ανάπτυξη και ότι λαμβάνονται υπόψη διαφορετικά επιχειρηματικά και επενδυτικά μοντέλα και συνθήκες χρηματοδότησης των ιδρυμάτων σε ολόκληρη την Ένωση. Για αυτόν τον σκοπό, η απαίτηση κάλυψης της ρευστότητας θα πρέπει να υπόκειται σε περίοδο παρατήρησης. Βάσει των παρατηρήσεων της ΕΑΤ και των σχετικών εκθέσεών της, θα πρέπει να εξουσιοδοτηθεί η Επιτροπή να εκδώσει κατ’ εξουσιοδότηση πράξη για την έγκαιρη καθιέρωση λεπτομερούς και εναρμονισμένης απαίτησης κάλυψης της ρευστότητας για την Ένωση. Προκειμένου να διασφαλιστεί παγκόσμια εναρμόνιση στον τομέα της ρύθμισης της ρευστότητας, κάθε κατ’ εξουσιοδότηση πράξη για την εισαγωγή της απαίτησης κάλυψης της ρευστότητας θα πρέπει να είναι συγκρίσιμη με το δείκτη κάλυψης του κινδύνου ρευστότητας όπως ορίζεται στο τελικό διεθνές πλαίσιο για τη μέτρηση, τα πρότυπα και την παρακολούθηση του κινδύνου ρευστότητας της BCBS, λαμβανομένων υπόψη των ενωσιακών και εθνικών ιδιομορφιών.

    (102)

    Προς αυτόν τον σκοπό, κατά τη διάρκεια της περιόδου παρατήρησης, η ΕΑΤ θα πρέπει να επανεξετάζει και να αξιολογεί, μεταξύ άλλων, την καταλληλότητα του κατώτατου ορίου του 60 % στα ρευστά διαθέσιμα επιπέδου 1, του ανώτατου ορίου 75 % εισροών προς εκροές και την προοδευτική εισαγωγή της απαίτησης για την κάλυψη κινδύνου ρευστότητας από 60 %, από την 1η Ιανουαρίου 2015, αυξανόμενης σταδιακά έως το 100 %. Κατά την αξιολόγηση και την υποβολή έκθεσης σχετικά με τους ενιαίους ορισμούς του αποθέματος ρευστών διαθέσιμων, η ΕΑΤ θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τον ορισμό των υψηλής ποιότητας ρευστών διαθέσιμων (HQLA) από την BCBS ως βάση της ανάλυσής της, συνεκτιμώντας τις ενωσιακές και εθνικές ιδιομορφίες. Ενώ ή ΕΑΤ θα πρέπει να εντοπίζει τα νομίσματα για τα οποία οι ανάγκες των θεσμικών οργάνων της ΕΕ σε ρευστά στοιχεία ενεργητικού υπερβαίνουν τη διαθεσιμότητα των εν λόγω στοιχείων σε αυτά τα νομίσματα, θα πρέπει επίσης να εξετάζει ετησίως εάν θα πρέπει να ισχύουν παρεκκλίσεις, περιλαμβανομένων αυτών που περιέχονται στον παρόντα κανονισμό. Επιπλέον, η ΕΑΤ θα πρέπει να εξετάζει ετησίως εάν η εφαρμογή από ιδρύματα εγκατεστημένα στην Ένωση κάθε τέτοιας παρέκκλισης και εάν ήδη υπάρχουσα στον παρόντα κανονισμό παρέκκλιση θα πρέπει να συνοδεύεται από τυχόν πρόσθετους όρους ή εάν θα πρέπει να επανεξεταστούν οι υφιστάμενοι όροι. Η ΕΑΤ θα πρέπει να υποβάλει τα αποτελέσματα της ανάλυσής της σε ετήσια έκθεση προς την Επιτροπή.

    (103)

    Για την αύξηση της αποδοτικότητας και τη μείωση του διοικητικού φόρτου, η ΕΑΤ θα πρέπει να θεσπίσει ένα συνεκτικό πλαίσιο υποβολής αναφορών βάσει εναρμονισμένου συνόλου προτύπων περί απαιτήσεων ρευστότητας, το οποίο θα εφαρμόζεται σε ολόκληρη την Ένωση. Προς αυτόν τον σκοπό, η ΕΑΤ θα πρέπει να διαμορφώσει ενιαίους μορφότυπους υποβολής αναφορών και ενιαίες λύσεις πληροφορικής, που θα λαμβάνουν υπόψη τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού και της οδηγίας 2013/36/ΕΕ. Έως την ημερομηνία της πλήρους εφαρμογής των απαιτήσεων ρευστότητας, τα ιδρύματα θα πρέπει να εξακολουθούν να πληρούν τις εθνικές απαιτήσεις περί υποβολής αναφορών.

    (104)

    Η ΕΑΤ, σε συνεργασία με το ΕΣΣΚ, θα πρέπει να εκδώσει κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τις αρχές χρησιμοποίησης του αποθέματος ρευστών στοιχείων ενεργητικού σε ακραίες καταστάσεις.

    (105)

    Δεν θα πρέπει να θεωρείται δεδομένο ότι τα ιδρύματα θα λάβουν υποστήριξη ρευστότητας από άλλα ιδρύματα που ανήκουν στον ίδιο όμιλο όταν αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην εκπλήρωση των υποχρεώσεων πληρωμής τους. Ωστόσο, υπό αυστηρές προϋποθέσεις και εάν συμφωνούν όλες οι αρμόδιες αρχές που εμπλέκονται, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να μπορούν να άρουν την εφαρμογή της απαίτησης ρευστότητας για μεμονωμένα ιδρύματα και να επιβάλουν στα εν λόγω ιδρύματα απαίτηση σε ενοποιημένη βάση, για να τους δώσουν τη δυνατότητα να διαχειρισθούν τη ρευστότητά τους κεντρικά, σε επίπεδο ομίλου ή υποομίλου.

    (106)

    Υπ’ αυτό το πνεύμα, οσάκις δεν χορηγείται απαλλαγή, οι ροές ρευστότητας μεταξύ δύο ιδρυμάτων που ανήκουν στον ίδιο όμιλο και υπόκεινται σε ενοποιημένη εποπτεία θα πρέπει, όταν η απαίτηση ρευστότητας καταστεί δεσμευτικό μέτρο, να λαμβάνουν προνομιακά ποσοστά εισροών και εκροών μόνον στις περιπτώσεις όπου εφαρμόζονται όλες οι απαραίτητες δικλείδες ασφαλείας. Αυτές οι προνομιακές μεταχειρίσεις θα πρέπει να ορίζονται επακριβώς και να συνδέονται με την ικανοποίηση αυστηρών και αντικειμενικών προϋποθέσεων. Η ειδική μεταχείριση που εφαρμόζεται σε συγκεκριμένη ροή εντός ομίλου θα πρέπει να βασίζεται σε μεθοδολογία που χρησιμοποιεί αντικειμενικά κριτήρια και παραμέτρους, προκειμένου να καθορίζονται συγκεκριμένα επίπεδα εισροών και εκροών μεταξύ του ιδρύματος και του αντισυμβαλλομένου. Βάσει των παρατηρήσεων της ΕΑΤ και της σχετικής έκθεσής της, θα πρέπει να εξουσιοδοτηθεί η Επιτροπή, κατά περίπτωση και ως μέρος της κατ’ εξουσιοδότησης πράξης που εκδίδει σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό για την εξειδίκευση της απαίτησης για την κάλυψη κινδύνου ρευστότητας, να εκδώσει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις για τον καθορισμό των εν λόγω ειδικών μεταχειρίσεων εντός ομίλου, της μεθοδολογίας και των αντικειμενικών κριτηρίων με τα οποία συνδέονται, καθώς και των λεπτομερειών των κοινών αποφάσεων για την αξιολόγηση αυτών των κριτηρίων.

    (107)

    Τα ομόλογα που εκδίδονται από τον Εθνικό Φορέα Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων (National Asset Management Agency (NAMA)) στην Ιρλανδία έχουν ιδιαίτερη σημασία για την τραπεζική ανάκαμψη της χώρας και η έκδοσή τους έχει λάβει προηγούμενη έγκριση από τα κράτη μέλη, έχει δε εγκριθεί ως κρατική ενίσχυση από την Επιτροπή, ως μέτρο στήριξης για την απομάκρυνση των απομειωμένων περιουσιακών στοιχείων από τους ισολογισμούς ορισμένων πιστωτικών ιδρυμάτων. Η έκδοση τέτοιων ομολόγων, ένα μεταβατικό μέτρο με στήριξη της Επιτροπής και της ΕΚΤ, αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της αναδιάρθρωσης του ιρλανδικού τραπεζικού συστήματος. Τα εν λόγω ομόλογα έχουν λάβει εγγυήσεις από την ιρλανδική κυβέρνηση και αποτελούν αποδεκτή εξασφάλιση για τις νομισματικές αρχές.Η Επιτροπή θα πρέπει να εξετάσει ειδικούς μηχανισμούς αποδοχής του προϋφιστάμενου καθεστώτος για τα μεταβιβάσιμα στοιχεία που εκδίδουν ή εγγυώνται φορείς με κρατική ενίσχυση εγκεκριμένη από την Ένωση, ως μέρος της κατ’ εξουσιοδότησης πράξης που εκδίδει σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό για την εξειδίκευση της απαίτησης για την κάλυψη κινδύνου ρευστότητας. Εν προκειμένω, η Επιτροπή θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι τα ιδρύματα που υπολογίζουν τις απαιτήσεις για την κάλυψη κινδύνου ρευστότητας σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό θα πρέπει να μπορούν να περιλαμβάνουν τα ομόλογα με εξοφλητική προτεραιότητα ΝΑΜΑ ως περιουσιακά στοιχεία εξαιρετικά υψηλής ρευστότητας και πιστωτικής ποιότητας έως τον Δεκέμβριο του 2019.

    (108)

    Ομοίως, τα ομόλογα που εκδίδονται από την Ισπανική Εταιρεία Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων είναι πολύ σημαντικά για την διάσωση των ισπανικών τραπεζών και αποτελούν μεταβατικό μέτρο στηριζόμενο από την Επιτροπή και την ΕΚΤ, ως αναπόσπαστο μέρος της αναδιάρθρωσης του ισπανικού τραπεζικού συστήματος. Καθώς η έκδοσή τους προβλέπεται στο Μνημόνιο Συνεργασίας για τις Προϋποθέσεις Άσκησης Πολιτικής στον Χρηματοπιστωτικό Τομέα, το οποίο υπεγράφη από την Επιτροπή και τις ισπανικές αρχές την 23η Ιουλίου 2012, και καθώς η μεταβίβαση στοιχείων προϋποθέτει την έγκριση της Επιτροπής ως μέτρο κρατικής ενίσχυσης που θεσπίζεται με σκοπό την απομάκρυνση των απομειωμένων περιουσιακών στοιχείων από τους ισολογισμούς ορισμένων πιστωτικών ιδρυμάτων και εφόσον εγγυάται για αυτά η ισπανική κυβέρνηση και αποτελούν αποδεκτή εξασφάλιση για τις νομισματικές αρχές. Η Επιτροπή θα πρέπει να εξετάσει ειδικούς μηχανισμούς αποδοχής του προϋφιστάμενου καθεστώτος για τα κινητά στοιχεία που εκδίδουν ή εγγυώνται φορείς με κρατική ενίσχυση εγκεκριμένη από την Ένωση ως μέρος της κατ’ εξουσιοδότησης πράξης που εκδίδει σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό για την εξειδίκευση της απαίτησης για την κάλυψη κινδύνου ρευστότητας. Εν προκειμένω, η Επιτροπή θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι τα ιδρύματα που υπολογίζουν τις απαιτήσεις για την κάλυψη κινδύνου ρευστότητας σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό θα πρέπει να μπορούν να περιλαμβάνουν τα ομόλογα με εξοφλητική προτεραιότητα της Ισπανικής Εταιρείας Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων ως περιουσιακά στοιχεία εξαιρετικά υψηλής ρευστότητας και πιστωτικής ποιότητας τουλάχιστον έως τον Δεκέμβριο του 2023.

    (109)

    Βάσει των εκθέσεων που οφείλει να υποβάλλει η ΕΑΤ και κατά την κατάρτιση της πρότασης κατ’ εξουσιοδότηση πράξης περί απαιτήσεων ρευστότητας, η Επιτροπή θα πρέπει επίσης να εξετάσει εάν τα ομόλογα εξοφλητικής προτεραιότητας που εκδίδονται από νομικές οντότητες παρόμοιες με τη ΝΑΜΑ στην Ιρλανδία ή την Ισπανική Εταιρεία Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων, συσταθείσες για τον ίδιο σκοπό και πολύ σημαντικές για την τραπεζική διάσωση σε κάθε άλλο κράτος μέλος, θα πρέπει να χαίρουν τέτοιας μεταχείρισης, εφόσον εγγυάται για αυτά η κεντρική κυβέρνηση του οικείου κράτους μέλους και εφόσον αποτελούν αποδεκτή εξασφάλιση για τις νομισματικές αρχές.

    (110)

    Κατά τη διαμόρφωση σχεδίου ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για τον καθορισμό μεθόδων για τη μέτρηση πρόσθετων εκροών, η ΕΑΤ θα πρέπει να εξετάζει και την παρελθοντική τυποποιημένη προσέγγιση ως μέθοδο τέτοιας μέτρησης.

    (111)

    Εκκρεμούσας της εισαγωγής του συντελεστή καθαρής σταθερής χρηματοδότησης (NSFR) ως δεσμευτικού ελάχιστου προτύπου, τα ιδρύματα θα πρέπει να τηρούν γενική υποχρέωση χρηματοδότησης. Η γενική υποχρέωση χρηματοδότησης δεν θα πρέπει να συνιστά απαίτηση τήρησης δείκτη. Εάν, εκκρεμούσας της εισαγωγής του NSFR, εισαχθεί δείκτης σταθερής χρηματοδότησης ως ελάχιστο πρότυπο μέσω εθνικής διάταξης, τα ιδρύματα θα πρέπει να συμμορφώνονται αναλόγως προς το εν λόγω ελάχιστο πρότυπο.

    (112)

    Εκτός από τις βραχυπρόθεσμες ανάγκες ρευστότητας, τα ιδρύματα θα πρέπει επίσης να θεσπίσουν δομές χρηματοδότησης σταθερές σε μεγαλύτερο χρονικό ορίζοντα. Τον Δεκέμβριο του 2010, η BCBS συμφώνησε ότι ο δείκτης καθαρής σταθερής χρηματοδότησης (NSFR) θα μεταβεί σε ένα ελάχιστο πρότυπο έως την 1η Ιανουαρίου του 2018 και ότι η BCBS θα θεσπίσει αυστηρότερες διαδικασίες υποβολής στοιχείων για την παρακολούθηση του συντελεστή κατά τη μεταβατική περίοδο και θα εξακολουθήσει να εξετάζει τις επιπτώσεις των εν λόγω προτύπων στις χρηματαγορές, τη χορήγηση πιστώσεων και την οικονομική ανάπτυξη, αντιμετωπίζοντας τις ακούσιες συνέπειες κατά το δέον. Ούτως, η BCBS συμφώνησε ότι ο δείκτης καθαρής σταθερής χρηματοδότησης θα υπόκειται σε περίοδο παρατήρησης και θα περιλαμβάνει ρήτρα επανεξέτασης. Σε αυτό το πλαίσιο, η ΕΑΤ θα πρέπει να εξετάσει τον τρόπο σχεδιασμού μιας απαίτησης σταθερής χρηματοδότησης βάσει της υποβολής στοιχείων που απαιτεί ο παρών κανονισμός. Βάσει της ανωτέρω αξιολόγησης, η Επιτροπή θα πρέπει να υποβάλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο συνοδευόμενη από τυχόν κατάλληλες προτάσεις για τη θέσπιση της εν λόγω απαίτησης έως το 2018.

    (113)

    Αδυναμίες σε επίπεδο εταιρικής διακυβέρνησης σε σειρά ιδρυμάτων έχουν συμβάλει στην υπερβολική και αλόγιστη ανάληψη κινδύνων στον τραπεζικό τομέα, γεγονός που οδήγησε στη χρεοκοπία μεμονωμένων ιδρυμάτων και σε συστημικά προβλήματα.

    (114)

    Προκειμένου να διευκολυνθεί η παρακολούθηση των πρακτικών εταιρικής διακυβέρνησης των ιδρυμάτων και να βελτιωθεί η πειθαρχία στην αγορά, τα ιδρύματα θα πρέπει να κοινοποιούν τις ρυθμίσεις εταιρικής διακυβέρνησής τους. Τα διοικητικά τους όργανα θα πρέπει να εγκρίνουν και να κοινοποιούν δήλωση που να καθησυχάζει το κοινό σχετικά με την επάρκεια και την αποτελεσματικότητα των ανωτέρω ρυθμίσεων.

    (115)

    Προκειμένου να ληφθεί υπόψη η πολυμορφία των επιχειρηματικών μοντέλων των ιδρυμάτων στην εσωτερική αγορά, ορισμένες μακροπρόθεσμες διαρθρωτικές απαιτήσεις, όπως ο NSFR και ο δείκτης μόχλευσης, θα πρέπει να εξετασθούν διεξοδικά με στόχο την προώθηση μιας ποικιλίας υγιών τραπεζικών δομών που υπηρέτησαν και θα πρέπει να εξακολουθήσουν να υπηρετούν την οικονομία της Ένωσης.

    (116)

    Για τη συνεχή παροχή χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών στα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις είναι απαραίτητη μια δομή σταθερής χρηματοδότησης. Οι ροές μακροπρόθεσμης χρηματοδότησης στα τραπεζογενή χρηματοπιστωτικά συστήματα πολλών κρατών μελών ενδέχεται κατά κανόνα να έχουν διαφορετικά χαρακτηριστικά από εκείνες που απαντώνται σε άλλες διεθνείς αγορές. Επιπλέον, ενδέχεται να έχουν αναπτυχθεί στα κράτη μέλη ειδικές δομές χρηματοδότησης με στόχο την παροχή σταθερής χρηματοδότησης για μακροπρόθεσμες επενδύσεις, συμπεριλαμβανομένων αποκεντρωμένων τραπεζικών δομών για τη διοχέτευση ρευστότητας ή ειδικευμένων ενυπόθηκων τίτλων που αποτελούν αντικείμενο συναλλαγών σε αγορές με υψηλή ρευστότητα ή αντιπροσωπεύουν ευπρόσδεκτη επένδυση για τους μακροπρόθεσμους επενδυτές. Οι εν λόγω διαρθρωτικοί παράγοντες θα πρέπει να εξεταστούν προσεκτικά. Για τον σκοπό αυτό, όταν οριστικοποιηθούν τα διεθνή πρότυπα, είναι απαραίτητο η ΕΑΤ και το ΕΣΣΚ, βάσει της υποβολής εκθέσεων που απαιτεί ο παρών κανονισμός, να εξετάσουν τον τρόπο σχεδιασμού μιας απαίτησης σταθερής χρηματοδότησης που θα λαμβάνει πλήρως υπόψη την πολυμορφία των δομών χρηματοδότησης στην τραπεζική αγορά της Ένωσης.

    (117)

    Προκειμένου να διασφαλιστεί η προοδευτική σύγκλιση μεταξύ του επιπέδου των ιδίων κεφαλαίων και των προληπτικών προσαρμογών που εφαρμόζονται για τον καθορισμό των ιδίων κεφαλαίων ανά την Ένωση και τον καθορισμό των ιδίων κεφαλαίων που προβλέπεται στον παρόντα κανονισμό κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου, η εισαγωγή των απαιτήσεων περί ιδίων κεφαλαίων θα πρέπει να γίνεται σταδιακά. Είναι κρίσιμο να διασφαλιστεί ότι η εν λόγω σταδιακή εισαγωγή συνάδει με τις πρόσφατες βελτιώσεις που έγιναν στα κράτη μέλη όσον αφορά τα απαιτούμενα επίπεδα ιδίων κεφαλαίων και τον ορισμό των ιδίων κεφαλαίων που ισχύει στα κράτη μέλη. Για τον σκοπό αυτόν, κατά τη μεταβατική περίοδο οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να καθορίσουν εντός συγκεκριμένων κατώτατων και ανώτατων ορίων πόσο γρήγορα θα θεσπιστεί το απαιτούμενο επίπεδο ιδίων κεφαλαίων και προληπτικών προσαρμογών που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό.

    (118)

    Προκειμένου να διευκολυνθεί η ομαλή μετάβαση από τις αποκλίνουσες προληπτικές προσαρμογές που εφαρμόζονται επί του παρόντος στα κράτη μέλη στο σύνολο των προληπτικών προσαρμογών που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να μπορούν κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου να απαιτούν διαρκώς από τα ιδρύματα, σε περιορισμένο βαθμό, να προβούν σε προληπτικές προσαρμογές των ιδίων κεφαλαίων κατά παρέκκλιση από τον παρόντα κανονισμό.

    (119)

    Προκειμένου να διασφαλιστεί ότι τα ιδρύματα θα έχουν αρκετό χρόνο για να ικανοποιήσουν τα νέα απαιτούμενα επίπεδα και τον ορισμό των ιδίων κεφαλαίων, ορισμένα κεφαλαιακά μέσα που δεν συμμορφώνονται με τον ορισμό των ιδίων κεφαλαίων που περιλαμβάνεται στον παρόντα κανονισμό θα πρέπει να εξαλειφθούν σταδιακά μεταξύ της 1ης Ιανουαρίου 2013 και της 31ης Δεκεμβρίου 2021. Επιπλέον, ορισμένα μέσα εισφοράς κεφαλαίου από το κράτος θα πρέπει να αναγνωρίζονται πλήρως στα ίδια κεφάλαια για περιορισμένη περίοδο. Επιπλέον, υπό ορισμένες συνθήκες, η διαφορά από την έκδοση μετοχών υπέρ το άρτιο που αφορά στοιχεία αποδεκτά ως ίδια κεφάλαια δυνάμει των μέτρων μεταφοράς της οδηγίας 2006/48/ΕΚ στην εθνική νομοθεσία θα πρέπει να θεωρείται αποδεκτή για συμπερίληψη στα στοιχεία κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1.

    (120)

    Προκειμένου να διασφαλιστεί η προοδευτική σύγκλιση προς ομοιογενείς κανόνες δημοσιοποίησης από τα ιδρύματα ώστε να παρέχονται στους συμμετέχοντες στην αγορά ακριβείς και λεπτομερείς πληροφορίες όσον αφορά το προφίλ κινδύνου κάθε ιδρύματος, οι απαιτήσεις δημοσιοποίησης θα πρέπει να επιβληθούν σταδιακά.

    (121)

    Προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι εξελίξεις και οι εμπειρίες από την αγορά στην εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, η Επιτροπή θα πρέπει να κληθεί να υποβάλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο εκθέσεις, σε συνδυασμό με νομοθετικές προτάσεις, κατά περίπτωση, σχετικά με την πιθανή επίδραση των κεφαλαιακών απαιτήσεων στον οικονομικό κύκλο των ελάχιστων απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για τα ανοίγματα υπό μορφή καλυμμένων ομολόγων, τα μεγάλα χρηματοδοτικά ανοίγματα, τις απαιτήσεις ρευστότητας, τη μόχλευση, τα ανοίγματα σε μεταφερόμενο πιστωτικό κίνδυνο, τον πιστωτικό κίνδυνο αντισυμβαλλομένου και τη μέθοδο αρχικού ανοίγματος, τα ανοίγματα λιανικής τραπεζικής, τον ορισμό του επιλέξιμου κεφαλαίου και το επίπεδο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού.

    (122)

    Πρωταρχικός στόχος του νομικού πλαισίου για τα πιστωτικά ιδρύματα θα πρέπει να είναι η διασφάλιση της λειτουργίας ζωτικών υπηρεσιών προς την πραγματική οικονομία, περιορίζοντας παράλληλα την πιθανότητα επέλευσης ηθικού κινδύνου. Ο διαρθρωτικός διαχωρισμός τραπεζικών δραστηριοτήτων λιανικής και επενδύσεων εντός ενός τραπεζικού ομίλου θα μπορούσε να είναι ένα από τα βασικά εργαλεία προς αυτόν τον στόχο. Συνεπώς, καμία διάταξη του παρόντος ρυθμιστικού πλαισίου δεν θα πρέπει να εμποδίζει τη θέσπιση μέτρων για την υλοποίηση αυτού του διαχωρισμού. Θα πρέπει να ζητηθεί από την Επιτροπή να αναλύσει το ζήτημα του διαρθρωτικού διαχωρισμού στην Ένωση και να υποβάλει έκθεση συνοδευόμενη, όπου απαιτείται, από νομοθετικές προτάσεις, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

    (123)

    Ομοίως, προκειμένου να προστατευτούν οι καταθέτες και να διατηρηθεί η χρηματοπιστωτική σταθερότητα, τα κράτη μέλη θα πρέπει επίσης να έχουν τη δυνατότητα να λαμβάνουν διαρθρωτικά μέτρα δυνάμει των οποίων τα πιστωτικά ιδρύματα που διαθέτουν άδεια λειτουργίας στο οικείο κράτος μέλος υποχρεούνται να μειώσουν τα ανοίγματά τους προς διαφορετικές νομικές οντότητες ανάλογα με τις δραστηριότητές τους και ανεξαρτήτως του τόπου διεκπεραίωσης των δραστηριοτήτων αυτών. Εντούτοις, επειδή τέτοια μέτρα θα μπορούσαν να έχουν αρνητικές επιπτώσεις κατατμίζοντας την εσωτερική αγορά, θα πρέπει να εγκρίνονται μόνο όταν υπόκεινται σε αυστηρούς όρους, εκκρεμούσας της θέσης σε ισχύ μελλοντικής νομικής πράξης με την οποία τα εν λόγω μέτρα εναρμονίζονται ρητώς.

    (124)

    Για να προσδιοριστούν οι απαιτήσεις που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό, η Επιτροπή θα πρέπει να εξουσιοδοτηθεί να εκδίδει πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ όσον αφορά τις τεχνικές προσαρμογές του παρόντος Κανονισμού, ώστε να αποσαφηνιστούν ορισμοί που θα διασφαλίζουν την ενιαία εφαρμογή του παρόντος κανονισμού ή να ληφθούν υπόψη οι εξελίξεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές, να ευθυγραμμιστούν η ορολογία και οι ορισμοί των πλαισίων σύμφωνα με μεταγενέστερες σχετικές πράξεις, να προσαρμοσθούν οι περί ιδίων κεφαλαίων διατάξεις του παρόντος κανονισμού ώστε να αντικατοπτρίζονται οι εξελίξεις στα λογιστικά πρότυπα ή στο ενωσιακό δίκαιο, ή όσον αφορά τη σύγκλιση των μεθόδων εποπτείας, να διευρυνθούν οι κατάλογοι των κατηγοριών ανοίγματος για τους σκοπούς της τυποποιημένης προσέγγισης ή της προσέγγισης ΠΕΔ προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι εξελίξεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές, να αναπροσαρμοσθούν ορισμένα ποσά σχετικά με αυτές τις κατηγορίες ανοίγματος ώστε να συνυπολογίζονται οι επιπτώσεις του πληθωρισμού, να αναπροσαρμοσθούν ο κατάλογος και η κατάταξη των εκτός ισολογισμού στοιχείων και να αναπροσαρμοσθούν συγκεκριμένες διατάξεις και τεχνικά κριτήρια σχετικά με την αντιμετώπιση του πιστωτικού κινδύνου αντισυμβαλλομένου, την τυποποιημένη προσέγγιση και την προσέγγιση ΠΕΔ, τον μετριασμό του πιστωτικού κινδύνου, την τιτλοποίηση, τον λειτουργικό κίνδυνο, τον κίνδυνο αγοράς, τη ρευστότητα, τη μόχλευση και τη δημοσιοποίηση, ώστε να λαμβάνονται υπόψη οι εξελίξεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές ή στα λογιστικά πρότυπα ή στο ενωσιακό δίκαιο ή σχετικά με τη σύγκλιση των μεθόδων εποπτείας και της μέτρησης κινδύνου, και για να συνεκτιμηθεί το αποτέλεσμα της επανεξέτασης διαφόρων θεμάτων σχετικών με το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2004/39/ΕΚ.

    (125)

    Η Επιτροπή θα πρέπει επίσης να εξουσιοδοτηθεί να εκδίδει πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ, προκειμένου να ορίσει προσωρινή μείωση του επιπέδου ιδίων κεφαλαίων ή των συντελεστών στάθμισης κινδύνου που προβλέπει ο παρών κανονισμός με απώτερο σκοπό να συνεκτιμήσει τις ειδικές συνθήκες, να διευκρινίσει την εξαίρεση ορισμένων ανοιγμάτων από την εφαρμογή των περί μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων διατάξεων του παρόντος κανονισμού, να προσδιορίσει τα ποσά που σχετίζονται με τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων για το χαρτοφυλάκιο συναλλαγών ώστε να συνεκτιμώνται οι εξελίξεις στον οικονομικό και νομισματικό τομέα, να προσαρμόσει τις κατηγορίες επιχειρήσεων επενδύσεων που είναι επιλέξιμες για ορισμένες παρεκκλίσεις από τα απαιτούμενα επίπεδα ιδίων κεφαλαίων, ώστε να συνεκτιμώνται οι εξελίξεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές, να διευκρινίσει την απαίτηση να έχουν οι επιχειρήσεις επενδύσεων ίδια κεφάλαια ίσα προς το ένα τέταρτο των παγίων εξόδων τους κατά το προηγούμενο έτος προκειμένου να διασφαλιστεί η ενιαία εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, να προσδιορίζει τα στοιχεία ιδίων κεφαλαίων από τα οποία θα πρέπει να αφαιρούνται οι συμμετοχές ενός ιδρύματος στα μέσα σχετικών οντοτήτων και να θεσπίσει πρόσθετες μεταβατικές διατάξεις σχετικά με την αντιμετώπιση των αναλογιστικών κερδών και ζημιών κατά τη μέτρηση των υποχρεώσεων για προκαθορισμένες συνταξιοδοτικές παροχές των ιδρυμάτων. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να διεξάγει η Επιτροπή κατάλληλες διαβουλεύσεις, και σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων, κατά τις προπαρασκευαστικές εργασίες της. Η Επιτροπή, όταν ετοιμάζει και συντάσσει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις, θα πρέπει να διασφαλίζει την ταυτόχρονη, έγκαιρη και κατάλληλη διαβίβαση των σχετικών εγγράφων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

    (126)

    Σύμφωνα με τη δήλωση αριθ. 39 που αφορά το άρθρο 290 ΣΛΕΕ, η Επιτροπή θα πρέπει να διαβουλεύεται διαρκώς με εμπειρογνώμονες που ορίζονται από τα κράτη μέλη κατά την προετοιμασία των σχεδίων πράξεων κατ’ εξουσιοδότηση στον τομέα των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, σύμφωνα με τη συνήθη πρακτική της.

    (127)

    Τεχνικά πρότυπα για τις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες θα πρέπει να διασφαλίζουν εναρμόνιση, ομοιογενείς συνθήκες και επαρκή προστασία των καταθετών, των επενδυτών και των καταναλωτών σε ολόκληρη την Ένωση. Καθώς πρόκειται για φορέα με πολύ εξειδικευμένη τεχνογνωσία, ενδείκνυται η ανάθεση στην ΕΑΤ της επεξεργασίας σχεδίων ρυθμιστικών και εκτελεστικών τεχνικών προτύπων άνευ επιλογών πολιτικής, προς υποβολή στην Επιτροπή. Η ΕΑΤ θα πρέπει να εξασφαλίζει αποτελεσματικές διοικητικές διαδικασίες και διαδικασίες υποβολής εκθέσεων κατά την εκπόνηση τεχνικών προτύπων. Οι μορφότυποι υποβολής εκθέσεων είναι ανάλογοι με τη φύση, το μέγεθος και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων των ιδρυμάτων.

    (128)

    Η Επιτροπή θα πρέπει να εγκρίνει σχέδια των ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που καταρτίζει η ΕΑΤ στους τομείς των αλληλασφαλιστικών ενώσεων, των συνεταιριστικών εταιρειών, των ταμιευτηρίων ή παρόμοιων ιδρυμάτων, ορισμένων μέσων ιδίων κεφαλαίων, προληπτικών προσαρμογών, ποσών που αφαιρούνται από τα ίδια κεφάλαια, πρόσθετων μέσων ιδίων κεφαλαίων, συμφερόντων μειοψηφίας, επικουρικών τραπεζικών υπηρεσιών, της αντιμετώπισης της προσαρμογής πιστωτικού κινδύνου, της πιθανότητας αθέτησης, της ζημίας σε περίπτωση αθέτησης, των προσεγγίσεων στάθμισης κινδύνου των στοιχείων ενεργητικού, της σύγκλισης των εποπτικών πρακτικών, της ρευστότητας και των μεταβατικών ρυθμίσεων για ίδια κεφάλαια, μέσω κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων κατά το άρθρο 290 της ΣΛΕΕ και σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να διεξάγει η Επιτροπή κατάλληλες διαβουλεύσεις, και σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων, κατά τις προπαρασκευαστικές εργασίες της. Η Επιτροπή και η ΕΑΤ θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι τα εν λόγω πρότυπα και απαιτήσεις μπορούν να εφαρμόζονται από το σύνολο των σχετικών ιδρυμάτων κατά τρόπο ανάλογο προς τη φύση, το μέγεθος και την πολυπλοκότητα των ιδρυμάτων αυτών και των δραστηριοτήτων τους.

    (129)

    Η εφαρμογή ορισμένων κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό, όπως σχετικά με την κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που αφορά την απαίτηση για την κάλυψη κινδύνου ρευστότητας, ενδέχεται να έχουν σημαντικό αντίκτυπο στα εποπτευόμενα ιδρύματα και την πραγματική οικονομία. Η Επιτροπή θα πρέπει να διασφαλίσει ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο είναι πάντα πλήρως ενημερωμένα όσον αφορά τις σχετικές εξελίξεις σε διεθνές επίπεδο και τις τρέχουσες απόψεις της Επιτροπής αρκετά πριν από τη δημοσίευση των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων.

    (130)

    Η Επιτροπή θα πρέπει επίσης να εξουσιοδοτηθεί να θεσπίζει εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που καταρτίζονται από την ΕΑΤ σχετικά με την ενοποίηση, τις κοινές αποφάσεις, την υποβολή εκθέσεων, τη δημοσιοποίηση, τα ανοίγματα που εξασφαλίζονται με υποθήκες επί ακινήτων, την αξιολόγηση κινδύνων, τις προσεγγίσεις στάθμισης κινδύνου των στοιχείων ενεργητικού, τους συντελεστές στάθμισης κινδύνου και τον προσδιορισμό ορισμένων ανοιγμάτων, την αντιμετώπιση των δικαιωμάτων προαίρεσης και των πιστοποιητικών επιλογής, των θέσεων σε μέσα μετοχικού κεφαλαίου και σε συνάλλαγμα, τη χρήση των εσωτερικών υποδειγμάτων, τη μόχλευση και τα εκτός ισολογισμού στοιχεία μέσω εκτελεστικών πράξεων δυνάμει του άρθρου 291 ΣΛΕΕ και σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

    (131)

    Δεδομένων των λεπτομερειακών χαρακτηριστικών και του αριθμού των ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που πρόκειται να θεσπιστούν δυνάμει του παρόντος κανονισμού, όταν η Επιτροπή εγκρίνει ένα ρυθμιστικό τεχνικό πρότυπο παρόμοιο με σχέδιο ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου που έχει υποβάλει η ΕΑΤ, η προθεσμία μέσα στην οποία το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο δύνανται να εναντιωθούν σε ένα ρυθμιστικό τεχνικό πρότυπο θα πρέπει, κατά περίπτωση, να παραταθεί κατά έναν ακόμα μήνα. Επιπλέον, η Επιτροπή θα πρέπει να αποβλέπει στην εν ευθέτω χρόνω έγκριση των ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να μπορούν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο να διενεργήσουν πλήρη έλεγχο, λαμβάνοντας υπόψη τον όγκο και την πολυπλοκότητα των ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων και τα λεπτομερειακά χαρακτηριστικά του εσωτερικού κανονισμού, το χρονοδιάγραμμα των εργασιών και τη σύνθεση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου.

    (132)

    Προκειμένου να διασφαλίζεται υψηλό επίπεδο διαφάνειας, η ΕΑΤ θα πρέπει να ξεκινήσει διαβουλεύσεις με θέμα το σχέδιο τεχνικών προτύπων που αναφέρεται στον παρόντα κανονισμό. Η ΕΑΤ και η Επιτροπή θα πρέπει να ξεκινήσουν το ταχύτερο δυνατόν την προετοιμασία των εκθέσεών τους σχετικά με τις απαιτήσεις ρευστότητας και τη μόχλευση, όπως προβλέπει ο παρών κανονισμός.

    (133)

    Προκειμένου να εξασφαλιστούν ενιαίοι όροι εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, ενδείκνυται να ανατεθούν εκτελεστικές αρμοδιότητες στην Επιτροπή. Οι αρμοδιότητες αυτές θα πρέπει να ασκούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (18).

    (134)

    Σύμφωνα με το άρθρο 345 ΣΛΕΕ, που ορίζει ότι οι Συνθήκες δεν προδικάζουν με κανένα τρόπο τους κανόνες που διέπουν το καθεστώς ιδιοκτησίας στα κράτη μέλη, ο παρών κανονισμού δεν ευνοεί ούτε εισάγει διακρίσεις κατά τύπων ιδιοκτησίας που περιλαμβάνονται στο πεδίο εφαρμογής του.

    (135)

    Ζητήθηκε η γνώμη του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων σύμφωνα με το άρθρο 28 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001, ο οποίος διατύπωσε γνώμη (19).

    (136)

    Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 648/2012 θα πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως,

    ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

    ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

    ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

    ΤΙΤΛΟΣ I

    ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ, ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΚΑΙ ΟΡΙΣΜΟΙ

    Άρθρο 1

    Πεδίο εφαρμογής

    Ο παρών κανονισμός θεσπίζει ενιαίους κανόνες που αφορούν τις γενικές προληπτικές απαιτήσεις προς τους οποίους οφείλουν να συμμορφώνονται τα ιδρύματα που εποπτεύονται δυνάμει της οδηγίας 2013/36/ΕΕ σε σχέση με τα κατωτέρω στοιχεία:

    α)

    απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων που αφορούν πλήρως ποσοτικοποιήσιμα, ενιαία και τυποποιημένα στοιχεία πιστωτικού κινδύνου, κινδύνου αγοράς, λειτουργικού κινδύνου και κινδύνου διακανονισμού,

    β)

    απαιτήσεις περιορισμού των μεγάλων ανοιγμάτων,

    γ)

    μετά τη θέση σε ισχύ της κατ’ εξουσιοδότηση πράξης που αναφέρεται στο άρθρο 460, απαιτήσεις ρευστότητας που αφορούν πλήρως ποσοτικοποιήσιμα, ενιαία και τυποποιημένα στοιχεία κινδύνου ρευστότητας,

    δ)

    απαιτήσεις υποβολής εκθέσεων σχετικά με τα στοιχεία α), β) και γ) και με τη μόχλευση,

    ε)

    απαιτήσεις δημοσιοποίησης.

    Ο παρών κανονισμός δεν διέπει τις απαιτήσεις δημοσίευσης για τις αρμόδιες αρχές στον τομέα των προληπτικών κανονιστικών διατάξεων και εποπτείας των ιδρυμάτων όπως ορίζεται στην οδηγία 2013/36/ΕΕ.

    Άρθρο 2

    Εποπτικές εξουσίες

    Για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης με τον παρόντα κανονισμό, οι αρμόδιες αρχές έχουν τις εξουσίες και ακολουθούν τις διαδικασίες που ορίζονται στην οδηγία 2013/36/ΕΕ.

    Άρθρο 3

    Εφαρμογή αυστηρότερων απαιτήσεων από τα ιδρύματα

    Ο παρών κανονισμός δεν εμποδίζει τα ιδρύματα να διατηρούν ίδια κεφάλαια και συνιστώσες τους που υπερβαίνουν αυτά που απαιτούνται από τον παρόντα κανονισμό ή να εφαρμόζουν μέτρα αυστηρότερα από τα προβλεπόμενα στον παρόντα κανονισμό.

    Άρθρο 4

    Ορισμοί

    1.   Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

    1)

    ως «πιστωτικό ίδρυμα» νοείται η επιχείρηση της οποίας η δραστηριότητα συνίσταται στην αποδοχή από το κοινό καταθέσεων ή άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων και στη χορήγηση πιστώσεων για ίδιο λογαριασμό,

    2)

    ως «επιχείρηση επενδύσεων» νοείται το πρόσωπο όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 1) της οδηγίας 2004/39/ΕΚ, το οποίο υπόκειται στις απαιτήσεις που επιβάλλει η εν λόγω οδηγία, εκτός από:

    α)

    τα πιστωτικά ιδρύματα,

    β)

    τις τοπικές επιχειρήσεις,

    γ)

    τις εταιρείες που δεν είναι αδειοδοτημένες να παρέχουν την παρεπόμενη υπηρεσία που αναφέρεται στο παράρτημα Ι τμήμα B σημείο (1) της οδηγίας 2004/39/ΕΚ, οι οποίες παρέχουν μόνο μία ή περισσότερες από τις επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες που περιλαμβάνονται στο παράρτημα Ι τμήμα Α σημεία (1), (2), (4) και (5) της εν λόγω οδηγίας και οι οποίες δεν επιτρέπεται να κρατούν χρήματα ή τίτλους που ανήκουν στους πελάτες τους και οι οποίες, για αυτόν τον λόγο, δεν μπορούν σε καμία χρονική στιγμή να εμφανίζουν οφειλές έναντι αυτών των πελατών,

    3)

    ως «ίδρυμα» νοείται πιστωτικό ίδρυμα ή επιχείρηση επενδύσεων,

    4)

    ως «τοπική επιχείρηση» νοείται η επιχείρηση η οποία πραγματοποιεί συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό σε αγορές χρηματοπιστωτικών συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης ή δικαιωμάτων προαίρεσης ή άλλων παράγωγων μέσων και σε αγορές μετρητών με αποκλειστικό σκοπό την αντιστάθμιση θέσεων σε αγορές παράγωγων μέσων ή η οποία πραγματοποιεί συναλλαγές για λογαριασμό άλλων μελών των εν λόγω αγορών και καλύπτεται από την εγγύηση εκκαθαριστικών μελών των ίδιων αγορών, όπου η ευθύνη για την εξασφάλιση της εκτέλεσης των συμβάσεων τέτοιων επιχειρήσεων αναλαμβάνεται από εκκαθαριστικά μέλη των ίδιων αγορών,

    5)

    ως «ασφαλιστική επιχείρηση» νοείται η ασφαλιστική επιχείρηση όπως ορίζεται στο άρθρο 13 σημείο 1) της οδηγίας 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα II) (20),

    6)

    ως «αντασφαλιστική επιχείρηση» νοείται η αντασφαλιστική επιχείρηση όπως ορίζεται στο άρθρο 13 σημείο 4) της οδηγίας 2009/138/ΕΚ,

    7)

    ως «οργανισμός συλλογικών επενδύσεων» ή «ΟΣΕ» νοείται ένας ΟΣΕΚΑ όπως ορίζεται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 της οδηγίας 2009/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με ορισμένους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ) (21), περιλαμβανομένων, εκτός εάν άλλως προβλέπεται, οντοτήτων τρίτων χωρών οι οποίες εκτελούν παρόμοιες δραστηριότητες, που υπόκεινται σε εποπτεία σύμφωνα με το ενωσιακό δίκαιο ή το δίκαιο τρίτης χώρας που εφαρμόζει εποπτικές και ρυθμιστικές απαιτήσεις τουλάχιστον ισοδύναμες με εκείνες που εφαρμόζονται στην Ένωση, ένας ΟΕΕ όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο α) της οδηγίας 2011/61/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2011, σχετικά με τους διαχειριστές οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων (22) ή ένας εκτός ΕΕ ΟΕΕ, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο αα) της εν λόγω οδηγίας,

    8)

    ως «οντότητα του δημόσιου τομέα» νοείται διοικητικός μη εμπορικός οργανισμός υπεύθυνος έναντι κεντρικών κυβερνήσεων, περιφερειακών κυβερνήσεων ή τοπικών αρχών ή έναντι αρχών που ασκούν τα ίδια καθήκοντα με τις περιφερειακές κυβερνήσεις και τις τοπικές αρχές, ή μη εμπορική επιχείρηση που ανήκει ή έχει ιδρυθεί και τελεί υπό την αιγίδα κεντρικών κυβερνήσεων, περιφερειακών κυβερνήσεων ή τοπικών αρχών και που έχει ειδικές εγγυητικές ρυθμίσεις, και μπορεί να περιλαμβάνει αυτοδιοικούμενους φορείς, η λειτουργία των οποίων διέπεται από νόμο και οι οποίοι βρίσκονται υπό δημόσια εποπτεία,

    9)

    ως «διοικητικό όργανο» νοείται το διοικητικό όργανο όπως ορίζεται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 σημείο 7) της οδηγίας 2013/36/ΕΕ,

    10)

    ως «ανώτερα διοικητικά στελέχη» νοούνται τα ανώτερα διοικητικά στελέχη όπως ορίζονται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 σημείο 9) της οδηγίας 2013/36/ΕΕ,

    11)

    ως «συστημικός κίνδυνος» νοείται ο συστημικός κίνδυνος όπως ορίζεται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 σημείο 10) της οδηγίας 2013/36/ΕΕ,

    12)

    ως «κίνδυνος του υποδείγματος» νοείται ο κίνδυνος του υποδείγματος όπως ορίζεται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 σημείο 11) της οδηγίας 2013/36/ΕΕ,

    13)

    ως «μεταβιβάζουσα οντότητα» νοείται οντότητα η οποία:

    α)

    η ίδια ή μέσω συγγενικών οντοτήτων, άμεσα ή έμμεσα, συμμετείχε στην αρχική συμφωνία με την οποία δημιουργήθηκαν οι υποχρεώσεις ή οι δυνητικές υποχρεώσεις του χρεώστη ή του δυνητικού χρεώστη, οι οποίες οδηγούν στο υπό τιτλοποίηση άνοιγμα, ή

    β)

    αγοράζει τα ανοίγματα τρίτου για λογαριασμό της ίδιας και, κατόπιν, τα τιτλοποιεί,

    14)

    ως «ανάδοχο» νοείται ένα ίδρυμα διαφορετικό από το μεταβιβάζον ίδρυμα, το οποίο καταρτίζει και διαχειρίζεται ένα πρόγραμμα έκδοσης εμπορικών χρεογράφων εξασφαλισμένων με στοιχεία ενεργητικού ή άλλο πρόγραμμα τιτλοποίησης που αγοράζει ανοίγματα από τρίτες οντότητες,

    15)

    ως «μητρική επιχείρηση» νοείται:

    α)

    η μητρική επιχείρηση κατά την έννοια των άρθρων 1 και 2 της οδηγίας 83/349/ΕΟΚ,

    β)

    για τους σκοπούς του τμήματος ΙΙ των κεφαλαίων 3 και 4 των τίτλων VΙΙ και VIII της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, καθώς και του μέρους V του παρόντος κανονισμού, η μητρική επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 1 παράγραφος 1 της οδηγίας 83/349/ΕΟΚ και κάθε επιχείρηση η οποία ασκεί πράγματι δεσπόζουσα επιρροή επί άλλης επιχείρησης,

    16)

    ως «θυγατρική» νοείται:

    α)

    η θυγατρική επιχείρηση κατά την έννοια των άρθρων 1 και 2 της οδηγίας 83/349/ΕΟΚ,

    β)

    η θυγατρική επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 1 παράγραφος 1 της οδηγίας 83/349/ΕΟΚ και κάθε επιχείρηση επί της οποίας η μητρική επιχείρηση ασκεί πράγματι δεσπόζουσα επιρροή.

    Οι θυγατρικές θυγατρικών θεωρούνται επίσης θυγατρικές της επιχείρησης που είναι η αρχική τους μητρική επιχείρηση,

    17)

    ως «υποκατάστημα» νοείται ο τόπος επιχείρησης νομικώς εξαρτώμενης από ίδρυμα, η οποία διενεργεί άμεσα, όλες ή ορισμένες από τις συναλλαγές που εντάσσονται στις δραστηριότητες των ιδρυμάτων,

    18)

    ως «επιχείρηση παροχής επικουρικών υπηρεσιών» νοείται η επιχείρηση της οποίας η κύρια δραστηριότητα συνίσταται στην κατοχή ή διαχείριση περιουσίας, στη διαχείριση υπηρεσιών επεξεργασίας δεδομένων ή σε παρεμφερή δραστηριότητα επικουρικής φύσης ως προς την κύρια δραστηριότητα ενός ή περισσότερων ιδρυμάτων,

    19)

    ως «εταιρεία διαχείρισης» νοείται η εταιρεία διαχείρισης όπως ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 5) της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και ο ΔΟΕΕ όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο β) της οδηγίας 2011/61/ΕΕ, περιλαμβανομένων, εάν δεν προβλέπεται άλλως, οντοτήτων τρίτων χωρών που διεξάγουν παρόμοιες δραστηριότητες και υπόκεινται στο δίκαιο τρίτης χώρας που εφαρμόζει προληπτικές εποπτικές και ρυθμιστικές απαιτήσεις τουλάχιστον ισοδύναμες με αυτές που εφαρμόζονται στην Ένωση,

    20)

    ως «χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών» νοείται ένα χρηματοδοτικό ίδρυμα οι θυγατρικές του οποίου είναι, αποκλειστικώς ή κυρίως, ιδρύματα ή χρηματοδοτικά ιδρύματα, ενώ μία τουλάχιστον από τις θυγατρικές αυτές επιχειρήσεις είναι ίδρυμα, και δεν είναι μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών,

    21)

    ως «μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών» νοείται η μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών όπως ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 15) της οδηγίας 2002/87/ΕΚ,

    22)

    ως «μικτή εταιρεία συμμετοχών» νοείται η μητρική εταιρεία η οποία δεν είναι χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή ίδρυμα ή μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών και μεταξύ των θυγατρικών της οποίας περιλαμβάνεται ένα τουλάχιστον ίδρυμα,

    23)

    ως «ασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας» νοείται η ασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας όπως ορίζεται στο άρθρο 13 σημείο 3) της οδηγίας 2009/138/ΕΚ,

    24)

    ως «αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας» νοείται η αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας όπως ορίζεται στο άρθρο 13 σημείο 6) της οδηγίας 2009/138/ΕΚ,

    25)

    ως «αναγνωρισμένη επιχείρηση επενδύσεων τρίτων χωρών» νοείται η επιχείρηση η οποία πληροί όλες τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

    α)

    εάν ήταν εγκατεστημένη εντός της Ένωσης, θα καλυπτόταν από τον ορισμό της επιχείρησης επενδύσεων,

    β)

    έχει άδεια λειτουργίας σε τρίτη χώρα,

    γ)

    υπόκειται σε και οφείλει να τηρεί κανόνες προληπτικής εποπτείας που θεωρούνται από τις αρμόδιες αρχές ως τουλάχιστον εξίσου αυστηροί με τους κανόνες που θεσπίζει ο παρών κανονισμός ή η οδηγία 2013/36/ΕΕ,

    26)

    ως «χρηματοδοτικό ίδρυμα» νοείται μια επιχείρηση πλην ιδρύματος, η κύρια δραστηριότητα της οποίας συνίσταται στην απόκτηση συμμετοχών ή στην άσκηση μίας ή περισσότερων από τις δραστηριότητες που παρατίθενται στα σημεία 2 έως 12 και στο σημείο 15 του παραρτήματος I της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, περιλαμβανομένων των χρηματοδοτικών εταιρειών συμμετοχών, των μικτών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών, των ιδρυμάτων πληρωμών κατά την έννοια της οδηγίας 2007/64/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Νοεμβρίου 2007, για τις υπηρεσίες πληρωμών στην εσωτερική αγορά (23) και των εταιρειών διαχείρισης, αλλά αποκλειομένων των ασφαλιστικών εταιρειών χαρτοφυλακίου και των ασφαλιστικών εταιρειών χαρτοφυλακίου μεικτής δραστηριότητας όπως ορίζονται στο άρθρο 212 παράγραφος 1 στοιχείο ζ) της οδηγίας 2009/138/ΕΚ,

    27)

    ως «οντότητα του χρηματοπιστωτικού τομέα» νοείται οποιοσδήποτε από τους κατωτέρω φορείς:

    α)

    ίδρυμα,

    β)

    χρηματοδοτικό ίδρυμα,

    γ)

    επιχείρηση παροχής επικουρικών υπηρεσιών που περιλαμβάνεται στην ενοποιημένη χρηματοοικονομική κατάσταση ενός ιδρύματος,

    δ)

    ασφαλιστική επιχείρηση,

    ε)

    ασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας,

    στ)

    αντασφαλιστική επιχείρηση,

    ζ)

    αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας,

    η)

    ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου,

    θ)

    μικτή εταιρεία συμμετοχών,

    ι)

    ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου μικτής δραστηριότητας όπως ορίζεται στο άρθρο 212 παράγραφος 1 στοιχείο ζ) της οδηγίας 2009/138/ΕΚ,

    ια)

    επιχείρηση που εξαιρείται από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2009/138/ΕΚ σύμφωνα με το άρθρο 4 της εν λόγω οδηγίας,

    ιβ)

    επιχείρηση τρίτης χώρας με κύρια δραστηριότητα συγκρίσιμη με οποιαδήποτε από τις οντότητες των στοιχείων α) έως ια),

    28)

    ως «μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο σε κράτος μέλος» νοείται το ίδρυμα εντός κράτους μέλους το οποίο διαθέτει θυγατρικό ίδρυμα ή χρηματοδοτικό ίδρυμα ή το οποίο κατέχει συμμετοχή σε τέτοιο ίδρυμα ή χρηματοδοτικό ίδρυμα και το οποίο δεν αποτελεί το ίδιο θυγατρική άλλου ιδρύματος με άδεια λειτουργίας στο ίδιο κράτος μέλος ή χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών που έχει ιδρυθεί στο ίδιο κράτος μέλος,

    29)

    ως «μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ» νοείται το μητρικό ίδρυμα εντός κράτους μέλους, το οποίο δεν αποτελεί θυγατρική άλλου ιδρύματος με άδεια λειτουργίας σε οποιοδήποτε κράτος μέλος ή χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών που έχει ιδρυθεί σε οποιοδήποτε κράτος μέλος,

    30)

    ως «μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος μέλος» νοείται μια χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών η οποία δεν αποτελεί η ίδια θυγατρική ιδρύματος με άδεια λειτουργίας στο ίδιο κράτος μέλος ή άλλης χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών που έχει ιδρυθεί στο ίδιο κράτος μέλος,

    31)

    ως «μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ» νοείται η μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εντός κράτους μέλους η οποία δεν αποτελεί θυγατρική ιδρύματος με άδεια λειτουργίας σε οποιοδήποτε κράτος μέλος ή άλλης χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών που έχει ιδρυθεί σε οποιοδήποτε κράτος μέλος,

    32)

    ως «μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος μέλος» νοείται μια μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών η οποία δεν αποτελεί η ίδια θυγατρική ιδρύματος με άδεια λειτουργίας στο ίδιο κράτος μέλος, ή χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών που έχει ιδρυθεί στο ίδιο κράτος μέλος,

    33)

    ως «μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ» νοείται η μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εντός κράτους μέλους η οποία δεν αποτελεί θυγατρική ιδρύματος με άδεια λειτουργίας σε οποιοδήποτε κράτος μέλος ή άλλης χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών που έχει ιδρυθεί σε οποιοδήποτε κράτος μέλος,

    34)

    ως «κεντρικός αντισυμβαλλόμενος» ή «CCP» νοείται ο CCP όπως ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 1) του κανονισμού (ΕΕ) 648/2012,

    35)

    ως «συμμετοχή» νοείται η συμμετοχή κατά την έννοια της πρώτης πρότασης του άρθρου 17 της τέταρτης οδηγίας 78/660/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 25ης Ιουλίου 1978, περί των ετησίων λογαριασμών εταιρειών ορισμένων μορφών (24), ή η άμεση ή έμμεση κατοχή τουλάχιστον του 20 % ή περισσότερο των δικαιωμάτων ψήφου ή του κεφαλαίου μιας επιχείρησης·

    36)

    ως «ειδική συμμετοχή» νοείται η άμεση ή έμμεση κατοχή κεφαλαίου που αντιπροσωπεύει τουλάχιστον το 10 % του κεφαλαίου ή των δικαιωμάτων ψήφου μιας επιχείρησης ή που καθιστά δυνατή την άσκηση ουσιώδους επιρροής στη διαχείριση της επιχείρησης αυτής,

    37)

    ως «έλεγχος» νοείται η σχέση μεταξύ μητρικής και θυγατρικής επιχείρησης, ως ορίζεται στο άρθρο 1 της οδηγίας 83/349/ΕΟΚ ή τα λογιστικά πρότυπα στα οποία υπόκειται ίδρυμα δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1606/2002 ή παρεμφερής σχέση μεταξύ κάθε φυσικού ή νομικού προσώπου και επιχείρησης,

    38)

    ως «στενοί δεσμοί» νοείται η κατάσταση κατά την οποία δύο ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα συνδέονται μεταξύ τους με έναν από τους κάτωθι τρόπους:

    α)

    συμμετοχή υπό μορφή ιδιοκτησίας, άμεσης ή μέσω ελέγχου, του 20 % ή ανώτερου ποσοστού των δικαιωμάτων ψήφου ή του κεφαλαίου μιας επιχείρησης,

    β)

    έλεγχος,

    γ)

    η κατάσταση κατά την οποία αμφότερα ή όλα τα πρόσωπα αυτά συνδέονται σταθερά με το αυτό τρίτο πρόσωπο μέσω ελέγχου,

    39)

    ως «ομάδα συνδεδεμένων πελατών» νοείται ένα εκ των εξής:

    α)

    δύο ή περισσότερα πρόσωπα, φυσικά ή νομικά, τα οποία, πλην αντιθέτου αποδείξεως, συνιστούν ενιαίο κίνδυνο, διότι το ένα ελέγχει, άμεσα ή έμμεσα, το άλλο ή τα άλλα,

    β)

    δύο ή περισσότερα πρόσωπα, φυσικά ή νομικά, μεταξύ των οποίων δεν υπάρχει σχέση ελέγχου κατά την έννοια του στοιχείου α), αλλά τα οποία θεωρούνται ως αποτελούντα έναν ενιαίο κίνδυνο διότι συνδέονται μεταξύ τους κατά τρόπο που, εάν ένα από αυτά αντιμετωπίζει χρηματοοικονομικά προβλήματα, και ιδίως δυσκολίες χρηματοδότησης ή αποπληρωμής, το άλλο ή όλα τα άλλα πιθανόν να αντιμετωπίσουν επίσης δυσκολίες χρηματοδότησης ή αποπληρωμής.

    Κατά παρέκκλιση των στοιχείων α) και β), σε περίπτωση που μια κεντρική κυβέρνηση ελέγχει άμεσα ή διασυνδέεται άμεσα με περισσότερα από ένα φυσικά ή νομικά πρόσωπα, το σύνολο που αποτελείται από την κεντρική κυβέρνηση και όλα τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που ελέγχονται άμεσα ή έμμεσα από αυτή σύμφωνα με το στοιχείο α) ή διασυνδέονται με αυτή σύμφωνα με το στοιχείο β) μπορεί να θεωρείται ότι δε συνιστά ομάδα συνδεδεμένων πελατών. Αντιθέτως, η ύπαρξη ομάδας συνδεδεμένων πελατών που σχηματίζεται από την κεντρική κυβέρνηση και λοιπά φυσικά ή νομικά πρόσωπα μπορεί να αξιολογηθεί χωριστά για κάθε ένα από τα πρόσωπα που ελέγχονται άμεσα από αυτή σύμφωνα με το στοιχείο α) ή διασυνδέονται άμεσα με αυτή σύμφωνα με το στοιχείο β) και για το σύνολο των φυσικών και νομικών προσώπων που ελέγχονται από το εν λόγω πρόσωπο σύμφωνα με το στοιχείο α) ή διασυνδέονται με το εν λόγω πρόσωπο σύμφωνα με το στοιχείο β), συμπεριλαμβανομένης της κεντρικής κυβέρνησης. Το ίδιο ισχύει και σε περιπτώσεις περιφερειακών κυβερνήσεων ή τοπικών αρχών στις οποίες εφαρμόζεται το άρθρο 115 παράγραφος 2,

    40)

    ως «αρμόδια αρχή» νοείται η δημόσια αρχή ή το όργανο που έχουν επίσημα αναγνωριστεί από το εθνικό δίκαιο και έχουν εξουσιοδοτηθεί βάσει του εθνικού δικαίου να εποπτεύουν ιδρύματα ως υπαγόμενα στο σύστημα εποπτείας που εφαρμόζεται στο οικείο κράτος μέλος,

    41)

    ως «αρχή ενοποιημένης εποπτείας» νοείται η αρχή που είναι αρμόδια για την άσκηση εποπτείας σε ενοποιημένη βάση των μητρικών ιδρυμάτων που είναι εγκατεστημένα στην ΕΕ και των ιδρυμάτων που ελέγχονται από μητρικές χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών εγκατεστημένες στην ΕΕ ή μητρικές μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών εγκατεστημένες στην ΕΕ,

    42)

    ως «άδεια λειτουργίας» νοείται μια πράξη, οποιασδήποτε μορφής, των αρχών, από την οποία απορρέει το δικαίωμα άσκησης της επιχειρηματικής δραστηριότητας,

    43)

    ως «κράτος μέλος προέλευσης» νοείται το κράτος μέλος όπου έχει χορηγηθεί άδεια λειτουργίας σε ίδρυμα,

    44)

    ως «κράτος μέλος υποδοχής» νοείται το κράτος μέλος όπου ίδρυμα έχει υποκατάστημα ή παρέχει υπηρεσίες,

    45)

    ως «κεντρικές τράπεζες του ΕΣΚΤ» νοούνται οι εθνικές κεντρικές τράπεζες που είναι μέλη του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ) και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ),

    46)

    ως «κεντρικές τράπεζες» νοούνται οι κεντρικές τράπεζες του ΕΣΚΤ και οι κεντρικές τράπεζες τρίτων χωρών,

    47)

    ως «ενοποιημένη κατάσταση» νοείται η κατάσταση που προκύπτει από την εφαρμογή των απαιτήσεων του παρόντος κανονισμού σύμφωνα με το πρώτο μέρος τίτλο ΙΙ κεφάλαιο 2 σε ένα ίδρυμα, ως εάν το εν λόγω ίδρυμα αποτελούσε ένα ενιαίο ίδρυμα από κοινού με μία ή περισσότερες άλλες οντότητες,

    48)

    ως «ενοποιημένη βάση» νοείται η βάση της ενοποιημένης κατάστασης,

    49)

    «υποενοποιημένη βάση» σημαίνει βάσει της ενοποιημένης κατάστασης μητρικού ιδρύματος, μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή της μητρικής μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών που δεν περιλαμβάνει υποομάδα οντοτήτων ή βάσει της ενοποιημένης κατάστασης μητρικού ιδρύματος, μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή μητρικής μικτης χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών που δεν είναι το τελικό μητρικό ίδρυμα, η τελική μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή η τελική μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών,

    50)

    ως «χρηματοοικονομικό μέσο» νοείται οποιοδήποτε από τα κατωτέρω στοιχεία:

    α)

    η σύμβαση από την οποία προκύπτει ένα χρηματοοικονομικό στοιχείο ενεργητικού για το ένα συμβαλλόμενο μέρος και ένα χρηματοπιστωτικό στοιχείο παθητικού ή ιδίου κεφαλαίου για το έτερο συμβαλλόμενο μέρος,

    β)

    μέσο που ορίζεται στο παράρτημα Ι τμήμα Γ της οδηγίας 2004/39/ΕΚ,

    γ)

    ένα παράγωγο χρηματοοικονομικό μέσο,

    δ)

    ένα πρωτογενές χρηματοοικονομικό μέσο,

    ε)

    ένα μέσο σε μετρητά.

    Τα μέσα που αναφέρονται στα στοιχεία α), β) και γ) είναι χρηματοοικονομικά μέσα μόνο εάν η αξία τους προκύπτει από την τιμή υποκείμενου χρηματοοικονομικά μέσου ή από την τιμή άλλου υποκείμενου στοιχείου, ποσοστού ή δείκτη,

    51)

    ως «αρχικό κεφάλαιο» νοούνται το ποσό και τα είδη των ιδίων κεφαλαίων που ορίζονται στο άρθρο 12 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ για τα πιστωτικά ιδρύματα και στον τίτλο IV της εν λόγω οδηγίας για τις επιχειρήσεις επενδύσεων,

    52)

    ως «λειτουργικός κίνδυνος» νοείται ο κίνδυνος ζημιών οφειλόμενων στην ανεπάρκεια ή την αποτυχία εσωτερικών διαδικασιών, ατόμων και συστημάτων ή σε εξωτερικά γεγονότα και περιλαμβάνει τον νομικό κίνδυνο,

    53)

    ως «κίνδυνος απομείωσης της αξίας εισπρακτέων» νοείται ο κίνδυνος ότι ένα εισπρακτέο ποσό θα μειωθεί με πίστωση μετρητών ή άλλου είδους προς τον οφειλέτη,

    54)

    ως «πιθανότητα αθέτησης υποχρέωσης» ή «PD» νοείται η πιθανότητα αθέτησης ενός αντισυμβαλλομένου σε περίοδο ενός έτους,

    55)

    ως «ζημία λόγω αθέτησης» ή «LGD» νοείται ο λόγος της ζημίας από άνοιγμα εξαιτίας της αθέτησης υποχρεώσεων εκ μέρους ενός αντισυμβαλλομένου προς το ποσό που είναι ανεξόφλητο κατά τον χρόνο της αθέτησης,

    56)

    ως «συντελεστής μετατροπής» νοείται ο λόγος του μη αναληφθέντος μέρους μιας πιστοδότησης, το οποίο θα μπορούσε να αναληφθεί και το οποίο, ως εκ τούτου, θα ήταν ανεξόφλητο σε περίπτωση αθέτησης, προς το επί του παρόντος μη αναληφθέν μέρος της πιστοδότησης αυτής, όπου η έκταση της πιστοδότησης καθορίζεται από το εγκεκριμένο όριο, εκτός αν το μη εγκεκριμένο όριο είναι μεγαλύτερο,

    57)

    ως «τεχνική μείωσης πιστωτικού κινδύνου» νοείται η μέθοδος που εφαρμόζει ένα ίδρυμα προκειμένου να μειωθεί ο πιστωτικός κίνδυνος που συνδέεται με ένα ή περισσότερα ανοίγματα που εξακολουθεί να διατηρεί το εν λόγω ίδρυμα,

    58)

    ως «χρηματοδοτούμενη πιστωτική προστασία» νοείται η τεχνική μείωσης του πιστωτικού κινδύνου όταν η μείωση του πιστωτικού κινδύνου ενός χρηματοδοτικού ανοίγματος ενός ιδρύματος απορρέει από το δικαίωμα του εν λόγω ιδρύματος – σε περίπτωση αθέτησης υποχρέωσης του αντισυμβαλλομένου ή επέλευσης άλλων συγκεκριμένων πιστωτικών συμβάντων που έχουν σχέση με τον αντισυμβαλλόμενο – να προβεί στη ρευστοποίηση ή να επιτύχει τη μεταβίβαση ή την κατάσχεση ή την παρακράτηση ορισμένων περιουσιακών στοιχείων ή ποσών, ή να μειώσει το ποσό του ανοίγματος ή να το αντικαταστήσει με το ποσό της διαφοράς μεταξύ του ύψους του ανοίγματος και του ύψους μιας υποχρέωσης του ιδρύματος,

    59)

    ως «μη χρηματοδοτούμενη πιστωτική προστασία» νοείται η τεχνική μείωσης του πιστωτικού κινδύνου όπου η μείωση του πιστωτικού κινδύνου ενός χρηματοδοτικού ανοίγματος ενός ιδρύματος απορρέει από την υποχρέωση τρίτου να καταβάλει ένα ποσό σε περίπτωση αθέτησης των υποχρεώσεων του δανειολήπτη ή από την επέλευση άλλων συγκεκριμένων πιστωτικών συμβάντων,

    60)

    ως «μέσο εξομοιούμενο με μετρητά» νοείται ένα πιστοποιητικό καταθέσεων, ομόλογο, συμπεριλαμβανομένων των καλυμμένων ομολόγων, ή άλλο μέσο μη μειωμένης εξασφάλισης, το οποίο έχει εκδοθεί από ίδρυμα, έχει ήδη καταβληθεί στο σύνολό του στο ίδρυμα και επιστρέφεται άνευ όρων από το ίδρυμα στην ονομαστική του αξία,

    61)

    ως «τιτλοποίηση» νοείται η πράξη ή το πρόγραμμα μερισμού κατά τμήματα διαβάθμισης του πιστωτικού κινδύνου που συνδέεται με άνοιγμα ή με ομάδα ανοιγμάτων με αμφότερα τα εξής χαρακτηριστικά:

    α)

    οι πληρωμές στο πλαίσιο της πράξης ή του προγράμματος εξαρτώνται από την απόδοση του ανοίγματος ή της ομάδας ανοιγμάτων,

    β)

    η διαβάθμιση των τμημάτων τιτλοποίησης καθορίζει την κατανομή των ζημιών κατά τη διάρκεια της πράξης ή του προγράμματος,

    62)

    ως «θέση τιτλοποίησης» νοείται ένα άνοιγμα σε τιτλοποίηση,

    63)

    ως «επανατιτλοποίηση» νοείται η τιτλοποίηση στην οποία ο συνδεδεμένος με υποκείμενη ομάδα ανοιγμάτων κίνδυνος κατατέμνεται και τουλάχιστον ένα από τα υποκείμενα ανοίγματα είναι θέση τιτλοποίησης,

    64)

    ως «θέση επανατιτλοποίησης» νοείται ένα άνοιγμα σε επανατιτλοποίηση,

    65)

    ως «πιστωτική ενίσχυση» νοείται η συμβατική ρύθμιση με την οποία η πιστωτική ποιότητα της θέσης σε μια τιτλοποίηση βελτιώνεται σε σχέση με ό,τι θα ήταν χωρίς την ενίσχυση, περιλαμβανομένης της ενίσχυσης που παρέχουν περισσότερα ελάσσονος εξοφλητικής προτεραιότητας τμήματα τιτλοποίησης (junior tranches) και άλλα είδη πιστωτικής προστασίας,

    66)

    ως «οντότητα ειδικού σκοπού για τιτλοποίηση» ή «ΟΕΣΤ» νοείται ένα εμπορικό εμπίστευμα ή άλλη οντότητα, πλην ιδρύματος, που έχει συσταθεί προκειμένου να αναλάβει μια ή περισσότερες τιτλοποιήσεις, οι δραστηριότητες της οποίας περιορίζονται στις δέουσες για την επίτευξη του σκοπού αυτού, η δομή της οποίας αποσκοπεί στον διαχωρισμό των υποχρεώσεων της ΟΕΣΤ από εκείνες του μεταβιβάζοντος ιδρύματος και οι κάτοχοι συμφερόντων της οποίας δικαιούνται να ενεχυριάζουν ή να ανταλλάσσουν τα συμφέροντα αυτά χωρίς περιορισμούς,

    67)

    ως «τμήμα τιτλοποίησης» νοείται ένα συμβατικά προσδιοριζόμενο μέρος του πιστωτικού κινδύνου που συνδέεται με ένα ή περισσότερα χρηματοδοτικά ανοίγματα, η κατοχή θέσης στο οποίο συνεπάγεται κίνδυνο πιστωτικής ζημίας μεγαλύτερο ή μικρότερο από ισόποση θέση σε κάθε άλλο ανάλογο μέρος πιστωτικού κινδύνου, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η πιστωτική προστασία που παρέχεται άμεσα από τρίτους σε όσους κατέχουν θέσεις στο εν λόγω ή σε άλλα μέρη πιστωτικού κινδύνου,

    68)

    ως «αποτίμηση με τιμές αγοράς» νοείται η αποτίμηση θέσεων σε τιμές ρευστοποίησης άμεσα διαθέσιμες και προερχόμενες από ανεξάρτητη πηγή, όπως τιμές χρηματιστηρίου, τιμές διαθέσιμες από ηλεκτρονικές πηγές και τιμές πρόθεσης συναλλαγής προερχόμενες από περισσότερες ανεξάρτητες και αξιόπιστες χρηματιστηριακούς διαμεσολαβητές,

    69)

    ως «αποτίμηση βάσει υποδείγματος» νοείται κάθε αποτίμηση η οποία πρέπει να γίνει με τη μέθοδο της συγκριτικής αξιολόγησης ή της προβολής ή να υπολογισθεί άλλως με βάση ένα ή περισσότερα δεδομένα της αγοράς,

    70)

    ως «ανεξάρτητη επαλήθευση τιμών» νοείται η διαδικασία με την οποία οι τιμές αγοράς ή τα δεδομένα που χρησιμοποιούνται για την αποτίμηση βάσει υποδείγματος υποβάλλονται σε τακτικό έλεγχο της ακρίβειας και ανεξαρτησίας τους,

    71)

    ως «αποδεκτό κεφάλαιο» νοείται το σύνολο των κατωτέρω:

    α)

    κεφάλαιο της κατηγορίας 1, όπως αναφέρεται στο άρθρο 25,

    β)

    κεφάλαιο της κατηγορίας 2, όπως αναφέρεται στο άρθρο 71, που είναι ίσο ή λιγότερο από το ένα τρίτο του κεφαλαίου της κατηγορίας 1,

    72)

    ως «αναγνωρισμένα χρηματιστήρια» νοούνται τα χρηματιστήρια που πληρούν σωρευτικά τα κάτωθι κριτήρια:

    α)

    είναι ρυθμιζόμενες αγορές,

    β)

    έχουν μηχανισμό εκκαθάρισης βάσει του οποίου οι συμβάσεις που απαριθμούνται στο παράρτημα II υπόκεινται σε καθημερινές απαιτήσεις περιθωρίου ασφάλισης οι οποίες, σύμφωνα με τις αρμόδιες αρχές, παρέχουν επαρκή προστασία,

    73)

    ως «προαιρετικές συνταξιοδοτικές παροχές» νοούνται προσαυξημένες συνταξιοδοτικές παροχές που χορηγούνται σε προαιρετική βάση από το ίδρυμα σε εργαζόμενο, ως μέρος του συνόλου των μεταβλητών αποδοχών του, οι οποίες δεν περιλαμβάνουν τις δεδουλευμένες παροχές που αποδίδονται σε εργαζόμενο δυνάμει των όρων του εταιρικού συνταξιοδοτικού προγράμματος,

    74)

    ως «αξία του ενυπόθηκου ακινήτου» νοείται η αξία ακινήτου ως αποτιμάται κατόπιν προσεκτικής εκτίμησης της μελλοντικής εμπορευσιμότητάς του, λαμβάνοντας υπόψη τα μακροχρόνια διατηρήσιμα χαρακτηριστικά του, τις κανονικές και τις τοπικές συνθήκες της αγοράς, την τρέχουσα χρήση του ακινήτου και τις ενδεχόμενες εναλλακτικές χρήσεις του,

    75)

    ως «ακίνητο κατοικίας» νοείται η κατοικία που καταλαμβάνει ο ιδιοκτήτης ή ο μισθωτής αυτής, περιλαμβανομένου του δικαιώματος διαμονής σε διαμέρισμα σε οικιστικούς συνεταιρισμούς που βρίσκονται στη Σουηδία,

    76)

    ως «αγοραία αξία», για τους σκοπούς της ακίνητης περιουσίας, νοείται το εκτιμώμενο ποσό έναντι του οποίου θα ανταλλασσόταν το ακίνητο κατά την ημέρα της αποτίμησης μεταξύ ενός ενδιαφερόμενου αγοραστή και ενός ενδιαφερόμενου πωλητή, οι οποίοι συναλλάσσονται υπό κανονικές συνθήκες ανταγωνισμού μετά από κατάλληλη εμπορική διαπραγμάτευση και ενεργούν έκαστος εν πλήρη γνώσει, με σύνεση και χωρίς καταναγκασμό,

    77)

    ως «εφαρμοστέο λογιστικό πλαίσιο» νοούνται τα λογιστικά πρότυπα στα οποία υπόκειται το ίδρυμα δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1606/2002 ή της οδηγίας αριθ. 86/635/ΕΟΚ,

    78)

    ως «ποσοστό αθέτησης ενός έτους» νοείται η αναλογία μεταξύ του αριθμού των αθετήσεων υποχρέωσης που επήλθαν κατά τη διάρκεια μιας περιόδου που αρχίζει ένα έτος πριν από μια ημερομηνία Τ και του αριθμού των οφειλετών που εμπίπτουν στην εν λόγω βαθμίδα ή ομάδα ένα έτος πριν από την ως άνω ημερομηνία,

    79)

    ως «κερδοσκοπική χρηματοδότηση ακίνητης περιουσίας» νοούνται τα δάνεια για την αγορά ή την ανάπτυξη ή κατασκευή επί οικοπέδου, τα οποία αφορούν ακίνητη περιουσία ή παρόμοια περιουσία, με στόχο την επαναπώληση με σκοπό το κέρδος,

    80)

    ως «χρηματοδότηση του εμπορίου» νοείται η χρημαδότηση, περιλαμβανομένων των εγγυήσεων, που συνδέεται με την ανταλλαγή αγαθών και υπηρεσιών μέσω χρηματοπιστωτικών προϊόντων ορισμένης βραχυπρόθεσμης ληκτότητας, κατά κανόνα μικρότερης του ενός έτους, χωρίς αυτόματη αναχρηματοδότηση,

    81)

    ως «επισήμως στηριζόμενες εξαγωγικές πιστώσεις» νοούνται τα δάνεια ή οι πιστώσεις για τη χρηματοδότηση της εξαγωγής αγαθών και υπηρεσιών για τα οποία παρέχονται εγγυήσεις, ασφάλιση ή άμεση χρηματοδότηση από επίσημο οργανισμό εξαγωγικών πιστώσεων,

    82)

    ως «συμφωνία πώλησης και επαναγοράς» και «συμφωνία αγοράς και επαναπώλησης» νοείται κάθε συμφωνία βάσει της οποίας ένα ίδρυμα ή ο αντισυμβαλλόμενός του μεταβιβάζει τίτλους ή βασικά εμπορεύματα ή εγγυημένα δικαιώματα που αφορούν οποιοδήποτε από τα κατωτέρω στοιχεία:

    α)

    τίτλο κυριότητας τίτλων ή βασικών εμπορευμάτων, όπου η εγγύηση αυτή έχει εκδοθεί από αναγνωρισμένο χρηματιστήριο που κατέχει τα δικαιώματα επί των τίτλων ή των βασικών εμπορευμάτων και η συμφωνία δεν επιτρέπει σε ένα ίδρυμα να μεταβιβάσει ή να ενεχυριάσει συγκεκριμένο τίτλο ή βασικό εμπόρευμα σε πλείονες του ενός αντισυμβαλλομένους ταυτόχρονα, με την παράλληλη υποχρέωση για τον μεταβιβάζοντα να τους επαναγοράσει,

    β)

    υποκατάστατοι τίτλοι ή βασικά εμπορεύματα με τα αυτά χαρακτηριστικά σε καθορισμένη τιμή και συγκεκριμένη μελλοντική ημερομηνία, που ορίζεται ή πρόκειται να ορισθεί από τον μεταβιβάζοντα, ούσα συμφωνία επαναγοράς για το ίδρυμα που πωλεί τους τίτλους ή τα βασικά εμπορεύματα και συμφωνία αγοράς και επαναπώλησης για το ίδρυμα που τους αγοράζει,

    83)

    ως «πράξη επαναγοράς» νοείται κάθε πράξη που διέπεται από «συμφωνία πώλησης και επαναγοράς» ή «συμφωνία αγοράς και επαναπώλησης»,

    84)

    ως «απλή συμφωνία πώλησης και επαναγοράς» νοείται η πράξη πώλησης και επαναγοράς για ένα μόνο στοιχείο περιουσίας ή για παρόμοια μη περίπλοκα στοιχεία περιουσίας, κατ’ αντιδιαστολή προς μια ομάδα στοιχείων ενεργητικού,

    85)

    ως «θέσεις που κατέχονται με σκοπό τη διαπραγμάτευση» νοούνται οι εξής:

    α)

    οι για ίδιο λογαριασμό κατεχόμενες θέσεις και οι θέσεις που προκύπτουν από εξυπηρέτηση πελατών και δραστηριότητες ειδικής διαπραγμάτευσης,

    β)

    οι θέσεις που πρόκειται να επαναπωληθούν βραχυπρόθεσμα,

    γ)

    οι θέσεις που έχουν στόχο την αποκόμιση κέρδους από πραγματικές ή αναμενόμενες βραχυπρόθεσμες αποκλίσεις μεταξύ των τιμών αγοράς και των τιμών πώλησης ή από άλλου είδους διακυμάνσεις των τιμών ή των επιτοκίων,

    86)

    ως «χαρτοφυλάκιο συναλλαγών» νοείται το σύνολο των θέσεων ενός ιδρύματος σε χρηματοπιστωτικά μέσα και βασικά εμπορεύματα, οι οποίες κατέχονται είτε με σκοπό τη συναλλαγή, είτε με σκοπό την αντιστάθμιση θέσεων που κατέχονται με σκοπό τη συναλλαγή,

    87)

    ως «πολυμερής μηχανισμός διαπραγμάτευσης» νοείται ο πολυμερής μηχανισμός διαπραγμάτευσης όπως ορίζεται στο άρθρο 4 σημείο 15) της οδηγίας 2004/39/ΕΚ,

    88)

    ως «αναγνωρισμένος κεντρικός αντισυμβαλλόμενος» νοείται ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος που είτε έχει εξουσιοδοτηθεί σύμφωνα με το άρθρο 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 είτε έχει αναγνωρισθεί σύμφωνα με το άρθρο 25 του εν λόγω κανονισμού,

    89)

    ως «κεφάλαιο εκκαθάρισης» νοείται το κεφάλαιο που καθορίζεται από κεντρικό αντισυμβαλλόμενο σύμφωνα με το άρθρο 42 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 και αξιοποιείται σύμφωνα με το άρθρο 45 του εν λόγω κανονισμού,

    90)

    ως «προκαταβεβλημένη συνεισφορά στο κεφάλαιο εκκαθάρισης κεντρικού αντισυμβαλλομένου» νοείται η συνεισφορά στο κεφάλαιο εκκαθάρισης κεντρικού αντισυμβαλλομένου η οποία καταβάλλεται από ίδρυμα,

    91)

    ως «συναλλακτικό άνοιγμα» νοείται το τρέχον άνοιγμα, συμπεριλαμβανομένου του περιθωρίου μεταβλητότητας που οφείλεται στο εκκαθαριστικό μέλος αλλά δεν έχει ακόμα ληφθεί, και οποιοδήποτε δυνητικό μελλοντικό άνοιγμα εκκαθαριστικού μέλους ή πελάτη προς κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, το οποίο προκύπτει από συμβάσεις και συναλλαγές που παρατίθενται στο άρθρο 301 παράγραφος 1 στοιχεία α) έως ε), καθώς και το αρχικό περιθώριο ασφάλειας,

    92)

    ως «ρυθμιζόμενες αγορές» νοούνται οι ρυθμιζόμενες αγορές όπως ορίζονται στο άρθρο 4 σημείο 14) της οδηγίας 2004/39/ΕΚ,

    93)

    ως «μόχλευση» νοείται το σχετικό μέγεθος των στοιχείων ενεργητικού ενός ιδρύματος, των υποχρεώσεων εκτός ισολογισμού και των ενδεχόμενων υποχρεώσεων προς πληρωμή, προς παράδοση ή προς παροχή εγγύησης, περιλαμβανομένων των υποχρεώσεων από ληφθείσα χρηματοδότηση, αναληφθείσες δεσμεύσεις, παράγωγα μέσα και συμφωνίες πώλησης και επαναγοράς, αλλά εξαιρουμένων των υποχρεώσεων που μπορούν να εκτελεστούν μόνο στο πλαίσιο της εκκαθάρισης ενός ιδρύματος, συγκρινόμενα με τα ίδια κεφάλαια του εν λόγω ιδρύματος,

    94)

    ως «κίνδυνος υπερβολικής μόχλευσης» νοείται ο κίνδυνος που απορρέει από τον ευάλωτο χαρακτήρα ιδρύματος λόγω μόχλευσης ή ενδεχόμενης μόχλευσης που ενδέχεται να απαιτεί ακούσια διορθωτικά μέτρα στο επιχειρηματικό σχέδιό του, περιλαμβανομένης της υπό πίεση πώλησης στοιχείων ενεργητικού που μπορεί να οδηγήσει σε ζημίες ή σε αναπροσαρμογές της αξίας των λοιπών στοιχείων του ενεργητικού του,

    95)

    ως «προσαρμογή πιστωτικού κινδύνου» νοείται το ποσό ειδικών και γενικών προβλέψεων ζημιών από δάνεια για πιστωτικούς κινδύνους, που αναγνωρίζεται στις οικονομικές καταστάσεις του ιδρύματος σύμφωνα με το εφαρμοστέο λογιστικό πλαίσιο,

    96)

    ως «εσωτερική αντιστάθμιση κινδύνου» νοείται η θέση η οποία αντισταθμίζει σημαντικά συνιστώσες στοιχείων κινδύνου μεταξύ θέσης του χαρτοφυλακίου συναλλαγών και κάποιας εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών ή μεταξύ συνόλων θέσεων,

    97)

    ως «υποχρέωση αναφοράς» νοείται η υποχρέωση που χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό της αξίας διακανονισμού με χρηματικά διαθέσιμα ενός πιστωτικού παράγωγου,

    98)

    ως «εξωτερικός οργανισμός πιστοληπτικών αξιολογήσεων» ή «ΕΟΠΑ» νοείται ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας ο οποίος είναι εγγεγραμμένος ή πιστοποιημένος σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1060/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, για τους οργανισμούς αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας (25) ή η κεντρική τράπεζα η οποία εκδίδει πιστωτικές διαβαθμίσεις που εξαιρούνται από την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1060/2009,

    99)

    ως «καθορισμένος ΕΟΠΑ» νοείται ο ΕΟΠΑ που έχει καθορισθεί από ίδρυμα,

    100)

    ο όρος «συσσωρευμένα λοιπά συνολικά έσοδα» έχει την ίδια έννοια με αυτή του Διεθνούς Λογιστικού Προτύπου (ΔΛΠ) 1, ως ισχύει δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1606/2002,

    101)

    ως «βασικά ίδια κεφάλαια» νοούνται τα ίδια κεφάλαια κατά την έννοια του άρθρου 88 της οδηγίας 2009/138/ΕΚ,

    102)

    ως «ασφαλιστικά στοιχεία ιδίων κεφαλαίων της Κατηγορίας 1» νοούνται τα στοιχεία βασικών ιδίων κεφαλαίων επιχειρήσεων που υπόκεινται στις απαιτήσεις της οδηγίας 2009/138/ΕΚ εφόσον τα εν λόγω στοιχεία ταξινομούνται στην Κατηγορία 1 κατά την έννοια της οδηγίας 2009/138/ΕΚ σύμφωνα με το άρθρο 94 παράγραφος 1 της εν λόγω οδηγίας,

    103)

    ως «πρόσθετα ασφαλιστικά στοιχεία ιδίων κεφαλαίων της Κατηγορίας 1» νοούνται τα στοιχεία βασικών ιδίων κεφαλαίων επιχειρήσεων που υπόκεινται στις απαιτήσεις της οδηγίας 2009/138/ΕΚ εφόσον τα εν λόγω στοιχεία ταξινομούνται στην Κατηγορία 1 κατά την έννοια της οδηγίας 2009/138/ΕΚ σύμφωνα με το άρθρο 94 παράγραφος 1 της εν λόγω οδηγίας και εφόσον η συμπερίληψη των ως άνω στοιχείων περιορίζεται από τις κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις που ψηφίζονται σύμφωνα με το άρθρο 99 της ανωτέρω οδηγίας,

    104)

    ως «ασφαλιστικά στοιχεία ιδίων κεφαλαίων της Κατηγορίας 2» νοούνται τα στοιχεία βασικών ιδίων κεφαλαίων επιχειρήσεων που υπόκεινται στις απαιτήσεις της οδηγίας 2009/138/ΕΚ εφόσον τα εν λόγω στοιχεία ταξινομούνται στην Κατηγορία 2 κατά την έννοια της οδηγίας 2009/138/ΕΚ σύμφωνα με το άρθρο 94 παράγραφος 2 της εν λόγω οδηγίας,

    105)

    ως «ασφαλιστικά στοιχεία ιδίων κεφαλαίων της Κατηγορίας 3» νοούνται τα στοιχεία βασικών ιδίων κεφαλαίων επιχειρήσεων που υπόκεινται στις απαιτήσεις της οδηγίας 2009/138/ΕΚ εφόσον τα εν λόγω στοιχεία ταξινομούνται στην Κατηγορία 3 κατά την έννοια της οδηγίας 2009/138/ΕΚ σύμφωνα με το άρθρο 94 παράγραφος 3 της εν λόγω οδηγίας,

    106)

    ο όρος «αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις» έχει την ίδια έννοια με αυτή του ισχύοντος λογιστικού πλαισίου,

    107)

    ως «αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις που βασίζονται σε μελλοντική κερδοφορία» νοούνται οι αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις η μελλοντική αξία των οποίων μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο σε περίπτωση που το ίδρυμα παραγάγει φορολογήσιμο κέρδος στο μέλλον,

    108)

    ο όρος «αναβαλλόμενες φορολογικές υποχρεώσεις» έχει την ίδια έννοια με αυτή του ισχύοντος λογιστικού πλαισίου,

    109)

    ως «περιουσιακά στοιχεία συνταξιοδοτικού ταμείου προκαθορισμένων παροχών» νοούνται τα περιουσιακά στοιχεία ενός συνταξιοδοτικού ταμείου ή συνταξιοδοτικού προγράμματος προκαθορισμένων παροχών, ανάλογα με την περίπτωση, υπολογισμένα μετά την αφαίρεση των υποχρεώσεων του ίδιου ταμείου ή προγράμματος,

    110)

    ως «διανομές» νοείται η πληρωμή μερισμάτων ή τόκου οποιασδήποτε μορφής,

    111)

    ο όρος «χρηματοπιστωτική επιχείρηση» έχει την ίδια έννοια με αυτή του άρθρου 13 σημείο 25) στοιχεία β) και δ) της οδηγίας 2009/138/ΕΚ,

    112)

    ο όρος «κεφάλαια για γενικούς τραπεζικούς κινδύνους» έχει την ίδια έννοια με αυτή του άρθρου 38 της οδηγίας 86/635/ΕΟΚ,

    113)

    ο όρος «υπεραξία» έχει την ίδια έννοια με αυτήν του ισχύοντος λογιστικού πλαισίου,

    114)

    ως «έμμεση συμμετοχή» νοείται κάθε άνοιγμα σε ενδιάμεση οντότητα η οποία έχει άνοιγμα σε κεφαλαιακά μέσα εκδοθέντα από οντότητα του χρηματοπιστωτικού τομέα όπου, σε περίπτωση μόνιμης διαγραφής των κεφαλαιακών μέσων που έχει εκδώσει η οντότητα του χρηματοπιστωτικού τομέα, η επακόλουθη ζημία του ιδρύματος δεν θα διέφερε ουσιαστικά από τη ζημία που θα συνεπαγόταν για το ίδρυμα άμεση συμμετοχή σε αυτά τα κεφαλαιακά μέσα που έχει εκδώσει η οντότητα του χρηματοπιστωτικού τομέα,

    115)

    ο όρος «άυλα στοιχεία ενεργητικού» έχει την ίδια έννοια με αυτήν του ισχύοντος λογιστικού πλαισίου και περιλαμβάνει την υπεραξία,

    116)

    ως «άλλα κεφαλαιακά μέσα» νοούνται τα κεφαλαιακά μέσα που εκδίδονται από οντότητες του χρηματοπιστωτικού τομέα που δεν είναι αποδεκτά ως μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, ως πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 ή της κατηγορίας 2 ή ως ασφαλιστικά στοιχεία ιδίων κεφαλαίων της κατηγορίας 1, πρόσθετα ασφαλιστικά στοιχεία ιδίων κεφαλαίων της κατηγορίας 1, ασφαλιστικά στοιχεία ιδίων κεφαλαίων της κατηγορίας 2 ή ασφαλιστικά στοιχεία ιδίων κεφαλαίων της κατηγορίας 3,

    117)

    ως «λοιπά αποθεματικά» νοούνται τα αποθεματικά κατά την έννοια του ισχύοντος λογιστικού πλαισίου, τα οποία πρέπει να κοινοποιούνται δυνάμει του ισχύοντος λογιστικού προτύπου, εξαιρουμένων τυχόν ποσών που περιλαμβάνονται ήδη στο λοιπό συνολικό συσσωρευμένο εισόδημα ή στα αδιανέμητα κέρδη,

    118)

    ως «ίδια κεφάλαια» νοείται το άθροισμα του κεφαλαίου της Κατηγορίας 1 και του κεφαλαίου της Κατηγορίας 2,

    119)

    ως «μέσα ιδίων κεφαλαίων» νοούνται τα κεφαλαιακά μέσα που εκδίδονται από το ίδρυμα και χαρακτηρίζονται ως μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 ή μέσα της κατηγορίας 2,

    120)

    ως «δικαίωμα μειοψηφίας» νοείται το ποσό του κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 θυγατρικής ή ιδρύματος που αποδίδεται σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα πέραν αυτών που εντάσσονται στο πεδίο εφαρμογής της εποπτικής ενοποίησης του ιδρύματος,

    121)

    ο όρος «κέρδος» έχει την ίδια έννοια με αυτήν του ισχύοντος λογιστικού πλαισίου,

    122)

    ως «αμοιβαία συμμετοχή» νοείται η συμμετοχή ιδρύματος στα μέσα ιδίων κεφαλαίων ή σε άλλα κεφαλαιακά μέσα που εκδίδονται από οντότητες του χρηματοπιστωτικού τομέα εφόσον οι εν λόγω οντότητες κατέχουν επίσης μέσα ιδίων κεφαλαίων εκδοθέντα από το ίδρυμα,

    123)

    ως «κέρδη εις νέον» νοούνται τα αποτελέσματα που μεταφέρονται στην επόμενη περίοδο κατόπιν της τελικής εφαρμογής των αποτελεσμάτων δυνάμει των ισχύοντος λογιστικού πλαισίου,

    124)

    ο όρος «διαφορά από την έκδοση μετοχών υπέρ το άρτιο» έχει την ίδια έννοια με αυτήν του ισχύοντος λογιστικού πλαισίου,

    125)

    ο όρος «προσωρινές διαφορές» έχει την ίδια έννοια με αυτήν του ισχύοντος λογιστικού πλαισίου,

    126)

    ως «σύνθετη συμμετοχή» νοείται επένδυση ιδρύματος σε χρηματοοιιονομικό μέσο η αξία του οποίου συνδέεται άμεσα με την αξία των κεφαλαιακών μέσων που έχει εκδώσει οντότητα του χρηματοπιστωτικού τομέα,

    127)

    ως «συνεγγυητικό σύστημα» νοείται το σύστημα που πληροί όλες τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

    α)

    τα ιδρύματα εμπίπτουν στο ίδιο θεσμικό σύστημα προστασίας που αναφέρεται στο άρθρο 113 παράγραφος 7,

    β)

    τα ιδρύματα είναι πλήρως ενοποιημένα σύμφωνα με το άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχεία β), γ) ή δ) ή το άρθρο 1 παράγραφος 2 της οδηγίας 83/349/ΕΟΚ υπάγονται στην εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ιδρύματος που αποτελεί μητρικό ίδρυμα σε κράτος μέλος σύμφωνα με το πρώτο μέρος τίτλος ΙΙ κεφάλαιο 2 του παρόντος κανονισμού και υπόκεινται σε απαίτηση ιδίων κεφαλαίων,

    γ)

    το μητρικό ίδρυμα που είναι εγκατεστημένο σε κράτος μέλος και οι θυγατρικές του είναι εγκατεστημένα στο ίδιο κράτος μέλος και υπόκεινται σε άδεια λειτουργίας και εποπτεία από την ίδια αρμόδια αρχή,

    δ)

    το μητρικό ίδρυμα που είναι εγκατεστημένο σε κράτος μέλος και οι θυγατρικές του έχουν συμφωνήσει σε μια συμβατική ή θεσμική ρύθμιση ευθύνης που προστατεύει τα εν λόγω ιδρύματα και εξασφαλίζει ιδιαίτερα τη ρευστότητα και τη φερεγγυότητά τους, προκειμένου να αποφεύγεται η χρεοκοπία στις περιπτώσεις όπου τούτο καθίσταται αναγκαίο,

    ε)

    υφίστανται διευθετήσεις για την εξασφάλιση ταχείας παροχής χρηματοδοτικών μέσων από άποψη κεφαλαίου και ρευστότητας, εφόσον καταστεί αναγκαίο, βάσει της συμβατικής ή θεσμικής ρύθμισης του στοιχείου δ),

    στ)

    η επάρκεια των ρυθμίσεων που αναφέρονται στα στοιχεία δ) και ε) παρακολουθείται ανά τακτά χρονικά διαστήματα από την αρμόδια αρχή,

    ζ)

    η ελάχιστη περίοδος προειδοποίησης για εθελοντική έξοδο μιας θυγατρικής από τη ρύθμιση ευθύνης είναι 10 χρόνια,

    η)

    η αρμόδια αρχή διαθέτει την εξουσία να απαγορεύει την εθελοντική έξοδο μιας θυγατρικής από την ρύθμιση ευθύνης,

    128)

    ως «διανεμητέα στοιχεία» νοούνται το ποσό των κερδών του τελευταίου οικονομικού έτους, προσαυξημένο κατά τα κέρδη που έχουν μεταφερθεί από την τελευταία χρήση και τα αποθεματικά που είναι διαθέσιμα για τον σκοπό αυτό προ των διανομών στους κατόχους των μέσων ιδίων κεφαλαίων, μειωμένα κατά το ποσό των ζημιών που έχουν μεταφερθεί από προηγούμενες χρήσεις, κέρδη τα οποία δεν διανέμονται δυνάμει διατάξεων της νομοθεσίας ή κανονισμών του ιδρύματος και ποσά που έχουν τοποθετηθεί σε αποθεματικά που δεν διανέμονται σύμφωνα με την εφαρμοστέα νομοθεσία ή το καταστατικό του ιδρύματος, εφόσον οι ζημίες και τα αποθεματικά αυτά προσδιορίζονται βάσει των ατομικών λογαριασμών του ιδρύματος και όχι βάσει των ενοποιημένων λογαριασμών.

    2.   Όταν στον παρόντα κανονισμό γίνεται αναφορά σε ακίνητα ή ακίνητα κατοικίας ή εμπορικά ακίνητα ή υποθήκη επί της περιουσίας αυτής, περιλαμβάνει τις μετοχές σε φινλανδικές στεγαστικές εταιρείες που λειτουργούν σύμφωνα με τον φινλανδικό νόμο περί στεγαστικών εταιρειών του 1991 ή βάσει μεταγενέστερης ισοδύναμης νομοθεσίας. Τα κράτη μέλη ή οι αρμόδιες αρχές τους μπορούν να επιτρέπουν τη μεταχείριση των μετοχών που συνιστούν ισοδύναμη έμμεση κατοχή ακινήτου ως άμεσης κατοχής ακινήτου, εάν αυτή η έμμεση κατοχή ρυθμίζεται ρητά στην εθνική νομοθεσία του κράτους μέλους και, όταν έχει δοθεί ως εξασφάλιση, προσφέρει ισοδύναμη προστασία στους πιστωτές.

    3.   Η χρηματοδότηση του εμπορίου όπως αναφέρεται στην παράγραφο σημείο 80) είναι κατά κανόνα αδέσμευτη και απαιτεί τα δέοντα δικαιολογητικά συναλλαγής για κάθε αίτημα ανάληψης πίστωσης, με δυνατότητα άρνησης της χρηματοδότησης σε περίπτωση αμφιβολίας σχετικά με την πιστοληπτική ικανότητα ή τα δικαιολογητικά της συναλλαγής. Η αποπληρωμή ανοιγμάτων χρηματοδότησης του εμπορίου συνήθως δεν εξαρτάται από τον δανειολήπτη, αντιθέτως, τα κεφάλαια προέρχονται συνήθως από το ρευστό που λαμβάνεται από εισαγωγείς ή προκύπτουν από την πώληση των υποκείμενων προϊόντων.

    Άρθρο 5

    Ορισμοί που ισχύουν για κεφαλαιακές απαιτήσεις για πιστωτικό κίνδυνο

    Για τους σκοπούς του τρίτου μέρους τίτλος ΙΙ, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

    1)

    ως «άνοιγμα» ή «χρηματοδοτικό άνοιγμα» νοείται ένα στοιχείο ενεργητικού ή ένα στοιχείο εκτός ισολογισμού,

    2)

    ως «ζημία» νοείται η οικονομική ζημία, περιλαμβανομένων σημαντικών μειωτικών επιδράσεων και σημαντικών άμεσων και έμμεσων δαπανών συνδεόμενων με την είσπραξη ποσών στο πλαίσιο ενός μέσου,

    3)

    ως «αναμενόμενη ζημία» ή «EL» νοείται ο λόγος της αναμενόμενης ζημίας από άνοιγμα λόγω δυνητικής αθέτησης υποχρεώσεων από μέρους ενός αντισυμβαλλομένου ή λόγω απομείωσης της αξίας εισπρακτέων σε περίοδο ενός έτους προς το ποσό που είναι ανεξόφλητο κατά τον χρόνο της αθέτησης.

    ΤΙΤΛΟΣ II

    ΕΠΙΠΕΔΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΩΝ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

    Εφαρμογή των απαιτήσεων σε ατομική βάση

    Άρθρο 6

    Γενικές αρχές

    1.   Τα ιδρύματα συμμορφώνονται με τις υποχρεώσεις που ορίζονται στο δεύτερο έως πέμπτο μέρος και στο όγδοο μέρος σε ατομική βάση.

    2.   Τα ιδρύματα τα οποία αποτελούν είτε θυγατρικές στο κράτος μέλος στο οποίο έχουν λάβει άδεια λειτουργίας και στο οποίο υπόκεινται σε εποπτεία είτε μητρικές επιχειρήσεις καθώς και τα ιδρύματα που περιλαμβάνονται στην ενοποίηση δυνάμει του άρθρου 19 δεν απαιτείται να συμμορφώνονται με τις υποχρεώσεις που ορίζονται στα άρθρα 89, 90 και 86, σε ατομική βάση.

    3.   Τα ιδρύματα που αποτελούν είτε μητρικές είτε θυγατρικές επιχειρήσεις, καθώς και τα ιδρύματα που περιλαμβάνονται στην ενοποίηση σύμφωνα με το άρθρο 19 δεν απαιτείται να συμμορφώνονται με τις υποχρεώσεις που ορίζονται στο όγδοο μέρος, σε ατομική βάση.

    4.   Πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων που διαθέτουν άδεια παροχής των επενδυτικών υπηρεσιών και των δραστηριοτήτων που παρατίθενται στο παράρτημα I τμήμα A σημεία (3) και (6) της οδηγίας 2004/39/ΕΚ συμμορφώνονται με τις υποχρεώσεις που ορίζονται στο έκτο μέρος, σε ατομική βάση. Εν αναμονή της έκθεσης της Επιτροπής σύμφωνα με το άρθρο 508 παράγραφος 3, οι αρμόδιες αρχές δύνανται να απαλλάσσουν τις επιχειρήσεις επενδύσεων από τη συμμόρφωση με τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στο έκτο μέρος λαμβάνοντας υπόψη τη φύση, το μέγεθος και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων των επιχειρήσεων επενδύσεων.

    5.   Τα ιδρύματα, εκτός από τις επιχειρήσεις επενδύσεων που αναφέρονται στο άρθρο 95 παράγραφος 1 και στο άρθρο 96 παράγραφος 1 και τα ιδρύματα ως προς τα οποία οι αρμόδιες αρχές έχουν ασκήσει το δικαίωμα παρέκκλισης του άρθρου 7 παράγραφος 1 ή 3, συμμορφώνονται με τις υποχρεώσεις που ορίζονται στο έβδομο μέρος, σε ατομική βάση.

    Άρθρο 7

    Παρέκκλιση από την εφαρμογή των απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας σε ατομική βάση

    1.   Οι αρμόδιες αρχές έχουν τη δυνατότητα να μην εφαρμόσουν το άρθρο 6 παράγραφος 1 σε θυγατρική ιδρύματος εφόσον τόσο η θυγατρική όσο και το ίδρυμα έχουν άδεια λειτουργίας και εποπτεύονται από το οικείο κράτος μέλος και η θυγατρική περιλαμβάνεται στην πραγματοποιούμενη σε ενοποιημένη βάση εποπτεία του ιδρύματος που αποτελεί τη μητρική επιχείρηση, και εφόσον συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις που ακολουθούν, ώστε να διασφαλίζεται ότι τα ίδια κεφάλαια κατανέμονται επαρκώς μεταξύ μητρικής επιχείρησης και θυγατρικής:

    α)

    δεν υπάρχει κανένα τρέχον ή προβλεπόμενο ουσιώδες πρακτικό ή νομικό κώλυμα για την άμεση μεταφορά ιδίων κεφαλαίων ή την εξόφληση υποχρεώσεων από τη μητρική επιχείρηση,

    β)

    είτε η μητρική επιχείρηση παρέχει ικανοποιητικές αποδείξεις στην αρμόδια αρχή όσον αφορά τη συνετή διαχείριση της θυγατρικής και έχει δηλώσει, με τη συγκατάθεση της αρμόδιας αρχής, ότι εγγυάται τις υποχρεώσεις τις οποίες έχει αναλάβει η θυγατρική είτε οι κίνδυνοι της θυγατρικής είναι αμελητέοι,

    γ)

    οι διαδικασίες της μητρικής επιχείρησης όσον αφορά την αξιολόγηση, τη μέτρηση και τον έλεγχο των κινδύνων καλύπτουν τη θυγατρική,

    δ)

    η μητρική επιχείρηση κατέχει περισσότερο από το 50 % των δικαιωμάτων ψήφου που συνδέονται με μετοχές στο κεφάλαιο της θυγατρικής ή έχει δικαίωμα να διορίζει ή να απολύει την πλειονότητα των μελών του διοικητικού οργάνου της θυγατρικής.

    2.   Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να ασκήσουν το δικαίωμα που προβλέπεται στην παράγραφο 1 εφόσον η μητρική επιχείρηση αποτελεί χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών συσταθείσα στο ίδιο κράτος μέλος με το ίδρυμα, υπό την προϋπόθεση ότι υπόκειται στην ίδια εποπτεία με τα ιδρύματα και ιδίως στα πρότυπα που ορίζονται στο άρθρο 11 παράγραφος 1.

    3.   Οι αρμόδιες αρχές έχουν τη δυνατότητα να μην εφαρμόσουν το άρθρο 6 παράγραφος 1, σε μητρικό ίδρυμα σε κράτος μέλος, εφόσον το εν λόγω ίδρυμα έχει άδεια λειτουργίας και εποπτεύεται από το οικείο κράτος μέλος και περιλαμβάνεται στην πραγματοποιούμενη σε ενοποιημένη βάση εποπτεία και εφόσον συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις που ακολουθούν, ώστε να διασφαλίζεται ότι τα ίδια κεφάλαια κατανέμονται επαρκώς μεταξύ μητρικής επιχείρησης και θυγατρικών:

    α)

    δεν υπάρχει κανένα τρέχον ή προβλεπόμενο ουσιώδες πρακτικό ή νομικό κώλυμα για την άμεση μεταφορά ιδίων κεφαλαίων ή την εξόφληση υποχρεώσεων προς το μητρικό ίδρυμα σε κράτος μέλος,

    β)

    οι διαδικασίες αξιολόγησης, μέτρησης και ελέγχου των κινδύνων που αφορούν την ενοποιημένη εποπτεία καλύπτουν το μητρικό ίδρυμα σε κράτος μέλος.

    Η αρμόδια αρχή που προσφεύγει στην παρούσα παράγραφο ενημερώνει τις αρμόδιες αρχές όλων των κρατών μελών.

    Άρθρο 8

    Παρέκκλιση από την εφαρμογή των απαιτήσεων για την κάλυψη κινδύνων ρευστότητας σε ατομική βάση

    1.   Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να απαλλάσσουν πλήρως ή εν μέρει ένα ίδρυμα και όλες ή κάποιες εκ των θυγατρικών του στην Ένωση από την εφαρμογή του έκτου μέρους και τις εποπτεύουν ως αυτόνομη οντότητα διαχείρισης του κινδύνου ρευστότητας εφόσον πληρούν όλες τις κατωτέρω προϋποθέσεις:

    α)

    το μητρικό ίδρυμα σε ενοποιημένη βάση ή το θυγατρικό ίδρυμα σε υποενοποιημένη βάση συνάδει με τις υποχρεώσεις που ορίζονται στο έκτο μέρος,

    β)

    το μητρικό ίδρυμα σε ενοποιημένη βάση ή το θυγατρικό ίδρυμα σε υποενοποιημένη βάση παρακολουθεί και εποπτεύει ανά πάσα στιγμή τις θέσεις ρευστότητας όλων των ιδρυμάτων του ομίλου ή της οντότητας τα οποία υπόκεινται στην απαλλαγή και εξασφαλίζει επαρκή ρευστότητα για όλα αυτά τα ιδρύματα,

    γ)

    τα ιδρύματα έχουν συνάψει συμβάσεις προς ικανοποίηση των αρμόδιων αρχών, που προβλέπουν την ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίων μεταξύ τους και τους επιτρέπουν να πληρούν τις μεμονωμένες και κοινές υποχρεώσεις τους όταν καθίστανται ληξιπρόθεσμες,

    δ)

    δεν υπάρχει κανένα τρέχον ή προβλεπόμενο ουσιώδες πρακτικό ή νομικό κώλυμα για την εκπλήρωση των συμβάσεων που αναφέρονται στο στοιχείο γ).

    Έως την 1η Ιανουαρίου 2014, η Επιτροπή θα υποβάλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σχετικά με τυχόν νομικά εμπόδια ικανά να καταστήσουν αδύνατη την εφαρμογή του στοιχείου γ) της πρώτης παραγράφου και καλείται να υποβάλει νομοθετική πρόταση, κατά το δέον, έως την 31η Δεκεμβρίου 2015, για την άρση των εμποδίων αυτών.

    2.   Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να απαλλάσσουν πλήρως ή εν μέρει ένα ίδρυμα και όλες ή κάποιες εκ των θυγατρικών του από την εφαρμογή του έκτου μέρους, εφόσον όλα τα ιδρύματα της αυτόνομης οντότητας διαχείρισης του κινδύνου ρευστότητας έχουν άδεια λειτουργίας στο ίδιο κράτος μέλος και με την προϋπόθεση ότι πληρούνται οι όροι στην παράγραφο 1.

    3.   Σε περίπτωση που τα ιδρύματα της αυτόνομης οντότητας διαχείρισης του κινδύνου ρευστότητας έχουν άδεια λειτουργίας σε περισσότερα κράτη μέλη, η παράγραφος 1 εφαρμόζεται μόνο μετά την τήρηση της διαδικασίας που ορίζεται στο άρθρο 21 και μόνο σε ιδρύματα των οποίων οι αρμόδιες αρχές συμφωνούν σχετικά με τα κατωτέρω στοιχεία:

    α)

    την αξιολόγησή τους όσον αφορά τη συμμόρφωση του οργανισμού και την αντιμετώπιση του κινδύνου ρευστότητας κατά τους όρους του άρθρου 86 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ για ολόκληρη την αυτόνομη οντότητα διαχείρισης του κινδύνου ρευστότητας,

    β)

    την κατανομή των ποσών, την τοποθεσία και την ιδιοκτησία των απαιτούμενων ρευστών διαθεσίμων που πρέπει να κατέχει η αυτόνομη οντότητα διαχείρισης του κινδύνου ρευστότητας,

    γ)

    τον καθορισμό των ελάχιστων ποσών των ρευστών διαθεσίμων που πρέπει να κατέχουν τα ιδρύματα τα οποία θα απαλλαγούν από την εφαρμογή του έκτου μέρους,

    δ)

    την ανάγκη αυστηρότερων παραμέτρων από αυτές που προβλέπονται στο έκτο μέρος,

    ε)

    την απεριόριστη ανταλλαγή ολοκληρωμένων πληροφοριών μεταξύ των αρμόδιων αρχών,

    στ)

    την απόλυτη κατανόηση των επιπτώσεων αυτής της απαλλαγής.

    4.   Οι αρμόδιες αρχές μπορούν επίσης να εφαρμόσουν τις παραγράφους 1, 2 και 3 σε ιδρύματα που είναι μέλη του ίδιου θεσμικού συστήματος προστασίας που αναφέρεται στο άρθρο 113 παράγραφος 7 στοιχείο β), εφόσον ικανοποιούν όλες τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 113 παράγραφος 7, καθώς και σε άλλα ιδρύματα που συνδέονται κατά το άρθρο 113 παράγραφος 6, εφόσον ικανοποιούν όλες τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο εν λόγω άρθρο. Σε αυτή την περίπτωση, οι αρμόδιες αρχές προσδιορίζουν ένα από τα ιδρύματα που υπόκεινται στην απαλλαγή, το οποίο πρέπει να πληροί το έκτο μέρος, βάσει της ενοποιημένης κατάστασης όλων των ιδρυμάτων της αυτόνομης οντότητας διαχείρισης του κινδύνου ρευστότητας.

    5.   Σε περίπτωση που μια απαλλαγή έχει χορηγηθεί δυνάμει της παραγράφου 1 ή της παραγράφου 2, οι αρμόδιες αρχές μπορούν επίσης να εφαρμόσουν το άρθρο 86 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, ή μέρη αυτού, στο επίπεδο αυτόνομης οντότητας διαχείρισης του κινδύνου ρευστότητας, και να ανακαλέσουν την εφαρμογή του άρθρου 86 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, ή μερών αυτού, σε ατομική βάση.

    Άρθρο 9

    Μέθοδος μερικής ενοποίησης

    1.   Με την επιφύλαξη των παραγράφων 2 και 3 του παρόντος άρθρου και του άρθρου 144 παράγραφος 3 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέψουν, κατά περίπτωση, σε μητρικά ιδρύματα να συμπεριλάβουν στον υπολογισμό των απαιτήσεών τους δυνάμει του άρθρου 6 παράγραφος 1, τις θυγατρικές τους εκείνες που ανταποκρίνονται στα κριτήρια του άρθρου 7 παράγραφος 1 στοιχεία γ) και δ) και των οποίων τα ουσιώδη ανοίγματα ή οι ουσιώδεις υποχρεώσεις είναι έναντι των εν λόγω μητρικών ιδρυμάτων.

    2.   Η δυνατότητα που καθορίζεται στην παράγραφο 1 επιτρέπεται μόνο στις περιπτώσεις κατά τις οποίες το μητρικό ίδρυμα τεκμηριώνει στις αρμόδιες αρχές τις συνθήκες και τις ρυθμίσεις, συμπεριλαμβανομένων των νομικών ρυθμίσεων, χάρις στις οποίες δεν υφίσταται και δεν προβλέπεται ουσιώδες πρακτικό ή νομικό κώλυμα στην άμεσημεταφορά ιδίων κεφαλαίων ή την εξόφληση υποχρεώσεων που οφείλονται από τη θυγατρική προς τη μητρική επιχείρηση.

    3.   Εάν μια αρμόδια αρχή κάνει χρήση της διακριτικής ευχέρειας που προβλέπεται στην παράγραφο 1, πρέπει να ενημερώνει τακτικά και τουλάχιστον σε ετήσια βάση, τις αρμόδιες αρχές όλων των άλλων κρατών μελών σχετικά με την εφαρμογή της παραγράφου 1 και τις συνθήκες και τις ρυθμίσεις της παραγράφου 2. Εάν η θυγατρική βρίσκεται σε τρίτη χώρα, οι αρμόδιες αρχές παρέχουν τις ίδιες πληροφορίες και στις αρμόδιες αρχές της χώρας αυτής.

    Άρθρο 10

    Απαλλαγή για πιστωτικά ιδρύματα μόνιμα συνδεδεμένα με κεντρικό οργανισμό

    1.   Οι αρμόδιες αρχές μπορούν, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, εν μέρει ή πλήρως, να απαλλάσσουν από την εφαρμογή των απαιτήσεων που ορίζονται στο δεύτερο έως όγδοο μέρος ένα ή περισσότερα πιστωτικά ιδρύματα εγκατεστημένα στο ίδιο κράτος μέλος, που είναι μόνιμα συνδεδεμένα με κεντρικό οργανισμό ο οποίος τα εποπτεύει και είναι εγκατεστημένος στο αυτό κράτος μέλος, εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

    α)

    οι υποχρεώσεις του κεντρικού οργανισμού και των ιδρυμάτων που συνδέονται με αυτόν αποτελούν αλληλέγγυες υποχρεώσεις ή οι υποχρεώσεις των ιδρυμάτων που συνδέονται με αυτόν τον κεντρικό οργανισμό καλύπτονται πλήρως από εγγυήσεις του κεντρικού οργανισμού,

    β)

    η φερεγγυότητα και η ρευστότητα του κεντρικού οργανισμού και όλων των ιδρυμάτων που συνδέονται με αυτόν παρακολουθούνται στο σύνολό τους βάσει ενοποιημένων λογαριασμών των εν λόγω ιδρυμάτων,

    γ)

    η διοίκηση του κεντρικού οργανισμού έχει τη δυνατότητα να εκδίδει οδηγίες προς τη διοίκηση των ιδρυμάτων που συνδέονται με αυτόν.

    Τα κράτη μέλη μπορούν να διατηρούν και να αξιοποιούν την ισχύουσα εθνική νομοθεσία όσον αφορά την εφαρμογή της απαλλαγής που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο, εφόσον δεν συγκρούεται με τον παρόντα κανονισμό και την οδηγία 2013/36/ΕΕ.

    2.   Εφόσον οι αρμόδιες αρχές κρίνουν ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις της παραγράφου 1 και εφόσον τα ιδρύματα που συνδέονται με τον κεντρικό οργανισμό εγγυώνται πλήρως τα στοιχεία του παθητικού ή τις υποχρεώσεις του κεντρικού οργανισμού, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να απαλλάσσουν τον κεντρικό οργανισμό από την εφαρμογή του δεύτερου έως όγδοου μέρους σε ατομική βάση.

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

    Εποπτική ενοποίηση

    Τμήμα Ι

    Εφαρμογή των απαιτήσεων σε ενοποιημένη βάση

    Άρθρο 11

    Γενική αντιμετώπιση

    1.   Τα εγκατεστημένα σε κράτος μέλος μητρικά ιδρύματα συμμορφώνονται, στον βαθμό και με τον τρόπο που ορίζει το άρθρο 18, με τις υποχρεώσεις που θεσπίζονται στο δεύτερο έως τέταρτο μέρος και στο έβδομο μέρος, βάσει της ενοποιημένης τους κατάστασης. Οι μητρικές επιχειρήσεις και οι θυγατρικές τους, υπαγόμενες στον παρόντα κανονισμό, διαμορφώνουν την κατάλληλη οργανωτική διάρθρωση και τους κατάλληλους μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου προκειμένου να διασφαλιστεί ότι τα απαιτούμενα στοιχεία ενοποίησης υποβάλλονται σε δέουσα επεξεργασία και διαβιβάζονται. Ιδιαίτερα, διασφαλίζουν ότι οι θυγατρικές για τις οποίες δεν ισχύει ο παρών κανονισμός εφαρμόζουν ρυθμίσεις, διαδικασίες και μηχανισμούς που διασφαλίζουν την κατάλληλη ενοποίηση.

    2.   Τα ιδρύματα που ελέγχονται από μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή από μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος μέλος συμμορφώνονται, στον βαθμό και με τον τρόπο που ορίζει το άρθρο 18, με τις υποχρεώσεις που θεσπίζονται στο δεύτερο έως τέταρτο μέρος και στο έβδομο μέρος, βάσει της ενοποιημένης κατάστασης της χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή της μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών.

    Όταν μια μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή μια μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος μέλος ελέγχει πάνω από ένα ίδρυμα, η πρώτη παράγραφος ισχύει μόνο για το ίδρυμα στο οποίο ασκείται εποπτεία σε ενοποιημένη βάση δυνάμει του άρθρου 111 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ.

    3.   Τα μητρικά ιδρύματα που είναι εγκατεστημένα στην ΕΕ και τα ιδρύματα που ελέγχονται από μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή από μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ συμμορφώνονται με τις υποχρεώσεις που ορίζονται στο έκτο μέρος, βάσει της ενοποιημένης κατάστασης του ανωτέρω μητρικού ιδρύματος, της χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή της μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών, εφόσον ο όμιλος περιλαμβάνει ένα ή περισσότερα πιστωτικά ιδρύματα ή επιχειρήσεις επενδύσεων που έχουν άδεια παροχής των επενδυτικών υπηρεσιών και δραστηριοτήτων που παρατίθενται στο παράρτημα I τμήμα A σημεία 3 και 6 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ. Εν αναμονή της έκθεσης της Επιτροπής σύμφωνα με το άρθρο 508 παράγραφος 2 και εάν ο όμιλος αποτελείται μόνο από επιχειρήσεις επενδύσεων, οι αρμόδιες αρχές δύνανται να απαλλάσσουν τις επιχειρήσεις επενδύσεων από τη συμμόρφωση με τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στο έκτο μέρος σε ενοποιημένη βάση, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση, το μέγεθος και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων της επιχείρησης επενδύσεων.

    4.   Όπου ισχύει το άρθρο 10, ο κεντρικός οργανισμός που αναφέρεται στο εν λόγω άρθρο συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις του δεύτερου έως όγδοου μέρους, βάσει της ενοποιημένης κατάστασης του συνόλου που απαρτίζεται από τον κεντρικό οργανισμό και τα συνδεδεμένα με αυτόν ιδρύματα.

    5.   Παράλληλα με τις απαιτήσεις των παραγράφων 1 έως 4 και με την επιφύλαξη των λοιπών διατάξεων του παρόντος κανονισμού και της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, όταν ευλόγως απαιτείται, για εποπτικούς σκοπούς, λόγω των ιδιαιτεροτήτων του κινδύνου ή της διάρθρωσης του κεφαλαίου ενός ιδρύματος ή όπου τα κράτη μέλη υιοθετούν εθνική νομοθεσία η οποία απαιτεί τον δομικό διαχωρισμό των δραστηριοτήτων ενός τραπεζικού ομίλου, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να απαιτούν από τα δομικά διαχωρισμένα ιδρύματα να συμμορφώνονται με τις υποχρεώσεις που ορίζονται στο δεύτερο έως τέταρτο μέρος και στο έκτο έως όγδοο μέρος του παρόντος κανονισμού και στον τίτλο VII της οδηγίας 2013/36/ΕΕ σε υποενοποιημένη βάση.

    Η προσέγγιση που καθορίζεται στο πρώτο εδάφιο εφαρμόζεται με την επιφύλαξη της αποτελεσματικής εποπτείας σε ενοποιημένη βάση και δεν δύναται να επιφέρει δυσανάλογα δυσμενείς επιπτώσεις στο σύνολο ή σε τμήματα του χρηματοπιστωτικού συστήματος σε άλλα κράτη μέλη ή της Ένωσης συνολικά, ούτε να αποτελεί ή να δημιουργεί εμπόδιο στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.

    Άρθρο 12

    Χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών με θυγατρικό πιστωτικό ίδρυμα και θυγατρική επιχείρηση επενδύσεων

    Όταν χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών είναι μητρική επιχείρηση τουλάχιστον ενός πιστωτικού ιδρύματος και μίας επιχείρησης επενδύσεων, το πιστωτικό ίδρυμα υπόκειται στις απαιτήσεις που ισχύουν με βάση την ενοποιημένη κατάσταση της χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή της μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών.

    Άρθρο 13

    Εφαρμογή των απαιτήσεων δημοσιοποίησης σε ενοποιημένη βάση

    1.   Τα εγκατεστημένα στην ΕΕ μητρικά ιδρύματα συμμορφώνονται με τις υποχρεώσεις που ορίζει το όγδοο μέρος, βάσει της ενοποιημένης κατάστασής τους.

    Οι σημαντικές θυγατρικές μητρικών ιδρυμάτων εγκατεστημένων στην ΕΕ και οι θυγατρικές που έχουν ουσιαστική σημασία για τις τοπικές αγορές τους δημοσιοποιούν τις πληροφορίες που προσδιορίζονται στα άρθρα 437, 438, 440, 442, 450, 451 και 453, σε ατομική ή υποενοποιημένη βάση.

    2.   Τα ιδρύματα που ελέγχονται από μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή από μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένες στην ΕΕ συμμορφώνονται με τις υποχρεώσεις που ορίζονται στο όγδοο μέρος, βάσει της ενοποιημένης κατάστασης της συγκεκριμένης χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή της μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών.

    Οι σημαντικές θυγατρικές μητρικών χρηματοδοτικών εταιρειών συμμετοχών εγκατεστημένων στην ΕΕ ή μικτών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών εγκατεστημένων στην ΕΕ και οι θυγατρικές που έχουν ουσιαστική σημασία για τις τοπικές αγορές τους δημοσιοποιούν τις πληροφορίες που προσδιορίζονται στα άρθρα 437, 438, 440, 442, 450, 451 και 453, σε ατομική ή υποενοποιημένη βάση.

    3.   Οι παράγραφοι 1 και 2 δεν ισχύουν πλήρως ή εν μέρει για μητρικά ιδρύματα εγκατεστημένα στην ΕΕ, για ιδρύματα που ελέγχονται από μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ ή από μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ, εφόσον περιλαμβάνονται σε ισοδύναμες δημοσιοποιήσεις παρεχόμενες σε ενοποιημένη βάση από μητρική επιχείρηση εγκατεστημένη σε τρίτη χώρα.

    4.   Σε περίπτωση που εφαρμόζεται το άρθρο 10, ο κεντρικός οργανισμός που αναφέρεται στο εν λόγω άρθρο συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις του όγδοου μέρους, βάσει της ενοποιημένης κατάστασης του κεντρικού οργανισμού. Το άρθρο 18 παράγραφος 1 εφαρμόζεται στον κεντρικό οργανισμό και τα συνδεδεμένα ιδρύματα αντιμετωπίζονται ως θυγατρικές του κεντρικού οργανισμού.

    Άρθρο 14

    Εφαρμογή των απαιτήσεων του πέμπτου μέρους σε ενοποιημένη βάση

    1.   Οι μητρικές επιχειρήσεις και οι θυγατρικές τους που υπάγονται στις διατάξεις του παρόντος κανονισμού τηρούν τις υποχρεώσεις που ορίζει το πέμπτο μέρος σε ενοποιημένη ή υποενοποιημένη βάση, ώστε να διασφαλίζεται ότι οι ρυθμίσεις, οι διαδικασίες και οι μηχανισμοί που απαιτούνται δυνάμει των εν λόγω διατάξεων διέπονται από συνέπεια και συνοχή και ότι μπορούν να παραχθούν όλα τα σχετικά με την εποπτεία δεδομένα και στοιχεία. Ιδιαίτερα, διασφαλίζουν ότι οι θυγατρικές για τις οποίες δεν ισχύει ο παρών κανονισμός εφαρμόζουν ρυθμίσεις, διαδικασίες και μηχανισμούς που συμμορφώνονται με αυτές τις διατάξεις.

    2.   Τα ιδρύματα εφαρμόζουν πρόσθετο συντελεστή στάθμισης κινδύνου σύμφωνα με το άρθρο 407 κατά την εφαρμογή του άρθρου 92 σε ενοποιημένη ή υποενοποιημένη βάση εάν οι απαιτήσεις των άρθρων 405 ή 406 παραβιαστούν σε επίπεδο οντότητας εγκατεστημένης σε τρίτη χώρα η οποία συμπεριλαμβάνεται στην ενοποίηση σύμφωνα με το άρθρο 18, εάν η παραβίαση είναι ουσιώδης σε σχέση με το γενικότερο προφίλ κινδύνου του ομίλου.

    3.   Οι υποχρεώσεις που προκύπτουν από το πέμπτο μέρος σχετικά με θυγατρικές επιχειρήσεις οι οποίες δεν υπόκεινται οι ίδιες στον παρόντα κανονισμό δεν ισχύουν εάν το μητρικό ίδρυμα της ΕΕ ή τα ιδρύματα υπό τον έλεγχο μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ ή μητρικής μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ μπορούν να αποδείξουν στις αρμόδιες αρχές ότι η εφαρμογή του πέμπτου μέρους είναι παράνομη σύμφωνα με τη νομοθεσία της τρίτης χώρας στην οποία είναι εγκατεστημένη η θυγατρική.

    Άρθρο 15

    Παρέκκλιση από την εφαρμογή των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων σε ενοποιημένη βάση για ομίλους επιχειρήσεων επενδύσεων

    1.   Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας δύναται, ανάλογα με την περίπτωση, να χορηγεί απαλλαγή από την εφαρμογή του τρίτου μέρους του παρόντος κανονισμού και του τίτλου VII κεφάλαιο 4 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, σε ενοποιημένη βάση, υπό τις κατωτέρω προϋποθέσεις:

    α)

    έκαστη επιχείρηση επενδύσεων του ομίλου που είναι εγκατεστημένη στην ΕΕ εφαρμόζει τον εναλλακτικό υπολογισμό του συνολικού ποσού ανοίγματος σε κίνδυνο που αναφέρεται στο άρθρο 95 παράγραφος 2,

    β)

    όλες οι επιχειρήσεις επενδύσεων του ομίλου εμπίπτουν στις κατηγορίες του άρθρου 95 παράγραφος 1 και του άρθρου 96 παράγραφος 1,

    γ)

    έκαστη επιχείρηση επενδύσεων του ομίλου που είναι εγκατεστημένη στην ΕΕ πληροί τις απαιτήσεις που προβλέπονται στο άρθρο 95 σε ατομική βάση και συγχρόνως αφαιρεί από τα στοιχεία κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 που κατέχει τυχόν ενδεχόμενες υποχρεώσεις προς όφελος επιχειρήσεων επενδύσεων, χρηματοδοτικών ιδρυμάτων, εταιρειών διαχείρισης και επιχειρήσεων παροχής επικουρικών υπηρεσιών που διαφορετικά θα αποτελούσαν αντικείμενο ενοποίησης,

    δ)

    κάθε χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών, η οποία είναι η μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών, σε κράτος μέλος, επιχείρησης επενδύσεων που είναι μέλος του ομίλου, διαθέτει τουλάχιστον τόσα κεφάλαια, οριζόμενα εδώ ως το άθροισμα των στοιχείων που αναφέρονται στο άρθρο 26 παράγραφος 1, το άρθρο 51 παράγραφος 1 και το άρθρο 62 παράγραφος 1, ώστε να καλύπτεται το άθροισμα των ακολούθων:

    i)

    του αθροίσματος της πλήρους λογιστικής αξίας των τυχόν συμμετοχών, των απαιτήσεων μειωμένης εξασφάλισης και των μέσων που μνημονεύονται στο άρθρο 36 παράγραφος 1 στοιχεία η) και θ), το άρθρο 56 παράγραφος 1 στοιχεία γ) και δ) και το άρθρο 66 παράγραφος 1 στοιχεία γ) και δ) σε επιχειρήσεις επενδύσεων, χρηματοδοτικά ιδρύματα, εταιρείες διαχείρισης και επιχειρήσεις παροχής επικουρικών υπηρεσιών που διαφορετικά θα αποτελούσαν αντικείμενο ενοποίησης και

    ii)

    του συνολικού ποσού ενδεχόμενων υποχρεώσεων προς όφελος επιχειρήσεων επενδύσεων, χρηματοδοτικών ιδρυμάτων, εταιρειών διαχείρισης και επιχειρήσεων παροχής επικουρικών υπηρεσιών που διαφορετικά θα αποτελούσαν αντικείμενο ενοποίησης,

    ε)

    ο όμιλος δεν περιλαμβάνει πιστωτικά ιδρύματα.

    Όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις της πρώτης παραγράφου, κάθε επιχείρηση επενδύσεων εγκατεστημένη στην ΕΕ διαθέτει και εφαρμόζει συστήματα για την παρακολούθηση και τον έλεγχο των πηγών κεφαλαίων και χρηματοδότησης όλων των χρηματοδοτικών εταιρειών συμμετοχών, επιχειρήσεων επενδύσεων, χρηματοδοτικών ιδρυμάτων, εταιρειών διαχείρισης και επιχειρήσεων παροχής επικουρικών υπηρεσιών που ανήκουν στον εκάστοτε όμιλο.

    2.   Οι αρμόδιες αρχές μπορούν επίσης να χορηγήσουν την απαλλαγή εάν οι χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών κατέχουν χαμηλότερο ποσό ιδίων κεφαλαίων από το ποσό που υπολογίστηκε δυνάμει της παραγράφου 1 στοιχείο δ), το οποίο δεν είναι χαμηλότερο από το άθροισμα των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων που επιβάλλονται σε ατομική βάση σε επιχειρήσεις επενδύσεων, χρηματοδοτικά ιδρύματα, εταιρείες διαχείρισης και επιχειρήσεις παροχής επικουρικών υπηρεσιών που διαφορετικά θα αποτελούσαν αντικείμενο ενοποίησης και του συνολικού ποσού ενδεχόμενων υποχρεώσεων προς όφελος επιχειρήσεων επενδύσεων, χρηματοδοτικών ιδρυμάτων, εταιρειών διαχείρισης και επιχειρήσεων παροχής επικουρικών υπηρεσιών που διαφορετικά θα αποτελούσαν αντικείμενο ενοποίησης. Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, η απαίτηση ιδίων κεφαλαίων που ισχύει για τις επιχειρήσεις επενδύσεων τρίτων χωρών, τα χρηματοδοτικά ιδρύματα, τις εταιρείες διαχείρισης και τις επιχειρήσεις παροχής επικουρικών υπηρεσιών είναι ονομαστική απαίτηση ιδίων κεφαλαίων.

    Άρθρο 16

    Παρέκκλιση από την εφαρμογή των απαιτήσεων για τον δείκτη μόχλευσης σε ενοποιημένη βάση για ομίλους επιχειρήσεων επενδύσεων

    Εάν όλες οι οντότητες ενός ομίλου επιχειρήσεων επενδύσεων, περιλαμβανομένης της μητρικής, είναι επιχειρήσεις επενδύσεων απαλλαγμένες από την εφαρμογή των απαιτήσεων που ορίζονται στο έβδομο μέρος σε ατομική βάση σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 5, η μητρική επιχείρηση επενδύσεων μπορεί να επιλέξει να μην εφαρμόσει τις απαιτήσεις που ορίζονται στο έβδομο μέρος σε ενοποιημένη βάση.

    Άρθρο 17

    Εποπτεία επιχειρήσεων επενδύσεων που έχουν απαλλαχθεί από την εφαρμογή των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων σε ενοποιημένη βάση

    1.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων που ανήκουν σε όμιλο εμπίπτοντα στην απαλλαγή που περιγράφεται στο άρθρο 15 ενημερώνουν τις αρμόδιες αρχές για τους κινδύνους που θα μπορούσαν να βλάψουν την οικονομική τους κατάσταση, συμπεριλαμβανομένων των κινδύνων που συνδέονται με τη σύνθεση και τις πηγές των ιδίων κεφαλαίων, του εσωτερικού κεφαλαίου και της χρηματοδότησής τους.

    2.   Σε περίπτωση που οι αρμόδιες αρχές οι οποίες είναι υπεύθυνες για την προληπτική εποπτεία επιχείρησης επενδύσεων δεν επιβάλουν την υποχρέωση εποπτείας σε ενοποιημένη βάση δυνάμει του άρθρου 15, λαμβάνουν άλλα ανάλογα μέτρα για την παρακολούθηση των κινδύνων, ιδίως των μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων, για ολόκληρο τον όμιλο, συμπεριλαμβανομένων των επιχειρήσεων οι οποίες δεν είναι εγκατεστημένες σε κράτος μέλος.

    3.   Εάν οι αρμόδιες αρχές οι οποίες είναι υπεύθυνες για την προληπτική εποπτεία επιχείρησης επενδύσεων δεν εφαρμόσουν τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων σε ενοποιημένη βάση δυνάμει του άρθρου 15, οι απαιτήσεις του όγδοου μέρους ισχύουν σε ατομική βάση.

    Τμήμα 2

    Μέθοδοι εποπτικής ενοποίησης

    Άρθρο 18

    Μέθοδοι εποπτικής ενοποίησης

    1.   Τα ιδρύματα που υποχρεούνται να συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις που αναφέρονται στο Τμήμα 1 βάσει της ενοποιημένης κατάστασής τους διεξάγουν πλήρη ενοποίηση όλων των ιδρυμάτων και χρηματοδοτικών ιδρυμάτων που είναι θυγατρικές τους ή, εφόσον συντρέχει περίπτωση, των θυγατρικών της ίδιας μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή μητρικής μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών. Οι παράγραφοι 2 έως 8 του παρόντος άρθρου δεν εφαρμόζονται εάν το έκτο μέρος εφαρμόζεται βάσει της ενοποιημένης κατάστασης ενός ιδρύματος.

    2.   Ωστόσο, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέψουν, κατά περίπτωση, αναλογική ενοποίηση, ανάλογα με το μερίδιο του κεφαλαίου που κατέχει η μητρική επιχείρηση στη θυγατρική. Η αναλογική ενοποίηση επιτρέπεται μόνο εάν πληρούνται όλες οι κατωτέρω προϋποθέσεις:

    α)

    η ευθύνη της μητρικής επιχείρησης περιορίζεται στο τμήμα του κεφαλαίου που κατέχει στη θυγατρική, λαμβανομένης υπόψη της ευθύνης των άλλων μετόχων ή εταίρων,

    β)

    η φερεγγυότητα των εν λόγω άλλων μετόχων ή εταίρων είναι ικανοποιητική,

    γ)

    η ευθύνη των άλλων μετόχων και εταίρων ορίζεται με σαφήνεια και νομικά δεσμευτικό τρόπο.

    3.   Σε περίπτωση που επιχειρήσεις συνδέονται κατά την έννοια του άρθρου 12, παράγραφος 1 της οδηγίας 83/349/ΕΟΚ, οι αρμόδιες αρχές καθορίζουν πώς πρέπει να γίνει η ενοποίηση·

    4.   Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας απαιτεί την αναλογική ενοποίηση ανάλογα με το τμήμα του κεφαλαίου σε συμμετοχές σε ιδρύματα και χρηματοδοτικά ιδρύματα, τα οποία διευθύνονται από επιχείρηση συμπεριλαμβανόμενη στην ενοποίηση από κοινού με μία ή περισσότερες επιχειρήσεις μη συμπεριλαμβανόμενες στην ενοποίηση, όταν η ευθύνη των εν λόγω επιχειρήσεων περιορίζεται στο τμήμα του κεφαλαίου που κατέχουν.

    5.   Εκτός των περιπτώσεων που μνημονεύονται στις παραγράφους 1 και 2, στις υπόλοιπες περιπτώσεις συμμετοχών ή κεφαλαιακού δεσμού, οι αρμόδιες αρχές ορίζουν αν και με ποια μορφή πρέπει να πραγματοποιείται η ενοποίηση. Μπορούν ιδιαίτερα να επιτρέψουν ή να επιβάλουν τη χρησιμοποίηση της μεθόδου της καθαρής θέσεως. Η μέθοδος αυτή δεν σημαίνει ωστόσο υπαγωγή των επιχειρήσεων αυτών στην εποπτεία επί ενοποιημένης βάσεως.

    6.   Οι αρμόδιες αρχές αποφασίζουν αν και με ποια μορφή θα γίνει η ενοποίηση, στις ακόλουθες περιπτώσεις:

    α)

    όταν ένα πιστωτικό ίδρυμα ασκεί, κατά τις αρμόδιες αρχές, σημαντική επιρροή επί ενός ή πλειόνων ιδρυμάτων ή χρηματοδοτικών ιδρυμάτων, χωρίς όμως να διαθέτει συμμετοχή ή άλλο κεφαλαιακό δεσμό με αυτά, και

    β)

    όταν δύο ή πλείονα ιδρύματα ή χρηματοδοτικά ιδρύματα τίθενται υπό ενιαία διοίκηση, χωρίς προς τούτο να απαιτείται σχετική σύμβαση ή ρήτρα του καταστατικού.

    Οι αρμόδιες αρχές μπορούν ιδίως να επιτρέψουν ή να επιβάλουν τη χρήση της μεθόδου του άρθρου 12 της οδηγίας 83/349/ΕΟΚ. Η μέθοδος αυτή δεν σημαίνει ωστόσο υπαγωγή των επιχειρήσεων αυτών στην εποπτεία επί ενοποιημένης βάσης.

    7.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για να ορίσει τις συνθήκες υπό τις οποίες διεξάγεται η ενοποίηση στις περιπτώσεις που αναφέρονται στις παραγράφους 2 έως 6 του παρόντος άρθρου.

    Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα στην Επιτροπή το αργότερο έως τις 31.12.16.

    Εξουσιοδοτείται η Επιτροπή να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

    8.   Όταν η ενοποιημένη εποπτεία επιβάλλεται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 111 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, οι επιχειρήσεις παροχής επικουρικών υπηρεσιών και οι εταιρείες διαχείρισης όπως ορίζονται στο άρθρο 2 σημείο 5) της οδηγίας 2002/87/ΕΚ περιλαμβάνονται στην ενοποίηση στις ίδιες περιπτώσεις και με τις ίδιες μεθόδους όπως οι προβλεπόμενες στο παρόν άρθρο.

    Τμήμα 3

    Πεδίο εφαρμογης της εποπτικης ενοποιησης

    Άρθρο 19

    Οντότητες που εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής της εποπτικής ενοποίησης

    1.   Ένα ίδρυμα, ένα χρηματοδοτικό ίδρυμα ή μια επιχείρηση παροχής επικουρικών υπηρεσιών που αποτελούν θυγατρικές ή μια επιχείρηση στην οποία κατέχεται συμμετοχή δεν χρειάζεται να συμπεριληφθεί στην ενοποίηση σε περίπτωση όταν το συνολικό ποσό των στοιχείων του ενεργητικού και των λογαριασμών εκτός ισολογισμού της σχετικής επιχείρησης υπολείπεται του μικρότερου των δύο παρακάτω ποσών:

    α)

    10 εκατομμύρια EUR,

    β)

    1 % των στοιχείων του ενεργητικού και των λογαριασμών εκτός ισολογισμού της μητρικής επιχείρησης ή της επιχείρησης που κατέχει τη συμμετοχή.

    2.   Οι αρμόδιες αρχές που έχουν αναλάβει την ενοποιημένη εποπτεία βάσει του άρθρου 111 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ μπορούν να αποφασίσουν κατά περίπτωση να μην υπαγάγουν στην ενοποίηση ένα ίδρυμα, ένα χρηματοδοτικό ίδρυμα ή μια επιχείρηση παροχής επικουρικών υπηρεσιών που αποτελούν θυγατρικές ή στα οποία κατέχεται συμμετοχή:

    α)

    όταν η υπόψη επιχείρηση βρίσκεται σε τρίτη χώρα όπου υπάρχουν νομικά εμπόδια στην διαβίβαση των αναγκαίων πληροφοριών,

    β)

    όταν η υπόψη επιχείρηση είναι αμελητέα μόνον σε σχέση με τους στόχους της εποπτείας των πιστωτικών ιδρυμάτων,

    γ)

    όταν, κατά τη γνώμη των αρμοδίων αρχών που έχουν αναλάβει την ενοποιημένη εποπτεία, η ενοποίηση της χρηματοοικονομικής κατάστασης της υπόψη επιχείρησης θα ήταν απρόσφορη ή παραπλανητική όσον αφορά τους στόχους της εποπτείας των πιστωτικών ιδρυμάτων.

    3.   Αν, στις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 και στην παράγραφο 2 στοιχείο β), πλείονες επιχειρήσεις πληρούν τα κριτήρια που ορίζονται σε αυτές, υπάγονται παρά ταύτα στην ενοποίηση όταν ως σύνολο παρουσιάζουν σημαντικό ενδιαφέρον σε σχέση με τους καθορισθέντες στόχους.

    Άρθρο 20

    Κοινές αποφάσεις σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας

    1.   Οι αρμόδιες αρχές συνεργάζονται μεταξύ τους, σε πλήρη συνεννόηση:

    α)

    όσον αφορά τις αιτήσεις χορήγησης των αδειών που μνημονεύονται στο άρθρο 143 παράγραφος 1, το άρθρο 151 παράγραφοι 4 και 9, το άρθρο 283, το άρθρο 312 παράγραφος 2 και το άρθρο 363 αντίστοιχα που υποβάλλονται από μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ και τις θυγατρικές του ή από κοινού από τις θυγατρικές επιχειρήσεις μιας μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ ή μιας μητρικής μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ, προκειμένου να αποφασισθεί αν πρέπει να χορηγηθεί ή όχι η αιτούμενη άδεια και να προσδιοριστούν τυχόν όροι και προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται για τη χορήγησή της,

    β)

    προκειμένου να προσδιορίσουν κατά πόσον πληρούνται τα κριτήρια για ειδική αντιμετώπιση εντός του αυτού ομίλου, ως ορίζονται στο άρθρο 422 παράγραφος 9 και στο άρθρο 425 παράγραφος 5, όπως συμπληρώνονται με τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα της ΕΑΤ που αναφέρονται στο άρθρο 422 παράγραφος 10 και το άρθρο 425 παράγραφος 6.

    Οι αιτήσεις υποβάλλονται μόνο στην αρχή ενοποιημένης εποπτείας.

    Η αίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 312 παράγραφος 2 του κανονισμού περιλαμβάνει περιγραφή των μεθόδων που εφαρμόζονται για την κατανομή των κεφαλαιακών απαιτήσεων έναντι λειτουργικού κινδύνου μεταξύ των διαφόρων οντοτήτων του ομίλου. Η αίτηση αναφέρει εάν και με ποιο τρόπο σχεδιάζεται να ενσωματωθούν οι επιπτώσεις της διαφοροποίησης στο σύστημα μέτρησης κινδύνων.

    2.   Οι αρμόδιες αρχές καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια για να λάβουν από κοινού απόφαση εντός έξι μηνών σχετικά με:

    α)

    την αίτηση που αναφέρει η παράγραφος 1 στοιχείο α),

    β)

    την εκτίμηση των κριτηρίων και τον προσδιορισμό της ειδικής αντιμετώπισης που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο β).

    Η κοινή αυτή απόφαση παρουσιάζεται σε έγγραφο που περιέχει την πλήρως αιτιολογημένη απόφαση η οποία διαβιβάζεται στον αιτούντα από την αρμόδια αρχή που αναφέρεται στην παράγραφο 1.

    3.   Η περίοδος που αναφέρεται στην παράγραφο 2 αρχίζει:

    α)

    κατά την ημερομηνία παραλαβής από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας της ολοκληρωμένης αίτησης που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο α). Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας προωθεί την ολοκληρωμένη αίτηση στις άλλες αρμόδιες αρχές χωρίς καθυστέρηση,

    β)

    κατά την ημερομηνία παραλαβής από τις αρμόδιες αρχές αναφοράς που συντάχθηκε από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας και αναλύει υποχρεώσεις εντός του ομίλου.

    4.   Εάν δεν ληφθεί κοινή απόφαση από τις αρμόδιες αρχές εντός έξι μηνών, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας αποφασίζει εξ ιδίας πρωτοβουλίας για την παράγραφο 1 στοιχείο α). Η απόφαση της αρχής ενοποιημένης εποπτείας δεν περιορίζει τις εξουσίες των αρμόδιων αρχών βάσει του άρθρου 105 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ.

    Η εν λόγω απόφαση παρουσιάζεται σε έγγραφο που περιέχει την πλήρως αιτιολογημένη απόφαση και λαμβάνει υπόψη τις θέσεις και τις επιφυλάξεις που έχουν εκφράσει οι άλλες αρμόδιες αρχές εντός του χρονικού διαστήματος των έξι μηνών.

    Η απόφαση ανακοινώνεται στο μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ ή στη μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ ή στη μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ και στις άλλες αρμόδιες αρχές από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας.

    Αν στο τέλος του εξαμήνου οποιαδήποτε από τις σχετικές αρμόδιες αρχές έχει παραπέμψει το θέμα στην ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας αναβάλλει την απόφασή της σχετικά με την παράγραφο 1 στοιχείο α) του παρόντος άρθρου και περιμένει την απόφαση της ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 3 του ανωτέρω κανονισμού ως προς την απόφασή της, στη συνέχεια δε αποφασίζει σύμφωνα με την απόφαση της ΕΑΤ. Η προθεσμία έξι μηνών θεωρείται περίοδος συμβιβασμού κατά την έννοια του εν λόγω κανονισμού. Η ΕΑΤ αποφασίζει εντός ενός μηνός. Το ζήτημα δεν παραπέμπεται στην ΕΑΤ μετά το πέρας του εξαμήνου ή αφού ληφθεί απόφαση από κοινού.

    5.   Εάν δεν ληφθεί κοινή απόφαση από τις αρμόδιες αρχές εντός έξι μηνών, η αρμόδια αρχή που είναι υπεύθυνη για την εποπτεία της θυγατρικής σε ατομική βάση λαμβάνουν μόνες τους απόφαση σχετικά με την παράγραφο 1 στοιχείο β).

    Η εν λόγω απόφαση παρουσιάζεται σε έγγραφο που περιέχει την πλήρως αιτιολογημένη απόφαση και λαμβάνει υπόψη τις θέσεις και τις επιφυλάξεις που έχουν εκφράσει οι άλλες αρμόδιες αρχές εντός του χρονικού διαστήματος των έξι μηνών.

    Η απόφαση ανακοινώνεται στην αρχή ενοποιημένης εποπτείας η οποία ενημερώνει το μητρικό ίδρυμα που είναι εγκατεστημένο στην ΕΕ, τη μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών που είναι εγκατεστημένη στην ΕΕ ή τη μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών που είναι εγκατεστημένη στην ΕΕ.

    Αν στο τέλος του εξαμήνου η αρχή ενοποιημένης εποπτείας έχει παραπέμψει το θέμα στην ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, η αρμόδια αρχή που είναι υπεύθυνη για την εποπτεία της θυγατρικής σε ατομική βάση αναβάλλει την απόφασή της σχετικά με την παράγραφο 1 στοιχείο β) του παρόντος άρθρου και αναμένει την απόφαση της ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 3 του ανωτέρω κανονισμού ως προς την απόφασή της, στη συνέχεια δε αποφασίζει σύμφωνα με την απόφαση της ΕΑΤ. Η προθεσμία έξι μηνών θεωρείται η φάση συμβιβασμού κατά την έννοια του εν λόγω κανονισμού. Η ΕΑΤ αποφασίζει εντός ενός μηνός. Το ζήτημα δεν παραπέμπεται στην ΕΑΤ μετά το πέρας του εξαμήνου ή αφού ληφθεί απόφαση από κοινού.

    6.   Στις περιπτώσεις όπου μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ και οι θυγατρικές του, οι θυγατρικές μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ ή μητρικής μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ χρησιμοποιούν μία εξελιγμένη προσέγγιση μέτρησης που αναφέρεται στο άρθρο 312 παράγραφος 2 ή την προσέγγιση των εσωτερικών διαβαθμίσεων (ΠΕΔ-IRB) που αναφέρεται στο άρθρο 143 σε ενοποιημένη βάση, οι αρμόδιες αρχές επιτρέπουν στη μητρική και στις θυγατρικές να ικανοποιήσουν από κοινού τα κριτήρια επιλεξιμότητας που καθορίζονται στα άρθρα 321 και 322 ή στο τρίτο μέρος τίτλος ΙΙ κεφάλαιο 3 τμήμα 6 αντίστοιχα, με τρόπο σύμφωνο με τη δομή του ομίλου και τα συστήματα διαχείρισης κινδύνου, τις διαδικασίες και τις μεθόδους του ομίλου.

    7.   Οι αποφάσεις που μνημονεύονται στις παραγράφους 2, 4 και 5 αναγνωρίζονται ως καθοριστικές και εφαρμόζονται από τις αρμόδιες αρχές των ενδιαφερόμενων κρατών μελών.

    8.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων για τον καθορισμό της διαδικασίας κοινής απόφασης στην οποία αναφέρεται η παράγραφος 1 στοιχείο α), όσον αφορά την υποβολή αιτήσεων αδειοδότησης κατά το άρθρο 143 παράγραφος 1, το άρθρο 151 παράγραφοι 4 και 9, το άρθρο 283 παράγραφος 2 και το άρθρο 363, για τη διευκόλυνση της λήψης κοινών αποφάσεων.

    Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή το αργότερο έως την 31η Δεκεμβρίου 2014.

    Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

    Άρθρα 21

    Κοινές αποφάσεις για το επίπεδο εφαρμογής των απαιτήσεων ρευστότητας

    1.   Μόλις ένα μητρικό ίδρυμα της ΕΕ ή μια μητρική χρηματοδοτική εταιρία συμμετοχών της ΕΕ ή μια μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών της ΕΕ ή μια υποενοποιημένη θυγατρική μητρικού ιδρύματος της ΕΕ ή μιας μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών της ΕΕ ή μιας μητρικής μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ υποβάλει αίτηση, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας και οι αρχές που είναι αρμόδιες για την εποπτεία θυγατρικών ενός μητρικού ιδρύματος της ΕΕ ή μιας μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών της ΕΕ ή μιας μητρικής μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών της ΕΕ σε κράτος μέλος, κάνουν ό,τι είναι δυνατό προκειμένου να καταλήξουν σε κοινή απόφαση, προκειμένου να διαπιστωθεί εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 8 παράγραφος 1 στοιχεία α) έως δ), και καθορίζουν μια αυτόνομη οντότητα διαχείρισης του κινδύνου ρευστότητας για την εφαρμογή του άρθρου 8.

    Η κοινή απόφαση λαμβάνεται εντός έξι μηνών από την υποβολή έκθεσης εκ μέρους της αρχής ενοποιημένης εποπτείας η οποία καθορίζει αυτόνομες οντότητες διαχείρισης του κινδύνου ρευστότητας σύμφωνα με τα κριτήρια του άρθρου 8. Σε περίπτωση διαφωνίας κατά τη διάρκεια της εξάμηνης περιόδου, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας συμβουλεύεται την ΕΑΤ αν αυτό ζητηθεί από οποιαδήποτε άλλη αρμόδια αρχή. Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας μπορεί εξ ιδίας πρωτοβουλίας να συμβουλεύεται την ΕΑΤ.

    Η κοινή απόφαση μπορεί επίσης να επιβάλλει περιορισμούς στον τόπο διακράτησης και την ιδιοκτησία των ρευστών διαθεσίμων και ελάχιστα ποσά ρευστών διαθεσίμων τα οποία πρέπει να κατέχουν τα ιδρύματα που εξαιρούνται από την εφαρμογή του έκτου μέρους.

    Η κοινή απόφαση παρουσιάζεται σε έγγραφο που περιέχει την πλήρως αιτιολογημένη απόφαση και υποβάλλεται στο μητρικό ίδρυμα της αυτόνομης οντότητας διαχείρισης του κινδύνου ρευστότητας από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας.

    2.   Εάν δεν ληφθεί κοινή απόφαση εντός έξι μηνών, κάθε αρμόδια αρχή που είναι υπεύθυνη για την εποπτεία σε ατομική βάση λαμβάνει τη δική της απόφαση.

    Ωστόσο, οποιαδήποτε αρμόδια αρχή μπορεί κατά τη διάρκεια του εξαμήνου να ερωτά την ΕΑΤ εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 8 παράγραφος 1 στοιχεία α) έως δ). Στην περίπτωση αυτή, η ΕΑΤ μπορεί να μεσολαβεί κατά τρόπο μη δεσμευτικό, σύμφωνα με το άρθρο 31 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, και όλες οι εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές αναβάλλουν την απόφασή τους εν αναμονή της έκβασης της μη δεσμευτικής διαμεσολάβησης. Εάν, κατά τη διάρκεια της διαμεσολάβησης, δεν επιτευχθεί συμφωνία από τις αρμόδιες αρχές εντός τριών μηνών, κάθε αρμόδια αρχή που είναι υπεύθυνη για την εποπτεία σε ατομική βάση λαμβάνει τη δική της απόφαση, συνεκτιμώντας την αναλογικότητα των οφελών και των κινδύνων στο επίπεδο του κράτους μέλους του μητρικού ιδρύματος και την αναλογικότητα των οφελών και των κινδύνων στο επίπεδο του κράτους μέλους της θυγατρικής. Το ζήτημα δεν παραπέμπεται στην ΕΑΤ μετά το πέρας του εξαμήνου ή αφού ληφθεί απόφαση από κοινού.

    Η κοινή απόφαση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 και οι αποφάσεις που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο της παρούσας παραγράφου είναι δεσμευτικές.

    3.   Οποιαδήποτε αρμόδια αρχή μπορεί επίσης κατά τη διάρκεια του εξαμήνου να συμβουλεύεται την ΕΑΤ σε περίπτωση διαφωνίας σχετικά με τις προϋποθέσεις του άρθρου 8 παράγραφος 3 στοιχεία α) έως δ). Στην περίπτωση αυτή, η ΕΑΤ μπορεί να αναλάβει τη μη δεσμευτική διαμεσολάβησή της σύμφωνα με το άρθρο 31 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και όλες οι ενεχόμενες αρμόδιες αρχές θα αναβάλλουν την απόφασή τους εν αναμονή της έκβασης της μη δεσμευτικής διαμεσολάβησης. Εάν, κατά τη διάρκεια της διαμεσολάβησης, δεν επιτευχθεί συμφωνία από τις αρμόδιες αρχές εντός τριών μηνών, κάθε αρμόδια αρχή που είναι υπεύθυνη για την εποπτεία σε ατομική βάση λαμβάνει τη δική της απόφαση.

    Άρθρο 22

    Υποενοποίηση σε περιπτώσεις οντοτήτων σε τρίτες χώρες

    Τα θυγατρικά ιδρύματα τηρούν τις υποχρεώσεις που θεσπίζονται στα άρθρα 89 έως 91 και στο τρίτο και πέμπτο μέρος σε υποενοποιημένη βάση όταν τα εν λόγω ιδρύματα ή η μητρική επιχείρηση, εφόσον πρόκειται για χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή για μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών, διαθέτουν ίδρυμα ή χρηματοδοτικό ίδρυμα ως θυγατρική σε τρίτη χώρα ή διαθέτουν συμμετοχή σε τέτοια επιχείρηση.

    Άρθρο 23

    Επιχειρήσεις σε τρίτες χώρες

    Για τους σκοπούς της εφαρμογής εποπτείας σε ενοποιημένη βάση σύμφωνα με το παρόν κεφάλαιο, οι όροι «επιχείρηση επενδύσεων», «πιστωτικό ίδρυμα», «χρηματοδοτικό ίδρυμα» και «ίδρυμα» ισχύουν επίσης για επιχειρήσεις που είναι εγκατεστημένες σε τρίτες χώρες, οι οποίες αν ήταν εγκατεστημένες στην Ένωση θα πληρούσαν τους ορισμούς των ως άνω όρων στο άρθρο 4.

    Άρθρο 24

    Αποτίμηση στοιχείων ενεργητικού και στοιχείων εκτός ισολογισμού

    1.   Η αποτίμηση των στοιχείων ενεργητικού και των στοιχείων εκτός ισολογισμού πραγματοποιείται βάσει του εφαρμοστέου λογιστικού πλαισίου.

    2.   Κατά παρέκκλιση της παραγράφου 1, οι αρμόδιες αρχές δύνανται να απαιτήσουν από τα ιδρύματα να αποτιμήσουν τα στοιχεία ενεργητικού και τα στοιχεία εκτός ισολογισμού και να προσδιορίσουν τα ίδια κεφάλαια σύμφωνα με τα διεθνή λογιστικά πρότυπα, ως ισχύει δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1606/2002.

    Μεροσ Δευτερο

    ΙΔΙΑ ΚΕΦΑΛΑΙΑ

    ΤΙΤΛΟΣ Ι

    ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΙΔΙΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΩΝ

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

    Κεφάλαιο της κατηγορίας 1

    Άρθρο 25

    Κεφάλαιο της κατηγορίας 1

    Το κεφάλαιο της κατηγορίας 1 ενός ιδρύματος αποτελείται από το άθροισμα του κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 και του πρόσθετου κεφαλαίου της κατηγορίας 1 του ιδρύματος.

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

    Κεφάλαιο κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1

    Τμήμα 1

    Στοιχεία και μεσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1

    Άρθρο 26

    Στοιχεία κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1

    1.   Τα στοιχεία κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 των ιδρυμάτων αποτελούνται από τα εξής:

    α)

    κεφαλαιακά μέσα, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 28 ή, κατά περίπτωση, στο άρθρο 29,

    β)

    η διαφορά από την έκδοση μετοχών υπέρ το άρτιο που αφορά τα μέσα που αναφέρονται στο στοιχείο α),

    γ)

    κέρδη εις νέον,

    δ)

    συσσωρευμένα λοιπά συνολικά έσοδα λοιπό συνολικό συσσωρευμένο εισόδημα,

    ε)

    λοιπά αποθεματικά,

    στ)

    κεφάλαια για γενικούς τραπεζικούς κινδύνους.

    Τα στοιχεία που αναφέρονται στα στοιχεία γ) έως στ) αναγνωρίζονται ως στοιχεία κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 μόνο εφόσον διατίθενται στο ίδρυμα για την απεριόριστη και άμεση κάλυψη κινδύνων ή ζημιών κατά τη στιγμή της επέλευσής τους.

    2.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 στοιχείο γ), τα ιδρύματα μπορούν να συμπεριλάβουν ενδιάμεσα κέρδη περιόδου ή κέρδη τέλους χρήσεως στο κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 πριν από τη λήψη επίσημης απόφασης από το ίδρυμα που επιβεβαιώνει το τελικό αποτέλεσμα του ιδρύματος, μόνο με την προηγούμενη έγκριση της αρμόδιας αρχής. Η αρμόδια αρχή χορηγεί την άδειά της εφόσον πληρούνται οι κατωτέρω προϋποθέσεις:

    α)

    τα εν λόγω κέρδη έχουν ελεγχθεί από πρόσωπα ανεξάρτητα από το ίδρυμα, τα οποία είναι αρμόδια για τον έλεγχο των οικονομικών καταστάσεων του εν λόγω ιδρύματος,

    β)

    οι αρμόδιες αρχές έχουν λάβει ικανοποιητικές αποδείξεις ότι κάθε προβλέψιμη επιβάρυνση και πρόβλεψη για μερίσματα έχει αφαιρεθεί από το ύψος των εν λόγω κερδών.

    Ο έλεγχος των ενδιάμεσων κερδών περιόδου ή των κερδών τέλους χρήσης του ιδρύματος θα διασφαλίζει επαρκώς ότι τα ανωτέρω κέρδη έχουν εκτιμηθεί σύμφωνα με τις αρχές που ορίζονται στο ισχύον λογιστικό πλαίσιο.

    3.   Οι αρμόδιες αρχές αξιολογούν κατά πόσον οι εκδόσεις των μέσων κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 πληρούν τα κριτήρια του άρθρου 28 ή, κατά περίπτωση, του άρθρου 29. Αναφορικά με τις εκδόσεις μετά 31η Δεκεμβρίου 2014, τα ιδρύματα ταξινομούν τα κεφαλαιακά μέσα ως μέσα Κεφαλαίου κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 μόνο κατόπιν έγκρισης των αρμοδίων αρχών, οι οποίες δύνανται να ζητήσουν τη γνώμη της ΕΑΤ.

    Για κεφαλαιακά μέσα, εξαιρουμένης της κρατικής ενίσχυσης, τα οποία εγκρίνονται από την αρμόδια αρχή ως αποδεκτά για ταξινόμηση ως μέσα Κεφαλαίου κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 αλλά, κατά τη γνώμη της ΕΑΤ διαπίστωση της συμμόρφωσης προς τα κριτήρια του άρθρου 28 ή, κατά περίπτωση, του άρθρου 29, παρουσιάζει ουσιαστικές δυσχέρειες, οι αρμόδιες αρχές εξηγούν τη συλλογιστική τους στην ΕΑΤ.

    Βάσει πληροφοριών από κάθε αρμόδια αρχή, η ΕΑΤ καταρτίζει, τηρεί και δημοσιεύει κατάλογο όλων των ειδών κεφαλαιακών μέσων σε έκαστο κράτος μέλος τα οποία κρίνονται ως μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1. Η ΕΑΤ καταρτίζει και δημοσιεύει τον εν λόγω κατάλογο έως 1η Φεβρουαρίου 2015 για πρώτη φορά.

    Η ΕΑΤ δύναται, σύμφωνα με τη διαδικασία επανεξέτασης του άρθρου 80 και εφόσον υφίστανται σημαντικές ενδείξεις ότι τα εν λόγω μέσα δεν πληρούν τα κριτήρια του άρθρου 28 ή, κατά περίπτωση, του άρθρου 29, να αποφασίσει να αποσύρει από τον κατάλογο τα κεφαλαιακά μέσα που δεν συνιστούν κρατική ενίσχυση και τα οποία εκδόθηκαν μετά 31η Δεκεμβρίου 2014 και να προβεί σε σχετική ανακοίνωση.

    4.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για να διευκρινίσει την έννοια του προβλέψιμου κατά τον προσδιορισμό της αφαίρεσης τυχόν προβλέψιμων επιβαρύνσεων και μερισμάτων.

    Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως 1η Φεβρουαρίου 2015.

    Εξουσιοδοτείται η Επιτροπή να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

    Άρθρο 27

    Κεφαλαιακά μέσα αλληλασφαλιστικών ενώσεων, συνεταιριστικών εταιρειών, ταμιευτηρίων ή παρόμοιων ιδρυμάτων σε στοιχεία κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1

    1.   Τα στοιχεία Κεφαλαίου κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 περιλαμβάνουν οποιοδήποτε κεφαλαιακό μέσο που εκδίδεται από ένα ίδρυμα δυνάμει του καταστατικού του εφόσον πληρούνται οι κατωτέρω προϋποθέσεις:

    α)

    το ίδρυμα ανήκει σε τύπο ιδρύματος που ορίζεται δυνάμει της ισχύουσας εθνικής νομοθεσίας και αναγνωρίζεται από τις αρμόδιες αρχές ως:

    i)

    αλληλασφαλιστική ένωση,

    ii)

    συνεταιριστική εταιρεία,

    iii)

    ταμιευτήριο,

    iv)

    παρόμοιο ίδρυμα,

    v)

    πιστωτικό ίδρυμα το οποίο ανήκει εξ ολοκλήρου στην ιδιοκτησία ιδρύματος που αναφέρεται στα σημεία i) έως iv) και έχει λάβει έγκριση από την αρμόδια αρχή να κάνει χρήση των διατάξεων του παρόντος άρθρου, εφόσον και για όσον καιρό το 100 % των κοινών μετοχών που εκδίδει το πιστωτικό ίδρυμα ανήκει άμεσα ή έμμεσα σε ίδρυμα που αναφέρεται στα εν λόγω σημεία,

    β)

    πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 28 ή, κατά περίπτωση, του άρθρου 29.

    Οι εν λόγω αλληλασφαλιστικές ενώσεις, συνεταιριστικές εταιρείες ή ταμιευτήρια που αναγνωρίζονται ως τέτοια από την ισχύουσα εθνική νομοθεσία πριν από την 31η Δεκεμβρίου 2012, θα εξακολουθήσουν να ταξινομούνται στην κατηγορία αυτή για τους σκοπούς του παρόντος μέρους, υπό την προϋπόθεση ότι εξακολουθούν να πληρούν τα κριτήρια που καθόρισαν την αναγνώριση αυτή.

    2.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδιο ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να διευκρινίσει τις προϋποθέσεις σύμφωνα με τις οποίες οι αρμόδιες αρχές δύνανται να αποφασίσουν ότι ένα είδος επιχείρησης αναγνωρισμένο δυνάμει της ισχύουσας εθνικής νομοθεσίας αναγνωρίζεται ως αλληλασφαλιστική ένωση, συνεταιριστική εταιρεία, ταμιευτήριο ή παρόμοιος ίδρυμα για τους σκοπούς του παρόντος μέρους.

    Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως 1η Φεβρουαρίου 2015.

    Εξουσιοδοτείται η Επιτροπή να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

    Άρθρο 28

    Μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1

    1.   Τα κεφαλαιακά μέσα χαρακτηρίζονται ως μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 μόνο εφόσον πληρούνται σωρευτικά οι κατωτέρω προϋποθέσεις:

    α)

    τα μέσα εκδίδονται άμεσα από το ίδρυμα κατόπιν έγκρισης των ιδιοκτητών του ιδρύματος ή, εφόσον επιτρέπεται δυνάμει της ισχύουσας εθνικής νομοθεσίας, από το διοικητικό σώμα του ιδρύματος,

    β)

    τα μέσα είναι καταβεβλημένα και η αγορά τους δεν χρηματοδοτείται άμεσα ή έμμεσα από το ίδρυμα,

    γ)

    τα μέσα πληρούν όλες τις κατωτέρω προϋποθέσεις όσον αφορά την κατάταξή τους:

    i)

    χαρακτηρίζονται ως κεφάλαιο κατά την έννοια του άρθρου 22 της οδηγίας 86/635/ΕΟΚ,

    ii)

    κατατάσσονται στην καθαρή θέση κατά την έννοια του ισχύοντος λογιστικού πλαισίου,

    iii)

    κατατάσσονται ως μετοχικό κεφάλαιο για τους σκοπούς του προσδιορισμού της αφερεγγυότητας βάσει του ισολογισμού, ανάλογα με την περίπτωση δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας περί αφερεγγυότητας,

    δ)

    τα μέσα εμφανίζονται χωριστά και με σαφήνεια στον ισολογισμό των οικονομικών καταστάσεων του ιδρύματος,

    ε)

    τα μέσα είναι αόριστης διάρκειας,

    στ)

    το κεφάλαιο των μέσων δεν δύναται να μειωθεί ή να εξοφληθεί, εξαιρουμένων των κατωτέρω περιπτώσεων:

    i)

    εκκαθάριση του ιδρύματος,

    ii)

    προαιρετική επαναγορά των μέσων ή άλλο προαιρετικό μέσο μείωσης του κεφαλαίου, εφόσον το ίδρυμα έχει εξασφαλίσει την προηγούμενη άδεια της αρμόδιας αρχής σύμφωνα με το άρθρο 77,

    ζ)

    οι διατάξεις που διέπουν τα μέσα δεν αναφέρουν ρητά ή σιωπηρά ότι το κεφάλαιο των μέσων θα μπορούσε ή ενδέχεται να μειωθεί ή να εξοφληθεί εκτός από την περίπτωση εκκαθάρισης του ιδρύματος, και το ίδρυμα δεν αναφέρει κάτι ανάλογο πριν από ή κατά την έκδοση των μέσων, με εξαίρεση την περίπτωση των μέσων που αναφέρονται στο άρθρο 27 όπου η το ίδρυμα απαγορεύεται να αρνηθεί την εξόφληση των εν λόγω μέσων δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας,

    η)

    τα μέσα πληρούν όλες τις κατωτέρω προϋποθέσεις όσον αφορά τις διανομές:

    i)

    δεν υφίσταται προνομιακή μεταχείριση στη διανομή σε σχέση με τη σειρά καταβολής των διανομών, ακόμα και σε σχέση με άλλα μέσα κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1, και οι όροι που διέπουν τα μέσα δεν προβλέπουν προνομιακά δικαιώματα για την καταβολή των διανομών,

    ii)

    οι διανομές στους κατόχους των μέσων δύνανται να καταβάλλονται μόνο από διανεμητέα στοιχεία,

    iii)

    οι όροι που διέπουν τα μέσα δεν περιλαμβάνουν ανώτατο όριο ή άλλο περιορισμό ως προς το μέγιστο επίπεδο διανομών, με εξαίρεση την περίπτωση των μέσων που αναφέρονται στο άρθρο 27,

    iv)

    το επίπεδο των διανομών δεν προσδιορίζεται βάσει του ποσού έναντι του οποίου αγοράσθηκαν τα μέσα κατά την έκδοσή τους, με εξαίρεση την περίπτωση των μέσων που αναφέρονται στο άρθρο 27,

    v)

    οι όροι που διέπουν τα μέσα δεν περιλαμβάνουν καμία υποχρέωση του ιδρύματος να προβαίνει σε διανομές στους κατόχους των μέσων και το ίδρυμα δεν υπόκειται σε καμία περίπτωση στην εν λόγω υποχρέωση,

    vi)

    η μη καταβολή των διανομών δεν συνιστά αθέτηση υποχρέωσης του ιδρύματος,

    vii)

    η ακύρωση των διανομών δεν επιβάλλει κανένα περιορισμό στο ίδρυμα,

    θ)

    σε σύγκριση με όλα τα κεφαλαιακά μέσα που εκδίδει το ίδρυμα, τα μέσα απορροφούν το πρώτο και μεγαλύτερο αναλογικά μερίδιο των ζημιών καθώς συμβαίνουν, και κάθε μέσο απορροφά τις ζημίες στον ίδιο βαθμό με όλα τα άλλα μέσα Κεφαλαίου κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1,

    ι)

    τα μέσα ιεραρχούνται χαμηλότερα από όλες τις άλλες αξιώσεις σε περίπτωση αφερεγγυότητας ή εκκαθάρισης του ιδρύματος,

    ια)

    τα μέσα δίνουν το δικαίωμα στους ιδιοκτήτες τους να έχουν απαίτηση επί των εναπομενόντων στοιχείων ενεργητικού του ιδρύματος, η οποία, σε περίπτωση εκκαθάρισης και μετά την εξόφληση όλων των απαιτήσεων με εξοφλητική προτεραιότητα, είναι ανάλογη με το ύψος των εκδοθέντων μέσων και δεν είναι σταθερή ούτε υπόκειται σε ανώτατο όριο, εκτός από την περίπτωση των κεφαλαιακών μέσων που αναφέρονται στο άρθρο 27,

    ιβ)

    τα μέσα δεν είναι εξασφαλισμένα ούτε υπόκεινται σε εγγύηση που ενισχύει την εξοφλητική προτεραιότητα της απαίτησης από οποιονδήποτε από τους κατωτέρω:

    i)

    το ίδρυμα ή τις θυγατρικές του,

    ii)

    τη μητρική επιχείρηση του ιδρύματος ή τις θυγατρικές της,

    iii)

    τη μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή τις θυγατρικές της,

    iv)

    τη μικτή εταιρεία συμμετοχών ή τις θυγατρικές της,

    v)

    τη μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών και τις θυγατρικές της,

    vi)

    οποιαδήποτε επιχείρηση που έχει στενούς δεσμούς με τις οντότητες που αναφέρονται στα σημεία i) έως v,·

    ιγ)

    τα μέσα δεν υπόκεινται σε οποιαδήποτε ρύθμιση, συμβατική ή άλλη, η οποία ενισχύει την εξοφλητική προτεραιότητα των απαιτήσεων δυνάμει των μέσων σε περίπτωση αφερεγγυότητας ή εκκαθάρισης.

    Η προϋπόθεση του στοιχείου ι) του πρώτου εδαφίου λογίζεται ότι πληρούται έστω και αν τα μέσα περιλαμβάνονται στα πρόσθετα στοιχεία της κατηγορίας 1 ή της κατηγορίας 2 δυνάμει του άρθρου 484 παράγραφος 3, υπό την προϋπόθεση ότι έχουν την ίδια προτεραιότητα.

    2.   Οι προϋποθέσεις που ορίζονται στην παράγραφο 1 σημείο i) θεωρείται ότι πληρούνται ανεξάρτητα από μείωση σε μόνιμη βάση της αξίας του κεφαλαίου των πρόσθετων μέσων της κατηγορίας 1 ή της κατηγορίας 2.

    Οι προϋποθέσεις που ορίζονται στην παράγραφο 1 σημείο στ) θεωρείται ότι πληρούνται ανεξαρτήτως της μείωσης του ποσού του κεφαλαιακού μέσου στο πλαίσιο διαδικασίας εξυγίανσης ή ως συνέπεια της μείωσης της αξίας των κεφαλαιακών μέσων που απαιτούνται από την αρχή εξυγίανσης που είναι υπεύθυνη για το ίδρυμα.

    Οι προϋποθέσεις που ορίζονται στην παράγραφο 1 σημείο ζ) θεωρείται ότι πληρούνται ανεξαρτήτως των διατάξεων που διέπουν το κεφαλαιακό μέσο υποδεικνύοντας ρητά ή σιωπηρά ότι το ποσό του κεφαλαίου του μέσου θα μειωθεί ή ενδέχεται να μειωθεί στο πλαίσιο διαδικασίας εξυγίανσης ή ως συνέπεια της μείωσης της ονομαστικής αξίας των κεφαλαιακών μέσων που απαιτούνται από την αρχή εξυγίανσης που είναι υπεύθυνη για το ίδρυμα.

    3.   Οι προϋποθέσεις της παραγράφου 1 στοιχείο η) σημείο iii) θεωρείται ότι πληρούνται ανεξάρτητα από το εάν το μέσο καταβάλλει πολλαπλάσιο μέρισμα, υπό την προϋπόθεση ότι το εν λόγω πολλαπλάσιο μέρισμα δεν έχει ως αποτέλεσμα διανομή που προκαλεί δυσανάλογη επίπτωση στα ίδια κεφάλαια.

    4.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 στοιχείο η) σημείο i), οι διαφοροποιημένες διανομές αντικατοπτρίζουν μόνο τα διαφοροποιημένα δικαιώματα ψήφου. Σε αυτό το πλαίσιο, οι υψηλότερες διανομές εφαρμόζονται μόνο στα μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 με λιγότερα δικαιώματα ψήφου ή χωρίς δικαιώματα ψήφου.

    5.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να διευκρινίσει τα εξής:

    α)

    τις ισχύουσες μορφές και τη φύση της έμμεσης χρηματοδότησης των μέσων ιδίων κεφαλαίων,

    β)

    εάν και πότε οι πολλαπλάσιες διανομές προκαλούν δυσανάλογη επίπτωση στα ίδια κεφάλαια,

    γ)

    την έννοια των προνομιακών διανομών.

    Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως 1η Φεβρουαρίου 2015.

    Εξουσιοδοτείται η Επιτροπή να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

    Άρθρο 29

    Κεφαλαιακά μέσα που εκδίδονται από αλληλασφαλιστικές ενώσεις, συνεταιριστικές εταιρείες, ταμιευτήρια και παρόμοια ιδρύματα

    1.   Τα κεφαλαιακά μέσα που εκδίδονται από αλληλασφαλιστικές ενώσεις, συνεταιριστικές εταιρείες, ταμιευτήρια και παρόμοια ιδρύματα είναι αποδεκτά ως μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 μόνο εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 28 με τις τροποποιήσεις που απορρέουν από την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.

    2.   Οι κατωτέρω προϋποθέσεις πληρούνται όσον αφορά την εξόφληση των κεφαλαιακών μέσων:

    α)

    εκτός εάν απαγορεύεται δυνάμει της ισχύουσας εθνικής νομοθεσίας, το ίδρυμα δύναται να αρνηθεί την εξόφληση των μέσων,

    β)

    σε περίπτωση που το ίδρυμα απαγορεύεται να αρνηθεί την εξόφληση των μέσων δυνάμει της ισχύουσας εθνικής νομοθεσίας, οι διατάξεις που διέπουν τα μέσα δίνουν στο ίδρυμα τη δυνατότητα να περιορίσει την εξόφλησή τους,

    γ)

    η άρνηση εξόφλησης των μέσων ή ο περιορισμός της εξόφλησής τους, ανάλογα με την περίπτωση, δεν συνιστά αθέτηση υποχρέωσης του ιδρύματος.

    3.   Τα κεφαλαιακά μέσα είναι δυνατόν να περιλαμβάνουν ανώτατο όριο ή περιορισμό ως προς το μέγιστο επίπεδο των διανομών μόνο εφόσον το εν λόγω όριο ή ο περιορισμός προβλέπεται δυνάμει της ισχύουσας εθνικής νομοθεσίας ή του καταστατικό του ιδρύματος.

    4.   Σε περίπτωση που τα κεφαλαιακά μέσα παρέχουν στον ιδιοκτήτη τους δικαιώματα στα αποθεματικά του ιδρύματος σε περίπτωση αφερεγγυότητας ή εκκαθάρισης, τα οποία περιορίζονται στην ονομαστική αξία των μέσων, ο εν λόγω περιορισμός ισχύει στον ίδιο βαθμό για τους κατόχους όλων των υπόλοιπων μέσων Κεφαλαίου κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 που εκδίδει το ίδρυμα.

    Οι προϋποθέσεις που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο ισχύουν με την επιφύλαξη της δυνατότητας αλληλασφαλιστικής ένωσης, συνεταιριστικής εταιρείας, ταμιευτηρίου ή παρόμοιων φορέων να αναγνωρίσουν εντός μέσων Κεφαλαίου κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 που δεν παρέχουν δικαιώματα ψήφου στον κάτοχο και πληρούν όλες τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

    α)

    η απαίτηση των κατόχων των μέσων χωρίς δικαίωμα ψήφου σε περίπτωση αφερεγγυότητας ή εκκαθάρισης του ιδρύματος είναι ανάλογη προς το μερίδιο του συνόλου των μέσων κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 που αντιπροσωπεύουν τα εν λόγω μέσα χωρίς δικαίωμα ψήφου,

    β)

    τα μέσα είναι άλλως αποδεκτά ως μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1.

    5.   Σε περίπτωση που τα κεφαλαιακά μέσα παρέχουν στον ιδιοκτήτη τους δικαίωμα απαίτησης επί των στοιχείων ενεργητικού του ιδρύματος σε περίπτωση αφερεγγυότητας ή εκκαθάρισής του, η οποία είναι σταθερή ή υπόκειται σε ένα ανώτατο όριο, ο εν λόγω περιορισμός ισχύει στον ίδιο βαθμό για όλους τους κατόχους όλων των μέσων Κεφαλαίου κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 που εκδίδει το ίδρυμα

    6.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να διευκρινίσει τη φύση των περιορισμών της εξόφλησης που είναι απαραίτητοι σε περίπτωση που το ίδρυμα απαγορεύεται να αρνηθεί την εξόφληση των μέσων δυνάμει της ισχύουσας εθνικής νομοθεσίας.

    Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως 1η Φεβρουαρίου 2015.

    Εξουσιοδοτείται η Επιτροπή να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

    Άρθρο 30

    Συνέπειες της παύσης ικανοποίησης των προϋποθέσεων αναγνώρισης για τα μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1

    Σε περίπτωση που δεν πληρούνται πλέον οι προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 28 ή, κατά περίπτωση, στο άρθρο 29, για ένα μέσο Κεφαλαίου κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1, ισχύουν τα εξής:

    α)

    το μέσο παύει αμέσως να είναι αποδεκτό ως μέσο κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1,

    β)

    η διαφορά από την έκδοση μετοχών υπέρ το άρτιο που αφορά το εν λόγω μέσο παύει αμέσως να αναγνωρίζεται ως στοιχείο κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1.

    Άρθρο 31

    Κεφαλαιακά μέσα που αναλαμβάνονται από δημόσιες αρχές σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης

    1.   Σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέψουν στα ιδρύματα να συμπεριλάβουν στο κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 κεφαλαιακά μέσα που συμμορφώνονται, κατ’ ελάχιστον, με τις προϋποθέσεις του άρθρου 28 παράγραφος 1 στοιχεία β) έως ε), όταν πληρούνται όλες οι κάτωθι προϋποθέσεις:

    α)

    τα κεφαλαιακά μέσα εκδίδονται μετά 1η Ιανουαρίου 2014,

    β)

    τα κεφαλαιακά μέσα θεωρούνται από την Επιτροπή ως κρατική ενίσχυση,

    γ)

    τα κεφαλαιακά μέσα εκδίδονται στο πλαίσιο μέτρων ανακεφαλαιοποίησης σύμφωνα με τους εκάστοτε ισχύοντες κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων,

    δ)

    τα κεφαλαιακά μέσα έχουν αναληφθεί πλήρως και κατέχονται από το κράτος ή από σχετική δημόσια αρχή ή από δημόσια οντότητα,

    ε)

    τα κεφαλαιακά μέσα έχουν τη δυνατότητα να απορροφήσουν ζημίες,

    στ)

    εκτός για τα κεφαλαιακά μέσα που αναφέρονται στο άρθρο 27, στην περίπτωση εκκαθάρισης, τα κεφαλαιακά μέσα δίνουν το δικαίωμα στους ιδιοκτήτες τους να υποβάλουν αξίωση επί των εναπομείναντων περιουσιακών στοιχείων του ιδρύματος μετά την εξόφληση όλων των απαιτήσεων με εξοφλητική προτεραιότητα,

    ζ)

    υφίστανται κατάλληλοι μηχανισμοί εξόδου για το κράτος, ή κατά περίπτωση, για την αρμόδια δημόσια αρχή ή δημόσια οντότητα,

    η)

    η αρμόδια αρχή έχει προτέρως εγκρίνει και έχει δημοσιεύσει την απόφασή της παράλληλα με την αιτιολόγηση της εν λόγω απόφασης.

    2.   Κατόπιν αιτιολογημένου αιτήματος της σχετικής αρμόδιας αρχής και σε συνεργασία με αυτήν, η ΕΑΤ θεωρεί τα κεφαλαιακά μέσα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 ως ισοδύναμα με τα μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού.

    Τμήμα 2

    Εποπτίκεσ προσαρμογές

    Άρθρο 32

    Τιτλοποιημένα στοιχεία ενεργητικού

    1.   Κάθε ίδρυμα εξαιρεί από οποιοδήποτε στοιχείο ιδίων κεφαλαίων του κάθε αύξηση του μετοχικού του κεφαλαίου δυνάμει του ισχύοντος λογιστικού πλαισίου, η οποία προκύπτει από τιτλοποιημένα στοιχεία ενεργητικού, συμπεριλαμβανομένων των κατωτέρω:

    α)

    μια τέτοια αύξηση που σχετίζεται με μελλοντικό περιθώριο εσόδων που έχει ως αποτέλεσμα κέρδος από πωλήσεις για το ίδρυμα,

    β)

    σε περίπτωση που το ίδρυμα αποτελεί την μεταβιβάζουσα οντότητα μιας τιτλοποίησης, τα καθαρά κέρδη από την κεφαλαιοποίηση μελλοντικών εσόδων από τα τιτλοποιημένα στοιχεία ενεργητικού, τα οποία παρέχουν πιστωτική ενίσχυση στις θέσεις σε τιτλοποίηση.

    2.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να διευκρινίσει περαιτέρω την έννοια του κέρδους από πωλήσεις που αναφέρεται στο στοιχείο α) της παραγράφου 1.

    Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως 1η Φεβρουαρίου 2015.

    Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

    Άρθρο 33

    Αντισταθμίσεις ταμειακών ροών και αλλαγές στην αξία των ιδίων υποχρεώσεων

    1.   Τα ιδρύματα δεν συμπεριλαμβάνουν τα ακόλουθα στοιχεία σε οποιοδήποτε στοιχείο των ιδίων κεφαλαίων τους:

    α)

    τα αποθεματικά εύλογης αξίας που σχετίζονται με κέρδη ή ζημίες από αντισταθμίσεις ταμειακών ροών από χρηματοοικονομικά μέσα που δεν αποτιμώνται στην εύλογη αξία τους, συμπεριλαμβανομένων των προβλεπόμενων ταμειακών ροών,

    β)

    κέρδη ή ζημίες από τις υποχρεώσεις του ιδρύματος που αποτιμώνται στην εύλογη αξία τους και προκύπτουν από αλλαγές στην πιστωτική διαβάθμιση του ίδιου του ιδρύματος,

    γ)

    όλα τα κέρδη και οι ζημίες εύλογης αξίας που προκύπτουν από τον ίδιο πιστωτικό κίνδυνο του ιδρύματος και αφορούν υποχρεώσεις από παράγωγα.

    2.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 στοιχείο γ), τα ιδρύματα δεν αντισταθμίζουν τα κέρδη και τις ζημίες εύλογης αξίας που προκύπτουν από τον ίδιο πιστωτικό κίνδυνο του ιδρύματος με τα κέρδη και τις ζημίες που προκύπτουν από τον πιστωτικό κίνδυνο του αντισυμβαλλομένου.

    3.   Με την επιφύλαξη της παραγράφου 1 στοιχείο β), τα ιδρύματα μπορούν να περιλαμβάνουν το ποσό των κερδών και των ζημιών από υποχρεώσεις τους στα ίδια κεφάλαια, εφόσον πληρούνται σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

    α)

    οι υποχρεώσεις έχουν τη μορφή ομολόγων όπως αναφέρονται στο άρθρο 52 παράγραφος 4 της οδηγίας 2009/65/ΕΚ,

    β)

    οι αλλαγές της αξίας των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων του ιδρύματος οφείλονται στις ίδιες αλλαγές στην πιστωτική διαβάθμιση του ίδιου του ιδρύματος,

    γ)

    υφίσταται στενή αντιστοιχία μεταξύ της αξίας των ομολόγων του στοιχείου α) και της αξίας των περιουσιακών στοιχείων του ιδρύματος,

    δ)

    είναι δυνατή η εξόφληση των ενυπόθηκων δανείων με την επαναγορά των ομολόγων που χρηματοδοτούν τα ενυπόθηκα δάνεια στην αγοραία ή την ονομαστική τους αξία.

    4.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να εξειδικεύσει σε τι συνίσταται η στενή αντιστοιχία μεταξύ της αξίας των ομολόγων και της αξίας των περιουσιακών στοιχείων, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 3 στοιχείο γ).

    Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2013.

    Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

    Άρθρο 34

    Πρόσθετες προσαρμογές αξίας

    Τα ιδρύματα εφαρμόζουν τις διατάξεις του άρθρου 105 σε όλα τα περιουσιακά στοιχεία τους που αποτιμώνται σε εύλογη αξία κατά τον υπολογισμό του ύψους των ιδίων κεφαλαίων και αφαιρούν από το Κεφάλαιο κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 το ποσό τυχόν άλλων πρόσθετων προσαρμογών αξίας που θεωρούνται αναγκαίες.

    Άρθρο 35

    Μη πραγματοποιηθέντα κέρδη και ζημίες από αποτίμηση στην εύλογη αξία

    Εκτός από την περίπτωση των στοιχείων που αναφέρονται στο άρθρο 33, τα ιδρύματα δεν δύνανται να κάνουν προσαρμογές για να αφαιρούν από τα ίδια κεφάλαιά τους τα μη πραγματοποιηθέντα κέρδη και τις ζημίες επί των περιουσιακών στοιχείων ή των υποχρεώσεών τους που αποτιμώνται στην εύλογη αξία τους.

    Τμήμα 3

    Αφαιρέσεις από τα στοιχεία κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, έξαιρεσεις και εναλλακτικές δυνατοτητές

    Ενότητα 1

    Αφαιρέσεις απο τα στοιχεία κεφαλαιου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1

    Άρθρο 36

    Αφαιρέσεις από τα στοιχεία κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1

    1.   Τα ιδρύματα αφαιρούν τα κατωτέρω στοιχεία από τα στοιχεία κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1:

    α)

    ζημίες της τρέχουσας χρήσης,

    β)

    άυλα στοιχεία του ενεργητικού,

    γ)

    αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις που βασίζονται στη μελλοντική κερδοφορία,

    δ)

    για τα ιδρύματα που υπολογίζουν τα ποσά των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ανοιγμάτων με την προσέγγιση των εσωτερικών διαβαθμίσεων (προσέγγιση IRB), τα αρνητικά ποσά που προκύπτουν από τον υπολογισμό των ποσών αναμενόμενης ζημίας που διευκρινίζεται στα άρθρα 158 και 159,

    ε)

    περιουσιακά στοιχεία του συνταξιοδοτικού ταμείου προκαθορισμένων παροχών στον ισολογισμό του ιδρύματος,

    στ)

    τις άμεσες, έμμεσες και σύνθετες τοποθετήσεις του ιδρύματος σε ίδια μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, συμπεριλαμβανομένων των ίδιων μέσων κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 που υποχρεούται να αγοράσει επί του παρόντος ή μελλοντικά ένα ίδρυμα βάσει υφιστάμενης συμβατικής υποχρέωσης,

    ζ)

    τις άμεσες, έμμεσες και σύνθετες τοποθετήσεις σε μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα σε περίπτωση που οι εν λόγω οντότητες έχουν αμοιβαία συμμετοχή με το ίδρυμα, η οποία, κατά τις αρμόδιες αρχές, σχεδιάστηκε με στόχο την τεχνητή διόγκωση των ιδίων κεφαλαίων του ιδρύματος,

    η)

    το ισχύον ποσό των άμεσων, έμμεσων και σύνθετων τοποθετήσεων του ιδρύματος σε μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα στις περιπτώσεις που το ίδρυμα δεν διαθέτει σημαντική επένδυση στις εν λόγω οντότητες,

    θ)

    το ισχύον ποσό των άμεσων, έμμεσων και σύνθετων τοποθετήσεων του ιδρύματος σε μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα στις περιπτώσεις που το ίδρυμα διαθέτει σημαντική επένδυση στις εν λόγω οντότητες,

    ι)

    το ποσό των στοιχείων που πρέπει να αφαιρεθούν από Πρόσθετα στοιχεία της Κατηγορίας 1 σύμφωνα με το άρθρο 56 και το οποίο υπερβαίνει το Πρόσθετο κεφάλαιο της Κατηγορίας 1 του ιδρύματος,

    ια)

    το ποσό του ανοίγματος των ακόλουθων στοιχείων που είναι αποδεκτά για συντελεστή στάθμισης κινδύνου 1 250 %, σε περίπτωση που το ίδρυμα αφαιρεί το εν λόγω ποσό από το ποσό των στοιχείων κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 ως εναλλακτική δυνατότητα αντί της εφαρμογής συντελεστή στάθμισης κινδύνου 1 250 %:

    i)

    ειδικές συμμετοχές εκτός του χρηματοπιστωτικού τομέα,

    ii)

    τιτλοποιημένες θέσεις, σύμφωνα με το άρθρο 243 παράγραφος 1 στοιχείο β), το άρθρο 244 παράγραφος 1 στοιχείο β) και το άρθρο 258,

    iii)

    ατελείς συναλλαγές, σύμφωνα με το άρθρο 379 παράγραφος 3,

    iv)

    θέσεις ενός καλαθιού για τις οποίες το ίδρυμα δεν μπορεί να προσδιορίσει το συντελεστή στάθμισης κινδύνου δυνάμει της προσέγγισης IRB σύμφωνα με το άρθρο 153 παράγραφος 8,

    v)

    ανοίγματα σε μετοχές στο πλαίσιο μιας μεθόδου εσωτερικών υποδειγμάτων, σύμφωνα με το άρθρο 155 παράγραφος 4,

    ιβ)

    οποιαδήποτε φορολογική επιβάρυνση σχετίζεται με τα στοιχεία Κεφαλαίου κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1, η οποία προβλέπεται κατά τη στιγμή του υπολογισμού της, εκτός εάν το ίδρυμα προσαρμόσει κατάλληλα το ποσό των στοιχείων Κεφαλαίου κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 στο μέτρο που η επιβάρυνση αυτή μειώνει το ποσό μέχρι το οποίο τα στοιχεία αυτά ενδέχεται να χρησιμοποιηθούν για την κάλυψη κινδύνων ή ζημιών.

    2.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να εξειδικεύσει την εφαρμογή των αφαιρέσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχεία α), γ), ε), στ), η), θ) και ιβ) του παρόντος άρθρου και των σχετικών αφαιρέσεων που αναφέρονται στο άρθρο 56 στοιχεία α), γ), δ) και στ) και στο άρθρο 66 στοιχεία α), γ) και δ).

    Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως 1η Φεβρουαρίου 2015.

    Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

    3.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να προσδιορίσει τα είδη των κεφαλαιακών μέσων των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και, σε διαβούλευση με την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) (ΕΑΑΕΣ) που συστάθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010 (26), των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων τρίτων χωρών και των επιχειρήσεων που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2009/138/ΕΚ σύμφωνα με το άρθρο 4 της εν λόγω οδηγίας, τα οποία αφαιρούνται από τα κατωτέρω στοιχεία ιδίων κεφαλαίων:

    α)

    στοιχεία Κεφαλαίου κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1,

    β)

    πρόσθετα στοιχεία της Κατηγορίας 1,

    γ)

    στοιχεία της Κατηγορίας 2.

    Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως 1η Φεβρουαρίου 2015.

    Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

    Άρθρο 37

    Αφαίρεση άυλων στοιχείων ενεργητικού

    Τα ιδρύματα καθορίζουν το ποσό των άυλων στοιχείων ενεργητικού που αφαιρούνται σύμφωνα με τα εξής:

    α)

    το ποσό που πρόκειται να αφαιρεθεί, είναι μειωμένο κατά το ποσό των σχετικών αναβαλλόμενων φορολογικών υποχρεώσεων που θα εξαλείφονταν εάν τα άυλα στοιχεία ενεργητικού απομειώνονταν ή αποαναγνωρίζονταν δυνάμει του ισχύοντος λογιστικού πλαισίου,

    β)

    το ποσό που πρόκειται να αφαιρεθεί περιλαμβάνει την υπεραξία που περιλαμβάνεται στην αποτίμηση σημαντικών επενδύσεων του ιδρύματος.

    Άρθρο 38

    Αφαίρεση των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων που βασίζονται σε μελλοντική κερδοφορία

    1.   Τα ιδρύματα προσδιορίζουν το ποσό των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων που βασίζεται σε μελλοντική κερδοφορία και του οποίου απαιτείται η αφαίρεση σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

    2.   Με εξαίρεση τις περιπτώσεις στις οποίες πληρούνται οι προϋποθέσεις που ορίζονται στην παράγραφο 3, το ποσό των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων που βασίζονται σε μελλοντική κερδοφορία υπολογίζεται χωρίς την αφαίρεση του ποσού των σχετικών αναβαλλόμενων φορολογικών υποχρεώσεων του ιδρύματος.

    3.   Το ποσό των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων που βασίζονται σε μελλοντική κερδοφορία είναι δυνατόν να μειωθεί κατά το ποσό των σχετικών αναβαλλόμενων φορολογικών υποχρεώσεων του ιδρύματος, εφόσον πληρούνται οι κατωτέρω προϋποθέσεις:

    α)

    η οικονομική οντότητα έχει νομικά εκτελεστό δικαίωμα δυνάμει του ισχύοντος εθνικού δικαίου να συμψηφίσει τις τρέχουσες φορολογικές απαιτήσεις αυτές με τις τρέχουσες φορολογικές υποχρεώσεις,

    β)

    οι αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις και οι αναβαλλόμενες φορολογικές υποχρεώσεις σχετίζονται με φόρους που επιβάλλονται από την ίδια φορολογική αρχή και στην ίδια φορολογητέα οντότητα.

    4.   Οι σχετικές αναβαλλόμενες φορολογικές υποχρεώσεις του ιδρύματος που χρησιμοποιούνται για τους σκοπούς της παραγράφου 3 δεν είναι δυνατόν να περιλαμβάνουν αναβαλλόμενες φορολογικές υποχρεώσεις που περιορίζουν το ποσό των άυλων στοιχείων ενεργητικού ή περιουσιακών στοιχείων του συνταξιοδοτικού ταμείου προκαθορισμένων παροχών των οποίων απαιτείται η αφαίρεση.

    5.   Το ποσό των σχετικών αναβαλλόμενων φορολογικών υποχρεώσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 4 κατανέμεται μεταξύ των κατωτέρω στοιχείων:

    α)

    αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις που βασίζονται σε μελλοντική κερδοφορία και προκύπτουν από προσωρινές διαφορές που δεν αφαιρούνται σύμφωνα με το άρθρο 48 παράγραφος 1,

    β)

    όλες οι υπόλοιπες αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις που βασίζονται σε μελλοντική κερδοφορία.

    Τα ιδρύματα κατανέμουν τις σχετικές αναβαλλόμενες φορολογικές υποχρεώσεις σύμφωνα με την αναλογία των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων που βασίζονται σε μελλοντική κερδοφορία, την οποία αντιπροσωπεύουν τα στοιχεία που αναφέρονται στα στοιχεία α) και β).

    Άρθρο 39

    Επιπλέον καταβληθείς φόρος, μεταφορές φορολογικών ζημιών και αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις που δεν βασίζονται σε μελλοντική κερδοφορία

    1.   Τα ακόλουθα στοιχεία δεν αφαιρούνται από τα ίδια κεφάλαια και υπόκεινται σε στάθμιση κινδύνου σύμφωνα με το τρίτο μέρος τίτλος ΙΙ κεφάλαιο 2 ή 3, κατά περίπτωση:

    α)

    επιπλέον καταβληθείς φόρος από το ίδρυμα για την τρέχουσα χρήση,

    β)

    φορολογικές ζημίες του ιδρύματος από την τρέχουσα χρήση που μεταφέρονται σε προηγούμενες χρήσεις και εγείρουν αξίωση ή εισπρακτέα απαίτηση έναντι κεντρικής κυβέρνησης, περιφερειακής κυβέρνησης ή εγχώριας φορολογικής αρχής.

    2.   Οι αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις που δεν βασίζονται σε μελλοντική κερδοφορία περιορίζονται στις αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις που προκύπτουν από προσωρινές διαφορές, εφόσον πληρούνται όλες οι κατωτέρω προϋποθέσεις:

    α)

    αντικαθιστώνται αμέσως από έκπτωση φόρου, αυτομάτως και υποχρεωτικά, σε περίπτωση που το ίδρυμα αναφέρει ζημία κατά την επίσημη έγκριση των ετήσιων οικονομικών καταστάσεων του ιδρύματος ή σε περίπτωση εκκαθάρισης ή αφερεγγυότητας του ιδρύματος,

    β)

    ένα ίδρυμα είναι σε θέση, δυνάμει της ισχύουσας εθνικής φορολογικής νομοθεσίας, να αντισταθμίσει φορολογική έκπτωση που αναφέρεται στο στοιχείο α) με οποιαδήποτε φορολογική υποχρέωση του ιδρύματος ή οποιασδήποτε άλλης επιχείρησης που υπάγεται στην ίδια ενοποίηση με το ίδρυμα για φορολογικούς σκοπούς σύμφωνα με τη νομοθεσία αυτή ή οποιασδήποτε άλλης επιχείρησης που υπόκειται στην εποπτεία σε ενοποιημένη βάση σύμφωνα με το πρώτο μέρος τίτλος ΙΙ κεφάλαιο 2,

    γ)

    εφόσον το ποσό των φορολογικών εκπτώσεων που αναφέρονται στο στοιχείο β) υπερβαίνει τις φορολογικές υποχρεώσεις που αναφέρονται στο ίδιο στοιχείο, οποιοδήποτε υπερβάλλον ποσό αντικαθίσταται αμέσως με άμεση απαίτηση έναντι της κεντρικής κυβέρνησης του κράτους μέλους στο οποίο έχει συσταθεί το ίδρυμα.

    Τα ιδρύματα εφαρμόζουν στάθμιση κινδύνου 100 % στις αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις των στοιχείων α), β) και γ).

    Άρθρο 40

    Αφαίρεση των αρνητικών ποσών που προκύπτουν από τον υπολογισμό των ποσών αναμενόμενης ζημίας

    Το ποσό που αφαιρείται σύμφωνα με το στοιχείο δ) του άρθρου 33 παράγραφος 1 δεν μειώνεται από την αύξηση του επιπέδου των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων που βασίζονται σε μελλοντική κερδοφορία, ή από άλλη πρόσθετη επίπτωση του φόρου, που θα μπορούσε να προκύψει αν οι προβλέψεις ανέρχονταν στο επίπεδο των αναμενόμενων ζημιών που αναφέρονται στο τμήμα 3 του κεφαλαίου 3 του τίτλου Ι.

    Άρθρο 41

    Αφαίρεση περιουσιακών στοιχείων συνταξιοδοτικών ταμείων προκαθορισμένων παροχών

    1.   Για τους σκοπούς του στοιχείου ε) του άρθρου 36 παράγραφος 1, το ποσό των περιουσιακών στοιχείων των συνταξιοδοτικών ταμείων προκαθορισμένων παροχών που αφαιρούνται μειώνεται κατά τα εξής:

    α)

    το ποσό οποιωνδήποτε σχετικών αναβαλλόμενων φορολογικών υποχρεώσεων που ενδέχεται να εξαλείφονταν εάν τα στοιχεία ενεργητικού απομειώνονταν ή αποαναγνωρίζονταν δυνάμει του ισχύοντος λογιστικού πλαισίου,

    β)

    το ποσό των περιουσιακών στοιχείων του συνταξιοδοτικού ταμείου προκαθορισμένων παροχών που το ίδρυμα δύναται να χρησιμοποιεί απεριόριστα, με την προϋπόθεση ότι το ίδρυμα έχει λάβει την πρότερη άδεια της αρμόδιας αρχής. Τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία που χρησιμοποιούνται για τη μείωση του προς αφαίρεση ποσού λαμβάνουν συντελεστή στάθμισης κινδύνου σύμφωνα με το Κεφάλαιο 2 ή 3 του Τίτλου ΙΙ του Μέρους τρία, ανάλογα με την περίπτωση.

    2.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να εξειδικεύσει τα κριτήρια σύμφωνα με τα οποία μια αρμόδια αρχή επιτρέπει σε ένα ίδρυμα τη μείωση του ποσού των περιουσιακών στοιχείων του συνταξιοδοτικού ταμείου προκαθορισμένων παροχών όπως ορίζεται στο στοιχείο β) της παραγράφου 1.

    Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως 1η Φεβρουαρίου 2015.

    Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

    Άρθρο 42

    Αφαίρεση των τοποθετήσεων σε ίδια μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1

    Για τους σκοπούς του στοιχείου στ) του άρθρου 36 παράγραφος 1, τα ιδρύματα υπολογίζουν τις τοποθετήσεις σε ίδια μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 βάσει των μεικτών θετικών τους θέσεων με τις ακόλουθες εξαιρέσεις:

    α)

    τα ιδρύματα δύνανται να υπολογίζουν τα ίδια μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 βάσει της καθαρής θετικής τους θέσης υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται και οι δύο κάτωθι προϋποθέσεις:

    i)

    οι θετικές και οι αρνητικές θέσεις βρίσκονται στο ίδιο υποκείμενο άνοιγμα και οι αρνητικές θέσεις δεν ενέχουν κίνδυνο αντισυμβαλλόμενου,

    ii)

    είτε οι θετικές και οι αρνητικές θέσεις περιλαμβάνονται αμφότερες στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών είτε αμφότερες περιλαμβάνονται σε χαρτοφυλάκιο πέραν του χαρτοφυλακίου συναλλαγών,

    β)

    τα ιδρύματα προσδιορίζουν το ποσό που αφαιρείται για άμεσες, έμμεσες και σύνθετες τοποθετήσεις που παίρνουν τη μορφή τοποθετήσεων σε τίτλους συνδεδεμένους με δείκτες υπολογίζοντας το υποκείμενο άνοιγμα στα ίδια μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 που περιλαμβάνονται στους δείκτες αυτούς,

    γ)

    τα ιδρύματα δύνανται να συμψηφίζουν τις μεικτές θετικές θέσεις σε ίδια μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 που προκύπτουν από τοποθετήσεις σε τίτλους συνδεδεμένους με δείκτες με τις αρνητικές θέσεις σε ίδια μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 που προκύπτουν από αρνητικές θέσεις στους υποκείμενους δείκτες, ακόμα και στις περιπτώσεις που οι εν λόγω αρνητικές θέσεις ενέχουν κίνδυνο αντισυμβαλλομένου, υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται αμφότερες οι κατωτέρω προϋποθέσεις:

    i)

    οι θετικές και οι αρνητικές θέσεις είναι στους ίδιους υποκείμενους δείκτες,

    ii)

    είτε αμφότερες οι θετικές και οι αρνητικές θέσεις περιλαμβάνονται στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών είτε αμφότερες περιλαμβάνονται σε χαρτοφυλάκιο πέραν του χαρτοφυλακίου συναλλαγών.

    Άρθρο 43

    Σημαντική επένδυση σε οντότητα του χρηματοπιστωτικού τομέα

    Για τους σκοπούς της αφαίρεσης, ένα ίδρυμα έχει σημαντική επένδυση σε οντότητα του χρηματοπιστωτικού τομέα εφόσον πληρούται οιαδήποτε εκ των κατωτέρω προϋποθέσεων:

    α)

    το ίδρυμα κατέχει ποσοστό μεγαλύτερο από 10 % των μέσων Κεφαλαίου κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 που εκδίδει η εν λόγω οντότητα,

    β)

    το ίδρυμα έχει στενούς δεσμούς με την εν λόγω οντότητα και κατέχει μέσα Κεφαλαίου κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 που εκδίδει αυτή,

    γ)

    το ίδρυμα κατέχει μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 που εκδίδει η εν λόγω οντότητα και η οντότητα δεν συμπεριλαμβάνεται σε ενοποίηση σύμφωνα με το πρώτο μέρος τίτλος ΙΙ κεφάλαιο 2, αλλά συμπεριλαμβάνεται στην ίδια λογιστική ενοποίηση με το ίδρυμα για σκοπούς χρηματοοικονομικής πληροφόρησης δυνάμει του ισχύοντος λογιστικού πλαισίου.

    Άρθρο 44

    Αφαίρεση των τοποθετήσεων σε μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα σε περίπτωση που το ίδρυμα έχει αμοιβαία συμμετοχή που σχεδιάστηκε με στόχο την τεχνητή διόγκωση των ιδίων κεφαλαίων

    Τα ιδρύματα πραγματοποιούν τις αφαιρέσεις που αναφέρονται στα στοιχεία ζ), η) και θ) του άρθρου 36 παράγραφος 1 σύμφωνα με τα εξής:

    α)

    οι τοποθετήσεις σε μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 και σε άλλα κεφαλαιακά μέσα οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα υπολογίζονται βάσει των μικτών θετικών θέσεων,

    β)

    τα ασφαλιστικά στοιχεία ιδίων κεφαλαίων της Κατηγορίας 1 θεωρούνται ως τοποθετήσεις σε μέσα Κεφαλαίου κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 για τους σκοπούς της αφαίρεσης.

    Άρθρο 45

    Αφαίρεση των τοποθετήσεων σε μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα

    Τα ιδρύματα πραγματοποιούν τις αφαιρέσεις που απαιτούνται δυνάμει των στοιχείων η) και θ) του άρθρου 36 παράγραφος 1 σύμφωνα με τις ακόλουθες διατάξεις:

    α)

    δύνανται να υπολογίζουν τις άμεσες, έμμεσες και σύνθετες τοποθετήσεις σε μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 των οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα βάσει της καθαρής θετικής θέσης στο ίδιο υποκείμενο άνοιγμα, υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται αμφότερες οι κατωτέρω προϋποθέσεις:

    i)

    η ληκτότητα της αρνητικής θέσης ταυτίζεται με τη ληκτότητα της θετικής ή ότι έχει εναπομένουσα ληκτότητα τουλάχιστον ενός έτους,

    ii)

    είτε η θετική και η αρνητική θέση περιλαμβάνονται αμφότερες στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών είτε αμφότερες περιλαμβάνονται σε χαρτοφυλάκιο πέραν του χαρτοφυλακίου συναλλαγών,

    β)

    τα ιδρύματα προσδιορίζουν το ποσό που αφαιρείται για άμεσες, έμμεσες και σύνθετες τοποθετήσεις που παίρνουν τη μορφή τοποθετήσεων σε τίτλους συνδεδεμένους με δείκτες, υπολογίζοντας το υποκείμενο άνοιγμα στα κεφαλαιακά μέσα οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα που περιλαμβάνονται στους δείκτες αυτούς.

    Άρθρο 46

    Αφαίρεση τοποθετήσεων μέσων κοινών μετοχών της κατηγορίας 1σε περίπτωση που ένα ίδρυμα δεν έχει σημαντική επένδυση σε οντότητα του χρηματοπιστωτικού τομέα

    1.   Για τους σκοπούς του στοιχείου η) του άρθρου 36 παράγραφος 1, τα ιδρύματα υπολογίζουν το προς αφαίρεση ποσό κατά περίπτωση πολλαπλασιάζοντας το ποσό που αναφέρεται στο στοιχείο α) της παρούσας παραγράφου με το συντελεστή που προκύπτει από τον υπολογισμό που αναφέρεται στο στοιχείο β) της παρούσας παραγράφου:

    α)

    το συνολικό ποσό κατά το οποίο οι άμεσες, έμμεσες και σύνθετες τοποθετήσεις του ιδρύματος σε μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 και της κατηγορίας 2 οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα στις οποίες το ίδρυμα δεν έχει σημαντική επένδυση υπερβαίνουν το 10 % του συνολικού ποσού των στοιχείων κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 του ιδρύματος, υπολογισμένο μετά την εφαρμογή των κατωτέρω στα στοιχεία κοινών μετοχών της κατηγορίας 1:

    i)

    των άρθρων 32 έως 35,

    ii)

    των αφαιρέσεων που αναφέρονται στο άρθρο 36 παράγραφος 1 στοιχεία α) έως ζ), στο άρθρο 36 παράγραφος 1 στοιχείο ια) σημεία ii) έως v) και στο άρθρο 36 παράγραφος 1 στοιχείο ιβ), με την εξαίρεση του ποσού που αφαιρείται για αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις που βασίζονται σε μελλοντική κερδοφορία και προκύπτουν από προσωρινές διαφορές,

    iii)

    των άρθρων 44 και 45,

    β)

    το ποσό των άμεσων, έμμεσων και σύνθετων τοποθετήσεων του ιδρύματος σε μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 εκείνων των οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα όπου το ίδρυμα δεν έχει σημαντική επένδυση, δια του συνολικού ποσού των άμεσων, έμμεσων και σύνθετων τοποθετήσεων του ιδρύματος σε μέσα όλων των κατηγοριών ιδίων κεφαλαίων των εν λόγω οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα.

    2.   Τα ιδρύματα εξαιρούν τις θέσεις αναδοχής που τηρούνται για πέντε εργάσιμες ημέρες κατά μέγιστο από το ποσό που αναφέρεται στο στοιχείο α) της παραγράφου 1 και από τον υπολογισμό του συντελεστή που αναφέρεται στο στοιχείο β) της παραγράφου 1.

    3.   Το ποσό που πρέπει να αφαιρεθεί δυνάμει της παραγράφου 1 κατανέμεται σε όλα τα διατηρούμενα μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1. Τα ιδρύματα καθορίζουν το μέρος των τοποθετήσεων σε μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 που αφαιρείται δυνάμει της παραγράφου 1 πολλαπλασιάζοντας το ποσό που ορίζεται στο στοιχείο α) της παρούσας παραγράφου με την αναλογία που ορίζεται στο στοιχείο β) της παρούσας παραγράφου:

    α)

    το ποσό των τοποθετήσεων που πρέπει να αφαιρεθούν δυνάμει της παραγράφου 1,

    β)

    η αναλογία του συνολικού ποσού των άμεσων, έμμεσων και σύνθετων τοποθετήσεων του ιδρύματος σε μέσα κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα στις περιπτώσεις που το ίδρυμα δεν διαθέτει σημαντική επένδυση η οποία να αντιπροσωπεύεται από κάθε μέσο κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 που κατέχεται.

    4.   Το ποσό των τοποθετήσεων που αναφέρονται στο στοιχείο η) του άρθρου 36 παράγραφος 1, το οποίο είναι ίσο ή μικρότερο από το 10 % των στοιχείων κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 του ιδρύματος μετά την εφαρμογή των διατάξεων που ορίζονται στην παράγραφο 1 στοιχείο α) σημεία i) έως iii), δεν αφαιρείται και υπόκειται στους αντίστοιχους συντελεστές στάθμισης κινδύνου δυνάμει του τρίτου μέρους τίτλος ΙΙ κεφάλαιο 2 ή 3 και των απαιτήσεων που ορίζονται στο τρίτο μέρος τίτλος IV, ανάλογα με την περίπτωση.

    5.   Τα ιδρύματα καθορίζουν το μέρος των τοποθετήσεων σε μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 που υπόκειται σε συντελεστή στάθμισης κινδύνου διαιρώντας το ποσό που ορίζεται στο στοιχείο α) με το ποσό που ορίζεται στο στοιχείο β):

    α)

    το ποσό των τοποθετήσεων που πρέπει να σταθμιστούν δυνάμει της παραγράφου 4,

    β)

    το ποσό που προσδιορίζεται στο σημείο i) διαιρούμενο με το ποσό που προσδιορίζεται στο σημείο ii):

    i)

    το συνολικό ποσό των μέσων κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1,

    ii)

    το συνολικό ποσό των άμεσων, έμμεσων και σύνθετων τοποθετήσεων του ιδρύματος σε μέσα κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 των οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα στις περιπτώσεις που το ίδρυμα δεν διαθέτει σημαντική επένδυση.

    Άρθρο 47

    Αφαίρεση των τοποθετήσεων σε μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 σε περίπτωση που ένα ίδρυμα έχει σημαντική επένδυση σε οντότητα του χρηματοπιστωτικού τομέα

    Για τους σκοπούς του στοιχείο θ) του άρθρου 36 παράγραφος 1, από το ποσό που αφαιρείται κατά περίπτωση από τα στοιχεία Κεφαλαίου κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 εξαιρούνται οι θέσεις αναδοχής που τηρούνται για πέντε εργάσιμες ημέρες κατά μέγιστο και το εν λόγω ποσό προσδιορίζεται σύμφωνα με τα άρθρα 44 και 45 και την ενότητα 2.

    Ενότητα 2

    Εξαιρεσεις και εναλλακτικες δυνατοτητες αφαιρεσησ από στοιχεια κεφαλαιου κοινων μετοχων της kατηγοριας 1

    Άρθρο 48

    Εξαιρέσεις λόγω ορίου από την αφαίρεση από στοιχεία κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1

    1.   Κατά την πραγματοποίηση των απαιτούμενων αφαιρέσεων δυνάμει του άρθρου 36 παράγραφος 1 των στοιχείων γ) και θ), δεν απαιτείται από τα ιδρύματα να αφαιρούν τα ποσά των στοιχείων που παρατίθενται στα σημεία α) και β) της παρούσας παραγράφου, το σύνολο των οποίων είναι ίσο ή μικρότερο από το ποσό ορίου της παραγράφου 2:

    α)

    οι αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις που εξαρτώνται από τη μελλοντική κερδοφορία και προκύπτουν από προσωρινές διαφορές, και συνολικά είναι ίσες ή μικρότερες από το 10 % των στοιχείων κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 του ιδρύματος, υπολογισμένες κατόπιν εφαρμογής των κατωτέρω διατάξεων·

    i)

    των άρθρων 32 έως 35,

    ii)

    του άρθρου 36 παράγραφος 1 στοιχεία α) έως η), του άρθρου 36 παράγραφος 1 στοιχείο ια) σημεία ii) έως v) και του άρθρου 36 παράγραφος 1 στοιχείο ιβ), εξαιρουμένων των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων που βασίζονται σε μελλοντική κερδοφορία και προκύπτουν από προσωρινές διαφορές,

    β)

    σε περίπτωση που ένα ίδρυμα έχει σημαντική επένδυση σε οντότητα του χρηματοπιστωτικού τομέα, οι άμεσες, έμμεσες και σύνθετες τοποθετήσεις του ιδρύματος σε μέσα κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 της εν λόγω οντότητας που συνολικά είναι ίσες με ή μικρότερες από το 10 % των στοιχείων κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 του ιδρύματος υπολογισμένες κατόπιν εφαρμογής των κατωτέρω διατάξεων.

    i)

    τα άρθρα 32 έως 35·

    ii)

    του άρθρου 36 παράγραφος 1 στοιχεία α) έως η), του άρθρου 36 παράγραφος 1 στοιχείο ια) σημεία ii) έως v) και του άρθρου 36 παράγραφος 1 στοιχείο ιβ), εξαιρουμένων των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων που βασίζονται σε μελλοντική κερδοφορία και προκύπτουν από προσωρινές διαφορές.

    2.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, το ποσό του ορίου ισούται με το ποσό που αναφέρεται στο στοιχείο α) της παρούσας παραγράφου επί το ποσοστό που αναφέρεται στο στοιχείο β) της παρούσας παραγράφου:

    α)

    το εναπομένον ποσό των στοιχείων κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, μετά την πλήρη εφαρμογή των προσαρμογών και των αφαιρέσεων των άρθρων 32 έως 36 και χωρίς να εφαρμόζονται οι εξαιρέσεις ορίου που προσδιορίζονται στο παρόν άρθρο,

    β)

    17,65 %.

    3.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, τα ιδρύματα καθορίζουν το τμήμα των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων στο συνολικό ποσό των στοιχείων για το οποίο δεν επιβάλλεται αφαίρεση, διαιρώντας το ποσό που αναφέρεται στο στοιχείο α) της παρούσας παραγράφου με το ποσό του στοιχείου β) της παρούσας παραγράφου:

    α)

    το ποσό των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων που εξαρτώνται από τη μελλοντική κερδοφορία και προκύπτουν από προσωρινές διαφορές και συνολικά είναι ίσες με ή μικρότερες από το 10 % των στοιχείων κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 του ιδρύματος,

    β)

    το σύνολο των κατωτέρω:

    i)

    το ποσό που αναφέρεται στο στοιχείο α),

    ii)

    το ποσό των άμεσων, έμμεσων και σύνθετων τοποθετήσεων του ιδρύματος σε μέσα ίδιου κεφαλαίου οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα στις οποίες το ίδρυμα έχει σημαντική επένδυση, με τις εν λόγω τοποθετήσεις να είναι συνολικά ίσες με ή μικρότερες από το 10 % των στοιχείων κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 του ιδρύματος.

    Η αναλογία των σημαντικών επενδύσεων στο συνολικό ποσό των στοιχείων που δεν απαιτείται να αφαιρεθεί ισούται με ένα μείον την αναλογία που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο.

    4.   Τα ποσά των στοιχείων που δεν αφαιρούνται δυνάμει της παραγράφου 1 έχουν συντελεστή στάθμισης κινδύνου 250 %.

    Άρθρο 49

    Απαίτηση αφαίρεσης σε περίπτωση εφαρμογής ενοποίησης, συμπληρωματικής εποπτείας ή θεσμικών συστημάτων προστασίας

    1.   Για τους σκοπούς του υπολογισμού των ιδίων κεφαλαίων σε μεμονωμένη βάση, σε υποενοποιημένη βάση και σε ενοποιημένη βάση, σε περίπτωση που οι αρμόδιες αρχές ζητούν ή επιτρέπουν στα ιδρύματα να εφαρμόζουν τη μέθοδο 1, 2 ή 3 του παραρτήματος Ι της οδηγίας 2002/87/ΕΚ, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν στα ιδρύματα να μην αφαιρούν τις τοποθετήσεις σε μέσα ιδίων κεφαλαίων οντότητας του χρηματοπιστωτικού τομέα στην οποία το μητρικό ίδρυμα, ή η μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή η μητρική εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών ή το ίδρυμα έχει σημαντική επένδυση, υπό τον όρο να πληρούνται οι προϋποθέσεις που καθορίζονται στα στοιχεία α) έως ε) της παρούσας παραγράφου:

    α)

    η οντότητα του χρηματοπιστωτικού τομέα είναι ασφαλιστική επιχείρηση, αντασφαλιστική επιχείρηση ή ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου,

    β)

    η ασφαλιστική επιχείρηση, η αντασφαλιστική επιχείρηση ή η ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου υπάγεται στην ίδια συμπληρωματική εποπτεία δυνάμει της οδηγίας 2002/87/ΕΚ όπως το μητρικό ίδρυμα, η μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή η μητρική εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών ή το ίδρυμα που έχει τη συμμετοχή,

    γ)

    το ίδρυμα έχει λάβει την προηγούμενη έγκριση της αρμόδιας αρχής,

    δ)

    πριν από τη χορήγηση της άδειας που αναφέρεται στο στοιχείο γ), και σε διαρκή βάση, οι αρμόδιες αρχές έχουν πεισθεί ότι το επίπεδο της ενιαίας διοίκησης, της διαχείρισης κινδύνου και του εσωτερικού ελέγχου όσον αφορά τις οντότητες που θα συμπεριληφθούν στο πεδίο εφαρμογής της ενοποίησης δυνάμει των μεθόδων 1, 2 ή 3 είναι επαρκές,

    ε)

    οι τοποθετήσεις στην οντότητα ανήκουν σε έναν από τους κατωτέρω:

    i)

    στο μητρικό πιστωτικό ίδρυμα,

    ii)

    στη μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών,

    iii)

    στη μητρική χρηματοοικονομικήεταιρεία συμμετοχών,

    iv)

    στο ίδρυμα,

    v)

    σε θυγατρική μιας από τις οντότητες που αναφέρονται στα στοιχεία i) έως iv) η οποία περιλαμβάνεται στο πεδίο εφαρμογής της ενοποίησης δυνάμει του πρώτου μέρους τίτλος ΙΙ κεφάλαιο 2.

    Η επιλεγείσα μέθοδος εφαρμόζεται διαχρονικά με συνέπεια.

    2.   Για τους σκοπούς του υπολογισμού των ιδίων κεφαλαίων σε ατομική βάση και σε υποενοποιημένη βάση, τα ιδρύματα που υπόκεινται σε εποπτεία σε ενοποιημένη βάση σύμφωνα με το πρώτο μέρος τίτλος ΙΙ κεφάλαιο 2 δεν αφαιρούν τις τοποθετήσεις σε μέσα ιδίων κεφαλαίων που εκδίδονται από οντότητες του χρηματοπιστωτικού τομέα που περιλαμβάνονται στο πεδίο εφαρμογής της ενοποιημένης εποπτείας, εκτός εάν οι αρμόδιες αρχές ορίσουν ότι οι αφαιρέσεις αυτές απαιτούνται για ειδικούς σκοπούς, ιδίως τον διαρθρωτικό διαχωρισμό των τραπεζικών δραστηριοτήτων και τον προγραμματισμό της εξυγίανσης.

    Η εφαρμογή της προσέγγισης που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο δεν επιφέρει δυσανάλογες δυσμενείς επιπτώσεις στο σύνολο ή σε τμήματα του χρηματοπιστωτικού συστήματος των άλλων κρατών μελών ή στην Ένωση συνολικά, οι οποίες παρακωλύουν τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.

    3.   Οι αρμόδιες αρχές μπορούν, για λόγους υπολογισμού των ιδίων κεφαλαίων σε ατομική ή υποενοποιημένη βάση, να επιτρέψουν στα ιδρύματα να μην αφαιρέσουν τοποθετήσεις σε μέσα ιδίων κεφαλαίων στις ακόλουθες περιπτώσεις:

    α)

    όταν ένα ίδρυμα διατηρεί συμμετοχή σε άλλο ίδρυμα, και πληρούνται οι προϋποθέσεις των σημείων i) έως v):

    i)

    τα ιδρύματα εμπίπτουν στο ίδιο θεσμικό σύστημα προστασίας που αναφέρεται στο άρθρο 113 παράγραφος 7,

    ii)

    οι αρμόδιες αρχές έχουν χορηγήσει την άδεια που αναφέρεται στο άρθρο 113 παράγραφος 7,

    iii)

    πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 113 παράγραφος 7,

    iv)

    το θεσμικό σύστημα προστασίας καταρτίζει ενοποιημένο ισολογισμό που αναφέρεται στο στοιχείο ε) του άρθρου 113 παράγραφος 7 ή, εφόσον δεν υποχρεούται να καταρτίζει ενοποιημένους ισολογισμούς, διευρυμένο αθροιστικό υπολογισμό που, κατά τις αρμόδιες αρχές είναι ικανοποιητικά αντίστοιχος προς τις διατάξεις της οδηγίας 86/635/ΕΟΚ, που ενσωματώνει ορισμένες προσαρμογές των διατάξεων της οδηγίας 83/349/ΕΟΚ ή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1606/2002 ν, που διέπει τους ενοποιημένους λογαριασμούς των ομίλων πιστωτικών ιδρυμάτων. Η ισοδυναμία του εν λόγω διευρυμένου αθροιστικού υπολογισμού ελέγχεται από εξωτερικό ελεγκτή και ιδίως εξαλείφεται η πολλαπλή χρήση στοιχείων αποδεκτών για τον υπολογισμό των ιδίων κεφαλαίων καθώς και οποιαδήποτε αθέμιτη δημιουργία ιδίων κεφαλαίων μεταξύ μελών του θεσμικού συστήματος προστασίας. Ο ενοποιημένος ισολογισμός ή ο διευρυμένος αθροιστικός υπολογισμός γνωστοποιούνται στις αρμόδιες αρχές σε συχνότητα όχι μικρότερη από εκείνη που αναφέρεται στο άρθρο 99,

    v)

    τα ιδρύματα που υπάγονται σε θεσμικό σύστημα προστασίας πληρούν από κοινού σε ενοποιημένη ή διευρυμένη αθροιστική βάση τις απαιτήσεις του άρθρου 92 και υποβάλλουν εκθέσεις για τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις αυτές σύμφωνα με το άρθρο 99. Στο πλαίσιο θεσμικού συστήματος προστασίας δεν απαιτείται μείωση του επιτοκίου που κατέχουν τα μέλη του συνεταιρισμού ή οι νομικές οντότητες που δεν είναι μέλη του θεσμικού συστήματος προστασίας, υπό την προϋπόθεση ότι εξαλείφεται η πολλαπλή χρήση στοιχείων αποδεκτών για τον υπολογισμό των ιδίων κεφαλαίων, καθώς και οποιαδήποτε αθέμιτη δημιουργία ιδίων κεφαλαίων μεταξύ μελών του θεσμικού συστήματος προστασίας και του μειοψηφούντος μετόχου, όταν είναι ίδρυμα,

    β)

    σε περίπτωση που ένα περιφερειακό πιστωτικό ίδρυμα κατέχει συμμετοχή στο κεντρικό του ή άλλο περιφερειακό πιστωτικό του ίδρυμα και εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του στοιχείου α) σημεία i) έως v).

    4.   Οι τοποθετήσεις για τις οποίες δεν γίνεται αφαίρεση σύμφωνα με τις παραγράφους 1, 2 ή 3, γίνονται αποδεκτές ως ανοίγματα και πρέπει να σταθμίζονται ως προς τον κίνδυνο σύμφωνα με το τρίτο μέρος τίτλος ΙΙ κεφάλαιο 2 ή 3, κατά περίπτωση.

    5.   Όταν ένα ίδρυμα εφαρμόζει τη μέθοδο 1 ή 2 του παραρτήματος Ι της οδηγίας 2002/87/ΕΚ, το ίδρυμα δημοσιοποιεί τη συμπληρωματική απαίτηση ιδίων κεφαλαίων και το δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας του χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων, όπως υπολογίζονται σύμφωνα με το άρθρο 6 και το παράρτημα Ι της εν λόγω οδηγίας.

    6.   Η ΕΑΤ, η ΕΑΑΕΣ και η Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών) (ΕΑΚΑΑ), που συστάθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Νοεμβρίου 2010 (27), μέσω της Κοινής Επιτροπής, καταρτίζουν σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να εξειδικεύσουν τις συνθήκες εφαρμογής των μεθόδων υπολογισμού για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, οι οποίες απαριθμούνται στο παράρτημα Ι μέρος ΙΙ της οδηγίας 2002/87/ΕΚ για τους σκοπούς της θέσπισης εναλλακτικών λύσεων στην αφαίρεση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.

    Η ΕΑΤ, η ΕΑΑΕΣ και η ΕΑΚΑΑ υποβάλλουν τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως 1η Φεβρουαρίου 2015.

    Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 αντίστοιχα.

    Τμήμα 4

    Κεφαλαίο kοινών μετοχών της kατηγορίας 1

    Άρθρο 50

    Κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1

    Το κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 ενός ιδρύματος απαρτίζεται από στοιχεία κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 μετά την εφαρμογή των προσαρμογών που απαιτούνται δυνάμει των άρθρων 32 έως 35, των αφαιρέσεων δυνάμει του άρθρου 36 και των εξαιρέσεων και εναλλακτικών δυνατοτήτων των άρθρων 48, 49 και 79.

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

    Πρόσθετο κεφάλαιο κατηγορίας 1

    Τμήμα 1

    Πρόσθετα στοιχεία και μεσα της κατηγορίας 1

    Άρθρο 51

    Πρόσθετα στοιχεία της κατηγορίας 1

    Τα πρόσθετα στοιχεία της κατηγορίας 1 απαρτίζονται από τα ακόλουθα στοιχεία:

    α)

    κεφαλαιακά μέσα, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 52 παράγραφος 1,

    β)

    τη διαφορά από την έκδοση μετοχών υπέρ το άρτιο που αφορά τα μέσα που αναφέρονται στο στοιχείο α).

    Μέσα που περιλαμβάνονται στο στοιχείο α) δεν είναι αποδεκτά ως στοιχεία κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 ή της κατηγορίας 2.

    Άρθρο 52

    Πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1

    1.   Τα κεφαλαιακά μέσα χαρακτηρίζονται ως πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 μόνο εφόσον πληρούνται οι κατωτέρω προϋποθέσεις:

    α)

    τα μέσα έχουν εκδοθεί και καταβληθεί πλήρως,

    β)

    τα μέσα δεν έχουν αγοραστεί από κανέναν από τους εξής:

    i)

    το ίδρυμα ή τις θυγατρικές του,

    ii)

    επιχείρηση στην οποία το ίδρυμα έχει συμμετοχή υπό μορφή ιδιοκτησίας, άμεσης ή μέσω ελέγχου, του 20 % ή περισσότερου των δικαιωμάτων ψήφου ή του κεφαλαίου της,

    γ)

    η αγορά των μέσων δεν χρηματοδοτείται άμεσα ή έμμεσα από το ίδρυμα,

    δ)

    τα μέσα κατατάσσονται χαμηλότερα από τα μέσα της κατηγορίας 2 σε περίπτωση αφερεγγυότητας του ιδρύματος,

    ε)

    τα μέσα δεν αποτελούν αντικείμενο εξασφάλισης ούτε υπόκεινται σε εγγύηση που ενισχύει την εξοφλητική προτεραιότητα των απαιτήσεων από οποιονδήποτε από τους κατωτέρω:

    i)

    το ίδρυμα ή τις θυγατρικές του,

    ii)

    τη μητρική επιχείρηση του ιδρύματος ή τις θυγατρικές του,

    iii)

    τη μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή τις θυγατρικές της,

    iv)

    την μικτή εταιρεία συμμετοχών τις θυγατρικές της,

    v)

    την μικτή χρηματοοικοομική εταιρεία συμμετοχών και τις θυγατρικές της,

    vi)

    κάθε επιχείρηση που έχει στενούς δεσμούς με τις οντότητες που αναφέρονται στα σημεία i) έως v),

    στ)

    τα μέσα δεν υπόκεινται σε οποιαδήποτε ρύθμιση, συμβατική ή άλλη, η οποία ενισχύει την εξοφλητική προτεραιότητα της απαίτησης δυνάμει των μέσων σε αφερεγγυότητα ή εκκαθάριση,

    ζ)

    τα μέσα είναι αόριστης διάρκειας και οι διατάξεις που τα διέπουν δεν περιλαμβάνουν κανένα κίνητρο για την εξόφλησή τους από το ίδρυμα,

    η)

    σε περίπτωση που οι διατάξεις που διέπουν τα μέσα περιλαμβάνουν ένα ή περισσότερα δικαιώματα ανάκλησης, το δικαίωμα ανάκλησης δύναται να ασκηθεί κατά την αποκλειστική κρίση του εκδότη,

    θ)

    η ανάκληση, εξόφληση ή επαναγορά των μέσων είναι δυνατή μόνο εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 77 και το νωρίτερο πέντε έτη από την ημερομηνία έκδοσης, εκτός εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 78 παράγραφος 4,

    ι)

    οι διατάξεις που διέπουν τα μέσα δεν προβλέπουν ρητά ή σιωπηρά ότι τα μέσα θα μπορούσαν ή ενδέχεται να ανακληθούν, εξοφληθούν ή επαναγοραστούν και το ίδρυμα δεν παρέχει άλλως τέτοια ένδειξη, πλην των ακόλουθων περιπτώσεων:

    i)

    εκκαθάριση του ιδρύματος,

    ii)

    προαιρετική επαναγορά των μέσων ή άλλο προαιρετικό μέσο μείωσης του ποσού του πρόσθετου κεφαλαίου της κατηγορίας 1, εφόσον το ίδρυμα έχει εξασφαλίσει την προηγούμενη έγκριση της αρμόδιας αρχής σύμφωνα με το άρθρο 77,

    ια)

    το ίδρυμα δεν υποδεικνύει ρητά ή σιωπηρά ότι η αρμόδια αρχή θα συναινέσει σε μια αίτηση ανάκλησης, εξόφλησης ή επαναγοράς των μέσων,

    ιβ)

    οι διανομές δυνάμει των μέσων πληρούν τις κατωτέρω προϋποθέσεις:

    i)

    καταβάλλονται από τα διανεμητέα στοιχεία,

    ii)

    το επίπεδο των διανομών που πραγματοποιούνται επί των μέσων δεν θα τροποποιηθεί βάσει της πιστωτικής διαβάθμισης του ιδρύματος ή της μητρικής του επιχείρησης,

    iii)

    οι διατάξεις που διέπουν τα μέσα παρέχουν πλήρη ευχέρεια στο ίδρυμα να ακυρώσει ανά πάσα στιγμή τις διανομές επί των μέσων για απεριόριστο χρονικό διάστημα και σε μη σωρευτική βάση και το ίδρυμα δύναται να χρησιμοποιήσει τις εν λόγω ακυρωθείσες πληρωμές χωρίς περιορισμό για να ικανοποιήσει τις υποχρεώσεις του όταν καταστούν απαιτητές,

    iv)

    η ακύρωση των διανομών δεν συνιστά αθέτηση υποχρέωσης του ιδρύματος,

    v)

    η ακύρωση των διανομών δεν επιβάλλει περιορισμούς στο ίδρυμα,

    ιγ)

    τα μέσα δεν συνεισφέρουν στο να προσδιοριστεί ότι το παθητικό ενός ιδρύματος υπερβαίνει το ενεργητικό του, εάν ένας τέτοιος προσδιορισμός συνιστά δοκιμή αφερεγγυότητας δυνάμει της ισχύουσας εθνικής νομοθεσίας,

    ιδ)

    οι διατάξεις που διέπουν τα μέσα επιβάλλουν, κατά την επέλευση γεγονότος ενεργοποίησης, την μείωση της ονομαστικής αξίας του κεφαλαίου των μέσων σε μόνιμη ή προσωρινή βάση ή τη μετατροπή τους σε μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1,

    ιε)

    οι διατάξεις που διέπουν τα μέσα δεν περιλαμβάνουν κανένα χαρακτηριστικό που θα μπορούσε να εμποδίσει την ανακεφαλαιοποίηση του ιδρύματος,

    ιστ)

    σε περίπτωση που τα μέσα δεν εκδίδονται άμεσα από ίδρυμα, πρέπει να πληρούνται αμφότερες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

    i)

    τα μέσα έχουν εκδοθεί από οντότητα εντός της ενοποίησης σύμφωνα με το πρώτο μέρος τίτλος ΙΙ κεφάλαιο 2,

    ii)

    τα έσοδα διατίθενται άμεσα στο ίδρυμα χωρίς περιορισμό και κατά τρόπο ώστε να πληρούνται οι προϋποθέσεις που ορίζονται στην παρούσα παράγραφο.

    Η προϋπόθεση του στοιχείου δ) του πρώτου εδαφίου λογίζεται ότι πληρούται έστω και αν τα μέσα περιλαμβάνονται στα πρόσθετα στοιχεία της κατηγορίας 1 ή της κατηγορίας 2 δυνάμει του άρθρου 484 παράγραφος 3, υπό την προϋπόθεση ότι έχουν την ίδια προτεραιότητα.

    2.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να διευκρινίσει τα εξής:

    α)

    τη μορφή και τη φύση των κινήτρων εξόφλησης,

    β)

    τη φύση κάθε επανάκτησης της ονομαστικής αξίας του κεφαλαίου ενός πρόσθετου μέσου της κατηγορίας 1 έπειτα από μείωση της ονομαστικής αξίας του κεφαλαίου του σε προσωρινή βάση,

    γ)

    τις διαδικασίες και το χρονοδιάγραμμα των κατωτέρω ενεργειών:

    i)

    του προσδιορισμού της επέλευσης γεγονότος ενεργοποίησης,

    ii)

    την επανάκτηση της ονομαστικής αξίας του κεφαλαίου πρόσθετου μέσου της κατηγορίας 1 έπειτα από μείωση της ονομαστικής αξίας του κεφαλαίου του σε προσωρινή βάση,

    δ)

    τα χαρακτηριστικά των μέσων που θα μπορούσαν να εμποδίσουν την ανακεφαλαιοποίηση του ιδρύματος,

    ε)

    τη χρήση οντοτήτων ειδικού σκοπού για την έμμεση έκδοση μέσων ιδίων κεφαλαίων.

    Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως 1η Φεβρουαρίου 2015.

    Εξουσιοδοτείται η Επιτροπή να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

    Άρθρο 53

    Περιορισμοί στην ακύρωση των διανομών επί πρόσθετων μέσων της κατηγορίας 1 και χαρακτηριστικά που θα μπορούσαν να εμποδίσουν την ανακεφαλαιοποίηση του ιδρύματος

    Για τους σκοπούς του άρθρου 52 παράγραφος 1 στοιχείο ιβ) σημείο v) και του άρθρου 52 παράγραφος 1 στοιχείο ιε), οι διατάξεις που διέπουν τα πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 δεν θα περιλαμβάνουν, συγκεκριμένα, τα εξής:

    α)

    απαίτηση να γίνονται οι διανομές των μέσων σε περίπτωση που πραγματοποιείται διανομή επί μέσου που έχει εκδοθεί από το ίδρυμα, το οποίο κατατάσσεται στο ίδιο ή σε χαμηλότερο επίπεδο από το Πρόσθετο μέσο της Κατηγορίας 1, συμπεριλαμβανομένων των μέσων Κεφαλαίου κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1,

    β)

    απαίτηση ακύρωσης της πληρωμής των διανομών σε μέσα Κεφαλαίου κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1, Πρόσθετα μέσα της Κατηγορίας 1 ή της Κατηγορίας 2 σε περίπτωση που δεν πραγματοποιούνται διανομές επί αυτών των Πρόσθετων μέσων της Κατηγορίας 1,

    γ)

    υποχρέωση αντικατάστασης της πληρωμής τόκου ή μερίσματος με πληρωμή υπό διαφορετική μορφή. Διαφορετικά το ίδρυμα δεν υπόκειται στην εν λόγω υποχρέωση.

    Άρθρο 54

    Μείωση της ονομαστικής αξίας ή μετατροπή των πρόσθετων μέσων της κατηγορίας 1

    1.   Για τους σκοπούς του άρθρου 52 παράγραφος 1 στοιχείο ιδ), οι ακόλουθες διατάξεις εφαρμόζονται σε Πρόσθετα μέσα της Κατηγορίας 1:

    α)

    ένα γεγονός ενεργοποίησης συμβαίνει όταν ο δείκτης Κεφαλαίου κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 ενός ιδρύματος που αναφέρεται στο άρθρο 92 παράγραφος 1 στοιχείο α) είναι χαμηλότερος από οποιοδήποτε από τα εξής:

    i)

    5,125 %,

    ii)

    ένα επίπεδο υψηλότερο από 5,125 %, σε περίπτωση που προσδιορίζεται από το ίδρυμα και διευκρινίζεται στις διατάξεις που διέπουν το μέσο,

    β)

    Τα ιδρύματα ενδέχεται να διευκρινίσουν στις διατάξεις που διέπουν το μέσο ένα ή περισσότερα γεγονότα ενεργοποίησης επιπλέον των γεγονότων ενεργοποίησης που αναφέρονται στο στοιχείο α),

    γ)

    σε περίπτωση που οι διατάξεις που διέπουν τα μέσα απαιτούν τη μετατροπή τους σε μέσα Κεφαλαίου κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 όταν συμβεί ένα γεγονός ενεργοποίησης, οι εν λόγω διατάξεις διευκρινίζουν ένα από τα κατωτέρω:

    i)

    τον συντελεστή της εν λόγω μετατροπής και ένα όριο του επιτρεπόμενου ποσού της μετατροπής,

    ii)

    ένα εύρος εντός του οποίου τα μέσα θα μετατραπούν σε μέσα Κεφαλαίου κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1,

    δ)

    σε περίπτωση που οι διατάξεις που διέπουν τα μέσα απαιτούν τη μείωση της ονομασικής αξίας του κεφαλαίου τους όταν επέλθει γεγονός ενεργοποίησης, η μείωση της ονομαστικής αξίας θα μειώσει όλα τα κατωτέρω:

    i)

    την απαίτηση του κατόχου του μέσου κατά την αφερεγγυότητα ή εκκαθάριση του ιδρύματος,

    ii)

    το ποσό που απαιτείται να καταβληθεί σε περίπτωση ανάκλησης ή εξόφλησης του μέσου,

    iii)

    τις διανομές που πραγματοποιούνται επί του μέσου.

    2.   Η μείωση της ονομαστικής αξίας ή η μετατροπή πρόσθετων μέσων της κατηγορίας 1 δημιουργούν, στο πλαίσιο του εφαρμοστέου λογιστικού πλαισίου, στοιχεία που είναι αποδεκτά ως στοιχεία κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1.

    3.   Το ποσό των πρόσθετων μέσων της κατηγορίας 1 που αναγνωρίζεται στα πρόσθετα στοιχεία της κατηγορίας 1 περιορίζεται στο ελάχιστο ποσό των κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 που θα δημιουργηθεί εάν η η αξία του ποσού του κεφαλαίου των πρόσθετων μέσων της κατηγορίας 1 έχει πλήρως μειωθεί ή μετατραπεί σε μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1.

    4.   Το αθροιστικό ποσό των πρόσθετων μέσων της κατηγορίας 1 που πρέπει να υποστεί μείωση αξίας ή να μετατραπεί κατά την επέλευση γεγονότος ενεργοποίησης δεν υπολείπεται του χαμηλότερου από τα κατωτέρω ποσά:

    α)

    του απαιτούμενου ποσού για πλήρη αποκατάσταση του δείκτη κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 σε 5,125 %,

    β)

    ολόκληρου του βασικού κεφαλαίου του μέσου.

    5.   Όταν επέρχεται γεγονός ενεργοποίησης, τα ιδρύματα ενεργούν ως εξής:

    α)

    ενημερώνουν πάραυτα τις αρμόδιες αρχές,

    β)

    ενημερώνουν τους κατόχους των πρόσθετων μέσων της κατηγορίας 1,

    γ)

    μειώνουν την αξία του ποσού του κεφαλαίου του μέσου ή μετατρέπουν τα μέσα σε μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 χωρίς καθυστέρηση, το αργότερο εντός μηνός, σύμφωνα με την απαίτηση του παρόντος άρθρου.

    6.   Το ίδρυμα που εκδίδει πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 που μετατρέπονται σε μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 κατά την επέλευση γεγονότος ενεργοποίησης διασφαλίζει ότι το εγγεγραμμένο μετοχικό κεφάλαιό του επαρκεί ανά πάσα στιγμή για τη μετατροπή σε μετοχές όλων αυτών των μετατρέψιμων πρόσθετων μέσων της κατηγορίας 1 εφόσον επέλθει γεγονός ενεργοποίησης. Όλες οι απαραίτητες εγκρίσεις λαμβάνονται κατά την ημερομηνία έκδοσης των εν λόγω μετατρέψιμων πρόσθετων μέσων της κατηγορίας 1. Το ίδρυμα διατηρεί ανά πάσα στιγμή την απαραίτητη πρότερη εξουσιοδότηση να εκδίδει τα μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 στα οποία θα μετατραπούν τα πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 μόλις συμβεί γεγονός ενεργοποίησης.

    7.   Το ίδρυμα που εκδίδει πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 που μετατρέπονται σε μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 κατά την επέλευση γεγονότος ενεργοποίησης διασφαλίζει ότι δεν υπάρχουν διαδικαστικά εμπόδια για τη μετατροπή αυτή λόγω της σύστασης ή του καταστατικού ή των συμβατικών διευθετήσεών του.

    Άρθρο 55

    Συνέπειες της διακοπής ικανοποίησης των προϋποθέσεων για τα πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1

    Τα κατωτέρω εφαρμόζονται εάν σταματήσουν να πληρούνται οι προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 52 παράγραφος 1 στην περίπτωση Πρόσθετου μέσου της Κατηγορίας 1:

    α)

    το μέσο παύει αμέσως να είναι αποδεκτό ως πρόσθετο μέσο της κατηγορίας 1,

    β)

    το τμήμα της διαφοράς από την έκδοση μετοχών υπέρ το άρτιο που αφορά το εν λόγω μέσο παύει αμέσως να είναι αποδεκτό ως πρόσθετο στοιχείο της κατηγορίας 1.

    Τμήμα 2

    Αφαιρέσεις από πρόσθετα στοιχεία της κατηγορίας 1

    Άρθρο 56

    Αφαιρέσεις από πρόσθετα στοιχεία της κατηγορίας 1

    Τα ιδρύματα αφαιρούν τα κατωτέρω από τα πρόσθετα στοιχεία της κατηγορίας 1:

    α)

    άμεσες, έμμεσες και σύνθετες τοποθετήσεις ενός ιδρύματος σε ίδια πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1, συμπεριλαμβανομένων των ιδίων πρόσθετων μέσων της κατηγορίας 1 που μπορεί να υποχρεούται να αγοράσει ένα ίδρυμα ως αποτέλεσμα υφιστάμενων συμβατικών υποχρεώσεων,

    β)

    άμεσες, έμμεσες και σύνθετες τοποθετήσεις σε πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα με τις οποίες το ίδρυμα έχει αμοιβαία συμμετοχή η οποία, κατά τις αρμόδιες αρχές, σχεδιάστηκε με στόχο την τεχνητή διόγκωση των ιδίων κεφαλαίων του ιδρύματος,

    γ)

    το ισχύον ποσό των άμεσων, έμμεσων και σύνθετων συμμετοχών σε πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα, που προσδιορίζεται κατά περίπτωση δυνάμει του άρθρου 67, όταν το ίδρυμα δεν διαθέτει σημαντική επένδυση στις εν λόγω οντότητες,

    δ)

    άμεσες, έμμεσες και σύνθετες τοποθετήσεις ενός ιδρύματος σε πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα, όταν το ίδρυμα διαθέτει σημαντική επένδυση στις εν λόγω οντότητες, εξαιρουμένων των θέσεων αναδοχής που τηρούνται για πέντε εργάσιμες ημέρες κατ’ ανώτατο όριο,

    ε)

    το ποσό των στοιχείων που πρέπει να αφαιρεθούν από στοιχεία της κατηγορίας 2 σύμφωνα με το άρθρο 66 που υπερβαίνουν το κεφάλαιο της κατηγορίας 2 του ιδρύματος,

    στ)

    οποιαδήποτε φορολογική επιβάρυνση σχετίζεται με πρόσθετα στοιχεία της κατηγορίας 1, η οποία προβλέπεται κατά τη στιγμή του υπολογισμού του, εκτός εάν το ίδρυμα προσαρμόσει κατάλληλα το ποσό των πρόσθετων στοιχείων της κατηγορίας 1 στο μέτρο που η επιβάρυνση αυτή μειώνει το ποσό μέχρι το οποίο τα στοιχεία αυτά ενδέχεται να χρησιμοποιηθούν για την κάλυψη κινδύνων ή ζημιών.

    Άρθρο 57

    Αφαίρεση των τοποθετήσεων σε ίδια πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1

    Για τους σκοπούς του στοιχείου α) του άρθρου 56, τα ιδρύματα υπολογίζουν τις τοποθετήσεις σε ίδια πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 βάσει των μεικτών θετικών τους θέσεων με τις ακόλουθες εξαιρέσεις:

    α)

    τα ιδρύματα δύνανται να υπολογίζουν το ποσό των πρόσθετων ίδιων μέσων της κατηγορίας 1 βάσει της καθαρής θετικής τους θέσης υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται αμφότερες οι κάτωθι προϋποθέσεις:

    i)

    οι θετικές και οι αρνητικές θέσεις βρίσκονται στο ίδιο υποκείμενο άνοιγμα και οι αρνητικές θέσεις δεν ενέχουν κίνδυνο αντισυμβαλλόμενου,

    ii)

    είτε αμφότερες οι θετικές και οι αρνητικές θέσεις περιλαμβάνονται στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών είτε αμφότερες περιλαμβάνονται σε χαρτοφυλάκιο πέραν του χαρτοφυλακίου συναλλαγών,

    β)

    τα ιδρύματα καθορίζουν το ποσό που αφαιρείται για άμεσες, έμμεσες ή σύνθετες τοποθετήσεις υπό μορφή τοποθετήσεων σε τίτλους συνδεδεμένους με δείκτες, υπολογίζοντας το υποκείμενο άνοιγμα στα ίδια πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 που περιλαμβάνονται στους εν λόγω δείκτες αυτούς,

    γ)

    τα ιδρύματα δύνανται να συμψηφίζουν τις μεικτές θετικές θέσεις σε ίδια πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 που προκύπτουν από τοποθετήσεις σε τίτλους συνδεδεμένους με δείκτες με τις αρνητικές θέσεις σε ίδια πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 που προκύπτουν από αρνητικές θέσεις στους υποκείμενους δείκτες, ακόμα και στις περιπτώσεις που οι εν λόγω αρνητικές θέσεις ενέχουν κίνδυνο αντισυμβαλλόμενου, υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται αμφότερες οι κάτωθι προϋποθέσεις:

    i)

    οι θετικές και οι αρνητικές θέσεις είναι στους ίδιους υποκείμενους δείκτες,

    ii)

    είτε οι θετικές και οι αρνητικές θέσεις περιλαμβάνονται αμφότερες στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών είτε αμφότερες περιλαμβάνονται σε χαρτοφυλάκιο πέραν του χαρτοφυλακίου συναλλαγών.

    Άρθρο 58

    Αφαίρεση των τοποθετήσεων σε πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα σε περίπτωση που το ίδρυμα έχει αμοιβαία συμμετοχή που σχεδιάστηκε με στόχο την τεχνητή διόγκωση των ιδίων κεφαλαίων του

    Τα ιδρύματα πραγματοποιούν τις αφαιρέσεις που απαιτούνται δυνάμει των στοιχείων β), γ) και δ) του άρθρου 56 σύμφωνα με τα εξής:

    α)

    οι τοποθετήσεις σε Πρόσθετα μέσα της Κατηγορίας 1 υπολογίζονται βάσει των μεικτών θετικών θέσεων,

    β)

    τα πρόσθετα ασφαλιστικά στοιχεία ιδίων κεφαλαίων της Κατηγορίας 1 θεωρούνται ως τοποθετήσεις σε Πρόσθετα μέσα της Κατηγορίας 1 για τους σκοπούς της αφαίρεσης.

    Άρθρο 59

    Αφαίρεση των τοποθετήσεων σε πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα

    Τα ιδρύματα πραγματοποιούν τις αφαιρέσεις που απαιτούνται δυνάμει των στοιχείων γ) και δ) του άρθρου 56 σύμφωνα με τα εξής:

    α)

    δύνανται να υπολογίζουν τις άμεσες, έμμεσες και σύνθετες τοποθετήσεις σε πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 των οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα βάσει της καθαρής θετικής θέσης στο ίδιο υποκείμενο άνοιγμα υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται αμφότερες οι κατωτέρω προϋποθέσεις:

    i)

    η ληκτότητα της αρνητικής θέσης ταυτίζεται με τη ληκτότητα της θετικής ή έχει εναπομένουσα ληκτότητα τουλάχιστον ενός έτους,

    ii)

    είτε οι θετικές και οι αρνητικές θέσεις περιλαμβάνονται αμφότερες στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών είτε αμφότερες περιλαμβάνονται σε χαρτοφυλάκιο πέραν του χαρτοφυλακίου συναλλαγών,

    β)

    προσδιορίζουν το ποσό που αφαιρείται για άμεσες, έμμεσες και σύνθετες τοποθετήσεις υπό μορφή τοποθετήσεων σε τίτλους συνδεδεμένους με δείκτες, υπολογίζοντας το υποκείμενο άνοιγμα στα κεφαλαιακά μέσα οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα που περιλαμβάνονται στους εν λόγω δείκτες.

    Άρθρο 60

    Αφαίρεση τοποθετήσεων σε πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 σε περίπτωση που το ίδρυμα δεν έχει σημαντική επένδυση σε οντότητα του χρηματοπιστωτικού τομέα

    1.   Για τους σκοπούς του στοιχείου γ) του άρθρου 56 παράγραφος 1, τα ιδρύματα υπολογίζουν το προς αφαίρεση ποσό κατά περίπτωση πολλαπλασιάζοντας το ποσό που αναφέρεται στο στοιχείο α) της παρούσας παραγράφου με τον συντελεστή που προκύπτει από τον υπολογισμό που αναφέρεται στο στοιχείο β) της παρούσας παραγράφου:

    α)

    το συνολικό ποσό κατά το οποίο οι άμεσες, έμμεσες και σύνθετες τοποθετήσεις του ιδρύματος σε μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 και μέσα της κατηγορίας 2 οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα υπερβαίνουν το 10 % των στοιχείων κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 του ιδρύματος, υπολογισμένο μετά την εφαρμογή των κατωτέρω:

    i)

    των άρθρων 32 έως 35,

    ii)

    του άρθρου 36 παράγραφος 1 στοιχεία α) έως ζ), του άρθρου 36 παράγραφος 1 στοιχείο ια) σημεία ii) έως v) και του άρθρου 36 παράγραφος 1 στοιχείο ιβ), εξαιρουμένων των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων που βασίζονται σε μελλοντική κερδοφορία και προκύπτουν από προσωρινές διαφορές,

    iii)

    των άρθρων 44 και 45,

    β)

    το ποσό των άμεσων, έμμεσων και σύνθετων τοποθετήσεων του ιδρύματος σε πρόσθετα μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 εκείνων των οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα όπου το ίδρυμα δεν έχει σημαντική επένδυση, δια του συνολικού ποσού όλων των άμεσων, έμμεσων και σύνθετων τοποθετήσεων του ιδρύματος σε μέσα κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 και μέσα της κατηγορίας 2 των εν λόγω οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα.

    2.   Τα ιδρύματα εξαιρούν τις θέσεις αναδοχής που τηρούνται για πέντε εργάσιμες ημέρες κατά μέγιστο από το ποσό που αναφέρεται στο στοιχείο α) της παραγράφου 1 και από τον υπολογισμό του συντελεστή που αναφέρεται στο στοιχείο β) της παραγράφου 1.

    3.   Το ποσό που πρέπει να αφαιρεθεί δυνάμει της παραγράφου 1 κατανέμεται σε όλα τα διακρατηθέντα πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1. Το ποσό που αφαιρείται από κάθε πρόσθετο μέσο της κατηγορίας 1 δυνάμει της παραγράφου 1, υπολογίζεται πολλαπλασιάζοντας το ποσό που ορίζεται στο στοιχείο α) της παρούσας παραγράφου με την αναλογία του στοιχείου β) της παρούσας παραγράφου:

    α)

    το ποσό των τοποθετήσεων που πρέπει να αφαιρεθούν δυνάμει της παραγράφου 1,

    β)

    το ποσό που εξειδικεύεται στο σημείο i) διαιρούμενο με το ποσό που εξειδικεύεται στο σημείο ii):

    i)

    το συνολικό ποσό των πρόσθετων μέσων της κατηγορίας 1,

    ii)

    το συνολικό ποσό των άμεσων, έμμεσων και σύνθετων τοποθετήσεων του ιδρύματος σε πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα στις οποίες το ίδρυμα δεν διαθέτει σημαντικές επενδύσεις.

    4.   Το ποσό των τοποθετήσεων που αναφέρονται στο στοιχείο γ) του άρθρου 56 που είναι ίσο ή μικρότερο από το 10 % των στοιχείων Κεφαλαίου κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 του ιδρύματος μετά την εφαρμογή των διατάξεων που ορίζονται στο στοιχείο α) σημεία i), ii) και iii) της παραγράφου 1 δεν αφαιρείται και υπόκειται στους αντίστοιχους συντελεστές στάθμισης κινδύνου δυνάμει του Κεφαλαίου 2 ή 3 του Τίτλου ΙΙ του Μέρους τρία και των απαιτήσεων που ορίζονται στον Τίτλο IV του Μέρους τρία, ανάλογα με την περίπτωση.

    5.   Τα ιδρύματα καθορίζουν το μέρος των τοποθετήσεων σε μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 που υπόκειται σε συντελεστή στάθμισης κινδύνου διαιρώντας το ποσό που ορίζεται στο στοιχείο α) με το ποσό που ορίζεται στο στοιχείο β):

    α)

    το ποσό των τοποθετήσεων που πρέπει να σταθμιστούν δυνάμει της παραγράφου 4,

    β)

    το ποσό που προσδιορίζεται στο σημείο i) διαιρούμενο με το ποσό που προσδιορίζεται στο σημείο ii):

    i)

    το συνολικό ποσό των μέσων κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1,

    ii)

    το συνολικό ποσό των άμεσων, έμμεσων και σύνθετων τοποθετήσεων του ιδρύματος σε μέσα κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 των οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα στις περιπτώσεις που το ίδρυμα δεν διαθέτει σημαντική επένδυση.

    Τμήμα 3

    Πρόσθετο κεφάλαιο κατηγορίας 1

    Άρθρο 61

    Πρόσθετο κεφάλαιο της κατηγορίας 1

    Το Πρόσθετο κεφάλαιο της Κατηγορίας 1 ενός ιδρύματος απαρτίζεται από Πρόσθετα στοιχεία της Κατηγορίας 1 μετά την αφαίρεση των στοιχείων που αναφέρονται στο άρθρο 56 και μετά την εφαρμογή του άρθρου 79.

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

    Κεφάλαιο της κατηγορίας 2

    Τμήμα 1

    Στοιχεία και Μέσα της κατηγορίας 2

    Άρθρο 62

    Στοιχεία της κατηγορίας 2

    Τα στοιχεία της Κατηγορίας 2 απαρτίζονται από τα ακόλουθα στοιχεία:

    α)

    κεφαλαιακά μέσα και δάνεια μειωμένης εξασφάλισης, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 63,

    β)

    η διαφορά από την έκδοση μετοχών υπέρ το άρτιο που αφορά τα μέσα που αναφέρονται στο στοιχείο α),

    γ)

    για τα ιδρύματα που υπολογίζουν σταθμισμένα ανοίγματα δυνάμει του τρίτου μέρους τίτλος ΙΙ κεφάλαιο 2, τις γενικές προσαρμογές πιστωτικού κινδύνου, με τις επιπτώσεις του φόρου, ύψους έως 1,25 % σταθμισμένων ανοιγμάτων υπολογισμένων σύμφωνα με το κεφάλαιο 2 του τίτλου ΙΙ του τρίτου μέρους,

    δ)

    για τα ιδρύματα που υπολογίζουν τα σταθμισμένα ανοίγματα δυνάμει του τρίτου μέρους τίτλος ΙΙ κεφάλαιο 3, τα θετικά ποσά, με τις επιπτώσεις του φόρου, που προκύπτουν από τον υπολογισμό που προσδιορίζεται στα άρθρα 158 και 159, έως και 0,6 % των σταθμισμένων ανοιγμάτων υπολογισμένων σύμφωνα με το κεφάλαιο 3 του τίτλου ΙΙ του τρίτου μέρους.

    Μέσα που περιλαμβάνονται στο στοιχείο α) δεν είναι αποδεκτά ως στοιχεία κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 ή πρόσθετα στοιχεία της κατηγορίας 1.

    Άρθρο 63

    Μέσα της κατηγορίας 2

    Τα κεφαλαιακά μέσα και τα δάνεια μειωμένης εξασφάλισης είναι αποδεκτά ως μέσα της κατηγορίας 2 εφόσον πληρούνται οι κατωτέρω προϋποθέσεις:

    α)

    τα μέσα έχουν εκδοθεί ή τα δάνεια μειωμένης εξασφάλισης έχουν ληφθεί, αναλόγως, και καταβληθεί πλήρως,

    β)

    τα μέσα δεν έχουν αγοραστεί ή τα δάνεια μειωμένης εξασφάλισης δεν έχουν χορηγηθεί, αναλόγως, από κανένα από τα εξής:

    i)

    το ίδρυμα ή τις θυγατρικές του,

    ii)

    επιχείρηση στην οποία το ίδρυμα έχει συμμετοχή υπό μορφή ιδιοκτησίας, άμεσης ή μέσω ελέγχου, του 20 % ή περισσότερο των δικαιωμάτων ψήφου ή του κεφαλαίου της,

    γ)

    η αγορά των μέσων ή η χορήγηση των δανείων μειωμένης εξασφάλισης, αναλόγως, δεν χρηματοδοτείται άμεσα ή έμμεσα από το ίδρυμα,

    δ)

    η απαίτηση έναντι του κεφαλαίου των μέσων δυνάμει των διατάξεων που διέπουν τα μέσα ή η απαίτηση επί του κεφαλαίου των δανείων μειωμένης εξασφάλισης δυνάμει των διατάξεων που διέπουν τα δάνεια μειωμένης εξασφάλισης, αναλόγως, κατατάσσεται εξ ολοκλήρου μετά τις απαιτήσεις πλήρους εξασφάλισης όλων των άλλων πιστωτών,

    ε)

    τα μέσα ή τα δάνεια μειωμένης εξασφάλισης, αναλόγως, δεν αποτελούν αντικείμενο εξασφάλισης ούτε υπόκεινται σε εγγύηση που ενισχύει την εξοφλητική προτεραιότητα της απαίτησης από οποιονδήποτε από τους κατωτέρω:

    i)

    το ίδρυμα ή τις θυγατρικές του,

    ii)

    τη μητρική επιχείρηση του ιδρύματος ή τις θυγατρικές της,

    iii)

    τη μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή τις θυγατρικές της,

    iv)

    την μικτή εταιρεία συμμετοχώνή τις θυγατρικές της,

    v)

    την μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών ή τις θυγατρικές της,

    vi)

    οποιαδήποτε επιχείρηση έχει στενούς δεσμούς με τις οντότητες που αναφέρονται στα σημεία i) έως v),

    στ)

    τα μέσα ή τα δάνεια μειωμένης εξασφάλισης, αναλόγως, δεν υπόκεινται σε ρύθμιση που ενισχύει άλλως την εξοφλητική προτεραιότητα της σχετικής απαίτησης των μέσων ή των δανείων μειωμένης εξασφάλισης αντίστοιχα,

    ζ)

    τα μέσα ή τα δάνεια μειωμένης εξασφάλισης, αναλόγως, έχουν αρχική ληκτότητα τουλάχιστον πέντε ετών,

    η)

    οι διατάξεις που διέπουν τα μέσα ή τα δάνεια μειωμένης εξασφάλισης, αναλόγως, δεν περιλαμβάνουν κανένα κίνητρο για πληρωμή ή εξόφληση του κεφαλαίου τους, αναλόγως, από το ίδρυμα πριν από τη λήξη τους,

    θ)

    σε περίπτωση που τα μέσα ή τα δάνεια μειωμένης εξασφάλισης, αναλόγως, περιλαμβάνουν ένα ή περισσότερα δικαιώματα ανάκλησης ή δικαιώματα πρόωρης αποπληρωμής, κατά περίπτωση, τα δικαιώματα ασκούνται κατά την αποκλειστική κρίση του εκδότη ή του χρεώστη, κατά περίπτωση,

    ι)

    η ανάκληση, εξόφληση ή επαναγορά ή πρόωρη αποπληρωμή των μέσων ή των δανείων μειωμένης εξασφάλισης, αναλόγως, είναι δυνατή μόνο εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 77 και το νωρίτερο πέντε έτη από την ημερομηνία έκδοσης ή λήψης, αναλόγως, εκτός εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 78 παράγραφος 4,

    ια)

    οι διατάξεις που διέπουν τα μέσα ή τα δάνεια μειωμένης εξασφάλισης, αναλόγως, δεν υποδεικνύουν ρητά ή σιωπηρά ότι τα μέσα ή τα δάνεια μειωμένης εξασφάλισης, αναλόγως, θα μπορούσαν ή ενδέχεται να ανακληθούν, να εξοφληθούν, να επαναγοραστούν ή να αποπληρωθούν πρόωρα, αναλόγως, από το ίδρυμα, πλην της περίπτωσης αφερεγγυότητας ή εκκαθάρισης του ιδρύματος, ενώ το ίδρυμα δεν προβλέπει άλλως τέτοια υπόδειξη,

    ιβ)

    οι διατάξεις που διέπουν τα μέσα ή τα δάνεια μειωμένης εξασφάλισης, αναλόγως, δεν παρέχουν στον κάτοχο το δικαίωμα να επιταχύνει τις προγραμματισμένες στο μέλλον πληρωμές τόκων ή κεφαλαίου, με εξαίρεση την περίπτωση αφερεγγυότητας ή εκκαθάρισης του ιδρύματος,

    ιγ)

    το επίπεδο των οφειλόμενων πληρωμών τόκων ή μερισμάτων, αναλόγως, επί των μέσων ή των δανείων μειωμένης εξασφάλισης, αναλόγως, δεν θα τροποποιηθεί βάσει της πιστωτικής διαβάθμισης του ιδρύματος ή της μητρικής του επιχείρησης,

    ιδ)

    σε περίπτωση που τα μέσα δεν εκδίδονται άμεσα από ίδρυμα ή σε περίπτωση που τα δάνεια μειωμένης εξασφάλισης δεν λαμβάνονται άμεσα από ίδρυμα, αναλόγως, πρέπει να πληρούνται αμφότερες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

    i)

    τα μέσα έχουν εκδοθεί ή τα δάνεια μειωμένης εξασφάλισης έχουν ληφθεί, αναλόγως, μέσω οντότητας, που αποτελεί μέρος της ενοποίησης σύμφωνα με το κεφάλαιο 2 του τίτλου ΙΙ του πρώτου μέρους,

    ii)

    τα έσοδα διατίθενται άμεσα χωρίς περιορισμό στο ίδρυμα κατά τρόπο ώστε να πληρούνται οι προϋποθέσεις που ορίζονται στην παρούσα παράγραφο.

    Άρθρο 64

    Απόσβεση μέσων της κατηγορίας 2

    Ο βαθμός στον οποίο τα μέσα της κατηγορίας 2 αναγνωρίζονται ως στοιχεία της κατηγορίας 2 κατά τη διάρκεια των πέντε τελευταίων ετών της ληκτότητας των μέσων υπολογίζεται πολλαπλασιάζοντας το αποτέλεσμα που προκύπτει από τον υπολογισμό στο στοιχείο α) επί το ποσό που αναφέρεται στο στοιχείο β) ως εξής:

    α)

    το ονομαστικό ποσό των μέσων ή των δανείων μειωμένης εξασφάλισης την πρώτη ημέρα της τελικής πενταετούς περιόδου της συμβατικής ληκτότητάς τους προς τον αριθμό των ημερολογιακών ημερών της εν λόγω περιόδου,

    β)

    ο αριθμός των εναπομενουσών ημερολογιακών ημερών συμβατικής ληκτότητας των μέσων ή δανείων μειωμένης εξασφάλισης.

    Άρθρο 65

    Συνέπειες της παύσης ικανοποίησης των προϋποθέσεων για μέσα της κατηγορίας 2

    Οι κατωτέρω διατάξεις εφαρμόζονται εάν σταματήσουν να πληρούνται οι προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 63 στην περίπτωση μέσου της Κατηγορίας 2:

    α)

    το μέσο παύει αμέσως να είναι αποδεκτό ως μέσο της κατηγορίας 2,

    β)

    το τμήμα της διαφοράς από την έκδοση μετοχών υπέρ το άρτιο που αφορά το εν λόγω μέσο παύει αμέσως να είναι αποδεκτό ως στοιχείο της κατηγορίας 2.

    Τμήμα 2

    Αφαιρέσεις από στοιχεία της κατηγορίας 2

    Άρθρο 66

    Αφαιρέσεις από στοιχεία της κατηγορίας 2

    Τα κατωτέρω στοιχεία αφαιρούνται από τα στοιχεία της κατηγορίας 2:

    α)

    άμεσες, έμμεσες και σύνθετες τοποθετήσεις ενός ιδρύματος σε ίδια μέσα της κατηγορίας 2, συμπεριλαμβανομένων των ιδίων μέσων της κατηγορίας 2 που ενδέχεται να υποχρεούται να αγοράσει ένα ίδρυμα ως αποτέλεσμα υφιστάμενων συμβατικών υποχρεώσεων,

    β)

    άμεσες, έμμεσες και σύνθετες τοποθετήσεις σε μέσα της κατηγορίας 2 οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα με τις οποίες το ίδρυμα έχει αμοιβαία συμμετοχή η οποία, κατά τη γνώμη των αρμόδιων αρχών, σχεδιάστηκε με στόχο την τεχνητή διόγκωση των ιδίων κεφαλαίων του ιδρύματος,

    γ)

    το ποσό των άμεσων, έμμεσων και σύνθετων τοποθετήσεων σε μέσα της κατηγορίας 2 οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα, που προσδιορίζεται δυνάμει του άρθρου 70, στις περιπτώσεις που το ίδρυμα δεν διαθέτει σημαντική επένδυση στις εν λόγω οντότητες,

    δ)

    άμεσες, έμμεσες και σύνθετες τοποθετήσεις του ιδρύματος σε μέσα της κατηγορίας 2 οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα, σε περίπτωση που το ίδρυμα διαθέτει σημαντική επένδυση στις εν λόγω οντότητες, εξαιρουμένων των θέσεων αναδοχής που τηρούνται για πέντε εργάσιμες ημέρες κατ’ ανώτατο όριο.

    Άρθρο 67

    Αφαίρεση των τοποθετήσεων σε ίδια μέσα της κατηγορίας 2

    Για τους σκοπούς του άρθρου 66 στοιχείο α), τα ιδρύματα υπολογίζουν τις τοποθετήσεις τους βάσει των μικτών θετικών τους θέσεων που υπόκεινται στις ακόλουθες εξαιρέσεις:

    α)

    τα ιδρύματα δύνανται να υπολογίζουν τα ποσά των τοποθετήσεων βάσει της καθαρής θετικής τους θέσης υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται και οι δύο κάτωθι προϋποθέσεις:

    i)

    οι θετικές και οι αρνητικές θέσεις βρίσκονται στο ίδιο υποκείμενο άνοιγμα και οι αρνητικές θέσεις δεν ενέχουν κίνδυνο αντισυμβαλλόμενου,

    ii)

    είτε οι θετικές και οι αρνητικές θέσεις περιλαμβάνονται αμφότερες στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών είτε αμφότερες περιλαμβάνονται σε χαρτοφυλάκιο πέραν του χαρτοφυλακίου συναλλαγών,

    β)

    τα ιδρύματα προσδιορίζουν το ποσό που αφαιρείται για άμεσες, έμμεσες και σύνθετες τοποθετήσεις σε τίτλους συνδεδεμένους με δείκτες, υπολογίζοντας το υποκείμενο άνοιγμα στα ίδια μέσα της κατηγορίας 2 που περιλαμβάνονται στους εν λόγω δείκτες,

    γ)

    τα ιδρύματα δύνανται να συμψηφίζουν τις μεικτές θετικές θέσεις σε ίδια μέσα της κατηγορίας 2 που προκύπτουν από τοποθετήσεις σε τίτλους συνδεδεμένους με δείκτες με τις αρνητικές θέσεις σε ίδια μέσα της κατηγορίας 2 που προκύπτουν από αρνητικές θέσεις στους υποκείμενους δείκτες, ακόμα και στις περιπτώσεις που οι εν λόγω αρνητικές θέσεις ενέχουν κίνδυνο αντισυμβαλλομένου, υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται αμφότερες οι κάτωθι προϋποθέσεις:

    i)

    οι θετικές και οι αρνητικές θέσεις είναι στους ίδιους υποκείμενους δείκτες,

    ii)

    είτε οι θετικές και οι αρνητικές θέσεις περιλαμβάνονται αμφότερες στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών είτε αμφότερες περιλαμβάνονται σε χαρτοφυλάκιο πέραν του χαρτοφυλακίου συναλλαγών.

    Άρθρο 68

    Αφαίρεση των τοποθετήσεων σε μέσα της κατηγορίας 2 οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα σε περίπτωση που το ίδρυμα έχει αμοιβαία συμμετοχή που σχεδιάστηκε με στόχο την τεχνητή διόγκωση των ιδίων κεφαλαίων του

    Τα ιδρύματα πραγματοποιούν τις αφαιρέσεις που απαιτούνται δυνάμει των στοιχείων β), γ) και δ) του άρθρου 66 παράγραφος 1 σύμφωνα με τις ακόλουθες διατάξεις:

    α)

    οι τοποθετήσεις σε μέσα της κατηγορίας 2 υπολογίζονται βάσει των μεικτών θετικών θέσεων,

    β)

    οι τοποθετήσεις σε ασφαλιστικά στοιχεία ιδίων κεφαλαίων της κατηγορίας 2 και σε ασφαλιστικά στοιχεία ιδίων κεφαλαίων της κατηγορίας 3 θεωρούνται ως τοποθετήσεις σε μέσα της κατηγορίας 2 για τους σκοπούς της αφαίρεσης.

    Άρθρο 69

    Αφαίρεση των τοποθετήσεων σε μέσα της κατηγορίας 2 οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα

    Τα ιδρύματα πραγματοποιούν τις αφαιρέσεις που απαιτούνται δυνάμει του άρθρου 66 στοιχεία γ) και δ) σύμφωνα με τα εξής:

    α)

    δύνανται να υπολογίζουν τις άμεσες, έμμεσες και σύνθετες τοποθετήσεις σε μέσα της κατηγορίας 2 των οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα βάσει της καθαρής θετικής θέσης στο ίδιο υποκείμενο άνοιγμα υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται αμφότερες οι κατωτέρω προϋποθέσεις:

    i)

    η ληκτότητα της αρνητικής θέσης ταυτίζεται με τη ληκτότητα της θετικής ή έχει εναπομένουσα ληκτότητα τουλάχιστον ενός έτους,

    ii)

    είτε η θετική και η αρνητική θέση περιλαμβάνονται αμφότερες στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών είτε αμφότερες περιλαμβάνονται σε χαρτοφυλάκιο πέραν του χαρτοφυλακίου συναλλαγών,

    β)

    προσδιορίζουν το ποσό που αφαιρείται για άμεσες, έμμεσες και σύνθετες τοποθετήσεις σε τίτλους συνδεδεμένους με δείκτες, λαμβάνοντας υπόψη το υποκείμενο άνοιγμα στα κεφαλαιακά μέσα οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα που περιλαμβάνονται στους δείκτες αυτούς.

    Άρθρο 70

    Αφαίρεση μέσων της κατηγορίας 2 σε περίπτωση που το ίδρυμα δεν έχει σημαντική επένδυση σε σχετική οντότητα

    1.   Για τους σκοπούς του στοιχείου γ) του άρθρου 66 παράγραφος 1, τα ιδρύματα υπολογίζουν το προς αφαίρεση ποσό κατά περίπτωση πολλαπλασιάζοντας το ποσό που αναφέρεται στο στοιχείο α) της παρούσας παραγράφου με τον συντελεστή που προκύπτει από τον υπολογισμό που αναφέρεται στο στοιχείο β) της παρούσας παραγράφου:

    α)

    το συνολικό ποσό των άμεσων, έμμεσων και σύνθετων τοποθετήσεων του ιδρύματος σε μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 και μέσα της κατηγορίας 2 οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα που υπερβαίνει το 10 % των στοιχείων κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 του ιδρύματος, υπολογισμένο μετά την εφαρμογή των κατωτέρω:

    i)

    των άρθρων 32 έως 35,

    ii)

    του άρθρου 36 παράγραφος 1 στοιχεία α) έως η), του άρθρου 36 παράγραφος 1 στοιχείο ια) σημεία ii) έως v) και του άρθρου 36 παράγραφος 1 στοιχείο ιβ), εξαιρουμένου του ποσού που αφαιρείται για τις αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις που βασίζονται σε μελλοντική κερδοφορία και προκύπτουν από προσωρινές διαφορές,

    iii)

    των άρθρων 44 και 45,

    β)

    το ποσό των άμεσων, έμμεσων και σύνθετων τοποθετήσεων του ιδρύματος σε μέσα της κατηγορίας 2 οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα δια του συνολικού ποσού όλων των άμεσων, έμμεσων και σύνθετων τοποθετήσεων του ιδρύματος σε μέσα κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 και μέσα της κατηγορίας 2 των εν λόγω οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα.

    2.   Τα ιδρύματα εξαιρούν τις θέσεις αναδοχής που τηρούνται για πέντε εργάσιμες ημέρες κατά μέγιστο από το ποσό που αναφέρεται στο στοιχείο α) της παραγράφου 1 και από τον υπολογισμό του συντελεστή που αναφέρεται στο στοιχείο β) της παραγράφου 1.

    3.   Το ποσό που πρέπει να αφαιρεθεί δυνάμει της παραγράφου 1 κατανέμεται σε όλα τα μέσα της κατηγορίας 2. Τα ιδρύματα προσδιορίζουν το τμήμα των τοποθετήσεων σε μέσα της κατηγορίας 2 που αφαιρείται, πολλαπλασιάζοντας το ποσό που ορίζεται στο στοιχείο α) της παρούσας παραγράφου με το κλάσμα του στοιχείου β) της παρούσας παραγράφου:

    α)

    το συνολικό ποσό των τοποθετήσεων που πρέπει να αφαιρεθούν δυνάμει της παραγράφου 1,

    β)

    το ποσό που εξειδικεύεται στο σημείο i) διαιρούμενο με το ποσό που εξειδικεύεται στο σημείο ii):

    i)

    το συνολικό ποσό του μέσου της κατηγορίας 2,

    ii)

    το συνολικό ποσό των άμεσων, έμμεσων και σύνθετων τοποθετήσεων του ιδρύματος σε μέσα της κατηγορίας 2 οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα στις οποίες το ίδρυμα δεν διαθέτει σημαντική επένδυση.

    4.   Το ποσό των τοποθετήσεων που αναφέρονται στο στοιχείο γ) του άρθρου 66 παράγραφος 1, το οποίο είναι ίσο ή μικρότερο από το 10 % των στοιχείων κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 του ιδρύματος μετά την εφαρμογή των διατάξεων που ορίζονται στην παράγραφο 1 στοιχείο α) σημεία i) έως iii), δεν αφαιρείται και υπόκειται στους αντίστοιχους συντελεστές στάθμισης κινδύνου δυνάμει του τρίτου μέρους τίτλος ΙΙ κεφάλαιο 2 ή 3 και των απαιτήσεων που ορίζονται στο τρίτο μέρος τίτλος IV, ανάλογα με την περίπτωση.

    5.   Τα ιδρύματα καθορίζουν το μέρος των τοποθετήσεων σε μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 που υπόκειται σε συντελεστή στάθμισης κινδύνου διαιρώντας το ποσό που ορίζεται στο στοιχείο α) με το ποσό που ορίζεται στο στοιχείο β):

    α)

    το ποσό των τοποθετήσεων που πρέπει να σταθμιστούν δυνάμει της παραγράφου 4,

    β)

    το ποσό που προσδιορίζεται στο σημείο i) διαιρούμενο με το ποσό που προσδιορίζεται στο σημείο ii):

    i)

    το συνολικό ποσό των μέσων κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1,

    ii)

    το συνολικό ποσό των άμεσων, έμμεσων και σύνθετων τοποθετήσεων του ιδρύματος σε μέσα κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 των οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα στις περιπτώσεις που το ίδρυμα δεν διαθέτει σημαντική επένδυση.

    Τμήμα 3

    Κεφάλαιο της κατηγορίας 2

    Άρθρο 71

    Κεφάλαιο της κατηγορίας 2

    Το κεφάλαιο της κατηγορίας 2 ενός ιδρύματος απαρτίζεται από στοιχεία της κατηγορίας 2 μετά τις αφαιρέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 66 και μετά την εφαρμογή του άρθρου 79.

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5

    Ίδια κεφάλαια

    Άρθρο 72

    Ίδια κεφάλαια

    Τα ίδια κεφάλαια ενός ιδρύματος απαρτίζονται από το άθροισμα του κεφαλαίου της κατηγορίας 1 και του κεφαλαίου της κατηγορίας 2.

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6

    Γενικές απαιτήσεις

    Άρθρο 73

    Διανομές επί μέσων ιδίων κεφαλαίων

    1.   Τα κεφαλαιακά μέσα για τα οποία ένα ίδρυμα αποφασίζει κατά την αποκλειστική κρίση του να πραγματοποιήσει διανομές με άλλη μορφή εκτός από τα μετρητά ή μέσο ιδίων κεφαλαίων, δεν είναι δυνατόν να γίνουν αποδεκτά ως μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 ή μέσα της κατηγορίας 2, εκτός εάν το ίδρυμα έχει λάβει την προηγούμενη άδεια των αρμόδιων αρχών.

    2.   Οι αρμόδιες αρχές χορηγούν την άδεια που αναφέρεται στην παράγραφο 1 μόνο εφόσον κρίνουν ότι πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

    α)

    η ικανότητα του ιδρύματος να ακυρώνει τις πληρωμές δυνάμει του μέσου δεν θα επηρεαζόταν αρνητικά από τη διακριτική ευχέρεια που αναφέρεται στην παράγραφο 1 ή από τη μορφή με την οποία θα μπορούσαν να πραγματοποιηθούν οι διανομές,

    β)

    η ικανότητα του μέσου να απορροφά τις ζημίες δεν θα επηρεαζόταν αρνητικά από τη διακριτική ευχέρεια που αναφέρεται στην παράγραφο 1 ή από τη μορφή με την οποία θα μπορούσαν να πραγματοποιηθούν οι διανομές,

    γ)

    η ποιότητα του κεφαλαιακού μέσου δεν θα μειωνόταν κατ’ άλλον τρόπο από τη διακριτική ευχέρεια που αναφέρεται στην παράγραφο 1 ή από τη μορφή με την οποία θα μπορούσαν να πραγματοποιηθούν οι διανομές.

    3.   Τα κεφαλαιακά μέσα για τα οποία ένα νομικό πρόσωπο διαφορετικό από το ίδρύμα που τα εκδίδει έχει τη διακριτική ευχέρεια να αποφασίζει ή να απαιτεί την πληρωμή των διανομών επί του μέσου με άλλη μορφή εκτός από τα μετρητά ή μέσο ιδίων κεφαλαίων δεν είναι δυνατόν να γίνουν αποδεκτά ως μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 ή μέσα της κατηγορίας 2.

    4.   Τα ιδρύματα μπορούν να χρησιμοποιούν ευρύ δείκτη αγοράς ως μία από τις βάσεις καθορισμού του ύψους των διανομών επί πρόσθετων μέσων της κατηγορίας 1 και μέσων της κατηγορίας 2.

    5.   Η παράγραφος 4 δεν εφαρμόζεται όταν το ίδρυμα αποτελεί οντότητα αναφοράς σε αυτό τον ευρύ δείκτη αγοράς, εκτός εάν πληρούνται και οι δύο ακόλουθες προϋποθέσεις:

    α)

    το ίδρυμα θεωρεί ότι οι κινήσεις σε αυτό τον ευρύ δείκτη αγοράς δεν συσχετίζονται σημαντικά με την πιστωτική διαβάθμιση του ιδρύματος, του μητρικού του ιδρύματος ή της μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή μητρικής μεικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών ή μητρικής μεικτής εταιρείας συμμετοχών,

    β)

    η αρμόδια αρχή δεν έχει καταλήξει σε προσδιορισμό διαφορετικό από τον αναφερόμενο στο στοιχείο α).

    6.   Τα ιδρύματα αναφέρουν και κοινοποιούν τους ευρείς δείκτες αγοράς στους οποίους βασίζονται τα κεφαλαιακά τους μέσα.

    7.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να εξειδικεύσει τους όρους υπό τους οποίους οι δείκτες μπορούν να θεωρούνται ευρείς δείκτες αγοράς για τους σκοπούς της παραγράφου 4.

    Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως 1η Φεβρουαρίου 2015.

    Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

    Άρθρο 74

    Τοποθετήσεις σε κεφαλαιακά μέσα τα οποία εκδίδονται από ρυθμιζόμενες οντότητες του χρηματοπιστωτικού τομέα και είναι αποδεκτά ως εποπτικό κεφάλαιο

    Τα ιδρύματα δεν αφαιρούν από οποιοδήποτε στοιχείο των ίδιων κεφαλαίων άμεσες, έμμεσες ή σύνθετες τοποθετήσεις τους κεφαλαιακών μέσων τα οποία εκδίδονται από ρυθμιζόμενη οντότητα του χρηματοπιστωτικού τομέα και δεν αναγνωρίζονται ως εποπτικό κεφάλαιο της εν λόγω οντότητας. Τα ιδρύματα εφαρμόζουν συντελεστή στάθμισης κινδύνου στις εν λόγω τοποθετήσεις σύμφωνα με το τρίτο μέρος τίτλος ΙΙ κεφάλαιο 2 ή 3, κατά περίπτωση.

    Άρθρο 75

    Αφαίρεση και απαιτήσεις ληκτότητας για τις αρνητικές θέσεις

    Οι απαιτήσεις ληκτότητας για αρνητικές θέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 45 στοιχείο α), το άρθρο 59 στοιχείο α) και το άρθρο 69 στοιχείο α) θεωρείται ότι πληρούνται όσον αφορά τις θέσεις που κατέχονται, εφόσον πληρούνται οι εξής προϋποθέσεις:

    α)

    το ίδρυμα έχει συμβατικό δικαίωμα να πωλήσει σε συγκεκριμένη μελλοντική ημερομηνία στον αντισυμβαλλόμενο που παρέχει την αντιστάθμιση τη θετική θέση που αντισταθμίζεται,

    β)

    ο αντισυμβαλλόμενος που παρέχει την αντιστάθμιση στο ίδρυμα υποχρεούται συμβατικά να αγοράσει από το ίδρυμα στη συγκεκριμένη μελλοντική ημερομηνία τη θετική θέση που αναφέρεται στο στοιχείο α).

    Άρθρο 76

    Τοποθετήσεις κεφαλαιακών μέσων που περιλαμβάνονται σε δείκτες

    1.   Για τους σκοπούς του άρθρου 42 στοιχείο α), του άρθρου 45 στοιχείο α), του άρθρου 57 στοιχείο α), του άρθρου 59 στοιχείο α), του άρθρου 67 στοιχείο α) και του άρθρου 69 στοιχείο α), τα ιδρύματα μπορούν να μειώσουν το ποσό θετικής θέσης σε κεφαλαιακό μέσο κατά το τμήμα ενός δείκτη που αποτελείται από το ίδιο υποκείμενο άνοιγμα που αντισταθμίζεται, με την προϋπόθεση ότι πληρούνται οι εξής προϋποθέσεις:

    α)

    είτε αμφότερες η θετική θέση που αντισταθμίζεται και η αρνητική θέση σε δείκτη που χρησιμοποιείται για την αντιστάθμιση αυτής της θετικής θέσης περιλαμβάνονται στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών είτε αμφότερες περιλαμβάνονται σε χαρτοφυλάκιο πέραν του χαρτοφυλακίου συναλλαγών,

    β)

    οι θέσεις που αναφέρονται στο στοιχείο α) αποτιμώνται στην εύλογη αξία τους στον ισολογισμό του ιδρύματος,

    γ)

    η αρνητική θέση που αναφέρεται στο στοιχείο α) αναγνωρίζεται ως αποτελεσματική αντιστάθμιση στο πλαίσιο των διαδικασιών εσωτερικού ελέγχου του ιδρύματος,

    δ)

    οι αρμόδιες αρχές αξιολογούν την καταλληλότητα των διαδικασιών ελέγχου που αναφέρονται στο στοιχείο γ) τουλάχιστον σε ετήσια βάση και κρίνουν ότι εξακολουθεί να πληρούται ο όρος αυτός.

    2.   Όταν η αρμόδια αρχή έχει προτέρως δώσει την άδεια της, ένα ίδρυμα μπορεί να εκτιμά συντηρητικά το υποκείμενο άνοιγμα του ιδρύματος σε κεφαλαιακά μέσα που περιλαμβάνονται στους δείκτες, ως εναλλακτική λύση στον υπολογισμό του ανοίγματος του ιδρύματος στα στοιχεία που αναφέρονται σε έκαστο ή σε αμφότερα τα στοιχεία α) ή β):

    α)

    ίδια μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 και μέσα της κατηγορίας 2, που περιλαμβάνονται στους δείκτες,

    β)

    μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 και της κατηγορίας 2 οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα, που περιλαμβάνονται στους δείκτες.

    3.   Οι αρμόδιες αρχές χορηγούν την άδεια που αναφέρεται στην παράγραφο 2 μόνο εάν το ίδρυμα έχει αποδείξει επαρκώς ότι η παρακολούθηση εκ μέρους του ιδρύματος του υποκείμενου ανοίγματος στα στοιχεία που αναφέρονται σε έκαστο ή σε αμφότερα τα στοιχεία α) ή β) της παραγράφου 2, αναλόγως, θα ήταν λειτουργικά δύσκολη.

    4.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να διευκρινίσει τα εξής:

    α)

    όταν μια εκτίμηση που χρησιμοποιείται ως εναλλακτική λύση για τον υπολογισμό του υποκείμενου ανοίγματος που αναφέρεται στην παράγραφο 2 είναι επαρκώς συντηρητική,

    β)

    την έννοια της λειτουργικής επιβάρυνσης για τους σκοπούς της παραγράφου 3.

    Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως 1η Φεβρουαρίου 2015.

    Εξουσιοδοτείται η Επιτροπή να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

    Άρθρο 77

    Προϋποθέσεις μείωσης των ιδίων κεφαλαίων

    Απαιτείται η προηγούμενη άδεια της αρμόδιας αρχής προκειμένου ένα ίδρυμα να προβεί σε αμφότερες ή σε οποιαδήποτε από τις κατωτέρω ενέργειες:

    α)

    μείωση, εξόφληση ή επαναγορά των μέσων κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 που έχουν εκδοθεί από το ίδρυμα με τρόπο που επιτρέπεται δυνάμει της ισχύουσας εθνικής νομοθεσίας,

    β)

    εξάσκηση της ανάκλησης, εξόφληση,, αποπληρωμή ή επαναγορά πρόσθετων μέσων της κατηγορίας 1 ή της κατηγορίας 2, αναλόγως, πριν από την ημερομηνία συμβατικής ληκτότητάς τους.

    Άρθρο 78

    Εποπτική άδεια για τη μείωση των ιδίων κεφαλαίων

    1.   Η αρμόδια αρχή χορηγεί την άδειά της για τη μείωση, επαναγορά, ανάκληση ή εξόφληση των μέσων κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, των πρόσθετων μέσων της κατηγορίας 1 ή των μέσων της κατηγορίας 2 εφόσον πληρούται οποιαδήποτε από τις κατωτέρω προϋποθέσεις:

    α)

    πριν από ή ταυτόχρονα με την ενέργεια που αναφέρεται στο άρθρο 77, το ίδρυμα αντικαθιστά τα μέσα που αναφέρονται στο άρθρο 77 με μέσα ιδίων κεφαλαίων ίσης ή υψηλότερης ποιότητας με όρους που είναι βιώσιμοι για την ικανότητα εσόδων του ιδρύματος,

    β)

    το ίδρυμα έχει αποδείξει επαρκώς στην αρμόδια αρχή ότι τα ίδια κεφάλαια του ιδρύματος, μετά τη σχετική ενέργεια, θα υπερέβαιναν τις απαιτήσεις που ορίζονται στο άρθρο 92 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού και την απαίτηση συνδυασμένου αποθέματος ασφαλείας όπως ορίζεται στο άρθρο 128 σημείο 6) της οδηγίας 2013/36/ΕΕ κατά περιθώριο που μπορεί να κριθεί απαραίτητο από την αρμόδια αρχή βάσει του άρθρου 104 παράγραφος 3 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ.

    2.   Οι αρμόδιες αρχές, όταν εκτιμούν, δυνάμει του στοιχείου α) της παραγράφου 1, τη βιωσιμότητα των μέσων αντικατάστασης για την ικανότητα εσόδων του ιδρύματος, λαμβάνουν υπόψη τους τον βαθμό στον οποίο αυτά τα κεφαλαιακά μέσα αντικατάστασης θα ήταν δαπανηρότερα για το ίδρυμα από εκείνα που αντικαθιστούν.

    3.   Σε περίπτωση που ένα ίδρυμα προβεί σε κάποια ενέργεια που αναφέρεται στο άρθρο 77 στοιχείο α) και η άρνηση εξόφλησης των μέσων κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 που αναφέρονται στο άρθρο 27 απαγορεύεται δυνάμει της ισχύουσας εθνικής νομοθεσίας, η αρμόδια αρχή μπορεί να παρεκκλίνει από τις προϋποθέσεις που ορίζονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου εφόσον απαιτεί από το ίδρυμα να περιορίσει την εξόφληση των εν λόγω μέσων σε κατάλληλη βάση.

    4.   Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν στα ιδρύματα να εξοφλούν πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 ή μέσα της κατηγορίας 2 πριν από την πάροδο πέντε ετών από την ημερομηνία έκδοσης, μόνο εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις της παραγράφου 1 και του στοιχείου α) ή β) της παρούσας παραγράφου:

    α)

    υπάρχει αλλαγή στην εποπτική κατάταξη των μέσων αυτών, η οποία θα συνεπαγόταν ενδεχομένως τον αποκλεισμό τους από τα ίδια κεφάλαια ή την ανακατάταξή τους σε ίδια κεφάλαια χαμηλότερης ποιότητας, πληρούνται δε και οι δύο ακόλουθες προϋποθέσεις:

    i)

    η αρμόδια αρχή θεωρεί επαρκώς βέβαιη την αλλαγή αυτή,

    ii)

    το ίδρυμα αποδεικνύει στις αρμόδιες αρχές ότι η υποχρεωτική ανακατάταξη των μέσων αυτών δεν μπορούσε να προβλεφθεί ευλόγως κατά το χρόνο της έκδοσής τους,

    β)

    υπάρχει αλλαγή στην εφαρμοστέα φορολογική αντιμετώπιση των εν λόγω μέσων για την οποία το ίδρυμα αποδεικνύει στις αρμόδιες αρχές ότι είναι σημαντική και δεν μπορούσε να προβλεφθεί ευλόγως κατά το χρόνο της έκδοσής τους.

    5.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να διευκρινίσει τα εξής:

    α)

    την έννοια της βιώσιμης ικανότητας εσόδων του ιδρύματος,

    β)

    τις κατάλληλες βάσεις περιορισμού της εξόφλησης που αναφέρονται στην παράγραφο 3,

    γ)

    τη διαδικασία και τις απαιτήσεις δεδομένων για την υποβολή αίτησης από ένα ίδρυμα προς την αρμόδια αρχή ώστε να επιτρέψει τη διεξαγωγή ενέργειας αναφερόμενης στο άρθρο 77, περιλαμβανομένης της διαδικασίας που εφαρμόζεται στην περίπτωση εξόφλησης εκδιδόμενων μεριδίων σε μέλη συνεταιριστικών εταιρειών, και της χρονικής περιόδου για την επεξεργασία της αίτησης αυτής.

    Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως 1η Φεβρουαρίου 2015.

    Εξουσιοδοτείται η Επιτροπή να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

    Άρθρο 79

    Προσωρινή αναστολή της αφαίρεσης από τα ίδια κεφάλαια

    1.   Εάν ένα ίδρυμα προσωρινά κατέχει κεφαλαιακά μέσα ή έχει χορηγήσει δάνεια μειωμένης εξασφάλισης, κατά περίπτωση, που μπορούν να γίνουν αποδεκτά ως μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 ή μέσα της κατηγορίας 2 σε οντότητα του χρηματοπιστωτικού τομέα και η αρμόδια αρχή θεωρεί ότι οι εν λόγω τοποθετήσεις έχουν σκοπό τη χρηματοδοτική συνδρομή για την ανασυγκρότηση και διάσωση της εν λόγω οντότητας, η αρμόδια αρχή μπορεί να αναστείλει προσωρινά την εφαρμογή των διατάξεων σχετικά με την αφαίρεση, οι οποίες διαφορετικά θα εφαρμόζονταν στα εν λόγω μέσα.

    2.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να διευκρινίσει την έννοια της λέξης «προσωρινά» για τους σκοπούς της παραγράφου 1 και τις προϋποθέσεις σύμφωνα με τις οποίες η αρμόδια αρχή μπορεί να κρίνει ότι οι εν λόγω προσωρινές τοποθετήσεις προορίζονται ως χρηματοδοτική συνδρομή στην ανασυγκρότηση και διάσωση της σχετικής οντότητας.

    Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως 1η Φεβρουαρίου 2015.

    Εξουσιοδοτείται η Επιτροπή να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

    Άρθρο 80

    Συνεχής αξιολόγηση της ποιότητας των ιδίων κεφαλαίων

    1.   Η ΕΑΤ παρακολουθεί την ποιότητα των μέσων ιδίων κεφαλαίων που εκδίδονται από ιδρύματα σε ολόκληρη την Ένωση και ενημερώνει αμέσως την Επιτροπή εάν υπάρχουν σημαντικές ενδείξεις ότι τα μέσα αυτά δεν πληρούν τα κριτήρια που καθορίζονται στο άρθρο 28 ή, κατά περίπτωση, στο άρθρο 29.

    Οι αρμόδιες αρχές διαβιβάζουν αμελλητί, κατόπιν αιτήματος της ΕΑΤ, όλες τις πληροφορίες που η ΕΑΤ θεωρεί αναγκαίες σχετικά με νέα κεφαλαιακά μέσα που εκδίδονται, προκειμένου να μπορεί να παρακολουθεί την ποιότητα των μέσων ιδίων κεφαλαίων που εκδίδονται από ιδρύματα σε ολόκληρη την Ένωση.

    2.   Η σχετική κοινοποίηση περιλαμβάνει τα εξής:

    α)

    λεπτομερή εξήγηση της φύσης και της έκτασης της διαπιστωθείσας ανεπάρκειας,

    β)

    τεχνικές συμβουλές σχετικά με τις ενέργειες στις οποίες η ΕΑΤ θεωρεί ότι είναι απαραίτητο να προβεί η Επιτροπή,

    γ)

    σημαντικές εξελίξεις στη μεθοδολογία της ΕΑΤ για προσομοιώσεις ακραίων καταστάσεων με στόχο τη δοκιμή της φερεγγυότητας των ιδρυμάτων.

    3.   Η ΕΑΤ παρέχει τεχνικές συμβουλές στην Επιτροπή σχετικά με τυχόν σημαντικές αλλαγές οι οποίες θεωρεί ότι απαιτούνται για τον ορισμό των ιδίων κεφαλαίων ως αποτέλεσμα οποιουδήποτε από τα κατωτέρω γεγονότα:

    α)

    σχετικές εξελίξεις στα πρότυπα ή την πρακτική της αγοράς,

    β)

    αλλαγές σε σχετικά νομικά ή λογιστικά πρότυπα,

    γ)

    σημαντικές εξελίξεις στη μεθοδολογία της ΕΑΤ για προσομοιώσεις ακραίων καταστάσεων με στόχο τη δοκιμή της φερεγγυότητας των ιδρυμάτων.

    4.   Η ΕΑΤ παρέχει τεχνικές συμβουλές στην Επιτροπή το αργότερο έως την 1η Ιανουαρίου 2014 σχετικά με πιθανές προτάσεις για την αντιμετώπιση των μη πραγματοποιηθέντων κερδών υπολογισμένων σε εύλογη αξία, εκτός από τη συμπερίληψή τους στις κοινές μετοχές της κατηγορίας 1 χωρίς προσαρμογή. Οι εν λόγω συστάσεις λαμβάνουν υπόψη σχετικές εξελίξεις στα διεθνή λογιστικά πρότυπα και σε διεθνείς συμφωνίες σχετικά με τα πρότυπα προληπτικής εποπτείας για τις τράπεζες.

    ΤΙΤΛΟΣ II

    ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΜΕΙΟΨΗΦΙΑΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΘΕΤΑ ΜΕΣΑ ΤΗΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑΣ 1 ΚΑΙ ΜΕΣΑ ΤΗΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑΣ 2 ΠΟΥ ΕΚΔΙΔΟΝΤΑΙ ΑΠΟ ΘΥΓΑΤΡΙΚΕΣ

    Άρθρο 81

    Δικαιώματα μειοψηφίας που μπορούν να συμπεριληφθούν στο ενοποιημένο κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1

    1.   Τα δικαιώματα μειοψηφίας απαρτίζονται από το άθροισμα των μέσων κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, της διαφοράς από έκδοση μετοχών υπέρ το άρτιο που σχετίζονται με τα εν λόγω μέσα, των κερδών εις νέον και λοιπών αποθεματικών μιας θυγατρικής εφόσον πληρούνται οι κατωτέρω προϋποθέσεις:

    α)

    η θυγατρική είναι ένας από τους κατωτέρω φορείς:

    i)

    ίδρυμα,

    ii)

    επιχείρηση που υπόκειται στις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού και της οδηγίας 2013/36/ΕΕ δυνάμει της ισχύουσας εθνικής νομοθεσίας,

    β)

    η θυγατρική περιλαμβάνεται πλήρως στην ενοποίηση σύμφωνα με το πρώτο μέρος τίτλος ΙΙ κεφάλαιο 2,

    γ)

    τα στοιχεία κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, που αναφέρονται στο εισαγωγικό μέρος της παρούσας παραγράφου, ανήκουν σε πρόσωπα διαφορετικά από τις επιχειρήσεις που περιλαμβάνονται στην ενοποίηση σύμφωνα με το πρώτο μέρος τίτλος ΙΙ κεφάλαιο 2.

    2.   Τα δικαιώματα μειοψηφίας που χρηματοδοτούνται άμεσα ή έμμεσα, μέσω οντότητας ειδικού σκοπού ή με άλλο τρόπο, από τη μητρική επιχείρηση του ιδρύματος ή τις θυγατρικές του δεν γίνονται αποδεκτά ως ενοποιημένο κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1.

    Άρθρο 82

    Αποδεκτό πρόσθετο κεφάλαιο της κατηγορίας 1, κεφάλαιο της κατηγορίας 1, κεφάλαιο της κατηγορίας 2 και αποδεκτά ίδια κεφάλαια

    Το αποδεκτό πρόσθετο κεφάλαιο της κατηγορίας 1, το κεφάλαιο της κατηγορίας 1, το κεφάλαιο της κατηγορίας 2 και τα αποδεκτά ίδια κεφάλαια περιλαμβάνουν το δικαίωμα μειοψηφίας, το πρόσθετο κεφάλαιο της κατηγορίας 1 ή της κατηγορίας 2, κατά περίπτωση, προσαυξημένο κατά τα σχετικά κέρδη εις νέον και τη διαφορά από την έκδοση μετοχών υπέρ το άρτιο, μιας θυγατρικής, εφόσον πληρούνται οι κατωτέρω προϋποθέσεις:

    α)

    η θυγατρική είναι οποιοσδήποτε από τους κατωτέρω φορείς:

    i)

    ίδρυμα,

    ii)

    επιχείρηση που υπόκειται στις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού και της οδηγίας 2013/36/ΕΕ δυνάμει της ισχύουσας εθνικής νομοθεσίας,

    β)

    η θυγατρική περιλαμβάνεται πλήρως στο πεδίο εφαρμογής της ενοποίησης σύμφωνα με το πρώτο μέρος τίτλος ΙΙ κεφάλαιο 2,

    γ)

    τα εν λόγω μέσα ανήκουν σε πρόσωπα διαφορετικά από τις επιχειρήσεις που περιλαμβάνονται στην ενοποίηση σύμφωνα με το πρώτο μέρος τίτλος ΙΙ κεφάλαιο 2.

    Άρθρο 83

    Αποδεκτό πρόσθετο κεφάλαιο της κατηγορίας 1 και κεφάλαιο της κατηγορίας 2 που εκδίδεται από οντότητα ειδικού σκοπού

    1.   Τα πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 και της κατηγορίας 2 που εκδίδονται από οντότητα ειδικού σκοπού και η σχετική διαφορά από την έκδοση μετοχών υπέρ το άρτιο περιλαμβάνονται στο αποδεκτό πρόσθετο κεφάλαιο της κατηγορίας 1, στο κεφάλαιο της κατηγορίας 1 ή της κατηγορίας 2 ή στα αποδεκτά ίδια κεφάλαια, αναλόγως, μόνον εφόσον πληρούνται οι κατωτέρω προϋποθέσεις:

    α)

    η οντότητα ειδικού σκοπού που εκδίδει τα εν λόγω μέσα περιλαμβάνεται πλήρως στην ενοποίηση σύμφωνα με το πρώτο μέρος τίτλος ΙΙ κεφάλαιο 2,

    β)

    τα μέσα και η σχετική διαφορά από την έκδοση μετοχών υπέρ το άρτιο περιλαμβάνονται στο αποδεκτό πρόσθετο κεφάλαιο της κατηγορίας 1 μόνον εφόσον ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 52 παράγραφος 1,

    γ)

    τα μέσα και η σχετική διαφορά από την έκδοση μετοχών υπέρ το άρτιο περιλαμβάνονται στο αποδεκτό κεφάλαιο της κατηγορίας 2 μόνον εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 63,

    δ)

    το μοναδικό στοιχείο ενεργητικού της οντότητας ειδικού σκοπού είναι η επένδυσή της στα ίδια κεφάλαια της μητρικής επιχείρησης ή θυγατρικής της που περιλαμβάνεται πλήρως στην ενοποίηση δυνάμει του πρώτου μέρους τίτλος ΙΙ κεφάλαιο 2, με τρόπο ώστε να πληρούνται οι σχετικές προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 52 παράγραφος 1 ή στο άρθρο 63, ανάλογα με την περίπτωση.

    Σε περίπτωση που η αρμόδια αρχή θεωρεί ότι το ενεργητικό μιας οντότητας ειδικού σκοπού εκτός της επένδυσής της στα ίδια κεφάλαια της μητρικής επιχείρησης ή της θυγατρικής που περιλαμβάνεται στο πεδίο εφαρμογής της ενοποίησης δυνάμει του πρώτου μέρους τίτλος ΙΙ κεφάλαιο 2, είναι ελάχιστο και ασήμαντο για μια τέτοια οντότητα, η αρμόδια αρχή δύναται να μην εφαρμόσει την προϋπόθεση που ορίζεται στο στοιχείο δ) του πρώτου εδαφίου.

    2.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να εξειδικεύσει τα είδη των στοιχείων ενεργητικού που μπορούν να σχετίζονται με τη λειτουργία οντοτήτων ειδικού σκοπού και τις έννοιες των όρων «ελάχιστο» και «ασήμαντο» που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1.

    Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως 1η Φεβρουαρίου 2015.

    Εξουσιοδοτείται η Επιτροπή να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

    Άρθρο 84

    Δικαιώματα μειοψηφίας που περιλαμβάνονται στο ενοποιημένο κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1

    1.   Τα ιδρύματα προσδιορίζουν το ποσό των δικαιωμάτων μειοψηφίας μιας θυγατρικής που συμπεριλαμβάνεται στο ενοποιημένο κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 αφαιρώντας από τα δικαιώματα μειοψηφίας της εν λόγω επιχείρησης το γινόμενο του πολλαπλασιασμού του ποσού που αναφέρεται στο στοιχείο α) επί το ποσοστό που αναφέρεται στο στοιχείο β):

    α)

    το κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 της θυγατρικής μείον το χαμηλότερο από τα κατωτέρω ποσά:

    i)

    το ποσό του κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 της ανωτέρω θυγατρικής που απαιτείται για να επιτευχθεί το άθροισμα της απαίτησης που αναφέρεται στο άρθρο 92 παράγραφος 1 στοιχείο α), των απαιτήσεων που αναφέρονται στα άρθρα 458 και 459, των ειδικών απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων που αναφέρονται στο άρθρο 104 της οδηγίας έως 36, της απαίτησης συνδυασμένου αποθέματος ασφαλείας που ορίζεται στο άρθρο 128 σημείο 6) της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, των απαιτήσεων που αναφέρονται στο άρθρο 500, καθώς και οποιωνδήποτε πρόσθετων απαιτήσεων τοπικών εποπτικών κανονισμών σε τρίτες χώρες, εφόσον οι εν λόγω απαιτήσεις καλύπτονται από το κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1,

    ii)

    το ποσό του ενοποιημένου κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 που αφορά την ανωτέρω θυγατρική και που απαιτείται σε ενοποιημένη βάση για να επιτευχθεί το άθροισμα της απαίτησης που αναφέρεται στο άρθρου 82 παράγραφος 1 στοιχείο α), των απαιτήσεων που αναφέρονται στα άρθρα 458 και 459, των ειδικών απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων που αναφέρονται στο άρθρο 104 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, της απαίτησης συνδυασμένου αποθέματος ασφαλείας που ορίζεται στο άρθρο 128 σημείο 6) της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, των απαιτήσεων που αναφέρονται στο άρθρο 500 καθώς και οποιωνδήποτε πρόσθετων απαιτήσεων τοπικών εποπτικών κανονισμών σε τρίτες χώρες, εφόσον οι εν λόγω απαιτήσεις καλύπτονται από το κεφάλαιο κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1,

    β)

    τα δικαιώματα μειοψηφίας της θυγατρικής εκπεφρασμένα ως ποσοστό όλων των μέσων κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 της εν λόγω επιχείρησης προσαυξημένο κατά τη σχετική διαφορά από την έκδοση μετοχών υπέρ το άρτιο, τα σχετικά κέρδη εις νέον και τα λοιπά αποθεματικά.

    2.   Ο υπολογισμός που αναφέρεται στην παράγραφο 1 πραγματοποιείται σε υποενοποιημένη βάση για κάθε θυγατρική που αναφέρεται στο άρθρο 81 παράγραφος 1.

    Ένα ίδρυμα μπορεί να επιλέξει να μην πραγματοποιήσει αυτό τον υπολογισμό για θυγατρική που αναφέρεται στο άρθρο 81 παράγραφος 1. Όταν ένα ίδρυμα λαμβάνει την απόφαση αυτή, το δικαίωμα μειοψηφίας αυτής της θυγατρικής ενδέχεται να μην συμπεριλαμβάνεται στο ενοποιημένο κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1.

    3.   Όταν μια αρμόδια αρχή παρεκκλίνει από την εφαρμογή απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας σε ατομική βάση, όπως ορίζεται στο άρθρο 7, το δικαίωμα μειοψηφίας εντός των θυγατρικών στις οποίες εφαρμόζεται η απαλλαγή από την υποχρέωση δεν αναγνωρίζεται σε ίδια κεφάλαια στο υποενοποιημένο ή στο ενοποιημένο επίπεδο, κατά περίπτωση.

    4.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων ώστε να προσδιοριστεί ο υπολογισμός της υποενοποίησης που απαιτείται σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου και τα άρθρα 85 και 87.

    Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως 1η Φεβρουαρίου 2015.

    Εξουσιοδοτείται η Επιτροπή να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

    5.   Οι αρμόδιες αρχές δύνανται να χορηγούν απαλλαγή από την υποχρέωση εφαρμογής του παρόντος άρθρου σε μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών που πληροί όλες τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

    α)

    η κύρια δραστηριότητά της συνίσταται στην απόκτηση μετοχών,

    β)

    υπόκειται σε προληπτική εποπτεία σε ενοποιημένη βάση,

    γ)

    ενοποιεί θυγατρικό ίδρυμα στο οποίο έχει μόνο μειοψηφική συμμετοχή δυνάμει της σχέσης ελέγχου που ορίζεται στο άρθρο 1 της οδηγίας 83/349/ΕΟΚ,

    δ)

    περισσότερο από το 90 % του ενοποιημένου απαιτούμενου κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 προέρχεται από το αναφερόμενο στο στοιχείο γ) θυγατρικό ίδρυμα υπολογιζόμενο σε υποενοποιημένη βάση.

    Σε περίπτωση που, ύστερα από 31η Δεκεμβρίου 2014, μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών που πληροί τις προϋποθέσεις του πρώτου εδαφίου γίνει μητρική μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να χορηγήσουν στην εν λόγω μητρική εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών την απαλλαγή που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο, υπό την προϋπόθεση ότι πληροί τις προϋποθέσεις του εν λόγω εδαφίου.

    6.   Όταν πιστωτικά ιδρύματα τα οποία συνδέονται μόνιμα σε δίκτυο με κεντρικό οργανισμό και ιδρύματα τα οποία έχουν συσταθεί στο πλαίσιο θεσμικού συστήματος προστασίας που υπόκειται στις απαιτήσεις του άρθρου 113 παράγραφος 7 έχουν συστήσει συνεγγυητικό σύστημα που προβλέπει ότι δεν υφίσταται κανένα τρέχον ή προβλεπόμενο ουσιώδες, πρακτικό ή νομικό κώλυμα για τη μεταβίβαση του ποσού ιδίων κεφαλαίων που υπερβαίνει τις εποπτικές απαιτήσεις από τον αντισυμβαλλόμενο στο πιστωτικό ίδρυμα, τα εν λόγω ιδρύματα εξαιρούνται από τις διατάξεις του παρόντος άρθρου όσον αφορά τις αφαιρέσεις και μπορούν να αναγνωρίζουν πλήρως τυχόν δικαίωμα μειοψηφίας που προκύπτει εντός του συνεγγυητικού συστήματος.

    Άρθρο 85

    Αποδεκτά μέσα της κατηγορίας 1 που περιλαμβάνονται στο ενοποιημένο κεφάλαιο της κατηγορίας 1

    1.   Τα ιδρύματα προσδιορίζουν το ποσό των αποδεκτών κεφαλαίων της κατηγορίας 1 μιας θυγατρικής που συμπεριλαμβάνεται στα ενοποιημένα ίδια κεφάλαια αφαιρώντας από τα ίδια κεφάλαια της εν λόγω επιχείρησης το γινόμενο του ποσού που αναφέρεται στο στοιχείο α) επί το ποσοστό που αναφέρεται στο στοιχείο β).

    α)

    το κεφάλαιο της κατηγορίας 1 της θυγατρικής μείον το χαμηλότερο από τα κατωτέρω ποσά:

    i)

    το ποσό του κεφαλαίου της κατηγορίας 1 της ανωτέρω θυγατρικής που απαιτείται για να επιτευχθεί το άθροισμα της απαίτησης που αναφέρεται στο άρθρο 92 παράγραφος 1 στοιχείο β), των απαιτήσεων που αναφέρονται στα άρθρα 458 και 459, των ειδικών απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων που αναφέρονται στο άρθρο 104 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, της απαίτησης συνδυασμένου αποθέματος ασφαλείας που ορίζεται στο άρθρο 128 σημείο 6) της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, των απαιτήσεων που αναφέρονται στο άρθρο 500, καθώς και οποιωνδήποτε πρόσθετων απαιτήσεων τοπικών εποπτικών κανονισμών σε τρίτες χώρες, εφόσον οι εν λόγω απαιτήσεις καλύπτονται από το κεφάλαιο της κατηγορίας 1,

    ii)

    το ποσό του ενοποιημένου κεφαλαίου της κατηγορίας 1 που αφορά τη θυγατρική και που απαιτείται σε ενοποιημένη βάση για να επιτευχθεί το άθροισμα της απαίτησης που αναφέρεται στο άρθρο 92 παράγραφος 1 στοιχείο β), των απαιτήσεων που αναφέρονται στα άρθρα 458 και 459, των ειδικών απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων που αναφέρονται στο άρθρο 104 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, της απαίτησης συνδυασμένου αποθέματος ασφαλείας που ορίζεται στο άρθρο 128 σημείο 6) της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, των απαιτήσεων που αναφέρονται στο άρθρο 500, καθώς και οποιωνδήποτε πρόσθετων απαιτήσεων τοπικών εποπτικών κανονισμών σε τρίτες χώρες, εφόσον οι εν λόγω απαιτήσεις καλύπτονται από το κεφάλαιο της κατηγορίας 1,

    β)

    το αποδεκτό κεφάλαιο της κατηγορίας 1 της θυγατρικής εκπεφρασμένο ως ποσοστό όλων των μέσων της κατηγορίας 1 της εν λόγω επιχείρησης προσαυξημένο κατά τη σχετική διαφορά από την έκδοση μετοχών υπέρ το άρτιο, τα κέρδη εις νέον και τα λοιπά αποθεματικά.

    2.   Ο υπολογισμός που αναφέρεται στην παράγραφο 1 πραγματοποιείται σε υποενοποιημένη βάση για κάθε θυγατρική που αναφέρεται στο άρθρο 81 παράγραφος 1.

    Ένα ίδρυμα μπορεί να επιλέξει να μην πραγματοποιήσει αυτό τον υπολογισμό για θυγατρική που αναφέρεται στο άρθρο 81 παράγραφος 1. Όταν ένα ίδρυμα λαμβάνει την απόφαση αυτή, το αποδεκτό κεφάλαιο της κατηγορίας 1 αυτής της θυγατρικής ενδέχεται να μην συμπεριλαμβάνεται στο ενοποιημένο κεφάλαιο της κατηγορίας 1.

    3.   Όταν μια αρμόδια αρχή παρεκκλίνει από την εφαρμογή απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας σε ατομική βάση, όπως ορίζεται στο άρθρο 7, τα μέσα της κατηγορίας 1 εντός των θυγατρικών στις οποίες εφαρμόζεται η απαλλαγή δεν αναγνωρίζονται σε ίδια κεφάλαια στο υποενοποιημένο ή στο ενοποιημένο επίπεδο, κατά περίπτωση.

    Άρθρο 86

    Αποδεκτό κεφάλαιο της κατηγορίας 1 που περιλαμβάνεται στο ενοποιημένο πρόσθετο κεφάλαιο της κατηγορίας 1

    Με την επιφύλαξη του άρθρου 84 παράγραφοι 5 και 6, τα ιδρύματα προσδιορίζουν το ποσό του αποδεκτού κεφαλαίου της κατηγορίας 1 μιας θυγατρικής που συμπεριλαμβάνεται στο ενοποιημένο πρόσθετο κεφάλαιο της κατηγορίας 1 αφαιρώντας από το αποδεκτό κεφάλαιο της κατηγορίας 1 της εν λόγω επιχείρησης που συμπεριλαμβάνεται στο ενοποιημένο κεφάλαιο της κατηγορίας 1 τα δικαιώματα μειοψηφίας της ανωτέρω επιχείρησης που συμπεριλαμβάνονται στο ενοποιημένο κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1.

    Άρθρο 87

    Αποδεκτά ίδια κεφάλαια που συμπεριλαμβάνονται στα ενοποιημένα ίδια κεφάλαια

    1.   Τα ιδρύματα προσδιορίζουν το ποσό των αποδεκτών ιδίων κεφαλαίων μιας θυγατρικής που συμπεριλαμβάνεται στα ενοποιημένα ίδια κεφάλαια αφαιρώντας από τα αποδεκτά ίδια κεφάλαια της εν λόγω επιχείρησης το γινόμενο του πολλαπλασιασμού του ποσού που αναφέρεται στο στοιχείο α) επί το ποσοστό που αναφέρεται στο στοιχείο β):

    α)

    τα ίδια κεφάλαια της θυγατρικής μείον το χαμηλότερο από τα κατωτέρω ποσά:

    i)

    το ποσό των ιδίων κεφαλαίων της θυγατρικής που απαιτούνται για να επιτευχθεί το άθροισμα της απαίτησης που αναφέρεται στο άρθρο 92 παράγραφος 1 στοιχείο γ), των απαιτήσεων που αναφέρονται στα άρθρα 458 και 459, των ειδικών απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων που αναφέρονται στο άρθρο 104 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, της απαίτησης συνδυασμένου αποθέματος ασφαλείας που ορίζεται στο άρθρο 128 σημείο 6) της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, των απαιτήσεων που αναφέρονται στο άρθρο 500, καθώς και οποιωνδήποτε πρόσθετων απαιτήσεων τοπικών εποπτικών κανονισμών σε τρίτες χώρες,

    ii)

    το ποσό των ιδίων κεφαλαίων που συνδέεται με τη θυγατρική και το οποίο απαιτείται σε ενοποιημένη βάση για να επιτευχθεί το άθροισμα της απαίτησης που αναφέρεται στο άρθρο 92 παράγραφος 1 στοιχείο γ), των απαιτήσεων που αναφέρονται στα άρθρα 458 και 459, των ειδικών απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων που αναφέρονται στο άρθρο 104 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, της απαίτησης συνδυασμένου αποθέματος ασφαλείας που ορίζεται στο άρθρο 128 σημείο 6) της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, των απαιτήσεων που αναφέρονται στο άρθρο 500, καθώς και οποιωνδήποτε πρόσθετων απαιτήσεων τοπικών εποπτικών κανονισμών σε τρίτες χώρες,

    β)

    τα αποδεκτά ίδια κεφάλαια της θυγατρικής, εκπεφρασμένα ως ποσοστό όλων των μέσων ιδίων κεφαλαίων της θυγατρικής τα οποία περιλαμβάνονται σε στοιχεία κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, πρόσθετα στοιχεία της κατηγορίας 1 και της κατηγορίας 2 και της σχετικής διαφοράς από την έκδοση μετοχών υπέρ το άρτιο, των κερδών εις νέον και των λοιπών αποθεματικών.

    2.   Ο υπολογισμός που αναφέρεται στην παράγραφο 1 πραγματοποιείται σε υποενοποιημένη βάση για κάθε θυγατρική που αναφέρεται στο άρθρο 81 παράγραφος 1.

    Ένα ίδρυμα μπορεί να επιλέξει να μην πραγματοποιήσει αυτό τον υπολογισμό για θυγατρική που αναφέρεται στο άρθρο 81 παράγραφος 1. Όταν ένα ίδρυμα λαμβάνει την απόφαση αυτή, τα αποδεκτά ίδια κεφάλαια αυτής της θυγατρικής ενδέχεται να μην συμπεριλαμβάνονται στα ενοποιημένα ίδια κεφάλαια.

    3.   Όταν μια αρμόδια αρχή παρεκκλίνει από την εφαρμογή απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας σε ατομική βάση, όπως ορίζεται στο άρθρο 7, τα μέσα ιδίων κεφαλαίων εντός των θυγατρικών στις οποίες εφαρμόζεται η απαλλαγή δεν αναγνωρίζονται σε ίδια κεφάλαια στο υποενοποιημένο ή στο ενοποιημένο επίπεδο, κατά περίπτωση.

    Άρθρο 88

    Αποδεκτά μέσα ιδίων κεφαλαίων που περιλαμβάνονται στο ενοποιημένο κεφάλαιο της κατηγορίας 2

    Με την επιφύλαξη του άρθρου 84 παράγραφοι 5 και 6, τα ιδρύματα προσδιορίζουν το ποσό των αποδεκτών ιδίων κεφαλαίων μιας θυγατρικής που συμπεριλαμβάνεται στο ενοποιημένο κεφάλαιο της κατηγορίας 2 αφαιρώντας από τα αποδεκτά ίδια κεφάλαια της εν λόγω επιχείρησης που συμπεριλαμβάνονται στα ενοποιημένα ίδια κεφάλαια το αποδεκτό κεφάλαιο της κατηγορίας 1 της ανωτέρω επιχείρησης που συμπεριλαμβάνεται στο ενοποιημένο κεφάλαιο της κατηγορίας 1.

    ΤΙΤΛΟΣ ΙΙΙ

    ΕΙΔΙΚΗ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΕΚΤΟΣ ΤΟΥ ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΟΥ ΤΟΜΕΑ

    Άρθρο 89

    Στάθμιση κινδύνου και απαγόρευση ειδικών συμμετοχών εκτός του χρηματοπιστωτικού τομέα

    1.   Μια ειδική συμμετοχή, το ποσό της οποίας υπερβαίνει το 15 % του αποδεκτού κεφαλαίου του ιδρύματος, σε επιχείρηση που δεν εμπίπτει στις κατωτέρω κατηγορίες υπόκειται στις διατάξεις που ορίζονται στην παράγραφο 3:

    α)

    οντότητα του χρηματοπιστωτικού τομέα,

    β)

    επιχείρηση που δεν είναι οντότητα του χρηματοπιστωτικού τομέα, η οποία διεξάγει δραστηριότητες που κατά την αρμόδια αρχή είναι:

    i)

    άμεση προέκταση τραπεζικής δραστηριότητας,

    ii)

    δευτερεύουσες υπηρεσίες του τραπεζικού τομέα,

    iii)

    χρηματοδοτική μίσθωση, πρακτόρευση, διαχείριση αμοιβαίων κεφαλαίων, διαχείριση υπηρεσιών πληροφορικής ή άλλη παρόμοια δραστηριότητα.

    2.   Το συνολικό ποσό των ειδικών συμμετοχών ενός ιδρύματος σε επιχειρήσεις διαφορετικές από αυτές που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχεία α) και β) που υπερβαίνουν το 60 % του αποδεκτού κεφαλαίου υπόκειται στις διατάξεις που ορίζονται στην παράγραφο 3.

    3.   Οι αρμόδιες αρχές εφαρμόζουν τις απαιτήσεις που ορίζονται στο στοιχείο α) ή β) σε ειδικές συμμετοχές ιδρυμάτων που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2:

    α)

    για τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων σύμφωνα με το τρίτο μέρος, τα ιδρύματα εφαρμόζουν συντελεστή στάθμισης κινδύνου 1 250 % στο μεγαλύτερο από τα εξής στοιχεία:

    i)

    στο ποσό των ειδικών συμμετοχών που αναφέρονται στην παράγραφο 1, το οποίο υπερβαίνει το 15 % του αποδεκτού κεφαλαίου,

    ii)

    στο συνολικό ποσό των ειδικών συμμετοχών που αναφέρονται στην παράγραφο 2 και που υπερβαίνουν το 60 % του αποδεκτού κεφαλαίου του ιδρύματος,

    β)

    οι αρμόδιες αρχές απαγορεύουν στα ιδρύματα να διαθέτουν ειδικές συμμετοχές που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 σε ποσό που υπερβαίνει τα ποσοστά αποδεκτού κεφαλαίου που ορίζονται στις ανωτέρω παραγράφους.

    Οι αρμόδιες αρχές δημοσιεύουν την επιλογή τους μεταξύ των στοιχείων α) και β).

    4.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 στοιχείο β), η ΕΑΤ εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές όπου προσδιορίζονται οι κατωτέρω έννοιες:

    α)

    δραστηριότητες που αποτελούν άμεση προέκταση της τραπεζικής δραστηριότητας,

    β)

    δευτερεύουσες υπηρεσίες του τραπεζικού τομέα,

    γ)

    παρεμφερείς δραστηριότητες.

    Οι εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές εγκρίνονται σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

    Άρθρο 90

    Εναλλακτική δυνατότητα στον συντελεστή στάθμισης κινδύνου 1 250 %

    Ως εναλλακτική δυνατότητα στην εφαρμογή συντελεστή στάθμισης κινδύνου 1 250 % στα ποσά που υπερβαίνουν τα όρια που προσδιορίζονται στο άρθρο 89 παράγραφοι 1 και 2, τα ιδρύματα μπορούν να αφαιρούν τα εν λόγω ποσά από στοιχεία κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 σύμφωνα με το άρθρο 36 παράγραφος 1 στοιχείο ια).

    Άρθρο 91

    Εξαιρέσεις

    1.   Οι μετοχές επιχειρήσεων που δεν αναφέρονται στο άρθρο 89 παράγραφος 1 στοιχεία α) και β) δεν περιλαμβάνονται στον υπολογισμό των ορίων του αποδεκτού κεφαλαίου που ορίζονται στο εν λόγω άρθρο όταν πληρούται μία από τις κατωτέρω προϋποθέσεις:

    α)

    οι εν λόγω μετοχές κατέχονται προσωρινά, κατά τη διάρκεια χρηματοδοτικής συνδρομής κατά την έννοια του άρθρου 79,

    β)

    η κατοχή των μετοχών αυτών είναι θέση αναδοχής που τηρείται για πέντε εργάσιμες ημέρες κατ’ ανώτατο όριο,

    γ)

    οι εν λόγω μετοχές τηρούνται στο όνομα του ιδρύματος και εκ μέρους άλλων.

    2.   Οι μετοχές που δεν έχουν το χαρακτήρα παγίων χρηματοοικονομικών στοιχείων ενεργητικού που αναφέρονται στο άρθρο 35 παράγραφος 2 της οδηγίας 86/635/ΕΟΚ δεν συμπεριλαμβάνονται στον υπολογισμό που προβλέπεται στο άρθρο 89.

    ΤΡΙΤΟ ΜΕΡΟΣ

    ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΕΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ

    ΤΙΤΛΟΣ I

    ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ, ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ ΚΑΙ ΥΠΟΒΟΛΗ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

    Απαιτούμενο επίπεδο ιδίων κεφαλαίων

    Τμήμα 1

    Απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για Ιδρύματα

    Άρθρο 92

    Απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων

    1.   Δυνάμει των άρθρων 93 και 94, τα ιδρύματα πρέπει ανά πάσα στιγμή να πληρούν τις κατωτέρω απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων:

    α)

    δείκτη κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 ίσο με 4,5 %,

    β)

    δείκτη κεφαλαίου της κατηγορίας 1 ίσο με 6 %,

    γ)

    συνολικό δείκτη κεφαλαίου 8 %.

    2.   Τα ιδρύματα υπολογίζουν τους δείκτες κεφαλαίου τους ως εξής:

    α)

    ο δείκτης κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 είναι το κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 εκπεφρασμένο ως ποσοστό του συνολικού ποσού ανοίγματος σε κίνδυνο,

    β)

    ο δείκτης κεφαλαίου της κατηγορίας 1 είναι το κεφάλαιο της κατηγορίας 1 του ιδρύματος εκπεφρασμένο ως ποσοστό του συνολικού ποσού ανοίγματος σε κίνδυνο,

    γ)

    ο συνολικός δείκτης κεφαλαίου είναι τα ίδια κεφάλαια του ιδρύματος εκπεφρασμένα ως ποσοστό του συνολικού ποσού ανοίγματος σε κίνδυνο.

    3.   Το συνολικό ποσό του ανοίγματος σε κίνδυνο υπολογίζεται ως το άθροισμα των στοιχείων α) έως στ) της παρούσας παραγράφου, λαμβανομένων υπόψη των διατάξεων της παραγράφου 4:

    α)

    ποσά των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ανοιγμάτων όσον αφορά τον πιστωτικό κίνδυνο και τον κίνδυνο απομείωσης της αξίας εισπρακτέων απαιτήσεων υπολογισμένα σύμφωνα με τον τίτλο ΙΙ και το άρθρο 379, για όλες τις επιχειρηματικές δραστηριότητες ενός ιδρύματος, εξαιρουμένων των ποσών των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ανοιγμάτων από τις δραστηριότητες του χαρτοφυλακίου συναλλαγών του ιδρύματος,

    β)

    απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων, προσδιορισμένων σύμφωνα με τον τίτλο IV του παρόντος μέρους ή του τέταρτου μέρους, ανάλογα με την περίπτωση, για τις δραστηριότητες του χαρτοφυλακίου συναλλαγών ενός ιδρύματος, για τα εξής:

    i)

    κίνδυνος θέσης,

    ii)

    μεγάλα ανοίγματα που υπερβαίνουν τα όρια που προβλέπονται στα άρθρα 395 έως 401, στο βαθμό που επιτρέπεται σε ένα ίδρυμα να υπερβεί τα εν λόγω όρια,

    γ)

    απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων, προσδιορισμένες σύμφωνα με τον τίτλο IV ή τον τίτλο V με εξαίρεση το άρθρο 379, κατά περίπτωση, για τα εξής:

    i)

    κίνδυνος συναλλάγματος,

    ii)

    κίνδυνος διακανονισμού,

    iii)

    κίνδυνος βασικών εμπορευμάτων,

    δ)

    απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων υπολογισμένες σύμφωνα με τον τίτλο VI για τον κίνδυνο προσαρμογής πιστωτικής αποτίμησης των εξωχρηματιστηριακών παραγώγων εκτός από τα πιστωτικά παράγωγα που αναγνωρίζεται για να μειώνουν τα ποσά των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ανοιγμάτων στον πιστωτικό κίνδυνο,

    ε)

    απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων προσδιορισμένες σύμφωνα με τον τίτλο ΙΙΙ για το λειτουργικό κίνδυνο,

    στ)

    ποσά των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ανοιγμάτων προσδιορισμένα σύμφωνα με τον τίτλο ΙΙ για τον κίνδυνο αντισυμβαλλομένου που προκύπτει από τις δραστηριότητες του χαρτοφυλακίου συναλλαγών του ιδρύματος για τα ακόλουθα είδη συναλλαγών και συμφωνιών:

    i)

    συμβόλαια που απαριθμούνται στο παράρτημα ΙΙ και πιστωτικά παράγωγα,

    ii)

    πράξεις πώλησης και επαναγοράς, πράξεις δανειοδοσίας ή δανειοληψίας τίτλων ή βασικών εμπορευμάτων με βάση τίτλους ή βασικά εμπορεύματα,

    iii)

    πράξεις δανεισμού σε λογαριασμό περιθωρίου ασφάλισης βασιζόμενες σε τίτλους ή σε βασικά εμπορεύματα,

    iv)

    πράξεις με μακρά προθεσμία διακανονισμού.

    4.   Οι κατωτέρω διατάξεις εφαρμόζονται στον υπολογισμό του συνολικού ποσού ανοίγματος που αναφέρεται στην παράγραφο 3:

    α)

    οι απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων που αναφέρονται στα στοιχεία γ), δ) και ε) της εν λόγω παραγράφου περιλαμβάνουν τις απαιτήσεις που προκύπτουν από όλες τις επιχειρηματικές δραστηριότητες ενός ιδρύματος,

    β)

    τα ιδρύματα πολλαπλασιάζουν τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων που προβλέπονται στα στοιχεία β) έως ε) της εν λόγω παραγράφου επί 12,5.

    Άρθρο 93

    Απαίτηση αρχικού κεφαλαίου σε συνθήκες δρώσας οικονομικής κατάστασης

    1.   Τα ίδια κεφάλαια ενός ιδρύματος δεν επιτρέπεται να είναι κατώτερα από το ποσό του αρχικού κεφαλαίου που απαιτείται κατά τη χορήγηση της άδειας λειτουργίας.

    2.   Τα πιστωτικά ιδρύματα που λειτουργούσαν ήδη την 1η Ιανουαρίου 1993, των οποίων το επίπεδο των ίδιων κεφαλαίων δεν ανέρχεται στα απαιτούμενα επίπεδα αρχικού κεφαλαίου, μπορούν να συνεχίσουν τις δραστηριότητές τους. Στην περίπτωση αυτή, το επίπεδο των ίδιων κεφαλαίων των εν λόγω ιδρυμάτων δεν μπορεί να είναι κατώτερο από το ανώτατο ποσό στο οποίο είχαν ανέλθει από την 22α Δεκεμβρίου 1989.

    3.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων με άδεια λειτουργίας και οι επιχειρήσεις που καλύπτονταν από το άρθρο 6 της οδηγίας 2006/49/ΕΚ και λειτουργούσαν ήδη πριν από την 31η Δεκεμβρίου 1995 των οποίων το επίπεδο των ίδιων κεφαλαίων δεν ανέρχεται στα απαιτούμενα επίπεδα αρχικού κεφαλαίου μπορούν να συνεχίσουν τις δραστηριότητές τους. Τα ίδια κεφάλαια όλων αυτών των επιχειρήσεων δεν μπορούν να είναι κατώτερα από το υψηλότερο επίπεδο αναφοράς στο οποίο έχουν φθάσει μετά την ημερομηνία κοινοποίησης που προβλέπεται στην οδηγία 93/6/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 15ης Μαρτίου 1993, για την επάρκεια των ίδιων κεφαλαίων των επιχειρήσεων επενδύσεων και των πιστωτικών ιδρυμάτων (28). Το επίπεδο αναφοράς είναι ο μέσος όρος του ημερήσιου ύψους των ιδίων κεφαλαίων, υπολογιζόμενος επί του εξαμήνου που προηγείται της ημερομηνίας υπολογισμού. Το εν λόγω επίπεδο αναφοράς υπολογίζεται ανά εξάμηνο επί της αντίστοιχης προηγηθείσης περιόδου.

    4.   Εάν ο έλεγχος ενός ιδρύματος που υπάγεται στην κατηγορία της παραγράφου 2 ή 3 περιέλθει σε φυσικό ή νομικό πρόσωπο άλλο από εκείνο που ήλεγχε προηγουμένως το ίδρυμα, το επίπεδο των ίδιων κεφαλαίων αυτού του ιδρύματος πρέπει να ισούται με το απαιτούμενο αρχικό κεφάλαιο.

    5.   Εάν συγχωνευθούν δύο ή περισσότερα ιδρύματα που υπάγονται στην κατηγορία της παραγράφου 2 ή 3, το επίπεδο των ίδιων κεφαλαίων του ιδρύματος που προκύπτει από τη συγχώνευση δεν μπορεί να είναι μικρότερο από το άθροισμα των ιδίων κεφαλαίων των συγχωνευμένων ιδρυμάτων κατά την ημερομηνία της συγχώνευσης, εφόσον το επίπεδο του απαιτούμενου αρχικού κεφαλαίου δεν έχει επιτευχθεί.

    6.   Εάν οι αρμόδιες αρχές θεωρούν απαραίτητη τη διασφάλιση της φερεγγυότητας ενός ιδρύματος για το οποίο πληρούται η απαίτηση που ορίζεται στην παράγραφο 1, δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις που προβλέπονται στις παραγράφους 2 έως 5.

    Άρθρο 94

    Παρέκκλιση για μικρές δραστηριότητες του χαρτοφυλακίου συναλλαγών

    1.   Τα ιδρύματα δύνανται να αντικαταστήσουν την κεφαλαιακή απαίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 92 παράγραφος 3 στοιχείο β) με κεφαλαιακή απαίτηση που υπολογίζεται σύμφωνα με το στοιχείο α) της εν λόγω παραγράφου όσον αφορά τις δραστηριότητες του χαρτοφυλακίου συναλλαγών, εφόσον ο όγκος των δραστηριοτήτων του χαρτοφυλακίου συναλλαγών εντός και εκτός ισολογισμού πληροί αμφότερες τις κατωτέρω προϋποθέσεις:

    α)

    είναι συνήθως μικρότερος από 5 % του συνόλου του ενεργητικού και από 15 εκατομμύρια EUR,

    β)

    δεν υπερβαίνει ποτέ το 6 % του συνόλου του ενεργητικού και τα 20 εκατομμύρια EUR.

    2.   Για τον υπολογισμό του όγκου των δραστηριοτήτων του χαρτοφυλακίου συναλλαγών εντός και εκτός ισολογισμού, τα ιδρύματα εφαρμόζουν τα ακόλουθα:

    α)

    οι χρεωστικοί τίτλοι αποτιμώνται βάσει της ονομαστικής ή της αγοραίας τους αξίας, οι μετοχές βάσει της αγοραίας τους αξίας και τα παράγωγα μέσα βάσει της ονομαστικής ή της αγοραίας αξίας των υποκείμενων μέσων,

    β)

    η απόλυτη τιμή των θετικών θέσεων αθροίζεται με την απόλυτη τιμή των αρνητικών θέσεων.

    3.   Αν ένα ίδρυμα δεν πληροί την προϋπόθεση που ορίζεται στην παράγραφο 1 στοιχείο β), ειδοποιεί αμέσως την αρμόδια αρχή. Αν, κατόπιν αξιολογήσεως, η αρμόδια αρχή αποφασίσει και ειδοποιήσει το ίδρυμα ότι η απαίτηση που ορίζεται στην παράγραφο 1 στοιχείο α) δεν πληρούται, το ίδρυμα παύει να χρησιμοποιεί την παράγραφο 1 από την επόμενη ημερομηνία αναφοράς στις αρχές.

    Τμήμα 2

    Απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για επιχειρήσεις επενδύσεων με περιορισμένη άδεια παροχής επενδυτικών υπηρεσιών

    Άρθρο 95

    Απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για επιχειρήσεις επενδύσεων με περιορισμένη άδεια παροχής επενδυτικών υπηρεσιών

    1.   Για τους σκοπούς του άρθρου 92 παράγραφος 3, οι επιχειρήσεις επενδύσεων που δεν διαθέτουν άδεια παροχής των επενδυτικών υπηρεσιών και δραστηριοτήτων που παρατίθενται στο παράρτημα Ι τμήμα Α σημεία 3 και 6 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ χρησιμοποιούν τον υπολογισμό του συνολικού ποσού ανοίγματος σε κίνδυνο που προσδιορίζεται στην παράγραφο 2.

    2.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου και οι επιχειρήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο γ) οι οποίες παρέχουν τις επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες που παρατίθενται στο παράρτημα Ι τμήμα Α σημεία 2 και 4 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ υπολογίζουν το συνολικό ποσό ανοίγματος σε κίνδυνο ως το υψηλότερο από τα κατωτέρω ποσά:

    α)

    το άθροισμα των στοιχείων που αναφέρονται στο άρθρο 87 παράγραφος 3 στοιχεία α) έως δ) και στο άρθρο 87 παράγραφος 3 στοιχείο στ) μετά την εφαρμογή του άρθρου 92 παράγραφος 4,

    β)

    το ποσό που ορίζεται στο άρθρο 97 επί 12,5.

    Οι επιχειρήσεις επενδύσεων που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 2) στοιχείο γ) οι οποίες παρέχουν τις επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες που παρατίθενται στο παράρτημα Ι τμήμα Α σημεία 2 και 4 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 92 παράγραφοι 1 και 2 βάσει του συνολικού ποσού ανοίγματος σε κίνδυνο που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο.

    Οι αρμόδιες αρχές δύνανται να ορίζουν τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για επιχειρήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 2) στοιχείο γ) οι οποίες παρέχουν τις επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες που παρατίθενται στο παράρτημα Ι τμήμα Α σημεία 2 και 4 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ, ως τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων που θα ήταν δεσμευτικές για τις επιχειρήσεις αυτές σύμφωνα με τα ισχύοντα την 31η Δεκεμβρίου 2013 μέτρα για τη μεταφορά στην εθνική νομοθεσία των οδηγιών 2006/49/ΕΚ και 2006/48/ΕΚ.

    3.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 υπόκεινται σε όλες τις άλλες διατάξεις που αφορούν το λειτουργικό κίνδυνο και ορίζονται στον τίτλο VII κεφάλαιο 3 τμήμα ΙΙ ενότητα 1 της οδηγίας έως ….

    Άρθρο 96

    Απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για επιχειρήσεις επενδύσεων που κατέχουν αρχικό κεφάλαιο κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 28 παράγραφος 2 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ

    1.   Για τους σκοπούς του άρθρου 92 παράγραφος 3, οι κατωτέρω κατηγορίες επιχειρήσεων επενδύσεων που διαθέτουν αρχικό κεφάλαιο σύμφωνα με το άρθρο 28 παράγραφος 2 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ χρησιμοποιούν τον υπολογισμό του συνολικού ποσού ανοίγματος σε κίνδυνο που αναφέρεται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου:

    α)

    επιχειρήσεις επενδύσεων οι οποίες πραγματοποιούν συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό με μόνο σκοπό την εκπλήρωση ή την εκτέλεση εντολών πελατών ή με σκοπό την απόκτηση πρόσβασης σε σύστημα εκκαθάρισης και διακανονισμού ή σε αναγνωρισμένο χρηματιστήριο οσάκις ενεργούν υπό την ιδιότητα πράκτορα ή εκτελούν εντολή πελάτη,

    β)

    επιχειρήσεις επενδύσεων που πληρούν όλες τις κατωτέρω προϋποθέσεις:

    i)

    δεν κατέχουν χρήματα ή τίτλους πελατών,

    ii)

    πραγματοποιούν συναλλαγές μόνο για ίδιο λογαριασμό,

    iii)

    δεν διαθέτουν εξωτερικούς πελάτες,

    iv)

    πραγματοποιούν συναλλαγές των οποίων η εκτέλεση και ο διακανονισμός τελούν υπό την ευθύνη και την εγγύηση εκκαθαριστικού οργανισμού.

    2.   Για τις επιχειρήσεις επενδύσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 1, το συνολικό ποσό του ανοίγματος σε κίνδυνο υπολογίζεται ως το άθροισμα των κατωτέρω:

    α)

    των στοιχείων του άρθρου 92 παράγραφος 3 στοιχεία α) έως δ) και του άρθρου 92 παράγραφος 3 στοιχείο στ) μετά την εφαρμογή του άρθρου 92 παράγραφος 4,

    β)

    του ποσού που αναφέρεται στο άρθρο 97 επί 12,5.

    3.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 υπόκεινται σε όλες τις άλλες διατάξεις που αφορούν τον λειτουργικό κίνδυνο και ορίζονται στον τίτλο VII κεφάλαιο 3 τμήμα ΙΙ ενότητα 1 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ.

    Άρθρο 97

    Ίδια κεφάλαια βάσει των παγίων εξόδων

    1.   Σύμφωνα με τα άρθρα 95 και 96, μια επιχείρηση επενδύσεων και οι επιχειρήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 2) στοιχείο γ) οι οποίες παρέχουν τις επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες που παρατίθενται στο παράρτημα Ι τμήμα Α σημεία 2 και 4 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ διαθέτουν επιλέξιμο κεφάλαιο που ισοδυναμεί τουλάχιστον με το ένα τέταρτο των παγίων εξόδων του προηγούμενου έτους.

    2.   Εάν έχει γίνει οποιαδήποτε αλλαγή στη δραστηριότητα μιας επιχείρησης επενδύσεων από το προηγούμενο έτος, η οποία κρίνεται ουσιώδης από την αρμόδια αρχή, η εν λόγω αρχή δύναται να προσαρμόσει την απαίτηση που ορίζεται στην παράγραφο 1.

    3.   Εάν μια επιχείρηση επενδύσεων δεν έχει ασκήσει τις δραστηριότητές της κατά τη διάρκεια ενός ολόκληρου έτους, περιλαμβανομένης της ημέρας έναρξης των δραστηριοτήτων της, η εν λόγω επιχείρηση διαθέτει επιλέξιμο κεφάλαιο που ισοδυναμεί τουλάχιστον με το ένα τέταρτο των παγίων εξόδων που προβλέπονται στο πρόγραμμα δραστηριοτήτων της, εκτός εάν η αρμόδια αρχή απαιτεί την προσαρμογή του προγράμματος δραστηριοτήτων της.

    4.   Η ΕΑΤ, σε διαβούλευση με την ΕΑΚΑΑ, αναπτύσσει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για να διευκρινίσει περαιτέρω τα εξής:

    α)

    τον υπολογισμό της απαίτησης τήρησης επιλέξιμου κεφαλαίου που ισοδυναμεί τουλάχιστον με το ένα τέταρτο των παγίων εξόδων του προηγούμενου έτους,

    β)

    τις προϋποθέσεις για την προσαρμογή από μέρους των αρμόδιων αρχών της απαίτησης τήρησης επιλέξιμου κεφαλαίου που να ισοδυναμεί τουλάχιστον με το ένα τέταρτο των παγίων εξόδων του προηγούμενου έτους,

    γ)

    τον υπολογισμό των προβλεπόμενων παγίων εξόδων σε περίπτωση επιχείρησης επενδύσεων που δεν έχει ασκήσει τις δραστηριότητές της κατά τη διάρκεια ενός ολόκληρου έτους.

    Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή το αργότερο έως την 1η Μαρτίου 2014.

    Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

    Άρθρο 98

    Ίδια κεφάλαια για επιχειρήσεις επενδύσεων σε ενοποιημένη βάση

    1.   Στην περίπτωση επιχειρήσεων επενδύσεων που αναφέρονται στο άρθρο 95 παράγραφος 1 και είναι μέλη ομάδας, εάν η εν λόγω ομάδα δεν περιλαμβάνει πιστωτικά ιδρύματα, μια μητρική επιχείρηση επενδύσεων σε ένα κράτος μέλος εφαρμόζει το άρθρο 92 σε ενοποιημένη βάση ως εξής:

    α)

    χρησιμοποιώντας τον υπολογισμό του συνολικού ποσού ανοίγματος σε κίνδυνο που ορίζεται στο άρθρο 95 παράγραφος 2,

    β)

    τα ίδια κεφάλαια υπολογίζονται βάσει της ενοποιημένης κατάστασης της μητρικής επιχείρησης επενδύσεων ή τα ίδια κεφάλαια της χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή της μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών, κατά περίπτωση.

    2.   Στην περίπτωση επιχειρήσεων επενδύσεων που αναφέρονται στο άρθρο 96 παράγραφος 1 και είναι μέλη ομίλου, εάν ο εν λόγω όμιλος δεν περιλαμβάνει πιστωτικά ιδρύματα, η μητρική επιχείρηση επενδύσεων σε κράτος μέλος και η επιχείρηση επενδύσεων που ελέγχεται από χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εφαρμόζει το άρθρο 92 σε ενοποιημένη βάση ως εξής:

    α)

    χρησιμοποιεί τον υπολογισμό του συνολικού ποσού ανοίγματος σε κίνδυνο που ορίζεται στο άρθρο 96 παράγραφος 2,

    β)

    χρησιμοποιεί τα ίδια κεφάλαια που υπολογίζονται βάσει της ενοποιημένης κατάστασης της μητρικής επιχείρησης επενδύσεων ή τα ίδια κεφάλαια της χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών της μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών, κατά περίπτωση, και σύμφωνα με το πρώτο μέρος τίτλος ΙΙ κεφάλαιο 2.

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

    Υπολογισμός και απαιτήσεις υποβολής αναφορών

    Άρθρο 99

    Υποβολή αναφορών για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις και χρηματοοικονομική πληροφόρηση

    1.   Η υποβολή αναφορών σχετικά με τις υποχρεώσεις που ορίζονται στο άρθρο 92 από τα ιδρύματα προς τις αρμόδιες αρχές πραγματοποιείται τουλάχιστον ανά εξάμηνο.

    2.   Ιδρύματα που εμπίπτουν στις διατάξεις του άρθρου 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1606/2002 και πιστωτικά ιδρύματα, εκτός από τα αναφερόμενα στο άρθρο 4 του εν λόγω κανονισμού, που καταρτίζουν τους ενοποιημένους λογαριασμούς τους σύμφωνα με τα διεθνή λογιστικά πρότυπα που θεσπίζονται με τη διαδικασία του άρθρου 6 παράγραφος 2 του εν λόγω κανονισμού, υποβάλλουν επίσης αναφορές σχετικά με χρηματοοικονομική πληροφόρηση.

    3.   Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να απαιτούν από τα πιστωτικά ιδρύματα τα οποία εφαρμόζουν διεθνή λογιστικά πρότυπα κατά τα ισχύοντα δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1606/2002 για την κοινοποίηση ιδίων κεφαλαίων σε ενοποιημένη βάση σύμφωνα με το άρθρο 24 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού, να υποβάλλουν επίσης αναφορές σχετικά με χρηματοοικονομική πληροφόρηση όπως προβλέπεται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου.

    4.   Οι χρηματοοικονομικές πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 2 και στην παράγραφο 3 πρώτο εδάφιο υποβάλλονται με τη μορφή αναφορών στο βαθμό που αυτό είναι αναγκαίο για να διαμορφωθεί ολοκληρωμένη εικόνα του προφίλ κινδύνου των δραστηριοτήτων ενός ιδρύματος καθώς και εικόνα των συστημικών κινδύνων που ενέχουν τα ιδρύματα για το χρηματοοικονομικό τομέα ή την πραγματική οικονομία σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

    5.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων για τη διευκρίνιση των ενιαίων μορφοτύπων, συχνοτήτων, ημερομηνιών υποβολής αναφορών, ορισμών και λύσεων ΤΠ που πρέπει να εφαρμόζονται στην Ένωση για την υποβολή αναφορών των παραγράφων 1 έως 4.

    Οι απαιτήσεις υποβολής αναφορών είναι ανάλογες με τη φύση, το μέγεθος και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων των ιδρυμάτων.

    Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως 1η Φεβρουαρίου 2015.

    Εξουσιοδοτείται η Επιτροπή να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

    6.   Εάν αρμόδια αρχή θεωρεί ότι οι απαιτούμενες βάσει της παραγράφου 2 χρηματοοικονομικές πληροφορίες είναι αναγκαίες για να διαμορφωθεί ολοκληρωμένη εικόνα του προφίλ κινδύνου των δραστηριοτήτων, καθώς και εικόνα των συστημικών κινδύνων για τον χρηματοοικονομικό τομέα ή την πραγματική οικονομία, που ενέχουν ιδρύματα εκτός από τα αναφερόμενα στις παραγράφους 2 και 3, που υπάγονται σε λογιστικό πλαίσιο βάσει της οδηγίας 86/635/ΕΟΚ, η αρμόδια αρχή διαβουλεύεται με την ΕΑΤ σχετικά με την επέκταση και στα ιδρύματα αυτά των απαιτήσεων υποβολής αναφορών σχετικά με χρηματοοικονομικές πληροφορίες σε ενοποιημένη βάση, εφόσον δεν υποβάλλουν ήδη αναφορές σε αυτή τη βάση.

    Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων για τον καθορισμό των μορφοτύπων που πρέπει να χρησιμοποιούν τα ιδρύματα στα οποία οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επεκτείνουν τις απαιτήσεις υποβολής αναφορών σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο.

    Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως 1η Φεβρουαρίου 2015.

    Εξουσιοδοτείται η Επιτροπή να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

    7.   Όταν μια αρμόδια αρχή εκτιμά ότι πληροφορίες που δεν καλύπτονται από τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στην παράγραφο 5 είναι αναγκαίες για τους σκοπούς της παραγράφου 4, ενημερώνει την ΕΑΤ και το ΕΣΣΚ σχετικά με τις πρόσθετες πληροφορίες που θεωρεί απαραίτητο να συμπεριληφθούν στα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στην παράγραφο 5.

    Άρθρο 100

    Συμπληρωματικές απαιτήσεις υποβολής αναφορών

    Τα ιδρύματα υποβάλλουν αναφορές στις αρμόδιες αρχές σχετικά με το επίπεδο, τουλάχιστον συγκεντρωτικά, των συμφωνιών επαναγοράς, της δανειοδοσίας τίτλων και όλων των μορφών επιβάρυνσης των στοιχείων ενεργητικού τους.

    Η ΕΑΤ συμπεριλαμβάνει τις πληροφορίες αυτές στα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα υποβολής αναφορών που αναφέρονται στο άρθρου 99 παράγραφος 5.

    Άρθρο 101

    Ειδικές υποχρεώσεις υποβολής αναφορών

    1.   Τα ιδρύματα υποβάλλουν αναφορές ανά εξάμηνο σχετικά με τα ακόλουθα στοιχεία στις αρμόδιες αρχές για κάθε εθνική αγορά ακινήτων στην οποία έχουν ανοίγματα:

    α)

    τις ζημίες που προέρχονται από ανοίγματα για τα οποία ένα ίδρυμα έχει αναγνωρίσει ακίνητο κατοικίας ως εξασφάλιση, έως το χαμηλότερο μεταξύ του ενυπόθηκου ποσού και του 80 % της αγοραίας αξίας ή του 80 % της αξίας του ενυπόθηκου ακινήτουεκτός εάν αποφασιστεί διαφορετικά δυνάμει του άρθρου 124 παράγραφος 2,

    β)

    τις συνολικές ζημίες από ανοίγματα για τα οποία ένα ίδρυμα έχει αναγνωρίσει ακίνητο κατοικίας ως εξασφάλιση, έως το τμήμα του ανοίγματος που θεωρείται ως πλήρως εξασφαλισμένο με ακίνητο κατοικίας σύμφωνα με το άρθρο 124 παράγραφος 1,

    γ)

    την αξία ανοίγματος όλων των εκκρεμών ανοιγμάτων για τα οποία ένα ίδρυμα έχει αναγνωρίσει ακίνητο κατοικίας ως εξασφάλιση, μόνον έως το τμήμα που θεωρείται ως πλήρως εξασφαλισμένο με ακίνητο κατοικίας σύμφωνα με το άρθρο 124 παράγραφος 1,

    δ)

    τις ζημίες που προέρχονται από ανοίγματα για τα οποία ένα ίδρυμα έχει αναγνωρίσει εμπορικό ακίνητο ως εξασφάλιση, έως το χαμηλότερο μεταξύ του ενυπόθηκου ποσού και του 50 % της αγοραίας αξίας ή του 60 % της αξίας του ενυπόθηκου ακινήτου εκτός εάν αποφασιστεί κάτι διαφορετικό δυνάμει του άρθρου 124 παράγραφος 2,

    ε)

    τις συνολικές ζημίες από ανοίγματα για τα οποία ένα ίδρυμα έχει αναγνωρίσει εμπορικό ακίνητο ως εξασφάλιση, έως το τμήμα του ανοίγματος που θεωρείται ως πλήρως εξασφαλισμένο με εμπορικό ακίνητο σύμφωνα με το άρθρο 124 παράγραφος 1,

    στ)

    την αξία ανοίγματος όλων των εκκρεμών ανοιγμάτων για τα οποία ένα ίδρυμα έχει αναγνωρίσει εμπορικό ακίνητο ως εξασφάλιση, μόνον έως το τμήμα που θεωρείται ως πλήρως εξασφαλισμένο με εμπορικό ακίνητο σύμφωνα με το άρθρο 124 παράγραφος 1.

    2.   Τα δεδομένα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 υποβάλλονται ως αναφορές στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης του σχετικού ιδρύματος. Εφόσον ίδρυμα έχει υποκατάστημα σε άλλο κράτος μέλος, τα δεδομένα που αφορούν το εν λόγω υποκατάστημα υποβάλλονται επίσης ως αναφορές στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής. Τα δεδομένα υποβάλλονται επίσης ως αναφορές χωριστά για κάθε αγορά ακινήτων εντός της Ένωσης στην οποία έχει ανοίγματα το σχετικό ίδρυμα.

    3.   Οι αρμόδιες αρχές δημοσιεύουν ετησίως σε αθροιστική βάση τα δεδομένα που προσδιορίζονται στην παράγραφο 1 στοιχεία α) έως στ), παράλληλα με δεδομένα ιστορικού, όπου υπάρχουν. Μια αρμόδια αρχή, κατόπιν αιτήσεως άλλης αρμόδιας αρχής κράτους μέλους ή της ΕΑΤ, παρέχει στην εν λόγω αρμόδια αρχή ή την ΕΑΤ περαιτέρω λεπτομερή στοιχεία σχετικά με την κατάσταση των αγορών ακινήτων κατοικίας ή εμπορικών ακινήτων στο εν λόγω κράτος μέλος.

    4.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να διευκρινίσει τα εξής:

    α)

    ενιαίους μορφοτύπους, ορισμούς, συχνότητες και ημερομηνίες υποβολής αναφορών καθώς και τις λύσεις ΤΠ, των στοιχείων που αναφέρονται στην παράγραφο 1,

    β)

    ενιαίους μορφοτύπους, ορισμούς, συχνότητες και ημερομηνίες κοινοποίησης, καθώς και λύσεις ΤΠ των αθροιστικών δεδομένων που αναφέρονται στην παράγραφο 2.

    Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως 1η Φεβρουαρίου 2015.

    Εξουσιοδοτείται η Επιτροπή να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

    Χαρτοφυλάκιο συναλλαγών

    Άρθρο 102

    Απαιτήσεις χαρτοφυλακίου συναλλαγών

    1.   Οι θέσεις στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών είτε δεν υπόκεινται σε κανένα περιορισμό της εμπορευσιμότητάς τους είτε είναι επιδεκτικές αντιστάθμισης κινδύνου.

    2.   Ο σκοπός διαπραγμάτευσης αποδεικνύεται με βάση στρατηγικές, πολιτικές και διαδικασίες τις οποίες το εκάστοτε ίδρυμα θεσπίζει με σκοπό τη διαχείριση της θέσης ή του χαρτοφυλακίου σύμφωνα με το άρθρο 103.

    3.   Τα ιδρύματα θεσπίζουν και διατηρούν σε ισχύ συστήματα και ελέγχους για τη διαχείριση του χαρτοφυλακίου συναλλαγών τους, σύμφωνα με τα άρθρα 104 και 105.

    4.   Τα ιδρύματα δύνανται να περιλαμβάνουν εσωτερικές αντισταθμίσεις κινδύνου στον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων για κίνδυνο θέσης υπό την προϋπόθεση ότι η κατοχή τους έχει σκοπό διαπραγμάτευσης και ότι πληρούνται οι απαιτήσεις των άρθρων 103 έως 106.

    Άρθρο 103

    Διαχείριση του χαρτοφυλακίου συναλλαγών

    Κατά τη διαχείριση των θέσεων ή των ομάδων θέσεών του στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών, το ίδρυμα συμμορφώνεται με όλες τις κατωτέρω απαιτήσεις:

    α)

    το ίδρυμα πρέπει να διαθέτει σαφώς τεκμηριωμένη έγγραφη στρατηγική διαπραγμάτευσης για την εκάστοτε θέση/μέσο ή το χαρτοφυλάκιο, η οποία να έχει εγκριθεί από τα ανώτερα διευθυντικά στελέχη και να περιλαμβάνει την αναμενόμενη περίοδο διακράτησης,

    β)

    το ίδρυμα πρέπει να διαθέτει σαφώς καθορισμένες πολιτικές και διαδικασίες για την ενεργό διαχείριση των θέσεων που συνομολογούνται σε μονάδα διαπραγμάτευσης. Οι ως άνω πολιτικές και διαδικασίες περιλαμβάνουν τα εξής:

    i)

    σε ποια μονάδα διαπραγμάτευσης μπορεί να συνομολογηθεί κάθε θέση,

    ii)

    υπάρχει καθορισμός ορίων θέσης και έλεγχος της καταλληλότητάς τους,

    iii)

    οι διαπραγματευτές διαθέτουν αυτονομία για τη συνομολόγηση και τη διαχείριση των θέσεων εντός συμφωνημένων ορίων και βάσει της εγκριθείσας στρατηγικής,

    iv)

    οι θέσεις γνωστοποιούνται στα ανώτατα διευθυντικά στελέχη ως αναπόσπαστο στοιχείο της διαδικασίας διαχείρισης κινδύνων του ιδρύματος,

    v)

    οι θέσεις αποτελούν αντικείμενο ενεργού παρακολούθησης σε συσχετισμό με πηγές πληροφόρησης για την αγορά και γίνεται εκτίμηση της εμπορευσιμότητας ή της ικανότητας αντιστάθμισης της θέσης ή των κινδύνων που τη συνιστούν, συμπεριλαμβανομένης της εκτίμησης της ποιότητας και της διαθεσιμότητας δεδομένων της αγοράς στη διαδικασία αποτίμησης, του ύψους των αριθμών συναλλαγών της αγοράς και του όγκου των θέσεων που αποτελούν αντικείμενο συναλλαγής στην αγορά,

    vi)

    ενεργές διαδικασίες και έλεγχοι για την καταπολέμηση της απάτης,

    γ)

    το ίδρυμα πρέπει να διαθέτει σαφώς καθορισμένες πολιτικές και διαδικασίες για την παρακολούθηση των θέσεων σε συνάρτηση με τη στρατηγική διαπραγμάτευσης του ιδρύματος, συμπεριλαμβανομένης της παρακολούθησης του όγκου και των θέσεων των οποίων η αρχικά σκοπούμενη περίοδος διακράτησης έχει υπερβεί.

    Άρθρο 104

    Συμπερίληψη στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών

    1.   Τα ιδρύματα διαθέτουν σαφώς καθορισμένες πολιτικές και διαδικασίες για τον προσδιορισμό των θέσεων που πρέπει να περιλαμβάνονται στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών με σκοπό τον υπολογισμό των κεφαλαιακών τους απαιτήσεων, σύμφωνα με τις απαιτήσεις που ορίζονται στο άρθρο 102 και με τον ορισμό του χαρτοφυλακίου συναλλαγών δυνάμει του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημείο 86), λαμβανομένων υπόψη των δυνατοτήτων και πρακτικών του ιδρύματος για τη διαχείριση των κινδύνων. Η συμμόρφωση του ιδρύματος προς τις εν λόγω πολιτικές και διαδικασίες τεκμηριώνεται πλήρως και υπόκειται σε περιοδικό εσωτερικό έλεγχο.

    2.   Τα ιδρύματα διαθέτουν σαφώς καθορισμένες πολιτικές και διαδικασίες για τη γενική διαχείριση του χαρτοφυλακίου συναλλαγών. Οι εν λόγω πολιτικές και διαδικασίες διέπουν τουλάχιστον:

    α)

    τις δραστηριότητες που το ίδρυμα θεωρεί ως διαπραγμάτευσης και ως μέρος του χαρτοφυλακίου συναλλαγών για λόγους απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων,

    β)

    τον βαθμό στον οποίο μία θέση μπορεί να αποτιμάται στην τρέχουσα τιμή της αγοράς στο πλαίσιο μιας ενεργού και ρευστής αγοράς διπλής κατεύθυνσης,

    γ)

    για τις θέσεις που αποτιμώνται βάσει υποδείγματος, τον βαθμό στον οποίο μπορεί το ίδρυμα:

    i)

    να εντοπίζει όλους τους σημαντικούς κινδύνους της θέσης,

    ii)

    να αντισταθμίζει όλους τους σημαντικούς κινδύνους της θέσης με μέσα ως προς τα οποία υπάρχει ενεργός και ρευστή αγορά διπλής κατεύθυνσης,

    iii)

    να πραγματοποιεί αξιόπιστες εκτιμήσεις για τα βασικά συμπεράσματα και παραμέτρους που χρησιμοποιούνται στο υπόδειγμα,

    δ)

    τον βαθμό στον οποίο το ίδρυμα μπορεί, και υποχρεούται, να πραγματοποιεί αποτιμήσεις για τις θέσεις, οι οποίες αποτιμήσεις μπορούν να επικυρώνονται εξωτερικά με συνεπή τρόπο,

    ε)

    τον βαθμό στον οποίο οι νομικοί περιορισμοί ή άλλες λειτουργικές απαιτήσεις θα παρεμπόδιζαν τη δυνατότητα του ιδρύματος να επιτύχει τη ρευστοποίηση ή αντιστάθμιση της θέσης σε βραχυπρόθεσμη βάση,

    στ)

    τον βαθμό στον οποίο το ίδρυμα μπορεί, και υποχρεούται, να διαχειρίζεται ενεργά τους κινδύνους της θέσης στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων διαπραγμάτεύσης του,

    ζ)

    τον βαθμό στον οποίο το ίδρυμα μπορεί να μεταφέρει κινδύνους ή θέσεις μεταξύ του χαρτοφυλακίου συναλλαγών και εκτός του χαρτοφυλακίου συναλλαγών και τα κριτήρια για τις μεταφορές αυτές.

    Άρθρο 105

    Απαιτήσεις συνετής αποτίμησης

    1.   Όλες οι θέσεις του χαρτοφυλακίου συναλλαγών υπόκεινται στα πρότυπα συνετής αποτίμησης που ορίζονται στο παρόν άρθρο. Συγκεκριμένα, τα ιδρύματα διασφαλίζουν ότι η συνετή αποτίμηση των θέσεων του χαρτοφυλακίου συναλλαγών τους επιτυγχάνει ικανοποιητικό βαθμό βεβαιότητας με γνώμονα τον δυναμικό χαρακτήρα των θέσεων του χαρτοφυλακίου συναλλαγών, τις απαιτήσεις της συνετής αποτίμησης και τον τρόπο εφαρμογής και τον σκοπό των κεφαλαιακών απαιτήσεων όσον αφορά τις θέσεις χαρτοφυλακίου συναλλαγών.

    2.   Τα ιδρύματα συγκροτούν και διατηρούν σε ισχύ συστήματα και ελέγχους που να επαρκούν για την παροχή συνετών και αξιόπιστων εκτιμήσεων αποτίμησης. Τα εν λόγω συστήματα και οι έλεγχοι περιλαμβάνουν οπωσδήποτε τα ακόλουθα στοιχεία:

    α)

    τεκμηριωμένες έγγραφες πολιτικές και διαδικασίες για τη μέθοδο αποτίμησης, συμπεριλαμβανομένου του σαφή καθορισμού των ευθυνών στους διάφορους τομείς που έχουν εμπλέκονται για τον καθορισμό της αποτίμησης, τις πηγές πληροφόρησης για την αγορά και την εξέταση της καταλληλότητάς τους, τις κατευθυντήριες γραμμές για τη χρήση μη παρατηρήσημων στοιχείων που αντικατοπτρίζουν τις παραδοχές του ιδρύματος όσον αφορά τα στοιχεία που θα χρησιμοποιήσουν οι συμμετέχοντες στην αγορά για την αποτίμηση της θέσης, τη συχνότητα ανεξάρτητων αποτιμήσεων, τις χρονικές παραμέτρους των τιμών κλεισίματος, διαδικασίες για την προσαρμογή αποτιμήσεων και διαδικασίες επαλήθευσης, τόσο στη λήξη μήνα όσο και μεμονωμένου χαρακτήρα,

    β)

    σαφείς και ανεξάρτητους από τη μονάδα διαπραγμάτευσης διαύλους αναφοράς για το τμήμα που είναι υπόλογο για τη διαδικασία αποτίμησης.

    Ο δίαυλος αναφοράς θα καταλήγει τελικά στο διοικητικό όργανο.

    3.   Τα ιδρύματα ανατιμούν τις θέσεις του χαρτοφυλακίου συναλλαγών τους τουλάχιστον άπαξ ημερησίως.

    4.   Τα ιδρύματα αποτιμούν τις θέσεις τους με τιμές αγοράς όποτε είναι δυνατό, ακόμα και όταν εφαρμόζεται η κεφαλαιακή αντιμετώπιση του χαρτοφυλακίου συναλλαγών.

    5.   Κατά την καθημερινή αποτίμηση χρησιμοποιείται την πλέον συντηρητική μεταξύ της τιμή αγοράς και της τιμή πώλησης εκτός εάν το ίδρυμα μπορεί να εκκαθαρίσει τη θέση στη μέση τιμή της αγοράς. Όταν τα ιδρύματα κάνουν χρήση αυτής της παρέκκλισης, ενημερώνουν ανά εξάμηνο τις αρμόδιες αρχές τους για τις σχετικές θέσεις και παρέχουν αποδεικτικά στοιχεία ότι μπορούν να εκκαθαρίσουν τη θέση στη μέση τιμή της αγοράς.

    6.   Όταν δεν είναι δυνατή η αποτίμηση με αγοραίες τιμές, τα ιδρύματα αποτιμούν συντηρητικά βάσει υποδείγματος τις θέσεις και τα χαρτοφυλάκιά τους, ακόμα και όταν υπολογίζουν τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για θέσεις στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών.

    7.   Τα ιδρύματα συμμορφώνονται με τις ακόλουθες απαιτήσεις κατά την αποτίμηση βάσει υποδείγματος:

    α)

    τα ανώτατα διευθυντικά στελέχη γνωρίζουν τα στοιχεία του χαρτοφυλακίου συναλλαγών ή άλλων θέσεων εύλογης αξίας που υπόκεινται σε αποτίμηση βάσει υποδείγματος και αντιλαμβάνονται το βαθμό αβεβαιότητας που ως εκ τούτου προκύπτει για τη γνωστοποίηση του κινδύνου ή της απόδοσης της εκάστοτε επιχειρηματικής δράσης,

    β)

    τα ιδρύματα αντλούν τα δεδομένα αγοράς στο μέτρο του δυνατού με γνώμονα τις αγοραίες τιμές, ενώ η καταλληλότητα των δεδομένων αγοράς της εκάστοτε αποτιμώμενης θέσης και οι παράμετροι του υποδείγματος υποβάλλονται σε τακτική αξιολόγηση,

    γ)

    οσάκις είναι διαθέσιμες, χρησιμοποιούνται μεθοδολογίες αποτίμησης οι οποίες αποτελούν αποδεκτή πρακτική στην αγορά για συγκεκριμένα χρηματοοικονομικά μέσα ή βασικά εμπορεύματα,

    δ)

    όταν το υπόδειγμα αναπτύσσεται από το ίδιο το ίδρυμα, πρέπει να στηρίζεται σε κατάλληλες παραδοχές οι οποίες έχουν αξιολογηθεί και ελεγχθεί από πρόσωπα με κατάλληλη κατάρτιση που είναι ανεξάρτητα με τη διαδικασία ανάπτυξης του υποδείγματος,

    ε)

    τα ιδρύματα διαθέτουν τυπικές διαδικασίες ελέγχου των αλλαγών και φυλάσσουν ασφαλές αντίγραφο του υποδείγματος, το οποίο χρησιμοποιείται ανά τακτά χρονικά διαστήματα για τον έλεγχο των αποτιμήσεων,

    στ)

    οι υπεύθυνοι για τη διαχείριση κινδύνων γνωρίζουν τις αδυναμίες των χρησιμοποιούμενων υποδειγμάτων, καθώς και τον ενδεδειγμένο τρόπο για την αποτύπωσή τους στα πορίσματα των αποτιμήσεων, και

    ζ)

    τα υποδείγματα των ιδρυμάτων υπόκεινται σε τακτική επανεξέταση προκειμένου να κριθεί η ακρίβεια των επιδόσεών τους, ώστε, μεταξύ άλλων, να αξιολογηθεί κατά πόσον οι παραδοχές εξακολουθούν να είναι κατάλληλες, να γίνει ανάλυση των κερδών και ζημιών σε αντιπαραβολή με τους παράγοντες κινδύνου και να συγκριθούν οι πραγματικές τιμές εκκαθάρισης με τις τιμές που προκύπτουν από το υπόδειγμα.

    Για τους σκοπούς του στοιχείου δ), το υπόδειγμα αναπτύσσεται ή εγκρίνεται χωρίς την ανάμειξη της μονάδα διαπραγμάτευσης και η ορθότητά του ελέγχεται από ανεξάρτητο φορέα. Η διαδικασία αυτή περιλαμβάνει την επικύρωση των μαθηματικών υπολογισμών, των παραδοχών και του χρησιμοποιούμενου λογισμικού.

    8.   Τα ιδρύματα διενεργούν ανεξάρτητη επαλήθευση των τιμών επιπλέον της καθημερινής αποτίμησης με τιμές αγοράς ή της αποτίμησης βάσει υποδείγματος. Η επαλήθευση των τιμών αγοράς και των δεδομένων που χρησιμοποιούνται για το υπόδειγμα διενεργείται από μονάδα ανεξάρτητη από πρόσωπα ή μονάδες που επωφελούνται από το χαρτοφυλάκιο συναλλαγών, τουλάχιστον σε μηνιαία βάση ή συχνότερα, αναλόγως του χαρακτήρα της αγοράς ή της δραστηριότητας διαπραγμάτευσης. Σε περίπτωση που δεν υπάρχουν ανεξάρτητες πηγές για τις τιμές ή υπάρχουν μεν αλλά χαρακτηρίζονται από αυξημένη υποκειμενικότητα, ενδείκνυται ενδεχομένως η εφαρμογή μέτρων συντηρητικότητας, όπως είναι οι προσαρμογές αποτίμησης.

    9.   Τα ιδρύματα διαμορφώνουν και διατηρούν σε ισχύ διαδικασίες που επιτρέπουν τις προσαρμογές αποτίμησης.

    10.   Τα ιδρύματα διερευνούν τυπικά τις κατωτέρω προσαρμογές αποτίμησης: μη δεδουλευμένα πιστωτικά περιθώρια, έξοδα εκκαθάρισης, λειτουργικούς κινδύνους, αβεβαιότητα αγοραίας τιμής, πρόωρη λήξη, επενδυτικά έξοδα και έξοδα χρηματοδότησης, μελλοντικά διοικητικά έξοδα και, εφόσον ισχύει, κίνδυνο υποδείγματος.

    11.   Τα ιδρύματα υιοθετούν και διατηρούν διαδικασίες για τον υπολογισμό της προσαρμογής στην τρέχουσα αποτίμηση θέσεων μειωμένης ρευστότητας, οι οποίες είναι δυνατόν να προκύψουν τόσο από γεγονότα της αγοράς όσο και από καταστάσεις που αφορούν το ίδρυμα, λ.χ. συγκεντρωμένες θέσεις ή/και θέσεις η αρχικά σκοπούμενη περίοδος διακράτησης των οποίων έχει υπερβεί. Τα ιδρύματα, εφόσον απαιτείται, πραγματοποιούν τις εν λόγω προσαρμογές επιπρόσθετα τυχόν μεταβολών στην αξία της θέσης που απαιτούνται για σκοπούς χρηματοοικονομικής πληροφόρησης, και σχεδιάζουν τις σχετικές προσαρμογές έτσι ώστε να αντικατοπτρίζουν την έλλειψη ρευστότητας της θέσης. Βάσει των εν λόγω διαδικασιών, όταν ένα ίδρυμα εξετάζει κατά πόσον είναι απαραίτητη η προσαρμογή αποτίμησης για θέσεις μειωμένης ρευστότητας, συνεκτιμά διάφορους παράγοντες, στους οποίους συγκαταλέγονται οι εξής:

    α)

    το χρονικό διάστημα που απαιτείται για την αντιστάθμιση της θέσης ή των κινδύνων που περικλείει η θέση,

    β)

    η μεταβλητότητα και ο μέσος όρος των αποκλίσεων μεταξύ τιμής αγοράς και τιμής πώλησης,

    γ)

    η διαθεσιμότητα παρεχόμενων τιμών αγοράς (πλήθος και ταυτότητα των ειδικών διαπραγματευτών) και η μεταβλητότητα και ο μέσος όρος των όγκων συναλλαγών, συμπεριλαμβανομένων των όγκων συναλλαγών κατά τη διάρκεια περιόδων ακραίων συνθηκών της αγοράς,

    δ)

    οι συγκεντρώσεις στην αγορά,

    ε)

    η χρονολογική ωρίμανση των θέσεων,

    στ)

    ο βαθμός στον οποίο η αποτίμηση βασίζεται σε υπόδειγμα αποτίμησης,

    ζ)

    η επίπτωση άλλων κινδύνων που σχετίζονται με το υπόδειγμα.

    12.   Όταν ένα ίδρυμα χρησιμοποιεί αποτιμήσεις τρίτων ή αποτιμήσεις βάσει υποδείγματος, πρέπει να εξετάζει τη σκοπιμότητα προσαρμογής αποτίμησης. Επιπλέον, τα ιδρύματα εξετάζουν την αναγκαιότητα θέσπισης προσαρμογών για θέσεις μειωμένης ρευστότητας και ελέγχουν συνεχώς την καταλληλότητά τους. Τα ιδρύματα αξιολογούν συγκεκριμένα την ανάγκη για προσαρμογές αποτίμησης σχετικά με την αβεβαιότητα των παραμέτρων των δεδομένων που χρησιμοποιούνται από τα υποδείγματα.

    13.   Όσον αφορά πολύπλοκα προϊόντα, τα οποία περιλαμβάνουν ανοίγματα τιτλοποίησης και πιστωτικά παράγωγα νιοστής αθέτησης, τα ιδρύματα αξιολογούν συγκεκριμένα την ανάγκη για προσαρμογές αποτίμησης προκειμένου να αντικατοπτριστούν ο κίνδυνος υποδείγματος που συνδέεται με τη χρήση ενδεχομένως εσφαλμένης μεθόδου αποτίμησης και ο κίνδυνος υποδείγματος που συνδέεται με τη χρήση στο υπόδειγμα αποτίμησης παραμέτρων βαθμονόμησης μη δυναμένων να παρατηρηθούν (και ενδεχομένως εσφαλμένων).

    14.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για τον καθορισμό των όρων σύμφωνα με τους οποίους ισχύουν οι απαιτήσεις του άρθρου 105 για τους σκοπούς της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου.

    Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως 1η Φεβρουαρίου 2015.

    Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

    Άρθρο 106

    Εσωτερικές αντισταθμίσεις κινδύνου

    1.   Συγκεκριμένα, μια εσωτερική αντιστάθμιση κινδύνου πληροί τις κατωτέρω απαιτήσεις:

    α)

    δεν έχει ως αρχικό στόχο την αποφυγή ή τη μείωση των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων,

    β)

    είναι δεόντως και εγγράφως τεκμηριωμένη και υπόκειται σε ειδικές εσωτερικές διαδικασίες έγκρισης και ελέγχου,

    γ)

    διενεργείται υπό τους όρους που ισχύουν στην αγορά,

    δ)

    ο κίνδυνος αγοράς που δημιουργείται από την εσωτερική αντιστάθμιση κινδύνου αποτελεί αντικείμενο δυναμικής διαχείρισης στο πλαίσιο του χαρτοφυλακίου συναλλαγών εντός των επιτρεπόμενων ορίων,

    ε)

    παρακολουθείται προσεκτικά.

    Η παρακολούθηση διασφαλίζεται με επαρκείς διαδικασίες.

    2.   Οι απαιτήσεις της παραγράφου 1 εφαρμόζονται με την επιφύλαξη των απαιτήσεων που ισχύουν για την αντισταθμισμένη θέση εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών.

    3.   Κατά παρέκκλιση των παραγράφων 1 και 2, όταν ένα ίδρυμα αντισταθμίζει ένα άνοιγμα σε πιστωτικό κίνδυνο εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών ή σε κίνδυνο αντισυμβαλλομένου με ένα πιστωτικό παράγωγο που περιλαμβάνεται στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών του με εσωτερική αντιστάθμιση, το άνοιγμα εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών ή στον κίνδυνο αντισυμβαλλομένου δεν θεωρείται ότι έχει αντισταθμιστεί για τους σκοπούς του υπολογισμού των ποσών των σταθμισμένων ανοιγμάτων ως προς τον κίνδυνο, εκτός εάν το ίδρυμα αγοράσει από τρίτο, ο οποίος είναι επιλέξιμος πάροχος πιστωτικής προστασίας, ένα πιστωτικό παράγωγο που ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της μη χρηματοδοτούμενης πιστωτικής προστασίας εκτός του χαρτοφυλακίου συναλλαγών. Με την επιφύλαξη του άρθρου 299 παράγραφος 2 στοιχείο η), όταν παρόμοια πιστωτική προστασία αγοράζεται από τρίτους και αναγνωρίζεται ως αντιστάθμιση ανοίγματος εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών για τους σκοπούς του υπολογισμού των κεφαλαιακών απαιτήσεων, ούτε η εσωτερική ούτε η εξωτερική αντιστάθμιση με πιστωτικό παράγωγο δεν περιλαμβάνονται στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών για τους σκοπούς του υπολογισμού των κεφαλαιακών απαιτήσεων.

    ΤΙΤΛΟΣ ΙΙ

    ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΕΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΠΙΣΤΩΤΙΚΟ ΚΙΝΔΥΝΟ

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι

    Γενικές αρχές

    Άρθρο 107

    Μέθοδοι όσον αφορά τον πιστωτικό κίνδυνο

    1.   Τα ιδρύματα εφαρμόζουν είτε την τυποποιημένη προσέγγιση που προβλέπεται στο κεφάλαιο 2 είτε, εφόσον το επιτρέπουν οι αρμόδιες αρχές βάσει του άρθρου 143, την προσέγγιση εσωτερικών διαβαθμίσεων (IRΒ) που προβλέπεται στο κεφάλαιο 3 προκειμένου να υπολογίσουν τα ποσά των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ανοιγμάτων τους για τους σκοπούς του άρθρου 92 παράγραφος 3 στοιχεία α) και στ).

    2.   Για τα ανοίγματα διαπραγμάτευσης και για τις εισφορές στο κεφάλαιο εκκαθάρισης έναντι κεντρικού αντισυμβαλλομένου, τα ιδρύματα εφαρμόζουν την αντιμετώπιση που ορίζεται στο κεφάλαιο 6 τμήμα 9 προκειμένου να υπολογίσουν τα ποσά των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ανοιγμάτων τους για τους σκοπούς του άρθρου 92 παράγραφος 3 στοιχεία α) και στ). Για όλα τα άλλα είδη ανοίγματος έναντι κεντρικού αντισυμβαλλομένου, τα ιδρύματα αντιμετωπίζουν τα εν λόγω ανοίγματα ως εξής:

    α)

    ως ανοίγματα έναντι ιδρύματος για άλλα είδη ανοίγματος έναντι επιλέξιμου κεντρικού αντισυμβαλλομένου,

    β)

    ως ανοίγματα έναντι επιχείρησης για άλλα είδη ανοίγματος έναντι μη επιλέξιμου κεντρικού αντισυμβαλλομένου.

    3.   Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, τα ανοίγματα έναντι επιχειρήσεων επενδύσεων τρίτων χωρών και τα ανοίγματα έναντι πιστωτικών ιδρυμάτων τρίτων χωρών και τα ανοίγματα έναντι οίκων διακανονισμού και χρηματιστηρίων τρίτων χωρών αντιμετωπίζονται ως ανοίγματα έναντι ιδρύματος μόνο εάν η τρίτη χώρα εφαρμόζει προληπτικές εποπτικές και ρυθμιστικές απαιτήσεις στην εν λόγω οντότητα οι οποίες είναι τουλάχιστον ισοδύναμες με αυτές που ισχύουν στην Ένωση.

    4.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 3, η Επιτροπή μπορεί να θεσπίζει, μέσω εκτελεστικών πράξεων και με την επιφύλαξη της διαδικασίας εξέτασης που αναφέρεται στο άρθρο 464 παράγραφος 2, απόφαση σχετικά με την εφαρμογή ή όχι από τρίτη χώρα εποπτικών και ρυθμιστικών απαιτήσεων τουλάχιστον ισοδύναμων με εκείνες που ισχύουν στην Ένωση. Ελλείψει τέτοιας απόφασης, έως την 1η Ιανουαρίου 2015, τα ιδρύματα μπορούν να συνεχίσουν να αντιμετωπίζουν ανοίγματα έναντι των οντοτήτων που αναφέρονται στην παράγραφο 3 ως ανοίγματα έναντι ιδρυμάτων υπό την προϋπόθεση ότι οι σχετικές αρμόδιες αρχές είχαν εγκρίνει την τρίτη χώρα ως επιλέξιμη για τη σχετική αντιμετώπιση πριν από την 1η Ιανουαρίου 2014.

    Άρθρο 108

    Χρήση των τεχνικών μείωσης πιστωτικού κινδύνου δυνάμει της τυποποιημένης προσέγγισης και της προσέγγισης εσωτερικών διαβαθμίσεων (IRB)

    1.   Για ανοίγματα στα οποία ένα ίδρυμα εφαρμόζει την τυποποιημένη προσέγγιση δυνάμει του Κεφαλαίου 2 ή την προσέγγιση εσωτερικών διαβαθμίσεων (IRB) δυνάμει του Κεφαλαίου 3 αλλά δεν χρησιμοποιεί εσωτερικές εκτιμήσεις για τον υπολογισμό της ποσοστιαίας ζημιάς σε περίπτωση αθέτησης (LGD) και των συντελεστών μετατροπής δυνάμει του άρθρου 151, το ίδρυμα μπορεί να χρησιμοποιήσει τις τεχνικές μείωσης του πιστωτικού κινδύνου σύμφωνα με το Κεφάλαιο 4 στον υπολογισμό των ποσών των σταθμισμένων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων για τους σκοπούς των στοιχείων α) και στ) του άρθρου 92 παράγραφος 3 ή, ως σχετικές αναμενόμενες ζημίες για τους σκοπούς του υπολογισμού που αναφέρεται στο στοιχείο δ) του άρθρου 36 παράγραφος 1 και στο στοιχείο γ) του άρθρου 62.

    2.   Για ανοίγματα στα οποία ένα ίδρυμα εφαρμόζει την προσέγγιση IRB χρησιμοποιώντας εσωτερικές εκτιμήσεις για LGD και συντελεστές μετατροπής δυνάμει του άρθρου 151, το ίδρυμα μπορεί να χρησιμοποιήσει τις τεχνικές μείωσης του πιστωτικού κινδύνου σύμφωνα με το κεφάλαιο 3.

    Άρθρο 109

    Αντιμετώπιση των τιτλοποιημένων ανοιγμάτων δυνάμει της τυποποιημένης προσέγγισης και της προσέγγισης IRB

    1.   Όταν ένα ίδρυμα χρησιμοποιεί την τυποποιημένη προσέγγιση δυνάμει του κεφαλαίου 2 για τον υπολογισμό των ποσών των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ανοιγμάτων για την κατηγορία στην οποία ανήκουν τα τιτλοποιημένα ανοίγματα βάσει του άρθρου 112, υπολογίζει το ποσό του σταθμισμένου ως προς τον κίνδυνο ανοίγματος για μια θέση τιτλοποίησης σύμφωνα με τα άρθρα 245 και 246 και τα άρθρα 251 έως 258. Τα ιδρύματα που χρησιμοποιούν την τυποποιημένη προσέγγιση μπορούν επίσης να χρησιμοποιήσουν τη μέθοδο εσωτερικής αξιολόγησης εφόσον έχει επιτραπεί δυνάμει του άρθρου 259 παράγραφος 3.

    2.   Όταν ένα ίδρυμα χρησιμοποιεί την προσέγγιση IRB δυνάμει του κεφαλαίου 3 για τον υπολογισμό των ποσών των σταθμισμένων ανοιγμάτων για την κατηγορία στην οποία ανήκουν τα τιτλοποιημένα ανοίγματα βάσει του άρθρου 147 υπολογίζει το ύψος του σταθμισμένου ανοίγματος για μια θέση τιτλοποίησης σύμφωνα με τα άρθρα 245 και 246 και τα άρθρα 259 έως 266.

    Εκτός από την προσέγγιση εσωτερικής αξιολόγησης, εάν η προσέγγιση IRB χρησιμοποιείται μόνο για μέρος των τιτλοποιημένων ανοιγμάτων μιας τιτλοποίησης, το ίδρυμα χρησιμοποιεί την προσέγγιση που αντιστοιχεί στο μεγαλύτερο μέρος των τιτλοποιημένων ανοιγμάτων αυτής της τιτλοποίησης.

    Άρθρο 110

    Αντιμετώπιση των γενικών προσαρμογών πιστωτικού κινδύνου

    1.   Τα ιδρύματα που εφαρμόζουν την τυποποιημένη προσέγγιση αντιμετωπίζουν τις γενικές προσαρμογές πιστωτικού κινδύνου (credit risk adjustments) σύμφωνα με το άρθρο 62 στοιχείο γ).

    2.   Τα ιδρύματα που εφαρμόζουν την προσέγγιση IRB αντιμετωπίζουν τις γενικές προσαρμογές πιστωτικού κινδύνου σύμφωνα με το άρθρο 159, το άρθρο 62 στοιχείο δ) και το άρθρο 36 παράγραφος 1 στοιχείο δ).

    Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου και των κεφαλαίων 2 και 3, από τις γενικές και ειδικές προσαρμογές πιστωτικού κινδύνου εξαιρούνται τα κεφάλαια για γενικούς τραπεζικούς κινδύνους.

    3.   Τα ιδρύματα που χρησιμοποιούν την προσέγγιση IRB και εφαρμόζουν την τυποποιημένη προσέγγιση για μέρος των ανοιγμάτων τους σε ενοποιημένη ή ατομική βάση, σύμφωνα με τα άρθρα 148 και 150 προσδιορίζουν το μέρος της γενικής προσαρμογής πιστωτικού κινδύνου που υπάγεται στην αντιμετώπιση της γενικής προσαρμογής πιστωτικού κινδύνου δυνάμει της τυποποιημένης προσέγγισης και το μέρος που υπάγεται στην αντιμετώπιση της γενικής προσαρμογής πιστωτικού κινδύνου δυνάμει της προσέγγισης IRB ως εξής:

    α)

    ανάλογα με την περίπτωση, αν ένα ίδρυμα που συμπεριλαμβάνεται στην ενοποίηση εφαρμόζει αποκλειστικά την προσέγγιση IRB, οι γενικές προσαρμογές πιστωτικού κινδύνου του εν λόγω ιδρύματος υπάγονται στην αντιμετώπιση που ορίζεται στην παράγραφο 2,

    β)

    ανάλογα με την περίπτωση, αν ένα ίδρυμα που συμπεριλαμβάνεται στην ενοποίηση εφαρμόζει αποκλειστικά την τυποποιημένη προσέγγιση, οι γενικές προσαρμογές πιστωτικού κινδύνου του εν λόγω ιδρύματος υπάγονται στην αντιμετώπιση που ορίζεται στην παράγραφο 1,

    γ)

    Το υπόλοιπο μέρος της προσαρμογής πιστωτικού κινδύνου προσδιορίζεται κατ’ αναλογία σύμφωνα με το μέρος των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ανοιγμάτων που υπόκεινται στην τυποποιημένη προσέγγιση και αυτών που υπόκεινται στην προσέγγιση IRB αντίστοιχα.

    4.   H ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να διευκρινίσει τον υπολογισμό των ειδικών και γενικών προσαρμογών πιστωτικού κινδύνου δυνάμει του εφαρμοστέου λογιστικού πλαισίου για τα κατωτέρω:

    α)

    αξία ανοίγματος βάσει της τυποποιημένης προσέγγισης που αναφέρεται στο άρθρο 111,

    β)

    αξία ανοίγματος βάσει της προσέγγισης IRB που αναφέρεται στα άρθρα 166 έως 168,

    γ)

    αντιμετώπιση των ποσών αναμενόμενης ζημίας που αναφέρονται στο άρθρο 159,

    δ)

    αξία ανοίγματος για τον υπολογισμό των ποσών των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ανοιγμάτων για θέση τιτλοποίησης που αναφέρεται στα άρθρα 246 και 266,

    ε)

    προσδιορισμός της αθέτησης δυνάμει του άρθρου 178.

    Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως 1η Φεβρουαρίου 2015.

    Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

    Τυποποιημένη μέθοδος

    Τμήμα 1

    Γενικές αρχές

    Άρθρο 111

    Αξία ανοίγματος

    1.   Η αξία ανοίγματος ενός στοιχείου ενεργητικού ισούται με τη λογιστική αξία που απομένει μετά την εφαρμογή ειδικών προσαρμογών πιστωτικού κινδύνου, πρόσθετων προσαρμογών αξίας σύμφωνα με τα άρθρα 34 και 110 και άλλων αφαιρέσεων στοιχείων ιδίων κεφαλαίων που σχετίζονται με το στοιχείο ενεργητικού στο οποίο έχουν εφαρμοστεί. Η αξία ανοίγματος ενός στοιχείου εκτός ισολογισμού που περιλαμβάνεται στο παράρτημα Ι ισούται με το ακόλουθο ποσοστό της ονομαστικής αξίας του, κατόπιν αφαιρέσεως ειδικών προσαρμογών πιστωτικού κινδύνου:

    α)

    100 % αν πρόκειται για στοιχείο πλήρους κινδύνου,

    β)

    50 % εάν πρόκειται για στοιχείο μέτριου κινδύνου,

    γ)

    20 % εάν πρόκειται για στοιχείο κινδύνου μέτριου προς χαμηλό,

    δ)

    0 % εάν πρόκειται για στοιχείο χαμηλού κινδύνου.

    Τα εκτός ισολογισμού στοιχεία που αναφέρονται στη δεύτερη πρόταση του πρώτου εδαφίου κατατάσσονται σε κατηγορίες κινδύνου βάσει του παραρτήματος Ι.

    Όταν ένα ίδρυμα χρησιμοποιεί την αναλυτική μέθοδο χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων δυνάμει του άρθρου 223, η αξία ανοίγματος των τίτλων ή βασικών εμπορευμάτων που πωλούνται, παρέχονται ως εξασφάλιση ή ως δάνειο στο πλαίσιο μιας πράξης επαναγοράς ή μιας πράξης δανειοδοσίας/δανειοληψίας τίτλων ή βασικών εμπορευμάτων και πράξεων δανεισμού περιθωρίου προσαυξάνεται κατά το ποσό της προσαρμογής μεταβλητότητας που αναλογεί σε τέτοιου είδους τίτλους ή βασικά εμπορεύματα, σύμφωνα με τα όσα ορίζουν τα άρθρα 223 έως 225.

    2.   Η αξία ανοίγματος ενός παράγωγου μέσου που περιλαμβάνεται στο παράρτημα ΙΙ προσδιορίζεται σύμφωνα με το κεφάλαιο 6 λαμβάνοντας υπόψη τα αποτελέσματα συμβάσεων ανανέωσης και άλλων συμψηφιστικών συμφωνιών για τους σκοπούς των εν λόγω μεθόδων σύμφωνα με το κεφάλαιο 6. Η αξία ανοίγματος των πράξεων επαναγοράς, των συναλλαγών δανειοδοσίας ή δανειοληψίας τίτλων ή εμπορευμάτων, των πράξεων με μακρά προθεσμία διακανονισμού και των πράξεων δανεισμού περιθωρίου μπορεί να προσδιορίζεται είτε σύμφωνα με το κεφάλαιο 6 είτε σύμφωνα με το κεφάλαιο 4.

    3.   Όταν ένα άνοιγμα έχει χρηματοδοτούμενη πιστωτική προστασία, η αξία ανοίγματος που αποδίδεται στο υπόψη στοιχείο μπορεί να τροποποιηθεί σύμφωνα με το κεφάλαιο 4.

    Άρθρο 112

    Κατηγορίες ανοιγμάτων

    Κάθε άνοιγμα κατατάσσεται σε μια από τις ακόλουθες κατηγορίες:

    α)

    ανοίγματα έναντι κεντρικών κυβερνήσεων ή κεντρικών τραπεζών,

    β)

    ανοίγματα έναντι περιφερειακών κυβερνήσεων ή τοπικών αρχών,

    γ)

    ανοίγματα έναντι οντοτήτων του δημόσιου τομέα,

    δ)

    ανοίγματα έναντι πολυμερών τραπεζών ανάπτυξης,

    ε)

    ανοίγματα έναντι διεθνών οργανισμών,

    στ)

    ανοίγματα έναντι ιδρυμάτων,

    ζ)

    ανοίγματα έναντι επιχειρήσεων,

    η)

    ανοίγματα λιανικής τραπεζικής,

    θ)

    ανοίγματα που εξασφαλίζονται με υποθήκες επί ακίνητης περιουσίας,

    ι)

    ανοίγματα σε αθέτηση,

    ια)

    ανοίγματα που σχετίζονται με ιδιαίτερα υψηλούς κινδύνους,

    ιβ)

    ανοίγματα υπό τη μορφή καλυμμένων ομολόγων,

    ιγ)

    στοιχεία που αντιστοιχούν σε θέσεις τιτλοποίησης,

    ιδ)

    ανοίγματα έναντι ιδρυμάτων και επιχειρήσεων με βραχυπρόθεσμη πιστοληπτική αξιολόγηση,

    ιε)

    ανοίγματα υπό μορφή μεριδίων ή μετοχών σε οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων (ΟΣΕ),

    ιστ)

    ανοίγματα σε μετοχές,

    ιζ)

    άλλα στοιχεία.

    Άρθρο 113

    Υπολογισμός των ποσών των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ανοιγμάτων

    1.   Για τον υπολογισμό των ποσών των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ανοιγμάτων, εφαρμόζονται συντελεστές στάθμισης κινδύνου σε όλα τα ανοίγματα εκτός εάν αφαιρούνται από τα ίδια κεφάλαια, σύμφωνα με τις διατάξεις της ενότητας 2. Η εφαρμογή των συντελεστών στάθμισης κινδύνου πραγματοποιείται βάσει της κατηγορίας στην οποία υπάγεται το άνοιγμα και της πιστωτικής ποιότητάς του, στο μέτρο που ορίζει το τμήμα 2. Η πιστωτική ποιότητα είναι δυνατόν να προσδιορίζεται με βάση τις πιστοληπτικές αξιολογήσεις που πραγματοποιούνται από ΕΟΠΑ ή τη διαβάθμιση από οργανισμούς εξαγωγικών πιστώσεων σύμφωνα με το τμήμα 3.

    2.   Για τους σκοπούς της εφαρμογής ενός συντελεστή στάθμισης κινδύνου, σύμφωνα με τα όσα ορίζονται στην παράγραφο 1, η αξία ανοίγματος πολλαπλασιάζεται με τον εκάστοτε συντελεστή στάθμισης κινδύνου που καθορίζεται ή προσδιορίζεται σύμφωνα με το τμήμα 2.

    3.   Όταν ένα άνοιγμα υπόκειται σε πιστωτική προστασία, ο συντελεστής στάθμισης κινδύνου που αποδίδεται στο υπόψη στοιχείο είναι δυνατόν να τροποποιηθεί σύμφωνα με το κεφάλαιο 4.

    4.   Τα ποσά των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ανοιγμάτων για τιτλοποίηση υπολογίζονται σύμφωνα με το κεφάλαιο 5.

    5.   Στα ανοίγματα για τα οποία δεν προβλέπεται υπολογισμός δυνάμει του τμήματος 2 εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης κινδύνου 100 %.

    6.   Με εξαίρεση τα ανοίγματα που οδηγούν σε κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, πρόσθετα στοιχεία της κατηγορίας 1 ή της κατηγορίας 2, ένα ίδρυμα δύναται, με την επιφύλαξη της προηγούμενης έγκρισης από τις αρμόδιες αρχές, να αποφασίσει να μην εφαρμόσει τις απαιτήσεις της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου στα ανοίγματά του έναντι αντισυμβαλλόμενου που αποτελεί τη μητρική του επιχείρηση, δική του θυγατρική ή θυγατρική της μητρικής του επιχείρησης ή επιχείρηση που συνδέεται με σχέση κατά την έννοια του άρθρου 12 παράγραφος 1 της οδηγίας 83/349/ΕΟΚ. Οι αρμόδιες αρχές είναι εξουσιοδοτημένες να χορηγούν τη σχετική έγκριση εφόσον πληρούνται οι κατωτέρω προϋποθέσεις:

    α)

    ο αντισυμβαλλόμενος είναι ίδρυμα, χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών, χρηματοδοτικό ίδρυμα, εταιρεία διαχείρισης ή επιχείρηση παροχής επικουρικών υπηρεσιών που υπόκειται σε καθεστώς προληπτικής εποπτείας,

    β)

    ο αντισυμβαλλόμενος ενοποιείται με το ίδρυμα με τη μέθοδο της ολικής ενοποίησης,

    γ)

    ο αντισυμβαλλόμενος υπόκειται στις ίδιες διαδικασίες αξιολόγησης, μέτρησης και ελέγχου κινδύνων με το ίδρυμα,

    δ)

    ο αντισυμβαλλόμενος είναι εγκατεστημένος στο ίδιο κράτος μέλος με το ίδρυμα,

    ε)

    δεν υπάρχει κανένα τρέχον ή προβλεπόμενο ουσιώδες πρακτικό ή νομικό κώλυμα για την άμεση μεταβίβαση ιδίων κεφαλαίων ή την εξόφληση υποχρεώσεων προς το ίδρυμα.

    Εάν το ίδρυμα, δυνάμει της παρούσας παραγράφου, έχει εξουσιοδοτηθεί να μην εφαρμόσει τις απαιτήσεις της παραγράφου 1, μπορεί να λαμβάνει συντελεστή στάθμισης κινδύνου 0 %.

    7.   Με εξαίρεση τα ανοίγματα που οδηγούν σε κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, πρόσθετα στοιχεία της κατηγορίας 1 και της κατηγορίας 2, τα ιδρύματα δύνανται, εφόσον λάβουν προηγουμένως την άδεια των αρμόδιων αρχών, να μην εφαρμόσουν τις απαιτήσεις της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου στα ανοίγματα έναντι αντισυμβαλλομένων με τους οποίους έχουν συμφωνήσει θεσμικό σύστημα προστασίας δηλαδή συμβατική ή θεσμική ρύθμιση ευθύνης που προστατεύει τα εν λόγω ιδρύματα και εξασφαλίζει ιδιαίτερα τη ρευστότητα και τη φερεγγυότητά τους, προκειμένου να αποφεύγεται η χρεοκοπία όταν είναι αναγκαίο. Οι αρμόδιες αρχές είναι εξουσιοδοτημένες να χορηγούν τη σχετική άδεια εφόσον πληρούνται οι κατωτέρω προϋποθέσεις:

    α)

    πληρούνται οι απαιτήσεις που εκτίθενται στην παράγραφο 6 στοιχεία α), δ) και ε),

    β)

    οι ρυθμίσεις εξασφαλίζουν ότι το θεσμικό σύστημα προστασίας είναι σε θέση να παρέχει την αναγκαία υποστήριξη βάσει των δεσμεύσεων που έχει αναλάβει με πόρους που θα του διατίθενται έγκαιρα,

    γ)

    το θεσμικό σύστημα προστασίας διαθέτει τα κατάλληλα και ομοιόμορφα διατυπωμένα συστήματα για τον έλεγχο και την κατάταξη του κινδύνου (που παρέχουν πλήρη εικόνα των καταστάσεων κινδύνου όλων των μεμονωμένων μελών και του θεσμικού συστήματος προστασίας στο σύνολό του) με αντίστοιχες δυνατότητες επηρεασμού· τα συστήματα αυτά ελέγχουν κατά το δέοντα τρόπο τα ανοίγματα σε αθέτηση σύμφωνα με το άρθρο 178 παράγραφος 1,

    δ)

    το θεσμικό σύστημα προστασίας συντάσσει τη δική του έκθεση κατάστασης κινδύνου που κοινοποιείται στα μεμονωμένα μέλη,

    ε)

    το θεσμικό σύστημα προστασίας συντάσσει και δημοσιεύει ετησίως είτε ενοποιημένη έκθεση που περιλαμβάνει τον ισολογισμό, τους λογαριασμούς εσόδων-εξόδων, την έκθεση της κατάστασης και την έκθεση της κατάστασης κινδύνου σχετικά με το θεσμικό σύστημα προστασίας στο σύνολό του είτε έκθεση που περιλαμβάνει το συνολικό ισολογισμό, τους συνολικούς λογαριασμούς εσόδων-εξόδων, την έκθεση της κατάστασης και την έκθεση της κατάστασης κινδύνου σχετικά με το θεσμικό σύστημα προστασίας στο σύνολό του,

    στ)

    οι συμμετέχοντες στο θεσμικό σύστημα προστασίας υποχρεούνται να δώσουν προειδοποίηση τουλάχιστον 24 μηνών εάν επιθυμούν να αποχωρήσουν από το σύστημα,

    ζ)

    εξαλείφεται η πολλαπλή χρήση στοιχείων επιλέξιμων για τον υπολογισμό των ιδίων κεφαλαίων (εφεξής «πολλαπλός υπολογισμός») καθώς και οποιαδήποτε αθέμιτη δημιουργία ιδίων κεφαλαίων μεταξύ μελών του θεσμικού συστήματος προστασίας,

    η)

    το θεσμικό σύστημα προστασίας βασίζεται στην ευρεία συμμετοχή πιστωτικών ιδρυμάτων με ως επί το πλείστον ομοιογενή επιχειρησιακή μορφή,

    θ)

    η επάρκεια των συστημάτων που μνημονεύονται στα στοιχεία γ) και δ) πρέπει να εγκρίνεται και να παρακολουθείται ανά τακτά χρονικά διαστήματα από τις αρμόδιες αρχές.

    Εάν το ίδρυμα, δυνάμει της παρούσας παραγράφου, αποφασίσει να μην εφαρμόσει τις απαιτήσεις της παραγράφου 1, μπορεί να λαμβάνει συντελεστή στάθμισης κινδύνου 0 %.

    Τμήμα 2

    Συντελεστές Στάθμισης κινδύνου

    Άρθρο 114

    Ανοίγματα έναντι κεντρικών κυβερνήσεων και κεντρικών τραπεζών

    1.   Στα ανοίγματα έναντι κεντρικών κυβερνήσεων και κεντρικών τραπεζών εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης κινδύνου 100 %, εκτός εάν εφαρμόζεται η αντιμετώπιση που ορίζεται στις παραγράφους 2 έως 7.

    2.   Στα ανοίγματα έναντι κεντρικών κυβερνήσεων και κεντρικών τραπεζών που έχουν πιστοληπτική αξιολόγηση από καθορισμένο για το σκοπό αυτό ΕΟΠΑ εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης κινδύνου σύμφωνα με τον πίνακα 1 που αντιστοιχεί στην πιστοληπτική αξιολόγηση του ΕΟΠΑ σύμφωνα με το άρθρο 136.

    Πίνακας 1

    Βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας

    1

    2

    3

    4

    5

    6

    Συντελεστής στάθμισης κινδύνου

    0 %

    20 %

    50 %

    100 %

    100 %

    150 %

    3.   Στα ανοίγματα έναντι της ΕΚΤ εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης κινδύνου 0 %.

    4.   Στα ανοίγματα έναντι των κεντρικών κυβερνήσεων και των κεντρικών τραπεζών των κρατών μελών που είναι εκπεφρασμένα και χρηματοδοτούμενα στο εθνικό νόμισμα της εν λόγω κεντρικής κυβέρνησης και της κεντρικής τράπεζας εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης κινδύνου 0 %.

    5.   Όσον αφορά ανοίγματα σε κεντρικές κυβερνήσεις των κρατών μελών ή σε κεντρικές τράπεζες που είναι εκπεφρασμένα και χρηματοδοτούμενα στο εγχώριο νόμισμα οιουδήποτε κράτους μέλους εφαρμόζεται έως τις 31 Δεκεμβρίου 2017 συντελεστής στάθμισης κινδύνου ίδιος με αυτόν που εφαρμόζεται για παρόμοια ανοίγματα που είναι εκπεφρασμένα και χρηματοδοτούμενα στο εγχώριο νόμισμά τους.

    6.   Για τα ανοίγματα που αναφέρονται στην παράγραφο 5:

    α)

    το 2018 τα υπολογιζόμενα ποσά των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ανοιγμάτων θα ανέρχονται στο 20 % της στάθμισης κινδύνου που αφορά τα ανοίγματα αυτά σύμφωνα με το άρθρο 114 παράγραφος 2,

    β)

    το 2019 τα υπολογιζόμενα ποσά των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ανοιγμάτων θα ανέρχονται στο 50 % της στάθμισης κινδύνου που αφορά τα ανοίγματα αυτά σύμφωνα με το άρθρο 114 παράγραφος 2,

    γ)

    από το 2020 και έπειτα τα υπολογιζόμενα ποσά των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ανοιγμάτων θα ανέρχονται στο 100 % της στάθμισης κινδύνου που αφορά τα ανοίγματα αυτά σύμφωνα με το άρθρο 114 παράγραφος 2.

    7.   Εάν οι αρμόδιες αρχές τρίτης χώρας με εποπτικές και κανονιστικές ρυθμίσεις τουλάχιστον ισοδύναμες με εκείνες που ισχύουν στην Ένωση εφαρμόζουν συντελεστή στάθμισης κινδύνου χαμηλότερο από εκείνον που ορίζεται στα σημεία 1 έως 2 στα ανοίγματα έναντι της κεντρικής τους κυβέρνησης και της κεντρικής τους τράπεζας που είναι εκπεφρασμένα και χρηματοδοτούμενα στο εθνικό της νόμισμα, τα ιδρύματα δύνανται να σταθμίζουν τα ανοίγματα αυτά με τον ίδιο τρόπο.

    Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, η Επιτροπή μπορεί να θεσπίζει, μέσω εκτελεστικών πράξεων και με την επιφύλαξη της διαδικασίας εξέτασης που αναφέρεται στο άρθρο 464 παράγραφος 2, απόφαση σχετικά με το αν μια τρίτη χώρα εφαρμόζει εποπτικές και κανονιστικές ρυθμίσεις τουλάχιστον ισοδύναμες με εκείνες που ισχύουν στην Ένωση. Εάν δεν εκδοθεί μια τέτοια απόφαση, έως την 1η Ιανουαρίου 2015, τα ιδρύματα μπορούν να συνεχίσουν να εφαρμόζουν την αντιμετώπιση που προβλέπεται στην παρούσα παράγραφο στα ανοίγματα έναντι κεντρικής κυβέρνησης ή κεντρικής τράπεζας τρίτης χώρας εάν οι σχετικές αρμόδιες αρχές είχαν εγκρίνει την εν λόγω τρίτη χώρα ως επιλέξιμη για τη σχετική αντιμετώπιση πριν από την 1η Ιανουαρίου 2014.

    Άρθρο 115

    Ανοίγματα έναντι περιφερειακών κυβερνήσεων ή τοπικών αρχών

    1.   Τα ανοίγματα έναντι περιφερειακών κυβερνήσεων ή τοπικών αρχών σταθμίζονται ως ανοίγματα έναντι ιδρυμάτων εκτός εάν αντιμετωπίζονται ως ανοίγματα έναντι κεντρικών κυβερνήσεων δυνάμει των παραγράφων 2 ή 4 ή σταθμίζονται με συντελεστή στάθμισης κινδύνου που αναφέρεται στην παράγραφο 5. Η προνομιακή αντιμετώπιση των βραχυπρόθεσμων ανοιγμάτων που αναφέρεται στο άρθρο 119 παράγραφος 2 και στο άρθρο 120 παράγραφος 2 δεν εφαρμόζεται.

    2.   Τα ανοίγματα έναντι περιφερειακών κυβερνήσεων και τοπικών αρχών αντιμετωπίζονται ως ανοίγματα έναντι της κεντρικής κυβέρνησης στη δικαιοδοσία της οποίας υπάγονται εάν δεν υπάρχει διαφορά κινδύνου μεταξύ αυτών των ανοιγμάτων λόγω των ειδικών εξουσιών άντλησης εσόδων αυτών των περιφερειακών κυβερνήσεων και τοπικών αρχών και λόγω της ύπαρξης ειδικών θεσμικών ρυθμίσεων που περιορίζουν τον κίνδυνο αθέτησης των υποχρεώσεών τους.

    Η ΕΑΤ τηρεί βάση δεδομένων, η οποία είναι διαθέσιμη στο κοινό, με όλες τις περιφερειακές κυβερνήσεις και τοπικές αρχές εντός της Ένωσης τα ανοίγματα έναντι των οποίων αντιμετωπίζονται ως ανοίγματα έναντι των κεντρικών κυβερνήσεών τους από τις σχετικές αρμόδιες αρχές.

    3.   Ανοίγματα έναντι εκκλησιών και θρησκευτικών κοινοτήτων που έχουν συσταθεί υπό μορφή νομικού προσώπου βάσει νόμου, στο βαθμό που αυτές εισπράττουν φόρους βάσει νομοθεσίας που τους παρέχει το δικαίωμα να το πράττουν, θεωρούνται ως ανοίγματα έναντι περιφερειακών κυβερνήσεων και τοπικών αρχών. Σε αυτή, την περίπτωση, η παράγραφος 2 δεν εφαρμόζεται και, για τους σκοπούς του άρθρου 150 παράγραφος 1 στοιχείο α), η έγκριση για εφαρμογή της τυποποιημένης προσέγγισης δεν αποκλείεται.

    4.   Εάν οι αρμόδιες αρχές τρίτης χώρας που εφαρμόζει εποπτικές και κανονιστικές ρυθμίσεις τουλάχιστον ισοδύναμες με εκείνες που ισχύουν στην Ένωση αντιμετωπίζουν τα ανοίγματα έναντι περιφερειακών κυβερνήσεων ή τοπικών αρχών ως ανοίγματα έναντι της κεντρικής τους κυβέρνησης και δεν υπάρχει διαφορά στον κίνδυνο μεταξύ των δύο ανοιγμάτων λόγω των ειδικών εξουσιών άντλησης εσόδων αυτών των περιφερειακών κυβερνήσεων και τοπικών αρχών και λόγω της ύπαρξης ειδικών θεσμικών ρυθμίσεων που περιορίζουν τον κίνδυνο αθέτησης των υποχρεώσεών τους, τα ιδρύματα δύνανται να σταθμίζουν τα ανοίγματα έναντι των εν λόγω περιφερειακών κυβερνήσεων και τοπικών αρχών με τον ίδιο τρόπο.

    Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, η Επιτροπή μπορεί να θεσπίζει, μέσω εκτελεστικών πράξεων και με την επιφύλαξη της διαδικασίας εξέτασης που αναφέρεται στο άρθρο 464 παράγραφος 2, απόφαση σχετικά με το αν μια τρίτη χώρα εφαρμόζει εποπτικές και κανονιστικές ρυθμίσεις τουλάχιστον ισοδύναμες με εκείνες που ισχύουν στην Ένωση. Εάν δεν εκδοθεί σχετική απόφαση, έως την 1η Ιανουαρίου 2015, τα ιδρύματα μπορούν να συνεχίσουν να εφαρμόζουν την αντιμετώπιση που προβλέπεται στην παρούσα παράγραφο για την τρίτη χώρα εάν οι σχετικές αρμόδιες αρχές είχαν εγκρίνει την εν λόγω τρίτη χώρα ως επιλέξιμη για τη σχετική αντιμετώπιση πριν από την 1η Ιανουαρίου 2014.

    5.   Τα ανοίγματα έναντι περιφερειακών κυβερνήσεων και τοπικών αρχών των κρατών μελών που δεν αναφέρονται στις παραγράφους 2 έως 4 και τα οποία είναι εκπεφρασμένα και χρηματοδοτούμενα στο εγχώριο νόμισμα της εν λόγω περιφερειακής κυβέρνησης και τοπικής αρχής σταθμίζονται με συντελεστή στάθμισης κινδύνου 20 %.

    Άρθρο 116

    Ανοίγματα έναντι οντοτήτων του δημόσιου τομέα

    1.   Στα ανοίγματα έναντι οντοτήτων του δημόσιου τομέα για τα οποία δεν διατίθεται πιστοληπτική αξιολόγηση από καθορισμένο για το σκοπό αυτό ΕΟΠΑ εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης κινδύνου σύμφωνα με τη βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας στην οποία κατατάσσονται τα ανοίγματα έναντι της κεντρικής κυβέρνησης στη δικαιοδοσία της οποίας εδρεύει η οντότητα του δημόσιου τομέα σύμφωνα με τον Πίνακα 2 κατωτέρω:

    Πίνακας 2

    Βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας στην οποία κατατάσσεται η κεντρική κυβέρνηση

    1

    2

    3

    4

    5

    6

    Συντελεστής στάθμισης κινδύνου

    20 %

    50 %

    100 %

    100 %

    100 %

    150 %

    Για τα ανοίγματα έναντι οντοτήτων του δημόσιου τομέα που εδρεύουν σε χώρες των οποίων η κεντρική κυβέρνηση δεν αποτελεί αντικείμενο διαβάθμισης, ο συντελεστής στάθμισης κινδύνου είναι 100 %.

    2.   Τα ανοίγματα οντοτήτων του δημόσιου τομέα που έχουν πιστοληπτική αξιολόγηση από καθορισμένο για το σκοπό αυτό ΕΟΠΑ αντιμετωπίζονται σύμφωνα με το άρθρο 120. Η προνομιακή αντιμετώπιση των βραχυπρόθεσμων ανοιγμάτων που αναφέρεται στο άρθρο 119 παράγραφος 2 και στο άρθρο 120 παράγραφος 2 δεν εφαρμόζεται στις εν λόγω οντότητες.

    3.   Στα ανοίγματα έναντι οντοτήτων του δημόσιου τομέα με αρχική ληκτότητα τριών μηνών ή λιγότερο εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης κινδύνου 20 %.

    4.   Σε εξαιρετικές περιστάσεις, τα ανοίγματα έναντι οντοτήτων του δημόσιου τομέα μπορούν να αντιμετωπίζονται ως ανοίγματα έναντι της κεντρικής κυβέρνησης, περιφερειακής κυβέρνησης ή τοπικής αρχής στη δικαιοδοσία της οποίας εδρεύουν αυτές, εφόσον κατά την κρίση των αρμόδιων αρχών της δικαιοδοσίας αυτής δεν υπάρχει διαφορά κινδύνου μεταξύ αυτών και εκείνων των ανοιγμάτων, καθόσον τα πρώτα είναι δεόντως εγγυημένα από την κεντρική κυβέρνηση, την περιφερειακή κυβέρνηση ή την τοπική αρχή.

    5.   Όταν οι αρμόδιες αρχές τρίτης χώρας με εποπτικές και κανονιστικές ρυθμίσεις τουλάχιστον ισοδύναμες με εκείνες που ισχύουν στην Ένωση αντιμετωπίζουν τα ανοίγματα έναντι οντοτήτων του δημόσιου τομέα σύμφωνα με την παράγραφο 1 ή 2, τα ιδρύματα μπορεί να σταθμίζουν με τον ίδιο τρόπο τα ανοίγματα έναντι αυτών των οντοτήτων του δημόσιου τομέα. Διαφορετικά τα ιδρύματα εφαρμόζουν συντελεστή στάθμισης κινδύνου 100 %.

    Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, η Επιτροπή μπορεί να θεσπίζει, μέσω εκτελεστικών πράξεων και με την επιφύλαξη της διαδικασίας εξέτασης που αναφέρεται στο άρθρο 464 παράγραφος 2, απόφαση σχετικά με το αν μια τρίτη χώρα εφαρμόζει εποπτικές και κανονιστικές ρυθμίσεις τουλάχιστον ισοδύναμες με εκείνες που ισχύουν στην Ένωση. Εάν δεν εκδοθεί σχετική απόφαση, έως την 1η Ιανουαρίου 2015, τα ιδρύματα μπορούν να συνεχίσουν να εφαρμόζουν την αντιμετώπιση που προβλέπεται στην παρούσα παράγραφο για την τρίτη χώρα εάν οι σχετικές αρμόδιες αρχές είχαν εγκρίνει την εν λόγω τρίτη χώρα ως επιλέξιμη για τη σχετική αντιμετώπιση πριν από την 1η Ιανουαρίου 2014.

    Άρθρο 117

    Ανοίγματα έναντι πολυμερών τραπεζών ανάπτυξης

    1.   Τα ανοίγματα έναντι πολυμερών τραπεζών ανάπτυξης που δεν αναφέρονται στην παράγραφο 2 αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο όπως τα ανοίγματα έναντι ιδρυμάτων. Η προνομιακή αντιμετώπιση των βραχυπρόθεσμων ανοιγμάτων που αναφέρεται στο άρθρο 119 παράγραφος 2, στο άρθρο 120 παράγραφος 2 και στο άρθρο 121 παράγραφος 3 δεν εφαρμόζεται.

    Η Διαμερικανική Εταιρεία Επενδύσεων (Inter-American Investment Corporation), η Παρευξείνια Τράπεζα (Black Sea Trade and Development Bank), η Κεντροαμερικανική Τράπεζα Οικονομικής Ολοκλήρωσης (Central American Bank for Economic Integration) και η CAF-Αναπτυξιακή Τράπεζα της Λατινικής Αμερικής (CAF-Development Bank of Latin America) θεωρούνται πολυμερείς τράπεζες ανάπτυξης.

    2.   Στα ανοίγματα έναντι των ακόλουθων πολυμερών τραπεζών ανάπτυξης εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης κινδύνου 0 %:

    α)

    Διεθνής Τράπεζα Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης,

    β)

    Διεθνής Εταιρεία Χρηματοδοτήσεων,

    γ)

    Διαμερικανική Τράπεζα Ανάπτυξης,

    δ)

    Ασιατική Τράπεζα Ανάπτυξης,

    ε)

    Αφρικανική Τράπεζα Ανάπτυξης,

    στ)

    Τράπεζα Ανάπτυξης του Συμβουλίου της Ευρώπης,

    ζ)

    Σκανδιναβική Τράπεζα Επενδύσεων,

    η)

    Τράπεζα Ανάπτυξης της Καραϊβικής,

    θ)

    Ευρωπαϊκή Τράπεζα Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης,

    ι)

    Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων,

    ια)

    Ευρωπαϊκό Ταμείο Επενδύσεων,

    ιβ)

    Πολυμερής Οργανισμός για την Εγγύηση των Επενδύσεων,

    ιγ)

    Διεθνής Χρηματοδοτική Διευκόλυνση για Ανοσοποίηση,

    ιδ)

    Ισλαμική Τράπεζα Ανάπτυξης.

    3.   Στο τμήμα του εγγεγραμμένου και μη καταβεβλημένου κεφαλαίου του Ευρωπαϊκού Ταμείου Επενδύσεων εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης κινδύνου 20 %.

    Άρθρο 118

    Ανοίγματα έναντι διεθνών οργανισμών

    Στα ανοίγματα έναντι των ακόλουθων διεθνών οργανισμών εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης κινδύνου 0 %:

    α)

    Ένωση,

    β)

    Διεθνές Νομισματικό Ταμείο,

    γ)

    Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών,

    δ)

    Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας,

    ε)

    Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας,

    στ)

    οποιοδήποτε διεθνές χρηματοδοτικό ίδρυμα που έχει συσταθεί από δύο ή περισσότερα κράτη μέλη, με στόχο την κινητοποίηση της χρηματοδότησης και την παροχή χρηματοδοτικής συνδρομής προς όφελος των μελών του, τα οποία βιώνουν ή απειλούνται από σοβαρά προβλήματα χρηματοδότησης.

    Άρθρο 119

    Ανοίγματα έναντι ιδρυμάτων

    1.   Στα ανοίγματα έναντι ιδρυμάτων που έχουν πιστοληπτική αξιολόγηση από καθορισμένο για το σκοπό αυτό ΕΟΠΑ εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης σύμφωνα με το άρθρο 120. Στα ανοίγματα έναντι ιδρυμάτων για τα οποία δεν διατίθεται πιστοληπτική αξιολόγηση από καθορισμένο για το σκοπό αυτό ΕΟΠΑ εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης σύμφωνα με το άρθρο 121.

    2.   Στα ανοίγματα έναντι ιδρυμάτων με εναπομένουσα ληκτότητα ίση ή μικρότερη των τριών μηνών που είναι εκπεφρασμένα και χρηματοδοτούμενα στο εθνικό νόμισμα του πιστούχου, εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης κινδύνου λιγότερο ευνοϊκός κατά μία κατηγορία από τον προνομιακό συντελεστή στάθμισης, όπως περιγράφεται στο άρθρο 109 παράγραφοι 4 ως 7, που εφαρμόζεται στα ανοίγματα έναντι της κεντρικής κυβέρνησης στη δικαιοδοσία της οποίας εδρεύουν.

    3.   Σε κανένα άνοιγμα με εναπομένουσα ληκτότητα μικρότερη ή ίση των τριών μηνών που είναι εκπεφρασμένο και χρηματοδοτούμενο στο εθνικό νόμισμα του πιστούχου δεν εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης κινδύνου χαμηλότερος του 20 %.

    4.   Τα ανοίγματα έναντι ιδρύματος υπό μορφή ελάχιστων αποθεματικών που απιατούνται από την ΕΚΤ ή την κεντρική τράπεζα κράτους μέλους, μπορούν να σταθμίζονται ως ανοίγματα έναντι της κεντρικής τράπεζας του εν λόγω κράτους μέλους εφόσον:

    α)

    τα αποθεματικά διατηρούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1745/2003 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 12ης Σεπτεμβρίου 2003, σχετικά με τη θέσπιση υποχρέωσης ελάχιστου αποθεματικού (29) ή σύμφωνα με εθνικές απαιτήσεις καθ’ όλα ισοδύναμες προς τον εν λόγω κανονισμό,

    β)

    στην περίπτωση πτώχευσης ή αφερεγγυότητας του ιδρύματος το οποίο διατηρεί τα αποθεματικά, αυτά επιστρέφονται εγκαίρως και πλήρως στο ίδρυμα και δεν διατίθενται για την κάλυψη άλλων υποχρεώσεων του ιδρύματος.

    5.   Τα ανοίγματα έναντι ιδρυμάτων του χρηματοπιστωτικού τομέα που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας και εποπτεύονται από τις αρμόδιες αρχές και τα οποία υπόκεινται σε απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας ισοδύναμες με εκείνες που εφαρμόζονται στα ιδρύματα όσον αφορά την ευρωστία, αντιμετωπίζονται όπως τα ανοίγματα έναντι ιδρυμάτων.

    Άρθρο 120

    Ανοίγματα έναντι διαβαθμισμένων ιδρυμάτων

    1.   Στα ανοίγματα έναντι ιδρυμάτων με εναπομένουσα ληκτότητα μεγαλύτερη των τριών μηνών που έχουν πιστοληπτική αξιολόγηση από καθορισμένο για το σκοπό αυτό ΕΟΠΑ εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης κινδύνου σύμφωνα με τον πίνακα 3 που αντιστοιχεί στην πιστοληπτική αξιολόγηση του ΕΟΠΑ σύμφωνα με το άρθρο 136.

    Πίνακας 3

    Βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας

    1

    2

    3

    4

    5

    6

    Συντελεστής στάθμισης κινδύνου

    20 %

    50 %

    50 %

    100 %

    100 %

    150 %

    2.   Στα ανοίγματα έναντι ιδρυμάτων με εναπομένουσα ληκτότητα μικρότερη ή ίση των τριών μηνών που έχουν πιστοληπτική αξιολόγηση από καθορισμένο για το σκοπό αυτό ΕΟΠΑ εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης σύμφωνα με τον πίνακα 4 που αντιστοιχεί στην πιστοληπτική αξιολόγηση του ΕΟΠΑ σύμφωνα με το άρθρο 136.

    Πίνακας 4

    Βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας

    1

    2

    3

    4

    5

    6

    Συντελεστής στάθμισης κινδύνου

    20 %

    20 %

    20 %

    50 %

    50 %

    150 %

    3.   Η αλληλεπίδραση μεταξύ της αντιμετώπισης της βραχυπρόθεσμης πιστοληπτικής αξιολόγησης δυνάμει του άρθρου 131 και της γενικής προνομιακής αντιμετώπισης των βραχυπρόθεσμων ανοιγμάτων που προβλέπεται στην παράγραφο 2 είναι η εξής:

    α)

    εάν δεν υπάρχει βραχυπρόθεσμη πιστοληπτική αξιολόγηση, εφαρμόζεται η γενική προνομιακή αντιμετώπιση των βραχυπρόθεσμων ανοιγμάτων της παραγράφου 2 σε όλα τα ανοίγματα έναντι ιδρυμάτων με εναπομένουσα ληκτότητα μικρότερη ή ίση των τριών μηνών,

    β)

    εάν υπάρχει βραχυπρόθεσμη αξιολόγηση που συνεπάγεται την εφαρμογή ευνοϊκότερου ή ισοδύναμου συντελεστή στάθμισης κινδύνου με εκείνον της γενικής προνομιακής αντιμετώπισης των βραχυπρόθεσμων ανοιγμάτων της παραγράφου 2, η βραχυπρόθεσμη αξιολόγηση χρησιμοποιείται μόνο για το εν λόγω άνοιγμα. Στα άλλα βραχυπρόθεσμα ανοίγματα εφαρμόζεται η γενική προνομιακή αντιμετώπιση που αναφέρεται στην παράγραφο 2,

    γ)

    εάν υπάρχει βραχυπρόθεσμη αξιολόγηση που συνεπάγεται την εφαρμογή λιγότερο ευνοϊκού συντελεστή στάθμισης κινδύνου από εκείνον της γενικής προνομιακής αντιμετώπισης των βραχυπρόθεσμων ανοιγμάτων, όπως ορίζεται στην παράγραφο 2, η γενική προνομιακή αντιμετώπιση των βραχυπρόθεσμων ανοιγμάτων δεν χρησιμοποιείται και σε όλες τις βραχυπρόθεσμες απαιτήσεις χωρίς διαβάθμιση εφαρμόζεται ο ίδιος συντελεστής στάθμισης κινδύνου με εκείνον της εν λόγω βραχυπρόθεσμης αξιολόγησης.

    Άρθρο 121

    Ανοίγματα έναντι μη διαβαθμισμένων ιδρυμάτων

    1.   Στα ανοίγματα έναντι ιδρυμάτων για τα οποία δεν διατίθεται πιστοληπτική αξιολόγηση από καθορισμένο για το σκοπό αυτό ΕΟΠΑ εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης κινδύνου σύμφωνα με τη βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας στην οποία κατατάσσονται τα ανοίγματα έναντι της κεντρικής κυβέρνησης στη δικαιοδοσία της οποίας εδρεύει το ίδρυμα σύμφωνα με τον Πίνακα 5.

    Πίνακας 5

    Βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας στην οποία κατατάσσεται η κεντρική κυβέρνηση

    1

    2

    3

    4

    5

    6

    Συντελεστής στάθμισης κινδύνου του ανοίγματος

    20 %

    50 %

    100 %

    100 %

    100 %

    150 %

    2.   Για τα ανοίγματα έναντι μη διαβαθμισμένων ιδρυμάτων που εδρεύουν σε χώρες των οποίων η κεντρική κυβέρνηση δεν είναι διαβαθμισμένη, ο συντελεστής στάθμισης κινδύνου είναι 100 %.

    3.   Στα ανοίγματα έναντι μη διαβαθμισμένων ιδρυμάτων με αρχική πραγματική ληκτότητα τριών μηνών ή λιγότερο εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης κινδύνου 20 %.

    4.   Κατά παρέκκλιση από τις παραγράφους 2 και 3 σχετικά με τα ανοίγματα χρηματοδότησης του εμπορίου που αναφέρονται στο άρθρο 162 παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο στοιχείο β) έναντι μη διαβαθμισμένων ιδρυμάτων, ο συντελεστής στάθμισης κινδύνου είναι 50 % και όταν η εναπομένουσα ληκτότητα των εν λόγω ανοιγμάτων χρηματοδότησης του εμπορίου έναντι μη διαβαθμισμένων ιδρυμάτων είναι ίση ή μικρότερη των τριών μηνών, ο συντελεστής στάθμισης κινδύνου είναι 20 %.

    Άρθρο 122

    Ανοίγματα έναντι επιχειρήσεων

    1.   Στα ανοίγματα που έχουν πιστοληπτική αξιολόγηση από καθορισμένο για το σκοπό αυτό ΕΟΠΑ εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης κινδύνου σύμφωνα με τον πίνακα 6 που αντιστοιχεί στην πιστοληπτική αξιολόγηση του ΕΟΠΑ σύμφωνα με το άρθρο 136.

    Πίνακας 6

    Βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας

    1

    2

    3

    4

    5

    6

    Συντελεστής στάθμισης κινδύνου

    20 %

    50 %

    100 %

    100 %

    150 %

    150 %

    2.   Στα ανοίγματα για τα οποία δεν υπάρχει διαθέσιμη πιστοληπτική αξιολόγηση εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης κινδύνου 100 % ή ο συντελεστής στάθμισης κινδύνου των ανοιγμάτων έναντι της κεντρικής κυβέρνησης στη δικαιοδοσία της οποίας υπάγεται η επιχείρηση, όποιος είναι υψηλότερος.

    Άρθρο 123

    Ανοίγματα λιανικής τραπεζικής

    Στα ανοίγματα που πληρούν τα κατωτέρω κριτήρια εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης κινδύνου 75 %:

    α)

    το άνοιγμα αφορά φυσικό πρόσωπο ή πρόσωπα ή μικρομεσαία επιχείρηση (ΜΜΕ),

    β)

    το άνοιγμα εντάσσεται σε έναν μεγάλο αριθμό ανοιγμάτων με παρόμοια χαρακτηριστικά, ώστε να είναι πολύ μειωμένοι οι κίνδυνοι που απορρέουν από τέτοιου είδους δανειοδοσία,

    γ)

    το συνολικό ποσό που οφείλει ο πιστούχος ή η οφειλέτρια ομάδα συνδεδεμένων πελατών στο ίδρυμα καθώς και στη μητρική επιχείρηση και τις θυγατρικές της, περιλαμβανομένων τυχόν ανοιγμάτων σε αθέτηση αλλά εξαιρουμένων των ανοιγμάτων που είναι πλήρως εξασφαλισμένα με ακίνητα που προορίζονται για κατοικία τα οποία υπάγονται στις κατηγορίες ανοίγματος σύμφωνα με το άρθρο 112 στοιχείο θ), δεν πρέπει, εξ’όσων γνωρίζει το ίδρυμα, να υπερβαίνει το 1 εκατομμύριο ευρώ. Το ίδρυμα προβαίνει σε εύλογες ενέργειες προκειμένου να αποκτήσει γνώση των σχετικών πληροφοριών.

    Ανοίγματα υπό τη μορφή τίτλων δεν μπορούν να υπαχθούν στην κατηγορία των ανοιγμάτων λιανικής τραπεζικής.

    Ανοίγματα που δεν συμμορφώνονται με τα κριτήρια που αναφέρονται στα στοιχεία α) έως γ) του πρώτου εδαφίου δεν είναι επιλέξιμα για την κατηγορία ανοιγμάτων λιανικής τραπεζικής.

    Η παρούσα αξία των ελάχιστων καταβλητέων πληρωμών λιανικής χρηματοδοτικής μίσθωσης είναι επιλέξιμη για την κατηγορία ανοιγμάτων λιανικής τραπεζικής.

    Άρθρο 124

    Ανοίγματα που εξασφαλίζονται με υποθήκες επί ακίνητης περιουσίας

    1.   Σε ένα άνοιγμα ή σε οποιοδήποτε τμήμα του που εξασφαλίζεται πλήρως με υποθήκη επί ακίνητης περιουσίας εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης κινδύνου 100 %, εάν δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις δυνάμει των άρθρων 125 και 126, με εξαίρεση οποιοδήποτε τμήμα του ανοίγματος που κατατάσσεται σε άλλη κατηγορία. Στο τμήμα του ανοίγματος που υπερβαίνει την αξία υποθήκης του ακινήτου εφαρμόζεται ο συντελεστής στάθμισης κινδύνου που εφαρμόζεται στα μη εξασφαλισμένα ανοίγματα του εμπλεκόμενου αντισυμβαλλομένου.

    Το τμήμα ενός ανοίγματος που αντιμετωπίζεται ως πλήρως εξασφαλισμένο με υποθήκη επί ακίνητης περιουσίας δεν μπορεί να υπερβαίνει το ενυπόθηκο ποσό της αγοραίας αξίας ή, στα κράτη μέλη που έχουν προβλέψει στις νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις τους αυστηρά κριτήρια για την εκτίμηση της αξίας του ενυπόθηκου ακινήτου, την αξία του εν λόγω ενυπόθηκου ακινήτου.

    2.   Με βάση τα δεδομένα που συλλέγονται δυνάμει του άρθρου 101 και οποιουσδήποτε σχετικούς δείκτες, οι αρμόδιες αρχές εκτιμούν περιοδικά και τουλάχιστον μια φορά τον χρόνο εάν ο συντελεστής στάθμισης κινδύνου 35 % για τα ανοίγματα που εξασφαλίζονται με ακίνητα που προορίζονται για κατοικία σύμφωνα με το άρθρο 125 και ο συντελεστής στάθμισης κινδύνου 50 % για τα ανοίγματα που εξασφαλίζονται με εμπορικά ακίνητα σύμφωνα με το άρθρο 126 τα οποία βρίσκονται στην επικράτειά τους, είναι κατάλληλοι με βάση τα εξής:

    α)

    εμπειρία ζημίας των ανοιγμάτων που εξασφαλίζονται με ακίνητα,

    β)

    μελλοντικές εξελίξεις της αγοράς ακινήτων.

    Οι αρμόδιες αρχές δύνανται να ορίσουν υψηλότερο συντελεστή στάθμισης ή αυστηρότερα κριτήρια από αυτά που προβλέπονται στο άρθρο 125 παράγραφος 2 και το άρθρο 126 παράγραφος 2, ανάλογα με την περίπτωση, για λόγους χρηματοπιστωτικής σταθερότητας.

    Για τα ανοίγματα που εξασφαλίζονται με ακίνητα που προορίζονται για κατοικία, η αρμόδια αρχή ορίζει ως συντελεστή στάθμισης κινδύνου ένα ποσοστό από 35 % έως και 150 %.

    Για τα ανοίγματα που εξασφαλίζονται με εμπορικά ακίνητα, η αρμόδια αρχή ορίζει ως συντελεστή στάθμισης κινδύνου ένα ποσοστό από 50 % έως και 150 %.

    Εντός των ορίων αυτών, ο υψηλότερος συντελεστής στάθμισης κινδύνου ορίζεται με βάση την εμπειρία ζημίας και λαμβανομένων υπόψη των μελλοντικών εξελίξεων της αγοράς ακινήτων και της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας. Όταν από την εκτίμηση προκύπτει ότι οι συντελεστές στάθμισης κινδύνου που ορίζονται στο άρθρο 125 παράγραφος 2 και το άρθρο 126 παράγραφος 2 δεν αντανακλούν τους πραγματικούς κινδύνους που συνδέονται με μία ή περισσότερες κατηγορίες ακινήτων των ανοιγμάτων αυτών, που εξασφαλίζονται πλήρως με ακίνητα που προορίζονται για κατοικία ή εμπορικά ακίνητα τα οποία βρίσκονται σε ένα ή περισσότερα τμήματα του εδάφους του συγκεκριμένου κράτους μέλους, οι αρμόδιες αρχές ορίζουν, για τις εν λόγω κατηγορίες ακινήτων των ανοιγμάτων, υψηλότερο συντελεστή στάθμισης κινδύνου αντίστοιχο προς τους πραγματικούς κινδύνους.

    Οι αρμόδιες αρχές συμβουλεύονται την ΕΑΤ σχετικά με τις προσαρμογές των εφαρμοζόμενων συντελεστών στάθμισης κινδύνου και κριτηρίων, οι οποίες υπολογίζονται σύμφωνα με τα κριτήρια της παρούσας παραγράφου που προσδιορίζονται στα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα της παραγράφου 4 του παρόντος άρθρου. Η ΕΑΤ δημοσιεύει τους συντελεστές στάθμισης κινδύνου και τα κριτήρια που ορίζουν οι αρμόδιες αρχές για τα ανοίγματα που αναφέρονται στα άρθρα 125, 126 και 199.

    3.   Εάν οι αρμόδιες αρχές ορίσουν υψηλότερο συντελεστή στάθμισης κινδύνου ή αυστηρότερα κριτήρια, τα ιδρύματα έχουν στη διάθεσή τους μεταβατική περίοδο έξι μηνών για να εφαρμόσουν το νέο συντελεστή στάθμισης κινδύνου.

    4.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να διευκρινίσει τα εξής:

    α)

    αυστηρά κριτήρια για την εκτίμηση της αξίας του ενυπόθηκου ακινήτου που αναφέρεται στην παράγραφο 1,

    β)

    τις προϋποθέσεις της παραγράφου 2 τις οποίες λαμβάνουν υπόψη τους οι αρμόδιες αρχές για τον προσδιορισμό υψηλότερων συντελεστών στάθμισης κινδύνου και ιδίως τον όρο «λόγοι χρηματοπιστωτικής σταθερότητας».

    Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή το αργότερο έως τις 31 Δεκεμβρίου 2014.

    Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

    5.   Τα ιδρύματα κάθε κράτους μέλους εφαρμόζουν τους συντελεστές στάθμισης κινδύνου και τα κριτήρια που έχουν προσδιοριστεί από τις αρμόδιες αρχές άλλου κράτους μέλους σε ανοίγματα που εξασφαλίζονται με εμπορικά ακίνητα και ακίνητα που προορίζονται για κατοικία που βρίσκονται στο εν λόγω κράτος μέλος.

    Άρθρο 125

    Ανοίγματα που εξασφαλίζονται πλήρως και καθ’ολοκληρία με υποθήκες επί ακινήτων που προορίζονται για κατοικία

    1.   Εάν δεν αποφασιστεί κάτι διαφορετικό από τις αρμόδιες αρχές σύμφωνα με το άρθρο 124 παράγραφος 2, τα ανοίγματα που εξασφαλίζονται πλήρως με υποθήκες επί ακινήτων που προορίζονται για κατοικία αντιμετωπίζονται ως εξής:

    α)

    στα ανοίγματα ή τμήματα αυτών που εξασφαλίζονται πλήρως και καθ’ ολοκληρία με ακίνητα που προορίζονται για κατοικία τα οποία κατοικούνται ή θα κατοικηθούν ή εκμισθώνονται ή θα εκμισθωθούν από τον ιδιοκτήτη ή από τον πραγματικό δικαιούχο στην περίπτωση των προσωπικών επενδυτικών εταιρειών εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης 35 %,

    β)

    στα ανοίγματα έναντι μισθωτή στα πλαίσια πράξεων χρηματοδοτικής μίσθωσης ακινήτων κατοικίας στις οποίες το ίδρυμα είναι ο εκμισθωτής και ο μισθωτής έχει δικαίωμα αγοράς, εφαρμόζεται συντελεστής 35 %, εφόσον το άνοιγμα του ιδρύματος είναι πλήρως εξασφαλισμένο λόγω του ότι διατηρεί την κυριότητα του ακινήτου.

    2.   Τα ιδρύματα θεωρούν ένα άνοιγμα ή τμήμα ανοίγματος ως πλήρως και καθ’ολοκληρία εξασφαλισμένο για τους σκοπούς της παραγράφου 1 μόνο αν πληρούνται οι κατωτέρω προϋποθέσεις:

    α)

    η αξία του ακινήτου δεν εξαρτάται σε ουσιαστικό βαθμό από την πιστωτική ποιότητα του πιστούχου. Τα ιδρύματα δύνανται να αποκλείουν από τον προσδιορισμό της ουσίας της εν λόγω εξάρτησης περιπτώσεις στις οποίες καθαρά μακροοικονομικοί παράγοντες επηρεάζουν τόσο την αξία του ακινήτου όσο και την τήρηση των υποχρεώσεων του πιστούχου,

    β)

    ο κίνδυνος του πιστούχου δεν εξαρτάται σε ουσιαστικό βαθμό από την απόδοση του υποκείμενου ακινήτου ή έργου αλλά από την ικανότητα του δανειζομένου να εξοφλήσει την οφειλή με έσοδα από άλλες πηγές, και κατά συνέπεια, η εξόφληση του δανείου δεν εξαρτάται ουσιωδώς από ενδεχόμενες χρηματορροές που σχετίζονται με το υποκείμενο ακίνητο που χρησιμοποιείται ως εξασφάλιση. Για τις εν λόγω άλλες πηγές, τα ιδρύματα προσδιορίζουν τους μέγιστους λόγους «δάνειο/έσοδα» ως μέρος της πιστοδοτικής τους πολιτικής και αντλούν επαρκείς αποδείξεις των σχετικών εσόδων κατά τη χορήγηση του δανείου,

    γ)

    πληρούνται οι ελάχιστες απαιτήσεις που προβλέπονται στο άρθρο 203 και οι κανόνες αποτίμησης του άρθρου 224 παράγραφος 1,

    δ)

    εκτός εάν ορίζεται κάτι διαφορετικό δυνάμει του άρθρου 124 παράγραφος 2, το τμήμα του δανείου στο οποίο εφαρμόζεται ο συντελεστής στάθμισης 35 % δεν υπερβαίνει το 80 % της αγοραίας αξίας του σχετικού ακινήτου ή το 80 % της αξίας του εν λόγω ενυπόθηκου ακινήτου στα κράτη μέλη που έχουν προβλέψει στις νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις τους αυστηρά κριτήρια για την εκτίμηση της αξίας του ενυπόθηκου ακινήτου.

    3.   Τα ιδρύματα δύνανται να παρεκκλίνουν από την παράγραφο 2 στοιχείο β) για ανοίγματα που εξασφαλίζονται πλήρως και καθ’ολοκληρία με ακίνητα που προορίζονται για κατοικία που βρίσκονται στο έδαφος κράτους μέλους, εάν η αρμόδια αρχή του εν λόγω κράτους μέλους έχει δημοσιεύσει στοιχεία που αποδεικνύουν ότι στο έδαφός του υπάρχει από μακρού καλά αναπτυγμένη αγορά εμπορικών ακινήτων με ποσοστά ζημίας που δεν υπερβαίνουν τα κατωτέρω όρια:

    α)

    οι ζημίες που προέρχονται από δάνεια εξασφαλισμένα με ακίνητα που προορίζονται για κατοικία και αντιπροσωπεύουν έως και το 80 % της αγοραίας αξίας ή το 80 % της αξίας του ενυπόθηκου ακινήτου σε δεδομένο έτος, εκτός εάν αποφασιστεί κάτι διαφορετικό δυνάμει του άρθρου 124 παράγραφος 2, δεν υπερβαίνουν το 0,3 % των ανεξόφλητων υπόλοιπων δανείων που εξασφαλίζονται με ακίνητα που προορίζονται για κατοικία σε δεδομένο έτος,

    β)

    οι συνολικές ζημίες που απορρέουν από δάνεια εξασφαλισμένα με ακίνητα που προορίζονται για κατοικία δεν υπερβαίνουν το 0,5 % του ανεξόφλητου υπολοίπου αυτών των δανείων σε δεδομένο έτος.

    4.   Εάν ένα από τα δύο όρια της παραγράφου 3 δεν τηρείται σε δεδομένο έτος, η δυνατότητα εφαρμογής της παραγράφου 3 δεν μπορεί πλέον να χρησιμοποιηθεί, έχει δε εφαρμογή η προϋπόθεση της παραγράφου 2 στοιχείο β), έως ότου πληρωθούν εκ νέου σε επόμενο έτος οι προϋποθέσεις της παραγράφου 3.

    Άρθρο 126

    Ανοίγματα που εξασφαλίζονται πλήρως και καθ’ολοκληρία με υποθήκες επί εμπορικών ακινήτων

    1.   Εάν δεν αποφασιστεί κάτι διαφορετικό από τις αρμόδιες αρχές σύμφωνα με το άρθρο 124 παράγραφος 2, τα ανοίγματα που εξασφαλίζονται πλήρως και καθ’ολοκληρία με υποθήκες επί εμπορικών ακινήτων αντιμετωπίζονται ως εξής:

    α)

    στα ανοίγματα ή τμήματα αυτών που εξασφαλίζονται πλήρως και καθ’ολοκληρία με υποθήκες επί γραφείων ή άλλων εμπορικών ακινήτων μπορεί να εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης 50 %,

    β)

    στα ανοίγματα που σχετίζονται με πράξεις χρηματοδοτικής μίσθωσης γραφείων ή άλλων εμπορικών ακινήτων στις οποίες το ίδρυμα είναι ο εκμισθωτής και ο μισθωτής έχει δικαίωμα αγοράς, μπορεί να εφαρμόζεται συντελεστής 50 %, εφόσον το άνοιγμα του ιδρύματος είναι πλήρως και καθ’ολοκληρία εξασφαλισμένο λόγω του ότι διατηρεί την κυριότητα του ακινήτου.

    2.   Τα ιδρύματα θεωρούν ένα άνοιγμα ή τμήμα ανοίγματος ως πλήρως και καθ’ολοκληρία εξασφαλισμένο για τους σκοπούς της παραγράφου 1 μόνο αν πληρούνται οι κατωτέρω προϋποθέσεις:

    α)

    Η αξία του ακινήτου δεν εξαρτάται σε ουσιαστικό βαθμό από την πιστωτική ποιότητα του δανειζομένου. Τα ιδρύματα δύνανται να αποκλείουν από τον προσδιορισμό της ουσίας της εν λόγω εξάρτησης καταστάσεις στις οποίες καθαρά μακροοικονομικοί παράγοντες επηρεάζουν τόσο την αξία του ακινήτου όσο και την τήρηση των υποχρεώσεων του πιστούχου,

    β)

    Ο κίνδυνος του πιστούχου δεν εξαρτάται σε ουσιαστικό βαθμό από την απόδοση του υποκείμενου ακινήτου ή έργου αλλά από την ικανότητα του δανειζομένου να εξοφλήσει το χρέος με έσοδα από άλλες πηγές, και κατά συνέπεια, η εξόφληση του δανείου δεν εξαρτάται ουσιωδώς από ενδεχόμενες χρηματορροές που σχετίζονται με το υποκείμενο ακίνητο που χρησιμοποιείται ως εξασφάλιση,

    γ)

    πληρούνται οι ελάχιστες απαιτήσεις που προβλέπονται στο άρθρο 208 και οι κανόνες αποτίμησης του άρθρου 229 παράγραφος 1,

    δ)

    Ο συντελεστής στάθμισης κινδύνου 50 %, εκτός εάν ορίζεται κάτι διαφορετικό δυνάμει του άρθρου 124 παράγραφος 2, εφαρμόζεται στο τμήμα του δανείου που δεν υπερβαίνει το 50 % της αγοραίας αξίας του σχετικού ακινήτου ή το 60 % της αξίας του εν λόγω ενυπόθηκου ακινήτου, εκτός εάν ορίζεται κάτι διαφορετικό δυνάμει του άρθρου 124 παράγραφος 2, στα κράτη μέλη που έχουν προβλέψει στις νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις τους αυστηρά κριτήρια για την εκτίμηση της αξίας του ενυπόθηκου ακινήτου.

    3.   Τα ιδρύματα δύνανται να παρεκκλίνουν από την παράγραφο 2 στοιχείο β) για ανοίγματα που εξασφαλίζονται πλήρως και καθ’ολοκληρία με υποθήκες επί εμπορικών ακινήτων που βρίσκονται στο έδαφος κράτους μέλους, εάν η αρμόδια αρχή του εν λόγω κράτους μέλους έχει δημοσιεύσει στοιχεία που αποδεικνύουν ότι στο έδαφός του υπάρχει από μακρού καλά αναπτυγμένη αγορά εμπορικών ακινήτων με ποσοστά ζημίας που δεν υπερβαίνουν τα κατωτέρω όρια:

    α)

    οι ζημίες που προέρχονται από δάνεια εξασφαλισμένα με εμπορικό ακίνητο και αντιπροσωπεύουν έως και το 50 % της αγοραίας αξίας ή το 60 % της αξίας του ενυπόθηκου ακινήτου, εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά στο άρθρο 124 παράγραφος 2, δεν υπερβαίνουν το 0,3 % των ανεξόφλητων υπόλοιπων δανείων που εξασφαλίζονται με εμπορικά ακίνητα,

    β)

    οι συνολικές ζημίες που προέρχονται από δάνεια εξασφαλισμένα με εμπορικά ακίνητα δεν υπερβαίνουν το 0,5 % του ανεξόφλητου υπολοίπου αυτών των δανείων.

    4.   Εάν ένα από τα δύο όρια της παραγράφου 3 δεν τηρείται σε δεδομένο έτος, η δυνατότητα εφαρμογής της παραγράφου 3 δεν μπορεί πλέον να χρησιμοποιηθεί, έχει δε εφαρμογή η προϋπόθεση της παραγράφου 2 στοιχείο β), έως ότου πληρωθούν εκ νέου σε επόμενο έτος οι προϋποθέσεις της παραγράφου 3.

    Άρθρο 127

    Ανοίγματα σε αθέτηση

    1.   Στο μη εξασφαλισμένο τμήμα ενός στοιχείου ως προς το οποίο έχει επέλθει αθέτηση από τον οφειλέτη σύμφωνα με το άρθρο 178 ή, στην περίπτωση ανοιγμάτων λιανικής τραπεζικής, το μη εξασφαλισμένο τμήμα οποιασδήποτε πιστωτικής διευκόλυνσης ως προς την οποία έχει επέλθει αθέτηση σύμφωνα με το άρθρο 178 εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης κινδύνου:

    α)

    150 % εάν οι ειδικές προσαρμογές πιστωτικού κινδύνου αντιπροσωπεύουν τουλάχιστον το 20 % του μη εξασφαλισμένου τμήματος της αξίας του ανοίγματος σε περίπτωση που δεν θα εφαρμόζονταν οι εν λόγω προσαρμογές,

    β)

    100 % εάν οι ειδικές προσαρμογές πιστωτικού κινδύνου αντιπροσωπεύουν τουλάχιστον το 20 % του μη εξασφαλισμένου τμήματος της αξίας του ανοίγματος σε περίπτωση που δεν θα εφαρμόζονταν οι εν λόγω προσαρμογές.

    2.   Για τους σκοπούς του προσδιορισμού του εξασφαλισμένου μέρους του στοιχείου σε καθυστέρηση, επιλέξιμες εξασφαλίσεις και εγγυήσεις είναι εκείνες που είναι επιλέξιμες για τη μείωση του πιστωτικού κινδύνου σύμφωνα με το κεφάλαιο 4.

    3.   Στην αξία ανοίγματος που απομένει μετά την εφαρμογή ειδικών προσαρμογών πιστωτικού κινδύνου για τα ανοίγματα που εξασφαλίζονται πλήρως και καθ’ολοκληρία με υποθήκες επί ακινήτων που προορίζονται για κατοικία σύμφωνα με το άρθρο 125 εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης κινδύνου 100 % εάν έχει επέλθει αθέτηση σύμφωνα με το άρθρο 178.

    4.   Στην αξία ανοίγματος που απομένει μετά την εφαρμογή ειδικών προσαρμογών πιστωτικού κινδύνου για τα ανοίγματα που εξασφαλίζονται πλήρως και καθ’ολοκληρία με υποθήκες επί εμπορικών ακινήτων σύμφωνα με το άρθρο 126 εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης κινδύνου 100 % εάν έχει επέλθει αθέτηση σύμφωνα με το άρθρο 178.

    Άρθρο 128

    Στοιχεία που σχετίζονται με ιδιαίτερα υψηλούς κινδύνους

    1.   Τα ιδρύματα εφαρμόζουν συντελεστή στάθμισης κινδύνου 150 % σε ανοίγματα, συμπεριλαμβανομένων των ανοιγμάτων υπό τη μορφή μετοχών ή μεριδίων σε ΟΣΕ, τα οποία σχετίζονται με ιδιαίτερα υψηλούς κινδύνους, αν συντρέχει περίπτωση.

    2.   Στα ανοίγματα με ιδιαίτερα υψηλούς κινδύνους συγκαταλέγονται όλα τα κατωτέρω ανοίγματα:

    α)

    επενδύσεις σε εταιρείες επιχειρηματικών συμμετοχών,

    β)

    επενδύσεις σε ΟΕΕ όπως ορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο α) της οδηγίας 2011/61/ΕΕ εκτός αν η εντολή του οργανισμού δεν επιτρέπει υψηλότερη μόχλευση από την απαιτούμενη βάσει του άρθρου 51 παράγραφος 3 της οδηγίας 2009/65/ΕΚ,

    γ)

    επενδύσεις σε ιδιωτικά επενδυτικά κεφάλαια,

    δ)

    κερδοσκοπική χρηματοδότηση ακίνητης περιουσίας.

    3.   Όταν αξιολογούν εάν ένα άνοιγμα διαφορετικό από τα ανοίγματα που αναφέρονται στην παράγραφο 2 στο πρώτο εδάφιο σχετίζεται με ιδιαίτερα υψηλούς κινδύνους, τα ιδρύματα λαμβάνουν υπόψη τους τα κατωτέρω χαρακτηριστικά κινδύνου:

    α)

    υπάρχει υψηλός κίνδυνος ζημίας ως αποτέλεσμα αθέτησης του οφειλέτη,

    β)

    είναι αδύνατον να αξιολογηθεί επαρκώς εάν το άνοιγμα εμπίπτει στην περίπτωση του στοιχείου α).

    Η ΕΑΤ εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές που διευκρινίζουν ποια είδη ανοίγματος σχετίζονται με ιδιαίτερα υψηλό κίνδυνο και υπό ποιες περιστάσεις.

    Οι εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές εγκρίνονται σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

    Άρθρο 129

    Ανοίγματα υπό τη μορφή καλυμμένων ομολόγων

    1.   Προκειμένου να είναι επιλέξιμα για την προνομιακή αντιμετώπιση που προβλέπεται στις παραγράφους 4 και 5, τα ομόλογα που αναφέρονται στο άρθρο 52 παράγραφος 4 της οδηγίας 2009/65/ΕΚ (καλυμμένα ομόλογα) πληρούν τις απαιτήσεις της παραγράφου 7 και είναι εξασφαλισμένα με ένα από τα κατωτέρω επιλέξιμα στοιχεία ενεργητικού:

    α)

    ανοίγματα έναντι ή ανοίγματα καλυπτόμενα από την εγγύηση κεντρικών κυβερνήσεων, κεντρικών τραπεζών του ΕΣΚΤ, οντοτήτων του δημόσιου τομέα, περιφερειακών κυβερνήσεων ή τοπικών αρχών στην Ένωση,

    β)

    ανοίγματα έναντι ή ανοίγματα καλυπτόμενα από την εγγύηση κεντρικών κυβερνήσεων τρίτων χωρών, κεντρικών τραπεζών τρίτων χωρών, πολυμερών τραπεζών ανάπτυξης ή διεθνών οργανισμών που κατατάσσονται στην πρώτη βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας του παρόντος κεφαλαίου και ανοίγματα έναντι ή ανοίγματα καλυπτόμενα από την εγγύηση οντοτήτων του δημόσιου τομέα τρίτων χωρών, περιφερειακών κυβερνήσεων τρίτων χωρών ή τοπικών αρχών τρίτων χωρών που σταθμίζονται κατά τον κίνδυνο ως ανοίγματα έναντι ιδρυμάτων ή κεντρικών κυβερνήσεων και κεντρικών τραπεζών σύμφωνα με το άρθρο 115 παράγραφος 1 ή 2 ή το άρθρο 116 παράγραφος 1, 2 4 αντίστοιχα και κατατάσσονται στην πρώτη βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας του παρόντος κεφαλαίου, και ανοίγματα κατά την έννοια της παρούσας παραγράφου που κατατάσσονται στη δεύτερη βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας του παρόντος κεφαλαίου, εφόσον δεν υπερβαίνουν το 20 % του ονομαστικού ποσού των ανεξόφλητων καλυμμένων ομολόγων των εκδιδόντων ιδρυμάτων,

    γ)

    ανοίγματα έναντι ιδρυμάτων που κατατάσσονται στην πρώτη βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας του παρόντος κεφαλαίου. Το σύνολο αυτών των ανοιγμάτων δεν υπερβαίνει το 15 % του ονομαστικού υπολοίπου των ανεξόφλητων καλυμμένων ομολόγων του εκδίδοντος ιδρύματος. Τα ανοίγματα έναντι ιδρυμάτων στην Ένωση με ληκτότητα που δεν υπερβαίνει τις 100 ημέρες δεν συνοδεύονται από την απαίτηση της πρώτης βαθμίδας, αλλά τα ιδρύματα αυτά κατατάσσονται τουλάχιστον στη δεύτερη βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας του παρόντος κεφαλαίου,

    δ)

    δάνεια που εξασφαλίζονται:

    i)

    με ακίνητα που προορίζονται για κατοικία έως το μικρότερο ποσό μεταξύ του ονομαστικού ποσού των υποθηκών, συνεκτιμώντας με κάθε προηγούμενη υποθήκη, και του 80 % της αξίας του ενυπόθηκου ακινήτου ή

    ii)

    με μερίδια με εξοφλητική προτεραιότητα που έχουν εκδοθεί από γαλλικά Fonds Communs de Titrisation ή ανάλογες οντότητες τιτλοποίησης διεπόμενες από τη νομοθεσία κράτους μέλους που τιτλοποιεί ανοίγματα σχετικά με ακίνητα κατοικίας. Σε περίπτωση που τα εν λόγω μερίδια με εξοφλητική προτεραιότητα χρησιμοποιούνται ως εξασφάλιση, η ειδική δημόσια εποπτική υπηρεσία για την προστασία των κατόχων των μεριδίων, όπως προβλέπει το άρθρο 52 παράγραφος 4, της οδηγίας 2009/65/ΕΚ, διασφαλίζει ότι τα περιουσιακά στοιχεία που καλύπτουν τα μερίδια αυτά, αποτελούνται, ανά πάσα στιγμή ενόσω περιλαμβάνονται στα συνολικά στοιχεία κάλυψης, τουλάχιστον κατά το 90 % από εγγραφές υποθήκης σε εμπορικά ακίνητα σε συνδυασμό με κάθε προηγούμενη υποθήκη έως το μικρότερο ποσό μεταξύ του κεφαλαίου που οφείλεται στα μερίδια, του κεφαλαίου των υποθηκών και του 80 % της αξίας του ενυπόθηκου ακινήτου, ότι τα μερίδια κατατάσσονται στην πρώτη βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας του παρόντος κεφαλαίου, και ότι τα εν λόγω μερίδια δεν υπερβαίνουν το 10 % του ονομαστικού ποσού της καλυπτόμενης έκδοσης ομολόγων,

    ε)

    στεγαστικά δάνεια πλήρως εξασφαλισμένα με εγγύηση από επιλέξιμο πάροχο πιστωτικής προστασίας ο οποίος αναφέρεται στο άρθρο 201 και κατατάσσεται στη δεύτερη ή ανώτερη βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας του παρόντος κεφαλαίου, εφόσον το τμήμα κάθε δανείου που χρησιμοποιείται για την εκπλήρωση της υποχρέωσης της παρούσας παραγράφου για εξασφάλιση του καλυμμένου ομολόγου δεν αντιστοιχεί σε πάνω από 80 % της αξίας του αντίστοιχου ακινήτου που προορίζεται για κατοικία που βρίσκεται στη Γαλλία και εφόσον ο λόγος «δάνειο/έσοδα» ισούται προς μέγιστο ποσοστό 33 % όταν έχει χορηγηθεί το δάνειο. Δεν υφίστανται ενυπόθηκες απαιτήσεις επί του ακινήτου κατοικίας όταν χορηγείται το δάνειο, και για τα δάνεια που χορηγούνται από την 1η Ιανουαρίου 2014 ο πιστούχος δεσμεύεται συμβατικά να μη χορηγήσει σχετικές απαιτήσεις χωρίς τη συγκατάθεση του πιστωτικού ιδρύματος που χορήγησε το δάνειο. Ο λόγος «δάνειο/έσοδα» αντιστοιχεί στο μερίδιο του ακαθάριστου εισοδήματος του δανειολήπτη το οποίο καλύπτει την εξόφληση του δανείου, συμπεριλαμβανομένων των τόκων. Ο πάροχος προστασίας είναι είτε χρηματοδοτικό ίδρυμα που έχει λάβει άδεια λειτουργίας και εποπτεύεται από τις αρμόδιες αρχές και το οποίο υπόκειται σε απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας ισοδύναμες με εκείνες που εφαρμόζονται στα ιδρύματα όσον αφορά την ανθεκτικότητα ή ασφαλιστική εταιρεία. Συνιστά αμοιβαίο κεφάλαιο εγγύησης ή άλλο ισοδύναμο προστατευτικό μέσο για τις ασφαλιστικές εταιρείες προς απορρόφηση των ζημιών πιστωτικού κινδύνου, των οποίων η βαθμονόμηση αναθεωρείται περιοδικώς από τις αρμόδιες αρχές. Τόσο το πιστωτικό ίδρυμα όσο και ο πάροχος προστασίας διεξάγουν αξιολόγηση της φερεγγυότητας του δανειολήπτη,

    στ)

    δάνεια που εξασφαλίζονται:

    i)

    με εμπορικά ακίνητα έως το μικρότερο ποσό μεταξύ του ονομαστικού ποσού των υποθηκών, συνεκτιμώντας κάθε προηγούμενη υποθήκη, και του 60 % της αξίας του ενυπόθηκου ακινήτου ή

    ii)

    με μερίδια με εξοφλητική προτεραιότητα που έχουν εκδοθεί από γαλλικά Fonds Communs de Titrisation ή ισοδύναμες οντότητες τιτλοποίησης διεπόμενες από τη νομοθεσία κράτους μέλους που τιτλοποιεί ανοίγματα σχετικά με εμπορικά ακίνητα. Σε περίπτωση που τα εν λόγω μερίδια με εξοφλητική προτεραιότητα χρησιμοποιούνται ως εξασφάλιση, η ειδική δημόσια εποπτική υπηρεσία για την προστασία των κατόχων των μεριδίων, όπως προβλέπει το άρθρο 52 παράγραφος 4, της οδηγίας 2009/65/ΕΚ, διασφαλίζει ότι τα περιουσιακά στοιχεία που καλύπτουν τα μερίδια αυτά, αποτελούνται, ανά πάσα στιγμή ενόσω περιλαμβάνονται στα συνολικά στοιχεία κάλυψης, τουλάχιστον κατά το 90 % από εγγραφές υποθήκης σε εμπορικά ακίνητα συνεκτιμώντας κάθε προηγούμενη υποθήκη έως το μικρότερο ποσό μεταξύ του κεφαλαίου που οφείλεται στα μερίδια, του κεφαλαίου των υποθηκών και του 60 % της αξίας του ενυπόθηκου ακινήτου, ότι τα μερίδια κατατάσσονται στην πρώτη βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας του παρόντος κεφαλαίου, και ότι τα εν λόγω μερίδια δεν υπερβαίνουν το 10 % του ονομαστικού ποσού της καλυπτόμενης έκδοσης ομολόγων.

    Τα δάνεια που εξασφαλίζονται με εμπορικά ακίνητα είναι επιλέξιμα σε περίπτωση υπέρβασης μέχρι μέγιστου ποσοστού70 % της ανωτέρω οριζόμενης τιμής του 60 % για το λόγο «δάνειο/αξία» εάν η αξία όλων των στοιχείων ενεργητικού που δόθηκαν ως εξασφάλιση των καλυμμένων ομολόγων υπερβαίνει το ονομαστικό υπόλοιπο των καλυμμένων ομολόγων κατά τουλάχιστον 10 % και η απαίτηση των ομολογιούχων είναι σύμφωνη με τις υποχρεώσεις ασφάλειας δικαίου του κεφαλαίου 4. Η απαίτηση των ομολογιούχων προηγείται όλων των άλλων απαιτήσεων επί της εξασφάλισης,

    ζ)

    δάνεια που εξασφαλίζονται με ναυτικά προνόμια επί πλοίων έως τη διαφορά μεταξύ του 60 % της αξίας του ενυπόθηκου πλοίου και της αξίας τυχόν προηγούμενου ναυτικού προνομίου.

    Για τους σκοπούς του στοιχείου γ) του πρώτου εδαφίου, του στοιχείου δ) σημείο ii) του πρώτου εδαφίου και του στοιχείου στ) σημείο ii) του πρώτου εδαφίου, τα ανοίγματα που δημιουργούνται από τη μεταβίβαση και τη διαχείριση πληρωμών από οφειλέτες δανείων ή από το προϊόν εκκαθάρισης σε σχέση με δάνεια που εξασφαλίζονται με ακίνητα σε κατόχους καλυμμένων ομολόγων δεν λαμβάνονται υπόψη στον υπολογισμό των ορίων που αναφέροντοναι στα εν λόγω στοιχεία.

    Οι αρμόδιες αρχές δύνανται, αφού ζητήσουν τη γνώμη της ΕΑΤ, να μην εφαρμόζουν εν μέρει το στοιχείο γ) του πρώτου εδαφίου και να επιτρέπουν τη βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας 2 για ποσό που δεν υπερβαίνει το 10 % του συνολικού ανοίγματος του ονομαστικού υπολοίπου των ανεξόφλητων καλυμμένων ομολόγων του εκδίδοντος ιδρύματος, με την προϋπόθεση ότι μπορεί να τεκμηριωθεί το ενδεχόμενο σημαντικών προβλημάτων συγκέντρωσης στα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη λόγω της εφαρμογής της πρώτης βαθμίδας πιστωτικής ποιότητας που αναφέρεται στο εν λόγω στοιχείο.

    2.   Οι περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχεία α) έως ζ) περιλαμβάνουν επίσης εξασφάλιση που περιορίζεται αποκλειστικά από τη νομοθεσία στην προστασία των ομολογιούχων από ζημία.

    3.   Για τα ακίνητα που δίνονται σε εξασφάλιση καλυμμένων ομολόγων, τα ιδρύματα πληρούν τις απαιτήσεις του άρθρου 208 και τους κανόνες αποτίμησης του άρθρου 229 παράγραφος 1.

    4.   Στα καλυμμένα ομόλογα που έχουν πιστοληπτική αξιολόγηση από καθορισμένο για το σκοπό αυτό ΕΟΠΑ εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης κινδύνου σύμφωνα με τον πίνακα 6α που αντιστοιχεί στην πιστοληπτική αξιολόγηση του ΕΟΠΑ σύμφωνα με το άρθρο 136.

    Πίνακας 6α

    Βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας

    1

    2

    3

    4

    5

    6

    Συντελεστής στάθμισης κινδύνου

    10 %

    20 %

    20 %

    50 %

    50 %

    100 %

    5.   Στα καλυμμένα ομόλογα για τα οποία δεν διατίθεται πιστοληπτική αξιολόγηση από καθορισμένο για το σκοπό αυτό ΕΟΠΑ εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης κινδύνου που βασίζεται στο συντελεστή στάθμισης που εφαρμόζεται στα μη εξασφαλισμένα ανοίγματα με εξοφλητική προτεραιότητα έναντι του ιδρύματος που τα εκδίδει. Εφαρμόζεται η ακόλουθη αντιστοιχία μεταξύ συντελεστών στάθμισης κινδύνου:

    α)

    εάν ο συντελεστής στάθμισης για τα ανοίγματα έναντι του ιδρύματος είναι 20 %, στα καλυμμένα ομόλογα εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης 10 %,

    β)

    εάν ο συντελεστής στάθμισης για τα ανοίγματα έναντι του ιδρύματος είναι 50 %, στα καλυμμένα ομόλογα εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης 20 %,

    γ)

    εάν ο συντελεστής στάθμισης για τα ανοίγματα έναντι του ιδρύματος είναι 100 %, στα καλυμμένα ομόλογα εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης 50 %,

    δ)

    εάν ο συντελεστής στάθμισης για τα ανοίγματα έναντι του ιδρύματος είναι 150 %, στα καλυμμένα ομόλογα εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης 100 %.

    6.   Τα καλυμμένα ομόλογα που εκδίδονται πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 2007 δεν υπόκεινται στις απαιτήσεις των παραγράφων 1 και 3. Είναι επιλέξιμα για την προνομιακή αντιμετώπιση δυνάμει των παραγράφων 4 και 5 έως τη λήξη τους.

    7.   Τα ανοίγματα υπό μορφή καλυμμένων ομολόγων είναι επιλέξιμα για προνομιακή αντιμετώπιση, εφόσον το ίδρυμα που επενδύει στα καλυμμένα ομόλογα αποδεικνύει στις αρμόδιες αρχές ότι:

    α)

    λαμβάνει πληροφορίες χαρτοφυλακίου τουλάχιστον όσον αφορά:

    i)

    την αξία των συνολικών στοιχείων κάλυψης και των ανεξόφλητων καλυμμένων ομόλογων,

    ii)

    τη γεωγραφική κατανομή και τον τύπο των στοιχείων κάλυψης, το μέγεθος του δανείου, το επιτόκιο και τους συναλλαγματικούς κινδύνους,

    iii)

    τη δομή ληκτότητας των στοιχείων κάλυψης και των καλυμμένων ομολόγων και

    iv)

    το ποσοστό των δανείων που παρουσιάζουν καθυστέρηση άνω των ενενήντα ημερών,

    β)

    ο εκδότης υποβάλλει τις πληροφορίες του στοιχείου α) στο ίδρυμα τουλάχιστον ανά εξάμηνο.

    Άρθρο 130

    Στοιχεία που αντιστοιχούν σε θέσεις τιτλοποίησης

    Τα ποσά των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ανοιγμάτων για θέσεις τιτλοποίησης προσδιορίζονται σύμφωνα με το κεφάλαιο 5.

    Άρθρο 131

    Ανοίγματα έναντι ιδρυμάτων και επιχειρήσεων με βραχυπρόθεσμη πιστοληπτική αξιολόγηση

    Στα ανοίγματα έναντι ιδρυμάτων και επιχειρήσεων που έχουν βραχυπρόθεσμη πιστοληπτική αξιολόγηση από καθορισμένο για το σκοπό αυτό ΕΟΠΑ εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης κινδύνου σύμφωνα με τον πίνακα 7 που αντιστοιχεί στην πιστοληπτική αξιολόγηση του ΕΟΠΑ σύμφωνα με το άρθρο 136.

    Πίνακας 7

    Βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας

    1

    2

    3

    4

    5

    6

    Συντελεστής στάθμισης κινδύνου

    20 %

    50 %

    100 %

    150 %

    150 %

    150 %

    Άρθρο 132

    Ανοίγματα υπό μορφή μεριδίων ή μετοχών σε ΟΣΕ

    1.   Στα ανοίγματα υπό τη μορφή μεριδίων ή μετοχών σε ΟΣΕ εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης κινδύνου 100 %, εκτός εάν το ίδρυμα εφαρμόζει τη μέθοδο αξιολόγησης πιστωτικού κινδύνου της παραγράφου 2, ή τη μέθοδο εξέτασης της παραγράφου 4 ή τη μέθοδο μέσου συντελεστή στάθμισης της παραγράφου 5 όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις της παραγράφου 3.

    2.   Στα ανοίγματα υπό τη μορφή μεριδίων ή μετοχών σε ΟΣΕ που έχουν πιστοληπτική αξιολόγηση από καθορισμένο για το σκοπό αυτό ΕΟΠΑ εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης κινδύνου σύμφωνα με τον πίνακα 8 που αντιστοιχεί στην πιστοληπτική αξιολόγηση του ΕΟΠΑ σύμφωνα με το άρθρο 136.

    Πίνακας 8

    Βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας

    1

    2

    3

    4

    5

    6

    Συντελεστής στάθμισης κινδύνου

    20 %

    50 %

    100 %

    100 %

    150 %

    150 %

    3.   Τα ιδρύματα μπορούν να προσδιορίζουν το συντελεστή στάθμισης κινδύνου για έναν ΟΣΕ σύμφωνα με τις παραγράφους 4 και 5, εφόσον πληρούνται τα ακόλουθα κριτήρια επιλεξιμότητας:

    α)

    τον ΟΣΕ διαχειρίζεται εταιρεία που υπόκειται σε εποπτεία από κράτος μέλος, ή, σε περίπτωση ΟΣΕ τρίτης χώρας, εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

    i)

    τον ΟΣΕ διαχειρίζεται εταιρεία η οποία υπόκειται σε εποπτεία που θεωρείται ισοδύναμη με εκείνη που προβλέπεται από το ενωσιακό δίκαιο,

    ii)

    εξασφαλίζεται σε επαρκή βαθμό η συνεργασία μεταξύ των αρμόδιων αρχών,

    β)

    το ενημερωτικό δελτίο ή ισοδύναμο έγγραφο του ΟΣΕ πρέπει να περιλαμβάνει τα παρακάτω:

    i)

    τις κατηγορίες στοιχείων ενεργητικού στις οποίες επιτρέπεται να επενδύει ο ΟΣΕ,

    ii)

    εάν ισχύουν επενδυτικά όρια, τα σχετικά όρια και τις μεθόδους υπολογισμού τους,

    γ)

    οι δραστηριότητες του ΟΣΕ αποτελούν αντικείμενο εξαμηνιαίων και ετήσιων εκθέσεων, ούτως ώστε να είναι δυνατή η εκτίμηση του ενεργητικού και του παθητικού, των εσόδων και των πράξεων που διενεργήθηκαν κατά τη χρονική περίοδο αναφοράς.

    Για τους σκοπούς του στοιχείου α), η Επιτροπή μπορεί να θεσπίζει, μέσω εκτελεστικών πράξεων και με την επιφύλαξη της διαδικασίας εξέτασης του άρθρου 464 παράγραφος 2, απόφαση σχετικά με το αν μια τρίτη χώρα εφαρμόζει εποπτικές και κανονιστικές ρυθμίσεις τουλάχιστον ισοδύναμες με εκείνες που ισχύουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ελλείψει σχετικής απόφασης, έως την 1η Ιανουαρίου 2015, τα ιδρύματα μπορούν να συνεχίσουν να εφαρμόζουν την αντιμετώπιση που προβλέπεται στην παρούσα παράγραφο για ανοίγματα υπό μορφή μεριδίων ή μετοχών σε ΟΣΕ από τρίτες χώρες εάν οι σχετικές αρμόδιες αρχές είχαν εγκρίνει την εν λόγω τρίτη χώρα ως επιλέξιμη για τη σχετική αντιμετώπιση πριν από την 1η Ιανουαρίου 2014.

    4.   Εάν το ίδρυμα έχει γνώση των υποκειμένων ανοιγμάτων του ΟΣΕ, μπορεί να τα λάβει αμέσως υπόψη προκειμένου να υπολογίσει ένα μέσο συντελεστή στάθμισης κινδύνου για τα ανοίγματά του υπό τη μορφή μεριδίων ή μετοχών σε ΟΣΕ με τις μεθόδους που προβλέπονται στο παρόν κεφάλαιο. Εάν ένα υποκείμενο άνοιγμα του ΟΣΕ είναι άνοιγμα υπό τη μορφή μετοχών σε άλλον ΟΣΕ, ο οποίος πληροί τα κριτήρια της παραγράφου 3, το ίδρυμα μπορεί να εξετάσει τα υποκείμενα ανοίγματα του εν λόγω άλλου ΟΣΕ.

    5.   Εάν το ίδρυμα δεν έχει γνώση των υποκειμένων ανοιγμάτων του ΟΣΕ, μπορεί να υπολογίσει ένα μέσο συντελεστή στάθμισης κινδύνου για τα ανοίγματά του υπό τη μορφή μεριδίων ή μετοχών του ΟΣΕ με τις μεθόδους που προβλέπονται στο παρόν κεφάλαιο βάσει της παραδοχής ότι ο ΟΣΕ επενδύει πρώτα, στο μεγαλύτερο βαθμό που επιτρέπεται από το σκοπό του, στις κατηγορίες ανοιγμάτων για τις οποίες προβλέπεται υψηλότερη κεφαλαιακή απαίτηση και στη συνέχεια επενδύει με φθίνουσα σειρά έως το ανώτατο συνολικό όριο των επενδύσεων.

    Τα ιδρύματα μπορούν να αναθέτουν στους κατωτέρω τρίτους να υπολογίσουν και να κοινοποιήσουν, με τις μεθόδους των παραγράφων 4 και 5, τον συντελεστή στάθμισης κινδύνου για τον ΟΣΕ:

    α)

    τον οργανισμό ή το χρηματοδοτικό ίδρυμα θεματοφυλακής του ΟΣΕ εφόσον ο εν λόγω ΟΣΕ επενδύει αποκλειστικά σε τίτλους και καταθέτει όλους τους τίτλους στον εν λόγω οργανισμό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα θεματοφυλακής,

    β)

    για τους ΟΣΕ που δεν καλύπτονται από το στοιχείο α), στην εταιρεία διαχείρισης του ΟΣΕ, εφόσον η εν λόγω εταιρεία διαχείρισης πληροί τα κριτήρια της παραγράφου 3 στοιχείο α).

    Η ορθότητα του υπολογισμού που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο επιβεβαιώνεται από εξωτερικό ελεγκτή.

    Άρθρο 133

    Ανοίγματα σε μετοχές

    1.   Τα κάτωθι ανοίγματα θεωρούνται ανοίγματα σε μετοχές:

    α)

    ανοίγματα σε μη χρεωστικούς τίτλους που συνεπάγονται υπολειμματική απαίτηση ελάσσονος εξοφλητικής προτεραιότητας επί των στοιχείων ενεργητικού ή του εισοδήματος του εκδότη,

    β)

    δανειακά ανοίγματα και άλλοι τίτλοι, εταιρικές σχέσεις, παράγωγα ή άλλα μέσα, των οποίων η οικονομική ουσία είναι παρόμοια εκείνης των ανοιγμάτων που περιγράφονται στο στοιχείο α).

    2.   Στα ανοίγματα σε μετοχές εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης κινδύνου 100 %, εκτός εάν απαιτείται η αφαίρεσή τους σύμφωνα με το Δεύτερο Μέρος, η υπαγωγή τους σε συντελεστή στάθμισης 250 % σύμφωνα με το άρθρο 48 παράγραφος 4, η υπαγωγή τους σε συντελεστή στάθμισης 1 250 % σύμφωνα με το άρθρο 89 παράγραφος 3 ή η αντιμετώπισή τους ως στοιχείων υψηλού κινδύνου δυνάμει του άρθρου 128.

    3.   Οι επενδύσεις σε μετοχές ή σε μέσα εποπτικών κεφαλαίων που εκδίδονται από ιδρύματα κατατάσσονται ως απαιτήσεις σε μετοχές, εκτός εάν αφαιρούνται από τα ίδια κεφάλαια ή λαμβάνουν συντελεστή στάθμισης 250 % σύμφωνα με το άρθρο 48 παράγραφος 4 ή αν αντιμετωπίζονται ως στοιχεία υψηλού κινδύνου δυνάμει του άρθρου 128.

    Άρθρο 134

    Άλλα στοιχεία

    1.   Στα ενσώματα πάγια στοιχεία κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 10, της οδηγίας 86/635/ΕΟΚ εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης κινδύνου 100 %.

    2.   Στα προπληρωθέντα έξοδα και τα μη εισπραχθέντα έσοδα για τα οποία το ίδρυμα δεν είναι σε θέση να προσδιορίσει τον αντισυμβαλλόμενο σύμφωνα με την οδηγία 86/635/ΕΟΚ, εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης κινδύνου 100 %.

    3.   Στα υπό είσπραξη μετρητά εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης κινδύνου 20 %. Στα μετρητά στο ταμείο και στα εξομοιούμενα με αυτά στοιχεία εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης κινδύνου 0 %.

    4.   Στα αποθέματα χρυσού σε ίδιο θησαυροφυλάκιο ή υπό κοινή διαχείριση, και μέχρι του ποσού των υποχρεώσεων σε χρυσό, εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης κινδύνου 0 %.

    5.   Στην περίπτωση των συμφωνιών πώλησης και επαναγοράς και των δεσμεύσεων μελλοντικής αγοράς, οι συντελεστές στάθμισης κινδύνου είναι εκείνοι που εφαρμόζονται στα στοιχεία ενεργητικού και όχι εκείνοι των αντισυμβαλλομένων στις συναλλαγές.

    6.   Εάν ένα ίδρυμα παρέχει πιστωτική προστασία για ορισμένο αριθμό ανοιγμάτων με τον όρο ότι η νιοστή (n) αθέτηση μεταξύ αυτών των ανοιγμάτων ενεργοποιεί την πληρωμή και το πιστωτικό αυτό γεγονός λύει τη σύμβαση, και εάν το σχετικό προϊόν έχει εξωτερική πιστοληπτική αξιολόγηση από ΕΟΠΑ, εφαρμόζονται οι συντελεστές στάθμισης κινδύνου του κεφαλαίου 5. Εάν το προϊόν δεν έχει διαβάθμιση από ΕΟΠΑ, οι συντελεστές στάθμισης κινδύνου των ανοιγμάτων που περιλαμβάνονται στο καλάθι αθροίζονται, με την εξαίρεση ανοιγμάτων n-1, μέχρι ποσοστού 1 250 % κατ’ ανώτατο όριο και πολλαπλασιάζονται με το ονομαστικό ποσό της προστασίας που παρέχει το πιστωτικό παράγωγο ώστε να προκύψει το σταθμισμένο ποσό ανοιγμάτων. Τα ανοίγματα n-1 που εξαιρούνται από το άθροισμα προσδιορίζονται κατά τρόπο ώστε να περιλαμβάνουν κάθε άνοιγμα του οποίου το σταθμισμένο ως προς τον κίνδυνο ποσό είναι χαμηλότερο από το σταθμισμένο ως προς τον κίνδυνο ποσό καθενός από τα ανοίγματα που περιλαμβάνονται στο άθροισμα.

    7.   Η αξία ανοίγματος των χρηματοδοτικών μισθώσεων είναι η παρούσα αξία των ελάχιστων καταβλητέων πληρωμών τους. Ελάχιστες καταβλητέες πληρωμές είναι οι πληρωμές καθ’ όλη τη διάρκεια της σύμβασης που ο μισθωτής καλείται ή μπορεί να κληθεί να πραγματοποιήσει και κάθε δικαίωμα έκπτωσης, του οποίου η άσκηση είναι λογικώς βέβαιη. Στην περίπτωση που κάποιος άλλος εκτός του μισθωτή δύναται να υποχρεούται να καταβάλει πληρωμή που σχετίζεται με την υπολειμματική αξία του περιουσιακού στοιχείου που έχει εκμισθωθεί και η εν λόγω υποχρέωση πληρωμής πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 201 περί επιλεξιμότητας παρόχων προστασίας καθώς και τις ελάχιστες προϋποθέσεις αναγνώρισης άλλων μορφών εγγυήσεων που προβλέπονται στα άρθρα 213 έως 215, η εν λόγω υποχρέωση πληρωμής μπορεί να λαμβάνεται υπόψη ως μη χρηματοδοτούμενη πιστωτική προστασία δυνάμει του κεφαλαίου 4. Τα εν λόγω ανοίγματα υπάγονται στη σχετική κατηγορία ανοίγματος σύμφωνα με το άρθρο 112. Όταν το άνοιγμα συνιστά υπολειμματική αξία περιουσιακών στοιχείων που έχουν εκμισθωθεί, τα σταθμισμένα ποσά ανοιγμάτων υπολογίζονται ως εξής: 1/t * 100 % * υπολειμματική αξία, όπου t είναι μεγαλύτερο του 1 και αποτελεί τον πλησιέστερο ακέραιο αριθμό που αντιστοιχεί στα έτη της εναπομένουσας διάρκειας της σύμβασης χρηματοδοτικής μίσθωσης.

    Τμήμα 3

    Αναγνώριση και κατάταξη πιστοληπτικών αξιολογήσεων

    Ενότητα 1

    Αναγνώριση των ΕΟΠΑ

    Άρθρο 135

    Χρησιμοποίηση πιστοληπτικών αξιολογήσεων που διενεργούνται από ΕΟΠΑ

    1.   Η εξωτερική πιστοληπτική αξιολόγηση μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τον προσδιορισμό του συντελεστή στάθμισης ενός ανοίγματος σε κίνδυνο δυνάμει του παρόντος κεφαλαίου μόνο εφόσον έχει εκδοθεί από ΕΟΠΑ ή έχει προσυπογραφεί από ΕΟΠΑ σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1060/2009.

    2.   Η ΕΑΤ δημοσιεύει τον κατάλογο των ΕΟΠΑ σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 4 και το άρθρο 18 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1060/2009 στον δικτυακό της τόπο.

    Ενότητα 2

    Κατάταξη των πιστοληπτικών αξιολογήσεων των ΕΟΠΑ

    Άρθρο 136

    Κατάταξη των πιστοληπτικών αξιολογήσεων των ΕΟΠΑ

    1.   Η ΕΑΤ, η ΕΑΑΕΣ και η ΕΑΚΑΑ, μέσω της Μεικτής Επιτροπής, καταρτίζουν σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να καθορίσει για όλους τους ΕΟΠΑ, σε ποιες από τις βαθμίδες πιστωτικής ποιότητας που προβλέπονται στο τμήμα 2 αντιστοιχούν οι σχετικές πιστοληπτικές αξιολογήσεις του ΕΟΠΑ («κατάταξη»). Οι αντιστοιχίες αυτές πρέπει να είναι αντικειμενικές και συνεπείς.

    Η ΕΑΤ, η ΕΑΑΕΣ και η ΕΑΚΑΑ υποβάλλουν τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή το αργότερο έως την 1η Ιουλίου 2014 και υποβάλλει αναθεωρημένα σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων όποτε κρίνεται απαραίτητο.

    Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 αντίστοιχα.

    2.   Κατά τον προσδιορισμό της κατάταξης των πιστοληπτικών αξιολογήσεων, η ΕΑΤ, η ΕΑΑΕΣ και η ΕΑΚΑΑ συμμορφώνονται με τις κατωτέρω απαιτήσεις:

    α)

    για να διαφοροποιηθούν οι σχετικοί βαθμοί κινδύνου που εκφράζονται με κάθε πιστοληπτική αξιολόγηση, η ΕΑΤ, η ΕΑΑΕΣ και η ΕΑΚΑΑ λαμβάνουν υπόψη ποσοτικούς παράγοντες όπως το μακροπρόθεσμο ποσοστό αθέτησης για όλα τα στοιχεία που έχουν την ίδια πιστοληπτική αξιολόγηση. Η ΕΑΤ, η ΕΑΑΕΣ και η ΕΑΚΑΑ ζητούν από τους νεοσυσταθέντες ΕΟΠΑ και από εκείνους που διαθέτουν περιορισμένο μόνο όγκο δεδομένων για τις περιπτώσεις αθέτησης να προσδιορίσουν ποιο μακροπρόθεσμο ποσοστό αθέτησης θεωρούν ότι αντιστοιχεί σε όλα τα στοιχεία που έχουν την ίδια πιστοληπτική αξιολόγηση,

    β)

    για να διαφοροποιηθούν οι σχετικοί βαθμοί κινδύνου που εκφράζονται με κάθε πιστοληπτική αξιολόγηση, η ΕΑΤ, η ΕΑΑΕΣ και η ΕΑΚΑΑ λαμβάνουν υπόψη ποιοτικούς παράγοντες όπως η ομάδα ομοειδών εκδοτών που καλύπτει ο ΕΟΠΑ, το φάσμα των πιστοληπτικών αξιολογήσεων του ΕΟΠΑ, η σημασία κάθε πιστοληπτικής αξιολόγησης και ο ορισμός της «αθέτησης» που δίνει ο ΕΟΠΑ,

    γ)

    η ΕΑΤ, η ΕΑΑΕΣ και η ΕΑΚΑΑ συγκρίνουν το ποσοστό αθέτησης που καταγράφεται για κάθε πιστοληπτική αξιολόγηση δεδομένου ΕΟΠΑ με ποσοστό αναφοράς που υπολογίζεται βάσει ποσοστών αθέτησης που κατέγραψαν άλλοι ΕΟΠΑ επί πληθυσμού εκδοτών που παρουσιάζει ισοδύναμο επίπεδο πιστωτικού κινδύνου,

    δ)

    όταν το ποσοστό αθέτησης που καταγράφεται για την πιστοληπτική αξιολόγηση δεδομένου ΕΟΠΑ είναι ουσιωδώς και συστηματικά υψηλότερο από το ποσοστό αναφοράς, η ΕΑΤ, η ΕΑΑΕΣ και η ΕΑΚΑΑ κατατάσσουν την πιστοληπτική αξιολόγηση του ΕΟΠΑ σε βαθμίδα υψηλότερου πιστωτικού κινδύνου στην κλίμακα πιστωτικής ποιότητας,

    ε)

    όταν η ΕΑΤ, η ΕΑΑΕΣ και η ΕΑΚΑΑ έχουν αυξήσει το συντελεστή στάθμισης που αποδίδεται σε συγκεκριμένη πιστοληπτική αξιολόγηση ενός δεδομένου ΕΟΠΑ και εφόσον τα ποσοστά αθέτησης που καταγράφονται για την πιστοληπτική αξιολόγηση του εν λόγω ΕΟΠΑ δεν είναι πλέον ουσιωδώς και συστηματικά υψηλότερα από το ποσοστό αναφοράς, η ΕΑΤ, η ΕΑΑΕΣ και η ΕΑΚΑΑ μπορούν να αποφασίσουν να κατατάξουν εκ νέου την πιστοληπτική αξιολόγηση του ΕΟΠΑ στην αρχική του βαθμίδα πιστωτικού κινδύνου στην κλίμακα πιστωτικής ποιότητας.

    3.   Η ΕΑΤ, η ΕΑΑΕΣ και η ΕΑΚΑΑ καταρτίζουν σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για να καθορίσουν τους ποσοτικούς παράγοντες που αναφέρονται στο στοιχείο α), τους ποιοτικούς παράγοντες που αναφέρονται στο στοιχείο β) και το ποσοστό αναφοράς που αναφέρεται στην παράγραφο 2 στοιχείο γ).

    Η ΕΑΤ, η ΕΑΑΕΣ και η ΕΑΚΑΑ υποβάλλουν τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως την 1η Ιουλίου 2014.

    Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 αντίστοιχα.

    Ενοτητα 3

    Χρησιμοποίηση πιστοληπτικών αξιολογήσεων που διενεργούνται από οργανισμούς εξαγωγικών πιστώσεων

    Άρθρο 137

    Χρησιμοποίηση πιστοληπτικών αξιολογήσεων που διενεργούνται από οργανισμούς εξαγωγικών πιστώσεων

    1.   Για τους σκοπούς του άρθρου 114, τα ιδρύματα μπορούν να χρησιμοποιούν πιστοληπτικές αξιολογήσεις οργανισμού εξαγωγικών πιστώσεων που έχει ορισθεί από το ίδρυμα, εφόσον πληρούνται οι κατωτέρω προϋποθέσεις:

    α)

    πρόκειται για συναινετική βαθμολόγηση κινδύνου από οργανισμούς εξαγωγικών πιστώσεων που συμμετέχουν στον «Διακανονισμό περί κατευθυντηρίων γραμμών στον τομέα των εξαγωγικών πιστώσεων οι οποίες τυγχάνουν δημόσιας στήριξης» του ΟΟΣΑ,

    β)

    ο οργανισμός εξαγωγικών πιστώσεων δημοσιεύει τις πιστοληπτικές αξιολογήσεις του και εφαρμόζει τη μεθοδολογία που έχει συμφωνηθεί στο πλαίσιο του ΟΟΣΑ, και η πιστοληπτική αξιολόγηση συνδέεται με ένα από τα οκτώ ελάχιστα ασφάλιστρα εξαγωγικών πιστώσεων (ΕΑΕΠ) που προβλέπονται από τη μεθοδολογία αυτή. Ο ορισμός του οργανισμού εξαγωγικών πιστώσεων μπορεί να ανακληθεί από το ίδρυμα. Το ίδρυμα τεκμηριώνει την ανάκληση, εάν υπάρχουν συγκεκριμένες ενδείξεις ότι σκοπός της ανάκλησης είναι να μειωθούν οι κεφαλαιακές απαιτήσεις.

    2.   Στα ανοίγματα για τα οποία αναγνωρίζεται πιστοληπτική αξιολόγηση οργανισμού εξαγωγικών πιστώσεων για τους σκοπούς της στάθμισης κινδύνων εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης κινδύνου σύμφωνα με τον πίνακα 9.

    Πίνακας 9

    ΕΑΕΠ

    0

    1

    2

    3

    4

    5

    6

    7

    Συντελεστής στάθμισης κινδύνου

    0 %

    0 %

    20 %

    50 %

    100 %

    100 %

    100 %

    150 %

    Τμήμα 4

    Χρησιμοποιηση των πιστοληπτικων αξιολογησεων των ΕΟΠΑ για τον προσδιορισμό των συντελεστών στάθμισης κινδυνου

    Άρθρο 138

    Γενικές απαιτήσεις

    Ένα ίδρυμα μπορεί να ορίσει έναν ή περισσότερους ΕΟΠΑ των οποίων τις πιστοληπτικές αξιολογήσεις θα χρησιμοποιεί για τον προσδιορισμό των συντελεστών στάθμισης που εφαρμόζονται στα στοιχεία ενεργητικού και στα στοιχεία εκτός ισολογισμού. Ο ορισμός του ή των ECΑΙ μπορεί να ανακληθεί από το ίδρυμα. Το ίδρυμα τεκμηριώνει την ανάκληση, εάν υπάρχουν συγκεκριμένες ενδείξεις ότι σκοπός της ανάκλησης είναι να μειωθούν οι απαιτήσεις επάρκειας των ιδίων κεφαλαίων. Δεν επιτρέπεται η επιλεκτική χρήση των πιστοληπτικών αξιολογήσεων. Ένα ίδρυμα χρησιμοποιεί πιστοληπτικές αξιολογήσεις που πραγματοποιήθηκαν κατόπιν παραγγελίας. Ωστόσο, μπορεί να χρησιμοποιήσει αυτόκλητες πιστοληπτικές αξιολογήσεις, εάν η ΕΑΤ επιβεβαιώσει ότι αυτόκλητες πιστοληπτικές αξιολογήσεις του ΕΟΠΑ δεν διαφέρουν σε ποιότητα από πιστοληπτικές αξιολογήσεις που πραγματοποιήθηκαν κατόπιν παραγγελίας. Η ΕΑΤ αρνείται ή ανακαλεί την επιβεβαίωση αυτή, ειδικότερα αν ο ΕΟΠΑ χρησιμοποίησε πιστοληπτική αξιολόγηση που δεν έγιναν κατά παραγγελία για να ασκήσει πίεση στην αξιολογούμενη οντότητα να παραγγείλει πιστοληπτική αξιολόγηση ή άλλες υπηρεσίες. Κατά τη χρήση πιστοληπτικών αξιολογήσεων, τα ιδρύματα συμμορφώνονται με τις κατωτέρω απαιτήσεις:

    α)

    ένα ίδρυμα που αποφασίζει να χρησιμοποιήσει τις πιστοληπτικές αξιολογήσεις οργανισμού ΕΟΠΑ για δεδομένη κατηγορία στοιχείων χρησιμοποιεί αυτές τις πιστοληπτικές αξιολογήσεις κατά τρόπο συνεπή για όλα τα ανοίγματα που ανήκουν σε αυτή την κατηγορία,

    β)

    ένα ίδρυμα που αποφασίζει να χρησιμοποιήσει τις πιστοληπτικές αξιολογήσεις οργανισμού ΕΟΠΑ τις χρησιμοποιεί σε συνεχή βάση και με διαχρονική συνέπεια,

    γ)

    ένα ίδρυμα χρησιμοποιεί μόνο τις πιστοληπτικές αξιολογήσεις των ΕΟΠΑ που λαμβάνουν υπόψη όλα τα ποσά που τού οφείλονται τόσο σε κεφάλαιο όσο και σε τόκους,

    δ)

    εάν για ένα διαβαθμισμένο στοιχείο είναι διαθέσιμη μία μόνο πιστοληπτική αξιολόγηση από καθορισμένο ΕΟΠΑ, αυτή η πιστοληπτική αξιολόγηση χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό του συντελεστή στάθμισης κινδύνου για το στοιχείο αυτό,

    ε)

    εάν για ένα διαβαθμισμένο στοιχείο είναι διαθέσιμες δύο πιστοληπτικές αξιολογήσεις από καθορισμένους ΕΟΠΑ οι οποίες αντιστοιχούν σε διαφορετικούς συντελεστές στάθμισης, εφαρμόζεται ο υψηλότερος συντελεστής στάθμισης κινδύνου,

    στ)

    εάν για ένα διαβαθμισμένο στοιχείο είναι διαθέσιμες περισσότερες από δύο πιστοληπτικές αξιολογήσεις από καθορισμένους ΕΟΠΑ, οι δύο αξιολογήσεις που αντιστοιχούν στους δύο χαμηλότερους συντελεστές στάθμισης κινδύνου είναι οι αξιολογήσεις αναφοράς. Εάν οι δύο χαμηλότεροι συντελεστές στάθμισης κινδύνου είναι διαφορετικοί, εφαρμόζεται ο υψηλότερος. Εάν οι δύο χαμηλότεροι συντελεστές στάθμισης κινδύνου είναι ίσοι, εφαρμόζεται αυτός ο συντελεστής στάθμισης κινδύνου.

    Άρθρο 139

    Πιστοληπτική αξιολόγηση εκδότη και έκδοσης

    1.   Εάν υπάρχει πιστοληπτική αξιολόγηση για δεδομένο πρόγραμμα έκδοσης χρεογράφων ή για πιστωτική διευκόλυνση στο οποίο ανήκει το στοιχείο που συνιστά το άνοιγμα, αυτή η πιστοληπτική αξιολόγηση χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό του συντελεστή στάθμισης κινδύνου που εφαρμόζεται σε αυτό το στοιχείο.

    2.   Εάν δεν υπάρχει πιστοληπτική αξιολόγηση που μπορεί να εφαρμοστεί άμεσα στο στοιχείο που συνιστά το άνοιγμα, αλλά υπάρχει πιστοληπτική αξιολόγηση για δεδομένο πρόγραμμα έκδοσης χρεογράφων ή πιστωτική διευκόλυνση στο οποίο δεν ανήκει το στοιχείο αυτό ή υπάρχει γενική πιστοληπτική αξιολόγηση για τον εκδότη, αυτή η πιστοληπτική αξιολόγηση χρησιμοποιείται σε οποιαδήποτε από τις κατωτέρω περιπτώσεις:

    α)

    συνεπάγεται υψηλότερο συντελεστή στάθμισης κινδύνου από ό,τι σε κάθε άλλη περίπτωση και το εν λόγω άνοιγμα έχει, από κάθε άποψη, την ίδια ή χαμηλότερη εξοφλητική προτεραιότητα από εκείνη του δεδομένου προγράμματος έκδοσης χρεογράφων ή πιστωτικής διευκόλυνσης ή, κατά περίπτωση, από εκείνη των μη εξασφαλισμένων ανοιγμάτων με εξοφλητική προτεραιότητα του ίδιου εκδότη,

    β)

    συνεπάγεται χαμηλότερο συντελεστή στάθμισης και το εν λόγω άνοιγμα έχει, από κάθε άποψη, την ίδια ή υψηλότερη εξοφλητική προτεραιότητα από εκείνη του δεδομένου προγράμματος έκδοσης χρεογράφων ή πιστωτικής διευκόλυνσης ή, κατά περίπτωση, από εκείνη των μη εξασφαλισμένων ανοιγμάτων με εξοφλητική προτεραιότητα του ίδιου εκδότη.

    Σε κάθε άλλη περίπτωση, το άνοιγμα αντιμετωπίζεται ως μη διαβαθμισμένο.

    3.   Οι παράγραφοι 1 και 2 δεν εμποδίζουν την εφαρμογή του άρθρου 129.

    4.   Οι πιστοληπτικές αξιολογήσεις εκδοτών που ανήκουν σε όμιλο δεν μπορούν να χρησιμοποιούνται ως πιστοληπτικές αξιολογήσεις άλλου εκδότη του ιδίου ομίλου.

    Άρθρο 140

    Μακροπρόθεσμες και βραχυπρόθεσμες πιστοληπτικές αξιολογήσεις

    1.   Οι βραχυπρόθεσμες πιστοληπτικές αξιολογήσεις μπορούν να χρησιμοποιούνται μόνο για βραχυπρόθεσμα στοιχεία ενεργητικού και στοιχεία εκτός ισολογισμού που συνιστούν ανοίγματα έναντι ιδρυμάτων και επιχειρήσεων.

    2.   Κάθε βραχυπρόθεσμη πιστοληπτική αξιολόγηση εφαρμόζεται μόνο στο στοιχείο στο οποίο αναφέρεται η βραχυπρόθεσμη πιστοληπτική αξιολόγηση και δεν χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό συντελεστών στάθμισης κινδύνου για άλλα στοιχεία, εξαιρουμένων των κατωτέρω περιπτώσεων:

    α)

    εάν σε μια διαβαθμισμένη βραχυπρόθεσμη πιστωτική διευκόλυνση εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης κινδύνου 150 %, εφαρμόζεται επίσης συντελεστής στάθμισης κινδύνου 150 % σε όλα τα μη διαβαθμισμένα ανοίγματα χωρίς εξασφάλιση έναντι αυτού του οφειλέτη, είτε είναι βραχυπρόθεσμα είναι μακροπρόθεσμα,

    β)

    εάν σε μια διαβαθμισμένη βραχυπρόθεσμη πιστωτική διευκόλυνση εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης κινδύνου 50 %, δεν μπορεί να εφαρμοστεί συντελεστής χαμηλότερος από 100 % σε κανένα μη διαβαθμισμένο βραχυπρόθεσμο άνοιγμα.

    Άρθρο 141

    Στοιχεία που εκφράζονται σε εθνικό και σε ξένο νόμισμα

    Μια πιστοληπτική αξιολόγηση που αναφέρεται σε στοιχείο εκπεφρασμένο στο εθνικό νόμισμα του οφειλέτη δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τον προσδιορισμό συντελεστή στάθμισης για άλλο άνοιγμα έναντι του ίδιου οφειλέτη που είναι εκπεφρασμένο σε ξένο νόμισμα.

    Όταν προκύπτει άνοιγμα από τη συμμετοχή ιδρύματος σε δάνειο που έχει χορηγήσει πολυμερής τράπεζα ανάπτυξης της οποίας το προνομιακό καθεστώς αναγνωρίζεται από την αγορά, η πιστοληπτική αξιολόγηση του στοιχείου που είναι εκπεφρασμένο στο εθνικό νόμισμα του οφειλέτη μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τους σκοπούς της στάθμισης του κινδύνου.

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

    Προσέγγιση των εσωτερικών διαβαθμίσεων

    Τμήμα 1

    Αδεια χρήσης της προσέγγισης ΠΕΔ από τις αρμόδιες αρχές

    Άρθρο 142

    Ορισμοί

    1.   Για τους σκοπούς του παρόντος κεφαλαίου, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

    1)

    ως «σύστημα διαβάθμισης» νοείται το σύνολο των προσεγγίσεων, διαδικασιών, ελέγχων, συστημάτων συλλογής δεδομένων και πληροφοριακών συστημάτων που υποστηρίζουν την αξιολόγηση του πιστωτικού κινδύνου, την ταξινόμηση των ανοιγμάτων σε βαθμίδες κινδύνου ή σε ομάδες με ομοειδή χαρακτηριστικά κινδύνου και την ποσοτική εκτίμηση της πιθανότητας αθέτησης και της ζημίας που έχει αναπτυχθεί για δεδομένο είδος ανοίγματος,

    2)

    ως «είδος ανοίγματος» νοείται μια ομάδα ανοιγμάτων που υπόκεινται σε ομοιογενή διαχείριση, τα οποία δημιουργούνται από συγκεκριμένο είδος πιστοδοτήσεων και μπορεί να περιορίζονται σε μία μόνο οντότητα ή σε ένα μόνο υποσύνολο οντοτήτων μιας ομάδας εφόσον το ίδιο είδος ανοίγματος υπόκειται σε διαφορετική διαχείριση σε άλλες οντότητες της ομάδας,

    3)

    ως «επιχειρηματική μονάδα» νοούνται οποιεσδήποτε χωριστές οργανωτικές ή νομικές οντότητες, επιχειρηματικοί τομείς, γεωγραφικές τοποθεσίες,

    4)

    ως «μεγάλη οντότητα του χρηματοπιστωτικού τομέα» νοείται οποιαδήποτε οντότητα του χρηματοπιστωτικού τομέα, εκτός εκείνων που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 27) στοιχείο ι), που πληροί τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

    α)

    το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων της, υπολογιζόμενο σε μεμονωμένη ή ενοποιημένη βάση, είναι μεγαλύτερο ή ίσο με το κατώτατο όριο των 70 δισεκατομμυρίων EUR, με χρήση της πλέον πρόσφατα ελεγμένης οικονομικής κατάστασης ή ενοποιημένου δημοσιονομικού δελτίου για τον προσδιορισμό του μεγέθους των περιουσιακών στοιχείων, και

    β)

    υπόκειται ή τουλάχιστον μία από τις θυγατρικές της υπόκειται σε προληπτική ρύθμιση στην Ένωση ή στους νόμους τρίτης χώρας που εφαρμόζει προληπτικές εποπτικές και ρυθμιστικές απαιτήσεις τουλάχιστον ισοδύναμες προς εκείνες που εφαρμόζονται στην Ένωση,

    5)

    ως «μη ρυθμιζόμενη χρηματοπιστωτική οντότητα» νοείται οποιαδήποτε άλλη οντότητα που δεν είναι ρυθμιζόμενη οντότητα χρηματοπιστωτικού τομέα αλλά πραγματοποιεί, ως κύρια επαγγελματική δραστηριότητα, μία ή περισσότερες από τις πράξεις που απαριθμούνται στο παράρτημα Ι της οδηγίας 2013/36/ΕΕ ή στο παράρτημα Ι της οδηγίας 2004/39/ΕΚ,

    6)

    ως «βαθμίδα πιστούχου» νοείται κατηγορία κινδύνου στην κλίμακα διαβάθμισης πιστούχων του συστήματος διαβάθμισης, στην οποία οι πιστούχοι ταξινομούνται βάσει συνόλου προκαθορισμένων και διακριτών κριτηρίων διαβάθμισης που χρησιμοποιούνται για την εκτίμηση της πιθανότητας αθέτησης υποχρέωσης (PD),

    7)

    ως «βαθμίδα πιστοδότησης» νοείται κατηγορία κινδύνου στην κλίμακα διαβάθμισης πιστοδοτήσεων του συστήματος διαβάθμισης, στην οποία οι πιστοδοτήσεις ταξινομούνται βάσει συνόλου προκαθορισμένων και διακριτών κριτηρίων διαβάθμισης, που χρησιμοποιούνται για την εσωτερική εκτίμηση της LGD,

    8)

    ως «διαχειριστής» νοείται οντότητα που διαχειρίζεται σε καθημερινή βάση ομάδα αποκτηθεισών εισπρακτέων απαιτήσεων ή τα υποκείμενα πιστωτικά ανοίγματα.

    2.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 σημείο 4) στοιχείο β) του παρόντος άρθρου, η Επιτροπή μπορεί να θεσπίζει, μέσω εκτελεστικών πράξεων και με την επιφύλαξη της διαδικασίας εξέτασης του άρθρου 464 παράγραφος 2, απόφαση σχετικά με το αν μια τρίτη χώρα εφαρμόζει εποπτικές και κανονιστικές ρυθμίσεις τουλάχιστον ισοδύναμες με εκείνες που ισχύουν στην Ένωση. Ελλείψει σχετικής απόφασης, έως την 1η Ιανουαρίου 2015, τα ιδρύματα μπορούν να συνεχίσουν να εφαρμόζουν την αντιμετώπιση που προβλέπεται στην παρούσα παράγραφο για την τρίτη χώρα εάν οι σχετικές αρμόδιες αρχές είχαν εγκρίνει την εν λόγω τρίτη χώρα ως επιλέξιμη για τη σχετική αντιμετώπιση πριν από την 1η Ιανουαρίου 2014.

    Άρθρο 143

    Άδεια χρήσης της προσέγγισης ΠΕΔ

    1.   Εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του παρόντος κεφαλαίου, η αρμόδια αρχή επιτρέπει στα ιδρύματα να υπολογίζουν τα ποσά των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ανοιγμάτων τους χρησιμοποιώντας την προσέγγιση των εσωτερικών διαβαθμίσεων (εφεξής «προσέγγιση ΠΕΔ»).

    2.   Απαιτείται προηγούμενη άδεια χρήσης της προσέγγισης ΠΕΔ, συμπεριλαμβανομένων των εσωτερικών εκτιμήσεων της LGD και των συντελεστών μετατροπής, για κάθε κατηγορία ανοίγματος και για κάθε σύστημα διαβάθμισης, για κάθε προσέγγιση εσωτερικών υποδειγμάτων για τα ανοίγματα σε μετοχές και για κάθε προσέγγιση για την εκτίμηση της LGD και των συντελεστών μετατροπής.

    3.   Τα ιδρύματα λαμβάνουν την προηγούμενη άδεια των αρμόδιων αρχών προτού προβούν στις εξής ενέργειες:

    α)

    ουσιώδεις αλλαγές στο εύρος εφαρμογής συστήματος διαβάθμισης ή προσέγγισης εσωτερικών υποδειγμάτων για ανοίγματα σε μετοχές που έχει λάβει άδεια να χρησιμοποιεί το ίδρυμα,

    β)

    ουσιώδεις αλλαγές σε σύστημα διαβάθμισης ή προσέγγιση εσωτερικών υποδειγμάτων για ανοίγματα σε μετοχές που έχει λάβει άδεια να χρησιμοποιεί το ίδρυμα.

    Το εύρος εφαρμογής συστήματος διαβάθμισης περιλαμβάνει όλα τα ανοίγματα του σχετικού είδους ανοίγματος για το οποίο αναπτύχθηκε το σύστημα διαβάθμισης.

    4.   Τα ιδρύματα κοινοποιούν στις αρμόδιες αρχές όλες τις αλλαγές των συστημάτων διαβάθμισης και των προσεγγίσεων εσωτερικών υποδειγμάτων για ανοίγματα σε μετοχές.

    5.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να διευκρινίσει τους όρους για την αξιολόγηση της σημασίας της χρησιμοποίησης υπάρχοντος συστήματος διαβάθμισης για άλλα πρόσθετα ανοίγματα που δεν καλύπτονται ήδη από το εν λόγω σύστημα, και των αλλαγών συστημάτων διαβάθμισης ή προσεγγίσεων εσωτερικών υποδειγμάτων όσον αφορά ανοίγματα σε μετοχές δυνάμει της προσέγγισης ΠΕΔ.

    Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 31 Δεκεμβρίου 2013.

    Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

    Άρθρο 144

    Αξιολόγηση από τις αρμόδιες αρχές αίτησης χρησιμοποίησης της προσέγγισης ΠΕΔ

    1.   Η αρμόδια αρχή χορηγεί, σύμφωνα με το άρθρο 143, άδεια σε ίδρυμα για να χρησιμοποιεί την προσέγγιση ΠΕΔ, συμπεριλαμβανομένων εσωτερικών εκτιμήσεων LGD και συντελεστών μετατροπής, μόνο εφόσον πεισθεί ότι πληρούνται οι απαιτήσεις του παρόντος κεφαλαίου και ιδίως του τμήματος 6, και ότι τα συστήματα του ιδρύματος για τη διαχείριση και διαβάθμιση των αναλαμβανόμενων πιστωτικών κινδύνων είναι αξιόπιστα και εφαρμόζονται με ακεραιότητα και, ιδίως, ότι το ίδρυμα έχει αποδείξει στην αρμόδια αρχή ότι πληρούνται οι κατωτέρω απαιτήσεις:

    α)

    τα συστήματα διαβάθμισης του ιδρύματος επιτρέπουν την έγκυρη αξιολόγηση των χαρακτηριστικών του πιστούχου και της πιστοδότησης, την έγκυρη διαφοροποίηση του κινδύνου, καθώς και ακριβείς και συνεπείς ποσοτικές εκτιμήσεις του κινδύνου,

    β)

    οι εσωτερικές διαβαθμίσεις και εκτιμήσεις αθέτησης υποχρέωσης και ζημίας που χρησιμοποιούνται στον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων και στα συναφή συστήματα και διαδικασίες διαδραματίζουν ουσιαστικό ρόλο στη διαχείριση κινδύνου και τη λήψη αποφάσεων, καθώς και στην έγκριση πιστώσεων, την κατανομή των εσωτερικών κεφαλαίων και την εταιρική διακυβέρνηση του ιδρύματος,

    γ)

    το ίδρυμα διαθέτει μονάδα ελέγχου του πιστωτικού κινδύνου, υπεύθυνη για τα συστήματα διαβάθμισης, η οποία έχει τη δέουσα ανεξαρτησία και δεν υφίσταται αθέμιτες επιρροές,

    δ)

    το ίδρυμα συγκεντρώνει και αποθηκεύει όλα τα σχετικά δεδομένα με σκοπό την αποτελεσματική στήριξη της διαδικασίας μέτρησης και διαχείρισης του πιστωτικού κινδύνου,

    ε)

    το ίδρυμα τεκμηριώνει τα συστήματα διαβάθμισης που εφαρμόζει, καθώς και το σκεπτικό βάσει του οποίου σχεδιάστηκαν, και τα επικυρώνει,

    στ)

    το ίδρυμα έχει επικυρώσει κάθε σύστημα διαβάθμισης και κάθε προσέγγιση εσωτερικών υποδειγμάτων για ανοίγματα σε μετοχές κατά τη διάρκεια κατάλληλης χρονικής περιόδου πριν από τη λήψη άδειας χρήσης του εν λόγω συστήματος διαβάθμισης ή της προσέγγισης εσωτερικών υποδειγμάτων για ανοίγματα σε μετοχές, έχει αξιολογήσει κατά τη διάρκεια της σχετικής περιόδου εάν το σύστημα διαβάθμισης ή οι προσεγγίσεις εσωτερικών υποδειγμάτων για ανοίγματα σε μετοχές είναι κατάλληλα για το εύρος εφαρμογής του συστήματος διαβάθμισης ή των προσεγγίσεων εσωτερικών υποδειγμάτων για ανοίγματα σε μετοχές και έχει προβεί στις αναγκαίες αλλαγές στα εν λόγω συστήματα ή τις προσεγγίσεις για ανοίγματα σε μετοχές που προέκυψαν βάσει της αξιολόγησής του,

    ζ)

    το ίδρυμα έχει υπολογίσει βάσει της προσέγγισης ΠΕΔ τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων που προκύπτουν από τις εκτιμήσεις του για τις παραμέτρους κινδύνου και είναι σε θέση να υποβάλει την έκθεση που απαιτείται δυνάμει του άρθρου 99,

    η)

    το ίδρυμα έχει ταξινομήσει και συνεχίζει να ταξινομεί κάθε άνοιγμα που περιλαμβάνεται στο εύρος εφαρμογής συστήματος διαβάθμισης σε βαθμίδα ή ομάδα αυτού του συστήματος διαβάθμισης· το ίδρυμα έχει ταξινομήσει και συνεχίζει να ταξινομεί κάθε άνοιγμα που περιλαμβάνεται στο εύρος εφαρμογής προσέγγισης για ανοίγματα σε μετοχές σε αυτή την προσέγγιση εσωτερικών υποδειγμάτων.

    Οι απαιτήσεις χρήσης προσέγγισης ΠΕΔ, συμπεριλαμβανομένων εσωτερικών εκτιμήσεων για LGD και συντελεστών μετατροπής, ισχύουν και σε περίπτωση που ένα ίδρυμα έχει εφαρμόσει σύστημα διαβάθμισης, ή υπόδειγμα που χρησιμοποιείται στο πλαίσιο συστήματος διαβάθμισης, το οποίο αγόρασε από τρίτο πωλητή.

    2.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να διευκρινίσει την προσέγγιση αξιολόγησης που πρέπει να ακολουθούν οι αρμόδιες αρχές για την αξιολόγηση της συμμόρφωσης ενός ιδρύματος με τις απαιτήσεις χρήσης της προσέγγισης ΠΕΔ.

    Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 31 Δεκεμβρίου 2014.

    Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

    Άρθρο 145

    Προηγούμενη εμπειρία από τη χρήση προσεγγίσεων ΠΕΔ

    1.   Ένα ίδρυμα που υποβάλλει αίτηση εφαρμογής της προσέγγισης ΠΕΔ οφείλει, για τις σχετικές κατηγορίες ανοίγματος ΠΕΔ, να έχει χρησιμοποιήσει συστήματα διαβάθμισης ανταποκρινόμενα εν γένει στις ελάχιστες απαιτήσεις του τμήματος 6, όσον αφορά την εσωτερική μέτρηση και διαχείριση κινδύνου, τουλάχιστον επί μια τριετία προτού αποκτήσει το δικαίωμα χρήσης της προσέγγισης ΠΕΔ.

    2.   Το ίδρυμα το οποίο υποβάλλει αίτηση εφαρμογής εσωτερικών εκτιμήσεων για LGD και συντελεστές μετατροπής οφείλει να αποδείξει στις αρμόδιες αρχές ότι εκτιμούσε και εφάρμοζε εσωτερικές εκτιμήσεις για LGD και συντελεστές μετατροπής κατά τρόπο εν γένει συνεπή προς τις ελάχιστες απαιτήσεις του τμήματος 6, όσον αφορά τη χρήση εσωτερικών εκτιμήσεων για τις παραμέτρους αυτές, τουλάχιστον επί μια τριετία προτού αποκτήσει το δικαίωμα να χρησιμοποιεί εσωτερικές εκτιμήσεις για LGD και συντελεστές μετατροπής.

    3.   Αν το ίδρυμα επεκτείνει τη χρήση της προσέγγισης ΠΕΔ μετά την αρχική άδεια, το ίδρυμα πρέπει να διαθέτει επαρκή εμπειρία για να ικανοποιεί τις απαιτήσεις των παραγράφων 1 και 2 όσον αφορά τα πρόσθετα ανοίγματα που καλύπτονται. Αν η χρήση των συστημάτων διαβάθμισης επεκταθεί και για ανοίγματα που διαφέρουν σημαντικά από τα ήδη καλυπτόμενα, σε βαθμό ώστε η υπάρχουσα εμπειρία να μην μπορεί να θεωρηθεί επαρκής για την ικανοποίηση των απαιτήσεων των εν λόγω διατάξεων όσον αφορά τα πρόσθετα ανοίγματα, οι απαιτήσεις των παραγράφων 1 και 2 εφαρμόζονται χωριστά για τα πρόσθετα ανοίγματα.

    Άρθρο 146

    Μέτρα που λαμβάνονται όταν παύουν να πληρούνται οι απαιτήσεις του παρόντος κεφαλαίου

    Σε περίπτωση που ένα ίδρυμα παύσει να συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις του παρόντος κεφαλαίου, οφείλει να ενημερώσει τις αρμόδιες αρχές και να προβεί σε μία από τις κατωτέρω ενέργειες:

    α)

    υποβάλλει, με τρόπο που θα ικανοποιεί την αρμόδια αρχή, πρόγραμμα έγκαιρης επανόδου σε κατάσταση συμμόρφωσης και υλοποιεί το πρόγραμμα αυτό εντός περιόδου που συμφωνείται με την αρμόδια αρχή,

    β)

    αποδεικνύει στις αρμόδιες αρχές ότι οι επιπτώσεις της μη συμμόρφωσης είναι επουσιώδεις.

    Άρθρο 147

    Μεθοδολογία υπαγωγής ανοιγμάτων σε κατηγορίες ανοιγμάτων

    1.   Για την υπαγωγή των ανοιγμάτων στις διάφορες κατηγορίες το ίδρυμα εφαρμόζει την κατάλληλη μεθοδολογία με διαχρονική συνέπεια.

    2.   Κάθε άνοιγμα κατατάσσεται σε μια από τις ακόλουθες κατηγορίες:

    α)

    ανοίγματα έναντι κεντρικών κυβερνήσεων και κεντρικών τραπεζών,

    β)

    ανοίγματα έναντι ιδρυμάτων,

    γ)

    ανοίγματα έναντι επιχειρήσεων,

    δ)

    ανοίγματα λιανικής τραπεζικής,

    ε)

    ανοίγματα σε μετοχές,

    στ)

    στοιχεία που αντιστοιχούν σε θέσεις τιτλοποίησης,

    ζ)

    άλλα στοιχεία ενεργητικού που δεν συνιστούν πιστωτικές υποχρεώσεις.

    3.   Τα κατωτέρω ανοίγματα υπάγονται στην κατηγορία που ορίζεται στην παράγραφο 2 στοιχείο α):

    α)

    ανοίγματα έναντι περιφερειακών κυβερνήσεων, τοπικών αρχών ή φορέων του δημόσιου τομέα που ισοδυναμούν με ανοίγματα έναντι κεντρικών κυβερνήσεων βάσει των άρθρων 115 και 116,

    β)

    ανοίγματα έναντι πολυμερών αναπτυξιακών τραπεζών που αναφέρονται στο άρθρο 117 παράγραφος 2,

    γ)

    ανοίγματα έναντι Διεθνών Οργανισμών που λαμβάνουν συντελεστή στάθμισης κινδύνου 0 % βάσει του άρθρου 118.

    4.   Τα κατωτέρω ανοίγματα υπάγονται στην κατηγορία που ορίζεται στην παράγραφο 2 στοιχείο β):

    α)

    ανοίγματα έναντι περιφερειακών κυβερνήσεων και τοπικών αρχών που δεν ισοδυναμούν με ανοίγματα έναντι κεντρικών κυβερνήσεων σύμφωνα με το άρθρο 115 παράγραφοι 2 και 4,

    β)

    ανοίγματα έναντι οντοτήτων του δημόσιου τομέα που δεν ισοδυναμούν με ανοίγματα έναντι κεντρικών κυβερνήσεων σύμφωνα με το άρθρο 116 παράγραφος 4,

    γ)

    ανοίγματα έναντι πολυμερών αναπτυξιακών τραπεζών που δεν λαμβάνουν συντελεστή στάθμισης κινδύνου 0 % δυνάμει του άρθρου 117 και

    δ)

    ανοίγματα έναντι χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων που ισοδυναμούν με ανοίγματα έναντι ιδρυμάτων σύμφωνα με το άρθρο 119 παράγραφος 5.

    5.   Για να είναι αποδεκτά προς ταξινόμηση στην κατηγορία των ανοιγμάτων λιανικής τραπεζικής που αναφέρεται στην παράγραφο 2 στοιχείο δ), τα ανοίγματα πρέπει να πληρούν τις κάτωθι προϋποθέσεις:

    α)

    να είναι ανοίγματα ένα από τα επόμενα:

    i)

    ανοίγματα έναντι ενός ή περισσότερων φυσικών προσώπων,

    ii)

    ανοίγματα έναντι ΜΜΕ, υπό τον όρο ότι, στην περίπτωση αυτή, το συνολικό ποσό που οφείλεται στο ίδρυμα και σε μητρική επιχείρηση και τις θυγατρικές του από τον πιστούχου πελάτη ή την οφειλέτρια ομάδα συνδεδεμένων πελατών, περιλαμβανομένου οιουδήποτε οφειλόμενου ανοίγματος σε υπερημερία, εξαιρουμένων όμως ανοιγμάτων εξασφαλισμένων με ακίνητη περιουσία που χρησιμοποιείται ως κατοικία, δεν υπερβαίνει – καθ’ όσον γνωρίζει το ίδρυμα, το οποίο οφείλει να έχει προβεί σε εύλογες ενέργειες προκειμένου να επιβεβαιώσει την κατάσταση – το 1 εκατομμύριο EUR,

    β)

    να αντιμετωπίζονται από το ίδρυμα στο πλαίσιο της διαχείρισης κινδύνου με διαχρονική συνέπεια και με ανάλογο τρόπο,

    γ)

    να μην αποτελούν αντικείμενο μεμονωμένης διαχείρισης εξίσου όπως τα ανοίγματα της κατηγορίας ανοιγμάτων έναντι εταιρειών,

    δ)

    το καθένα να αποτελεί μέρος σημαντικού αριθμού ανοιγμάτων υπό παρόμοια διαχείριση.

    Επιπλέον των ανοιγμάτων που απαριθμούνται στο πρώτο εδάφιο, η παρούσα αξία των ελάχιστων καταβλητέων πληρωμών λιανικής χρηματοδοτικής μίσθωσης είναι επιλέξιμη για την κατηγορία ανοιγμάτων λιανικής τραπεζικής.

    6.   Τα κατωτέρω ανοίγματα υπάγονται στην κατηγορία ανοιγμάτων σε μετοχές που ορίζεται στην παράγραφο 2 στοιχείο ε):

    α)

    ανοίγματα σε μη χρεωστικούς τίτλους που συνεπάγονται υπολειμματική απαίτηση ελάσσονος εξοφλητικής προτεραιότητας επί των στοιχείων ενεργητικού ή του εισοδήματος του εκδότη,

    β)

    δανειακά ανοίγματα και άλλοι τίτλοι, εταιρικές σχέσεις, παράγωγα ή άλλα μέσα, των οποίων η οικονομική ουσία είναι παρόμοια εκείνης των ανοιγμάτων που περιγράφονται στο στοιχείο α).

    7.   Οι πιστωτικές υποχρεώσεις που δεν υπάγονται στις κατηγορίες ανοιγμάτων που ορίζονται στην παράγραφο 2 στοιχεία α), β), δ), ε) και στ) υπάγονται στην κατηγορία εταιρικών ανοιγμάτων που αναφέρονται στο στοιχείο γ) της ιδίας παραγράφου.

    8.   Στην κατηγορία των εταιρικών ανοιγμάτων που ορίζονται στην παράγραφο 2 στοιχείο γ), τα ιδρύματα πρέπει να προσδιορίζουν χωριστά ως ανοίγματα ειδικής δανειοδότησης τα ανοίγματα που φέρουν τα εξής χαρακτηριστικά:

    α)

    το άνοιγμα αφορά οντότητα που συστάθηκε ειδικά για τη χρηματοδότηση ή λειτουργία εμπράγματων περιουσιακών στοιχείων ή αποτελεί οικονομικά συγκρίσιμο άνοιγμα,

    β)

    οι συμβατικές ρυθμίσεις παρέχουν στον δανειοδότη σημαντικό βαθμό ελέγχου επί των στοιχείων ενεργητικού και των εσόδων που αυτά παράγουν,

    γ)

    την πρωταρχική πηγή εξόφλησης της υποχρέωσης αποτελούν τα έσοδα που παράγουν τα χρηματοδοτούμενα στοιχεία ενεργητικού και όχι η ανεξάρτητη ικανότητα μιας ευρύτερης εμπορικής επιχείρησης.

    9.   Η υπολειμματική αξία μισθωμένων περιουσιακών στοιχείων υπάγεται στην κατηγορία ανοιγμάτων που ορίζεται στην παράγραφο 2 στοιχείο ζ), εκτός από το βαθμό στον οποίο η εν λόγω υπολειμματική αξία συμπεριλαμβάνεται ήδη στο μισθωτικό άνοιγμα που ορίζεται στο άρθρο 166 παράγραφος 4.

    10.   Το άνοιγμα από την παροχή προστασίας με πιστωτικό παράγωγο νιοστής αθέτησης για ομάδα ανοιγμάτων κατατάσσεται στην ίδια κατηγορία από τις οριζόμενες στην παράγραφο 2 στην οποία θα κατατάσσονταν τα ανοίγματα της ομάδας, εκτός εάν τα επιμέρους ανοίγματα της ομάδας θα κατατάσσονταν σε διάφορες κατηγορίες ανοιγμάτων, εν η περιπτώσει το άνοιγμα κατατάσσεται στην κατηγορία ανοιγμάτων έναντι επιχειρήσεων που ορίζεται στην παράγραφο 2 στοιχείο γ).

    Άρθρο 148

    Προϋποθέσεις για την εφαρμογή της προσέγγισης ΠΕΔ σε διάφορες κατηγορίες ανοιγμάτων και σε διάφορες επιχειρηματικές μονάδες

    1.   Τα ιδρύματα και οποιεσδήποτε μητρικές επιχειρήσεις και οι θυγατρικές τους εφαρμόζουν την προσέγγιση ΠΕΔ για όλα τα ανοίγματα, εκτός εάν έχουν λάβει την άδεια των αρμόδιων αρχών να χρησιμοποιούν μόνιμα την τυποποιημένη προσέγγιση σύμφωνα με το άρθρο 150.

    Εφόσον το εγκρίνουν προηγουμένως οι αρμόδιες αρχές, η εφαρμογή είναι δυνατόν να γίνει διαδοχικά στις διάφορες κατηγορίες ανοιγμάτων που προβλέπονται στο άρθρο 147, εντός της ίδιας επιχειρηματικής μονάδας, στις διαφορετικές επιχειρηματικές μονάδες του ιδίου ομίλου ή στις εσωτερικές εκτιμήσεις για LGD ή συντελεστές μετατροπής με σκοπό τον υπολογισμό των συντελεστών στάθμισης κινδύνου για ανοίγματα έναντι εταιρειών, ιδρυμάτων, κεντρικών κυβερνήσεων και κεντρικών τραπεζών.

    Στην περίπτωση της κατηγορίας των ανοιγμάτων λιανικής τραπεζικής του άρθρου 147 παράγραφος 5, η εφαρμογή είναι δυνατόν να γίνει διαδοχικά στις κατηγορίες ανοιγμάτων στις οποίες αντιστοιχούν οι διάφοροι συσχετισμοί του άρθρου 154.

    2.   Οι αρμόδιες αρχές προσδιορίζουν την χρονική περίοδο κατά τη διάρκεια της οποίας ένα ίδρυμα και οποιαδήποτε μητρική επιχείρηση και οι θυγατρικές της υποχρεούνται να εφαρμόσουν την προσέγγιση ΠΕΔ για όλα τα ανοίγματα. Η εν λόγω χρονική περίοδος θα είναι κατάλληλη κατά την κρίση των αρμόδιων αρχών βάσει της φύσης και της κλίμακας των δραστηριοτήτων των ιδρυμάτων ή των μητρικών επιχειρήσεων και των θυγατρικών τους, καθώς και βάσει του αριθμού και της φύσης των συστημάτων διαβάθμισης που πρόκειται να εφαρμοστούν.

    3.   Τα ιδρύματα εφαρμόζουν την προσέγγιση ΠΕΔ σύμφωνα με τους όρους που προσδιορίζουν οι αρμόδιες αρχές. Η αρμόδια αρχή σχεδιάζει τους ανωτέρω όρους για να εξασφαλιστεί ότι η ευελιξία που παρέχει η παράγραφος 1 δεν χρησιμοποιείται επιλεκτικά για να επιτευχθεί η μείωση των ελάχιστων απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για τις κατηγορίες ανοιγμάτων ή τις επιχειρηματικές μονάδες που δεν περιλαμβάνονται ακόμη στην προσέγγιση ΠΕΔ ή στις εσωτερικές εκτιμήσεις για LGD και συντελεστές μετατροπής.

    4.   Τα ιδρύματα που έχουν αρχίσει να χρησιμοποιούν την προσέγγιση ΠΕΔ μόνο μετά την 1η Ιανουαρίου 2013 ή τους έχει ζητηθεί από τις αρμόδιες αρχές, μέχρι την εν λόγω ημερομηνία, να είναι σε θέση να υπολογίζουν τις κεφαλαιακές απαιτήσεις τους με χρήση της τυποποιημένης προσέγγισης διατηρούν τη δυνατότητα υπολογισμού των κεφαλαιακών απαιτήσεων με χρήση της τυποποιημένης προσέγγισης για όλα τα ανοίγματά τους κατά τη διάρκεια της περιόδου εφαρμογής μέχρις ότου οι αρμόδιες αρχές τα ενημερώσουν ότι έχουν βεβαιωθεί ότι η εφαρμογή της προσέγγισης ΠΕΔ θα ολοκληρωθεί με εύλογη βεβαιότητα.

    5.   Ένα ίδρυμα στο οποίο έχει επιτραπεί να χρησιμοποιεί την προσέγγιση ΠΕΔ για οποιαδήποτε κατηγορία ανοιγμάτων οφείλει να χρησιμοποιεί την προσέγγιση ΠΕΔ για την κατηγορία ανοιγμάτων σε μετοχές που ορίζεται στο άρθρο 147 παράγραφος 2 στοιχείο ε), εκτός εάν το εν λόγω ίδρυμα επιτρέπεται να εφαρμόζει την τυποποιημένη προσέγγιση για ανοίγματα σε μετοχές σύμφωνα με το άρθρο 150 και την κατηγορία ανοιγμάτων «για άλλα στοιχεία ενεργητικού που δεν συνιστούν πιστωτικές υποχρεώσεις» που ορίζεται στο άρθρο 147 παράγραφος 2 στοιχείο ζ).

    6.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να διευκρινίσει τις προϋποθέσεις σύμφωνα με τις οποίες οι αρμόδιες αρχές θα προσδιορίσουν την κατάλληλη φύση και το χρονοδιάγραμμα της διαδοχικής επέκτασης της προσέγγισης ΠΕΔ στις κατηγορίες ανοιγμάτων που αναφέρονται στην παράγραφο 3.

    Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 31 Δεκεμβρίου 2014.

    Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

    Άρθρο 149

    Επαναφορά στη χρήση λιγότερο εξελιγμένων προσεγγίσεων

    1.   Ένα ίδρυμα που χρησιμοποιεί την προσέγγιση ΠΕΔ για συγκεκριμένη κατηγορία ανοίγματος ή είδους ανοίγματος δεν παύει να χρησιμοποιεί την εν λόγω προσέγγιση αρχίζοντας να χρησιμοποιεί αντ’ αυτής την τυποποιημένη προσέγγιση για τον υπολογισμό των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ποσών ανοιγμάτων εκτός εάν πληρούνται οι κατωτέρω προϋποθέσεις:

    α)

    το ίδρυμα έχει αποδείξει επαρκώς στις αρμόδιες αρχές ότι η χρήση της τυποποιημένης προσέγγισης δεν προτείνεται για τη μείωση της απαίτησης ιδίων κεφαλαίων του ιδρύματος, ότι είναι απαραίτητη βάσει της φύσης και της πολυπλοκότητας του συνόλου των ανοιγμάτων αυτού του είδους του ιδρύματος και δεν θα είχε ουσιώδη αρνητικό αντίκτυπο στη φερεγγυότητα του ιδρύματος ή την ικανότητά του για αποτελεσματική διαχείριση του κινδύνου,

    β)

    το ίδρυμα έχει λάβει την προηγούμενη έγκριση της αρμόδιας αρχής.

    2.   Τα ιδρύματα που έχουν λάβει άδεια δυνάμει του άρθρου 151 παράγραφος 9 να χρησιμοποιούν εσωτερικές εκτιμήσεις LGD και συντελεστών μετατροπής, δεν επιστρέφουν στη χρήση των τιμών LGD και συντελεστών μετατροπής που αναφέρονται στο άρθρο 151 παράγραφος 8, εκτός εάν πληρούνται οι κατωτέρω προϋποθέσεις:

    α)

    το ίδρυμα έχει αποδείξει επαρκώς στις αρμόδιες αρχές ότι η χρήση των LGD και των συντελεστών μετατροπής που ορίζονται στο άρθρο 151 παράγραφος 8 για συγκεκριμένη κατηγορία ή είδος ανοίγματος δεν προτείνεται για τη μείωση της απαίτησης ιδίων κεφαλαίων του ιδρύματος, ότι είναι απαραίτητη βάσει της φύσης και της πολυπλοκότητας των συνολικών ανοιγμάτων αυτού του είδους που έχει το ίδρυμα, καθώς και ότι δεν θα είχε ουσιώδη αρνητικό αντίκτυπο στη φερεγγυότητα του ιδρύματος ή την ικανότητά του για αποτελεσματική διαχείριση του κινδύνου,

    β)

    το ίδρυμα έχει λάβει την προηγούμενη έγκριση της αρμόδιας αρχής.

    3.   Η εφαρμογή των παραγράφων 1 και 2 υπόκειται στις προϋποθέσεις σταδιακής επέκτασης της προσέγγισης ΠΕΔ που προσδιορίζονται από τις αρμόδιες αρχές δυνάμει του άρθρου 148 και στην άδεια μόνιμης μερικής χρήσης που αναφέρεται στο άρθρο 150.

    Άρθρο 150

    Προϋποθέσεις μόνιμης μερικής χρήσης

    1.   Εφόσον τα ιδρύματα έχουν λάβει την προηγούμενη έγκριση των αρμόδιων αρχών, τα ιδρύματα που έχουν την άδεια να χρησιμοποιούν την προσέγγιση ΠΕΔ κατά τον υπολογισμό των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ποσών ανοιγμάτων και των αναμενόμενων ζημιών για μια ή περισσότερες κατηγορίες ανοιγμάτων δύνανται να εφαρμόσουν την τυποποιημένη προσέγγιση για τα ακόλουθα ανοίγματα:

    α)

    την κατηγορία ανοιγμάτων του άρθρου 147 παράγραφος 2 στοιχείο α), όταν ο αριθμός των σημαντικών αντισυμβαλλομένων είναι περιορισμένος και η εφαρμογή ενός συστήματος διαβάθμισης για τους αντισυμβαλλομένους αυτούς θα ήταν υπερβολικά επιβαρυντική για το ίδρυμα,

    β)

    την κατηγορία ανοιγμάτων του άρθρου 147 παράγραφος 2 στοιχείο β), όταν ο αριθμός των σημαντικών αντισυμβαλλομένων είναι περιορισμένος και η εφαρμογή ενός συστήματος διαβάθμισης για τους αντισυμβαλλομένους αυτούς θα ήταν υπερβολικά επιβαρυντική για το ίδρυμα,

    γ)

    ανοίγματα έναντι μη σημαντικών επιχειρηματικών μονάδων καθώς και κατηγορίες ή είδη ανοιγμάτων που είναι επουσιώδη από άποψη μεγέθους και αντιληπτού προφίλ κινδύνου,

    δ)

    ανοίγματα έναντι κεντρικών κυβερνήσεων και κεντρικών τραπεζών των κρατών μελών και έναντι των περιφερειακών τους κυβερνήσεων, τοπικών αρχών, διοικητικών φορέων και οντοτήτων του δημοσίου τομέα, υπό την προϋπόθεση ότι:

    (i)

    δεν υφίσταται διαφορά ως προς τον κίνδυνο που παρουσιάζουν τα ανοίγματα έναντι της εν λόγω κεντρικής κυβέρνησης και της κεντρικής τράπεζας και αυτά τα άλλα ανοίγματα λόγω ειδικών δημόσιων διακανονισμών και

    (ii)

    στα ανοίγματα έναντι της κεντρικής κυβέρνησης και της κεντρικής τράπεζας εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης κινδύνου 0 % στο πλαίσιο του άρθρου 114 παράγραφος 2, 4 ή 5,

    ε)

    ανοίγματα ενός ιδρύματος σε αντισυμβαλλόμενο που αποτελεί την μητρική του επιχείρηση, δική του θυγατρική ή θυγατρική της μητρικής του επιχείρησης εφόσον ο αντισυμβαλλόμενος είναι ίδρυμα ή χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών, εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, χρηματοπιστωτικό ίδρυμα, εταιρεία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων ή επιχείρηση παροχής επικουρικών υπηρεσιών που υπόκειται σε κατάλληλες απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας ή επιχείρηση με την οποία την συνδέει μια σχέση κατά την έννοια του άρθρου 12 παράγραφος 1 της οδηγίας 83/349/ΕΟΚ,

    στ)

    ανοίγματα μεταξύ ιδρυμάτων τα οποία πληρούν τις απαιτήσεις που ορίζονται στο άρθρο 113 παράγραφος 7,

    ζ)

    ανοίγματα σε μετοχές έναντι οντοτήτων των οποίων οι πιστωτικές υποχρεώσεις λαμβάνουν συντελεστή στάθμισης κινδύνου 0 % δυνάμει του κεφαλαίου 2, περιλαμβανομένων των υπό την αιγίδα του δημοσίου οντοτήτων στις οποίες μπορεί να εφαρμοστεί μηδενικός συντελεστής στάθμισης,

    η)

    ανοίγματα σε μετοχές αναληφθέντα στο πλαίσιο νομοθετικών προγραμμάτων προώθησης συγκεκριμένων τομέων της οικονομίας με τα οποία παρέχονται σημαντικές επιδοτήσεις στο ίδρυμα για επενδύσεις και περιλαμβάνουν κάποια μορφή κρατικής εποπτείας και περιορισμούς όσον αφορά τις μετοχικές επενδύσεις, εφόσον τα εν λόγω ανοίγματα μπορούν να αποκλειστούν συνολικά από την προσέγγιση ΠΕΔ μόνο έως και ένα όριο 10 % των ιδίων κεφαλαίων,

    θ)

    τα ανοίγματα που προσδιορίζονται στο άρθρο 119 παράγραφος 4, και πληρούν τις εκεί οριζόμενες προϋποθέσεις,

    ι)

    κρατικές και κρατικά διασφαλιζόμενες εγγυήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 215 παράγραφος 2.

    Οι αρμόδιες αρχές επιτρέπουν την εφαρμογή της τυποποιημένης προσέγγισης για ανοίγματα σε μετοχές που αναφέρονται στα στοιχεία ζ) και η) του πρώτου εδαφίου και τα οποία έχουν επιτραπεί για την εν λόγω αντιμετώπιση σε άλλα κράτη μέλη. Η ΕΑΤ δημοσιεύει στον ιστότοπό της και επικαιροποιεί τακτικά κατάλογο με τα ανοίγματα που αναφέρονται στα εν λόγω στοιχεία που μπορούν να αντιμετωπίζονται σύμφωνα με την τυποποιημένη προσέγγιση.

    2.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, η κατηγορία ανοιγμάτων σε μετοχές ενός ιδρύματος θεωρείται σημαντική όταν η συνολική τους αξία, μη συμπεριλαμβανομένων των ανοιγμάτων σε μετοχές που πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο νομοθετικών προγραμμάτων σύμφωνα με την παράγραφο 1 στοιχείο ζ), υπερβαίνει κατά μέσο όρο, κατά τη διάρκεια του προηγούμενου έτους, το 10 % των ιδίων κεφαλαίων του ιδρύματος. Εάν ο αριθμός των εν λόγω ανοιγμάτων σε μετοχές είναι μικρότερος από 10 μεμονωμένες συμμετοχές, το σχετικό όριο είναι το 5 % των ιδίων κεφαλαίων του ιδρύματος.

    3.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να προσδιορίσει τους όρους εφαρμογής της παραγράφου 1 στοιχεία α), β) και γ).

    Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 31 Δεκεμβρίου 2014.

    Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

    4.   Η ΕΑΤ θα θεσπίσει κατευθυντήριες γραμμές για την εφαρμογή της παραγράφου 1 στοιχείο δ) το 2018, προτείνοντας όρια σε ό,τι αφορά το ποσοστό των στοιχείων του ενεργητικού που αναγράφονται στον ισολογισμό και/ή των σταθμισμένων βάσει κινδύνου στοιχείων του ενεργητικού που πρέπει να υπολογίζονται σύμφωνα με την τυποποιημένη προσέγγιση.

    Αυτές οι κατευθυντήριες γραμμές εγκρίνονται σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

    Τμήμα 2

    Υπολογισμόσ των ποσών των σταθμισμένων ωσ προς τον κίνδυνο ανοιγμάτων

    Ενότητα 1

    Αντιμετώπιση ανά είδος κατηγορίας ανοίγματος

    Άρθρο 151

    Αντιμετώπιση ανά κατηγορία ανοιγμάτων

    1.   Τα σταθμισμένα ως προς τον κίνδυνο ποσά για ανοίγματα πιστωτικού κινδύνου που ανήκουν σε μια από τις κατηγορίες που αναφέρονται στο άρθρο 147 παράγραφος 2 στοιχεία α) έως ε) και ζ), υπολογίζονται βάσει της ενότητας 2, εκτός εάν αφαιρούνται από τα ίδια κεφάλαια με εξαίρεση την περίπτωση που τα εν λόγω ανοίγματα αφαιρούνται από στοιχεία του κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, από πρόσθετα στοιχεία της κατηγορίας 1 ή από στοιχεία της κατηγορίας 2.

    2.   Τα σταθμισμένα ως προς τον κίνδυνο ποσά ανοιγμάτων για κίνδυνο απομείωσης της αξίας για αποκτηθείσες εισπρακτέες απαιτήσεις υπολογίζονται σύμφωνα με το άρθρο 157. Στην περίπτωση που ένα ίδρυμα έχει δικαίωμα πλήρους αναγωγής κατά του πωλητή αποκτηθεισών εισπρακτέων απαιτήσεων για κίνδυνο αθέτησης υποχρέωσης και για κίνδυνο απομείωσης της αξίας, οι διατάξεις του παρόντος άρθρου, του άρθρου 152 και του άρθρου 158 παράγραφοι 1 έως 4 σχετικά με τις αποκτηθείσες εισπρακτέες απαιτήσεις δεν έχουν εφαρμογή και το άνοιγμα αντιμετωπίζεται ως καλυμμένο με εξασφαλίσεις.

    3.   Ο υπολογισμός των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ποσών ανοιγμάτων για πιστωτικό κίνδυνο και κίνδυνο απομείωσης της αξίας βασίζεται στις παραμέτρους που αφορούν το συγκεκριμένο άνοιγμα. Σε αυτές περιλαμβάνεται η PD, η LGD, η ληκτότητα (maturity — εφεξής «M») και η αξία ανοίγματος. Η PD και η LGD λαμβάνονται χωριστά ή από κοινού, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο τμήμα 4.

    4.   Τα ιδρύματα υπολογίζουν τα σταθμισμένα για πιστωτικό κίνδυνο ποσά για όλα τα ανοίγματα που ανήκουν στην κατηγορία ανοίγματος σε μετοχές που αναφέρεται στο άρθρο 147 παράγραφος 2 στοιχείο ε) σύμφωνα με το άρθρο 155. Τα ιδρύματα δύνανται να χρησιμοποιούν τις προσεγγίσεις του άρθρου 155 παράγραφοι 3 και 4 εφόσον έχουν λάβει προηγουμένως την άδεια των αρμόδιων αρχών. Οι αρμόδιες αρχές επιτρέπουν σε ίδρυμα να χρησιμοποιεί την οριζόμενη στο άρθρο 155 παράγραφος 4 προσέγγιση των εσωτερικών υποδειγμάτων, εφόσον το ίδρυμα πληροί τις ελάχιστες προϋποθέσεις της ενότητας 4 του τμήματος 6.

    5.   Τα σταθμισμένα ως προς τον κίνδυνο ποσά ανοιγμάτων για πιστωτικό κίνδυνο ειδικής δανειοδότησης υπολογίζονται σύμφωνα με το άρθρο 153 παράγραφος 5.

    6.   Για ανοίγματα των κατηγοριών του άρθρου 147 παράγραφος 2 στοιχεία α) έως δ), τα ιδρύματα παρέχουν εσωτερικές εκτιμήσεις PD σύμφωνα με το άρθρο 143 και το τμήμα 6.

    7.   Για ανοίγματα της κατηγορίας του άρθρου 147 παράγραφος 2 στοιχείο δ), τα ιδρύματα παρέχουν εσωτερικές εκτιμήσεις LGD και συντελεστών μετατροπής σύμφωνα με το άρθρο 143 και το τμήμα 6.

    8.   Για ανοίγματα των κατηγοριών του άρθρου 147 παράγραφος 2 στοιχεία (α) έως (γ), τα ιδρύματα εφαρμόζουν τις τιμές LGD που προβλέπονται στο άρθρο 161 παράγραφος 1 και τους συντελεστές μετατροπής που προβλέπονται στο άρθρο 166 παράγραφος 8 στοιχεία α) έως δ), εκτός εάν τους έχει επιτραπεί η χρήση εσωτερικών εκτιμήσεων LGD και συντελεστών μετατροπής για τις εν λόγω κατηγορίες ανοιγμάτων σύμφωνα με την παράγραφο 9.

    9.   Για όλα τα ανοίγματα των κατηγοριών που αναφέρονται στο άρθρο 147 παράγραφος 2 στοιχεία α) έως γ), οι αρμόδιες αρχές επιτρέπουν στα ιδρύματα να χρησιμοποιούν εσωτερικές εκτιμήσεις LGD και συντελεστών μετατροπής, σύμφωνα με το άρθρο 143 και το τμήμα 6.

    10.   Τα σταθμισμένα ως προς τον κίνδυνο ποσά για τιτλοποιημένα ανοίγματα και ανοίγματα που ανήκουν στην κατηγορία ανοιγμάτων του άρθρου 147 παράγραφος 2 στοιχείο στ) υπολογίζονται σύμφωνα με το κεφάλαιο 5.

    Άρθρο 152

    Αντιμετώπιση ανοιγμάτων υπό μορφή μεριδίων ή μετοχών σε ΟΣΕ

    1.   Όταν τα ανοίγματα υπό τη μορφή μεριδίων ή μετοχών σε ΟΣΕ πληρούν τα κριτήρια του άρθρου 132 παράγραφος 3 και το ίδρυμα έχει γνώση όλων ή μέρους των υποκείμενων ανοιγμάτων του ΟΣΕ, το ίδρυμα εξετάζει τα εν λόγω υποκείμενα ανοίγματα προκειμένου να υπολογίσει τα σταθμισμένα ως προς τον κίνδυνο ποσά ανοίγματος και το ύψος των αναμενόμενων ζημιών σύμφωνα με τις προσεγγίσεις του παρόντος κεφαλαίου.

    Εάν υποκείμενο άνοιγμα του ΟΣΕ αποτελεί το ίδιο άλλο άνοιγμα υπό τη μορφή μεριδίων ή μετοχών σε άλλον ΟΣΕ, το πρώτο ίδρυμα εξετάζει επίσης τα υποκείμενα ανοίγματα του εν λόγω άλλου ΟΣΕ.

    2.   Όταν το ίδρυμα δεν πληροί τις προϋποθέσεις χρησιμοποίησης των προσεγγίσεων του παρόντος κεφαλαίου για όλα ή μέρος των υποκείμενων ανοιγμάτων του ΟΣΕ, τα σταθμισμένα ως προς τον κίνδυνο ανοίγματα και οι αναμενόμενες ζημίες υπολογίζονται σύμφωνα με τις εξής μεθόδους:

    α)

    για ανοίγματα της κατηγορίας ανοιγμάτων σε μετοχές που αναφέρονται στο άρθρο 147 παράγραφος 2 στοιχείο ε), τα ιδρύματα εφαρμόζουν την προσέγγιση της απλής στάθμισης κινδύνου του άρθρου 155 παράγραφος 2,

    β)

    για όλα τα άλλα υποκείμενα ανοίγματα που αναφέρονται στην παράγραφο 1, τα ιδρύματα εφαρμόζουν την τυποποιημένη προσέγγιση που ορίζεται στο κεφάλαιο 2, με τις κατωτέρω προϋποθέσεις:

    i)

    για ανοίγματα που υπόκεινται σε συγκεκριμένο συντελεστή στάθμισης κινδύνου για μη διαβαθμισμένα ανοίγματα ή που υπόκεινται στη βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας που αντιστοιχεί στον ανώτερο συντελεστή στάθμισης κινδύνου για δεδομένη κατηγορία ανοιγμάτων, η στάθμιση κινδύνου πολλαπλασιάζεται επί 2, αλλά δεν υπερβαίνει το 1 250 %,

    ii)

    για όλα τα υπόλοιπα ανοίγματα, η στάθμιση κινδύνου πολλαπλασιάζεται επί 1,1 και να έχει τιμή τουλάχιστον 5 %.

    Εάν, για τους σκοπούς του στοιχείου α), το ίδρυμα δεν είναι σε θέση να διαφοροποιήσει μεταξύ ανοιγμάτων σε μετοχές μη διαπραγματεύσιμες σε χρηματιστήριο, μετοχές διαπραγματεύσιμες σε χρηματιστήριο και άλλες μετοχές, αντιμετωπίζει τα σχετικά ανοίγματα σαν ανοίγματα σε άλλες μετοχές. Εάν αυτά τα ανοίγματα, μαζί με τα άμεσα ανοίγματα του ιδρύματος σε αυτή την κατηγορία ανοιγμάτων, δεν είναι ουσιώδη κατά την έννοια του άρθρου 150 παράγραφος 2, μπορεί να εφαρμόζεται το άρθρο 150 παράγραφος 1 με την έγκριση των αρμοδίων αρχών.

    3.   Όταν τα ανοίγματα υπό τη μορφή μεριδίων ή μετοχών σε οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων (ΟΣΕ) δεν πληρούν τα κριτήρια του άρθρου 132 παράγραφος 3 ή το ίδρυμα δεν έχει γνώση όλων των υποκείμενων ανοιγμάτων του ΟΣΕ ή των υποκειμένων ανοιγμάτων του που αποτελούν ανοίγματα υπό τη μορφή μεριδίων ή μετοχών σε έναν ΟΣΕ, το ίδρυμα εξετάζει τα εν λόγω υποκείμενα ανοίγματα και υπολογίζει τα σταθμισμένα ως προς τον κίνδυνο ποσά ανοίγματος και το ύψος των αναμενόμενων ζημιών σύμφωνα με την προσέγγιση της απλής στάθμισης κινδύνου του άρθρου 155 παράγραφος 2.

    Εάν το ίδρυμα δεν είναι σε θέση να διαφοροποιήσει μεταξύ ανοιγμάτων σε μετοχές μη διαπραγματεύσιμες σε χρηματιστήριο, μετοχές διαπραγματεύσιμες σε χρηματιστήριο και άλλες μετοχές, αντιμετωπίζει τα σχετικά ανοίγματα σαν ανοίγματα σε άλλες μετοχές. Τα ανοίγματα που δεν αφορούν μετοχές υπάγονται στην κατηγορία ανοιγμάτων σε άλλες μετοχές.

    4.   Αντί της προσέγγισης της παραγράφου 3, τα ιδρύματα δύνανται να υπολογίζουν τα ίδια ή να αναθέτουν σε τρίτο τον υπολογισμό και την αναφορά των μέσων σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ανοιγμάτων βάσει των υποκείμενων ανοιγμάτων των ΟΣΕ και σύμφωνα με τις προσεγγίσεις της παραγράφου 2 στοιχεία α) και β) για τους ακόλουθους φορείς:

    α)

    τον οργανισμό ή το χρηματοπιστωτικό ίδρυμα θεματοφυλακής του ΟΣΕ εφόσον ο εν λόγω ΟΣΕ επενδύει αποκλειστικά σε τίτλους και καταθέτει όλους τους τίτλους στον εν λόγω οργανισμό ή χρηματοπιστωτικό ίδρυμα θεματοφυλακής,

    β)

    για τους υπόλοιπους ΟΣΕ, την εταιρεία διαχείρισης του ΟΣΕ, εφόσον η εν λόγω εταιρεία διαχείρισης πληροί τα κριτήρια του άρθρου 132 παράγραφος 3 στοιχείο α).

    Η ορθότητα του υπολογισμού επιβεβαιώνεται από εξωτερικό ελεγκτή.

    5.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να διευκρινίσει τους όρους σύμφωνα με τους οποίους οι αρμόδιες αρχές δύνανται να επιτρέπουν σε ιδρύματα να χρησιμοποιούν την τυποποιημένη προσέγγιση που αναφέρεται στο άρθρο 150 παράγραφος 1 δυνάμει της παραγράφου 2 στοιχείο β) του παρόντος άρθρου.

    Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 30 Ιουνίου 2014.

    Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

    Ενότητα 2

    Υπολογισμός των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ανοιγμάτων για πιστωτικό κίνδυνο

    Άρθρο 153

    Σταθμισμένα ως προς τον κίνδυνο ποσά ανοιγμάτων έναντι επιχειρήσεων, ιδρυμάτων, κεντρικών κυβερνήσεων και κεντρικών τραπεζών

    1.   Με την επιφύλαξη της εφαρμογής της ειδικής αντιμετώπισης που ορίζεται στις παραγράφους 2, 3 και 4, τα σταθμισμένα ως προς τον κίνδυνο ποσά των ανοιγμάτων έναντι επιχειρήσεων, ιδρυμάτων και κεντρικών κυβερνήσεων και κεντρικών τραπεζών υπολογίζονται με τους ακόλουθους τύπους:

    Formula

    όπου ο συντελεστής στάθμισης κινδύνου RW ορίζεται ως

    i)

    εάν PD = 0, ο RW λαμβάνεται ίσος με 0,

    ii)

    εάν PD = 1, ήτοι για αθετημένα ανοίγματα:

    εάν τα ιδρύματα εφαρμόζουν τις τιμές LGD που προβλέπονται στο άρθρο 161 παράγραφος 1, ο RW λαμβάνεται ίσος με 0,

    εάν τα ιδρύματα χρησιμοποιούν εσωτερικές εκτιμήσεις του LGD, ο RW είναι

    Formula;

    όπου ως καλύτερη εκτίμηση για την αναμενόμενη ζημία (στο εξής «ELBE») λαμβάνεται η καλύτερη εκτίμηση του ιδρύματος για την αναμενόμενη ζημία για τα ανοίγματα σε αθέτηση σύμφωνα με το άρθρο 181 παράγραφος 1 στοιχείο η),

    iii)

    εάν 0 < PD < 1,

    Formula

    όπου:

    N(x)

    =

    η αθροιστική συνάρτηση κατανομής μιας τυποποιημένης κανονικής τυχαίας μεταβλητής (δηλαδή η πιθανότητα να είναι μια κανονική τυχαία μεταβλητή με μέσο όρο 0 και διακύμανση 1 μικρότερη ή ίση με x),

    G (Z)

    =

    η αντίστροφη αθροιστική συνάρτηση κατανομής μιας τυποποιημένης κανονικής τυχαίας μεταβλητής (δηλαδή η τιμή του x ώστε N(x) = z),

    R

    =

    ο συντελεστής συσχέτισης, που ορίζεται ως

    Formula

    b

    =

    ο συντελεστής προσαρμογής ληκτότητας, που ορίζεται ως

    Formula.

    2.   Για όλα τα ανοίγματα σε μεγάλες οντότητες του χρηματοπιστωτικού τομέα, ο συντελεστής συσχέτισης της παραγράφου 1 σημείο iii) πολλαπλασιάζεται επί 1,25. Για όλα τα ανοίγματα σε μη ρυθμιζόμενες χρηματοπιστωτικές οντότητες, οι συντελεστές συσχέτισης που ορίζονται στην παράγραφο 1 σημείο iii) και την παράγραφο 4, ανάλογα με την περίπτωση, πολλαπλασιάζεται επί 1,25.

    3.   Τα σταθμισμένα ως προς τον κίνδυνο ποσά των ανοιγμάτων που πληρούν τις προϋποθέσεις των άρθρων 202 και 217 μπορούν να προσαρμόζονται χρησιμοποιώντας τον ακόλουθο τύπο:

    Formula

    όπου:

    PDpp

    =

    πιθανότητα αθέτησης (PD) του παρόχου πιστωτικής προστασίας.

    Ο συντελεστής στάθμισης κινδύνου (RW) υπολογίζεται χρησιμοποιώντας τον κατάλληλο τύπο στάθμισης κινδύνου της παραγράφου 1 για το άνοιγμα, την PD του πιστούχου και την τιμή της LGD για συγκρίσιμο άμεσο άνοιγμα έναντι του παρόχου της προστασίας. Ο συντελεστής ληκτότητας (b) υπολογίζεται βάσει της PD του παρόχου προστασίας ή της PD του πιστούχου, όποιο είναι χαμηλότερο.

    4.   Για ανοίγματα έναντι επιχειρήσεων που ανήκουν σε όμιλο με ενοποιημένο κύκλο εργασιών μικρότερο των 50 εκατομμυρίων ευρώ, τα ιδρύματα μπορούν να εφαρμόζουν τον ακόλουθο τύπο συσχέτισης που προβλέπεται στην παράγραφο 1 σημείο iii) για τον υπολογισμό των συντελεστών στάθμισης κινδύνου. Στον τύπο αυτό, S είναι οι ενοποιημένες ετήσιες πωλήσεις σε εκατ. ευρώ με τη συνθήκη 5 εκατ. ευρώ ≤ S ≤ 50 εκατ. ευρώ. Κάθε κύκλος εργασιών κάτω των 5 εκατ. ευρώ θεωρείται ότι ισούται με 5 εκατ. ευρώ. Για τις αποκτηθείσες εισπρακτέες απαιτήσεις, οι συνολικές ετήσιες πωλήσεις είναι ο σταθμισμένος μέσος όρος των μεμονωμένων απαιτήσεων της ομάδας.

    Formula

    Τα ιδρύματα αντικαθιστούν τις ενοποιημένες ετήσιες πωλήσεις με το σύνολο του ενοποιημένου ενεργητικού του ομίλου εάν οι ενοποιημένες ετήσιες πωλήσεις δεν αποτελούν έγκυρο δείκτη του μεγέθους της επιχείρησης και εάν το σύνολο του ενεργητικού είναι πιο αντιπροσωπευτικός δείκτης από την άποψη αυτή.

    5.   Για τα ανοίγματα της υποκατηγορίας ειδικού δανεισμού για τα οποία το ίδρυμα δεν μπορεί να εκτιμήσει την PD ή οι εσωτερικές εκτιμήσεις της PD δεν πληρούν τις ελάχιστες απαιτήσεις του τμήματος 6, το ίδρυμα εφαρμόζει τους συντελεστές στάθμισης κινδύνου του πίνακα 1, ως εξής:

    Πίνακας 1

    Εναπομένουσα ληκτότητα

    Κατηγορία 1

    Κατηγορία 2

    Κατηγορία 3

    Κατηγορία 4

    Κατηγορία 5

    Μικρότερη των 2,5 ετών

    50 %

    70 %

    115 %

    250 %

    0 %

    Ίση ή μεγαλύτερη των 2,5 ετών

    70 %

    90 %

    115 %

    250 %

    0 %

    Κατά τον καθορισμό των συντελεστών στάθμισης κινδύνου για τα ανοίγματα ειδικού δανεισμού, τα ιδρύματα λαμβάνουν υπόψη τους ακόλουθους παράγοντες: χρηματοοικονομική βάση, πολιτικό και νομικό περιβάλλον, χαρακτηριστικά των συναλλαγών και/ή των στοιχείων ενεργητικού, οικονομική ευρωστία του αναδόχου και του κυρίου του έργου, περιλαμβανομένης κάθε ροής εσόδων από εταιρική σχέση δημοσίου-ιδιωτών, πακέτο εγγυήσεων.

    6.   Όσον αφορά τις αποκτηθείσες εισπρακτέες απαιτήσεις τους έναντι επιχειρήσεων, τα ιδρύματα πρέπει να πληρούν τις ελάχιστες απαιτήσεις του άρθρου 184. Για τις αποκτηθείσες εισπρακτέες απαιτήσεις έναντι επιχειρήσεων που πληρούν επιπλέον τις προϋποθέσεις του άρθρου 154 παράγραφος 5, και εφόσον η χρήση των προτύπων ποσοτικοποίησης του κινδύνου ανοιγμάτων έναντι επιχειρήσεων του τμήματος 6 θα επιβάρυνε αδικαιολόγητα το ίδρυμα, μπορούν να χρησιμοποιούνται τα πρότυπα ποσοτικοποίησης του κινδύνου ανοιγμάτων λιανικής τραπεζικής του τμήματος 6.

    7.   Στην περίπτωση των αποκτηθεισών εισπρακτέων απαιτήσεων έναντι επιχειρήσεων, οι επιστρεπτέες εκπτώσεις επί της τιμής αγοράς και οι εξασφαλίσεις ή μερικές εγγυήσεις που παρέχουν προστασία κατά της πρωτεύουσας ζημίας από αθέτηση, κατά της ζημίας από απομείωση αξίας εισπρακτέων απαιτήσεων, ή κατά αμφοτέρων, μπορούν να αντιμετωπίζονται ως θέσεις πρωτεύουσας ζημίας σύμφωνα με την προσέγγιση των εσωτερικών διαβαθμίσεων που εφαρμόζεται στις τιτλοποιήσεις.

    8.   Εάν ένα ίδρυμα παρέχει πιστωτική προστασία για ορισμένο αριθμό ανοιγμάτων με τον όρο ότι η νιοστή (n) αθέτηση μεταξύ αυτών των ανοιγμάτων ενεργοποιεί την πληρωμή και το πιστωτικό αυτό γεγονός λύει τη σύμβαση, και εάν το σχετικό προϊόν έχει εξωτερική πιστοληπτική αξιολόγηση από ΕΟΠΑ, εφαρμόζονται οι συντελεστές στάθμισης κινδύνου του κεφαλαίου 5. Εάν το προϊόν δεν έχει πιστοληπτική αξιολόγηση από ΕΟΠΑ, οι συντελεστές στάθμισης κινδύνου των ανοιγμάτων που περιλαμβάνονται στην κατηγορία συναθροίζονται, με την εξαίρεση ανοιγμάτων n-1, εάν το άθροισμα του ποσού αναμενόμενης ζημίας πολλαπλασιασμένο επί 12,5 και του σταθμισμένου ως προς τον κίνδυνο ποσού δεν υπερβαίνει το ονομαστικό ποσό της προστασίας που παρέχει το πιστωτικό παράγωγο πολλαπλασιασμένο επί 12,5. Τα ανοίγματα n-1 που εξαιρούνται από το συνάθροισμα προσδιορίζονται κατά τρόπο ώστε να περιλαμβάνουν κάθε άνοιγμα του οποίου το σταθμισμένο ως προς τον κίνδυνο ποσό είναι χαμηλότερο από το σταθμισμένο ως προς τον κίνδυνο ποσό καθενός από τα ανοίγματα που περιλαμβάνονται στο άθροισμα. Στις θέσεις μιας κατηγορίας για τις οποίες το ίδρυμα δεν μπορεί να προσδιορίσει τον συντελεστή στάθμισης κινδύνου δυνάμει της προσέγγισης ΠΕΔ εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης 1 250 %.

    9.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να διευκρινίσει τον τρόπο με τον οποίο τα ιδρύματα λαμβάνουν υπ’ όψιν τους παράγοντες που αναφέρονται στην παράγραφο 5 δεύτερο εδάφιο κατά την εφαρμογή συντελεστών στάθμισης κινδύνου σε ανοίγματα ειδικού δανεισμού.

    Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 31 Δεκεμβρίου 2014.

    Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

    Άρθρο 154

    Σταθμισμένα ποσά ανοιγμάτων για ανοίγματα λιανικής τραπεζικής

    1.   Τα σταθμισμένα ως προς τον κίνδυνο ποσά για ανοίγματα λιανικής τραπεζικής υπολογίζονται με τον ακόλουθο τύπο:

    Formula

    όπου ο συντελεστής στάθμισης κινδύνου RW ορίζεται ως:

    i)

    εάν PD = 1, ήτοι για αθετημένα ανοίγματα, ο RW ισούται με

    Formula;

    όπου ELBE, σύμφωνα με το άρθρο 181 παράγραφος 1 στοιχείο η) είναι η καλύτερη εκτίμηση του ιδρύματος για την αναμενόμενη ζημία λόγω του αθετημένου ανοίγματος,

    ii)

    εάν 0 < PD < 1, ήτοι, για οποιαδήποτε δυνατή τιμή της PD πλην των τιμών στο στοιχείο i)

    Formula

    όπου:

    N(x)

    =

    η αθροιστική συνάρτηση κατανομής μιας τυποποιημένης κανονικής τυχαίας μεταβλητής (δηλαδή η πιθανότητα να είναι μια κανονική τυχαία μεταβλητή με μέσο όρο 0 και διακύμανση 1 μικρότερη ή ίση με x),

    G (Z)

    =

    η αντίστροφη αθροιστική συνάρτηση κατανομής μιας τυποποιημένης κανονικής τυχαίας μεταβλητής (δηλαδή η τιμή του x ώστε N(x) = z),

    R

    =

    ο συντελεστής συσχέτισης και ορίζεται ως

    Formula

    2.   Τα σταθμισμένα ως προς τον κίνδυνο ποσά ανοιγμάτων έναντι μιας ΜΜΕ όπως αναφέρονται στο άρθρο 147 παράγραφος 5, οι οποίες πληρούν τις προϋποθέσεις των άρθρων 202 και 217, μπορούν να υπολογίζονται σύμφωνα με το άρθρο 153 παράγραφος 3.

    3.   Για τα ανοίγματα λιανικής τραπεζικής που εξασφαλίζονται με ακίνητα, ο συντελεστής συσχέτισης που προκύπτει από τον τύπο υπολογισμού της παραγράφου 1 αντικαθίσταται από συντελεστή συσχέτισης (R) ίσο με 0,15.

    4.   Για τα αποδεκτά ανακυκλούμενα ανοίγματα λιανικής τραπεζικής σύμφωνα με τα στοιχεία α) έως ε), ο συντελεστής συσχέτισης που προκύπτει από τον τύπο υπολογισμού της παραγράφου 1 αντικαθίσταται από συντελεστή συσχέτισης (R) ίσο με 0,04.

    Αποδεκτά ανακυκλούμενα ανοίγματα λιανικής τραπεζικής είναι τα ανοίγματα που πληρούν τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

    α)

    είναι ανοίγματα έναντι ιδιωτών,

    β)

    τα ανοίγματα είναι ανακυκλούμενα, μη εξασφαλισμένα και, στο βαθμό που δεν έχουν εκταμιευθεί, άμεσα και άνευ όρων ακυρώσιμα από το ίδρυμα. Στο πλαίσιο αυτό, ως ανακυκλούμενα ανοίγματα ορίζονται εκείνα στα οποία είναι δυνατή η αυξομείωση των ανεξόφλητων υπολοίπων των πελατών με βάση τις αποφάσεις τους για το ποσό που θα δανειστούν και θα εξοφλήσουν, μέχρις ενός ορίου που καθορίζει το ίδρυμα. Οι μη αναληφθείσες πιστωτικές διευκολύνσεις μπορούν να θεωρούνται ακυρώσιμες άνευ όρων εάν οι ρήτρες τους επιτρέπουν στο ίδρυμα να τις ακυρώνει πλήρως στον βαθμό που επιτρέπεται από τη νομοθεσία για την προστασία των καταναλωτών και τις συναφείς διατάξεις,

    γ)

    το ανώτατο άνοιγμα έναντι μεμονωμένου ιδιώτη στο υποχαρτοφυλάκιο δεν υπερβαίνει το ποσό των 100 000 EUR,

    δ)

    η χρήση του τύπου συσχέτισης της παρούσας παραγράφου περιορίζεται στα χαρτοφυλάκια με χαμηλή μεταβλητότητα ποσοστών ζημίας σε σχέση με το μέσο επίπεδο των ποσοστών ζημίας, ιδίως εντός των ζωνών χαμηλής πιθανότητας αθέτησης (PD),

    ε)

    η αντιμετώπιση ως αποδεκτών ανακυκλούμενων ανοιγμάτων λιανικής τραπεζικής πρέπει να είναι συνεπής με τα υποκείμενα χαρακτηριστικά κινδύνου του υποχαρτοφυλακίου.

    Κατά παρέκκλιση από το στοιχείο β), η απαίτηση να είναι μη εξασφαλισμένα τα ανοίγματα δεν ισχύει για εξασφαλισμένες πιστωτικές διευκολύνσεις συνδεδεμένες με λογαριασμό μισθοδοσίας. Στην περίπτωση αυτή, τα ανακτώμενα από την παρεχόμενη ασφάλεια ποσά δεν συνυπολογίζονται στην εκτίμηση της LGD.

    Οι αρμόδιες αρχές ελέγχουν τη σχετική μεταβλητότητα των ποσοστών ζημίας των υποχαρτοφυλακίων και του συνολικού χαρτοφυλακίου αποδεκτών ανακυκλούμενων ανοιγμάτων λιανικής τραπεζικής και διαβιβάζουν στα άλλα κράτη μέλη πληροφορίες σχετικά με τα τυπικά χαρακτηριστικά των ποσοστών ζημίας αποδεκτών ανακυκλούμενων ανοιγμάτων λιανικής τραπεζικής στα διάφορα κράτη μέλη.

    5.   Για να μπορούν να αντιμετωπίζονται ως ανοίγματα λιανικής τραπεζικής, οι αποκτηθείσες εισπρακτέες απαιτήσεις πρέπει να πληρούν τις ελάχιστες απαιτήσεις του άρθρου 184, καθώς και τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

    α)

    το ίδρυμα έχει αγοράσει τις εισπρακτέες απαιτήσεις από μη συνδεδεμένους τρίτους και το άνοιγμά του έναντι του πιστούχου των εισπρακτέων απαιτήσεων δεν περιλαμβάνει ανοίγματα που έχει άμεσα ή έμμεσα μεταβιβάσει το ίδιο το ίδρυμα,

    β)

    οι αποκτηθείσες εισπρακτέες απαιτήσεις πρέπει να έχουν συνομολογηθεί υπό συνθήκες πλήρους ανταγωνισμού μεταξύ του πωλητή και του οφειλέτη. Συνεπώς, δεν είναι αποδεκτοί οι λογαριασμοί διεπιχειρησιακών απαιτήσεων ούτε οι εισπρακτέες απαιτήσεις που συνδέονται με αντιθετικούς λογαριασμούς μεταξύ επιχειρήσεων που πραγματοποιούν αμοιβαίες αγοραπωλησίες,

    γ)

    το αποκτών ίδρυμα έχει απαίτηση επί του συνόλου των εσόδων από τις αποκτηθείσες εισπρακτέες απαιτήσεις ή αναλογικά μερίδιο επί των εσόδων αυτών και

    δ)

    το χαρτοφυλάκιο εισπρακτέων απαιτήσεων είναι επαρκώς διαφοροποιημένο.

    6.   Στην περίπτωση των αποκτηθεισών εισπρακτέων απαιτήσεων, οι επιστρεπτέες εκπτώσεις επί της τιμής αγοράς και οι εξασφαλίσεις ή μερικές εγγυήσεις που παρέχουν προστασία κατά της πρωτεύουσας ζημίας από αθέτηση, κατά της ζημίας από απομείωση αξίας εισπρακτέων απαιτήσεων, ή κατά αμφοτέρων, μπορούν να αντιμετωπίζονται ως θέσεις πρωτεύουσας ζημίας σύμφωνα με την προσέγγιση των εσωτερικών διαβαθμίσεων που εφαρμόζεται στις τιτλοποιήσεις

    7.   Στην περίπτωση των υβριδικών ομάδων αποκτηθεισών εισπρακτέων απαιτήσεων λιανικής τραπεζικής, για τις οποίες τα αποκτώντα ιδρύματα δεν μπορούν να διαχωρίσουν τα ανοίγματα που εξασφαλίζονται με ακίνητα και τα αποδεκτά ανακυκλούμενα ανοίγματα λιανικής τραπεζικής από τα άλλα ανοίγματα λιανικής τραπεζικής, εφαρμόζεται η προσέγγιση στάθμισης των κινδύνου λιανικής τραπεζικής που οδηγεί στις υψηλότερες κεφαλαιακές απαιτήσεις για τα ανοίγματα αυτά.

    Άρθρο 155

    Σταθμισμένα ποσά ανοιγμάτων για ανοίγματα σε μετοχές

    1.   Τα ιδρύματα προσδιορίζουν τα σταθμισμένα ως προς τον κίνδυνο ποσά για ανοίγματα σε μετοχές, εξαιρουμένων των ποσών που αφαιρούνται σύμφωνα με το Δεύτερο Μέρος ή που υπόκεινται σε συντελεστή στάθμισης κινδύνου 250 % δυνάμει του άρθρου 48, σύμφωνα με τις προσεγγίσεις που προβλέπονται στις παραγράφους 2, 3 και 4 του παρόντος άρθρου. Ένα ίδρυμα μπορεί να εφαρμόζει διαφορετικές προσεγγίσεις σε διαφορετικά χαρτοφυλάκια μετοχών εφόσον το ίδιο το ίδρυμα χρησιμοποιεί διαφορετικές προσεγγίσεις για σκοπούς εσωτερικής διαχείρισης κινδύνων. Εάν ένα ίδρυμα χρησιμοποιεί διαφορετικές προσεγγίσεις, η επιλογή της προσέγγισης PD/LGD ή της προσέγγισης των εσωτερικών υποδειγμάτων γίνεται με συνέπεια, περιλαμβανομένης της διαχρονικότητας και με την προσέγγιση που χρησιμοποιείται για τις εσωτερικές διαδικασίες διαχείρισης κινδύνων των σχετικών ανοιγμάτων σε μετοχές και δεν υπαγορεύεται από λόγους «εποπτικού αρμπιτράζ».

    Τα ιδρύματα μπορούν να αντιμετωπίζουν τα ανοίγματα σε μετοχές επιχειρήσεων παροχής επικουρικών υπηρεσιών σύμφωνα με την αντιμετώπιση που εφαρμόζεται στα άλλα στοιχεία ενεργητικού που δεν σχετίζονται με πιστωτικές υποχρεώσεις.

    2.   Δυνάμει της προσέγγισης απλής στάθμισης κινδύνου, το σταθμισμένο ως προς τον κίνδυνο ποσό υπολογίζεται σύμφωνα με τον τύπο:

    Formula,

    όπου:

    Συντελεστής στάθμισης κινδύνου (RW)= 190 % για ανοίγματα σε μετοχές μη διαπραγματεύσιμες σε χρηματιστήριο σε επαρκώς διαφοροποιημένα χαρτοφυλάκια.

    Συντελεστής στάθμισης κινδύνου (RW)= 290 % για ανοίγματα σε μετοχές διαπραγματεύσιμες σε χρηματιστήριο.

    Συντελεστής στάθμισης κινδύνου (RW)= 370 % για όλα τα άλλα ανοίγματα σε μετοχές.

    Οι εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών αρνητικές θέσεις στην αγορά τοις μετρητοίς και σε παράγωγα μέσα μπορούν να αντισταθμίζουν θετικές θέσεις στις αντίστοιχες μετοχές εάν έχουν χαρακτηριστεί ρητά ως αντισταθμίσεις συγκεκριμένων ανοιγμάτων σε μετοχές και εάν παρέχουν αντιστάθμιση για τουλάχιστον ένα ακόμα έτος. Οι άλλες αρνητικές θέσεις αντιμετωπίζονται ως θετικές θέσεις και στην απόλυτη αξία κάθε θέσης εφαρμόζεται κατάλληλος συντελεστής στάθμισης κινδύνου. Σε περίπτωση αναντιστοιχίας της ληκτότητας των θέσεων, εφαρμόζεται η προσέγγιση του άρθρου 162 παράγραφος 5 για τα ανοίγματα έναντι επιχειρήσεων.

    Τα ιδρύματα μπορούν να λαμβάνουν υπόψη μη χρηματοδοτούμενη πιστωτική προστασία για άνοιγμα σε μετοχές σύμφωνα με τις προσεγγίσεις του κεφαλαίου 4.

    3.   Δυνάμει της προσέγγισης PD/LGD, τα σταθμισμένα ως προς τον κίνδυνο ποσά υπολογίζονται σύμφωνα με τους τύπους του άρθρου 153 παράγραφος 1. Εάν τα ιδρύματα δεν διαθέτουν επαρκείς πληροφορίες για να χρησιμοποιήσουν τον ορισμό της αθέτησης υποχρέωσης του άρθρου 178, στους συντελεστές στάθμισης κινδύνου εφαρμόζεται συντελεστής προσαύξησης 1,5.

    Στο επίπεδο κάθε μεμονωμένου ανοίγματος, το άθροισμα του ποσού αναμενόμενης ζημίας πολλαπλασιασμένο επί 12,5 και του σταθμισμένου ως προς τον κίνδυνο ποσού δεν υπερβαίνει την αξία ανοίγματος πολλαπλασιασμένη επί 12,5.

    Τα ιδρύματα μπορούν να λαμβάνουν υπόψη μη χρηματοδοτούμενη πιστωτική προστασία για άνοιγμα σε μετοχές σύμφωνα με τις προσεγγίσεις του κεφαλαίου 4. Τούτο ισχύει εφόσον εφαρμόζεται LGD 90 % στο άνοιγμα έναντι του παρέχοντος την προστασία. Για τα ανοίγματα σε μετοχές μη διαπραγματεύσιμες σε χρηματιστήριο σε επαρκώς διαφοροποιημένα χαρτοφυλάκια, μπορεί να χρησιμοποιείται LGD 65 %. Για τους σκοπούς αυτούς η ληκτότητα (Μ) είναι πέντε έτη.

    4.   Δυνάμει της προσέγγισης των εσωτερικών υποδειγμάτων, το σταθμισμένο ως προς τον κίνδυνο ποσό αντιστοιχεί στην ενδεχόμενη ζημία από τα ανοίγματα του πιστωτικού ιδρύματος σε μετοχές, όπως αυτή υπολογίζεται με εσωτερικά υποδείγματα «δυνητικής ζημίας» με μονόπλευρο διάστημα εμπιστοσύνης 99 % για τη διαφορά μεταξύ τριμηνιαίας απόδοσης και ενός κατάλληλου τριμηνιαίου επιτοκίου χωρίς κίνδυνο υπολογιζόμενου σε μακροχρόνια δειγματική περίοδο, πολλαπλασιασμένη επί 12,5. Στο επίπεδο του χαρτοφυλακίου μετοχών, το σταθμισμένο ως προς τον κίνδυνο ποσό δεν είναι μικρότερο από το συνολικό άθροισμα των κατωτέρω:

    α)

    του ελάχιστου σταθμισμένου ως προς τον κίνδυνο ποσού που απαιτείται βάσει της προσέγγισης PD/LGD και

    β)

    του αντίστοιχου ποσού αναμενόμενης ζημίας, πολλαπλασιασμένο επί 12,5.

    Τα ποσά που αναφέρονται στα στοιχεία α) και β) υπολογίζονται βάσει των τιμών PD που προβλέπονται στο άρθρο 165 παράγραφος 1 και των αντίστοιχων τιμών LGD που ορίζονται στο άρθρο 165 παράγραφος 2.

    Τα ιδρύματα μπορούν να αναγνωρίζουν μη χρηματοδοτούμενη πιστωτική προστασία για μια θέση σε μετοχές.

    Άρθρο 156

    Σταθμισμένα ποσά ανοιγμάτων για άλλα στοιχεία ενεργητικού που δεν συνιστούν πιστωτικές υποχρεώσεις

    Τα σταθμισμένα ως προς τον κίνδυνο ποσά για άλλα στοιχεία ενεργητικού που δεν συνιστούν πιστωτικές υποχρεώσεις υπολογίζονται με τον ακόλουθο τύπο:

    Formula,

    με εξαίρεση:

    α)

    τα μετρητά στο ταμείο και τα εξομοιούμενα με αυτά στοιχεία, καθώς και τα αποθέματα χρυσού σε ίδιο θησαυροφυλάκιο ή υπό κοινή διαχείριση, και μέχρι του ποσού των υποχρεώσεων σε χρυσό, όπου εφαρμόζεται μηδενικός συντελεστής στάθμισης κινδύνου,

    β)

    την περίπτωση που το άνοιγμα είναι η υπολειμματική αξία μισθωμένων περιουσιακών στοιχείων, όπου τα σταθμισμένα ως προς τον κίνδυνο ποσά υπολογίζονται ως εξής:

    Formula

    όπου t είναι μεγαλύτερο του 1 και αντιπροσωπεύει τον πλησιέστερο ακέραιο αριθμό που αντιστοιχεί στα έτη της χρηματοδοτικής μίσθωσης που υπολείπονται.

    Ενότητα 3

    Υπολογισμός των σταθμισμένων ποσών για κίνδυνο απομείωσης αξίας αποκτηθεισών εισπρακτέων απαιτήσεων

    Άρθρο 157

    Σταθμισμένα ποσά για κίνδυνο απομείωσης αξίας αποκτηθεισών εισπρακτέων απαιτήσεων

    1.   Τα ιδρύματα υπολογίζουν τα σταθμισμένα ως προς τον κίνδυνο ποσά για τον κίνδυνο απομείωσης της αξίας των αποκτηθεισών εισπρακτέων απαιτήσεών τους έναντι επιχειρήσεων και των απαιτήσεων λιανικής τραπεζικής σύμφωνα με τον τύπο του άρθρου 153 παράγραφος 1.

    2.   Τα ιδρύματα προσδιορίζουν τις εισαγόμενες τιμές για τις PD και LGD σύμφωνα με το τμήμα 4.

    3.   Τα ιδρύματα προσδιορίζουν την αξία ανοίγματος σύμφωνα με το τμήμα 5.

    4.   Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, η τιμή της Μ είναι 1 έτος.

    5.   Οι αρμόδιες αρχές απαλλάσσουν ένα ίδρυμα από τον υπολογισμό και την αναγνώριση των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ποσών για τον κίνδυνο απομείωσης της αξίας ενός είδους ανοίγματος που προκαλείται από αποκτηθείσες εισπρακτέες απαιτήσεις έναντι επιχειρήσεων ή εισπρακτέες απαιτήσεις λιανικής τραπεζικής εάν το ίδρυμα έχει αποδείξει επαρκώς στις αρμόδιες αρχές ότι ο κίνδυνος απομείωσης για το εν λόγω ίδρυμα είναι επουσιώδης όσον αφορά το συγκεκριμένο είδος ανοίγματος.

    Τμήμα 3

    Ποσά αναμενόμενησ ζημίασ

    Άρθρο 158

    Αντιμετώπιση ανά είδος ανοίγματος

    1.   Ο υπολογισμός των αναμενόμενων ζημιών πρέπει να βασίζεται, για κάθε άνοιγμα, στα ίδια στοιχεία για την PD, την LGD και την αξία ανοίγματος με τα χρησιμοποιούμενα για τον υπολογισμό των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ανοιγμάτων σύμφωνα με το άρθρο 151.

    2.   Οι αναμενόμενες ζημίες από τιτλοποιημένα ανοίγματα υπολογίζονται σύμφωνα με το κεφάλαιο 5.

    3.   Οι αναμενόμενες ζημίες από ανοίγματα που ανήκουν στην κατηγορία των «άλλων στοιχείων ενεργητικού που δεν συνιστούν πιστωτικές υποχρεώσεις» του άρθρου 147 παράγραφος 2 στοιχείο ζ) είναι μηδενικές.

    4.   Οι αναμενόμενες ζημίες από ανοίγματα υπό τη μορφή μεριδίων ή μετοχών ενός ΟΣΕ που αναφέρονται στο άρθρο 152 υπολογίζονται σύμφωνα με τις προσεγγίσεις του παρόντος άρθρου.

    5.   Η αναμενόμενη ζημία (EL) και το ποσό της αναμενόμενης ζημίας από τα ανοίγματα έναντι επιχειρήσεων, ιδρυμάτων, κεντρικών κυβερνήσεων και κεντρικών τραπεζών και από τα ανοίγματα λιανικής τραπεζικής υπολογίζονται με τους ακόλουθους τύπους:

    Formula

    Ποσό αναμενόμενης ζημίας= EL [πολλαπλασιαζόμενη επί] αξίας ανοίγματος.

    Για αθετημένα ανοίγματα (PD = 100 %) όπου τα ιδρύματα εφαρμόζουν εσωτερικές εκτιμήσεις των LGD, ως EL λαμβάνεται η καλύτερη εκτίμηση (ELBE) του ιδρύματος για την αναμενόμενη ζημία λόγω του συγκεκριμένου ανοίγματος σύμφωνα με το άρθρο 181 παράγραφος 1 στοιχείο η).

    Για τα ανοίγματα που υπάγονται στο άρθρο 153 παράγραφος 3, η τιμή της EL ισούται με 0 %.

    6.   Στην περίπτωση των ανοιγμάτων της υποκατηγορίας ειδικού δανεισμού για τα οποία τα ιδρύματα χρησιμοποιούν τις προσεγγίσεις του άρθρου 153 παράγραφος 5, για τον προσδιορισμό των συντελεστών στάθμισης κινδύνου οι τιμές της EL καθορίζονται σύμφωνα με τον πίνακα 2.

    Πίνακας 2

    Εναπομένουσα ληκτότητα

    Κατηγορία 1

    Κατηγορία 2

    Κατηγορία 3

    Κατηγορία 4

    Κατηγορία 5

    Μικρότερη των 2,5 ετών

    0 %

    0,4 %

    2,8 %

    8 %

    50 %

    Ίση ή μικρότερη των 2,5 ετών

    0,4 %

    0,8 %

    2,8 %

    8 %

    50 %

    7.   Στην περίπτωση των ανοιγμάτων σε μετοχές των οποίων τα σταθμισμένα ως προς τον κίνδυνο ποσά υπολογίζονται σύμφωνα με την προσέγγιση απλής στάθμισης κινδύνου, τα ποσά αναμενόμενης ζημίας υπολογίζονται με τον ακόλουθο τύπο:

    Formula

    Οι τιμές της EL είναι οι ακόλουθες:

    Αναμενόμενη ζημία (EL)= 0,8 % για ανοίγματα σε μετοχές μη διαπραγματεύσιμες σε χρηματιστήριο σε επαρκώς διαφοροποιημένα χαρτοφυλάκια.

    Αναμενόμενη ζημία (EL)= 0,8 % για ανοίγματα σε μετοχές διαπραγματεύσιμες σε χρηματιστήριο.

    Αναμενόμενη ζημία (EL)= 2,4 % για όλα τα άλλα ανοίγματα σε μετοχές.

    8.   Η αναμενόμενη ζημία και το ποσό της αναμενόμενης ζημίας από τα ανοίγματα σε μετοχές των οποίων τα σταθμισμένα ως προς τον κίνδυνο ποσά υπολογίζονται σύμφωνα με την προσέγγιση PD/LGD, τα ποσά αναμενόμενης ζημίας υπολογίζονται με τους ακόλουθους τύπους:

    Formula

    Formula

    9.   Στην περίπτωση των ανοιγμάτων σε μετοχές των οποίων τα σταθμισμένα ως προς τον κίνδυνο ποσά υπολογίζονται με την προσέγγιση των εσωτερικών υποδειγμάτων, τα ποσά αναμενόμενης ζημίας είναι μηδενικά.

    10.   Τα ποσά αναμενόμενης ζημίας για κίνδυνο απομείωσης αξίας αποκτηθεισών εισπρακτέων απαιτήσεων υπολογίζονται με τους ακόλουθους τύπους:

    Formula

    Formula

    Άρθρο 159

    Αντιμετώπιση των ποσών αναμενόμενης ζημίας

    Τα ιδρύματα αφαιρούν τα ποσά αναμενόμενης ζημίας που υπολογίζονται δυνάμει του άρθρου 158 παράγραφοι 5, 6 και 10 από τις προσαρμογές γενικού και ειδικού πιστωτικού κινδύνου και τις πρόσθετες προσαρμογές αξίας σύμφωνα με τα άρθρα 34 και 110 καθώς και τις λοιπές μειώσεις ιδίων κεφαλαίων που σχετίζονται με τα εν λόγω ανοίγματα. Οι μειώσεις αξίας ανοιγμάτων εντός ισολογισμού αποκτηθέντων αφού είχαν ήδη αθετηθεί σύμφωνα με το άρθρο 166 παράγραφος 1 αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο όπως οι ειδικές προσαρμογές πιστωτικού κινδύνου. Οι ειδικές προσαρμογές πιστωτικού κινδύνου για αθετημένα ανοίγματα δεν χρησιμοποιούνται για την κάλυψη αναμενόμενων ζημιών από άλλα ανοίγματα. Τα ποσά αναμενόμενης ζημίας για τιτλοποιημένα ανοίγματα και οι γενικές και ειδικές προσαρμογές πιστωτικού κινδύνου που σχετίζονται με αυτά τα ανοίγματα δεν περιλαμβάνονται στον υπολογισμό.

    Τμήμα 4

    Πιθανότητα αθέτησησ, ποσοστιαία ζημία σε περίπτωση αθέτησησ και ληκτότητα

    Ενοτητα 1

    Ανοίγματα έναντι επιχειρήσεων, ιδρυμάτων και κεντρικών κυβερνήσεων και κεντρικών τραπεζών

    Άρθρο 160

    Πιθανότητα αθέτησης (PD)

    1.   Η PD για άνοιγμα έναντι επιχείρησης ή ιδρύματος είναι τουλάχιστον 0,03 %.

    2.   Στην περίπτωση αποκτηθεισών εισπρακτέων απαιτήσεων έναντι επιχειρήσεων ως προς τις οποίες το ίδρυμα δεν μπορεί να εκτιμήσει την PD ή οι εκτιμήσεις της PD δεν πληρούν τις απαιτήσεις του τμήματος 6, η PD για αυτά τα ανοίγματα καθορίζεται με τις ακόλουθες μεθόδους:

    α)

    για τις εισπρακτέες απαιτήσεις έναντι επιχειρήσεων με εξοφλητική προτεραιότητα η PD είναι η εσωτερική εκτίμηση της EL διαιρούμενη δια της LGD για αυτές τις εισπρακτέες απαιτήσεις,

    β)

    για τις εισπρακτέες απαιτήσεις έναντι επιχειρήσεων με ελάσσονα εξοφλητική προτεραιότητα, η PD είναι η εσωτερική εκτίμηση της EL,

    γ)

    ένα ίδρυμα που έχει λάβει την άδεια της αρμόδιας αρχής να χρησιμοποιεί εσωτερικές εκτιμήσεις της LGD για τα ανοίγματα έναντι επιχειρήσεων σύμφωνα με το άρθρο 143 και που μπορεί να επιμερίσει σε PD και LGD τις εσωτερικές εκτιμήσεις της EL για αποκτηθείσες εισπρακτέες απαιτήσεις έναντι επιχειρήσεων με τρόπο αξιόπιστο κατά την κρίση των αρμόδιων αρχών, μπορεί να χρησιμοποιήσει την εκτίμηση PD που προκύπτει από τον εν λόγω επιμερισμό.

    3.   Η PD πιστούχων που αθέτησαν είναι 100 %.

    4.   Τα ιδρύματα μπορούν να λαμβάνουν υπόψη στην PD μη χρηματοδοτούμενη πιστωτική προστασία σύμφωνα με τις διατάξεις του κεφαλαίου 4. Όσον αφορά τον κίνδυνο απομείωσης της αξίας, επιπλέον των παρόχων προστασίας που αναφέρονται στο άρθρο 201 παράγραφος 1 στοιχείο ζ), ο πωλητής των αποκτηθεισών εισπρακτέων απαιτήσεων είναι επιλέξιμος εφόσον πληρούνται οι κατωτέρω προϋποθέσεις:

    α)

    η επιχείρηση έχει πιστοληπτική αξιολόγηση από ΕΟΠΑ την οποία η ΕΑΤ αντιστοιχίζει με τη βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας 3 ή με υψηλότερη βαθμίδα σύμφωνα με τους κανόνες στάθμισης κινδύνου των ανοιγμάτων έναντι επιχειρήσεων δυνάμει του κεφαλαίου 2,

    β)

    η επιχείρηση, στην περίπτωση ιδρυμάτων που υπολογίζουν σταθμισμένα ως προς τον κίνδυνο ποσά ανοιγμάτων και ποσά αναμενόμενης ζημίας σύμφωνα με την προσέγγιση ΠΕΔ, δεν έχει πιστοληπτική αξιολόγηση από αναγνωρισμένο ΕΟΠΑ και της αποδίδεται με εσωτερική διαβάθμιση πιθανότητα αθέτησης ισοδύναμη με εκείνη που αντιστοιχεί στις πιστοληπτικές αξιολογήσεις των ΕΟΠΑ οι οποίες αντιστοιχίζονται από την ΕΑΤ με τη βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας 3 ή με υψηλότερη βαθμίδα σύμφωνα με τους κανόνες στάθμισης κινδύνου των ανοιγμάτων έναντι επιχειρήσεων δυνάμει του κεφαλαίου 2.

    5.   Τα ιδρύματα που χρησιμοποιούν εσωτερικές εκτιμήσεις της LGD μπορούν να λαμβάνουν υπόψη μη χρηματοδοτούμενη πιστωτική προστασία με κατάλληλη προσαρμογή των PD, με την επιφύλαξη του άρθρου 161 παράγραφος 3.

    6.   Για τον κίνδυνο απομείωσης της αξίας αποκτηθεισών εισπρακτέων απαιτήσεων έναντι επιχειρήσεων, η PD ορίζεται ίση με την εκτίμηση EL του ιδρύματος για κίνδυνο απομείωσης. Ένα ίδρυμα που έχει λάβει την άδεια της αρμόδιας αρχής να χρησιμοποιεί εσωτερικές εκτιμήσεις της LGD για τα ανοίγματα έναντι επιχειρήσεων σύμφωνα με το άρθρο 143 και που μπορεί να επιμερίσει σε PD και LGD τις εσωτερικές εκτιμήσεις της EL για κίνδυνο απομείωσης της αξίας των αποκτηθεισών εισπρακτέων απαιτήσεων έναντι επιχειρήσεων με τρόπο αξιόπιστο κατά την κρίση των αρμόδιων αρχών, μπορεί να χρησιμοποιήσει την εκτίμηση PD που προκύπτει από τον εν λόγω επιμερισμό. Τα ιδρύματα μπορούν να λαμβάνουν υπόψη στην PD μη χρηματοδοτούμενη πιστωτική προστασία σύμφωνα με τις διατάξεις του κεφαλαίου 4. Όσον αφορά τον κίνδυνο απομείωσης της αξίας, επιπλέον των παρόχων προστασίας που αναφέρονται στο άρθρο 201 παράγραφος 1 στοιχείο ζ), ο πωλητής των αποκτηθεισών εισπρακτέων απαιτήσεων είναι επιλέξιμος εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις της παραγράφου 4.

    7.   Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 201 παράγραφος 1 στοιχείο ζ), οι επιχειρήσεις που πληρούν τις προϋποθέσεις της παραγράφου 4 είναι επιλέξιμες.

    Ένα ίδρυμα που έχει λάβει την άδεια της αρμόδιας αρχής να χρησιμοποιεί εσωτερικές εκτιμήσεις της LGD για τον κίνδυνο απομείωσης της αξίας των αποκτηθεισών εισπρακτέων απαιτήσεων έναντι επιχειρήσεων σύμφωνα με το άρθρο 143, μπορεί να λαμβάνει υπόψη μη χρηματοδοτούμενη πιστωτική προστασία με κατάλληλη προσαρμογή της PD, με την επιφύλαξη του άρθρου 161 παράγραφος 3.

    Άρθρο 161

    Ζημία σε περίπτωση αθέτησης (LGD)

    1.   Τα ιδρύματα χρησιμοποιούν τις ακόλουθες τιμές LGD:

    α)

    ανοίγματα με εξοφλητική προτεραιότητα χωρίς αποδεκτή εξασφάλιση: 45 %,

    β)

    ανοίγματα ελάσσονος εξοφλητικής προτεραιότητας χωρίς αποδεκτή εξασφάλιση: 75 %,

    γ)

    τα ιδρύματα μπορούν να λαμβάνουν υπόψη χρηματοδοτούμενη και μη χρηματοδοτούμενη πιστωτική προστασία για την LGD σύμφωνα με το κεφάλαιο 4,

    δ)

    για τα καλυμμένα ομόλογα που είναι επιλέξιμα για την αντιμετώπιση που καθορίζεται στο άρθρο 129 παράγραφος 4 ή 5 μπορεί να εφαρμόζεται LGD 11,25 %,

    ε)

    για τα ανοίγματα σε αποκτηθείσες εισπρακτέες απαιτήσεις έναντι επιχειρήσεων με εξοφλητική προτεραιότητα σε περίπτωση που ένα ίδρυμα δεν μπορεί να εκτιμήσει την PD ή οι εσωτερικές εκτιμήσεις της PD δεν πληρούν τις απαιτήσεις του τμήματος 6: 45 %,

    στ)

    για τα ανοίγματα σε αποκτηθείσες εισπρακτέες απαιτήσεις έναντι επιχειρήσεων με ελάσσονα εξοφλητική προτεραιότητα σε περίπτωση που ένα ίδρυμα δεν μπορεί να εκτιμήσει την PD ή οι εσωτερικές εκτιμήσεις της PD δεν πληρούν τις απαιτήσεις του τμήματος 6: 100 %,

    ζ)

    για κίνδυνο απομείωσης της αξίας αποκτηθεισών εισπρακτέων απαιτήσεων: 75 %.

    2.   Για τον κίνδυνο απομείωσης της αξίας και τον κίνδυνο αθέτησης, εάν ένα ίδρυμα έχει λάβει την άδεια της αρμόδιας αρχής να χρησιμοποιεί εσωτερικές εκτιμήσεις της LGD για τα ανοίγματα έναντι επιχειρήσεων σύμφωνα με το άρθρο 143 και μπορεί να επιμερίσει σε PD και LGD τις εσωτερικές εκτιμήσεις της EL για τις αποκτηθείσες εισπρακτέες απαιτήσεις έναντι επιχειρήσεων με τρόπο αξιόπιστο κατά την κρίση των αρμόδιων αρχών, μπορεί να χρησιμοποιήσει την εκτίμηση LGD για τις αποκτηθείσες εισπρακτέες απαιτήσεις έναντι επιχειρήσεων.

    3.   Εάν ένα ίδρυμα έχει λάβει την άδεια της αρμόδιας αρχής να χρησιμοποιεί εσωτερικές εκτιμήσεις της LGD για τα ανοίγματα έναντι επιχειρήσεων, ιδρυμάτων, κεντρικών κυβερνήσεων και κεντρικών τραπεζών σύμφωνα με το άρθρο 143, η μη χρηματοδοτούμενη πιστωτική προστασία μπορεί να αναγνωρίζεται με προσαρμογή της PD και/ή της LGD, με την επιφύλαξη των απαιτήσεων του τμήματος 6 και της άδειας των αρμόδιων αρχών. Το ίδρυμα δεν εφαρμόζει σε εγγυημένα ανοίγματα προσαρμοσμένη PD ή LGD τέτοια ώστε ο προσαρμοσμένος συντελεστής στάθμισης κινδύνου να είναι χαμηλότερος από εκείνον που εφαρμόζεται σε συγκρίσιμο άμεσο άνοιγμα έναντι του εγγυητή.

    4.   Για τους σκοπούς του άρθρου 153 παράγραφος 3, η τιμή της LGD για συγκρίσιμο άμεσο άνοιγμα έναντι του παρόχου της πιστωτικής προστασίας που αναφέρεται στο άρθρο 148 παράγραφος 3 ισούται με την τιμή της LGD που αντιστοιχεί είτε σε μια μη αντισταθμισμένη πιστωτική διευκόλυνση υπέρ του εγγυητή, είτε στη μη αντισταθμισμένη πιστωτική διευκόλυνση υπέρ του πιστούχου, ανάλογα με το εάν από τις διαθέσιμες πληροφορίες και από τη διάρθρωση της εγγύησης προκύπτει ότι, σε περίπτωση αθέτησης τόσο του εγγυητή όσο και του πιστούχου στη διάρκεια της αντισταθμισμένης συναλλαγής, το ανακτώμενο ποσό θα εξαρτηθεί από την οικονομική κατάσταση του εγγυητή ή του πιστούχου, αντίστοιχα.

    Άρθρο 162

    Ληκτότητα

    1.   Τα ιδρύματα που δεν έχουν λάβει άδεια να χρησιμοποιούν εσωτερικές εκτιμήσεις LGD και εσωτερικούς συντελεστές μετατροπής για ανοίγματα έναντι επιχειρήσεων, ιδρυμάτων ή κεντρικών κυβερνήσεων και κεντρικών τραπεζών, αποδίδουν στα ανοίγματα από συναλλαγές επαναγοράς και από συναλλαγές δανειοδοσίας ή δανειοληψίας τίτλων ή εμπορευμάτων ληκτότητα (M) 0,5 ετών και σε όλα τα άλλα ανοίγματα Μ 2,5 ετών.

    Εναλλακτικά, στο πλαίσιο της άδειας που αναφέρεται στο άρθρο 143, οι αρμόδιες αρχές αποφασίζουν εάν το ίδρυμα χρησιμοποιεί ληκτότητα (Μ) για κάθε άνοιγμα όπως προβλέπεται δυνάμει της παραγράφου 2.

    2.   Τα ιδρύματα που έχουν λάβει την άδεια της αρμόδιας αρχής να χρησιμοποιούν εσωτερικές εκτιμήσεις LGD και εσωτερικούς συντελεστές μετατροπής για τα ανοίγματα έναντι επιχειρήσεων, ιδρυμάτων ή κεντρικών κυβερνήσεων και κεντρικών τραπεζών σύμφωνα με το άρθρο 143 υπολογίζουν την M για καθένα από αυτά τα ανοίγματα σύμφωνα με τα στοιχεία α) έως ε) της παρούσας παραγράφου, με την επιφύλαξη των παραγράφων 3 έως 5 του παρόντος άρθρου. Η Μ δεν υπερβαίνει την πενταετία πλην των περιπτώσεων του άρθρου 384 παράγραφος 1, στις οποίες η Μ θα χρησιμοποιείται σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις:

    α)

    για τα μέσα με χρονοδιάγραμμα χρηματορροών, η M υπολογίζεται με τον ακόλουθο τύπο:

    Formula

    όπου CFt είναι οι χρηματορροές (κεφάλαιο, πληρωμές τόκων και προμήθειες) που καταβάλλει ο πιστούχοςστην περίοδο t βάσει της σύμβασης,

    β)

    για τα παράγωγα που υπάγονται σε σύμβαση-πλαίσιο συμψηφισμού, η M αντιστοιχεί στη σταθμισμένη μέση εναπομένουσα ληκτότητα του ανοίγματος, και δεν μπορεί να είναι μικρότερη του έτους, και το ονομαστικό ποσό κάθε ανοίγματος χρησιμοποιείται για τη στάθμιση της ληκτότητας,

    γ)

    για ανοίγματα από πλήρως ή σχεδόν πλήρως εξασφαλισμένες συναλλαγές στα παράγωγα μέσα που παρατίθενται στο παράρτημα II και από πλήρως ή σχεδόν πλήρως εξασφαλισμένες πράξεις δανεισμού σε λογαριασμό περιθωρίου ασφάλισης που υπάγονται σε σύμβαση-πλαίσιο συμψηφισμού, η M είναι η σταθμισμένη μέση εναπομένουσα ληκτότητα των συναλλαγών και δεν μπορεί να είναι μικρότερη των 10 ημερών,

    δ)

    για συναλλαγές επαναγοράς ή συναλλαγές δανειοδοσίας ή δανειοληψίας τίτλων ή εμπορευμάτων που υπάγονται σε σύμβαση-πλαίσιο συμψηφισμού, η M είναι η σταθμισμένη μέση εναπομένουσα ληκτότητα των συναλλαγών και δεν μπορεί να είναι μικρότερη των 5 ημερών. Για τη στάθμιση της ληκτότητας χρησιμοποιείται το ονομαστικό ποσό κάθε συναλλαγής,

    ε)

    ένα ίδρυμα που έχει λάβει την άδεια της αρμόδιας αρχής σύμφωνα με το άρθρο 143 να χρησιμοποιεί εσωτερικές εκτιμήσεις της PD για τις αποκτηθείσες εισπρακτέες απαιτήσεις έναντι επιχειρήσεων, η Μ για τα εκταμιευθέντα ποσά ισούται με τη σταθμισμένη μέση ληκτότητα των εν λόγω απαιτήσεων και δεν μπορεί να είναι μικρότερη των 90 ημερών. Η ίδια τιμή Μ εφαρμόζεται επίσης στα μη αναληφθέντα ποσά πιστωτικής διευκόλυνσης αγοράς με δέσμευση εφόσον αυτή περιέχει περιοριστικές ρήτρες, σημεία ενεργοποίησης πρόωρης εξόφλησης ή άλλα χαρακτηριστικά που προστατεύουν το αποκτών ίδρυμα κατά μιας ουσιαστικής επιδείνωσης της ποιότητας των μελλοντικών εισπρακτέων απαιτήσεων που υποχρεούται να αγοράσει μέχρι τη λήξη ισχύος της διευκόλυνσης. Ελλείψει παρόμοιας αποτελεσματικής προστασίας, η M για τα μη αναληφθέντα ποσά ισούται με το άθροισμα της δυνητικής εισπρακτέας απαίτησης με τη μεγαλύτερη ληκτότητα δυνάμει της συμφωνίας αγοράς και της εναπομένουσας ληκτότητας της πιστωτικής διευκόλυνσης αγοράς, και δεν μπορεί να είναι μικρότερη των 90 ημερών,

    στ)

    για κάθε άλλο μέσο εκτός των μνημονευομένων στην παρούσα παράγραφο ή εάν το ίδρυμα δεν είναι σε θέση να υπολογίσει την M σύμφωνα με το στοιχείο α), η τιμή της M είναι το ανώτατο χρονικό διάστημα (σε έτη) που έχει ακόμα στη διάθεσή του ο πιστούχος για να εκπληρώσει πλήρως τις συμβατικές του υποχρεώσεις και δεν μπορεί να είναι μικρότερη του έτους,

    ζ)

    για τα ιδρύματα που χρησιμοποιούν την προσέγγιση εσωτερικών υποδειγμάτων που περιγράφεται στο κεφάλαιο 6 τμήμα 6, για τον υπολογισμό της αξίας των ανοιγμάτων, η Μ υπολογίζεται για τα ανοίγματα στα οποία το ίδρυμα εφαρμόζει την εν λόγω προσέγγιση και για τα οποία η ληκτότητα της σύμβασης με τη μεγαλύτερη διάρκεια στο συμψηφιστικό σύνολο υπερβαίνει το έτος σύμφωνα με τον ακόλουθο τύπο:

    Formula

    όπου:

    Formula

    =

    μια εικονική μεταβλητή, η τιμή της οποίας στη μελλοντική χρονική περίοδο tk ισούται με μηδέν εάν tk > 1 έτους και με 1 εάν tk ≤ 1,

    Formula

    =

    το αναμενόμενο άνοιγμα στη μελλοντική περίοδο tk,

    Formula

    =

    το πραγματικό αναμενόμενο άνοιγμα στη μελλοντική περίοδο tk,

    Formula

    =

    ο συντελεστής προεξόφλησης χωρίς κίνδυνο για τη μελλοντική χρονική περίοδο tk,

    Formula,

    η)

    ένα ίδρυμα που χρησιμοποιεί εσωτερικό υπόδειγμα για τον υπολογισμό μονομερούς προσαρμογής πιστωτικής αποτίμησης (credit valuation adjustment ή CVA) μπορεί, με την άδεια των αρμόδιων αρχών, να λάβει ως τιμή της Μ την πραγματική μέση σταθμική διάρκεια (duration) όπως αυτή εκτιμάται βάσει του εσωτερικού υποδείγματος.

    Με την επιφύλαξη της παραγράφου 2, για συμψηφιστικά σύνολα στα οποία όλες οι συμβάσεις έχουν αρχική ληκτότητα κάτω του έτους, εφαρμόζεται ο τύπος του στοιχείου α),

    θ)

    για τα ιδρύματα που χρησιμοποιούν την προσέγγιση εσωτερικών υποδειγμάτων που περιγράφεται στο τμήμα 6 του κεφαλαίου 6 για τον υπολογισμό της αξίας των ανοιγμάτων και που έχουν άδεια να χρησιμοποιούν εσωτερικό υπόδειγμα για τον ειδικό κίνδυνο από διαπραγματεύσιμους χρεωστικούς τίτλους σύμφωνα με το Τρίτο Μέρος, τίτλος IV, κεφάλαιο 5, η Μ λαμβάνει τιμή 1 στον τύπο του άρθρου 153 παράγραφος 1, εφόσον το ίδρυμα μπορεί να αποδείξει στις αρμόδιες αρχές ότι το εσωτερικό του υπόδειγμα για τον ειδικό κίνδυνο από διαπραγματεύσιμους χρεωστικούς τίτλους που εφαρμόζεται στο άρθρο 383 περιλαμβάνει τις επιπτώσεις από μεταβολές της διαβάθμισης,

    ι)

    για τους σκοπούς του άρθρου 153 παράγραφος 3 η Μ είναι η πραγματική ληκτότητα της πιστωτικής προστασίας, δεν μπορεί όμως να είναι κατώτερη του έτους.

    3.   Εάν η τεκμηρίωση των συμβάσεων απαιτεί καθημερινή προσαρμογή περιθωρίου και καθημερινή αποτίμηση αξίας και περιλαμβάνει ρήτρες που επιτρέπουν την άμεση ρευστοποίηση ή τον συμψηφισμό των εξασφαλίσεων σε περίπτωση αθέτησης ή μη κατάθεσης του απαιτούμενου περιθωρίου, η Μ είναι τουλάχιστον μία ημέρα για:

    α)

    τα πλήρως ή σχεδόν πλήρως εξασφαλισμένα παράγωγα μέσα που αναφέρονται στο παράρτημα II,

    β)

    τις πλήρως ή σχεδόν πλήρως εξασφαλισμένες συναλλαγές δανεισμού σε λογαριασμό περιθωρίου ασφάλισης,

    γ)

    συναλλαγές επαναγοράς ή συναλλαγές δανειοδοσίας ή δανειοληψίας τίτλων ή εμπορευμάτων.

    Επιπλέον, για τα άλλα αποδεκτά βραχυπρόθεσμα ανοίγματα που δεν αποτελούν μέρος της τρέχουσας χρηματοδότησης του πιστούχου από το ίδρυμα, η M είναι τουλάχιστον μία ημέρα. Ως αποδεκτά βραχυπρόθεσμα ανοίγματα θεωρούνται τα εξής:

    α)

    ανοίγματα έναντι ιδρυμάτων που προκύπτουν από τον διακανονισμό υποχρεώσεων ξένου συναλλάγματος,

    β)

    αυτοεξοφλούμενες βραχυπρόθεσμες συναλλαγές χρηματοδότησης του εμπορίου, που συνδέονται με την ανταλλαγή αγαθών ή υπηρεσιών, με εναπομένουσα ληκτότητα μικρότερη ή ίση με ένα έτος όπως αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 80),

    γ)

    ανοίγματα που προκύπτουν από τον διακανονισμό αγορών και πωλήσεων τίτλων εντός της συνήθους περιόδου παράδοσης ή δύο εργάσιμων ημερών,

    δ)

    ανοίγματα που προκύπτουν από διακανονισμούς σε μετρητά με τραπεζικό έμβασμα και από διακανονισμούς ηλεκτρονικής πληρωμής και προπληρωμένου κόστους, συμπεριλαμβανομένων των πιστωτικών διευκολύνσεων από αποτυχημένες συναλλαγές που δεν υπερβαίνουν ένα μικρό, πάγιο συμφωνηθέντα αριθμό εργάσιμων ημερών.

    4.   Για τα ανοίγματα έναντι επιχειρήσεων που είναι εγκατεστημένες στην Ένωση και έχουν ενοποιημένο κύκλο εργασιών και ενοποιημένο ενεργητικό κάτω των 500 εκατ. ευρώ, τα ιδρύματα μπορούν να επιλέξουν να ορίζουν σταθερά την M όπως ορίζεται στην παράγραφο 1 αντί να εφαρμόζουν την παράγραφο 2. Τα ιδρύματα μπορούν να αντικαταστήσουν το συνολικό ενεργητικό των 500 εκατ. ευρώ με συνολικό ενεργητικό 1.000 εκατ. ευρώ για επιχειρήσεις που κατά κύριο λόγο κατέχουν και μισθώνουν μη κερδοσκοπικά ακίνητα κατοικίας.

    5.   Οι αναντιστοιχίες ληκτότητας αντιμετωπίζονται σύμφωνα με το κεφάλαιο 4.

    Ενότητα 2

    Ανοίγματα λιανικής τραπεζικης

    Άρθρο 163

    Πιθανότητα αθέτησης (PD)

    1.   Η πιθανότητα αθέτησης (PD) ενός ανοίγματος είναι τουλάχιστον 0,03 %.

    2.   Για τους πιστούχοι που αθέτησαν, ή, εάν υιοθετείται αντιμετώπιση ανά πιστωτική υποχρέωση, για τα ανοίγματα σε αθέτηση, η PD είναι 100 %.

    3.   Για τον κίνδυνο απομείωσης της αξίας αποκτηθεισών εισπρακτέων απαιτήσεων, η PD ορίζεται ίση με τις εκτιμήσεις της EL για τον κίνδυνο απομείωσης της αξίας. Εάν το ίδρυμα μπορεί να επιμερίσει σε PD και LGD τις εσωτερικές εκτιμήσεις της EL για τον κίνδυνο απομείωσης της αξίας αποκτηθεισών εισπρακτέων απαιτήσεων κατά τρόπο που κρίνεται αξιόπιστος από τις αρμόδιες αρχές, μπορεί να χρησιμοποιείται η εκτίμηση της PD.

    4.   Η μη χρηματοδοτούμενη πιστωτική προστασία μπορεί να λαμβάνεται υπόψη μέσω της κατάλληλης προσαρμογής της PD, με την επιφύλαξη του άρθρου 164 παράγραφος 2. Για τον κίνδυνο απομείωσης της αξίας, επιπλέον των παρόχων προστασίας που αναφέρονται στο άρθρο 201 παράγραφος 1 στοιχείο ζ), ο πωλητής των αποκτηθεισών εισπρακτέων απαιτήσεων είναι επιλέξιμος εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 160 παράγραφος 4.

    Άρθρο 164

    Ζημία σε περίπτωση αθέτησης (LGD)

    1.   Τα ιδρύματα παρέχουν εσωτερικές εκτιμήσεις της LGD με την επιφύλαξη των απαιτήσεων του τμήματος 6 και της άδειας των αρμόδιων αρχών σύμφωνα με το άρθρο 143. Για τον κίνδυνο απομείωσης της αξίας αποκτηθεισών εισπρακτέων απαιτήσεων εφαρμόζεται LGD 75 %. Εάν το ίδρυμα μπορεί να επιμερίσει αξιόπιστα σε PD και LGD τις εκτιμήσεις της EL για τον κίνδυνο απομείωσης της αξίας αποκτηθεισών εισπρακτέων απαιτήσεων, το ίδρυμα μπορεί να χρησιμοποιεί εσωτερική εκτίμηση για την LGD.

    2.   Η μη χρηματοδοτούμενη πιστωτική προστασία μπορεί να αναγνωρίζεται ως επιλέξιμη με προσαρμογή των εκτιμήσεων PD ή LGD, με την επιφύλαξη των απαιτήσεων του άρθρου 183 παράγραφοι 1, 2 και 3 και της άδειας των αρμόδιων αρχών, για την κάλυψη μεμονωμένου ανοίγματος ή ομάδας ανοιγμάτων. Το ίδρυμα δεν εφαρμόζει σε εγγυημένα ανοίγματα προσαρμοσμένη PD ή LGD τέτοια ώστε ο προσαρμοσμένος συντελεστής στάθμισης κινδύνου να είναι χαμηλότερος από εκείνον που εφαρμόζεται σε συγκρίσιμο άμεσο άνοιγμα έναντι του εγγυητή.

    3.   Για τους σκοπούς του άρθρου 154 παράγραφος 2, η τιμή της LGD για συγκρίσιμο άμεσο άνοιγμα έναντι του παρόχου της πιστωτικής προστασίας που αναφέρεται στο άρθρο 153 παράγραφος 3 ισούται με την τιμή της LGD που αντιστοιχεί είτε σε μια μη αντισταθμισμένη πιστωτική διευκόλυνση υπέρ του εγγυητή, είτε στη μη αντισταθμισμένη πιστωτική διευκόλυνση υπέρ του πιστούχου, ανάλογα με το εάν από τις διαθέσιμες πληροφορίες και από τη διάρθρωση της εγγύησης προκύπτει ότι, σε περίπτωση αθέτησης τόσο του εγγυητή όσο και του πιστούχου στη διάρκεια της αντισταθμισμένης συναλλαγής, το ανακτώμενο ποσό θα εξαρτηθεί από την οικονομική κατάσταση του εγγυητή ή του πιστούχου, αντίστοιχα.

    4.   Το μέσο σταθμισμένο ύψος της LGD για όλα τα ανοίγματα λιανικής τραπεζικής που είναι εξασφαλισμένα με ακίνητα κατοικίας και δεν καλύπτονται από εγγυήσεις κεντρικών κυβερνήσεων δεν πρέπει να είναι κατώτερο του 10 %.

    Το μέσο σταθμισμένο ύψος της LGD για όλα τα ανοίγματα λιανικής τραπεζικής που είναι εξασφαλισμένα με υποθήκες επί εμπορικών ακινήτων και δεν καλύπτονται από εγγυήσεις κεντρικών κυβερνήσεων δεν πρέπει να είναι κατώτερο του 15 %.

    5.   Βάσει των δεδομένων που συλλέγονται δυνάμει του άρθρου 101 και λαμβάνοντας υπόψη τις μελλοντικές εξελίξεις της αγοράς ακινήτων και κάθε άλλο σχετικό δείκτη, οι αρμόδιες αρχές αξιολογούν περιοδικά και τουλάχιστον άπαξ ετησίως, εάν οι ελάχιστες τιμές LGD της παραγράφου 4 του παρόντος άρθρου είναι κατάλληλες για τα ανοίγματα που εξασφαλίζονται με ακίνητα κατοικίας ή εμπορικά ακίνητα που βρίσκονται στην επικράτειά τους. Οι αρμόδιες αρχές μπορούν, όταν ενδείκνυται για λόγους χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, να θέτουν υψηλότερες ελάχιστες τιμές της σταθμισμένης ως προς το άνοιγμα μέσης LGD για τα ανοίγματα που εξασφαλίζονται με ακίνητα στην επικράτειά τους.

    Οι αρμόδιες αρχές κοινοποιούν κάθε μεταβολή των ελάχιστων τιμών LGD στις οποίες προβαίνουν σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο στην ΕΑΤ, η οποία δημοσιεύει τις νέες τιμές LGD.

    6.   Η ΕΑΤ αναπτύσσει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που διευκρινίζουν τα κριτήρια που λαμβάνουν υπόψη τους οι αρμόδιες αρχές κατά τον καθορισμό υψηλότερων ελάχιστων τιμών LGD.

    Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή το αργότερο έως τις 31 Δεκεμβρίου 2014.

    Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

    7.   Τα ιδρύματα κάθε κράτους μέλους εφαρμόζουν τις υψηλότερες ελάχιστες τιμές LGD που έχουν καθοριστεί από τις αρμόδιες αρχές άλλου κράτους μέλους σε ανοίγματα που εξασφαλίζονται με ακίνητα που βρίσκονται στο εν λόγω κράτος μέλος.

    Ενότητα 3

    Ανοίγματα σε μετοχέσ που υπαγονται στην προσέγγιση PD/LGD

    Άρθρο 165

    Ανοίγματα σε μετοχές που υπάγονται στην προσέγγιση PD/LGD

    1.   Η PD προσδιορίζεται με τις προσεγγίσεις που χρησιμοποιούνται για τα ανοίγματα έναντι επιχειρήσεων.

    Εφαρμόζονται οι ακόλουθοι συντελεστές:

    α)

    0,09 % για ανοίγματα σε μετοχές διαπραγματεύσιμες σε χρηματιστήριο εφόσον η επένδυση αποτελεί μέρος μακροχρόνιας σχέσης με τον πελάτη,

    β)

    0,09 % για ανοίγματα σε μετοχές μη διαπραγματεύσιμες σε χρηματιστήριο εφόσον η απόδοση της επένδυσης βασίζεται σε τακτικές και περιοδικές χρηματορροές που δεν προέρχονται από υπεραξίες κεφαλαίου,

    γ)

    0,40 % για ανοίγματα σε μετοχές διαπραγματεύσιμες σε χρηματιστήριο, περιλαμβανομένων άλλων αρνητικών θέσεων οριζόμενων στο άρθρο 155 παράγραφος 2,

    δ)

    1,25 % για όλα τα άλλα ανοίγματα σε μετοχές, περιλαμβανομένων άλλων αρνητικών θέσεων οριζόμενων στο άρθρο 155 παράγραφος 2.

    2.   Στα ανοίγματα σε μετοχές μη διαπραγματεύσιμες σε χρηματιστήριο σε επαρκώς διαφοροποιημένα χαρτοφυλάκια μπορεί να εφαρμόζεται LGD 65 %. Σε όλα τα άλλα τέτοιου είδους ανοίγματα εφαρμόζεται LGD 90 %.

    3.   Η Μ είναι πέντε έτη για όλα τα ανοίγματα.

    Τμήμα 5

    Αξία ανοίγματος

    Άρθρο 166

    Ανοίγματα έναντι επιχειρήσεων, ιδρυμάτων, κεντρικών κυβερνήσεων και κεντρικών τραπεζών και ανοίγματα λιανικής τραπεζικής

    1.   Εάν δεν ορίζεται διαφορετικά, η αξία των ανοιγμάτων εντός ισολογισμού είναι η λογιστική αξία που υπολογίζεται χωρίς να λαμβάνονται υπόψη τυχόν προσαρμογές του πιστωτικού κινδύνου.

    Ο κανόνας αυτός εφαρμόζεται επίσης σε στοιχεία ενεργητικού που αποκτήθηκαν σε τιμή διαφορετική από το οφειλόμενο ποσό.

    Για τα αποκτηθέντα στοιχεία ενεργητικού, η διαφορά μεταξύ του οφειλόμενου ποσού και της λογιστικής αξίας που απομένει μετά από την εφαρμογή ειδικών προσαρμογών του πιστωτικού κινδύνου, η οποία εγγράφεται στον ισολογισμό των ιδρυμάτων κατά την αγορά του στοιχείου ενεργητικού καταχωρίζεται ως μείωση αξίας εάν το οφειλόμενο ποσό είναι μεγαλύτερο και ως αύξηση αξίας εάν είναι μικρότερο.

    2.   Εάν τα ιδρύματα χρησιμοποιούν συμβάσεις-πλαίσια συμψηφισμού για τις συναλλαγές επαναγοράς και τις συναλλαγές δανειοδοσίας ή δανειοληψίας τίτλων ή εμπορευμάτων, η αξία ανοίγματος υπολογίζεται σύμφωνα με τα κεφάλαια 4 ή 6.

    3.   Προκειμένου να υπολογιστεί η αξία ανοίγματος για τον συμψηφισμό δανείων και καταθέσεων εντός ισολογισμού, τα ιδρύματα εφαρμόζουν τις προσεγγίσεις του κεφαλαίου 4.

    4.   Η αξία ανοίγματος των χρηματοδοτικών μισθώσεων είναι η παρούσα αξία των ελάχιστων μισθωμάτων τους. Τα ελάχιστα μισθώματα περιλαμβάνουν τις πληρωμές καθ’ όλη τη διάρκεια της σύμβασης που ο μισθωτής καλείται ή μπορεί να κληθεί να πραγματοποιήσει και κάθε δικαίωμα έκπτωσης (δηλ. δικαίωμα του οποίου η άσκηση είναι λογικώς βέβαιη). Εάν άλλο μέρος εκτός του μισθωτή υποχρεούται να καταβάλει πληρωμή που σχετίζεται με την υπολειμματική αξία μισθωμένου περιουσιακού στοιχείου και η εν λόγω υποχρέωση πληρωμής πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 201 περί επιλεξιμότητας παρόχων προστασίας καθώς και τις ελάχιστες προϋποθέσεις αναγνώρισης άλλων τύπων εγγυήσεων που προβλέπονται στο άρθρο 213, η υποχρέωση πληρωμής μπορεί να λαμβάνεται υπόψη ως μη χρηματοδοτούμενη πιστωτική προστασία δυνάμει του κεφαλαίου 4.

    5.   Όσον αφορά οποιοδήποτε συμβόλαιο που παρατίθεται στο παράρτημα ΙΙ, η αξία ανοίγματος προσδιορίζεται βάσει των προσεγγίσεων του κεφαλαίου 6 και δεν λαμβάνονται υπόψη τυχόν προσαρμογές του πιστωτικού κινδύνου.

    6.   Για τον υπολογισμό των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ποσών ανοιγμάτων για αποκτηθείσες εισπρακτέες απαιτήσεις, η αξία ανοίγματος είναι η αξία που καθορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 1 μείον την απαίτηση ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο απομείωσης της αξίας πριν από τη μείωση πιστωτικού κινδύνου.

    7.   Για τα ανοίγματα με μορφή πώλησης, κατάθεσης ή δανεισμού τίτλων ή βασικών εμπορευμάτων στο πλαίσιο συναλλαγών επαναγοράς ή συναλλαγών δανειοδοσίας ή δανειοληψίας τίτλων ή εμπορευμάτων, συναλλαγών με μακρά προθεσμία διακανονισμού και συναλλαγών δανεισμού σε λογαριασμό περιθωρίου ασφάλισης, η αξία ανοίγματος είναι η αξία των τίτλων ή των εμπορευμάτων που προσδιορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 24. Εάν χρησιμοποιείται η αναλυτική προσέγγιση χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων του άρθρου 223, η αξία ανοίγματος προσαυξάνεται με την προσαρμογή μεταβλητότητας που είναι κατάλληλη για αυτούς τους τίτλους ή εμπορεύματα σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις. Η αξία ανοίγματος των συναλλαγών επαναγοράς, των συναλλαγών δανειοδοσίας ή δανειοληψίας τίτλων ή εμπορευμάτων, των συναλλαγών με μακρά προθεσμία διακανονισμού και των συναλλαγών δανεισμού σε λογαριασμό περιθωρίου ασφάλισης μπορεί να προσδιορίζεται είτε σύμφωνα με το κεφάλαιο 6 είτε σύμφωνα με το άρθρο 220 παράγραφος 2.

    8.   Για τα ακόλουθα στοιχεία, η αξία ανοίγματος υπολογίζεται ως το ποσό δέσμευσης που δεν έχει αναληφθεί πολλαπλασιασμένο με συντελεστή μετατροπής. Τα ιδρύματα χρησιμοποιούν τους ακόλουθους συντελεστές μετατροπής σύμφωνα με το άρθρο 151 παράγραφος 8 για τα ανοίγματα έναντι επιχειρήσεων, ιδρυμάτων, κεντρικών κυβερνήσεων και κεντρικών τραπεζών:

    α)

    για τα πιστωτικά όρια που είναι ακυρώσιμα από το ίδρυμα άνευ όρων ανά πάσα στιγμή χωρίς προειδοποίηση, ή παρέχουν στο ίδρυμα πραγματική δυνατότητα αυτόματης ακύρωσης λόγω επιδείνωσης της πιστοληπτικής ικανότητας του δανειολήπτη, εφαρμόζεται συντελεστής μετατροπής 0 %. Όταν εφαρμόζουν συντελεστή μετατροπής 0 %, τα ιδρύματα παρακολουθούν ενεργά τη χρηματοοικονομική κατάσταση του πιστούχου και διαθέτουν εσωτερικά συστήματα ελέγχου που τους επιτρέπουν να εντοπίζουν αμέσως κάθε επιδείνωση της πιστωτικής ποιότητας του πιστούχου. Λιανικά πιστωτικά όρια μπορούν να θεωρηθούν ως ακυρώσιμα άνευ όρων όταν οι όροι επιτρέπουν στο ίδρυμα να τα ακυρώσει έως το ανώτατο επιτρεπόμενο ποσό βάσει της νομοθεσίας για την προστασία του καταναλωτή και της συναφούς νομοθεσίας,

    β)

    για τις βραχυπρόθεσμες ενέγγυες πιστώσεις που συνδέονται με κινήσεις αγαθών, εφαρμόζεται συντελεστής μετατροπής 20 % τόσο από το ίδρυμα που εκδίδει όσο και από εκείνο που επιβεβαιώνει την ενέγγυα πίστωση,

    γ)

    για μη αναληφθείσες πιστωτικές διευκολύνσεις ανακυκλούμενων εισπρακτέων απαιτήσεων που μπορούν να ακυρώνονται άνευ όρων ή παρέχουν στο ίδρυμα πραγματική δυνατότητα αυτόματης ακύρωσης ανά πάσα στιγμή χωρίς προειδοποίηση, εφαρμόζεται συντελεστής μετατροπής 0 %. Όταν εφαρμόζουν συντελεστή μετατροπής 0 %, τα πιστωτικά ιδρύματα παρακολουθούν ενεργά τη χρηματοοικονομική κατάσταση του πιστούχου και διαθέτουν εσωτερικά συστήματα ελέγχου που τους επιτρέπουν να εντοπίζουν αμέσως κάθε επιδείνωση της πιστωτικής ποιότητας του πιστούχου,

    δ)

    για τα άλλα πιστωτικά όρια, τις διευκολύνσεις έκδοσης βραχυπρόθεσμων γραμματίων (NIFs) και τις ανανεούμενες διευκολύνσεις αναδοχής (RUFs), εφαρμόζεται συντελεστής μετατροπής 75 %,

    ε)

    τα ιδρύματα που πληρούν τις απαιτήσεις για τη χρήση εσωτερικών εκτιμήσεων συντελεστών μετατροπής σύμφωνα με το τμήμα 6, μπορούν να εφαρμόζουν τις εσωτερικές τους εκτιμήσεις σε διάφορα είδη προϊόντων αναφερόμενα στα στοιχεία α) έως δ) ανωτέρω, με την άδεια των αρμόδιων αρχών.

    9.   Εάν η πιστωτική διευκόλυνση αφορά την επέκταση άλλης πιστωτικής διευκόλυνσης, εφαρμόζεται ο μικρότερος από τους δύο συντελεστές μετατροπής που συνδέονται με τις μεμονωμένες πιστωτικές διευκολύνσεις.

    10.   Για όλα τα άλλα στοιχεία εκτός ισολογισμού πλην εκείνων που αναφέρονται στις παραγράφους 1 έως 8, η αξία ανοίγματος αντιστοιχεί στο εξής ποσοστό της αξίας του:

    α)

    100 % εάν πρόκειται για στοιχείο πλήρους κινδύνου,

    β)

    50 % εάν πρόκειται για στοιχείο μέτριου κινδύνου,

    γ)

    20 % εάν πρόκειται για στοιχείο κινδύνου μέτριου προς χαμηλό,

    δ)

    0 % εάν πρόκειται για στοιχείο χαμηλού κινδύνου.

    Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, η απόδοση βαθμίδων κινδύνου στα εκτός ισολογισμού στοιχεία γίνεται σύμφωνα με το παράρτημα I.

    Άρθρο 167

    Ανοίγματα σε μετοχές

    1.   Η αξία ανοίγματος των ανοιγμάτων σε μετοχές είναι η λογιστική αξία που απομένει μετά την εφαρμογή ειδικών προσαρμογών πιστωτικού κινδύνου.

    2.   Η αξία ανοίγματος των εκτός ισολογισμού ανοιγμάτων σε μετοχές είναι η ονομαστική του αξία μετά τη μείωσή της κατά τις ειδικές προσαρμογές πιστωτικού κινδύνου για το εν λόγω άνοιγμα.

    Άρθρο 168

    Άλλα στοιχεία του ενεργητικού που δεν συνιστούν πιστωτικές υποχρεώσεις.

    Η αξία ανοίγματος άλλων στοιχείων ενεργητικού που δεν συνιστούν πιστωτικές υποχρεώσεις είναι η λογιστική αξία που απομένει μετά την εφαρμογή ειδικών προσαρμογών πιστωτικού κινδύνου.

    Τμήμα 6

    Απαιτησεις για την προσέγγιση πεδ

    Ενοτητα 1

    Συστηματα διαβαθμισης

    Άρθρο 169

    Γενικές αρχές

    1.   Εάν ένα ίδρυμα χρησιμοποιεί πολλά συστήματα διαβάθμισης, τα κριτήρια υπαγωγής ενός πιστούχου ή μιας συναλλαγής σε συγκεκριμένο σύστημα διαβάθμισης τεκμηριώνονται γραπτώς και εφαρμόζονται με τρόπο που αντικατοπτρίζει επαρκώς το επίπεδο του αναλαμβανόμενου κινδύνου.

    2.   Τα κριτήρια και οι διαδικασίες ταξινόμησης σε βαθμίδες ή ομάδες επανεξετάζονται περιοδικά προκειμένου να εξακριβωθεί εάν εξακολουθούν να είναι κατάλληλα για το τρέχον χαρτοφυλάκιο και τις εξωτερικές συνθήκες.

    3.   Εάν το ίδρυμα χρησιμοποιεί άμεσες εκτιμήσεις των παραμέτρων κινδύνου για μεμονωμένους πιστούχους ή ανοίγματα, οι εκτιμήσεις αυτές μπορούν να θεωρούνται ως εκτιμήσεις ταξινομημένες στις βαθμίδες μιας συνεχούς κλίμακας διαβάθμισης.

    Άρθρο 170

    Διάρθρωση των συστημάτων διαβάθμισης

    1.   Η διάρθρωση των συστημάτων διαβάθμισης για ανοίγματα έναντι επιχειρήσεων, ιδρυμάτων και κεντρικών κυβερνήσεων και κεντρικών τραπεζών συμμορφώνεται με τις κατωτέρω απαιτήσεις:

    α)

    το σύστημα διαβάθμισης λαμβάνει υπόψη τα χαρακτηριστικά κινδύνου του πιστούχου και της συναλλαγής,

    β)

    το σύστημα διαβάθμισης έχει κλίμακα διαβάθμισης πιστούχων που αντικατοπτρίζει αποκλειστικά την ποσοτικοποίηση του κινδύνου αθέτησης της υποχρέωσης του πιστούχου. Η κλίμακα διαβάθμισης πιστούχων περιλαμβάνει τουλάχιστον 7 βαθμίδες για τους πιστούχοι που δεν αθέτησαν και μία βαθμίδα για τους πιστούχοι που αθέτησαν,

    γ)

    το ίδρυμα τεκμηριώνει γραπτώς τη σχέση μεταξύ βαθμίδων πιστούχου από την άποψη του επιπέδου κινδύνου αθέτησης που αντιστοιχεί σε κάθε βαθμίδα και των κριτηρίων που χρησιμοποιούνται για τον προσδιορισμό αυτού του επιπέδου,

    δ)

    τα ιδρύματα των οποίων τα χαρτοφυλάκια είναι συγκεντρωμένα σε δεδομένο τμήμα αγοράς και εύρος κινδύνου αθέτησης διαθέτουν επαρκή αριθμό βαθμίδων πιστούχου εντός του εύρους αυτού ώστε να αποφεύγουν την υπερβολική συγκέντρωση πιστούχων σε δεδομένη βαθμίδα. Σημαντικές συγκεντρώσεις σε μία βαθμίδα δικαιολογούνται εάν υπάρχουν πειστικές εμπειρικές ενδείξεις ότι η συγκεκριμένη βαθμίδα πιστούχου καλύπτει ένα εύλογα στενό εύρος τιμών PD και ότι ο κίνδυνος αθέτησης που αντιπροσωπεύουν όλοι οι πιστούχοι της βαθμίδας δεν υπερβαίνει τα όρια αυτού του εύρους τιμών,

    ε)

    για να επιτραπεί από την αρμόδια αρχή η χρησιμοποίηση εσωτερικών εκτιμήσεων LGD για τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων των εσωτερικών εκτιμήσεων, το σύστημα διαβάθμισης περιλαμβάνει χωριστή κλίμακα διαβάθμισης πιστοδοτήσεων που αντικατοπτρίζει αποκλειστικά τα χαρακτηριστικά της συναλλαγής που σχετίζονται με την LGD. Ο ορισμός της βαθμίδας πιστοδότησης περιλαμβάνει περιγραφή του τρόπου με τον οποίο τα ανοίγματα ταξινομούνται σε δεδομένη βαθμίδα και των κριτηρίων που χρησιμοποιούνται για τη διάκριση των επιπέδων κινδύνου των διαφόρων βαθμίδων,

    στ)

    σημαντικές συγκεντρώσεις σε μία βαθμίδα πιστοδότησης δικαιολογούνται εάν υπάρχουν πειστικές εμπειρικές ενδείξεις ότι η βαθμίδα αυτή καλύπτει ένα εύλογα στενό εύρος τιμών της LGD και ότι ο κίνδυνος που αντιπροσωπεύουν όλα τα ανοίγματα της βαθμίδας δεν υπερβαίνει τα όρια αυτού του εύρους τιμών.

    2.   Τα ιδρύματα που εφαρμόζουν τις προσεγγίσεις του άρθρου 153 παράγραφος 5 για τον καθορισμό των συντελεστών στάθμισης κινδύνου για τα ανοίγματα ειδικού δανεισμού απαλλάσσονται από την απαίτηση να διαθέτουν κλίμακα διαβάθμισης πιστούχων που αντικατοπτρίζει αποκλειστικά την ποσοτικοποίηση του κινδύνου αθέτησης των υποχρεώσεων των πιστούχων για τα ανοίγματα αυτά. Τα ιδρύματα αυτά χρησιμοποιούν για τα ανοίγματα αυτά τουλάχιστον 4 βαθμίδες για τους πιστούχοι που δεν αθέτησαν και τουλάχιστον μία βαθμίδα για τους πιστούχοι που αθέτησαν.

    3.   Η διάρθρωση των συστημάτων διαβάθμισης για τα ανοίγματα λιανικής τραπεζικής πρέπει να πληροί τις ακόλουθες απαιτήσεις:

    α)

    τα συστήματα διαβάθμισης πρέπει να αντικατοπτρίζουν τόσο τον κίνδυνο του πιστούχου όσο και τον κίνδυνο της συναλλαγής και να αποτυπώνουν όλα τα κατάλληλα χαρακτηριστικά του πιστούχου και της συναλλαγής που επηρεάζουν τον αναλαμβανόμενο κίνδυνο,

    β)

    ο βαθμός διαφοροποίησης των κινδύνων εξασφαλίζει ότι ο αριθμός των ανοιγμάτων σε δεδομένη βαθμίδα ή ομάδα με ομοειδή χαρακτηριστικά είναι επαρκής για να είναι δυνατή μια ουσιαστική ποσοτικοποίηση και επικύρωση των χαρακτηριστικών ζημίας αυτής της βαθμίδας ή ομάδας. Η κατανομή των ανοιγμάτων και των πιστούχων σε βαθμίδες ή ομάδες είναι τέτοια ώστε να αποφεύγεται η υπερβολική συγκέντρωση,

    γ)

    η διαδικασία ταξινόμησης των ανοιγμάτων σε βαθμίδες ή ομάδες επιτρέπει ουσιαστική διαφοροποίηση των κινδύνων, την ομαδοποίηση ανοιγμάτων με επαρκώς ομοιογενή χαρακτηριστικά και επιτρέπει την ακριβή και συνεπή εκτίμηση των χαρακτηριστικών ζημίας στο επίπεδο κάθε βαθμίδας ή ομάδας. Για τις αποκτηθείσες εισπρακτέες απαιτήσεις, η ομαδοποίηση αντικατοπτρίζει τις πρακτικές αναδοχής των πωλητών και την ανομοιογένεια των πελατών τους.

    4.   Κατά την ταξινόμηση των ανοιγμάτων τους σε βαθμίδες ή ομάδες, τα ιδρύματα λαμβάνουν υπόψη τους ακόλουθους παράγοντες κινδύνου:

    α)

    τα χαρακτηριστικά κινδύνου του πιστούχου,

    β)

    τα χαρακτηριστικά κινδύνου της συναλλαγής περιλαμβανομένου του είδους του προϊόντος ή της εξασφάλισης, ή αμφοτέρων. Τα ιδρύματα αντιμετωπίζουν χωριστά τις περιπτώσεις στις οποίες περισσότερα ανοίγματα καλύπτονται από την ίδια εξασφάλιση,

    γ)

    τις καθυστερήσεις, εκτός εάν το ίδρυμα αποδείξει επαρκώς στις αρμόδιες αρχές ότι δεν αποτελούν σημαντικό παράγοντα κινδύνου για το σχετικό άνοιγμα.

    Άρθρο 171

    Ταξινόμηση σε βαθμίδες ή ομάδες

    1.   Το ίδρυμα διαθέτει ειδικούς ορισμούς, διαδικασίες και κριτήρια για την ταξινόμηση των ανοιγμάτων του στις βαθμίδες ή ομάδες ενός συστήματος διαβάθμισης, σύμφωνα με τις κατωτέρω απαιτήσεις:

    α)

    οι ορισμοί των βαθμίδων ή ομάδων και τα κριτήρια ταξινόμησης σε αυτές είναι επαρκώς λεπτομερείς ώστε να επιτρέπουν στους υπεύθυνους των διαβαθμίσεων να κατατάσσουν με συνέπεια τους πιστούχοι ή τις πιστοδοτήσεις με παρόμοιο κίνδυνο στην ίδια βαθμίδα ή ομάδα, όποιες και εάν είναι οι σχετικές επιχειρηματικές δραστηριότητες, αρμόδιες υπηρεσίες ή γεωγραφικές τοποθεσίες,

    β)

    η γραπτή τεκμηρίωση της διαδικασίας διαβάθμισης επιτρέπει στους τρίτους να κατανοούν τον τρόπο ταξινόμησης των ανοιγμάτων σε βαθμίδες ή ομάδες, να αναπαράγουν την ταξινόμηση αυτή και να αξιολογούν την καταλληλότητά της,

    γ)

    τα χρησιμοποιούμενα κριτήρια πρέπει επίσης να είναι συνεπή με τα εσωτερικά πιστοδοτικά πρότυπα του ιδρύματος και με τις πολιτικές του για τη διαχείριση των προβληματικών πιστούχων και πιστοδοτήσεων.

    2.   Το ίδρυμα λαμβάνει υπόψη όλες τις κατάλληλες πληροφορίες για την ταξινόμηση πιστούχων και πιστοδοτήσεων σε βαθμίδες ή ομάδες. Οι πληροφορίες πρέπει να είναι επίκαιρες και να επιτρέπουν στο ίδρυμα να προβλέπει τη μελλοντική συμπεριφορά του ανοίγματος. Όσο λιγότερες πληροφορίες διαθέτει το ίδρυμα, τόσο πιο συντηρητική πρέπει να είναι η ταξινόμηση των ανοιγμάτων του σε βαθμίδες ή ομάδες πιστούχων και πιστοδοτήσεων. Εάν το ίδρυμα χρησιμοποιεί εξωτερική διαβάθμιση ως τον κυριότερο παράγοντα προσδιορισμού εσωτερικής διαβάθμισης, πρέπει να εξασφαλίζει ότι λαμβάνει υπόψη και άλλες κατάλληλες πληροφορίες.

    Άρθρο 172

    Ταξινόμηση των ανοιγμάτων

    1.   Τα ανοίγματα έναντι επιχειρήσεων, ιδρυμάτων και κεντρικών κυβερνήσεων και κεντρικών τραπεζών, καθώς και τα ανοίγματα σε μετοχές όταν ένα ίδρυμα χρησιμοποιεί την προσέγγιση PD/LGD του άρθρου 155 παράγραφος 3, ταξινομούνται σύμφωνα με τα ακόλουθα κριτήρια:

    α)

    κάθε πιστούχος ταξινομείται σε βαθμίδα πιστούχου στο πλαίσιο της διαδικασίας έγκρισης της πίστωσης,

    β)

    για τα ανοίγματα εκείνα για τα οποία ένα ίδρυμα έχει λάβει την άδεια της αρμόδιας αρχής να χρησιμοποιεί εσωτερικές εκτιμήσεις LGD και συντελεστών μετατροπής σύμφωνα με το άρθρο 143, κάθε άνοιγμα ταξινομείται επίσης σε βαθμίδα πιστοδότησης στο πλαίσιο της διαδικασίας έγκρισης της πίστωσης,

    γ)

    τα ιδρύματα που εφαρμόζουν τις προσεγγίσεις του άρθρου 153 παράγραφος 5 για τον καθορισμό των συντελεστών στάθμισης κινδύνου για τα ανοίγματα ειδικού δανεισμού ταξινομούν καθένα από τα ανοίγματα αυτά σε μία βαθμίδα σύμφωνα με το άρθρο 170 παράγραφος 2,

    δ)

    κάθε χωριστή οντότητα έναντι της οποίας έχει άνοιγμα το ίδρυμα διαβαθμίζεται χωριστά. Κάθε ίδρυμα διαθέτει κατάλληλες πολιτικές για την αντιμετώπιση των μεμονωμένων πιστούχων-πελατών και των ομάδων συνδεδεμένων πελατών,

    ε)

    διαφορετικά ανοίγματα έναντι του ιδίου πιστούχου ταξινομούνται στην ίδια βαθμίδα πιστούχου, ανεξάρτητα από τις τυχόν διαφορές μεταξύ των σχετικών συναλλαγών. Ωστόσο, στις ακόλουθες περιπτώσεις επιτρέπεται η ταξινόμηση διαφορετικών ανοιγμάτων έναντι του ιδίου πιστούχου σε περισσότερες βαθμίδες:

    i)

    υπάρχει κίνδυνος μεταφοράς σε άλλη χώρα, ανάλογα με το εάν τα ανοίγματα είναι εκφρασμένα σε τοπικό ή σε ξένο νόμισμα,

    ii)

    οι εγγυήσεις που συνδέονται με ένα άνοιγμα μπορούν να αναγνωρίζονται με την προσαρμογή της ταξινόμησης σε βαθμίδα πιστούχου,

    iii)

    η νομοθεσία περί προστασίας των καταναλωτών και περί τραπεζικού απορρήτου ή άλλη νομοθεσία απαγορεύουν την ανταλλαγή δεδομένων που αφορούν τον πελάτη.

    2.   Για τα ανοίγματα λιανικής τραπεζικής, κάθε άνοιγμα ταξινομείται σε βαθμίδα ή ομάδα πιστούχου στο πλαίσιο της διαδικασίας έγκρισης της πίστωσης.

    3.   Τα ιδρύματα τεκμηριώνουν γραπτώς τις περιπτώσεις στις οποίες η ανθρώπινη κρίση μπορεί να αγνοήσει τις εισαγόμενες παραμέτρους και τα αποτελέσματα της διαδικασίας ταξινόμησης σε βαθμίδες και ομάδες, καθώς και το προσωπικό που είναι υπεύθυνο για την έγκριση αυτών των παρεκκλίσεων. Τεκμηριώνουν όλες τις παρεκκλίσεις και καταγράφουν το υπεύθυνο προσωπικό. Αναλύουν τις συμπεριφορές των ανοιγμάτων των οποίων οι ταξινομήσεις τροποποιήθηκαν. Η ανάλυση περιλαμβάνει αξιολόγηση της συμπεριφοράς των ανοιγμάτων των οποίων η διαβάθμιση δεν ελήφθη υπόψη από συγκεκριμένο πρόσωπο, το οποίο αναλαμβάνει την ευθύνη για όλο το υπεύθυνο προσωπικό.

    Άρθρο 173

    Αρτιότητα της διαδικασίας ταξινόμησης

    1.   Για τα ανοίγματα έναντι επιχειρήσεων, ιδρυμάτων και κεντρικών κυβερνήσεων και κεντρικών τραπεζών, καθώς και για τα ανοίγματα σε μετοχές όταν ένα ίδρυμα χρησιμοποιεί την προσέγγιση PD/LGD του άρθρου 155 παράγραφος 3, η διαδικασία ταξινόμησης πληροί τις ακόλουθες απαιτήσεις αρτιότητας:

    α)

    οι ταξινομήσεις και η περιοδική επανεξέτασή τους πραγματοποιούνται ή εγκρίνονται από ανεξάρτητο τρίτο που δεν επωφελείται άμεσα από την απόφαση χορήγησης της πίστωσης,

    β)

    τα ιδρύματα επανεξετάζουν τις ταξινομήσεις τουλάχιστον μία φορά τον χρόνο και προσαρμόζουν την ταξινόμηση όταν το αποτέλεσμα της επανεξέτασης δεν αιτιολογεί τη μεταφορά της τρέχουσας ταξινόμησης. Οι πιστούχοι υψηλού κινδύνου και τα προβληματικά ανοίγματα υπάγονται σε συχνότερη επανεξέταση. Τα ιδρύματα πραγματοποιούν νέα ταξινόμηση εάν καθίστανται διαθέσιμες νέες σημαντικές πληροφορίες για τον πιστούχου ή το άνοιγμα,

    γ)

    το ίδρυμα εφαρμόζει αποτελεσματική διαδικασία συγκέντρωσης και επικαιροποίησης των κατάλληλων πληροφοριών για τα χαρακτηριστικά των πιστούχων τα οποία έχουν επίπτωση στην PD, καθώς και για τα χαρακτηριστικά των συναλλαγών τα οποία επηρεάζουν τις LGD ή τους συντελεστές μετατροπής.

    2.   Για τα ανοίγματα λιανικής τραπεζικής το ίδρυμα επανεξετάζει, τουλάχιστον μία φορά τον χρόνο, τις ταξινομήσεις των πιστούχων και των πιστοδοτήσεων και προσαρμόζει την ταξινόμηση όταν το αποτέλεσμα της επανεξέτασης δεν αιτιολογεί τη μεταφορά της τρέχουσας ταξινόμησης ή επανεξετάζει, κατά περίπτωση, τα χαρακτηριστικά ζημίας και την κατάσταση καθυστερήσεων για κάθε ομάδα κινδύνου. Το ίδρυμα επανεξετάζει, τουλάχιστον μία φορά τον χρόνο, βάσει αντιπροσωπευτικού δείγματος, την κατάσταση των μεμονωμένων ανοιγμάτων σε κάθε ομάδα προκειμένου να διασφαλίσει ότι τα ανοίγματα εξακολουθούν να είναι ταξινομημένα στην κατάλληλη ομάδα και προσαρμόζει την ταξινόμηση όταν το αποτέλεσμα της επανεξέτασης δεν αιτιολογεί τη μεταφορά της τρέχουσας ταξινόμησης.

    3.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για τις προσεγγίσεις με τις οποίες οι αρμόδιες αρχές αξιολογούν την αρτιότητα της διαδικασίας ταξινόμησης καθώς και για την τακτική και ανεξάρτητη αξιολόγηση των κινδύνων.

    Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 31 Δεκεμβρίου 2014.

    Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

    Άρθρο 174

    Χρήση υποδειγμάτων

    Εάν το ίδρυμα χρησιμοποιεί στατιστικά υποδείγματα και άλλες αυτοματοποιημένες μεθόδους για την ταξινόμηση των ανοιγμάτων σε βαθμίδες ή ομάδες πιστούχων ή πιστοδοτήσεων, πρέπει να πληρούνται οι κατωτέρω απαιτήσεις:

    α)

    το υπόδειγμα πρέπει να έχει καλή προβλεπτική ικανότητα και η χρήση του να μην οδηγεί σε στρεβλώσεις των κεφαλαιακών απαιτήσεων. Οι μεταβλητές που εισάγονται στο υπόδειγμα πρέπει να αποτελούν εύλογη και αποτελεσματική βάση για τις προβλέψεις του. Το υπόδειγμα δεν πρέπει να έχει σημαντικές μεροληψίες,

    β)

    το ίδρυμα πρέπει να διαθέτει διαδικασία για την εξακρίβωση των δεδομένων που εισάγονται στο υπόδειγμα, η οποία να περιλαμβάνει τον έλεγχο της ακρίβειας, της πληρότητας και της καταλληλότητας των δεδομένων,

    γ)

    τα δεδομένα που χρησιμοποιήθηκαν για τον σχεδιασμό του υποδείγματος πρέπει να είναι αντιπροσωπευτικά του συνόλου των πραγματικών πιστούχων ή ανοιγμάτων του ιδρύματος,

    δ)

    το ίδρυμα πρέπει να διαθέτει τακτικό κύκλο επικύρωσης του υποδείγματος, ο οποίος να περιλαμβάνει έλεγχο των επιδόσεων και της σταθερότητάς του, επανεξέταση των προδιαγραφών του και σύγκριση των προβλέψεών του με τα πραγματικά αποτελέσματα,

    ε)

    το ίδρυμα πρέπει, εκτός από το στατιστικό υπόδειγμα, να χρησιμοποιεί επίσης ανθρώπινη κρίση και εποπτεία για τον έλεγχο των ταξινομήσεων που βασίζονται στο υπόδειγμα και να διασφαλίζει ότι το υπόδειγμα χρησιμοποιείται ορθά. Οι διαδικασίες επανεξέτασης πρέπει να επιτρέπουν τον εντοπισμό και τον περιορισμό των σφαλμάτων που σχετίζονται με τις αδυναμίες του υποδείγματος. Στην ανθρώπινη κρίση πρέπει να υπόκεινται όλες οι κατάλληλες πληροφορίες που δεν συνυπολογίζονται από το υπόδειγμα. Το ίδρυμα πρέπει να τεκμηριώνει γραπτώς τον τρόπο με τον οποίο η ανθρώπινη κρίση πρέπει να συνδυάζεται με τα αποτελέσματα του υποδείγματος.

    Άρθρο 175

    Τεκμηρίωση των συστημάτων διαβάθμισης

    1.   Τα ιδρύματα τεκμηριώνουν γραπτώς τον σχεδιασμό και τα λειτουργικά χαρακτηριστικά των συστημάτων διαβάθμισής τους. Η γραπτή τεκμηρίωση πρέπει να αποδεικνύει την τήρηση των απαιτήσεων του παρόντος τμήματος και να εξετάζει θέματα όπως η διαφοροποίηση των χαρτοφυλακίων, τα κριτήρια διαβάθμισης, οι ευθύνες των μερών που είναι επιφορτισμένα με τη διαβάθμιση των πιστούχων και των ανοιγμάτων, η συχνότητα επανεξέτασης των ταξινομήσεων και η εποπτεία της διαδικασίας διαβάθμισης από τη διοίκηση.

    2.   Το ίδρυμα τεκμηριώνει γραπτώς τους λόγους και τις αναλύσεις που το οδήγησαν στην επιλογή των κριτηρίων διαβάθμισης. Καταγράφει όλες τις σημαντικές μεταβολές στη διαδικασία διαβάθμισης κατά κίνδυνο με τρόπο που επιτρέπει τον εντοπισμό των μεταβολών που πραγματοποιήθηκαν μετά την τελευταία επανεξέταση των αρμόδιων αρχών. Τεκμηριώνει επίσης γραπτώς την οργάνωση της διαδικασίας διαβάθμισης και τη διάρθρωση των εσωτερικών ελέγχων.

    3.   Τα ιδρύματα τεκμηριώνουν γραπτώς τους ειδικούς ορισμούς της αθέτησης υποχρεώσεων και της ζημίας που χρησιμοποιούν εσωτερικά και διασφαλίζουν τη συνέπεια των ορισμών αυτών με εκείνους του παρόντος κανονισμού.

    4.   Εάν το ίδρυμα χρησιμοποιεί στατιστικά υποδείγματα στη διαδικασία διαβάθμισης, τεκμηριώνει γραπτώς τις μεθοδολογίες τους. Η τεκμηρίωση αυτή:

    α)

    περιγράφει λεπτομερώς τη θεωρία, τις παραδοχές και τη μαθηματική και εμπειρική βάση της αντιστοίχισης των εκτιμήσεων με συγκεκριμένες βαθμίδες, μεμονωμένους πιστούχους, ανοίγματα ή ομάδες κινδύνου, καθώς και τις πηγές δεδομένων που χρησιμοποιούνται για την εκτίμηση του υποδείγματος,

    β)

    εφαρμόζει αυστηρή στατιστική διαδικασία επικύρωσης του υποδείγματος (η οποία περιλαμβάνει δοκιμές επιδόσεων εκτός χρόνου και εκτός δείγματος),

    γ)

    αναφέρει κάθε περίσταση στην οποία το υπόδειγμα δεν λειτουργεί αποτελεσματικά.

    5.   Κάθε ίδρυμα οφείλει να αποδείξει επαρκώς στην αρμόδια αρχή ότι πληρούνται οι απαιτήσεις του παρόντος άρθρου, εάν έχει αγοράσει σύστημα διαβάθμισης ή υπόδειγμα που χρησιμοποιείται στο πλαίσιο συστήματος διαβάθμισης από τρίτο πωλητή και ο εν λόγω πωλητής απαγορεύει ή περιορίζει την πρόσβαση του ιδρύματος σε πληροφορίες που αφορούν τη μεθοδολογία του εν λόγω συστήματος διαβάθμισης ή υποδείγματος, ή σε υποκείμενα δεδομένα που χρησιμοποιήθηκαν για την ανάπτυξη της εν λόγω μεθοδολογίας ή του υποδείγματος, με τη λογική ότι οι εν λόγω πληροφορίες αποτελούν ιδιοκτησία του.

    Άρθρο 176

    Διαχείριση των δεδομένων

    1.   Τα ιδρύματα συλλέγουν και αποθηκεύουν δεδομένα σχετικά με ορισμένες πτυχές των εσωτερικών τους διαβαθμίσεων σύμφωνα με τις απαιτήσεις του Ένατου Μέρους.

    2.   Για τα ανοίγματα έναντι επιχειρήσεων, ιδρυμάτων και κεντρικών κυβερνήσεων και κεντρικών τραπεζών, καθώς και για τα ανοίγματα σε μετοχές όταν ένα ίδρυμα χρησιμοποιεί την προσέγγιση PD/LGD του άρθρου 155 παράγραφος 3, τα ιδρύματα συλλέγουν και αποθηκεύουν:

    α)

    τα πλήρη ιστορικά δεδομένα για τις διαβαθμίσεις των πιστούχων και των αποδεκτών εγγυητών,

    β)

    τις ημερομηνίες των διαβαθμίσεων,

    γ)

    τα κυριότερα δεδομένα και τη μεθοδολογία που χρησιμοποιήθηκαν για τις διαβαθμίσεις,

    δ)

    τα πρόσωπα που είναι υπεύθυνα για κάθε διαβάθμιση,

    ε)

    την ταυτότητα των πιστούχων που αθέτησαν και τα ανοίγματα σε αθέτηση,

    στ)

    τις ημερομηνίες και τις συνθήκες των αθετήσεων,

    ζ)

    τα δεδομένα για την PD και το πραγματικό ποσοστό αθέτησης για κάθε βαθμίδα διαβάθμισης και για κάθε μεταβολή διαβάθμισης.

    3.   Τα ιδρύματα που δεν χρησιμοποιούν εσωτερικές εκτιμήσεις LGD και συντελεστών μετατροπής συλλέγουν και αποθηκεύουν δεδομένα για τις συγκρίσεις μεταξύ των πραγματικών τιμών της LGD και των τιμών του άρθρου 161 παράγραφος 1 και για τις συγκρίσεις μεταξύ των πραγματικών τιμών των συντελεστών μετατροπής και των τιμών του άρθρου 166 παράγραφος 8.

    4.   Τα ιδρύματα που χρησιμοποιούν εσωτερικές εκτιμήσεις LGD και συντελεστών μετατροπής συλλέγουν και αποθηκεύουν:

    α)

    τα πλήρη ιστορικά δεδομένα για τις διαβαθμίσεις των πιστοδοτήσεων και για τις εκτιμήσεις LGD και συντελεστών μετατροπής για κάθε κλίμακα διαβάθμισης,

    β)

    τις ημερομηνίες των διαβαθμίσεων και των εκτιμήσεων,

    γ)

    τα κυριότερα δεδομένα και τη μεθοδολογία που χρησιμοποιήθηκαν για τις διαβαθμίσεις των πιστοδοτήσεων και για τις εκτιμήσεις LGD και συντελεστών μετατροπής,

    δ)

    τα πρόσωπα που διαβάθμισαν την πιστοδότηση και τα πρόσωπα που παρείχαν εκτίμηση της LGD και των συντελεστών μετατροπής,

    ε)

    τα δεδομένα για τις εκτιμηθείσες και τις πραγματικές τιμές της LGD και των συντελεστών μετατροπής για κάθε άνοιγμα σε αθέτηση,

    στ)

    τα δεδομένα για την LGD του ανοίγματος πριν και μετά την αξιολόγηση της επίπτωσης μιας εγγύησης ή ενός πιστωτικού παραγώγου, για τα ιδρύματα τα οποία λαμβάνουν υπόψη στον υπολογισμό της LGD τη μείωση του πιστωτικού κινδύνου που επιτυγχάνεται με εγγυήσεις ή πιστωτικά παράγωγα,

    ζ)

    τα δεδομένα για τις συνιστώσες της ζημίας για κάθε άνοιγμα σε αθέτηση.

    5.   Για τα ανοίγματα λιανικής τραπεζικής, τα ιδρύματα συλλέγουν και αποθηκεύουν:

    α)

    τα δεδομένα που χρησιμοποιούνται στη διαδικασία ταξινόμησης των ανοιγμάτων σε βαθμίδες ή ομάδες,

    β)

    τα δεδομένα για τις εκτιμήσεις της PD, της LGD και των συντελεστών μετατροπής για κάθε βαθμίδα ή ομάδα,

    γ)

    την ταυτότητα των πιστούχων που αθέτησαν και τα ανοίγματα σε αθέτηση,

    δ)

    για τα ανοίγματα σε αθέτηση, τα δεδομένα για τη βαθμίδα ή την ομάδα στην οποία το άνοιγμα είχε ταξινομηθεί κατά το έτος πριν από την αθέτηση και για τις πραγματικές τιμές της LGD και των συντελεστών μετατροπής,

    ε)

    τα δεδομένα για τα ποσοστά ζημίας για τις αποδεκτές ανακυκλούμενες πιστώσεις λιανικής τραπεζικής.

    Άρθρο 177

    Προσομοιώσεις ακραίων καταστάσεων για την αξιολόγηση της κεφαλαιακής επάρκειας

    1.   Το ίδρυμα διαθέτει άρτιες διαδικασίες προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων για την αξιολόγηση της κεφαλαιακής επάρκειάς του. Οι προσομοιώσεις ακραίων καταστάσεων επιτρέπουν στο ίδρυμα να εντοπίζει δυνητικά γεγονότα ή μελλοντικές μεταβολές των οικονομικών συνθηκών που μπορούν να έχουν δυσμενείς επιπτώσεις στα ανοίγματα του και να αξιολογεί την ικανότητά του να αντιμετωπίσει τις μεταβολές αυτές.

    2.   Το ίδρυμα πραγματοποιεί τακτικά προσομοίωση ακραίων καταστάσεων για να αξιολογεί την επίπτωση ορισμένων ειδικών συνθηκών στη συνολική του κεφαλαιακή απαίτηση για πιστωτικό κίνδυνο. Η προσομοίωση που θα πραγματοποιηθεί επιλέγεται από το ίδρυμα, υπό την εποπτική αξιολόγηση των αρμόδιων αρχών. Πρέπει να είναι κατάλληλη και να λαμβάνει υπόψη την επίπτωση σεναρίων σοβαρής, αλλά εύλογης, οικονομικής ύφεσης. Το ίδρυμα αξιολογεί τη μεταβολή των διαβαθμίσεών του ως αποτέλεσμα των σεναρίων προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων. Τα χαρτοφυλάκια που υποβάλλονται σε προσομοίωση περιέχουν το μεγαλύτερο μέρος των ανοιγμάτων του ιδρύματος.

    3.   Τα ιδρύματα που εφαρμόζουν την αντιμετώπιση του άρθρου 153 παράγραφος 3 λαμβάνουν υπόψη στο πλαίσιο των προσομοιώσεων ακραίων καταστάσεων την επίπτωση τυχόν επιδείνωσης της πιστωτικής ποιότητας των παρόχων πιστωτικής προστασίας και ιδίως την περίπτωση στην οποία αυτοί παύουν να πληρούν τα κριτήρια επιλεξιμότητας.

    Ενότητα 2

    Ποσοτικοποίηση του κινδύνου

    Άρθρο 178

    Αθέτηση πιστούχου

    1.   Ένας πιστούχος θεωρείται ότι είναι σε «αθέτηση» εάν έχει επέλθει ένα ή και τα δύο από τα ακόλουθα γεγονότα:

    α)

    το ίδρυμα εκτιμά ότι ο πιστούχος δεν είναι πιθανό να εκπληρώσει πλήρως την πιστωτική του υποχρέωση έναντι του ιδρύματος, της μητρικής του επιχείρησης ή μιας από τις θυγατρικές του, εκτός εάν το ίδρυμα προσφύγει σε μέτρα όπως η ρευστοποίηση της εξασφάλισης,

    β)

    ο πιστούχος είναι σε καθυστέρηση πληρωμών άνω των 90 ημερών σε οποιαδήποτε σημαντική πιστωτική υποχρέωση έναντι του ιδρύματος, της μητρικής του επιχείρησης ή των θυγατρικών του. Οι αρμόδιες αρχές δύναται να αντικαταστήσουν τις 90 ημέρες με 180 ημέρες για τα ανοίγματα που είναι εξασφαλισμένα με ακίνητα κατοικίας ή εμπορικά ακίνητα ΜΜΕ στην κατηγορία ανοιγμάτων λιανικής τραπεζικής, καθώς και για τα ανοίγματα σε οντότητες του δημόσιου τομέα. Οι 180 ημέρες δεν ισχύουν για τους σκοπούς του άρθρου 127.

    Στην περίπτωση των ανοιγμάτων λιανικής τραπεζικής, τα ιδρύματα μπορούν να χρησιμοποιούν τον ορισμό της αθέτησης που αναφέρεται στα στοιχεία α) και β) του πρώτου εδαφίου στο επίπεδο μεμονωμένης πιστωτικής διευκόλυνσης και όχι σε ό,τι αφορά τις συνολικές υποχρεώσεις του δανειολήπτη.

    2.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 στοιχείο β) ισχύουν τα εξής:

    α)

    για τις υπεραναλήψεις, η καθυστέρηση αρχίζει αμέσως μόλις ο πιστούχος υπερβεί ένα εγκεκριμένο όριο, ειδοποιηθεί ότι διαθέτει όριο χαμηλότερο από το τρέχον υπόλοιπο ή πραγματοποιήσει ανάληψη ποσών χωρίς έγκριση και τα βασικά ποσά είναι σημαντικά,

    β)

    για τους σκοπούς του στοιχείου α), ένα εγκεκριμένο όριο αποτελείται από οποιοδήποτε πιστωτικό όριο έχει προσδιοριστεί από το ίδρυμα και το οποίο έχει γνωστοποιηθεί στον πιστούχου από το ίδρυμα,

    γ)

    η καθυστέρηση για τις πιστωτικές κάρτες αρχίζει από τη λήξη της προθεσμίας εξόφλησης,

    δ)

    το ουσιώδες της καθυστερημένης πιστωτικής υποχρέωσης εκτιμάται βάσει ορίου που ορίζεται από τις αρμόδιες αρχές. Το όριο αυτό αντικατοπτρίζει ένα εύλογο επίπεδο κινδύνου κατά την κρίση της αρμόδιας αρχής,

    ε)

    τα ιδρύματα έχουν τεκμηριωμένες πολιτικές όσον αφορά τη μέτρηση των ημερών καθυστέρησης, ιδιαίτερα όσον αφορά τη χρονική αναπροσαρμογή των πιστοδοτήσεων και την παραχώρηση παρατάσεων, τροποποιήσεων ή αναβολών, ανανεώσεων και όσον αφορά τον συμψηφισμό των υφιστάμενων λογαριασμών. Οι εν λόγω πολιτικές εφαρμόζονται σταθερά και με συνέπεια και συμμορφώνονται με τη διαχείριση του εσωτερικού κινδύνου και τις διαδικασίες λήψης αποφάσεων του ιδρύματος.

    3.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 στοιχείο α), τα στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη ως ενδείξεις πιθανής αδυναμίας πληρωμής είναι τα εξής:

    α)

    η πιστωτική υποχρέωση έχει χαρακτηριστεί από το ίδρυμα ως μη εκτοκιζόμενη,

    β)

    το ίδρυμα αναγνωρίζει μια σημαντική προσαρμογή πιστωτικού κινδύνου που δικαιολογείται από τη διαπίστωση σημαντικής επιδείνωσης της ποιότητας της πίστωσης από το χρόνο της χορήγησής της,

    γ)

    το ίδρυμα πωλεί την πιστωτική υποχρέωση με σημαντική οικονομική ζημία λόγω της επιδείνωσης της ποιότητας της πίστωσης,

    δ)

    το ίδρυμα συναινεί στην επείγουσα αναδιάρθρωση της πιστωτικής υποχρέωσης, η οποία είναι πιθανό ότι θα οδηγήσει στη μείωσή της λόγω διαγραφής ή αναδιάταξης σημαντικού τμήματος του κεφαλαίου, των τόκων ή (κατά περίπτωση) των προμηθειών. Στην περίπτωση των ανοιγμάτων σε μετοχές που αποτιμώνται με την προσέγγιση PD/LGD, αυτό περιλαμβάνει την επείγουσα αναδιάρθρωση της ίδιας της μετοχικής θέσης,

    ε)

    το ίδρυμα έχει ζητήσει την κήρυξη σε πτώχευση του πιστούχου ή την εφαρμογή ανάλογου μέτρου ως προς την πιστωτική υποχρέωση του πιστούχου έναντι του ιδρύματος, της μητρικής του επιχείρησης ή μιας από τις θυγατρικές του,

    στ)

    ο πιστούχος έχει ζητήσει να κηρυχθεί ή έχει κηρυχθεί σε πτώχευση ή τεθεί σε παρόμοιο καθεστώς προστασίας προκειμένου να αποφύγει ή να καθυστερήσει την αποπληρωμή πιστωτικής του υποχρέωσης έναντι του ιδρύματος, της μητρικής του επιχείρησης ή μιας από τις θυγατρικές του.

    4.   Τα ιδρύματα που χρησιμοποιούν εξωτερικά δεδομένα που δεν είναι συνεπή με τον ορισμό της αθέτησης κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 1, πραγματοποιούν κατάλληλες προσαρμογές για να επιτύχουν μια γενική ισοδυναμία με τον ορισμό της αθέτησης.

    5.   Εάν το ίδρυμα θεωρεί ότι πίστωση που ήταν προηγουμένως σε αθέτηση είναι εφεξής τέτοια ώστε να μην εφαρμόζεται πλέον καμία ρήτρα ενεργοποίησης της αθέτησης, διαβαθμίζει τον πιστούχου ή την πιστοδότηση σαν να είναι άνοιγμα που δεν είναι σε αθέτηση. Σε περίπτωση μεταγενέστερης ενεργοποίησης του ορισμού της αθέτησης, θα θεωρηθεί ότι έλαβε χώρα νέα αθέτηση.

    6.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για να διευκρινίσει τις προϋποθέσεις σύμφωνα με τις οποίες η αρμόδια αρχή θέτει το όριο που αναφέρεται στην παράγραφο 2 στοιχείο δ).

    Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 31 Δεκεμβρίου 2014.

    Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

    7.   Η ΕΑΤ θεσπίζει κατευθυντήριες γραμμές για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου. Οσάκις γίνεται αναφορά στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

    Άρθρο 179

    Γενικές απαιτήσεις για τις εκτιμήσεις

    1.   Κατά την ποσοτικοποίηση των παραμέτρων κινδύνου για τις βαθμίδες ή ομάδες διαβάθμισης, τα ιδρύματα συμμορφώνονται με τις ακόλουθες απαιτήσεις:

    α)

    οι εκτιμήσεις του ιδρύματος για τις παραμέτρους κινδύνου PD, LGD, συντελεστή μετατροπής και EL λαμβάνουν υπόψη όλα τα κατάλληλα δεδομένα, πληροφορίες και προσεγγίσεις. Υπολογίζονται λαμβάνοντας υπόψη τα ιστορικά δεδομένα και τις εμπειρικές ενδείξεις, και δεν βασίζονται αποκλειστικά σε υποκειμενικές κρίσεις. Οι εκτιμήσεις πρέπει να είναι εύλογες και διαισθητικές και να βασίζονται στους κυριότερους προσδιοριστικούς παράγοντες των αντίστοιχων παραμέτρων κινδύνου. Όσο λιγότερα δεδομένα διαθέτει το ίδρυμα, τόσο πιο συντηρητικές πρέπει να είναι οι εκτιμήσεις του,

    β)

    το ίδρυμα είναι σε θέση να παράσχει ιστορικό των ζημιών του κατανεμημένο σε συχνότητα αθέτησης, LGD, συντελεστή μετατροπής, ή ζημία εάν χρησιμοποιούνται εκτιμήσεις της EL, ανάλογα με τους παράγοντες που θεωρεί καθοριστικούς για την εξέλιξη των διαφόρων παραμέτρων κινδύνου. Οι εκτιμήσεις του ιδρύματος πρέπει να είναι αντιπροσωπευτικές μιας μακροχρόνιας εμπειρίας,

    γ)

    λαμβάνεται υπόψη κάθε μεταβολή στις πιστοδοτικές πρακτικές ή στις διαδικασίες επανείσπραξης κατά τις περιόδους παρατήρησης του άρθρου 180 παράγραφος 1 στοιχείο η), του άρθρου 180 παράγραφος 2 στοιχείο ε), του άρθρου 181 παράγραφος 1 στοιχείο ι), του άρθρου 181 παράγραφος 2 και του άρθρου 178 παράγραφοι 2 και 3. Οι εκτιμήσεις του ιδρύματος λαμβάνουν επίσης υπόψη τις επιπτώσεις των τεχνικών εξελίξεων και νέα δεδομένα ή άλλες πληροφορίες, καθώς αυτές καθίστανται διαθέσιμες. Τα ιδρύματα επανεξετάζουν τις εκτιμήσεις τους εάν λάβουν γνώση νέων πληροφοριών και οπωσδήποτε μία φορά τον χρόνο,

    δ)

    ο πληθυσμός των ανοιγμάτων που αντιπροσωπεύονται στα δεδομένα που χρησιμοποιούνται για τις εκτιμήσεις, τα πιστοδοτικά πρότυπα εν ισχύι κατά τη διαμόρφωση των δεδομένων και τα άλλα κατάλληλα χαρακτηριστικά πρέπει να είναι συγκρίσιμα με εκείνα των ανοιγμάτων και προτύπων του ιδρύματος. Οι οικονομικές συνθήκες ή οι συνθήκες της αγοράς υπό τις οποίες διαμορφώθηκαν τα δεδομένα πρέπει να είναι συμβατές με τις τρέχουσες και τις προβλεπόμενες συνθήκες. Ο αριθμός των ανοιγμάτων του δείγματος και η περίοδος αναφοράς που χρησιμοποιούνται για την ποσοτικοποίηση είναι επαρκείς για να έχει το ίδρυμα εμπιστοσύνη στην ακρίβεια και ευρωστία των εκτιμήσεών του,

    ε)

    για τις αποκτηθείσες εισπρακτέες απαιτήσεις, οι εκτιμήσεις λαμβάνουν υπόψη όλες τις κατάλληλες πληροφορίες που έχει στη διάθεσή του το αποκτών ίδρυμα σχετικά με την ποιότητα των υποκείμενων απαιτήσεων, περιλαμβανομένων των σχετικών με παρόμοιες ομάδες ομοειδών απαιτήσεων δεδομένων που προέρχονται από τον πωλητή, από το αποκτών ίδρυμα, ή από εξωτερικές πηγές. Το αποκτών ίδρυμα εξακριβώνει κάθε δεδομένο που του παρέχει ο πωλητής εφόσον βασίζεται σε αυτό για τις εκτιμήσεις του,

    στ)

    το ίδρυμα προσθέτει στις εκτιμήσεις του περιθώριο ασφαλείας που συναρτάται με το αναμενόμενο περιθώριο σφάλματος της εκτίμησης. Εάν οι προσεγγίσεις και τα δεδομένα θεωρούνται ότι είναι λιγότερο ικανοποιητικά, το αναμενόμενο περιθώριο σφάλματος είναι μεγαλύτερο, το περιθώριο ασφαλείας είναι και αυτό μεγαλύτερο.

    Σε περίπτωση που ένα ίδρυμα χρησιμοποιεί διαφορετικές εκτιμήσεις για τον υπολογισμό των συντελεστών στάθμισης κινδύνου και για εσωτερικούς σκοπούς, η επιλογή του πρέπει να είναι τεκμηριωμένη και λογική. Εάν το ίδρυμα μπορεί να αποδείξει στις αρμόδιες αρχές ότι στα δεδομένα που συλλέχθηκαν πριν από την 1η Ιανουαρίου 2007 έγιναν κατάλληλες προσαρμογές για να επιτευχθεί γενική ισοδυναμία με τον ορισμό της αθέτησης σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 178 ή με τη ζημία, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέψουν κάποια ευελιξία στην εφαρμογή των απαιτούμενων προτύπων για τα δεδομένα.

    2.   Εάν το ίδρυμα χρησιμοποιεί δεδομένα που συγκεντρώνονται από κοινού από ομάδα ιδρυμάτων, πρέπει να πληρούνται οι κατωτέρω απαιτήσεις:

    α)

    τα συστήματα διαβάθμισης και τα κριτήρια των άλλων ιδρυμάτων της ομάδας είναι παρόμοια με τα δικά του,

    β)

    η ομάδα είναι αντιπροσωπευτική του χαρτοφυλακίου για το οποίο χρησιμοποιούνται τα κοινά δεδομένα,

    γ)

    τα κοινά δεδομένα χρησιμοποιούνται με διαχρονική συνέπεια από το ίδρυμα για τις εκτιμήσεις του,

    δ)

    το ίδρυμα παραμένει υπεύθυνο για την αρτιότητα των συστημάτων διαβάθμισής του,

    ε)

    το ίδρυμα αποδεικνύει ότι διαθέτει επαρκή εσωτερική γνώση των συστημάτων διαβάθμισής του, περιλαμβανομένης της ικανότητας αποτελεσματικής παρακολούθησης και ελέγχου της διαδικασίας διαβάθμισης.

    Άρθρο 180

    Ειδικές απαιτήσεις για την εκτίμηση της πιθανότητας αθέτησης (PD)

    1.   Κατά την ποσοτικοποίηση των παραμέτρων κινδύνου για τις βαθμίδες ή ομάδες διαβάθμισης, τα ιδρύματα εφαρμόζουν τις ακόλουθες ειδικές απαιτήσεις για την εκτίμηση της PD όσον αφορά ανοίγματα έναντι επιχειρήσεων, ιδρυμάτων και κεντρικών κυβερνήσεων και κεντρικών τραπεζών και για ανοίγματα σε μετοχές όταν ένα ίδρυμα χρησιμοποιεί την προσέγγιση PD/LGD του άρθρου 155 παράγραφος 3:

    α)

    τα ιδρύματα εκτιμούν την PD ανά βαθμίδα πιστούχου βάσει μακροπρόθεσμων μέσων όρων των ετήσιων ποσοστών αθέτησης. Οι εκτιμήσεις PD για πιστούχους με υψηλό βαθμό μόχλευσης ή για πιστούχους που έχουν κατά κύριο λόγο διαπραγματεύσιμα περιουσιακά στοιχεία αντικατοπτρίζουν την απόδοση των υποκείμενων στοιχείων ενεργητικού βάσει περιόδων ακραίας μεταβλητότητας,

    β)

    για τις αποκτηθείσες εισπρακτέες απαιτήσεις έναντι επιχειρήσεων, τα ιδρύματα μπορούν να εκτιμούν την EL ανά βαθμίδα πιστούχου βάσει μακροπρόθεσμων μέσων όρων των ετήσιων πραγματικών ποσοστών αθέτησης,

    γ)

    εάν, για αποκτηθείσες εισπρακτέες απαιτήσεις έναντι επιχειρήσεων, το ίδρυμα υπολογίζει τις μέσες μακροπρόθεσμες εκτιμήσεις των PD και LGD βάσει εκτίμησης της EL και κατάλληλης εκτίμησης της PD ή της LGD, η διαδικασία εκτίμησης των συνολικών ζημιών πληροί τα γενικά πρότυπα του παρόντος Μέρους για την εκτίμηση της PD και της LGD και το αποτέλεσμα είναι συνεπές με την έννοια της LGD που ορίζεται στο άρθρο 181 παράγραφος 1 στοιχείο α),

    δ)

    τα ιδρύματα δεν μπορούν να χρησιμοποιούν τεχνικές εκτίμησης της PD χωρίς αναλυτική υποστήριξη. Τα ιδρύματα αναγνωρίζουν τη σημασία της υποκειμενικής κρίσης κατά το συνδυασμό των αποτελεσμάτων διαφόρων τεχνικών και τις προσαρμογές που γίνονται λόγω περιορισμών των τεχνικών και των πληροφοριών,

    ε)

    εάν το ίδρυμα χρησιμοποιεί για την εκτίμηση της PD δεδομένα από την εσωτερική εμπειρία αθέτησης, οι εκτιμήσεις αντικατοπτρίζουν τα πρότυπα αναδοχής και όλες τις διαφορές μεταξύ του συστήματος διαβάθμισης από το οποίο απορρέουν τα δεδομένα και του τρέχοντος συστήματος διαβάθμισης. Εάν τα πρότυπα αναδοχής ή τα συστήματα διαβάθμισης έχουν τροποποιηθεί, το ίδρυμα προσθέτει μεγαλύτερο περιθώριο ασφαλείας στις εσωτερικές εκτιμήσεις της PD,

    στ)

    στον βαθμό που το ίδρυμα συσχετίζει ή αντιστοιχίζει τις εσωτερικές του βαθμίδες με την κλίμακα ενός ΕΟΠΑ ή παρόμοιου οργανισμού, και τους αποδίδει στη συνέχεια το ποσοστό αθέτησης των βαθμίδων της κλίμακας του εξωτερικού οργανισμού, η αντιστοίχιση πρέπει να βασίζεται σε μια σύγκριση των εσωτερικών κριτηρίων διαβάθμισης με τα κριτήρια του εξωτερικού οργανισμού και σε μια σύγκριση μεταξύ των εσωτερικών και των εξωτερικών διαβαθμίσεων για κάθε κοινό πιστούχου. Το ίδρυμα αποφεύγει κάθε μεροληψία ή ασυνέπεια στην προσέγγιση αντιστοίχισης ή στα υποκείμενα δεδομένα. Τα κριτήρια του εξωτερικού οργανισμού για τα δεδομένα που χρησιμοποιούνται στην ποσοτικοποίηση αντικατοπτρίζουν αποκλειστικά τον κίνδυνο αθέτησης και όχι τα χαρακτηριστικά της συναλλαγής. Η ανάλυση του ιδρύματος περιλαμβάνει σύγκριση των αντίστοιχων ορισμών της αθέτησης, με την επιφύλαξη των απαιτήσεων του άρθρου 178. Το ίδρυμα τεκμηριώνει γραπτώς τη βάση της αντιστοίχισης,

    ζ)

    εάν το ίδρυμα χρησιμοποιεί στατιστικά υποδείγματα πρόβλεψης της αθέτησης, επιτρέπεται να εκτιμά τις PD ως τον απλό μέσο όρο των εκτιμήσεων των PD των μεμονωμένων πιστούχων δεδομένης βαθμίδας. Η χρησιμοποίηση από το ίδρυμα υποδειγμάτων πρόβλεψης της πιθανότητας αθέτησης πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 174,

    η)

    ανεξάρτητα από το εάν το ίδρυμα χρησιμοποιεί εξωτερικές, εσωτερικές ή κοινές πηγές δεδομένων, ή συνδυασμό των τριών για την εκτίμηση της PD, η υποκείμενη περίοδος ιστορικής παρατήρησης που χρησιμοποιείται είναι τουλάχιστον πέντε έτη για μία τουλάχιστον από τις πηγές αυτές. Εάν η διαθέσιμη περίοδος παρατήρησης είναι μεγαλύτερη για οποιαδήποτε πηγή και τα αντίστοιχα δεδομένα είναι κατάλληλα, χρησιμοποιείται αυτή η μεγαλύτερη περίοδος. Η παρούσα παράγραφος ισχύει επίσης και για την προσέγγιση PD/LGD που εφαρμόζεται στα ανοίγματα σε μετοχές. Με την επιφύλαξη της άδειας των αρμόδιων αρχών, τα ιδρύματα που δεν έχουν λάβει άδεια της αρμόδιας αρχής σύμφωνα με το άρθρο 143 να χρησιμοποιούν εσωτερικές εκτιμήσεις LGD ή συντελεστών μετατροπής, μπορούν να χρησιμοποιούν, όταν εφαρμόζουν την ΠΕΔ, αντίστοιχα στοιχεία που καλύπτουν περίοδο δύο ετών. Η περίοδος αυτή παρατείνεται κατά ένα έτος ετησίως, μέχρις ότου υπάρχουν στοιχεία αναφοράς για πενταετή περίοδο.

    2.   Για τα ανοίγματα λιανικής τραπεζικής ισχύουν οι κατωτέρω απαιτήσεις:

    α)

    τα ιδρύματα εκτιμούν την PD ανά βαθμίδα ή ομάδα πιστούχων βάσει μακροπρόθεσμων μέσων όρων των ετήσιων ποσοστών αθέτησης,

    β)

    οι εκτιμήσεις της PD μπορούν επίσης να βασίζονται σε εκτίμηση των συνολικών ζημιών και σε κατάλληλες εκτιμήσεις των LGD,

    γ)

    τα ιδρύματα θεωρούν ότι τα εσωτερικά δεδομένα για την ταξινόμηση των ανοιγμάτων σε βαθμίδες ή ομάδες αποτελούν την πρωταρχική πηγή πληροφοριών για την εκτίμηση των χαρακτηριστικών ζημίας. Επιτρέπεται να χρησιμοποιούν εξωτερικά δεδομένα (περιλαμβανομένων των δεδομένων από κοινές πηγές) ή στατιστικά υποδείγματα για τους σκοπούς της ποσοτικοποίησης, με την προϋπόθεση ότι υπάρχουν και οι δύο ακόλουθοι στενοί δεσμοί:

    i)

    μεταξύ της διαδικασίας που χρησιμοποιεί το ίδρυμα για την ταξινόμηση των ανοιγμάτων σε βαθμίδες ή ομάδες και της διαδικασίας που χρησιμοποιεί η εξωτερική πηγή δεδομένων και

    ii)

    μεταξύ του εσωτερικού προφίλ κινδύνου του ιδρύματος και της σύνθεσης των εξωτερικών δεδομένων,

    δ)

    εάν, για τα ανοίγματα λιανικής τραπεζικής, το ίδρυμα υπολογίζει τις μακροπρόθεσμες μέσες εκτιμήσεις των PD και LGD βάσει εκτίμησης των συνολικών ζημιών και κατάλληλης εκτίμησης της PD ή της LGD, η διαδικασία εκτίμησης των συνολικών ζημιών πληροί τα γενικά πρότυπα του παρόντος Μέρους για την εκτίμηση της PD και της LGD και το αποτέλεσμα είναι συνεπές με την έννοια της LGD που ορίζεται στο άρθρο 181 παράγραφος 1 στοιχείο α),

    ε)

    ανεξάρτητα από το εάν το ίδρυμα χρησιμοποιεί, για τις εσωτερικές εκτιμήσεις των χαρακτηριστικών ζημίας, εξωτερικές, εσωτερικές ή κοινές πηγές δεδομένων ή συνδυασμό των τριών, η υποκείμενη περίοδος ιστορικής παρατήρησης που χρησιμοποιείται είναι τουλάχιστον πέντε έτη για μία τουλάχιστον από τις πηγές αυτές. Εάν η διαθέσιμη περίοδος παρατήρησης είναι μεγαλύτερη για οποιαδήποτε πηγή και τα αντίστοιχα δεδομένα είναι κατάλληλα, χρησιμοποιείται αυτή η μεγαλύτερη περίοδος. Ένα ίδρυμα δεν υποχρεούται να αποδίδει την ίδια σημασία σε όλα τα ιστορικά δεδομένα εάν τα πλέον πρόσφατα δεδομένα έχουν καλύτερη ικανότητα πρόβλεψης των ποσοστών ζημίας. Με την επιφύλαξη της άδειας των αρμόδιων αρχών, τα ιδρύματα μπορούν να χρησιμοποιούν, όταν εφαρμόζουν την ΠΕΔ, αντίστοιχα στοιχεία που καλύπτουν περίοδο δύο ετών. Η περίοδος αυτή παρατείνεται κατά ένα έτος ετησίως, μέχρις ότου υπάρχουν στοιχεία αναφοράς για πενταετή περίοδο,

    στ)

    τα ιδρύματα εντοπίζουν και αναλύουν τις αναμενόμενες μεταβολές των παραμέτρων κινδύνου κατά τη διάρκεια ζωής των ανοιγμάτων (εποχικές διακυμάνσεις).

    Για τις αποκτηθείσες εισπρακτέες απαιτήσεις λιανικής τραπεζικής, τα ιδρύματα μπορούν να χρησιμοποιούν εξωτερικά και εσωτερικά δεδομένα αναφοράς. Τα ιδρύματα χρησιμοποιούν όλες τις κατάλληλες πηγές δεδομένων ως σημεία σύγκρισης.

    3.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να διευκρινίσει τα εξής:

    α)

    τις προϋποθέσεις σύμφωνα με τις οποίες οι αρμόδιες αρχές μπορούν να χορηγούν τις άδειες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο η) και στην παράγραφο 2 στοιχείο ε),

    β)

    τις προσεγγίσεις σύμφωνα με τις οποίες οι αρμόδιες αρχές θα αξιολογούν την μεθοδολογία του ιδρύματος για την εκτίμηση της PD σύμφωνα με το άρθρο 143.

    Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 31 Δεκεμβρίου 2014.

    Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

    Άρθρο 181

    Ειδικές απαιτήσεις για τις εσωτερικές εκτιμήσεις του LGD

    1.   Κατά την ποσοτικοποίηση των παραμέτρων κινδύνου για τις βαθμίδες ή ομάδες διαβάθμισης, τα ιδρύματα εφαρμόζουν τις ακόλουθες ειδικές απαιτήσεις για τις εσωτερικές εκτιμήσεις της LGD:

    α)

    τα ιδρύματα εκτιμούν την LGD ανά βαθμίδα ή ομάδα πιστοδοτήσεων με βάση τον μέσο όρο των πραγματικών τιμών της LGD ανά βαθμίδα ή ομάδα πιστοδοτήσεων, λαμβάνοντας υπόψη όλες τις παρατηρηθείσες αθετήσεις για τις διάφορες πηγές δεδομένων (σταθμισμένος μέσος όρος αθετήσεων),

    β)

    τα ιδρύματα χρησιμοποιούν εκτιμήσεις της LGD που είναι κατάλληλες για περιόδους οικονομικής ύφεσης εάν οι εκτιμήσεις αυτές είναι πιο συντηρητικές από το μακροπρόθεσμο μέσο όρο. Στο βαθμό που αναμένεται ότι ένα σύστημα διαβάθμισης θα παρέχει διαχρονικά μια σταθερού επιπέδου πραγματική τιμή της LGD ανά βαθμίδα ή ομάδα, τα ιδρύματα προσαρμόζουν τις εσωτερικές εκτιμήσεις των παραμέτρων κινδύνου ανά βαθμίδα ή ομάδα προκειμένου να περιορίσουν την επίπτωση της οικονομικής ύφεσης στα ίδια κεφάλαιά τους,

    γ)

    το ίδρυμα λαμβάνει υπόψη το βαθμό ενδεχόμενης εξάρτησης μεταξύ του κινδύνου του πιστούχου και του κινδύνου της εξασφάλισης ή του παρόχου της εξασφάλισης. Οι περιπτώσεις υψηλού βαθμού εξάρτησης αντιμετωπίζονται συντηρητικά,

    δ)

    οι αναντιστοιχίες νομισμάτων μεταξύ της υποκείμενης πιστωτικής υποχρέωσης και της εξασφάλισης αντιμετωπίζονται συντηρητικά από τα ιδρύματα στις εσωτερικές εκτιμήσεις της LGD,

    ε)

    στον βαθμό που λαμβάνουν υπόψη την ύπαρξη εξασφάλισης, οι εκτιμήσεις της LGD δεν βασίζονται αποκλειστικά στην εκτιμώμενη αγοραία αξία της εξασφάλισης. Οι εκτιμήσεις της LGD λαμβάνουν υπόψη την επίπτωση ενδεχόμενης αδυναμίας του ιδρύματος να αποκτήσει ταχέως τον έλεγχο της εξασφάλισης και να την ρευστοποιήσει,

    στ)

    εάν οι εκτιμήσεις της LGD συνυπολογίζουν την ύπαρξη εξασφαλίσεων, τα ιδρύματα καθορίζουν εσωτερικές απαιτήσεις για τη διαχείριση των εξασφαλίσεων, για την ασφάλεια δικαίου και για τη διαχείριση των κινδύνων, που εν γένει πρέπει να αντιστοιχούν προς εκείνες του κεφαλαίου 4 τμήμα 3,

    ζ)

    στον βαθμό που ένα ίδρυμα αναγνωρίζει τις εξασφαλίσεις κατά τον υπολογισμό της αξίας ανοίγματος για τον πιστωτικό κίνδυνο αντισυμβαλλομένου σύμφωνα με το κεφάλαιο 6 τμήμα 5 ή 6, δεν λαμβάνει υπόψη στις εσωτερικές εκτιμήσεις της LGD κανένα ποσό που αναμένεται να εισπραχθεί από τις εξασφαλίσεις,

    η)

    στην ειδική περίπτωση των ανοιγμάτων που είναι ήδη σε αθέτηση, το ίδρυμα χρησιμοποιεί το άθροισμα της καλύτερης εσωτερικής εκτίμησης της αναμενόμενης ζημίας για κάθε άνοιγμα, λαμβανομένων υπόψη των τρεχουσών οικονομικών συνθηκών και του καθεστώτος του ανοίγματος, καθώς και της εκτίμησής της αύξησης του ποσοστού ζημιών που προκλήθηκαν από το ενδεχόμενο επιπλέον απροσδόκητων ζημιών κατά την περίοδο της ανάκτησης, ήτοι μεταξύ της ημερομηνίας αθέτησης και της τελικής εκκαθάρισης του ανοίγματος,

    θ)

    στον βαθμό που κεφαλαιοποιούνται στον λογαριασμό αποτελεσμάτων, οι μη καταβληθέντες τόκοι υπερημερίας προστίθενται στη μέτρηση των ανοιγμάτων και των ζημιών του ιδρύματος,

    ι)

    για ανοίγματα έναντι επιχειρήσεων, ιδρυμάτων και κεντρικών κυβερνήσεων και κεντρικών τραπεζών, οι εκτιμήσεις της LGD βασίζονται σε δεδομένα που καλύπτουν ελάχιστη περίοδο πέντε ετών, περίοδος η οποία, κάθε χρόνο μετά την ένταξη σε εφαρμογή, αυξάνεται κατά ένα χρόνο μέχρι να φτάσει κατ’ ελάχιστον τα επτά χρόνια, για μία τουλάχιστον πηγή δεδομένων. Εάν η διαθέσιμη περίοδος παρατήρησης είναι μεγαλύτερη για μια πηγή και τα αντίστοιχα δεδομένα είναι κατάλληλα, χρησιμοποιείται αυτή η μεγαλύτερη περίοδος.

    2.   Για τα ανοίγματα λιανικής τραπεζικής, τα ιδρύματα μπορούν να πράττουν τα εξής:

    α)

    να πραγματοποιούν εκτιμήσεις της LGD βάσει των πραγματοποιηθεισών ζημιών και κατάλληλων εκτιμήσεων του PD,

    β)

    να λαμβάνουν υπόψη τις μελλοντικές αναλήψεις είτε στους εσωτερικούς συντελεστές μετατροπής είτε στις εσωτερικές εκτιμήσεις της LGD,

    γ)

    για τις αποκτηθείσες εισπρακτέες απαιτήσεις λιανικής τραπεζικής, τα ιδρύματα μπορούν να χρησιμοποιούν εξωτερικά και εσωτερικά δεδομένα αναφοράς για την εκτίμηση της LGD.

    Για τα ανοίγματα λιανικής τραπεζικής, οι εκτιμήσεις της LGD βασίζονται σε δεδομένα που καλύπτουν ελάχιστη περίοδο πέντε ετών. Ένα ίδρυμα δεν υποχρεούται να αποδίδει την ίδια σημασία σε όλα τα ιστορικά δεδομένα εάν τα πλέον πρόσφατα δεδομένα έχουν καλύτερη ικανότητα πρόβλεψης των ποσοστών ζημίας. Με την επιφύλαξη της άδειας των αρμόδιων αρχών, τα ιδρύματα μπορούν να χρησιμοποιούν, όταν εφαρμόζουν την ΠΕΔ, αντίστοιχα στοιχεία που καλύπτουν περίοδο δύο ετών. Η περίοδος αυτή παρατείνεται κατά ένα έτος ετησίως, μέχρις ότου υπάρχουν στοιχεία αναφοράς για πενταετή περίοδο.

    3.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να διευκρινίσει τα εξής:

    α)

    τη φύση, τη σοβαρότητα και τη διάρκεια μιας οικονομικής ύφεσης που αναφέρεται στην παράγραφο 1,

    β)

    τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες μια αρμόδια αρχή επιτρέπει σε ένα ίδρυμα δυνάμει της παραγράφου 3 να χρησιμοποιεί αντίστοιχα στοιχεία που καλύπτουν περίοδο δύο ετών όταν εφαρμόζει την προσέγγιση ΠΕΔ.

    Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 31 Δεκεμβρίου 2014.

    Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

    Άρθρο 182

    Ειδικές απαιτήσεις για την εκτίμηση των εσωτερικών συντελεστών μετατροπής

    1.   Κατά την ποσοτικοποίηση των παραμέτρων κινδύνου για τις βαθμίδες ή ομάδες διαβάθμισης, τα ιδρύματα εφαρμόζουν τις ακόλουθες ειδικές απαιτήσεις για τις εκτιμήσεις των εσωτερικών συντελεστών μετατροπής:

    α)

    τα ιδρύματα εκτιμούν τους συντελεστές μετατροπής ανά βαθμίδα ή ομάδα πιστοδοτήσεων με βάση τον μέσο όρο των πραγματικών συντελεστών μετατροπής ανά βαθμίδα ή ομάδα πιστοδοτήσεων, χρησιμοποιώντας τον σταθμισμένο μέσο όρο αθετήσεων που προκύπτει από όλες τις παρατηρηθείσες αθετήσεις για τις διάφορες πηγές δεδομένων,

    β)

    τα ιδρύματα χρησιμοποιούν τις εκτιμήσεις συντελεστών μετατροπής που είναι κατάλληλες για περιόδους οικονομικής ύφεσης εάν οι εκτιμήσεις αυτές είναι πιο συντηρητικές από τον μακροπρόθεσμο μέσο όρο. Στο βαθμό που αναμένεται ότι ένα σύστημα διαβάθμισης θα παρέχει διαχρονικά σταθερού επιπέδου πραγματικές τιμές συντελεστών μετατροπής ανά βαθμίδα ή ομάδα, τα ιδρύματα προσαρμόζουν τις εσωτερικές εκτιμήσεις των παραμέτρων κινδύνου ανά βαθμίδα ή ομάδα προκειμένου να περιορίσουν την επίπτωση της οικονομικής ύφεσης στα ίδια κεφάλαιά τους,

    γ)

    οι εσωτερικές εκτιμήσεις των συντελεστών μετατροπής λαμβάνουν υπόψη τη δυνατότητα πρόσθετων αναλήψεων από τον πιστούχου μέχρι την ημερομηνία ενεργοποίησης της αθέτησης και μετά την ημερομηνία αυτή. Η εκτίμηση του συντελεστή μετατροπής ενσωματώνει μεγαλύτερο περιθώριο συντηρητικότητας εάν μπορεί εύλογα να αναμένεται σημαντικότερη θετική συσχέτιση μεταξύ της συχνότητας των αθετήσεων και της τιμής του συντελεστή μετατροπής,

    δ)

    κατά την εκτίμηση των συντελεστών μετατροπής, τα ιδρύματα λαμβάνουν υπόψη τις ειδικές πολιτικές και στρατηγικές που έχουν υιοθετήσει για τη λογιστική παρακολούθηση και την επεξεργασία των πληρωμών. Λαμβάνουν επίσης υπόψη την ικανότητα και τη βούλησή τους να εμποδίσουν νέες αναλήψεις πριν την αθέτηση πληρωμών, για παράδειγμα σε περίπτωση παραβίασης συμβατικών ρητρών ή άλλων τεχνικών γεγονότα που προσομοιάζουν με αθέτηση,

    ε)

    τα ιδρύματα διαθέτουν επαρκή συστήματα και διαδικασίες για την παρακολούθηση των ποσών των πιστοδοτήσεων, των τρεχόντων υπολοίπων σε σχέση με τα πιστωτικά όρια και των μεταβολών των τρεχόντων υπολοίπων ανά πιστούχου και ανά βαθμίδα. Το ίδρυμα είναι σε θέση να παρακολουθεί τα τρέχοντα υπόλοιπα σε καθημερινή βάση,

    στ)

    εάν τα ιδρύματα χρησιμοποιούν διαφορετικές εκτιμήσεις συντελεστών μετατροπής για τον υπολογισμό των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ποσών και για εσωτερικούς σκοπούς, τεκμηριώνουν γραπτώς την επιλογή αυτή και τον εύλογο χαρακτήρα της.

    2.   Για ανοίγματα έναντι επιχειρήσεων, ιδρυμάτων και κεντρικών κυβερνήσεων και κεντρικών τραπεζών, οι εκτιμήσεις συντελεστών μετατροπής βασίζονται σε δεδομένα που καλύπτουν ελάχιστη περίοδο πέντε ετών, περίοδος η οποία, κάθε χρόνο μετά την ένταξη σε εφαρμογή, αυξάνεται κατά ένα χρόνο μέχρι να φτάσει κατ’ ελάχιστον τα επτά χρόνια, για μία τουλάχιστον πηγή δεδομένων. Εάν η διαθέσιμη περίοδος παρατήρησης είναι μεγαλύτερη για μια πηγή και τα αντίστοιχα δεδομένα είναι κατάλληλα, χρησιμοποιείται αυτή η μεγαλύτερη περίοδος.

    3.   Για τα ανοίγματα λιανικής τραπεζικής, τα ιδρύματα μπορούν να λαμβάνουν υπόψη τις μελλοντικές αναλήψεις είτε στους εσωτερικούς συντελεστές μετατροπής είτε στις εσωτερικές εκτιμήσεις της LGD.

    Για τα ανοίγματα λιανικής τραπεζικής, οι εκτιμήσεις των συντελεστών μετατροπής βασίζονται σε δεδομένα που καλύπτουν ελάχιστη περίοδο πέντε ετών. Κατά παρέκκλιση της παραγράφου 1 στοιχείο α), ένα ίδρυμα δεν υποχρεούται να αποδίδει την ίδια σημασία σε όλα τα ιστορικά δεδομένα εάν τα πλέον πρόσφατα δεδομένα έχουν καλύτερη ικανότητα πρόβλεψης των αναλήψεων. Με την επιφύλαξη της άδειας των αρμόδιων αρχών, τα ιδρύματα μπορούν να χρησιμοποιούν, όταν εφαρμόζουν την ΠΕΔ, αντίστοιχα στοιχεία που καλύπτουν περίοδο δύο ετών. Η περίοδος αυτή παρατείνεται κατά ένα έτος ετησίως, μέχρις ότου υπάρχουν στοιχεία αναφοράς για πενταετή περίοδο.

    4.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να διευκρινίσει τα εξής:

    α)

    τη φύση, τη σοβαρότητα και τη διάρκεια μιας οικονομικής ύφεσης που αναφέρεται στην παράγραφο 1,

    β)

    τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες μια αρμόδια αρχή επιτρέπει σε ένα ίδρυμα να χρησιμοποιεί αντίστοιχα στοιχεία που καλύπτουν περίοδο δύο ετών όταν το ίδρυμα εφαρμόζει για πρώτη φορά την ΠΕΔ.

    Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 31 Δεκεμβρίου 2014.

    Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

    Άρθρο 183

    Απαιτήσεις για την αξιολόγηση της επίπτωσης των εγγυήσεων και των πιστωτικών παράγωγων για ανοίγματα έναντι επιχειρήσεων, ιδρυμάτων και κεντρικών κυβερνήσεων και κεντρικών τραπεζών για τα οποία χρησιμοποιούνται εσωτερικές εκτιμήσεις του LGD και ανοίγματα λιανικής τραπεζικής

    1.   Οι κατωτέρω απαιτήσεις εφαρμόζονται όσον αφορά τους επιλέξιμους εγγυητές και τις εγγυήσεις:

    α)

    τα ιδρύματα διαθέτουν σαφώς διατυπωμένα κριτήρια για τα είδη εγγυητών που αποδέχονται για τον υπολογισμό των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ποσών,

    β)

    οι κανόνες που εφαρμόζονται στους αποδεκτούς εγγυητές είναι ίδιοι με εκείνους που ορίζονται για τους πιστούχοι στα άρθρα 171, 172 και 173,

    γ)

    η εγγύηση υποβάλλεται σε έγγραφο τύπο, δεν μπορεί να ακυρωθεί από τον εγγυητή, ισχύει έως την πλήρη εκπλήρωση της οφειλής (μέχρι του ποσού και για τη διάρκεια ισχύος της εγγύησης) και είναι εκτελεστή έναντι του εγγυητή σε κάθε χώρα στην οποία αυτός έχει στοιχεία ενεργητικού που μπορούν να κατασχεθούν με δικαστική απόφαση. Με την επιφύλαξη της έγκρισης των αρμόδιων αρχών, μπορούν να αναγνωρίζονται υπό αίρεση εγγυήσεις που συνοδεύονται από όρους δυνάμει των οποίων ο εγγυητής μπορεί να μην υποχρεωθεί να προβεί σε καταβολή. Τα κριτήρια ταξινόμησης λαμβάνουν επαρκώς υπόψη κάθε δυνητικό περιορισμό της αποτελεσματικότητας της μείωσης του πιστωτικού κινδύνου.

    2.   Το ίδρυμα διαθέτει σαφώς διατυπωμένα κριτήρια προσαρμογής των βαθμίδων, των ομάδων ή των εκτιμήσεων της LGD και, στην περίπτωση των ανοιγμάτων λιανικής τραπεζικής και των αποδεκτών αποκτηθεισών εισπρακτέων απαιτήσεων, της διαδικασίας ταξινόμησης των ανοιγμάτων σε βαθμίδες ή ομάδες, κατά τρόπο ώστε να λαμβάνονται υπόψη οι επιπτώσεις των εγγυήσεων για τον υπολογισμό των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ποσών. Τα κριτήρια αυτά είναι σύμφωνα με τις ελάχιστες απαιτήσεις των άρθρων 171, 172 και 173.

    Τα κριτήρια αυτά είναι εύλογα και διαισθητικά. Λαμβάνουν υπόψη την ικανότητα και τη βούληση του εγγυητή να καταβάλει την εγγύηση, την πιθανή ημερομηνία ενδεχόμενων πληρωμών από τον εγγυητή, το βαθμό στον οποίο η ικανότητα καταβολής της εγγύησης από τον εγγυητή συσχετίζεται με την ικανότητα αποπληρωμής του πιστούχου, καθώς και το βαθμό στον οποίο υπάρχουν ακόμα υπολειπόμενοι κίνδυνοι έναντι του πιστούχου.

    3.   Οι απαιτήσεις του παρόντος άρθρου σχετικά με τις εγγυήσεις εφαρμόζονται επίσης στα πιστωτικά παράγωγα για τη μεταφορά πιστωτικού κινδύνου μεμονωμένου πιστούχου. Σε περίπτωση αναντιστοιχίας μεταξύ της υποκείμενης υποχρέωσης και της υποχρέωσης αναφοράς του πιστωτικού παράγωγου ή της υποχρέωσης που χρησιμοποιείται για να διαπιστωθεί εάν επήλθε ένα πιστωτικό γεγονός, εφαρμόζονται οι απαιτήσεις του άρθρου 216 παράγραφος 2. Για τα ανοίγματα λιανικής τραπεζικής και τις αποδεκτές αποκτηθείσες εισπρακτέες απαιτήσεις, η παράγραφος αυτή εφαρμόζεται στη διαδικασία ταξινόμησης των ανοιγμάτων σε βαθμίδες ή ομάδες.

    Τα κριτήρια λαμβάνουν υπόψη τη διάρθρωση των πληρωμών των πιστωτικών παράγωγων και αξιολογούν συντηρητικά την επίπτωσή της στο επίπεδο και το χρονοδιάγραμμα είσπραξης. Το ίδρυμα λαμβάνει επίσης υπόψη τον βαθμό στον οποίο υπάρχουν ακόμα άλλες μορφές υπολειπόμενου κινδύνου.

    4.   Οι απαιτήσεις που ορίζονται στις παραγράφους 1 έως 3 δεν εφαρμόζονται για εγγυήσεις που παρέχονται από ιδρύματα, κεντρικές κυβερνήσεις και κεντρικές τράπεζες, και οι επιχειρήσεις που πληρούν τις απαιτήσεις που προβλέπονται στο άρθρο 201 παράγραφος 1 στοιχείο ζ) εάν το ίδρυμα έχει λάβει άδεια να εφαρμόζει την τυποποιημένη προσέγγιση για ανοίγματα στις εν λόγω επιχειρήσεις σύμφωνα με τα άρθρα 148 και 150. Σε αυτή την περίπτωση εφαρμόζονται οι απαιτήσεις του κεφαλαίου 4.

    5.   Στην περίπτωση των ανοιγμάτων λιανικής τραπεζικής, οι απαιτήσεις που ορίζονται στις παραγράφους 1, 2 και 3 εφαρμόζονται επίσης στην ταξινόμηση των ανοιγμάτων σε βαθμίδες ή ομάδες, καθώς και στην εκτίμηση του PD.

    6.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να διευκρινίσει τις συνθήκες σύμφωνα με τις οποίες οι αρμόδιες αρχές δύνανται να επιτρέπουν την αναγνώριση εγγυήσεων υπό αίρεση.

    Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 31 Δεκεμβρίου 2014.

    Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

    Άρθρο 184

    Απαιτήσεις για τις αποκτηθείσες εισπρακτέες απαιτήσεις

    1.   Κατά την ποσοτικοποίηση των παραμέτρων κινδύνου για τις βαθμίδες ή ομάδες διαβάθμισης για αποκτηθείσες εισπρακτέες απαιτήσεις, τα ιδρύματα διασφαλίζουν τις προϋποθέσεις που ορίζονται στις παραγράφους 2 έως 6.

    2.   Η διάρθρωση της πιστοδότησης εξασφαλίζει ότι σε κάθε προβλέψιμη περίσταση το ίδρυμα είναι ο πραγματικός δικαιούχος και έχει τον πραγματικό έλεγχο κάθε πληρωμής μετρητών από τις εισπρακτέες απαιτήσεις. Εάν ο πιστούχος πραγματοποιεί πληρωμές απευθείας σε έναν πωλητή ή διαχειριστή, το ίδρυμα εξακριβώνει τακτικά ότι οι πληρωμές αυτές πραγματοποιούνται στο σύνολό τους και σύμφωνα με τους συμβατικούς όρους. Τα ιδρύματα διαθέτουν διαδικασίες που εγγυώνται ότι τα δικαιώματά τους επί των εισπρακτέων απαιτήσεων και των πληρωμών μετρητών προστατεύονται έναντι της αναστολής των διώξεων σε διαδικασίες πτώχευσης ή της προβολής νομίμων αξιώσεων που θα μπορούσαν να καθυστερήσουν ουσιωδώς την ρευστοποίηση ή εκχώρηση των εισπρακτέων απαιτήσεων από το δανειστή ή να περιορίσουν τον έλεγχό του επί των πληρωμών μετρητών.

    3.   Το ίδρυμα ελέγχει τόσο την ποιότητα των αποκτηθεισών εισπρακτέων απαιτήσεων όσο και τη χρηματοοικονομική κατάσταση του πωλητή και του διαχειριστή. Ισχύουν οι ακόλουθες διατάξεις:

    α)

    το ίδρυμα αξιολογεί τη συσχέτιση μεταξύ της ποιότητας των αποκτηθεισών εισπρακτέων απαιτήσεων και της χρηματοοικονομικής κατάστασης τόσο του πωλητή όσο και του διαχειριστή, και διαθέτει εσωτερικές πολιτικές και διαδικασίες που παρέχουν επαρκείς εγγυήσεις για την αντιμετώπιση απρόβλεπτων εξελίξεων και οι οποίες περιλαμβάνουν την ταξινόμηση κάθε πωλητή ή αγοραστή σε εσωτερική διαβάθμιση κινδύνου,

    β)

    το ίδρυμα διαθέτει σαφείς και αποτελεσματικές πολιτικές για τον προσδιορισμό της επιλεξιμότητας του πωλητή και του διαχειριστή. Το ίδιο το ίδρυμα ή ο εντολοδόχος του επανεξετάζει περιοδικά τους πωλητές και τους διαχειριστές προκειμένου να εξακριβώσει την ακρίβεια των εκθέσεών τους, να εντοπίσει τυχόν απάτες ή λειτουργικές αδυναμίες και να ελέγξει την ποιότητα των πιστοδοτικών πολιτικών του πωλητή και τις εισπρακτικές πολιτικές και διαδικασίες του διαχειριστή. Οι διαπιστώσεις των ελέγχων αυτών τεκμηριώνονται γραπτώς,

    γ)

    το ίδρυμα αξιολογεί τα χαρακτηριστικά των ομάδων αποκτηθεισών εισπρακτέων απαιτήσεων, και ιδίως τις υπερβάλλουσες προκαταβολές, το ιστορικό καθυστερήσεων πληρωμών, επισφαλών απαιτήσεων και προβλέψεων για επισφαλείς απαιτήσεις του πωλητή, τους όρους πληρωμής και τους ενδεχόμενους αντιθετικούς λογαριασμούς,

    δ)

    το ίδρυμα διαθέτει αποτελεσματικές πολιτικές και διαδικασίες για τον έλεγχο, σε συνολική βάση, των συγκεντρώσεων κινδύνων σε έναν μόνο πιστούχο τόσο εντός μιας ομάδας αποκτηθεισών εισπρακτέων απαιτήσεων όσο και μεταξύ ομάδων,

    ε)

    το ίδρυμα εξασφαλίζει ότι λαμβάνει έγκαιρα από το διαχειριστή επαρκώς λεπτομερείς εκθέσεις σχετικά με την παλαίωση και την απομείωση αξίας των εισπρακτέων απαιτήσεων ώστε να είναι σε θέση να εξακριβώνει την τήρηση των κριτηρίων επιλεξιμότητας του ιδρύματος και των πολιτικών του όσον αφορά τη χορήγηση προκαταβολών για αποκτηθείσες εισπρακτέες απαιτήσεις και να μπορεί ελέγχει και να επιβεβαιώνει τους όρους πώλησης που εφαρμόζει ο πωλητής και τις απομειώσεις αξίας.

    4.   Το ίδρυμα διαθέτει συστήματα και διαδικασίες για τον έγκαιρο εντοπισμό κάθε επιδείνωσης της χρηματοοικονομικής κατάστασης του πωλητή και της ποιότητας των αποκτηθεισών εισπρακτέων απαιτήσεων και για την προνοητική αντιμετώπιση των προβλημάτων που ανακύπτουν. Το ίδρυμα διαθέτει ιδίως σαφείς και αποτελεσματικές πολιτικές, διαδικασίες και συστήματα πληροφορικής για τον εντοπισμό κάθε παράβασης των συμβατικών όρων, καθώς και σαφείς και αποτελεσματικές πολιτικές και διαδικασίες για την αίτηση ένδικης προστασίας και τη διαχείριση των προβληματικών εισπρακτέων απαιτήσεων.

    5.   Το ίδρυμα διαθέτει σαφείς και αποτελεσματικές πολιτικές και διαδικασίες για τον έλεγχο των αποκτηθεισών εισπρακτέων απαιτήσεων, των πιστοδοτήσεων και των χρηματικών διαθεσίμων. Διαθέτει ιδίως γραπτώς τεκμηριωμένες εσωτερικές πολιτικές που διευκρινίζουν όλα τα ουσιώδη στοιχεία των προγραμμάτων απόκτησης εισπρακτέων απαιτήσεων, περιλαμβανομένων των ποσοστών προκαταβολών, των αποδεκτών εξασφαλίσεων, των αναγκαίων εγγράφων, των ορίων συγκέντρωσης και του τρόπου με τον οποίο θα αντιμετωπίζονται τα έσοδα από πληρωμές μετρητών. Τα στοιχεία αυτά λαμβάνουν επαρκώς υπόψη όλους τους κατάλληλους και σημαντικούς παράγοντες, και ιδίως τη χρηματοοικονομική κατάσταση του πωλητή και του διαχειριστή, τις συγκεντρώσεις κινδύνου και την εξέλιξη της ποιότητας των απαιτήσεων και της πελατειακής βάσης του πωλητή, ενώ τα εσωτερικά συστήματα εγγυώνται ότι τα κεφάλαια εκταμιεύονται μόνο εφόσον έχουν κατατεθεί οι αντίστοιχες εξασφαλίσεις και έγγραφα.

    6.   Το ίδρυμα διαθέτει αποτελεσματικές εσωτερικές διαδικασίες για την αξιολόγηση της συμμόρφωσης με όλες τις εσωτερικές πολιτικές και διαδικασίες. Η διαδικασία περιλαμβάνει ιδίως τακτικούς ελέγχους όλων των κρίσιμων φάσεων του προγράμματος απόκτησης εισπρακτέων απαιτήσεων του ιδρύματος, την εξακρίβωση του διαχωρισμού καθηκόντων μεταξύ, αφενός, της αξιολόγησης του πωλητή και διαχειριστή και της αξιολόγησης του πιστούχου και, αφετέρου, της αξιολόγησης του πωλητή και διαχειριστή και του επιτόπιου ελέγχου του πωλητή και του διαχειριστή, καθώς και της αξιολόγησης των υποστηρικτικών τους λειτουργιών με ιδιαίτερη έμφαση στα προσόντα και την εμπειρία του προσωπικού, τον αριθμό του προσωπικού και τα συστήματα πληροφορικής.

    Ενότητα 3

    Επικύρωση των εσωτερικων εκτιμησεων

    Άρθρο 185

    Επικύρωση των εσωτερικών εκτιμήσεων

    Τα ιδρύματα επικυρώνουν τις εσωτερικές εκτιμήσεις τους σύμφωνα με τις κατωτέρω απαιτήσεις:

    α)

    τα ιδρύματα διαθέτουν άρτια συστήματα για την επικύρωση της ακρίβειας και της συνέπειας των συστημάτων και διαδικασιών διαβάθμισης, καθώς και των εκτιμήσεων όλων των κατάλληλων παραμέτρων κινδύνου. Η εσωτερική διαδικασία επικύρωσης τούς επιτρέπει να αξιολογούν με συνεπή και ουσιαστικό τρόπο την αποτελεσματικότητα των εσωτερικών συστημάτων διαβάθμισης και εκτίμησης κινδύνου,

    β)

    τα ιδρύματα συγκρίνουν τακτικά τα πραγματικά ποσοστά αθέτησης με τις εκτιμήσεις της PD για κάθε βαθμίδα και, εάν τα πραγματικά ποσοστά αθέτησης είναι εκτός του αναμενόμενου εύρους τιμών για δεδομένη βαθμίδα, αναλύουν ειδικά τους λόγους της απόκλισης. Τα ιδρύματα που χρησιμοποιούν εσωτερικές εκτιμήσεις της LGD και των συντελεστών μετατροπής πραγματοποιούν επίσης ανάλογη ανάλυση για τις εκτιμήσεις αυτές. Οι συγκρίσεις αυτές βασίζονται σε ιστορικά δεδομένα που καλύπτουν όσο το δυνατόν μεγαλύτερη περίοδο. Τα ιδρύματα τεκμηριώνουν γραπτώς τις μεθόδους και τα δεδομένα που χρησιμοποιούνται σε αυτές τις συγκρίσεις. Οι αναλύσεις τους και η σχετική γραπτή τεκμηρίωση επικαιροποιείται τουλάχιστον μία φορά τον χρόνο,

    γ)

    τα ιδρύματα χρησιμοποιούν επίσης άλλα μέσα ποσοτικής επικύρωσης και συγκρίσεις με κατάλληλες εξωτερικές πηγές δεδομένων. Οι αναλύσεις αυτές βασίζονται σε δεδομένα που είναι προσαρμοσμένα στο σχετικό χαρτοφυλάκιο, επικαιροποιούνται τακτικά και καλύπτουν κατάλληλη περίοδο παρατήρησης. Οι εσωτερικές εκτιμήσεις της αποτελεσματικότητας των συστημάτων διαβάθμισης του ιδρύματος βασίζονται σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερη περίοδο,

    δ)

    οι μέθοδοι και τα δεδομένα που χρησιμοποιούνται για την ποσοτική επικύρωση είναι συνεπή διαχρονικά. Οι μεταβολές στις μεθόδους εκτίμησης και επικύρωσης και στα δεδομένα (πηγές δεδομένων και καλυπτόμενες περίοδοι) να τεκμηριώνονται γραπτώς,

    ε)

    τα ιδρύματα διαθέτουν αξιόπιστα εσωτερικά πρότυπα για τις περιπτώσεις στις οποίες οι αποκλίσεις των πραγματικών PD, LGD, συντελεστών μετατροπής και συνολικών ζημιών, όταν χρησιμοποιείται το EL, από τις αναμενόμενες τιμές τους, είναι επαρκώς σημαντικές ώστε να τίθεται σε αμφισβήτηση η εγκυρότητα των εκτιμήσεων. Τα πρότυπα αυτά λαμβάνουν υπόψη τους οικονομικούς κύκλους και άλλες παρόμοιες συστηματικές διακυμάνσεις των πραγματικών ποσοστών αθέτησης. Εάν οι πραγματικές τιμές παραμένουν υψηλότερες από τις αναμενόμενες, τα ιδρύματα αναθεωρούν προς τα πάνω τις εσωτερικές εκτιμήσεις ώστε να λαμβάνονται υπόψη τα πραγματικά τους ποσοστά αθέτησης και ζημίας.

    Ενότητα 4

    Απαιτήσεις για ανοίγματα σε μετοχεσ δυναμει της μεθοδου των εσωτερικων υποδειγματων

    Άρθρο 186

    Απαιτησεισ ιδίων κεφαλαίων και ποσοτικοποίηση του κινδύνου

    Για τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων τους, τα ιδρύματα πληρούν τα ακόλουθα πρότυπα:

    α)

    η εκτίμηση της δυνητικής ζημίας είναι ανθεκτική σε σχέση με τις δυσμενείς εξελίξεις της αγοράς που επηρεάζουν το μακροπρόθεσμο προφίλ κινδύνου των διαφόρων συμμετοχών του ιδρύματος. Τα δεδομένα που χρησιμοποιούνται για την απεικόνιση της κατανομής των αποδόσεων αντικατοπτρίζουν τη μεγαλύτερη δειγματική περίοδο για την οποία είναι διαθέσιμα σημαντικά δεδομένα για την απεικόνιση του προφίλ κινδύνου των ανοιγμάτων σε μετοχές του ιδρύματος. Τα χρησιμοποιούμενα δεδομένα πρέπει να είναι επαρκή για μια συντηρητική, στατιστικά αξιόπιστη και ανθεκτική εκτίμηση ζημίας που δεν βασίζεται μόνο σε υποκειμενικές ή προσωπικές κρίσεις. Η διαταραχή που λαμβάνεται ως παραδοχή οδηγεί σε συντηρητική εκτίμηση των δυνητικών ζημιών σε μακροχρόνιο κύκλο αγοράς ή οικονομικό κύκλο. Το ίδρυμα συνδυάζει εμπειρικές αναλύσεις των διαθέσιμων δεδομένων με προσαρμογές που βασίζονται σε διάφορους παράγοντες προκειμένου να επιτύχει επαρκώς ρεαλιστικά και συντηρητικά αποτελέσματα από τη χρήση του υποδείγματος. Κατά το σχεδιασμό υποδειγμάτων «δυνητικής ζημίας» (VaR) για την εκτίμηση των δυνητικών τριμηνιαίων ζημιών τους, τα ιδρύματα μπορούν να χρησιμοποιούν τριμηνιαία δεδομένα ή να μετατρέπουν δεδομένα μικρότερου χρονικού ορίζοντα σε ισοδύναμα τριμηνιαία δεδομένα χρησιμοποιώντας κατάλληλη αναλυτική προσέγγιση που στηρίζεται σε εμπειρικά δεδομένα και καλά σχεδιασμένη και τεκμηριωμένη διαδικασία και ανάλυση. Η προσέγγιση αυτή εφαρμόζεται με σύνεση και διαχρονική συνέπεια. Εάν ο όγκος των διαθέσιμων κατάλληλων δεδομένων είναι περιορισμένος, τα ιδρύματα προσθέτουν κατάλληλα περιθώρια ασφαλείας,

    β)

    τα χρησιμοποιούμενα υποδείγματα αποτυπώνουν επαρκώς όλους τους σημαντικούς κινδύνους που σχετίζονται με τις αποδόσεις των μετοχών, περιλαμβανομένου του γενικού κινδύνου αγοράς και του ειδικού κινδύνου του χαρτοφυλακίου μετοχών του ιδρύματος. Εξηγούν επαρκώς τις ιστορικές διακυμάνσεις των τιμών, αποτυπώνουν τόσο την έκταση όσο και τις μεταβολές της σύνθεσης των δυνητικών συγκεντρώσεων και είναι ανθεκτικά στα δυσμενή περιβάλλοντα αγοράς. Ο πληθυσμός των ανοιγμάτων σε μετοχές που αντιπροσωπεύονται στα δεδομένα που χρησιμοποιούνται για τις εκτιμήσεις αντιστοιχεί ή είναι τουλάχιστον συγκρίσιμος με εκείνον των ανοιγμάτων σε μετοχές του ιδρύματος,

    γ)

    το εσωτερικό υπόδειγμα είναι προσαρμοσμένο στο προφίλ κινδύνου και στη σύνθεση του χαρτοφυλακίου μετοχών του ιδρύματος. Εάν το ίδρυμα κατέχει σημαντικές συμμετοχές των οποίων οι αξίες έχουν εκ φύσεως ισχυρή μη γραμμικότητα, το εσωτερικό υπόδειγμα σχεδιάζεται με τρόπο ώστε να αποτυπώνει επαρκώς τους κινδύνους που συνδέονται με αυτά τα μέσα,

    δ)

    η αντιστοίχιση των μεμονωμένων θέσεων με προσεγγιστικές τιμές, δείκτες αγοράς και παράγοντες κινδύνου είναι εύλογη, διαισθητική και εννοιολογικά άρτια,

    ε)

    τα ιδρύματα αποδεικνύουν με εμπειρικές αναλύσεις την καταλληλότητα των παραγόντων κινδύνου, περιλαμβανομένης της ικανότητάς τους να καλύπτουν τόσο γενικούς όσο και ειδικούς κινδύνους,

    στ)

    οι εκτιμήσεις της μεταβλητότητας των αποδόσεων των ανοιγμάτων σε μετοχές ενσωματώνουν όλα τα κατάλληλα και διαθέσιμα δεδομένα, πληροφορίες και μεθόδους· Χρησιμοποιούνται τόσο εσωτερικά δεδομένα που ελέγχονται από ανεξάρτητο τρίτο όσο και δεδομένα από εξωτερικές πηγές, περιλαμβανομένων των δεδομένων από κοινές πηγές,

    ζ)

    τα ιδρύματα διαθέτουν αυστηρό και πλήρες πρόγραμμα προσομοιώσεων ακραίων καταστάσεων.

    Άρθρο 187

    Διαδικασίες διαχείρισης κινδύνων και σχετικοί έλεγχοι

    Τα ιδρύματα διαθέτουν πολιτικές, διαδικασίες και ελέγχους που εγγυώνται την ακεραιότητα των εσωτερικών υποδειγμάτων που σχεδιάζουν και χρησιμοποιούν για να υπολογίσουν τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων τους, καθώς και την αρτιότητα του υποδείγματος και της διαδικασίας ανάπτυξης υποδειγμάτων. Αυτές οι πολιτικές, διαδικασίες και έλεγχοι περιλαμβάνουν:

    α)

    την πλήρη ένταξη του υποδείγματος στα συνολικά συστήματα διοικητικών πληροφοριών του ιδρύματος, καθώς και στη διαχείριση των θέσεων σε μετοχές εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών. Τα εσωτερικά υποδείγματα είναι πλήρως ενταγμένα στην υποδομή διαχείρισης κινδύνων του ιδρύματος, ιδίως εάν χρησιμοποιούνται για τη μέτρηση και αξιολόγηση της απόδοσης του χαρτοφυλακίου μετοχών, περιλαμβανομένης της προσαρμοσμένης κατά τον κίνδυνο απόδοσης, για την κατανομή οικονομικών ιδίων κεφαλαίων στα ανοίγματα σε μετοχές και για την αξιολόγηση της συνολικής κεφαλαιακής επάρκειας, καθώς και για τη διαδικασία διαχείρισης των επενδύσεων,

    β)

    καθιερωμένα συστήματα, διαδικασίες και ελέγχους διαχείρισης που εγγυώνται την περιοδική και ανεξάρτητη επανεξέταση όλων των στοιχείων της εσωτερικής διαδικασίας ανάπτυξης υποδειγμάτων, περιλαμβανομένης της έγκρισης των αναθεωρήσεων των υποδειγμάτων, την εξακρίβωση των εισαγόμενων παραμέτρων και την ανάλυση των αποτελεσμάτων τους, για παράδειγμα με την απευθείας εξακρίβωση των υπολογισμών κινδύνου. Η επανεξέταση αποσκοπεί στην εκτίμηση της ακρίβειας, πληρότητας και καταλληλότητας των εισαγόμενων παραμέτρων και των αποτελεσμάτων του υποδείγματος και επικεντρώνεται στον εντοπισμό και περιορισμό των δυνητικών σφαλμάτων που σχετίζονται με γνωστές αδυναμίες καθώς και στον εντοπισμό μη γνωστών αδυναμιών του υποδείγματος. Η επανεξέταση μπορεί να πραγματοποιείται από ανεξάρτητη εσωτερική μονάδα ή από ανεξάρτητο τρίτο,

    γ)

    επαρκή συστήματα και διαδικασίες για την παρακολούθηση των ορίων επενδύσεων και των αναλαμβανόμενων κινδύνων στα ανοίγματα σε μετοχές,

    δ)

    μονάδες υπεύθυνες για το σχεδιασμό και την εφαρμογή του υποδείγματος, οι οποίες είναι λειτουργικά ανεξάρτητες από τις μονάδες που είναι υπεύθυνες για τη διαχείριση των μεμονωμένων επενδύσεων,

    ε)

    υπεύθυνο προσωπικό με κατάλληλα προσόντα για κάθε πτυχή της διαδικασίας ανάπτυξης υποδειγμάτων. Η διοίκηση διαθέτει στη μονάδα ανάπτυξης υποδειγμάτων επαρκές προσωπικό με τις αναγκαίες γνώσεις και εμπειρία.

    Άρθρο 188

    Επικύρωση και τεκμηρίωση

    Τα ιδρύματα διαθέτουν άρτια συστήματα επικύρωσης της ακρίβειας και της συνέπειας των εσωτερικών τους υποδειγμάτων και της διαδικασίας ανάπτυξης υποδειγμάτων. Όλα τα σημαντικά στοιχεία των εσωτερικών υποδειγμάτων, και των διαδικασιών ανάπτυξης υποδειγμάτων και επικύρωσης τεκμηριώνονται γραπτώς.

    Η επικύρωση και η τεκμηρίωση των εσωτερικών υποδειγμάτων και των διαδικασιών ανάπτυξης υποδειγμάτων των ιδρυμάτων υπόκειται στις ακόλουθες απαιτήσεις:

    α)

    τα ιδρύματα χρησιμοποιούν την εσωτερική διαδικασία επικύρωσης για να αξιολογούν με συνεπή και ουσιαστικό τρόπο την αποτελεσματικότητα των εσωτερικών τους υποδειγμάτων και διαδικασιών,

    β)

    οι μέθοδοι και τα δεδομένα που χρησιμοποιούνται για την ποσοτική επικύρωση είναι συνεπή διαχρονικά. Οι μεταβολές στις μεθόδους εκτίμησης και επικύρωσης και στα δεδομένα (πηγές δεδομένων και καλυπτόμενες περίοδοι) τεκμηριώνονται γραπτώς,

    γ)

    τα ιδρύματα συγκρίνουν τακτικά τις πραγματικές αποδόσεις των επενδύσεων σε μετοχές (υπολογιζόμενες με βάση τα πραγματοποιηθέντα και μη κέρδη και ζημίες) με τις εκτιμήσεις των υποδειγμάτων. Οι συγκρίσεις αυτές βασίζονται σε ιστορικά δεδομένα που καλύπτουν όσο το δυνατόν μεγαλύτερη περίοδο. Τα ιδρύματα τεκμηριώνουν γραπτώς τις μεθόδους και τα δεδομένα που χρησιμοποιούνται σε αυτές τις συγκρίσεις. Οι αναλύσεις τους και η σχετική γραπτή τεκμηρίωση επικαιροποιείται τουλάχιστον μία φορά το χρόνο,

    δ)

    τα ιδρύματα χρησιμοποιούν επίσης άλλα μέσα ποσοτικής επικύρωσης και συγκρίσεις με εξωτερικές πηγές δεδομένων. Οι αναλύσεις αυτές βασίζονται σε δεδομένα που είναι προσαρμοσμένα στο σχετικό χαρτοφυλάκιο, επικαιροποιούνται τακτικά και καλύπτουν κατάλληλη περίοδο παρατήρησης. Οι εσωτερικές αξιολογήσεις της αποτελεσματικότητας των υποδειγμάτων των ιδρυμάτων βασίζονται σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερη περίοδο,

    ε)

    τα ιδρύματα διαθέτουν αποτελεσματικά εσωτερικά πρότυπα για την αντιμετώπιση περιπτώσεων στις οποίες οι αποκλίσεις των πραγματικών αποδόσεων των επενδύσεών τους σε μετοχές σε σχέση με τις εκτιμήσεις των υποδειγμάτων θέτουν σε αμφισβήτηση την εγκυρότητα των εκτιμήσεων ή των ίδιων των υποδειγμάτων. Τα πρότυπα αυτά λαμβάνουν υπόψη τους οικονομικούς κύκλους και άλλες παρόμοιες συστηματικές διακυμάνσεις στις αποδόσεις των μετοχών. Όλες οι προσαρμογές που γίνονται στα εσωτερικά υποδείγματα μετά την επανεξέτασή τους τεκμηριώνονται γραπτώς και είναι συνεπείς με τα πρότυπα του ιδρύματος για την αναθεώρηση των υποδειγμάτων,

    στ)

    τα εσωτερικά υποδείγματα και η διαδικασία ανάπτυξης υποδειγμάτων αποτελούν αντικείμενο γραπτής τεκμηρίωσης στην οποία διευκρινίζονται ιδίως οι ευθύνες των προσώπων που συμμετέχουν στην ανάπτυξη υποδειγμάτων και οι διαδικασίες έγκρισης και αναθεώρησης των υποδειγμάτων.

    Ενότητα 5

    Εσωτερική διακυβερνηση και εποπτεια

    Άρθρο 189

    Εταιρική διακυβέρνηση

    1.   Όλες οι σημαντικές πτυχές των διαδικασιών διαβάθμισης και εκτίμησης εγκρίνονται από το διοικητικό όργανο ή από ειδική επιτροπή που διορίζεται από αυτό, καθώς και από τα ανώτερα διευθυντικά στελέχη του ιδρύματος. Τα όργανα αυτά γνωρίζουν γενικά το σύστημα διαβάθμισης του ιδρύματος και κατανοούν πλήρως τις σχετικές με το σύστημα αυτό εκθέσεις διαχείρισης.

    2.   Τα ανώτερα διευθυντικά στελέχη του ιδρύματος υπόκεινται στις ακόλουθες απαιτήσεις:

    α)

    ενημερώνουν το διοικητικό όργανο ή ειδική επιτροπή που διορίζεται από αυτό σχετικά με κάθε ουσιώδη μεταβολή των καθιερωμένων πολιτικών ή παρέκκλιση από τις πολιτικές αυτές που αναμένεται να επηρεάσει σημαντικά τη λειτουργία των συστημάτων διαβάθμισης του πιστωτικού ιδρύματος,

    β)

    κατανοούν πλήρως τον σχεδιασμό και τον τρόπο λειτουργίας των συστημάτων διαβάθμισης,

    γ)

    μεριμνούν σε μόνιμη βάση για την καλή λειτουργία των συστημάτων διαβάθμισης.

    Ενημερώνονται τακτικά από τις μονάδες ελέγχου πιστωτικού κινδύνου για την αποτελεσματικότητα του συστήματος διαβάθμισης, τις πτυχές που πρέπει να βελτιωθούν και την πρόοδο των προσπαθειών για τη βελτίωση των δυσλειτουργιών που έχουν διαπιστωθεί.

    3.   Η ανάλυση του προφίλ πιστωτικού κινδύνου του ιδρύματος με βάση τις εσωτερικές διαβαθμίσεις αποτελεί ουσιώδη πτυχή των εκθέσεων διαχείρισης που υποβάλλονται στα όργανα που αναφέρονται ανωτέρω. Οι εκθέσεις αυτές περιλαμβάνουν τουλάχιστον το προφίλ κινδύνου ανά βαθμίδα, τις μεταβολές μεταξύ βαθμίδων διαβάθμισης, τις εκτιμήσεις των σχετικών παραμέτρων ανά βαθμίδα και τις συγκρίσεις μεταξύ πραγματικών ποσοστών αθέτησης και, στο βαθμό που χρησιμοποιούνται, εσωτερικών εκτιμήσεων των πραγματικών τιμών της LGD και πραγματικών συντελεστών μετατροπής, αφενός και, αφετέρου, των προσδοκιών και των αποτελεσμάτων των προσομοιώσεων ακραίων καταστάσεων. Η συχνότητα των εκθέσεων εξαρτάται από τη σημασία και το είδος των γνωστοποιούμενων πληροφοριών και από το επίπεδο του αποδέκτη τους.

    Άρθρο 190

    Μονάδα Ελέγχου του πιστωτικού κινδύνου

    1.   Η μονάδα ελέγχου πιστωτικού κινδύνου είναι ανεξάρτητη από το προσωπικό και από τα ανώτερα στελέχη που είναι επιφορτισμένα με την έγκριση και ανανέωση των πιστοδοτήσεων και αναφέρεται απευθείας στα ανώτερα διευθυντικά στελέχη του πιστωτικού ιδρύματος. Η μονάδα είναι υπεύθυνη για τον σχεδιασμό ή την επιλογή, την εφαρμογή, την εποπτεία και την αποτελεσματικότητα του συστήματος διαβάθμισης. Καταρτίζει και αναλύει τακτικά εκθέσεις σχετικά με τα αποτελέσματα του συστήματος διαβάθμισης.

    2.   Οι τομείς ευθύνης της μονάδας ή των μονάδων ελέγχου πιστωτικού κινδύνου περιλαμβάνουν:

    α)

    τη δοκιμή και τον έλεγχο των βαθμίδων και ομάδων,

    β)

    την κατάρτιση και ανάλυση συνοπτικών εκθέσεων σχετικά με τη λειτουργία των συστημάτων διαβάθμισης του ιδρύματος,

    γ)

    την εφαρμογή διαδικασιών για να εξακριβωθεί ότι οι ορισμοί των βαθμίδων και ομάδων εφαρμόζονται με συνέπεια στις διάφορες υπηρεσίες και γεωγραφικές περιοχές,

    δ)

    την εξέταση και γραπτή τεκμηρίωση κάθε μεταβολής στη διαδικασία διαβάθμισης, περιλαμβανομένων των λόγων της μεταβολής,

    ε)

    την επανεξέταση των κριτηρίων διαβάθμισης για να εκτιμηθεί κατά πόσο διατηρούν ικανότητα πρόβλεψης του κινδύνου. Οι μεταβολές στη διαδικασία και τα κριτήρια διαβάθμισης ή στις μεμονωμένες διαβαθμίσεις τεκμηριώνονται γραπτώς και αρχειοθετούνται,

    στ)

    την ενεργό συμμετοχή στο σχεδιασμό, την εφαρμογή και την επικύρωση των υποδειγμάτων που χρησιμοποιούνται στη διαδικασία διαβάθμισης,

    ζ)

    τον έλεγχο και την εποπτεία των υποδειγμάτων που χρησιμοποιούνται στη διαδικασία διαβάθμισης,

    η)

    τη συνεχή επανεξέταση και τροποποίηση των υποδειγμάτων που χρησιμοποιούνται στη διαδικασία διαβάθμισης.

    3.   Τα ιδρύματα που χρησιμοποιούν κοινές πηγές δεδομένων σύμφωνα με το άρθρο 179 παράγραφος 2 μπορούν να αναθέτουν σε τρίτους τα ακόλουθα καθήκοντα:

    α)

    προετοιμασία κατάλληλων πληροφοριών για τη δοκιμή και τον έλεγχο των βαθμίδων και ομάδων διαβάθμισης,

    β)

    κατάρτιση συνοπτικών εκθέσεων σχετικά με τη λειτουργία των συστημάτων διαβάθμισης του ιδρύματος,

    γ)

    προετοιμασία κατάλληλων πληροφοριών για την επανεξέταση των κριτηρίων διαβάθμισης προκειμένου να εκτιμηθεί κατά πόσο διατηρούν ικανότητα πρόβλεψης του κινδύνου,

    δ)

    γραπτή τεκμηρίωση των μεταβολών στη διαδικασία, τα κριτήρια ή τις μεμονωμένες παραμέτρους διαβάθμισης,

    ε)

    προετοιμασία κατάλληλων πληροφοριών για τη συνεχή επανεξέταση και τροποποίηση των υποδειγμάτων που χρησιμοποιούνται στη διαδικασία διαβάθμισης.

    4.   Τα ιδρύματα που εφαρμόζουν τις διατάξεις της παραγράφου 3 μεριμνούν ώστε αυτοί οι τρίτοι να παρέχουν στις αρμόδιες αρχές πρόσβαση σε όλες τις κατάλληλες πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την εξέταση της συμμόρφωσης με τις εφαρμοστέες απαιτήσεις και δυνατότητα επιτόπιων εξακριβώσεων όπως και στις εγκαταστάσεις του ιδρύματος.

    Άρθρο 191

    Εσωτερικός έλεγχος

    Η μονάδα εσωτερικού ελέγχου ή άλλη παρεμφερής ανεξάρτητη μονάδα ελέγχου επανεξετάζει τουλάχιστον μία φορά το χρόνο το σύστημα διαβάθμισης και τη λειτουργία του, περιλαμβανομένων των εργασιών της υπηρεσίας πιστοδότησης, καθώς και τις εκτιμήσεις των PD, LGD, EL και των συντελεστών μετατροπής. Ελέγχει επίσης τη συμμόρφωση με όλες τις εφαρμοστέες απαιτήσεις.

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

    Μείωση πιστωτικού κινδύνου

    Τμημα 1

    Ορισμοι και γενικες απαιτήσεις

    Άρθρο 192

    Ορισμοί

    Για τους σκοπούς του παρόντος κεφαλαίου ισχύουν οι κάτωθι ορισμοί:

    1)

    1ως «δανειοδοτικό ίδρυμα» νοείται το ίδρυμα που έχει αναλάβει το υπόψη άνοιγμα,

    2)

    ως «πιστοδότηση με εξασφάλιση» νοείται κάθε συναλλαγή που δημιουργεί άνοιγμα καλυπτόμενο από εξασφάλιση που δεν περιλαμβάνει ρήτρα παρέχουσα στο ίδρυμα το δικαίωμα να λαμβάνει περιθώριο ασφάλισης τουλάχιστον σε καθημερινή βάση,

    3)

    ως «συναλλαγή με όρους κεφαλαιαγοράς» νοείται κάθε συναλλαγή που δημιουργεί άνοιγμα καλυπτόμενο από εξασφάλιση που περιλαμβάνει ρήτρα παρέχουσα στο ίδρυμα το δικαίωμα να λαμβάνει περιθώριο ασφάλισης τουλάχιστον άπαξ ημερησίως,

    4)

    ως «υποκείμενος ΟΣΕ» νοείται ένας ΟΣΕ στις μετοχές ή στα μερίδια του οποίου έχει επενδύσει ένας άλλος ΟΣΕ.

    Άρθρο 193

    Αρχές αναγνώρισης της επίδρασης των τεχνικών μείωσης πιστωτικού κινδύνου

    1.   Ένα χρηματοδοτικό άνοιγμα για το οποίο ένα ίδρυμα αποκτά μείωση του πιστωτικού κινδύνου δεν επιτρέπεται, σε καμία περίπτωση, να οδηγεί σε μεγαλύτερο ποσό σταθμισμένου ανοίγματος ή αναμενόμενης ζημίας από ένα ταυτόσημο άνοιγμα για το οποίο δεν υπάρχει μείωση του πιστωτικού κινδύνου.

    2.   Όταν στο σταθμισμένο άνοιγμα εφαρμόζεται ήδη πιστωτική προστασία βάσει των Κεφαλαίων 2 ή 3, κατά περίπτωση, τα ιδρύματα δεν λαμβάνουν υπόψη την εν λόγω πιστωτική προστασία στους υπολογισμούς τους βάσει του παρόντος Κεφαλαίου.

    3.   Εάν πληρούνται οι διατάξεις των Τμημάτων 2 και 3, τα ιδρύματα μπορούν να τροποποιήσουν τον υπολογισμό των σταθμισμένων ποσών ανοιγμάτων δυνάμει της τυποποιημένης προσέγγισης και τον υπολογισμό των σταθμισμένων ποσών ανοιγμάτων και των ποσών αναμενόμενης ζημίας δυνάμει της ΠΕΔ σύμφωνα με τις διατάξεις των Τμημάτων 4, 5 και 6.

    4.   Τα ιδρύματα αντιμετωπίζουν τα μετρητά, τους τίτλους και τα εμπορεύματα που αγοράζονται, λαμβάνονται με δανεισμό ή παραλαμβάνονται σε συναλλαγή επαναγοράς ή συναλλαγή δανειοληψίας ή δανειοδοσίας τίτλων ή εμπορευμάτων ως εξασφαλίσεις.

    5.   Εάν ένα ίδρυμα που υπολογίζει τα σταθμισμένα ποσά ανοιγμάτων δυνάμει της τυποποιημένης προσέγγισης καλύπτει ένα μεμονωμένο άνοιγμα με περισσότερα μέσα μείωσης του πιστωτικού κινδύνου, προβαίνει στις δύο κατωτέρω ενέργειες:

    α)

    διαιρεί το άνοιγμα σε τμήματα που καλύπτονται καθένα από ένα είδος μέσου μείωσης του πιστωτικού κινδύνου,

    β)

    υπολογίζει χωριστά το σταθμισμένο ποσό ανοίγματος για κάθε τμήμα του στοιχείου α) σύμφωνα με τις διατάξεις του Κεφαλαίου 2 και του παρόντος Κεφαλαίου.

    6.   Εάν ένα ίδρυμα που υπολογίζει τα σταθμισμένα ποσά ανοιγμάτων δυνάμει της τυποποιημένης προσέγγισης καλύπτει ένα μεμονωμένο άνοιγμα με πιστωτική προστασία που παρέχει ένας μεμονωμένος πάροχος προστασίας και η εν λόγω προστασία έχει διαφορετικές ληκτότητες, προβαίνει στις δύο κατωτέρω ενέργειες:

    α)

    διαιρεί το άνοιγμα σε τμήματα που καλύπτονται από κάθε μέσο μείωσης του πιστωτικού κινδύνου,

    β)

    υπολογίζει χωριστά το σταθμισμένο ποσό ανοίγματος για κάθε τμήμα του στοιχείου α) σύμφωνα με τις διατάξεις του κεφαλαίου 2 και του παρόντος κεφαλαίου.

    Άρθρο 194

    Αρχές που διέπουν την επιλεξιμότητα των τεχνικών μείωσης πιστωτικού κινδύνου

    1.   Η μέθοδος που χρησιμοποιεί το δανειοδοτικό ίδρυμα για την παροχή πιστωτικής προστασίας από κοινού με τις ενέργειες και τα μέτρα που λαμβάνει και τις διαδικασίες και πολιτικές που εφαρμόζει, πρέπει να οδηγούν σε διακανονισμούς πιστωτικής προστασίας νομικώς αποτελεσματικoύς και εκτελεστούς σε όλες τις χώρες που έχουν δικαιοδοσία.

    Το δανειοδοτικό ίδρυμα παρέχει, κατόπιν αιτήματος της αρμόδιας αρχής, την πιο πρόσφατη έκδοση της ανεξάρτητης, έγγραφης και τεκμηριωμένης νομικής γνωμοδότησης ή γνωμοδοτήσεων που χρησιμοποίησε για να διαπιστώσει εάν ο διακανονισμός ή οι διακανονισμοί πιστωτικής προστασίας πληρούν την προϋπόθεση του πρώτου εδαφίου.

    2.   Το δανειοδοτικό ίδρυμα λαμβάνει όλα τα κατάλληλα μέτρα προκειμένου να εξασφαλίσει την αποτελεσματικότητα του διακανονισμού πιστωτικής προστασίας και την αντιμετώπιση των σχετικών κινδύνων.

    3.   Τα ιδρύματα μπορούν να αναγνωρίσουν τη χρηματοδοτούμενη πιστωτική προστασία στον υπολογισμό των επιπτώσεων της μείωσης πιστωτικού κινδύνου μόνο εφόσον τα στοιχεία ενεργητικού στα οποία βασίζεται η προστασία πληρούν αμφότερες τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

    α)

    συμπεριλαμβάνονται στον κατάλογο επιλέξιμων στοιχείων ενεργητικού που παρατίθεται στα άρθρα 197 ως 200, κατά περίπτωση,

    β)

    παρέχουν επαρκή ρευστότητα και η αξία τους παραμένει αρκετά σταθερή μέσα στον χρόνο ούτως ώστε να δημιουργείται η προσήκουσα βεβαιότητα ως προς την επιτυγχανόμενη πιστωτική προστασία, λαμβάνοντας υπόψη την προσέγγιση που χρησιμοποιήθηκε για τον υπολογισμό των ποσών των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ανοιγμάτων και τον επιτρεπόμενο βαθμό αναγνώρισης.

    4.   Τα ιδρύματα μπορούν να αναγνωρίσουν τη χρηματοδοτούμενη πιστωτική προστασία στον υπολογισμό των επιπτώσεων της μείωσης πιστωτικού κινδύνου μόνο όταν το δανειοδοτικό ίδρυμα δικαιούται να ρευστοποιεί ή να διακρατεί, εγκαίρως, στοιχεία ενεργητικού από τα οποία απορρέει η προστασία σε περίπτωση αθέτησης, αφερεγγυότητας ή πτώχευσης –ή άλλου πιστωτικού γεγονότος που εμφαίνεται στα έγγραφα τεκμηρίωσης της πράξης– του οφειλέτη και, κατά περίπτωση, του θεματοφύλακα που αναλαμβάνει την φύλαξη της εξασφάλισης. Ο βαθμός συσχετισμού μεταξύ αξίας των στοιχείων ενεργητικού στα οποία βασίζεται η προστασία και η πιστωτική ποιότητα του οφειλέτη δεν είναι υπερβολικά υψηλός.

    5.   Σε περίπτωση μη χρηματοδοτούμενης πιστωτικής προστασίας, ο πάροχος της προστασίας είναι αποδεκτός ως πάροχος προστασίας μόνο εφόσον συμπεριλαμβάνεται στον κατάλογο αποδεκτών παρόχων προστασίας που παρατίθεται στο άρθρο 201 ή 202, κατά περίπτωση.

    6.   Σε περίπτωση μη χρηματοδοτούμενης πιστωτικής προστασίας, μια σύμβαση εξασφάλισης είναι αποδεκτή ως σύμβαση εξασφάλισης μόνο εφόσον πληροί τις δύο ακόλουθες προϋποθέσεις:

    α)

    συμπεριλαμβάνεται στον κατάλογο αποδεκτών συμβάσεων εξασφάλισης που παρατίθεται στο άρθρο 203 και στο άρθρο 204 παράγραφος 1,

    β)

    είναι νομικώς αποτελεσματική και εκτελεστέα στα οικεία νομικά συστήματα, ούτως ώστε να δημιουργείται η προσήκουσα βεβαιότητα ως προς την επιτυγχανόμενη πιστωτική προστασία, λαμβάνοντας υπόψη την προσέγγιση που χρησιμοποιήθηκε για τον υπολογισμό των σταθμισμένων ανοιγμάτων και τον επιτρεπόμενο βαθμό αναγνώρισης,

    γ)

    ο πάροχος προστασίας πληροί όλα τα κριτήρια που ορίζονται στην παράγραφο 5.

    7.   Η πιστωτική προστασία συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις που προβλέπονται στο Τμήμα 3, κατά περίπτωση.

    8.   Το ίδρυμα πρέπει να είναι σε θέση να αποδείξει στις αρμόδιες αρχές ότι διαθέτει κατάλληλες διαδικασίες διαχείρισης κινδύνων που του επιτρέπουν να ελέγχει τους κινδύνους στους οποίους ενδέχεται να εκτεθεί ως αποτέλεσμα της εφαρμογής τεχνικών μείωσης του πιστωτικού κινδύνου.

    9.   Ανεξάρτητα του γεγονότος ότι η μείωση του πιστωτικού κινδύνου έχει ληφθεί υπόψη για τον υπολογισμό των σταθμισμένων ποσών και, κατά περίπτωση, των ποσών αναμενόμενης ζημίας, τα ιδρύματα συνεχίζουν να αξιολογούν πλήρως τον πιστωτικό κίνδυνο του υποκείμενου ανοίγματος και είναι σε θέση να αποδείξουν στις αρμόδιες αρχές ότι συμμορφώνονται με την απαίτηση αυτή. Στην περίπτωση των πράξεων επαναγοράς και πράξεων δανειοδοσίας τίτλων ή δανειοληψίας τίτλων ή εμπορευμάτων, το υποκείμενο άνοιγμα ισούται, μόνο για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, με το καθαρό ποσό του ανοίγματος.

    10.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να διευκρινίσει ποια στοιχεία ενεργητικού παρέχουν επαρκή ρευστότητα και πότε μπορεί η αξία των στοιχείων ενεργητικού να θεωρηθεί αρκετά σταθερή για τους σκοπούς της παραγράφου 3.

    Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2014.

    Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

    Τμήμα 2

    Αποδεκτές μορφές μείωσης του πιστωτικού κινδύνου

    Ενότητα 1

    Χρηματοδοτούμενη πιστωτική προστασία

    Άρθρο 195

    Συμψηφισμός εντός ισολογισμού

    Ένα ίδρυμα μπορεί να χρησιμοποιεί εντός ισολογισμού συμψηφισμό αμοιβαίων απαιτήσεων μεταξύ του ίδιου και του αντισυμβαλλομένου του ως αποδεκτή μορφή μείωσης του πιστωτικού κινδύνου.

    Με την επιφύλαξη του άρθρου 196, η επιλεξιμότητα περιορίζεται στα αμοιβαίως τηρούμενα υπόλοιπα διαθεσίμων στο ίδρυμα και στον αντισυμβαλλόμενο. Τα ιδρύματα μπορούν να τροποποιούν τα σταθμισμένα ποσά ανοιγμάτων και, κατά περίπτωση, τα αναμενόμενα ποσά ζημίας μόνο για δάνεια και καταθέσεις που έχουν λάβει τα ίδια και τα οποία υπόκεινται σε σύμβαση συμψηφισμού εντός ισολογισμού.

    Άρθρο 196

    Συμβάσεις-πλαίσια συμψηφισμού που καλύπτουν συναλλαγές επαναγοράς, συναλλαγές δανειοδοσίας ή δανειοληψίας τίτλων ή εμπορευμάτων ή άλλες συναλλαγές με όρους κεφαλαιαγοράς

    Τα ιδρύματα που υιοθετούν την αναλυτική μέθοδο χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων του άρθρου 223 μπορούν να αναγνωρίζουν τα αποτελέσματα των συμβάσεων διμερούς συμψηφισμού που καλύπτουν συναλλαγές επαναγοράς, συναλλαγές δανειοδοσίας ή δανειοληψίας τίτλων ή βασικών εμπορευμάτων ή άλλες συναλλαγές με όρους κεφαλαιαγοράς με έναν αντισυμβαλλόμενο. Με την επιφύλαξη του άρθρου 299, οι λαμβανόμενες εξασφαλίσεις και οι τίτλοι ή τα εμπορεύματα που λαμβάνονται με δανεισμό στο πλαίσιο τέτοιων συμβάσεων ή συναλλαγών πληρούν τις απαιτήσεις επιλεξιμότητας των εξασφαλίσεων που ορίζονται στα άρθρα 197 και 198.

    Άρθρο 197

    Επιλεξιμότητα εξασφαλίσεων σε όλες τις προσεγγίσεις και μεθόδους

    1.   Τα ιδρύματα μπορούν να χρησιμοποιούν τα ακόλουθα μέσα ως αποδεκτή εξασφάλιση σε όλες τις προσεγγίσεις και μεθόδους:

    α)

    καταθέσεις μετρητών ή μέσα εξομοιούμενα με μετρητά που τηρούνται στο δανειοδοτικό ίδρυμα,

    β)

    χρεωστικοί τίτλοι που εκδίδονται από κεντρικές κυβερνήσεις ή κεντρικές τράπεζες και έχουν πιστοληπτική αξιολόγηση εξωτερικού οργανισμού αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας (ΕΟΠΑ) ή οργανισμού εξαγωγικών πιστώσεων που αναγνωρίζεται ως επιλέξιμος για τους σκοπούς του Κεφαλαίου 2, την οποία η ΕΑΤ αντιστοιχίζει με τη βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας 4 ή με υψηλότερη βαθμίδα σύμφωνα με τους κανόνες του Κεφαλαίου 2 για τη στάθμιση των ανοιγμάτων έναντι κεντρικών κυβερνήσεων και κεντρικών τραπεζών,

    γ)

    χρεωστικοί τίτλοι που εκδίδονται από ιδρύματα και έχουν πιστοληπτική αξιολόγηση από επιλέξιμο ΕΟΠΑ την οποία η ΕΑΤ αντιστοιχίζει με τη βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας 3 ή με υψηλότερη βαθμίδα σύμφωνα με τους κανόνες του κεφαλαίου 2 για τη στάθμιση των ανοιγμάτων έναντι ιδρυμάτων,

    δ)

    χρεωστικοί τίτλοι που εκδίδονται από άλλες οντότητες και έχουν πιστοληπτική αξιολόγηση από επιλέξιμο ΕΟΠΑ την οποία η ΕΑΤ αντιστοιχίζει με τη βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας 3 ή με υψηλότερη βαθμίδα σύμφωνα με τους κανόνες του Κεφαλαίου 2 για τη στάθμιση των ανοιγμάτων έναντι επιχειρήσεων,

    ε)

    χρεωστικοί τίτλοι που έχουν βραχυπρόθεσμη πιστοληπτική αξιολόγηση από επιλέξιμο ΕΟΠΑ την οποία η ΕΑΤ αντιστοιχίζει με τη βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας 3 ή με υψηλότερη βαθμίδα σύμφωνα με τους κανόνες του Κεφαλαίου 2 για τη στάθμιση των βραχυπρόθεσμων ανοιγμάτων,

    στ)

    μετοχές ή μετατρέψιμες ομολογίες που περιλαμβάνονται σε βασικό δείκτη,

    ζ)

    χρυσός,

    η)

    θέσεις τιτλοποίησης που δεν είναι θέσεις επανατιτλοποίησης, οι οποίες έχουν πιστοληπτική αξιολόγηση από ΕΟΠΑ την οποία η ΕΑΤ αντιστοιχίζει με τη βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας 3 ή με υψηλότερη βαθμίδα σύμφωνα με τους κανόνες του κεφαλαίου 5 τμήμα 3 ενότητα 3 για τη στάθμιση των ανοιγμάτων τιτλοποίησης.

    2.   Για τους σκοπούς του στοιχείου β) της παραγράφου 1, οι «χρεωστικοί τίτλοι που εκδίδονται από κεντρικές κυβερνήσεις ή κεντρικές τράπεζες» περιλαμβάνουν τους εξής τίτλους:

    α)

    τους χρεωστικούς τίτλους που εκδίδονται από περιφερειακές κυβερνήσεις ή τοπικές αρχές τα ανοίγματα έναντι των οποίων αντιμετωπίζονται ως ανοίγματα έναντι της κεντρικής κυβέρνησης στη δικαιοδοσία της οποίας υπάγονται σύμφωνα με το άρθρο 115 παράγραφος 2,

    β)

    τους χρεωστικούς τίτλους που εκδίδονται από νομικά πρόσωπα του δημοσίου τομέα και που αντιμετωπίζονται ως ανοίγματα έναντι της κεντρικής κυβέρνησης σύμφωνα με το άρθρο 116 παράγραφος 4,

    γ)

    τους χρεωστικούς τίτλους που εκδίδονται από πολυμερείς τράπεζες ανάπτυξης στις οποίες εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης 0 % σύμφωνα με το άρθρο 117 παράγραφος 2,

    δ)

    τους χρεωστικούς τίτλους που εκδίδονται από διεθνείς οργανισμούς στους οποίους εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης 0 % σύμφωνα με το άρθρο 118.

    3.   Για τους σκοπούς του στοιχείου γ) της παραγράφου 1, οι «χρεωστικοί τίτλοι που εκδίδονται από ιδρύματα» περιλαμβάνουν τους εξής τίτλους:

    α)

    τους χρεωστικούς τίτλους που εκδίδονται από περιφερειακές κυβερνήσεις ή τοπικές αρχές εκτός από τους χρεωστικούς τίτλους που αναφέρονται στο στοιχείο α) της παραγράφου 2,

    β)

    τους χρεωστικούς τίτλους που εκδίδονται από οντότητες του δημόσιου τομέα, τα ανοίγματα έναντι των οποίων αντιμετωπίζονται σύμφωνα με το άρθρο 116 παράγραφοι 1 και 2,

    γ)

    τους χρεωστικούς τίτλους που εκδίδονται από πολυμερείς τράπεζες ανάπτυξης, εκτός εκείνων στις οποίες εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης 0 % σύμφωνα με το άρθρο 117 παράγραφος 2.

    4.   Ένα ίδρυμα μπορεί να χρησιμοποιεί χρεωστικούς τίτλους που εκδίδονται από άλλα ιδρύματα οι οποίοι δεν έχουν πιστοληπτική αξιολόγηση από ΕΟΠΑ ως αποδεκτή εξασφάλιση εφόσον οι εν λόγω τίτλοι πληρούν όλα τα ακόλουθα κριτήρια:

    α)

    είναι εισηγμένοι σε αναγνωρισμένο χρηματιστήριο,

    β)

    δεν είναι τίτλοι μειωμένης εξασφάλισης,

    γ)

    όλοι οι άλλοι τίτλοι με την ίδια εξοφλητική προτεραιότητα που εκδίδονται από το πιστωτικό ίδρυμα έχουν διαβαθμιστεί από ΕΟΠΑ με πιστοληπτική αξιολόγηση την οποία η ΕΑΤ αντιστοιχίζει με τη βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας 3 ή με υψηλότερη βαθμίδα σύμφωνα με τους κανόνες του κεφαλαίου 2 για τη στάθμιση των ανοιγμάτων έναντι ιδρυμάτων ή των βραχυπρόθεσμων ανοιγμάτων,

    δ)

    το δανειοδοτικό ίδρυμα δεν διαθέτει καμία πληροφορία που υποδηλώνει ότι η πιστοληπτική αξιολόγηση της έκδοσης θα έπρεπε να είναι χαμηλότερη από εκείνη του στοιχείου γ),

    ε)

    η δυνατότητα ρευστοποίησης των εν λόγω τίτλων είναι επαρκής.

    5.   Τα ιδρύματα μπορούν να χρησιμοποιούν μερίδια ή μετοχές σε ΟΣΕ ως αποδεκτή εξασφάλιση εφόσον πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

    α)

    η τιμή των μεριδίων ή μετοχών δημοσιεύεται σε καθημερινή βάση,

    β)

    ο ΟΣΕ επενδύει αποκλειστικά σε μέσα που αναγνωρίζονται ως αποδεκτά σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 2,

    γ)

    οι ΟΣΕ πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 132 παράγραφος 3.

    Σε περίπτωση που ένας ΟΣΕ επενδύει σε μερίδια ή μετοχές άλλου ΟΣΕ, οι προϋποθέσεις που ορίζονται στα στοιχεία α) έως γ) του πρώτου εδαφίου εφαρμόζονται εξίσου σε οποιονδήποτε υποκείμενο ΟΣΕ.

    Η χρήση από ΟΣΕ παράγωγων μέσων για την αντιστάθμιση επιτρεπόμενων επενδύσεων δεν εμποδίζει την επιλεξιμότητα των μεριδίων αυτού του οργανισμού ως εξασφάλιση.

    6.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 5, εάν ένας ΟΣΕ («ο αρχικός ΟΣΕ») ή οποιοσδήποτε από τους υποκείμενους ΟΣΕ του δεν επενδύει αποκλειστικά σε μέσα που είναι αποδεκτά δυνάμει των παραγράφων 1 και 4, τα ιδρύματα μπορούν να χρησιμοποιούν μερίδια ή μετοχές στον εν λόγω ΟΣΕ ως εξασφάλιση μέχρι το ποσό που ισούται με την αξία των αποδεκτών στοιχείων ενεργητικού του εν λόγω ΟΣΕ βάσει της παραδοχής ότι ο ΟΣΕ ή οποιοσδήποτε από τους υποκείμενους ΟΣΕ του έχουν επενδύσει σε μη αποδεκτά στοιχεία ενεργητικού στον μέγιστο βαθμό που επιτρέπεται από την αντίστοιχη εντολή τους.

    Σε περίπτωση που υποκείμενος ΟΣΕ έχει δικούς του υποκείμενους ΟΣΕ, τα ιδρύματα μπορούν να χρησιμοποιούν μερίδια ή μετοχές του αρχικού ΟΣΕ ως επιλέξιμη εξασφάλιση υπό την προϋπόθεση ότι εφαρμόζουν τη μέθοδο του πρώτου εδαφίου.

    Εάν τα μη αποδεκτά στοιχεία ενεργητικού μπορεί να έχουν αρνητική αξία λόγω υποχρεώσεων ή ενδεχόμενων υποχρεώσεων που προκύπτουν από την ιδιοκτησία, τα ιδρύματα προβαίνουν στις εξής ενέργειες:

    α)

    υπολογίζουν τη συνολική αξία των μη αποδεκτών στοιχείων ενεργητικού,

    β)

    εάν το ποσό που προκύπτει από το στοιχείο α) είναι αρνητικό, αφαιρούν την απόλυτη τιμή του εν λόγω ποσού από τη συνολική αξία των αποδεκτών στοιχείων ενεργητικού.

    7.   Όσον αφορά τα στοιχεία β) έως ε) της παραγράφου 1, εάν ένας τίτλος έχει λάβει δύο πιστοληπτικές αξιολογήσεις από επιλέξιμους ΕΟΠΑ, εφαρμόζεται ή η λιγότερο ευνοϊκή αξιολόγηση. Εάν ένας τίτλος έχει λάβει περισσότερες από δύο πιστοληπτικές αξιολογήσεις από επιλέξιμους ΕΟΠΑ, τα ιδρύματα εφαρμόζουν τις δύο ευνοϊκότερες αξιολογήσεις. Εάν οι δύο ευνοϊκότερες πιστοληπτικές αξιολογήσεις είναι διαφορετικές, τα ιδρύματα εφαρμόζουν τη λιγότερο ευνοϊκή από αυτές.

    8.   Η ΕΑΚΑΑ αναπτύσσει σχέδια εφαρμοστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να διευκρινίσει τα εξής:

    α)

    τους σημαντικούς δείκτες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο στ) του παρόντος άρθρου, στο άρθρο 198 παράγραφος 1 στοιχείο α), στο άρθρο 224 παράγραφοι 1 και 4 και στο άρθρο 299 παράγραφος 2 στοιχείο ε),

    β)

    τα αναγνωρισμένα χρηματιστήρια που αναφέρονται στην παράγραφο 4 στοιχείο α) του παρόντος άρθρου, στο άρθρο 198 παράγραφος 1 στοιχείο α), στο άρθρο 224 παράγραφοι 1 και 4, στο άρθρο 299 παράγραφος 2 στοιχείο ε), στο άρθρο 400 παράγραφος 2 στοιχείο ια), στο άρθρο 416 παράγραφος 3 στοιχείο ε), στο άρθρο 428 παράγραφος 1 στοιχείο γ) και στο παράρτημα ΙΙΙ σημείο 12, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 72).

    Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή το αργότερο έως την 31η Δεκεμβρίου 2014.

    Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

    Άρθρο 198

    Συμπληρωματική επιλεξιμότητα εξασφαλίσεων στην αναλυτική μέθοδο χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων

    1.   Εκτός από την εξασφάλιση που αναφέρεται στο άρθρο 197, εάν το ίδρυμα χρησιμοποιεί τη μέθοδο χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων σύμφωνα με το άρθρο 223, μπορεί να χρησιμοποιεί τα ακόλουθα χρηματοπιστωτικά μέσα ως αποδεκτή εξασφάλιση:

    α)

    μετοχές ή μετατρέψιμα ομόλογα που δεν περιλαμβάνονται σε βασικό δείκτη αλλά είναι διαπραγματεύσιμες σε αναγνωρισμένο χρηματιστήριο,

    β)

    μερίδια ή μετοχές ΟΣΕ, εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

    i)

    η τιμή των μεριδίων ή μετοχών δημοσιοποιείται σε καθημερινή βάση,

    ii)

    ο ΟΣΕ επενδύει αποκλειστικά σε μέσα που αναγνωρίζονται ως αποδεκτά σύμφωνα με το άρθρο 197 παράγραφοι 1 και 4, και στα μέσα που αναφέρονται στο στοιχείο α) του παρόντος εδαφίου.

    Σε περίπτωση που ένας ΟΣΕ επενδύει σε μερίδια ή μετοχές άλλου ΟΣΕ, οι προϋποθέσεις που ορίζονται στα στοιχεία α) και β) της παρούσας παραγράφου εφαρμόζονται εξίσου σε οποιονδήποτε υποκείμενο ΟΣΕ.

    Η χρήση από ΟΣΕ παράγωγων μέσων για την αντιστάθμιση επιτρεπόμενων επενδύσεων δεν εμποδίζει την επιλεξιμότητα των μεριδίων ή μετοχών αυτού του οργανισμού ως εξασφάλιση.

    2.   Εάν ένας ΟΣΕ ή οποιοσδήποτε από τους υποκείμενους ΟΣΕ του δεν επενδύει αποκλειστικά σε μέσα που είναι αποδεκτά δυνάμει του άρθρου 197 παράγραφοι 1 και 4 και της παραγράφου 1 στοιχείο α) του παρόντος άρθρου, τα ιδρύματα μπορούν να χρησιμοποιούν μερίδια ή μετοχές στον εν λόγω ΟΣΕ ως εξασφάλιση μέχρι το ποσό που ισούται με την αξία των αποδεκτών στοιχείων ενεργητικού του εν λόγω ΟΣΕ βάσει της παραδοχής ότι ο ΟΣΕ ή οποιοσδήποτε από τους υποκείμενους ΟΣΕ του έχουν επενδύσει σε μη αποδεκτά στοιχεία ενεργητικού στον μέγιστο βαθμό που επιτρέπεται από την αντίστοιχη εντολή τους.

    Εάν τα μη αποδεκτά στοιχεία ενεργητικού μπορεί να έχουν αρνητική αξία λόγω υποχρεώσεων ή ενδεχόμενων υποχρεώσεων που προκύπτουν από την ιδιοκτησία, τα ιδρύματα προβαίνουν στις εξής ενέργειες:

    α)

    υπολογίζουν τη συνολική αξία των μη αποδεκτών στοιχείων ενεργητικού,

    β)

    εάν το ποσό που προκύπτει από το στοιχείο α) είναι αρνητικό, αφαιρούν την απόλυτη τιμή του εν λόγω ποσού από τη συνολική αξία των αποδεκτών στοιχείων ενεργητικού.

    Άρθρο 199

    Συμπληρωματική επιλεξιμότητα εξασφαλίσεων στηv ΠΕΔ

    1.   Εκτός από την εξασφάλιση που αναφέρεται στα άρθρα 197 και 198, τα ιδρύματα που υπολογίζουν τα σταθμισμένα ποσά ανοιγμάτων και τα ποσά αναμενόμενης ζημίας με την ΠΕΔ μπορούν επίσης να χρησιμοποιούν τις ακόλουθες μορφές εξασφαλίσεων:

    α)

    ακίνητη περιουσία σύμφωνα με τις παραγράφους 2, 3 και 4,

    β)

    εισπρακτέες απαιτήσεις σύμφωνα με την παράγραφο 5,

    γ)

    άλλες εμπράγματες εξασφαλίσεις σύμφωνα με τις παραγράφους 6 και 8,

    δ)

    μισθώσεις σύμφωνα με την παράγραφο 7.

    2.   Εκτός εάν ορίζεται κάτι διαφορετικό δυνάμει του άρθρου 124 παράγραφος 2, τα ιδρύματα μπορούν να χρησιμοποιούν ως αποδεκτή εξασφάλιση τα ακίνητα που χρησιμοποιούνται ως κατοικίες και τα οποία κατοικούνται ή εκμισθώνονται ή θα κατοικηθούν ή εκμισθωθούν από τον ιδιοκτήτη ή από τον επικαρπωτή στην περίπτωση προσωπικής επιχείρησης επενδύσεων και τα εμπορικά ακίνητα, δηλαδή τα γραφεία και οι άλλοι εμπορικοί χώροι, εάν πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

    α)

    η αξία του ακινήτου δεν εξαρτάται σε ουσιαστικό βαθμό από την πιστωτική ποιότητα του πιστούχου. Η απαίτηση αυτή δεν αφορά καταστάσεις στις οποίες καθαρά μακροποικονομικοί παράγοντες επιρεάζουν τόσο την αξία του ακινήτου όσο και την οικονομική κατάσταση του πιστούχου,

    β)

    ο κίνδυνος του πιστούχου δεν εξαρτάται σε ουσιαστικό βαθμό από την απόδοση του υποκείμενου ακινήτου ή έργου, αλλά από την ικανότητα του πιστούχου να εξοφλήσει την οφειλή με έσοδα από άλλες πηγές, και κατά συνέπεια, η εξόφληση του δανείου δεν εξαρτάται ουσιωδώς από ενδεχόμενες χρηματορροές που σχετίζονται με το υποκείμενο ακίνητο που χρησιμοποιείται ως εξασφάλιση.

    3.   Τα ιδρύματα δύνανται να παρεκκλίνουν από το στοιχείο β) στην παράγραφο 2 για ανοίγματα που εξασφαλίζονται με ακίνητα τα οποία χρησιμοποιούνται ως κατοικίες και βρίσκονται στην επικράτεια ενός κράτους μέλους, εάν η αρμόδια αρχή του εν λόγω κράτους μέλους έχει δημοσιεύσει στοιχεία που αποδεικνύουν ότι στην επικράτειά του υπάρχει από μακρού καλά αναπτυγμένη αγορά κατοικιών με ποσοστά ζημίας που δεν υπερβαίνουν οποιοδήποτε από τα κατωτέρω όρια:

    α)

    οι ζημίες που προέρχονται από τα δάνεια που εξασφαλίζονται με κατοικίες αποτελούν έως και το 80 % της αγοραίας αξίας ή το 80 % της αξίας του ενυπόθηκου ακινήτου, εκτός εάν προβλέπεται κάτι διαφορετικό δυνάμει του άρθρου 124 παράγραφος 2, και δεν υπερβαίνουν το 0,3 % του ανεξόφλητου υπολοίπου των δανείων που εξασφαλίζονται με την κατοικία σε δεδομένο έτος,

    β)

    οι συνολικές ζημίες από τα δάνεια που εξασφαλίζονται με κατοικίες δεν υπερβαίνουν το 0,5 % του ανεξόφλητου υπολοίπου αυτών των δανείων σε δεδομένο έτος.

    Σε περίπτωση που δεν πληρούται κάποια από τις δύο προϋποθέσεις των στοιχείων α) και β) του πρώτου εδαφίου σε δεδομένο έτος, τα ιδρύματα δεν χρησιμοποιούν την αντιμετώπιση που καθορίζεται στο εν λόγω εδάφιο μέχρις ότου να εκπληρωθούν και οι δύο προϋποθέσεις σε επόμενο έτος.

    4.   Τα ιδρύματα δύνανται να παρεκκλίνουν από το στοιχείο β) στην παράγραφο 2 για ανοίγματα που εξασφαλίζονται με εμπορικά ακίνητα που βρίσκονται στην επικράτεια ενός κράτους μέλους, εάν η αρμόδια αρχή του εν λόγω κράτους μέλους έχει δημοσιεύσει στοιχεία που αποδεικνύουν ότι στην επικράτειά του υπάρχει από μακρού καλά αναπτυγμένη αγορά εμπορικών ακινήτων με ποσοστά ζημίας που δεν υπερβαίνουν οποιοδήποτε από τα κατωτέρω όρια:

    α)

    οι ζημίες που προέρχονται από δάνεια εξασφαλισμένα με εμπορικά ακίνητα αποτελούν έως και το 50 % της αγοραίας αξίας ή το 60 % της αξίας του ενυπόθηκου ακινήτου και δεν υπερβαίνουν το 0,3 % του ανεξόφλητου υπολοίπου των δανείων που εξασφαλίζονται με εμπορικά ακίνητα σε δεδομένο έτος,

    β)

    οι συνολικές ζημίες από δανεισμό εξασφαλισμένο με εμπορικά ακίνητα δεν υπερβαίνουν το 0,5 % του ανεξόφλητου υπολοίπου αυτών των δανείων σε δεδομένο έτος.

    Σε περίπτωση που δεν πληρούται καμία από τις προϋποθέσεις των στοιχείων α) και β) του πρώτου εδαφίου σε δεδομένο έτος, τα ιδρύματα δεν χρησιμοποιούν την αντιμετώπιση που καθορίζεται στο εν λόγω εδάφιο μέχρις ότου να ικανοποιηθούν και οι δύο προϋποθέσεις σε επόμενο έτος.

    5.   Τα ιδρύματα μπορούν να χρησιμοποιούν ως αποδεκτές εξασφαλίσεις τις εισπρακτέες απαιτήσεις που συνδέονται με εμπορική(-ές) συναλλαγή(-ές) με αρχική ληκτότητα ενός έτους ή μικρότερη. Εξαιρούνται οι εισπρακτέες απαιτήσεις που συνδέονται με τιτλοποιήσεις, έμμεσες συμμετοχές, πιστωτικά παράγωγα ή απαιτήσεις από συνδεδεμένα με τον πιστούχο μέρη.

    6.   Οι αρμόδιες αρχές επιτρέπουν σε ένα ίδρυμα να χρησιμοποιεί ως αποδεκτή εξασφάλιση εμπράγματες εξασφαλίσεις άλλου είδους από αυτές που αναφέρονται στις παραγράφους 2, 3 και 4 εφόσον πληρούνται όλες οι κατωτέρω προϋποθέσεις:

    α)

    υπάρχει αγορά με ικανοποιητική ρευστότητα, όπως αποδεικνύεται μέσω των τακτικών συναλλαγών, λαμβανομένου υπόψη του είδους στοιχείου ενεργητικού, για τη ταχεία και οικονομικά αποτελεσματική ρευστοποίηση της εξασφάλισης. Τα ιδρύματα αξιολογούν την παρούσα προϋπόθεση περιοδικά και όταν υπάρχουν πληροφορίες για σημαντικές αλλαγές στην αγορά,

    β)

    υπάρχουν από μακρού δημόσια διαθέσιμες αγοραίες τιμές της εξασφάλισης. Τα ιδρύματα θεωρούν ότι οι δημοσιευμένες αγοραίες τιμές υφίστανται από μακρού όταν προέρχονται από αξιόπιστες πηγές πληροφοριών όπως είναι οι δημοσιευμένοι δείκτες και αντικατοπτρίζουν την καθαρή τιμή από την ρευστοποίηση της εξασφάλισης υπό κανονικές συνθήκες. Τα ιδρύματα θεωρούν τις αγοραίες τιμές ως δημόσια διαθέσιμες, όταν οι εν λόγω τιμές είναι εύκολα προσβάσιμες σε τακτική βάση και χωρίς αδικαιολόγητες διαχειριστικές δυσκολίες ή οικονομικές επιβαρύνσεις.,

    γ)

    το ίδρυμα αναλύει τις αγοραίες τιμές, τον χρόνο και το κόστος που απαιτείται για τη ρευστοποίηση της εξασφάλισης και τις πραγματοποιηθείσες ρευστοποιήσεις της εξασφάλισης,

    δ)

    το ίδρυμα αποδεικνύει ότι η καθαρή τιμή από την ρευστοποίηση της εξασφάλισης δεν είναι χαμηλότερη από το 70 % της αξίας της εξασφάλισης για ποσοστό μεγαλύτερο του 10 % όλων των ρευστοποιήσεων για ένα δεδομένο είδος εξασφάλισης. Εάν υπάρχει σημαντική μεταβλητότητα στις αγοραίες τιμές, το ίδρυμα αποδεικνύει στις αρμόδιες αρχές ότι η αποτίμηση της εξασφάλισης που πραγματοποιεί είναι επαρκώς συντηρητική.

    Τα ιδρύματα τεκμηριώνουν την ικανοποίηση των προϋποθέσεων που ορίζονται στα στοιχεία α) έως δ) του πρώτου εδαφίου και αυτών που ορίζονται στο άρθρο 210.

    7.   Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 230 παράγραφος 2, όταν πληρούνται οι απαιτήσεις του άρθρου 211, τα ανοίγματα από συναλλαγές στις οποίες ένα ίδρυμα εκμισθώνει ακίνητο σε τρίτο είναι δυνατόν να αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο όπως τα δάνεια που εξασφαλίζονται με το είδος του ακινήτου που εκμισθώνεται.

    8.   Η ΕΑΤ δημοσιοποιεί κατάλογο ειδών εμπράγματης εξασφάλισης για τα οποία τα ιδρύματα μπορούν να θεωρήσουν ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις που αναφέρονται στα στοιχεία α) και β) της παραγράφου 6.

    Άρθρο 200

    Άλλες μορφές χρηματοδοτούμενης πιστωτικής προστασίας

    Τα ιδρύματα μπορούν να χρησιμοποιούν ως αποδεκτή εξασφάλιση τις ακόλουθες μορφές χρηματοδοτούμενης πιστωτικής προστασίας:

    α)

    καταθέσεις μετρητών ή μέσα εξομοιούμενα με μετρητά που τηρούνται σε τρίτο ίδρυμα χωρίς σύμβαση θεματοφυλακής και είναι ενεχυριασμένα στο δανειοδοτικό ίδρυμα,

    β)

    ασφαλιστήρια συμβόλαια ζωής ενεχυριασμένα στο δανειοδοτικό ίδρυμα,

    γ)

    μέσα που εκδίδονται από τρίτο ίδρυμα με δυνατότητα επαναγοράς σε πρώτη ζήτηση από αυτό το ίδρυμα.

    Ενότητα 2

    Μη χρηματοδοτούμενη πιστωτική προστασία

    Άρθρο 201

    Επιλεξιμότητα των παρόχων προστασίας σε όλες τις προσεγγίσεις

    1.   Τα ιδρύματα μπορούν να χρησιμοποιούν τους ακόλουθους φορείς ως αποδεκτούς παρόχους μη χρηματοδοτούμενης πιστωτικής προστασίας:

    α)

    κεντρικές κυβερνήσεις και κεντρικές τράπεζες,

    β)

    περιφερειακές κυβερνήσεις ή τοπικές αρχές,

    γ)

    πολυμερείς τράπεζες ανάπτυξης,

    δ)

    διεθνείς οργανισμούς στα ανοίγματα έναντι των οποίων εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης 0 % σύμφωνα με το άρθρο 117,

    ε)

    οντότητες του δημόσιου τομέα οι απαιτήσεις έναντι των οποίων αντιμετωπίζονται σύμφωνα με το άρθρο 116,

    στ)

    ιδρύματα και χρηματοπιστωτικά ιδρύματα των οποίων τα ανοίγματα έναντι του χρηματοπιστωτικού ιδρύματος ισοδυναμούν με ανοίγματα έναντι ιδρυμάτων σύμφωνα με το άρθρο 119 παράγραφος 5,

    ζ)

    άλλες επιχειρήσεις, περιλαμβανομένης της μητρικής, των θυγατρικών και των συνδεδεμένων επιχειρήσεων του ιδρύματος, εάν πληρούται οποιαδήποτε από τις κατωτέρω προϋποθέσεις:

    i)

    οι εν λόγω άλλες επιχειρήσεις έχουν πιστοληπτική αξιολόγηση από ΕΟΠΑ,

    ii)

    στην περίπτωση των ιδρυμάτων που υπολογίζουν τα σταθμισμένα ποσά και τα ποσά αναμενόμενης ζημίας σύμφωνα με τη μέθοδο ΠΕΔ, οι εν λόγω άλλες επιχειρήσεις δεν έχουν πιστοληπτική αξιολόγηση από ΕΟΠΑ αλλά τους αποδίδεται εσωτερική διαβάθμιση από το ίδρυμα,

    η)

    κεντρικούς αντισυμβαλλομένους.

    2.   Εάν τα ιδρύματα υπολογίζουν τα σταθμισμένα ποσά ανοιγμάτων και τα ποσά αναμενόμενης ζημίας δυνάμει της ΠΕΔ, ο εγγυητής είναι αποδεκτός ως πάροχος μη χρηματοδοτούμενης πιστωτικής προστασίας μόνον εάν αποτελεί αντικείμενο εσωτερικής διαβάθμισης από το ίδρυμα σύμφωνα με τις διατάξεις του τμήματος 6 του κεφαλαίου 3.

    Οι αρμόδιες αρχές δημοσιεύουν και τηρούν κατάλογο των εν λόγω χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων που είναι αποδεκτοί πάροχοι μη χρηματοδοτούμενης πιστωτικής προστασίας δυνάμει παραγράφου 1 στοιχείο στ) ή των βασικών κριτηρίων για τον προσδιορισμό των εν λόγω άλλων αποδεκτών παρόχων μη χρηματοδοτούμενης πιστωτικής προστασίας, καθώς και μια περιγραφή των εφαρμοστέων απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας, γνωστοποιούν δε τον κατάλογό τους σε άλλες αρμόδιες αρχές σύμφωνα με το άρθρο 117 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ.

    Άρθρο 202

    Επιλεξιμότητα, στο πλαίσιο της ΠΕΔ, των παρόχων πιστωτικής προστασίας που πληρούν τις προϋποθέσεις για την αντιμετώπιση που προβλέπεται στο άρθρο 153 παράγραφος 3

    Ένα ίδρυμα μπορεί να χρησιμοποιεί ιδρύματα, ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές εταιρείες και οργανισμούς εξαγωγικών πιστώσεων ως αποδεκτούς παρόχους μη χρηματοδοτούμενης πιστωτικής προστασίας στους οποίους εφαρμόζεται η αντιμετώπιση που προβλέπεται στο άρθρο 153 παράγραφος 3, εφόσον πληρούν τις κατωτέρω προϋποθέσεις:

    α)

    έχουν επαρκή πείρα στην παροχή μη χρηματοδοτούμενης πιστωτικής προστασίας,

    β)

    διέπονται από κανόνες ισοδύναμους με εκείνους του παρόντος Κανονισμού ή είχαν κατά τη χρονική στιγμή κατά την οποία είχε παρασχεθεί η πιστωτική προστασία, πιστοληπτική αξιολόγηση από αναγνωρισμένο ΕΟΠΑ την οποία η ΕΑΤ αντιστοιχίζει με τη βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας 3 ή με υψηλότερη βαθμίδα, σύμφωνα με τους κανόνες στάθμισης των ανοιγμάτων έναντι επιχειρήσεων δυνάμει του κεφαλαίου 2,

    γ)

    είχαν, κατά τη χρονική στιγμή κατά την οποία είχε παρασχεθεί η πιστωτική προστασία ή για οποιαδήποτε χρονική περίοδο έκτοτε, εσωτερική διαβάθμιση που ισοδυναμεί με πιθανότητα αθέτησης (PD) ίση ή μικρότερη από εκείνη που αντιστοιχεί στη 2η ή σε υψηλότερη βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας σύμφωνα με τους κανόνες για τη στάθμιση των ανοιγμάτων έναντι επιχειρήσεων που ορίζονται στο κεφάλαιο 2,

    δ)

    έχουν εσωτερική διαβάθμιση που ισοδυναμεί με πιθανότητα αθέτησης (PD) ίση ή μικρότερη από εκείνη που αντιστοιχεί στην 3η ή σε υψηλότερη βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας σύμφωνα με τους κανόνες για τη στάθμιση των ανοιγμάτων έναντι επιχειρήσεων που ορίζονται στο κεφάλαιο 2.

    Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, η πιστωτική προστασία που παρέχεται από οργανισμούς εξαγωγικών πιστώσεων δεν τυγχάνει καμιάς ρητής αντεγγύησης κεντρικής κυβέρνησης.

    Άρθρο 203

    Επιλεξιμότητα εγγυήσεων ως μη χρηματοδοτούμενη πιστωτική προστασία

    Τα ιδρύματα μπορούν να χρησιμοποιούν εγγυήσεις ως επιλέξιμες μη χρηματοδοτούμενης πιστωτικής προστασίας.

    Ενότητα 3

    Είδη παραγώγων

    Άρθρο 204

    Επιλέξιμα είδη πιστωτικών παραγώγων

    1.   Τα ιδρύματα μπορούν να χρησιμοποιούν ως αποδεκτή πιστωτική προστασία τα ακόλουθα είδη πιστωτικών παράγωγων και μέσων που μπορούν να συντεθούν από αυτά τα πιστωτικά παράγωγα ή έχουν τα ίδια οικονομικά αποτελέσματα:

    α)

    συμφωνίες ανταλλαγής κινδύνου αθέτησης (credit default swaps),

    β)

    συμφωνίες ανταλλαγής συνολικής απόδοσης (total return swaps),

    γ)

    ομόλογα συνδεδεμένα με τον πιστωτικό κίνδυνο υποκείμενου μέσου (credit linked notes), στον βαθμό που χρηματοδοτούνται με μετρητά.

    Εάν το ίδρυμα αγοράζει πιστωτική προστασία με συμφωνία ανταλλαγής συνολικής απόδοσης και καταχωρεί τα καθαρά ποσά που λαμβάνει από τη συμφωνία ανταλλαγής ως καθαρό εισόδημα χωρίς αντίστοιχη μείωση της αξίας του προστατευόμενου στοιχείου ενεργητικού (είτε με μείωση της εύλογης αξίας είτε με αύξηση αποθεματικών), η πιστωτική προστασία δεν αναγνωρίζεται ως αποδεκτή.

    2.   Εάν το ίδρυμα πραγματοποιεί εσωτερική αντιστάθμιση χρησιμοποιώντας πιστωτικό παράγωγο, η προστασία αναγνωρίζεται ως αποδεκτή για τους σκοπούς του παρόντος κεφαλαίου μόνον εφόσον ο μεταφερόμενος στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών κίνδυνος αναλαμβάνεται από τρίτο ή τρίτους.

    Εάν έχει πραγματοποιηθεί εσωτερική αντιστάθμιση σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο και τις απαιτήσεις του παρόντος κεφαλαίου, τα ιδρύματα εφαρμόζουν τους κανόνες που προβλέπονται στα τμήματα 4 έως 6 για τον υπολογισμό των σταθμισμένων ποσών και των ποσών αναμενόμενης ζημίας σε περίπτωση μη χρηματοδοτούμενης πιστωτικής προστασίας.

    Τμήμα 3

    Απαιτήσεις

    Ενότητα 1

    Χρηματοδοτούμενη πιστωτική προστασία

    Άρθρο 205

    Απαιτήσεις για συμβάσεις συμψηφισμού εντός ισολογισμού πλην των συμβάσεων-πλαισίων συμψηφισμού που αναφέρονται στο άρθρο 206

    Οι συμβάσεις συμψηφισμού εντός ισολογισμού, πλην των συμβάσεων-πλαισίων συμψηφισμού που αναφέρονται στο άρθρο 206 θεωρούνται αποδεκτή μορφή μείωσης του πιστωτικού κινδύνου εφόσον πληρούνται οι κατωτέρω προϋποθέσεις:

    α)

    οι εν λόγω συμβάσεις έχουν νομική ισχύ και είναι εκτελεστές σε όλες τις χώρες που έχουν δικαιοδοσία, καλύπτουν δε περιπτώσεις αφερεγγυότητας ή πτώχευσης ενός αντισυμβαλλομένου,

    β)

    τα ιδρύματα είναι σε θέση να προσδιορίζουν ανά πάσα στιγμή τις απαιτήσεις και υποχρεώσεις που αποτελούν αντικείμενο των εν λόγω συμβάσεων,

    γ)

    τα ιδρύματα παρακολουθούν και ελέγχουν τους κινδύνους που συνδέονται με την παύση της πιστωτικής προστασίας σε μόνιμη βάση,

    δ)

    τα ιδρύματα παρακολουθούν και ελέγχουν σε μόνιμη βάση τα σχετικά ανοίγματα συμψηφίζοντας τα κέρδη και τις ζημιές που προκύπτουν από αυτά.

    Άρθρο 206

    Απαιτήσεις για συμβάσεις-πλαίσια συμψηφισμού που καλύπτουν συναλλαγές επαναγοράς, συναλλαγές δανειοδοσίας ή δανειοληψίας τίτλων ή εμπορευμάτων ή άλλες συναλλαγές με όρους κεφαλαιαγοράς

    Οι συμβάσεις-πλαίσια συμψηφισμού που καλύπτουν συναλλαγές επαναγοράς, συναλλαγές δανειοδοσίας ή δανειοληψίας τίτλων ή εμπορευμάτων ή άλλες συναλλαγές με όρους κεφαλαιαγοράς, θεωρούνται αποδεκτή μορφή μείωσης του πιστωτικού κινδύνου εφόσον η εξασφάλιση που παρέχεται δυνάμει των εν λόγω συμβάσεων πληροί όλες τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 207 παράγραφοι 2 έως 4 και εφόσον πληρούνται οι κατωτέρω προϋποθέσεις:

    α)

    έχουν νομική ισχύ και είναι εκτελεστές σε όλες τις χώρες που έχουν δικαιοδοσία, καλύπτουν δε περιπτώσεις αφερεγγυότητας ή πτώχευσης ενός αντισυμβαλλομένου,

    β)

    σε περίπτωση αθέτησης υποχρέωσης, συμπεριλαμβανομένων των περιπτώσεων αφερεγγυότητας ή πτώχευσης ενός αντισυμβαλλόμενου, οι συμβάσεις παρέχουν το δικαίωμα στον αντισυμβαλλόμενο που δεν αθέτησε τις υποχρεώσεις του να τερματίσει και να κλείσει ταχέως όλες τις συναλλαγές που υπάγονται στις συμβάσεις αυτές,

    γ)

    επιτρέπουν τον συμψηφισμό κερδών και ζημιών από συναλλαγές που κλείνουν βάσει σύμβασης κατά τρόπο ώστε το ένα μέρος να οφείλει στο άλλο μόνο ένα καθαρό ποσό.

    Άρθρο 207

    Απαιτήσεις για χρηματοοικονομικές εξασφαλίσεις

    1.   Βάσει όλων των προσεγγίσεων και μεθόδων, οι οικονομικές εξασφαλίσεις και ο χρυσός θεωρούνται αποδεκτές εξασφαλίσεις εφόσον πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις των παραγράφων 2 έως 4.

    2.   Δεν υπάρχει σημαντική θετική συσχέτιση μεταξύ της πιστωτικής ποιότητας του οφειλέτη και της αξίας της χρηματοοικονομικής εξασφάλισης. Σημαντική μείωση της αξίας της εξασφάλισης δεν συνεπάγεται από μόνη της σημαντική επιδείνωση της πιστωτικής ποιότητας του οφειλέτη. Κρίσιμη επιδείνωση της πιστωτικής ποιότητας του οφειλέτη δεν συνεπάγεται από μόνη της σημαντική μείωση της αξίας της εξασφάλισης.

    Οι τίτλοι που εκδίδονται από τον οφειλέτη ή από συνδεδεμένη με αυτόν οντότητα του ιδίου ομίλου δεν είναι αποδεκτοί ως εξασφάλιση. Τα εκδιδόμενα όμως από τον ίδιο τον οφειλέτη καλυμμένα ομόλογα κατά την έννοια του άρθρου 129 μπορούν μολαταύτα να θεωρούνται αποδεκτή εξασφάλιση όταν παρέχονται ως ασφάλεια για συναλλαγές επαναγοράς, εφόσον συμμορφώνονται με την προϋπόθεση του πρώτου εδαφίου.

    3.   Τα ιδρύματα εκπληρώνουν όλες τις συμβατικές και κανονιστικές απαιτήσεις και λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίσουν ότι μπορούν να επικαλεσθούν τις συμβάσεις χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων βάσει της νομοθεσίας που εφαρμόζεται στα δικαιώματά τους από αυτές τις εξασφαλίσεις.

    Τα ιδρύματα έχουν προβεί σε επαρκή νομική εξέταση που επιβεβαίωσε ότι οι συμβάσεις εξασφάλισης είναι εκτελεστές σε όλες τις χώρες που έχουν δικαιοδοσία. Προβαίνουν κατά περίπτωση σε νέα νομική εξέταση για να επιβεβαιώσουν ότι οι συμβάσεις εξακολουθούν να είναι εκτελεστές.

    4.   Τα ιδρύματα πληρούν όλες τις κατωτέρω λειτουργικές απαιτήσεις:

    α)

    τεκμηριώνουν κατάλληλα τις συμβάσεις χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων και διαθέτουν σαφείς και αξιόπιστες διαδικασίες για την ταχεία ρευστοποίηση της εξασφάλισης,

    β)

    χρησιμοποιούν αποτελεσματικές διαδικασίες και μηχανισμούς για τον έλεγχο των κινδύνων από τη χρήση εξασφαλίσεων, περιλαμβανομένου του κινδύνου απώλειας ή μείωσης της πιστωτικής προστασίας, του κινδύνου αποτίμησης, του κινδύνου παύσης της πιστωτικής προστασίας και του κινδύνου συγκέντρωσης, οι οποίοι απορρέουν από τη χρήση εξασφαλίσεων και από την αλληλεπίδραση με το συνολικό προφίλ κινδύνου του ιδρύματος,

    γ)

    διαθέτουν γραπτώς τεκμηριωμένες πολιτικές και πρακτικές για τα είδη και τα ποσά των εξασφαλίσεων που αποδέχονται,

    δ)

    υπολογίζουν την αγοραία αξία των εξασφαλίσεων και την αναπροσαρμόζουν τουλάχιστον κάθε έξι μήνες και κάθε φορά που έχουν λόγους να πιστεύουν ότι η αγοραία αξία των εξασφαλίσεων έχει μειωθεί σημαντικά,

    ε)

    εάν η εξασφάλιση κρατείται σε τρίτο, λαμβάνουν εύλογα μέτρα για να διασφαλίσουν ότι το τρίτο μέρος απομονώνει την εξασφάλιση από τα δικά του στοιχεία ενεργητικού,

    στ)

    διασφαλίζουν ότι αφιερώνουν επαρκείς πόρους για την εύτακτη λειτουργία των συμφωνιών περιθωρίου με εξωχρηματιστηριακά παράγωγα και αντισυμβαλλόμενους χρηματοδότησης τίτλων, βάσει της έγκαιρης άσκησης και της ακρίβειας των εξερχόμενων απαιτήσεων περιθωρίου και του χρόνου ανταπόκρισης σε εισερχόμενες απαιτήσεις περιθωρίου,

    ζ)

    διαθέτουν πολιτικές διαχείρισης των εξασφαλίσεων για τον έλεγχο, την παρακολούθηση και την υποβολή αναφορών σχετικά με:

    i)

    τους κινδύνους στους οποίους εκτίθενται λόγω των συμφωνιών περιθωρίου,

    ii)

    τον κίνδυνο συγκέντρωσης συγκεκριμένων ειδών εξασφαλίσεων,

    iii)

    την επαναχρησιμοποίηση εξασφαλίσεων, συμπεριλαμβανομένων των πιθανών ελλείψεων ρευστότητας λόγω της επαναχρησιμοποίησης εξασφαλίσεων που έχουν εισπραχθεί από αντισυμβαλλόμενους,

    iv)

    την παραίτηση δικαιωμάτων από εξασφαλίσεις που παρέχονται σε αντισυμβαλλόμενους.

    5.   Επιπλέον για να πληρούνται όλες οι απαιτήσεις των παραγράφων 2 έως 4, οι χρηματοοικονομικές εξασφαλίσεις δεν αναγνωρίζονται ως αποδεκτή εξασφάλιση στην απλή μέθοδο χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων παρά μόνο εάν έχουν εναπομένουσα ληκτότητα τουλάχιστον ίση με την εναπομένουσα ληκτότητα του ανοίγματος.

    Άρθρο 208

    Απαιτήσεις για εξασφαλίσεις με ακίνητα

    1.   Τα ακίνητα θεωρούνται αποδεκτή εξασφάλιση μόνον εφόσον πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις των παραγράφων 2 έως 5.

    2.   Πληρούνται οι ακόλουθες απαιτήσεις ασφάλειας δικαίου:

    α)

    μια υποθήκη ή άλλο βάρος που έχει εγγραφεί επί του ακινήτου πρέπει να είναι εκτελεστή σε όλες τις χώρες που έχουν δικαιοδοσία τη στιγμή σύναψης της σύμβασης παροχής πίστωσης και να έχει εγγραφεί ορθά και έγκαιρα,

    β)

    έχουν τηρηθεί όλες οι νομικές απαιτήσεις για τη σύστασή της ενεχυρίασης,

    γ)

    Η σύμβαση ενεχυρίασης και η σχετική νομική διαδικασία επιτρέπουν στο ίδρυμα να ικανοποιήσει σε εύλογο χρονικό διάστημα την απαίτησή του με τη ρευστοποίηση του ενυπόθηκου ακινήτου.

    3.   Πληρούνται οι ακόλουθες απαιτήσεις σχετικά με τον έλεγχο της αξίας του ακινήτου και την αποτίμησή του:

    α)

    τα ιδρύματα επαναπροσδιορίζουν τακτικά και τουλάχιστον μία φορά το χρόνο την αξία του ακινήτου προκειμένου περί ακινήτων εμπορικής χρήσης, και κάθε τρία έτη προκειμένου περί κατοικιών. Τα ιδρύματα πραγματοποιούν πιο συχνές αποτιμήσεις σε περιόδους έντονης διακύμανσης των τιμών της αγοράς,

    β)

    εάν υπάρχουν πληροφορίες, ότι η αξία του ακινήτου ενδέχεται να έχει μειωθεί σημαντικά σε σχέση με τις γενικές τιμές της αγοράς για αντίστοιχα ακίνητα, η αποτίμηση επανεξετάζεται από ανεξάρτητο εκτιμητή που διαθέτει τα απαιτούμενα προσόντα, ικανότητα και εμπειρία για την αποτίμηση ακινήτων και είναι ανεξάρτητος από τη διαδικασία πιστοδοτικών αποφάσεων. Για δάνεια που υπερβαίνουν τα 3 εκατομμύρια ευρώ ή το 5 % των ιδίων κεφαλαίων, η αποτίμηση του ακινήτου επανεξετάζεται από ανεξάρτητο εκτιμητή τουλάχιστον κάθε τρία χρόνια.

    Τα ιδρύματα μπορούν να χρησιμοποιούν στατιστικές μεθόδους για την αποτίμηση των ακινήτων και για τον εντοπισμό των ακινήτων των οποίων η αξία πρέπει να επανεκτιμηθεί.

    4.   Τα ιδρύματα τεκμηριώνουν με σαφήνεια τα είδη ακινήτων, που χρησιμοποιούνται ως κατοικίες και τα εμπορικά ακίνητα, που γίνονται δεκτά ως εξασφάλιση καθώς και τις σχετικές πιστοδοτικές πολιτικές τους.

    5.   Τα ιδρύματα διαθέτουν διαδικασίες που διασφαλίζουν ότι το ακίνητο που λαμβάνεται ως εμπράγματη εξασφάλιση καλύπτεται επαρκώς από ασφάλιση ζημιών.

    Άρθρο 209

    Απαιτήσεις για εισπρακτέες απαιτήσεις

    1.   Οι εισπρακτέες απαιτήσεις θεωρούνται αποδεκτή εξασφάλιση εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις των παραγράφων 2 και 3.

    2.   Πληρούνται οι ακόλουθες απαιτήσεις ασφάλειας δικαίου:

    α)

    η νομική πράξη με την οποία παρέχεται η εξασφάλιση σε ένα δανειοδοτικό ίδρυμα είναι ισχυρή και διασφαλίζει ότι το ίδρυμα έχει σαφή δικαιώματα επί της εξασφάλισης, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος επί των προϊόντων από την πώληση της εξασφάλισης,

    β)

    τα ιδρύματα λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για να συμμορφωθούν με τις απαιτήσεις του τοπικού νομικού πλαισίου ώστε να διασφαλιστεί ότι μπορεί να αντιτάξει τα δικαιώματά του που πηγάζουν από την εξασφάλιση της απαίτησης. Τα δανειοδοτικά ιδρύματα έχουν απαίτηση πρώτης προτεραιότητας στην εξασφάλιση, παρότι οι εν λόγω απαιτήσεις μπορεί να υπόκεινται σε απαιτήσεις προνομιούχων πιστωτών που προβλέπονται σε νομοθετικές διατάξεις,

    γ)

    τα ιδρύματα έχουν προβεί σε επαρκή νομική εξέταση που επιβεβαίωσε ότι οι συμβάσεις εξασφάλισης είναι εκτελεστές σε όλες τις χώρες που έχουν δικαιοδοσία,

    δ)

    οι συμβάσεις εξασφάλισης είναι επαρκώς τεκμηριωμένες και περιλαμβάνουν σαφείς και αξιόπιστες διαδικασίες ταχείας ρευστοποίησης της εξασφάλισης,

    ε)

    τα ιδρύματα διαθέτουν διαδικασίες που διασφαλίζουν την τήρηση όλων των προϋποθέσεων που προβλέπονται από τον νόμο για την κήρυξη του δανειολήπτη σε αθέτηση υποχρέωσης και την ταχεία ρευστοποίηση της εξασφάλισης,

    στ)

    σε περίπτωση χρηματοοικονομικών δυσχερειών του δανειολήπτη ή αθέτησης της υποχρέωσής του, τα ιδρύματα έχουν νόμιμη εξουσία να πωλήσουν ή να εκχωρήσουν σε τρίτους τις εισπρακτέες απαιτήσεις χωρίς τη συναίνεση των οφειλετών των εισπρακτέων απαιτήσεων.

    3.   Πληρούνται οι ακόλουθες απαιτήσεις σχετικά με τη διαχείριση κινδύνου:

    α)

    κάθε ίδρυμα διαθέτει αποτελεσματική διαδικασία εκτίμησης του πιστωτικού κινδύνου από εισπρακτέες απαιτήσεις. Η διαδικασία περιλαμβάνει αναλύσεις της δραστηριότητας και του επιχειρηματικού τομέα του δανειολήπτη και των κατηγοριών πελατών με τους οποίους συναλλάσσεται. Εάν το ίδρυμα βασίζεται στην εκτίμηση των δανειοληπτών του για τον προσδιορισμό του πιστωτικού κινδύνου των πελατών, επανεξετάζει τις πιστωτικές πρακτικές των δανειοληπτών για να εξακριβώσει την επάρκεια και την αξιοπιστία τους,

    β)

    η διαφορά μεταξύ ποσού του ανοίγματος και αξίας των εισπρακτέων απαιτήσεων θα αντικατοπτρίζει όλους τους σχετικούς παράγοντες, περιλαμβανομένου του κόστους ρευστοποίησης, τον κίνδυνο συγκέντρωσης για το σύνολο των απαιτήσεων κάθε πιστούχου που έχουν ενεχυριασθεί και του κινδύνου συγκέντρωσης για το σύνολο των ανοιγμάτων του ιδρύματος πέραν από αυτόν που ελέγχεται από τη γενική μεθοδολογία του. Τα ιδρύματα εφαρμόζουν διαδικασία παρακολούθησης των εισπρακτέων απαιτήσεων σε συνεχή βάση. Ελέγχουν επίσης, σε τακτική βάση, τη συμμόρφωση με τις ρήτρες των δανείων, τους περιβαλλοντικούς περιορισμούς και τις λοιπές νομικές απαιτήσεις,

    γ)

    οι εισπρακτέες απαιτήσεις που ενεχυριάζονται από τον πιστούχο είναι επαρκώς διαφοροποιημένες και δεν συσχετίζονται σημαντικά με την οικονομική κατάστασή του. Σε περίπτωση σημαντικής θετικής συσχέτισης, ο σχετικός κίνδυνος θα λαμβάνεται υπόψη κατά τον καθορισμό περιθωρίων για το σύνολο των εξασφαλίσεων,

    δ)

    τα ιδρύματα δεν χρησιμοποιούν εισπρακτέες απαιτήσεις από εταιρείες συνδεδεμένες με τον πιστούχο, συμπεριλαμβανομένων των θυγατρικών και των υπαλλήλων του, ως αποδεκτή πιστωτική προστασία,

    ε)

    κάθε ίδρυμα διαθέτει γραπτώς τεκμηριωμένη διαδικασία για την συλλογή των εισπρακτέων απαιτήσεων σε περίπτωση προβλημάτων. Τα αναγκαία μέσα για την συλλογή των εισπρακτέων απαιτήσεων πρέπει να υφίστανται ακόμα και όταν τα ιδρύματα προσβλέπουν σε λειτουργική αποπληρωμή των πιστώσεων.

    Άρθρο 210

    Απαιτήσεις για άλλες εμπράγματες εξασφαλίσεις

    Οι εμπράγματες εξασφαλίσεις εκτός των εξασφαλίσεων με ακίνητη περιουσία θεωρούνται αποδεκτές δυνάμει της ΠΕΔ εφόσον πληρούνται οι κατωτέρω προϋποθέσεις:

    α)

    η σύμβαση εξασφάλισης δυνάμει της οποίας παρέχεται η εμπράγματη εξασφάλιση σε ένα ίδρυμα είναι νομικώς αποτελεσματική και εκτελεστή σε όλες τις χώρες που έχουν δικαιοδοσία και επιτρέπει στο ίδρυμα να ικανοποιήσει σε εύλογο χρόνο την απαίτησή του με τη ρευστοποίηση της εξασφάλισης,

    β)

    με μόνη εξαίρεση τις αποδεκτές απαιτήσεις πρώτης προτεραιότητας του άρθρου 209 παράγραφος 2 στοιχείο β), μόνο δικαιώματα ή βάρη πρώτης τάξης επί των εξασφαλίσεων είναι αποδεκτά ως εξασφάλιση και ένα ίδρυμα έχει προτεραιότητα έναντι όλων των άλλων δανειστών επί του προϊόντος της ρευστοποίησης της εξασφάλισης,

    γ)

    τα ιδρύματα ελέγχουν την αξία της εξασφάλισης τακτικά και τουλάχιστον μία φορά το χρόνο. Τα ιδρύματα πραγματοποιούν πιο συχνές αποτιμήσεις εάν οι όροι της αγοράς υπόκεινται σε σημαντικές μεταβολές,

    δ)

    η σύμβαση δανείου περιλαμβάνει λεπτομερή περιγραφή της εξασφάλισης και του τρόπου και της συχνότητας των αναπροσαρμογών αξίας,

    ε)

    τα ιδρύματα τεκμηριώνουν σαφώς σε εσωτερικές πιστοδοτικές πολιτικές και διαδικασίες που είναι διαθέσιμες για εξέταση τα είδη εμπράγματης εξασφάλισης που δέχονται και τις πολιτικές και πρακτικές που διαθέτουν για το κατάλληλο ποσό κάθε είδους εξασφάλισης σε σχέση με το ποσό του ανοίγματος,

    στ)

    οι πολιτικές των ιδρυμάτων για τη διάρθρωση της συναλλαγής καθορίζουν τα εξής:

    i)

    κατάλληλες απαιτήσεις εξασφάλισης σε συνάρτηση με το ποσό του ανοίγματος,

    ii)

    την ικανότητα ταχείας ρευστοποίησης της εξασφάλισης,

    iii)

    την ικανότητα αντικειμενικού προσδιορισμού μιας τιμής ή αγοραίας αξίας,

    iv)

    τη συχνότητα με την οποία μπορεί να προσδιοριστεί άμεσα η αξία της εξασφάλισης, ιδίως με επαγγελματική εκτίμηση ή αποτίμηση,

    v)

    τη μεταβλητότητα ή μια ενδεικτική μεταβλητή για την μεταβλητότητα της αξίας της εξασφάλισης,

    ζ)

    κατά την αποτίμηση και την αναπροσαρμογή αξίας τα ιδρύματα λαμβάνουν πλήρως υπόψη κάθε επιδείνωση ή παλαίωση της εξασφάλισης, αποδίδοντας ιδιαίτερη προσοχή στις επιπτώσεις που έχει η πάροδος του χρόνου στις εξασφαλίσεις των οποίων η αξία τους επηρεάζεται από τη μόδα ή από συγκεκριμένες ημερομηνίες,

    η)

    τα ιδρύματα έχουν δικαίωμα φυσικής επιθεώρησης της εξασφάλισης. Διαθέτουν επίσης πολιτικές και διαδικασίες για την άσκηση του δικαιώματος αυτού,

    θ)

    η εξασφάλιση καλύπτεται επαρκώς από ασφάλιση του κινδύνου ζημιών και τα ιδρύματα διαθέτουν διαδικασίες για τον σχετικό έλεγχο.

    Άρθρο 211

    Απαιτήσεις για την αντιμετώπιση των ανοιγμάτων από συναλλαγές χρηματοδοτικής μίσθωσης ως εξασφαλισμένων ανοιγμάτων

    Τα ιδρύματα αντιμετωπίζουν τα ανοίγματα από συναλλαγές χρηματοδοτικής μίσθωσης ως ανοίγματα εξασφαλισμένα με το είδος του εκμισθούμενου περιουσιακού στοιχείου εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

    α)

    πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 208 ή 210, κατά περίπτωση, για την αναγνώριση του είδους περιουσιακού στοιχείου που εκμισθώνεται ως αποδεκτή εξασφάλιση,

    β)

    ο εκμισθωτής διαθέτει αποτελεσματικό πλαίσιο διαχείρισης των κινδύνων και κατάλληλης παρακολούθησης της αξίας της εξασφάλισης όσον αφορά την χρήση του εκμισθούμενου περιουσιακού στοιχείου, την τοποθεσία του, την παλαιότητά του και την προγραμματισμένη διάρκεια χρήσης του,

    γ)

    ο εκμισθωτής έχει νόμιμη κυριότητα επί του περιουσιακού στοιχείου και την ικανότητα να ασκήσει τα δικαιώματα κυριότητάς του σε εύθετο χρόνο,

    δ)

    εφόσον δεν έχει ήδη προσδιοριστεί κατά τον υπολογισμό του LGD, η διαφορά μεταξύ της αξίας του ανεξόφλητου ποσού και της αγοραίας αξίας της εξασφάλισης δεν είναι τόσο μεγάλη ώστε να οδηγεί σε υπερεκτίμηση της μείωσης κινδύνου που αποδίδεται στο εκμισθούμενο περιουσιακό στοιχείο.

    Άρθρο 212

    Απαιτήσεις για άλλες μορφές χρηματοδοτούμενης πιστωτικής προστασίας

    1.   Οι καταθέσεις μετρητών ή μέσα εξομοιούμενα με μετρητά που τηρούνται σε τρίτο ίδρυμα είναι αποδεκτές για την αντιμετώπιση που ορίζεται στο άρθρο 232 παράγραφος 1, εφόσον πληρούνται οι κατωτέρω προϋποθέσεις:

    α)

    η απαίτηση του πιστούχου έναντι του τρίτου ιδρύματος ενεχυριάζεται ανοικτά ή εκχωρείται στο δανειοδοτικό ίδρυμα, η δε ενεχυρίαση ή εκχώρηση είναι νομικώς αποτελεσματική και εκτελεστή σε όλες τις χώρες που έχουν δικαιοδοσία και δεν υπόκειται σε αίρεση ή ανάκληση,

    β)

    η ενεχυρίαση ή εκχώρηση κοινοποιείται στο τρίτο ίδρυμα,

    γ)

    ως αποτέλεσμα της ανωτέρω κοινοποίησης, το τρίτο ίδρυμα δεν μπορεί να πραγματοποιεί πληρωμές παρά μόνο στο δανειοδοτικό ίδρυμα ή σε άλλα μέρη και μόνο με την προηγούμενη συγκατάθεση του δανειοδοτικού ιδρύματος.

    2.   Τα ασφαλιστήρια συμβόλαια ζωής που έχουν ενεχυριαστεί στο δανειοδοτικό ίδρυμα αναγνωρίζονται ως αποδεκτή εξασφάλιση εφόσον πληρούνται οι κατωτέρω προϋποθέσεις:

    α)

    το ασφαλιστήριο συμβόλαιο ζωής ενεχυριάζεται ανοικτά ή εκχωρείται στο δανειοδοτικό ίδρυμα,

    β)

    η ενεχυρίαση ή εκχώρηση κοινοποιείται στην επιχείρηση που παρέχει την ασφάλιση ζωής, η οποία, ως αποτέλεσμα της κοινοποίησης αυτής, δεν δύναται να καταβάλει ποσά που οφείλονται βάσει του ασφαλιστηρίου χωρίς την προηγούμενη συγκατάθεση του δανειοδοτικού ιδρύματος,

    γ)

    το δανειοδοτικό ίδρυμα έχει το δικαίωμα να καταγγείλει το ασφαλιστήριο συμβόλαιο και να λάβει την αξία εξαγοράς σε περίπτωση αθέτησης του δανειολήπτη,

    δ)

    το δανειοδοτικό ίδρυμα ενημερώνεται από τον κάτοχο του συμβολαίου για κάθε περίπτωση μη πληρωμής στο πλαίσιο του ασφαλιστηρίου συμβολαίου ζωής,

    ε)

    η πιστωτική προστασία παρέχεται για όλη τη διάρκεια του δανείου. Σε περίπτωση που αυτό δεν είναι δυνατό, επειδή το ασφαλιστήριο συμβόλαιο λήγει πριν από την λήξη της σύμβασης δανείου, το ίδρυμα θα διασφαλίζει ότι οι χρηματορροές που προκύπτουν από το ασφαλιστήριο συμβόλαιο θα χρησιμεύσουν στο ίδρυμα ως εξασφάλιση μέχρι τη λήξη της σύμβασης δανείου,

    στ)

    το ενέχυρο ή η εκχώρηση είναι νομικώς αποτελεσματικά και εκτελεστά σε όλες τις χώρες που έχουν δικαιοδοσία την στιγμή της σύναψης της σύμβασης δανείου,

    ζ)

    η αξία εξαγοράς δηλώνεται από την εταιρεία που παρέχει την ασφάλεια ζωής και δεν μπορεί να μειωθεί,

    η)

    η αξία εξαγοράς πρέπει να καταβληθεί από την εταιρεία που παρέχει την ασφάλεια ζωής σε εύθετο χρόνο κατόπιν αιτήματος,

    (i)

    η αξία εξαγοράς δεν μπορεί να ζητηθεί χωρίς την προηγούμενη συγκατάθεση του ιδρύματος,

    ι)

    η εταιρεία που παρέχει την ασφάλεια ζωής υπόκειται στην οδηγία 2009/138/ΕΚ ή υπόκειται σε εποπτεία από αρμόδια αρχή τρίτης χώρας, η οποία εφαρμόζει εποπτικές και κανονιστικές ρυθμίσεις τουλάχιστον ισοδύναμες με εκείνες που ισχύουν στην Ένωση.

    Ενοτητα 2

    M η χρηματοδοτουμενη πιστωτικη προστασια και συμβασεις μορφης credit linked notes

    Άρθρο 213

    Κοινές απαιτήσεις για τις εγγυήσεις και τα πιστωτικά παράγωγα

    1.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 214 παράγραφος 1, η πιστωτική προστασία που απορρέει από εγγύηση ή πιστωτικό παράγωγο αναγνωρίζεται ως αποδεκτή μη χρηματοδοτούμενη πιστωτική προστασία εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

    α)

    η πιστωτική προστασία είναι άμεση,

    β)

    η έκταση της πιστωτικής προστασίας είναι σαφώς και αμετάκλητα καθορισμένη,

    γ)

    η σύμβαση πιστωτικής προστασίας δεν περιέχει καμία ρήτρα της οποίας η τήρηση είναι εκτός του ελέγχου του δανειοδότη και η οποία:

    i)

    θα επέτρεπε στον πάροχο της προστασίας να την καταγγείλει μονομερώς,

    ii)

    θα αύξανε το πραγματικό κόστος της προστασίας σε περίπτωση επιδείνωσης της πιστωτικής ποιότητας του καλυπτόμενου ανοίγματος,

    iii)

    θα μπορούσε να απαλλάξει τον πάροχο της προστασίας από την υποχρέωση να πραγματοποιήσει σε εύθετο χρόνο τις πληρωμές εάν ο αρχικός οφειλέτης δεν καταβάλει τις οφειλόμενες πληρωμές ή εάν η σύμβαση μίσθωσης έχει λήξει για τους σκοπούς αναγνώρισης της εγγυημένης υπολειμματικής αξίας δυνάμει του άρθρου 134 παράγραφος 7 και του άρθρου 166 παράγραφος 4,

    iv)

    θα επέτρεπε στον πάροχο της πιστωτικής προστασίας να μειώσει τη ληκτότητά της,

    δ)

    η σύμβαση πιστωτικής προστασίας είναι νομικώς αποτελεσματική και εκτελεστή σε όλες τις χώρες που έχουν δικαιοδοσία την στιγμή της σύναψης της σύμβασης δανείου.

    2.   Το ίδρυμα αποδεικνύει στην αρμόδια αρχή ότι διαθέτει συστήματα για τη διαχείριση κάθε δυνητικής συγκέντρωσης κινδύνου από τις εγγυήσεις και τα πιστωτικά παράγωγα που χρησιμοποιεί. Το ίδρυμα είναι σε θέση να αποδεικνύει επαρκώς στις αρμόδιες αρχές τον τρόπο με τον οποίο η στρατηγική του όσον αφορά τη χρήση πιστωτικών παράγωγων και εγγυήσεων αλληλεπιδρά με τη διαχείριση του συνολικού του προφίλ κινδύνου.

    3.   Ένα ίδρυμα εκπληρώνει όλες τις συμβατικές και κανονιστικές απαιτήσεις και λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίσει ότι μπορεί να επικαλεσθεί τη μη χρηματοδοτούμενη πιστωτική προστασία βάσει της νομοθεσίας που εφαρμόζεται στα δικαιώματά του από αυτή την πιστωτική προστασία.

    Ένα ίδρυμα έχει προβεί σε επαρκή νομική εξέταση που επιβεβαίωσε ότι η μη χρηματοδοτούμενη πιστωτική προστασία είναι εκτελεστή σε όλες τις χώρες που έχουν δικαιοδοσία. Προβαίνει κατά περίπτωση σε νέα νομική εξέταση για να επιβεβαιώσει ότι οι συμβάσεις εξακολουθούν να είναι εκτελεστές.

    Άρθρο 214

    Αντεγγυήσεις του κράτους και άλλων οντοτήτων του δημόσιου τομέα

    1.   Τα ιδρύματα μπορούν να αντιμετωπίσουν τα ανοίγματα που αναφέρονται στην παράγραφο 2 ως καλυπτόμενα από εγγύηση που παρέχεται από τις οντότητες που παρατίθενται στην εν λόγω παράγραφο εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

    α)

    η αντεγγύηση καλύπτει όλα τα στοιχεία πιστωτικού κινδύνου της απαίτησης,

    β)

    τόσο η αρχική εγγύηση όσο και η αντεγγύηση πληρούν τις απαιτήσεις του άρθρου 213 και του άρθρου 215 παράγραφος 1 για τις εγγυήσεις, με μόνη εξαίρεση ότι η αντεγγύηση μπορεί να μην είναι άμεση,

    γ)

    η παρεχόμενη κάλυψη είναι αποτελεσματική και κανένα ιστορικό δεδομένο δεν υποδηλώνει ότι η κάλυψη που παρέχει η αντεγγύηση δεν είναι στην πραγματικότητα ισοδύναμη με εκείνη της άμεσης εγγύησης της εν λόγω οντότητας.

    2.   Η αντιμετώπιση που καθορίζεται στην παράγραφο 1 εφαρμόζεται για ανοίγματα που προστατεύονται από εγγύηση η οποία είναι αντεγγυημένη από οποιαδήποτε από τις κατωτέρω οντότητες:

    α)

    μια κεντρική κυβέρνηση ή κεντρική τράπεζα,

    β)

    μια περιφερειακή κυβέρνηση ή τοπική αρχή,

    γ)

    μια οντότητα του δημοσίου τομέα, οι απαιτήσεις έναντι της οποίας αντιμετωπίζονται ως απαιτήσεις έναντι της κεντρικής κυβέρνησης σύμφωνα με το άρθρο 116 παράγραφος 4,

    δ)

    μια πολυμερή τράπεζα ανάπτυξης ή έναν διεθνή οργανισμό, όπου εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης κινδύνου 0 % δυνάμει ή λόγω του άρθρου 117 παράγραφος 2 και του άρθρου 118 αντίστοιχα,

    ε)

    μια οντότητα του δημόσιου τομέα οι απαιτήσεις έναντι της οποίας αντιμετωπίζονται σύμφωνα με το άρθρο 116 παράγραφοι 1 και 2.

    3.   Τα ιδρύματα εφαρμόζουν την αντιμετώπιση που προβλέπεται στην παράγραφο 1 επίσης για άνοιγμα που δεν καλύπτεται από αντεγγύηση των αναφερομένων στην παράγραφο 2 οντοτήτων, εφόσον η αντεγγύηση του ανοίγματος, με τη σειρά της, προστατεύεται ευθέως από εγγύηση μίας εκ των αναφερόμενων οντοτήτων και πληρούνται οι προϋποθέσεις της παραγράφου 1.

    Άρθρο 215

    Συμπληρωματικές απαιτήσεις για την αναγνώριση των εγγυήσεων

    1.   Οι εγγυήσεις αναγνωρίζονται ως αποδεκτή μη χρηματοδοτούμενη πιστωτική προστασία εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 213 και όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

    α)

    αμέσως μετά την αθέτηση ή τη μη πληρωμή που ενεργοποιεί την εγγύηση, το δανειοδοτικό ίδρυμα έχει το δικαίωμα να ενάγει τον εγγυητή εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας και να ζητήσει την καταβολή κάθε ποσού που οφείλεται βάσει της απαίτησης για την οποία παρέχεται η προστασία και η καταβολή από τον εγγυητή δεν υπόκειται σε ένσταση κατά του δανειοδοτικού ιδρύματος προκειμένου να στραφεί πρώτα κατά του οφειλέτη.

    Σε περίπτωση μη χρηματοδοτούμενης πιστωτικής προστασίας που καλύπτει ενυπόθηκα δάνεια κατοικίας, οι απαιτήσεις του άρθρου 213 παράγραφος 1 στοιχείο γ) σημείο iii), και του πρώτου εδαφίου του παρόντος στοιχείου, πρέπει να πληρούνται μόνο εντός 24 μηνών,

    β)

    η εγγύηση αποτελεί ρητή και γραπτώς τεκμηριωμένη υποχρέωση που αναλαμβάνει ο εγγυητής,

    γ)

    να πληρούται μία από τις εξής προϋποθέσεις:

    i)

    η εγγύηση καλύπτει όλα τα είδη πληρωμών που αναμένεται να πραγματοποιήσει ο οφειλέτης για την εκπλήρωση της απαίτησης,

    ii)

    εάν ορισμένα είδη πληρωμών εξαιρούνται από την εγγύηση το δανειοδοτικό ίδρυμα έχει προσαρμόσει την αξία της εγγύησης για να ληφθεί υπόψη ο περιορισμός της κάλυψης.

    2.   Στην περίπτωση των εγγυήσεων που παρέχονται στο πλαίσιο συστημάτων αμοιβαίων εγγυήσεων ή των εγγυήσεων που παρέχονται ή καλύπτονται από την αντεγγύηση των οντοτήτων που απαριθμούνται στο άρθρο 214 παράγραφος 2, θεωρείται ότι οι απαιτήσεις του στοιχείου α) της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου ικανοποιούνται εάν πληρούται μία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

    α)

    το δανειοδοτικό ίδρυμα έχει το δικαίωμα να λάβει σε εύθετο χρόνο από τον εγγυητή προσωρινή πληρωμή που πληροί αμφότερες τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

    i)

    αντιπροσωπεύει μια ανθεκτική εκτίμηση του ποσού ζημίας, περιλαμβανομένης της ζημίας από τη μη πληρωμή τόκων και από τα άλλη είδη πληρωμών που υποχρεούται να πραγματοποιήσει ο πιστούχος, την οποία είναι πιθανό να υποστεί το δανειοδοτικό ίδρυμα,

    ii)

    είναι αναλογική προς την κάλυψη που παρέχει η εγγύηση,

    β)

    το δανειοδοτικό ίδρυμα μπορεί να αποδείξει επαρκώς στις αρμόδιες αρχές ότι τα αποτελέσματα της εγγύησης, που θα καλύπτουν επίσης τη ζημία από τη μη πληρωμή τόκων και άλλων πληρωμών που υποχρεούται να πραγματοποιήσει ο πιστούχος, δικαιολογούν τέτοια αντιμετώπιση.

    Άρθρο 216

    Συμπληρωματικές απαιτήσεις για τα πιστωτικά παράγωγα

    1.   Τα πιστωτικά παράγωγα αναγνωρίζονται ως αποδεκτή μη χρηματοδοτούμενη πιστωτική προστασία εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 213 και οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

    α)

    τα πιστωτικά γεγονότα που προβλέπονται στη σύμβαση που διέπει το πιστωτικό παράγωγο περιλαμβάνουν:

    i)

    τη μη πληρωμή των ποσών που οφείλονται δυνάμει των όρων της υποκείμενης πιστωτικής υποχρέωσης με περίοδο χάριτος ίση ή μικρότερη από εκείνη της υποκείμενης πιστωτικής υποχρέωσης,

    ii)

    την πτώχευση, αφερεγγυότητα ή αδυναμία του οφειλέτη να πληρώσει τα χρέη του, ή την αδυναμία του ή την εκ μέρους του γραπτή παραδοχή της αδυναμίας του να πληρώσει γενικά τα ληξιπρόθεσμα χρέη του, και άλλα ανάλογα γεγονότα,

    iii)

    την αναδιάρθρωση της υποκείμενης πιστωτικής υποχρέωσης με διαγραφή ή αναδιάταξη του κεφαλαίου, των τόκων ή των προμηθειών που έχει ως αποτέλεσμα ζημία από αθέτηση πιστωτικής υποχρέωσης,

    β)

    εάν τα πιστωτικά παράγωγα επιτρέπουν το διακανονισμό με μετρητά:

    i)

    τα ιδρύματα διαθέτουν άρτια διαδικασία αποτίμησης για την αξιόπιστη εκτίμηση της ζημίας,

    ii)

    η προθεσμία αποτίμησης της υποκείμενης πιστωτικής υποχρέωσης μετά το πιστωτικό γεγονός ορίζεται σαφώς,

    γ)

    εάν είναι αναγκαίο για το διακανονισμό να έχει ο αγοραστής της προστασίας το δικαίωμα και την ικανότητα να μεταβιβάσει την υποκείμενη πιστωτική υποχρέωση στον πάροχο της προστασίας, οι όροι της υποκείμενης πιστωτικής υποχρέωσης προβλέπουν ότι τα μέρη δεν μπορούν να αρνούνται χωρίς βάσιμους λόγους τη συναίνεση που απαιτείται για τη μεταβίβαση αυτή,

    δ)

    η ταυτότητα των μερών που είναι υπεύθυνα να διαπιστώσουν εάν επήλθε ένα πιστωτικό γεγονός καθορίζεται με σαφήνεια,

    ε)

    η διαπίστωση ενός πιστωτικού γεγονότος δεν είναι αποκλειστική αρμοδιότητα του παρόχου προστασίας,

    στ)

    ο αγοραστής της προστασίας έχει το δικαίωμα ή την ικανότητα να πληροφορεί τον πάροχο της προστασίας ότι επήλθε ένα πιστωτικό γεγονός.

    Εάν τα πιστωτικά γεγονότα δεν περιλαμβάνουν την αναδιάρθρωση της υποκείμενης πιστωτικής υποχρέωσης σύμφωνα με το σημείο iii) του στοιχείου α), η πιστωτική προστασία μπορεί ωστόσο να είναι αποδεκτή, με την προϋπόθεση ότι θα μειωθεί η αξία της σύμφωνα με το άρθρο 233 παράγραφος 2.

    2.   Τυχόν αναντιστοιχία μεταξύ της υποκείμενης πιστωτικής υποχρέωσης και της υποχρέωσης αναφοράς του πιστωτικού παράγωγου ή της αξίας του παραδοτέου μέσου ή μεταξύ της υποκείμενης πιστωτικής υποχρέωσης και της υποχρέωσης που χρησιμοποιείται για να διαπιστωθεί εάν επήλθε ένα πιστωτικό γεγονός, επιτρέπεται μόνο εάν πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

    α)

    η υποχρέωση αναφοράς ή η υποχρέωση που χρησιμοποιείται για να διαπιστωθεί εάν επήλθε ένα πιστωτικό γεγονός της αυτής τάξεως (pari passu) ή έχει χαμηλότερη εξοφλητική προτεραιότητα με την υποκείμενη υποχρέωση και

    β)

    η υποκείμενη υποχρέωση και η υποχρέωση αναφοράς ή η υποχρέωση που χρησιμοποιείται για να προσδιοριστεί εάν επήλθε ένα πιστωτικό γεγονός, προέρχονται από τον ίδιο οφειλέτη και υπάρχουν εκτελεστές ρήτρες σταυροειδούς αθέτησης υποχρέωσης (cross-default) ή σταυροειδούς πρόωρης εξόφλησης (cross-acceleration).

    Άρθρο 217

    Απαιτήσεις για να είναι δυνατή η αντιμετώπιση που προβλέπεται στο άρθρο 153 παράγραφος 3

    1.   Προκειμένου να είναι δυνατή η αντιμετώπιση που περιγράφεται στο άρθρο 153 παράγραφος 3, η πιστωτική προστασία που απορρέει από εγγύηση ή πιστωτικό παράγωγο πρέπει να πληροί τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

    α)

    η υποκείμενη υποχρέωση είναι σε ένα από τα κατωτέρω ανοίγματα:

    i)

    επιχειρηματικό άνοιγμα όπως αναφέρεται στο άρθρο 147, με εξαίρεση ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις,

    ii)

    άνοιγμα έναντι περιφερειακής κυβέρνησης, τοπικής αρχής ή οντότητας του δημόσιου τομέα που δεν αντιμετωπίζεται ως άνοιγμα έναντι κεντρικής κυβέρνησης ή κεντρικής τράπεζας σύμφωνα με το άρθρο 147,

    iii)

    άνοιγμα έναντι ΜΜΕ, χαρακτηριζόμενο ως άνοιγμα λιανικής σύμφωνα με το άρθρο 147 παράγραφος 5,

    β)

    οι υποκείμενοι πιστούχοι δεν είναι μέλη του ιδίου ομίλου επιχειρήσεων με τον πάροχο της προστασίας,

    γ)

    το άνοιγμα αντισταθμίζεται με ένα από τα ακόλουθα μέσα:

    i)

    μη χρηματοδοτούμενα πιστωτικά παράγωγα μεμονωμένου πιστούχου ή εγγυήσεις μεμονωμένου πιστούχου,

    ii)

    προϊόντα κάλυψης κινδύνου πρώτης αθέτησης σε σύνολο ανοιγμάτων,

    iii)

    προϊόντα κάλυψης κινδύνου νιοστής αθέτησης σε σύνολο ανοιγμάτων,

    δ)

    η πιστωτική προστασία πληροί τις προϋποθέσεις των άρθρων 213, 215 και 216, κατά περίπτωση,

    ε)

    ο συντελεστής στάθμισης που συνδέεται με το άνοιγμα προ της εφαρμογής της αντιμετώπισης που καθορίζεται στο άρθρο 153 παράγραφος 3, δεν λαμβάνει υπόψη καμία πιστωτική προστασία,

    στ)

    ένα πιστωτικό ίδρυμα έχει το δικαίωμα και την προσδοκία να πληρωθεί από τον πάροχο πιστωτικής προστασίας χωρίς να πρέπει να κάνει χρήση ένδικων μέσων κατά του αντισυμβαλλομένου για την πληρωμή. Στο μέτρο του δυνατού, το ίδρυμα λαμβάνει μέτρα προκειμένου να ικανοποιηθεί ότι ο πάροχος πιστωτικής προστασίας είναι διατεθειμένος να πληρώσει αμέσως σε περίπτωση που επέλθει ένα πιστωτικό γεγονός,

    ζ)

    η αγορασθείσα πιστωτική προστασία απορροφά όλες τις πιστωτικές ζημίες που πραγματοποιήθηκαν επί του αντισταθμισμένου ανοίγματος εξαιτίας πιστωτικών γεγονότων που συνέβησαν και προβλέπονται στη σύμβαση,

    η)

    εάν η διάρθρωση πληρωμής της πιστωτικής προστασίας προβλέπει τον φυσικό διακανονισμό τότε υφίσταται ασφάλεια δικαίου όσον αφορά την δυνατότητα παράδοσης ενός δανείου, ομολόγου ή ενδεχόμενης υποχρέωσης,

    θ)

    εάν ένα ίδρυμα προτίθεται να παραδώσει μια υποχρέωση διαφορετική από το υποκείμενο άνοιγμα τότε διασφαλίζει ότι η παραδοτέα υποχρέωση είναι αρκούντως ρευστή ώστε το ίδρυμα να δύναται να την αγοράσει προς παράδοση σύμφωνα με τα όσα ορίζονται στη σύμβαση,

    ι)

    οι όροι των διακανονισμών πιστωτικής προστασίας επιβεβαιώνονται νομότυπα γραπτώς τόσο από τον πάροχο πιστωτικής προστασίας και το ίδρυμα,

    ια)

    τα ιδρύματα εφαρμόζουν διεργασία για τον εντοπισμό υπέρμετρης συσχέτισης μεταξύ της φερεγγυότητας ενός παρόχου προστασίας και του πιστούχου του υποκείμενου ανοίγματος λόγω του ότι η επίδοσή τους εξαρτάται από κοινούς παράγοντες πέραν του συστημικού παράγοντα κινδύνου,

    ιβ)

    σε περίπτωση προστασίας έναντι κινδύνου απομείωσης της αξίας, ο πωλητής των αγορασθέντων εισπρακτέων δεν ανήκει στον ίδιο όμιλο επιχειρήσεων με τον πάροχο της προστασίας.

    2.   Για τους σκοπούς του στοιχείου γ) σημείο ii) της παραγράφου 1, τα ιδρύματα εφαρμόζουν την αντιμετώπιση που προβλέπεται στο άρθρο 153 παράγραφος 3 στο στοιχείο ενεργητικού της ομάδας που έχει το χαμηλότερο σταθμισμένο ποσό ανοίγματος.

    3.   Για τους σκοπούς του στοιχείου γ) σημείο ii) της παραγράφου 1, η αποκτώμενη προστασία είναι επιλέξιμη να υπαχθεί στο εν λόγω πλαίσιο μόνον εφόσον έχει αποκτηθεί αποδεκτή προστασία (n-1) από τον κίνδυνο αθέτησης ή το (n-1) των περιουσιακών στοιχείων του συνόλου ανοιγμάτων είναι ήδη σε κατάσταση αθέτησης. Σε αυτή την περίπτωση, τα ιδρύματα εφαρμόζουν την αντιμετώπιση που προβλέπεται στο άρθρο 153 παράγραφος 3 στο στοιχείο ενεργητικού της ομάδας που έχει το χαμηλότερο σταθμισμένο ποσό ανοίγματος.

    Τμημα 4

    Υπολογισμός των αποτελεσμάτων της μείωσης κινδύνου

    Ενότητα 1

    Χρηματοδοτούμενη πιστωτική προστασία

    Άρθρο 218

    Ομόλογα συνδεδεμένα με τον πιστωτικό κίνδυνο υποκείμενου μέσου

    Οι επενδύσεις σε ομόλογα συνδεδεμένα με τον πιστωτικό κίνδυνο υποκείμενου μέσου που εκδίδονται από το δανειοδοτικό ίδρυμα μπορούν να αντιμετωπίζονται ως εξασφαλίσεις με χρηματικά διαθέσιμα για τους σκοπούς του υπολογισμού των αποτελεσμάτων της χρηματοδοτούμενης πιστωτικής προστασίας σύμφωνα με την παρούσα Ενότητα, εφόσον η συμφωνία ανταλλαγής κινδύνου αθέτησης που ενσωματώνεται στο ανωτέρω ομόλογο αναγνωρίζεται ως αποδεκτή μη χρηματοδοτούμενη πιστωτική προστασία. Για να διευκρινιστεί εάν η συμφωνία ανταλλαγής κινδύνου αθέτησης που ενσωματώνεται στο ανωτέρω ομόλογο αναγνωρίζεται ως αποδεκτή μη χρηματοδοτούμενη πιστωτική προστασία, το ίδρυμα πρέπει να εξετάσει εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 194 παράγραφος 6 στοιχείο γ).

    Άρθρο 219

    Συμψηφισμός εντός ισολογισμού

    Τα δάνεια και οι καταθέσεις που τηρούνται στο δανειοδοτικό ίδρυμα και υπόκεινται σε συμψηφισμό εντός ισολογισμού αντιμετωπίζονται από το ίδρυμα αυτό ως εξασφαλίσεις με χρηματικά διαθέσιμα για τους σκοπούς του υπολογισμού των αποτελεσμάτων της χρηματοδοτούμενης πιστωτικής προστασίας για τα εν λόγω δάνεια και τις καταθέσεις του δανειοδοτικού ιδρύματος που υπόκεινται σε συμψηφισμό εντός ισολογισμού και είναι εκφρασμένα στο ίδιο νόμισμα.

    Άρθρο 220

    Εφαρμογή της μεθόδου των εποπτικών συντελεστών προσαρμογής μεταβλητότητας ή της μεθόδου των εσωτερικών εκτιμήσεων προσαρμογής μεταβλητότητας για συμβάσεις-πλαίσια συμψηφισμού

    1.   Κατά τον υπολογισμό της «πλήρως προσαρμοσμένης αξίας ανοίγματος» (E*) για τα ανοίγματα που υπάγονται σε αποδεκτή σύμβαση-πλαίσιο συμψηφισμού που καλύπτει συναλλαγές επαναγοράς και/ή συναλλαγές δανειοδοσίας ή δανειοληψίας τίτλων και εμπορευμάτων ή άλλες συναλλαγές με όρους κεφαλαιαγοράς, τα ιδρύματα υπολογίζουν τις εφαρμοζόμενες προσαρμογές μεταβλητότητας είτε με τη μέθοδο των εποπτικών συντελεστών προσαρμογής μεταβλητότητας είτε με τη μέθοδο των εσωτερικών εκτιμήσεων προσαρμογής μεταβλητότητας, όπως αυτές παρουσιάζονται στα άρθρα 223 έως 226 για την αναλυτική μέθοδο χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων.

    Η χρήση της μεθόδου των εσωτερικών εκτιμήσεων προσαρμογής μεταβλητότητας υπόκειται στις ίδιες προϋποθέσεις και απαιτήσεις που ισχύουν για την αναλυτική μέθοδο χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων.

    2.   Για τους σκοπούς του υπολογισμού της E*, τα ιδρύματα:

    α)

    υπολογίζουν την καθαρή θέση σε κάθε ομάδα τίτλων ή σε κάθε είδος εμπορεύματος αφαιρώντας το ποσό του σημείου ii) από το ποσό του σημείου i):

    i)

    συνολική αξία των τίτλων ή των εμπορευμάτων του ίδιου είδους που δίνονται σε δανεισμό, πωλούνται ή παραδίδονται δυνάμει της σύμβασης-πλαισίου,

    ii)

    συνολική αξία των τίτλων ή των εμπορευμάτων του ίδιου είδους που λαμβάνονται με δανεισμό, αγοράζονται ή παραλαμβάνονται δυνάμει της σύμβασης-πλαισίου συμψηφισμού,

    β)

    υπολογίζουν την καθαρή θέση σε κάθε νόμισμα, εκτός του νομίσματος διακανονισμού της σύμβασης-πλαισίου συμψηφισμού, αφαιρώντας το ποσό του σημείου ii) από το ποσό του σημείου i):

    (i)

    το άθροισμα της συνολικής αξίας των τίτλων στο σχετικό νόμισμα που δίνονται σε δανεισμό, πωλούνται ή παραδίδονται δυνάμει της σύμβασης-πλαισίου και του ποσού μετρητών στο νόμισμα αυτό που δίνεται σε δανεισμό ή μεταβιβάζεται δυνάμει της εν λόγω σύμβασης,

    ii)

    το άθροισμα της συνολικής αξίας των τίτλων στο σχετικό νόμισμα που λαμβάνονται με δανεισμό, αγοράζονται ή παραλαμβάνονται δυνάμει της σύμβασης -πλαισίου συμψηφισμού και του ποσού μετρητών στο νόμισμα αυτό που λαμβάνεται με δανεισμό ή παραλαμβάνεται δυνάμει της εν λόγω σύμβασης αυτής,

    γ)

    εφαρμόζουν την κατάλληλη προσαρμογή μεταβλητότητας για μια δεδομένη ομάδα τίτλων ή για μια ταμειακή θέση στην απόλυτη τιμή της καθαρής θετικής ή αρνητικής θέσης στους τίτλους της εν λόγω κατηγορίας,

    δ)

    εφαρμόζουν την προσαρμογή μεταβλητότητας λόγω κινδύνου συναλλάγματος (fx) στην καθαρή θετική ή αρνητική θέση σε κάθε νόμισμα εκτός του νομίσματος διακανονισμού της σύμβασης-πλαισίου συμψηφισμού.

    3.   Τα ιδρύματα υπολογίζουν το E* σύμφωνα με τον ακόλουθο τύπο:

    Formula

    όπου

    Ei

    =

    η αξία ανοίγματος που θα εφαρμοζόταν σε κάθε χωριστό άνοιγμα i δυνάμει της σύμβασης που θα ίσχυε ελλείψει της πιστωτικής προστασίας, εάν τα ιδρύματα υπολογίζουν τα σταθμισμένα ποσά ανοιγμάτων δυνάμει της Τυποποιημένης Προσέγγισης ή εάν υπολογίζουν τα σταθμισμένα ποσά ανοιγμάτων και τα ποσά αναμενόμενης ζημίας δυνάμει της μεθόδου ΠΕΔ,

    Ci

    =

    η αξία των τίτλων κάθε ομάδας ή εμπορευμάτων ίδιου είδους που λαμβάνονται με δανεισμό, αγοράζονται ή παραλαμβάνονται ή τα μετρητά που λαμβάνονται με δανεισμό ή παραλαμβάνονται για καθένα από τα ανοίγματα i,

    Formula

    =

    η καθαρή θέση (θετική ή αρνητική) σε δεδομένη ομάδα τίτλων j,

    Formula

    =

    η καθαρή θέση (θετική ή αρνητική) σε δεδομένο νόμισμα k εκτός του νομίσματος διακανονισμού της σύμβασης όπως αυτή υπολογίζεται σύμφωνα με το στοιχείο β) της παραγράφου 2,

    Formula

    =

    η κατάλληλη προσαρμογή μεταβλητότητας για μια δεδομένη ομάδα τίτλων j,

    Formula

    =

    η προσαρμογή μεταβλητότητας λόγω κινδύνου συναλλάγματος για το νόμισμα k.

    4.   Για τον υπολογισμό των σταθμισμένων ποσών ανοιγμάτων και των ποσών αναμενόμενης ζημίας για συναλλαγές επαναγοράς ή συναλλαγές δανειοδοσίας ή δανειοληψίας τίτλων και εμπορευμάτων ή άλλες συναλλαγές με όρους κεφαλαιαγοράς που καλύπτονται από συμβάσεις-πλαίσια συμψηφισμού, τα ιδρύματα χρησιμοποιούν την τιμή Ε* όπως υπολογίζεται δυνάμει της παραγράφου 3 ως την αξία ανοίγματος του ανοίγματος έναντι του αντισυμβαλλομένου που προκύπτει από τις συναλλαγές που υπάγονται στη σύμβαση-πλαίσιο συμψηφισμού για τους σκοπούς του άρθρου 113 δυνάμει της Τυποποιημένης Προσέγγισης ή του Κεφαλαίου 3 δυνάμει της ΠΕΔ.

    5.   Για τους σκοπούς των παραγράφων 2 και 3, ως «ομάδα τίτλων» νοούνται οι τίτλοι που εκδίδονται από την ίδια οντότητα, έχουν την ίδια ημερομηνία έκδοσης και την ίδια ληκτότητα και υπόκεινται στους ίδιους όρους και προϋποθέσεις και στις ίδιες περιόδους ρευστοποίησης που αναφέρονται στα άρθρα 224 και 225, κατά περίπτωση.

    Άρθρο 221

    Εφαρμογή της μεθόδου εσωτερικών υποδειγμάτων για συμβάσεις-πλαίσια συμψηφισμού

    1.   Με την επιφύλαξη της άδειας των αρμόδιων αρχών, αντί της μεθόδου των εποπτικών συντελεστών προσαρμογής μεταβλητότητας ή της μεθόδου των εσωτερικών εκτιμήσεων προσαρμογής μεταβλητότητας για τον υπολογισμό της πλήρως προσαρμοσμένης αξίας ανοίγματος (E*) που προκύπτει από την εφαρμογή αποδεκτής σύμβασης-πλαισίου συμψηφισμού που καλύπτει συναλλαγές επαναγοράς, συναλλαγές δανειοδοσίας ή δανειοληψίας τίτλων και εμπορευμάτων ή άλλες συναλλαγές με όρους κεφαλαιαγοράς εκτός των συναλλαγών σε παράγωγα, τα ιδρύματα δύνανται να χρησιμοποιούν μια μέθοδο που βασίζεται σε εσωτερικά υποδείγματα, η οποία λαμβάνει υπόψη τις συσχετίσεις μεταξύ των θέσεων σε τίτλους που υπάγονται σε σύμβαση-πλαίσιο συμψηφισμού, καθώς και την εμπορευσιμότητα των σχετικών μέσων.

    2.   Με την επιφύλαξη της άδειας των αρμόδιων αρχών, τα ιδρύματα μπορούν επίσης να χρησιμοποιήσουν τα εσωτερικά τους υποδείγματα για τις πράξεις δανεισμού σε λογαριασμό περιθωρίου ασφάλισης, εάν οι πράξεις καλύπτονται από διμερή σύμβαση-πλαίσιο συμψηφισμού που πληροί τις απαιτήσεις του κεφαλαίου 6 τμήμα 7.

    3.   Το ίδρυμα μπορεί να επιλέξει μια μέθοδο εσωτερικών υποδειγμάτων ανεξάρτητα από την επιλογή που έχει κάνει μεταξύ της Τυποποιημένης Προσέγγισης και της ΠΕΔ για τον υπολογισμό των σταθμισμένων ποσών των ανοιγμάτων. Ωστόσο, εάν το ίδρυμα επιθυμεί να χρησιμοποιήσει μια μέθοδο εσωτερικών υποδειγμάτων, πρέπει να την εφαρμόσει σε όλους τους αντισυμβαλλομένους και σε όλους τους τίτλους με την εξαίρεση των μη σημαντικών χαρτοφυλακίων, για τα οποία μπορεί να χρησιμοποιήσει τη μέθοδο των εποπτικών συντελεστών προσαρμογής μεταβλητότητας ή τη μέθοδο των εσωτερικών εκτιμήσεων προσαρμογής μεταβλητότητας σύμφωνα με το άρθρο 220.

    Τα ιδρύματα που έχουν λάβει άδεια για ένα εσωτερικό υπόδειγμα διαχείρισης κινδύνου δυνάμει του τίτλου IV κεφάλαιο 5 μπορούν να χρησιμοποιούν τη μέθοδο των εσωτερικών υποδειγμάτων. Αν ένα ίδρυμα δεν έχει λάβει αυτή την άδεια, μπορεί ακόμα να υποβάλει αίτηση στις αρμόδιες αρχές για άδεια χρήσης μιας μεθόδου εσωτερικών υποδειγμάτων για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου.

    4.   Οι αρμόδιες αρχές επιτρέπουν σε ένα ίδρυμα να χρησιμοποιεί μια μέθοδο εσωτερικών υποδειγμάτων μόνο εάν έχουν βεβαιωθεί ότι το σύστημα που χρησιμοποιεί το ίδρυμα για τη διαχείριση των κινδύνων από συναλλαγές που καλύπτονται από τη σύμβαση-πλαίσιο συμψηφισμού είναι εννοιολογικά άρτιο και εφαρμόζεται με ακεραιότητα, εφόσον πληροί τα ακόλουθα ποιοτικά κριτήρια:

    α)

    το εσωτερικό υπόδειγμα μέτρησης των κινδύνων που εφαρμόζεται για τον υπολογισμό της δυνητικής μεταβλητότητας των τιμών των σχετικών συναλλαγών είναι στενά ενταγμένο στη διαδικασία καθημερινής διαχείρισης κινδύνων του ιδρύματος και χρησιμοποιείται ως βάση για την αναφορά των αναλαμβανόμενων κινδύνων στα ανώτερα διοικητικά στελέχη του ιδρύματος,

    β)

    το ίδρυμα διαθέτει μονάδα ελέγχου κινδύνων που πληροί όλες τις κατωτέρω απαιτήσεις:

    i)

    είναι ανεξάρτητη από μονάδες με εκτελεστικές αρμοδιότητες και αναφέρει απευθείας στα ανώτερα διοικητικά στελέχη του ιδρύματος,

    ii)

    ευθύνεται για τον σχεδιασμό και τη λειτουργία του συστήματος διαχείρισης κινδύνων του ιδρύματος,

    iii)

    συντάσσει και αναλύει τις ημερήσιες αναφορές που προκύπτουν από το σύστημα μέτρησης και παρακολούθησης κινδύνων και τα κατάλληλα μέτρα που πρέπει να ληφθούν για την τήρηση των ορίων ανάληψης κινδύνων,

    γ)

    οι ημερήσιες αναφορές που συντάσσει η μονάδα ελέγχου κινδύνων εξετάζονται σε επίπεδο διοίκησης που έχει την αρμοδιότητα να αποφασίσει τη μείωση των θέσεων και του συνολικού αναλαμβανομένου κινδύνου,

    δ)

    το ίδρυμα διαθέτει επαρκές προσωπικό στην μονάδα ελέγχου κινδύνων με εμπειρία στη χρήση προηγμένων υποδειγμάτων,

    ε)

    το ίδρυμα έχει θεσπίσει διαδικασίες για την παρακολούθηση και την εξασφάλιση της τήρησης των εσωτερικών πολιτικών και των ελέγχων όσον αφορά τη συνολική λειτουργία του συστήματος διαχείρισης κινδύνων,

    στ)

    τα υποδείγματα του ιδρύματος είναι ποσοτικά επικυρωμένα στη μέτρηση των κινδύνων, η οποία αποδεικνύεται ιδίως με την σύγκριση των εκτιμήσεων με παρατηρηθήσες από το ίδρυμα τιμές (back testing) με βάση στοιχεία ενός τουλάχιστον έτους,

    ζ)

    το ίδρυμα εφαρμόζει αυστηρά σενάρια δοκιμών προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων (stress testing) σε τακτική βάση, τα αποτελέσματα των οποίων εξετάζονται από τα ανώτερα διοικητικά στελέχη και λαμβάνονται υπόψη στις πολιτικές και τα όρια που αυτά καθορίζουν,

    η)

    το ίδρυμα διενεργεί, στο πλαίσιο διενέργειας εσωτερικού ελέγχου σε τακτική βάση, ανεξάρτητη αξιολόγηση του συστήματος διαχείρισης κινδύνων. Η επανεξέταση περιλαμβάνει τόσο τις δραστηριότητες των μονάδων με εκτελεστικές αρμοδιότητες και της μονάδας ελέγχου κινδύνων,

    (i)

    το ίδρυμα προβαίνει σε επανεξέταση του συστήματος διαχείρισης κινδύνων του τουλάχιστον ετησίως,

    ι)

    το εσωτερικό υπόδειγμα πληροί τις απαιτήσεις που προβλέπονται στο άρθρο 292 παράγραφοι 8 και 9 και στο άρθρο 294.

    5.   Το εσωτερικό υπόδειγμα μέτρησης κινδύνων ενός ιδρύματος λαμβάνει υπόψη επαρκώς τις κατηγορίες κινδύνου ώστε να καλύπτει όλους τους σημαντικούς κινδύνους που αυτό εκτίθεται.

    Ένα ίδρυμα μπορεί να χρησιμοποιεί εμπειρικές συσχετίσεις εντός και μεταξύ των κατηγοριών κινδύνου εφόσον το σύστημα που χρησιμοποιεί για να μετρήσει τις συσχετίσεις αυτές είναι άρτιο και αξιόπιστο.

    6.   Τα ιδρύματα που χρησιμοποιούν τη μέθοδο εσωτερικών υποδειγμάτων υπολογίζουν το E* σύμφωνα με τον ακόλουθο τύπο:

    Formula

    όπου

    Ei

    =

    η αξία ανοίγματος που θα εφαρμοζόταν σε κάθε χωριστό άνοιγμα στη σύμβαση-πλαίσιο ελλείψει της πιστωτικής προστασίας, εάν τα ιδρύματα υπολογίζουν τα σταθμισμένα ποσά ανοιγμάτων δυνάμει της τυποποιημένης προσέγγισης ή εάν υπολογίζουν τα σταθμισμένα ποσά ανοιγμάτων και τα ποσά αναμενόμενης ζημίας δυνάμει της μεθόδου ΠΕΔ,

    Ci

    =

    η αξία των τίτλων που λαμβάνονται με δανεισμό, αγοράζονται ή παραλαμβάνονται ή των μετρητών που λαμβάνονται με δανεισμό ή παραλαμβάνονται για καθένα από αυτά τα ανοίγματα i.

    Όταν υπολογίζουν σταθμισμένα ποσά ανοιγμάτων με χρήση εσωτερικών υποδειγμάτων, τα ιδρύματα χρησιμοποιούν τις εκτιμήσεις που παρέχει το υπόδειγμα για την προηγούμενη εργάσιμη ημέρα.

    7.   Ο υπολογισμός της δυνητικής μεταβολής της αξίας που αναφέρεται στην παράγραφο 6 πρέπει να πληροί τα ακόλουθα πρότυπα:

    α)

    πραγματοποιείται τουλάχιστον σε καθημερινή βάση,

    β)

    βασίζεται σε μονοκατάληκτο διάστημα εμπιστοσύνης 99 %,

    γ)

    βασίζεται σε περίοδο ρευστοποίησης 5 ημερών, με την εξαίρεση των άλλων συναλλαγών εκτός των συναλλαγών επαναγοράς τίτλων ή των συναλλαγών δανειοδοσίας ή δανειοληψίας τίτλων, για τις οποίες χρησιμοποιείται περίοδος ρευστοποίησης 10 ημερών,

    δ)

    βασίζεται σε πραγματική ιστορική περίοδο παρατήρησης ενός έτους τουλάχιστον, εκτός εάν δικαιολογείται μικρότερη περίοδος παρατήρησης λόγω σημαντικής αύξησης της μεταβλητότητας τιμών,

    ε)

    τα δεδομένα που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό ενημερώνονται κάθε τρεις μήνες.

    Εάν ένα ίδρυμα έχει μια συναλλαγή επαναγοράς τίτλων, συναλλαγή δανειοδοσίας ή δανειοληψίας τίτλων ή εμπορευμάτων και μια πράξη δανεισμού σε λογαριασμό περιθωρίου ασφάλισης ή παρόμοια συναλλαγή ή συμψηφιστικό σύνολο που πληροί τα κριτήρια που ορίζονται στο άρθρο 285 παράγραφοι 2, 3 και 4, η ελάχιστη περίοδος διακράτησης ευθυγραμμίζεται με την περίοδο κινδύνου περιθωρίου που εφαρμόζεται δυνάμει των εν λόγω παραγράφων, σε συνδυασμό με το άρθρο 285 παράγραφος 5.

    8.   Για τον υπολογισμό των σταθμισμένων ποσών ανοιγμάτων και των ποσών αναμενόμενης ζημίας για συναλλαγές επαναγοράς ή συναλλαγές δανειοδοσίας ή δανειοληψίας τίτλων και εμπορευμάτων ή άλλες συναλλαγές με όρους κεφαλαιαγοράς που καλύπτονται από συμβάσεις-πλαίσια συμψηφισμού, τα ιδρύματα χρησιμοποιούν την τιμή Ε* όπως υπολογίζεται δυνάμει της παραγράφου 6 ως την αξία ανοίγματος του ανοίγματος έναντι του αντισυμβαλλομένου που προκύπτει από τις συναλλαγές που υπάγονται στη σύμβαση-πλαίσιο συμψηφισμού για τους σκοπούς του άρθρου 113 δυνάμει της τυποποιημένης τροσέγγισης ή του κεφαλαίου 3 δυνάμει της ΠΕΔ.

    9.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να διευκρινίσει τα εξής:

    α)

    τί αποτελεί μη σημαντικό χαρτοφυλάκιο για τους σκοπούς της παραγράφου 3,

    β)

    τα κριτήρια προσδιορισμού του κατά πόσο ένα εσωτερικό υπόδειγμα είναι άρτιο και εφαρμόζεται με ακεραιότητα για τους σκοπούς των παραγράφων 4 και 5 και των συμβάσεων-πλαισίων συμψηφισμού.

    Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή το αργότερο έως τις 31 Δεκεμβρίου 2015.

    Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

    Άρθρο 222

    Απλή μέθοδος χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων

    1.   Τα ιδρύματα μπορούν να χρησιμοποιούν την απλή μέθοδο χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων μόνο εάν υπολογίζουν τα σταθμισμένα ποσά ανοιγμάτων δυνάμει της τυποποιημένης προσέγγισης. Τα ιδρύματα δεν μπορούν να χρησιμοποιούν ταυτόχρονα την απλή μέθοδο χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων και την αναλυτική μέθοδο χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων, με εξαίρεση τους σκοπούς του άρθρου 148 παράγραφος 1 και του άρθρου 150 παράγραφος 1. Τα ιδρύματα δεν μπορούν να χρησιμοποιούν την εν λόγω εξαίρεση επιλεκτικά με σκοπό την μείωση των κεφαλαιακών απαιτήσεων ή επιλογή ευνοικότερου εποπτικού πλαισίου.

    2.   Σύμφωνα με την απλή μέθοδο χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων, τα ιδρύματα εφαρμόζουν στις αποδεκτές χρηματοοικονομικές εξασφαλίσεις αξία ίση με την αγοραία αξία τους όπως προσδιορίζεται σύμφωνα με το στοιχείο δ) του άρθρου 207 παράγραφος 4.

    3.   Τα ιδρύματα εφαρμόζουν στα τμήματα των αξιών ανοιγμάτων που εξασφαλίζονται με την αγοραία αξία της αποδεκτής εξασφάλισης τον συντελεστή στάθμισης κινδύνου που θα εφάρμοζαν δυνάμει του κεφαλαίου 2 εάν το δανειοδοτικό ίδρυμα είχε άμεσο άνοιγμα στο μέσο της εξασφάλισης. Για τον σκοπό αυτόν, η αξία ανοίγματος ενός εκτός ισολογισμού στοιχείου που παρατίθεται στο παράρτημα Ι ισούται με το 100 % της αξίας του στοιχείου αντί για την αξία του ανοίγματος που αναφέρεται στο άρθρο 111 παράγραφος 1.

    Ο συντελεστής στάθμισης του τμήματος που καλύπτεται από την εξασφάλιση είναι τουλάχιστον 20 %, με την επιφύλαξη των παραγράφων 4 έως 6. Τα ιδρύματα εφαρμόζουν στο υπόλοιπο τμήμα της αξίας του ανοίγματος τον συντελεστή στάθμισης που θα εφάρμοζαν σε μη εξασφαλισμένο άνοιγμα έναντι του αντισυμβαλλόμενου δυνάμει του κεφαλαίου 2.

    4.   Τα ιδρύματα εφαρμόζουν συντελεστή στάθμισης κινδύνου 0 % στο εξασφαλισμένο τμήμα του ανοίγματος που προκύπτει από συναλλαγές επαναγοράς και συναλλαγές δανειοδοσίας ή δανειοληψίας τίτλων που πληρούν τα κριτήρια του άρθρου 227. Εάν ο αντισυμβαλλόμενος στη συναλλαγή δεν είναι βασικός συμμετέχων στην αγορά, τα ιδρύματα εφαρμόζουν συντελεστή στάθμισης 10 %.

    5.   Τα ιδρύματα εφαρμόζουν συντελεστή στάθμισης 0 %, εντός του ορίου κάλυψης από την εξασφάλιση, στις αξίες ανοίγματος που προσδιορίζονται σύμφωνα με το κεφάλαιο 6 για τα παράγωγα μέσα που απαριθμούνται στο παράρτημα ΙΙ και υπόκεινται σε καθημερινή αποτίμηση, εφόσον η εξασφάλιση συνίσταται σε μετρητά ή σε μέσα εξομοιούμενα με μετρητά και δεν υπάρχει αναντιστοιχία νομισμάτων.

    Τα ιδρύματα εφαρμόζουν συντελεστή στάθμισης 10 %, εντός του ορίου κάλυψης από την εξασφάλιση, στις αξίες ανοίγματος παρόμοιων συναλλαγών που εξασφαλίζονται με χρεωστικούς τίτλους που εκδίδονται από κεντρικές κυβερνήσεις ή κεντρικές τράπεζες στις οποίες εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης 0 % σύμφωνα με το κεφάλαιο 2.

    6.   Για άλλες συναλλαγές εκτός από αυτές που αναφέρονται στις παραγράφους 4 και 5, τα ιδρύματα μπορούν να εφαρμόζουν συντελεστή στάθμισης 0 % εάν το άνοιγμα και η εξασφάλιση είναι εκφρασμένες στο ίδιο νόμισμα και πληρούται οποιαδήποτε από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

    α)

    η εξασφάλιση έχει μορφή κατάθεσης μετρητών ή μέσου εξομοιούμενου με μετρητά,

    β)

    η εξασφάλιση έχει μορφή χρεωστικών τίτλων που εκδίδονται από κεντρικές κυβερνήσεις ή κεντρικές τράπεζες στις οποίες εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης 0 % σύμφωνα με το άρθρο 114 και η αγοραία αξία της μειώνεται κατά 20 %.

    7.   Για τους σκοπούς των παραγράφων 5 και 6, οι χρεωστικοί τίτλοι που εκδίδονται από κεντρικές κυβερνήσεις ή κεντρικές τράπεζες περιλαμβάνουν:

    α)

    τους χρεωστικούς τίτλους που εκδίδονται από περιφερειακές κυβερνήσεις ή τοπικές αρχές τα ανοίγματα έναντι των οποίων αντιμετωπίζονται ως ανοίγματα έναντι της κεντρικής κυβέρνησης στη δικαιοδοσία της οποίας αυτές υπάγονται σύμφωνα με το άρθρο 115,

    β)

    τους χρεωστικούς τίτλους που εκδίδονται από πολυμερείς τράπεζες ανάπτυξης στις οποίες εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης κινδύνου 0 % σύμφωνα με το άρθρο 117 παράγραφος 2,

    γ)

    τους χρεωστικούς τίτλους που εκδίδονται από διεθνείς οργανισμούς στους οποίους εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης κινδύνου 0 % σύμφωνα με το άρθρο 118,

    δ)

    τους χρεωστικούς τίτλους που εκδίδονται από οντότητες του δημοσίου τομέα και που αντιμετωπίζονται ως ανοίγματα έναντι της κεντρικής κυβέρνησης σύμφωνα με το άρθρο 116 παράγραφος 4.

    Άρθρο 223

    Αναλυτική μέθοδος χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων

    1.   Προκειμένου να λάβουν υπόψη τη μεταβλητότητα των τιμών, όταν αποτιμούν χρηματοοικονομικές εξασφαλίσεις για τους σκοπούς της αναλυτικής μεθόδου χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων, τα ιδρύματα εφαρμόζουν προσαρμογές μεταβλητότητας στην αγοραία αξία της εξασφάλισης, σύμφωνα με όσα προβλέπονται στα άρθρα 224 έως 227.

    Εάν η εξασφάλιση είναι εκφρασμένη σε νόμισμα άλλο από εκείνο του υποκείμενου ανοίγματος, στην κατάλληλη για την εξασφάλιση προσαρμογή μεταβλητότητας που υπολογίζεται σύμφωνα με τα άρθρα 224 έως 227 προστίθεται μια προσαρμογή που λαμβάνει υπόψη τη μεταβλητότητα των τιμών συναλλάγματος.

    Στην περίπτωση των συναλλαγών σε εξωχρηματιστηριακά παράγωγα οι οποίες καλύπτονται από συμβάσεις συμψηφισμού που αναγνωρίζονται από τις αρμόδιες αρχές σύμφωνα με το κεφάλαιο 6, τα ιδρύματα εφαρμόζουν προσαρμογή μεταβλητότητας που αντικατοπτρίζει τη μεταβλητότητα των τιμών συναλλάγματος εάν υπάρχει αναντιστοιχία μεταξύ του νομίσματος της εξασφάλισης και του νομίσματος διακανονισμού. Ανεξάρτητα από τον αριθμό των νομισμάτων στις συναλλαγές που καλύπτονται από τη σύμβαση συμψηφισμού, εφαρμόζεται μία μόνο προσαρμογή μεταβλητότητας.

    2.   Τα ιδρύματα υπολογίζουν την προσαρμοσμένη για μεταβλητότητα αξία της εξασφάλισης (CVA) που πρέπει να λάβουν υπόψη ως εξής:

    Formula

    όπου:

    C

    =

    η αξία της εξασφάλισης,

    HC

    =

    η προσαρμογή μεταβλητότητας που είναι κατάλληλη για την εξασφάλιση, όπως υπολογίζεται δυνάμει των άρθρων 224 και 227,

    Hfx

    =

    η προσαρμογή μεταβλητότητας που είναι κατάλληλη για την αναντιστοιχία νομισμάτων, όπως υπολογίζεται δυνάμει των άρθρων 224 και 227.

    Τα ιδρύματα χρησιμοποιούν τον τύπο της παρούσας παραγράφου όταν υπολογίζουν την προσαρμοσμένη για μεταβλητότητα αξία της εξασφάλισης για όλες τις συναλλαγές εκτός από όσες υπόκεινται σε αναγνωρισμένες συμβάσεις-πλαίσια συμψηφισμού στις οποίες εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 220 και 221.

    3.   Τα ιδρύματα υπολογίζουν την προσαρμοσμένη για μεταβλητότητα αξία του ανοίγματος (ΕVA) που πρέπει να λάβουν υπόψη ως εξής:

    Formula

    όπου:

    E

    =

    η αξία ανοίγματος όπως θα υπολογιζόταν σύμφωνα με το κεφάλαιο 2 ή το κεφάλαιο 3, κατά περίπτωση, εάν το άνοιγμα δεν ήταν εξασφαλισμένο,

    HE

    =

    η προσαρμογή μεταβλητότητας που είναι κατάλληλη για την εξασφάλιση, όπως υπολογίζεται δυνάμει των άρθρων 224 και 227.

    Σε περίπτωση πράξεων εξωχρηματιστηριακών παραγώγων, τα ιδρύματα υπολογίζουν την EVA ως εξής:.

    Formula.

    4.   Για τον υπολογισμό του Ε στην παράγραφο 3, εφαρμόζονται τα εξής:

    α)

    για ιδρύματα που υπολογίζουν τα σταθμισμένα ποσά δυνάμει της τυποποιημένης προσέγγισης, η αξία ανοίγματος ενός εκτός ισολογισμού στοιχείου που παρατίθεται στο παράρτημα Ι ισούται με το 100 % της αξίας του στοιχείου αντί για την αξία του ανοίγματος που αναφέρεται στο άρθρο 111 παράγραφος 1,

    β)

    τα ιδρύματα που υπολογίζουν τα σταθμισμένα ποσά ανοιγμάτων δυνάμει της ΠΕΔ υπολογίζουν την αξία ανοίγματος των στοιχείων που παρατίθενται στο άρθρο 166 παράγραφοι 8 έως 10 χρησιμοποιώντας έναν συντελεστή μετατροπής 100 % αντί για τους συντελεστές μετατροπής ή τα ποσοστά που αναφέρονται στις ανωτέρω παραγράφους.

    5.   Τα ιδρύματα υπολογίζουν την πλήρως προσαρμοσμένη αξία ανοίγματος (E*), λαμβάνοντας υπόψη τη μεταβλητότητα και την επίδραση της εξασφάλισης στη μείωση του κινδύνου, ως εξής:

    Formula

    όπου:

    EVA

    =

    η προσαρμοσμένη για μεταβλητότητα αξία του ανοίγματος όπως υπολογίζεται στην παράγραφο 3,

    CVAM

    =

    το CVA προσαρμοσμένο για τυχόν αναντιστοιχία ληκτότητας σύμφωνα με τις διατάξεις του τμήματος 5.

    6.   Τα ιδρύματα μπορούν να υπολογίζουν τις προσαρμογές μεταβλητότητας είτε με τη μέθοδο των εποπτικών συντελεστών προσαρμογής μεταβλητότητας που αναφέρεται στο άρθρο 224 είτε με τη μέθοδο των εσωτερικών εκτιμήσεων προσαρμογής μεταβλητότητας του άρθρου 225.

    Το ίδρυμα μπορεί να επιλέξει τη μέθοδο των εποπτικών συντελεστών προσαρμογής μεταβλητότητας ή τη μέθοδο των εσωτερικών εκτιμήσεων ανεξάρτητα από την επιλογή που έχει κάνει μεταξύ της τυποποιημένης προσέγγισης και της ΠΕΔ για τον υπολογισμό των σταθμισμένων ποσών των ανοιγμάτων.

    Εντούτοις, εάν ένα ίδρυμα χρησιμοποιεί τη μέθοδο των εσωτερικών εκτιμήσεων, την εφαρμόζει σε όλα τα είδη μέσων με την εξαίρεση των μη σημαντικών χαρτοφυλακίων, για τα οποία μπορεί να χρησιμοποιήσει τη μέθοδο των εποπτικών συντελεστών προσαρμογής μεταβλητότητας.

    7.   Εάν η εξασφάλιση αποτελείται από έναν αριθμό αποδεκτών στοιχείων, τα ιδρύματα υπολογίζουν την προσαρμογή μεταβλητότητας (H) ως εξής:

    Formula

    όπου:

    ai

    =

    η αναλογία της αξίας ενός αποδεκτού στοιχείου i στη συνολική αξία της εξασφάλισης·

    Hi

    =

    η προσαρμογή μεταβλητότητας που εφαρμόζεται στο αποδεκτό στοιχείο i.

    Άρθρο 224

    Εποπτική προσαρμογή μεταβλητότητας δυνάμει της αναλυτικής μεθόδου χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων

    1.   Οι προσαρμογές μεταβλητότητας που εφαρμόζονται από τα ιδρύματα στο πλαίσιο της μεθόδου των εποπτικών συντελεστών προσαρμογής μεταβλητότητας, με την παραδοχή της καθημερινής αναπροσαρμογής αξίας, είναι εκείνες που αναφέρονται στους πίνακες 1 έως 4 της παρούσας παραγράφου.

    ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΕΣ ΜΕΤΑΒΛΗΤΟΤΗΤΑΣ

    Πίνακας 1

    Βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας με την οποία αντιστοιχίζεται η πιστοληπτική αξιολόγηση του χρεωστικού τίτλου

    Εναπομένουσα ληκτότητα

    Προσαρμογές μεταβλητότητας για χρεωστικούς τίτλους που εκδίδονται από τις οντότητες του άρθρου 197 παράγραφος 1 στοιχείο β)

    Προσαρμογές μεταβλητότητας για χρεωστικούς τίτλους που εκδίδονται από τις οντότητες του άρθρου 197 παράγραφος 1 στοιχεία γ) και δ)

    Προσαρμογές μεταβλητότητας για θέσεις τιτλοποίησης και που πληρούν τα κριτήρια του άρθρου 197 παράγραφος 1 στοιχείo η)

     

     

    Περίοδος ρευστο-ποίησης 20 ημερών (%)

    Περίοδος ρευστο-ποίησης 10 ημερών (%)

    Περίοδος ρευστο-ποίησης 5 ημερών (%)

    Περίοδος ρευστο-ποίησης 20 ημερών (%)

    Περίοδος ρευστο-ποίησης 10 ημερών (%)

    Περίοδος ρευστο-ποίησης 5 ημερών (%)

    Περίοδος ρευστο-ποίησης 20 ημερών (%)

    Περίοδος ρευστο-ποίησης 10 ημερών (%)

    Περίοδος ρευστο-ποίησης 5 ημερών (%)

    1

    ≤ 1 έτος

    0,707

    0,5

    0,354

    1,414

    1

    0,707

    2,829

    2

    1,414

     

    >1 ≤ 5 έτη

    2,828

    2

    1,414

    5,657

    4

    2,828

    11,314

    8

    5,657

     

    > 5 έτη

    5,657

    4

    2,828

    11,314

    8

    5,657

    22,628

    16

    11,313

    2-3

    ≤ 1 έτος

    1,414

    1

    0,707

    2,828

    2

    1,414

    5,657

    4

    2,828

     

    >1 ≤ 5 έτη

    4,243

    3

    2,121

    8,485

    6

    4,243

    16,971

    12

    8,485

     

    > 5 έτη

    8,485

    6

    4,243

    16,971

    12

    8,485

    33,942

    24

    16,970

    4

    ≤ 1 έτος

    21,213

    15

    10,607

    N/A

    N/A

    N/A

    N/A

    N/A

    N/A

     

    >1 ≤ 5 έτη

    21,213

    15

    10,607

    N/A

    N/A

    N/A

    N/A

    N/A

    N/A

     

    > 5 έτη

    21,213

    15

    10,607

    N/A

    N/A

    N/A

    N/A

    N/A

    N/A


    Πίνακας 2

    Βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας με την οποία αντιστοιχίζεται η πιστοληπτική αξιολόγηση του βραχυπρόθεσμου χρεωστικού τίτλου

    Προσαρμογές μεταβλητότητας για χρεωστικούς τίτλους που εκδίδονται από τις οντότητες του άρθρου 197 παράγραφος 1 στοιχείο β) και έχουν βραχυπρόθεσμη πιστοληπτική αξιολόγηση

    Προσαρμογές μεταβλητότητας για χρεωστικούς τίτλους που εκδίδονται από τις οντότητες του άρθρου 197 παράγραφος 1 στοιχεία γ) και δ) και έχουν βραχυπρόθεσμη πιστοληπτική αξιολόγηση

    Προσαρμογές μεταβλητότητας για θέσεις τιτλοποίησης και που πληρούν τα κριτήρια του άρθρου 197 παράγραφος 1 στοιχείο η)

     

    Περίοδος ρευστο-ποίησης 20 ημερών (%)

    Περίοδος ρευστο-ποίησης 10 ημερών (%)

    Περίοδος ρευστο-ποίησης 5 ημερών (%)

    Περίοδος ρευστο-ποίησης 20 ημερών (%)

    Περίοδος ρευστο-ποίησης 10 ημερών (%)

    Περίοδος ρευστο-ποίησης 5 ημερών (%)

    Περίοδος ρευστο-ποίησης 20 ημερών (%)

    Περίοδος ρευστο-ποίησης 10 ημερών (%)

    Περίοδος ρευστο-ποίησης 5 ημερών (%)

    1

    0,707

    0,5

    0,354

    1,414

    1

    0,707

    2,829

    2

    1,414

    2-3

    1,414

    1

    0,707

    2,828

    2

    1,414

    5,657

    4

    2,828


    Πίνακας 3

    Άλλα είδη εξασφαλίσεων ή ανοιγμάτων

     

    Περίοδος ρευστο-ποίησης 20 ημερών (%)

    Περίοδος ρευστο-ποίησης 10 ημερών (%)

    Περίοδος ρευστο-ποίησης 5 ημερών (%)

    Μετοχές που περιλαμβάνονται σε βασικό δείκτη, μετατρέψιμα ομόλογα που περιλαμβάνονται σε βασικό δείκτη

    21,213

    15

    10,607

    Άλλες μετοχές ή μετατρέψιμα ομόλογα που διαπραγματεύονται σε αναγνωρισμένο χρηματιστήριο

    35,355

    25

    17,678

    Μετρητά

    0

    0

    0

    Χρυσός

    21,213

    15

    10,607


    Πίνακας 4

    Προσαρμογές μεταβλητότητας σε περίπτωση αναντιστοιχίας νομίσματος

    Περίοδος ρευστοποίησης 20 ημερών (%)

    Περίοδος ρευστοποίησης 10 ημερών (%)

    Περίοδος ρευστοποίησης 5 ημερών (%)

    11,314

    8

    5,657

    2.   Ο υπολογισμός των προσαρμογών μεταβλητότητας σύμφωνα με την παράγραφο 1 υπόκειται στις κατωτέρω προϋποθέσεις:

    α)

    για τις πιστοδοτήσεις που καλύπτονται από εξασφάλιση, η περίοδος ρευστοποίησης είναι 20 εργάσιμες ημέρες,

    β)

    για τις συναλλαγές επαναγοράς (στον βαθμό που δεν περιλαμβάνουν τη μεταβίβαση εμπορευμάτων ή εγγυημένων δικαιωμάτων κυριότητας επί εμπορευμάτων) και τις συναλλαγές δανειοδοσίας ή δανειοληψίας τίτλων, η περίοδος ρευστοποίησης είναι 5 εργάσιμες ημέρες,

    γ)

    για τις άλλες συναλλαγές με όρους κεφαλαιαγοράς, η περίοδος ρευστοποίησης είναι 10 εργάσιμες ημέρες.

    Εάν ένα ίδρυμα έχει μια συναλλαγή ή ένα συμψηφιστικό σύνολο που πληροί τα κριτήρια που ορίζονται στο άρθρο 285 παράγραφοι 2, 3 και 4, η ελάχιστη περίοδος διακράτησης ευθυγραμμίζεται με την περίοδο κινδύνου περιθωρίου που εφαρμόζεται δυνάμει των εν λόγω παραγράφων.

    3.   Στους πίνακες 1 έως 4 της παραγράφου 1 και στις παραγράφους 4 έως 6, ως «βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας με την οποία αντιστοιχίζεται η πιστοληπτική αξιολόγηση του χρεωστικού τίτλου» νοείται η βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας με την οποία η ΕΑΤ αποφασίζει να αντιστοιχίσει την πιστοληπτική αξιολόγηση σύμφωνα με το κεφάλαιο 2.

    Για τον προσδιορισμό της βαθμίδας πιστωτικής ποιότητας με την οποία αντιστοιχίζεται η πιστοληπτική αξιολόγηση του χρεωστικού τίτλου που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο, εφαρμόζεται επίσης το άρθρο 197 παράγραφος 7.

    4.   Για τους μη αποδεκτούς τίτλους ή για εμπορεύματα που δίνονται σε δανεισμό ή πωλούνται σε συναλλαγές επαναγοράς ή σε συναλλαγές δανειοδοσίας ή δανειοληψίας τίτλων ή εμπορευμάτων, η προσαρμογή μεταβλητότητας είναι ίδια με εκείνη που εφαρμόζεται στις μη περιλαμβανόμενες σε βασικό δείκτη μετοχές που είναι διαπραγματεύσιμες σε αναγνωρισμένο χρηματιστήριο.

    5.   Για τα αποδεκτά μερίδια σε ΟΣΕ, η προσαρμογή μεταβλητότητας είναι ο σταθμισμένος μέσος όρος των προσαρμογών για μεταβλητότητα που θα εφαρμόζονταν, λαμβανομένης υπόψη της περιόδου ρευστοποίησης της συναλλαγής που ορίζεται στην παράγραφο 2, στα στοιχεία ενεργητικού στα οποία έχει επενδύσει ο οργανισμός.

    Αν τα στοιχεία στα οποία έχει επενδύσει ο οργανισμός δεν είναι γνωστά στο ίδρυμα, τότε η προσαρμογή μεταβλητότητας είναι η υψηλότερη προσαρμογή μεταβλητότητας που θα εφαρμοζόταν σε οποιοδήποτε από τα στοιχεία ενεργητικού στα οποία επιτρέπεται στον οργανισμό να επενδύει.

    6.   Για τους μη διαβαθμισμένους χρεωστικούς τίτλους που εκδίδονται από ιδρύματα και πληρούν τα κριτήρια επιλεξιμότητας του άρθρου 197 παράγραφος 4, οι προσαρμογές μεταβλητότητας είναι ίδιες με εκείνες που εφαρμόζονται στους τίτλους που εκδίδονται από ιδρύματα ή επιχειρήσεις των οποίων η εξωτερική πιστοληπτική αξιολόγηση αντιστοιχίζεται με τις βαθμίδες πιστωτικής ποιότητας 2 ή 3.

    Άρθρο 225

    Εσωτερικές εκτιμήσεις των προσαρμογών μεταβλητότητας δυνάμει της αναλυτικής μεθόδου χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων

    1.   Οι αρμόδιες αρχές επιτρέπουν στα ιδρύματα να χρησιμοποιούν εσωτερικές εκτιμήσεις μεταβλητότητας για τον υπολογισμό των προσαρμογών μεταβλητότητας που εφαρμόζονται σε εξασφαλίσεις και ανοίγματα εφόσον τα εν λόγω ιδρύματα συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις που προβλέπονται στις παραγράφους 2 και 3. Τα ιδρύματα που έχουν λάβει άδεια να χρησιμοποιούν εσωτερικές εκτιμήσεις μεταβλητότητας δεν μπορούν να επιστρέψουν στη χρήση άλλων μεθόδων, παρά μόνο για αποδεδειγμένα βάσιμους λόγους και με την επιφύλαξη της άδειας των αρμοδίων αρχών.

    Τα ιδρύματα να υπολογίζουν μία εκτίμηση μεταβλητότητας για κάθε κατηγορία χρεωστικών τίτλων που έχει πιστοληπτική αξιολόγηση από αναγνωρισμένο ΕΟΠΑ τουλάχιστον ισοδύναμη ή καλύτερη του επενδυτικού βαθμού.

    Για τους χρεωστικούς τίτλους των οποίων η πιστοληπτική αξιολόγηση από αναγνωρισμένο ΕΟΠΑ είναι χαμηλότερη του επενδυτικού βαθμού και για τις άλλες αποδεκτές εξασφαλίσεις, τα ιδρύματα υπολογίζουν τις προσαρμογές μεταβλητότητας χωριστά για κάθε τίτλο.

    Τα ιδρύματα που χρησιμοποιούν τη μέθοδο των εσωτερικών εκτιμήσεων προσαρμογής για μεταβλητότητα εκτιμούν τη μεταβλητότητα της εξασφάλισης ή την αναντιστοιχία ληκτότητας χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τυχόν συσχετίσεις μεταξύ μη εξασφαλισμένου ανοίγματος, εξασφάλισης ή συναλλαγματικών ισοτιμιών.

    Κατά τον προσδιορισμό των κατάλληλων κατηγοριών τίτλων, τα ιδρύματα λαμβάνουν υπόψη το είδος του εκδότη, την εξωτερική πιστοληπτική αξιολόγηση, την εναπομένουσα ληκτότητα και την τροποποιημένη μέση σταθμική διάρκεια (modified duration) των τίτλων. Οι εκτιμήσεις μεταβλητότητας πρέπει να είναι αντιπροσωπευτικές των τίτλων τους οποίους το ίδρυμα περιλαμβάνει στη σχετική κατηγορία.

    2.   Ο υπολογισμός των προσαρμογών μεταβλητότητας υπόκειται σε όλα τα κατωτέρω κριτήρια:

    α)

    τα ιδρύματα βασίζουν τον υπολογισμό σε μονοκατάληκτο διάστημα εμπιστοσύνης 99 %,

    β)

    τα ιδρύματα βασίζουν τον υπολογισμό στις ακόλουθες περιόδους ρευστοποίησης:

    i)

    20 εργάσιμες ημέρες για τις εξασφαλισμένες πιστοδοτήσεις,

    ii)

    5 εργάσιμες ημέρες για τις συναλλαγές επαναγοράς (στον βαθμό που δεν περιλαμβάνουν μεταβίβαση εμπορευμάτων ή εγγυημένων δικαιωμάτων κυριότητας επί εμπορευμάτων) και τις συναλλαγές δανειοδοσίας ή δανειοληψίας τίτλων,

    iii)

    10 εργάσιμες ημέρες για τις άλλες συναλλαγές με όρους κεφαλαιαγοράς,

    γ)

    τα ιδρύματα μπορούν να χρησιμοποιούν συντελεστές προσαρμογής μεταβλητότητας που υπολογίζονται βάσει μικρότερων ή μεγαλύτερων περιόδων ρευστοποίησης, τους οποίους κλιμακώνουν ή αποκλιμακώνουν σε συνάρτηση με τις περιόδους ρευστοποίησης που ορίζονται στην παράγραφο 48 για το σχετικό είδος συναλλαγής, χρησιμοποιώντας την τετραγωνική ρίζα του χρόνου που δίνεται από τη σχέση:

    Formula

    όπου:

    TM

    =

    η κατάλληλη περίοδος ρευστοποίησης,

    HM

    =

    η προσαρμογή μεταβλητότητας με βάση την περίοδο ρευστοποίησης TM,

    HN

    =

    η προσαρμογή μεταβλητότητας με βάση την περίοδο ρευστοποίησης TN,

    δ)

    τα ιδρύματα λαμβάνουν υπόψη την έλλειψη ρευστότητας των στοιχείων χαμηλής ποιότητας. Αναπροσαρμόζουν την περίοδο ρευστοποίησης προς τα πάνω εάν υπάρχουν αμφιβολίες για την εμπορευσιμότητα της εξασφάλισης. Εντοπίζουν επίσης τις περιπτώσεις στις οποίες τα ιστορικά δεδομένα ενδέχεται να υποεκτιμούν τη δυνητική μεταβλητότητα. Οι περιπτώσεις αυτές διαχειρίζονται μέσω σεναρίων προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων,

    ε)

    η ιστορική περίοδος παρατήρησης που χρησιμοποιούν τα ιδρύματα για τον υπολογισμό των προσαρμογών μεταβλητότητας είναι τουλάχιστον ένα έτος. Για τα ιδρύματα που εφαρμόζουν κλίμακα σταθμίσεων ή άλλη μέθοδο στην ιστορική περίοδο παρατήρησης, η διάρκεια της πραγματικής περιόδου παρατήρησης είναι τουλάχιστον ένα έτος. Οι αρμόδιες αρχές μπορούν επίσης να απαιτούν από το ίδρυμα να υπολογίζει τις εσωτερικές προσαρμογές μεταβλητότητας χρησιμοποιώντας μικρότερη περίοδο παρατήρησης εάν, κατά την κρίση των αρμόδιων αρχών, αυτό δικαιολογείται από μια σημαντική αύξηση της μεταβλητότητας τιμών,

    στ)

    τα ιδρύματα επικαιροποιούν τις σειρές δεδομένων τους και υπολογίζουν τις προσαρμογές μεταβλητότητας τουλάχιστον σε τρίμηνη βάση. Επιπλέον, επαναξιολογούν τις σειρές δεδομένων τους μετά από κάθε σημαντική διακύμανση των αγοραίων τιμών.

    3.   Η εκτίμηση των προσαρμογών μεταβλητότητας πληροί όλα τα κατωτέρω ποιοτικά κριτήρια:

    α)

    τα ιδρύματα χρησιμοποιούν τις εκτιμήσεις μεταβλητότητας στη διαδικασία καθημερινής διαχείρισης κινδύνου, μεταξύ άλλων και σε σχέση με τα εσωτερικά τους όρια ανοιγμάτων,

    β)

    εάν η περίοδος ρευστοποίησης που χρησιμοποιεί το ίδρυμα στη διαδικασία καθημερινής διαχείρισης κινδύνων είναι μεγαλύτερη από εκείνη που καθορίζεται στο παρόν τμήμα για το σχετικό είδος συναλλαγής, το ίδρυμα κλιμακώνει τις εσωτερικές προσαρμογές μεταβλητότητας χρησιμοποιώντας τον τύπο της «τετραγωνικής ρίζας του χρόνου» που παρατίθεται στο στοιχείο γ) της παραγράφου 2,

    γ)

    το ίδρυμα διαθέτει διαδικασίες για την παρακολούθηση και τη διασφάλιση της συμμόρφωσης με ένα σύνολο γραπτώς τεκμηριωμένων πολιτικών και ελέγχων σχετικά με τη λειτουργία του συστήματος που χρησιμοποιεί για την εκτίμηση των προσαρμογών μεταβλητότητας και για την ένταξη των εκτιμήσεων αυτών στη διαδικασία διαχείρισης των κινδύνων του,

    δ)

    στο πλαίσιο διενέργειας εσωτερικού ελέγχου του ιδρύματος, πραγματοποιείται σε τακτική βάση ανεξάρτητη επανεξέταση του εσωτερικού συστήματος εκτίμησης των προσαρμογών μεταβλητότητας. Τουλάχιστον μία φορά το χρόνο πραγματοποιείται επανεξέταση του συνολικού συστήματος που χρησιμοποιείται για την εκτίμηση των προσαρμογών μεταβλητότητας και για την ένταξή τους στη διαδικασία διαχείρισης κινδύνων του ιδρύματος. Ο έλεγχος αυτός περιλαμβάνει τουλάχιστον τα ακόλουθα:

    i)

    την ένταξη των κατ’ εκτίμηση προσαρμογών μεταβλητότητας στην καθημερινή διαχείριση κινδύνων,

    ii)

    την επικύρωση κάθε σημαντικής μεταβολής στη διαδικασία εκτίμησης των προσαρμογών μεταβλητότητας,

    iii)

    την εξακρίβωση της συνέπειας, του επίκαιρου χαρακτήρα και της αξιοπιστίας των πηγών δεδομένων που χρησιμοποιούνται για την εκτίμηση των προσαρμογών μεταβλητότητας, περιλαμβανομένης της ανεξαρτησίας αυτών των πηγών δεδομένων,

    iv)

    την ακρίβεια και την καταλληλότητα των παραδοχών σχετικά με τη μεταβλητότητα.

    Άρθρο 226

    Κλιμάκωση των προσαρμογών μεταβλητότητας δυνάμει της αναλυτικής μεθόδου χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων

    Οι προσαρμογές μεταβλητότητας που προβλέπονται στο άρθρο 224 είναι εκείνες που εφαρμόζει το ίδρυμα σε περίπτωση καθημερινής αναπροσαρμογής αξίας. Παρομοίως, όταν το ίδρυμα χρησιμοποιεί εσωτερικές εκτιμήσεις προσαρμογών μεταβλητότητας σύμφωνα με το άρθρο 225, υπολογίζει τις εκτιμήσεις αυτές κατ’ αρχάς με βάση την καθημερινή αναπροσαρμογή αξίας. Εάν οι αναπροσαρμογές αξίας πραγματοποιούνται με συχνότητα μικρότερη της καθημερινής, τα ιδρύματα εφαρμόζουν μεγαλύτερες προσαρμογές μεταβλητότητας. Τα ιδρύματα τις υπολογίζουν με την κλιμάκωση των καθημερινών προσαρμογών μεταβλητότητας, χρησιμοποιώντας τον ακόλουθο τύπο τετραγωνικής ρίζας του χρόνου:

    Formula

    όπου:

    H

    =

    η εφαρμοστέα προσαρμογή μεταβλητότητας,

    HM

    =

    η προσαρμογή μεταβλητότητας σε περίπτωση καθημερινής αναπροσαρμογής αξίας,

    NR

    =

    ο πραγματικός αριθμός εργάσιμων ημερών μεταξύ αναπροσαρμογών αξίας,

    TM

    =

    η περίοδος ρευστοποίησης για το σχετικό είδος συναλλαγής.

    Άρθρο 227

    Προϋποθέσεις για την εφαρμογή προσαρμογής μεταβλητότητας 0 % δυνάμει της αναλυτικής μεθόδου χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων

    1.   Όσον αφορά τις συναλλαγές επαναγοράς και τις συναλλαγές δανειοδοσίας ή δανειοληψίας τίτλων, εάν το ίδρυμα χρησιμοποιεί τη μέθοδο των εποπτικών συντελεστών προσαρμογής μεταβλητότητας δυνάμει του άρθρου 224 ή τη μέθοδο των εσωτερικών εκτιμήσεων δυνάμει του άρθρου 225 και εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις των στοιχείων α) έως η) της παραγράφου 2, τα ιδρύματα μπορούν, αντί των προσαρμογών μεταβλητότητας που υπολογίζονται σύμφωνα με τα άρθρα 224 έως 226, να εφαρμόζουν προσαρμογή μεταβλητότητας 0 %. Τα ιδρύματα που χρησιμοποιούν τη μέθοδο των εσωτερικών υποδειγμάτων που προβλέπεται στο άρθρο 221 δεν χρησιμοποιούν την αντιμετώπιση που ορίζεται στο παρόν άρθρο.

    2.   Τα ιδρύματα μπορούν να χρησιμοποιούν προσαρμογή μεταβλητότητας 0 % εάν πληρούνται όλες οι κατωτέρω προϋποθέσεις:

    α)

    τόσο το άνοιγμα όσο και η εξασφάλιση συνίστανται σε μετρητά ή χρεωστικούς τίτλους κεντρικών κυβερνήσεων ή κεντρικών τραπεζών κατά την έννοια του άρθρου 197 παράγραφος 6 στοιχείο β), επιλέξιμους για στάθμιση κινδύνου 0 % σύμφωνα με το κεφάλαιο 2,

    β)

    τόσο το άνοιγμα όσο και η εξασφάλιση είναι εκφρασμένα στο ίδιο νόμισμα,

    γ)

    είτε η ληκτότητα της συναλλαγής δεν υπερβαίνει τη μία ημέρα είτε το άνοιγμα και η εξασφάλιση υπόκεινται αμφότερα σε καθημερινή αποτίμηση ή σε καθημερινό επανακαθορισμό των περιθωρίων ασφάλισης,

    δ)

    το χρονικό διάστημα μεταξύ της τελευταίας καθημερινής αποτίμησης πριν από τη μη κατάθεση περιθωρίου ασφάλισης από τον αντισυμβαλλόμενο και της ρευστοποίησης της εξασφάλισης δεν υπερβαίνει τις τέσσερις εργάσιμες ημέρες,

    ε)

    η συναλλαγή διακανονίζεται σε σύστημα διακανονισμού με αποδεδειγμένη αποτελεσματικότητα για αυτό το είδος συναλλαγής,

    στ)

    η σύμβαση ή η συναλλαγή συνοδεύεται από τα στερεότυπα έγγραφα που χρησιμοποιούνται στην αγορά για τις συναλλαγές επαναγοράς ή τις συναλλαγές δανειοδοσίας ή δανειοληψίας των σχετικών τίτλων,

    ζ)

    η συναλλαγή περιλαμβάνει έγγραφες ρήτρες που ορίζουν ότι εάν ο αντισυμβαλλόμενος δεν εκπληρώσει υποχρέωση παράδοσης μετρητών ή τίτλων ή κατάθεσης συμπληρωματικού περιθωρίου ή εάν αθετήσει άλλη υποχρέωση, η συναλλαγή μπορεί να τερματιστεί αμέσως,

    η)

    ο αντισυμβαλλόμενος θεωρείται «βασικός συμμετέχων στην αγορά» από τις αρμόδιες αρχές.

    3.   Στους βασικούς συμμετέχοντες στην αγορά που αναφέρονται στο στοιχείο η) της παραγράφου 2 συγκαταλέγονται οι κατωτέρω οντότητες:

    α)

    οι οντότητες του άρθρου 197 παράγραφος 1 στοιχείο β), στα ανοίγματα έναντι των οποίων εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης 0 % σύμφωνα με το κεφάλαιο 2,

    β)

    ιδρύματα,

    γ)

    άλλες χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις κατά την έννοια του άρθρου 13 σημείο 25) στοιχεία β) και δ) της οδηγίας 2009/138/ΕΚ στα ανοίγματα έναντι των οποίων εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης 20 % σύμφωνα με την τυποποιημένη προσέγγιση ή οι οποίες, στην περίπτωση των ιδρυμάτων που υπολογίζουν τα σταθμισμένα ποσά και τα ποσά αναμενόμενης ζημίας δυνάμει της ΠΕΔ, δεν έχουν πιστοληπτική αξιολόγηση από αναγνωρισμένο ΕΟΠΑ και διαβαθμίζονται εσωτερικά από το ίδρυμα,

    δ)

    εποπτευόμενοι ΟΣΕ που υπόκεινται σε κεφαλαιακές απαιτήσεις ή απαιτήσεις μόχλευσης,

    ε)

    εποπτευόμενα συνταξιοδοτικά ταμεία,

    στ)

    αναγνωρισμένοι οργανισμοί εκκαθάρισης.

    Άρθρο 228

    Υπολογισμός των σταθμισμένων ποσών ανοιγμάτων και των ποσών αναμενόμενης ζημίας δυνάμει της αναλυτικής μεθόδου χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων

    1.   Σύμφωνα με την τυποποιημένη προσέγγιση, τα ιδρύματα χρησιμοποιούν το E* όπως υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 223 παράγραφος 5 ως την αξία ανοίγματος για τους σκοπούς του άρθρου 113. Προκειμένου περί των εκτός ισολογισμού στοιχείων που απαριθμούνται στο Παράρτημα I, τα ιδρύματα χρησιμοποιούν το Ε* ως την αξία που θα πρέπει να πολλαπλασιαστεί με τα οριζόμενα στο άρθρο 111 παράγραφος 1 ποσοστά για να συναχθεί η αξία του ανοίγματος.

    2.   Σύμφωνα με τη ΠΕΔ, τα ιδρύματα χρησιμοποιούν το πραγματικό LGD (LGD*) ως το LGD για τους σκοπούς του Κεφαλαίου 3. Τα ιδρύματα υπολογίζουν το LGD* ως εξής:

    Formula

    όπου:

    LGD

    =

    (ζημία ως ποσοστό του χρηματοδοτικού ανοίγματος σε περίπτωση αθέτησης της υποχρέωσης) το LGD που θα εφαρμοζόταν στο άνοιγμα δυνάμει του κεφαλαίου 3 εάν το άνοιγμα δεν ήταν εξασφαλισμένο,

    E

    =

    η αξία ανοίγματος σύμφωνα με το άρθρο 223 παράγραφος 3,

    E*

    =

    η πλήρως προσαρμοσμένη αξία ανοίγματος σύμφωνα με το άρθρο 223 παράγραφος 5.

    Άρθρο 229

    Αρχές αποτίμησης για άλλες αποδεκτές εξασφαλίσεις δυνάμει της μεθόδου ΠΕΔ

    1.   Για εξασφαλίσεις με ακίνητα, η εξασφάλιση αποτιμάται από ανεξάρτητο εκτιμητή στην αγοραία αξία ή σε χαμηλότερη αξία. Το ίδρυμα απαιτεί από τον ανεξάρτητο εκτιμητή να τεκμηριώσει την αγοραία αξία με διαφανή και σαφή τρόπο.

    Στα κράτη μέλη που έχουν προβλέψει στις νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις τους αυστηρά κριτήρια για την εκτίμηση της αξίας του ενυπόθηκου ακινήτου, το ακίνητο μπορεί να αποτιμάται από ανεξάρτητο εκτιμητή σε αξία ίση ή μικρότερη από την αξία του ενυπόθηκου ακινήτου. Τα ιδρύματα απαιτούν από τον ανεξάρτητο εκτιμητή να μην λαμβάνει υπόψη κερδοσκοπικά στοιχεία στην εκτίμηση της αξίας του ενυπόθηκου ακινήτου και τεκμηριώνει την εν λόγω αξία με διαφανή και σαφή τρόπο.

    Η αξία της εξασφάλισης ισούται με την αγοραία αξία ή με την αξία του ενυπόθηκου ακινήτου, μειωμένη κατά περίπτωση για να ληφθούν υπόψη τα αποτελέσματα του ελέγχου που προβλέπεται στο άρθρο 208 παράγραφος 3 καθώς και κάθε άλλη παλαιότερη απαίτηση επί του ακινήτου.

    2.   Για τις εισπρακτέες απαιτήσεις, η αξία των εισπρακτέων απαιτήσεων ισούται με το εισπρακτέο ποσό των απαιτήσεων.

    3.   Τα ιδρύματα αποτιμούν τις εμπράγματες εξασφαλίσεις εκτός της ακίνητης περιουσίας στην αγοραία αξία τους. Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, η αγοραία αξία είναι το εκτιμώμενο ποσό έναντι του οποίου το ακίνητο θα ανταλλασσόταν κατά την ημερομηνία της αποτίμησης μεταξύ ενός αγοραστή και ενός πωλητή που εκφράζουν ελεύθερα τη δικαιοπρακτική τους βούληση και συναλλάσσονται υπό κανονικές συνθήκες ανταγωνισμού.

    Άρθρο 230

    Υπολογισμός των σταθμισμένων ποσών ανοιγμάτων και των ποσών αναμενόμενης ζημίας για άλλες αποδεκτές εξασφαλίσεις δυνάμει της ΠΕΔ

    1.   Τα ιδρύματα χρησιμοποιούν το LGD* που υπολογίζεται σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο και την παράγραφο 2 ως το LGD για τους σκοπούς του κεφαλαίου 3.

    Εάν ο λόγος της αξίας της εξασφάλισης (C) προς την αξία ανοίγματος (E) είναι χαμηλότερος από το απαιτούμενο ελάχιστο επίπεδο εξασφάλισης του ανοίγματος (C*) του πίνακα 5, η τιμή του LGD* είναι η τιμή του LGD που προβλέπεται στο κεφάλαιο 3 για τα μη εξασφαλισμένα ανοίγματα έναντι του αντισυμβαλλομένου. Για τον σκοπό αυτόν, τα ιδρύματα υπολογίζουν την αξία ανοίγματος των στοιχείων που παρατίθενται στο άρθρο 166 παράγραφοι 8 έως 10 χρησιμοποιώντας έναν συντελεστή μετατροπής ή ποσοστό 100 % αντί για τους συντελεστές μετατροπής ή τα ποσοστά που αναφέρονται στις εν λόγω παραγράφους.

    Εάν ο λόγος της αξίας της εξασφάλισης προς την αξία ανοίγματος υπερβαίνει το ανώτατο όριο C** του πίνακα 5, η τιμή του LGD* είναι εκείνη που καθορίζεται στον πίνακα 5.

    Εάν το απαιτούμενο επίπεδο εξασφάλισης C** δεν επιτυγχάνεται για το σύνολο του ανοίγματος, το άνοιγμα αντιμετωπίζεται από τα ιδρύματα σαν δύο χωριστά ανοίγματα — το τμήμα του ανοίγματος για το οποίο επιτυγχάνεται το απαιτούμενο επίπεδο εξασφάλισης C** και το υπόλοιπο τμήμα.

    2.   Οι εφαρμοστέες τιμές του LGD* και τα απαιτούμενα επίπεδα εξασφάλισης για τα εξασφαλισμένα τμήματα των ανοιγμάτων καθορίζονται στον πίνακα 5 της παρούσας παραγράφου.

    Πίνακας 5

    Ελάχιστη τιμή του LGD για το εξασφαλισμένο τμήμα του ανοίγματος

     

    LGD* για ανοίγματα με εξοφλητική προτεραιότητα

    LGD* για ανοίγματα ελάσσονος εξοφλητικής προτεραιότητας

    Απαιτούμενο ελάχιστο επίπεδο εξασφάλισης του ανοίγματος (C*)

    Απαιτούμενο ελάχιστο επίπεδο εξασφάλισης του ανοίγματος (C**)

    Εισπρακτέες απαιτήσεις

    35 %

    65 %

    0 %

    125 %

    Ακίνητα που χρησιμοποιούνται ως κατοικίες/εμπορικά ακίνητα

    35 %

    65 %

    30 %

    140 %

    Άλλες εξασφαλίσεις

    40 %

    70 %

    30 %

    140 %

    3.   Ως εναλλακτική δυνατότητα στην αντιμετώπιση που καθορίζεται στις παραγράφους 1 και 2 και με την επιφύλαξη του άρθρου 124 παράγραφος 2, τα ιδρύματα μπορούν να εφαρμόσουν συντελεστή στάθμισης κινδύνου 50 % στο τμήμα του ανοίγματος που είναι, εντός των ορίων που προβλέπονται στο άρθρο 125 παράγραφος 2 στοιχείο δ) και στο άρθρο 126 παράγραφος 2 στοιχείο δ) αντίστοιχα, πλήρως εξασφαλισμένο με ακίνητα που χρησιμοποιούνται ως κατοικίες ή εμπορικά ακίνητα που βρίσκονται στην επικράτεια του κράτους μέλους εφόσον πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις του άρθρου 199 παράγραφος 4.

    Άρθρο 231

    Υπολογισμός των σταθμισμένων ποσών και των ποσών αναμενόμενης ζημίας στην περίπτωση των μεικτών εξασφαλίσεων

    1.   Ένα ίδρυμα υπολογίζει την αξία του LGD* που χρησιμοποιεί ως το LGD για τους σκοπούς του κεφαλαίου 3 σύμφωνα με τις παραγράφους 2 και 3, εφόσον πληρούνται οι κατωτέρω προϋποθέσεις:

    α)

    το ίδρυμα χρησιμοποιεί την ΠΕΔ για τον υπολογισμό των σταθμισμένων ποσών ανοιγμάτων και των ποσών αναμενόμενης ζημίας,

    β)

    ένα άνοιγμα καλύπτεται τόσο από χρηματοοικονομικές εξασφαλίσεις όσο και από άλλες αποδεκτές εξασφαλίσεις.

    2.   Απαιτείται από τα ιδρύματα να υποδιαιρούν σε τμήματα την προσαρμοσμένη για μεταβλητότητα αξία του ανοίγματος που λαμβάνεται με την εφαρμογή της προσαρμογής μεταβλητότητας που προβλέπεται στο άρθρο 223 παράγραφος 5 στην αξία του ανοίγματος, ούτως ώστε να προκύψει ένα τμήμα που καλύπτεται από αποδεκτές χρηματοοικονομικές εξασφαλίσεις, ένα τμήμα που καλύπτεται από εισπρακτέες απαιτήσεις, ένα τμήμα που καλύπτεται από εξασφαλίσεις με εμπορικά ή ακίνητα που χρησιμοποιούνται ως κατοικίες, ένα τμήμα που καλύπτεται από άλλες αποδεκτές εξασφαλίσεις και το μη εξασφαλισμένο τμήμα, κατά περίπτωση.

    3.   Τα ιδρύματα υπολογίζουν το LGD* χωριστά για κάθε τμήμα του ανοίγματος που προκύπτει από την παράγραφο 2 σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου.

    Άρθρο 232

    Άλλες μορφές χρηματοδοτούμενης πιστωτικής προστασίας

    1.   Εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 212 παράγραφος 1, οι καταθέσεις σε τρίτο ίδρυμα μπορούν να αντιμετωπίζονται ως εγγύηση από το τρίτο ίδρυμα.

    2.   Εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 212 παράγραφος 2, τα ιδρύματα εφαρμόζουν την ακόλουθη αντιμετώπιση στο τμήμα του ανοίγματος που εξασφαλίζεται από την τρέχουσα αξία εξαγοράς ασφαλιστηρίων συμβολαίων ζωής ενεχυριασμένων στο δανειοδοτικό ίδρυμα:

    α)

    εάν το άνοιγμα υπόκειται στην τυποποιημένη προσέγγιση, σταθμίζεται χρησιμοποιώντας τους συντελεστές στάθμισης που ορίζονται στην παράγραφο 3,

    β)

    εάν το άνοιγμα υπόκειται στην ΠΕΔ αλλά όχι στις εσωτερικές εκτιμήσεις του LGD του ιδρύματος, λαμβάνει LGD 40 %.

    Σε περίπτωση αναντιστοιχίας νομισμάτων, τα ιδρύματα μειώνουν την τρέχουσα αξία εξαγοράς σύμφωνα με το άρθρο 233 παράγραφος 3 και η αξία της πιστωτικής προστασίας ισούται με την τρέχουσα αξία εξαγοράς του ασφαλιστηρίου συμβολαίου ζωής.

    3.   Για τους σκοπούς του στοιχείου α) της παραγράφου 2, τα ιδρύματα εφαρμόζουν τους κατωτέρω συντελεστές στάθμισης κινδύνου βάσει του συντελεστή στάθμισης που εφαρμόζεται σε μη εξασφαλισμένο άνοιγμα εξοφλητικής προτεραιότητας έναντι της επιχείρησης που παρέχει την ασφάλεια ζωής:

    α)

    συντελεστή στάθμισης 20 %, εάν στο μη εξασφαλισμένο άνοιγμα εξοφλητικής προτεραιότητας έναντι της επιχείρησης που παρέχει την ασφάλεια ζωής εφαρμόζεται συντελεστής 20 %,

    β)

    συντελεστή στάθμισης 35 %, εάν στο μη εξασφαλισμένο άνοιγμα εξοφλητικής προτεραιότητας έναντι της επιχείρησης που παρέχει την ασφάλεια ζωής εφαρμόζεται συντελεστής 50 %,

    γ)

    συντελεστή στάθμισης 70 %, εάν στο μη εξασφαλισμένο άνοιγμα εξοφλητικής προτεραιότητας έναντι της επιχείρησης που παρέχει την ασφάλεια ζωής εφαρμόζεται συντελεστής 100 %,

    δ)

    συντελεστή στάθμισης 150 %, εάν στο μη εξασφαλισμένο άνοιγμα εξοφλητικής προτεραιότητας έναντι της επιχείρησης που παρέχει την ασφάλεια ζωής εφαρμόζεται συντελεστής 150 %.

    4.   Τα ιδρύματα μπορούν να αντιμετωπίζουν τα μέσα με δυνατότητα επαναγοράς σε πρώτη ζήτηση που είναι αποδεκτά δυνάμει του άρθρου 200 στοιχείο γ) ως εγγύηση από το ίδρυμα έκδοσης. Η αξία της αποδεκτής πιστωτικής προστασίας είναι η ακόλουθη:

    α)

    εάν το μέσο θα επαναγοραστεί στην ονομαστική του αξία, η αξία αυτή είναι η αξία της πιστωτικής προστασίας,

    β)

    εάν το μέσο θα επαναγοραστεί στην αγοραία τιμή του, η αξία της πιστωτικής προστασίας είναι η αξία που αποτιμάται με τον ίδιο τρόπο όπως εκείνη των χρεωστικών τίτλων που πληρούν τους όρους στο άρθρο 197 παράγραφος 4.

    Ενότητα 2

    Μη χρηματοδοτούμενη πιστωτική προστασία

    Άρθρο 233

    Αποτίμηση

    1.   Για τους σκοπούς του υπολογισμού των επιπτώσεων της μη χρηματοδοτούμενης πιστωτικής προστασίας σύμφωνα με την παρούσα Ενότητα, η αξία της μη χρηματοδοτούμενης πιστωτικής προστασίας (G) είναι το ποσό που ο πάροχος της προστασίας ανέλαβε να καταβάλει σε περίπτωση αθέτησης ή μη πληρωμής από τον πιστούχο, ή σε περίπτωση άλλου προκαθορισμένου πιστωτικού γεγονότος.

    2.   Για τα πιστωτικά παράγωγα που δεν ορίζουν ως πιστωτικό γεγονός την αναδιάρθρωση της υποκείμενης πιστωτικής υποχρέωσης με διαγραφή ή αναδιάταξη κεφαλαίου, τόκων ή προμηθειών που έχει ως αποτέλεσμα ζημία από πίστωση εφαρμόζονται οι ακόλουθες διατάξεις:

    α)

    εφόσον το ποσό που έχει αναλάβει να πληρώσει ο πάροχος προστασίας δεν υπερβαίνει την αξία του ανοίγματος, τα ιδρύματα μειώνουν κατά 40 % την αξία της πιστωτικής προστασίας που υπολογίζεται δυνάμει της παραγράφου 1,

    β)

    εφόσον το ποσό που έχει αναλάβει να πληρώσει ο πάροχος προστασίας υπερβαίνει την αξία του ανοίγματος, η αξία της πιστωτικής προστασίας που υπολογίζεται σύμφωνα με την πρώτη πρόταση του παρόντος σημείου δεν υπερβαίνει το 60 % της αξίας του ανοίγματος.

    3.   Εάν η μη χρηματοδοτούμενη πιστωτική προστασία είναι εκφρασμένη σε νόμισμα διαφορετικό από το νόμισμα του ανοίγματος, τα ιδρύματα μειώνουν την αξία της πιστωτικής προστασίας με την εφαρμογή της προσαρμογής μεταβλητότητας ως εξής:

    Formula

    όπου:

    G*

    =

    το ποσό της πιστωτικής προστασίας προσαρμοσμένο για κίνδυνο συναλλάγματος,

    G

    =

    το ονομαστικό ποσό της πιστωτικής προστασίας,

    Hfx

    =

    η προσαρμογή μεταβλητότητας για οποιαδήποτε αναντιστοιχία νομισμάτων μεταξύ της πιστωτικής προστασίας και της υποκείμενης υποχρέωσης που προσδιορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 4.

    Εάν δεν υπάρχει αναντιστοιχία νομισμάτων, το Hfx ισούται με μηδέν.

    4.   Τα ιδρύματα βασίζουν τις προσαρμογές μεταβλητότητας για οποιαδήποτε αναντιστοιχία νομισμάτων σε περίοδο ρευστοποίησης 10 εργάσιμων ημερών, με την παραδοχή της καθημερινής αναπροσαρμογής αξίας, και μπορούν να τις υπολογίζουν βάσει της μεθόδου των εποπτικών συντελεστών προσαρμογής μεταβλητότητας ή των εσωτερικών εκτιμήσεων που προβλέπονται στα άρθρα 224 και 225 αντίστοιχα. Τα ιδρύματα κλιμακώνουν τις προσαρμογές μεταβλητότητας σύμφωνα με το άρθρο 226.

    Άρθρο 234

    Υπολογισμός των σταθμισμένων ποσών και των ποσών αναμενόμενης ζημίας στην περίπτωση μερικής προστασίας και τμηματοποίησης

    Εάν ένα ίδρυμα μεταφέρει μέρος του κινδύνου ενός δανείου σε ένα ή περισσότερα επιμέρους τμήματα, εφαρμόζονται οι κανόνες που προβλέπονται στο Κεφάλαιο 5. Τα ιδρύματα μπορούν να θεωρούν ότι τα όρια σημαντικότητας των πληρωμών κάτω από τα οποία δεν πραγματοποιείται καμία πληρωμή σε περίπτωση ζημίας είναι ισοδύναμα με τις διακρατηθείσες θέσεις πρωτεύουσας ζημίας και ότι οδηγούν σε μεταφορά του κινδύνου κατά τμήματα.

    Άρθρο 235

    Υπολογισμός των σταθμισμένων ποσών δυνάμει της τυποποιημένης προσέγγισης

    1.   Για τους σκοπούς του άρθρου 113 παράγραφος 3, τα ιδρύματα υπολογίζουν τα σταθμισμένα ποσά ανοιγμάτων σύμφωνα με τον ακόλουθο τύπο:

    Formula

    όπου:

    E

    =

    η αξία ανοίγματος σύμφωνα με το άρθρο 111· για τον σκοπό αυτό, η αξία ανοίγματος ενός εκτός ισολογισμού στοιχείου που παρατίθεται στο παράρτημα Ι ισούται με το 100 % της αξίας του στοιχείου αντί για την αξία του ανοίγματος που αναφέρεται στο άρθρο 111 παράγραφος 1,

    GA

    =

    το ποσό της προστασίας πιστωτικού κινδύνου όπως υπολογίζεται δυνάμει του άρθρου 233 παράγραφος 3 (G*) προσαρμοσμένο για τυχόν αναντιστοιχία ληκτότητας όπως προβλέπεται στο τμήμα 5,

    r

    =

    ο συντελεστής στάθμισης που εφαρμόζεται στα ανοίγματα έναντι του οφειλέτη σύμφωνα με το κεφάλαιο 2,

    g

    =

    ο συντελεστής στάθμισης που εφαρμόζεται στα ανοίγματα έναντι του παρόχου προστασίας σύμφωνα με το κεφάλαιο 2.

    2.   Εάν το προστατευόμενο ποσό (GA) είναι μικρότερο από την αξία ανοίγματος (E), τα ιδρύματα μπορούν να εφαρμόζουν τον τύπο της παραγράφου 1 μόνο εάν τα προστατευόμενα και μη προστατευόμενα τμήματα έχουν ισοδύναμη εξοφλητική προτεραιότητα.

    3.   Τα ιδρύματα μπορούν να επεκτείνουν την αντιμετώπιση που καθορίζεται στο άρθρο 114 παράγραφοι 4 και 7 στα ανοίγματα ή τμήματα ανοιγμάτων που καλύπτονται από την εγγύηση κεντρικής κυβέρνησης ή κεντρικής τράπεζας εάν η εγγύηση είναι εκφρασμένη στο εθνικό νόμισμα του πιστούχου και το άνοιγμα χρηματοδοτείται στο ίδιο νόμισμα.

    Άρθρο 236

    Υπολογισμός των σταθμισμένων ποσών και των ποσών αναμενόμενης ζημίας δυνάμει της ΠΕΔ

    1.   Για το καλυμμένο τμήμα της αξίας ανοίγματος (E), με βάση την προσαρμοσμένη αξία της πιστωτικής προστασίας GA, το PD για τους σκοπούς του τμήματος 4 του κεφαλαίου 3 μπορεί να είναι το PD του παρόχου της προστασίας ή ένα PD μεταξύ εκείνου του πιστούχου και εκείνου του εγγυητή εάν θεωρείται ότι δεν δικαιολογείται πλήρης υποκατάσταση. Σε περίπτωση ανοιγμάτων μειωμένης εξασφάλισης και μη χρηματοδοτούμενης προστασίας μη μειωμένης εξασφάλισης, το LGD που εφαρμόζεται από τα ιδρύματα για τους σκοπούς του τμήματος 4 του κεφαλαίου 3 μπορεί να είναι εκείνο που αποδίδεται στις απαιτήσεις με εξοφλητική προτεραιότητα.

    2.   Για κάθε μη καλυμμένο τμήμα της αξίας ανοίγματος (E), το PD είναι εκείνο του πιστούχου και το LGD εκείνο του υποκείμενου ανοίγματος.

    3.   Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, το GA είναι η τιμή του G* όπως υπολογίζεται δυνάμει του άρθρου 233 παράγραφος 3, προσαρμοσμένο για τυχόν αναντιστοιχία ληκτότητας όπως προβλέπεται στο τμήμα 5. Ε είναι η αξία του ανοίγματος που προσδιορίζεται σύμφωνα με το τμήμα 5 του κεφαλαίου 3. Για τον σκοπό αυτόν, τα ιδρύματα υπολογίζουν την αξία ανοίγματος των στοιχείων που παρατίθενται στο άρθρο 166 παράγραφοι 8 έως 10 χρησιμοποιώντας έναν συντελεστή μετατροπής ή ποσοστό 100 % αντί για τους συντελεστές μετατροπής ή τα ποσοστά που αναφέρονται στις εν λόγω παραγράφους.

    Τμήμα 5

    Αναντιστοιχία ληκτότητας

    Άρθρο 237

    Αναντιστοιχία ληκτότητας

    1.   Για τον υπολογισμό των σταθμισμένων ποσών, υπάρχει αναντιστοιχία ληκτότητας εάν η εναπομένουσα ληκτότητα της πιστωτικής προστασίας είναι μικρότερη από εκείνη του προστατευόμενου ανοίγματος. Εάν η προστασία έχει εναπομένουσα ληκτότητα μικρότερη των τριών μηνών και η ληκτότητα της προστασίας είναι μικρότερη από τη ληκτότητα του υποκείμενου ανοίγματος, η εν λόγω προστασία δεν θεωρείται αποδεκτή πιστωτική προστασία.

    2.   Εάν υπάρχει αναντιστοιχία ληκτότητας, η πιστωτική προστασία δεν θεωρείται αποδεκτή εάν πληρούται οποιαδήποτε από τις κατωτέρω προϋποθέσεις:

    α)

    η αρχική ληκτότητα της προστασίας είναι μικρότερη από 1 έτος,

    β)

    το άνοιγμα ορίζεται από τις αρμόδιες αρχές ως βραχυπρόθεσμο άνοιγμα με ληκτότητα (Μ) τουλάχιστον μιας ημέρας και όχι ενός έτους σύμφωνα με το άρθρο 162 παράγραφος 3.

    Άρθρο 238

    Ληκτότητα της πιστωτικής προστασίας

    1.   Η πραγματική ληκτότητα του υποκείμενου είναι η μέγιστη προθεσμία εντός της οποίας ο οφειλέτης πρέπει να εκπληρώσει την υποχρέωσή του, με ανώτατο όριο πέντε ετών. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 2, η ληκτότητα της πιστωτικής προστασίας είναι το χρονικό διάστημα έως τη πλησιέστερη ημερομηνία στην οποία η προστασία λήγει ή τερματίζεται.

    2.   Εάν υπάρχει δικαίωμα προαίρεσης για τερματισμό της προστασίας με διακριτική ευχέρεια του πωλητή της προστασίας, η ληκτότητα της προστασίας είναι το χρονικό διάστημα έως τη πλησιέστερη ημερομηνία στην οποία μπορεί να ασκηθεί το δικαίωμα προαίρεσης. Εάν υπάρχει δικαίωμα προαίρεσης για τερματισμό της προστασίας με διακριτική ευχέρεια του αγοραστή της και οι όροι της σύμβασης παροχής προστασίας περιέχουν θετικό κίνητρο για το ίδρυμα να τερματίσει τη συναλλαγή πριν τη συμβατική ημερομηνία λήξης, το ίδρυμα λαμβάνει ως ληκτότητα της προστασίας το χρονικό διάστημα έως τη πλησιέστερη ημερομηνία στην οποία μπορεί να ασκηθεί αυτό το δικαίωμα προαίρεσης· διαφορετικά, μπορεί να θεωρήσει ότι το δικαίωμα προαίρεσης δεν επηρεάζει τη ληκτότητα της προστασίας.

    3.   Στην περίπτωση πιστωτικού παράγωγου για το οποίο δεν υπάρχει πρόβλεψη που να εμποδίζει τον τερματισμό του πριν τη λήξη τυχόν περιόδου χάριτος μετά την οποία μη εξυπηρέτηση της υποκείμενης υποχρέωσης έχει ως αποτέλεσμα την κύρηξή της σε αθέτηση, τα ιδρύματα μειώνουν τη ληκτότητα της προστασίας κατά τη διάρκεια της περιόδου χάριτος.

    Άρθρο 239

    Αποτίμηση της προστασίας

    1.   Για συναλλαγές που υπόκεινται σε χρηματοδοτούμενη πιστωτική προστασία δυνάμει της απλής μεθόδου χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων, όταν υφίσταται αναντιστοιχία μεταξύ ληκτότητας του ανοίγματος και ληκτότητας της προστασίας, η εξασφάλιση δεν θεωρείται αποδεκτή χρηματοδοτούμενη πιστωτική προστασία.

    2.   Για συναλλαγές που υπόκεινται σε χρηματοδοτούμενη πιστωτική προστασία δυνάμει της αναλυτικής μεθόδου χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων, τα ιδρύματα λαμβάνουν υπόψη τη ληκτότητα της πιστωτικής προστασίας και του ανοίγματος στην προσαρμοσμένη αξία της εξασφάλισης με τον ακόλουθο τύπο:

    Formula

    όπου:

    CVA

    =

    η προσαρμοσμένη για μεταβλητότητα αξία της εξασφάλισης σύμφωνα με το άρθρο 223 παράγραφος 2 ή το ποσό του ανοίγματος, όποιο είναι χαμηλότερο,

    t

    =

    ο αριθμός των ετών που απομένουν έως την ημερομηνία λήξης της πιστωτικής προστασίας όπως υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 238, ή η τιμή του T, όποιο είναι χαμηλότερο,

    T

    =

    ο αριθμός των ετών που απομένουν έως την ημερομηνία λήξης του ανοίγματος όπως υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 238, ή πέντε έτη, όποιο είναι χαμηλότερο,

    t*

    =

    0,25.

    Τα ιδρύματα χρησιμοποιούν το CVAM ως το CVA προσαρμοσμένο για τυχόν αναντιστοιχία ληκτότητας στον τύπο υπολογισμού της πλήρως προσαρμοσμένης αξίας ανοίγματος (E*) που προβλέπεται στο άρθρο 223 παράγραφος 5.

    3.   Για συναλλαγές που υπόκεινται σε μη χρηματοδοτούμενη πιστωτική προστασία, τα ιδρύματα λαμβάνουν υπόψη τη ληκτότητα της πιστωτικής προστασίας και του ανοίγματος στην προσαρμοσμένη αξία της πιστωτικής προστασίας σύμφωνα με τον ακόλουθο τύπο:

    Formula

    όπου:

    GA

    =

    το G* προσαρμοσμένο για κάθε αναντιστοιχία ληκτότητας,

    G*

    =

    το ποσό της προστασίας προσαρμοσμένο για κάθε αναντιστοιχία νομισμάτων,

    t

    =

    ο αριθμός των ετών που απομένουν έως την ημερομηνία λήξης της πιστωτικής προστασίας όπως υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 238, ή η τιμή του T, όποιο είναι χαμηλότερο,

    T

    =

    ο αριθμός των ετών που απομένουν έως την ημερομηνία λήξης του ανοίγματος όπως υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 238, ή πέντε έτη, όποιο είναι χαμηλότερο,

    t*

    =

    0,25.

    Τα ιδρύματα χρησιμοποιούν το GA ως αξία της προστασίας για τους σκοπούς των άρθρων 233 έως 236.

    Τμήμα 6

    Τεχνικές μείωσης του πιστωτικού κινδύνου συνόλου ανοιγμάτων

    Άρθρο 240

    Πιστωτικά παράγωγα πρώτης αθέτησης

    Εάν το ίδρυμα λαμβάνει πιστωτική προστασία για ορισμένο αριθμό ανοιγμάτων με όρους που προβλέπουν ότι η πρώτη αθέτηση μεταξύ των ανοιγμάτων αυτών ενεργοποιεί την πληρωμή και λύει τη σύμβαση, το ίδρυμα μπορεί να τροποποιήσει τον υπολογισμό των σταθμισμένων ποσών και, κατά περίπτωση, των ποσών αναμενόμενης ζημίας για το άνοιγμα το οποίο, ελλείψει πιστωτικής προστασίας, θα είχε το χαμηλότερο σταθμισμένο χρηματοδοτικό άνοιγμα σύμφωνα με το παρόν κεφάλαιο:

    α)

    για ιδρύματα που χρησιμοποιούν την τυποποιημένη προσέγγιση, τα σταθμισμένα ποσά ανοίγματος είναι αυτά που υπολογίζονται βάσει της τυποποιημένης προσέγγισης,

    β)

    για ιδρύματα που χρησιμοποιούν την ΠΕΔ, το σταθμισμένο χρηματοδοτικό άνοιγμα είναι το άθροισμα του σταθμισμένου κατά τον κίνδυνο χρηματοδοτικού ανοίγματος υπολογιζόμενου δυνάμει της ΠΕΔ συν 12,5 φορές το ποσό αναμενόμενης ζημίας.

    Η αντιμετώπιση που καθορίζεται στο παρόν άρθρο ισχύει μόνον εφόσον το ποσό του ανοίγματος είναι λιγότερο ή ίσο με την αξία της πιστωτικής προστασίας.

    Άρθρο 241

    Πιστωτικά παράγωγα νιοστής αθέτησης

    Εάν η νιοστή (n) αθέτηση στο σύνολο των ανοιγμάτων ενεργοποιεί την πληρωμή βάσει της πιστωτικής προστασίας, το ίδρυμα που αγοράζει την προστασία δεν μπορεί να την αναγνωρίσει για τον υπολογισμό των σταθμισμένων ποσών και, κατά περίπτωση, των ποσών αναμενόμενης ζημίας παρά μόνο εάν έχει επίσης ληφθεί προστασία για τις αθετήσεις 1 έως n-1 ή εάν έχουν ήδη επέλθει n-1 αθετήσεις. Σε αυτή την περίπτωση, το ίδρυμα μπορεί να τροποποιήσει τον υπολογισμό των σταθμισμένων ποσών και, κατά περίπτωση, των ποσών αναμενόμενης ζημίας του ανοίγματος το οποίο, ελλείψει πιστωτικής προστασίας, θα είχε το νιοστό χαμηλότερο σταθμισμένο άνοιγμα σύμφωνα με το παρόν Κεφάλαιο. Τα ιδρύματα υπολογίζουν το νιοστό χαμηλότερο ποσό που αναφέρεται στα στοιχεία α) και β) του άρθρου 240.

    Η αντιμετώπιση που καθορίζεται στο παρόν άρθρο ισχύει μόνον εφόσον το ποσό του ανοίγματος είναι λιγότερο ή ίσο με την αξία της πιστωτικής προστασίας.

    Όλα τα ανοίγματα της ομάδας πληρούν τις απαιτήσεις που ορίζονται στο άρθρο 204 παράγραφος 2 και στο άρθρο 216 παράγραφος 1 στοιχείο δ).

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5

    Τιτλοποίηση

    Τμήμα 1

    Ορισμοί

    Άρθρο 242

    Ορισμοί

    Για τους σκοπούς του παρόντος κεφαλαίου ισχύουν οι κάτωθι ορισμοί:

    1)   «υπερβάλλον περιθώριο»: το σύνολο των χρηματοοικονομικών εσόδων και λοιπών αμοιβών από τιτλοποιημένα ανοίγματα μετά την αφαίρεση των εξόδων και δαπανών,

    2)   «δικαίωμα τελικής επαναγοράς εκδοθέντων τίτλων»: το συμβατικό δικαίωμα της μεταβιβάζουσας οντότητας να επαναγοράσει ή να κλείσει τις θέσεις τιτλοποίησης πριν την αποπληρωμή του συνόλου των υποκείμενων ανοιγμάτων, εφόσον το ανεξόφλητο υπόλοιπο των υποκείμενων ανοιγμάτων μειώνεται κάτω από ορισμένο επίπεδο,

    3)   «ταμειακή διευκόλυνση»: θέση τιτλοποίησης που απορρέει από συμβατική συμφωνία χρηματοδότησης με την οποία εξασφαλίζεται η έγκαιρη πληρωμή των χρηματορροών στους επενδυτές,

    4)   «KIRB»: το 8 % του αθροίσματος των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ποσών των τιτλοποιημένων ανοιγμάτων, όπως αυτά θα είχαν υπολογιστεί σύμφωνα με το κεφάλαιο 3 ελλείψει τιτλοποίησης, και των υπολογιζόμενων σύμφωνα με το κεφάλαιο αυτό ποσών αναμενόμενης ζημίας από αυτά τα ανοίγματα,

    5)   «μέθοδος των διαβαθμίσεων»: η μέθοδος υπολογισμού των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ποσών για τις θέσεις τιτλοποίησης σύμφωνα με το άρθρο 261,

    6)   «μέθοδος του εποπτικού υποδείγματος»: η μέθοδος υπολογισμού των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ποσών για τις θέσεις τιτλοποίησης σύμφωνα με το άρθρο 262,

    7)   «μη διαβαθμισμένη θέση»: μια θέση τιτλοποίησης χωρίς αποδεκτή πιστοληπτική αξιολόγηση από ΕΟΠΑ όπως αναφέρεται στο τμήμα 4,

    8)   «διαβαθμισμένη θέση»: μια θέση τιτλοποίησης με αποδεκτή πιστοληπτική αξιολόγηση από ΕΟΠΑ όπως αναφέρεται στο τμήμα 4,

    9)   «πρόγραμμα έκδοσης εμπορικών χρεογράφων εξασφαλισμένων με στοιχεία ενεργητικού» ή «πρόγραμμα ABCP»: πρόγραμμα τιτλοποίησης εκδιδόμενων τίτλων που έχουν κυρίως μορφή εμπορικών χρεογράφων και αρχική ληκτότητα μικρότερη ή ίση του ενός έτους,

    10)   «παραδοσιακή τιτλοποίηση»: τιτλοποίηση που περιλαμβάνει την οικονομική μεταφορά των τιτλοποιούμενων ανοιγμάτων. Αυτό επιτυγχάνεται με την μεταβίβαση της κυριότητας των τιτλοποιούμενων ανοιγμάτων από το μεταβιβάζον ίδρυμα σε ΟΕΣΤ ή μέσω μερικής συμμετοχής τουΟΕΣΤ. Οι εκδιδόμενοι τίτλοι δεν αντιπροσωπεύουν υποχρεώσεις πληρωμών του μεταβιβάζοντος ιδρύματος,

    11)   «σύνθετη τιτλοποίηση»: τιτλοποίηση κατά την οποία η μεταφορά κινδύνου επιτυγχάνεται με τη χρήση πιστωτικών παράγωγων μέσων ή εγγυήσεων και τα τιτλοποιούμενα ανοίγματα εξακολουθούν να αποτελούν ανοίγματα του μεταβιβάζοντος ιδρύματος,

    12)   «ανακυκλούμενο άνοιγμα»: άνοιγμα στο οποίο τα ανεξόφλητα υπόλοιπα των πελατών είναι δυνατόν να κυμαίνονται, με βάση την απόφαση του πελάτη για το ποσό που θα δανειστεί και θα εξοφλήσει, μέχρις ενός συμφωνημένου ορίου,

    13)   «ανακυκλούμενη τιτλοποίηση»: νοείται τιτλοποίηση κατά την οποία η ίδια η σύνθεση της τιτλοποίησης ανακυκλώνεται από ανοίγματα που προστίθενται ή αφαιρούνται από τη δέσμη ανοιγμάτων ανεξάρτητα από το αν τα ανοίγματα είναι ή δεν είναι ανακυκλούμενες πιστώσεις.,

    14)   «ρύθμιση πρόωρης εξόφλησης των τίτλων»: συμβατική ρήτρα σε τιτλοποίηση ανακυκλούμενων ανοιγμάτων ή ανακυκλούμενης τιτλοποίησης η οποία, κατά την επέλευση συγκεκριμένων γεγονότων, απαιτεί την εξόφληση των θέσεων των επενδυτών πριν από την αρχικά προσδιορισθείσα ληκτότητα των εκδοθέντων τίτλων,

    15)   «τμήμα πρωτεύουσας ζημίας»: το τμήμα χαμηλότερης εξασφάλισης μιας τιτλοποίησης, που είναι το πρώτο τμήμα που επωμίζεται τις εκ των τιτλοποιημένων ανοιγμάτων ζημίες και κατά συνέπεια παρέχει προστασία στο τμήμα δευτερεύουσας ζημίας και εάν συντρέχει περίπτωση, σε τμήματα με υψηλότερη κατάταξη.

    Τμήμα 2

    Αναγνώριση σημαντικής μεταφοράς κινδύνου

    Άρθρο 243

    Παραδοσιακή τιτλοποίηση

    1.   Το μεταβιβάζον ίδρυμα σε μια παραδοσιακή τιτλοποίηση μπορεί να εξαιρεί τα τιτλοποιημένα ανοίγματα από τον υπολογισμό των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ποσών και των ποσών αναμενόμενης ζημίας εάν πληρούται μία από τις κατωτέρω προϋποθέσεις:

    α)

    όταν θεωρείται ότι σημαντικός πιστωτικός κίνδυνος που συνδέεται με τα τιτλοποιημένα ανοίγματα έχει μεταφερθεί σε τρίτα μέρη,

    β)

    το μεταβιβάζον ίδρυμα εφαρμόζει συντελεστή στάθμισης κινδύνου 1 250 % σε όλες τις θέσεις τιτλοποίησης που διακρατεί στην εν λόγω τιτλοποίηση ή αφαιρεί τις σχετικές θέσεις τιτλοποίησης από τα στοιχεία Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών της κατηγορίας 1 σύμφωνα με το άρθρο 36 παράγραφος 1 στοιχείο ια).

    2.   Θεωρείται ότι έχει μεταφερθεί σημαντικός πιστωτικός κίνδυνος στις κατωτέρω περιπτώσεις:

    α)

    τα σταθμισμένα ως προς τον κίνδυνο ποσά των ενδιάμεσων θέσεων τιτλοποίησης που κατέχει το μεταβιβάζον ίδρυμα σε αυτή την τιτλοποίηση δεν υπερβαίνουν 50 % των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ποσών όλων των θέσεων σε ενδιάμεσα τμήματα που υφίστανται στην εν λόγω τιτλοποίηση,

    β)

    εάν δεν υπάρχουν ενδιάμεσες θέσεις τιτλοποίησης σε μια δεδομένη τιτλοποίηση και το μεταβιβάζον ίδρυμα μπορεί να αποδείξει ότι η αξία ανοίγματος των θέσεων τιτλοποίησης που θα αφαιρούνταν απότο Κεφάλαιο Κοινών Μετοχών της κατηγορίας 1 ή θα λάμβαναν συντελεστή στάθμισης κινδύνου 1.250 % υπερβαίνει μια εύλογη εκτίμηση των αναμενόμενων ζημιών των τιτλοποιημένων ανοιγμάτων κατά ένα επαρκές περιθώριο, το μεταβιβάζον ίδρυμαδεν κατέχει ποσοστό μεγαλύτερο από 20 % της αξίας των ανοιγμάτων των θέσεων τιτλοποίησης που θα αφαιρούνταν από το Κεφάλαιο Κοινών Μετοχών της κατηγορίας 1 ή θα λάμβαναν συντελεστή στάθμισης κινδύνου 1 250 %.

    Εάν η πιθανή μείωση των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ποσών ανοιγμάτων που θα πετύχαινε το μεταβιβάζον ίδρυμα με αυτή την τιτλοποίηση δεν δικαιολογείται από μια ανάλογη μεταφορά του πιστωτικού κινδύνου σε τρίτους, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να αποφασίσουν κατά περίπτωση ότι δεν θεωρείται ότι ο σημαντικός πιστωτικός κίνδυνος έχει μεταφερθεί σε τρίτους.

    3.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 2, ως ενδιάμεσες θέσεις τιτλοποίησης νοούνται οι θέσεις τιτλοποίησης στις οποίες εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης κινδύνου χαμηλότερος από 1.250 % και οι οποίες έχουν ελάσσονα εξοφλητική προτεραιότητα σε σχέση με τη θέση με την υψηλότερη εξοφλητική προτεραιότητα και ελάσσονα εξοφλητική προτεραιότητα σε σχέση με οποιαδήποτε θέση τιτλοποίησης της σχετικής τιτλοποίησης, στις οποίες εφαρμόζεται οποιαδήποτε από τις κατωτέρω βαθμίδες πιστωτικής ποιότητας σύμφωνα με το τμήμα 4:

    α)

    σε περίπτωση θέσης τιτλοποίησης δυνάμει του τμήματος 3 ενότητα 3, βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας 1,

    β)

    σε περίπτωση θέσης τιτλοποίησης δυνάμει του τμήματος 3 ενότητα 4, βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας 1 ή 2.

    4.   Ως εναλλακτική δυνατότητα των παραγράφων 2 και 3, οι αρμόδιες αρχές χορηγούν σε μεταβιβάζοντα ιδρύματα την άδεια να θεωρούν ότι έχει μεταφερθεί σημαντικός πιστωτικός κίνδυνος εάν το μεταβιβάζον ίδρυμα είναι σε θέση να αποδείξει, σε κάθε περίπτωση τιτλοποίησης, ότι η μείωση των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων που επιτυγχάνει μέσω της τιτλοποίησης δικαιολογείται με μια ανάλογη μεταφορά πιστωτικού κινδύνου σε τρίτους.

    Η άδεια χορηγείται μόνο εφόσον το ίδρυμα πληροί τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

    α)

    το ίδρυμα διαθέτει πολιτικές και μεθοδολογίες με κατάλληλη ευαισθησία ως προς τον κίνδυνο για την αξιολόγηση της μεταφοράς κινδύνου,

    β)

    το ίδρυμα έχει αναγνωρίσει επίσης τη μεταφορά πιστωτικού κινδύνου σε τρίτους σε κάθε περίπτωση για τους σκοπούς της εσωτερικής διαχείρισης κινδύνου και της κατανομής των εσωτερικών κεφαλαίων του ιδρύματος.

    5.   Επιπλέον των απαιτήσεων που ορίζονται στις παραγράφους 1 έως 4, κατά περίπτωση πληρούνται όλες οι κατωτέρω προϋποθέσεις:

    α)

    τα συμβατικά έγγραφα της τιτλοποίησης αντικατοπτρίζουν τα ουσιώδη οικονομικά χαρακτηριστικά της συναλλαγής,

    β)

    τα τιτλοποιημένα ανοίγματα τίθενται εκτός του ελέγχου του μεταβιβάζοντος ιδρύματος και των πιστωτών του, ιδίως σε διαδικασίες πτώχευσης και θέσης υπό αναγκαστική διαχείριση. Το αποτέλεσμα αυτό επιβεβαιώνεται από ειδικό νομικό σύμβουλο του οποίου ζητείται η γνωμοδότηση,

    γ)

    οι εκδιδόμενοι τίτλοι δεν αντιπροσωπεύουν υποχρεώσεις πληρωμής του μεταβιβάζοντος πιστωτικού ιδρύματος,

    δ)

    το μεταβιβάζον ίδρυμα δεν διατηρεί πραγματικό ή έμμεσο έλεγχο επί των μεταβιβασθέντων ανοιγμάτων. Θεωρείται ότι η μεταβιβάζουσα οντότητα έχει διατηρήσει πραγματικό έλεγχο επί των μεταβιβασθέντων ανοιγμάτων εάν έχει το δικαίωμα να τα επαναγοράσει από τον εκδοχέα για να ρευστοποιήσει τα κέρδη τους ή εάν είναι υποχρεωμένος να αναλάβει εκ νέου το μεταφερθέντα κίνδυνο. Η διατήρηση από το μεταβιβάζον ίδρυμα δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων εξυπηρέτησης των μεταβιβασθέντων ανοιγμάτων δεν συνιστά καθαυτή έμμεσο έλεγχο επί των ανοιγμάτων,

    ε)

    τα συμβατικά έγγραφα της τιτλοποίησης πληρούν όλες τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

    i)

    δεν περιέχουν καμία ρήτρα που απαιτεί, εκτός των περιπτώσεων ρύθμισης πρόωρης εξόφλησης των τίτλων, τη βελτίωση των θέσεων τιτλοποίησης από το μεταβιβάζον ίδρυμα, μεταξύ άλλων με την αναδιάταξη των υποκείμενων πιστωτικών ανοιγμάτων ή με την αύξηση της απόδοσης που καταβάλλεται στους επενδυτές σε περίπτωση επιδείνωσης της πιστωτικής ποιότητας των τιτλοποιημένων ανοιγμάτων,

    ii)

    δεν περιέχουν καμία ρήτρα που αυξάνει την απόδοση που καταβάλλεται στους κατόχους των θέσεων τιτλοποίησης σε περίπτωση επιδείνωσης της πιστωτικής ποιότητας της υποκείμενης ομάδας απαιτήσεων,

    iii)

    αποσαφηνίζουν, εάν συντρέχει περίπτωση, ότι οποιαδήποτε αγορά ή επαναγορά θέσεων τιτλοποίησης από το μεταβιβάζον ή από ανάδοχο ίδρυμα πέραν των όσων προβλέπουν οι συμβατικές του υποχρεώσεις αποτελεί εξαίρεση και πραγματοποιείται μόνο υπό κανονικές συνθήκες ανταγωνισμού,

    στ)

    εάν υπάρχει δικαίωμα τελικής επαναγοράς των εκδοθέντων τίτλων, πρέπει επίσης να πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

    i)

    να μπορεί να ασκηθεί με διακριτική ευχέρεια του μεταβιβάζοντος ιδρύματος,

    ii)

    να μπορεί να ασκηθεί μόνο εάν 10 % ή λιγότερο της αρχικής αξίας των τιτλοποιημένων ανοιγμάτων παραμένει ανεξόφλητη,

    iii)

    να μην είναι διαρθρωμένο με τρόπο ώστε να αποφεύγεται ο καταλογισμός των ζημιών σε θέσεις πιστωτικής ενίσχυσης ή σε άλλες θέσεις που κατέχονται από επενδυτές, ούτε κατά τρόπο ώστε να παρέχει πιστωτική ενίσχυση.

    6.   Οι αρμόδιες αρχές ενημερώνουν την ΕΑΤ σχετικά με τις ειδικές περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 2, στις οποίες η πιθανή μείωση των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ποσών ανοιγμάτων δεν δικαιολογείται με μια ανάλογη μεταφορά πιστωτικού κινδύνου σε τρίτους, και σχετικά με τη χρήση της παραγράφου 4 από τα ιδρύματα. Η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών παρακολουθεί το φάσμα των πρακτικών στον συγκεκριμένο τομέα και εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές, σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010. Η ΕΑΤ επανεξετάζει την εφαρμογή των εν λόγω κατευθυντήριων γραμμών από τα κράτη μέλη και παρέχει συμβουλές στην Επιτροπή έως τις 31 Δεκεμβρίου 2017 για το εάν απαιτούνται δεσμευτικά τεχνικά πρότυπα.

    Άρθρο 244

    Σύνθετη τιτλοποίηση

    1.   Το μεταβιβάζον ίδρυμα σε μια σύνθετη τιτλοποίηση μπορεί να υπολογίζει τα σταθμισμένα ως προς τον κίνδυνο ποσά και, κατά περίπτωση, τα ποσά αναμενόμενης ζημίας για τα τιτλοποιημένα ανοίγματα σύμφωνα με το άρθρο 249, εάν πληρούται μία από τις κατωτέρω προϋποθέσεις:

    α)

    θεωρείται ότι ένα σημαντικό μέρος του πιστωτικού κινδύνου έχει μεταφερθεί σε τρίτους μέσω χρηματοδοτούμενης ή μη χρηματοδοτούμενης πιστωτικής προστασίας,

    β)

    το μεταβιβάζον ίδρυμα εφαρμόζει συντελεστή στάθμισης κινδύνου 1 250 % σε όλες τις θέσεις τιτλοποίηση που διαθέτει στην εν λόγω τιτλοποίηση ή αφαιρεί τις σχετικές θέσεις τιτλοποίηση από τα στοιχεία Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών της κατηγορίας 1 σύμφωνα με το άρθρο 36 παράγραφος 1 στοιχείο ια).

    2.   Θεωρείται ότι ένα σημαντικό μέρος του πιστωτικού κινδύνου έχει μεταφερθεί σε τρίτους εάν πληρούται μία από τις κατωτέρω προϋποθέσεις:

    α)

    τα σταθμισμένα ως προς τον κίνδυνο ποσά των ενδιάμεσων θέσεων τιτλοποίησης που κατέχει το μεταβιβάζον ίδρυμα σε αυτή την τιτλοποίηση δεν υπερβαίνουν το 50 % των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ποσών όλων των ενδιάμεσων θέσεων τιτλοποίησης που υφίστανται στην εν λόγω τιτλοποίηση,

    β)

    εάν δεν υπάρχουν ενδιάμεσες θέσειςτιτλοποίησης σε μια δεδομένη τιτλοποίηση και το μεταβιβάζον ίδρυμα μπορεί να αποδείξει ότι η αξία ανοίγματος των θέσεων τιτλοποίησης που θα αφαιρούνταν από το Κεφάλαιο Κοινών Μετοχών τηςκατηγορίας 1 ή θα λάμβαναν συντελεστή στάθμισης κινδύνου 1 250 % υπερβαίνει μια εύλογη εκτίμηση των αναμενόμενων ζημιών των τιτλοποιημένων ανοιγμάτων κατά ένα επαρκές περιθώριο, το μεταβιβάζον ίδρυμα δεν κατέχει ποσοστό μεγαλύτερο από 20 % των αξιών ανοίγματος των θέσεων τιτλοποίησης που θα αφαιρούνταν από το Κεφάλαιο Κοινών Μετοχών της κατηγορίας 1 ή θα λάμβαναν συντελεστή στάθμισης κινδύνου 1 250 %,

    γ)

    εάν η πιθανή μείωση των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ποσών ανοιγμάτων που θα πετύχαινε το μεταβιβάζον ίδρυμα με αυτή την τιτλοποίηση δεν δικαιολογείται από μια ανάλογη μεταφορά του πιστωτικού κινδύνου σε τρίτους, η αρμόδια αρχή μπορεί να αποφασίσει κατά περίπτωση ότι δεν θεωρείται ότι ο σημαντικός πιστωτικός κίνδυνος έχει μεταφερθεί σε τρίτους.

    3.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 2, ως ενδιάμεσες θέσεις τιτλοποίησης νοούνται οι θέσεις τιτλοποίησης στις οποίες εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης κινδύνου χαμηλότερος από 1 250 % και οι οποίες έχουν ελάσσονα εξοφλητική προτεραιότητα σε σχέση με τη θέση με την υψηλότερη εξοφλητική προτεραιότητα και ελάσσονα εξοφλητική προτεραιότητα σε σχέση με οποιαδήποτε θέση τιτλοποίησης της σχετικής τιτλοποίησης, στις οποίες εφαρμόζεται οποιαδήποτε από τις κατωτέρω βαθμίδες πιστωτικής ποιότητας σύμφωνα με το τμήμα 4:

    α)

    σε περίπτωση θέσης τιτλοποίησης δυνάμει του τμήματος 3 ενότητα 3, βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας 1,

    β)

    σε περίπτωση θέσης τιτλοποίησης δυνάμει του τμήματος 3 ενότητα 4, βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας 1 ή 2.

    4.   Ως εναλλακτική δυνατότητα των παραγράφων 2 και 3, οι αρμόδιες αρχές χορηγούν σε μεταβιβάζοντα ιδρύματα την άδεια να θεωρούν ότι έχει μεταφερθεί σημαντικός πιστωτικός κίνδυνος εάν το μεταβιβάζον ίδρυμα είναι σε θέση να αποδείξει, σε κάθε περίπτωση τιτλοποίησης, ότι η μείωση των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων που επιτυγχάνει μέσω της τιτλοποίησης δικαιολογείται με μια ανάλογη μεταφορά πιστωτικού κινδύνου σε τρίτους.

    Η άδεια χορηγείται μόνο εφόσον το ίδρυμα πληροί τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

    α)

    το ίδρυμα διαθέτει πολιτικές και μεθοδολογίες με κατάλληλη ευαισθησία ως προς τους κινδύνους για την εκτίμηση της μεταφοράς κινδύνου,

    β)

    το ίδρυμα έχει αναγνωρίσει επίσης τη μεταφορά πιστωτικού κινδύνου σε τρίτους σε κάθε περίπτωση για τους σκοπούς της εσωτερικής διαχείρισης κινδύνου και της κατανομής των εσωτερικών κεφαλαίων του ιδρύματος.

    5.   Επιπλέον των απαιτήσεων που ορίζονται στις παραγράφους 1 έως 4, κατά περίπτωση, η μεταφορά συμμορφώνεται με τις κατωτέρω προϋποθέσεις:

    α)

    τα συμβατικά έγγραφα της τιτλοποίησης αντικατοπτρίζουν τα ουσιώδη οικονομικά χαρακτηριστικά της συναλλαγής,

    β)

    η πιστωτική προστασία με την οποία μεταφέρεται ο πιστωτικός κίνδυνος συμμορφώνεται με το άρθρο 247 παράγραφος 2,

    γ)

    τα μέσα που χρησιμοποιούνται για τη μεταβίβαση του πιστωτικού κινδύνου δεν περιέχουν όρους ή προϋποθέσεις που:

    i)

    επιβάλλουν όρια σημαντικότητας κάτω από τα οποία η πιστωτική προστασία θεωρείται ότι δεν ενεργοποιείται από την έλευση ενός πιστωτικού γεγονότος,

    ii)

    προβλέπουν τον τερματισμό της προστασίας σε περίπτωση επιδείνωσης της ποιότητας των υποκείμενων ανοιγμάτων,

    iii)

    απαιτούν, εκτός των περιπτώσεων ρύθμισης πρόωρης εξόφλησης των τίτλων, τη βελτίωση των θέσεων τιτλοποίησης από το μεταβιβάζον ίδρυμα,

    iv)

    αυξάνουν το κόστος της πιστωτικής προστασίας για το ίδρυμα ή την απόδοση που καταβάλλεται στους κατόχους θέσεων τιτλοποίησης σε περίπτωση επιδείνωσης της πιστωτικής ποιότητας της υποκείμενης ομάδας ανοιγμάτων,

    δ)

    έχει ληφθεί γνωμοδότηση ειδικού νομικού συμβούλου που επιβεβαιώνει ότι είναι δυνατή η επίκληση της πιστωτικής προστασίας σε όλες τις χώρες που έχουν δικαιοδοσία,

    ε)

    τα συμβατικά έγγραφα της τιτλοποίησης αποσαφηνίζουν, εάν συντρέχει περίπτωση, ότι οποιαδήποτε αγορά ή επαναγορά θέσεων τιτλοποίησης από το μεταβιβάζον ή από ανάδοχο ίδρυμα πέραν των όσων προβλέπουν οι συμβατικές του υποχρεώσεις πραγματοποιείται μόνο υπό κανονικές συνθήκες ανταγωνισμού,

    στ)

    εάν υπάρχει δικαίωμα τελικής επαναγοράς των εκδοθέντων τίτλων, το εν λόγω δικαίωμα πρέπει να πληροί τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

    i)

    να μπορεί να ασκηθεί με διακριτική ευχέρεια του μεταβιβάζοντος ιδρύματος,

    ii)

    να μπορεί να ασκηθεί μόνο εάν 10 % ή λιγότερο της αρχικής αξίας των τιτλοποιημένων ανοιγμάτων παραμένει ανεξόφλητη,

    iii)

    να μην είναι διαρθρωμένο με τρόπο ώστε να αποφεύγεται ο καταλογισμός των ζημιών σε θέσεις πιστωτικής ενίσχυσης ή σε άλλες θέσεις που κατέχονται από επενδυτές, ούτε κατά τρόπο ώστε να παρέχει πιστωτική ενίσχυση.

    6.   Οι αρμόδιες αρχές ενημερώνουν την ΕΑΤ σχετικά με τις ειδικές περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 2, στις οποίες η πιθανή μείωση των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ποσών ανοιγμάτων δεν δικαιολογείται με μια ανάλογη μεταφορά πιστωτικού κινδύνου σε τρίτους, και σχετικά με τη χρήση της παραγράφου 4 από τα ιδρύματα. Η ΕΑΤ παρακολουθεί το φάσμα των πρακτικών στον συγκεκριμένο τομέα και εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές, σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010. Η ΕΑΤ επανεξετάζει την εφαρμογή των εν λόγω κατευθυντήριων γραμμών από τα κράτη μέλη και παρέχει συμβουλές στην Επιτροπή έως τις 31 Δεκεμβρίου 2017 για το εάν απαιτούνται δεσμευτικά τεχνικά πρότυπα.

    Τμήμα 3

    Υπολογισμός των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ποσών

    Ενότητα 1

    Γενικός αρχές

    Άρθρο 245

    Υπολογισμός των σταθμισμένων ποσών ανοιγμάτων

    1.   Όταν έχει μεταβιβαστεί σημαντικός πιστωτικός κίνδυνος συνδεόμενος με τιτλοποιημένα ανοίγματα από το μεταβιβάζον ίδρυμα σύμφωνα με το τμήμα 2, το εν λόγω ίδρυμα δύναται:

    α)

    σε περίπτωση παραδοσιακής τιτλοποίησης, να εξαιρεί τα τιτλοποιημένα ανοίγματα από τον υπολογισμό των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ποσών και των ποσών αναμενόμενης ζημίας, κατά περίπτωση,

    β)

    σε περίπτωση σύνθετης τιτλοποίησης, να υπολογίζει τα σταθμισμένα ως προς τον κίνδυνο ποσά και, κατά περίπτωση, τα ποσά αναμενόμενης ζημίας για τα τιτλοποιημένα ανοίγματα σύμφωνα με τα άρθρα 249 και 250.

    2.   Εάν το μεταβιβάζον ίδρυμα έχει αποφασίσει να εφαρμόσει την παράγραφο 1, υπολογίζει τα σταθμισμένα ως προς τον κίνδυνο ανοίγματα που ορίζονται στο παρόν κεφάλαιο για τυχόν θέσεις που κατέχει στην τιτλοποίηση.

    Εάν το μεταβιβάζον ίδρυμα δεν έχει μεταφέρει σημαντικό πιστωτικό κίνδυνο ή έχει αποφασίσει να μην εφαρμόσει την παράγραφο 1, δεν υποχρεούται να υπολογίζει τα σταθμισμένα ως προς τον κίνδυνο ποσά ανοιγμάτων για τυχόν θέσεις που κατέχει στην σχετική τιτλοποίηση, αλλά εξακολουθεί να συμπεριλαμβάνει τα τιτλοποιημένα ανοίγματα στον υπολογισμό των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ποσών ανοιγμάτων ως εάν δεν είχαν τιτλοποιηθεί.

    3.   Όταν υφίσταται άνοιγμα σε διάφορα τμήματα τιτλοποίησης, το άνοιγμα σε κάθε τμήμα τιτλοποίησης λαμβάνεται ως χωριστή θέση τιτλοποίησης. Οι φορείς παροχής πιστωτικής προστασίας σε θέσεις τιτλοποίησης θεωρείται ότι κατέχουν θέσεις στην τιτλοποίηση. Οι θέσεις τιτλοποίησης περιλαμβάνουν ανοίγματα σε τιτλοποίηση οφειλόμενα σε συμβάσεις παραγώγων επί επιτοκίων ή συναλλάγματος.

    4.   Εκτός εάν μια θέση τιτλοποίησης αφαιρείται από στοιχεία Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών της κατηγορίας 1 σύμφωνα με το άρθρο 36 παράγραφος 1 στοιχείο ια), το σταθμισμένο ως προς τον κίνδυνο ποσό του ανοίγματος περιλαμβάνεται στο σύνολο των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ποσών ανοιγμάτων του ιδρύματος για τους σκοπούς του άρθρου 92 παράγραφος 3.

    5.   Το σταθμισμένο ως προς τον κίνδυνο ποσό της θέσης τιτλοποίησης υπολογίζεται εφαρμόζοντας στην αξία ανοίγματος της θέσης, που υπολογίζεται όπως προβλέπεται στο άρθρο 246, τον κατάλληλο συνολικό συντελεστή στάθμισης κινδύνου.

    6.   Ο συνολικός συντελεστής στάθμισης κινδύνου προσδιορίζεται ως το άθροισμα του συντελεστή στάθμισης κινδύνου που προβλέπεται στο παρόν κεφάλαιο και τυχόν συμπληρωματικών συντελεστών στάθμισης κινδύνου σύμφωνα με το άρθρο 407.

    Άρθρο 246

    Αξία ανοίγματος

    1.   Η αξία ανοίγματος υπολογίζεται ως εξής:

    α)

    εάν το ίδρυμα υπολογίζει τα σταθμισμένα ποσά των ανοιγμάτων σύμφωνα με την Ενότητα 3, η αξία ανοίγματος μιας εντός ισολογισμού θέσης τιτλοποίησης είναι η εναπομένουσα λογιστική αξία της θέσης μετά την εφαρμογή ειδικών προσαρμογών πιστωτικού κινδύνου που πραγματοποιούνται σύμφωνα με το άρθρο 110,

    β)

    εάν το ίδρυμα υπολογίζει τα σταθμισμένα ποσά των ανοιγμάτων σύμφωνα με την Ενότητα 4, η αξία ανοίγματος μιας εντός ισολογισμού θέσης τιτλοποίησης είναι η λογιστική αξία της θέσης που υπολογίζεται χωρίς να λαμβάνονται υπόψη τυχόν προσαρμογές του πιστωτικού κινδύνου που πραγματοποιούνται σύμφωνα με το άρθρο 110,

    γ)

    εάν το ίδρυμα υπολογίζει τα σταθμισμένα ως προς τον κίνδυνο ποσά σύμφωνα με την ενότητα 3, η αξία ανοίγματος μιας εκτός ισολογισμού θέσης τιτλοποίησης είναι η ονομαστική αξία της, μείον τυχόν ειδικές προσαρμογές πιστωτικού κινδύνου της εν λόγω θέσης τιτλοποίησης, επί τον συντελεστή μετατροπής που ορίζεται στο παρόν κεφάλαιο. Ο συντελεστής μετατροπής ισούται με 100 %, εκτός εάν αναφέρεται διαφορετικά,

    δ)

    εάν το ίδρυμα υπολογίζει τα σταθμισμένα ως προς τον κίνδυνο ποσά σύμφωνα με την ενότητα 4, η αξία ανοίγματος μιας εκτός ισολογισμού θέσης τιτλοποίησης είναι η ονομαστική αξία της επί τον συντελεστή μετατροπής που ορίζεται στο παρόν κεφάλαιο. Ο συντελεστής μετατροπής ισούται με 100 %, εκτός εάν αναφέρεται διαφορετικά,

    ε)

    η αξία ανοίγματος του πιστωτικού κινδύνου αντισυμβαλλομένου ενός από τα παράγωγα μέσα που απαριθμούνται στο παράρτημα ΙΙ προσδιορίζεται σύμφωνα με το κεφάλαιο 6.

    2.   Εάν το ίδρυμα έχει δύο ή περισσότερες επικαλυπτόμενες θέσεις, συμπεριλαμβάνει, στο μέτρο που οι θέσεις επικαλύπτονται, στον υπολογισμό των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ποσών μόνο τη θέση ή το τμήμα θέσης που οδηγεί στο υψηλότερο σταθμισμένο ως προς τον κίνδυνο ποσό ανοίγματος. Το ίδρυμα μπορεί επίσης να αναγνωρίσει αυτή την επικάλυψη μεταξύ απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για ειδικό κίνδυνο για θέσεις χαρτοφυλακίου συναλλαγών και απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για θέσεις εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών, υπό την προϋπόθεση ότι το ίδρυμα είναι σε θέση να υπολογίσει και να συγκρίνει τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για τις σχετικές θέσεις. Για τον σκοπό της παρούσας παραγράφου, επικάλυψη συντρέχει όταν οι θέσεις αντιπροσωπεύουν, εν όλω ή εν μέρει, άνοιγμα ως προς τον ίδιο κίνδυνο κατά τρόπο ώστε, στο μέτρο της επικάλυψής τους, να υπάρχει ένα μόνο άνοιγμα.

    3.   Εάν το άρθρο 268 στοιχείο γ) εφαρμόζεται σε θέσεις στο πρόγραμμα έκδοσης εμπορικών χρεογράφων εξασφαλισμένων με στοιχεία ενεργητικού (ABCP), το ίδρυμα μπορεί να χρησιμοποιεί τον συντελεστή στάθμισης κινδύνου που έχει αποδοθεί σε μια ταμειακή διευκόλυνση προκειμένου να υπολογίσει το σταθμισμένο ως προς τον κίνδυνο ποσό ανοίγματος για το ABCP, εφόσον το 100 % του ABCP που εκδίδεται από το πρόγραμμα καλύπτεται από την εν λόγω ή από άλλες ταμειακές διευκολύνσεις και όλες οι σχετικές ταμειακές διευκολύνσεις έχουν την ίδια προτεραιότητα με το ABCP με αποτέλεσμα να σχηματίζουν αλληλεπικαλυπτόμενες θέσεις.

    Το ίδρυμα ενημερώνει τις αρμόδιες αρχές ότι χρησιμοποιεί την εν λόγω αντιμετώπιση.

    Άρθρο 247

    Αναγνώριση των τεχνικών μείωσης του πιστωτικού κινδύνου σε θέσεις τιτλοποίησης

    1.   Ένα ίδρυμα μπορεί να αναγνωρίζει χρηματοδοτούμενη ή μη χρηματοδοτούμενη πιστωτική προστασία που έλαβε σε σχέση με μια θέση τιτλοποίησης σύμφωνα με το κεφάλαιο 4, η οποία υπόκειται στις απαιτήσεις που προβλέπονται στο παρόν κεφάλαιο και στο κεφάλαιο 4.

    Η αποδεκτή χρηματοδοτούμενη πιστωτική προστασία περιορίζεται σε χρηματοοικονομικές εξασφαλίσεις που είναι αποδεκτές για τον υπολογισμό των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ποσών ανοιγμάτων σύμφωνα με το κεφάλαιο 2 όπως ορίζεται στο κεφάλαιο 4 και αναγνωρίζεται μόνο εάν ικανοποιεί τις απαιτήσεις που προβλέπονται δυνάμει του κεφαλαίου 4.

    2.   Αποδεκτή μη χρηματοδοτούμενη πιστωτική προστασία και πάροχοι μη χρηματοδοτούμενης πιστωτικής προστασίας, περιορίζονται σε εκείνους που είναι αποδεκτοί όπως ορίζεται στο κεφάλαιο 4 και αναγνωρίζονται μόνο εάν ικανοποιούν τις απαιτήσεις που προβλέπονται δυνάμει του κεφαλαίου 4.

    3.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 2, οι επιλέξιμοι πάροχοι μη χρηματοδοτούμενης πιστωτικής προστασίας που παρατίθενται στο άρθρο 201 παράγραφος 1 στοιχεία α) έως η), εκτός των επιλέξιμων κεντρικών αντισυμβαλλομένων, διαθέτουν πιστοληπτική αξιολόγηση από αναγνωρισμένο ΕΟΠΑ η οποία αντιστοιχίζεται με την 3η ή με υψηλότερη βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας σύμφωνα με το άρθρο 136 και θα είχε αντιστοιχιστεί με την 2η ή υψηλότερη βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας κατά τη χρονική στιγμή που αναγνωρίστηκε για πρώτη φορά. Τα ιδρύματα που έχουν άδεια να εφαρμόζουν την προσέγγιση ΠΕΔ σε άμεσα ανοίγματα στον πάροχο προστασίας μπορούν να αξιολογούν την επιλεξιμότητα σύμφωνα με την πρώτη πρόταση βάσει της ισοδυναμίας της πιθανότητας αθέτησης (PD) του παρόχου προστασίας με την πιθανότητα αθέτησης που αντιστοιχεί στις βαθμίδες πιστωτικής ποιότητας που αναφέρονται στο άρθρο 136.

    4.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 2, οι ΟΕΣΤ (οντότητες ειδικού σκοπού για τιτλοποίηση) είναι επιλέξιμοι πάροχοι προστασίας εφόσον κατέχουν στοιχεία ενεργητικού που θεωρούνται αποδεκτή χρηματοοικονομική εξασφάλιση και στα οποία δεν υφίστανται δικαιώματα ή ενδεχόμενα δικαιώματα με υψηλότερη ή την ίδια προτεραιότητα με τα ενδεχόμενα δικαιώματα του ιδρύματος που λαμβάνει τη μη χρηματοδοτούμενη πιστωτική προστασία και εφόσον πληρούνται όλες οι απαιτήσεις για την αναγνώριση της χρηματοοικονομικής εξασφάλισης του κεφαλαίου 4. Σε αυτές τις περιπτώσεις, το GA (ποσό της προστασίας προσαρμοσμένο για τυχόν αναντιστοιχίες νομισμάτων και ληκτότητας σύμφωνα με τις διατάξεις του κεφαλαίου 4) περιορίζεται στην προσαρμοσμένη για μεταβλητότητα αγοραία αξία των εν λόγω στοιχείων ενεργητικού και το g (ο συντελεστής στάθμισης κινδύνου των ανοιγμάτων έναντι του παρόχου προστασίας όπως ορίζεται δυνάμει της τυποποιημένης προσέγγισης) προσδιορίζεται ως ο σταθμισμένος μέσος όρος του συντελεστή στάθμισης που θα εφαρμοζόταν σε αυτά τα στοιχεία ενεργητικού ως χρηματοοικονομική εξασφάλιση δυνάμει της τυποποιημένης προσέγγισης.

    Άρθρο 248

    Έμμεση υποστήριξη

    1.   Ένα ανάδοχο ίδρυμα, ή ένα μεταβιβάζον ίδρυμα το οποί σε σχέση με μια τιτλοποίηση έκανε χρήση του άρθρου 245 παράγραφοι 1 και 2 στον υπολογισμό των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ποσών ανοιγμάτων, ή πώλησε χρηματοπιστωτικά μέσα από το χαρτοφυλάκιο συναλλαγών του με αποτέλεσμα να μην υποχρεούται πλέον να κατέχει ίδια κεφάλαια για τους κινδύνους των εν λόγω μέσων, δεν παρέχει υποστήριξη στην τιτλοποίηση, με σκοπό τη μείωση των δυνητικών ή πραγματικών ζημιών των επενδυτών, πέραν των όσων προβλέπουν οι συμβατικές του υποχρεώσεις. Μια συναλλαγή δεν θεωρείται ότι παρέχει υποστήριξη εάν πραγματοποιείται υπό κανονικές συνθήκες ανταγωνισμού και λαμβάνεται υπόψη στην αξιολόγηση της μεταφοράς σημαντικού κινδύνου. Οποιαδήποτε τέτοια συναλλαγή, ανεξάρτητα του εάν παρέχει υποστήριξη, κοινοποιείται στις αρμόδιες αρχές και υπόκειται στη διαδικασία αξιολόγησης και έγκρισης της πιστοληπτικής ικανότητας του ιδρύματος. Όταν αξιολογεί εάν η συναλλαγή δεν είναι διαρθρωμένη για την παροχή προστασίας, το ίδρυμα εξετάζει επαρκώς τουλάχιστον όλα τα κατωτέρω στοιχεία:

    α)

    την τιμή επαναγοράς,

    β)

    το κεφάλαιο και τη θέση ρευστότητας του ιδρύματος πριν και μετά την επαναγορά,

    γ)

    τις επιδόσεις των τιτλοποιημένων ανοιγμάτων,

    δ)

    τις επιδόσεις των τιτλοποιημένων θέσεων,

    ε)

    τις επιπτώσεις από την προστασία που παρέχει η μεταβιβάζουσα οντότητα προς τους επενδυτές για τις ζημίες που αναμένεται να πραγματοποιηθούν.

    2.   Η ΕΑΤ, σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τις κανονικές συνθήκες ανταγωνισμού και τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες μια συναλλαγή είναι διαρθρωμένη για την παροχή προστασίας.

    3.   Εάν ένα μεταβιβάζον ίδρυμα ή ένα ανάδοχο ίδρυμα δεν συμμορφωθεί με την παράγραφο 1 όσον αφορά μια τιτλοποίηση, το ίδρυμα διατηρεί κατ’ ελάχιστον ίδια κεφάλαια για όλα τα τιτλοποιημένα ανοίγματα σαν να μην είχαν τιτλοποιηθεί.

    Ενότητα 2

    Υπολογισμος απο το μεταβιβαζον ιδρυματα των τιτλοποιημενων σταθμισμενων ως προς τον κινδυνο ποσων ανοιγματων στις συνθετες τιτλοποιησης

    Άρθρο 249

    Γενική αντιμετώπιση

    Κατά τον υπολογισμό των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ποσών για τα τιτλοποιημένα ανοίγματα, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 244, το μεταβιβάζον ίδρυμα σε μια σύνθετη τιτλοποίηση χρησιμοποιεί, με την επιφύλαξη του άρθρου 250, τις κατάλληλες μεθόδους υπολογισμού που ορίζονται στο παρόν τμήμα και όχι εκείνες του κεφαλαίου 2. Για τα ιδρύματα που υπολογίζουν τα σταθμισμένα ως προς τον κίνδυνο ποσά και τα ποσά αναμενόμενης ζημίας σύμφωνα με το κεφάλαιο 3, το ποσό αναμενόμενης ζημίας για τα ανοίγματα αυτά είναι μηδέν.

    Οι απαιτήσεις που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο εφαρμόζονται για όλη την ομάδα των ανοιγμάτων που περιλαμβάνονται στην τιτλοποίηση. Με την επιφύλαξη του άρθρου 250, το μεταβιβάζον ίδρυμα υπολογίζει τα σταθμισμένα ως προς τον κίνδυνο ποσά που σχετίζονται με όλα τα τμήματα της τιτλοποίησης σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος τμήματος, συμπεριλαμβανομένων αυτών για τα οποία το ίδρυμα αναγνωρίζει τεχνικές μείωσης πιστωτικού κινδύνου σύμφωνα με το άρθρο 242, στην οποία περίπτωση ο συντελεστής στάθμισης κινδύνου που εφαρμόζεται για την εν λόγω θέση μπορεί να τροποποιηθεί σύμφωνα με το κεφάλαιο 4, με την επιφύλαξη των απαιτήσεων που ορίζονται στο παρόν κεφάλαιο.

    Άρθρο 250

    Αντιμετώπιση αναντιστοιχιών ληκτότητας σε συνθετικές τιτλοποιήσεις

    Για τον υπολογισμό των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ποσών των ανοιγμάτων σύμφωνα με το άρθρο 249, κάθε αναντιστοιχία μεταξύ της ληκτότητας της πιστωτικής προστασίας η οποία αποτελεί τμήμα της τιτλοποίησης και με την οποία επιτυγχάνεται η μεταφορά κινδύνου και τα τιτλοποιημνα ανοίγματα λαμβάνονται υπόψη ως εξής:

    α)

    ως ληκτότητα των τιτλοποιημένων ανοιγμάτων λαμβάνεται η μεγαλύτερη ληκτότητα οποιουδήποτε από τα ανοίγματα αυτά, με ανώτατο όριο τα 5 έτη. Η ληκτότητα της πιστωτικής προστασίας προσδιορίζεται σύμφωνα με το κεφάλαιο 4,

    β)

    το μεταβιβάζον ίδρυμα πρέπει να αγνοήσει κάθε αναντιστοιχία ληκτότητας κατά τον υπολογισμό των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ποσών για τα τμήματα τιτλοποίησης στα οποία, στο πλαίσιο του τμήματος 4, εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης κινδύνου 1 250 %. Για όλα τα άλλα τα τμήματα τιτλοποίησης, εφαρμόζεται η μέθοδος αντιμετώπισης των αναντιστοιχιών ληκτότητας του κεφαλαίου 4, σύμφωνα με τον ακόλουθο τύπο:

    Formula

    όπου:

    RW*

    =

    τα σταθμισμένα ως προς τον κίνδυνο ποσά ανοιγμάτων για τους σκοπούς του άρθρου 92 παράγραφος 3 στοιχείο α),

    RWAss

    =

    τα σταθμισμένα έναντι κινδύνων ποσά ανοιγμάτων ελλείψει τιτλοποίησης, ανοιγμάτων όπως θα είχαν υπολογιστεί κατ’ αναλογία,

    RWSP

    =

    τα σταθμισμένα έναντι κινδύνων ποσά ανοιγμάτων όπως θα είχαν υπολογιστεί σύμφωνα με το άρθρο 249 εάν δεν υπήρχε αναντιστοιχία ληκτότητας,

    T

    =

    η ληκτότητα των υποκείμενων ανοιγμάτων, εκφρασμένη σε έτη,

    t

    =

    είναι η ληκτότητα της πιστωτικής προστασίας, εκφρασμένη σε έτη,

    t*

    =

    0,25.

    Ενότητα 3

    Υπολογισμος των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ποσών δύναμει τησ τυποποιημένησ προσέγγισης

    Άρθρο 251

    Συντελεστές στάθμισης κινδύνου

    Με την επιφύλαξη του άρθρου 252, το ίδρυμα υπολογίζει το σταθμισμένο ως προς τον κίνδυνο ποσό μιας διαβαθμισμένης θέσης τιτλοποίησης ή επανατιτλοποίησης εφαρμόζοντας στην αξία του ανοίγματος τον κατάλληλο συντελεστή στάθμισης κινδύνου.

    Ο κατάλληλος συντελεστής στάθμισης κινδύνου είναι ο συντελεστής στάθμισης κινδύνου που ορίζεται στον πίνακα 1, με τον οποίο αντιστοιχίζεται η πιστοληπτική αξιολόγηση της θέσης σύμφωνα με το τμήμα 4.

    Πίνακας 1

    Βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας

    1

    2

    3

    4 (μόνον για πιστοληπτικές αξιολογήσεις πλην των βραχυπρόθεσμων πιστοληπτικών αξιολογήσεων)

    Όλες οι λοιπές βαθμίδες πιστωτικής ποιότητας

    Θέσεις τιτλοποίησης

    20 %

    50 %

    100 %

    350 %

    1 250 %

    Θέσεις επανατιτλοποίησης

    40 %

    100 %

    225 %

    650 %

    1 250 %

    Με την επιφύλαξη των άρθρων 252 έως 255, τα σταθμισμένα ως προς τον κίνδυνο ποσά μιας μη διαβαθμισμένης θέσης τιτλοποίησης υπολογίζονται εφαρμόζοντας συντελεστή στάθμισης κινδύνου 1 250 %.

    Άρθρο 252

    Μεταβιβάζουσα οντότητα και ανάδοχο ίδρυμα

    Για το μεταβιβάζον πιστωτικό ίδρυμα ή το ανάδοχο ίδρυμα, τα σταθμισμένα ως προς τον κίνδυνο ποσά που υπολογίζονται για τις θέσεις του σε μια τιτλοποίηση μπορούν να περιορίζονται στα σταθμισμένα ως προς τον κίνδυνο ποσά που θα είχαν υπολογιστεί για τα τιτλοποιημένα ανοίγματα εάν τα ανοίγματα αυτά δεν είχαν τιτλοποιηθεί, με την επιφύλαξη της εφαρμογής συντελεστή στάθμισης κινδύνου 150 % στα κατωτέρω στοιχεία:

    α)

    όλα τα στοιχεία που βρίσκονται σε αθέτηση,

    β)

    όλα τα στοιχεία που σχετίζονται με ιδιαίτερα υψηλό κίνδυνο σύμφωνα με το άρθρο 128 μεταξύ των τιτλοποιημένων ανοιγμάτων.

    Άρθρο 253

    Αντιμετώπιση των μη διαβαθμισμένων θέσεων

    1.   Για τον υπολογισμό του σταθμισμένου ως προς τον κίνδυνο ποσού ανοίγματος για μια μη διαβαθμισμένη θέση τιτλοποίησης, ένα ίδρυμα μπορεί να εφαρμόσει τον σταθμισμένο μέσο όρο του συντελεστή στάθμισης κινδύνου που θα εφαρμοζόταν στα τιτλοποιημένα ανοίγματα δυνάμει του κεφαλαίου 2 από ένα ίδρυμα που κατέχει τα ανοίγματα, επί τον δείκτη συγκέντρωσης που αναφέρεται στην παράγραφο 2. Για τον σκοπό αυτόν, το ίδρυμα γνωρίζει ανά πάσα στιγμή τη σύνθεση της ομάδας των τιτλοποιημένων ανοιγμάτων.

    2.   Ο δείκτης συγκέντρωσης ισούται με το λόγο του αθροίσματος των ονομαστικών ποσών όλων των τμημάτων της τιτλοποίησης προς το άθροισμα των ονομαστικών ποσών των τμημάτων ελάσσονος ή ίσης εξοφλητικής προτεραιότητας με εκείνη του τμήματος στην οποία κατέχεται η θέση, περιλαμβανομένου του τμήματος αυτού. Ο προκύπτων συντελεστής στάθμισης κινδύνου δεν μπορεί να υπερβαίνει το 1 250 % ή να είναι χαμηλότερος από εκείνον που εφαρμόζεται σε διαβαθμισμένο τμήμα υψηλότερης εξοφλητικής προτεραιότητας. Εάν το ίδρυμα δεν μπορεί να προσδιορίσει τους συντελεστές στάθμισης κινδύνου που θα εφαρμόζονταν στα τιτλοποιημένα ανοίγματα σύμφωνα με το κεφάλαιο 2, εφαρμόζει συντελεστή στάθμισης 1 250 % στη θέση αυτή.

    Άρθρο 254

    Αντιμετώπιση των θέσεων σε τμήμα δευτερεύουσας ζημίας τιτλοποίησης ή σε ευνοϊκότερο τμήμα σε ένα πρόγραμμα ABCP

    Με την επιφύλαξη της δυνατότητας ευνοϊκότερης αντιμετώπισης για τις μη διαβαθμισμένες ταμειακές διευκολύνσεις του άρθρου 255, το ίδρυμα μπορεί να εφαρμόζει στις θέσεις τιτλοποίησης που πληρούν τις κατωτέρω προϋποθέσεις συντελεστή στάθμισης κινδύνου υψηλότερο του 100 % ή τον υψηλότερο από τους συντελεστές στάθμισης κινδύνου που θα εφαρμοζόταν σε οποιοδήποτε από τα τιτλοποιημένα ανοίγματα δυνάμει του κεφαλαίου 2 από ένα ίδρυμα που θα κατείχε τα ανοίγματα:

    α)

    η θέση τιτλοποίησης αφορά σε τμήμα δευτερεύουσας ζημίας ή σε ευνοϊκότερο από οικονομική άποψη τμήμα της τιτλοποίησης και το τμήμα πρωτεύουσας ζημίας παρέχει ουσιαστική πιστωτική ενίσχυση στο τμήμα δευτερεύουσας ζημίας,

    β)

    η ποιότητα της θέσης τιτλοποίησης είναι ισοδύναμη της τρίτης βαθμίδας πιστωτικής ποιότητας, βάσει της τυποποιημένης προσέγγισης ή υψηλότερη,

    γ)

    η θέση τιτλοποίησης κατέχεται από ίδρυμα που δεν κατέχει θέση στο τμήμα πρωτεύουσας ζημίας.

    Άρθρο 255

    Αντιμετώπιση των μη διαβαθμισμένων ταμειακών διευκολύνσεων

    1.   Τα ιδρύματα μπορούν να εφαρμόσουν συντελεστή μετατροπής 50 % στο ονομαστικό ποσό μιας μη διαβαθμισμένης ταμειακής διευκόλυνσης προκειμένου να προσδιορίσουν την αξία ανοίγματός της εφόσον πληρούνται οι κατωτέρω προϋποθέσεις:

    α)

    στα συμβατικά έγγραφα που συνοδεύουν την ταμειακή διευκόλυνση διευκρινίζονται και περιορίζονται σαφώς οι περιπτώσεις στις οποίες είναι δυνατή η ανάληψη ποσών από αυτήν,

    β)

    δεν είναι δυνατή η ανάληψη ποσών από την ταμειακή διευκόλυνση ως πιστωτική στήριξη για την κάλυψη ζημιών που έχουν ήδη πραγματοποιηθεί κατά τον χρόνο της ανάληψης και συγκεκριμένα για την παροχή ρευστότητας για ανοίγματα σε αθέτηση κατά τον χρόνο της ανάληψης ή για την απόκτηση στοιχείων ενεργητικού σε τιμή υψηλότερη από την εύλογη αξία τους,

    γ)

    η ταμειακή διευκόλυνση δεν χρησιμοποιείται για την παροχή μόνιμης ή τακτικής χρηματοδότησης στην τιτλοποίηση,

    δ)

    η εξόφληση των ποσών που έχουν αναληφθεί από την ταμειακή διευκόλυνση δεν πρέπει να έπεται της ικανοποίησης των απαιτήσεων των επενδυτών, εκτός εκείνων που απορρέουν από συμβάσεις παράγωγων σε επιτόκια ή σε συναλλαγματικές ισοτιμίες ή από προμήθειες ή άλλες παρόμοιες πληρωμές, ούτε επιτρέπεται παραίτηση από τη σχετική απαίτηση ή αναβολή της,

    ε)

    δεν είναι δυνατή η ανάληψη ποσών από την ταμειακή διευκόλυνση μετά την εξάντληση όλων των πιστωτικών ενισχύσεων από τις οποίες αυτή μπορεί να ωφεληθεί,

    στ)

    η ταμειακή διευκόλυνση περιλαμβάνει ρήτρα που συνεπάγεται την αυτόματη μείωση του ποσού που μπορεί να αναληφθεί κατά το ποσό των ανοιγμάτων σε αθέτηση κατά την έννοια του κεφαλαίου 3 ή, όταν η ομάδα τιτλοποιημένων ανοιγμάτων αποτελείται από διαβαθμισμένα μέσα, την ανάκληση της ταμειακής διευκόλυνσης εάν η μέση ποιότητα της ομάδας ανοιγμάτων μειώνεται κάτω του επενδυτικού βαθμού.

    Ο εφαρμοστέος συντελεστής στάθμισης κινδύνου είναι ο υψηλότερος συντελεστής που θα εφαρμοζόταν σε οποιοδήποτε από τα τιτλοποιημένα ανοίγματα βάσει του κεφαλαίου 2 από ένα ίδρυμα που θα κατείχε τα ανοίγματα.

    2.   Για τον προσδιορισμό της αξίας ανοίγματος ταμειακών διευκολύνσεων, μπορεί να εφαρμοστεί συντελεστής μετατροπής 0 % στο ονομαστικό ποσό της ταμειακής διευκόλυνσης η οποία είναι ακυρώσιμη άνευ όρων, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις της παραγράφου 1 και η εξόφληση των αναληφθέντων από τη διευκόλυνση ποσών έχει υψηλότερη εξοφλητική προτεραιότητα έναντι κάθε άλλης απαίτησης επί των χρηματορροών από τα τιτλοποιημένα ανοίγματα.

    Άρθρο 256

    Συμπληρωματικές κεφαλαιακές απαιτήσεις για τιτλοποιήσεις ανακυκλούμενων ανοιγμάτων με ρήτρα πρόωρης εξόφλησης

    1.   Σε περίπτωση τιτλοποίησης ανακυκλούμενων ανοιγμάτων υπαγόμενης σε ρήτρα πρόωρης εξόφλησης των τίτλων, το μεταβιβάζον ίδρυμα υπολογίζει ένα πρόσθετο σταθμισμένο ως προς τον κίνδυνο ποσό ανοίγματος προκειμένου να καλυφθεί ο κίνδυνος να αυξηθούν τα επίπεδα πιστωτικού κινδύνου στον οποίο είναι εκτεθειμένο μετά την ενεργοποίηση της πρόωρης εξόφλησης των τίτλων, σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

    2.   Το ίδρυμα υπολογίζει ένα σταθμισμένο ως προς τον κίνδυνο ποσό για το άθροισμα των αξιών ανοίγματος των συμφερόντων της μεταβιβάζουσας οντότητας και των συμφερόντων των επενδυτών.

    Για τις διαρθρώσεις τιτλοποίησης που περιλαμβάνουν ανακυκλούμενα και μη ανακυκλούμενα ανοίγματα, το μεταβιβάζον ίδρυμα εφαρμόζει τον τρόπο αντιμετώπισης που περιγράφεται στις παραγράφους 3 έως 6 στο τμήμα της υποκείμενης ομάδας που περιέχει τα ανανεούμενα ανοίγματα.

    Η αξία ανοίγματος των συμφερόντων της μεταβιβάζουσας οντότητας είναι η αξία ανοίγματος του πωληθέντος στην τιτλοποίηση ονομαστικού τμήματος της ομάδας αναληφθέντων ποσών, του οποίου η αναλογία στο σύνολο της πωληθείσας ομάδας προσδιορίζει την αναλογία των χρηματορροών από εισπράξεις κεφαλαίου και τόκων και από άλλα σχετικά ποσά οι οποίες δεν είναι διαθέσιμες για πληρωμές στους κατόχους θέσεων τιτλοποίησης στην τιτλοποίηση. Τα συμφέροντα της μεταβιβάζουσας οντότητας δεν μπορούν να έχουν χαμηλότερη εξοφλητική προτεραιότητα σε σχέση με τα συμφέροντα των επενδυτών. Η αξία ανοίγματος των συμφερόντων των επενδυτών είναι η αξία ανοίγματος του εναπομένοντος ονομαστικού τμήματος της ομάδας αναληφθέντων ποσών.

    Το σταθμισμένο ως προς τον κίνδυνο ποσό για την αξία ανοίγματος των συμφερόντων της μεταβιβάζουσας οντότητας υπολογίζεται όπως το ποσό για ένα άνοιγμα κατ’ αναλογία προς τα τιτλοποιημένα ανοίγματα σαν να μην είχαν τιτλοποιηθεί.

    3.   Οι μεταβιβάζουσες οντότητες των ακόλουθων ειδών τιτλοποίησης εξαιρούνται από τον υπολογισμό ενός πρόσθετου σταθμισμένου ως προς τον κίνδυνο ποσού ανοίγματος στην παράγραφο 1:

    α)

    τιτλοποιήσεις ανακυκλούμενων ανοιγμάτων στις οποίες οι επενδυτές παραμένουν πλήρως εκτεθειμένοι σε όλες τις μελλοντικές αναλήψεις από δανειολήπτες με τρόπο ώστε ο κίνδυνος των υποκείμενων ταμειακών διευκολύνσεων να μην αναλαμβάνεται εκ νέου από το μεταβιβάζον ίδρυμα, ακόμα και έπειτα από γεγονός που ενεργοποιεί την πρόωρη εξόφληση,

    β)

    τιτλοποιήσεις στις οποίες η ρύθμιση πρόωρης εξόφλησης των τίτλων ενεργοποιείται μόνον από γεγονότα που δεν συνδέονται με την απόδοση των τιτλοποιημένων στοιχείων ενεργητικού ή του μεταβιβάζοντος ιδρύματος, όπως μια ουσιώδης μεταβολή των φορολογικών νομοθετικών ή κανονιστικών ρυθμίσεων.

    4.   Για ένα μεταβιβάζον ίδρυμα που υπόκειται στον υπολογισμό ενός πρόσθετου σταθμισμένου ως προς τον κίνδυνο ποσού ανοίγματος σύμφωνα με την παράγραφο 1, το σύνολο των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ποσών για τις θέσεις του στα συμφέροντα των επενδυτών και των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ποσών που υπολογίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 1 δεν πρέπει να υπερβαίνει το υψηλότερο από τα ακόλουθα δύο ποσά:

    α)

    σταθμισμένα ως προς τον κίνδυνο ποσά για τις θέσεις του στα συμφέροντα των επενδυτών,

    β)

    σταθμισμένα ως προς τον κίνδυνο ποσά που θα υπολογίζονταν για τα τιτλοποιημένα ανοίγματα από ένα ίδρυμα που θα κατείχε τα ανοίγματα σαν να μην είχαν τιτλοποιηθεί έως το ισόποσο των συμφερόντων των επενδυτών.

    Η αφαίρεση, βάσει του άρθρου 32 παράγραφος 1, τυχόν καθαρών κερδών από την κεφαλαιοποίηση των μελλοντικών εισοδημάτων, αντιμετωπίζεται χωριστά από το ανώτατο ποσό που αναφέρεται στο προηγούμενο εδάφιο.

    5.   Το σταθμισμένο ως προς τον κίνδυνο ποσό που υπολογίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 1 προσδιορίζεται πολλαπλασιάζοντας το ποσό της αξίας ανοίγματος των συμφερόντων των επενδυτών με το προϊόν του κατάλληλου συντελεστή μετατροπής των παραγράφων 6 έως 9 επί το σταθμισμένο μέσο όρο των συντελεστών στάθμισης κινδύνου που θα εφαρμοζόταν στα τιτλοποιημένα ανοίγματα εάν δεν είχαν τιτλοποιηθεί.

    Η ρύθμιση πρόωρης εξόφλησης των τίτλων θεωρείται ελεγχόμενη εάν πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

    α)

    το μεταβιβάζον ίδρυμα εφαρμόζει κατάλληλο πρόγραμμα ιδίων κεφαλαίων/διαθεσίμων για να εξασφαλίσει ότι διαθέτει επαρκή ίδια κεφάλαια και ρευστότητα σε περίπτωση πρόωρης εξόφλησης,

    β)

    σε όλη τη διάρκεια της συναλλαγής, η κατανομή των πληρωμών τόκων, κεφαλαίου, εξόδων, ζημιών και επανεισπράξεων γίνεται κατ’ αναλογία προς τα συμφέροντα της μεταβιβάζουσας οντότητας και τα συμφέροντα των επενδυτών, με βάση τα υπόλοιπα εισπρακτέων απαιτήσεων σε ένα ή περισσότερα χρονικά σημεία αναφοράς μέσα σε κάθε μήνα,

    γ)

    η περίοδος εξόφλησης θεωρείται επαρκής ώστε το 90 % του συνολικού υπολοίπου του χρέους (συμμετοχή μεταβιβάζουσας οντότητας και επενδυτών) στην αρχή της περιόδου πρόωρης εξόφλησης να έχει εξοφληθεί ή αναγνωριστεί σε αθέτηση,

    δ)

    ο ρυθμός αποπληρωμής δεν είναι ταχύτερος από εκείνον που θα επιτυγχανόταν με μια γραμμική απόσβεση στην περίοδο της προϋπόθεσης του στοιχείου γ).

    6.   Στην περίπτωση των τιτλοποιήσεων με ρήτρα πρόωρης εξόφλησης ανοιγμάτων λιανικής τραπεζικής που είναι χωρίς δέσμευση και ακυρώσιμα άνευ όρων χωρίς προειδοποίηση, και εφόσον η πρόωρη εξόφληση ενεργοποιείται από τη μείωση του υπερβάλλοντος περιθωρίου κάτω από ορισμένο επίπεδο, το ίδρυμα συγκρίνει το μέσο τριμηνιαίο επίπεδο υπερβάλλοντος περιθωρίου με το επίπεδο πέραν του οποίου το υπερβάλλον περιθώριο πρέπει να παρακρατηθεί.

    Όταν η τιτλοποίηση δεν απαιτεί την παρακράτηση του υπερβάλλοντος περιθωρίου, θεωρείται ότι το όριο παρακράτησης είναι κατά 4,5 εκατοστιαίες μονάδες υψηλότερο από το επίπεδο υπερβάλλοντος περιθωρίου που ενεργοποιεί την πρόωρη εξόφληση.

    Ο εφαρμοστέος συντελεστής μετατροπής προσδιορίζεται από το επίπεδο του πραγματικού τριμηνιαίου υπερβάλλοντος περιθωρίου, σύμφωνα με τον πίνακα 2.

    Πίνακας 2

     

    Τιτλοποιήσεις με ρήτρα ελεγχόμενης πρόωρης εξόφλησης των τίτλων

    Τιτλοποιήσεις με ρήτραμη ελεγχόμενης πρόωρης εξόφλησης των τίτλων

    Μέσο τριμηνιαίο υπερβάλλον περιθώριο

    Συντελεστής μετατροπής

    Συντελεστής μετατροπής

    Πάνω από το επίπεδο A

    0 %

    0 %

    Επίπεδο Α

    1 %

    5 %

    Επίπεδο Β

    2 %

    15 %

    Επίπεδο Γ

    10 %

    50 %

    Επίπεδο Δ

    20 %

    100 %

    Επίπεδο E

    40 %

    100 %

    Όπου:

    α)

    ως «επίπεδο Α» νοείται κάθε επίπεδο υπερβάλλοντος περιθωρίου κάτω του 133,33 % αλλά όχι χαμηλότερο από το 100 % του ορίου παρακράτησης,

    β)

    ως «επίπεδο Β» νοείται κάθε επίπεδο υπερβάλλοντος περιθωρίου κάτω του 100 % αλλά όχι χαμηλότερο από το 75 % του ορίου παρακράτησης,

    γ)

    ως «επίπεδο Γ» νοείται κάθε επίπεδο υπερβάλλοντος περιθωρίου κάτω του 75 % αλλά όχι χαμηλότερο από το 50 % του ορίου παρακράτησης,

    δ)

    ως «επίπεδο Δ» νοείται κάθε επίπεδο υπερβάλλοντος περιθωρίου κάτω του 50 % αλλά όχι χαμηλότερο από το 25 % του ορίου παρακράτησης,

    ε)

    ως «επίπεδο Ε» νοείται κάθε επίπεδο υπερβάλλοντος περιθωρίου κάτω του 25 % του ορίου παρακράτησης.

    7.   Στην περίπτωση τιτλοποιήσεων που υπάγονται σε ρήτρα πρόωρης εξόφλησης ανοιγμάτων λιανικής τραπεζικής που είναι χωρίς δέσμευση και άνευ όρων ακυρώσιμα χωρίς προειδοποίηση, όταν η πρόωρη εξόφληση ενεργοποιείται από μια ποσοτική τιμή αναφορικά με κάτι άλλο από το μέσο τριμηνιαίο υπερβάλλον περιθώριο, με την επιφύλαξη άδειας από τις αρμόδιες αρχές, τα ιδρύματα δύνανται να εφαρμόσουν μέθοδο που πλησιάζει πολύ εκείνη που ορίζεται στην παράγραφο 6, προκειμένου να διαμορφωθεί ο ενδεδειγμένος συντελεστής μετατροπής. Η αρμόδια αρχή χορηγεί την άδειά της εφόσον πληρούνται οι κατωτέρω προϋποθέσεις:

    α)

    η εν λόγω αντιμετώπιση είναι καταλληλότερη γιατί το ίδρυμα μπορεί να θεσπίσει ένα ποσοτικό μέτρο ισοδύναμο, όσον αφορά την ποσοτική τιμή που ενεργοποιεί την πρόωρη εξόφληση, με το όριο παρακράτησης υπερβάλλοντος περιθωρίου,

    β)

    η εν λόγω αντιμετώπιση οδηγεί σε ένα μέτρο του κινδύνου αύξησης του πιστωτικού κινδύνου στον οποίο εκτίθεται το ίδρυμα μετά την ενεργοποίηση της ρήτρας πρόωρης εξόφλησης των τίτλων το οποίο είναι εξίσου συνετό με αυτό που υπολογίζεται βάσει της παραγράφου 6.

    8.   Κάθε άλλη τιτλοποίηση με ρύθμιση ελεγχόμενης πρόωρης εξόφλησης ανανεούμενων ανοιγμάτων υπόκειται σε συντελεστή μετατροπής 90 %.

    9.   Κάθε άλλη τιτλοποίηση με ρύθμιση μη ελεγχόμενης πρόωρης εξόφλησης ανανεούμενων ανοιγμάτων υπόκειται σε συντελεστή μετατροπής 100 %.

    Άρθρο 257

    Τεχνικές μείωσης του πιστωτικού κινδύνου για θέσεις τιτλοποίησης δυνάμει της τυποποιημένης προσέγγισης

    Εάν λαμβάνεται πιστωτική προστασία για μια τιτλοποιημένη θέση, ο υπολογισμός των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ποσών μπορεί να τροποποιηθεί σύμφωνα με το κεφάλαιο 4.

    Άρθρο 258

    Μείωση των σταθμισμένων ποσών ανοιγμάτων

    Εάν σε μια θέση τιτλοποίησης εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης κινδύνου 1 250 %, τα ιδρύματα μπορούν, σύμφωνα με το άρθρο 36 παράγραφος 1 στοιχείο ια), αντί να συμπεριλάβουν τη θέση αυτή στον υπολογισμό των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ποσών, να αφαιρέσουν από το (…) Κεφάλαιο Κοινών Μετοχών της κατηγορίας 1 την αξία ανοίγματος της θέσης. Για τον σκοπό αυτόν, η χρηματοδοτούμενη πιστωτική προστασία μπορεί να λαμβάνεται υπόψη στον υπολογισμό της αξίας ανοίγματος με τρόπο συμβατό με το άρθρο 257.

    Εάν ένα μεταβιβάζον ίδρυμα χρησιμοποιήσει αυτή την εναλλακτική δυνατότητα, μπορεί να αφαιρέσει 12,5 φορές το ποσό που αφαιρείται σύμφωνα με το άρθρο 36 παράγραφος 1 στοιχείο ια) από το ποσό που ορίζεται στο άρθρο 252 ως το σταθμισμένο ως προς τον κίνδυνο ποσό του ανοίγματος που θα υπολογιζόταν επί του παρόντος για τα τιτλοποιημένα ανοίγματα εάν δεν είχαν τιτλοποιηθεί.

    Ενότητα 4

    Υπολογισμός των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ποσών δυναμέι της προσέγγισης πεδ

    Άρθρο 259

    Ιεράρχηση μεθόδων

    1.   Τα ιδρύματα χρησιμοποιούν τις μεθόδους σύμφωνα με την κατωτέρω ιεράρχηση:

    α)

    για μια διαβαθμισμένη θέση ή θέση για την οποία μπορεί να χρησιμοποιηθεί τεκμαιρόμενη διαβάθμιση, η μέθοδος των διαβαθμίσεων του άρθρου 261 χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό του σταθμισμένου ως προς τον κίνδυνο ποσού,

    β)

    για μια μη διαβαθμισμένη θέση το ίδρυμα μπορεί να χρησιμοποιεί τη μέθοδο του εποπτικού υποδείγματος που προβλέπεται στο άρθρο 262 εάν μπορεί να διενεργήσει εκτιμήσεις του PD και κατά περίπτωση της αξίας του ανοίγματος και του LGD ως δεδομένα εισαγωγής για τη μέθοδο του εποπτικού υποδείγματος σύμφωνα με τις απαιτήσεις εκτίμησης των εν λόγω παραμέτρων δυνάμει της μεθόδου των εσωτερικών διαβαθμίσεων σύμφωνα με το τμήμα 3. Ένα ίδρυμα εκτός του μεταβιβάζοντος ιδρύματος μπορεί να χρησιμοποιήσει τη μέθοδο του εποπτικού υποδείγματος μόνο με την επιφύλαξη της προηγούμενης άδειας των αρμόδιων αρχών, η οποία παραχωρείται μόνο εάν το ίδρυμα πληροί την προϋπόθεση της πρώτης περιόδου του παρόντος στοιχείου,

    γ)

    ως εναλλακτική δυνατότητα στο στοιχείο β) και μόνο για μη διαβαθμισμένες θέσεις σε προγράμματα ABCP, το ίδρυμα μπορεί να χρησιμοποιήσει τη μέθοδο της εσωτερικής αξιολόγησης όπως ορίζεται στην παράγραφο 4 εάν έχει λάβει την άδεια των αρμόδιων αρχών για να το πράξει,

    δ)

    σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης κινδύνου 1 250 % στις μη διαβαθμισμένες θέσεις τιτλοποίησης,

    ε)

    Κατά παρέκκλιση από το στοιχείο δ), και με την επιφύλαξη άδειας από τις αρμόδιες αρχές, ένα ίδρυμα μπορεί να υπολογίσει τη στάθμιση κινδύνου για μια μη διαβαθμισμένη θέση σε πρόγραμμα ABCP σύμφωνα με το άρθρο 253 ή 254, εάν η μη διαβαθμισμένη θέση δεν αποτελεί εμπορικό χρεόγραφο και εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της μεθόδου της εσωτερικής αξιολόγησης για την οποία ζητείται άδεια. Οι συνολικές αξίες των ανοιγμάτων που αντιμετωπίζονται από την εξαίρεση αυτή δεν είναι ουσιώδεις και σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να υπερβαίνουν το 10 % των συνολικών αξιών των ανοιγμάτων που αντιμετωπίζονται από το ίδρυμα στο πλαίσιο της μεθόδου της εσωτερικής αξιολόγησης. Το ίδρυμα δεν θα κάνει χρήση του εν λόγω εργαλείου εφόσον δεν έχει δοθεί άδεια για τη σχετική μέθοδο της εσωτερικής αξιολόγησης.

    2.   Για τους σκοπούς χρήσης τεκμαιρόμενων διαβαθμίσεων, ένα ίδρυμα αποδίδει σε μια μη διαβαθμισμένη θέση τιτλοποίησης τεκμαιρόμενη πιστοληπτική αξιολόγηση ισοδύναμη με εκείνη της διαβαθμισμένης θέσης αναφοράς με την υψηλότερη εξοφλητική προτεραιότητα που είναι από κάθε άποψη ελάσσονος εξοφλητικής προτεραιότητας σε σχέση με την εν λόγω μη διαβαθμισμένη θέση και πληροί όλες τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

    α)

    οι θέσεις αναφοράς είναι από κάθε άποψη ελάσσονος εξοφλητικής προτεραιότητας σε σχέση με τη μη διαβαθμισμένη θέση της τιτλοποίησης,

    β)

    η ληκτότητα των θέσεων αναφοράς πρέπει να είναι ίση ή μεγαλύτερη από τη ληκτότητα της εν λόγω μη διαβαθμισμένης θέσης,

    γ)

    η τεκμαιρόμενη διαβάθμιση πρέπει να επικαιροποιείται σε συνεχή βάση για να λαμβάνονται υπόψη οι μεταβολές στην πιστοληπτική αξιολόγηση των θέσεων αναφοράς.

    3.   Οι αρμόδιες αρχές χορηγούν στα ιδρύματα άδεια χρήσης της «μεθόδου εσωτερικής αξιολόγησης» όπως προβλέπεται στην παράγραφο 4, εφόσον πληρούνται όλες οι κατωτέρω προϋποθέσεις:

    α)

    οι θέσεις στα εμπορικά χρεόγραφα του προγράμματος ABCP είναι διαβαθμισμένες θέσεις,

    β)

    η εσωτερική αξιολόγηση της πιστωτικής ποιότητας της θέσης αντικατοπτρίζει τη δημόσια διαθέσιμη μέθοδο αξιολόγησης που εφαρμόζεται από έναν ή περισσότερους ΕΟΠΑ για τη διαβάθμιση τίτλων που εξασφαλίζονται με απαιτήσεις του ιδίου τύπου όπως οι τιτλοποιημένες,

    γ)

    οι ΕΟΠΑ, των οποίων εφαρμόζεται η μέθοδος αξιολόγησης σύμφωνα με το στοιχείο β), περιλαμβάνουν τους ΕΟΠΑ που παρείχαν εξωτερική διαβάθμιση για τα εμπορικά χρεόγραφα του προγράμματος ABCP. Τα ποσοτικά στοιχεία –όπως οι παράγοντες ακραίων καταστάσεων– που χρησιμοποιούνται για την αντιστοίχιση της θέσης με συγκεκριμένη πιστωτική ποιότητα είναι τουλάχιστον εξίσου συντηρητικά με εκείνα που χρησιμοποιούνται στη μέθοδο αξιολόγησης των εν λόγω ΕΟΠΑ,

    δ)

    κατά τον σχεδιασμό της μεθόδου εσωτερικής αξιολόγησης, το ίδρυμα λαμβάνει υπόψη τις σχετικές δημοσιευμένες μεθόδους διαβάθμισης που εφαρμόζουν οι ΕΟΠΑ που διαβαθμίζουν τα εμπορικά χρεόγραφα του προγράμματος ABCP. Το ίδρυμα τεκμηριώνει γραπτώς τις αναλύσεις αυτές και τις επικαιροποιεί τακτικά, όπως ορίζεται στο στοιχείο ζ),

    ε)

    η μέθοδος εσωτερικής αξιολόγησης του ιδρύματος περιλαμβάνει βαθμίδες διαβάθμισης. Υπάρχει αντιστοιχία μεταξύ αυτών των βαθμίδων διαβάθμισης και των πιστοληπτικών αξιολογήσεων των ΕΟΠΑ. Η αντιστοιχία αυτή πρέπει να τεκμηριώνεται γραπτώς,

    στ)

    το ίδρυμα χρησιμοποιεί τη μέθοδο εσωτερικής αξιολόγησης στις εσωτερικές διαδικασίες διαχείρισης κινδύνων, και ιδίως στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων, πληροφόρησης των διοικητικών στελεχών και εσωτερικής κατανομής των κεφαλαίων,

    ζ)

    εσωτερικοί ή εξωτερικοί ελεγκτές, ένας ΕΟΠΑ ή η εσωτερική λειτουργία ελέγχου πίστεως ή διαχείρισης κινδύνων του ιδρύματος, εξετάζουν τακτικά τη διαδικασία εσωτερικής αξιολόγησης και την ποιότητα των εσωτερικών αξιολογήσεων της πιστωτικής ποιότητας των ανοιγμάτων του ιδρύματος σε ένα πρόγραμμα ABCP. Εάν η εξέταση αυτή πραγματοποιείται από τις λειτουργίες εσωτερικού ελέγχου, ελέγχου πίστεως ή διαχείρισης κινδύνων του ιδρύματος, οι λειτουργίες αυτές πρέπει να είναι ανεξάρτητες από τη σχετική με τα προγράμματα ABCP δραστηριότητα, καθώς και από τις υπηρεσίες που είναι επιφορτισμένες με τις σχέσεις με την πελατεία,

    η)

    το ίδρυμα παρακολουθεί τη διαχρονική αποτελεσματικότητα των εσωτερικών διαβαθμίσεων προκειμένου να αξιολογήσει τη συνολική απόδοση της μεθόδου εξωτερικής αξιολόγησης και πραγματοποιεί τις αναγκαίες προσαρμογές στην εφαρμοζόμενη μέθοδο εάν η συμπεριφορά των ανοιγμάτων αποκλίνει συστηματικά από εκείνη που υποδεικνύουν οι εσωτερικές διαβαθμίσεις,

    i)

    το πρόγραμμα ABCP περιλαμβάνει πρότυπα αναδοχής υπό μορφή πιστωτικών και επενδυτικών κατευθυντήριων γραμμών. Για να αποφασίσει να προβεί σε αγορά στοιχείου ενεργητικού, ο διαχειριστής του προγράμματος εξετάζει το είδος του αγοραζόμενου στοιχείου ενεργητικού, το είδος και τη νομισματική αξία των ανοιγμάτων από την παροχή ταμειακών διευκολύνσεων και πιστωτικών ενισχύσεων, την κατανομή των ζημιών και τη νομική και οικονομική απομόνωση των μεταβιβαζόμενων στοιχείων ενεργητικού από την οντότητα που τα πωλεί. Πραγματοποιείται πιστωτική ανάλυση του προφίλ κινδύνου του πωλητή του στοιχείου ενεργητικού, περιλαμβανομένης της ανάλυσης των ιστορικών και των αναμενόμενων χρηματοοικονομικών επιδόσεων, της τρέχουσας θέσης στην αγορά, της αναμενόμενης μελλοντικής ανταγωνιστικότητας, της μόχλευσης, των ταμειακών ροών, του δείκτη κάλυψης χρηματοοικονομικών εξόδων και της διαβάθμισης των εν κυκλοφορία τίτλων χρέους του. Επιπλέον, εξετάζονται τα πρότυπα αναδοχής του πωλητή, η δυνατότητα διαχείρισης των ανοιγμάτων και οι διαδικασίες είσπραξης του πωλητή,

    ι)

    τα πρότυπα αναδοχής του προγράμματος ABCP ορίζουν ελάχιστα κριτήρια επιλεξιμότητας των στοιχείων ενεργητικού, τα οποία ιδίως:

    i)

    αποκλείουν την απόκτηση στοιχείων ενεργητικού σε σημαντική καθυστέρηση πληρωμών ή σε αθέτηση,

    ii)

    περιορίζουν τη συγκέντρωση κινδύνων στον ίδιο οφειλέτη ή στην ίδια γεωγραφική ζώνη,

    iii)

    περιορίζουν την προθεσμία εξόφλησης των αγοραζόμενων στοιχείων ενεργητικού,

    ια)

    το πρόγραμμα ABCP περιλαμβάνει πολιτικές και διαδικασίες είσπραξης που λαμβάνουν υπόψη τη λειτουργική ικανότητα και την πιστωτική ποιότητα του διαχειριστή του τιτλοποιημένου χαρτοφυλακίου. Το πρόγραμμα ABCP μειώνει τον κίνδυνο των επιδόσεων πωλητή και του διαχειριστή με διάφορες μεθόδους, όπως ο καθορισμός ορίων ενεργοποίησης που βασίζονται στην τρέχουσα πιστωτική ποιότητα που θα αποκλείουν την κ επικάλυψη των κεφαλαίων,

    ια)

    η συγκεντρωτική εκτίμηση της ζημίας για ομάδα στοιχείων ενεργητικού που προτίθεται να αγοράσει το πρόγραμμα ABCP λαμβάνει υπόψη όλες τις πηγές δυνητικού κινδύνου, όπως ο πιστωτικός κίνδυνος και ο κίνδυνος απομείωσης αξίας των εισπρακτέων απαιτήσεων. Εάν η παρεχόμενη από τον πωλητή πιστωτική ενίσχυση μετράται μόνο σε συνάρτηση με τις ζημίες που συνδέονται με τον πιστωτικό κίνδυνο, τότε σχηματίζεται ειδικό αποθεματικό για τον κίνδυνο απομείωσης αξίας εάν ο κίνδυνος αυτός είναι ουσιαστικός για τη συγκεκριμένη ομάδα απαιτήσεων. Επιπλέον, για τη μέτρηση του απαιτούμενου επιπέδου πιστωτικής ενίσχυσης, το πρόγραμμα εξετάζει μακροχρόνια ιστορικά δεδομένα για τις ζημίες, την κατάσταση καθυστερήσεων, τις απομειώσεις αξίας και την κυκλοφοριακή ταχύτητα των εισπρακτέων ποσών,

    ιβ)

    το πρόγραμμα ABCP ενσωματώνει διαρθρωτικά στοιχεία, όπως τα όρια κλεισίματος, στα αγοραζόμενα ανοίγματα προκειμένου να περιορίσει τη δυνητική επιδείνωση της πιστωτικής ποιότητας του υποκείμενου χαρτοφυλακίου.

    4.   Δυνάμει της μεθόδου της εσωτερικής αξιολόγησης, η μη διαβαθμισμένη θέση αντιστοιχίζεται από το ίδρυμα με μια από τις βαθμίδες διαβάθμισης που ορίζονται στην παράγραφο 3 στοιχείο ε). Στη θέση αποδίδεται τεκμαιρόμενη διαβάθμιση ισοδύναμη με τις πιστοληπτικές αξιολογήσεις που αντιστοιχούν σε αυτή την βαθμίδα διαβάθμισης, σύμφωνα με την παράγραφο 3 στοιχείο ε). Εάν η τεκμαιρόμενη διαβάθμιση είναι, στην αρχή της τιτλοποίησης, ίση ή υψηλότερη του επενδυτικού βαθμού, θεωρείται ισοδύναμη με μια αποδεκτή πιστοληπτική αξιολόγηση από ΕΟΠΑ για τους σκοπούς του υπολογισμού των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ποσών.

    5.   Τα ιδρύματα που έχουν λάβει άδεια να χρησιμοποιούν τη μέθοδο των εσωτερικών διαβαθμίσεων δεν επιστρέφουν στη χρήση άλλων μεθόδων εκτός εάν πληρούνται όλες οι κατωτέρω προϋποθέσεις:

    α)

    ο ίδρυμα έχει αποδείξει επαρκώς στις αρμόδιες αρχές ότι έχει πολύ σημαντικό λόγο να το πράξει,

    β)

    το ίδρυμα έχει λάβει την προηγούμενη έγκριση της αρμόδιας αρχής.

    Άρθρο 260

    Μέγιστα σταθμισμένα ποσά ανοιγμάτων

    Ένα μεταβιβάζον, ανάδοχο ή άλλο ίδρυμα που μπορεί να υπολογίσει το KIRB, δύναται να περιορίζει τα σταθμισμένα ως προς τον κίνδυνο ποσά που υπολογίζονται για τις θέσεις του στην τιτλοποίηση στα ποσά που θα αντιστοιχούσαν, σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 3, σε απαίτηση ιδίων κεφαλαίων ίση με το άθροισμα του 8 % των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ποσών που θα προέκυπταν εάν τα τιτλοποιημένα στοιχεία ενεργητικού δεν είχαν τιτλοποιηθεί και περιλαμβάνονταν στον ισολογισμό του ιδρύματος και των ποσών αναμενόμενης ζημίας από αυτά τα ανοίγματα.

    Άρθρο 261

    Μέθοδος των διαβαθμίσεων

    1.   Δυνάμει της μεθόδου των διαβαθμίσεων, το ίδρυμα υπολογίζει το σταθμισμένο ως προς τον κίνδυνο ποσό ανοίγματος μιας διαβαθμισμένης θέσης τιτλοποίησης ή επανατιτλοποίησης εφαρμόζοντας στην αξία του ανοίγματος τον κατάλληλο συντελεστή στάθμισης κινδύνου και πολλαπλασιάζοντας το αποτέλεσμα με 1,06.

    Ο κατάλληλος συντελεστής στάθμισης κινδύνου είναι ο συντελεστής στάθμισης κινδύνου που ορίζεται στον πίνακα 4, με τον οποίο αντιστοιχίζεται η πιστοληπτική αξιολόγηση της θέσης σύμφωνα με το τμήμα 4.

    Πίνακας 4

    Βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας

    Θέσεις τιτλοποίησης

    Θέσεις επανατιτλοποίησης

    Πιστωτικές αξιολογήσεις πλην των βραχυ-πρόθεσμων

    Βραχυπρόθεσμες πιστωτικές αξιολογήσεις

    A

    B

    Γ

    Δ

    E

    1

    1

    7 %

    12 %

    20 %

    20 %

    30 %

    2

     

    8 %

    15 %

    25 %

    25 %

    40 %

    3

     

    10 %

    18 %

    35 %

    35 %

    50 %

    4

    2

    12 %

    20 %

    40 %

    65 %

    5

     

    20 %

    35 %

    60 %

    100 %

    6

     

    35 %

    50 %

    100 %

    150 %

    7

    3

    60 %

    75 %

    150 %

    225 %

    8

     

    100 %

    200 %

    350 %

    9

     

    250 %

    300 %

    500 %

    10

     

    425 %

    500 %

    650 %

    11

     

    650 %

    750 %

    850 %

    όλες οι άλλες και οι μη διαβαθμισμένες

    1 250 %

    Οι συντελεστές στάθμισης της στήλης Γ του πίνακα 4 εφαρμόζονται εάν η θέση τιτλοποίησης δεν είναι θέση επανατιτλοποίησης και εάν ο πραγματικός αριθμός ανοιγμάτων που τιτλοποιήθηκαν είναι κάτω των έξι.

    Για τις υπόλοιπες θέσεις τιτλοποίησης που δεν είναι θέσεις επανατιτλοποίησης, εφαρμόζονται οι συντελεστές στάθμισης της στήλης Β, εκτός εάν η θέση ανήκει στο τμήμα τιτλοποίησης με την υψηλότερη εξοφλητική προτεραιότητα, οπότε εφαρμόζεται ο συντελεστής στάθμισης της στήλης Α.

    Για τις θέσεις επανατιτλοποίησης, εφαρμόζεται ο συντελεστής στάθμισης της στήλης Ε, εκτός εάν η θέση ανήκει στο τμήμα επανατιτλοποίησης με την υψηλότερη εξοφλητική προτεραιότητα και κανένα από τα υποκείμενα ανοίγματα δεν είναι ανοίγματα επανατιτλοποίησης, οπότε εφαρμόζεται η στήλη Δ.

    Κατά τον προσδιορισμό του τμήματος με την υψηλότερη προτεραιότητα δεν απαιτείται να λαμβάνονται υπόψη τα ποσά που οφείλονται δυνάμει συμβάσεων παράγωγων μέσων επιτοκίου και τιμών συναλλάγματος, ούτε οι οφειλόμενες προμήθειες ή άλλες παρόμοιες πληρωμές.

    Κατά τον υπολογισμό του πραγματικού αριθμού τιτλοποιημένων απαιτήσεων, όλες οι απαιτήσεις έναντι του ιδίου οφειλέτη αντιμετωπίζονται ως μία και μόνο απαίτηση. Ο πραγματικός αριθμός απαιτήσεων υπολογίζεται με τον τύπο:

    Formula

    όπου EADi είναι το άθροισμα των αξιών ανοιγμάτων έναντι του i-στού οφειλέτη. Εάν το τμήμα χαρτοφυλακίου που αντιστοιχεί στο μεγαλύτερο άνοιγμα, στο C1, είναι διαθέσιμο, το ίδρυμα μπορεί να υπολογίσει τον αριθμό Ν ως 1/C1.

    2.   Τεχνικές μείωσης του πιστωτικού κινδύνου των θέσεων τιτλοποίησης μπορούν να αναγνωριστούν σύμφωνα με το άρθρο 264 παράγραφοι 1 και 4, με την επιφύλαξη των προϋποθέσεων του άρθρου 247.

    Άρθρο 262

    Μέθοδος του εποπτικού υποδείγματος

    1.   Δυνάμει της μεθόδου του εποπτικού υποδείγματος, ο συντελεστής στάθμισης κινδύνου που εφαρμόζεται στην τιτλοποιημένη θέση υπολογίζεται ως εξής, με κατώτερη τιμή 20 % για θέσεις επανατιτλοποίησης και 7 % για όλες τις άλλες θέσεις τιτλοποίησης:

    Formula

    όπου:

    S[x] =

    x,

    when x ≤ K IRBR

    Formula

    ,

    when x > K IRBR

    където:

    Formula

    Formula

    Formula

    Formula

    Formula

    Formula

    Formula

    Formula

    Formula

    τ= 1 000,

    ω= 20,

    Beta [x; a, b]= η σωρευτική κατανομή Βήτα με παραμέτρους a και b υπολογιζόμενες στο x,

    T= το πάχος του τμήματος τιτλοποίησης στο οποίο κατέχεται η θέση μετράται ως ο λόγος μεταξύ α) του ονομαστικού ποσού του τμήματος και β) του αθροίσματος των ονομαστικών ποσών των ανοιγμάτων που τιτλοποιήθηκαν. Για τα παράγωγα μέσα που παρατίθενται στο παράρτημα ΙΙ, το άθροισμα του τρέχοντος κόστους αντικατάστασης και του ενδεχόμενου μελλοντικού πιστωτικού ανοίγματος που υπολογίζεται σύμφωνα με το κεφάλαιο 6 χρησιμοποιείται αντί για το ονομαστικό ποσό,

    KIRBR = ο λόγος μεταξύ α) του KIRBR και β) του αθροίσματος των αξιών ανοιγμάτων που τιτλοποιήθηκαν και εκφράζεται σε δεκαδική μορφή,

    L= το επίπεδο πιστωτικής ενίσχυσης, το οποίο μετράται ως ο λόγος του ονομαστικού ποσού όλων των τμημάτων ελάσσονος εξοφλητικής προτεραιότητας σε σχέση με το τμήμα στο οποίο κατέχεται η θέση, προς το άθροισμα των ονομαστικών ποσών ανοιγμάτων που τιτλοποιήθηκαν. Τα κεφαλαιοποιημένα μελλοντικά κέρδη δεν περιλαμβάνονται στον υπολογισμό του L. Τα ποσά που οφείλονται από αντισυμβαλλομένους σε παράγωγα μέσα του παραρτήματος II, τα οποία αντιπροσωπεύουν τμήματα ελάσσονος εξοφλητικής προτεραιότητας σε σχέση το εν λόγω τμήμα, μπορούν να μετρώνται με βάση το τρέχον κόστος αντικατάστασης, εκτός ενδεχόμενων μελλοντικών πιστωτικών ανοιγμάτων, κατά τον υπολογισμό του επιπέδου πιστωτικής ενίσχυσης,

    N= ο πραγματικός αριθμός ανοιγμάτων όπως υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 261. Στην περίπτωση πράξεων επανατιτλοποίησης, το ίδρυμα εξετάζει τον αριθμό των ανοιγμάτων τιτλοποίησης της ομάδας και όχι τον αριθμό των υποκειμένων ανοιγμάτων στις αρχικές ομάδες από τις οποίες απορρέουν τα υποκείμενα ανοίγματα τιτλοποίησης,

    ELGD= η σταθμισμένη ως προς το άνοιγμα μέση ποσοστιαία ζημία σε περίπτωση αθέτησης, υπολογίζεται ως εξής:

    όπου:

    LGDi = το μέσο LGD για το σύνολο των ανοιγμάτων έναντι του i-στού οφειλέτη, και όπου το LGD προσδιορίζεται σύμφωνα με το Κεφάλαιο 3. Σε περίπτωση επανατιτλοποίησης, εφαρμόζεται LGD 100 % σε όλες τις τιτλοποιημένες απαιτήσεις. Εάν οι κίνδυνοι αθέτησης και απομείωσης αξίας εισπρακτέων απαιτήσεων αντιμετωπίζονται συγκεντρωτικά σε μια τιτλοποίηση, η εισαγόμενη τιμή για το LGDi υπολογίζεται ως σταθμισμένος μέσος του LGD για πιστωτικό κίνδυνο και του LGD 75 % για κίνδυνο απομείωσης. Οι συντελεστές στάθμισης είναι οι μεμονωμένες απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για τον πιστωτικό κίνδυνο και για τον κίνδυνο απομείωσης, αντίστοιχα.

    2.   Στην περίπτωση που το ονομαστικό ποσό του μεγαλύτερου τιτλοποιημένου ανοίγματος, C1, δεν υπερβαίνει το 3 % του αθροίσματος των ονοματικών ποσών των τιτλοποιημένων ανοιγμάτων, το ίδρυμα μπορεί, για τους σκοπούς της μεθόδου του εποπτικού υποδείγματος, να θέσει LGD = 50 % στην περίπτωση τιτλοποιήσεων που δεν είναι θέσεις επανατιτλοποίησης, και N ίσο με ένα από τα ακόλουθα:

    Formula

    Formula

    όπου:

    Cm

    =

    ο λόγος του αθροίσματος των ονομαστικών ποσών των μεγαλύτερων ανοιγμάτων «m» προς το άθροισμα των ονομαστικών ποσών των τιτλοποιημένων ανοιγμάτων. Το επίπεδο του «m» μπορεί να ορίζεται από το ίδρυμα.

    Για τις τιτλοποιήσεις στις οποίες ουσιωδώς όλα τα τιτλοποιημένα ανοίγματα είναι ανοίγματα λιανικής τραπεζικής, τα ιδρύματα μπορούν, με την επιφύλαξη της άδειας της αρμόδιας αρχής, να χρησιμοποιούν τη μέθοδο του εποπτικού υποδείγματος χρησιμοποιώντας τις κατωτέρω απλοποιήσεις: h=0 και v=0, εφόσον ο πραγματικός αριθμός των ανοιγμάτων δεν είναι χαμηλός και τα ανοίγματα δεν έχουν υψηλή συγκέντρωση.

    3.   Οι αρμόδιες αρχές ενημερώνουν την ΕΑΤ σχετικά με τη χρήση της παραγράφου 2 από τα ιδρύματα. Η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών παρακολουθεί το φάσμα των πρακτικών στον συγκεκριμένο τομέα και εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές, σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

    4.   Τεχνικές μείωσης του πιστωτικού κινδύνου των θέσεων τιτλοποίησης μπορούν να αναγνωριστούν σύμφωνα με το άρθρο 264 παράγραφοι 2 έως 4, με την επιφύλαξη των προϋποθέσεων του άρθρου 247.

    Άρθρο 263

    Ταμειακές διευκολύνσεις

    1.   Για τους σκοπούς του προσδιορισμού της αξίας ανοίγματος μιας μη διαβαθμισμένης θέσης τιτλοποίησης υπό τη μορφή ταμειακών διευκολύνσεων με προεγκεκριμένο όριο, μπορεί να εφαρμοστεί συντελεστής μετατροπής 0 % στο ονομαστικό ποσό της ταμειακής διευκόλυνσης που πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 255 παράγραφος 2.

    2.   Εάν το ίδρυμα δεν έχει τη δυνατότητα να υπολογίσει τα σταθμισμένα ποσά για τα τιτλοποιημένα ανοίγματα σαν να μην είχαν τιτλοποιηθεί, μπορεί κατ’ εξαίρεση και με την επιφύλαξη της άδειας από τις αρμόδιες αρχές, να εφαρμόζει προσωρινά τη μέθοδο της παραγράφου 3 για τον υπολογισμό των σταθμισμένων ποσών για μια μη διαβαθμισμένη θέση τιτλοποίησης με μορφή ταμειακής διευκόλυνσης που πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 255 παράγραφος 1. Τα ιδρύματα ενημερώνουν τις αρμόδιες αρχές ότι χρησιμοποιούν την εν λόγω μέθοδο και αναφέρουν τους λόγους και τη σκοπούμενη περίοδο χρήσης.

    Ο υπολογισμός των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ποσών ανοιγμάτων θεωρείται, γενικά, ότι δεν είναιδυνατός, εάν η τεκμαιρόμενη διαβάθμιση, η μέθοδος εσωτερικής αξιολόγησης και η μέθοδος του εποπτικού υποδείγματος δεν είναι στη διάθεση του ιδρύματος.

    3.   Ο υψηλότερος συντελεστής στάθμισης κινδύνου που θα εφαρμοζόταν σύμφωνα με το κεφάλαιο 2 σε οποιοδήποτε από τα τιτλοποιημένα ανοίγματα εάν δεν είχαν τιτλοποιηθεί μπορεί να εφαρμοστεί στη θέση τιτλοποίησης που αντιπροσωπεύεται από μια ταμειακή διευκόλυνση που πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 255 παράγραφος 1. Για τον προσδιορισμό της αξίας ανοίγματος της θέσης εφαρμόζεται συντελεστής μετατροπής 100 %.

    Άρθρο 264

    Τεχνικές μείωσης του πιστωτικού κινδύνου για θέσεις τιτλοποίησης δυνάμει της προσέγγισης ΠΕΔ

    1.   Εάν τα σταθμισμένα ως προς τον κίνδυνο ποσά υπολογίζονται με τη μέθοδο των διαβαθμίσεων, η αξία ανοίγματος ή ο συντελεστής στάθμισης κινδύνου για τη θέση τιτλοποίησης για την οποία έχει ληφθεί πιστωτική προστασία μπορούν να τροποποιηθούν σύμφωνα με τις διατάξεις του κεφαλαίου 4 όπως αυτές εφαρμόζονται στον υπολογισμό των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ποσών σύμφωνα με το κεφάλαιο 2.

    2.   Σε περίπτωση πλήρους πιστωτικής προστασίας, εάν τα σταθμισμένα ως προς τον κίνδυνο ποσά υπολογίζονται με τη μέθοδο του εποπτικού υποδείγματος, εφαρμόζονται οι ακόλουθες απαιτήσεις:

    α)

    το ίδρυμα προσδιορίζει τον «πραγματικό συντελεστή στάθμισης κινδύνου» της θέσης. Για τον σκοπό αυτό, διαιρεί το σταθμισμένο ως προς τον κίνδυνο ποσό της θέσης με την αξία ανοίγματος της θέσης και πολλαπλασιάζει το αποτέλεσμα επί 100,

    β)

    σε περίπτωση χρηματοδοτούμενης πιστωτικής προστασίας, το σταθμισμένο ως προς τον κίνδυνο ποσό της θέσης τιτλοποίησης υπολογίζεται πολλαπλασιάζοντας το προσαρμοσμένο κατά τη χρηματοδοτούμενη πιστωτική προστασία ποσό ανοίγματος της θέσης (E*), όπως υπολογίζεται σύμφωνα με το κεφάλαιο 4 για τους σκοπούς του υπολογισμού των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ποσών σύμφωνα με το κεφάλαιο 2, όπου Ε είναι το ποσό της τιτλοποιημένης θέσης, επί την πραγματική στάθμιση κινδύνου,

    γ)

    σε περίπτωση μη χρηματοδοτούμενης πιστωτικής προστασίας, το σταθμισμένο ως προς τον κίνδυνο ποσό της τιτλοποιημένης θέσης υπολογίζεται πολλαπλασιάζοντας το ποσό της προστασίας προσαρμοσμένο για τυχόν αναντιστοιχίες νομισμάτων και ληκτότητας (GA) σύμφωνα με τις διατάξεις του κεφαλαίου 4, επί το συντελεστή στάθμισης κινδύνου του παρόχου της προστασίας, και προσθέτοντας στο αποτέλεσμα το ποσό που προκύπτει από τον πολλαπλασιασμό του ποσού της θέσης τιτλοποίησης μετά την αφαίρεση του GA επί την πραγματική στάθμιση κινδύνου.

    3.   Σε περίπτωση μερικής προστασίας, εάν τα σταθμισμένα ως προς τον κίνδυνο ποσά υπολογίζονται με τη μέθοδο του εποπτικού υποδείγματος, εφαρμόζονται οι ακόλουθες απαιτήσεις:

    α)

    εάν οι τεχνικές μείωσης του πιστωτικού κινδύνου καλύπτουν την πρωτεύουσα ζημία της θέσης τιτλοποίησης ή όλες τις ζημίες της σε αναλογική βάση, το ίδρυμα μπορεί να εφαρμόσει την παράγραφο 2,

    β)

    στις άλλες περιπτώσεις, το ίδρυμα αντιμετωπίζει τη θέση τιτλοποίησης ως δύο ή περισσότερες θέσεις και θεωρεί το μη καλυμμένο τμήμα ως τη θέση με τη χαμηλότερη πιστωτική ποιότητα. Για τον υπολογισμό των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ποσών για τη θέση αυτή εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 262, με την προσαρμογή του T στο e* στην περίπτωση της χρηματοδοτούμενης πιστωτικής προστασίας και στο T-g στην περίπτωση της μη χρηματοδοτούμενης πιστωτικής προστασίας, όπου e* είναι ο λόγος του E* προς το συνολικό ονομαστικό ποσό της υποκείμενης ομάδας και E* είναι το προσαρμοσμένο ποσό ανοίγματος της θέσης τιτλοποίησης υπολογιζόμενο σύμφωνα με τις διατάξεις του κεφαλαίου 4 όπως αυτές εφαρμόζονται στον υπολογισμό των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ποσών σύμφωνα με το κεφάλαιο 2, με Ε = ποσό θέσης τιτλοποίησης και g είναι ο λόγος του ονομαστικού ποσού της πιστωτικής προστασίας, προσαρμοσμένο για τυχόν αναντιστοιχίες νομισμάτων και ληκτότητας σύμφωνα με το κεφάλαιο 4, προς το άθροισμα των ποσών ανοιγμάτων των θέσεων τιτλοποίησης. Στην περίπτωση της μη χρηματοδοτούμενης πιστωτικής προστασίας, ο συντελεστής στάθμισης κινδύνου του παρόχου της προστασίας εφαρμόζεται στο τμήμα της θέσης που δεν περιλαμβάνεται στην προσαρμοσμένη τιμή του T.

    4.   Εάν, σε περίπτωση μη χρηματοδοτούμενης πιστωτικής προστασίας, οι αρμόδιες αρχές έχουν χορηγήσει στο ίδρυμα την άδεια να υπολογίζει τα σταθμισμένα ως προς τον κίνδυνο ποσά για συγκρίσιμα άμεσα ανοίγματα έναντι του παρόχου προστασίας σύμφωνα με το κεφάλαιο 3, ο συντελεστής στάθμισης κινδύνου g των ανοιγμάτων έναντι του παρόχου προστασίας σύμφωνα με το άρθρο 235 προσδιορίζεται όπως ορίζεται στο κεφάλαιο 3.

    Άρθρο 265

    Συμπληρωματικές απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για τιτλοποιήσεις ανακυκλούμενων ανοιγμάτων με ρήτρα πρόωρης εξόφλησης

    1.   Επιπλέον των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ποσών για τις θέσεις σε τιτλοποίηση, το μεταβιβάζον ίδρυμα υπολογίζει ένα σταθμισμένο ως προς τον κίνδυνο ποσό σύμφωνα με τη μεθοδολογία του άρθρου 256 όταν πωλεί ανακυκλούμενα ανοίγματα σε μια τιτλοποίηση που περιλαμβάνει ρήτρα πρόωρης εξόφλησης των τίτλων.

    2.   Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 256, η αξία ανοίγματος των συμφερόντων της μεταβιβάζουσας οντότητας ισούται με το άθροισμα των κατωτέρω στοιχείων:

    α)

    η αξία ανοίγματος του πωληθέντος στην τιτλοποίηση ονομαστικού τμήματος της ομάδας αναληφθέντων ποσών, του οποίου η αναλογία σε σχέση με το σύνολο της πωληθείσας ομάδας προσδιορίζει την αναλογία των χρηματορροών από εισπράξεις κεφαλαίου και τόκων και από άλλα σχετικά ποσά οι οποίες δεν είναι διαθέσιμες για πληρωμές στους κατόχους θέσεων στην τιτλοποίηση,

    β)

    η αξία ανοίγματος του τμήματος της ομάδας των μη αναληφθέντων ποσών των πιστωτικών ορίων των οποίων τα αναληφθέντα ποσά έχουν πωληθεί στην τιτλοποίηση, του οποίου η αναλογία στο σύνολο των μη αναληφθέντων ποσών είναι ίδια με την αναλογία της αξίας ανοίγματος που αναφέρεται στο στοιχείο α) προς την αξία ανοίγματος της ομάδας αναληφθέντων ποσών που πωλήθηκαν προς τιτλοποίηση.

    Τα συμφέροντα της μεταβιβάζουσας οντότητας δεν μπορεί να έχουν χαμηλότερη εξοφλητική προτεραιότητα σε σχέση με τ συμφέροντα των επενδυτών.

    Η αξία ανοίγματος των συμφερόντων των επενδυτών είναι το άθροισμα της αξίας ανοίγματος του μη εμπίπτοντος στο στοιχείο α) ονομαστικού τμήματος της ομάδας αναληφθέντων ποσών,και της αξίας ανοίγματος του μη εμπίπτοντος στο στοιχείο β) τμήματος της ομάδας μη αναληφθέντων ποσών των πιστωτικών ορίων των οποίων τα αναληφθέντα ποσά πωλήθηκαν στην τιτλοποίηση.

    3.   Το σταθμισμένο ως προς τον κίνδυνο ποσό ανοίγματος σε σχέση με την αξία ανοίγματος των συμφερόντων της μεταβιβάζουσας οντότητας σύμφωνα με την παράγραφο 2 στοιχείο α) υπολογίζεται ως το ποσό για ένα άνοιγμα κατ’ αναλογία προς τα τιτλοποιημένα αναληφθέντα ποσά ανοιγμάτων σαν να μην είχαν τιτλοποιηθεί και για ένα άνοιγμα κατ’ αναλογία προς τα μη αναληφθέντα ποσά των πιστωτικών ορίων, των οποίων τα αναληφθέντα ποσά πωλήθηκαν στην τιτλοποίηση.

    Άρθρο 266

    Μείωση των σταθμισμένων ποσών ανοιγμάτων

    1.   Το σταθμισμένο ποσό ανοίγματος μιας θέσης τιτλοποίησης στην οποία εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης 1 250 % μπορεί να μειωθεί κατά 12,5 φορές το ποσό κάθε ειδικής προσαρμογής πιστωτικού κινδύνου που αντιμετωπίζεται σύμφωνα με το άρθρο 110 που εφαρμόζει το ίδρυμα στα τιτλοποιημένα ανοίγματα. Στον βαθμό που λαμβάνονται υπόψη για το σκοπό αυτό, οι ειδικές προσαρμογές πιστωτικού κινδύνου δεν λαμβάνονται υπόψη για τους σκοπούς του υπολογισμού που αναφέρεται στο άρθρο 159.

    2.   Το σταθμισμένο ως προς τον κίνδυνο ποσό ανοίγματος μιας θέσης τιτλοποίησης μπορεί να μειωθεί κατά 12,5 φορές το ποσό κάθε ειδικής προσαρμογής πιστωτικού κινδύνου που αντιμετωπίζεται σύμφωνα με το άρθρο 110 που εφαρμόζει το ίδρυμα στη θέση αυτή.

    3.   Σύμφωνα με το άρθρο 36 παράγραφος 1 στοιχείο ια) στην περίπτωση μιας θέσης τιτλοποίησης στην οποία εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης κινδύνου 1 250 %, τα ιδρύματα μπορούν, αντί να συμπεριλάβουν τη θέση στον υπολογισμό των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ποσών, να αφαιρέσουν την αξία ανοίγματός της από τα ίδια κεφάλαιά τους, με την επιφύλαξη των παρακάτω:

    α)

    η αξία ανοίγματος της θέσης μπορεί να προσδιοριστεί με βάση τα σταθμισμένα ως προς τον κίνδυνο ποσά, λαμβανομένης υπόψη κάθε μείωσης σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 2,

    β)

    στον υπολογισμό της αξίας ανοίγματος μπορεί να λαμβάνεται υπόψη κάθε επιλέξιμη χρηματοδοτούμενη προστασία με τρόπο που να συνάδει με τη μεθοδολογία των άρθρων 247 και 264,

    γ)

    εάν η μέθοδος του εποπτικού υποδείγματος χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ποσών και εάν L < KIRBR και [L+T] > KIRBR, η θέση μπορεί να αντιμετωπίζεται ως δύο χωριστές θέσεις, όπου L = KIRBR για τη θέση με την υψηλότερη εξοφλητική προτεραιότητα.

    4.   Εάν ένα ίδρυμα κάνει χρήση της δυνατότητας της παραγράφου 3, μπορεί να αφαιρέσει 12,5 φορές το ποσό που αφαιρείται σύμφωνα με την εν λόγω παράγραφο από το ποσό που ορίζεται στο άρθρο 260 ως το ποσό κατά το οποίο μπορεί να περιοριστεί το σταθμισμένο ως προς τον κίνδυνο ποσό του ανοίγματος για τις θέσεις μιας τιτλοποίησης.

    Τμήμα 4

    Εξωτερικές πίστοληπτικές αξιολογήσεις

    Άρθρο 267

    Χρησιμοποίηση πιστοληπτικών αξιολογήσεων από ΕΟΠΑ

    Τα ιδρύματα μπορούν να χρησιμοποιούν πιστοληπτικές αξιολογήσεις για τον προσδιορισμό του συντελεστή στάθμισης κινδύνου μιας θέσης σε τιτλοποίηση μόνο εάν η πιστοληπτική αξιολόγηση έχει εκδοθεί ή έχει προσυπογραφεί από ΕΟΠΑ σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1060/2009.

    Άρθρο 268

    Απαιτήσεις που πρέπει να πληρούν οι πιστοληπτικές αξιολογήσεις των ΕΟΠΑ

    Για τους σκοπούς του υπολογισμού των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ποσών σύμφωνα με το τμήμα 3, τα ιδρύματα χρησιμοποιούν πιστοληπτική αξιολόγηση από ΕΟΠΑ μόνο εάν πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

    α)

    δεν πρέπει να υπάρχει αναντιστοιχία μεταξύ των ειδών πληρωμών που λαμβάνονται υπόψη στην πιστοληπτική αξιολόγηση και των ειδών πληρωμών που δικαιούται να λάβει το ίδρυμα βάσει της σύμβασης που δημιουργεί τη σχετική θέση τιτλοποίησης,

    β)

    ο ΕΟΠΑ δημοσιεύει ανάλυση ζημιών και ταμειακών ροών, καθώς και την ευαισθησία των διαβαθμίσεων σε μεταβολές των υποκείμενων παραδοχών, συμπεριλαμβανομένων των επιδόσεων του χαρτοφυλακίου στοιχείων ενεργητικού, καθώς και τις πιστοληπτικές αξιολογήσεις, τις διαδικασίες, τις μεθοδολογίες, τις παραδοχές και τα βασικά υποκείμενα στοιχεία των αξιολογήσεων σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1060/2009. Δεν θεωρούνται δημοσιευμένες πληροφορίες που είναι διαθέσιμες μόνο σε περιορισμένο αριθμό οντοτήτων. Οι πιστοληπτικές αξιολογήσεις περιλαμβάνονται στον πίνακα μετάβασης του ΕΟΠΑ,

    γ)

    η πιστοληπτική αξιολόγηση δεν βασίζεται εν όλω ή εν μέρει σε μη χρηματοδοτούμενη υποστήριξη παρεχόμενη από το ίδιο το ίδρυμα. Σε αυτή την περίπτωση, το ίδρυμα θεωρεί τη σχετική θέση ως μη διαβαθμισμένη για τους σκοπούς του υπολογισμού των σταθμισμένων ποσών ανοιγμάτων σύμφωνα με το Τμήμα 3α.

    Ο ΕΟΠΑ δεσμεύεται να δημοσιεύει εξηγήσεις σχετικά με την επίδραση των επιδόσεων του χαρτοφυλακίου στοιχείων ενεργητικού στην πιστοληπτική αξιολόγηση.

    Άρθρο 269

    Χρήση πιστοληπτικών αξιολογήσεων

    1.   Ένα ίδρυμα μπορεί να διορίσει έναν ή περισσότερους ΕΟΠΑ των οποίων τις πιστοληπτικές αξιολογήσεις θα χρησιμοποιεί για τον υπολογισμό των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ποσών του σύμφωνα με το παρόν κεφάλαιο (εφεξής «καθορισμένους ΕΟΠΑ»).

    2.   Ένα ίδρυμα χρησιμοποιεί τις πιστοληπτικές αξιολογήσεις με συνέπεια και όχι επιλεκτικά για τις θέσεις σε τιτλοποίησή που κατέχει σύμφωνα με τις κατωτέρω αρχές:

    α)

    το ίδρυμα δεν μπορεί να χρησιμοποιεί τις πιστοληπτικές αξιολογήσεις ενός ΕΟΠΑ για τις θέσεις του σε ορισμένα τμήματα και τις πιστοληπτικές αξιολογήσεις άλλου ΕΟΠΑ για τις θέσεις του σε άλλα τμήματα της ιδίας τιτλοποίησης, είτε αυτές έχουν διαβαθμιστεί από τον πρώτο ΕΟΠΑ είτε όχι,

    β)

    εάν μια θέση έχει δύο πιστοληπτικές αξιολογήσεις από καθορισμένους ΕΟΠΑ, το ίδρυμα χρησιμοποιεί τη λιγότερο ευνοϊκή αξιολόγηση,

    γ)

    εάν μια θέση έχει περισσότερες από δύο πιστοληπτικές αξιολογήσεις από καθορισμένους ΕΟΠΑ, χρησιμοποιούνται οι δύο ευνοϊκότερες. Εάν οι δύο ευνοϊκότερες αξιολογήσεις είναι διαφορετικές, χρησιμοποιείται η λιγότερο ευνοϊκή από τις δύο,

    δ)

    ένα ίδρυμα δεν μπορεί να ζητήσει ενεργά την απόσυρση των λιγότερο ευνοϊκών διαβαθμίσεων.

    3.   Εάν σε μια οντότητα ειδικού σκοπού (SSPE) παρέχεται άμεσα πιστωτική προστασία επιλέξιμη δυνάμει του κεφαλαίου 4 η οποία λαμβάνεται υπόψη στην πιστοληπτική αξιολόγηση μιας θέσης από καθορισμένο ΕΟΠΑ, μπορεί να χρησιμοποιηθεί ο συντελεστής στάθμισης κινδύνου που αντιστοιχεί σε αυτή την πιστοληπτική αξιολόγηση. Εάν η προστασία δεν είναι αποδεκτή δυνάμει του κεφαλαίου 4, η πιστοληπτική αξιολόγηση δεν αναγνωρίζεται. Εάν η πιστωτική προστασία δεν παρέχεται στην SSPE αλλά απευθείας σε μια θέση σε τιτλοποίηση, η πιστοληπτική αξιολόγηση δεν αναγνωρίζεται.

    Άρθρο 270

    Αντιστοίχιση

    Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να προσδιορίσει, για όλους τους ΕΟΠΑ, σε ποιες από τις βαθμίδες πιστωτικής ποιότητας που προβλέπονται στο παρόν κεφάλαιο αντιστοιχούν οι σχετικές πιστοληπτικές αξιολογήσεις του ΕΟΠΑ. Οι εν λόγω προσδιορισμοί είναι αντικειμενικοί και συνεκτικοί και πραγματοποιούνται σύμφωνα με τις ακόλουθες αρχές:

    α)

    η ΕΑΤ διαφοροποιεί τους σχετικούς βαθμούς κινδύνου που εκφράζει κάθε αξιολόγηση,

    β)

    η ΕΑΤ λαμβάνει υπόψη ποσοτικούς παράγοντες όπως τα ποσοστά αθέτησης και/ή ζημίας και το ιστορικό των επιδόσεων των πιστοληπτικών αξιολογήσεων κάθε ΕΟΠΑ σε διαφορετικές κατηγορίες ενεργητικού,

    γ)

    η ΕΑΤ λαμβάνει υπόψη ποιοτικούς παράγοντες, όπως το φάσμα των συναλλαγών που αξιολογούνται από τον ΕΟΠΑ, τη μεθοδολογία του και το περιεχόμενο των πιστοληπτικών αξιολογήσεών του, ιδίως εάν βασίζεται σε αναμενόμενη ζημία ή στην πρωτεύουσα ζημία σε ευρώ καθώς και εάν βασίζεται στην τακτική ή την τελική καταβολή των τόκων,

    δ)

    η ΕΑΤ μεριμνά ώστε οι θέσεις σε τιτλοποίηση στις οποίες εφαρμόζεται η ίδια στάθμιση κινδύνου με βάση τις πιστοληπτικές αξιολογήσεις ΕΟΠΑ να ενέχουν ισοδύναμους βαθμούς πιστωτικού κινδύνου. Η ΕΑΤ εξετάζει το ενδεχόμενο τροποποίησης της απόφασής της για τη βαθμίδα διαβάθμισης πιστοληπτικής ικανότητας στην οποία αντιστοιχεί δεδομένη πιστοληπτική αξιολόγηση, κατά περίπτωση.

    Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως την 1η Ιουλίου 2014.

    Εξουσιοδοτείται η Επιτροπή να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6

    Πιστωτικός κίνδυνος αντισυμβαλλομένου

    Τμήμα 1

    Ορισμοί

    Άρθρο 271

    Προσδιορισμός της αξίας ανοίγματος

    1.   Το ίδρυμα προσδιορίζει την αξία ανοίγματος των παράγωγων μέσων που περιλαμβάνονται στο παράρτημα ΙΙ σύμφωνα με το παρόν κεφάλαιο.

    2.   Το ίδρυμα μπορεί να προσδιορίζει την αξία ανοίγματος των συναλλαγές επαναγοράς, των συναλλαγών δανειοδοσίας ή δανειοληψίας τίτλων ή βασικών εμπορευμάτων, των συναλλάγων με μακρά προθεσμία διακανονισμού και των συναλλαγές δανεισμού σε λογαριασμό περιθωρίου ασφάλισης σύμφωνα με το παρόν κεφάλαιο αντί να εφαρμόζει το κεφάλαιο 4.

    Άρθρο 272

    Ορισμοί

    Για τους σκοπούς του παρόντος κεφαλαίου και του τίτλου VI του παρόντος μέρους, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

     

    Γενικοί όροι

    1)   «πιστωτικός κίνδυνος αντισυμβαλλομένου» ή «CCR»: ο κίνδυνος να αθετήσει ο αντισυμβαλλόμενος σε μια συναλλαγή τις υποχρεώσεις του πριν από τον οριστικό διακανονισμό των χρηματορροών της συναλλαγής,

     

    Είδη συναλλαγών

    2)   «συναλλαγών με μακρά προθεσμία διακανονισμού»: συναλλαγές στις οποίες ο αντισυμβαλλόμενος αναλαμβάνει να παραδώσει έναν τίτλο, ένα εμπόρευμα ή ένα ποσό συναλλάγματος έναντι μετρητών, άλλων χρηματοπιστωτικών μέσων ή βασικών εμπορευμάτων, ή αντιστρόφως, σε ημερομηνία διακανονισμού ή παράδοσης που ορίζεται συμβατικά ως μεταγενέστερη από την καθιερωμένη πρακτική της αγοράς για τη συγκεκριμένη συναλλαγή ή ως μεταγενέστερη κατά πέντε εργάσιμες ημέρες από την ημερομηνία κατά την οποία προβαίνει στη συναλλαγή το ίδρυμα, ανάλογα με το ποια από τις δύο είναι νωρίτερα,

    3)   «συναλλαγές δανεισμού σε λογαριασμό περιθωρίου ασφάλισης»: συναλλαγές κατά τις οποίες το ίδρυμα χορηγεί πίστωση σε σχέση με την αγορά, την πώληση, τη διακράτηση ή τη διαπραγμάτευση τίτλων. Στις συναλλαγές δανεισμού σε λογαριασμό περιθωρίου ασφάλισης δεν περιλαμβάνονται άλλα δάνεια τα οποία εξασφαλίζονται με τίτλους,

     

    Συμψηφιστικό σύνολο, αντισταθμιστικά σύνολα και συναφείς όροι

    4)

    «συμψηφιστικό σύνολο»: ομάδα συναλλαγών μεταξύ του ιδρύματος και ενός μόνον αντισυμβαλλομένου οι οποίες υπάγονται σε νομικά δεσμευτική διμερή συμφωνία συμψηφισμού που αναγνωρίζεται βάσει του τμήματος 7 και του κεφαλαίου 4.

    Κάθε συναλλαγή η οποία δεν αποτελεί αντικείμενο νομικά δεσμευτικής διμερούς συμφωνίας συμψηφισμού που αναγνωρίζεται βάσει του τμήματος 7 αντιμετωπίζεται ως χωριστό συμψηφιστικό σύνολο για τους σκοπούς του παρόντος κεφαλαίου.

    Βάσει της μεθόδου των εσωτερικών υποδειγμάτων που ορίζεται στο τμήμα 6, όλα τα συμψηφιστικά σύνολα με έναν μόνο αντισυμβαλλόμενο μπορούν να θεωρούνται ένα και το αυτό συμψηφιστικό σύνολο, εφόσον οι αρνητικές προσομοιωμένες αποτιμήσεις με τιμές αγοράς των επιμέρους συμψηφιστικών συνόλων έχουν οριστεί σε 0 κατά την εκτίμηση του αναμενόμενου ανοίγματος (εφεξής «ΕΕ»),

    5)

    «θέση κινδύνου» (risk position): αριθμητικά προσδιορισμένος κίνδυνος που αποδίδεται βάσει προκαθορισμένου αλγόριθμου σε μια συναλλαγή με την τυποποιημένη μέθοδο που περιγράφεται στο τμήμα 5,

    6)

    «αντισταθμιστικό σύνολο»: ομάδα θέσεων κινδύνου που προκύπτει από τις συναλλαγές ενός και του αυτού συμψηφιστικού συνόλου των οποίων μόνον το υπόλοιπο χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό της αξίας ανοίγματος βάσει της τυποποιημένης μεθόδου που περιγράφεται στο τμήμα 5,

    7)

    «συμφωνία περιθωρίου»: συμφωνία ή διατάξεις μιας συμφωνίας βάσει των οποίων ένας αντισυμβαλλόμενος οφείλει να παρέχει εξασφαλίσεις σε άλλον αντισυμβαλλόμενο όταν το άνοιγμα του δευτέρου έναντι του πρώτου υπερβαίνει ένα προκαθορισμένο επίπεδο,

    8)

    «κατώφλι περιθωρίου»: μέγιστο ποσό τρέχοντος ανοίγματος πέραν του οποίου ένας αντισυμβαλλόμενος έχει το δικαίωμα να απαιτήσει την παροχή εξασφαλίσεων,

    9)

    «περίοδος κινδύνου περιθωρίου»: χρονικό διάστημα από την πιο πρόσφατη ανταλλαγή εξασφαλίσεων για την κάλυψη ενός συμψηφιστικού συνόλου συναλλαγών με αντισυμβαλλόμενο σε αθέτηση έως το κλείσιμο των συναλλαγών και την εκ νέου αντιστάθμιση του απορρέοντος κινδύνου αγοράς,

    10)

    «πραγματική ληκτότητα σύμφωνα με τη μέθοδο του εσωτερικού υποδείγματος, για ένα συμψηφιστικό σύνολο με ληκτότητα μεγαλύτερη του ενός έτους»: λόγος του αθροίσματος των αναμενόμενων ανοιγμάτων στη διάρκεια ζωής των συναλλαγών σε ένα συμψηφιστικό σύνολο προεξοφλημένο με το επιτόκιο μηδενικού κινδύνου, προς το άθροισμα των αναμενόμενων ανοιγμάτων σε περίοδο ενός έτους σε ένα συμψηφιστικό σύνολο προεξοφλημένο με το επιτόκιο μηδενικού κινδύνου.

    Αυτή η πραγματική ληκτότητα μπορεί να προσαρμόζεται ώστε να λαμβάνεται υπόψη ο κίνδυνος αναχρηματοδότησης, αντικαθιστώντας τα αναμενόμενα ανοίγματα με πραγματικά αναμενόμενα ανοίγματα για να διασφαλισθεί ορίζοντας πρόβλεψης κάτω του ενός έτους,

    11)

    «συμψηφισμός μεταξύ προϊόντων»: ομαδοποίηση εντός του ίδιου συμψηφιστικού συνόλου συναλλαγών που αφορούν διαφορετικές κατηγορίες προϊόντων σύμφωνα με τους κανόνες του παρόντος κεφαλαίου περί συμψηφισμού μεταξύ προϊόντων,

    12)

    «τρέχουσα αγοραία αξία» (εφεξής «CMV») για τους σκοπούς του τμήματος 5 νοείται η καθαρή αγοραία αξία του χαρτοφυλακίου των συναλλαγών που περιλαμβάνονται στο συμψηφιστικό σύνολο. Για τον υπολογισμό της CMV χρησιμοποιούνται τόσο θετικές όσο και αρνητικές αγοραίες αξίες,

     

    Κατανομές

    13)   «κατανομή αγοραίων αξιών»: πρόβλεψη της κατανομής πιθανοτήτων των καθαρών αγοραίων αξιών των συναλλαγών ενός συμψηφιστικού συνόλου σε μελλοντική ημερομηνία (ορίζοντας πρόβλεψης) βάσει της πραγματοποιηθείσας αγοραίας αξίας αυτών των συναλλαγών κατά την ημερομηνία της πρόβλεψης,

    14)   «κατανομή ανοιγμάτων»: πρόβλεψη της κατανομής πιθανοτήτων των αγοραίων αξιών όταν οι προβλέψεις αρνητικής αγοραίας αξίας τίθενται ίσες με το μηδέν,

    15)   «ουδέτερη ως προς τον κίνδυνο κατανομή»: κατανομή των αγοραίων αξιών ή των ανοιγμάτων σε μελλοντική χρονική περίοδο, υπολογιζόμενη βάσει τεκμαρτών αγοραίων αξίων, όπως οι τεκμαρτές μεταβλητότητες,

    16)   «πραγματική κατανομή»: κατανομή αγοραίων αξιών ή ανοιγμάτων σε μελλοντική χρονική περίοδο, υπολογιζόμενη βάσει ιστορικών ή πραγματοποιηθεισών αξιών, όπως οι μεταβλητότητες που υπολογίζονται βάσει προηγούμενων μεταβολών τιμών ή ποσοστών,

     

    Μετρήσεις και προσαρμογές ανοιγμάτων

    17)   «τρέχον άνοιγμα»: η μεγαλύτερη τιμή μεταξύ του μηδενός και της αγοραίας αξίας συναλλαγής ή ενός χαρτοφυλακίου με συναλλαγές σε συμψηφιστικό σύνολο με έναν αντισυμβαλλόμενο η οποία θα χανόταν εάν ο αντισυμβαλλόμενος αθετούσε τις υποχρεώσεις του, με την παραδοχή ότι κανένα μέρος της αξίας αυτής δεν μπορεί να ανακτηθεί σε περίπτωση αφερεγγυότητας ή εκκαθάρισης,

    18)   «μέγιστο άνοιγμα»: το υψηλότερο εκατοστημόριο της κατανομής ανοιγμάτων σε δεδομένη μελλοντική ημερομηνία πριν την λήξη της συναλλαγής με τη μεγαλύτερη ημερομηνίας λήξης στο συμψηφιστικό σύνολο,

    19)   «αναμενόμενο άνοιγμα» (εφεξής «ΕΕ»): ο μέσος όρος της κατανομής ανοιγμάτων σε δεδομένη μελλοντική ημερομηνία πριν την λήξη της συναλλαγής με τη μεγαλύτερη ημερομηνίας λήξης στο συμψηφιστικό σύνολο,

    20)   «πραγματικό αναμενόμενο άνοιγμα σε δεδομένη ημερομηνία» (εφεξής «πραγματικό ΕΕ»): μέγιστο αναμενόμενο άνοιγμα σε δεδομένη ημερομηνία ή οποιαδήποτε προγενέστερη ημερομηνία. εναλλακτικά, μπορεί να οριστεί, για δεδομένη ημερομηνία, ως το ποσό αναμενόμενου ανοίγματος σε αυτή την ημερομηνία ή ως το πραγματικό άνοιγμα σε οποιαδήποτε προγενέστερη ημερομηνία, όποιο είναι μεγαλύτερο,

    21)   «αναμενόμενο θετικό άνοιγμα» (εφεξής «EPE»): διαχρονικά σταθμισμένος μέσος όρος των αναμενόμενων ανοιγμάτων, όπου οι σταθμίσεις είναι η αναλογία που αντιπροσωπεύει κάθε μεμονωμένο αναμενόμενο άνοιγμα στο σύνολο του σχετικού χρονικού διαστήματος.

    Κατά τον υπολογισμό της απαίτησης ιδίων κεφαλαίων, τα ιδρύματα λαμβάνουν τον μέσο όρο για το πρώτο έτος ή, εάν όλες οι συμβάσεις εντός του συμψηφιστικού συνόλου λήγουν εντός διαστήματος μικρότερου του ενός έτους, για τη χρονική περίοδο έως την λήξη της σύμβασης με τη μεγαλύτερη ημερομηνία λήξης στο συμψηφιστικό σύνολο,

    22)   «πραγματικό αναμενόμενο θετικό άνοιγμα» (εφεξής «πραγματικό ΕΡΕ»): διαχρονικά σταθμισμένος μέσος όρος των πραγματικών αναμενόμενων ανοιγμάτων κατά το πρώτο έτος ενός συμψηφιστικού συνόλου ή, εάν όλες οι συμβάσεις εντός του συμψηφιστικού συνόλου λήγουν εντός διαστήματος μικρότερου του ενός έτους, κατά τη διάρκεια της σύμβασης με τη μεγαλύτερη ημερομηνία λήξης στο συμψηφιστικό σύνολο, όπου οι σταθμίσεις είναι η αναλογία που αντιπροσωπεύει κάθε μεμονωμένο αναμενόμενο άνοιγμα στο σύνολο του σχετικού χρονικού διαστήματος,

     

    Κίνδυνοι που συνδέονται με τον CCR

    23)

    «κίνδυνος αναχρηματοδότησης»: ποσό κατά το οποίο το EPE υποεκτιμάται όταν προβλέπεται ότι οι μελλοντικές συναλλαγές με έναν αντισυμβαλλόμενο θα πραγματοποιούνται σε συνεχή βάση.

    Το πρόσθετο άνοιγμα που δημιουργείται από αυτές τις μελλοντικές συναλλαγές δεν λαμβάνεται υπόψη κατά τον υπολογισμό του αναμενόμενου θετικού ανοίγματος,

    24)

    «αντισυμβαλλόμενος» για τους σκοπούς του τμήματος 7 είναι ένα νομικό ή φυσικό πρόσωπο που συνάπτει μια συμφωνία συμψηφισμού και έχει τη δικαιοπρακτική ικανότητα να το πράξει,

    25)

    «συμφωνία συμβατικού συμψηφισμού μεταξύ προϊόντων» είναι η διμερής συμβατική συμφωνία μεταξύ ενός ιδρύματος και ενός αντισυμβαλλομένου η οποία δημιουργεί ενιαία νομική υποχρέωση (βάσει του συμψηφισμού των καλυπτόμενων συναλλαγών) που καλύπτει όλες τις συμπεριλαμβανόμενες διμερείς συμφωνίες-πλαίσια και συναλλαγές που ανήκουν σε διαφορετικές κατηγορίες προϊόντων που περιλαμβάνονται στη συμφωνία.

    Για τους σκοπούς του παρόντος ορισμού, ως «διαφορετικές κατηγορίες» προϊόντων νοούνται:

    α)

    συναλλαγές επαναγοράς, συναλλαγές δανειοδοσίας ή δανειοληψίας τίτλων ή βασικών εμπορευμάτων,

    β)

    συναλλαγές δανεισμού σε λογαριασμό περιθωρίου ασφάλισης,

    γ)

    οι συμβάσεις του παραρτήματος ΙΙ,

    26)

    «σκέλος πληρωμής»: η πληρωμή που συμφωνείται σε μια συναλλαγή σε εξωχρηματιστηριακό παράγωγο με γραμμικό προφίλ κινδύνου και προβλέπει την ανταλλαγή χρηματοπιστωτικού μέσου έναντι πληρωμής.

    Στην περίπτωση συναλλαγών που ορίζουν την ανταλλαγή πληρωμής έναντι πληρωμής, τα εν λόγω δύο σκέλη πληρωμής αντιστοιχούν στις συμβατικά συμφωνηθείσες ακαθάριστες πληρωμές, περιλαμβανομένου του ονομαστικού ποσού της συναλλαγής.

    Τμήμα 2

    Μέθοδοι υπολογισμό της αξίας ανοίγματος

    Άρθρο 273

    Μέθοδοι υπολογισμού της αξίας ανοίγματος

    1.   Τα ιδρύματα προσδιορίζουν την αξία ανοίγματος για τις συμβάσεις του παραρτήματος ΙΙ με βάση μία από τις μεθόδους που καθορίζονται στα τμήματα 3 έως 6 σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

    Ένα ίδρυμα που δεν είναι επιλέξιμο για την αντιμετώπιση που προβλέπεται στο άρθρο 94 δεν χρησιμοποιεί τη μέθοδο που προβλέπεται στο τμήμα 4. Για τον προσδιορισμό της αξίας ανοίγματος για τις συμβάσεις του παραρτήματος ΙΙ σημείο 3, ένα ίδρυμα δεν χρησιμοποιεί τη μέθοδο που προβλέπεται στο τμήμα 4. Τα ιδρύματα μπορούν να χρησιμοποιούν συνδυαστικά τις μεθόδους που προβλέπονται στα τμήματα 3 έως 6 σε μόνιμη βάση εντός ενός ομίλου. Ένα μεμονωμένο ίδρυμα δεν χρησιμοποιεί συνδυαστικά τις μεθόδους που προβλέπονται στα τμήματα 3 ως 6 σε μόνιμη βάση, αλλά του επιτρέπεται να χρησιμοποιεί συνδυαστικά τις μεθόδους που προβλέπονται στα τμήματα 3 και 5 εάν μία από αυτές χρησιμοποιείται για τις περιπτώσεις που ορίζονται στο άρθρο 282 παράγραφος 6.

    2.   Εφόσον επιτρέπεται από τις αρμόδιες αρχές σύμφωνα με το άρθρο 283 παράγραφοι 1 και 2, ένα ίδρυμα μπορεί να προσδιορίσει την αξία ανοίγματος για τα κατωτέρω στοιχεία χρησιμοποιώντας τη μέθοδο των εσωτερικών υποδειγμάτων του τμήματος 6:

    α)

    συμβάσεις του παραρτήματος ΙΙ,

    β)

    συναλλαγές επαναγοράς,

    γ)

    συναλλαγές δανειοδοσίας ή δανειοληψίας τίτλων ή βασικών εμπορευμάτων,

    δ)

    συναλλαγές δανεισμού σε λογαριασμό περιθωρίου ασφάλισης,

    ε)

    συναλλαγές με μακρά προθεσμία διακανονισμού.

    3.   Όταν ένα ίδρυμα αγοράζει προστασία με πιστωτικά παράγωγα για την κάλυψη ανοίγματος εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών ή έναντι του πιστωτικού κινδύνου αντισυμβαλλομένου, μπορεί να υπολογίζει τις κεφαλαιακές απαιτήσεις του για το αντισταθμιζόμενο άνοιγμα σύμφωνα με ένα από τα ακόλουθα:

    α)

    τα άρθρα 233 έως 236,

    β)

    το άρθρο 153 παράγραφος 3 ή το άρθρο 183, εφόσον έχει χορηγηθεί άδεια δυνάμει του άρθρου 143.

    Η αξία ανοίγματος για CCR των εν λόγω πιστωτικών παραγώγων ισούται με μηδέν, εκτός εάν το ίδρυμα εφαρμόζει την προσέγγιση ii) του άρθρου 299 παράγραφος 2 στοιχείο η).

    4.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 3, το ίδρυμα μπορεί να επιλέξει να συμπεριλαμβάνει κατά τρόπο συνεπή για τους σκοπούς του υπολογισμού των κεφαλαιακών απαιτήσεων για πιστωτικό κίνδυνο αντισυμβαλλομένου (CCR) όλα τα πιστωτικά παράγωγα που δεν περιλαμβάνονται στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών και έχουν αγοραστεί ως προστασία για την κάλυψη ανοίγματος εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών ή για πιστωτικό κίνδυνο αντισυμβαλλομένου όταν η πιστωτική προστασία αναγνωρίζεται βάσει του παρόντος κανονισμού.

    5.   Εάν οι συμφωνίες ανταλλαγής κινδύνου αθέτησης που πωλούνται από ένα ίδρυμα αντιμετωπίζονται από ένα ίδρυμα ως πιστωτική προστασία που παρέχει το εν λόγω ίδρυμα και υπόκεινται σε κεφαλαιακή απαίτηση για πιστωτικό κίνδυνο του υποκειμένου επί του συνόλου του ονομαστικού ποσού, η αξία ανοίγματός τους για τους σκοπούς του πιστωτικού κινδύνου αντισυμβαλλομένου εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών τίθεται ίση με μηδέν.

    6.   Σύμφωνα με όλες τις μεθόδους που καθορίζονται στα τμήματα 3 έως 6, η αξία ανοίγματος για έναν αντισυμβαλλόμενο ισούται με το άθροισμα των αξιών ανοίγματος σε όλα τα συμψηφιστικά σύνολα με αυτόν τον αντισυμβαλλόμενο.

    Για έναν δεδομένο αντισυμβαλλόμενο, η αξία ανοίγματος για ένα δεδομένο συμψηφιστικό σύνολο εξωχρηματιστηριακών παράγωγων μέσων που αναφέρονται στο παράρτημα ΙΙ η οποία υπολογίζεται σύμφωνα με το παρόν κεφάλαιο ισούται με τη μεγαλύτερη τιμή μεταξύ του μηδενός και της διαφοράς μεταξύ του αθροίσματος των αξιών ανοιγμάτων όλων των συμψηφιστικών συνόλων με τον αντισυμβαλλόμενο και του αθροίσματος του CVA για τον εν λόγω αντισυμβαλλόμενο που αναγνωρίζεται από το ίδρυμα ως πραγματοποιηθείσα απόσβεση. Οι προσαρμογές πιστωτικής αποτίμησης υπολογίζονται χωρίς να λαμβάνεται υπόψη οιασδήποτε αντισταθμιστική προσαρμογή της χρεωστικής αξίας που αποδίδεται στον ίδιο πιστωτικό κίνδυνο της επιχείρησης και έχει ήδη εξαιρεθεί από τα ίδια κεφάλαια δυνάμει του άρθρου 33 παράγραφος 1 στοιχείο γ).

    7.   Τα ιδρύματα προσδιορίζουν την αξία ανοίγματος για τα ανοίγματα που προκύπτουν από συναλλαγές με μακρά προθεσμία διακανονισμού χρησιμοποιώντας οποιαδήποτε από τις μεθόδους που περιγράφονται στα τμήματα 3 έως 6, ανεξάρτητα από τη μέθοδο που έχει επιλέξει το ίδρυμα για τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα και τις συναλλαγές επαναγοράς, τις συναλλαγές δανειοδότησης και δανειοληψίας τίτλων ή βασικών εμπορευμάτων, και τις συναλλαγές δανεισμού σε λογαριασμό περιθωρίου ασφάλισης. Κατά τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων για συναλλαγές με μακρά προθεσμία διακανονισμού, κάθε ίδρυμα που χρησιμοποιεί τη μέθοδο που περιγράφεται στο κεφάλαιο 3 μπορεί να εφαρμόζει τους συντελεστές στάθμισης κινδύνου σύμφωνα με τη μέθοδο του κεφαλαίου 2 σε μόνιμη βάση και ανεξάρτητα από τη σημαντικότητα των θέσεων αυτών.

    8.   Για τις μεθόδους που αναφέρονται στα τμήματα 3 και 4, το ίδρυμα υιοθετεί συνεπή μεθοδολογία για τον προσδιορισμό του ονομαστικού ποσού για τα διάφορα είδη προϊόντων και διασφαλίζει ότι το ονομαστικό ποσό που λαμβάνεται υπόψη παρέχει κατάλληλο μέτρο του κινδύνου που ενυπάρχει στη σύμβαση. Όταν η σύμβαση προβλέπει πολλαπλασιαμό των ταμειακών ροών, το ονομαστικό ποσό αναπροσαρμόζεται κατάλληλα από το ίδρυμα ώστε να αντανακλά τις επιπτώσεις των πολλαπλασιασμένων αυτών ροών επί των κινδύνων που ενυπάρχουν στη σύμβαση.

    Για τις μεθόδους που εκτίθενται στις ενότητες 3 έως 6, τα ιδρύματα αντιμετωπίζουν αναλόγως τις συναλλαγές στις οποίες έχει εντοπιστεί συγκεκριμένος κίνδυνος δυσμενούς συσχέτισης σύμφωνα με το άρθρο 291 παράγραφοι 2, 4, 5 και 6 κατά περίπτωση.

    Τμήμα 3

    Μέθοδος βάσει τρεχουσών τιμών αγοράς

    Άρθρο 274

    Μέθοδος βάσει τρέχουσων τιμών αγοράς

    1.   Προκειμένου να προσδιορίσουν το τρέχον κόστος αντικατάστασης όλων των συμβάσεων με θετική αξία, τα ιδρύματα χρησιμοποιούν τις τρέχουσες αγοραίες αξίες των συμβάσεων.

    2.   Προκειμένου να προσδιορίσουν το ενδεχόμενο μελλοντικό πιστωτικό άνοιγμα, τα ιδρύματα πολλαπλασιάζουν τα ονομαστικά ποσά ή τις αξίες των υποκείμενων μέσων, κατά περίπτωση, με τα ποσοστά του πίνακα 1 και σύμφωνα με τις κατωτέρω αρχές:

    α)

    οι συμβάσεις που δεν εμπίπτουν σε μία από τις πέντε κατηγορίες του πίνακα 1 θα αντιμετωπίζονται ως συμβάσεις που αφορούν βασικά εμπορεύματα εκτός των πολυτίμων μετάλλων,

    β)

    για τις συμβάσεις με πολλαπλές ανταλλαγές κεφαλαίου, το ποσοστό πολλαπλασιάζεται με τον αριθμό των πληρωμών που απομένουν να πραγματοποιηθούν σύμφωνα με τη σύμβαση,

    γ)

    για τις συμβάσεις που έχουν διαμορφωθεί έτσι ώστε να διακανονίζονται ανοίγματα σε συγκεκριμένες ημερομηνίες και στις οποίες οι όροι επανακαθορίζονται έτσι ώστε η αγοραία αξία της σύμβασης να είναι μηδέν στις εν λόγω ημερομηνίες, η εναπομένουσα ληκτότητα θα είναι ίση με τον χρόνο που απομένει έως τον επόμενο επανακαθορισμό. Στην περίπτωση των συμβάσεων επιτοκίου που πληρούν τα κριτήρια αυτά και έχουν εναπομένουσα ληκτότητα πάνω από ένα έτος, το ποσοστό δεν μπορεί να είναι χαμηλότερο από 0,5 %.

    Πίνακας 1

    Εναπομένουσα ληκτότητα

    Συμβάσεις επιτοκίου

    Συμβάσεις που αφορούν τιμές συναλλάγματος και χρυσό

    Συμβάσεις που αφορούν μετοχές

    Συμβάσεις που αφορούν πολύτιμα μέταλλα εκτός από το χρυσό

    Συμβάσεις που αφορούν βασικά εμπορεύματα εκτός των πολυτίμων μετάλλων

    Ένα έτος ή λιγότερο

    0 %

    1 %

    6 %

    7 %

    10 %

    Πάνω από ένα έτος αλλά όχι περισσότερο από πέντε έτη

    0,5 %

    5 %

    8 %

    7 %

    12 %

    Πάνω από πέντε έτη

    1,5 %

    7,5 %

    10 %

    8 %

    15 %

    3.   Όσον αφορά τις συμβάσεις για βασικά εμπορεύματα πλην του χρυσού που αναφέρονται στο παράρτημα ΙΙ σημείο 3, ένα ίδρυμα μπορεί, έως εναλλακτική επιλογή, να εφαρμόσει τα ποσοστά του πίνακα 2 αντί για τα ποσοστά του πίνακα 1, με την προϋπόθεση ότι το ίδρυμα ακολουθεί τη διευρυμένη μέθοδος με βάση τον πίνακα προθεσμιών λήξης που προβλέπεται στο άρθρο 361 για τις εν λόγω συμβάσεις.

    Πίνακας 2

    Εναπομένουσα ληκτότητα

    Πολύτιμα μέταλλα

    (εκτός χρυσού)

    Βασικά μέταλλα

    Γεωργικά προϊόντα

    Άλλα συμπεριλαμβανομένων και ενεργειακών προϊόντων

    Ένα έτος ή λιγότερο

    2 %

    2,5 %

    3 %

    4 %

    Πάνω από ένα έτος αλλά όχι περισσότερο από πέντε έτη

    5 %

    4 %

    5 %

    6 %

    Πάνω από πέντε έτη

    7,5 %

    8 %

    9 %

    10 %

    4.   Το άθροισμα του τρέχοντος κόστους αντικατάστασης και του ενδεχόμενου μελλοντικού πιστωτικού ανοίγματος αποτελεί την αξία ανοίγματος.

    Τμήμα 4

    Μέθοδος αρχικό άνοιγματος

    Άρθρο 275

    Μέθοδος αρχικού ανοίγματος

    1.   Η αξία ανοίγματος είναι το ονομαστικό ποσό κάθε σύμβασης πολλαπλασιασμένο επί τα ποσοστά που αναφέρονται στον πίνακα 3:

    Πίνακας 3

    Αρχική ληκτότητα

    Συμβάσεις επιτοκίου

    Συμβάσεις που αφορούν τιμές συναλλάγματος και χρυσό

    Ένα έτος ή λιγότερο

    0,5 %

    2 %

    Πάνω από ένα έτος αλλά όχι περισσότερο από δύο έτη

    1 %

    5 %

    Για κάθε επιπλέον έτος

    1 %

    3 %

    2.   Για τον υπολογισμό της αξίας ανοίγματος των συμβάσεων επιτοκίου, ένα ίδρυμα μπορεί να επιλέξει είτε την αρχική είτε την εναπομένουσα ληκτότητα.

    Τμήμα 5

    Τυποποιημένη μέθοδο

    Άρθρο 276

    Τυποποιημένη μέθοδος

    1.   Τα ιδρύματα μπορούν να χρησιμοποιούν την τυποποιημένη μέθοδο (εφεξής «SM») μόνο για τον υπολογισμό της αξίας ανοίγματος εξωχρηματιστηριακών παραγώγων και συναλλαγών με μακρά προθεσμία διακανονισμού.

    2.   Κατά την εφαρμογή της τυποποιημένης μεθόδου, τα ιδρύματα υπολογίζουν την αξία ανοίγματος χωριστά για κάθε συμψηφιστικό σύνολο, αφαιρουμένων των εξασφαλίσεων, ως εξής:

    Formula

    όπου:

    CMV

    =

    η τρέχουσα αγοραία αξία του χαρτοφυλακίου με τις συναλλαγες στο συμψηφιστικό σύνολο με τον αντισυμβαλλόμενο συμπεριλαμβανομένων των εξασφαλίσεων, όπου:

    Formula

    όπου:

    CMVi

    =

    η τρέχουσα αγοραία αξία της συναλλαγής I,

    CΜC

    =

    η τρέχουσα αγοραία αξία των εξασφαλίσεων που μεταβιβάζονται στο συμψηφιστικό σύνολο, όπου:

    Formula

    όπου:

    CMCl

    =

    η τρέχουσα αγοραία αξία των εξασφαλίσεων l,

    i

    =

    ο δείκτης που αναφέρεται στην i-οστή συναλλαγή,

    l

    =

    ο δείκτης που αναφέρεται στην l-οστή εξασφάλιση,

    j

    =

    ο δείκτης που αναφέρεται στην j-οστή κατηγορία αντισταθμιστικού συνόλου.

    Τα αντισταθμιστικά σύνολα για το συγκεκριμένο σκοπό αντιστοιχούν σε παράγοντες κινδύνου για τους οποίους μπορεί να γίνει συμψηφισμός των θέσεων με αντίθετο πρόσημο ώστε να προκύψει μια καθαρή θέση κινδύνου στην οποία βασίζεται στη συνέχεια η μέτρηση του ανοίγματος,

    RPTij

    =

    η θέση κινδύνου από τη συναλλαγή i σε σχέση με το αντισταθμιστικό σύνολο j,

    RPClj

    =

    η θέση κινδύνου από εξασφάλιση l σε σχέση με το αντισταθμιστικό σύνολο j,

    CCRMj

    =

    ο πολλαπλασιαστής πιστωτικού κινδύνου αντισυμβαλλομένου (CCR) του πίνακα 5 σε σχέση με το αντισταθμιστικό σύνολο j,

    β

    =

    1,4.

    3.   Για τους σκοπούς του υπολογισμού δυνάμει της παραγράφου 2:

    α)

    επιλέξιμη εξασφάλιση που λαμβάνεται από αντισυμβαλλόμενο θα έχει θετικό πρόσημο ενώ εξασφάλιση που παρέχεται σε αντισυμβαλλόμενο θα έχει αρνητικό πρόσημο,

    β)

    για την τυποποιημένη μέθοδο χρησιμοποιούνται μόνο εξασφαλίσεις που είναι αποδεκτές δυνάμει των άρθρων 197 και198 και του άρθρου 299 παράγραφος 2 στοιχείο δ),

    γ)

    τα ιδρύματα μπορούν να αγνοούν τον κίνδυνο επιτοκίου από σκέλη πληρωμής με εναπομένουσα ληκτότητα μικρότερη του ενός έτους,

    δ)

    τα ιδρύματα μπορούν να αντιμετωπίζουν ως ενιαία συνολική συναλλαγή τις συναλλαγές που αποτελούνται από δύο σκέλη πληρωμής που εκφράζονται στο ίδιο νόμισμα. Η αντιμετώπιση που επιφυλάσσεται στα σκέλη πληρωμής εφαρμόζεται στη συνολική συναλλαγή.

    Άρθρο 277

    Συναλλαγές με γραμμικό προφίλ κινδύνου

    1.   Τα ιδρύματα κατατάσσουν τις συναλλαγές με γραμμικό προφίλ κινδύνου για τις θέσεις κινδύνου σύμφωνα με τις κατωτέρω διατάξεις:

    α)

    οι συναλλαγές με γραμμικό προφίλ κινδύνου στις οποίες τα υποκείμενα χρηματοικονομικά μέσα είναι μετοχές (περιλαμβανομένων των δεικτών μετοχών), χρυσός, άλλα πολύτιμα μέταλλα ή άλλα βασικά εμπορεύματα αντιστοιχίζονται με μία θέση κινδύνου στη σχετική μετοχή (ή δείκτη μετοχών) ή στο σχετικό βασικό εμπόρευμα και με μία θέση κινδύνου επιτοκίου όσον αφορά το σκέλος πληρωμής,

    β)

    οι συναλλαγές με γραμμικό προφίλ κινδύνου στις οποίες το υποκείμενο μέσο είναι ένας χρεωστικός τίτλος αντιστοιχίζονται με μία θέση κινδύνου επιτοκίου για το χρεωστικό τίτλο και με μία άλλη θέση κινδύνου επιτοκίου για το σκέλος πληρωμής,

    γ)

    οι συναλλαγές με γραμμικό προφίλ κινδύνου που προβλέπουν ανταλλαγή πληρωμής έναντι πληρωμής περιλαμβανομένων των προθεσμιακών συμφωνιών συναλλάγματος αντιστοιχίζονται με μία θέση κινδύνου επιτοκίου για καθένα από τα σκέλη πληρωμής.

    Εάν, βάσει μιας συναλλαγής που αναφέρεται στα στοιχεία α), β) ή γ), ένα σκέλος πληρωμής ή ο υποκείμενος χρεωστικός τίτλος είναι εκφρασμένα σε ξένο νόμισμα, το σκέλος πληρωμής ή ο υποκείμενος τίτλος κατατάσσεται επίσης σε θέση κινδύνου στο εν λόγω νόμισμα.

    2.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, το μέγεθος της θέσης κινδύνου από συναλλαγή με γραμμικό προφίλ κινδύνου ισούται με την πραγματική ονομαστική αξία (αγοραία τιμή πολλαπλασιασμένη με την ποσότητα) των υποκείμενων χρηματοπιστωτικών μέσων ή βασικών εμπορευμάτων υπολογιζόμενη στο εγχώριο νόμισμα του ιδρύματος, με πολλαπλασιασμό με τη σχετική συναλλαγματική ισοτιμία, εξαιρουμένων των χρεωστικών τίτλων.

    3.   Για τους χρεωστικούς τίτλους και τα σκέλη πληρωμής, το μέγεθος της θέσης κινδύνου ισούται με την πραγματική ονομαστική αξία των υπολειπόμενων ακαθάριστων πληρωμών (περιλαμβανομένου του ονομαστικού ποσού), υπολογιζόμενη στο νόμισμα του κράτους μέλους προέλευσης, πολλαπλασιασμένη με την τροποποιημένη μέση σταθμική διάρκεια του χρεωστικού τίτλου ή του σκέλους πληρωμής, ανάλογα με την περίπτωση.

    4.   Το μέγεθος μιας θέσης κινδύνου από συμφωνία ανταλλαγής κινδύνου αθέτησης ισούται με την ονομαστική αξία του χρεωστικού τίτλου αναφοράς πολλαπλασιασμένη με την εναπομένουσα ληκτότητα της συμφωνίας ανταλλαγής κινδύνου αθέτησης.

    Άρθρο 278

    Συναλλαγές με μη γραμμικό προφίλ κινδύνου

    1.   Τα ιδρύματα προσδιορίζουν το μέγεθος των θέσεων κινδύνου για συναλλαγές με μη γραμμικό προφίλ κινδύνου σύμφωνα με τις ακόλουθες παραγράφους.

    2.   Το μέγεθος της θέσης κινδύνου από εξωχρηματιστηριακό παράγωγο με μη γραμμικό προφίλ κινδύνου περιλαμβανομένων των δικαιωμάτων προαίρεσης και των δικαιωμάτων προαίρεσης επί συμφωνιών ανταλλαγής του οποίου το υποκείμενο μέσο δεν είναι χρεωστικός τίτλος ή σκέλος πληρωμής ισούται με τη δέλτα-ισοδύναμη πραγματική ονομαστική αξία του υποκείμενου χρηματοπιστωτικού μέσου της συναλλαγής σύμφωνα με το άρθρο 280 παράγραφος 1.

    3.   Το μέγεθος της θέσης κινδύνου από εξωχρηματιστηριακό παράγωγο με μη γραμμικό προφίλ κινδύνου περιλαμβανομένων των δικαιωμάτων προαίρεσης και των δικαιωμάτων προαίρεσης επί συμφωνιών ανταλλαγής με υποκείμενο μέσο ένα χρεωστικό τίτλο ή ένα σκέλος πληρωμής ισούται με την δέλτα-ισοδύναμη πραγματική ονομαστική αξία του χρηματοπιστωτικού μέσου ή του σκέλους πληρωμής, πολλαπλασιασμένη με την τροποποιημένη μέση σταθμική διάρκεια του χρεωστικού τίτλου ή του σκέλους πληρωμής, αντίστοιχα.

    Άρθρο 279

    Διαχείριση των εξασφαλίσεων

    Για τον προσδιορισμό των θέσεων κινδύνου, τα ιδρύματα αντιμετωπίζουν τις εξασφαλίσεις ως εξής:

    α)

    οι εξασφαλίσεις που έχουν εισπραχθεί από έναν αντισυμβαλλόμενο αντιμετωπίζονται ως απαίτηση έναντι του αντισυμβαλλομένου στο πλαίσιο μιας συμβασής παραγώγου (θέση αγοράς) που λήγει κατά την ημερομηνία του προσδιορισμού,

    β)

    οι εξασφαλίσεις που παρέχονται στον αντισυμβαλλόμενο αντιμετωπίζονται ως υποχρέωση προς τον αντισυμβαλλόμενο (αρνητική θέση) που λήγει την ημερομηνία του προσδιορισμού.

    Άρθρο 280

    Υπολογισμός των θέσεων κινδύνου

    1.   Ένα ίδρυμα προσδιορίζει το μέγεθος και το πρόσημο μιας θέσης κινδύνου ως εξής:

    α)

    για όλα τα μέσα εκτός από τους χρεωστικούς τίτλους:

    i)

    ως την πραγματική ονομαστική αξία σε περίπτωση συναλλαγής με γραμμικό προφίλ κινδύνου,

    ii)

    ως τη δέλτα-ισοδύναμη ονομαστική αξία,

    Formula

    , σε περίπτωση συναλλαγής με μη γραμμικό προφίλ κινδύνου,

    όπου:

    Pref

    =

    η τιμή του υποκείμενου μέσου εκπεφρασμένου στο νόμισμα αναφοράς,

    V

    =

    η αξία του χρηματοοικονομικπύ μέσου (στην περίπτωση δικαιώματος προαίρεσης: η αξία είναι η τιμή του δικαιώματος προαίρεσης),

    p

    =

    η τιμή του υποκείμενου μέσου εκπεφρασμένου στο ίδιο νόμισμα όπως V,

    β)

    για χρεωστικούς τίτλους και τα σκέλη πληρωμής όλων των συναλλαγών:

    i)

    ως την πραγματική ονομαστική αξία πολλαπλασιασμένη επί την τροποποιημένη μέση σταθμική διάρκεια σε περίπτωση συναλλαγής με γραμμικό προφίλ κινδύνου,

    ii)

    ως τη δέλτα-ισοδύναμη ονομαστική αξία πολλαπλασιασμένη επί την τροποποιημένη μέση σταθμική διάρκεια,

    Formula

    , σε περίπτωση συναλλαγής με μη γραμμικό προφίλ κινδύνου,

    όπου:

    V

    =

    η αξία του χρηματοοικονομικού μέσου (στην περίπτωση δικαιώματος προαίρεσης: η αξία είναι η τιμή του δικαιώματος προαίρεσης),

    r

    =

    επίπεδο επιτοκίου.

    Εάν το V εκφράζεται σε νόμισμα διαφορετικό από το νόμισμα αναφοράς, το παράγωγο μετατρέπεται σε νόμισμα αναφοράς με πολλαπλασιασμό με τη σχετική συναλλαγματική ισοτιμία.

    2.   Τα ιδρύματα κατατάσσουν τις θέσεις κινδύνου σε αντισταθμιστικά σύνολα. Για κάθε αντισταθμιστικό σύνολο υπολογίζεται η απόλυτη τιμή του αθροίσματος των απορρεουσών θέσεων κινδύνου. Η «καθαρή θέση κινδύνου» είναι το αποτέλεσμα αυτού του υπολογισμού και θα υπολογίζεται για τους σκοπούς του άρθρου 276 παράγραφος 2 ως εξής:

    Formula

    Άρθρο 281

    Θέσεις κινδύνου επιτοκίου

    1.   Προκειμένου να υπολογίσουν τη θέση κινδύνου επιτοκίου, τα ιδρύματα εφαρμόζουν τις κατωτέρω διατάξεις:

    2.   Για τις θέσεις κινδύνου επιτοκίου από τα εξής:

    α)

    καταθέσεις χρηματικών ποσών που εισπράχθηκαν από τον αντισυμβαλλόμενο ως εξασφάλιση,

    β)

    σκέλη πληρωμής,

    γ)

    υποκείμενους χρεωστικούς τίτλους,

    στα οποία εφαρμόζεται σε κάθε περίπτωση κεφαλαιακή απαίτηση ίση με ή μικρότερη του 1,60 % σύμφωνα με τον πίνακα 1 του άρθρου 336, τα ιδρύματα αντιστοιχίζουν τις θέσεις αυτές σε ένα από τα έξι αντισταθμιστικά σύνολα που προβλέπονται στον πίνακα 4 για κάθε νόμισμα.

    Πίνακας 4

     

    Κρατικά επιτόκια αναφοράς

    Μη κρατικά επιτόκια αναφοράς

    Ληκτότητα

    < 1 έτος

    < 1 έτος

    > 1 ≤ 5 έτη

    > 1 ≤ 5 έτη

    > 5 έτη

    > 5 έτη

    3.   Για τις θέσεις κινδύνου επιτοκίου από υποκείμενους χρεωστικούς τίτλους ή σκέλη πληρωμής για τα οποία το επιτόκιο συνδέεται με επιτόκιο αναφοράς που αντιπροσωπεύει ένα γενικό επίπεδο επιτοκίων της αγοράς, η εναπομένουσα ληκτότητα ισούται με το χρονικό διάστημα έως την επόμενη αναπροσαρμογή του επιτοκίου. Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, ισούται με την εναπομένουσα διάρκεια του υποκείμενου χρεωστικού τίτλου ή, στην περίπτωση σκέλους πληρωμής, με την εναπομένουσα διάρκεια της συναλλαγής.

    Άρθρο 282

    Αντισταθμιστικά σύνολα

    1.   Τα ιδρύματα δημιουργούν αντισταθμιστικά σύνολα σύμφωνα με τις παραγράφους 2 έως 5.

    2.   Σε κάθε εκδότη χρεωστικού τίτλου αναφοράς που αποτελεί το υποκείμενο μέσο σύμβασης ανταλλαγής κινδύνου αθέτησης αντιστοιχεί ένα αντισταθμιστικό σύνολο.

    Οι συμφωνίες καλαθιού «νιοστού βαθμού αθέτησης» ανταλλαγής κινδύνου αθέτησης αντιμετωπίζονται ως εξής:

    α)

    το μέγεθος της θέσης κινδύνου για ένα χρεωστικό τίτλο αναφοράς που περιλαμβάνεται σε καλάθι καλυπτόμενο από συμφωνία ανταλλαγής κινδύνου αθέτησης «νιοστού βαθμού αθέτησης» είναι η πραγματική ονομαστική αξία του χρεωστικού τίτλου αναφοράς, πολλαπλασιασμένη επί τον τροποποιημένο μέσο σταθμικό δείκτη διάρκειας του παραγώγου νιοστού βαθμού αθέτησης όσον αφορά τη μεταβολή του πιστωτικού περιθωρίου του χρεωστικού τίτλου αναφοράς,

    β)

    για κάθε χρεωστικό τίτλο αναφοράς που περιλαμβάνεται σε καλάθι υποκείμενο σε δεδομένη συμφωνία ανταλλαγής κινδύνου αθέτησης «νιοστού βαθμού αθέτησης» υπάρχει ένα αντισταθμιστικό σύνολο. Θέσεις κινδύνου από διαφορετικές συμφωνίες ανταλλαγής κινδύνου αθέτησης «νιοστού βαθμού αθέτησης» δεν περιλαμβάνονται στο ίδιο αντισταθμιστικό σύνολο,

    γ)

    ο πολλαπλασιαστής πιστωτικού κινδύνου αντισυμβαλλομένου (CCR) που εφαρμόζεται σε κάθε αντισταθμιστικό σύνολο που δημιουργείται για έναν χρεωστικό τίτλο αναφοράς ενός παραγώγου νιοστού βαθμού αθέτησης είναι:

    i)

    0,3 % για χρεωστικούς τίτλους αναφοράς που έχουν πιστοληπτική αξιολόγηση από αναγνωρισμένο ΕΟΠΑ ισοδύναμη με βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας 1 έως 3,

    ii)

    0,6 % για άλλους χρεωστικούς τίτλους.

    3.   Για τις θέσεις κινδύνου επιτοκίου από τα εξής:

    α)

    καταθέσεις χρηματικών ποσών που εκχωρούνται από τον αντισυμβαλλόμενο ως εξασφάλιση όταν ο αντισυμβαλλόμενος αυτός δεν έχει δανειακές ανεξόφλητες οφειλές χαμηλού ειδικού κινδύνου,

    β)

    υποκείμενοι χρεωστικοί τίτλοι, στους οποίους σύμφωνα με τον πίνακα 1 του άρθρου 336 εφαρμόζεται κεφαλαιακή επιβάρυνση άνω του 1,60 %.

    Υπάρχει ένα αντισταθμιστικό σύνολο για κάθε εκδότη.

    Όταν ένα σκέλος πληρωμής προσομοιάζει έναν τέτοιο χρεωστικό τίτλο, σε κάθε εκδότη χρεωστικού τίτλου αναφοράς αντιστοιχεί επίσης ένα αντισταθμιστικό σύνολο.

    Τα ιδρύματα μπορούν να υπαγάγουν στο ίδιο αντισταθμιστικό σύνολο τις θέσεις κινδύνου από χρεωστικούς τίτλους συγκεκριμένου εκδότη ή από χρεωστικούς τίτλους αναφοράς του ιδίου εκδότη τους οποίους προσομοιάζουν σκέλη πληρωμής ή οι οποίοι αποτελούν το υποκείμενο μέσο συμφωνίας ανταλλαγής κινδύνου αθέτησης.

    4.   Τα υποκείμενα χρηματοοικονομικά μέσα εκτός των χρεωστικών τίτλων υπάγονται στα ίδια αντισταθμιστικά σύνολα μόνον εάν είναι ίδια ή όμοια μέσα. Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις υπάγονται σε διαφορετικά αντισταθμιστικά σύνολα.

    Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, τα ιδρύματα προσδιορίζουν εάν τα υποκείμενα μέσα είναι όμοια σύμφωνα με τις κατωτέρω αρχές:

    α)

    στην περίπτωση των μετοχών, το υποκείμενο μέσο είναι όμοιο εάν έχει εκδοθεί από τον ίδιο εκδότη. Ένας δείκτης μετοχών αντιμετωπίζεται ως χωριστός εκδότης,

    β)

    στην περίπτωση των πολύτιμων μετάλλων, όμοια είναι τα υποκείμενα μέσα που αφορούν το ίδιο μέταλλο. Ένας δείκτης πολύτιμων μετάλλων αντιμετωπίζεται ως χωριστό πολύτιμο μέταλλο,

    γ)

    στην περίπτωση της ηλεκτρικής ενέργειας, όμοια είναι εκείνα τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις παροχής που αφορούν την ίδια περίοδο αιχμής ή εκτός αιχμής φορτίου εντός οποιασδήποτε διακοπής οποιοδήποτε 24ώρου,

    δ)

    στην περίπτωση των βασικών εμπορευμάτων, όμοια είναι τα υποκείμενα μέσα που αφορούν το ίδιο βασικό εμπόρευμα. Ένας δείκτης βασικών εμπορευμάτων αντιμετωπίζεται ως χωριστό βασικό εμπόρευμα.

    5.   Οι πολλαπλασιαστές πιστωτικού κινδύνου αντισυμβαλλομένου (εφεξής «CCRM») για τις διάφορες κατηγορίες αντισταθμιστικών συνόλων παρατίθενται στον ακόλουθο πίνακα:

    Πίνακας 5

     

    Κατηγορίες αντισταθμιστικών συνόλων

    CCRM

    1.

    Επιτόκια

    0,2 %

    2.

    Επιτόκια για θέσεις κινδύνου από χρεωστικούς τίτλους αναφοράς που αποτελούν υποκείμενο μέσο συμφωνίας ανταλλαγής κινδύνου αθέτησης και στους οποίους εφαρμόζεται κεφαλαιακή απαίτηση ίση με ή μικρότερη του 1,60 % σύμφωνα με τον πίνακα 1 στον τίτλο IV κεφάλαιο 2.

    0,3 %

    3.

    Επιτόκια για θέσεις κινδύνου από χρεωστικούς τίτλους ή χρεωστικούς τίτλους αναφοράς στους οποίους εφαρμόζεται κεφαλαιακή απαίτηση μεγαλύτερη του 1,60 % σύμφωνα με τον πίνακα 1 στον τίτλο IV κεφαλαίο 2.

    0,6 %

    4.

    Συναλλαγματικές ισοτιμίες

    2,5 %

    5.

    Ηλεκτρική ενέργεια

    4 %

    6.

    Χρυσός

    5 %

    7.

    Μετοχές

    7 %

    8.

    Πολύτιμα μέταλλα (εκτός χρυσού)

    8,5 %

    9.

    Άλλα βασικά εμπορεύματα (εκτός των πολυτίμων μετάλλων και ηλεκτρικής ενέργειας)

    10 %

    10.

    Υποκείμενα μέσα εξωχρηματιστηριακών παραγώγων που δεν εμπίπτουν σε καμία από τις ανωτέρω κατηγορίες

    10 %

    Τα υποκείμενα μέσα εξωχρηματιστηριακών παραγώγων που αναφέρονται στο σημείο 10 του πίνακα 5 υπάγονται σε χωριστά αντισταθμιστικά σύνολα για κάθε κατηγορία υποκείμενου χρηματοπιστωτικού μέσου.

    6.   Για συναλλαγές με μη γραμμικό προφίλ κινδύνου ή για σκέλη πληρωμής και συναλλαγές με υποκείμενο μέσο χρεωστικούς τίτλους για τις οποίες το ίδρυμα δεν μπορεί να προσδιορίσει τον συντελεστή δέλτα ή την τροποποιημένη μέση σταθμική διάρκεια, ανάλογα με την περίπτωση, με ένα εγκεκριμένο από τις αρμόδιες αρχές υπόδειγμα προσδιορισμού των ελάχιστων απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για κίνδυνο αγοράς, οι αρμόδιες αρχές προσδιορίζουν με συντηρητικό τρόπο το μέγεθος των θέσεων κινδύνου και τους εφαρμοστέους CCRMjή απαιτούν τη χρήση της μεθόδου που προβλέπεται στο τμήμα 3. Ο συμψηφισμός δεν αναγνωρίζεται (αυτό σημαίνει ότι η αξία του ανοίγματος προσδιορίζεται σαν να υπήρχε ένα συμψηφιστικό σύνολο που περιέχει μόνο την μεμονωμένη συναλλαγή).

    7.   Ένα ίδρυμα εφαρμόζει εσωτερικές διαδικασίες προκειμένου να επαληθεύσει ότι, προτού συμπεριλάβει μια συναλλαγή σε αντισταθμιστικό σύνολο, η συναλλαγή καλύπτεται από νομικά εκτελεστή σύμβαση συμψηφισμού που ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του τμήματος 7.

    8.   Ένα ίδρυμα που χρησιμοποιεί εξασφαλίσεις για τη μείωση του CCR του εφαρμόζει εσωτερικές διαδικασίες που του επιτρέπουν να επαληθεύει, προτού ληφθεί υπόψη η επίδρασή τους στους υπολογισμούς του, ότι οι εξασφαλίσεις πληρούν τα κατάλληλα πρότυπα ασφάλειας δικαίου που αναφέρονται στο κεφάλαιο 4.

    Τμήμα 6

    Μέθοδο εσωτερικών υποδειγμάτων

    Άρθρο 283

    Άδεια χρήσης της μεθόδου εσωτερικών υποδειγμάτων

    1.   Εφόσον οι αρμόδιες αρχές βεβαιωθούν ότι ένα ίδρυμα πληροί την προϋπόθεση της παραγράφου 2, επιτρέπουν στο εν λόγω ίδρυμα να χρησιμοποιεί τη μέθοδο εσωτερικών υποδειγμάτων (ΜΕΥ) για να υπολογίζουν την αξία ανοίγματος οποιασδήποτε από τις ακόλουθες συναλλαγές:

    α)

    συναλλαγές του άρθρου 273 παράγραφος 2 στοιχείο α),

    β)

    συναλλαγές του άρθρου 273 παράγραφος 2 στοιχεία β), γ) και δ),

    γ)

    συναλλαγές του άρθρου 273 παράγραφος 2 στοιχεία α) έως δ).

    Εάν ένα ίδρυμα έχει άδεια να χρησιμοποιεί τη μέθοδο εσωτερικών υποδειγμάτων (ΜΕΥ) για να υπολογίζει την αξία ανοίγματος για τις συναλλαγές που αναφέρονται στα στοιχεία α) έως γ) του πρώτου εδαφίου, μπορεί επίσης να την χρησιμοποιεί και για τις συναλλαγές του άρθρου 273 παράγραφος 2 στοιχείο ε).

    Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 273 παράγραφος 1 τρίτο εδάφιο, τα ιδρύματα δύνανται να επιλέγουν να μην εφαρμόζουν τη μέθοδο αυτή σε ανοίγματα που είναι επουσιώδη από πλευράς μεγέθους και κινδύνου. Σε αυτή την περίπτωση, τα ιδρύματα εφαρμόζουν στα ανοίγματα μία από τις μεθόδους που προβλέπονται στα τμήματα 3 έως 5 εφόσον πληρούνται οι σχετικές απαιτήσεις της.

    2.   Οι αρμόδιες αρχές επιτρέπουν στα ιδρύματα να χρησιμοποιούν τη ΜΕΥ για τους υπολογισμούς που αναφέρονται στην παράγραφο 1 μόνο εάν το ίδρυμα έχει αποδείξει ότι συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις που προβλέπονται στο παρόν τμήμα και οι αρμόδιες αρχές έχουν επαληθεύσει ότι τα συστήματα του ιδρύματος για τη διαχείριση του CCR είναι αξιόπιστα και εφαρμόζονται στο ακέραιο.

    3.   Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν στα ιδρύματα για περιορισμένη χρονική περίοδο να εφαρμόζουν τη ΜΕΥ κατά σειρά σε διάφορους τύπους συναλλαγών. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου τα ιδρύματα μπορούν να χρησιμοποιούν τις μεθόδους που προβλέπονται στο τμήμα 3 ή 5 για είδη συναλλαγών για τα οποία δεν χρησιμοποιούν τη ΜΕΥ.

    4.   Για όλες τις συναλλαγές εξωχρηματιστηριακών παραγώγων και τις συναλλαγές με μακρά προθεσμία διακανονισμού για τις οποίες ένα ίδρυμα δεν έχει λάβει άδεια δυνάμει της παραγράφου 1 να χρησιμοποιεί τη ΜΕΥ, το ίδρυμα χρησιμοποιεί τις μεθόδους που εκτίθενται στο τμήμα 3 ή το τμήμα 5.

    Οι εν λόγω μέθοδοι μπορούν να χρησιμοποιούνται συνδυαστικά σε μόνιμη βάση εντός ενός ομίλου. Στο πλαίσιο ενός ιδρύματος, οι εν λόγω μέθοδοι μπορούν να χρησιμοποιούνται συνδυαστικά μόνο εάν μία από τις μεθόδους χρησιμοποιείται για τις περιπτώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 282 παράγραφος 6.

    5.   Ένα ίδρυμα που έχει άδεια σύμφωνα με την παράγραφο 1 να χρησιμοποιεί τη ΜΕΥ δεν επιστρέφει στη χρήση των μεθόδων που προβλέπονται στο τμήμα 3 ή στο τμήμα 5, εκτός εάν του έχει επιτραπεί να το πράξει από την αρμόδια αρχή. Οι αρμόδιες αρχές χορηγούν τη σχετική άδεια μόνο για αποδεδειγμένα βάσιμους λόγους.

    6.   Εάν ένα ίδρυμα παύσει να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις που ορίζονται στο παρόν τμήμα, ενημερώνει την αρμόδια αρχή και κάνει ένα από τα ακόλουθα:

    α)

    να παρουσιάσει στην αρμόδια αρχή σχέδιο για την έγκαιρη επιστροφή στη συμμόρφωση,

    β)

    αποδεικνύει στις αρμόδιες αρχές ότι οι επιπτώσεις της μη συμμόρφωσης είναι επουσιώδεις.

    Άρθρο 284

    Αξία ανοίγματος

    1.   Εάν ένα ίδρυμα έχει άδεια δυνάμει του άρθρου 283 παράγραφος 1 να χρησιμοποιεί τη μέθοδο εσωτερικών υποδειγμάτων (ΜΕΥ) για να υπολογίζει την αξία ανοίγματος για μερικές ή όλες τις συναλλαγές που αναφέρονται στην εν λόγω παράγραφο, υπολογίζει την αξία ανοίγματος των ανωτέρω συναλλαγών σε επίπεδο συμψηφιστικού συνόλου.

    Το υπόδειγμα που χρησιμοποιεί το ίδρυμα για τον σκοπό αυτόν:

    α)

    προσδιορίζει την προγνωστική κατανομή για μεταβολές της αγοραίας αξίας του συμψηφιστικού συνόλου που μπορούν να αποδοθούν σε κοινές μεταβολές των σχετικών μεταβλητών της αγοράς όπως επιτόκια ή ισοτιμίες ξένου συναλλάγματος,

    β)

    υπολογίζει την αξία ανοίγματος για το συμψηφιστικό σύνολο σε κάθε μελλοντική ημερομηνία με βάση τις κοινές μεταβολές των μεταβλητών της αγοράς.

    2.   Προκειμένου να αποτυπώνει τα αποτελέσματα των συμφωνιών περιθωρίου, το υπόδειγμα της αξίας εξασφάλισης πρέπει να πληροί τις ποιοτικές και ποσοτικές απαιτήσεις και τις απαιτήσεις δεδομένων που ισχύουν για το υπόδειγμα της ΜΕΥ σύμφωνα με το παρόν τμήμα και το ίδρυμα μπορεί να συμπεριλαμβάνει στις προγνωστικές κατανομές του για μεταβολές της αγοραίας αξίας του συμψηφιστικού συνόλου μόνο επιλέξιμες χρηματοοικονομικές εξασφαλίσεις όπως αναφέρονται στα άρθρα 197 και 198 και στο άρθρο 299 παράγραφος 2 στοιχεία γ) και δ).

    3.   Η απαίτηση ιδίων κεφαλαίων για τον πιστωτικό κίνδυνο αντισυμβαλλομένου όσον αφορά τα ανοίγματα CCR στα οποία εφαρμόζει ένα ίδρυμα τη ΜΕΥ είναι το υψηλότερο από τα κατωτέρω:

    α)

    την απαίτηση ιδίων κεφαλαίων για τα εν λόγω ανοίγματα που υπολογίζονται βάσει του πραγματικού αναμενόμενου θετικού ανοίγματος («πραγματικό ΕΡΕ») με τη χρήση τρεχόντων δεδομένων της αγοράς,

    β)

    την απαίτηση ιδίων κεφαλαίων για τα εν λόγω ανοίγματα που υπολογίζονται βάσει του πραγματικού αναμενόμενου θετικού ανοίγματος («πραγματικό ΕΡΕ») με τη χρήση ενιαίας και συνεκτικής βαθμονόμησης ακραίων καταστάσεων για όλα τα ανοίγματα CCR στα οποία εφαρμόζουν τη ΜΕΥ.

    4.   Εκτός από τους αντισυμβαλλομένους που έχει προσδιοριστεί ότι έχουν ειδικό κίνδυνο δυσμενούς συσχέτισης και εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 291 παράγραφοι 4 και 5, τα ιδρύματα υπολογίζουν την αξία ανοίγματος ως το γινόμενο του άλφα α επί το πραγματικό EPE, ως εξής:

    Formula

    όπου:

    α

    =

    1.4, εκτός εάν οι αρμόδιες αρχές απαιτούν υψηλότερο α ή επιτρέπουν στα ιδρύματα να χρησιμοποιούν εσωτερικές εκτιμήσεις σύμφωνα με την παράγραφο 9.

    Το πραγματικό ΕΡΕ υπολογίζεται με εκτίμηση του αναμενόμενου ανοίγματος (ΕΕt) ως το μέσο άνοιγμα σε μια μελλοντική ημερομηνία t, όπου ο μέσος όρος λαμβάνεται με βάση πιθανές μελλοντικές τιμές των σχετικών παραγόντων κινδύνου της αγοράς.

    Το υπόδειγμα εκτιμά το ΕΕ σε σειρά μελλοντικών ημερομηνιών t1, t2, t3 κ.λπ.

    5.   Το πραγματικό ΕΕ υπολογίζεται αναδρομικά ως εξής:

    Formula

    όπου:

     

    η τρέχουσα ημερομηνία συμβολίζεται με t0,

     

    το πραγματικό ΕΕt0 ισούται με το τρέχον άνοιγμα.

    6.   Το πραγματικό ΕΡΕ είναι το μέσο πραγματικό ΕΕ κατά τη διάρκεια του πρώτου έτους του μελλοντικού ανοίγματος. Εάν όλα τα συμβόλαια του συμψηφιστικού συνόλου λήγουν εντός διαστήματος μικρότερου του ενός έτους, το ΕΡΕ είναι ο μέσος όρος του ΕΕ έως ότου λήξουν όλα τα συμβόλαια του συμψηφιστικού συνόλου. Το πραγματικό ΕΡΕ υπολογίζεται ως ο σταθμισμένος μέσος όρος του πραγματικού ΕΕ:

    Formula

    όπου οι συντελεστές στάθμισηςπρο Formula βλέπουν την περίπτωση κατά την οποία το μελλοντικό άνοιγμα υπολογίζεται σε ημερομηνίες που δεν ισαπέχουν η μία από την άλλη.

    7.   Τα ιδρύματα υπολογίζουν τις μετρήσεις αναμενόμενου ανοίγματος (EE) ή μεγίστου ανοίγματος με βάση κατανομή των ανοιγμάτων που λαμβάνει υπόψη την ενδεχόμενη μη κανονικότητα της κατανομής των ανοιγμάτων.

    8.   Ένα ίδρυμα μπορεί να χρησιμοποιήσει ένα μέτρο της κατανομής που να υπολογίζεται από το υπόδειγμα που είναι πιο συντηρητικό από το α πολλαπλασιαζόμενο με το πραγματικό ΕΡΕ όπως υπολογίζεται σύμφωνα με την εξίσωση της παραγράφου 4 για κάθε αντισυμβαλλόμενο.

    9.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 4, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν στα ιδρύματα να χρησιμοποιούν δικές τους εκτιμήσεις για το α, όπου:

    α)

    το α ισούται με τον λόγο των εσωτερικών κεφαλαίων που προκύπτουν από πλήρη προσομοίωση του ανοίγματος πιστωτικού κινδύνου αντισυμβαλλομένων για τους διάφορους αντισυμβαλλομένους (αριθμητής) προς τα εσωτερικά κεφάλαια με βάση το ΕΡΕ (παρονομαστής),

    β)

    στον παρονομαστή, το ΕΡΕ θα χρησιμοποιείται σαν να ήταν ένα σταθερό εναπομένον ποσό.

    Όταν εκτιμάται σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο, το α δεν μπορεί να είναι μικρότερο από 1,2.

    10.   Για τους σκοπούς της εκτίμησης του α δυνάμει της παραγράφου 9, ένα ίδρυμα εξασφαλίζει ότι ο αριθμητής και ο παρονομαστής υπολογίζονται με συνέπεια όσον αφορά τη μεθοδολογία ανάπτυξης υποδειγμάτων, τις προδιαγραφές των παραμέτρων και τη σύνθεση του χαρτοφυλακίου. Η μέθοδος που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό του α βασίζεται στη μέθοδο εσωτερικών κεφαλαίων του ιδρύματος, είναι καλά τεκμηριωμένη και υπόκειται σε ανεξάρτητη επικύρωση. Επιπλέον, το ίδρυμα επανεξετάζει τις εκτιμήσεις του για το άλφα (α)τουλάχιστον σε τριμηνιαία βάση, και συχνότερα όταν η σύνθεση του χαρτοφυλακίου μεταβάλλεται στην πάροδο του χρόνου. Το ίδρυμα επίσης αξιολογεί τον κίνδυνο του υποδείγματος.

    11.   Το ίδρυμα αποδεικνύει επαρκώς στις αρμόδιες αρχές ότι οι εσωτερικές του εκτιμήσεις του άλφα (α) αποτυπώνουν στον αριθμητή ουσιώδεις πηγές της εξάρτησης της κατανομής των αγοραίων τιμών των συναλλαγών ή των χαρτοφυλακίων συναλλαγών για διάφορους αντισυμβαλλομένους. Οι εσωτερικές εκτιμήσεις του άλφα (α) λαμβάνουν υπόψη τη διασπορά των χαρτοφυλακίων.

    12.   Κατά την εποπτεία της χρήσης εκτιμήσεων δυνάμει της παραγράφου 9, οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν υπόψη τη σημαντική μεταβολή στις εκτιμήσεις του άλφα (α) που προκύπτει από το ενδεχόμενο εσφαλμένου προσδιορισμού στα υποδείγματα που χρησιμοποιούνται για τον αριθμητή, ιδίως όταν υφίσταται κυρτότητα.

    13.   Όπου αρμόζει, οι μεταβλητότητες και οι συσχετίσεις παραγόντων κινδύνου της αγοράς που χρησιμοποιούνται στην από κοινού ανάπτυξη υποδειγμάτων κινδύνου αγοράς και πιστωτικού κινδύνου εξαρτώνται από τον παράγοντα πιστωτικού κινδύνου ώστε να αντανακλούν ενδεχόμενες αυξήσεις της μεταβλητότητας ή της συσχέτισης σε περιόδους οικονομικής ύφεσης.

    Άρθρο 285

    Αξία ανοίγματος για συμψηφιστικά σύνολα που υπόκεινται σε συμφωνία περιθωρίου

    1.   Εάν το συμψηφιστικό σύνολο υπόκειται σε συμφωνία περιθωρίου και καθημερινή αποτίμηση στις τρέχουσες τιμές αγοράς, ένα ίδρυμα μπορεί να χρησιμοποιεί ένα από τα ακόλουθα μέτρα του ΕΡΕ:

    α)

    το πραγματικό ΕΡΕ, χωρίς να λαμβάνει υπόψη τυχόν εξασφαλίσεις που τηρούνται ή παρέχονται ως περιθώριο συν τυχόν εξασφαλίσεις που έχουν παρασχεθεί στον αντισυμβαλλόμενο ανεξάρτητα από τη διαδικασία καθημερινής αποτίμησης και καθορισμού περιθωρίου του τρέχοντος ανοίγματος,

    β)

    το άθροισμα μιας προσαύξησης που αντανακλά την ενδεχόμενη αύξηση του ανοίγματος κατά την περίοδο κινδύνου περιθωρίου και της υψηλότερης από τις κατωτέρω τιμές:

    i)

    το τρέχον άνοιγμα συμπεριλαμβανομένων όλων των εξασφαλίσεων που τηρούνται ή παρέχονται, εκτός των εξασφαλίσεων που αποτελούν αντικείμενο απαίτησης ή διαφοράς,

    ii)

    το μεγαλύτερο καθαρό άνοιγμα, συμπεριλαμβανομένων των εξασφαλίσεων δυνάμει της συμφωνίας περιθωρίου, που δεν θα ενεργοποιούσε απαίτηση παροχής εξασφάλισης. Το εν λόγω ποσό πρέπει να αντικατοπτρίζει όλα τα εφαρμοστέα κατώφλια, τα ελάχιστα ποσά μεταφοράς, τα ανεξάρτητα ποσά και τα αρχικά περιθώρια δυνάμει της συμφωνίας περιθωρίου,

    γ)

    εάν το υπόδειγμα αποτυπώνει τις επιπτώσεις του καθορισμού περιθωρίου κατά την εκτίμηση του ΕΕ, το ίδρυμα μπορεί να χρησιμοποιεί απευθείας το μέτρο του ΕΕ του υποδείγματος στην εξίσωση του άρθρου 284 παράγραφος 5, με την επιφύλαξη της έγκρισης των αρμόδιων αρχών. Οι αρμόδιες αρχές χορηγούν τη σχετική άδεια μόνο εάν βεβαιωθούν ότι το υπόδειγμα αποτυπώνει κατάλληλα τις επιπτώσεις του καθορισμού περιθωρίου κατά την εκτίμηση του ΕΕ.

    Για τους σκοπούς του στοιχείου β), τα ιδρύματα υπολογίζουν την προσαύξηση ως την αναμενόμενη θετική μεταβολή της αξίας των συναλλαγών βάσει αποτίμησης στις τρέχουσες τιμές αγοράς κατά τη διάρκεια της περιόδου κινδύνου περιθωρίου. Οι μεταβολές της αξίας των εξασφαλίσεων αποτυπώνονται με τη χρήση των εποπτικών συντελεστών προσαρμογής μεταβλητότητας δυνάμει του κεφαλαίου 4 τμήμα 3 ή των εσωτερικών εκτιμήσεων προσαρμογής μεταβλητότητας της αναλυτικής μεθόδου χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων, αλλά δεν αναλαμβάνονται πληρωμές εξασφαλίσεων κατά τη διάρκεια της περιόδου κινδύνου περιθωρίου. Η περίοδος κινδύνου περιθωρίου υπόκειται στις ελάχιστες περιόδους που προβλέπονται στις παραγράφους 2 έως 5.

    2.   Για τις συναλλαγές που υπόκεινται σε καθημερινό επανακαθορισμό περιθωρίου και καθημερινή αποτίμηση στις τρέχουσες τιμές αγοράς, η περίοδος κινδύνου περιθωρίου που χρησιμοποιείται για τους σκοπούς ανάπτυξης υποδείγματος για την αξία ανοίγματος με συμφωνίες περιθωρίου δεν είναι μικρότερη από:

    α)

    5 εργάσιμες ημέρες για συμψηφιστικά σύνολα που αποτελούνται μόνο από συναλλαγές επαναγοράς ή συναλλαγές δανειοδοσίας ή δανειοληψίας τίτλων ή βασικών εμπορευμάτων και συναλλαγές δανεισμού σε λογαριασμό περιθωρίου ασφάλισης,

    β)

    δέκα εργάσιμες ημέρες για όλα τα άλλα συμψηφιστικά σύνολα.

    3.   Τα στοιχεία α) και β) της παραγράφου 2 υπόκεινται στις κατωτέρω εξαιρέσεις:

    α)

    για όλα τα συμψηφιστικά σύνολα όπου ο αριθμός των συναλλαγών υπερβαίνει τις 5 000 ανά πάσα στιγμή κατά τη διάρκεια ενός τριμήνου, η περίοδος κινδύνου περιθωρίου για το επόμενο τρίμηνο δεν μπορεί να είναι μικρότερη από 20 εργάσιμες ημέρες. Η εξαίρεση αυτή δεν ισχύει για τα ανοίγματα διαπραγμάτευσης των ιδρυμάτων,

    β)

    για όλα τα συμψηφιστικά σύνολα που περιλαμβάνουν μία ή περισσότερες συναλλαγές που αφορούν είτε μη ρευστοποιήσιμες εξασφαλίσεις είτε ένα εξωχρηματιστηριακό παράγωγο που δεν αντικαθίσταται εύκολα, η περίοδος κινδύνου περιθωρίου δεν μπορεί να είναι μικρότερη από 20 εργάσιμες ημέρες.

    Ένα ίδρυμα προσδιορίζει εάν μια εξασφάλιση είναι μη ρευστοποιήσιμη ή εάν τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα δεν αντικαθίστανται εύκολα υπό ακραίες συνθήκες αγοράς, χαρακτηριζόμενες από την απουσία ενεργών αγορών όπου ένας αντισυμβαλλόμενος, εντός δύο ημερών κατά μέγιστο, θα πετύχαινε πολλές προσφορές που δεν θα προκαλούσαν κίνηση στην αγορά ή δεν θα αντιπροσώπευαν έκπτωση της ονομαστικής αξίας (σε περίπτωση εξασφάλισης) ή πριμ (σε περίπτωση εξωχρηματιστηριακού παραγώγου).

    Ένα ίδρυμα εξετάζει εάν οι συναλλαγές ή οι τίτλοι που κατέχει ως εξασφάλιση συγκεντρώνονται σε ένα συγκεκριμένο αντισυμβαλλόμενο και εάν το ίδρυμα θα μπορούσε να αντικαταστήσει τις εν λόγω συναλλαγές ή τους τίτλους σε περίπτωση που ο εν λόγω αντισυμβαλλόμενος αποχωρούσε ξαφνικά από την αγορά.

    4.   Εάν το ίδρυμα έχει εμπλακεί σε περισσότερες από δύο διαφορές σχετικά με απαιτήσεις περιθωρίου για ένα συγκεκριμένο συμψηφιστικό σύνολο κατά τη διάρκεια των προηγούμενων δύο τριμήνων, οι οποίες διήρκεσαν περισσότερο από την εφαρμοστέα περίοδο κινδύνου περιθωρίου δυνάμει των παραγράφων 2 και 3, το ίδρυμα χρησιμοποιεί τουλάχιστον διπλάσια περίοδο κινδύνου περιθωρίου σε σχέση με την περίοδο που ορίζεται στις παραγράφους 2 και 3 για το εν λόγω συμψηφιστικό σύνολο για τα επόμενα δύο τρίμηνα.

    5.   Για τον επανακαθορισμό περιθωρίου με περιοδικότητα Ν ημερών, η περίοδος κινδύνου περιθωρίου είναι τουλάχιστον ίση με την περίοδο που ορίζεται στις παραγράφους 2 και 3, F, συν N ημέρες μείον μία ημέρα. Δηλαδή:

    Formula

    6.   Εάν το εσωτερικό υπόδειγμα περιλαμβάνει τις επιπτώσεις του καθορισμού περιθωρίου στις μεταβολές της αγοραίας αξίας του συμψηφιστικού συνόλου, το ίδρυμα αναπτύσσει ένα υπόδειγμα για τις εξασφαλίσεις, εκτός από τα μετρητά που είναι εκφρασμένα στο ίδιο νόμισμα με το άνοιγμα, μαζί με το άνοιγμα στους υπολογισμούς του για την αξία του ανοίγματος για εξωχρηματιστηριακά παράγωγα και συναλλαγές χρηματοδότησης τίτλων.

    7.   Εάν το ίδρυμα δεν μπορεί να αναπτύξει ένα υπόδειγμα μαζί με το άνοιγμα, δεν αναγνωρίζει στους υπολογισμούς του για την αξία του ανοίγματος για εξωχρηματιστηριακά παράγωγα και συναλλαγές χρηματοδότησης τίτλων τις επιπτώσεις των εξασφαλίσεων, εκτός από τα μετρητά που είναι εκφρασμένα στο ίδιο νόμισμα με το άνοιγμα, εκτός εάν χρησιμοποιεί είτε προσαρμογές μεταβλητότητας που πληρούν τα πρότυπα της αναλυτικής μεθόδου χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων με εσωτερικές εκτιμήσεις προσαρμογής μεταβλητότητας είτε τους εποπτικούς συντελεστές προσαρμογής μεταβλητότητας σύμφωνα με το κεφάλαιο 4.

    8.   Ένα ίδρυμα που χρησιμοποιεί τη ΜΕΥ αγνοεί στα υποδείγματά του τις επιπτώσεις της μείωσης της αξίας ανοίγματος που οφείλεται σε οποιαδήποτε ρήτρα συμφωνίας εξασφάλισης που απαιτεί την είσπραξη της εξασφάλισης όταν επιδεινώνεται η πιστωτική ποιότητα του αντισυμβαλλομένου.

    Άρθρο 286

    Διαχείριση CCR – Πολιτικές, διαδικασίες και συστήματα

    1.   Ένα ίδρυμα θεσπίζει και διατηρεί ένα πλαίσιο διαχείρισης CCR που αποτελείται από:

    α)

    πολιτικές, διαδικασίες και συστήματα για τη διασφάλιση του εντοπισμού, της μέτρησης, της έγκρισης και της εσωτερικής αναφοράς του CCR,

    β)

    διαδικασίες για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης με τις εν λόγω πολιτικές, τις διεργασίες και τα συστήματα.

    Οι σχετικές πολιτικές, διεργασίες και τα συστήματα είναι ενοιολογικώς βάσιμες και έχουν υλοποιηθεί και τεκμηριωθεί με άρτιο τρόπο. Η τεκμηρίωση περιλαμβάνει μια επεξήγηση των εμπειρικών τεχνικών που χρησιμοποιούνται για τη μέτρηση του CCR.

    2.   Το πλαίσιο διαχείρισης CCR που απαιτείται δυνάμει της παραγράφου 1 λαμβάνει υπόψη τους κινδύνους αγοράς, ρευστότητας, καθώς και τους νομικούς και λειτουργικούς κινδύνους που σχετίζονται με τον CCR. Συγκεκριμένα, το πλαίσιο διασφαλίζει ότι το ίδρυμα συμμορφώνεται με τις κατωτέρω αρχές:

    α)

    δεν συνάπτει επιχειρηματικές σχέσεις με αντισυμβαλλόμενο χωρίς να εκτιμήσει την πιστοληπτική του ικανότητα,

    β)

    λαμβάνει δεόντως υπόψη τον πιστωτικό κίνδυνο διακανονισμού και πριν τον διακανονισμό,

    γ)

    διαχειρίζεται αυτούς τους κινδύνους όσο πιο σφαιρικά είναι εφικτό σε επίπεδο αντισυμβαλλομένων μέσω της ενοποίησης των ανοιγμάτων CCR με άλλα πιστωτικά ανοίγματα και σε επίπεδο επιχείρησης.

    3.   Ένα ίδρυμα που χρησιμοποιεί τη ΜΕΥ διασφαλίζει ότι το πλαίσιο διαχείρισης CCR που χρησιμοποιεί λαμβάνει επαρκώς υπόψη κατά την κρίση της αρμόδιας αρχής τον κίνδυνο ρευστότητας όλων των κατωτέρω στοιχείων:

    α)

    ενδεχόμενες εισερχόμενες απαιτήσεις περιθωρίου στο πλαίσιο ανταλλαγών του περιθωρίου μεταβλητότητας ή άλλων τύπων περιθωρίου, όπως είναι το αρχικό ή το ανεξάρτητο περιθώριο, στο πλαίσιο δυσμενών κρίσεων της αγοράς,

    β)

    ενδεχόμενες εισερχόμενες απαιτήσεις επιστροφής της υπερβάλλουσας εξασφάλισης που παρασχέθηκε από αντισυμβαλλομένους,

    γ)

    απαιτήσεις που προκύπτουν από πιθανή υποβάθμιση της εξωτερικής αξιολόγησης πιστωτικής ποιότητας του ιδρύματος.

    Το ίδρυμα διασφαλίζει ότι η φύση και ο χρονικός ορίζοντας επαναχρησιμοποίησης των εξασφαλίσεων συνάδει με τις ανάγκες ρευστότητάς του και δεν θέτει σε κίνδυνο την ικανότητά του να παρέχει ή να επιστρέφει έγκαιρα εξασφαλίσεις.

    4.   Το διοικητικό όργανο και τα ανώτατα διοικητικά στελέχη ενός ιδρύματος συμμετέχουν ενεργά και διασφαλίζουν ότι διατίθενται επαρκείς πόροι για τη διαχείριση του CCR. Τα ανώτατα διοικητικά στελέχη έχουν επίγνωση των περιορισμών και των παραδοχών του υποδείγματος που χρησιμοποιείται και του αντικτύπου που μπορεί να έχουν στην αξιοπιστία του αποτελέσματος μέσω επίσημης διαδικασίας. Επίσης έχουν επίγνωση των αβεβαιοτήτων του περιβάλλοντος της αγοράς και των λειτουργικών ζητημάτων και του τρόπου με τον οποίο αυτά αντικατοπτρίζονται στο υπόδειγμα.

    5.   Οι καθημερινές εκθέσεις που καταρτίζονται σχετικά με τα ανοίγματα ενός ιδρύματος στον CCR σύμφωνα με το άρθρο 287 παράγραφος 2 στοιχείο β) αξιολογούνται σε επαρκώς ανώτατο διοικητικό επίπεδο που διαθέτει επαρκή εξουσία για να επιβάλλει μειώσεις τόσο στις θέσεις μεμονωμένων διαχειριστών πιστωτικού κινδύνου ή διαπραγματευτών όσο και στο ύψος του συνολικού ανοίγματος CCR του ιδρύματος.

    6.   Το πλαίσιο διαχείρισης CCR ενός ιδρύματος που θεσπίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 1 χρησιμοποιείται σε συνδυασμό με εσωτερικά πιστωτικά όρια ς και όρια διαπραγμάτευσης. Τα πιστωτικά όρια πίστης και όρια διαπραγμάτευσηςσυνδέονται με το υπόδειγμα μέτρησης κινδύνου του ιδρύματος κατά τρόπο συνεπή διαχρονικά, ο οποίος έχει γίνει καλά κατανοητός από τους διαχειριστές πιστωτικού κινδύνου, τους διαπραγματευτές και τα ανώτατα διοικητικά στελέχη. Τα ιδρύματα διαθέτουν επίσημη διαδικασία αναφοράς τυχόν υπερβάσεων των ορίων κινδύνου στο κατάλληλο διοικητικό επίπεδο.

    7.   Η μέτρηση του CCR από ένα ίδρυμα περιλαμβάνει τη μέτρηση της ημερήσιας και της ενδοημερήσιας χρήσης των πιστωτικών ορίων. Το ίδρυμα μετρά τα τρέχοντα ανοίγματα με και χωρίς συνυπολογισμό της εξασφάλισης. Σε επίπεδο χαρτοφυλακίου και αντισυμβαλλομένου, το ίδρυμα υπολογίζει και παρακολουθεί το μέγιστο άνοιγμα ή το δυνητικό μελλοντικό άνοιγμα (PFE) στο διάστημα εμπιστοσύνης που έχει επιλέξει το ίδρυμα. Το ίδρυμα λαμβάνει υπόψη μεγάλες ή συγκεντρωμένες θέσεις, μεταξύ άλλων ανά ομάδες συσχετιζόμενων αντισυμβαλλομένων, ανά κλάδο και ανά αγορά.

    8.   Ένα ίδρυμα θεσπίζει και διατηρεί ένα τρέχοντακτικό και αυστηρό πρόγραμμα προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων. Τα αποτελέσματα αυτής της προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων επανεξετάζονται τακτικά και τουλάχιστον ανά τρίμηνο από τα ανώτατα διοικητικά στελέχη και αντικατοπτρίζονται στις πολιτικές CCR και τα όρια που τίθενται από το διοικητικό όργανο ή ανώτατα διευθυντικά στελέχη. Όταν οι προσομοιώσεις ακραίων καταστάσεων αποκαλύπτουν ιδιαίτερες αδυναμίες για ένα δεδομένο σύνολο συνθηκών, το ίδρυμα λαμβάνει άμεσα μέτρα για τη διαχείριση αυτών των κινδύνων.

    Άρθρο 287

    Οργανωτικές δομές για τη διαχείριση CCR

    1.   Ένα ίδρυμα που χρησιμοποιεί τη ΜΕΥ θεσπίζει και διατηρεί:

    α)

    μια μονάδα ελέγχου κινδύνων που συμμορφώνεται με την παράγραφο 2,

    β)

    μια μονάδα διαχείρισης των εξασφαλίσεων που συμμορφώνεται με την παράγραφο 3.

    2.   Η μονάδα ελέγχου κινδύνων είναι υπεύθυνη για τον σχεδιασμό και την υλοποίηση της διαχείρισης CCR που εφαρμόζει το ίδρυμα, συμπεριλαμβανομένης της αρχικής και της συνεχιζόμενης επικύρωσης του υποδείγματος, εκτελεί όλες τις κατωτέρω λειτουργίες και πληροί όλες τις κατωτέρω απαιτήσεις:

    α)

    είναι υπεύθυνη για τον σχεδιασμό και την υλοποίηση του συστήματος διαχείρισης CCR του ιδρύματος,

    β)

    συντάσσει καθημερινές εκθέσεις και αναλύει τα αποτελέσματα του υποδείγματος διαχείρισης κινδύνων του ιδρύματος. Η ανάλυση περιλαμβάνει αξιολόγηση της σχέσης μεταξύ μέτρων των αξιών ανοιγμάτων CCR και των ορίων διαπραγμάτευσης,

    γ)

    ελέγχει την ακεραιότητα των δεδομένων που εισάγονται και παράγει και αναλύει εκθέσεις σχετικά με τα αποτελέσματα του υποδείγματος μέτρησης κινδύνου του ιδρύματος, συμπεριλαμβανομένης της αξιολόγησης της σχέσης μεταξύ μέτρων έκθεσης σε κίνδυνο και ορίων πίστης και διαπραγμάτευσης,

    δ)

    είναι ανεξάρτητη από τις μονάδες που είναι υπεύθυνες για τη δημιουργία, την ανανέωση ή την διαπραγμάτευσης ανοιγμάτων και δεν υπόκειται σε αδικαιολόγητες επιρροές,

    ε)

    έχει επαρκή στελέχωση,

    στ)

    αναφέρεται απευθείας στα ανώτατα διοικητικά στελέχη του ιδρύματος,

    ζ)

    το έργο της θα συνδυάζεται στενά με την καθημερινή διαδικασία διαχείρισης του πιστωτικού κινδύνου του ιδρύματος,

    η)

    τα αποτελέσματα των εργασιών της συνιστούν ουσιώδες στοιχείο της διαδικασίας προγραμματισμού, παρακολούθησης και ελέγχου του προφίλ πιστωτικού και συνολικού κινδύνου του ιδρύματος.

    3.   Η μονάδα διαχείρισης των εξασφαλίσεων διεξάγει τα ακόλουθα καθήκοντα και λειτουργίες:

    α)

    υπολογίζει και πραγματοποιεί απαιτήσεις περιθωρίου, διαχειρίζεται τις διαφορές σχετικά με απαιτήσεις περιθωρίου και τα επίπεδα αναφοράς ανεξάρτητων ποσών, αρχικών περιθωρίων και περιθωρίων μεταβλητότητας σε καθημερινή βάση,

    β)

    ελέγχει την ακεραιότητα των δεδομένων που χρησιμοποιούνται για τις απαιτήσεις περιθωρίου και διασφαλίζει ότι είναι συνεπείς και ότι τακτικά συμφωνούνται με όλες τις σχετικές πηγές δεδομένων του ιδρύματος,

    γ)

    παρακολουθεί την έκταση της επαναχρησιμοποίησης και οποιαδήποτε τροποποίηση των δικαιωμάτων του ιδρύματος στις εξασφαλίσεις που παρέχει ή σε σχέση με αυτές,

    δ)

    υποβάλλει αναφορές στο αρμόδιο επίπεδο διοίκησης σχετικά με τα είδη των εξασφαλίσεων που επαναχρησιμοποιούνται και τους όρους της εν λόγω επαναχρησιμοποίησης, συμπεριλαμβανομένου του μέσου, της πιστωτικής ποιότητας και της ληκτότητας,

    ε)

    παρακολουθεί τη συγκέντρωση σε μεμονωμένα είδη εξασφαλίσεων που γίνονται αποδεκτά από το ίδρυμα,

    στ)

    υποβάλλει αναφορές σχετικά με τις πληροφορίες διαχείρισης των εξασφαλίσεων σε τακτική βάση, αλλά τουλάχιστον μία φορά το τρίμηνο, στα ανώτατα διοικητικά στελέχη, συμπεριλαμβανομένων πληροφοριών σχετικά με το είδος των εξασφαλίσεων που λαμβάνονται και παρέχονται, το μέγεθος, τη χρονολογική διάρθρωση και την αιτία των διαφορών σχετικά με αιτήσεις περιθωρίου. Οι εσωτερικές αναφορές θα αποτυπώνουν και αυτές τις τάσεις των ανωτέρω στοιχείων.

    4.   Τα ανώτατα διοικητικά στελέχη διαθέτουν επαρκείς πόρους στη μονάδα διαχείρισης των εξασφαλίσεων που απαιτείται δυνάμει της παραγράφου 1 στοιχείο β), ούτως ώστε να διασφαλίζουν ότι τα συστήματά της επιτυγχάνουν το κατάλληλο επίπεδο λειτουργικής απόδοσης, όπως υπολογίζεται βάσει της έγκαιρης άσκησης και ακρίβειας των απαιτήσεων περιθωρίου του ιδρύματος και της έγκαιρης ανταπόκρισης σε απαιτήσεις περιθωρίου των αντισυμβαλλομένων του. Τα ανώτατα διοικητικά στελέχη διασφαλίζουν ότι η μονάδα έχει επαρκή στελέχωση ώστε να επεξεργάζεται εγκαίρως αιτήσεις και διαφωνίες ακόμα και στο πλαίσιο σοβαρών κρίσεων της αγοράς και να επιτρέπει στο ίδρυμα να περιορίζει τον αριθμό των μεγάλων διαφορών που οφείλονται στον όγκο των συναλλαγών.

    Άρθρο 288

    Εξέταση του συστήματος διαχείρισης CCR

    Ένα ίδρυμα πραγματοποιεί τακτικά ανεξάρτητό έλεγχο του συστήματος διαχείρισης κινδύνου CCR που διαθέτει μέσω της εσωτερικής διαδικασίας εσωτερικού ελέγχου. Η εν λόγω εξέταση περιλαμβάνει τις δραστηριότητες της μονάδας ελέγχου και της μονάδας διαχείρισης εξασφαλίσεων που προβλέπονται από το άρθρο 287 και καλύπτει συγκεκριμένα τουλάχιστον τα εξής στοιχεία:

    α)

    την επάρκεια της τεκμηρίωσης του συστήματος και της διαδικασίας διαχείρισης κινδύνου CCR που απαιτούνται δυνάμει του άρθρου 286,

    β)

    την οργάνωση της μονάδας ελέγχου CCR που απαιτείται δυνάμει του άρθρου 287 παράγραφος 1 στοιχείο α),

    γ)

    την οργάνωση της μονάδας διαχείρισης εξασφαλίσεων που απαιτείται δυνάμει του άρθρου 287 παράγραφος 1 στοιχείο β),

    δ)

    την ενσωμάτωση των μέτρων CCR στην καθημερινή διαχείριση κινδύνου,

    ε)

    τη διαδικασία έγκρισης των υποδειγμάτων τιμολόγησης κινδύνου και των συστημάτων αποτίμησης που χρησιμοποιούνται από προσωπικό της μονάδας διαπραγμάτευσης και της μονάδας υποστείριξης και διαχείρησης συναλλαγών,

    στ)

    την επικύρωση οποιασδήποτε σημαντικής μεταβολής της διαδικασίας μέτρησης του CCR,

    ζ)

    την εμβέλεια εφαρμογής του CCR που αποτυπώνεται από το υπόδειγμα μέτρησης κινδύνου,

    η)

    την αρτιότητα του συστήματος διαχείρισης πληροφοριών,

    θ)

    την ακρίβεια και την πληρότητα των δεδομένων CCR,

    ι)

    την ακριβή αποτύπωση των νομικών όρων των συμφωνιών εξασφάλισης και συμψηφισμού στις μετρήσεις της αξίας ανοιγμάτων,

    ια)

    την επαλήθευση της συνέπειας, της ακρίβειας και της αξιοπιστίας των πηγών των δεδομένων που χρησιμοποιούνται στα υποδείγματα, συμπεριλαμβανομένης της ανεξαρτησίας των εν λόγω πηγών,

    ια)

    την ακρίβεια και καταλληλότητα των παραδοχών για τη μεταβλητότητα και τις συσχετίσεις,

    ιβ)

    την ακρίβεια των υπολογισμών αποτίμησης και μετασχηματισμού κινδύνου,

    ιγ)

    την επαλήθευση της ακρίβειας του υποδείγματος μέσω συχνού δοκιμαστικού εκ των υστέρων ελέγχου όπως προβλέπεται στο άρθρο 293 παράγραφος 1 στοιχεία β) έως ε),

    ιδ)

    τη συμμόρφωση της μονάδας ελέγχου CCR και της μονάδας διαχείρισης εξασφαλίσεων με τις σχετικές εποπτικές απαιτήσεις.

    Άρθρο 289

    Χρησιμοποίηση υποδείγματος

    1.   Τα ιδρύματα διασφαλίζουν ότι η κατανομή των ανοιγμάτων που παράγεται από το υπόδειγμα που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό του πραγματικού ΕΡΕ είναι στενά ενταγμένη στην καθημερινή διαδικασία διαχείρισης CCR του ιδρύματος και ότι τα αποτελέσματα του υποδείγματος λαμβάνονται υπόψη στη διαδικασία έγκρισης πίστης, στη διαχείριση CCR στην κατανομή των εσωτερικών κεφαλαίων και στην εταιρική διακυβέρνηση.

    2.   Το ίδρυμα αποδεικνύει επαρκώς στις αρμόδιες αρχές ότι χρησιμοποιεί, για τον υπολογισμό των κατανομών ανοιγμάτων επί των οποίων βασίζεται ο υπολογισμός του ΕΡΕ, ένα υπόδειγμα που ικανοποιεί σε γενικές γραμμές τις απαιτήσεις που εκτίθενται στο παρόν τμήμα, τουλάχιστον επί έναν χρόνο πριν από την άδεια από τις αρμόδιες αρχές για τη χρήση της ΜΕΥ σύμφωνα με το άρθρο 283.

    3.   Το υπόδειγμα που χρησιμοποιείται για την παραγωγή κατανομής ανοιγμάτων στον CCR είναι τμήμα του πλαισίου διαχείρισης CCR που απαιτείται δυνάμει του άρθρου 286. Το πλαίσιο αυτό περιλαμβάνει τη μέτρηση της χρήσης πιστωτικών ορίων μέσω της ενοποίησης των ανοιγμάτων στον CCR με άλλα πιστωτικά ανοίγματα και την κατανομή των εσωτερικών κεφαλαίων.

    4.   Εκτός από το ΕΡΕ, το ίδρυμα μετρά και διαχειρίζεται τα τρέχοντα ανοίγματα. Όπου αρμόζει, το ίδρυμα μετρά τα τρέχοντα ανοίγματα με και χωρίς συνυπολογισμό της εξασφάλισης. Η χρήση του υποδείγματος ικανοποιείται εάν ένα ίδρυμα χρησιμοποιεί άλλα μέτρα του CCR, όπως το μέγιστο άνοιγμα, που βασίζονται στην κατανομή ανοιγμάτων που έχει παραγάγει το ίδιο υπόδειγμα για τον υπολογισμό του ΕΡΕ.

    5.   Τα συστήματα ενός ιδρύματος διαθέτουν τη δυνατότητα για καθημερινή εκτίμηση του ΕΕ, εφόσον απαιτείται, εκτός εάν αποδείξει επαρκώς στις αρμόδιες αρχές του ότι τα ανοίγματά του στον CCR δικαιολογούν λιγότερο συχνό υπολογισμό. Το ίδρυμα υπολογίζει το ΕΕ σε ένα χρονικό προγνωστικό ορίζοντα ο οποίος αντανακλά ικανοποιητικά τη χρονική δομή των μελλοντικών χρηματορροών και τη ληκτότητα των συμβολαίων, και κατά τρόπο που είναι συνεπής με την σημαντικότητα και τη σύνθεση των ανοιγμάτων.

    6.   Το άνοιγμα μετράται, παρακολουθείται και ελέγχεται για τη διάρκεια ζωής όλων των συμβολαίων του συμψηφιστικού συνόλου και όχι μόνο για ορίζοντα ενός έτους. Το πιστωτικό ίδρυμα έχει θεσπίσει διαδικασίες για τον εντοπισμό και έλεγχο των κινδύνων αντισυμβαλλομένων στις περιπτώσεις όπου το άνοιγμα εκτείνεται πέρα από τον ορίζοντα του ενός έτους. Η προβλεπόμενη αύξηση του ανοίγματος θα εισάγεται στο υπόδειγμα εσωτερικών κεφαλαίων του ιδρύματος.

    Άρθρο 290

    Προσομοίωση ακραίων καταστάσεων

    1.   Ένα ίδρυμα διαθέτει ολοκληρωμένο πρόγραμμα προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων για τον CCR το οποίο χρησιμοποιεί μεταξύ άλλων για την αξιολόγηση των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για CCR και συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις που ορίζονται στις παραγράφους 2 έως 10.

    2.   Το πρόγραμμα εντοπίζει δυνητικά γεγονότα ή μελλοντικές μεταβολές των οικονομικών συνθηκών που μπορούν να έχουν δυσμενείς επιπτώσεις στα ανοίγματα του ιδρύματος και αξιολογεί την ικανότητά του να αντιμετωπίσει τις μεταβολές αυτές.

    3.   Οι μετρήσεις του προγράμματος συγκρίνονται με τα όρια κινδύνου και θεωρούνται από το ίδρυμα ως μέρος της διαδικασίας που ορίζεται στο άρθρο 81 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ.

    4.   Το πρόγραμμα αποτυπώνει το σύνολο των συναλλαγών και των αθροιστικών ανοιγμάτων σε όλες τις μορφές του πιστωτικού κινδύνου του αντισυμβαλλομένου σε επίπεδο συγκεκριμένων αντισυμβαλλομένων εντός επαρκούς χρονικού πλαισίου για τη διεξαγωγή τακτικών προσομοιώσεων ακραίων καταστάσεων.

    5.   Παρέχει τουλάχιστον μηνιαίες προσομοιώσεις ακραίων καταστάσεων των ανοιγμάτων για τους βασικούς παράγοντες κινδύνου της αγοράς, όπως είναι τα επιτόκια, οι συναλλαγματικές ισοτιμίες, οι μετοχές, τα πιστωτικά περιθώρια και οι τιμές των βασικών εμπορευμάτων για όλους τους αντισυμβαλλομένους του ιδρύματος, προκειμένου να εντοπίζει και να δίνει τη δυνατότητα στο ίδρυμα να μειώνει, όποτε είναι απαραίτητο, τις υπερβολικά μεγάλες συγκεντρώσεις σε συγκεκριμένους κινδύνους κατεύθυνσης. Οι προσομοιώσεις ακραίων καταστάσεων των ανοιγμάτων –συμπεριλαμβανομένων των κινδύνων μιας μεταβλητής, πολλαπλών μεταβλητών και των σημαντικών κινδύνων που δεν συγκαταλέγονται στους κινδύνους κατεύθυνσης– και η κοινή δοκιμή του ανοίγματος και της πιστοληπτικής ικανότητας εκτελούνται σε επίπεδο μεμονωμένου αντισυμβαλλομένου, ομάδας αντισυμβαλλομένων και ενοποιημένου CCR για όλο το ίδρυμα.

    6.   Εφαρμόζει τουλάχιστον τριμηνιαία σενάρια προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων πολλαπλών μεταβλητών και αξιολογεί τους σημαντικούς κινδύνους εκτός των κινδύνων κατεύθυνσης, συμπεριλαμβανομένων των ανοιγμάτων στην καμπύλη απόδοσης και του κινδύνου βάσης. Οι προσομοιώσεις ακραίων καταστάσεων πολλαπλών μεταβλητών εξετάζουν τουλάχιστον τα κατωτέρω σενάρια, στα οποία συμβαίνουν οι ακόλουθες καταστάσεις:

    α)

    έχουν επέλθει σοβαρά οικονομικά γεγονότα ή γεγονότα της αγοράς,

    β)

    έχει μειωθεί σημαντικά η ευρεία ρευστότητα της αγοράς,

    γ)

    ένας μεγάλος χρηματοοικονομικός διαμεσολαβητής ρευστοποιεί θέσεις.

    7.   Η αυστηρότητα των διαταραχών των υποκείμενων παραγόντων κινδύνου συνάδει με τον σκοπό της προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων. Κατά την αξιολόγηση της φερεγγυότητας υπό ακραίες καταστάσεις, οι διαταραχές των υποκείμενων παραγόντων κινδύνου είναι επαρκώς αυστηρές για να αποτυπώνουν ιστορικά ακραία περιβάλλοντα αγοράς και υπερβολικές αλλά εύλογες ακραίες συνθήκες της αγοράς. Οι προσομοιώσεις ακραίων καταστάσεων αξιολογούν τον αντίκτυπο των εν λόγω διαταραχών στα ίδια κεφάλαια, στις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων και στα κέρδη. Για τους σκοπούς της καθημερινής παρακολούθησης του χαρτοφυλακίου, της αντιστάθμισης και της διαχείρισης των συγκεντρώσεων, το πρόγραμμα προσομοίωσης λαμβάνει επίσης υπόψη λιγότερο αυστηρά και πιο πιθανά σενάρια.

    8.   Το πρόγραμμα περιλαμβάνει μια πρόβλεψη, εάν απαιτείται, για αντίστροφες ασκήσεις προσομοίωσης για τον προσδιορισμό ακραίων, αλλά εύλογων σεναρίων που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε σημαντικά δυσμενή αποτελέσματα. Οι αντίστροφες ασκήσεις προσομοίωσης εξετάζουν τον αντίκτυπο σημαντικής μη γραμμικότητας του χαρτοφυλακίου.

    9.   Τα αποτελέσματα των προσομοιώσεων ακραίων καταστάσεων στο πλαίσιο του προγράμματος υποβάλλονται στα ανώτατα διοικητικά στελέχη σε τακτική βάση, τουλάχιστον ανά τρίμηνο. Οι αναφορές και η ανάλυση των αποτελεσμάτων καλύπτουν τις μεγαλύτερες επιπτώσεις σε επίπεδο αντισυμβαλλομένου σε όλο το χαρτοφυλάκιο, τις σημαντικές συγκεντρώσεις σε τμήματα του χαρτοφυλακίου (στο πλαίσιο του ίδιου κλάδου ή της ίδιας περιφέρειας), και ειδικές σχετικές τάσεις χαρτοφυλακίου και αντισυμβαλλομένου.

    10.   Τα ανώτατα διοικητικά στελέχη αναλαμβάνουν κυρίαρχο ρόλο στην ενσωμάτωση των προσομοιώσεων ακραίων καταστάσεων στο πλαίσιο διαχείρισης κινδύνου και στη νοοτροπία αντιμετώπισης των κινδύνων του ιδρύματος και διασφαλίζουν ότι τα αποτελέσματα είναι ουσιαστικά και χρησιμοποιούνται για τη διαχείριση του CCR. Τα αποτελέσματα των προσομοιώσεων ακραίων καταστάσεων για σημαντικά ανοίγματα πρέπει τουλάχιστον να αξιολογούνται έναντι κατευθυντήριων γραμμών που αναφέρουν την πολιτική ανάληψης κινδύνων του ιδρύματος και να αναφέρονται στα ανώτατα διοικητικά στελέχη για συζήτηση και ανάληψη ενεργειών όταν εντοπίζονται υπερβολικοί ή συγκεντρωμένοι κίνδυνοι.

    Άρθρο 291

    Κίνδυνος δυσμενούς συσχέτισης

    1.   Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου νοούνται ως:

    α)   «γενικός κίνδυνος δυσμενούς συσχέτισης»: o κίνδυνος που δημιουργείται όταν η πιθανότητα να αθετήσουν οι αντισυμβαλλόμενοι συσχετίζεται θετικά με γενικούς παράγοντες κινδύνου αγοράς,

    β)   «ειδικός κίνδυνος δυσμενούς συσχέτισης»: κίνδυνος που δημιουργείται όταν το μελλοντικό άνοιγμα έναντι δεδομένου αντισυμβαλλομένου συσχετίζεται θετικά με την πιθανότητα αθέτησης του εν λόγω αντισυμβαλλομένου λόγω της φύσης των συναλλαγών με αυτόν. Ένα ίδρυμα θεωρείται ότι έχει εκτεθεί σε ειδικό κίνδυνο δυσμενούς συσχέτισης, εάν το μελλοντικό άνοιγμα σε συγκεκριμένο αντισυμβαλλόμενο αναμένεται να είναι υψηλό όταν η πιθανότητα αθέτησης του αντισυμβαλλομένου είναι επίσης υψηλή.

    2.   Ένα ίδρυμα λαμβάνει δεόντως υπόψη τα ανοίγματα που δημιουργούν σημαντικό βαθμό ειδικού και γενικού κινδύνου δυσμενούς συσχέτισης.

    3.   Προκειμένου να προσδιορίσει τον γενικό κίνδυνο δυσμενούς συσχέτισης, το ίδρυμα σχεδιάζει προσομοιώσεις ακραίων καταστάσεων και αναλύσεις σεναρίων για να δώσει έμφαση σε παράγοντες κινδύνου που σχετίζονται δυσμενώς με την πιστοληπτική ικανότητα του αντισυμβαλλομένου. Οι εν λόγω δοκιμές εξετάζουν την πιθανότητα επέλευσης σοβαρών διαταραχών όταν αλλάζουν οι σχέσεις μεταξύ των παραγόντων κινδύνου. Το ίδρυμα παρακολουθεί τον γενικό κίνδυνο δυσμενούς συσχέτισης ανά προϊόν, περιφέρεια, κλάδο ή άλλες κατηγορίες που είναι συναφείς με την επιχείρηση.

    4.   Το ίδρυμα διατηρεί διαδικασίες εντοπισμού, παρακολούθησης και ελέγχου των περιπτώσεων ειδικού κινδύνου δυσμενούς συσχέτισης για κάθε νομική οντότητα, από την έναρξη της συναλλαγής και έως την ολοκλήρωσή της.

    5.   Τα ιδρύματα υπολογίζουν τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για CCR σε σχέση με συναλλαγές όπου έχει προσδιοριστεί ειδικός κίνδυνος δυσμενούς συσχέτισης και υπάρχει νομική σύνδεση μεταξύ του αντισυμβαλλομένου και του εκδότη του υποκειμένου του εξωχρηματιστηριακού παραγώγου ή του υποκειμένου των συναλλαγών που αναφέρονται στο άρθρο 273 παράγραφος 2 στοιχεία β), γ) και δ), σύμφωνα με τις ακόλουθες αρχές:

    α)

    τα μέσα για τα οποία υφίσταται ειδικός κίνδυνος δυσμενούς συσχέτισης δεν περιλαμβάνονται στο ίδιο συμψηφιστικό σύνολο με άλλες συναλλαγές με τον αντισυμβαλλόμενο και αντιμετωπίζονται ως χωριστό συμψηφιστικό σύνολο,

    β)

    στο πλαίσιο οποιουδήποτε εκ των ανωτέρω συμψηφιστικών συνόλων, για συμφωνίες ανταλλαγής κινδύνου αθέτησης μεμονωμένου οφειλέτη η αξία του ανοίγματος ισούται με την πλήρη αναμενόμενη ζημία της αξίας της εναπομένουσας εύλογης αξίας των υποκείμενων μέσων βάσει της παραδοχής ότι ο υποκείμενος εκδότης τελεί υπό εκκαθάριση,

    γ)

    το LGD για ένα ίδρυμα που χρησιμοποιεί τη μέθοδο που ορίζεται στο κεφάλαιο 3 ισούται με 100 % για τέτοιου είδους συμφωνίες ανταλλαγής,

    δ)

    για ένα ίδρυμα που χρησιμοποιεί τη μέθοδο που προβλέπεται στο Κεφάλαιο 2, ο εφαρμοστέος συντελεστής κινδύνου είναι αυτός της μη εξασφαλισμένης συναλλαγής,

    ε)

    για όλες τις άλλες συναλλαγές που αναφέρουν ένα μεμονωμένο όνομα σε οποιοδήποτε συμψηφιστικό σύνολο αυτού του είδους, η αξία ανοίγματος ισούται με την αξία της συναλλαγής βάσει της παραδοχής αθέτησης των υποκείμενων υποχρεώσεων για τις οποίες ο εκδότης είναι νομικώς συνδεδεμένος με τον αντισυμβαλλόμενο. Για τις συναλλαγές που αναφέρουν ένα καλάθι ονομάτων ή δείκτη, εφαρμόζεται εάν καθίσταται διαθέσιμη, η αθέτηση των οικείων υποκείμενων υποχρεώσεων για τις οποίες ο εκδότης είναι νομικώς συνδεδεμένος με τον αντισυμβαλλόμενο,

    στ)

    στον βαθμό που το ίδρυμα χρησιμοποιεί υπάρχοντες υπολογισμούς κινδύνου της αγοράς για τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για επιπρόσθετο κίνδυνο αθέτησης και κίνδυνο μεταβολής πιστοληπτικής αξιολόγησης όπως προβλέπεται στον τίτλο IV κεφάλαιο 5 τμήμα 4 που περιλαμβάνουν ήδη μια παραδοχή LGD, το LGD στον τύπο που χρησιμοποιείται ισούται με 100 %.

    6.   Τα ιδρύματα υποβάλλουν τακτικά στα ανώτατα διοικητικά στελέχη και στην αρμόδια επιτροπή του διοικητικού οργάνου αναφορές σχετικά με τους ειδικούς και τους γενικούς κινδύνους δυσμενούς συσχέτισης καθώς και με τα μέτρα που λαμβάνονται για τη διαχείριση των εν λόγω κινδύνων.

    Άρθρο 292

    Ακεραιότητα της διαδικασίας ανάπτυξης υποδειγμάτων

    1.   Ένα ίδρυμα διασφαλίζει την ακεραιότητα της διαδικασίας ανάπτυξης υποδειγμάτων όπως προβλέπεται στο άρθρο 284 λαμβάνοντας τουλάχιστον τα κατωτέρω μέτρα:

    α)

    το εσωτερικό υπόδειγμα αντικατοπτρίζει τους όρους και τα χαρακτηριστικά της συναλλαγής με επίκαιρο, πλήρη και συντηρητικό τρόπο,

    β)

    αυτοί οι όροι περιλαμβάνουν τουλάχιστον τα ακόλουθα: ονομαστικά ποσά των συμβάσεων, ληκτότητα, περιουσιακά στοιχεία αναφοράς, συμφωνίες περιθωρίου και συμφωνίες συμψηφισμού,

    γ)

    οι όροι και οι προδιαγραφές διατηρούνται σε βάση δεδομένων που υπόκειται σε τακτικό επίσημο έλεγχο,

    δ)

    διαδικασία αναγνώρισης των συμφωνιών συμψηφισμού που απαιτεί την επαλήθευση από νομικό προσωπικό ότι ο συμψηφισμός είναι νομικά εφαρμόσιμος στο πλαίσιο των εν λόγω συμφωνιών,

    ε)

    η επαλήθευση που απαιτείται δυνάμει του στοιχείου δ) εισάγεται στη βάση δεδομένων που αναφέρεται στο στοιχείο γ) από ανεξάρτητη μονάδα,

    στ)

    η μεταφορά των όρων και χαρακτηριστικών των συναλλαγών στο υπόδειγμα EPE υπόκειται σε εσωτερικό έλεγχο,

    ζ)

    υπάρχουν επίσημες διαδικασίες ελέγχου της συμφωνίας μεταξύ εσωτερικού υποδείγματος και συστημάτων πηγών δεδομένων ώστε να επαληθεύεται σε συνεχή βάση ότι οι όροι και τα χαρακτηριστικά των συναλλαγών λαμβάνονται υπόψη ορθά, ή τουλάχιστον συντηρητικά, στον υπολογισμό του ΕΡΕ.

    2.   Τα τρέχοντα δεδομένα της αγοράς χρησιμοποιούνται για τον προσδιορισμό των τρεχόντων ανοιγμάτων. Ένα ίδρυμα μπορεί να βαθμονομήσει το υπόδειγμα EPE που χρησιμοποιεί είτε μέσω ιστορικών δεδομένων αγοράς είτε μέσω τεκμαρτών δεδομένων της αγοράς για τον καθορισμό των παραμέτρων των υποκείμενων στοχαστικών διαδικασιών όπως είναι η τάση, η μεταβλητότητα και η συσχέτιση. Εάν ένα ίδρυμα χρησιμοποιεί ιστορικά δεδομένα, οφείλει να χρησιμοποιεί τα δεδομένα μιας τριετίας τουλάχιστον. Τα δεδομένα επικαιροποιούνται ανά τρίμηνο ή συχνότερα εάν απαιτείται για να αντανακλούν τις συνθήκες της αγοράς.

    Προκειμένου να υπολογίσει το πραγματικό EPE χρησιμοποιώντας βαθμονόμηση ακραίων καταστάσεων, ένα ίδρυμα βαθμονομεί το πραγματικό EPE είτε μέσω δεδομένων μιας τριετίας που περιλαμβάνουν μια περίοδο κρίσης για τα πιστωτικά περιθώρια αθέτησης των αντισυμβαλλομένων του είτε μέσω τεκμαρτών δεδομένων της αγοράς από μια τέτοια περίοδο.

    Για αυτό το σκοπό εφαρμόζονται από το ίδρυμα οι απαιτήσεις των παραγράφων 3, 4 και 5.

    3.   Ένα ίδρυμα αποδεικνύει επαρκώς στην αρμόδια αρχή, τουλάχιστον μία φορά το τρίμηνο, ότι η περίοδος κρίσης που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό δυνάμει της παρούσας παραγράφου συμπίπτει με μια περίοδο αυξημένης ανταλλαγής κινδύνου αθέτησης ή άλλων πιστωτικών περιθωρίων (όπως δανείων ή εταιρικών ομολόγων) για μια αντιπροσωπευτική επιλογή των αντισυμβαλλομένων του με διαπραγματεύσιμα πιστωτικά περιθώρια. Σε περιπτώσεις όπου το ίδρυμα δεν διαθέτει επαρκή δεδομένα για τα πιστωτικά περιθώρια ενός αντισυμβαλλομένου κατατάσσει τον εν λόγω αντισυμβαλλόμενο σε συγκεκριμένα δεδομένα πιστωτικών περιθωρίων βάσει της περιφέρειας, της εσωτερικής διαβάθμισης και των τύπων των δραστηριοτήτων του.

    4.   Το υπόδειγμα EPE του ανοίγματος για όλους τους αντισυμβαλλομένους χρησιμοποιεί δεδομένα, είτε ιστορικά είτε τεκμαρτά, στα οποία περιλαμβάνονται τα δεδομένα από την περίοδο πιστωτικής κρίσης και χρησιμοποιεί τα εν λόγω δεδομένα με συνέπεια ως προς τη μέθοδο που εφαρμόζεται για τη βαθμονόμηση του υποδείγματος EPE στα τρέχοντα δεδομένα.

    5.   Για την αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας της βαθμονόμηση ακραίων συνθηκών για το EPE, ένα ίδρυμα δημιουργεί διάφορα χαρτοφυλάκια αναφοράς που είναι ευάλωτα στους βασικούς παράγοντες κινδύνου στους οποίους εκτίθεται το ίδρυμα. Το άνοιγμα στα εν λόγω χαρτοφυλάκια αναφοράς υπολογίζεται μέσω α) μιας μεθοδολογίας ακραίων συνθηκών που βασίζεται στις τρέχουσες αξίες της αγοράς και σε παραμέτρους υποδειγμάτων βαθμονομημένων για ακραίες συνθήκες της αγοράς, και β) του ανοίγματος που δημιουργείται κατά τη διάρκεια της περιόδου κρίσης, αλλά εφαρμόζοντας τη μέθοδο που προβλέπεται στο παρόν τμήμα (αξία αγοράς στο τέλος της περιόδου κρίσης, μεταβλητότητες και συσχετισμοί από την 3ετή περίοδο κρίσης).

    Οι αρμόδιες αρχές απαιτούν από τα ιδρύματα να προσαρμόζουν τη βαθμονόμηση ακραίων συνθηκών εάν τα ανοίγματα των εν λόγω χαρτοφυλακίων αναφοράς αποκλίνουν σημαντικά μεταξύ τους.

    6.   Ένα ίδρυμα υποβάλλει το υπόδειγμα σε διαδικασία επικύρωσης που εντάσσεται σαφώς στις πολιτικές και τις διαδικασίες του πιστωτικού ιδρύματος. Η διαδικασία επικύρωσης:

    α)

    προσδιορίζει το είδος ελέγχων που απαιτούνται για να εξασφαλιστεί η αρτιότητα του υποδείγματος και να εντοπιστούν οι συνθήκες υπό τις οποίες οι παραδοχές είναι ακατάλληλες και είναι συνεπώς πιθανό να οδηγήσουν σε υποεκτίμηση του ΕΡΕ,

    β)

    περιλαμβάνει την εξέταση της πληρότητας του υποδείγματος.

    7.   Το ίδρυμα παρακολουθεί τους σχετικούς κινδύνους και εφαρμόζει διαδικασίες που επιτρέπουν την προσαρμογή των εκτιμήσεων του EPE όταν οι κίνδυνοι αυτοί καθίστανται σημαντικοί. Σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο, το ίδρυμα:

    α)

    εντοπίζει και διαχειρίζεται τα ανοίγματά του σε ειδικό κίνδυνο δυσμενούς συσχέτισης όπως ορίζεται στο άρθρο 291 παράγραφος 1 στοιχείο β) και τα ανοίγματά του σε γενικό κίνδυνο δυσμενούς συσχέτισης όπως ορίζεται στο άρθρο 291 παράγραφος 1 στοιχείο α),

    β)

    για τα ανοίγματα με προφίλ αυξανόμενου κινδύνου έπειτα από ένα έτος, συγκρίνει τακτικά την εκτίμηση της σχετικής μέτρησης του ανοίγματος για ένα έτος με την ίδια μέτρηση του ανοίγματος για ολόκληρη τη διάρκεια του ανοίγματος,

    γ)

    για ανοίγματα με εναπομένουσα ληκτότητα κάτω του ενός έτους, συγκρίνει τακτικά το κόστος αντικατάστασης (τρέχον άνοιγμα) με το πραγματοποιηθέν προφίλ κινδύνου του ανοίγματος και αποθηκεύει τα δεδομένα που επιτρέπουν παρόμοιες συγκρίσεις.

    8.   Ένα ίδρυμα εφαρμόζει εσωτερικές διαδικασίες προκειμένου να επαληθεύσει ότι, προτού συμπεριλάβει μια συναλλαγή σε αντισταθμιστικό σύνολο, η συναλλαγή καλύπτεται από μια νομικά εκτελεστή σύμβαση συμψηφισμού που ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του τμήματος 7.

    9.   Ένα ίδρυμα που χρησιμοποιεί εξασφαλίσεις για τη μείωση του CCR του εφαρμόζει εσωτερικές διαδικασίες που του επιτρέπουν να επαληθεύει, προτού ληφθεί υπόψη η επίδρασή τους στους υπολογισμούς του, ότι οι εξασφαλίσεις πληρούν τα κατάλληλα πρότυπα ασφάλειας δικαίου που αναφέρονται στο κεφάλαιο 4.

    10.   Η ΕΑΤ παρακολουθεί το φάσμα των πρακτικών στον συγκεκριμένο τομέα και, σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.

    Άρθρο 293

    Απαιτήσεις για το σύστημα διαχείρισης κινδύνου

    1.   Κάθε ίδρυμα συμμορφώνεται με τις κατωτέρω απαιτήσεις:

    α)

    πληροί τις ποιοτικές απαιτήσεις που προβλέπονται στο τρίτο μέρος τίτλος IV κεφάλαιο 5,

    β)

    διεξάγει τακτικό πρόγραμμα δοκιμαστικού εκ των υστέρων ελέγχων, συγκρίνοντας τις μετρήσεις κινδύνου που προέκυψαν από το υπόδειγμα με τις πραγματοποιηθείσες μετρήσεις κινδύνου, και τις υποθετικές μεταβολές βάσει στατικών θέσεων με πραγματοποιηθείσες μετρήσεις,

    γ)

    πραγματοποιεί αρχική επικύρωση και συνεχιζόμενη περιοδική εξέταση του υποδείγματος ανοίγματος CCR και των μετρήσεων κινδύνου που παράγει αυτό. Η επικύρωση και η εξέταση είναι ανεξάρτητες από την ανάπτυξη του υποδείγματος,

    δ)

    το διοικητικό όργανο και τα ανώτατα διοικητικά στελέχη συμμετέχουν στη διαδικασία ελέγχου κινδύνων και διασφαλίζουν ότι διατίθενται επαρκείς πόροι για τον έλεγχο του πιστωτικού κινδύνου και του κινδύνου αντισυμβαλλομένου. Σε αυτό το πλαίσιο, οι καθημερινές εκθέσεις που καταρτίζονται από την ανεξάρτητη μονάδα ελέγχου κινδύνων σύμφωνα με το άρθρο 287 παράγραφος 1 στοιχείο α) εξετάζονται σε διοικητικό επίπεδο που διαθέτει επαρκή εξουσία για να επιβάλλει μειώσεις τόσο στις θέσεις μεμονωμένων διαπραγματευτών όσο και στο ύψος του συνολικού ανοίγματος σε κίνδυνο του ιδρύματος,

    ε)

    το εσωτερικό υπόδειγμα μέτρησης των κινδύνων συνδυάζεται στενά με την καθημερινή διαδικασία διαχείρισης κινδύνου του ιδρύματος,

    στ)

    το σύστημα διαχείρισης κινδύνου χρησιμοποιείται σε συνδυασμό με εσωτερικά όρια διαπραγμάτευσης και ανοιγμάτων. Σε αυτό το πλαίσιο, τα όρια ανοιγμάτων συνδέονται με το υπόδειγμα μέτρησης κινδύνου του ιδρύματος κατά τρόπο διαχρονικά συνεπή, ο οποίος έχει γίνει καλά κατανοητός από τους διαπραγματευτές, την υπηρεσία πιστοδοτήσεων πιστοδότησης και τα ανώτα διοικητικά στελέχη,

    ζ)

    ένα ίδρυμα διασφαλίζει την πλήρη τεκμηρίωση του συστήματος διαχείρισης κινδύνου του. Συγκεκριμένα, διατηρεί γραπτώς τεκμηριωμένες εσωτερικές πολιτικές, ελέγχους και διαδικασίες που σχετίζονται με τη λειτουργία του συστήματος μέτρησης κινδύνων και ρυθμίσεις που να εξασφαλίζουν τη συμμόρφωση με τις ανωτέρω πολιτικές,

    η)

    στο πλαίσιο της διαδικασίας εσωτερικού ελέγχου του ιδρύματος πραγματοποιείται τακτικά ανεξάρτητη εξέταση του συστήματος μέτρησης κινδύνων. Η εν λόγω εξέταση περιλαμβάνει τόσο τις δραστηριότητες των τμημάτων διαπραγμάτευσης όσο και εκείνες του ανεξάρτητου τμήματος ελέγχου κινδύνων. Εξέταση της συνολικής διαδικασίας διαχείρισης κινδύνου πραγματοποιείται σε τακτά διαστήματα (τουλάχιστον μία φορά το χρόνο) και αφορά ειδικά τουλάχιστον όλα τα στοιχεία που αναφέρονται στο άρθρο 288,

    (θ)

    η περιοδική επικύρωση των υποδειγμάτων πιστωτικού κινδύνου αντισυμβαλλομένου, συμπεριλαμβανομένων των δικιμαστικών εκ των υστέρων ελέγχων, εξετάζεται περιοδικά σε επίπεδο διοίκησης που διαθέτει επαρκή εξουσία να αποφασίσει τις ενέργειες που θα ληφθούν για την αντιμετώπιση αδυναμιών των υποδειγμάτων.

    2.   Οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν υπόψη τον βαθμό στον οποίο ένα ίδρυμα πληροί τις απαιτήσεις της παραγράφου 1 όταν ορίζουν το επίπεδο του άλφα, όπως προβλέπεται στο άρθρο 284 παράγραφος 4. Μόνο τα ιδρύματα που πληρούν όλες τις εν λόγω απαιτήσεις είναι επιλέξιμα για την εφαρμογή του ελάχιστου πολλαπλασιαστικού συντελεστή. 3.

    3.   Ένα ίδρυμα τεκμηριώνει τη διαδικασία αρχικής και περιοδικής επικύρωσης του υποδείγματος ανοίγματος CCR και τον υπολογισμό των μετρήσεων κινδύνου που παράγουν τα υποδείγματα με επαρκείς λεπτομέρειες ούτως ώστε ένα τρίτο μέρος να είναι σε θέση να αναπαραγάγει την ανάλυση και τις μετρήσεις των κινδύνων, αντίστοιχα. Η εν λόγω τεκμηρίωση αναφέρει τη συχνότητα με την οποία πραγματοποιούνται οι δοκιμαστικοί εκ των υστέρων έλεγχοι και τυχόν άλλες περιοδικές επικυρώσεις, τον τρόπο διεξαγωγής της επικύρωσης όσον αφορά τις ροές δεδομένων και τα χαρτοφυλάκια και τις αναλύσεις που χρησιμοποιήθηκαν.

    4.   Το ίδρυμα ορίζει τα κριτήρια με τα οποία αξιολογούνται τα υποδείγματα υπολογισμού του ανοίγματος CCR και τα υποδείγματα που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό του ανοίγματος και διατηρεί μια έγγραφη πολιτική που περιγράφει τη διαδικασία με την οποία προσδιορίζεται και αποκαθίσταται η μη αποδεκτή απόδοση.

    5.   Το ίδρυμα ορίζει πώς σχηματίζονται τα αντιπροσωπευτικά χαρτοφυλάκια αντισυμβαλλομένου για τους σκοπούς της επικύρωσης ενός υποδείγματος ανοίγματος CCR και των μετρήσεων κινδύνου του.

    6.   Η επικύρωση των υποδειγμάτων ανοίγματος CCR και των μετρήσεων κινδύνου τους που παράγουν προγνωστικές κατανομές λαμβάνει υπόψη περισσότερες από μία στατιστικές σχετικά με την προγνωστική κατανομή.

    Άρθρο 294

    Απαιτήσεις επικύρωσης

    1.   Στο πλαίσιο της αρχικής και της περιοδικής επικύρωσης του υποδείγματος ανοίγματος CCR και των μετρήσεων κινδύνου του, ένα ίδρυμα διασφαλίζει ότι πληρούνται οι κατωτέρω απαιτήσεις:

    α)

    το ίδρυμα πραγματοποιεί δοκιμαστικόυς εκ των υστέρων ελέγχους χρησιμοποιώντας ιστορικά δεδομένα σχετικά με τις κινήσεις των συντελεστών κινδύνου αγοράς πριν λάβει άδεια από τις αρμόδιες αρχές σύμφωνα με το άρθρο 283 παράγραφος 1. Οι δοκιμαστικοί εκ των υστέρων έλεγχοι λαμβάνουν υπόψη διακριτούς χρονικούς ορίζοντες πρόγνωσης επί ένα τουλάχιστον έτος, σε ένα φάσμα διάφορων ημερομηνιών έναρξης που καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα συνθηκών αγοράς,

    β)

    το ίδρυμα που χρησιμοποιεί τη μέθοδο που προβλέπεται στο άρθρο 285 παράγραφος 1 στοιχείο β) επικυρώνει τακτικά το υπόδειγμά του προκειμένου να ελέγξει εάν τα πραγματοποιηθέντα τρέχοντα ανοίγματα συνάδουν με την πρόγνωση κατά τη διάρκεια όλων των περιόδων περιθωρίου ενός έτους. Εάν ορισμένες από τις συναλλαγές του συμψηφιστικού συνόλου έχουν ληκτότητα μικρότερη του ενός έτους, και το συμψηφιστικό σύνολο έχει υψηλότερες ευαισθησίες παραμέτρων κινδύνου χωρίς τις εν λόγω συναλλαγές, η επικύρωση λαμβάνει υπόψη αυτό το γεγονός,

    γ)

    ελέγχει δοκιμστικά εκ των υστέρων την απόδοση του υποδείγματος υπολογισμού του ανοίγματος CCR και τις σχετικές μετρήσεις κινδύνου του υποδείγματος, καθώς και τις προγνώσεις των παραγόντων κινδύνου αγοράς. Για εξασφαλισμένες συναλλαγές, οι χρονικοί ορίζοντες πρόγνωσης που λαμβάνονται υπόψη περιλαμβάνουν όσους αποτυπώνουν τυπικές περιόδους κινδύνου περιθωρίου που εφαρμόζονται σε εξασφαλισμένες συναλλαγές ή συναλλαγές που καλύπτονται από περιθώριο ασφαλείας,

    δ)

    εάν από την επικύρωση του υποδείγματος προκύψει ότι ο πραγματικός EPE είναι υποτιμημένος, το ίδρυμα λαμβάνει τα μέτρα που απαιτούνται για την αντιμετώπιση της ανακρίβειας του υποδείγματος,

    ε)

    ελέγχει τα υποδείγματα τιμολόγησης που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό του CCR για ένα δεδομένο σενάριο μελλοντικών διαταραχών που επηρεάζουν τους παράγοντες κινδύνου αγοράς στο πλαίσιο της διαδικασίας αρχικής και περιοδικής επικύρωσης του υποδείγματος. Τα υποδείγματα τιμολόγησης που εφαρμόζονται στα δικαιώματα προαίρεσης λαμβάνουν υπόψη τη μη γραμμικότητα της αξίας των δικαιωμάτων προαίρεσης ως προς τους παράγοντες κινδύνου αγοράς,

    στ)

    το υπόδειγμα υπολογισμού του ανοίγματος CCR αποτυπώνει τις ειδικές πληροφορίες για κάθε συναλλαγή που απαιτούνται για την ομαδοποίηση των ανοιγμάτων στο επίπεδο του συμψηφιστικού συνόλου. Το ίδρυμα επαληθεύει ότι οι συναλλαγές έχουν ενταχθεί στο κατάλληλο συμψηφιστικό σύνολο στο πλαίσιο του υποδείγματος,

    ζ)

    το υπόδειγμα υπολογισμού του ανοίγματος CCR περιλαμβάνει ειδικές πληροφορίες για κάθε συναλλαγή προκειμένου να αποτυπώσει τα αποτελέσματα των συμφωνιών περιθωρίου. Λαμβάνει υπόψη τόσο το τρέχον ποσό του περιθωρίου ασφαλείας όσο και το περιθώριο που ενδέχεται να μεταβιβαστεί μεταξύ αντισυμβαλλομένων στο μέλλον. Λαμβάνει επίσης υπόψη τη φύση των συμφωνιών περιθωρίου που είναι μονομερείς ή διμερείς, τη συχνότητα των απαιτήσεων περιθωρίου, την περίοδο κινδύνου περιθωρίου, το ελάχιστο κατώφλι μη καλυμμένου με περιθώριο ασφαλείας ανοίγματος που είναι αποδεκτό από το ίδρυμα, καθώς και το ελάχιστο ποσό κάθε μεταφοράς. Τέλος, είτε περιλαμβάνει εκτίμηση των μεταβολών αξίας των ληφθεισών εξασφαλίσεων βάσει αποτίμησης με τρέχουσες τιμές αγοράς, είτε εφαρμόζει τους κανόνες του κεφαλαίου 4,

    η)

    η διαδικασία επικύρωσης του υποδείγματος περιλαμβάνει δοκιμαστικούς εκ των υστέρων στατικούς ελέγχους βάσει ιστορικών δεδομένων σε αντιπροσωπευτικά χαρτοφυλάκια αντισυμβαλλομένων. Το ίδρυμα προβαίνει σε δικιμαστικό εκ των υστέρων έλεγχο ορισμένου αριθμού αντιπροσωπευτικών χαρτοφυλακίων αντισυμβαλλομένων (πραγματικών ή υποθετικών) ανά τακτά χρονικά διαστήματα. Τα αντιπροσωπευτικά χαρτοφυλάκια επιλέγονται με βάση την ευαισθησία τους στους σημαντικούς παράγοντες και συνδυασμούς παραγόντων κινδύνου στους οποίους είναι εκτεθειμένο το ίδρυμα,

    θ)

    ένα ίδρυμα πραγματοποιεί δοκιμαστικούς εκ των υστέρων ελέγχους με στόχο τον έλεγχο των βασικών παραδοχών του υποδείγματος υπολογισμού του ανοίγματος CCR και των σχετικών μετρήσεων κινδύνου, συμπεριλαμβανομένων των σχέσεων βάσει υποδείγματος μεταξύ των περιόδων ισχύος του ίδιου παράγοντα κινδύνου και οι σχέσεις μεταξύ παραγόντων κινδύνου βάσει του υποδείγματος·,

    ι)

    η απόδοση των υποδειγμάτων υπολογισμού του ανοίγματος CCR και των μετρήσεων κινδύνου του υπόκειται σε κατάλληλες πρακτικές δοκιμαστικών εκ των υστέρων ελέγχων. Το πρόγραμμα δοκιμαστικών εκ των υστέρων ελέγχων πρέπει να μπορεί να προσδιορίσει ανεπαρκή απόδοση των μετρήσεων κινδύνου ενός υποδείγματος υπολογισμού EPE·,

    ια)

    ένα ίδρυμα επικυρώνει τα υποδείγματα υπολογισμού του ανοίγματος CCR και όλες τις μετρήσεις κινδύνου για χρονικούς ορίζοντες που αναλογούν στη ληκτότητα των συναλλαγών το άνοιγμα των οποίων υπολογίζεται βάσει της ΜΕΥ σύμφωνα με το άρθρο 283,

    ιβ)

    ένα ίδρυμα ελέγχει τακτικά τα υποδείγματα τιμολόγησης που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό του ανοίγματος έναντι αντισυμβαλλομένου σε σχέση με τα κατάλληλα ανεξάρτητα συγκριτικά κριτήρια στο πλαίσιο της περιοδικής διαδικασίας επικύρωσης υποδειγμάτων,

    ιγ)

    η περιοδική επικύρωση του υποδείγματος υπολογισμού του ανοίγματος CCR και των σχετικών μετρήσεων κινδύνου περιλαμβάνει μια αξιολόγηση της επάρκειας της πρόσφατης απόδοσης,

    ιδ)

    η συχνότητα επικαιροποίησης των παραμέτρων ενός υποδείγματος υπολογισμού του ανοίγματος CCR αξιολογείται από ένα ίδρυμα στο πλαίσιο της αρχικής και της περιοδικής διαδικασίας επικύρωσης,

    ιε)

    η αρχική και η περιοδική επικύρωση των υποδειγμάτων υπολογισμού του ανοίγματος CCR αξιολογεί εάν οι υπολογισμοί του ανοίγματος σε επίπεδο αντισυμβαλλομένου και σε επίπεδο συμψηφιστικού συνόλου είναι οι κατάλληλοι.

    2.   Αντί για το γινόμενο του άλφα επί το πραγματικό EPE μπορεί να χρησιμοποιηθεί ένα πιο συντηρητικό μέτρο από τη μέτρηση που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό της κανονιστικής αξίας ανοίγματος για κάθε αντισυμβαλλόμενο, με την επιφύλαξη της προηγούμενης έγκρισης των αρμόδιων αρχών. Ο βαθμός του σχετικού συντηρητισμού θα αξιολογηθεί κατά την αρχική έγκριση των αρμόδιων αρχών και κατά τις τακτικές εποπτικές αξιολογήσεις των υποδειγμάτων υπολογισμού του EPE. Το ίδρυμα επικυρώνει τακτικά τον βαθμό συντηρητισμού. Η περιοδική αξιολόγηση της απόδοσης του υποδείγματος καλύπτει όλους τους αντισυμβαλλομένους για τους οποίους χρησιμοποιούνται τα υποδείγματα.

    3.   Εάν από τον δοκιμστικό εκ των υστέρων έλεγχο προκύψει ότι το υπόδειγμα δεν είναι επαρκώς ακριβές, οι αρμόδιες αρχές ανακαλούν την άδεια υποδείγματος ή επιβάλλουν απαραίτητα μέτρα για να εξασφαλίσουν την άμεση βελτίωση του υποδείγματος.

    Τμήμα 7

    Συμβατικός Συμψηφισμός

    Άρθρο 295

    Αναγνώριση του συμβατικού συμψηφισμού ως στοιχείου ελάττωσης του κινδύνου

    Τα ιδρύματα μπορούν να αντιμετωπίζουν ως στοιχεία μείωσης του κινδύνου δυνάμει του άρθρου 298 μόνο τα ακόλουθα είδη συμφωνιών συμβατικού συμψηφισμού εάν η συμφωνία συμψηφισμού έχει αναγνωριστεί από τις αρμόδιες αρχές σύμφωνα με το άρθρο 296 και το ίδρυμα πληροί τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 297:

    α)

    διμερείς συμβάσεις ανανέωσης οφειλής μεταξύ ενός ιδρύματος και ενός αντισυμβαλλομένου του, βάσει των οποίων οι εκατέρωθεν απαιτήσεις και υποχρεώσεις συγχωνεύονται αυτομάτως, έτσι ώστε η ανανέωση αυτή να καταλήγει σε ένα και μόνο καθαρό ποσόν, οσάκις εφαρμόζεται ανανέωση, και συνεπώς γεννάται νέα ενιαία σύμβαση, η οποία αντικαθιστά όλες τις προϋπάρχουσες συμβάσεις και όλες τις υποχρεώσεις μεταξύ των μερών δυνάμει των εν λόγω συμβάσεων και είναι νομικά δεσμευτική για τα μέρη,

    β)

    άλλες διμερείς συμφωνίες συμψηφισμού μεταξύ του ιδρύματος και του αντισυμβαλλομένου του,

    γ)

    συμφωνίες συμβατικού συμψηφισμού μεταξύ προϊόντων για ιδρύματα που έχουν λάβει άδεια να χρησιμοποιούν τη μέθοδο που αναφέρεται στο τμήμα 6, σε ό,τι αφορά τις συναλλαγές που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω μεθόδου. Οι αρμόδιες αρχές υποβάλλουν στην ΕΑΤ κατάλογο των συμφωνιών συμβατικού συμψηφισμού μεταξύ προϊόντων που εγκρίνονται.

    Ο συμψηφισμός μεταξύ συναλλαγών που έχουν αναλάβει διαφορετικές νομικές οντότητες ενός ομίλου δεν αναγνωρίζεται για τους σκοπούς του υπολογισμού των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων.

    Άρθρο 296

    Αναγνώριση συμφωνιών συμβατικού συμψηφισμού

    1.   Οι αρμόδιες αρχές αναγνωρίζουν μια συμφωνία συμβατικού συμψηφισμού μόνο εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις της παραγράφου 2 και, εάν συντρέχει περίπτωση, της παραγράφου 3.

    2.   Οι κατωτέρω προϋποθέσεις πληρούνται από όλες τις συμφωνίες συμβατικού συμψηφισμού που χρησιμοποιεί ένα ίδρυμα για τους σκοπούς του προσδιορισμού της αξίας ανοίγματος στο παρόν μέρος:

    α)

    το ίδρυμα έχει συνάψει με τον αντισυμβαλλόμενό του σύμβαση συμψηφισμού η οποία γεννά ενιαία νομική υποχρέωση περιέχουσα το σύνολο των καλυπτομένων συναλλαγών ούτως ώστε, στην περίπτωση που ο αντισυμβαλλόμενος αθετήσει τις υποχρεώσεις του, το ίδρυμα να έχει δικαίωμα να λάβει ή υποχρέωση να καταβάλει μόνο το καθαρό αλγεβρικό άθροισμα των θετικών και αρνητικών αγοραίων αξιών στις οποίες αποτιμώνται οι καλυπτόμενες επιμέρους συναλλαγές,

    β)

    το ίδρυμα έχει θέσει υπόψη των αρμοδίων αρχών γραπτές και αιτιολογημένες νομικές γνωμοδοτήσεις ούτως ώστε, εάν υπάρξει νομική αμφισβήτηση της σύμβασης συμψηφισμού, οι απαιτήσεις και οι υποχρεώσεις του ιδρύματος να μην υπερβούν τις αναφερόμενες στο στοιχείο α). Η νομική γνωμοδότηση παραπέμπει στο εφαρμοστέο δίκαιο:

    i)

    το δίκαιο του κράτους στο οποίο έχει συσταθεί ο αντισυμβαλλόμενος,

    ii)

    στην περίπτωση που συμμετέχει υποκατάστημα μιας εταιρείας που βρίσκεται σε άλλη χώρα από τη χώρα όπου έχει συσταθεί η επιχείρηση, το δίκαιο του κράτους στο οποίο ευρίσκεται το υποκατάστημα,

    iii)

    το δίκαιο του κράτους που διέπει τις επιμέρους συναλλαγές που περιλαμβάνονται στη σύμβαση συμψηφισμού,

    iv)

    το δίκαιο του κράτους που διέπει καθεμία από τις συμβάσεις ή συμφωνίες που απαιτούνται για την πραγματοποίηση του συμβατικού συμψηφισμού,

    γ)

    ο πιστωτικός κίνδυνος έναντι κάθε αντισυμβαλλομένου υπολογίζεται σωρευτικά ώστε να προκύψει ένα ενιαίο από νομική άποψη άνοιγμα για όλες τις συναλλαγές με κάθε αντισυμβαλλόμενο. Το σωρευτικό αυτό άνοιγμα λαμβάνεται υπόψη για τον καθορισμό των πιστωτικών ορίων και των εσωτερικών κεφαλαίων,

    δ)

    η σύμβαση δεν περιέχει ρήτρα σύμφωνα με την οποία σε περίπτωση αθέτησης από έναν αντισυμβαλλόμενο επιτρέπεται στον συμβαλλόμενο που εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του να προβαίνει σε περιορισμένες μόνο καταβολές ή σε καμία καταβολή προς την περιουσία του περιελθόντος σε αδυναμία εκπλήρωσης των υποχρεώσεων του αντισυμβαλλομένου, ακόμα και εάν ο τελευταίος είναι καθαρός πιστωτής (ήτοι, ρήτρα υπαναχώρησης).

    Εάν κάποια από τις αρμόδιες αρχές κρίνει ότι ο συμβατικός συμψηφισμός δεν είναι νομικά έγκυρος και εφαρμοστέος σύμφωνα με το δίκαιο καθεμίας από τις δικαιοδοσίες που αναφέρονται στο στοιχείο β), η συμφωνία συμβατικού συμψηφισμού δεν αναγνωρίζεται ως παράγοντας μείωσης του κινδύνου για κανέναν από τους συμβαλλομένους. Οι αρμόδιες αρχές αλληλοενημερώνονται σχετικά.

    3.   Οι νομικές γνωμοδοτήσεις που αναφέρονται στο στοιχείο β) μπορούν να καταρτίζονται με αναφορά στα είδη συμβατικού συμψηφισμού. Οι συμφωνίες συμβατικού συμψηφισμού μεταξύ προϊόντων πληρούν τις κατωτέρω πρόσθετες προϋποθέσεις:

    α)

    το καθαρό αλγεβρικό άθροισμά που αναφέρεται στην παράγραφο 2 στοιχείο α) είναι το καθαρό αλγεβρικό άθροισμά των θετικών και αρνητικών τιμών εκκαθάρισης οιασδήποτε συμπεριλαμβανόμενης επιμέρους διμερούς συμφωνίας-πλαισίου και της θετικής και αρνητικής τρέχουσας τιμής των μεμονωμένων συναλλαγών (το «καθαρό ποσό μεταξύ προϊόντων»),

    β)

    οι νομικές γνωμοδοτήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 2 στοιχείο β) θα πραγματεύονται την εγκυρότητα και την εκτελεστότητα της συμφωνίας συμβατικού συμψηφισμού μεταξύ προϊόντων στο σύνολό της σύμφωνα με τους όρους της και τις επιπτώσεις του συμψηφιστικού διακανονισμού επί των βασικών διατάξεων οιασδήποτε συμπεριλαμβανόμενης επιμέρους διμερούς συμφωνίας πλαισίου.

    Άρθρο 297

    Υποχρεώσεις των ιδρυμάτων

    1.   Ένα ίδρυμα θεσπίζει και διατηρεί διαδικασίες που εξασφαλίζουν ότι η νομική εγκυρότητα και η εκτελεστότητα του συμβατικού συμψηφισμού επανεξετάζεται με γνώμονα τις μεταβολές της νομοθεσίας στις σχετικές δικαιοδοσίες που αναφέρονται στο άρθρο 296 παράγραφος 2 στοιχείο β).

    2.   Το ίδρυμα διατηρεί στα αρχεία του όλη την απαιτούμενη τεκμηρίωση σχετικά με τον συμβατικό συμψηφισμό.

    3.   Το ίδρυμα λαμβάνει υπόψη το αποτέλεσμα του συμψηφισμού όταν υπολογίζει το άνοιγμά του στον σωρευτικό πιστωτικό κίνδυνο κάθε αντισυμβαλλομένου και διαχειρίζεται τον πιστωτικό κίνδυνο του αντισυμβαλλομένου σε αυτή τη βάση.

    4.   Στην περίπτωση των συμφωνιών συμβατικού συμψηφισμού μεταξύ προϊόντων που αναφέρονται στο άρθρο 295, το ίδρυμα διαθέτει διαδικασίες στο πλαίσιο του άρθρου 296 παράγραφος 2 στοιχείο γ) ώστε να επαληθεύει ότι οιαδήποτε συναλλαγή που πρόκειται να περιληφθεί σε συμψηφιστικό σύνολο καλύπτεται από νομική γνωμοδότηση που αναφέρεται στο άρθρο 296 παράγραφος 2 στοιχείο β).

    Λαμβανομένης υπόψη της συμφωνίας συμβατικού συμψηφισμού μεταξύ προϊόντων, το ίδρυμα εξακολουθεί να συμμορφώνεται προς τις απαιτήσεις για την αναγνώριση του διμερούς συμψηφισμού και τις απαιτήσεις του κεφαλαίου 4 για την αναγνώριση της μείωσης του πιστωτικού κινδύνου, κατά περίπτωση, σε σχέση με κάθε συμπεριληφθείσα επιμέρους διμερή συμφωνία-πλαίσιο και συναλλαγή.

    Άρθρο 298

    Αποτελέσματα της αναγνώρισης του συμψηφισμού ως στοιχείου μείωσης του κινδύνου

    1.   Οι συμφωνίες συμβατικού συμψηφισμού έχουν την κατωτέρω αντιμετώπιση:

    α)

    ο συμψηφισμός για τους σκοπούς των τμημάτων 5 και 6 αναγνωρίζεται με τον τρόπο που προβλέπεται σε αυτά τα τμήματα,

    β)

    στην περίπτωση συμβάσεων ανανέωσης οφειλής, είναι δυνατή η στάθμιση των ενιαίων καθαρών ποσών που καθορίζονται από τις εν λόγω συμβάσεις αντί των μεικτών ποσών.

    Για την εφαρμογή του τμήματος 3, τα ιδρύματα μπορούν να λάβουν υπόψη τους τη σύμβαση ανανέωσης οφειλής κατά τον προσδιορισμό:

    i)

    του τρέχοντος κόστους αντικατάστασης που αναφέρεται στο άρθρο 274 παράγραφος 1,

    ii)

    των ονομαστικών κεφαλαίων ή των υποκείμενων αξιών που αναφέρονται στο άρθρο 274 παράγραφος 2.

    Για την εφαρμογή του τμήματος 4, κατά τον προσδιορισμό του ονομαστικού ποσού που αναφέρεται στο άρθρο 275 παράγραφος 1, τα ιδρύματα μπορούν να λάβουν υπόψη τη σύμβαση ανανέωσης οφειλής για τον υπολογισμό του ονομαστικού κεφαλαίου. Σε αυτή την περίπτωση, τα ιδρύματα εφαρμόζουν τα ποσοστά που αναφέρονται στον πίνακα 3,

    γ)

    στην περίπτωση άλλων συμφωνιών συμψηφισμού, τα ιδρύματα εφαρμόζουν το τμήμα 3 ως εξής:

    i)

    το τρέχον κόστος αντικατάστασης που αναφέρεται στο άρθρο 274 παράγραφος 1 για τις συμβάσεις που περιλαμβάνονται σε μία συμφωνία συμψηφισμού υπολογίζεται εάν ληφθεί υπόψη το υποθετικό καθαρό κόστος αντικατάστασης που προκύπτει από τη συμφωνία· όταν από τον συμψηφισμό προκύπτει καθαρή υποχρέωση για το ίδρυμα που υπολογίζει το καθαρό κόστος αντικατάστασης, το τρέχον κόστος αντικατάστασης υπολογίζεται ως «0»,

    ii)

    το ποσό που αφορά τα ενδεχόμενα μελλοντικά πιστωτικά ανοίγματα δυνάμει του άρθρου 274 παράγραφος 2 για όλες τις συμβάσεις που περιλαμβάνονται σε μια συμφωνία συμψηφισμού μπορεί να μειωθεί σύμφωνα με τον ακόλουθο τύπο:

    Formula

    όπου:

    PCEred

    =

    το μειωμένο ποσό που αφορά το ενδεχόμενο μελλοντικό πιστωτικό άνοιγμα για όλες τις συμβάσεις με έναν συγκεκριμένο αντισυμβαλλόμενο που περιλαμβάνονται σε μια νομικά έγκυρη διμερή συμφωνία συμψηφισμού,

    PCEgross

    =

    το άθροισμα των ενδεχόμενων μελλοντικών πιστωτικών ανοιγμάτων για όλες τις συμβάσεις με έναν συγκεκριμένο αντισυμβαλλόμενο που περιλαμβάνονται σε μια νομικά έγκυρη συμφωνία συμψηφισμού και υπολογίζονται εάν πολλαπλασιαστούν τα ονομαστικά ποσά με τα ποσοστά του πίνακα 1,

    NGR

    =

    δείκτης καθαρού προς ακαθάριστο υπολογιζόμενος ως το πηλίκο του καθαρού κόστους αντικατάστασης για όλες τις συμβάσεις που περιλαμβάνονται σε μία νομικά έγκυρη συμφωνία συμψηφισμού με έναν συγκεκριμένο αντισυμβαλλόμενο (αριθμητής) προς το ακαθάριστο κόστος αντικατάστασης για όλες τις συμβάσεις που περιλαμβάνονται σε μια νομικά έγκυρη διμερή συμφωνία συμψηφισμού με τον ίδιο αντισυμβαλλόμενο (παρονομαστής).

    2.   Κατά τον υπολογισμό των ενδεχομένων μελλοντικών πιστωτικών ανοιγμάτων σύμφωνα με τον τύπο που καθορίζεται στην παράγραφο 1, τα ιδρύματα μπορούν να αντιμετωπίζουν τις πλήρως αντιστοιχιζόμενες μεταξύ τους συμβάσεις που περιλαμβάνονται στη συμφωνία συμψηφισμού ως μια σύμβαση με ονομαστικό ποσό ισοδύναμο προς τις καθαρές εισροές.

    Για την εφαρμογή του άρθρου 275 παράγραφος 1, τα ιδρύματα μπορούν να αντιμετωπίζουν τις πλήρως αντιστοιχιζόμενες μεταξύ τους συμβάσεις που περιλαμβάνονται στη συμφωνία συμψηφισμού ως σύμβαση με ονομαστικό ποσό ισοδύναμο προς τις καθαρές εισροές, και τα ονομαστικά ποσά πολλαπλασιάζονται με τα ποσοστά του πίνακα 3.

    Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, οι πλήρως αντιστοιχιζόμενες μεταξύ τους συμβάσεις είναι συμβόλαια προθεσμιακών πράξεων συναλλάγματος ή παρεμφερείς συμβάσεις, στις οποίες το ονομαστικό ποσό είναι ισοδύναμο με τις ταμειακές ροές, εάν οι ταμειακές ροές λήγουν την ίδια τοκοφόρο ημερομηνία και πλήρως στο ίδιο νόμισμα.

    3.   Προκειμένου περί οιωνδήποτε άλλων συμβάσεων συμπεριλαμβανομένων σε συμφωνία συμψηφισμού, τα εφαρμοστέα ποσοστά είναι δυνατόν να ελαττωθούν κατά τα εκτιθέμενα στον πίνακα 6:

    Πίνακας 6

    Αρχική ληκτότητα

    Συμβάσεις επιτοκίου

    Συμβάσεις συναλλάγματος

    Ένα έτος ή λιγότερο

    0,35 %

    1,50 %

    Πάνω από ένα έτος αλλά όχι μεγαλύτερη από δύο έτη

    0,75 %

    3,75 %

    Για κάθε επιπλέον έτος

    0,75 %

    2,25 %

    4.   Στην περίπτωση των συμβάσεων επιτοκίου, τα ιδρύματα μπορούν, με την έγκριση των αρμοδίων αρχών, να επιλέξουν είτε την αρχική είτε την εναπομένουσα ληκτότητα.

    Τμήμα 8

    Στοιχεία του χαρτοφυλακίου συναλλαγών

    Άρθρο 299

    Στοιχεία του χαρτοφυλακίου συναλλαγών

    1.   Για τους σκοπούς της εφαρμογής του παρόντος άρθρου, το παράρτημα ΙΙ περιλαμβάνει μια αναφορά σε παράγωγα μέσα για τη μεταφορά του πιστωτικού κινδύνου, όπως αναφέρεται στο παράρτημα Ι τμήμα Γ σημείο 8 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ.

    2.   Κατά τον υπολογισμό των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ποσών για κίνδυνο αντισυμβαλλομένου των στοιχείων του χαρτοφυλακίου συναλλαγών, τα ιδρύματα συμμορφώνονται με τις κατωτέρω αρχές:

    α)

    οσάκις πρόκειται για πιστωτικά παράγωγα τύπου συμφωνίας ανταλλαγής συνολικής απόδοσης και συμφωνίας ανταλλαγής κινδύνου αθέτησης, για να υπολογισθεί το ύψος ενδεχόμενου μελλοντικού πιστωτικού ανοίγματος βάσει της μεθόδου που ορίζεται στο τμήμα 3, το ονομαστικό ποσό του μέσου πολλαπλασιάζεται επί τα ακόλουθα ποσοστά:

    i)

    5 %, σε περίπτωση που η υποχρέωση αναφοράς είναι τέτοιου τύπου ώστε, εάν δημιουργούσε άμεσο άνοιγμα για το ίδρυμα, θα εθεωρείτο εγκεκριμένο στοιχείο για τους σκοπούς του τρίτου μέρους τίτλος IV κεφάλαιο 2,

    ii)

    10 %, σε περίπτωση που η υποχρέωση αναφοράς είναι τέτοιου τύπου ώστε, εάν δημιουργούσε άμεσο άνοιγμα για το ίδρυμα, δεν θα εθεωρείτο εγκεκριμένο στοιχείο για τους σκοπούς του τρίτου μέρους τίτλος IV κεφάλαιο 2,

    Εάν πρόκειται για ίδρυμα του οποίου το άνοιγμα που προκύπτει από την εν λόγω συμφωνία ανταλλαγής αποτελεί θετική θέση στο υποκείμενο μέσο, το ποσοστό για το ενδεχόμενο μελλοντικό πιστωτικό άνοιγμα μπορεί να είναι 0 %, εκτός εάν η συμφωνία ανταλλαγής κινδύνου αθέτησης υπόκειται σε ρήτρα εκκαθάρισης σε περίπτωση αφερεγγυότητας της οντότητας της οποίας το άνοιγμα που προκύπτει από τη συμφωνία ανταλλαγής αποτελεί αρνητική θέση στο υποκείμενο μέσο, έστω και εάν το υποκείμενο μέσο δεν τελεί σε κατάσταση αθέτησης τήρησης υποχρέωσης.

    Οσάκις το πιστωτικό παράγωγο παρέχει προστασία έναντι της «νιοστής αθέτησης τήρησης υποχρέωσης» μεταξύ ενός πλήθους υποκείμενων υποχρεώσεων, το ίδρυμα προσδιορίζει ποιο από τα ποσοστά που καθορίζονται στο πρώτο εδάφιο εφαρμόζεται για την υποχρέωση με τη νιοστή χαμηλότερη πιστωτική ποιότητα, η οποία εάν βάρυνε το ίδρυμα, θα εθεωρείτο εγκεκριμένο στοιχείο για τους σκοπούς του τρίτου μέρους τίτλος IV κεφάλαιο 2,

    β)

    τα ιδρύματα δεν μπορούν να εφαρμόζουν την απλή μέθοδο χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων που αναφέρεται στο άρθρο 222 για την αναγνώριση των συνεπειών χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων,

    γ)

    στην περίπτωση συναλλαγών επαναγοράς και συναλλαγών δανειοδοσίας ή δανειοληψίας τίτλων ή βασικών εμπορευμάτων καταχωριζόμενων σε χαρτοφυλάκιο συναλλαγών, τα ιδρύματα μπορούν να αναγνωρίζουν ως επιλέξιμη εξασφάλιση κάθε χρηματοοικονομικό μέσο και βασικό εμπόρευμα που πληροί τις προϋποθέσεις για να συμπεριληφθεί στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών,

    δ)

    για άνοιγμα που οφείλεται σε εξωχρηματιστηριακό παράγωγο μέσο το οποίο εγγράφεται στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών, τα ιδρύματα μπορούν ομοίως να αναγνωρίζουν ως επιλέξιμη εξασφάλιση τα βασικά εμπορεύματα που πληρούν τις προϋποθέσεις για να συμπεριληφθούν στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών,

    ε)

    προκειμένου να υπολογισθούν οι προσαρμογές μεταβλητότητας όταν τέτοιου είδους χρηματοοικονομικά μέσα ή βασικά εμπορεύματα μη επιλέξιμα δυνάμει του κεφαλαίου 4 διατίθενται ως δάνειο, πωλούνται ή παρέχονται ή αποτελούν αντικείμενο δανειοληψίας, αγοράζονται ή λαμβάνονται ως εξασφάλιση ή υπό άλλη μορφή στο πλαίσιο τέτοιας συναλλαγής και το ίδρυμα χρησιμοποιεί τη μέθοδο των εποπτευόμενων προσαρμογών μεταβλητότητας δυνάμει κεφαλαίου 4 τμήμα 3, τα ιδρύματα αντιμετωπίζουν τα εν λόγω μέσα και βασικά εμπορεύματα με τον ίδιο τρόπο όπως και τις μετοχές οι οποίες δεν περιλαμβάνονται σε βασικό δείκτη και είναι εισηγμένες σε αναγνωρισμένο χρηματιστήριο,

    στ)

    εάν ένα ίδρυμα χρησιμοποιεί τη μέθοδο των εσωτερικών εκτιμήσεων προσαρμογής μεταβλητότητας δυνάμει του κεφαλαίου 4 τμήμα 3 σε σχέση με χρηματοπιστωτικά μέσα ή βασικά εμπορεύματα που δεν είναι επιλέξιμα δυνάμει του κεφαλαίου 4, το ίδρυμα υπολογίζει τις προσαρμογές μεταβλητότητας για κάθε χωριστό στοιχείο. Εάν ένα ίδρυμα έχει λάβει άδεια να χρησιμοποιεί τη μέθοδο των εσωτερικών υποδειγμάτων που ορίζεται στο κεφάλαιο 4, μπορεί επίσης να χρησιμοποιήσει τη μέθοδο αυτή και για το χαρτοφυλάκιο συναλλαγών,

    ζ)

    σε σχέση με την αναγνώριση συμβάσεων-πλαισίων συμψηφισμού που καλύπτουν συναλλαγές επαναγοράς ή συναλλαγές δανειοδοσίας ή δανειοληψίας τίτλων ή βασικών εμπορευμάτων ή άλλου είδους συναλλαγές με όρους κεφαλαιαγοράς, τα ιδρύματα αναγνωρίζουν τον συμψηφισμό μεταξύ θέσεων εντός και εκτός του χαρτοφυλακίου συναλλαγών μόνο εφόσον οι συμψηφιζόμενες συναλλαγές πληρούν τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

    i)

    όλες οι συναλλαγές αποτιμώνται καθημερινά με βάση τις τρέχουσες αγοραίες τιμές,

    ii)

    κάθε στοιχείο το οποίο αποτελεί αντικείμενο δανειοληψίας, αγοράζεται ή λαμβάνεται στο πλαίσιο των συναλλαγών είναι δυνατόν να αναγνωρισθεί ως επιλέξιμη χρηματοοικονομική εξασφάλιση δυνάμει του κεφαλαίου 4 χωρίς εφαρμογή των στοιχείων γ) έως στ) της παρούσας παραγράφου,

    η)

    όταν ένα πιστωτικό παράγωγο το οποίο περιλαμβάνεται στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών αποτελεί στοιχείο εσωτερικής αντιστάθμισης κινδύνου και η πιστωτική προστασία αναγνωρίζεται βάσει του παρόντος κανονισμού σύμφωνα με το άρθρο 204, τα ιδρύματα εφαρμόζουν μία από τις κατωτέρω προσεγγίσεις:

    i)

    το αντιμετωπίζουν ως εάν δεν υφίστατο κίνδυνος αντισυμβαλλομένου εξαιτίας της θέσης στο πιστωτικό παράγωγο,

    ii)

    συμπεριλαμβάνουν με συνέπεια για τους σκοπούς του υπολογισμού των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για πιστωτικό κίνδυνο αντισυμβαλλομένου όλα τα πιστωτικά παράγωγα που περιλαμβάνονται στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών και αποτελούν στοιχείο εσωτερικής αντιστάθμισης κινδύνου στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών ή έχουν αγοραστεί ως προστασία για πιστωτικό κίνδυνο αντισυμβαλλομένου όταν η πιστωτική προστασία αναγνωρίζεται ως επιλέξιμη βάσει του κεφαλαίου 4.

    Τμήμα 9

    Απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για ανοίγματά έναντι εντρικού αντισυμβαλλομένου

    Άρθρο 300

    Ορισμοί

    Για τους σκοπούς του παρόντος τμήματος, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

    1)   «απομακρυσμένο από τον κίνδυνο πτώχευσης»: σε σχέση με περιουσιακά στοιχεία πελάτη σημαίνει ότι υφίστανται αποτελεσματικές ρυθμίσεις που διασφαλίζουν ότι τα συγκεκριμένα στοιχεία δεν θα είναι διαθέσιμα στους πιστωτές ενός κεντρικού αντισυμβαλλομένου ή ενός εκκαθαριστικού μέλους σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εν λόγω κεντρικού αντισυμβαλλομένου ή του εκκαθαριστικού μέλους αντιστοίχως ή ότι τα στοιχεία δεν θα είναι διαθέσιμα στο εκκαθαριστικό μέλος για την κάλυψη ζημιών που έχει υποστεί μετά την αθέτηση πελάτη ή πελατών πέραν εκείνων που έχουν παράσχει τα εν λόγω στοιχεία,

    2)   «συναλλαγή που σχετίζεται με κεντρικό αντισυμβαλλόμενο»: μια σύμβαση ή συναλλαγή που αναφέρεται στο άρθρο 295 παράγραφος 1 μεταξύ ενός πελάτη και ενός εκκαθαριστικού μέλους που σχετίζεται άμεσα με μια σύμβαση ή μία συναλλαγή που αναφέρεται στο άρθρο 295 παράγραφος 1 μεταξύ του εκκαθαριστικού μέλους και ενός κεντρικού αντισυμβαλλομένου,

    3)   «εκκαθαριστικό μέλος»: εκκαθαριστικό μέλος όπως ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 14) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012,

    4)   «πελάτης»: πελάτης όπως ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 15) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 ή επιχείρηση που έχει προβεί σε ρυθμίσεις έμμεσης εκκαθάρισης με εκκαθαριστικό μέλος, σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 3 του εν λόγω κανονισμού.

    Άρθρο 301

    Πεδίο εφαρμογής

    1.   Το παρόν τμήμα εφαρμόζεται στις ακόλουθες συμβάσεις και συναλλαγές με κεντρικό αντισυμβαλλόμενο για όσο διάστημα παραμένουν εκκρεμείς:

    α)

    συμβάσεις του παραρτήματος ΙΙ και πιστωτικά παράγωγα,

    β)

    συναλλαγές επί συμβάσεων επαναγοράς,

    γ)

    συναλλαγές δανειοδοσίας ή δανειοληψίας τίτλων ή βασικών εμπορευμάτων,

    δ)

    συναλλαγές με μακρά περίοδο διακανονισμού,

    ε)

    παροχή πίστωσης μέσω λογαριασμού περιθωρίου ασφάλισης,

    2.   Τα ιδρύματα μπορούν να επιλέγουν να εφαρμόζουν έναν από τους ακόλουθους τρόπους χειρισμού των εκκρεμών συμβάσεων και συναλλαγών που αναφέρονται στην παράγραφο 1 με αναγνωρισμένο κεντρικό αντισυμβαλλόμενο:

    α)

    είτε τον χειρισμό για τα ανοίγματα συναλλαγών και τα ανοίγματα από συνεισφορές στο κεφάλαιο εκκαθάρισης που προσδιορίζεται στο άρθρο 306, εκτός από τον χειρισμό που προσδιορίζεται στην παράγραφο 1 στοιχείο β) του εν λόγω άρθρου, και στο άρθρο 307, αντιστοίχως,

    β)

    είτε τον χειρισμό που προσδιορίζεται στο άρθρο 310.

    3.   Τα ιδρύματα εφαρμόζουν στις περιλαμβανόμενες στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου εκκρεμείς συμβάσεις και συναλλαγές με μη αναγνωρισμένους κεντρικούς αντισυμβαλλόμενους την αντιμετώπιση που προσδιορίζεται στο άρθρο 306, εκτός από αντιμετώπιση που προσδιορίζεται στην παράγραφο 1 στοιχείο α) του εν λόγω άρθρου, και στο άρθρο 309, κατά περίπτωση.

    Άρθρο 302

    Παρακολούθηση των ανοιγμάτων έναντι κεντρικών αντισυμβαλλόμενων

    1.   Τα ιδρύματα παρακολουθούν όλα τα ανοίγματά τους έναντι κεντρικών αντισυμβαλλομένων και καθορίζουν διαδικασίες για την τακτική υποβολή πληροφοριών σχετικά με τα εν λόγω ανοίγματα στα ανώτερα διευθυντικά στελέχη και στην αρμόδια επιτροπή ή επιτροπές του διοικητικού οργάνου.

    2.   Τα ιδρύματα αξιολογούν, μέσω κατάλληλων αναλύσεων σεναρίων και προσομοιώσεων ακραίων καταστάσεων, αν το επίπεδο των ιδίων κεφαλαίων που τηρούνται για ανοίγματα έναντι κεντρικού αντισυμβαλλομένου, περιλαμβανομένων ενδεχόμενων μελλοντικών πιστωτικών ανοιγμάτων, ανοιγμάτων από συνεισφορές στο κεφάλαιο εκκαθάρισης και, όταν το ίδρυμα ενεργεί ως εκκαθαριστικό μέλος, ανοιγμάτων που προκύπτουν από συμβατικές ρυθμίσεις όπως προσδιορίζονται στο άρθρο 304, ανταποκρίνεται επαρκώς στους εγγενείς κινδύνους των εν λόγω ανοιγμάτων.

    Άρθρο 303

    Αντιμετώπιση των ανοιγμάτων έναντι κεντρικού αντισυμβαλλομένου εκκαθαριστικών μελών

    1.   Εάν ένα ίδρυμα ενεργεί ως εκκαθαριστικό μέλος, είτε για ίδιο λογαριασμό είτε ως χρηματοοικονομικός διαμεσολαβητής μεταξύ πελάτη του και ενός κεντρικού αντισυμβαλλομένου, υπολογίζει τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για τα ανοίγματά του έναντι του κεντρικού αντισυμβαλλομένου σύμφωνα με το άρθρο 301 παράγραφοι 2 και 3.

    2.   Εάν ένα ίδρυμα ενεργεί ως εκκαθαριστικό μέλος και, υπό αυτή την ιδιότητα, ενεργεί ως χρηματοοικονομικός διαμεσολαβητής μεταξύ ενός πελάτη του και ενός κεντρικού αντισυμβαλλομένου, υπολογίζει τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για τις συναλλαγές που συνάπτει με τον πελάτη αυτόν και οι οποίες σχετίζονται με τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο σύμφωνα με τα τμήματα 1 έως 8 του παρόντος κεφαλαίου, κατά περίπτωση.

    3.   Εάν ένα ίδρυμα είναι πελάτης ενός εκκαθαριστικού μέλους, υπολογίζει τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για τις σχετιζόμενες με τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο συναλλαγές του με αυτό το εκκαθαριστικό μέλος σύμφωνα με τα τμήματα 1 έως 8 του παρόντος κεφαλαίου, κατά περίπτωση.

    4.   Ως εναλλακτική δυνατότητα σε σχέση με τη προσέγγιση που αναφέρεται στην παράγραφο 4, εάν ένα ίδρυμα είναι πελάτης, μπορεί να υπολογίζει τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για τις σχετιζόμενες με τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο συναλλαγές του με το εκκαθαριστικό μέλος σύμφωνα με το άρθρο 305 παράγραφος 2 εφόσον πληρούνται σωρευτικά οι κατωτέρω προϋποθέσεις:

    α)

    οι θέσεις και τα στοιχεία περιουσίας του εν λόγω ιδρύματος που σχετίζονται με τις εν λόγω συναλλαγές διακρίνονται και διαχωρίζονται κατά την έννοια του άρθρου 39 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, τόσο σε επίπεδο εκκαθαριστικού μέλους όσο και σε επίπεδο κεντρικού αντισυμβαλλομένου, από τις θέσεις και τα στοιχεία περιουσίας τόσο του εκκαθαριστικού μέλους όσο και των υπολοίπων πελατών του εν λόγω εκκαθαριστικού μέλους και ως αποτέλεσμα αυτού του διαχωρισμού, οι σχετικές θέσεις και τα στοιχεία περιουσίας είναι απομακρυσμένα από τον κίνδυνο πτώχευσης σε περίπτωση αθέτησης υποχρέωσης ή αφερεγγυότητας του εκκαθαριστικού μέλους ή ενός ή περισσοτέρων από τους υπόλοιπους πελάτες του,

    β)

    η σχετική νομοθεσία, οι κανονισμοί, οι κανόνες και οι συμβατικές ρυθμίσεις που εφαρμόζονται ή δεσμεύουν το εν λόγω ίδρυμα ή τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο διασφαλίζουν ότι σε περίπτωση αθέτησης υποχρέωσης ή αφερεγγυότητας του εκκαθαριστικού μέλους, η μεταφορά των θέσεων του ιδρύματος που σχετίζονται με τις εν λόγω συμβάσεις και συναλλαγές και των αντίστοιχων εξασφαλίσεων σε άλλο εκκαθαριστικό μέλος γίνεται εντός της σχετικής περιόδου κινδύνου που καλύπτεται από το περιθώριο ασφάλισης.

    5.   Όταν ένα ίδρυμα που ενεργεί ως εκκαθαριστικό μέλος συνάπτει συμβατική σχέση με πελάτη άλλου εκκαθαριστικού μέλους για να διασφαλίσει στον πελάτη αυτό τη δυνατότητα μεταφοράς των στοιχείων περιουσίας και των θέσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 4 στοιχείο β), το εν λόγω ίδρυμα μπορεί να εφαρμόζει μηδενική αξία ανοίγματος στην ενδεχόμενη υποχρέωση που δημιουργείται λόγω της ανωτέρω συμβατικής σχέσης.

    Άρθρο 304

    Αντιμετώπιση ανοιγμάτων εκκαθαριστικών μελών έναντι πελατών

    1.   Όταν ένα ίδρυμα ενεργεί ως εκκαθαριστικό μέλος και, υπό αυτή την ιδιότητα, ενεργεί ως χρηματοοικονομικός διαμεσολαβητής μεταξύ πελάτη και κεντρικού αντισυμβαλλομένου, υπολογίζει τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για τις σχετιζόμενες με τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο συναλλαγές του με τον πελάτη σύμφωνα με τα τμήματα 1 έως 8 του παρόντος κεφαλαίου και το τρίτο μέρος τίτλος IV, κατά περίπτωση.

    2.   Όταν ένα ίδρυμα που ενεργεί ως εκκαθαριστικό μέλος συνάπτει συμβατική σχέση με πελάτη άλλου εκκαθαριστικού μέλους η οποία διευκολύνει, σύμφωνα με το άρθρο 48 παράγραφοι 5 και 6 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, τη μεταφορά θέσεων και εξασφαλίσεων που αναφέρονται στο άρθρο 305 παράγραφος 2 στοιχείο β) του παρόντος κανονισμού για τον πελάτη αυτό και η εν λόγω συμβατική συμφωνία δημιουργεί ενδεχόμενη υποχρέωση για το ίδρυμα αυτό, το εν λόγω ίδρυμα μπορεί να εφαρμόζει μηδενική αξία ανοίγματος στην εν λόγω ενδεχόμενη υποχρέωση.

    3.   Ένα ίδρυμα που ενεργεί ως εκκαθαριστικό μέλος μπορεί να εφαρμόζει συντομότερη περίοδο κινδύνου που καλύπτεται από το περιθώριο ασφάλισης κατά τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για τα ανοίγματά του έναντι πελάτη σύμφωνα με τη μέθοδο του εσωτερικού υποδείγματος. Η περίοδος κινδύνου που καλύπτεται από το περιθώριο ασφάλισης και χρησιμοποιείται από το ίδρυμα δεν είναι λιγότερη από 5 ημέρες.

    4.   Κατά τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για τα ανοίγματά του έναντι πελάτη σύμφωνα με τη μέθοδο αποτίμησης με τιμές αγοράς, την τυποποιημένη μέθοδο ή την μέθοδο του αρχικού ανοίγματος, ένα ίδρυμα που ενεργεί ως εκκαθαριστικό μέλος μπορεί να πολλαπλασιάζει το άνοιγμά του σε περίπτωση αθέτησης με μία βαθμωτή τιμή. Οι βαθμωτές τιμές που μπορούν να εφαρμόζουν τα ιδρύματα είναι οι ακόλουθες:

    α)

    0,71 για περίοδο κινδύνου περιθωρίου ασφάλισης πέντε ημερών,

    β)

    0,77 για περίοδο κινδύνου περιθωρίου ασφάλισης έξι ημερών,

    γ)

    0,84 για περίοδο κινδύνου περιθωρίου ασφάλισης επτά ημερών,

    δ)

    0,89 για περίοδο κινδύνου περιθωρίου ασφάλισης οκτώ ημερών,

    ε)

    0,95 για περίοδο κινδύνου περιθωρίου ασφάλισης εννέα ημερών,

    στ)

    1 για περίοδο κινδύνου περιθωρίου ασφάλισης δέκα ημερών και άνω.

    5.   Η ΕΑΤ αναπτύσσει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για τον καθορισμό των περιόδων κινδύνου περιθωρίου ασφάλισης που μπορούν να χρησιμοποιούν τα ιδρύματα για τους σκοπούς των παραγράφων 3 και 4.

    Κατά την ανάπτυξη των εν λόγω ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων, η ΕΑΤ εφαρμόζει τις ακόλουθες αρχές:

    α)

    ορίζει την περίοδο κινδύνου περιθωρίου ασφάλισης για καθένα από τα είδη των συμβάσεων και των συναλλαγών που απαριθμούνται στο άρθρο 301 παράγραφος 1,

    β)

    οι περίοδοι κινδύνου περιθωρίου ασφάλισης που ορίζονται σύμφωνα με το σημείο α) αντικατοπτρίζουν την περίοδο εκκαθάρισης των συμβάσεων και των συναλλαγών που αναφέρονται στο εν λόγω σημείο.

    Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα στην Επιτροπή το αργότερο έως τις 30 Ιουνίου 2014.

    Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

    Άρθρο 305

    Αντιμετώπιση των ανοιγμάτων πελατών

    1.   Όταν ένα ίδρυμα είναι πελάτης, υπολογίζει τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για τις σχετιζόμενες με τον κεντρικό συμβαλλόμενο συναλλαγές του με το εκκαθαριστικό μέλος του σύμφωνα με τα τμήματα 1 έως 8 του παρόντος κεφαλαίου και το τρίτο μέρος τίτλος VI, κατά περίπτωση.

    2.   Με την επιφύλαξη της προσέγγισης που καθορίζεται στην παράγραφο 1, όταν ένα ίδρυμα είναι πελάτης, μπορεί να υπολογίζει τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για τα ανοίγματα διαπραγμάτευσης που αφορούν τις σχετιζόμενες με τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο συναλλαγές του με το εκκαθαριστικό μέλος του σύμφωνα με το άρθρο 306, εφόσον πληρούνται σωρευτικά οι κατωτέρω προϋποθέσεις:

    α)

    οι θέσεις και τα στοιχεία περιουσίας του εν λόγω ιδρύματος που σχετίζονται με τις εν λόγω συναλλαγές διακρίνονται και διαχωρίζονται, σε επίπεδο τόσο εκκαθαριστικού μέλους όσο και κεντρικού αντισυμβαλλομένου, από τις θέσεις και τα στοιχεία περιουσίας τόσο του εκκαθαριστικού μέλους όσο και των υπολοίπων πελατών του εν λόγω εκκαθαριστικού μέλους και ως αποτέλεσμα αυτής της διάκρισης και αυτού του διαχωρισμού, οι σχετικές θέσεις και τα στοιχεία περιουσίας είναι απομακρυσμένα από τον κίνδυνο πτώχευσης σε περίπτωση αθέτησης υποχρέωσης ή αφερεγγυότητας του εκκαθαριστικού μέλους ή ενός ή περισσοτέρων από τους υπόλοιπους πελάτες του εκκαθαριστικού μέλους,

    β)

    η σχετική νομοθεσία, οι κανονισμοί, οι κανόνες και οι συμβατικές ρυθμίσεις που εφαρμόζονται ή δεσμεύουν το εν λόγω ίδρυμα ή τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο διευκολύνουν τη μεταφορά των θέσεων του πελάτη που σχετίζονται με τις εν λόγω συμβάσεις και συναλλαγές και των αντίστοιχων εξασφαλίσεων σε άλλο εκκαθαριστικό μέλος εντός της εφαρμοστέας περιόδου κινδύνου που καλύπτεται από το περιθώριο ασφάλισης σε περίπτωση αθέτησης ή αφερεγγυότητας του αρχικού εκκαθαριστικού μέλους. Στην περίπτωση αυτή, οι θέσεις του πελάτη και οι εξασφαλίσεις μεταφέρονται βάσει της τιμής αγοράς, εκτός εάν ο πελάτης ζητήσει το κλείσιμο της ανοιχτής θέσης στην τιμή αγοράς,

    γ)

    το ίδρυμα έχει στη διάθεσή του ανεξάρτητη, γραπτή και αιτιολογημένη νομική γνωμοδότηση από την οποία προκύπτει ότι, σε περίπτωση προσφυγής, τα αρμόδια δικαστήρια και οι διοικητικές αρχές θα αποφαίνονταν ότι ο πελάτης δεν θα υφίστατο ζημία λόγω της αφερεγγυότητας του εκκαθαριστικού μέλους του ή οποιωνδήποτε πελατών αυτού βάσει του δικαίου του κράτους του ιδρύματος, του εκκαθαριστικού μέλος και του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, του δικαίου που διέπει τις συναλλαγές και τις συμβάσεις τις οποίες εκκαθαρίζει το ίδρυμα μέσω του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, του δικαίου που διέπει τις εξασφαλίσεις και του δικαίου που διέπει κάθε σύμβαση ή συμφωνία που είναι αναγκαία για την πλήρωση της προϋπόθεσης που αναφέρεται στο σημείο β),

    δ)

    ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος είναι αναγνωρισμένος κεντρικός αντισυμβαλλόμενος.

    3.   Με την επιφύλαξη των προϋποθέσεων που ορίζονται στην παράγραφο 2, όταν ένα ίδρυμα που είναι πελάτης δεν προστατεύεται από ζημίες σε περίπτωση ταυτόχρονης αθέτησης του εκκαθαριστικού μέλους και άλλου πελάτη του εκκαθαριστικού μέλους, αλλά πληρούνται όλες οι λοιπές προϋποθέσεις της παραγράφου 2, ο πελάτης μπορεί να υπολογίζει τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για τα ανοίγματα διαπραγμάτευσης που αφορούν τις σχετιζόμενες με κεντρικό αντισυμβαλλόμενο συναλλαγές του με το εκκαθαριστικό μέλος του σύμφωνα με το άρθρο 306, υπό την προϋπόθεση ότι αντικαθιστά τον συντελεστή στάθμισης κινδύνου 2 % που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο α) του εν λόγω άρθρου με συντελεστή στάθμισης κινδύνου 4 %.

    4.   Όταν ένα ίδρυμα που είναι πελάτης κάνει χρήση των υπηρεσιών κεντρικού αντισυμβαλλομένου μέσω ρυθμίσεων έμμεσης εκκαθάρισης, σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, το ίδρυμα αυτό μπορεί να εφαρμόζει την αντιμετώπιση που καθορίζεται στο άρθρο 2 ή 3 μόνο όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις που ορίζονται σε κάθε παράγραφο, σε κάθε επίπεδο της αλυσίδας των διαμεσολαβούντων.

    Άρθρο 306

    Απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για ανοίγματα συναλλαγών

    1.   Κάθε ίδρυμα εφαρμόζει την ακόλουθη αντιμετώπιση στα ανοίγματα συναλλαγών με κεντρικούς αντισυμβαλλομένους:

    α)

    εφαρμόζει συντελεστή στάθμισης κινδύνου 2 % στις αξίες ανοίγματος όλων των ανοιγμάτων συναλλαγών με αναγνωρισμένους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους,

    β)

    εφαρμόζει σε όλα τα ανοίγματα συναλλαγών με μη αναγνωρισμένους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους τον συντελεστή στάθμισης κινδύνου που χρησιμοποιείται για την τυποποιημένη μέθοδο υπολογισμού του πιστωτικού κινδύνου, όπως ορίζεται στο άρθρο 107 παράγραφος 2 στοιχείο β),

    γ)

    όταν ένα ίδρυμα ενεργεί ως χρηματοοικονομικός διαμεσολαβητής μεταξύ πελάτη και κεντρικού αντισυμβαλλομένου και οι όροι της σχετιζόμενης με τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο συναλλαγής ορίζουν ότι το ίδρυμα δεν υποχρεούται να αποζημιώσει τον πελάτη για ζημίες που υφίσταται λόγω μεταβολής της αξίας της συναλλαγής σε περίπτωση αθέτησης υποχρέωσης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου. Η αξία ανοίγματος της συναλλαγής με τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο που αντιστοιχεί στη συγκεκριμένη σχετιζόμενη με τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο συναλλαγή είναι ίση με μηδέν.

    2.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, εάν τα στοιχεία περιουσίας που παρέχονται ως εξασφάλιση σε κεντρικό αντισυμβαλλόμενο ή σε εκκαθαριστικό μέλος είναι απομακρυσμένα από τον κίνδυνο πτώχευσης σε περίπτωση που ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος, το εκκαθαριστικό μέλος ή ένας ή περισσότεροι από τους άλλους πελάτες του εκκαθαριστικού μέλους καταστούν αφερέγγυοι, το εν λόγω ίδρυμα μπορεί να εφαρμόσει μηδενική αξία ανοίγματος στα ανοίγματα πιστωτικού κινδύνου αντισυμβαλλομένου για τα σχετικά στοιχεία περιουσίας.

    3.   Ένα ίδρυμα υπολογίζει τις αξίες ανοίγματος των ανοιγμάτων συναλλαγών με κεντρικό αντισυμβαλλόμενο σύμφωνα με τα τμήματα 1 έως 8 του παρόντος κεφαλαίου, κατά περίπτωση.

    4.   Ένα ίδρυμα υπολογίζει τα σταθμισμένα ως προς τον κίνδυνο ποσά των ανοιγμάτων συναλλαγών με κεντρικό αντισυμβαλλόμενο για τους σκοπούς του άρθρου 92 παράγραφος 3, ως το άθροισμα των αξιών ανοίγματος των ανοιγμάτων συναλλαγών του με κεντρικούς αντισυμβαλλόμενους, υπολογισμένων σύμφωνα με τις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος άρθρου και πολλαπλασιασμένων με το συντελεστή στάθμισης κινδύνου που προσδιορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.

    Άρθρο 307

    Απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για προκαταβεβλημένες συνεισφορές στο κεφάλαιο εκκαθάρισης κεντρικού αντισυμβαλλομένου

    Ένα ίδρυμα που ενεργεί ως εκκαθαριστικό μέλος εφαρμόζει την ακόλουθη αντιμετώπιση στα ανοίγματά του που προκύπτουν από τις συνεισφορές του στο κεφάλαιο εκκαθάρισης ενός κεντρικού αντισυμβαλλομένου

    α)

    υπολογίζει την απαίτηση ιδίων κεφαλαίων για τις προκαταβεβλημένες συνεισφορές στο κεφάλαιο εκκαθάρισης αναγνωρισμένου κεντρικού αντισυμβαλλομένου σύμφωνα με τη μέθοδο που ορίζεται στο άρθρο 308,

    β)

    υπολογίζει την απαίτηση ιδίων κεφαλαίων για τις προκαταβεβλημένες συνεισφορές στο κεφάλαιο εκκαθάρισης μη αναγνωρισμένου κεντρικού αντισυμβαλλομένου σύμφωνα με τη μέθοδο που ορίζεται στο άρθρο 309.

    Άρθρο 308

    Απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για προκαταβεβλημένες συνεισφορές στο κεφάλαιο εκκαθάρισης αναγνωρισμένου κεντρικού αντισυμβαλλομένου

    1.   Η αξία του ανοίγματος για προκαταβεβλημένη συνεισφορά ιδρύματος στο κεφάλαιο εκκαθάρισης αναγνωρισμένου κεντρικού αντισυμβαλλομένου (DFi) είναι το ποσό που έχει καταβάλει ή η αγοραία αξία των στοιχείων περιουσίας που έχει παράσχει το ίδρυμα, απομειωμένη κατά οποιοδήποτε ποσό της συνεισφοράς αυτής έχει ήδη χρησιμοποιηθεί από τον αναγνωρισμένο κεντρικό αντισυμβαλλόμενο για να απορροφήσει ζημιές που έχει ήδη υποστεί λόγω αθέτησης υποχρέωσης ενός ή περισσοτέρων εκ των εκκαθαριστικών μελών του.

    2.   Το ίδρυμα υπολογίζει την απαίτηση ιδίων κεφαλαίων (Ki) για την κάλυψη του ανοίγματος που προκύπτει από την προκαταβεβλημένη συνεισφορά του (DFi) ως εξής:

    Formula

    όπου:

    β

    =

    ο συντελεστής συγκέντρωσης ο οποίος γνωστοποιείται στο ίδρυμα από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο.

    N

    =

    ο αριθμός των εκκαθαριστικών μελών ο οποίος γνωστοποιείται στο ίδρυμα από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο.

    DFCM

    =

    το άθροισμα των προκαταβεβλημένων συνεισφορών όλων των εκκαθαριστικών μελών του κεντρικού αντισυμβαλλομένου Formula το οποίο γνωστοποιείται στο ίδρυμα από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο.

    KCM

    =

    το άθροισμα των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων όλων των εκκαθαριστικών μελών του κεντρικού αντισυμβαλλομένου που υπολογίζεται σύμφωνα με τον εφαρμοστέο τύπο που ορίζεται στην παράγραφο 3 Formula.

    3.   Το ίδρυμα υπολογίζει το KCM ως εξής:

    α)

    εάν KCCP ≤ DFCCP το ίδρυμα χρησιμοποιεί τον ακόλουθο τύπο:

    Formula,

    β)

    εάν DFCCP < KCCP ≤DF* το ίδρυμα χρησιμοποιεί τον ακόλουθο τύπο:

    Formula,

    γ)

    εάν DF* < KCCP το ίδρυμα χρησιμοποιεί τον ακόλουθο τύπο:

    Formula

    όπου:

    DFCCP

    =

    οι προκαταβεβλημένοι χρηματοοικονομικοί πόροι του κεντρικού αντισυμβαλλομένου οι οποίοι γνωστοποιούνται στο ίδρυμα από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο,

    KCCP

    =

    το υποθετικό κεφάλαιο του κεντρικού αντισυμβαλλομένου το οποίο γνωστοποιείται στο ίδρυμα από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο,

    DF*

    =

    Formula,

    Formula

    =

    Formula

    Formula

    =

    η μέση προκαταβεβλημένη συνεισφορά Formula, η οποία γνωστοποιείται στο ίδρυμα από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο,

    c1

    =

    συντελεστής κεφαλαίου που ισούται με Formula

    c2

    =

    συντελεστής κεφαλαίου που ισούται με 100 %,

    μ

    =

    1,2.

    4.   Το ίδρυμα υπολογίζει τα σταθμισμένα ως προς τον κίνδυνο ποσά ανοιγμάτων που προκύπτουν από την προκαταβεβλημένη συνεισφορά του ιδρύματος για τους σκοπούς του άρθρου 92 παράγραφος 3 πολλαπλασιάζοντας επί 12,5 την απαίτηση ιδίων κεφαλαίων (Ki) όπως προσδιορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 2.

    5.   Εάν το KCCP ισούται με μηδέν, τα ιδρύματα χρησιμοποιούν ως τιμή για το c1 το 0,16 %, για τον σκοπό υπολογισμού που προβλέπεται στην παράγραφο 3.

    Άρθρο 309

    Απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για προκαταβεβλημένες συνεισφορές σε κεφάλαιο εκκαθάρισης μη αναγνωρισμένου κεντρικού αντισυμβαλλομένου και για προκαταβεβλημένες συνεισφορές σε μη αναγνωρισμένο κεντρικό αντισυμβαλλόμενο

    1.   Το ίδρυμα εφαρμόζει τον ακόλουθο τύπο για τον υπολογισμό της απαίτησης ιδίων κεφαλαίων (Ki) για ανοίγματα που προκύπτουν από τις προκαταβεβλημένες συνεισφορές του στο κεφάλαιο εκκαθάρισης μη αναγνωρισμένου κεντρικού αντισυμβαλλομένου (DFi) και από τις μη καταβεβλημένες εισφορές του (UC i) σε τέτοιου είδους κεντρικό αντισυμβαλλόμενο:

    Formula

    όπου c 2 και μ ορίζονται όπως στο άρθρο 308 παράγραφος 3.

    2.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, ως μη προκαταβεβλημένες συνεισφορές νοούνται συνεισφορές που ένα ίδρυμα το οποίο ενεργεί ως εκκαθαριστικό μέλος έχει δεσμευτεί συμβατικώς να παράσχει σε κεντρικό αντισυμβαλλόμενο αφότου αυτός έχει εξαντλήσει το κεφάλαιο εκκαθάρισής του για την κάλυψη ζημιών που υφίσταται λόγω αθέτησης ενός ή περισσοτέρων εκκαθαριστικών μελών του.

    3.   Το ίδρυμα υπολογίζει τα σταθμισμένα ως προς τον κίνδυνο ποσά ανοιγμάτων που προκύπτουν από την προκαταβεβλημένη συνεισφορά του ιδρύματος για τους σκοπούς του άρθρου 92 παράγραφος 3 πολλαπλασιάζοντας την απαίτηση ιδίων κεφαλαίων (Ki) όπως προσδιορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 1 επί 12,5.

    Άρθρο 310

    Εναλλακτικός υπολογισμός της απαίτησης ιδίων κεφαλαίων για ανοίγματα έναντι αναγνωρισμένου κεντρικού αντισυμβαλλομένου

    Το ίδρυμα εφαρμόζει τον ακόλουθο τύπο για τον υπολογισμό της απαίτησης ιδίων κεφαλαίων (Ki) για τα ανοίγματα που προκύπτουν από τα ανοίγματα συναλλαγών του και τα ανοίγματα συναλλαγών του πελάτη του (TEi) καθώς και από τις προκαταβεβλημένες συνεισφορές (DFi) στο κεφάλαιο εκκαθάρισης αναγνωρισμένου κεντρικού αντισυμβαλλομένου:

    Formula

    Άρθρο 311

    Απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για ανοίγματα έναντι κεντρικών αντισυμβαλλομένων που παύουν να πληρούν ορισμένες προϋποθέσεις

    1.   Το ίδρυμα εφαρμόζει την αντιμετώπιση που καθορίζεται στο παρόν άρθρο σε περίπτωση που πληρούται μία ή αμφότερες από τις κάτωθι προϋποθέσεις:

    α)

    έχει λάβει από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο τη γνωστοποίηση που απαιτείται δυνάμει του άρθρου 50β στοιχείο ι) σημείο ii) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 με την οποία ενημερώνεται ότι ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος έχει παύσει να υπολογίζει το KCCP,

    β)

    λαμβάνει γνώση, κατόπιν δημόσιας ανακοίνωσης ή γνωστοποίησης από την αρμόδια αρχή του κεντρικού αντισυμβαλλομένου που χρησιμοποιεί το ίδρυμα ή από τον ίδιο τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, ότι ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος δεν πληροί πλέον τις προϋποθέσεις αδειοδότησης ή αναγνώρισης, κατά περίπτωση.

    2.   Όταν πληρούται μόνο η προϋπόθεση της παραγράφου 1 στοιχείο α), η αρμόδια αρχή του ιδρύματος επιβεβαιώνει τους λόγους για τους οποίους ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος έπαυσε να υπολογίζει το K CCP .

    Όταν η αρμόδια αρχή θεωρεί ότι οι λόγοι που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο είναι - σε ισχύ, δύναται να επιτρέπει στα ιδρύματα στο κράτος μέλος όπου έχει την έδρα της η αρμόδια αρχή αυτή να εφαρμόζουν τον καθοριζόμενο στο άρθρο 310 χειρισμό στα ανοίγματα συναλλαγών και στις συνεισφορές τους στο κεφάλαιο εκκαθάρισης του συγκεκριμένου κεντρικού αντισυμβαλλομένου. Όταν η αρμόδια αρχή δίνει την έγκριση αυτή, αιτιολογεί την απόφασή της.

    Όταν η αρμόδια αρχή θεωρεί ότι οι λόγοι που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο δεν είναι σε ισχύ, όλα τα ιδρύματα στο κράτος μέλος όπου βρίσκεται η έδρα της αρμόδιας αυτής αρχής, ανεξαρτήτως του χειρισμού που έχουν επιλέξει σύμφωνα με το άρθρο 301 παράγραφος 2, εφαρμόζουν τον χειρισμό που καθορίζεται στην παράγραφο 3 στοιχεία α) έως δ) του παρόντος άρθρου.

    3.   Εφόσον πληρούται η προϋπόθεση της παραγράφου 1 στοιχείο β), ανεξαρτήτως του αν πληρούται ή όχι η προϋπόθεση του στοιχείου α) της ιδίας παραγράφου, ένα ίδρυμα, εντός τριών μηνών από τη στιγμή που προκύπτει η κατάσταση που περιγράφεται στο στοιχείο β) της εν λόγω παραγράφου ή νωρίτερα εάν απαιτηθεί από την αρμόδια αρχή του ιδρύματος, πράττει τα ακόλουθα σε σχέση με τα ανοίγματά του έναντι του εν λόγω κεντρικού αντισυμβαλλομένου:

    α)

    παύει να εφαρμόζει τον χειρισμό που έχει επιλέξει δυνάμει του άρθρου 301 παράγραφος 2,

    β)

    εφαρμόζει στα ανοίγματα συναλλαγών έναντι του εν λόγω κεντρικού αντισυμβαλλομένου τον χειρισμό που καθορίζεται στο άρθρο 306 παράγραφος 1 σημείο β),

    γ)

    εφαρμόζει τον χειρισμό που καθορίζεται στο άρθρο 309 στις προκαταβεβλημένες συνεισφορές του στο κεφάλαιο εκκαθάρισης του εν λόγω κεντρικού αντισυμβαλλομένου και στις μη καταβεβλημένες συνεισφορές του στον εν λόγω κεντρικό αντισυμβαλλόμενο,

    δ)

    αντιμετωπίζει τα ανοίγματα έναντι του εν λόγω κεντρικού αντισυμβαλλομένου πλην των αναφερόμενων στα σημεία β) και γ) ως ανοίγματα έναντι επιχείρησης σύμφωνα με την τυποποιημένη μέθοδο για τον πιστωτικό κίνδυνο, όπως ορίζεται στο κεφάλαιο 2.

    ΤΙΤΛΟΣ ΙΙΙ

    ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΙΔΗΩΝ ΚΕΦΑΛΑΗΩΝ ΓΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΟ ΚΙΝΔΥΝΟ

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

    Γενικές αρχές που διέπουν τη χρήση διαφορετικών μεθόδων

    Άρθρο 312

    Χορήγηση άδειας και ενημέρωση

    1.   Προκειμένου να πληρούν τις προϋποθέσεις για χρήση της τυποποιημένης προσέγγισης, τα ιδρύματα πρέπει να πληρούν τα κριτήρια που ορίζονται στο άρθρο 320, καθώς και να ικανοποιούν τα γενικά πρότυπα διαχείρισης κινδύνου που προβλέπονται στα άρθρα 74 και 85 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ. Τα ιδρύματα ενημερώνουν τις αρμόδιες αρχές πριν χρησιμοποιήσουν την τυποποιημένη προσέγγιση.

    Οι αρμόδιες αρχές επιτρέπουν στα ιδρύματα να χρησιμοποιούν εναλλακτικό σχετικό δείκτη για τους επιχειρηματικούς τομείς της λιανικής τραπεζικής και της εμπορικής τραπεζικής εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 319 παράγραφος 2 και του άρθρου 320.

    2.   Οι αρμόδιες αρχές επιτρέπουν στα ιδρύματα να χρησιμοποιούν εξελιγμένες προσεγγίσεις μέτρησης βάσει των εσωτερικών συστημάτων μέτρησης λειτουργικού κινδύνου τους, εφόσον πληρούνται όλα τα ποιοτικά και ποσοτικά πρότυπα των άρθρων 321 και 322 αντίστοιχα, και εφόσον τα ιδρύματα πληρούν τα γενικά πρότυπα διαχείρισης κινδύνου που προβλέπονται στα άρθρα 74 και 85 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ και στο τμήμα ΙΙ κεφάλαιο 3 τίτλο VII τμ της εν λόγω οδηγίας.

    Επιπλέον, τα ιδρύματα υποβάλλουν αίτηση στις αρμόδιες αρχές εάν επιθυμούν να πραγματοποιήσουν ουσιώδεις επεκτάσεις και μεταβολές των εν λόγω εξελιγμένων μεθόδων μέτρησης. Οι αρμόδιες αρχές χορηγούν την άδεια μόνο εάν τα ιδρύματα εξακολουθήσουν να ικανοποιούν τα πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο μετά τις εν λόγω ουσιώδεις επεκτάσεις και μεταβολές.

    3.   Τα ιδρύματα κοινοποιούν στις αρμόδιες αρχές όλες τις μεταβολές των υποδειγμάτων εξελιγμένων μεθόδων μέτρησης που χρησιμοποιούν.

    4.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να διευκρινίσει τα εξής:

    α)

    τη μεθοδολογία αξιολόγησης βάσει της οποίας οι αρμόδιες αρχές επιτρέπουν στα ιδρύματα να χρησιμοποιούν εξελιγμένες προσεγγίσεις μέτρησης,

    β)

    τους όρους για την αξιολόγηση του ουσιώδους χαρακτήρα των επεκτάσεων και των μεταβολών των εξελιγμένων προσεγγίσεων μέτρησης,

    γ)

    τις λεπτομέρειες της κοινοποίησης που απαιτείται βάσει της παραγράφου 3.

    Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή το αργότερο έως τις 31 Δεκεμβρίου 2014.

    Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

    Άρθρο 313

    Επιστροφή στη χρήση λιγότερο εξελιγμένων μεθόδων

    1.   Τα ιδρύματα που χρησιμοποιούν την τυποποιημένη προσέγγιση δεν επανέρχονται στη χρήση της προσέγγισης του βασικού δείκτη παρά μόνο εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις της παραγράφου 3.

    2.   Τα ιδρύματα που χρησιμοποιούν εξελιγμένες προσεγγίσεις μέτρησης δεν επανέρχονται στη χρήση της τυποποιημένης προσέγγισης ή της προσέγγισης του βασικού δείκτη παρά μόνο εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις της παραγράφου 3.

    3.   Ένα ίδρυμα μπορεί να επανέλθει στη χρήση μιας λιγότερο εξελιγμένης προσέγγισης για τον λειτουργικό κίνδυνο μόνο εφόσον πληρούνται αμφότερες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

    α)

    το ίδρυμα έχει αποδείξει επαρκώς στις αρμόδιες αρχές ότι η χρήση μιας λιγότερο εξελιγμένης προσέγγισης δεν προτείνεται για τη μείωση των κεφαλαιακών απαιτήσεων που σχετίζονται με το λειτουργικό κίνδυνο του ιδρύματος, ότι είναι απαραίτητη βάσει της φύσης και της πολυπλοκότητας του ιδρύματος και δεν θα είχε ουσιώδη αρνητικό αντίκτυπο στη φερεγγυότητα του ιδρύματος ή την ικανότητά του για αποτελεσματική διαχείριση του λειτουργικού κινδύνου,

    β)

    το ίδρυμα έχει λάβει την προηγούμενη άδεια της αρμόδιας αρχής.

    Άρθρο 314

    Συνδυασμένη χρήση διαφορετικών προσεγγίσεων

    1.   Τα ιδρύματα μπορούν να χρησιμοποιούν έναν συνδυασμό προσεγγίσεων εφόσον λάβουν την άδεια των αρμόδιων αρχών. Οι αρμόδιες αρχές χορηγούν την εν λόγω άδεια εφόσον πληρούνται οι απαιτήσεις που προβλέπονται στις παραγράφους 2 έως 4, ανάλογα με την περίπτωση.

    2.   Το ίδρυμα μπορεί να χρησιμοποιεί εξελιγμένη μέθοδο προσέγγισης σε συνδυασμό είτε με τη προσέγγιση του βασικού δείκτη είτε με την τυποποιημένη προσέγγιση, εάν συντρέχουν οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

    α)

    ο συνδυασμός των προσεγγίσεων που χρησιμοποιεί το ίδρυμα αποτυπώνει όλους τους λειτουργικούς του κινδύνους και οι αρμόδιες αρχές έχουν πεισθεί για την καταλληλότητα της μεθοδολογίας που εφαρμόζεται για την κάλυψη των διαφόρων δραστηριοτήτων, γεωγραφικών τόπων, νομικών διαρθρώσεων ή άλλων υποδιαιρέσεων που προσδιορίζονται σε εσωτερικό επίπεδο,

    β)

    τα κριτήρια που προβλέπονται στο άρθρο 320 και τα πρότυπα των άρθρων 321 και 322 πληρούνται για το μέρος των δραστηριοτήτων που καλύπτεται από την τυποποιημένη προσέγγιση και την εξελιγμένη προσέγγιση μέτρησης, αντίστοιχα.

    3.   Για τα ιδρύματα που επιθυμούν να χρησιμοποιήσουν εξελιγμένη μέθοδο μέτρησης σε συνδυασμό είτε με τη μέθοδο του βασικού δείκτη είτε με την τυποποιημένη μέθοδο, οι αρμόδιες αρχές επιβάλλουν τις ακόλουθες πρόσθετες προϋποθέσεις για τη χορήγηση άδειας:

    α)

    κατά την ημερομηνία εφαρμογής της εξελιγμένης προσέγγισης μέτρησης, η προσέγγιση αυτή αποτυπώνει ένα ουσιαστικό μέρος των λειτουργικών κινδύνων του ιδρύματος,

    β)

    το ίδρυμα αναλαμβάνει να εφαρμόζει την εξελιγμένη μέθοδο μέτρησης σε σημαντικό τμήμα των δραστηριοτήτων του, με χρονοδιάγραμμα που έχει υποβληθεί στις αρμόδιες αρχές και έχει λάβει την έγκρισή τους.

    4.   Ένα ίδρυμα μπορεί να ζητήσει την άδεια της αρμόδιας αρχής για να χρησιμοποιήσει έναν συνδυασμό της προσέγγισης του βασικού δείκτη και της τυποποιημένης προσέγγισης μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όπως η πρόσφατη απόκτηση νέων δραστηριοτήτων που ενδέχεται να απαιτήσει μια μεταβατική περίοδο για τη εφαρμογή της τυποποιημένης προσέγγισης.

    Μια αρμόδια αρχή χορηγεί την εν λόγω άδεια μόνο εάν το ίδρυμα έχει δεσμευτεί να εφαρμόζει την τυποποιημένη μέθοδο, με χρονοδιάγραμμα που έχει υποβληθεί στις αρμόδιες αρχές και έχει λάβει την έγκρισή τους.

    5.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να διευκρινίσει τα εξής:

    α)

    τους όρους που χρησιμοποιούν οι αρμόδιες αρχές κατά την αξιολόγηση της μεθοδολογίας που αναφέρεται στην παράγραφο 2 στοιχείο α),

    β)

    τους όρους που χρησιμοποιούν οι αρμόδιες αρχές κατά τη διαδικασία απόφασης επιβολής των πρόσθετων προϋποθέσεων της παραγράφου 3.

    Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα στην Επιτροπή το αργότερο έως τις 31 Δεκεμβρίου 2016.

    Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

    Προσέγγιση του βασικού δείκτη

    Άρθρο 315

    Απαίτηση ιδίων κεφαλαίων

    1.   Στη προσέγγιση του βασικού δείκτη, η απαίτηση ιδίων κεφαλαίων για λειτουργικό κίνδυνο ισούται με το 15 % του μέσου όρου τριετίας του σχετικού δείκτη που καθορίζεται στο άρθρο 316.

    Τα ιδρύματα υπολογίζουν τον τριετή μέσο όρο του σχετικού δείκτη με βάση τις τελευταίες τρεις δωδεκάμηνες παρατηρήσεις στο τέλος του οικονομικού έτους. Εάν δεν υπάρχουν διαθέσιμα ελεγμένα στοιχεία, τα ιδρύματα μπορούν να χρησιμοποιούν εκτιμήσεις.

    2.   Εάν ένα ίδρυμα δεν έχει συμπληρώσει τρία έτη λειτουργίας, μπορεί να χρησιμοποιήσει προορατικές επιχειρηματικές εκτιμήσεις για τον υπολογισμό του κατάλληλου δείκτη, υπό την προϋπόθεση ότι θα αρχίσει να χρησιμοποιεί ιστορικά δεδομένα αμέσως μόλις καταστούν διαθέσιμα.

    3.   Εάν ένα ίδρυμα μπορεί να αποδείξει στην αρμόδια αρχή του ότι, λόγω συγχώνευσης, εξαγοράς ή εκχώρησης οντοτήτων ή δραστηριοτήτων, η χρήση του τριετούς μέσου όρου για τον υπολογισμό του σχετικού δείκτη θα οδηγούσε σε στρεβλή εκτίμηση όσον αφορά τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για λειτουργικό κίνδυνο, η αρμόδια αρχή μπορεί να επιτρέψει στο ίδρυμα να τροποποιήσει τον υπολογισμό κατά τρόπο που να λαμβάνει υπόψη τέτοιου είδους γεγονότα και ενημερώνει δεόντως την ΕΑΤ. Υπό τις συνθήκες αυτές η αρμόδια αρχή μπορεί, με δική της πρωτοβουλία, να ζητήσει επίσης από ένα ίδρυμα να τροποποιήσει τον υπολογισμό.

    4.   Εάν για δεδομένη παρατήρηση ο σχετικός δείκτης είναι αρνητικός ή μηδενικός, τα ιδρύματα δεν λαμβάνουν υπόψη αυτή την τιμή στον υπολογισμό του τριετούς μέσου όρου. Τα ιδρύματα υπολογίζουν τον τριετή μέσο όρο ως το άθροισμα των θετικών αποτελεσμάτων διαιρούμενο με τον αριθμό των θετικών αποτελεσμάτων.

    Άρθρο 316

    Σχετικός δείκτης

    1.   Για τα ιδρύματα που εφαρμόζουν λογιστικά πρότυπα που θεσπίζονται από την οδηγία 86/635/ΕΟΚ, με βάση τους λογαριασμούς της κατάστασης αποτελεσμάτων χρήσης των ιδρυμάτων δυνάμει του άρθρου 27 της ανωτέρω οδηγίας, ο σχετικός δείκτης ισούται με το άθροισμα των στοιχείων που απαριθμούνται στον πίνακα 1 της παρούσας παραγράφου. Τα ιδρύματα περιλαμβάνουν κάθε στοιχείο στο άθροισμα με το πρόσημό του, θετικό ή αρνητικό.

    Πίνακας 1

    1

    Τόκοι εισπρακτέοι και εξομοιούμενα έσοδα

    2

    Τόκοι πληρωτέοι και εξομοιούμενα έξοδα

    3

    Έσοδα από μετοχές και άλλους τίτλους μεταβλητής ή σταθερής απόδοσης

    4

    Προμήθειες/αμοιβές εισπρακτέες

    5

    Προμήθειες/αμοιβές πληρωτέες

    6

    Καθαρά κέρδη ή ζημίες από χρηματοοικονομικές πράξεις

    7

    Λοιπά έσοδα εκμεταλλεύσεως

    Τα ιδρύματα προσαρμόζουν τα εν λόγω στοιχεία ώστε να αντικατοπτρίζουν τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

    α)

    τα ιδρύματα υπολογίζουν τον σχετικό δείκτη πριν από την αφαίρεση των προβλέψεων και των λειτουργικών δαπανών. Τα ιδρύματα περιλαμβάνουν στις λειτουργικές δαπάνες τέλη εξωτερικής ανάθεσης υπηρεσιών σε επιχειρήσεις που δεν είναι μητρικές ή θυγατρικές του ιδρύματος ούτε θυγατρικές επιχείρησης της οποίας είναι θυγατρική και το ίδρυμα. Τα ιδρύματα μπορούν να χρησιμοποιούν δαπάνες για την εξωτερική ανάθεση υπηρεσιών για να μειώνουν τον κατάλληλο δείκτη, εάν οι δαπάνες καταβάλλονται σε επιχειρήσεις που υπόκεινται σε κανόνες υπό την έννοια του παρόντος κανονισμού,

    β)

    τα ιδρύματα δεν χρησιμοποιούν τα ακόλουθα στοιχεία στον υπολογισμό του κατάλληλου δείκτη:

    i)

    πραγματοποιηθέντα κέρδη/ζημίες από την πώληση στοιχείων που δεν ανήκουν στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών,

    ii)

    έκτακτα ή μη επαναλαμβανόμενα έσοδα,

    iii)

    έσοδα από ασφαλιστικές υπηρεσίες,

    γ)

    εάν οι αναπροσαρμογές αξίας στοιχείων του χαρτοφυλακίου συναλλαγών καταχωρίζονται στον λογαριασμό κερδών και ζημιών, τα ιδρύματα μπορούν να τις περιλαμβάνουν στον υπολογισμό. Εάν τα ιδρύματα εφαρμόζουν το άρθρο 36 παράγραφος 2 της οδηγίας 86/635/ΕΟΚ, περιλαμβάνουν στον υπολογισμό αναπροσαρμογές αξίας που καταχωρίζονται στον λογαριασμό κερδών και ζημιών.

    2.   Εάν τα ιδρύματα εφαρμόζουν λογιστικά πρότυπα διαφορετικά από εκείνα που ορίζει η οδηγία 86/635/ΕΟΚ, πρέπει να υπολογίζουν τον σχετικό δείκτη με βάση τα στοιχεία που αντικατοπτρίζουν όσο το δυνατόν πιο πιστά τον ορισμό που δίδεται στο παρόν άρθρο.

    3.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για τον προσδιορισμό της μεθοδολογίας υπολογισμού του σχετικού δείκτη που αναφέρεται στην παράγραφο 2.

    Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή το αργότερο έως τις 31 Δεκεμβρίου 2017.

    Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

    Τυποποιημένη προσέγγιση

    Άρθρο 317

    Απαίτηση ιδίων κεφαλαίων

    1.   Βάσει της τυποποιημένης προσέγγισης, τα ιδρύματα κατανέμουν τις δραστηριότητές τους στους επιχειρηματικούς τομείς που προβλέπονται στον πίνακα 2 της παραγράφου 4 σύμφωνα με τις αρχές του άρθρου 318.

    2.   Τα ιδρύματα υπολογίζουν την απαίτηση ιδίων κεφαλαίων για λειτουργικό κίνδυνο ως τον μέσο όρο τριετίας του αθροίσματος των ετήσιων απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων σε όλους τους επιχειρηματικούς τομείς που αναφέρονται στον πίνακα 2 της παραγράφου 4. Η ετήσια απαίτηση ιδίων κεφαλαίων για κάθε επιχειρηματικό τομέα ισούται με το γινόμενο του αντίστοιχου συντελεστή βήτα που αναφέρεται στον εν λόγω πίνακα επί το τμήμα του σχετικού δείκτη που αντιστοιχίζεται στον αντίστοιχο επιχειρηματικό τομέα.

    3.   Σε κάθε δεδομένο έτος, τα ιδρύματα μπορούν να αντισταθμίζουν απεριόριστα τις κεφαλαιακές απαιτήσεις που προκύπτουν από ένα αρνητικό τμήμα του σχετικού δείκτη σε κάποιο επιχειρηματικό τομέα με θετικές κεφαλαιακές απαιτήσεις σε άλλους επιχειρηματικούς τομείς. Πάντως, εάν το σύνολο των κεφαλαιακών απαιτήσεων όλων των επιχειρηματικών τομέων εντός ενός δεδομένου έτους είναι αρνητικό, τα ιδρύματα χρησιμοποιούν την τιμή μηδέν ως αριθμητή για το εν λόγω έτος.

    4.   Τα ιδρύματα υπολογίζουν τον τριετή μέσο όρο του αθροίσματος που αναφέρεται στην παράγραφο 2 με βάση τις τελευταίες τρεις δωδεκάμηνες παρατηρήσεις στο τέλος του οικονομικού έτους. Εάν δεν υπάρχουν διαθέσιμα ελεγμένα στοιχεία, τα ιδρύματα μπορούν να χρησιμοποιούν εκτιμήσεις.

    Εάν ένα ίδρυμα μπορεί να αποδείξει στην αρμόδια αρχή του ότι, λόγω συγχώνευσης, εξαγοράς ή εκχώρησης οντοτήτων ή δραστηριοτήτων, η χρήση του τριετούς μέσου όρου για τον υπολογισμό του σχετικού δείκτη θα οδηγούσε σε στρεβλή εκτίμηση όσον αφορά τις κεφαλαιακές απαιτήσεις για λειτουργικό κίνδυνο, η αρμόδια αρχή μπορεί να επιτρέψει στο ίδρυμα να τροποποιήσει τον υπολογισμό κατά τρόπο που να λαμβάνει υπόψη τέτοιου είδους γεγονότα και ενημερώνει δεόντως την ΕΑΤ. Υπό τις συνθήκες αυτές η αρμόδια αρχή μπορεί, με δική της πρωτοβουλία, να ζητήσει επίσης από ένα ίδρυμα να τροποποιήσει τον υπολογισμό.

    Εάν ένα ίδρυμα δεν έχει συμπληρώσει τρία έτη λειτουργίας, μπορεί να χρησιμοποιήσει προορατικές επιχειρηματικές εκτιμήσεις για τον υπολογισμό του κατάλληλου δείκτη, υπό την προϋπόθεση ότι θα αρχίσει να χρησιμοποιεί ιστορικά δεδομένα αμέσως μόλις καταστούν διαθέσιμα.

    Πίνακας 2

    Επιχειρηματικός τομέας

    Κατάλογος δραστηριοτήτων

    Ποσοστό

    (συντελεστής βήτα)

    Υπηρεσίες προς επιχειρήσεις

    Αναδοχή χρηματοπιστωτικών μέσων ή τοποθέτηση χρηματοπιστωτικών μέσων με δέσμευση ανάληψης

    Υπηρεσίες συνδεόμενες με την οριστική αναδοχή έκδοσης

    Επενδυτικές συμβουλές

    Παροχή συμβουλών σε επιχειρήσεις όσον αφορά τη διάρθρωση του κεφαλαίου, τη βιομηχανική στρατηγική και συναφή θέματα, και συμβουλών καθώς και υπηρεσιών στον τομέα της συγχώνευσης και της εξαγοράς επιχειρήσεων

    Έρευνα στον τομέα των επενδύσεων και χρηματοοικονομική ανάλυση και άλλες μορφές γενικών συστάσεων που σχετίζονται με συναλλαγές σε χρηματοπιστωτικά μέσα

    18 %

    Διαπραγμάτευση και πώληση χρηματοπιστωτικών μέσων

    Διαπραγμάτευση για ίδιο λογαριασμό

    Διαμεσολάβηση στις διατραπεζικές χρηματαγορές

    Λήψη και διαβίβαση εντολών σχετικών με ένα ή περισσότερα χρηματοπιστωτικά μέσα

    Εκτέλεση εντολών για λογαριασμό πελατών

    Τοποθέτηση χρηματοπιστωτικών μέσων χωρίς δέσμευση ανάληψης

    Λειτουργία πολυμερούς διευκόλυνσης συναλλαγών

    18 %

    Υπηρεσίες χρηματιστηριακής διαμεσολάβησης σε πελάτες λιανικής

    (Δραστηριότητες με φυσικά πρόσωπα ή με ΜΜΕ που ικανοποιούν τα κριτήρια του άρθρου 123 για την υπαγωγή στην κατηγορία των ανοιγμάτων λιανικής τραπεζικής)

    Λήψη και διαβίβαση εντολών σχετικών με ένα ή περισσότερα χρηματοπιστωτικά μέσα

    Εκτέλεση εντολών για λογαριασμό πελατών

    Τοποθέτηση χρηματοπιστωτικών μέσων χωρίς δέσμευση ανάληψης

    12 %

    Εμπορική τραπεζική

    Αποδοχή καταθέσεων ή άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων

    Χορηγήσεις

    Χρηματοδοτική μίσθωση (leasing)

    Εγγυήσεις και αναλήψεις υποχρεώσεων

    15 %

    Λιανική τραπεζική

    (Δραστηριότητες με φυσικά πρόσωπα ή με ΜΜΕ που ικανοποιούν τα κριτήρια του άρθρου 123 για την υπαγωγή στην κατηγορία των ανοιγμάτων λιανικής τραπεζικής)

    Αποδοχή καταθέσεων ή άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων

    Χορηγήσεις

    Χρηματοδοτική μίσθωση (leasing)

    Εγγυήσεις και αναλήψεις υποχρεώσεων

    12 %

    Πληρωμές και διακανονισμός πληρωμών

    Υπηρεσίες διενέργειας πληρωμών

    Έκδοση και διαχείριση μέσων πληρωμής

    18 %

    Υπηρεσίες φύλαξης και διαχείρισης

    Φύλαξη και διαχείριση χρηματοπιστωτικών μέσων για λογαριασμό πελατών, περιλαμβανομένης της θεματοφυλακής και συναφών υπηρεσιών όπως η διαχείριση χρηματικών διαθεσίμων/εξασφαλίσεων

    15 %

    Διαχείριση περιουσιακών στοιχείων

    Διαχείριση χαρτοφυλακίων

    Διαχείριση ΟΣΕΚΑ

    Άλλες μορφές διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων

    12 %

    Άρθρο 318

    Αρχές της αντιστοίχισης επιχειρηματικών τομέων

    1.   Τα πιστωτικά ιδρύματα αναπτύσσουν και τεκμηριώνουν γραπτώς ειδικές πολιτικές και κριτήρια για την αντιστοίχιση του σχετικού δείκτη δραστηριοτήτων τους με τους επιχειρηματικούς τομείς και δραστηριότητες στο τυποποιημένο πλαίσιο που προβλέπεται στο άρθρο 306. Τα ιδρύματα αναθεωρούν και προσαρμόζουν τις εν λόγω πολιτικές και τα κριτήρια σε συνάρτηση με την εξέλιξη και τις μεταβολές των δραστηριοτήτων και των κινδύνων.

    2.   Τα ιδρύματα εφαρμόζουν τις ακόλουθες αρχές για την αντιστοίχιση με τους επιχειρηματικούς τομείς:

    α)

    τα ιδρύματα αντιστοιχίζουν όλες τις δραστηριότητες με τους επιχειρηματικούς τομείς χωρίς επικαλύψεις και εξαντλητικά,

    β)

    τα ιδρύματα αντιστοιχίζουν κάθε δραστηριότητα που δεν μπορεί να αντιστοιχιστεί εύκολα με επιχειρηματικό τομέα στο πρότυπο πλαίσιο αλλά έχει παρεπόμενο χαρακτήρα σε σχέση με δραστηριότητα που περιλαμβάνεται στο πλαίσιο αυτό, με τον επιχειρηματικό τομέα που υποστηρίζεται από τη δραστηριότητα αυτή. Εάν η παρεπόμενη δραστηριότητα υποστηρίζει περισσότερους του ενός επιχειρηματικούς τομείς, τα ιδρύματα χρησιμοποιούν ένα αντικειμενικό κριτήριο αντιστοίχισης,

    γ)

    εάν μια δραστηριότητα δεν μπορεί να αντιστοιχιστεί με συγκεκριμένο επιχειρηματικό τομέα, τα ιδρύματα χρησιμοποιούν τον επιχειρηματικό τομέα που έχει το υψηλότερο ποσοστό. Με τον ίδιο επιχειρηματικό τομέα αντιστοιχίζεται επίσης κάθε παρεπόμενη δραστηριότητα που συνδέεται με αυτή τη δραστηριότητα,

    δ)

    τα ιδρύματα μπορούν να χρησιμοποιούν εσωτερικά υποδείγματα τιμολόγησης για τον επιμερισμό του σχετικού δείκτη σε επιχειρηματικούς τομείς. Τα κόστη που συνδέονται με έναν επιχειρηματικό τομέα αλλά καταλογίζονται σε άλλο τομέα μπορούν να αντιστοιχίζονται εκ νέου με τον επιχειρηματικό τομέα με τον οποίο συνδέονται,

    ε)

    η αντιστοίχιση των δραστηριοτήτων με τους επιχειρηματικούς τομείς για τον υπολογισμό της κεφαλαιακής απαίτησης για λειτουργικό κίνδυνο είναι συνεπής με τις κατηγορίες που χρησιμοποιούνται για τον πιστωτικό κίνδυνο και τον κίνδυνο αγοράς,

    στ)

    τα ανώτερα διευθυντικά στελέχη είναι υπεύθυνα για την πολιτική αντιστοίχισης, υπό τον έλεγχο του διοικητικού οργάνου του ιδρύματος,

    ζ)

    τα ιδρύματα υποβάλλουν τη διαδικασία αντιστοίχισης σε ανεξάρτητη επανεξέταση.

    3.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να προσδιορίσει τις προϋποθέσεις εφαρμογής των αρχών αντιστοίχισης με τους επιχειρηματικούς τομείς που προβλέπονται στο παρόν άρθρο.

    Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 31 Δεκεμβρίου 2017.

    Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

    Άρθρο 319

    Εναλλακτική τυποποιημένη προσέγγιση

    1.   Βάσει της εναλλακτικής τυποποιημένης προσέγγισης, για τους επιχειρηματικούς τομείς της «λιανικής τραπεζικής» και της «εμπορικής τραπεζικής» τα ιδρύματα εφαρμόζουν τις κατωτέρω απαιτήσεις:

    α)

    ο σχετικός δείκτης είναι ένας κανονικοποιημένος δείκτης εσόδων που ισούται με το ονομαστικό ποσό των δανείων και προκαταβολών, πολλαπλασιασμένο επί 0,035,

    β)

    ως δάνεια και προκαταβολές νοείται το σύνολο των αναληφθέντων ποσών στα αντίστοιχα χαρτοφυλάκια πιστώσεων. Όσον αφορά τον επιχειρηματικό τομέα της εμπορικής τραπεζικής, τα ιδρύματα συμπεριλαμβάνουν και τις κινητές αξίες που κατέχονται εκτός του χαρτοφυλακίου συναλλαγών στο ονομαστικό ποσό των δανείων και προκαταβολών.

    2.   Προκειμένου να μπορεί να χρησιμοποιήσει την εναλλακτική τυποποιημένη προσέγγιση, ένα ίδρυμα πρέπει να πληροί όλες τις κατωτέρω προϋποθέσεις:

    α)

    οι δραστηριότητες λιανικής ή εμπορικής τραπεζικής του αντιπροσωπεύουν τουλάχιστον το 90 % των εσόδων του,

    β)

    σημαντικό τμήμα των δραστηριοτήτων λιανικής και/ή εμπορικής τραπεζικής περιλαμβάνει δάνεια με υψηλή πιθανότητα αθέτησης,

    γ)

    η εναλλακτική τυποποιημένη προσέγγιση αποτελεί κατάλληλη βάση υπολογισμού των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για λειτουργικό κίνδυνο.

    Άρθρο 320

    Κριτήρια της τυποποιημένης προσέγγισης

    Τα κριτήρια που αναφέρονται στο άρθρο 312 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο είναι τα ακόλουθα:

    α)

    το ίδρυμα διαθέτει πλήρως και γραπτώς τεκμηριωμένο σύστημα εκτίμησης και διαχείρισης του λειτουργικού κινδύνου, με σαφή κατανομή των σχετικών αρμοδιοτήτων. Προσδιορίζει τα ανοίγματά του που υπόκεινται σε λειτουργικό κίνδυνο και παρακολουθεί τα κατάλληλα δεδομένα που σχετίζονται με τον κίνδυνο αυτό, ιδίως εκείνα που αφορούν τις σημαντικές ζημίες. Το σύστημα υπόκειται σε τακτική ανεξάρτητη επανεξέταση την οποία διενεργεί εσωτερικός ή εξωτερικός φορέας που διαθέτει τις γνώσεις που απαιτούνται για τον σκοπό αυτό,

    β)

    το σύστημα αξιολόγησης του λειτουργικού κινδύνου ενός ιδρύματος είναι στενά ενταγμένο στη διαδικασία διαχείρισης κινδύνων του ιδρύματος. Τα αποτελέσματά του αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της διαδικασίας παρακολούθησης και ελέγχου του προφίλ λειτουργικού κινδύνου του ιδρύματος,

    γ)

    το ίδρυμα διαθέτουν σύστημα υποβολής εκθέσεων προς τα ανώτερα διευθυντικά στελέχη που παρέχουν στα αρμόδια τμήματα του ιδρύματος πληροφορίες σχετικά με τον λειτουργικό κίνδυνο. Το ίδρυμα διαθέτει διαδικασίες για τη λήψη των κατάλληλων μέτρων με βάση τις πληροφορίες που περιέχονται στις εκθέσεις προς τα διευθυντικά στελέχη.

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

    Εξελιγμένες προσεγγίσεις μέτρησης

    Άρθρο 321

    Ποιοτικά πρότυπα

    Τα ποιοτικά πρότυπα που αναφέρονται στο άρθρο 312 παράγραφος 2 είναι τα ακόλουθα:

    α)

    το εσωτερικό σύστημα μέτρησης του λειτουργικού κινδύνου του ιδρύματος πρέπει να είναι στενά ενταγμένο στις διαδικασίες καθημερινής διαχείρισης κινδύνων,

    β)

    το ίδρυμα διαθέτει ανεξάρτητο τμήμα επιφορτισμένο με τη διαχείριση του λειτουργικού κινδύνου,

    γ)

    το ίδρυμα διαθέτει τακτικές εκθέσεις σχετικά με τα ανοίγματα σε λειτουργικό κίνδυνο και τις ζημίες από τον κίνδυνο αυτό, καθώς και διαδικασίες που επιτρέπουν τη λήψη κατάλληλων διορθωτικών μέτρων,

    δ)

    το σύστημα διαχείρισης κινδύνων του ιδρύματος είναι πλήρως και γραπτώς τεκμηριωμένο. Το ίδρυμα εφαρμόζει τακτικές διαδικασίες για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης, καθώς και πολιτικές για την αντιμετώπιση των περιπτώσεων μη συμμόρφωσης,

    ε)

    το ίδρυμα υποβάλλει τις οικείες διαδικασίες διαχείρισης και τα συστήματα μέτρησης του λειτουργικού κινδύνου σε τακτική επανεξέταση από εσωτερικούς ή εξωτερικούς ελεγκτές,

    στ)

    οι εσωτερικές διαδικασίες επικύρωσης ενός ιδρύματος λειτουργούν ορθά και αποτελεσματικά,

    ζ)

    οι ροές δεδομένων και οι διαδικασίες που συνδέονται με το σύστημα μέτρησης του λειτουργικού κινδύνου ενός ιδρύματος είναι διαφανείς και προσπελάσιμες.

    Άρθρο 322

    Ποσοτικά πρότυπα

    1.   Τα ποσοτικά πρότυπα που αναφέρονται στο άρθρο 312 παράγραφος 2 περιλαμβάνουν τα πρότυπα που σχετίζονται με τις διαδικασίες, τα εσωτερικά δεδομένα, τα εξωτερικά δεδομένα, τις αναλύσεις σεναρίων, το επιχειρηματικό περιβάλλον και τους παράγοντες εσωτερικού ελέγχου που καθορίζονται στις παραγράφους 2 έως 6 αντίστοιχα.

    2.   Τα πρότυπα που σχετίζονται με τις διαδικασίες είναι τα ακόλουθα:

    α)

    το ίδρυμα υπολογίζει τις απαιτήσεις του ιδίων κεφαλαίων κατά τρόπο ώστε να καλύπτεται τόσο η αναμενόμενη όσο και η μη αναμενόμενη ζημία, εκτός εάν η αναμενόμενη ζημία αποτυπώνεται επαρκώς στις εσωτερικές επιχειρηματικές πρακτικές του. Η μέτρηση του λειτουργικού κινδύνου πρέπει να αποτυπώνει δυνητικά σοβαρά ακραία γεγονότα και να επιτυγχάνει ένα πρότυπο αξιοπιστίας συγκρίσιμο με διάστημα εμπιστοσύνης 99,9 % σε περίοδο ενός έτους,

    β)

    ένα σύστημα μέτρησης του λειτουργικού κινδύνου ενός ιδρύματος πρέπει να περιλαμβάνει τη χρησιμοποίηση εσωτερικών δεδομένων, εξωτερικών δεδομένων, αναλύσεων σεναρίων και παραγόντων που αντικατοπτρίζουν το οικονομικό περιβάλλον και τα συστήματα εσωτερικού ελέγχου, σύμφωνα με τις παραγράφους 3 έως 6. Το ίδρυμα διαθέτει πλήρως και γραπτώς τεκμηριωμένη μέθοδο για τη στάθμιση των τεσσάρων αυτών στοιχείων στο συνολικό σύστημα μέτρησης του λειτουργικού κινδύνου,

    γ)

    το σύστημα μέτρησης του λειτουργικού κινδύνου ενός ιδρύματος αποτυπώνει τους κυριότερους παράγοντες κινδύνου που επηρεάζουν την εκτιμώμενη κατανομή των ζημιών στα απομακρυσμένα σημεία της,

    δ)

    το ίδρυμα μπορεί να λαμβάνει υπόψη συσχετίσεις μεταξύ μεμονωμένων εκτιμήσεων ζημίας από λειτουργικό κίνδυνο μόνον εάν τα συστήματά του μέτρησης αυτών των συσχετίσεων είναι άρτια, εφαρμόζονται με ακεραιότητα και λαμβάνουν υπόψη την αβεβαιότητα που χαρακτηρίζει αυτές τις εκτιμήσεις συσχέτισης, ιδίως σε περιόδους ακραίων καταστάσεων. Το ίδρυμα επικυρώνει τις παραδοχές του για τις συσχετίσεις αυτές με κατάλληλες ποσοτικές και ποιοτικές τεχνικές,

    ε)

    το σύστημα του ιδρύματος για μέτρηση του κινδύνου είναι συνεπές σε εσωτερικό επίπεδο και αποφεύγει την πολλαπλή συνεκτίμηση ποιοτικών αξιολογήσεων ή τεχνικών μείωσης του κινδύνου που αναγνωρίζονται σε άλλους τομείς του παρόντος κανονισμού.

    3.   Τα πρότυπα που σχετίζονται με τα εσωτερικά δεδομένα είναι τα ακόλουθα:

    α)

    το ίδρυμα βασίζει τις οικείες εσωτερικές μετρήσεις του λειτουργικού κινδύνου σε ελάχιστη περίοδο ιστορικής παρατήρησης πέντε ετών. Όταν το ίδρυμα εφαρμόζει για πρώτη φορά μια εξελιγμένη προσέγγιση μέτρησης, μπορεί να χρησιμοποιήσει μια τριετή περίοδο ιστορικής παρατήρησης,

    β)

    το ίδρυμα πρέπει να είναι σε θέση να αντιστοιχίζει τα εσωτερικά του ιστορικά δεδομένα ζημιών με τους επιχειρηματικούς τομείς που ορίζονται στο άρθρο 317 και τις κατηγορίες γεγονότων που ορίζονται στο άρθρο 324 και να παρέχει τα δεδομένα αυτά στις αρμόδιες αρχές όταν αυτές τα ζητούν. Σε εξαιρετικές περιστάσεις, ένα ίδρυμα μπορεί να καταλογίζει τα ζημιογόνα γεγονότα που επηρεάζουν ολόκληρο το ίδρυμα σε ένα συμπληρωματικό επιχειρηματικό τομέα με τίτλο «επιχειρηματικά στοιχεία». Το ίδρυμα διαθέτει αντικειμενικά και γραπτώς τεκμηριωμένα κριτήρια για τον καταλογισμό των ζημιών στους διάφορους επιχειρηματικούς τομείς και κατηγορίες γεγονότων. Το ίδρυμα καταχωρίζει τις ζημίες από λειτουργικό κίνδυνο που συνδέονται με τον πιστωτικό κίνδυνο και έχουν ιστορικά περιληφθεί από το ίδρυμα στις εσωτερικές βάσεις δεδομένων για τον πιστωτικό κίνδυνο στις βάσεις δεδομένων για το λειτουργικό κίνδυνο και τις προσδιορίζει χωριστά. Οι ζημίες αυτές δεν υπόκεινται σε κεφαλαιακή απαίτηση για λειτουργικό κίνδυνο, ενόσω απαιτέιται από το ίδρυμα να εξακολουθεί να τις αντιμετωπίζει ως πιστωτικό κίνδυνο για τους σκοπούς του υπολογισμού των ελάχιστων απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων. Το ίδρυμα περιλαμβάνει ζημίες από λειτουργικό κίνδυνο που σχετίζονται με τον κίνδυνο αγοράς στην απαίτηση ιδίων κεφαλαίων για λειτουργικό κίνδυνο,

    γ)

    τα εσωτερικά δεδομένα ζημίας ενός ιδρύματος είναι πλήρη και αποτυπώνουν όλες τις σημαντικές δραστηριότητες και ανοίγματα σε όλα τα κατάλληλα υποσυστήματα και γεωγραφικούς τόπους. Το ίδρυμα είναι σε θέση να αποδείξει ότι οι εξαιρούμενες δραστηριότητες ή ανοίγματα, τόσο μεμονωμένα όσο και στο σύνολό τους, δεν θα είχαν καμία ουσιώδη επίπτωση στη συνολική εκτίμηση των κινδύνων. Το ίδρυμα προσδιορίζει κατάλληλα ελάχιστα όρια ζημίας για τη συλλογή των εσωτερικών δεδομένων ζημίας,

    δ)

    εκτός από τις πληροφορίες για τα ακαθάριστα ποσά ζημίας, το ίδρυμα συγκεντρώνει πληροφορίες σχετικά με την ημερομηνία του σχετικού ζημιογόνου γεγονότος, τις ενδεχόμενες επανεισπράξεις ακαθάριστων ποσών ζημίας, καθώς και περιγραφικές πληροφορίες σχετικά με τους παράγοντες ή τις αιτίες του ζημιογόνου γεγονότος,

    ε)

    το ίδρυμα διαθέτει ειδικά κριτήρια για τον καταλογισμό των ζημιών από ένα γεγονός ή από ζημιογόνα γεγονότα που συνδέονται μεταξύ τους διαχρονικά σε μια κεντρική λειτουργία ή σε δραστηριότητα κοινή σε περισσότερους του ενός επιχειρηματικούς τομείς,

    στ)

    το ίδρυμα διαθέτει γραπτώς τεκμηριωμένες διαδικασίες για την αξιολόγηση της καταλληλότητας των ιστορικών δεδομένων ζημίας, περιλαμβανομένων των καταστάσεων στις οποίες μπορούν να χρησιμοποιηθούν υπερβάσεις που βασίζονται στην ανθρώπινη κρίση, κλιμακοποίηση ή άλλες προσαρμογές, τον βαθμό στον οποίο αυτές μπορούν να χρησιμοποιηθούν και το πρόσωπο που είναι εξουσιοδοτημένο να λάβει τις σχετικές αποφάσεις.

    4.   Τα πρότυπα επιλεξιμότητας που σχετίζονται με τα εξωτερικά δεδομένα είναι τα ακόλουθα:

    α)

    το σύστημα μέτρησης του λειτουργικού κινδύνου του ιδρύματος χρησιμοποιεί κατάλληλα εξωτερικά δεδομένα, ιδίως εάν υπάρχουν λόγοι να θεωρηθεί ότι το ίδρυμα είναι εκτεθειμένο σε κίνδυνο έκτακτων μεν, οστόσω δυνητικά σοβαρών ζημιών. Ένα ίδρυμα διαθέτει συστηματική διαδικασία προσδιορισμού των καταστάσεων στις οποίες χρησιμοποιούνται εξωτερικά δεδομένα και των μεθόδων ενσωμάτωσης των δεδομένων αυτών στο σύστημα μέτρησης,

    β)

    το ίδρυμα αναθεωρεί τακτικά τις προϋποθέσεις και πρακτικές για τη χρήση εξωτερικών δεδομένων, τις τεκμηριώνει γραπτώς και τις υποβάλλει σε περιοδική ανεξάρτητη επανεξέταση.

    5.   Ένα ίδρυμα χρησιμοποιεί αναλύσεις σεναρίων βασιζόμενων σε γνώμες εμπειρογνωμόνων σε συνδυασμό με τα εξωτερικά δεδομένα για να αξιολογεί το βαθμό στον οποίο είναι εκτεθειμένο στον κίνδυνο πολύ σοβαρών γεγονότων. Με την πάροδο του χρόνου, το ίδρυμα επικυρώνει και αναθεωρεί τις αξιολογήσεις αυτές βάσει συγκρίσεων με τις πραγματικές ζημίες προκειμένου να διασφαλίζεται ο εύλογος χαρακτήρας τους.

    6.   Τα πρότυπα επιλεξιμότητας που σχετίζονται με τους παράγοντες επιχειρηματικού περιβάλλοντος και εσωτερικού ελέγχου είναι τα ακόλουθα:

    α)

    η μεθοδολογία αξιολόγησης που εφαρμόζεται σε επίπεδο επιχείρησης αποτυπώνει τους βασικούς παράγοντες του επιχειρηματικού περιβάλλοντος και του εσωτερικού ελέγχου οι οποίοι μπορούν να μεταβάλουν το προφίλ λειτουργικού κινδύνου της,

    β)

    το ίδρυμα δικαιολογεί την επιλογή καθενός από τους παράγοντες αυτούς από την πραγματική του επίπτωση στον κίνδυνο, με βάση την αποκτηθείσα εμπειρία και τη γνώμη εμπειρογνωμόνων για τους επηρεαζόμενους επιχειρηματικούς τομείς,

    γ)

    το ίδρυμα είναι σε θέση να δικαιολογήσει στις αρμόδιες αρχές την ευαισθησία των εκτιμήσεων κινδύνου στις μεταβολές των παραγόντων και τις σχετικές σταθμίσεις των διαφόρων παραγόντων. Εκτός από τις ανιχνεύσεις στις μεταβολές του κινδύνου που σχετίζονται με βελτιώσεις στον έλεγχό του, το πλαίσιο πρέπει επίσης να αποτυπώνει τις δυνητικές αυξήσεις κινδύνου λόγω μεγαλύτερης πολυπλοκότητας των δραστηριοτήτων ή του αυξημένου όγκου τους,

    δ)

    ένα ίδρυμα τεκμηριώνει το πλαίσιο μέτρησης κινδύνου του και το υποβάλλει σε ανεξάρτητη αναθεώρηση στο πλαίσιο του ιδρύματος και από τις αρμόδιες αρχές. Με την πάροδο του χρόνου, το ίδρυμα επικυρώνει και αναθεωρεί τη διαδικασία και τα αποτελέσματα της επανεξέτασης βάσει συγκρίσεων με πραγματοποιηθέντα εσωτερικά δεδομένα ζημιών και με κατάλληλα εξωτερικά δεδομένα.

    Άρθρο 323

    Επίπτωση της ασφάλισης και άλλων μηχανισμών μεταφοράς κινδύνου

    1.   Οι αρμόδιες αρχές επιτρέπουν στα ιδρύματα να αναγνωρίζουν την επίπτωση της ασφάλισης, με την επιφύλαξη των προϋποθέσεων των παραγράφων 2 έως 5 και άλλων μηχανισμών μεταφοράς κινδύνου, όπου το ίδρυμα μπορεί να αποδείξει ότι επιτυγχάνεται σημαντική μείωση του κινδύνου.

    2.   Ο ασφαλειοδότης έχει λάβει άδεια να παρέχει ασφαλιστικά ή αντασφαλιστικά προϊόντα και έχει ελάχιστη ικανότητα πληρωμής αποζημιώσεων διαβαθμισμένη από ΕCΑΙ που κρίθηκε από την ΕΑΤ ότι αντιστοιχεί στην βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας 3 ή υψηλότερη δυνάμει των κανόνων περί συντελεστών στάθμισης κινδύνου ανοιγμάτων έναντι ιδρυμάτων κατά την έννοια του τίτλου ΙΙ κεφάλαιο 2.

    3.   Η ασφάλιση και το ασφαλιστικό πλαίσιο του ιδρύματος οφείλουν να πληρούν όλες τις κατωτέρω προϋποθέσεις:

    α)

    το ασφαλιστήριο συμβόλαιο έχει αρχική διάρκεια ενός έτους τουλάχιστον. Για τα ασφαλιστήρια συμβόλαια με εναπομένουσα διάρκεια μικρότερη του ενός έτους, το ίδρυμα εφαρμόζει κατάλληλο ποσοστό περικοπής που αντικατοπτρίζει την προοδευτική μείωση της εναπομένουσας διάρκειας του ασφαλιστηρίου και μπορεί να ανέλθει στο 100 % για συμβόλαια με εναπομένουσα διάρκεια 90 ημερών ή λιγότερο,

    β)

    η περίοδος προειδοποίησης για την καταγγελία του ασφαλιστηρίου συμβολαίου είναι τουλάχιστον 90 ημέρες,

    γ)

    το ασφαλιστήριο συμβόλαιο δεν προβλέπει εξαιρέσεις ή περιορισμούς που ενεργοποιούνται έπειτα από πράξεις των εποπτικών αρχών ή που εμποδίζουν, σε περίπτωση αφερέγγυου ιδρύματος, το σύνδικο ή τον εκκαθαριστή του ιδρύματος να εισπράξει αποζημιώσεις για ζημίες ή έξοδα που υπέστη το ίδρυμα, με εξαίρεση τα γεγονότα που επέρχονται μετά την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας ή εκκαθάρισης που αφορά το ίδρυμα. Ωστόσο, το ασφαλιστήριο συμβόλαιο μπορεί να αποκλείσει κάθε πρόστιμο, ποινική ρήτρα ή αποζημίωση που απορρέει από πράξεις των αρμόδιων αρχών,

    δ)

    ο υπολογισμός της μείωσης κινδύνου αντικατοπτρίζει την ασφαλιστική κάλυψη με τρόπο διαφανή και συνεπή με την πραγματική πιθανότητα και τις επιπτώσεις της ζημίας που χρησιμοποιούνται για το γενικό προσδιορισμό της κεφαλαιακής απαίτησης για λειτουργικό κίνδυνο,

    ε)

    η ασφάλιση παρέχεται από τρίτο. Εάν η ασφάλιση παρέχεται μέσω εξαρτημένων ή θυγατρικών ασφαλιστικών επιχειρήσεων, το άνοιγμα πρέπει να μεταβιβάζεται σε ανεξάρτητο τρίτο που πληροί τα κριτήρια επιλεξιμότητας που καθορίζονται στην παράγραφο 2,

    στ)

    το πλαίσιο αναγνώρισης της ασφάλισης είναι εύλογο και γραπτώς τεκμηριωμένο.

    4.   Η μεθοδολογία για την αναγνώριση της ασφάλισης αποτυπώνει όλα τα ακόλουθα στοιχεία μέσω κατάλληλων μειώσεων ή ποσοστών περικοπής του ποσού ασφάλισης που αναγνωρίζεται:

    α)

    την εναπομένουσα διάρκεια του ασφαλιστήριου συμβολαίου, εάν είναι μικρότερη του ενός έτους,

    β)

    τους όρους καταγγελίας του ασφαλιστήριου συμβολαίου, εάν η διάρκεια του είναι μικρότερη του ενός έτους,

    γ)

    την αβεβαιότητα των πληρωμών και αναντιστοιχίες κάλυψης των ασφαλιστηρίων συμβολαίων.

    5.   Η μείωση των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων που προκύπτει από την αναγνώριση των ασφαλίσεων και άλλων μηχανισμών μεταφοράς κινδύνου δεν υπερβαίνει το 20 % της απαίτησης ιδίων κεφαλαίων για λειτουργικό κίνδυνο πριν από την αναγνώριση των τεχνικών μείωσης του κινδύνου.

    Άρθρο 324

    Ταξινόμηση των ζημιογόνων γεγονότων

    Οι κατηγορίες ζημιογόνων γεγονότων που αναφέρονται στο άρθρο 322 παράγραφος 3 στοιχείο β) είναι οι ακόλουθες:

    Πίνακας 3

    Κατηγορία γεγονότος

    Ορισμός

    Εσωτερική απάτη

    Ζημίες από πράξεις που διαπράττονται με πρόθεση καταδολίευσης, υπεξαίρεσης περιουσιακών στοιχείων ή καταστρατήγησης κανονιστικών ή νομοθετικών διατάξεων ή πολιτικών της επιχείρησης, με την εξαίρεση των περιπτώσεων που σχετίζονται με πρακτικές αντίθετες με τους κανόνες περί πολυμορφίας/διακριτικής μεταχείρισης, στις οποίες εμπλέκεται τουλάχιστον ένα μέλος της επιχείρησης

    Εξωτερική απάτη

    Ζημίες από πράξεις που διαπράττονται από τρίτο με πρόθεση καταδολίευσης, υπεξαίρεσης περιουσιακών στοιχείων ή καταστρατήγησης της νομοθεσίας

    Πρακτικές σε θέματα απασχόλησης και ασφάλειας στο χώρο της εργασίας

    Ζημίες από πράξεις αντίθετες με την εργατική νομοθεσία και τη νομοθεσία και τις συμβάσεις για την υγιεινή και την ασφάλεια, από πληρωμές αποζημιώσεων για σωματική βλάβη ή από πρακτικές αντίθετες με τους κανόνες περί πολιτιστικής πολυμορφίας/διακριτικής μεταχείρισης

    Πελάτες, προϊόντα και επιχειρηματικές πρακτικές

    Ζημίες από ακούσια ή εξ αμελείας παράλειψη εκπλήρωσης επαγγελματικής υποχρέωσης έναντι πελάτη (περιλαμβανομένων των απαιτήσεων εμπιστοσύνης και εντιμότητας), ή από τη φύση ή τα χαρακτηριστικά του προϊόντος

    Βλάβη σε ενσώματα περιουσιακά στοιχεία

    Ζημίες από απώλεια ή βλάβη ενσώματων περιουσιακών στοιχείων λόγω φυσικών καταστροφών ή άλλων γεγονότων

    Διακοπή δραστηριότητας και δυσλειτουργία συστημάτων

    Ζημίες από διακοπή επιχειρηματικής δραστηριότητας ή δυσλειτουργία των συστημάτων

    Εκτέλεση, παράδοση και διαχείριση των διαδικασιών

    Ζημίες από ανεπάρκειες στην επεξεργασία των συναλλαγών ή στη διαχείριση των διαδικασιών και από τις σχέσεις με τους εμπορικούς αντισυμβαλλομένους και τους πωλητές

    ΤΙΤΛΟΣ ΙV

    ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΙΔΙΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΩΝ ΓΙΑ ΚΙΝΔΥΝΟ ΑΓΟΡΑΣ

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

    Γενικές διατάξεις

    Άρθρο 325

    Αναγνωρίσεις ενοποιημένων απαιτήσεων

    1.   Δυνάμει της παραγράφου 2 και αποκλειστικά για τον σκοπό υπολογισμού των καθαρών θέσεων και των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων σύμφωνα με τον παρόντα τίτλο σε ενοποιημένη βάση, τα ιδρύματα μπορούν να χρησιμοποιούν θέσεις σε ένα ίδρυμα ή σε μια επιχείρηση για τον συμψηφισμό θέσεων σε άλλο ίδρυμα ή επιχείρηση.

    2.   Τα ιδρύματα μπορούν να εφαρμόζουν την παράγραφο 1 υπό την προϋπόθεση της άδειας των αρμόδιων αρχών, η οποία χορηγείται εάν πληρούνται όλες οι κατωτέρω προϋποθέσεις:

    α)

    υπάρχει ικανοποιητική κατανομή κεφαλαίων εντός του ομίλου,

    β)

    το κανονιστικό, νομικό ή συμβατικό πλαίσιο εντός του οποίου λειτουργούν τα ιδρύματα εγγυάται, ως εκ της φύσεώς του, την αμοιβαία χρηματοοικονομική υποστήριξη εντός του ομίλου.

    3.   Εάν υπάρχουν επιχειρήσεις εγκατεστημένες σε τρίτες χώρες, πρέπει να πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις επιπροσθέτως των προϋποθέσεων της παραγράφου 2:

    α)

    οι εν λόγω επιχειρήσεις έχουν άδεια λειτουργίας σε μια τρίτη χώρα και είτε πληρούν τον ορισμό του πιστωτικού ιδρύματος είτε είναι αναγνωρισμένες επιχειρήσεις επενδύσεων τρίτων χωρών,

    β)

    οι εν λόγω επιχειρήσεις τηρούν, επί ατομικής βάσεως, με απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων ισοδύναμες με τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού,

    γ)

    δεν υπάρχουν στις οικείες τρίτες χώρες κανονιστικές ρυθμίσεις που να επηρεάζουν ουσιαστικά τις μεταβιβάσεις κεφαλαίων εντός του ομίλου.

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

    Απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο θέσης

    Τμήμα 1

    Γενικές διατάξεις και ειδικά προϊόντα

    Άρθρο 326

    Απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο θέσης

    Η απαίτηση ιδίων κεφαλαίων του ιδρύματος για τον κίνδυνο θέσης ισούται με το άθροισμα των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για τον γενικό και ειδικό κίνδυνο των θέσεών του σε χρεωστικούς τίτλους και μετοχές. Οι θέσεις σε τιτλοποίηση του χαρτοφυλακίου αντιμετωπίζονται ως χρεωστικοί τίτλοι.

    Άρθρο 327

    Συμψηφισμός

    1.   Η απόλυτη τιμή κατά την οποία οι θετικές (αρνητικές) θέσεις του ιδρύματος υπερβαίνουν τις αρνητικές (θετικές) θέσεις στην ίδια μετοχή, στον ίδιο χρεωστικό ή μετατρέψιμο τίτλο και σε πανομοιότυπα χρηματοπιστωτικά συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης, δικαιώματα προαίρεσης, τίτλους επιλογής, ή αντισταθμισμένους τίτλους επιλογής, αντιπροσωπεύει την καθαρή θέση του σε καθένα από τα διάφορα αυτά μέσα. Κατά τον υπολογισμό της καθαρής θέσης, οι θέσεις σε παράγωγα μέσα αντιμετωπίζονται σύμφωνα με όσα ορίζονται στα άρθρα 328 έως 330. Τα χαρτοφυλάκια των ιδίων χρεωστικών τίτλων των ιδρυμάτων δεν λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων για την κάλυψη του ειδικού κινδύνου σύμφωνα με το άρθρο 336.

    2.   Δεν επιτρέπεται συμψηφισμός μεταξύ ενός μετατρέψιμου τίτλου και μιας αντισταθμιστικής θέσης στο υποκείμενο μέσο στο οποίο βασίζεται ο μετατρέψιμος τίτλος, εκτός εάν οι αρμόδιες αρχές χρησιμοποιούν μεθόδο που λαμβάνει υπόψη την πιθανότητα μετατροπής ενός συγκεκριμένου μετατρέψιμου τίτλου, ή επιβάλλουν τη διακράτηση κεφαλαιακών απαιτήσεων για την κάλυψη κάθε ενδεχόμενου κινδύνου που θα μπορούσε να προκύψει κατά τη μετατροπή. Οι εν λόγω μέθοδοι ή απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων κοινοποιούνται στην ΕΑΤ. Η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών παρακολουθεί το φάσμα των πρακτικών στον συγκεκριμένο τομέα και εκδίδει οδηγίες, σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

    3.   Όλες οι καθαρές θέσεις, ανεξάρτητα από το πρόσημό τους, μετατρέπονται καθημερινά, βάσει της τρέχουσας συναλλαγματικής ισοτιμίας, στο νόμισμα που χρησιμοποιεί το ίδρυμα για την κατάρτιση των εποπτικών αναφορών στις αρμόδιες αρχές, πριν από το συμψηφισμότους.

    Άρθρο 328

    Συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης επιτοκίου και προθεσμιακές συμβάσεις

    1.   Τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης επιτοκίου, οι προθεσμιακές συμφωνίες επιτοκίου (FRA) και οι προθεσμιακές συμβάσεις αγοράς ή πώλησης χρεωστικών τίτλων αντιμετωπίζονται ως συνδυασμοί θετικών και αρνητικών θέσεων. Έτσι, μια θετική θέση σε συμβόλαιο μελλοντικής εκπλήρωσης επιτοκίου θεωρείται ότι αντιστοιχεί στον συνδυασμό ενός λαμβανόμενου δανείου που λήγει την ημερομηνία παράδοσης που προβλέπεται στο συμβόλαιο μελλοντικής εκπλήρωσης, και της κατοχής ενός στοιχείου ενεργητικού με ημερομηνία λήξης ίδια με αυτή του μέσου ή της υποκείμενης ονομαστικής αξίας στα οποία αναφέρεται το συγκεκριμένο συμβόλαιο μελλοντικής εκπλήρωσης. Παρομοίως, μια πωλούμενη FRA αντιμετωπίζεται ως μια θετική θέση με ημερομηνία λήξεως ίση με την ημερομηνία διακανονισμού συν τη διάρκεια της σύμβασης, και ως μια αρνητική θέση με ημερομηνία λήξεως την ημερομηνία διακανονισμού. Τόσο το λαμβανόμενο δάνειο όσο και το κατεχόμενο στοιχείο ενεργητικού θα συμπεριλαμβάνονται στην πρώτη κατηγορία η οποία καθορίζεται στον κατωτέρω πίνακα 1 του άρθρου 336 ώστε να υπολογίζεται η κεφαλαιακή απαίτηση για την κάλυψη του ειδικού κινδύνου των συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης επιτοκίου και των FRAs. Η προθεσμιακή σύμβαση αγοράς χρεωστικού τίτλου αντιμετωπίζεται ως συνδυασμός ενός ληφθέντος δανείου που λήγει την ημερομηνία παραδόσεως και μιας θετικής θέσης στον ίδιο το χρεωστικό τίτλο. Το ληφθέν δάνειο συμπεριλαμβάνεται στην πρώτη κατηγορία η οποία καθορίζεται στον πίνακα 1 του άρθρου 336 όσον αφορά τον ειδικό κίνδυνο, ο δε χρεωστικός τίτλος σε όποια στήλη του ίδιου πίνακα είναι η πρέπουσα.

    2.   Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, με τον όρο «θετική θέση» νοείται η θέση στην οποία ένα ίδρυμα έχει καθορίσει το επιτόκιο που πρόκειται να εισπράξει σε ορισμένη μελλοντική ημερομηνία, ενώ με τον όρο «αρνητική θέση» νοείται η θέση στην οποία μια επιχείρηση έχει καθορίσει το επιτόκιο που πρόκειται να καταβάλει σε ορισμένη μελλοντική ημερομηνία.

    Άρθρο 329

    Δικαιώματα προαίρεσης και τίτλοι επιλογής

    1.   Τα δικαιώματα προαίρεσης και τίτλοιεπιλογής επί επιτοκίων, χρεωστικών τίτλων, μετοχών, μετοχικων δεικτών, χρηματοπιστωτικών συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης, συμφωνιών ανταλλαγής και συναλλάγματος αντιμετωπίζονται ως θέσεις ισόποσες με την αξία του υποκείμενου μέσου στο οποίο βασίζεται το δικαίωμα προαίρεσης, πολλαπλασιασμένη με τον συντελεστή δέλτα του δικαιώματος προαίρεσης για τους σκοπούς του παρόντος κεφαλαίου. Οι θέσεις αυτές μπορούν να συμψηφίζονται με τυχόν αντίθετες θέσεις στις ίδιες τις υποκείμενες μετοχές ή σε ίδια παράγωγα μέσα. Ο συντελεστής δέλτα που χρησιμοποιείται γι’ αυτό το σκοπό είναι εκείνος του οικείου χρηματιστηρίου. Για τα εξωχρηματιστηριακά δικαιώματα προαίρεσης ή σε περίπτωση που δεν είναι διαθέσιμος ο συντελεστής δέλτα από το οικείο χρηματιστήριο, το ίδρυμα μπορεί να υπολογίζει το ίδιο τον συντελεστή δέλτα χρησιμοποιώντας κατάλληλο υπόδειγμα, αφού λάβει άδεια από τις αρμόδιες αρχές. Η άδεια χορηγείται εάν το υπόδειγμα εκτιμά κατάλληλα το ρυθμό μεταβολής της αξίας του δικαιώματος προαίρεσης ή του τίτλου επιλογής σε σχέση με μικρές μεταβολές της αγοραίας τιμής του υποκείμενου μέσου.

    2.   Τα ιδρύματα λαμβάνουν επαρκώς υπόψη στον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων άλλους κινδύνους που αφορούν τα δικαιώματα προαίρεσης, εκτός του κινδύνου συντελεστή δέλτα.

    3.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που προσδιορίζουν ένα φάσμα μεθόδων για την αποτύπωση άλλων κινδύνων, εκτός του κινδύνου συντελεστή δέλτα, στον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων όπως αναφέρονται στην παράγραφο 2 λαμβάνοντας υπόψη την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων των ιδρυμάτων σε δικαιώματα προαίρεσης και τίτλους επιλογής.

    Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή το αργότερο έως τις 31 Δεκεμβρίου 2013.

    Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

    4.   Έως ότου να τεθούν σε ισχύ τα τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στην παράγραφο 3, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να συνεχίσουν να εφαρμόζουν την ισχύουσα εθνική αντιμετώπιση, εφόσον έχουν εφαρμόσει την εν λόγω αντιμετώπιση πριν από την 31η Δεκεμβρίου 2013.

    Άρθρο 330

    Συμφωνίες ανταλλαγής

    Οι συμφωνίες ανταλλαγής αντιμετωπίζονται, όσον αφορά τον κίνδυνο επιτοκίου, με βάση την ίδια μέθοδο που χρησιμοποιείται και για τα στοιχεία εντός ισολογισμού. Κατά συνέπεια, μια συμφωνία ανταλλαγής επιτοκίου με την οποία ένα ίδρυμα λαμβάνει χρηματικές ροές βάσει κυμαινόμενου επιτοκίου και καταβάλλει χρηματικές ροές βάσει σταθερού επιτοκίου, θεωρείται ότι ισοδυναμεί με μια θετική θέση σε ένα μέσο κυμαινόμενου επιτοκίου με ημερομηνία λήξης ίση με την περίοδο μέχριτον επόμενο επανακαθορισμό του επιτοκίου και με αρνητική θέση σε ένα μέσο σταθερού επιτοκίου με ημερομηνία λήξης ίση με εκείνη της ίδιας της συμφωνίας ανταλλαγής.

    Άρθρο 331

    Κίνδυνος επιτοκίων των παράγωγων μέσων

    1.   Τα ιδρύματα που αποτιμούν σε τρέχουσες αξίες και διαχειρίζονται τον κίνδυνο επιτοκίων των παράγωγων μέσων που αναφέρονται στα άρθρα 328 έως 330 με τη μέθοδο της προεξόφλησης της παρούσας αξίας των μελλοντικών χρηματικών ροών, δύνανται, με την επιφύλαξη της άδειας των αρμόδιων αρχών, να χρησιμοποιούν υποδείγματα ευαισθησίας για τον υπολογισμό των θέσεων που αναφέρονται στα εν λόγω άρθρα και δύνανται να τα χρησιμοποιούν για κάθε ομόλογο που αποσβήνεται περιοδικά σύμφωνα με την εναπομένουσα διάρκειά του, αντί μέσω μιας μοναδικής αποπληρωμής του κεφαλαίου. Η άδεια χορηγείται εφόσον τα υποδείγματα αυτά οδηγούν σε θέσεις που έχουν τον ίδιο βαθμό ευαισθησίας στις μεταβολές των επιτοκίων με τις υποκείμενες χρηματικές ροές. Η εκτίμηση του βαθμού ευαισθησίας τους γίνεται με βάση ανεξάρτητες κινήσεις δειγματοληπτικά επιλεγμένων επιτοκίων σε ολόκληρη την καμπύλη απόδοσης που να περιλαμβάνειτουλάχιστον ένα σημείο ευαισθησίας σε καθένα από τα διαστήματα προθεσμιών λήξης που περιλαμβάνονται στον πίνακα 2 του άρθρου 339. Οι θέσεις περιλαμβάνονται στον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων για τον γενικό κίνδυνο χρεωστικών τίτλων.

    2.   Όσα ιδρύματα δεν χρησιμοποιούν υποδείγματα σύμφωνα με την παράγραφο 1 μπορούν να θεωρούν ως πλήρως συμψηφιζόμενες οποιεσδήποτε θέσεις σε παράγωγα χρηματοπιστωτικά μέσα που καλύπτονται από τα άρθρα 328 έως 330, εφόσον πληρούν τουλάχιστον, τις παρακάτω προϋποθέσεις:

    α)

    οι θέσεις είναι της ίδιας αξίας και είναι εκφρασμένες στο ίδιο νόμισμα,

    β)

    το επιτόκιο αναφοράς (για θέσεις κυμαινόμενου επιτοκίου) ή το τοκομερίδιο (για θέσεις σταθερού επιτοκίου) είναι στενά αντιστοιχισμένο,

    γ)

    η αμέσως επόμενη ημερομηνία καθορισμού του επιτοκίου ή, για θέσεις σε τοκομερίδια σταθερού επιτοκίου, ο χρόνος που απομένει έως τη λήξη τους ανταποκρίνεται στα παρακάτω όρια:

    i)

    εάν ο χρόνος που απομένει μέχρι την επόμενη ημερομηνία καθορισμού ή, για θέσεις σε τοκομερίδια σταθερού επιτοκίου, ο χρόνος που απομένει μέχρι τη λήξη τους, είναι κάτω του μηνός, τότε οι θέσεις θεωρούνται ως πλήρως συμψηφιζόμενες εφόσον οι εν λόγω ημερομηνίες είναιεντός της ίδιας ημέρας,

    ii)

    εάν είναι μεταξύ ενός μηνός και ενός έτους: οι εν λόγω ημερομηνίες θα πρέπει να είναι εντός επτά ημερών,

    iii)

    εάν είναι άνω του έτους: οι εν λόγω ημερομηνίες θα πρέπει να είναι εντός 30 ημερών.

    Άρθρο 332

    Πιστωτικά παράγωγα

    1.   Κατά τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων για τον γενικό και τον ειδικό κίνδυνο του συμβαλλόμενου που αναλαμβάνει τον πιστωτικό κίνδυνο (δηλαδή του «πωλητή προστασίας»), εφόσον δεν ορίζεται κάτι διαφορετικό, χρησιμοποιείται το ονομαστικό ποσό της σύμβασης του πιστωτικού παραγώγου. Παρά την ανωτέρω πρόταση, το ίδρυμα μπορεί να επιλέξει να αντικαταστήσει την ονομαστική αξία με την ονομαστική αξία συν την καθαρή μεταβολή της αγοραίας αξίας του πιστωτικού παραγώγου από την έναρξη της συναλλαγής, μια καθαρή καθοδική μεταβολή από την άποψη του πωλητή προστασίας με αρνητικό πρόσημο. Για τον υπολογισμό της κεφαλαιακής απαίτησης του ειδικού κινδύνου, εκτός των συμφωνιών ανταλλαγής ολικής απόδοσης, ισχύει η ληκτότητα της σύμβασης του πιστωτικού παραγώγου αντί της ληκτότητας του μέσου(της υποχρεώσης). Οι θέσεις καθορίζονται ως εξής:

    α)

    μια συμφωνία ανταλλαγής ολικής απόδοσης δημιουργεί θετική θέση στον γενικό κίνδυνο αγοράς του μέσου αναφοράς και αρνητική θέση στον γενικό κίνδυνο αγοράς κρατικού ομολόγου με ληκτότητα ισοδύναμη προς την περίοδο έως τον επόμενο επανακαθορισμό του επιτοκίου και με συντελεστή στάθμισης κινδύνου 0 % βάσει του τίτλου ΙΙ κεφάλαιο 2. Επίσης δημιουργεί θετική θέση στον ειδικό κίνδυνο του μέσου αναφοράς,

    β)

    μια συμφωνία ανταλλαγής πιστωτικής αθέτησης δεν έχει γενικό κίνδυνο. Αναφορικά με τον ειδικό κίνδυνο, το εκάστοτε ίδρυμα καταγράφει θετική θέση σύνθετης μορφής στα μέσα της οντότητας αναφοράς, εκτός κι εάν το παράγωγο έχει εξωτερική διαβάθμιση και πληροί τις προϋποθέσεις ενός εγκεκριμένου χρεωστικού τίτλου, οπότε καταγράφεται θετική θέση στο παράγωγο. Εάν βάσει του προϊόντος πρέπει να καταβληθεί προσαύξηση ή τόκος, οι εν λόγω χρηματικές ροές εμφανίζονται ως ονομαστικές θέσεις σε κρατικά ομόλογα,

    γ)

    ένα πιστωτικό παράγωγο τύπου «single name credit linked note» δημιουργεί θετική θέση στον γενικό κίνδυνο του ίδιου του τίτλου, ως επιτοκιακού προϊόντος. Αναφορικά με τον ειδικό κίνδυνο, δημιουργείται θετική θέση σύνθετης μορφής στα μέσα της οντότητας αναφοράς. Ταυτόχρονα δημιουργείται πρόσθετη θετική θέση στον εκδότη του τίτλου. Εάν το πιστωτικό παράγωγο τύπου «credit linked note» έχει λάβει εξωτερική διαβάθμιση και πληροί τις προϋποθέσεις ενός εγκεκριμένου χρεωστικού τίτλου, τότε αρκεί η καταγραφή μιας μόνης θετικής θέσης για τον ειδικό κίνδυνο του τίτλου,

    δ)

    ένα πιστωτικό παράγωγο τύπου «multiple name credit linked note» το οποίο παρέχει αναλογική προστασία δημιουργεί ταυτόχρονα μια θετική θέση στον ειδικό κίνδυνο του εκδότη του τίτλου και μια θέση σε κάθε οντότητα αναφοράς για τους σκοπούς του ειδικού κινδύνου, ενώ το συνολικό ονομαστικό ποσό της σύμβασης κατανέμεται μεταξύ των θέσεων με βάση την αναλογία του συνολικού ονομαστικού ποσού το οποίο αντιπροσωπεύει έκαστο άνοιγμα έναντι οντότητας αναφοράς. Όταν είναι δυνατή η επιλογή περισσοτέρων από μία υποχρεώσεων μιας οντότητας αναφοράς, ο ειδικός κίνδυνος καθορίζεται με βάση την υποχρέωση με τη μεγαλύτερη στάθμιση κινδύνου,

    ε)

    ένα πιστωτικό παράγωγο πρώτης αθέτησης δημιουργεί θέση για το ονομαστικό ποσό της υποχρέωσης εκάστης οντότητας αναφοράς. Εάν το μέγεθος της μέγιστης πληρωμής για το πιστωτικό γεγονός είναι μικρότερο από τις κεφαλαιακές απαιτήσεις σύμφωνα με τη μέθοδο που ορίζεται στην πρώτη περίοδο του παρόντος στοιχείου, το μέγιστο ποσό πληρωμής επιτρέπεται να εκληφθεί ως η κεφαλαιακή απαίτηση για τον ειδικό κίνδυνο.

    Ένα πιστωτικό παράγωγο νιοστής αθέτησης δημιουργεί θέση για το ονομαστικό ποσό της υποχρέωσης εκάστης οντότητας αναφοράς πλην των οντοτήτων αναφοράς ν-1 με τη χαμηλότερη κεφαλαιακή απαίτηση έναντι του ειδικού κινδύνου. Εάν το μέγεθος της μέγιστης πληρωμής για το πιστωτικό γεγονός είναι μικρότερο από την κεφαλαιακή απαίτηση σύμφωνα με τη μέθοδο που ορίζεται στην πρώτη περίοδο του παρόντος στοιχείου, το ποσό αυτό επιτρέπεται να εκληφθεί ως η κεφαλαιακή απαίτηση για τον ειδικό κίνδυνο.

    Όταν το πιστωτικό παράγωγο νιοστής αθέτησης έχει εξωτερική διαβάθμιση, ο πωλητής προστασίας υπολογίζει την κεφαλαιακή απαίτηση για τον ειδικό κίνδυνο χρησιμοποιώντας τη διαβάθμιση του παραγώγου και εφαρμόζει τους αντίστοιχους συντελεστές στάθμισης κινδύνου που έχουν οι θέσεις σε τιτλοποίηση, κατά περίπτωση.

    2.   Για το συμβαλλόμενο μέρος που μεταβιβάζει πιστωτικό κίνδυνο (δηλαδή για τον «αγοραστή προστασίας»), οι θέσεις προσδιορίζονται ως πιστά είδωλα του πωλητή προστασίας, με εξαίρεση το πιστωτικό παράγωγο τύπου «credit linked note» (που δεν συνεπάγεται αρνητική θέση για τον εκδότη). Κατά τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων για τον «αγοραστή προστασίας», χρησιμοποιείται το ονομαστικό ποσό της σύμβασης του πιστωτικού παραγώγου. Παρά την ανωτέρω πρόταση, το ίδρυμα μπορεί να επιλέξει να αντικαταστήσει την ονομαστική αξία με την ονομαστική αξία συν την καθαρή μεταβολή της αγοραίας αξίας του πιστωτικού παραγώγου από την έναρξη της συναλλαγής, μια καθαρή καθοδική μεταβολή από την άποψη του πωλητή προστασίας με αρνητικό πρόσημο. Εάν σε κάποια χρονική στιγμή ασκηθεί δικαίωμα αγοράς σε συνδυασμό με αναβάθμιση, η συγκεκριμένη χρονική στιγμή θεωρείται ως η ληκτότητα της προστασίας.

    3.   Πιστωτικά παράγωγα σύμφωνα με το άρθρο 338 παράγραφος 1 ή 3 περιλαμβάνονται μόνο στον προσδιορισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων για τον ειδικό κίνδυνο σύμφωνα με το άρθρο 338 παράγραφος 4.

    Άρθρο 333

    Τίτλοι που αποτελούν αντικείμενο συμφωνίας επαναγοράς ή δανεισμού

    Ο μεταβιβάζων τίτλους ή εγγυημένα δικαιώματα κυριότητας τίτλων σε συμφωνία επαναγοράς και ο δανειοδότης τίτλων σε δανειοδοσία τίτλων, περιλαμβάνει αυτούς τους τίτλους στον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων σύμφωνα με το παρόν παράρτημα, υπό τον όρο ότι οι εν λόγω τίτλοι αποτελούν θέσεις του χαρτοφυλακίου συναλλαγών.

    Τμήμα 2

    Χρεωστικοί τίτλοι

    Άρθρο 334

    Καθαρές θέσεις σε χρεωστικούς τίτλους

    Οι καθαρές θέσεις ταξινομούνται ανάλογα με το νόμισμα στο οποίο αυτές είναι εκφρασμένες και οι κεφαλαιακές απαιτήσεις για τον γενικό και τον ειδικό κίνδυνο υπολογίζονται για κάθε νόμισμα χωριστά.

    Ενότητα 1

    Ειδικός κίνδυνος

    Άρθρο 335

    Ανώτατο όριο κεφαλαιακών απαιτήσεων για μια καθαρή θέση

    Το ίδρυμα μπορεί να θέσει ανώτατο όριο στην κεφαλαιακή απαίτηση για τον ειδικό κίνδυνο μιας καθαρής θέσης σε χρεωστικό τίτλο το οποίο δεν θα υπερβαίνει τη μέγιστη πιθανή ζημία που σχετίζεται με τον κίνδυνο αθέτησης οφειλής. Για μια αρνητική θέση, το όριο αυτό μπορεί να υπολογίζεται ως μεταβολή της αξίας λόγω του μέσου ή, εάν συντρέχει περίπτωση, των υποκειμένων μέσων που καθίστανται αμέσως μηδενικού κινδύνου αθέτησης οφειλής.

    Άρθρο 336

    Απαίτηση ιδίων κεφαλαίων για χρεωστικούς τίτλους που δεν αποτελούν θέσεις τιτλοποίησης

    1.   Το ίδρυμα κατατάσσει τις καθαρές θέσεις του στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών που δεν αποτελούν θέσεις σε θέσεις τιτλοποίησης, με βάση τον υπολογισμό που καθορίζεται στο άρθρο 327, μεταξύ των ενδεδειγμένων κατηγοριών του πίνακα 1, με κριτήριο τον εκδότη ή τον οφειλέτη τους, την εξωτερική ή εσωτερική πιστοληπτική αξιολόγηση και την εναπομένουσα διάρκεια ως τη λήξη· στη συνέχεια τις πολλαπλασιάζει επί τους συντελεστές στάθμισης που παρατίθενται στον πίνακα αυτόν. Αθροίζει τις σταθμισμένες θέσεις του που προκύπτουν από την εφαρμογή του άρθρου αυτού (ανεξάρτητα από το εάν είναι θετικές ή αρνητικές), προκειμένου να υπολογίσει τις οικείες κεφαλαιακές απαιτήσεις έναντι του ειδικού κινδύνου.

    Πίνακας 1

    Κατηγορίες

    Κεφαλαιακή Απαίτηση για τον ειδικό κίνδυνο

    Χρεωστικοί τίτλοι οι οποίοι θα λάμβαναν συντελεστή κινδύνου 0 % δυνάμει της τυποποιημένης μεθόδου για τον πιστωτικό κίνδυνο.

    0 %

    Χρεωστικοί τίτλοι οι οποίοι θα λάμβαναν συντελεστή κινδύνου 20 % ή 50 % δυνάμει της τυποποιημένης μεθόδου για τον πιστωτικό κίνδυνο και άλλα επιλέξιμα στοιχεία που ορίζονται στην παράγραφο 4.

    0,25 % (εναπομένουσα διάρκεια έως την οριστική λήξη έως έξι μήνες)

    1,00 % (εναπομένουσα διάρκεια έως την οριστική λήξη μεγαλύτερη των έξι μηνών και μικρότερη ή ίση με 24 μήνες)

    1,60 % (εναπομένουσα διάρκεια έως τη λήξη άνω των 24 μηνών)

    Χρεωστικοί τίτλοι οι οποίοι θα λάμβαναν συντελεστή κινδύνου 100 % δυνάμει της τυποποιημένης μεθόδου για τον πιστωτικό κίνδυνο.

    8,00 %

    Χρεωστικοί τίτλοι που θα λάμβαναν συντελεστή κινδύνου 150 % δυνάμει της τυποποιημένης μεθόδου για τον πιστωτικό κίνδυνο.

    12,00 %

    2.   Για ιδρύματα που εφαρμόζουν τη μέθοδο ΠΕΔ στην κατηγορία ανοίγματος στην οποία ανήκει ο εκδότης του χρεωστικού τίτλου, προκειμένου να είναι επιλέξιμος για τον συντελεστή κινδύνου δυνάμει της τυποποιημένης μεθόδου που αναφέρεται στην παράγραφο 1, ο εκδότης του ανοίγματος πρέπει να έχει εσωτερική διαβάθμιση που αντιστοιχεί σε πιθανότητα αθέτησης ίση ή μικρότερη από εκείνη που σχετίζεται με την κατάλληλη βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας βάσει της τυποποιημένης μεθόδου.

    3.   Τα ιδρύματα μπορούν να υπολογίζουν τις κεφαλαιακές απαιτήσεις του ειδικού κινδύνου για ομόλογα που λαμβάνουν συντελεστή κινδύνου 10 % σύμφωνα με την αντιμετώπιση που καθορίζεται στο άρθρο 129 παράγραφοι 4, 5 και65 ως το ήμισυ της ισχύουσας κεφαλαιακής απαίτησης για τον ειδικό κίνδυνο για τη δεύτερη κατηγορία του πίνακα 1.

    4.   Άλλα επιλέξιμα στοιχεία είναι:

    α)

    θετικές και αρνητικές θέσεις σε στοιχεία ενεργητικού για τα οποία δεν είναι διαθέσιμη πιστοληπτική αξιολόγηση από διορισμένο ΕΟΠΑ και τα οποία πληρούν όλες τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

    i)

    χαρακτηρίζονται από επαρκή βαθμό ρευστότητας κατά την εκτίμηση του οικείου ιδρύματος,

    ii)

    η επενδυτική τους ποιότητα είναι, κατά την κρίση του ίδιου του εκάστοτε ιδρύματος, τουλάχιστον ισοδύναμη με εκείνη των στοιχείων ενεργητικού που αναφέρονται στον πίνακα 1 δεύτερη γραμμή,

    iii)

    είναι εισηγμένα σε μία τουλάχιστον ρυθμιζόμενη αγορά κράτους μέλους ή σε χρηματιστήριο αξιών τρίτης χώρας, υπό τον όρο ότι το εν λόγω χρηματιστήριο αναγνωρίζεται από τις αρμόδιες αρχές του οικείου κράτους μέλους,

    β)

    θετικές και αρνητικές θέσεις σε στοιχεία ενεργητικού εκδοθέντα από ιδρύματα οι οποίες υπόκεινται σε καφαλαιακές απαιτήσεις όπως προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό που θεωρούνται από το ενδιαφερόμενο ίδρυμα ως επαρκώς ρευστές και η επενδυτική ποιότητα των οποίων είναι, σύμφωνα με τη διακριτική ευχέρεια του ιδρύματος, τουλάχιστον ισοδύναμη των στοιχείων ενεργητικού που αναφέρονται στον πίνακα 1 δεύτερη γραμμή,

    γ)

    τίτλοι που εκδίδονται από ιδρύματα οι οποίοι θεωρούνται ότι έχουν ισοδύναμη ή υψηλότερη πιστωτική ποιότητα από αυτούς που σχετίζονται με τη 2η βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας δυνάμει της τυποποιημένης μεθόδου για τον πιστωτικό κίνδυνο ανοιγμάτων έναντι ιδρυμάτων και οι οποίοι υπόκεινται σε εποπτικές και κανονιστικές ρυθμίσεις ανάλογες με εκείνες του παρόντος κανονισμού και της οδηγίας 2013/36/ΕΕ.

    Τα ιδρύματα που χρησιμοποιούν το στοιχείο α) ή β) διαθέτουν τεκμηριωμένη μεθοδολογία για να αξιολογήσουν εάν τα στοιχεία ενεργητικού πληρούν τις απαιτήσεις των ανωτέρω εδαφίων και κοινοποιούν την εν λόγω μεθοδολογία στις αρμόδιες αρχές.

    Άρθρο 337

    Κεφαλαιακές Απαιτήσεις για θέσεις σε τιτλοποίηση

    1.   Για μέσα στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών που αποτελούν θέσεις σε τιτλοποίηση, το ίδρυμα σταθμίζει βάσει των ακόλουθων συντελεστών τις καθαρές θέσεις του όπως υπολογίζονται σύμφωνα με το άρθρο 327 παράγραφος 1:

    α)

    για θέσεις σε τιτλοποίηση που θα υπάγονταν στην τυποποιημένη μέθοδο για τον πιστωτικό κίνδυνο εάν αποτελούσαν ανοίγματα που περιλαμβάνονται στα λοιπά χαρτοφυλάκια πέραν του χαρτοφυλακίου συναλλαγών του ίδιου ιδρύματος, 8 % επί του συντελεστή στάθμισης βάσει της τυποποιημένης μεθόδου όπως προβλέπεται στον τίτλο ΙΙ κεφάλαιο 5 τμήμα 3,

    β)

    για θέσεις τιτλοποίησης που θα υπάγονταν στη μέθοδο των εσωτερικών διαβαθμίσεων εάν αποτελούσαν ανοίγματα που περιλαμβάνονται στα λοιπά χαρτοφυλάκια πέραν του χαρτοφυλακίου συναλλαγών του ίδιου ιδρύματος, 8 % επί του συντελεστή στάθμισης βάσει της μεθόδου των εσωτερικών διαβαθμίσεων όπως προβλέπεται στον τίτλο ΙΙ κεφάλαιο 5 τμήμα 3.

    2.   Η μέθοδος του εποπτικού υποδείγματος που προβλέπεται στο άρθρο 262 μπορεί να χρησιμοποιηθεί εάν το ίδρυμα δύναται να εκτιμήσει την πιθανότητααθέτησης PD και κατά περίπτωση την αξία ανοίγματος και τη ζημιά σε περίπτωση αθέτησης LGD που θα χρησιμοποιηθούν ως εισροές στο εποπτικό υπόδειγμα σύμφωνα τα προαπαιτούμενα για την εκτίμηση των εν λόγω παραμέτρων δυνάμει της μεθόδου των εσωτερικών διαβαθμίσεων σύμφωνα με τον τίτλο ΙΙ κεφάλαιο 3.

    Ένα ίδρυμα εκτός του μεταβιβάζοντος ιδρύματος που μπορεί να εφαρμόσει την εν λόγω μέθοδο για την ίδια θέση σε τιτλοποίηση εκτός του χαρτοφυλακίου συναλλαγών του μπορεί να χρησιμοποιήσει τη μέθοδο μόνο με την επιφύλαξη της άδειας των αρμόδιων αρχών, η οποία χορηγείται εάν το ίδρυμα πληροί την προϋπόθεση του πρώτου εδαφίου.

    Οι εκτιμήσεις των PD και LGD ως «εισροές» στη μέθοδο του εποπτικού υποδείγματος μπορούν εναλλακτικά να προσδιορίζονται βάσει εκτιμήσεων που προκύπτουν από μια μέθοδο IRC ενός ιδρύματος που έχει λάβει άδεια να χρησιμοποιεί εσωτερικό υπόδειγμα για τον ειδικό κίνδυνο των χρεωστικών τίτλων. Η τελευταία εναλλακτική μέθοδος μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο με την επιφύλαξη της άδειας των αρμόδιων αρχών, η οποία χορηγείται εάν οι ανωτέρω εκτιμήσεις πληρούν τις ποσοτικές απαιτήσεις για τη μέθοδο των εσωτερικών διαβαθμίσεων που προβλέπονται στον τίτλο ΙΙ κεφάλαιο 3.

    Σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, η ΕΑΤ εκδίδει κατευθυντήριες οδηγίες σχετικά με τη χρήση των εκτιμήσεων των PD και LGD ως εφόσον οι εν λόγω εκτιμήσεις βασίζονται σε μέθοδο IRC.

    3.   Για θέσεις τιτλοποίησης που υπόκεινται σε πρόσθετο συντελεστή στάθμισης κινδύνου σύμφωνα με το άρθρο 407, εφαρμόζεται ποσοστό 8 % επί του προβλεπόμενου συνολικού συντελεστή στάθμισης.

    Εκτός από τις θέσεις σε τιτλοποίηση που αντιμετωπίζονται σύμφωνα με το άρθρο 338 παράγραφος 4, το ίδρυμα αθροίζει τις σταθμισμένες θέσεις του, οι οποίες προκύπτουν από την εφαρμογή του παρόντος άρθρου (ανεξάρτητα από το εάν είναι θετικές ή αρνητικές), προκειμένου να υπολογίσει την κεφαλαιακή απαίτηση έναντι του ειδικού κινδύνου.

    4.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 3 δεύτερο εδάφιο, για τη μεταβατική περίοδο που λήγει στις 31 Δεκεμβρίου 2014, το ίδρυμα αθροίζει χωριστά τις σταθμισμένες καθαρές θετικές θέσεις του και τις σταθμισμένες καθαρές αρνητικές θέσεις του. Το μεγαλύτερο από τα αθροίσματα αυτά αποτελεί την κεφαλαιακή απαίτηση για τον ειδικό κίνδυνο. Το ίδρυμα αναφέρει, παρ’ όλα αυτά, σε τριμηνιαία βάση στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης το συνολικό ποσό τόσο των σταθμισμένων καθαρών θετικών θέσεών του όσο και των σταθμισμένων καθαρών αρνητικών θέσεών του, κατανεμημένων ανά τύπο υποκείμενων αξιών.

    5.   Όταν ένα μεταβιβάζον ίδρυμα παραδοσιακής τιτλοποίησης δεν πληροί τις προϋποθέσεις για τη σημαντική μεταφορά κινδύνου που αναφέρονται στο άρθρο 243, περιλαμβάνει στον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων δυνάμει του παρόντος άρθρου τα τιτλοποιημένα ανοίγματα αντί των θέσεων σε τιτλοποίηση από την τιτλοποίηση αυτή.

    Όταν ένα μεταβιβάζον ίδρυμα σύνθετης τιτλοποίησης δεν πληροί τις προϋποθέσεις για τη σημαντική μεταφορά κινδύνου που αναφέρονται στο άρθρο 244, περιλαμβάνει στον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων δυνάμει του παρόντος άρθρου τα τιτλοποιημένα ανοίγματα από την τιτλοποίηση αυτή, αλλά όχι τυχόν πιστωτική προστασία που έχει ληφθεί για το τιτλοποιημένο χαρτοφυλάκιο.

    Άρθρο 338

    Κεφαλαιακές απαιτήσεις για το χαρτοφυλάκιο διαπραγμάτευσης συσχετίσεων

    1.   Το χαρτοφυλάκιο διαπραγμάτευσης συσχετίσεων αποτελείται από θέσεις σε τιτλοποίηση και πιστωτικά παράγωγα νιοστού βαθμού αθέτησης που πληρούν όλα τα ακόλουθα κριτήρια:

    α)

    Οι θέσεις δεν είναι ούτε θέσεις σε επανατιτλοποίηση ούτε δικαιώματα προαίρεσης επί τμήματος τιτλοποίησης ούτε άλλα παράγωγα μέσα επί τιτλοποιήσεων, τα οποία δεν παρέχουν κατ’αναλογία μερίδιο στα έσοδα τμήματος τιτλοποίησης,

    β)

    όλα τα χρηματοπιστωτικά μέσα αναφοράς ανήκουν σε μία από τις κατωτέρω κατηγορίες:

    i)

    μέσα μεμονωμένου πιστούχου, συμπεριλαμβανομένων των πιστωτικών παραγώγων μεμονωμένου πιστούχου, για τα οποία υπάρχουν επαρκείς συνθήκες ρευστότητας στην αγορά,

    ii)

    ευρέως διαπραγματεύσιμοι δείκτες που βασίζονται στα εν λόγω μέσα αναφοράς.

    Ως επαρκείς συνθήκες ρευστότητας στην αγορά θεωρούνται οι περιπτώσεις κατά τις οποίες υπάρχουν «καλή τη πίστει» ανεξάρτητες τιμές αγοράς και πώλησης, ούτως ώστε να μπορεί εύλογα να συσχετιστεί η τρέχουσα τιμή με τις τελευταίες τιμές πώλησης ή με τις «καλή τη πίστει» τρέχουσες ανταγωνιστικές τιμές αγοράς και πώλησης εντός μιας ημέρας, και να μπορεί να διακανονιστεί η εν λόγω τιμή σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα και σύμφωνα με τη συνήθη εμπορική πρακτική.

    2.   Οι θέσεις που αφορούν σε μία από τις ακόλουθες περιπτώσεις δεν θα περιλαμβάνονται στο χαρτοφυλάκιο διαπραγμάτευσης συσχετίσεων:

    α)

    υποκείμενη αξία που είναι ικανή να υπαχθεί στην κατηγορία χρηματοδοτικού ανοίγματος «ανοίγματα λιανικής τραπεζικής» ή στην κατηγορία χρηματοδοτικού ανοίγματος «ανοίγματα εξασφαλισμένα με υποθήκες επί ακίνητης περιουσίας» δυνάμει της τυποποιημένης μεθόδου για τον πιστωτικό κίνδυνο, και η οποία δεν περιλαμβάνεται στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών ενός ιδρύματος,

    β)

    απαίτηση έναντι εταιρείας ειδικού σκοπού, εξασφαλισμένη, άμεσα ή έμμεσα, από θέση που δεν πληροί τα κριτήρια για ένταξη στο χαρτοφυλάκιο διαπραγμάτευσης συσχετίσεων σύμφωνα με την παράγραφο 1 και την παρούσα παράγραφο.

    3.   Ένα ίδρυμα μπορεί να περιλαμβάνει στο χαρτοφυλάκιο διαπραγμάτευσης συσχετίσεων θέσεις οι οποίες δεν είναι ούτε θέσεις τιτλοποίησης ούτε πιστωτικά παράγωγα νιοστού βαθμού οι οποίες όμως αντισταθμίζουν άλλες θέσεις του εν λόγω χαρτοφυλακίου, υπό την προϋπόθεση ότι υπάρχουν επαρκείς συνθήκες ρευστότητας, όπως περιγράφεται στην παράγραφο 1 τελευταίο εδάφιο, για το χρηματοπιστωτικό μέσο ή τις υποκείμενες αξίες του.

    4.   Ένα ίδρυμα ορίζει το μεγαλύτερο από τα κατωτέρω ποσά ως κεφαλαιακή απαίτηση για τον ειδικό κίνδυνο του χαρτοφυλακίου διαπραγμάτευσης συσχετίσεων:

    α)

    τη συνολική κεφαλαιακή απαίτηση για τον ειδικό κίνδυνο που θα προκύπτει μόνο από τις καθαρές θετικές θέσεις του χαρτοφυλακίου διαπραγμάτευσης συσχετίσεων,

    β)

    τη συνολική κεφαλαιακή απαίτηση για τον ειδικό κίνδυνο που θα προκύπτει από στις καθαρές αρνητικές θέσεις του χαρτοφυλακίου διαπραγμάτευσης συσχετίσεων.

    Ενότητα 2

    Γενικός κίνδυνος

    Άρθρο 339

    Υπολογισμός γενικού κινδύνου βάσει της μεθόδου της ληκτότητας

    1.   Προκειμένου να υπολογιστούν οι κεφαλαιακές απαιτήσεις έναντι του γενικού κινδύνου, όλες οι θέσεις σταθμίζονται ανάλογα με τη ληκτότητά τους όπως εξηγείται στην παράγραφο 2, προκειμένου να υπολογιστεί το ποσό των ιδίων κεφαλαίων που απαιτείται για την κάλυψή τους. Αυτή η απαίτηση μειώνεται όταν μια σταθμισμένη θέση κατέχεται παράλληλα με μια αντίθετη σταθμισμένη θέση στο ίδιο διάστημα ληκτότητας.Μείωση της κεφαλαιακής απαίτησης γίνεται επίσης όταν οι αντίθετες σταθμισμένες θέσεις ανήκουν σε διαφορετικά διαστήματα ληκτότητας, στην περίπτωση αυτή, η έκταση της επιτρεπόμενης μείωσης εξαρτάται τόσο από το εάν οι δύο θέσεις ανήκουν ή όχι στην ίδια ομάδα διαστημάτων ληκτότητας, όσο και από τα συγκεκριμένα διαστήματα ληκτότηταςστα οποία αυτές ανήκουν.

    2.   Το ίδρυμα κατατάσσει τις καθαρές θέσεις του στις κατάλληλες ζώνες ληκτότητας που αναφέρονται στη δεύτερη ή την τρίτη, κατά περίπτωση, στήλη του πίνακα 2 της παραγράφου 4. Η κατάταξη γίνεται βάσει της εναπομένουσας διάρκειας μέχρι τη λήξη στην περίπτωση των μέσων σταθερού επιτοκίου και της περιόδου έως τον επόμενο επανακαθορισμό του επιτοκίου στην περίπτωση των μέσων που έχουν μεταβλητό επιτόκιο πριν από την τελική ημερομηνία λήξης. Το ίδρυμα κάνει επίσης διάκριση μεταξύ των χρεωστικών τίτλων με απόδοση τοκομεριδίου 3 % ή μεγαλύτερη και εκείνων με απόδοση τοκομεριδίου μικρότερη από 3 %, και τα κατατάσσει, αντίστοιχα, στη δεύτερη ή την τρίτη στήλη του πίνακα 2. Στη συνέχεια καθεμία από τις θέσεις αυτές πολλαπλασιάζεται με τους συντελεστές στάθμισης που αναφέρονται στην τέταρτη στήλη του πίνακα 2 για το σχετικό διάστημα ληκτότητας.

    3.   Το ίδρυμα υπολογίζει στη συνέχεια το άθροισμα των σταθμισμένων θετικών θέσεων και το άθροισμα των σταθμισμένων αρνητικών θέσεων, για κάθε διάστημα ληκτότητας. Το ποσό των θετικών θέσεων που αντιστοιχίζονται έναντι των αρνητικών θέσεων εντός ενός δεδομένου διαστήματος ληκτότητας αντιπροσωπεύει την αντιστοιχισμένη σταθμισμένη θέση σε αυτό το διάστημα ληκτότητας ενώ η εναπομένουσα θετική ή αρνητική θέση αντιπροσωπεύει τη μη αντιστοιχισμένη σταθμισμένη θέση στο ίδιο διάστημα ληκτότητας. Υπολογίζεται στη συνέχεια το σύνολο των αντιστοιχισμένων σταθμισμένων θέσεων σε όλα τα διαστήματα ληκτότητας.

    4.   Το ίδρυμα υπολογίζει το άθροισμα των μη αντιστοιχισμένων σταθμισμένων θετικών θέσεων στα διαστήματα που περιλαμβάνονται σε καθεμία από τις ζώνες του πίνακα 2, προκειμένου να προσδιορίσει τη μη αντιστοιχισμένη σταθμισμένη θετική θέση για κάθε ζώνη. Ομοίως, τα αθροίσματα των μη αντιστοιχισμένων σταθμισμένων αρνητικών θέσεων για κάθε διάστημα μιας δεδομένης ζώνης προστίθενται προκειμένου να υπολογιστεί η μη αντιστοιχισμένη σταθμισμένη αρνητική θέση αυτής της ζώνης. Το τμήμα της μη αντιστοιχισμένης σταθμισμένης θετικής θέσης σε μια δεδομένη ζώνη το οποίο αντιστοιχίζεται έναντι της μη αντιστοιχισμένης σταθμισμένης αρνητικής θέσης στην ίδια ζώνη αντιπροσωπεύει την αντιστοιχισμένη σταθμισμένη θέση σε αυτή τη ζώνη. Το τμήμα της μη αντιστοιχισμένης σταθμισμένης θετικής θέσης ή της μη αντιστοιχισμένης σταθμισμένης αρνητικής θέσης σε μια ζώνη το οποίο δεν μπορεί να αντιστοιχιστεί κατ' αυτό τον τρόπο αντιπροσωπεύει τη μη αντιστοιχισμένη σταθμισμένη θέση για τη ζώνη αυτή.

    Πίνακας 2

    Ζώνη:

    Διαστήματα ληκτότητας

    Συντελεστής στάθμισης (%)

    Μεταβολή επιτοκίου (%)

    Απόδοση τοκομεριδίου 3 % ή μεγαλύτερη

    Απόδοση τοκομεριδίου κάτω του 3 %

    1

    0 ≤ 1 μήνα

    0 ≤ 1 μήνα

    0,00

    > 1 ≤ 3 μήνες

    > 1 ≤ 3 μήνες

    0,20

    1,00

    > 3 ≤ 6 μήνες

    > 3 ≤ 6 μήνες

    0,40

    1,00

    > 6 ≤ 12 μήνες

    > 6 ≤ 12 μήνες

    0,70

    1,00

    2

    > 1 ≤ 2 έτη

    > 1,0 ≤ 1,9 έτη

    1,25

    0,90

    > 2 ≤ 3 έτη

    > 1,9 ≤ 2,8 έτη

    1,75

    0,80

    > 3 ≤ 4 έτη

    > 2,8 ≤ 3,6 έτη

    2,25

    0,75

    3

    > 4 ≤ 5 έτη

    > 3,6 ≤ 4,3 έτη

    2,75

    0,75

    > 5 ≤ 7 έτη

    > 4,3 ≤ 5,7 έτη

    3,25

    0,70

    > 7 ≤ 10 έτη

    > 5,7 ≤ 7,3 έτη

    3,75

    0,65

    > 10 ≤ 15 έτη

    > 7,3 ≤ 9,3 έτη

    4,50

    0,60

    > 15 ≤ 20 έτη

    > 9,3 ≤ 10,6 έτη

    5,25

    0,60

    > 20 έτη

    > 10,6 ≤ 12,0 έτη

    6,00

    0,60

     

    > 12,0 ≤ 20,0 έτη

    8,00

    0,60

     

    > 20 έτη

    12,50

    0,60

    5.   Το ποσό της μη αντιστοιχισμένης σταθμισμένης θετικής ή αρνητικής θέσης στη ζώνη 1 το οποίο αντιστοιχίζεται έναντι της μη αντιστοιχισμένης σταθμισμένης αρνητικής ή θετικής θέσης στη ζώνη 2 αποτελεί την αντιστοιχισμένη σταθμισμένη θέση μεταξύ των ζωνών 1 και 2. Ο ίδιος υπολογισμός πραγματοποιείται για το εναπομένον τμήμα της μη αντιστοιχισμένης σταθμισμένης θέσης στη ζώνη 2 και τη μη αντιστοιχισμένη σταθμισμένη θέση στη ζώνη 3, προκειμένου να προσδιοριστεί η αντιστοιχισμένη σταθμισμένη θέση μεταξύ των ζωνών 2 και 3.

    6.   Το ίδρυμα μπορεί να αντιστρέφει τη σειρά των υπολογισμών της παραγράφου 5 και να υπολογίζει την αντιστοιχισμένη σταθμισμένη θέση μεταξύ των ζωνών 2 και 3 πριν από τον υπολογισμό της εν λόγω θέσης μεταξύ των ζωνών 1 και 2.

    7.   Το υπόλοιπο της μη αντιστοιχισμένης σταθμισμένης θέσης στη ζώνη 1 αντιστοιχίζεται έναντι εκείνου που εναπομένει στη ζώνη 3 μετά την αντιστοίχισή της με τη ζώνη 2, προκειμένου να προσδιοριστεί η αντιστοιχισμένη σταθμισμένη θέση μεταξύ των ζωνών 1 και 3.

    8.   Οι εναπομένουσες θέσεις, μετά τις τρεις χωριστές αντιστοιχίσεις των παραγράφων 5, 6 και 7, αθροίζονται.

    9.   Η κεφαλαιακή απαίτηση του ιδρύματος υπολογίζεται ως το άθροισμα:

    α)

    του 10 % του αθροίσματος των αντιστοιχισμένων σταθμισμένων θέσεων σε όλα τα διαστήματα προθεσμιών λήξης,

    β)

    του 40 % της αντιστοιχισμένης σταθμισμένης θέσης στη ζώνη 1,

    γ)

    του 30 % της αντιστοιχισμένης σταθμισμένης θέσης στη ζώνη 2,

    δ)

    του 30 % της αντιστοιχισμένης σταθμισμένης θέσης στη ζώνη 3,

    ε)

    του 40 % της αντιστοιχισμένης σταθμισμένης θέσης μεταξύ των ζωνών 1 και 2, και μεταξύ των ζωνών 2 και 3,

    στ)

    του 150 % της αντιστοιχισμένης σταθμισμένης θέσης μεταξύ των ζωνών 1 και 3,

    ζ)

    του 100 % των εναπομενουσών μη αντιστοιχισμένων σταθμισμένων θέσεων.

    Άρθρο 340

    Υπολογισμός γενικού κινδύνου βάσει της μεθόδου της της διάρκειας

    1.   Τα ιδρύματα μπορούν να χρησιμοποιούν μια μέθοδο για τον υπολογισμό της κεφαλαιακής απαίτησης για τον γενικό κίνδυνο χρεωστικών τίτλων η οποία στηρίζεται στη διάρκεια, αντί της μεθόδου που προβλέπεται στο άρθρο 339, εφόσον το ίδρυμα το πράττει με συνέπεια.

    2.   Στο πλαίσιο της μεθόδου βάσει της διάρκειας για την οποία γίνεται λόγος στην παράγραφο 1, το ίδρυμα λαμβάνει την αγοραία τιμή κάθε χρεωστικού τίτλου σταθερού επιτοκίου και βάσει αυτής υπολογίζει την απόδοσή του έως τη λήξη, που αποτελεί εμμέσως το προεξοφλητικό του επιτόκιο. Εάν πρόκειται για μέσα μεταβλητού επιτοκίου, η επιχείρηση λαμβάνει την αγοραία τιμή κάθε μέσου και βάσει αυτής υπολογίζει την απόδοσή του με την υπόθεση ότι το κεφάλαιο είναι πληρωτέο την επόμενη φορά που μπορεί να αλλάξει το επιτόκιο.

    3.   Το ίδρυμα υπολογίζει στη συνέχεια τον τροποποιημένο μέσο σταθμικό δείκτη διάρκειας κάθε χρεωστικού τίτλου, χρησιμοποιώντας τον ακόλουθο τύπο:

    Formula

    όπου:

    D

    =

    η διάρκεια που υπολογίζεται σύμφωνα με τον ακόλουθο τύπο:

    Formula

    όπου:

    R

    =

    η απόδοση μέχρι τη λήξη του τίτλου,

    Ct

    =

    η χρηματική πληρωμή κατά τη χρονική στιγμή t,

    M

    =

    η ολική διάρκεια έως τη λήξη.

    Το ίδρυμα πρέπει να διορθώσει στον υπολογισμό της τροποποιημένης διάρκειας για τους χρεωστικούς τίτλους που υπόκεινται σε κίνδυνο προπληρωμής. Σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, η ΕΑΤ εκδίδει κατευθυντήριες οδηγίες σχετικά με την εφαρμογή των εν λόγω διορθώσεων.

    4.   Το ίδρυμα κατατάσσει ακολούθως κάθε χρεωστικό τίτλο στην κατάλληλη ζώνη του πίνακα 3. με βάση τον τροποποιημένο μέσο σταθμικό δείκτη διάρκειας κάθε μέσου.

    Πίνακας 3

    Ζώνη:

    Τροποποιημένη διάρκεια

    (σε έτη)

    Τεκμαιρόμενη μεταβολή επιτοκίου σε %

    1

    > 0 ≤ 1,0

    1,0

    2

    > 1,0 ≤ 3,6

    0,85

    3

    > 3,6

    0,7

    5.   Το ίδρυμα υπολογίζει εν συνεχεία τη σταθμισμένη βάσει του δείκτη διαρκείας θέση κάθε μέσου, πολλαπλασιάζοντας την αγοραία αξία του με τον τροποποιημένο σταθμικό δείκτη διαρκείας του καθώς και με την τεκμαιρόμενη μεταβολή του επιτοκίου όταν πρόκειται για μέσο που έχει αυτόν το συγκεκριμένο τροποποιημένο σταθμικό δείκτη διαρκείας (βλέπε στήλη 3 του πίνακα 3).

    6.   Το ίδρυμα υπολογίζει τις σταθμισμένες βάσει του δείκτη διάρκειας θετικές και αρνητικές θέσεις του σε κάθε ζώνη. Το ποσό των θετικών θέσεων που αντιστοιχίζεται με αρνητικές θέσεις σε κάθε ζώνη αποτελεί τη σταθμισμένη βάσει του δείκτη διάρκειας αντιστοιχισμένη θέση για την εν λόγω ζώνη.

    Το ίδρυμα υπολογίζει, στη συνέχεια, την σταθμισμένη βάσει του δείκτη διάρκειας μη αντιστοιχισμένη θέση για κάθε ζώνη. Στη συνέχεια εφαρμόζει τη μέθοδο που περιγράφεται για τις μη αντιστοιχισμένες σταθμισμένες θέσεις στο άρθρο 339 παράγραφοι 5 έως 8.

    7.   Η κεφαλαιακή απαίτηση του ιδρύματος υπολογίζεται ακολούθως ως το άθροισμα των παρακάτω:

    α)

    του 2 % των σταθμισμένων βάσει του δείκτη διάρκειας αντιστοιχισμένων θέσεων σε κάθε ζώνη,

    β)

    του 40 % των σταθμισμένων βάσει του δείκτη διάρκειας θέσεων που αντιστοιχίζονται μεταξύ των ζωνών 1 και 2, και μεταξύ των ζωνών 2 και 3,

    γ)

    του 150 % των σταθμισμένων, βάσει του δείκτη διάρκειας, θέσεων που αντιστοιχίζονται μεταξύ των ζωνών 1 και 3,

    δ)

    του 100 % των σταθμισμένων βάσει του δείκτη διάρκειας μη αντιστοιχισμένων σταθμισμένων θέσεων που εναπομένουν.

    Τμήμα 3

    Μετοχές

    Άρθρο 341

    Καθαρές θέσεις σε μετοχικά προϊόντα

    1.   Το ίδρυμα αθροίζει χωριστά όλες τις καθαρές θετικές θέσεις του και όλες τις καθαρές αρνητικές θέσεις του σύμφωνα με το άρθρο 327. Το άθροισμα των απόλυτων τιμών των δύο αυτών ποσών αντιπροσωπεύει τη συνολική μεικτή του θέση.

    2.   Το ίδρυμα υπολογίζει χωριστά για κάθε αγορά τη διαφορά μεταξύ του αθροίσματος των καθαρών θετικών θέσεων, αφενός, και των καθαρών αρνητικών θέσεων, αφετέρου. Το άθροισμα των απόλυτων τιμών των εν λόγω διαφορών αντιπροσωπεύει τη συνολική καθαρή του θέση.

    3.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για τον ορισμό του όρου «αγορά» που αναφέρεται στην παράγραφο 2.

    Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή το αργότερο έως τις 31 Ιανουαρίου 2014.

    Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

    Άρθρο 342

    Ειδικός κίνδυνος μετοχικών προϊόντων

    Το ίδρυμα πολλαπλασιάζει τη συνολική μεικτή θέση του επί 8 %, προκειμένου να υπολογίσει την κεφαλαιακή απαίτηση του για την κάλυψη του ειδικού κινδύνου.

    Άρθρο 343

    Γενικός κίνδυνος μετοχικών προϊόντων

    Οι απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για την κάλυψη του γενικού κινδύνου ισούνται με τη συνολική καθαρή θέση του ιδρύματος πολλαπλασιασμένη επί 8 %.

    Άρθρο 344

    Χρηματιστηριακοί δείκτες

    1.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρουν τους χρηματιστηριακούς δείκτες για τους οποίους μπορούν να χρησιμοποιηθούν οι τρόποι αντιμετώπισης που καθορίζονται στην παράγραφο 4 δεύτερη περίοδος.

    Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή το αργότερο έως την 1η Ιανουαρίου 2014.

    Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

    2.   Πριν την έναρξη ισχύος των τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στην παράγραφο 1, τα ιδρύματα μπορούν να συνεχίσουν να εφαρμόζουν τη μέθοδο που ορίζεται στις παραγράφους 3 και 4, εφόσον οι αρμόδιες αρχές έχουν εφαρμόσει την εν λόγω μέθοδο πριν από την 1η Ιανουαρίου 2014.

    3.   Τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης επί δείκτη μετοχών, τα σταθμισμένα με το συντελεστή δέλτα ισοδύναμα δικαιωμάτων προαίρεσης σε συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης επί δείκτη μετοχών και δείκτες τιμών μετοχών, που εφεξής καλούνται συλλήβδην «συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης επί δεικτών μετοχών», μπορούν να αναλύονται σε θέσεις σε όλες τις μετοχές που τις συναποτελούν. Οι θέσεις αυτές μπορούν να αντιμετωπίζονται ως υποκείμενες θέσεις στις εν λόγω μετοχές και είναι δυνατό να συμψηφίζονται με τις αντίθετες θέσεις στις ίδιες τις υποκείμενες μετοχές. Τα ιδρύματα ενημερώνουν τις αρμόδιες αρχές ότι χρησιμοποιούν την εν λόγω αντιμετώπιση.

    4.   Εάν ένα συμβόλαιο μελλοντικής εκπλήρωσης σε δείκτη μετοχών δεν αναλύεται στις επιμέρους υποκείμενες θέσεις, το συμβόλαιο αυτό αντιμετωπίζεται ως μεμονωμένη μετοχή. Ωστόσο, ο ειδικός κίνδυνος της μεμονωμένης αυτής μετοχής μπορεί να αγνοείται εάν το εν λόγω συμβόλαιο μελλοντικής εκπλήρωσης είναι διαπραγματεύσιμο σε χρηματιστήριο και αντιπροσωπεύει συναφή κατάλληλα διαφοροποιημένο δείκτη.

    Τμήμα 4

    Αναδοχή

    Άρθρο 345

    Μείωση καθαρών θέσεων

    1.   Σε περίπτωση αναδοχής έκδοσης χρεωστικών τίτλων και μετοχών, ένα ίδρυμα μπορεί να ακολουθεί την εξής διαδικασία για να υπολογίζει τις οικείες κεφαλαιακές απαιτήσεις. Το ίδρυμα υπολογίζει πρώτα τις καθαρές θέσεις αφαιρώντας τις θέσεις αναδοχής που έχουν αναληφθεί ή υπασφαλίζονται από τρίτους βάσει επίσημης συμφωνίας. Στη συνέχεια, το ίδρυμα μειώνει ι τις καθαρές θέσεις κατά τους συντελεστές απομείωσης του πίνακα 4 και υπολογίζει τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων του χρησιμοποιώντας τις απομειωμένες θέσεις της αναδοχής έκδοσης τίτλων.

    Πίνακας 4

    εργάσιμη ημέρα 0:

    100 %

    εργάσιμη ημέρα 1:

    90 %

    εργάσιμες ημέρες 2 έως και 3:

    75 %

    εργάσιμη ημέρα 4:

    50 %

    εργάσιμη ημέρα 5:

    25 %

    μετά την εργάσιμη ημέρα 5:

    0 %.

    Σημείωση: «Εργάσιμη ημέρα 0» είναι η πρώτη εργάσιμη ημέρα κατά την οποία το ίδρυμα αναλαμβάνει την αμετάκλητη δέσμευση να δεχθεί μια δεδομένη ποσότητα τίτλων σε προσυμφωνημένη τιμή.

    2.   Τα ιδρύματα ενημερώνουν τις αρμόδιες αρχές ότι χρησιμοποιούν την παράγραφο 1.

    Τμήμα 5

    Κεφαλιακες απαιτήσεις ειδικού κινδύνου για θέσεις που αντίσταθμιζονται με πιστωτικά παράγωγα

    Άρθρο 346

    Αναγνώριση αντισταθμίσεων με πιστωτικά παράγωγα

    1.   Αναγνωρίζονται οι αντισταθμίσεις που παρέχονται από πιστωτικά παράγωγα, σύμφωνα με τις αρχές που διατυπώνονται στις παραγράφους 2 έως 6.

    2.   Τα ιδρύματα αντιμετωπίζουν τη θέση στο πιστωτικό παράγωγο ως ένα «σκέλος» και την αντισταθμισμένη θέση που έχει το ίδιο ονομαστικό ή, εφόσον συντρέχει περίπτωση, το υποθετικό ποσό, ως το άλλο «σκέλος».

    3.   Αναγνωρίζεται πλήρης προστασία όταν οι αξίες των δύο σκελών της θέσης κινούνται πάντα προς αντίθετες κατευθύνσεις και στην ίδια περίπου έκταση. Τούτο ισχύει στις ακόλουθες περιπτώσεις:

    α)

    τα δύο σκέλη αποτελούνται από μέσα με απόλυτη ομοιότητα μεταξύ τους,

    β)

    μια θετική ταμειακή θέση αντισταθμίζεται από σύμβαση ανταλλαγής ολικής απόδοσης total return swap (και αντιστρόφως) και υπάρχει απόλυτη αντιστοιχία μεταξύ του μέσου αναφοράς και των υποκείμενων ανοιγμάτων (δηλαδή της ταμειακής θέσης). Η ληκτότητα της ίδιας της σύμβασης ανταλλαγής μπορεί να διαφέρει από τη ληκτότητα του υποκείμενου ανοίγματος.

    Στις περιπτώσεις αυτές, δεν εφαρμόζεται κεφαλαιακή απαίτηση για ειδικό κίνδυνο σε οιοδήποτε σκέλος της θέσης.

    4.   Αναγνωρίζεται προστασία ύψους 80 % όταν οι αξίες των δύο σκελών της θέσης κινούνται πάντα προς αντίθετες κατευθύνσεις και εφόσον υφίσταται απόλυτη αντιστοιχία όσον αφορά το μέσο αναφοράς, τη ληκτότητα τόσο της υποχρέωσης αναφοράς όσο και του πιστωτικού παραγώγου και το νόμισμα του υποκείμενου ανοίγματος. Επιπλέον, τα βασικά στοιχεία της σύμβασης που διέπει το πιστωτικό παράγωγο δεν έχουν ως συνέπεια σημαντική απόκλιση των αυξομειώσεων της τιμής του πιστωτικού παραγώγου σε σύγκριση με τις αυξομειώσεις της τιμής της ταμειακής θέσης. Στο μέτρο που η συναλλαγή συνεπάγεται μεταβίβαση του κινδύνου, εφαρμόζεται αντιστάθμισμα ειδικού κινδύνου ύψους 80 % στο σκέλος της συναλλαγής με τη μεγαλύτερη κεφαλαιακή απαίτηση, ενώ οι απαιτήσεις ειδικού κινδύνου στο έτερο σκέλος είναι μηδενικές.

    5.   Εφαρμόζεται μερική αναγνώριση, όταν δεν συντρέχουν οι περιπτώσεις των παραγράφων 3 και 4, στις ακόλουθες περιπτώσεις:

    α)

    η θέση εμπίπτει στην παράγραφο 3 στοιχείο β), αλλά υπάρχει αναντιστοιχία μέσων μεταξύ του μέσου αναφοράς και του υποκείμενου ανοίγματος. Παρόλα αυτά, οι θέσεις πληρούν τις ακόλουθες απαιτήσεις:

    i)

    η υποχρέωση αναφοράς είναι της αυτής προτεραιότητας ή υποδεέστερης σε σύγκριση με την υποχρέωση που απορρέει από το υποκείμενο μέσο,

    ii)

    η υποχρέωση που απορρέει από το υποκείμενο μέσο και η υποχρέωση αναφοράς έχουν τον ίδιο οφειλέτη και περιλαμβάνουν νομικά εκτελεστές ρήτρες σταυροειδούς αθέτησης υποχρέωσης και σταυροειδούς πρόωρης εξόφλησης,

    β)

    η θέση εμπίπτει στην παράγραφο 3 στοιχείο α) ή την παράγραφο 4, αλλά υφίσταται αναντιστοιχία νομισμάτων ή ληκτότητας μεταξύ της πιστωτικής προστασίας και του υποκείμενου μέσου. Η εν λόγω αναντιστοιχία νομισμάτων περιλαμβάνεται στην κεφαλαιακή απαίτηση για τον κίνδυνο συναλλάγματος,

    γ)

    η θέση εμπίπτει στην παράγραφο 4, αλλά υφίσταται αναντιστοιχία μέσων μεταξύ της ταμειακής θέσης και του πιστωτικού παραγώγου. Εντούτοις, το υποκείμενο μέσο ενεργητικού συμπεριλαμβάνεται στις (παραδοτέες) υποχρεώσεις στα σχετικά με το πιστωτικό παράγωγο έγγραφα.

    Προκειμένου να εφαρμοστεί μερική αναγνώριση, αντί της του αθροίσματος των κεφαλαιακών απαιτήσεων για τον ειδικό κίνδυνο για κάθε σκέλος της συναλλαγής, ισχύει μόνο η υψηλότερη εκ των δύο απαιτήσεων.

    6.   Σε κάθε περίπτωση που δεν υπάγεται στις παραγράφους 3 έως 5, η κεφαλαιακή απαίτηση για τον ειδικό κίνδυνο υπολογίζεται χωριστά για τα δύο σκέλη των θέσεων.

    Άρθρο 347

    Αναγνώριση αντισταθμίσεων με πιστωτικά παράγωγα πρώτου και νιοστού βαθμού αθέτησης

    Στην περίπτωση πιστωτικών παραγώγων πρώτου και νιοστού βαθμού αθέτησης, η ακόλουθη αντιμετώπιση εφαρμόζεται για την αναγνώριση που παρέχεται σύμφωνα με το άρθρο 346:

    α)

    εάν ένα ίδρυμα λάβει πιστωτική προστασία για έναν αριθμό οντοτήτων αναφοράς που υπόκεινται σε πιστωτικό παράγωγο με τον όρο ότι η πρώτη αθέτηση μεταξύ των στοιχείων ενεργητικού ενεργοποιεί την πληρωμή και το πιστωτικό αυτό γεγονός λύει τη σύμβαση, το ίδρυμα μπορεί να αντισταθμίσει τον ειδικό κίνδυνο για την οντότητα αναφοράς στην οποία εφαρμόζεται η μικρότερη απαίτηση ειδικού κινδύνου μεταξύ των υποκείμενων οντοτήτων αναφοράς σύμφωνα με τον πίνακα 1 του άρθρου 336,

    β)

    εάν η νιοστή (n) αθέτηση στο σύνολο των ανοιγμάτων ενεργοποιεί την πληρωμή βάσει της πιστωτικής προστασίας, ο αγοραστής της προστασίας μπορεί να αντισταθμίσει τον ειδικό κίνδυνο μόνο εάν έχει επίσης ληφθεί προστασία για τις αθετήσεις 1 έως n-1 ή εάν έχουν ήδη επέλθει n-1 αθετήσεις. Στις περιπτώσεις αυτές, εφαρμόζεται η μέθοδος που προσδιορίζεται στο στοιχείο α) για τα πιστωτικά παράγωγα πρώτης αθέτησης, κατάλληλα τροποποιημένη για τα προϊόντα νιοστής αθέτησης.

    Τμήμα 6

    Κεφαλαιακές απαιτήσεις για ΟΣΕ

    Άρθρο 348

    Κεφαλαιακές απαιτήσεις για ΟΣΕ

    1.   Με την επιφύλαξη άλλων διατάξεων του παρόντος τμήματος, οι θέσεις σε ΟΣΕ υπόκεινται σε κεφαλαιακή απαίτηση για κίνδυνο θέσης, συμπεριλαμβανομένου του ειδικού και του γενικού κινδύνου, ύψους 32 %. Με την επιφύλαξη του άρθρου 353 από κοινού με την τροποποιημένη αντιμετώπιση του χρυσού που ορίζεται στο άρθρο 352 παράγραφος 4 και το άρθρο 367 παράγραφος 2 στοιχείο β), οι θέσεις σε ΟΣΕ υπόκεινται σε κεφαλαιακή απαίτηση για κίνδυνο θέσης (ειδικό και γενικό) και για κίνδυνο συναλλάγματος σε ποσοστό 40 %.

    2.   Με την επιφύλαξη τυχόν διαφορετικής πρόβλεψης στο άρθρο 350, δεν επιτρέπεται συμψηφισμός μεταξύ των υποκείμενων επενδύσεων ενός ΟΣΕ και άλλων θέσεων που κατέχει το ίδρυμα.

    Άρθρο 349

    Γενικά κριτήρια για τους ΟΣΕ

    Οι ΟΣΕ είναι επιλέξιμοι για τη μέθοδο που προβλέπεται στο άρθρο 350, εφόσον πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

    α)

    το ενημερωτικό δελτίο ή ισοδύναμο έγγραφο του ΟΣΕ πρέπει να περιλαμβάνει όλα τα παρακάτω:

    i)

    τις κατηγορίες στοιχείων ενεργητικού στις οποίες επιτρέπεται να επενδύει ο ΟΣΕ,

    ii)

    εάν ισχύουν επενδυτικά όρια, τα σχετικά όρια και τις μεθόδους υπολογισμού τους,

    iii)

    εάν επιτρέπεται μόχλευση, τον μέγιστο βαθμό μόχλευσης,

    iv)

    εάν επιτρέπονται συναλλαγές σε εξωχρηματιστηριακά χρηματοοικονομικά παράγωγα ή πράξεις επαναγοράς ή πράξεις δανειοδοσίας τίτλων ή δανειοληψίας τίτλων, την τακτική με την οποία περιορίζεται ο κίνδυνος αντισυμβαλλομένου που απορρέει από τις εν λόγω συναλλαγές,

    β)

    οι δραστηριότητες του ΟΣΕ αποτελούν αντικείμενο εξαμηνιαίων και ετήσιων εκθέσεων, ούτως ώστε να είναι δυνατή η εκτίμηση του ενεργητικού και του παθητικού, των εσόδων και των πράξεων που διενεργήθηκαν κατά τη χρονική περίοδο αναφοράς,

    γ)

    τα μερίδια ή μετοχές του ΟΣΕ είναι εξαγοράσιμα σε μετρητά, με χρήση των στοιχείων ενεργητικού του οργανισμού, σε καθημερινή βάση και κατόπιν αιτήσεως του κατόχου του μεριδίου,

    δ)

    οι επενδύσεις σε ΟΣΕ διαχωρίζονται από τα στοιχεία ενεργητικού του διαχειριστή του ΟΣΕ,

    ε)

    υπάρχει επαρκής εκτίμηση κινδύνου του ΟΣΕ από μέρους του ιδρύματος που πραγματοποιεί την επένδυση,

    στ)

    Η διαχείριση των ΟΣΕ γίνεται από πρόσωπα που υπόκεινται σε εποπτεία σύμφωνα με την οδηγία 2009/65/ΕΚ ή ισοδύναμης νομοθεσίας.

    Άρθρο 350

    Ειδικές μέθοδοι για τους ΟΣΕ

    1.   Όταν ένα ίδρυμα γνωρίζει σε καθημερινή βάση τις υποκείμενες επενδύσεις του ΟΣΕ, το ίδρυμα έχει την ευχέρεια να εμβαθύνει την εξέτασή του στις εν λόγω υποκείμενες επενδύσεις προκειμένου να υπολογίσει τις κεφαλαιακές απαιτήσεις για τον κίνδυνο θέσης, συμπεριλαμβανομένου του γενικού και ειδικού κινδύνου. Στο πλαίσιο της μεθόδου αυτής, οι θέσεις σε ΟΣΕ αντιμετωπίζονται ως θέσεις στις υποκείμενες επενδύσεις του εκάστοτε ΟΣΕ. Επιτρέπεται συμψηφισμός μεταξύ θέσεων στις υποκείμενες επενδύσεις του ΟΣΕ και άλλων θέσεων τις οποίες κατέχει το ίδρυμα, υπό την προϋπόθεση ότι το ίδρυμα κατέχει ικανό αριθμό μεριδίων ή μετοχών, ώστε να είναι δυνατή η εξαγορά/σύσταση σε αντάλλαγμα των υποκείμενων επενδύσεων.

    2.   Ένα ίδρυμα μπορεί να υπολογίζει τις κεφαλαιακές απαιτήσεις για τον κίνδυνο θέσης, συμπεριλαμβανομένου του γενικού και του ειδικού κινδύνου, προκειμένου για θέσεις σε ΟΣΕ, με αναγωγή σε υποθετικές θέσεις οι οποίες να αντιστοιχούν στις θέσεις που απαιτούνται για την αναπαραγωγή της σύνθεσης και των επιδόσεων ενός εξωτερικά διαμορφούμενου δείκτη ή ενός πάγιου καλαθιού μετοχών ή χρεωστικών τίτλων για το οποίο γίνεται λόγος στο στοιχείο α), εφόσον πληρούνται οι εξής προϋποθέσεις:

    α)

    ο σκοπός της εντολής του ΟΣΕ είναι η αναπαραγωγή της σύνθεσης και των επιδόσεων ενός εξωτερικά διαμορφούμενου δείκτη ή ενός πάγιου καλαθιού μετοχών ή χρεωστικών τίτλων,

    β)

    είναι δυνατό να προσδιορισθεί με σαφήνεια και για ελάχιστο χρονικό διάστημα έξι μηνών ελάχιστος συντελεστής συσχέτισης μεταξύ των καθημερινών αποδόσεων του ΟΣΕ και του δείκτη ή του καλαθιού μετοχών ή χρεωστικών τίτλων που χρησιμεύει ως σημείο αναφοράς με τιμή 0,9.

    3.   Όταν ένα ίδρυμα δεν γνωρίζει σε καθημερινή βάση τις υποκείμενες επενδύσεις του ΟΣΕ, τότε μπορεί να υπολογίζει τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο θέσης, συμπεριλαμβανομένου του γενικού και του ειδικού κινδύνου, εφόσον πληρούνται οι εξής προϋποθέσεις:

    α)

    ισχύει η παραδοχή ότι ο ΟΣΕ επενδύει καταρχάς στον μέγιστο επιτρεπόμενο βαθμό σύμφωνα με την εντολή του στις κατηγορίες στοιχείων ενεργητικού για τις οποίες ισχύει η υψηλότερη κεφαλαιακή απαίτηση για τον ειδικό και τον γενικό κίνδυνο θέσης χωριστά, ενώ στη συνέχεια εξακολουθεί να πραγματοποιεί επενδύσεις με φθίνουσα σειρά έως την επίτευξη του ανώτατου συνολικού επενδυτικού ορίου. Η θέση στον ΟΣΕ λογίζεται ως άμεση συμμετοχή στην υποθετική θέση,

    β)

    τα ιδρύματα λαμβάνουν υπόψη το μέγιστο έμμεσο άνοιγμα που θα μπορούσαν να επιτύχουν με την ανάληψη μοχλευμένων θέσεων μέσω του ΟΣΕ κατά τον υπολογισμό της κεφαλαιακής τους απαίτησης για τον ειδικό και τον γενικό κίνδυνο θέσης χωριστά, αυξάνοντας αναλόγως τη θέση στον ΟΣΕ έως την επίτευξη του ανώτατου ανοίγματος στα υποκείμενα επενδυτικά στοιχεία που προκύπτει από την εντολή,

    γ)

    εάν η κεφαλαιακή απαίτηση για τον ειδικό και τον γενικό κίνδυνο συνολικά σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο υπερβαίνει την απαίτηση που καθορίζεται στο άρθρο 348 παράγραφος 1, τότε η κεφαλαιακή ισούται με το επίπεδο αυτό και δεν λαμβάνεται υπόψη το υπερβάλλον.

    4.   Τα ιδρύματα δύνανται να καταφεύγουν στις υπηρεσίες των κατωτέρω τρίτων για τον υπολογισμό και τη γνωστοποίηση των κεφαλαιακών απαιτήσεων για τον κίνδυνο θέσης προκειμένου για θέσεις σε ΟΣΕ που εμπίπτουν στις παραγράφους 1 έως 4, σύμφωνα με τις μεθόδους που καθορίζονται στο παρόν κεφάλαιο:

    α)

    τον οργανισμό θεματοφυλακής του ΟΣΕ εφόσον ο εν λόγω ΟΣΕ επενδύει αποκλειστικά σε τίτλους και καταθέτει όλους τους τίτλους στον εν λόγω οργανισμό θεματοφυλακής,

    β)

    για τους υπόλοιπους ΟΣΕ, την εταιρεία διαχείρισης του ΟΣΕ, εφόσον η εν λόγω εταιρεία διαχείρισης πληροί τα κριτήρια που ορίζονται στο άρθρο 132 παράγραφος 3 στοιχείο α).

    Η ορθότητα του υπολογισμού επιβεβαιώνεται από εξωτερικό ελεγκτή.

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

    Κεφαλαιακές απαιτήσεις για τον κίνδυνο συναλλάγματος

    Άρθρο 351

    Ελάχιστο όριο και στάθμιση για τον κίνδυνο συναλλάγματος

    Εάν το άθροισμα της συνολικής καθαρής θέσης του ιδρύματος σε συνάλλαγμα και της συνολικής καθαρής θέσης του σε χρυσό, υπολογιζόμενης με τη μέθοδο που ορίζεται στο άρθρο 352, συμπεριλαμβανομένων και τυχόν θέσεων σε συνάλλαγμα και σε χρυσό για τις οποίες οι απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων υπολογίζονται με χρήση εσωτερικού υποδείγματος, υπερβαίνει το 2 % των συνολικών του ιδίων κεφαλαίων, το ίδρυμα υπολογίζει μια κεφαλαιακή απαίτηση για τον κίνδυνο συναλλάγματος. Η κεφαλαιακή απαίτηση για τον κίνδυνο συναλλάγματος ισούται με το άθροισμα της συνολικής καθαρής θέσης του σε συνάλλαγμα και της καθαρής θέσης του σε χρυσό στο νόμισμα που χρησιμοποιείται για την υποβολή εποπτικών αναφορών, πολλαπλασιασμένο επί 8 %.

    Άρθρο 352

    Υπολογισμός της συνολικής καθαρής θέσης σε συνάλλαγμα

    1.   Η καθαρή ανοικτή θέση του ιδρύματος σε κάθε νόμισμα (συμπεριλαμβανομένου του νομίσματος που χρησιμοποιείται για την υποβολή εποπτικών αναφορών) και σε χρυσό υπολογίζεται ως το άθροισμα των κατωτέρω στοιχείων (θετικών ή αρνητικών):

    α)

    καθαρή τρέχουσα θέση (δηλαδή όλα τα στοιχεία ενεργητικού μείον όλα τα στοιχεία παθητικού, συμπεριλαμβανομένων των δεδουλευμένων τόκων, στο σχετικό νόμισμα ή, για το χρυσό, την καθαρή τρέχουσα θέση σε χρυσό),

    β)

    καθαρή προθεσμιακή θέση, ήτοι όλα τα εισπρακτέα ποσά μείον όλα τα πληρωτέα ποσά βάσει προθεσμιακών πράξεων συναλλάγματος και χρυσού, συμπεριλαμβανομένων των συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης επί συναλλάγματος και χρυσού και του κεφαλαίου των συμφωνιών ανταλλαγής νομισμάτων που δεν έχουν συνυπολογισθεί στην τρέχουσα θέση,

    γ)

    αμετάκλητες εγγυήσεις και παρεμφερή μέσα που είναι βέβαιο ότι θα καταστούν απαιτητές και πιθανό ότι δεν θα ανακτηθούν,

    δ)

    το καθαρό Δέλτα ισοδύναμο για το σύνολο του χαρτοφυλακίου δικαιωμάτων προαίρεσης επί συναλλάγματος και χρυσού,

    ε)

    η αγοραία αξία των άλλων δικαιωμάτων προαίρεσης.

    Ο συντελεστής δέλτα για τους σκοπούς του σημείου δ) είναι εκείνος του οικείου χρηματιστηρίου. Για τα εξωχρηματιστηριακά δικαιώματα προαίρεσης ή σε περίπτωση που δεν είναι διαθέσιμος ο συντελεστής δέλτα από το οικείο χρηματιστήριο, το ίδρυμα μπορεί να υπολογίζει το ίδιο τον συντελεστή δέλτα χρησιμοποιώντας κατάλληλο υπόδειγμα, αφού λάβει άδεια από τις αρμόδιες αρχές. Η άδεια χορηγείται εάν το υπόδειγμα εκτιμά κατάλληλα το ρυθμό μεταβολής της αξίας του δικαιώματος προαίρεσης ή του τίτλου επιλογής σε σχέση με μικρές μεταβολές της αγοραίας τιμής του υποκείμενου μέσου.

    Το ίδρυμα μπορεί να περιλαμβάνει καθαρά μελλοντικά έσοδα/έξοδα μη ακόμη δεδουλευμένα αλλά ήδη πλήρως αντισταθμισμένα εάν το πράττει με συνέπεια.

    Το ίδρυμα μπορεί να διαχωρίζει τις καθαρές θέσεις σε σύνθετα νομίσματα με βάση τα συμμετέχοντα νομίσματα και σύμφωνα με τις ισχύουσες αναλογίες τους.

    2.   Οι τυχόν θέσεις που έχει αναλάβει σκοπίμως το ίδρυμα προκειμένου να αντισταθμιστεί έναντι των δυσμενών συνεπειών των συναλλαγματικών διακυμάνσεων για τον δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας του σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 1 μπορούν, με την επιφύλαξη της άδειας των αρμόδιων αρχών, να μη συνυπολογίζονται στον υπολογισμό της καθαρής ανοικτής θέσης ανά νόμισμα. Οι θέσεις αυτές πρέπει να είναι εκτός του χαρτοφυλακίου συναλλαγών και διαρθρωτικής φύσης, και κάθε μεταβολή των συνθηκών εξαίρεσής τους προϋποθέτει τη χωριστή άδεια των αρμόδιων αρχών. Η ίδια αντιμετώπιση και με τους ίδιους όρους μπορεί να εφαρμοστεί στις θέσεις που έχει ένα ίδρυμα, οι οποίες αφορούν στοιχεία που έχουν ήδη εκπέσει κατά τον υπολογισμό των ιδίων κεφαλαίων.

    3.   Ένα ίδρυμα μπορεί να χρησιμοποιεί την καθαρή τρέχουσα αξία κατά τον υπολογισμό της καθαρής ανοικτής θέσης σε κάθε νόμισμα και σε χρυσό, εφόσον το ίδρυμα εφαρμόζει την εν λόγω μέθοδο με συνέπεια.

    4.   Οι καθαρές θετικές και αρνητικές θέσεις σε κάθε νόμισμα, εκτός του νομίσματος εποπτικών αναφορών και η καθαρή θετική ή αρνητική θέση σε χρυσό μετατρέπονται στο νόμισμα υποβολής εποπτικών αναφορών βάσει των τρεχουσών συναλλαγματικών ισοτιμιών. Οι θέσεις αυτές αθροίζονται χωριστά έτσι ώστε να προκύψει, αντίστοιχα, το άθροισμα των καθαρών αρνητικών θέσεων και το άθροισμα των καθαρών θετικών θέσεων. Το μεγαλύτερο από αυτά τα δύο αθροίσματα είναι η συνολική καθαρή θέση του ιδρύματος σε συνάλλαγμα.

    5.   Τα ιδρύματα λαμβάνουν επαρκώς υπόψη στον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων άλλους κινδύνους που αφορούν τα δικαιώματα προαίρεσης, εκτός του κινδύνου συντελεστή δέλτα.

    6.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που προσδιορίζουν ένα φάσμα μεθόδων που λαμβάνουν υπόψη άλλους κινδύνους, εκτός του κινδύνου συντελεστή δέλτα, στον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων, λαμβάνοντας υπόψιν την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων των ιδρυμάτων σε δικαιώματα προαίρεσης.

    Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή το αργότερο έως τις 31 Δεκεμβρίου 2013.

    Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

    Έως ότου να τεθούν σε ισχύ τα τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να συνεχίσουν να εφαρμόζουν την ισχύουσα εθνική αντιμετώπιση, εφόσον έχουν εφαρμόσει την εν λόγω αντιμετώπιση πριν από την 31η Δεκεμβρίου 2013.

    Άρθρο 353

    Κίνδυνος συναλλάγματος των ΟΣΕ

    1.   Για τους σκοπούς του άρθρου 352, στην περίπτωση των ΟΣΕ, λαμβάνονται υπόψη οι πραγματικές θέσεις συναλλάγματος του ΟΣΕ.

    2.   Τα ιδρύματα δύνανται να βασίζονται στα στοιχεία που παρέχουν οι κατωτέρω τρίτοι για τις θέσεις συναλλάγματος στον εκάστοτε ΟΣΕ:

    α)

    στο ίδρυμα θεματοφυλακής του ΟΣΕ εφόσον ο εν λόγω ΟΣΕ επενδύει αποκλειστικά σε τίτλους και καταθέτει όλους τους τίτλους στο εν λόγω ίδρυμα θεματοφυλακής,

    β)

    για τους υπόλοιπους ΟΣΕ, η εταιρεία διαχείρισης του ΟΣΕ, εφόσον η εν λόγω εταιρεία διαχείρισης πληροί τα κριτήρια που ορίζονται στο άρθρο 132 παράγραφος 3 στοιχείο α).

    Η ορθότητα του υπολογισμού επιβεβαιώνεται από εξωτερικό ελεγκτή.

    3.   Εάν ένα ίδρυμα δεν γνωρίζει τις θέσεις συναλλάγματος σε έναν ΟΣΕ, γίνεται η υπόθεση ότι ο ΟΣΕ έχει πραγματοποιήσει επενδύσεις σε συνάλλαγμα έως το μέγιστο επιτρεπόμενο όριο βάσει της εντολής του ΟΣΕ, και τα ιδρύματα λαμβάνουν υπόψη, για τις θέσεις χαρτοφυλακίου συναλλαγών, το μέγιστο έμμεσο άνοιγμα που θα μπορούσαν να επιτύχουν με την ανάληψη μοχλευμένων θέσεων μέσω του ΟΣΕ κατά τον υπολογισμό της απαίτησης ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο τιμών συναλλάγματος. Τούτο πραγματοποιείται με κατ' αναλογία αύξηση της θέσης στον ΟΣΕ έως το μέγιστο άνοιγμα στα υποκείμενα επενδυτικά στοιχεία που προκύπτουν από την επενδυτική εντολή. Η υποθετική θέση του ΟΣΕ σε συνάλλαγμα αντιμετωπίζεται ως ξεχωριστό νόμισμα, κατά το πρότυπο της αντιμετώπισης των επενδύσεων σε χρυσό, με την προϋπόθεση της πρόσθεσης της συνολικής θετικής θέσης στη συνολική θετική ανοικτή θέση συναλλάγματος και της συνολικής αρνητικής θέσης στη συνολική αρνητική ανοικτή θέση συναλλάγματος εφόσον είναι διαθέσιμη η κατεύθυνση της επένδυσης του ΟΣΕ. Δεν επιτρέπεται συμψηφισμός μεταξύ τέτοιων θέσεων πριν από τον υπολογισμό.

    Άρθρο 354

    Στενά συσχετιζόμενα νομίσματα

    1.   Τα ιδρύματα μπορούν να παρέχουν χαμηλότερες απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων έναντι θέσεων σε συναφή στενά συσχετιζόμενα νομίσματα. Δύο νομίσματα θεωρούνται ως στενά συσχετιζόμενα μόνον όταν η πιθανότητα ζημίας —υπολογιζόμενη με βάση τα ημερήσια στοιχεία συναλλαγματικών ισοτιμιών για τα προηγούμενα τρία ή πέντε χρόνια— που θα προκύψει σε ίσες και αντίθετες θέσεις στα νομίσματα αυτά κατά τις επόμενες δέκα εργάσιμες ημέρες, ήτοι 4 % ή λιγότερο της αξίας της συγκεκριμένης αντιστοιχισμένης θέσης (αποτιμώμενης στο νόμισμα που χρησιμοποιείται για την υποβολή εποπτικών αναφορών), έχει πιθανότητα τουλάχιστον 99 %, όταν χρησιμοποιείται τριετής περίοδος παρακολούθησης, και 95 % όταν η περίοδος παρακολούθησης είναι πενταετής. Οι κεφαλαιακές απαιτήσεις έναντι της αντιστοιχισμένης θέσης σε δύο στενά συσχετιζόμενα νομίσματα είναι 4 % πολλαπλασιαζόμενο επί την αξία της αντιστοιχισμένης θέσης.

    2.   Κατά τον υπολογισμό των απαιτήσεων του παρόντος κεφαλαίου, τα ιδρύματα μπορούν να αγνοούν τις θέσεις σε νομίσματα που εμπίπτουν σε νομικά δεσμευτική διακρατική συμφωνία για τον περιορισμό της διακύμανσής τους σε σχέση με άλλα νομίσματα καλυπτόμενα από την ίδια συμφωνία. Τα ιδρύματα υπολογίζουν τις αντιστοιχισμένες θέσεις τους στα νομίσματα αυτά και τις υπάγουν σε κεφαλαιακές απαιτήσεις τουλάχιστον ίσες προς το ήμισυ της μέγιστης αποδεκτής διακύμανσης που καθορίζεται στη συγκεκριμένη διακυβερνητική συμφωνία όσον αφορά τα περί ων ο λόγος νομίσματα.

    3.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρουν τα νομίσματα για τα οποία είναι διαθέσιμη η αντιμετώπιση που προβλέπεται στην παράγραφο 1.

    Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή το αργότερο έως την 1η Ιανουαρίου 2014.

    Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

    4.   Οι κεφαλαιακές απαιτήσεις έναντι αντιστοιχισμένων θέσεων σε νομίσματα κρατών μελών που συμμετέχουν στη δεύτερη φάση της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης μπορεί να υπολογίζονται ως το 1,6 % της αξίας των αντιστοιχισμένων αυτών θέσεων.

    5.   Μόνο οι μη αντιστοιχισμένες θέσεις σε νομίσματα που αναφέρονται στο παρόν άρθρο ενσωματώνονται στη συνολική καθαρή ανοικτή θέση σύμφωνα με το άρθρο 352 παράγραφος 4.

    6.   Στις περιπτώσεις όπου τα ημερήσια στοιχεία συναλλαγματικών ισοτιμιών για τα προηγούμενα τρία ή πέντε έτη —σε ίσες και σε αντίθετες θέσεις για ένα ζευγάρι νομισμάτων κατά τις επόμενες 10 εργάσιμες ημέρες— δείχνουν ότι τα δύο νομίσματα έχουν τελείως θετική συσχέτιση και το ίδρυμα μπορεί πάντα να έχει μηδενική απόκλιση μεταξύ τιμής αγοράς και τιμής πώλησης στις αντίστοιχες διαπραγματεύσεις, το ίδρυμα μπορεί, με ρητή έγκριση από την αρμόδια αρχή του, να εφαρμόζει απαίτηση ιδίων κεφαλαίων 0 % έως το τέλος του 2017.

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

    Κεφαλαιακές απαιτήσεις για τον κίνδυνο βασικού εμπορεύματος

    Άρθρο 355

    Επιλογή μεθόδου για τον κίνδυνο βασικού εμπορεύματος

    Δυνάμει των άρθρων 356 έως 358, τα ιδρύματα υπολογίζουν την κεφαλαιακή απαίτηση για τον κίνδυνο βασικού εμπορεύματος με μία από τις μεθόδους που προβλέπονται στα άρθρα 359, 360 ή 361.

    Άρθρο 356

    Συναλλαγές σε δευτερεύοντα εμπορεύματα

    1.   Τα ιδρύματα με συναλλαγές σε δευτερεύοντα αγροτικά εμπορεύματα μπορούν να ορίσουν τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων τους για το υλικό απόθεμα εμπορευμάτων στο τέλος κάθε έτους για το επόμενο έτος, εφόσον πληρούνται όλες οι κατωτέρω προϋποθέσεις:

    α)

    ανά πάσα στιγμή κατά τη διάρκεια του έτους διακρατούν ίδια κεφάλαια για τον εν λόγω κίνδυνο, τα οποία δεν είναι χαμηλότερα από τη μέση κεφαλαιακή απαίτηση για τον σχετικό κίνδυνο, όπως εκτιμάται σε συντηρητική βάση για το προσεχές έτος,

    β)

    εκτιμούν σε συντηρητική βάση την αναμενόμενη μεταβλητότητα για το ποσό που υπολογίζεται σύμφωνα με το στοιχείο α),

    γ)

    η μέση απαίτηση κεφαλαιακή απαίτηση για τον εν λόγω κίνδυνο δεν υπερβαίνει το 5 % των ιδίων κεφαλαίων του ή το 1 εκατομμύριο EUR και, λαμβάνοντας υπόψη την εκτίμηση της μεταβλητότητας σύμφωνα με το στοιχείο β), οι αναμενόμενες μέγιστες απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων δεν υπερβαίνουν το 6,5 % των ιδίων κεφαλαίων του,

    δ)

    το ίδρυμα παρακολουθεί σε μόνιμη βάση εάν οι εκτιμήσεις που πραγματοποιούνται σύμφωνα με τα στοιχεία α) και β) αντικατοπτρίζουν ακόμα την πραγματικότητα.

    2.   Τα ιδρύματα ενημερώνουν τις αρμόδιες αρχές ότι χρησιμοποιούν την επιλογή που προβλέπεται στην παράγραφο 1.

    Άρθρο 357

    Θέσεις σε βασικά εμπορεύματα

    1.   Κάθε θέση σε βασικά εμπορεύματα ή σε παράγωγα μέσα επί βασικών εμπορευμάτων εκφράζεται σε τυποποιημένες μονάδες μέτρησης. Για κάθε βασικό εμπόρευμα, η τρέχουσα τιμή εκφράζεται στο νόμισμα υποβολής των εποπτικών αναφορών στις αρμόδιες αρχές.

    2.   Οι θέσεις σε χρυσό ή σε παράγωγα μέσα επί χρυσού θεωρούνται ότι ενέχουν κίνδυνο συναλλάγματος και αντιμετωπίζονται σύμφωνα με το κεφάλαιο 3 ή το κεφάλαιο 5, κατά περίπτωση, ως προς τον υπολογισμό του κινδύνου βασικού εμπορεύματος.

    3.   Για τους σκοπούς του άρθρου 360 παράγραφος 1, το ποσό κατά το οποίο οι θετικές θέσεις υπερβαίνουν τις αρνητικές θέσεις, ή αντίστροφα, του ιδρύματος στο ίδιο βασικό εμπόρευμα και σε πανομοιότυπα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης, δικαιώματα προαίρεσης και τίτλους επιλογής αντιπροσωπεύει την καθαρή θέση του ιδρύματος σε κάθε βασικό εμπόρευμα. Τα παράγωγα μέσα αντιμετωπίζονται, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 358, ως θέσεις στο υποκείμενο βασικό εμπόρευμα.

    4.   Για τους σκοπούς του υπολογισμού μιας θέσης σε βασικό εμπόρευμα, οι ακόλουθες θέσεις αντιμετωπίζονται ως θέσεις στο ίδιο βασικό εμπόρευμα:

    α)

    θέσεις σε διαφορετικές υποκατηγορίες βασικών εμπορευμάτων, οσάκις είναι αμοιβαίως δυνατή η παράδοση μιας υποκατηγορίας έναντι άλλης,

    β)

    θέσεις σε ομοειδή βασικά εμπορεύματα, εάν είναι στενά υποκατάστατα μεταξύ τους και εφόσον είναι δυνατόν να καταδειχθεί σαφώς ελάχιστη συσχέτιση ύψους 0,9 μεταξύ των διακυμάνσεων των τιμών στη διάρκεια ενός τουλάχιστον έτους.

    Άρθρο 358

    Συγκεκριμένα μέσα

    1.   Τα συμβόλαιο μελλοντικής εκπλήρωσης επί βασικών εμπορευμάτων και οι προθεσμιακές δεσμεύσεις αγοράς ή πώλησης μεμονωμένων βασικών εμπορευμάτων ενσωματώνονται στο σύστημα μέτρησης ως ονομαστικά ποσά εκφρασμένα στην τυποποιημένη μονάδα μέτρησης και να τους αποδίδεται διάρκεια μέχρι τη λήξη με βάση την ημερομηνία λήξης.

    2.   Οι συμφωνίες ανταλλαγής βασικών εμπορευμάτων με ένα σκέλος σε σταθερές τιμές και το άλλο σε τρέχουσες τιμές αντιμετωπίζεται ως σύνολο θέσεων ίσων προς το ονομαστικό ποσό της συμφωνίας, όπου, κατά περίπτωση, κάθε πληρωμή για την εξυπηρέτηση της συμφωνίας ανταλλαγής αποτελεί θέση που αναγράφεται στο αντίστοιχο διάστημα ληκτότητας του άρθρου 359 παράγραφος 1. Οι θέσεις είναι θετικές εάν το ίδρυμα πληρώνει σταθερές τιμές και εισπράττει κυμαινόμενες τιμές και αρνητικές εάν το ίδρυμα εισπράττει σταθερές τιμές και πληρώνει κυμαινόμενες τιμές. Οι συμφωνίες ανταλλαγής βασικών εμπορευμάτων στις οποίες τα δύο σκέλη της συναλλαγής είναι σε διαφορετικά βασικά εμπορεύματα πρέπει να κατατάσσονται στα αντίστοιχα διαστήματα ληκτότητας σύμφωνα με τη μέθοδο του πίνακα ληκτότητας.

    3.   Τα δικαιώματα προαίρεσης και οι τίτλοι επιλογής σε βασικά εμπορεύματα ή σε παράγωγα μέσα επί βασικών εμπορευμάτων αντιμετωπίζονται ως θέσεις αξίας ίσης με το ποσό του υποκείμενου μέσου του δικαιώματος προαίρεσης, πολλαπλασιασμένο επί το συντελεστή δέλτα του δικαιώματος προαίρεσης για τους σκοπούς του παρόντος κεφαλαίου. Οι θέσεις που υπολογίζονται έτσι μπορούν να συμψηφίζονται με αντίθετες θέσεις στο ίδιο υποκείμενο βασικό εμπόρευμα ή στο ίδιο παράγωγο μέσο επί βασικού εμπορεύματος. Ο συντελεστής δέλτα είναι εκείνος του οικείου χρηματιστηρίου. Για τα εξωχρηματιστηριακά δικαιώματα προαίρεσης ή σε περίπτωση που δεν είναι διαθέσιμος ο συντελεστής δέλτα από το οικείο χρηματιστήριο, το ίδρυμα μπορεί να υπολογίζει το ίδιο τον συντελεστή δέλτα χρησιμοποιώντας κατάλληλο υπόδειγμα, αφού λάβει άδεια από τις αρμόδιες αρχές. Η άδεια χορηγείται εάν το υπόδειγμα εκτιμά κατάλληλα το ρυθμό μεταβολής της αξίας του δικαιώματος προαίρεσης ή του πιστοποιητικού επιλογής σε σχέση με μικρές μεταβολές της αγοραίας τιμής του υποκείμενου μέσου.

    Τα ιδρύματα λαμβάνουν επαρκώς υπόψη στις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων άλλους κινδύνους που αφορούν τα δικαιώματα προαίρεσης, εκτός του κινδύνου συντελεστή δέλτα.

    4.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που προσδιορίζουν ένα φάσμα μεθόδων που λαμβάνουν υπόψη άλλους κινδύνους, εκτός του κινδύνου συντελεστή δέλτα, στις κεφαλαιακές απαιτήσεις, με τρόπο ανάλογο με την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων των ιδρυμάτων σε δικαιώματα προαίρεσης.

    Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή το αργότερο έως τις 31 Δεκεμβρίου 2013.

    Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

    Έως ότου να τεθούν σε ισχύ τα τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να συνεχίσουν να εφαρμόζουν την ισχύουσα εθνική αντιμετώπιση, εφόσον έχουν εφαρμόσει την εν λόγω αντιμετώπιση πριν από την 31η Δεκεμβρίου 2013.

    5.   Εάν το ίδρυμα είναι οποιοσδήποτε από τους κατωτέρω φορείς, συμπεριλαμβάνει τα σχετικά βασικά εμπορεύματα στον υπολογισμό της κεφαλαιακής απαίτησης του για κίνδυνο βασικών εμπορευμάτων:

    α)

    ο μεταβιβάζων βασικά εμπορεύματα ή εγγυημένα δικαιώματα που αφορούν τίτλο κυριότητας βασικών εμπορευμάτων σε συμφωνία επαναγοράς,

    β)

    ο δανειοδότης βασικών εμπορευμάτων σε συμφωνία δανειοδοσίας βασικών εμπορευμάτων.

    Άρθρο 359

    Μέθοδος με βάση τον πίνακα ληκτότητας

    1.   Το ίδρυμα πρέπει να χρησιμοποιεί ένα ξεχωριστό πίνακα ληκτότητας στα πλαίσια του Πίνακα 1, για κάθε βασικό εμπόρευμα. Όλες οι θέσεις στο εν λόγω βασικό εμπόρευμα κατατάσσονται στο αντίστοιχο διάστημα προθεσμιών ληκτότητας. Τα υλικά αποθέματα κατατάσσονται στο πρώτο διάστημα ληκτότητας που κυμαίνεται από 0 και έως και 1 μήνα.

    Πίνακας 1

    Ληκτότητα

    (1)

    Συντελεστής διαφοράς αντιστοιχισμένης θέσης (σε%)

    (2)

    0 ≤ 1 μήνα

    1,50

    > 1 ≤ 3 μήνες

    1,50

    > 3 ≤ 6 μήνες

    1,50

    > 6 ≤ 12 μήνες

    1,50

    > 1 ≤ 2 έτη

    1,50

    > 2 ≤ 3 έτη

    1,50

    > 3 έτη

    1,50

    2.   Οι θέσεις στο ίδιο βασικό εμπόρευμα μπορούν να συμψηφίζονται και να κατατάσσονται στο αντίστοιχο διάστημα ληκτότητας επί εκκαθαρισμένης βάσης, προκειμένου περί των εξής:

    α)

    θέσεων σε συμβάσεις λήγουσες την αυτή ημερομηνία,

    β)

    θέσεων σε συμβάσεις λήγουσες με διαφορά δεκαημέρου, εάν οι συμβάσεις αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε αγορές έχουσες καθημερινά ημερομηνίες παραδόσεως.

    3.   Στη συνέχεια το ίδρυμα υπολογίζει το άθροισμα για κάθε διάστημα ληκτότητας των θετικών θέσεων αφενός, και των αρνητικών θέσεων, αφετέρου. Το ποσό των πρώτων που αντιστοιχίζεται έναντι των δεύτερων σε κάθε διάστημα ληκτότητας είναι η αντιστοιχισμένη θέση στο διάστημα αυτό, ενώ η απομένουσα θετική ή αρνητική θέση είναι η μη αντιστοιχισμένη θέση στο ίδιο διάστημα ληκτότητας.

    4.   Το τμήμα της μη αντιστοιχισμένης θετικής θέσης σε δεδομένο διάστημα ληκτότητας που αντιστοιχίζεται έναντι της μη αντιστοιχισμένης αρνητικής θέσης, ή αντίστροφα, στο επόμενο διάστημα ληκτότητας είναι η αντιστοιχισμένη θέση μεταξύ των δύο διαστημάτων ληκτότητας. Το μέρος της μη αντιστοιχισμένης θετικής ή αρνητικής θέσης που δεν μπορεί να αντιστοιχιστεί με τον τρόπο αυτό είναι η μη αντιστοιχισμένη θέση.

    5.   Η κεφαλαιακή απαίτηση την οποία υποχρεούται να πληροί το ίδρυμα για κάθε βασικό εμπόρευμα υπολογίζεται με βάση τον σχετικό πίνακα ληκτότητας και ισούται με το άθροισμα των κατωτέρω:

    α)

    του αθροίσματος των αντιστοιχισμένων θετικών και αρνητικών θέσεων, πολλαπλασιασμένου με τον κατάλληλο συντελεστή διαφοράς αντιστοιχισμένης θέσης που αναφέρεται στη στήλη 2 του πίνακα 1 για κάθε διάστημα ληκτότητας και επί την τρέχουσα τιμή του βασικού εμπορεύματος,

    β)

    της αντιστοιχισμένης θέσης μεταξύ δύο διαστημάτων ληκτότητας για κάθε διάστημα ληκτότητας στο οποίο μεταφέρεται μια μη αντιστοιχισμένη θέση, πολλαπλασιασμένη επί 0,6 % (συντελεστής μεταφοράς) και επί την τρέχουσα τιμή του βασικού εμπορεύματος,

    γ)

    των απομενουσών μη αντιστοιχισμένων θέσεων, πολλαπλασιασμένων επί 15 % (συντελεστής μη αντιστοιχισμένης θέσης) και επί την τρέχουσα τιμή του βασικού εμπορεύματος.

    6.   Η συνολική κεφαλαιακή απαίτηση την οποία υποχρεούται να πληροί το ίδρυμα για τον κίνδυνο βασικού εμπορεύματος ισούται με το άθροισμα των κεφαλαιακών απαιτήσεων που υπολογίζεται για έκαστο βασικό εμπόρευμα σύμφωνα με την παράγραφο 5.

    Άρθρο 360

    Απλουστευμένη μέθοδος

    1.   Η κεφαλαιακή απαίτηση την οποία υποχρεούται να πληροί το ίδρυμα για κάθε βασικό εμπόρευμα ισούται με το άθροισμα των ακόλουθων στοιχείων:

    α)

    του 15 % της καθαρής θέσης, θετικής ή αρνητικής, πολλαπλασιασμένου επί την τρέχουσα τιμή του εμπορεύματος,

    β)

    του 3 % της μεικτής θέσης, θετικής θέσης συν αρνητική θέση, πολλαπλασιασμένου επί την τρέχουσα τιμή του εμπορεύματος.

    2.   Η συνολική κεφαλαιακή απαίτηση την οποία υποχρεούται να πληροί το ίδρυμα για τον κίνδυνο βασικού εμπορεύματος ισούται με το άθροισμα των κεφαλαιακών απαιτήσεων που υπολογίζεται για έκαστο βασικό εμπόρευμα σύμφωνα με την παράγραφο 1.

    Άρθρο 361

    Διευρυμένη μέθοδος με βάση τον πίνακα ληκτότητας

    Τα ιδρύματα μπορούν να χρησιμοποιούν τους ελάχιστους συντελεστές διαφοράς αντιστοιχισμένης θέσης, μεταφοράς και μη αντιστοιχισμένης θέσης που καθορίζονται στον κατωτέρω πίνακα 2, αντί εκείνων που αναφέρονται στο άρθρο 359, εφόσον τα ιδρύματα:

    α)

    διενεργούν σημαντικές συναλλαγές σε βασικά εμπορεύματα,

    β)

    διαθέτουν επαρκώς διαφοροποιημένο χαρτοφυλάκιο βασικών εμπορευμάτων,

    γ)

    δεν είναι ακόμη σε θέση να χρησιμοποιήσουν εσωτερικά υποδείγματα για τον υπολογισμό της κεφαλαιακής απαίτησης για τον κίνδυνο βασικού εμπορεύματος.

    Πίνακας 2

     

    Πολύτιμα μέταλλα

    (εκτός χρυσού)

    Βασικά μέταλλα

    Γεωργικά προϊόντα

    Άλλα συμπεριλαμβανομένων και ενεργειακών προϊόντων

    Συντελεστής διαφοράς αντιστοιχισμένης θέσης (%)

    1,0

    1,2

    1,5

    1,5

    Συντελεστής μεταφοράς (%)

    0,3

    0,5

    0,6

    0,6

    Συντελεστής μη αντιστοιχισμένης θέσης (%)

    8

    10

    12

    15

    Τα ιδρύματα ενημερώνουν τις αρμόδιες αρχές ότι χρησιμοποιούν το παρόν άρθρο και αναφέρουν αποδείξεις των προσπαθειών τους να αναπτύξουν ένα εσωτερικό υπόδειγμα για τους σκοπούς του υπολογισμού της κεφαλαιακής απαίτησης για τον κίνδυνο βασικού εμπορεύματος.

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5

    Χρήση εσωτερικών υποδειγμάτων για τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων

    Τμήμα 1

    Άδεια και κεφαλαιακές απαιτήσεις

    Άρθρο 362

    Ειδικοί και γενικοί κίνδυνοι

    Ο κίνδυνος θέσης για διαπραγματεύσιμο χρεωστικό τίτλο ή μετοχή ή ένα παράγωγο μετοχής ή χρεωστικού τίτλου διαιρείται σε δύο συνιστώσες για τους σκοπούς του παρόντος κεφαλαίου. Η πρώτη συνιστώσα αφορά τον ειδικό κίνδυνο που ενέχει η θέση και καλύπτει τον κίνδυνο μεταβολής της τιμής του σχετικού μέσου λόγω της επίδρασης παραγόντων που σχετίζονται με τον εκδότη του ή, στην περίπτωση παράγωγου μέσου, με τον εκδότη του υποκείμενου μέσου. Η συνιστώσα που αφορά τον γενικό κίνδυνο της θέσης καλύπτει τον κίνδυνο μεταβολής της τιμής του σχετικού μέσου λόγω μεταβολής του επιπέδου των επιτοκίων στην περίπτωση διαπραγματεύσιμου χρεωστικού τίτλου ή παράγωγου μέσου χρεωστικού τίτλου ή λόγω ευρείας μεταβολής στην αγορά μετοχών που δεν σχετίζεται με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά μεμονωμένων τίτλων στην περίπτωση μετοχής ή παράγωγου μέσου που βασίζεται σε μετοχή.

    Άρθρο 363

    Άδεια χρήσης εσωτερικών υποδειγμάτων

    1.   Αφού επαληθεύσουν τη συμμόρφωση του ιδρύματος με τις απαιτήσεις των τμημάτων 2, 3 και 4 κατά περίπτωση, οι αρμόδιες αρχές χορηγούν στα ιδρύματα την άδεια υπολογισμού των κεφαλαιακών απαιτήσεων τους για μία ή περισσότερες από τις κατωτέρω κατηγορίες κινδύνου χρησιμοποιώντας τα εσωτερικά υποδείγματά τους αντί για ή σε συνδυασμό με τις μεθόδους των κεφαλαίων 2 έως 4:

    α)

    γενικός κίνδυνος μετοχών,

    β)

    ειδικός κίνδυνος μετοχών,

    γ)

    γενικός κίνδυνος χρεωστικών τίτλων,

    δ)

    ειδικός κίνδυνος χρεωστικών τίτλων,

    ε)

    κίνδυνος συναλλάγματος,

    στ)

    κίνδυνος βασικού εμπορεύματος.

    2.   Για κατηγορίες κινδύνου για τις οποίες το ίδρυμα δεν έχει λάβει την άδεια να χρησιμοποιεί τα εσωτερικά υποδείγματά του όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1, εξακολουθεί να υπολογίζει τις κεφαλαιακές απαιτήσεις του σύμφωνα με τα κεφάλαια 2, 3 και 4 κατά περίπτωση. Η άδεια των αρμόδιων αρχών για τη χρήση εσωτερικών υποδειγμάτων απαιτείται για κάθε κατηγορία κινδύνου και χορηγείται μόνο εάν το εσωτερικού υπόδειγμα καλύπτει σημαντικό τμήμα των θέσεων ορισμένης κατηγορίας κινδύνου.

    3.   Για ουσιώδεις αλλαγές στη χρήση των εσωτερικών υποδειγμάτων για τα οποία το ίδρυμα έχει λάβει άδεια να χρησιμοποιεί, για την επέκταση της χρήσης των εσωτερικών υποδειγμάτων για τα οποία το ίδρυμα έχει λάβει άδεια να χρησιμοποιεί, και συγκεκριμένα για πρόσθετες κατηγορίες κινδύνου, καθώς και για τον αρχικό υπολογισμό της δυνητικής ζημίας ακραίων συνθηκών σύμφωνα με το άρθρο 365 παράγραφος 2, απαιτείται χωριστή άδεια από την αρμόδια αρχή.

    Τα ιδρύματα κοινοποιούν στις αρμόδιες αρχές για όλες τις άλλες επεκτάσεις και μεταβολές της χρήσης των εσωτερικών υποδειγμάτων για τα οποία το ίδρυμα έχει λάβει άδεια να χρησιμοποιεί.

    4.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να διευκρινίσει τα εξής:

    α)

    τους όρους αξιολόγησης του ουσιώδους χαρακτήρα των επεκτάσεων και μεταβολών της χρήσης των εσωτερικών υποδειγμάτων,

    β)

    τη μέθοδο αξιολόγησης βάσει της οποίας οι αρμόδιες αρχές επιτρέπουν στα ιδρύματα τη χρήση εσωτερικών υποδειγμάτων,

    γ)

    τους όρους υπό τους οποίους το τμήμα των θέσεων που καλύπτεται από το εσωτερικό υπόδειγμα εντός μιας κατηγορίας κινδύνου θεωρείται σημαντικό σύμφωνα με την παράγραφο 2.

    Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή το αργότερο έως τις 31 Δεκεμβρίου 2014.

    Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

    Άρθρο 364

    Κεφαλαιακές απαιτήσεις κατά τη χρήση εσωτερικών υποδειγμάτων

    1.   Κάθε ίδρυμα που χρησιμοποιεί εσωτερικό υπόδειγμα, εκτός από τις κεφαλαιακές απαιτήσεις που υπολογίζονται σύμφωνα με τα κεφάλαια 2, 3 και 4 για τις κατηγορίες κινδύνου για τις οποίες το ίδρυμα δεν έχει λάβει άδεια να χρησιμοποιεί εσωτερικό υπόδειγμα, πληροί κεφαλαιακή απαίτηση η οποία εκφράζεται ως το άθροισμα των στοιχείων α) και β):

    α)

    του υψηλότερου από τα κατωτέρω ποσά:

    i)

    της δυνητικής ζημίας της προηγούμενης ημέρας, όπως υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 365 παράγραφος 1 (VaRt-1),

    ii)

    του μέσου όρου των ημερήσιων υπολογισμών της δυνητικής ζημίας σύμφωνα με το άρθρο 365 παράγραφος 1 σε καθεμία από τις προηγούμενες εξήντα εργάσιμες ημέρες (VaRavg), πολλαπλασιαζόμενου με τον πολλαπλασιαστικό συντελεστή (mc) σύμφωνα με το άρθρο 366,

    β)

    του υψηλότερου από τα κατωτέρω ποσά:

    i)

    της τελευταίας διαθέσιμης μέτρησης δυνητικής ζημίας υπό ακραίες συνθήκες, όπως υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 365 παράγραφος 2 (sVaRt-1), και

    ii)

    του μέσου όρου της δυνητικής ζημίας υπό ακραίες συνθήκες όπως υπολογίζεται με τον τρόπο και τη συχνότητα που προσδιορίζονται στο άρθρο 365 παράγραφος 2 κατά τη διάρκεια των προηγούμενων εξήντα εργάσιμων ημερών (sVaRavg), επί τον πολλαπλασιαστικό συντελεστή (ms) σύμφωνα με το άρθρο 366.

    2.   Τα ιδρύματα που χρησιμοποιούν εσωτερικό υπόδειγμα για τον υπολογισμό της κεφαλαιακής απαίτησης για τον ειδικό κίνδυνο χρεωστικών τίτλων πληρούν συμπληρωματική απαίτηση ιδίων κεφαλαίων η οποία εκφράζεται ως το άθροισμα των κατωτέρω στοιχείων α) και β):

    α)

    της κεφαλαιακής απαίτησης όπως υπολογίζεται σύμφωνα με τα άρθρα 337 και 338 για τον ειδικό κίνδυνο των θέσεων τιτλοποίησης και των πιστωτικών παραγώγων νιοστού βαθμού αθέτησης στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών, εξαιρουμένων όσων ενσωματώνονται στην κεφαλαιακή απαίτηση για τον ειδικό κίνδυνο του χαρτοφυλακίου διαπραγμάτευσης συσχετίσεων σύμφωνα με το τμήμα 5 και, εφόσον συντρέχει περίπτωση, της κεφαλαιακής απαίτησης για τον ειδικό κίνδυνο σύμφωνα με το κεφάλαιο 2 τμήμα 6, για τις θέσεις σε ΟΣΕ για τις οποίες δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 350 παράγραφος 1 ούτε του άρθρου 350 παράγραφος 2,

    β)

    του υψηλότερου εκ των δύο ακόλουθων ποσών:

    i)

    της πιο πρόσφατης μέτρησηςγια τους επιπρόσθετους κινδύνους αθέτησης υποχρεώσεων και μεταβολής της πιστοληπτικής αξιολόγισης όπως υπολογίζεται σύμφωνα με το τμήμα 3,

    ii)

    του μέσου όρου των ανωτέρω μετρήσεων για τις προηγούμενες 12 εβδομάδες.

    3.   Τα ιδρύματα που διαθέτουν χαρτοφυλάκιο διαπραγμάτευσης συσχετίσεων που πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 338 παράγραφοι 1 έως 3 μπορούν να πληρούν κεφαλαιακή απαίτηση βάσει του άρθρου 377 αντί του άρθρου 338 παράγραφος 4, η οποία υπολογίζεται ως το υψηλότερο από τα ακόλουθα:

    α)

    της πιο πρόσφατης μέτρησης για τον κίνδυνο για το χαρτοφυλάκιο διαπραγμάτευσης συσχετίσεων όπως υπολογίζεται σύμφωνα με το τμήμα 5,

    β)

    τον μέσο όρο της ανωτέρω μέτρησης για τις προηγούμενες 12 εβδομάδες,

    γ)

    το 8 % της κεφαλαιακής απαίτησης που κατά τον υπολογισμό της πιο πρόσφατης μέτρησης που αναφέρεται στο σημείο α) και θα υπολογιζόταν σύμφωνα με το άρθρο 338 παράγραφος 4 για όλες τις θέσεις που ενσωματώνονται στο εσωτερικό υπόδειγμα για το χαρτοφυλάκιο διαπραγμάτευσης συσχετίσεων.

    Τμήμα 2

    Γενικές απαιτήσεις

    Άρθρο 365

    Υπολογισμός δυνητικής ζημίας και δυνητικής ζημίας ακραίων συνθηκών

    1.   Ο υπολογισμός της δυνητικής ζημίας που αναφέρεται στο άρθρο 364 πρέπει να πληροί τις ακόλουθες απαιτήσεις:

    α)

    καθημερινός υπολογισμός της δυνητικής ζημίας,

    β)

    μονοκατάληκτο διάστημα εμπιστοσύνης 99 %,

    γ)

    περίοδος διακράτησης δέκα ημερών,

    δ)

    πραγματική ιστορική περίοδος παρατήρησης ενός έτους τουλάχιστον, εκτός εάν δικαιολογείται μικρότερη περίοδος παρατήρησης λόγω σημαντικής αύξησης της διακύμανσης των τιμών,

    ε)

    τουλάχιστον μηνιαία επικαιροποίηση των δεδομένων.

    Το ίδρυμα μπορεί να χρησιμοποιεί στοιχεία δυνητικής ζημίας υπολογισμένα με βάση περιόδους διακράτησης μικρότερες από 10 ημέρες τα οποία ανάγει στις 10 ημέρες με κατάλληλη μεθοδολογία που επανεξετάζεται περιοδικά.

    2.   Επιπλέον, το ίδρυμα υπολογίζει τη «δυνητική ζημία ακραίων συνθηκών» του τρέχοντος χαρτοφυλακίου τουλάχιστον μία φορά την εβδομάδα, σύμφωνα με τις απαιτήσεις που ορίζονται στην πρώτη παράγραφο. Για τον υπολογισμό της «δυνητικής ζημιάς ακραίων συνθηκών» η βαθμονόμηση των παραμέτρων του υποδείγματος δυνητικής ζημίας γίνεται σύμφωνα με ιστορικά δεδομένα από μια συνεχή δωδεκάμηνη περίοδο σημαντικών ακραίων χρηματοοικονομικών συνθηκών συναφών προς το χαρτοφυλάκιο του ιδρύματος. Η επιλογή των εν λόγω ιστορικών δεδομένων υπόκειται σε τουλάχιστον ετήσια επανεξέταση από το ίδρυμα, το οποίο κοινοποιεί το αποτέλεσμα στις αρμόδιες αρχές. Η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών παρακολουθεί το φάσμα των πρακτικών υπολογισμού της δυνητικής ζημίας ακραίων συνθηκών και εκδίδει κατευθυντήριες οδηγίες σχετικά με τις εν λόγω πρακτικές, σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

    Άρθρο 366

    Κανονιστικοί δοκιμαστικοί εκ των υστέρων έλεγχοι και πολλαπλασιαστικοί συντελεστές

    1.   Στα αποτελέσματα των υπολογισμών που αναφέρονται στο άρθρο 365 εφαρμόζονται οι πολλαπλασιαστικοί συντελεστές (mc) και (ms).

    2.   Ο καθένας από τους πολλαπλασιαστικούς συντελεστές (mc) και (ms) αποτελεί το άθροισμα τουλάχιστον ίσον με 3 και ενός πρόσθετου συντελεστή που λαμβάνει τιμές από 0 εώς και 1 σύμφωνα με τον πίνακα 1. Ο προσθετέος αυτός συντελεστής στηρίζεται στον αριθμό των υπερβάσεων κατά τις αμέσως προηγούμενες 250 εργάσιμες ημέρες, όπως προκύπτει από τον εκ των υστέρων δοκιμαστικό έλεγχο της δυνητικής ζημιάς του ιδρύματος όπως ορίζεται στο άρθρο 365 παράγραφος 1.

    Πίνακας 1

    Αριθμός υπερβάσεων

    Πρόσθετος συντελεστής

    Λιγότερες από 5

    0,00

    5

    0,40

    6

    0,50

    7

    0,65

    8

    0,75

    9

    0,85

    10 ή περισσότερες

    1,00

    3.   Τα ιδρύματα υπολογίζουν τις καθημερινές υπερβάσεις βάσει του εκ των υστέρων δοκιμαστικού ελέγχου επί πραγματικών και υποθετικών μεταβολών της αξίας του χαρτοφυλακίου. Υπέρβαση είναι η εντός μιας ημέρας μεταβολή της αξίας του χαρτοφυλακίου που υπερβαίνει την σχετική ημερήσια δυνητική ζημία που προκύπτει από το εσωτερικό υπόδειγμα του ιδρύματος. Για τον καθορισμό του πρόσθετου συντελεστή, καταγράφεται ο συνολικός αριθμός των υπερβάσεων τουλάχιστον ανά τρίμηνο και ισούται με τον μεγαλύτερο αριθμό υπερβάσεων που προκύπτει από τις υποθετικές και πραγματικές μεταβολές της αξίας του χαρτοφυλακίου.

    Ο δοκιμαστικός εκ των υστέρων έλεγχος των υποθετικών μεταβολών της αξίας του χαρτοφυλακίου γίνεται συγκρίνοντας την αξία του χαρτοφυλακίου κατά το πέρας της ημέρας και της αξίας του κατά το πέρας της επομένης, με την υπόθεση ότι οι θέσεις παραμένουν αμετάβλητες.

    Ο δοκιμαστικός εκ των υστέρων έλεγχος των πραγματικών μεταβολών της αξίας του χαρτοφυλακίου γίνεται συγκρίνοντας την αξίαν του χαρτοφυλακίου κατά το πέρας της ημέρας και της πραγματικής αξίας του κατά το πέρας της επομένης, εξαιρουμένων των αμοιβών για προμήθειες και καθαρών τόκων.

    4.   Οι αρμόδιες αρχές μπορούν, σε μεμονωμένες περιπτώσεις, να περιορίσουν τον εν λόγω πρόσθετο συντελεστή σε αυτόν που προκύπτει από υπερβάσεις υποθετικών μεταβολών, εφόσον ο αριθμός των υπερβάσεων των πραγματικών μεταβολών δεν προκύπτει από ελλείψεις στο εσωτερικό υπόδειγμα.

    5.   Για να μπορούν οι αρμόδιες αρχές να παρακολουθούν συνεχώς την καταλληλότητα των πολλαπλασιαστικών συντελεστών σε τακτική βάση, τα ιδρύματα τους κοινοποιούν πάραυτα και οπωσδήποτε εντός πέντε εργάσιμων ημερών τις υπερβάσεις οι οποίες διαπιστώνονται κατά την εφαρμογή του προγράμματος ημερήσιου δοκιμαστικού εκ των υστέρων ελέγχου.

    Άρθρο 367

    Απαιτήσεις σχετικά με τη μέτρηση του κινδύνου

    1.   Κάθε εσωτερικό υπόδειγμα που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων για τον κίνδυνο θέσης, τον κίνδυνο συναλλάγματος, τον κίνδυνο βασικού εμπορεύματος καθώς και κάθε εσωτερικό υπόδειγμα για το χαρτοφυλάκιο διαπραγμάτευσης συσχετίσεων πληρεί όλες τις κατωτέρω απαιτήσεις:

    α)

    το υπόδειγμα αποτυπώνει επακριβώς όλους τους σημαντικούς κινδύνους τιμών,

    β)

    το υπόδειγμα αποτυπώνει επαρκή αριθμό παραγόντων κινδύνου, ανάλογα με το επίπεδο της δραστηριότητας του ιδρύματος στις αντίστοιχες αγορές. Εάν ένας παράγοντας κινδύνου ενσωματώνεται στο υπόδειγμα τιμολόγησης του ιδρύματος αλλά όχι στο υπόδειγμα μέτρησης κινδύνων, το ίδρυμα είναι σε θέση να αιτιολογεί την παράλειψη αυτή κατά τρόπο ικανοποιητικό για την αρμόδια αρχή. Το υπόδειγμα μέτρησης κινδύνων ενσωματώνει τη μη γραμμικότητα για τα δικαιώματα προαίρεσης και άλλα προϊόντα καθώς και τον κίνδυνο συσχέτισης και τον κίνδυνο βάσης. Όταν χρησιμοποιούνται προσεγγιστικά δεδομένα για παράγοντες κινδύνου, πρέπει να αποδεικνύουν την αξιοπιστία τους σε σχέση με την πραγματική θέση που κατέχεται.

    2.   Κάθε εσωτερικό υπόδειγμα που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων για τον κίνδυνο θέσης, τον κίνδυνο συναλλάγματος ή τον κίνδυνο βασικού εμπορεύματος πρέπει να πληροί όλες τις κατωτέρω απαιτήσεις:

    α)

    το υπόδειγμα περιλαμβάνει ένα σύνολο παραγόντων κινδύνου που να αντιστοιχούν στον κίνδυνο επιτοκίου για κάθε ένα από τα νομίσματα στα οποία το ίδρυμα έχει εντός ή εκτός ισολογισμού θέσεις ευαίσθητες στα επιτόκια. Το ίδρυμα διαμορφώνει τις καμπύλες απόδοσης σύμφωνα με μία από τις γενικά αποδεκτές μεθόδους. Για τις θέσεις που ενέχουν ουσιώδη κίνδυνο επιτοκίου στα κυριότερα νομίσματα και στις κυριότερες αγορές, η καμπύλη απόδοσης διαιρείται σε τουλάχιστον έξι διαστήματα ληκτότητας, ώστε να αποτυπώνονται οι διακυμάνσεις της μεταβλητότητας σε όλα τα σημεία της καμπύλης. Το υπόδειγμα αποτυπώνει επίσης τον κίνδυνο ατελώς συσχετισμένων κινήσεων μεταξύ διαφορετικών καμπυλών απόδοσης,

    β)

    το υπόδειγμα ενσωματώνει παράγοντες κινδύνου για το χρυσό και για κάθε μεμονωμένο νόμισμα στο οποίο είναι εκφρασμένες οι θέσεις του ιδρύματος. Στην περίπτωση των ΟΣΕ, λαμβάνονται υπόψη οι πραγματικές θέσεις συναλλάγματος του εκάστοτε ΟΣΕ. Τα ιδρύματα δύνανται να βασίζονται στα στοιχεία που παρέχουν τρίτοι για τις θέσεις συναλλάγματος στον εκάστοτε ΟΣΕ, υπό την προϋπόθεση ότι διασφαλίζεται επαρκώς η ορθότητα των εν λόγω στοιχείων. Εάν ένα ίδρυμα δεν γνωρίζει τις θέσεις συναλλάγματος σε έναν ΟΣΕ, η θέση αυτή διαχωρίζεται και να αντιμετωπιστεί σύμφωνα με το άρθρο 353 παράγραφος 3,

    γ)

    το υπόδειγμα χρησιμοποιεί χωριστό παράγοντα κινδύνου, τουλάχιστον για καθεμία από τις αγορές μετοχών στην οποία το ίδρυμα κατέχει ουσιαστικές θέσεις,

    δ)

    το υπόδειγμα χρησιμοποιεί χωριστό παράγοντα κινδύνου, τουλάχιστον για καθένα από τα βασικά εμπορεύματα στα οποία το ίδρυμα κατέχει ουσιαστικές θέσεις. Το υπόδειγμα αποτυπώνει επίσης τον κίνδυνο ατελώς συσχετισμένων κινήσεων μεταξύ παρεμφερών αλλά όχι πανομοιότυπων βασικών εμπορευμάτων, καθώς και τον κίνδυνο που σχετίζεται με μεταβολές στις προθεσμιακές τιμές λόγω μη αντιστοιχισμένων λήξεων. Λαμβάνει επίσης υπόψη τα χαρακτηριστικά της αγοράς, ιδίως τις ημερομηνίες παράδοσης και τα περιθώρια των διαπραγματευτών να κλείσουν τις θέσεις,

    ε)

    το εσωτερικό υπόδειγμα του ιδρύματος εκτιμά συντηρητικά, βάσει ρεαλιστικών σεναρίων αγοράς, τον κίνδυνο από θέσεις με χαμηλότερη ρευστότητα και με περιορισμένη διαφάνεια τιμών. Επιπλέον, το εσωτερικό υπόδειγμα πληροί τα ελάχιστα πρότυπα για τα δεδομένα. Τα προσεγγιστικά δεδομένα εκτιμώνται συντηρητικά και χρησιμοποιούνται μόνο όταν τα διαθέσιμα δεδομένα δεν είναι επαρκή ή δεν αντικατοπτρίζουν την πραγματική μεταβλητότητα μιας θέσης ή ενός χαρτοφυλακίου.

    3.   Τα ιδρύματα μπορούν, σε οποιοδήποτε εσωτερικό υπόδειγμα που χρησιμοποιείται για τους σκοπούς του παρόντος κεφαλαίου, να χρησιμοποιούν εμπειρικές συσχετίσεις στο εσωτερικό και μεταξύ των κατηγοριών κινδύνου μόνο εάν η μέθοδος που χρησιμοποιεί το ίδρυμα για να μετρήσει αυτές τις συσχετίσεις είναι άρτια και εφαρμόζεται με ακεραιότητα.

    Άρθρο 368

    Ποιοτικές απαιτήσεις

    1.   Κάθε εσωτερικό υπόδειγμα που χρησιμοποιείται για τους σκοπούς του παρόντος κεφαλαίου πρέπει να είναι εννοιολογικά άρτιο και να εφαρμόζεται με ακεραιότητα και, συγκεκριμένα, πρέπει να πληρούνται όλες οι κατωτέρω ποσοτικές απαιτήσεις:

    α)

    κάθε εσωτερικό υπόδειγμα που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό κεφαλαιακών απαιτήσεων για τον κίνδυνο θέσης, τον κίνδυνο συναλλάγματος ή τον κίνδυνο βασικού εμπορεύματος είναι στενά ενταγμένο στη διαδικασία καθημερινής διαχείρισης κινδύνων του ιδρύματος και χρησιμοποιείται ως βάση για την αναφορά των αναλαμβανόμενων κινδύνων στα ανώτερα διευθυντικά στελέχη του,

    β)

    το ίδρυμα διαθέτει τμήμα ελέγχου κινδύνων, το οποίο είναι ανεξάρτητο από τα τμήματα διαπραγμάτευσης και αναφέρεται απευθείας στα ανώτερα διοικητικά στελέχη. Το εν λόγω τμήμα είναι αρμόδιο για τον σχεδιασμό και την υλοποίηση κάθε εσωτερικού υποδείγματος που χρησιμοποιείται για τους σκοπούς του παρόντος κεφαλαίου. Το τμήμα πραγματοποιεί επίσης την αρχική και την περιοδική επικύρωση του εσωτερικού υποδείγματος που χρησιμοποιείται για τους σκοπούς του παρόντος κεφαλαίου, καθώς είναι υπεύθυνο για το συνολικό σύστημα διαχείρισης κινδύνων. Επίσης το τμήμα συντάσσει και αναλύει τις καθημερινές εκθέσεις για τα αποτελέσματα του εσωτερικού υποδείγματος που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων για τον κίνδυνο θέσης, τον κίνδυνο συναλλάγματος και τον κίνδυνο βασικού εμπορεύματος και για τα κατάλληλα μέτρα που πρέπει να ληφθούν για την τήρηση των ορίων διαπραγμάτευσης,

    γ)

    το διοικητικό όργανο και τα ανώτερα διοικητικά στελέχη του ιδρύματος συμμετέχουν ενεργώς στη διαδικασία ελέγχου των κινδύνων και οι καθημερινές εκθέσεις του τμήματος ελέγχου κινδύνων εξετάζονται σε διοικητικό επίπεδο που διαθέτει επαρκή εξουσία για να επιβάλλει μειώσεις τόσο στις θέσεις που λαμβάνουν μεμονωμένα οι διαπραγματευτές όσο και στο ύψος του συνολικού ανοίγματος κινδύνου του ιδρύματος,

    δ)

    το ίδρυμα διαθέτει επαρκές προσωπικό ικανό να χρησιμοποιεί πολύπλοκα εσωτερικά υποδείγματα στους τομείς της διαπραγμάτευσης, του ελέγχου κινδύνων, του εσωτερικού ελέγχου και της υποστήριξης και διαχείρισης συναλλαγών, συμπεριλαμβανομένων όσων χρησιμοποιούνται για τους σκοπούς του παρόντος κεφαλαίου,

    ε)

    το ίδρυμα διαθέτει θεσμοθετημένες διαδικασίες για την παρακολούθηση και τη διασφάλιση της συμμόρφωσης με τις γραπτώς τεκμηριωμένες εσωτερικές πολιτικές και διαδικασίες ελέγχου που σχετίζονται με τη συνολική λειτουργία των εσωτερικών υποδειγμάτων του, συμπεριλαμβανομένων όσων χρησιμοποιούνται για τους σκοπούς του παρόντος κεφαλαίου,

    στ)

    κάθε εσωτερικό υπόδειγμα που χρησιμοποιείται για τους σκοπούς του παρόντος κεφαλαίου έχει αποδεδειγμένο ιστορικό για την εύλογη ακρίβεια της μέτρησης των κινδύνων,

    ζ)

    το ίδρυμα εφαρμόζει τακτικά αυστηρό πρόγραμμα ασκήσεων προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων, συμπεριλαμβανομένων και αντίστροφων ασκήσεων προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων για κάθε εσωτερικό υπόδειγμα που χρησιμοποιείται για τους σκοπούς αυτού του κεφαλαίου, τα αποτελέσματα του οποίου εξετάζονται από τα ανώτερα διευθυντικά στελέχη και λαμβάνονται υπόψη στις πολιτικές και τα όρια που αυτά καθορίζουν. Οι ασκήσεις αυτές προσομοιώσης ενσωματώνουν ιδίως την έλλειψη ρευστότητας στις αγορές υπό ακραίες συνθήκες, τον κίνδυνο συγκέντρωσης, τις αγορές μιας κατεύθυνσης, τους κινδύνους γεγονότος ή αθέτησης (jump-to-default), τη μη γραμμικότητα των προϊόντων, τις θέσεις που βρίσκονται εκτός της ισοδύναμης χρηματικής τους αξίας (deep out of the money positions), τις θέσεις που υπόκεινται σε αποκλίσεις τιμών και άλλους κινδύνους που ενδέχεται να μη αποτυπώνονται κατάλληλα στα εσωτερικά υποδείγματα. Τα σενάρια που χρησιμοποιούνται για το σκοπό αυτό αντικατοπτρίζουν τη φύση των χαρτοφυλακίων και τον χρόνο που θα ήταν αναγκαίος για την αντιστάθμιση ή τη διαχείριση των κινδύνων υπό ακραίες συνθήκες αγοράς,

    η)

    το ίδρυμα διεξάγει, ως μέρος της τακτικής διαδικασίας εσωτερικών του ελέγχων, ανεξάρτητη επανεξέταση των εσωτερικών υποδειγμάτων του, συμπεριλαμβανομένων όσων χρησιμοποιούνται για τους σκοπούς του παρόντος κεφαλαίου.

    2.   Η ανάλυση που προβλέπεται στην παράγραφο 1 στοιχείο η) αφορά τόσο τις δραστηριότητες των τμημάτων διαπραγμάτευσης όσο και εκείνες της ανεξάρτητης μονάδας ελέγχου κινδύνων. Τουλάχιστον μία φορά κάθε χρόνο, το ίδρυμα προβαίνει σε επανεξέταση της συνολικής διαδικασίας διαχείρισης κινδύνων. Στην επανεξέταση λαμβάνοται υπόψη τα εξής:

    α)

    η πληρότητα της τεκμηρίωσης όσον αφορά το σύστημα και τις διαδικασίες διαχείρισης κινδύνων, καθώς και την οργάνωση της μονάδας ελέγχου κινδύνων,

    β)

    η ενσωμάτωση των μετρήσεων κινδύνων στην καθημερινή διαχείριση κινδύνων, καθώς και η ακεραιότητα του συστήματος διαχείρισης πληροφοριών,

    γ)

    η διαδικασία που εφαρμόζει το ίδρυμα για την έγκριση των υποδειγμάτων μέτρησης των κινδύνων και των συστημάτων αποτίμησης των κινδύνων τα οποία χρησιμοποιούνται από τους διαπραγματευτές και από το προσωπικό του τμήματος υποστήριξης και διαχείρισης συναλλαγών,

    δ)

    η έκταση των κινδύνων που αποτυπώνει το υπόδειγμα διαχείρισης κινδύνων και η πιστοποίηση κάθε σημαντικής μεταβολής της διαδικασίας μέτρησης κινδύνων,

    ε)

    η ακρίβεια και η πληρότητα των δεδομένων που αφορούν τις θέσεις, η ακρίβεια και η καταλληλότητα των υποθέσεων που αφορούν την μεταβλητότητα και τη συσχέτιση, καθώς και η ακρίβεια των υπολογισμών αποτίμησης και ευαισθησίας,

    στ)

    οι διαδικασίες που εφαρμόζει το ίδρυμα για να ελέγχει τη συνοχή, την επικαιροποίηση και την αξιοπιστία των δεδομένων που χρησιμοποιούνται για να τροφοδοτήσουν τα εσωτερικά υποδείγματα, περιλαμβανομένης της ανεξαρτησίας των πηγών που χρησιμοποιούνται για την άντληση αυτών των δεδομένων,

    ζ)

    οι διαδικασίες που εφαρμόζει το ίδρυμα για να αξιολογεί τους εκ των υστέρων δοκιμαστικούς ελέγχους που διενεργούνται για να εξακριβωθεί η ακρίβεια των υποδειγμάτων.

    3.   Καθώς οι τεχνικές και οι βέλτιστες πρακτικές εξελίσσονται, τα ιδρύματα εφαρμόζουν τις εν λόγω νέες τεχνικές και πρακτικές σε κάθε εσωτερικό υπόδειγμα που χρησιμοποιείται για τους σκοπούς του παρόντος κεφαλαίου.

    Άρθρο 369

    Εσωτερική επικύρωση

    1.   Τα ιδρύματα εφαρμόζουν διαδικασίες που εξασφαλίζουν ότι η επικύρωση όλων των εσωτερικών τους υποδειγμάτων που χρησιμοποιούνται για τους σκοπούς του παρόντος κεφαλαίου έγινε από κατάλληλα τρίτα πρόσωπα που είναι ανεξάρτητα από τη διαδικασία κατάρτισης των υποδειγμάτων, με τρόπο που εγγυάται ότι τα υποδείγματα είναι εννοιολογικά άρτια και αποτυπώνουν επαρκώς όλους τους σημαντικούς κινδύνους. Η επικύρωση γίνεται κατά την αρχική κατάρτιση του εσωτερικού υποδείγματος, καθώς και σε κάθε σημαντική μεταβολή του. Η επικύρωση επαναλαμβάνεται περιοδικά, αλλά ιδίως όταν επέρχονται σημαντικές διαρθρωτικές μεταβολές στην αγορά ή τη σύνθεση του χαρτοφυλακίου που μπορούν να καταστήσουν το εσωτερικό υπόδειγμα ακατάλληλο. Καθώς οι τεχνικές και οι βέλτιστες πρακτικές για την εσωτερική επικύρωση εξελίσσονται, τα ιδρύματα ενσωματώνουν τις τελευταίες εξελίξεις. Η επικύρωση του εσωτερικού υποδείγματος δεν περιορίζεται μόνο στον εκ των υστέρων δοκιμαστικό έλεγχο αλλά περιλαμβάνει επίσης τουλάχιστον τα ακόλουθα:

    α)

    ελέγχους για να αποδειχθεί ότι οι παραδοχές του εσωτερικού υποδείγματος είναι κατάλληλες και δεν υποεκτιμούν ή υπερεκτιμούν τον κίνδυνο,

    β)

    εκτός των υποχρεωτικών δοκιμαστικών εκ των υστέρων ελέγχω, τα ιδρύματα διενεργούν δικούς τους ελέγχους επικύρωσης του εσωτερικού υποδείγματος, περιλαμβανομένου του δοκιμαστικού εκ των υστέρων ελέγχου, ως προς τους κινδύνους και τη διάρθρωση των χαρτοφυλακίων τους,

    γ)

    χρήση υποθετικών χαρτοφυλακίων που επιτρέπουν να εξακριβωθεί ότι το εσωτερικό υπόδειγμα συλλαμβάνει ορισμένα ειδικά διαρθρωτικά χαρακτηριστικά που μπορεί να προκύψουν, όπως π.χ σημαντικός κίνδυνος βάσης και κίνδυνος συγκέντρωσης.

    2.   Το ίδρυμα προβαίνει σε δοκιμαστικό εκ των υστέρων έλεγχο τόσο των πραγματικών όσο και των υποθετικών μεταβολών της αξίας του χαρτοφυλακίου.

    Τμήμα 3

    Απαιτήσεις που αφορούν την ανάπτυξη υποδειγμάτων για τον ειδικό κινδύνο

    Άρθρο 370

    Απαιτήσεις για την ανάπτυξη υποδειγμάτων για τον ειδικό κίνδυνο

    Κάθε εσωτερικό υπόδειγμα που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό κεφαλαιακών απαιτήσεων για τον ειδικό κίνδυνο και κάθε εσωτερικό υπόδειγμα για το χαρτοφυλάκιο διαπραγμάτευσης συσχετίσεων πληροί τις κατωτέρω συμπληρωματικές απαιτήσεις:

    α)

    εξηγεί τη διαχρονική διακύμανση των τιμών του χαρτοφυλακίου,

    β)

    αποτυπώνει τη συγκέντρωση από άποψη μεγέθους και τις μεταβολές της σύνθεσης του χαρτοφυλακίου,

    γ)

    τα αποτελέσματα παραμένουν αξιόπιστα ακόμα και σε αντίξοες συνθήκες,

    δ)

    επιβεβαιώνεται με δοκιμαστικό εκ των υστέρων έλεγχο με τον οποίο εκτιμάται εάν έχει αποτυπωθεί ακριβώς ο ειδικός κίνδυνος. Εάν το ίδρυμα διενεργεί τέτοιο δοκιμαστικό εκ των υστέρων έλεγχο βάσει σχετικών υποχαρτοφυλακίων, τα εν λόγω υποχαρτοφυλάκια επιλέγονται με συνέπεια,

    ε)

    αποτυπώνει τον κίνδυνο βάσης που συνδέεται με τον αντισυμβαλλόμενο και ιδίως επηρεάζεται από σημαντικές επιμέρους ιδιοσυγκρατικές διαφορές μεταξύ παρεμφερών αλλά όχι ταυτόσημων θέσεων,

    στ)

    αποτυπώνει τον κίνδυνο γεγονότος.

    Άρθρο 371

    Εξαιρέσεις από τα υποδείγματα για τον ειδικό κίνδυνο

    1.   Ένα ίδρυμα δύναται να επιλέξει να αποκλείσει από τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων για τον ειδικό κίνδυνο με χρήση εσωτερικού υποδείγματος τις θέσεις εκείνες για τις οποίες πληροί μια κεφαλαιακή απαίτηση για τον ειδικό κίνδυνο σύμφωνα με το άρθρο 332 παράγραφος 1 στοιχείο ε) ή το άρθρο 337, εξαιρουμένων των θέσεων που υπόκεινται στη μέθοδο του άρθρου 377.

    2.   Ένα ίδρυμα μπορεί να επιλέξει να μην αποτυπώνει τους κινδύνους αθέτησης υποχρεώσεων και μεταβολής της πιστοληπτική αξιολόγησης για τους διαπραγματεύσιμους χρεωστικούς τίτλους στο εσωτερικό του υπόδειγμα εφόσον αποτυπώνει τους κινδύνους αυτούς μέσω των απαιτήσεων που ορίζονται στο τμήμα 4.

    Τμήμα 4

    Εσωτερικό υπόδειγμα έναντι των επιπρόσθετων κινδύνων αθέτησησ υποχρεώσεων και μεταβολής της πιστοληπτικής αξιολόγησης (IRC)

    Άρθρο 372

    Απαίτηση εσωτερικού υποδείγματος IRC

    Ένα ίδρυμα που χρησιμοποιεί εσωτερικό υπόδειγμα για τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων για τον ειδικό κίνδυνο διαπραγματεύσιμων χρεωστικών τίτλων πρέπει επίσης να διαθέτει ένα υπόδειγμα για έναντι των επιπρόσθετων κινδύνων αθέτησης υποχρεώσεων και μεταβολής της πιστοληπτικής αξιολόγησης (IRC) για τον υπολογισμό των κινδύνων αθέτησης υποχρέωσεων και των κινδύνων μεταβολής πιστοληπτικής διαβάθμισης των θέσεων του χαρτοφυλακίου συναλλαγών του οι οποίοι επαυξάνουν τους κινδύνους που προκύπτουν από την αποτύπωση της δυνητικής ζημίας όπως ορίζεται στο άρθρο 365 παράγραφος 1. Το ίδρυμα καταδεικνύει ότι το υπόδειγμά του πληροί τις ακόλουθες προδιαγραφές με υπόθεση σταθερού επιπέδου κινδύνου και προσαρμογή, κατά περίπτωση, ώστε να αντικατοπτρίζει τον αντίκτυπο της ρευστότητας, των συγκεντρώσεων, της αντιστάθμισης και τα δικαιώματα προαίρεσης:

    α)

    το εσωτερικό υπόδειγμα παρέχει ουσιαστική διαφοροποίηση των κινδύνων καθώς και ακριβείς και συνεπείς εκτιμήσεις έναντι των επιπρόσθετων κινδύνων αθέτησης υποχρεώσεων και μεταβολής της πιστοληπτικής αξιολόγησης,

    β)

    οι εκτιμήσεις του εσωτερικού υποδείγματος όσον αφορά τις δυνητικές ζημιές διαδραματίζουν ουσιαστικό ρόλο στη διαχείριση κινδύνου του ιδρύματος,

    γ)

    τα δεδομένα για την αγορά και τις θέσεις που χρησιμοποιούνται για το εσωτερικό υπόδειγμα είναι ενημερωμένα και υπόκεινται σε κατάλληλη ποιοτική αξιολόγηση,

    δ)

    πληρούνται οι απαιτήσεις του άρθρου 367 παράγραφος 3, του άρθρου 369, του άρθρου 369 παράγραφος 1 και του άρθρου 370 στοιχεία β), γ), ε) και στ).

    Η ΕΑΤ θεσπίζει κατευθυντήριες οδηγίες για τις απαιτήσεις στα άρθρα373 έως 376.

    Άρθρο 373

    Πεδίο εφαρμογής του εσωτερικού υποδείγματος IRC

    Το εσωτερικό υπόδειγμα IRC καλύπτει όλες τις θέσεις που υπόκεινται σε κεφαλαιακή απαίτηση για τον ειδικό κίνδυνο επιτοκίου, συμπεριλαμβανομένων και όσων υπόκεινται σε κεφαλαιακή στάθμιση ειδικού κινδύνου 0 % δυνάμει του άρθρου 336, αλλά δεν καλύπτει θέσεις τιτλοποίησης και πιστωτικά παράγωγα νιοστού βαθμού αθέτησης.

    Το ίδρυμα μπορεί να επιλέξει να συμπεριλάβει συστηματικά όλες τις θέσεις εισηγμένων μετοχικών τίτλων και τις θέσεις σε παράγωγα επί εισηγμένων μετοχικών τίτλων, με την επιφύλαξη της άδειας των αρμόδιων αρχών. Η άδεια χορηγείται εάν η εν λόγω ενσωμάτωση είναι συνεπής προς τον τρόπο εσωτερικής μέτρησης και διαχείρισης των κινδύνων από το ίδρυμα.

    Άρθρο 374

    Παράμετροι του εσωτερικού υποδείγματος IRC

    1.   Τα ιδρύματα χρησιμοποιούν το εσωτερικό υπόδειγμα για να υπολογίσουν τις ζημίες λόγω αθέτησης και μεταβολής των εσωτερικών ή εξωτερικών πιστοληπτικών αξιολογήσεων σε διάστημα εμπιστοσύνης 99,9 % και σε χρονικό ορίζοντα ενός έτους. Τα ιδρύματα υπολογίζουν τον εν λόγω αριθμό τουλάχιστον σε εβδομαδιαία βάση.

    2.   Οι υποθέσεις για τη συσχέτιση υποστηρίζονται από ανάλυση αντικειμενικών δεδομένων στα πλαίσια ενός εννοιολογικά άρτιου πλαισίου. Το εσωτερικό υπόδειγμα αντικατοπτρίζει κατάλληλα τις συγκεντρώσεις ανά εκδότη τίτλων. Πρέπει να αντικατοπτρίζονται επίσης οι συγκεντρώσεις που μπορούν να προκύψουν τόσο εντός όσο και μεταξύ κατηγοριών προϊόντων υπό ακραίες συνθήκες.

    3.   Το εσωτερικό υπόδειγμα IRC αντικατοπτρίζει τον αντίκτυπο των συσχετίσεων μεταξύ γεγονότων αθέτησης και μεταβολής της πιστοληπτικής αξιολόγησης. Δεν λαμβάνεται υπόψη η επίδραση της διαφοροποίησης που προκύπτει μεταξύ, αφενός, γεγονότων αθέτησης και μεταβολής της πιστοληπτικής αξιολόγησης και, αφετέρου, άλλων παραγόντων κινδύνου.

    4.   Το εσωτερικό υπόδειγμα βασίζεται στην υπόθεση σταθερού επιπέδου κινδύνου κατά τον χρονικό ορίζοντα του ενός έτους, πράγμα που σημαίνει ότι επιμέρους θέσεις του χαρτοφυλακίου συναλλαγών ή σύνολα θέσεων που οδηγήθηκαν σε αθέτηση ή σε μεταβολή της πιστοληπτικής αξιολόγησης κατά τον ορίζοντα ρευστότητάς τους εξισορροπούνται εκ νέου στη λήξη του ορίζοντα ρευστότητάς τους ώστε να διατηρηθεί το αρχικό επίπεδο κινδύνου. Εναλλακτικά, ένα ίδρυμα δύναται να επιλέξει να χρησιμοποιεί με συνέπεια την υπόθεση ότι οι θέσεις παραμένουν σταθερές κατά τη διάρκεια ενός έτους.

    5.   Οι ορίζοντες ρευστότητας πρέπει να προσδιορίζονται ανάλογα με τον χρόνο που απαιτείται για την πώληση της θέσης ή την αντιστάθμιση όλων των ουσιωδών σχετικών κινδύνων τιμής σε μια αγορά υπό ακραίες συνθήκες και να λαμβάνεται ιδιαίτερα υπόψη το μέγεθος της θέσης. Οι ορίζοντες ρευστότητας αντικατοπτρίζουν την πραγματική πρακτική και εμπειρία που αποκομίστηκε κατά τη διάρκεια περιόδων τόσο συστημικών ακραίων συνθηκών όσο και και κατά τη διάρκεια ιδιοσυγκρησιακών ακραίων συνθηκών. Ο ορίζοντας ρευστότητας μετράται βάσει συντηρητικών υποθέσεων και πρέπει να είναι χρονικά επαρκής, ώστε η ίδια η πράξη της πώλησης ή της αντιστάθμισης να μην επηρεάζει ουσιωδώς την τιμή στην οποία θα πραγματοποιηθεί η πώληση ή η αντιστάθμιση.

    6.   Ο καθορισμός του κατάλληλου ορίζοντα ρευστότητας για μια θέση ή ένα σύνολο θέσεων υπόκειται σε κατώτερο όριο τριών μηνών.

    7.   Ο καθορισμός του κατάλληλου ορίζοντα ρευστότητας για μια θέση ή ένα σύνολο θέσεων λαμβάνει υπόψη τις εσωτερικές πολιτικές του ιδρύματος που αφορούν τις προσαρμογές αποτίμησης και τη διαχείριση σταθερών (stale) θέσεων. Όταν το ίδρυμα καθορίζει ορίζοντες ρευστότητας για σύνολα θέσεων και όχι για μεμονωμένες θέσεις, τα κριτήρια καθορισμού συνόλων θέσεων ορίζονται κατά τρόπο που να αντικατοπτρίζει ουσιαστικά οι διαφορές στη ρευστότητα. Οι ορίζοντες ρευστότητες είναι μεγαλύτεροι για θέσεις με υψηλό βαθμό συγκέντρωσης, αντικατοπτρίζοντας το μεγαλύτερο χρονικό διάστημα που απαιτείται για τη ρευστοποίηση τέτοιων θέσεων. Ο ορίζοντας ρευστότητας μιας τιτλοποίησης αντικατοπτρίζει τον χρόνο που απαιτείται για την ανάπτυξη, την πώληση και την τιτλοποίηση των περιουσιακών στοιχείων ή για την αντιστάθμιση των ουσιωδών παραγόντων κινδύνων, υπό ακραίες συνθήκες αγοράς.

    Άρθρο 375

    Αναγνώριση αντισταθμίσεων στο εσωτερικό υπόδειγμα IRC

    1.   Είναι δυνατόν να ενσωματώνονται αντισταθμίσεις στο εσωτερικό υπόδειγμα ενός ιδρύματος για την αποτύπωση των επιπρόσθετων κινδύνων αθέτησης υποχρεώσεων και μεταβολής της πιστοληπτικής αξιολόγησης. Οι θέσεις είναι δυνατόν να συμψηφίζονται, όταν η θετική θέση και η αρνητική θέση αναφέρονται στο ίδιο χρηματοπιστωτικό μέσο. Τα αποτελέσματα της αντιστάθμισης ή της διαφοροποίησης που συνδέονται με θετικές θέσεις και αρνητικές θέσεις που αφορούν διαφορετικά μέσα ή διαφορετικούς τίτλους του ίδιου οφειλέτη, καθώς και θετικές θέσεις και αρνητικές θέσεις σε διαφορετικούς εκδότες, μπορούν να αναγνωρισθούν μόνον με τον καθορισμό υποδειγμάτων ακαθάριστων θέσεων αγοράς και θέσεων πώλησης στα διάφορα μέσα. Τα ιδρύματα αντικατοπτρίζουν τον αντίκτυπο ουσιωδών κινδύνων που μπορεί να επέλθουν στο διάστημα μεταξύ της λήξης της αντιστάθμισης και του ορίζοντα ρευστότητας, καθώς και το ενδεχόμενο σημαντικών κινδύνων βάσης στις στρατηγικές αντιστάθμισης ανάλογα με το προϊόν, την σειρά της εξοφλητικής προτεραιότητας στη δομή του κεφαλαίου, την εσωτερική ή εξωτερική πιστοληπτική αξιολόγηση, τη ληκτότητα, την ημερομηνία έκδοση και άλλες διαφορές στα μέσα. Το ίδρυμα αντικατοπτρίζει μια αντιστάθμιση μόνον στον βαθμό που μπορεί να διατηρηθεί ακόμη και εάν ο οφειλέτης πλησιάζει σε ένα πιστωτικό ή σε άλλο γεγονός.

    2.   Για τις θέσεις που αντισταθμίζονται μέσω δυναμικών στρατηγικών αντιστάθμισης, είναι δυνατόν να αναγνωρισθεί ο επανακαθορισμός της αντιστάθμισης εντός του ορίζοντα ρευστότητας της αντισταθμισμένης θέσης εφόσον το ίδρυμα:

    α)

    επιλέγει να ενσωματώσει στο υπόδειγμα τον επανακαθορισμό της αντιστάθμισης με συνεπή τρόπο σε σχέση με το συναφές σύνολο θέσεων του χαρτοφυλακίου συναλλαγών,

    β)

    αποδεικνύει ότι ενσωμάτωση του επανακαθορισμού της αντιστάθμισης συνεπάγεται καλύτερη μέτρηση του κινδύνου,

    γ)

    αποδεικνύει ότι οι αγορές για τα μέσα που λειτουργούν ως αντισταθμίσεις διαθέτουν επαρκή ρευστότητα, ώστε ο εν λόγω επανακαθορισμός να καθίσταται εφικτός ακόμη και σε περιόδους ακραίων καταστάσεων. Τυχόν υπολειπόμενοι κίνδυνοι δυναμικών στρατηγικών αντιστάθμισης αντικατοπτρίζονται στην κεφαλαιακή απαίτηση.

    Άρθρο 376

    Συγκεκριμένες απαιτήσεις για το εσωτερικό υπόδειγμα IRC

    1.   Το εσωτερικό υπόδειγμα για τον υπολογισμό των επιπρόσθετων κινδύνων αθέτησης υποχρεώσεων και μεταβολής της πιστοληπτικής αξιολόγησηςαντικατοπτρίζει την μη γραμμικότητα των δικαιωμάτων προαίρεσης, των δομημένων πιστωτικών παραγώγων και άλλων θέσεων με ουσιώδη μη γραμμική συμπεριφορά όσον αφορά τις μεταβολές των τιμών. Το ίδρυμα λαμβάνει επίσης δεόντως υπόψη τον κίνδυνο υποδείγματος που ενέχει η αποτίμηση και η εκτίμηση των κινδύνων τιμής που συνδέονται με τέτοια προϊόντα.

    2.   Το εσωτερικό υπόδειγμα βασίζεται σε αντικειμενικά και επικαιροποιημένα δεδομένα.

    3.   Στο πλαίσιο της ανεξάρτητης επανεξέτασης και επικύρωσης των εσωτερικών υποδειγμάτων που χρησιμοποιούνται για τους σκοπούς του παρόντος κεφαλαίου, καθώς και για τους σκοπούς του συστήματος μέτρησης κινδύνου, ένα ίδρυμα προβαίνει συγκεκριμένα σε όλες τις κατωτέρω ενέργειες:

    α)

    επικυρώνει ότι η μέθοδος του υποδείγματος για τις συσχετίσεις και τις μεταβολές των τιμών είναι κατάλληλη για το χαρτοφυλάκιό του, συμπεριλαμβανομένων της επιλογής και των συντελεστών στάθμισης των παραγόντων συστημικού κινδύνου,

    β)

    διεξάγει διάφορες ασκήσεις προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων, συμπεριλαμβανομένων ανάλυσης ευαισθησίας και ανάλυσης σεναρίων, για την αξιολόγηση της ποιοτικής και ποσοτικής αξιοπιστίας του εσωτερικού υποδείγματος, ιδίως όσον αφορά την αντιμετώπιση συγκεντρώσεων. Οι εν λόγω ασκήσεις προσομοίωσης δεν περιορίζονται σε ιστορικά παρατηρημένα γεγονότα,

    γ)

    εφαρμόζει κατάλληλη ποσοτική επικύρωση, συμπεριλαμβανομένων σχετικών δεικτών αναφοράς εσωτερικών υποδειγμάτων.

    4.   Το εσωτερικό υπόδειγμα είναι συνεπές προς τις μεθόδους εσωτερικής διαχείρισης κινδύνου του ιδρύματος για τον προσδιορισμό, τη μέτρηση και τη διαχείριση κινδύνων του χαρτοφυλακίου συναλλαγών.

    5.   Τα ιδρύματα τεκμηριώνουν τα εσωτερικά υποδείγματά τους, έτσι ώστε οι παραδοχές που αφορούν τη συσχέτιση και άλλες παραδοχές σχετικά με την ανάπτυξη του υποδείγματος να είναι διαφανείς για τις αρμόδιες αρχές.

    6.   Το εσωτερικό υπόδειγμα εκτιμά συντηρητικά, βάσει ρεαλιστικών σεναρίων αγοράς, τον κίνδυνο που προκύπτει από θέσεις με χαμηλότερη ρευστότητα και με χαμηλή διαφάνεια τιμών. Επιπλέον, το εσωτερικό υπόδειγμα πληροί τα ελάχιστα πρότυπα για τα δεδομένα. Τα προσεγγιστικά δεδομένα πρέπει να εκτιμώνται συντηρητικά και να χρησιμοποιούνται μόνο όταν τα διαθέσιμα δεδομένα δεν είναι επαρκή ή δεν αντικατοπτρίζουν την πραγματική μεταβλητότητα μιας θέσης ή ενός χαρτοφυλακίου.

    Τμήμα 5

    Εσωτερικό υπόδειγμα για το χαρτοφυλάκιο διαπραγμάτευσης συσχετίσεων

    Άρθρο 377

    Απαιτήσεις για το εσωτερικό υπόδειγμα για το χαρτοφυλάκιο διαπραγμάτευσης συσχετίσεων

    1.   Οι αρμόδιες αρχές χορηγούν άδεια χρήσης εσωτερικού υποδείγματος για την απαίτηση ιδίων κεφαλαίων για το χαρτοφυλάκιο διαπραγμάτευσης συσχετίσεων αντί για την απαίτηση ιδίων κεφαλαίων σύμφωνα με το άρθρο 338 σε ιδρύματα που έχουν την άδεια να χρησιμοποιούν εσωτερικό υπόδειγμα για τον ειδικό κίνδυνο χρεωστικών τίτλων και που πληρούν τις απαιτήσεις στις παραγράφους 2 έως 6 του παρόντος άρθρου και στο άρθρο 367 παράγραφοι 1 και 3, στο άρθρο 368, στο άρθρο 369 παράγραφος 1 και στο άρθρο 370 στοιχεία α), β), γ), ε) και στ).

    2.   Τα ιδρύματα χρησιμοποιούν το εν λόγω εσωτερικό υπόδειγμα για να υπολογίζουν καταλλήλως όλους τους κινδύνους τιμής σε διάστημα εμπιστοσύνης 99,9 %, με χρονικό ορίζοντα ενός έτους, με υπόθεση σταθερού επιπέδου κινδύνου και προσαρμογή, κατά περίπτωση, ώστε να αντικατοπτρίζεται ο αντίκτυπος της ρευστότητας, των συγκεντρώσεων, της αντιστάθμισης και των δικαιωμάτων προαίρεσης. Τα ιδρύματα υπολογίζουν τον εν λόγω αριθμό τουλάχιστον σε εβδομαδιαία βάση.

    3.   Οι ακόλουθοι κίνδυνοι αποτυπώνονται καταλλήλως μέσω του υποδείγματος που αναφέρεται στην παράγραφο 1:

    α)

    ο σωρευτικός κίνδυνος που απορρέει από πολλαπλές αθετήσεις, συμπεριλαμβανομένης της διαφορετικής ιεράρχησης των αθετήσεων, σε κατατμημένα προϊόντα,

    β)

    ο κίνδυνος πιστωτικού περιθωρίου, συμπεριλαμβανομένων των επιπτώσεων του κινδύνου γάμμα και σταυροειδούς γάμμα (cross- gamma),

    γ)

    η μεταβλητότητα των τεκμαρτών συσχετίσεων, συμπεριλαμβανομένης της αλληλεπίδρασης μεταξύ περιθωρίων και συσχετίσεων,

    δ)

    ο κίνδυνος βάσης, συμπεριλαμβανομένων και των δυο ακόλουθων στοιχείων:

    i)

    του κινδύνου βάσης μεταξύ του περιθωρίου ενός δείκτη και του περιθωρίου των επιμέρους συνιστωσών του,

    ii)

    του κινδύνου βάσης μεταξύ της τεκμαρτής συσχέτισης ενός δείκτη και και των χαρτοφυλακίων που έχουν δομηθεί με τέτοιο τρόπο ώστε να προσομοιάζουν με τον δείκτη,

    ε)

    η μεταβλητότητα του ποσοστού ανάκτησης, καθώς η τάση των ποσοστών ανάκτησης επηρεάζει τις τιμές των τμημάτων τιτλοποίησης,

    στ)

    ο βαθμός που το συνολικό μέτρο κινδύνου περιλαμβάνει οφέλη από δυναμική αντιστάθμιση, τον κίνδυνο να καταστεί η αντιστάθμιση αναποτελεσματική και το ενδεχόμενο κόστος αποκατάστασης της αποτελεσματικότητάς της,

    ζ)

    οποιωνδήποτε άλλο σημαντικό κίνδυνο τιμών των θέσεων του χαρτοφυλακίου διαπραγμάτευσης συσχετίσεων.

    4.   Ένα ίδρυμα χρησιμοποιεί επαρκή δεδομένα αγοράς στο υπόδειγμα που αναφέρεται στην παράγραφο 1, ούτως ώστε να διασφαλίζει ότι αποτυπώνει πλήρως τους προεξάρχοντες κινδύνους των εν λόγω ανοιγμάτων στην εσωτερική του μέθοδο σύμφωνα με τις απαιτήσεις που προβλέπει το παρόν άρθρο. Είναι σε θέση να αποδεικνύει στην αρμόδια αρχή μέσω δοκιμαστικού εκ των υστέρων ελέγχου ή άλλων ενδεδειγμένων μέσων ότι το υπόδειγμά του μπορεί να εξηγήσει καταλλήλως την ιστορική διακύμανση των τιμών των εν λόγω προϊόντων.

    Το ίδρυμα διαθέτει κατάλληλες πολιτικές και διαδικασίες προκειμένου να διαχωρίσει τις θέσεις για τις οποίες έχει λάβει άδεια προκειμένου να τις ενσωματώσει στην κεφαλαιακή απαίτηση σύμφωνα με το παρόν άρθρο, από αυτές για τις οποίες δεν έχει λάβει άδεια.

    5.   Όσον αφορά το χαρτοφυλάκιο όλων των θέσεων που ενσωματώνονται στο υπόδειγμα και αναφέρονται στην παράγραφο 1, το ίδρυμα εφαρμόζει τακτικά μια σειρά συγκεκριμένων, προκαθορισμένων σεναρίων ακραίων καταστάσεων. Τα σενάρια αυτά εξετάζουν τις επιπτώσεις ακραίων καταστάσεων στα ποσοστά αθέτησης, τα ποσοστά ανάκτησης, στα πιστωτικά περιθώρια, στον κίνδυνο βάσης, στις συσχετίσεις και σε άλλους σχετικούς με το χαρτοφυλάκιο διαπραγμάτευσης παράγοντες κινδύνου. Το ίδρυμα εφαρμόζει αυτά τα σενάρια ακραίων καταστάσεων τουλάχιστον σε εβδομαδιαία βάση και αναφέρει τα αποτελέσματα στις αρμόδιες αρχές, τουλάχιστον μία φορά ανά τρίμηνο, συμπεριλαμβανομένων των συγκρίσεων με την κεφαλαιακή απαίτηση του ιδρύματος σύμφωνα με το παρόν άρθρο. Όταν τα αποτελέσματα από τις προσομοιώσεις ακραίων καταστάσεων υπερβαίνουν κατά πολύ τις κεφαλαιακές απαιτήσεις του ιδρύματος για το χαρτοφυλάκιο διαπραγμάτευσης συσχετίσεων, τούτο αναφέρεται εγκαίρως στις αρμόδιες αρχές. Η ΕΑΤ εκδίδει κατευθυντήριες οδηγίες σχετικά με την εφαρμογή των σεναρίων ακραίων καταστάσεων για το χαρτοφυλάκιο διαπραγμάτευσης συσχετίσεων.

    6.   Το εσωτερικό υπόδειγμα εκτιμά συντηρητικά, βάσει ρεαλιστικών σεναρίων αγοράς, τον κίνδυνο από θέσεις με χαμηλότερη ρευστότητα και με –περιορισμένη διαφάνεια τιμών. Επιπλέον, το εσωτερικό υπόδειγμα πληροί τα ελάχιστα πρότυπα για τα δεδομένα. Τα προσεγγιστικά δεδομένα πρέπει να εκτιμώνται συντηρητικά και να χρησιμοποιούνται μόνο όταν τα διαθέσιμα δεδομένα δεν είναι επαρκή ή δεν αντικατοπτρίζουν την πραγματική μεταβλητότητα μιας θέσης ή ενός χαρτοφυλακίου.

    ΤΙΤΛΟΣ V

    ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΙΔΙΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΩΝ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΙΝΔΥΝΟ ΔΙΑΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ

    Άρθρο 378

    Κίνδυνος διακανονισμού/παράδοσης

    Σε περίπτωση συναλλαγών στις οποίες χρεωστικοί τίτλοι, μετοχές, ξένα νομίσματα και βασικά εμπορεύματα, εξαιρουμένων των συναλλαγών επαναγοράς και των συναλλαγών δανειοδοσίας και δανειοληψίας τίτλων ή βασικών εμπορευμάτων, δεν έχουν διακανονισθεί ακόμη μετά τις προβλεπόμενες ημερομηνίες παράδοσής τους, το ίδρυμα πρέπει να υπολογίζει τον κίνδυνο διαφοράς τιμών στον οποίο υπόκειται.

    Η διαφορά τιμών υπολογίζεται ως η διαφορά μεταξύ της συμφωνηθείσας τιμής διακανονισμού των εν λόγω χρεωστικών τίτλων, μετοχών, ξένων νομισμάτων ή βασικών εμπορευμάτων και της τρέχουσας τιμής τους στην αγορά, εφόσον η διαφορά αυτή θα μπορούσε να προκαλέσει ζημία στο πιστωτικό ίδρυμα.

    Το ίδρυμα πολλαπλασιάζει την εν λόγω διαφορά τιμής με τον κατάλληλο συντελεστή στη δεξιά στήλη του κατωτέρω πίνακα 1 για να υπολογίσει την απαίτηση ιδίων κεφαλαίων του ιδρύματος για τον κίνδυνο διακανονισμού.

    Πίνακας 1

    Αριθμός εργάσιμων ημερών μετά την ημερομηνία που έπρεπε να γίνει ο διακανονισμός

    (%)

    5 — 15

    8

    16 — 30

    50

    31 — 45

    75

    46 ή περισσότερες

    100

    Άρθρο 379

    Ατελείς συναλλαγές

    1.   Το ίδρυμα οφείλει να διατηρεί ίδια κεφάλαια, όπως καθορίζεται στον πίνακα 2, εάν ισχύουν οι κατωτέρω προϋποθέσεις:

    α)

    έχει καταβάλει το αντίτιμο τίτλων, ξένων νομισμάτων ή βασικών εμπορευμάτων προτού του παραδοθούν, ή εάν έχει παραδώσει τίτλους ξένα νομίσματα ή βασικά εμπορεύματα προτού λάβει το σχετικό αντίτιμο,

    β)

    στην περίπτωση διασυνοριακών συναλλαγών, έχουν παρέλθει μία ή περισσότερες ημέρες από τη στιγμή της εν λόγω πληρωμής ή παράδοσης.

    Πίνακας 2

    Κεφαλαιακές απαιτήσεις για ατελείς συναλλαγές

    Στήλη 1

    Στήλη 2

    Στήλη 3

    Στήλη 4

    Είδος συναλλαγής

    Έως την πρώτη συμβατική πληρωμή/παράδοση

    Από την πρώτη συμβατική πληρωμή/παράδοση έως και τέσσερις ημέρες μετά τη δεύτερη συμβατική πληρωμή/παράδοση

    5 εργάσιμες ημέρες μετά τη δεύτερη συμβατική πληρωμή/παράδοση και έως τη λήξη της συναλλαγής

    Ατελής συναλλαγή

    Καμία κεφαλαιακή απαίτηση

    Αντιμετωπίζεται ως άνοιγμα

    Αντιμετωπίζεται ως κίνδυνος ανοίγματος με συντελεστή στάθμισης κινδύνου 1.250 %

    2.   Κατά την εφαρμογή στάθμισης κινδύνου στα ανοίγματα ατελών συναλλαγών που αντιμετωπίζονται σύμφωνα με τη στήλη 3 του πίνακα 2, τα ιδρύματα που χρησιμοποιούν τη μέθοδο των εσωτερικών διαβαθμίσεων που προβλέπεται στο τρίτο μέρος τίτλος ΙΙ κεφάλαιο 3, μπορούν να εφαρμόσουν πιθανότητες αθέτησης στους αντισυμβαλλομένους για τους οποίους δεν υφίστανται άλλα ανοίγματα εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών, βάσει της εξωτερικής διαβάθμισης του αντισυμβαλλομένου. Τα ιδρύματα που χρησιμοποιούν ίδιες εκτιμήσεις σχετικά με τις ζημίες σε περίπτωση αθέτησης (LGD), μπορούν να εφαρμόζουν τις LGD που παρατίθενται στο άρθρο 161 παράγραφος 1 στα ανοίγματα ατελών συναλλαγών που αντιμετωπίζονται σύμφωνα με τη στήλη 3 του πίνακα 2 υπό την προϋπόθεση ότι τούτο θα εφαρμόζεται για όλα αυτά τα ανοίγματα. Εναλλακτικά, ένα ίδρυμα που χρησιμοποιεί τη μέθοδο των εσωτερικών διαβαθμίσεων που προβλέπεται στο τρίτο μέρος τίτλος ΙΙ κεφάλαιο 3 μπορεί να εφαρμόζει τους συντελεστές στάθμισης κινδύνου της τυποποιημένης μεθόδου, όπως προβλέπεται στο τρίτο μέρος τίτλος ΙΙ κεφάλαιο 2, εφόσον τους εφαρμόζει σε όλα τα σχετικά ανοίγματα ή μπορεί να εφαρμόζει συντελεστή στάθμισης κινδύνου 100 % σε όλα τα ανοίγματα.

    Στην περίπτωση που το ύψος θετικού ανοίγματος που προκύπτει από τις ελεύθερες ατελείς συναλλαγές δεν είναι ουσιώδες, τα ιδρύματα θα μπορούν να εφαρμόζουν συντελεστή στάθμισης κινδύνου 100 % για τα ανοίγματα αυτά, εκτός εάν απαιτείται συντελεστής στάθμισης κινδύνου 1.250 % σύμφωνα με τη στήλη 4 του πίνακα 2 στην παράγραφο 1.

    3.   Ως εναλλακτική λύση στην εφαρμογή συντελεστή στάθμισης κινδύνου 1.250 % στα ανοίγματα ατελών συναλλαγών σύμφωνα με τη στήλη 4 του πίνακα 2 στην παράγραφο 1, τα ιδρύματα μπορούν να αφαιρούν την αξία που μεταφέρεται συν το τρέχον θετικό άνοιγμα των εν λόγω ανοιγμάτων από τα στοιχεία κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 σύμφωνα το άρθρο 36 παράγραφος 1 στοιχείο ια).

    Άρθρο 380

    Απαλλαγή

    Σε περίπτωση δυσλειτουργίας συστήματος διακανονισμού, εκκαθάρισης ή κεντρικού αντισυμβαλλομένου, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν τη μη εφαρμογή των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων που υπολογίζονται σύμφωνα με τα άρθρα 378 και 379 έως ότου διορθωθεί η κατάσταση. Ο μη διακανονισμός συναλλαγής από έναν αντισυμβαλλόμενο δεν θεωρείται αθέτηση για τους σκοπούς του πιστωτικού κινδύνου.

    ΤΙΤΛΟΣ VI

    ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΙΔΙΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΩΝ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΙΝΔΥΝΟ ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗΣ ΠΙΣΤΩΤΙΚΗΣ ΑΠΟΤΙΜΗΣΗΣ ΑΝΤΙΣΥΜΒΑΛΛΟΜΕΝΟΥ

    Άρθρο 381

    Έννοια της προσαρμογής πιστωτικής αποτίμησης αντισυμβαλλομένου

    Για τους σκοπούς του παρόντος τίτλου και του τίτλου II κεφάλαιο 6, ως «προσαρμογή πιστωτικής αποτίμησης αντισυμβαλλόμενου» ή «CVA» νοείται η προσαρμογή της αποτίμησης ενός χαρτοφυλακίου συναλλαγών με έναν αντισυμβαλλόμενο στη μέση αγοραία αξία του. Η εν λόγω προσαρμογή αντικατοπτρίζει την τρέχουσα αγοραία αξία του πιστωτικού κινδύνου του αντισυμβαλλόμενου για το ίδρυμα, αλλά δεν αντικατοπτρίζει την τρέχουσα αγοραία αξία του πιστωτικού κινδύνου που του ιδρύματος για τον αντισυμβαλλόμενο.

    Άρθρο 382

    Πεδίο εφαρμογής

    1.   Το ίδρυμα υπολογίζει τις κεφαλαιακές απαιτήσεις για κίνδυνο CVA σύμφωνα με τον παρόντα τίτλο για όλα τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα μέσα σε σχέση με το σύνολο των επιχειρηματικών του δραστηριοτήτων, εκτός από τα πιστωτικά παράγωγα που αναγνωρίζεται ότι μειώνουν τα σταθμισμένα ως προς τον κίνδυνο ποσά ανοιγμάτων για πιστωτικό κίνδυνο.

    2.   Ένα ίδρυμα περιλαμβάνει τις συναλλαγές χρηματοδότησης τίτλων του στον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων που απαιτούνται δυνάμει της παραγράφου 1 εάν η αρμόδια αρχή αποφασίσει ότι τα ανοίγματα του ιδρύματος που προκύπτουν από τις ανωτέρω συναλλαγές και ενέχουν κίνδυνο CVA είναι ουσιώδη.

    3.   Εξαιρούνται από τις κεφαλαιακές απαιτήσεις για τον κίνδυνο CVA οι συναλλαγές με αναγνωρισμένο κεντρικό αντισυμβαλλόμενο και οι συναλλαγές πελάτη με εκκαθαριστικό μέλος, όταν το εκκαθαριστικό μέλος ενεργεί ως διαμεσολαβητής ανάμεσα στον πελάτη και αναγνωρισμένο κεντρικό αντισυμβαλλόμενο και οι συναλλαγές δημιουργούν άνοιγμα διαπραγμάτευσης του εκκαθαριστικού μέλους έναντι του αναγνωρισμένου κεντρικού αντισυμβαλλομένου.

    4.   Οι ακόλουθες συναλλαγές εξαιρούνται από τις κεφαλαιακές απαιτήσεις για τον κίνδυνο CVA:

    α)

    συναλλαγές με μη χρηματοοικονομικούς αντισυμβαλλομένους όπως ορίζονται στο άρθρο 2 σημείο 9) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 ή με μη χρηματοοικονομικούς αντισυμβαλλομένους εγκατεστημένους σε τρίτη χώρα, εφόσον οι εν λόγω συναλλαγές δεν υπερβαίνουν το όριο εκκαθάρισης που ορίζεται στο άρθρο 10 παράγραφοι 3 και 4 του εν λόγω κανονισμού,

    β)

    εντός ομίλου συναλλαγές όπως προβλέπονται στο άρθρο 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, εκτός αν τα κράτη μέλη θεσπίσουν εθνική νομοθεσία που απαιτεί τον διαρθρωτικό διαχωρισμό των ιδρυμάτων εντός τραπεζικού ομίλου, οπότε στην περίπτωση αυτή οι αρμόδιες αρχές μπορούν να ζητούν να υπαχθούν στις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων οι εντός του ομίλου συναλλαγές ανάμεσα στα διαρθρωτικά διαχωρισμένα ιδρύματα,

    γ)

    συναλλαγές με αντισυμβαλλομένους που αναφέρονται στο άρθρο 2 σημείο 10) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 και υπόκεινται στις μεταβατικές διατάξεις του άρθρου 89 παράγραφος 1 του εν λόγω κανονισμού, έως ότου παύσουν να ισχύουν οι εν λόγω μεταβατικές διατάξεις,

    δ)

    συναλλαγές με αντισυμβαλλομένους που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 4 στοιχεία α) και β) και στο άρθρο 1 παράγραφος 5 στοιχεία α), β) και γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 και συναλλαγές με αντισυμβαλλομένους σε σχέση με τους οποίους το άρθρο 115 του παρόντος κανονισμού ορίζει συντελεστή στάθμισης κινδύνου 0 % όσον αφορά τα ανοίγματα έναντι των εν λόγω αντισυμβαλλομένων.

    Η εξαίρεση από την επιβάρυνση CVA για συναλλαγές αναφερόμενες στο στοιχείο γ) της παρούσας παραγράφου οι οποίες εκτελούνται κατά τη μεταβατική περίοδο που ορίζεται στο άρθρο 89 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 εφαρμόζεται καθ' όλη τη διάρκεια ισχύος των σχετικών με τις συναλλαγές αυτές συμβάσεων.

    5.   Η ΕΑΤ προβαίνει σε επανεξέταση έως την 1η Ιανουαρίου 2015 και, εν συνεχεία, ανά διετία, υπό το πρίσμα των διεθνών κανονιστικών εξελίξεων και περιλαμβανομένων των δυνητικών μεθοδολογιών σχετικά με την βαθμονόμηση και τα όρια για την επιβολή επιβαρύνσεων CVA σε μη χρηματοοικονομικούς αντισυμβαλλομένους εγκατεστημένους σε τρίτη χώρα.

    Η ΕΑΤ, σε συνεργασία με την ΕΑΚΑΑ, αναπτύσσει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για τον προσδιορισμό των διαδικασιών εξαίρεσης συναλλαγών με μη χρηματοοικονομικούς αντισυμβαλλόμενους εγκατεστημένους σε τρίτη χώρα από την απαίτηση ιδίων κεφαλαίων για κίνδυνο CVA.

    Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων εντός έξι μηνών από την ημερομηνία της επανεξέτασης που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο.

    Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

    Άρθρο 383

    Εξελιγμένη μέθοδος

    1.   Ένα ίδρυμα που έχει άδεια να χρησιμοποιεί εσωτερικό υπόδειγμα για τον ειδικό κίνδυνο των χρεωστικών τίτλων σύμφωνα με το άρθρο 363 παράγραφος 1 στοιχείο δ), για όλες τις συναλλαγές για τις οποίες έχει την άδεια να χρησιμοποιεί τη ΜΕΥ για τον προσδιορισμό της αξίας ανοίγματος για τον σχετικό κίνδυνο αντισυμβαλλομένου σύμφωνα με το άρθρο 283 προσδιορίζει τις κεφαλαιακές απαιτήσεις για τον κίνδυνο CVA αναπτύσσοντας υπόδειγμα για τις επιπτώσεις που έχουν οι αλλαγές στα πιστωτικά περιθώρια των αντισυμβαλλομένων στα CVA όλων των συμβαλλομένων των εν λόγω συναλλαγών, λαμβάνοντας υπόψη αντισταθμίσεις CVA που είναι επιλέξιμες σύμφωνα με το άρθρο 386.

    Ένα ίδρυμα χρησιμοποιεί το εσωτερικό του υπόδειγμα για τον προσδιορισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για τον ειδικό κίνδυνο από διαπραγματεύσιμους χρεωστικούς τίτλους και εφαρμόζει διάστημα εμπιστοσύνης 99 % και περίοδο διακράτησης ισοδύναμη με δέκα ημέρες. Το εσωτερικό υπόδειγμα χρησιμοποιείται κατά τρόπο ώστε να προσομοιώνει μεταβολές των πιστωτικών περιθωρίων των αντισυμβαλλομένων, αλλά δεν λαμβάνει υπόψη την ευαισθησία του CVA στις μεταβολές άλλων παραγόντων της αγοράς, συμπεριλαμβανομένων και των μεταβολών της αξίας του υποκείμενου μέσου, βασικού εμπορεύματος, νομίσματος ή επιτοκίου αναφοράς ενός παραγώγου.

    Οι κεφαλαιακές απαιτήσεις απαιτήσεις για τον κίνδυνο CVA για κάθε αντισυμβαλλόμενο υπολογίζονται σύμφωνα με τον κατωτέρω τύπο:

    Formula

    όπου:

    ti

    =

    ο χρόνος της i-στής επανατιμολόγηση, ξεκινώντας από t0=0,

    tT

    =

    η μεγαλύτερη συμβατική λήξη στα συμψηφιστικά σύνολα με τον αντισυμβαλλόμενο,

    si

    =

    το πιστωτικό περιθώριο του αντισυμβαλλομένου κατά τη χρονική στιγμή ti, που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό του CVA του αντισυμβαλλομένου. Εάν είναι διαθέσιμο το πιστωτικό περιθώριο της συμφωνίας ανταλλαγής κινδύνου αθέτησης (CDS spread) του αντισυμβαλλομένου, το ίδρυμα χρησιμοποιεί αυτό το πιστωτικό περιθώριο. Εάν το εν λόγω πιστωτικό περιθώριο της συμφωνίας ανταλλαγής κινδύνου αθέτησης δεν είναι διαθέσιμο, το ίδρυμα χρησιμοποιεί ένα προσεγγιστικό περιθώριο που είναι κατάλληλο λαμβάνοντας υπόψη την πιστοληπτική διαβάθμιση, τον κλάδο και την περιοχή του αντισυμβαλλομένου,

    LGDMKT

    =

    η ζημία σε περίπτωση αθέτησης του αντισυμβαλλομένου που βασίζεται στο περιθώριο ενός εμπορεύσιμου περιουσιακού στοιχείου εκδόσεως του αντισυμβαλλομένου στην αγορά εάν αυτό είναι διαθέσιμο. Εάν δεν είναι διαθέσιμο, η LGDMKT βασίζεται σε ένα προσεγγιστικό περιθώριο που είναι κατάλληλο λαμβάνοντας υπόψη την πιστοληπτική διαβάθμιση, τον κλάδο και την περιοχή του αντισυμβαλλομένου.

    Ο πρώτος συντελεστής του αθροίσματος αντιστοιχεί σε προσέγγιση της οριακής πιθανότητας αθέτησης βάσει τεκμαρτών δεδομένων της αγοράς, η οποία συμβαίνει μεταξύ της χρονικής περίοδου ti-1 και ti,

    EEi

    =

    το αναμενόμενο άνοιγμα έναντι του αντισυμβαλλομένου κατά τον χρόνο επανατιμολόγησης ti, όπου προστίθενται τα ανοίγματα διαφορετικών συμψηφιστικών συνόλων για αυτόν τον αντισυμβαλλόμενο, και όπου η μεγαλύτερη λήξη κάθε συνόλου προκύπτει από τη μεγαλύτερη συμβατική λήξη εντός του συμψηφιστικού συνόλου. Ένα ίδρυμα εφαρμόζει την αντιμετώπιση που καθορίζεται στην παράγραφο 3 σε περίπτωση συναλλαγών με παροχή πίστωσης και χρήση περιθωρίου ασφαλείας, εάν το ίδρυμα χρησιμοποιεί τη μεθοδολογία ΕΡΕ του άρθρου 285 παράγραφος 1 στοιχείο α) ή β) για συναλλαγές με παροχή πίστωσης και χρήση περιθωρίου ασφαλείας,

    Di

    =

    ο συντελεστής προεξόφλησης χωρίς κίνδυνο κατά τη χρονική στιγμή ti, όπου D0 =1.

    2.   Κατά τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων για τον κίνδυνο CVA ενός αντισυμβαλλομένου, ένα ίδρυμα βασίζει όλες τις παραμέτρους του εσωτερικού υποδείγματος για τον ειδικό κίνδυνο των χρεωστικών τίτλων στους ακόλουθους τύπους (σε όποιον είναι κατάλληλος κατά περίπτωση):

    α)

    εάν το υπόδειγμα βασίζεται σε πλήρη αποτίμηση, ο τύπος της παραγράφου 1 πρέπει να χρησιμοποιείται άμεσα,

    β)

    εάν το υπόδειγμα βασίζεται σε ευαισθησίες πιστωτικών περιθωρίων για συγκεκριμένες διάρκειες, ένα ίδρυμα βασίζει κάθε ευαισθησία πιστωτικού περιθωρίου («Κανονιστικό CS01») στον κατωτέρω τύπο:

    Formula

    Για την τελευταία χρονική περίοδο i=T, ο αντίστοιχος τύπος είναι

    Formula

    γ)

    εάν το υπόδειγμα χρησιμοποιεί ευαισθησίες πιστωτικών περιθωρίων σε παράλληλες μεταβολές στα πιστωτικά περιθώρια, το ίδρυμα χρησιμοποιεί τον ακόλουθο τύπο:

    Formula

    δ)

    εάν το υπόδειγμα χρησιμοποιεί ευαισθησίες δεύτερης τάξης σε μεταβολές στα πιστωτικά περιθώρια (πιστωτικό περιθώριο γάμμα), τα γάμμα υπολογίζονται βάσει του τύπου της παραγράφου 1.

    3.   Ένα ίδρυμα που χρησιμοποιεί τη μεθοδολογία EPE για εξωχρηματιστηριακά παράγωγα με εξασφαλίσεις που αναφέρεται στο άρθρο 285 παράγραφος 1 στοιχείο α) ή β), κατά τον προσδιορισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων για τον κίνδυνο CVA σύμφωνα με την παράγραφο 1, κάνει αμφότερα τα κατωτέρω:

    α)

    λαμβάνει ως παραδοχή ότι το αναμενόμενο άνοιγμα (ΕΕ) παραμένει σταθερό,

    β)

    ορίζει αναμενόμενο άνοιγμα ΕΕ ίσο με το πραγματικό αναμενόμενο άνοιγμα όπως υπολογίζεται δυνάμει του άρθρου 285 παράγραφος 1 στοιχείο β) με λήξη που ισούται με τη μεγαλύτερη από τις κατωτέρω:

    i)

    το ήμισυ της μεγαλύτερης λήξης του συμψηφιστικού συνόλου,

    ii)

    την ονομαστική σταθμισμένη μέση λήξη όλων των συναλλαγών του συμψηφιστικού συνόλου.

    4.   Ένα ίδρυμα που έχει την άδεια της αρμόδιας αρχής σύμφωνα με το άρθρο 283 να χρησιμοποιεί τη ΜΕΥ για τον υπολογισμό των αξιών ανοιγμάτων που αφορούν την πλειονότητα των δραστηριοτήτων του, αλλά χρησιμοποιεί τις μεθόδους που προβλέπονται στον τίτλο ΙΙ κεφάλαιο 6 τμήμα 3, 4 ή 5 για μικρότερα χαρτοφυλάκια, και στο οποίο επιτρέπεται να χρησιμοποιεί τα εσωτερικά υποδείγματα κινδύνων αγοράς για τον ειδικό κίνδυνο των χρεωστικών τίτλων σύμφωνα με το άρθρο 363 παράγραφος 1 στοιχείο δ) μπορεί, με την επιφύλαξη της άδειας των αρμόδιων αρχών, να υπολογίζει τις κεφαλαιακές απαιτήσεις για τον κίνδυνο CVA σύμφωνα με την παράγραφο 1 για τα συμψηφιστικά σύνολα εκτός ΜΕΥ. Οι αρμόδιες αρχές χορηγούν τη σχετική άδεια μόνο εφόσον το ίδρυμα χρησιμοποιεί τις μεθόδους που προβλέπονται στον τίτλο ΙΙ κεφάλαιο 6 τμήμα 3, 4 ή 5 για περιορισμένο αριθμό μικρότερων χαρτοφυλακίων.

    Για τους σκοπούς του υπολογισμού δυνάμει του προηγούμενου εδαφίου και εφόσον το υπόδειγμα ΜΕΥ δεν παράγει ένα αναμενόμενο προφίλ ανοίγματος, ένα ίδρυμα κάνει αμφότερα τα κατωτέρω:

    α)

    λαμβάνει ως παραδοχή ότι το αναμενόμενο άνοιγμα (ΕΕ) παραμένει σταθερό,

    β)

    ορίζει αναμενόμενο άνοιγμα ΕΕ ίσο με το άνοιγμα όπως υπολογίζεται δυνάμει του τίτλου II κεφάλαιο 6 τμήμα 3, 4 ή 5 ή τη ΜΕΥ με λήξη που ισούται με τη μεγαλύτερη από τις κατωτέρω:

    i)

    το ήμισυ της μεγαλύτερης λήξης του συμψηφιστικού συνόλου,

    ii)

    την ονομαστική σταθμισμένη μέση λήξη όλων των συναλλαγών του συμψηφιστικού συνόλου.

    5.   Ένα ίδρυμα προσδιορίζει τις κεφαλαιακές απαιτήσεις για κίνδυνο CVA σύμφωνα με το άρθρο 364 παράγραφος 1 και τα άρθρα 365 και 367 ως το άθροισμα της δυνητικής ζημίας υπό ακραίες συνθήκες και της δυνητικής ζημιάς υπό κανονικές συνθήκες, που υπολογίζονται ως εξής:

    α)

    για τη δυνητική ζημία υπό κανονικές συνθήκες χρησιμοποιούνται οι τρέχουσες βαθμονομήσεις παραμέτρων για το αναμενόμενο άνοιγμα όπως ορίζονται στο άρθρο 292 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο,

    β)

    για τη δυνητική ζημία υπό ακραίες συνθήκες χρησιμοποιούνται μελλοντικά προφίλ αναμενόμενων ανοιγμάτων ΕΕ των αντισυμβαλλομένων χρησιμοποιώντας βαθμονομήσεις παραμέτρων υπό ακραίες συνθήκες όπως ορίζεται στο άρθρο 292 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο. Η περίοδος ακραίων συνθηκών που θα χρησιμοποιηθεί για τις παραμέτρους πιστωτικών περιθωρίων, είναι το έτος με τις χειρότερες ακραίες συνθήκες που περιλαμβάνεται στην τριετή περίοδο ακραίων συνθηκών που χρησιμοποιείται για τις παραμέτρους του ανοίγματος,

    γ)

    στους υπολογισμούς αυτούς εφαρμόζεται ο συντελεστής 3 που χρησιμοποείται στον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων που βασίζονται σε δυνητική ζημία και σε δυνητική ζημία υπό ακραίες συνθήκες σύμφωνα με το άρθρο 364 παράγραφος 1. Η ΕΑΤ επιβλέπει τη συμβατότητα οποιασδήποτε εποπτικής διακριτικής ευχέρειας που χρησιμοποιείται για την εφαρμογή υψηλότερου συντελεστή από τον εν λόγω συντελεστή 3 στον υπολογισμό της δυνητικής ζημιάς και στον υπολογισμό της δυνητικής ζημιάς υπό ακραίες συνθήκες για την επιβάρυνση του CVA. Οι αρμόδιες αρχές που εφαρμόζουν συντελεστή υψηλότερο από 3 υποβάλλουν γραπτή αιτιολόγηση στην ΕΑΤ,

    δ)

    ο υπολογισμός εκτελείται τουλάχιστον σε μηνιαία βάση και το χρησιμοποιούμενο αναμενόμενο άνοιγμα ΕΕ υπολογίζεται με την ίδια συχνότητα. Εάν χρησιμοποιείται μικρότερη από ημερήσια συχνότητα, για τους σκοπούς του υπολογισμού που αναφέρεται στο άρθρο 364 παράγραφος 1 στοιχείο α) σημείο ii) και στο άρθρο 364 παράγραφος 1 στοιχείο β) σημείο ii), τα ιδρύματα χρησιμοποιούν τον μέσο όρο τριμήνου.

    6.   Για ανοίγματα έναντι αντισυμβαλλομένου για τα οποία το εγκεκριμένο εσωτερικό υπόδειγμα δυνητικής ζημιάς του ιδρύματος για τον ειδικό κίνδυνο χρεωστικών τίτλων δεν δημιουργεί κατάλληλο προσεγγιστικό περιθώριο σύμφωνα με τα κριτήρια της πιστοληπτικής διαβάθμισης, του κλάδου και της περιοχής του αντισυμβαλλομένου, το ίδρυμα χρησιμοποιεί τη μέθοδο που προσδιορίζεται στο άρθρο 384 για τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων για τον κίνδυνο CVA.

    7.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για να προσδιορίσει με περισσότερες λεπτομέρειες:

    α)

    πώς πρέπει να ορίζεται το προσεγγιστικό περιθώριο που θα προκύπτει από το εγκεκριμένο εσωτερικό υπόδειγμα του ιδρύματος για τον ειδικό κίνδυνο χρεωστικών τίτλων με σκοπό τον προσδιορισμό των si και LGDMKT που αναφέρονται στην παράγραφο 1,

    β)

    τον αριθμό και το μέγεθος των χαρτοφυλακίων που πληρούν τα κριτήρια του περιορισμένου αριθμού μικρότερων χαρτοφυλακίων που αναφέρονται στην παράγραφο 4.

    Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή το αργότερο έως την 1η Ιανουαρίου 2014.

    Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

    Άρθρο 384

    Τυποποιημένη μέθοδος

    1.   Ένα ίδρυμα που δεν υπολογίζει τις κεφαλαιακές απαιτήσεις για τον κίνδυνο CVA για τους αντισυμβαλλόμενούς του σύμφωνα με το άρθρο 383 υπολογίζει τις κεφαλαιακές απαιτήσεις για τον κίνδυνο CVA για κάθε αντισυμβαλλόμενο σύμφωνα με τον ακόλουθο τύπο, λαμβάνοντας υπόψη αντισταθμίσεις για τον κίνδυνο CVA που είναι επιλέξιμες σύμφωνα με το άρθρο 386:

    Formula

    όπου:

    h

    =

    ο ορίζοντας κινδύνου ενός έτους (σε μονάδες έτους)· h = 1,

    wi

    =

    ο συντελεστής στάθμισης που εφαρμόζεται στον αντισυμβαλλόμενο «i»,

    Ο αντισυμβαλλόμενος «i» πρέπει να αντιστοιχιστεί σε έναν από τους έξι συντελεστές στάθμισης wi βάσει εξωτερικής πιστοληπτικής αξιολόγησης από καθορισμένο για τον σκοπό αυτόν ΕΟΠΑ, όπως φαίνεται στον πίνακα 1. Όταν αντισυμβαλλόμενος δεν διαθέτει πιστοληπτική αξιολόγηση από καθορισμένο για τον σκοπό αυτόν ΕΟΠΑ:

    α)

    το ίδρυμα που χρησιμοποιεί τη μέθοδο του τίτλου ΙΙ κεφάλαιο 3 αντιστοιχίζει την εσωτερική διαβάθμιση του αντισυμβαλλομένου με μία από τις εξωτερικές πιστοληπτικές αξιολογήσεις,

    β)

    το ίδρυμα που χρησιμοποιεί τη μέθοδο του τίτλου ΙΙ κεφάλαιο 2 αποδίδει συντελεστή στάθμισης wi=1,0 % στον εν λόγω αντισυμβαλλόμενο.· Ωστόσο, εάν το ίδρυμα χρησιμοποιεί το άρθρο 128 για να σταθμίζει ως προς το κίνδυνο τα ανοίγματα πιστωτικού κινδύνου αντισυμβαλλομένου έναντι του εν λόγω αντισυμβαλλομένου, αποδίδει συντελεστή στάθμισης wi=3,0 %,

    Formula

    =

    η συνολική αξία ανοίγματος σε πιστωτικό κίνδυνο του αντισυμβαλλομένου «i» (αθροισμένη σε όλα τα συμψηφιστικά σύνολα), συμπεριλαμβανομένης της επίπτωσης της εξασφάλισης σύμφωνα με τις μεθόδους που ορίζονται στον τίτλο ΙΙ κεφάλαιο 6 τμήματα 3 έως 6 όπως ισχύουν για τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων ιδίων για τον πιστωτικό κίνδυνο αντισυμβαλλομένου του συγκεκριμένου αντισυμβαλλομένου. Ένα ίδρυμα που εφαρμόζει μια από τις μεθόδους του κεφαλαίου 6 τίτλος ΙΙ τμήματα 3 και 4 μπορεί να χρησιμοποιεί ως EADi total την πλήρως προσαρμοσμένη αξία ανοίγματος σύμφωνα με το άρθρο 223 παράγραφος 5.

    Για ένα ίδρυμα που δεν χρησιμοποιεί τη μέθοδο του τίτλου ΙΙ κεφάλαιο 6 τμήμα 6, το άνοιγμα προεξοφλείται με την εφαρμογή του ακόλουθου συντελεστή:

    Formula

    Bi

    =

    το ονομαστικό ποσό των αγορασθεισών αντισταθμίσεων CDS μεμονωμένου οφειλέτη (το άθροισμά τους εάν οι θέσεις είναι περισσότερες από μία) που αναφέρονται στον αντισυμβαλλόμενο «i» και χρησιμοποιούνται για την αντιστάθμιση του κινδύνου CVA.

    Το εν λόγω ονομαστικό ποσό προεξοφλείται με την εφαρμογή του ακόλουθου συντελεστή:

    Formula

    Bind

    =

    το πλήρες ονομαστικό ποσό ενός ή περισσότερων CDS δείκτη αγορασθείσας προστασίας που χρησιμοποιείται για την αντιστάθμιση του κινδύνου CVA.

    Το εν λόγω ονομαστικό ποσό προεξοφλείται με την εφαρμογή του ακόλουθου συντελεστή:

    Formula

    wind

    =

    ο συντελεστής στάθμισης που εφαρμόζεται σε αντισταθμίσεις βάσει δείκτη.

    Ένα ίδρυμα προσδιορίζει τον συντελεστή Wind υπολογίζοντας τον σταθμισμένο μέσον όρο των συντελεστών wi που εφαρμόζονται στις επί μέρους συνιστώσες του δείκτη,

    Mi

    =

    η πραγματική λήξη των συναλλαγών με τον αντισυμβαλλόμενο «i».

    Για ένα ίδρυμα που χρησιμοποιεί τη μέθοδο που προβλέπεται στον τίτλο ΙΙ κεφάλαιο 6 τμήμα 6, το Mi υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 162 παράγραφος 2 στοιχείο ζ). Ωστόσο, για τον σκοπό αυτό, δεν ισχύει για τη Mi ανώτατο όριο πέντε ετών, αλλά η μεγαλύτερη εναπομένουσα συμβατική λήξη στο συμψηφιστικό σύνολο,

    Για ένα ίδρυμα που δεν χρησιμοποιεί τη μέθοδο που προβλέπεται στον τίτλο ΙΙ κεφάλαιο 6 τμήμα 6, το Mi ισούται με τη μέση ονομαστική σταθμισμένη λήξη όπως προβλέπεται στο άρθρο 162 παράγραφος 2 στοιχείο β). Ωστόσο, για τον σκοπό αυτό, δεν ισχύει για τη Mi ανώτατο όριο πέντε ετών, αλλά η μεγαλύτερη εναπομένουσα συμβατική λήξη στο συμψηφιστικό σύνολο,

    Formula

    =

    η λήξη του μέσου αντιστάθμισης με ονομαστικό Bi (οι ποσότητες Mihedge Bi αθροίζονται αν πρόκειται για πολλές θέσεις),

    Mind

    =

    η λήξη της αντιστάθμισης δείκτη.

    Σε περίπτωση που οι θέσεις με αντιστάθμιση δείκτη είναι περισσότερες από μία, το Mind είναι η ονομαστική σταθμισμένη λήξη.

    2.   Εάν ένας αντισυμβαλλόμενος περιλαμβάνεται σε δείκτη στον οποίο βασίζεται μια συμφωνία ανταλλαγής κινδύνου αθέτησης που χρησιμοποιείται για την αντιστάθμιση του πιστωτικού κινδύνου αντισυμβαλλομένου, το ίδρυμα μπορεί να αφαιρέσει το ονομαστικό ποσό που αποδίδεται στον εν λόγω αντισυμβαλλόμενο σύμφωνα με τον συντελεστή στάθμισης της οντότητας αναφοράς από το ονομαστικό ποσό του CDS δείκτη και να το αντιμετωπίσει ως αντιστάθμιση μεμονωμένου οφειλέτη (Bi) του μεμονωμένου αντισυμβαλλομένου με λήξη που βασίζεται στη λήξη του δείκτη.

    Πίνακας 1

    Βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας

    Συντελεστής στάθμισης wi

    1

    0,7 %

    2

    0,8 %

    3

    1,0 %

    4

    2,0 %

    5

    3,0 %

    6

    10,0 %

    Άρθρο 385

    Εναλλακτικός υπολογισμός των κεφαλαιακών απαιτήσεων αντί της χρήσης των μεθόδων CVA

    Εναλλακτικά προς το άρθρο 384, για μέσα που προβλέπονται στο άρθρο 382 παράγραφος 1 και εφόσον ληφθεί προηγουμένως η συγκατάθεση της αρμόδιας αρχής, τα ιδρύματα τα οποία χρησιμοποιούν τη μέθοδο αρχικού ανοίγματος που ορίζεται στο άρθρο 275 μπορούν να εφαρμόζουν πολλαπλασιαστικό συντελεστή 10 στα προκύπτοντα σταθμισμένα ως προς τον κίνδυνο ποσά ανοιγμάτων για τον πιστωτικό κίνδυνο αντισυμβαλλομένου όσον αφορά τα ανοίγματα αυτά, αντί να υπολογίζουν τις κεφαλαιακές απαιτήσεις για κίνδυνο CVA.

    Άρθρο 386

    Επιλέξιμες αντισταθμίσεις

    1.   Οι αντισταθμίσεις αποτελούν «αποδεκτές αντισταθμίσεις» για τους σκοπούς του υπολογισμού των κεφαλαιακών απαιτήσεων για τον κίνδυνο CVA σύμφωνα με τα άρθρα 383 και 384 μόνο εφόσον χρησιμοποιούνται για τη μείωση του κινδύνου CVA, υπόκεινται σε ανάλογη διαχείριση και ανήκουν σε μία από τις κατωτέρω κατηγορίες:

    α)

    συμφωνίες ανταλλαγής κινδύνου αθέτησης μεμονωμένου οφειλέτη (single name credit default swap) ή άλλα αντίστοιχα μέσα αντιστάθμισης που αναφέρονται άμεσα στον αντισυμβαλλόμενο,

    β)

    συμφωνίες ανταλλαγής κινδύνου αθέτησης δείκτη (index credit default swap), εφόσον η βάση μεταξύ κάθε μεμονωμένου περιθωρίου αντισυμβαλλομένου και των περιθωρίων των αντισταθμίσεων συμφωνιών ανταλλαγής κινδύνου αθέτησης δείκτη αντικατοπτρίζεται, κατά την κρίση της αρμόδιας αρχής, στη δυνητική ζημία.

    Η απαίτηση του στοιχείου β) που ορίζει ότι η βάση μεταξύ κάθε μεμονωμένου περιθωρίου αντισυμβαλλομένου και των περιθωρίων των αντισταθμίσεων συμφωνιών ανταλλαγής κινδύνου αθέτησης δείκτη πρέπει να αντικατοπτρίζεται στη δυνητική ζημία εφαρμόζεται και σε περιπτώσεις όπου χρησιμοποιείται προσεγγιστικό περιθώριο ως το περιθώριο του αντισυμβαλλομένου.

    Για όλους τους αντισυμβαλλομένους για τους οποίους χρησιμοποιείται προσεγγιστικό περιθώριο, ένα ίδρυμα χρησιμοποιεί εύλογη χρονική σειρά για τη βάση που να προκύπτει από μια αντιπροσωπευτική ομάδα παρόμοιων οφειλετών για τους οποίους διατίθεται περιθώριο.

    Εάν η βάση μεταξύ κάθε μεμονωμένου περιθωρίου αντισυμβαλλομένου και των περιθωρίων των αντισταθμίσεων συμφωνιών ανταλλαγής κινδύνου αθέτησης δείκτη δεν αντικατοπτρίζεται ικανοποιητικά κατά την κρίση της αρμόδιας αρχής, ένα ίδρυμα θα λαμβάνει υπόψη μόνο το 50 % του ονομαστικού ποσού των αντισταθμίσεων δείκτη στη δυνητική ζημία.

    Δεν επιτρέπεται η υπερβολική αντιστάθμιση των ανοιγμάτων με συμφωνίες ανταλλαγής κινδύνου αθέτησης μεμονωμένου οφειλέτη βάσει της μεθόδου του άρθρου 383.

    2.   Ένα ίδρυμα δεν θα λαμβάνει υπόψη άλλα είδη αντισταθμίσεων κινδύνου αντισυμβαλλομένου στον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων για τον κίνδυνο CVA. Συγκεκριμένα, οι συμφωνίες που είναι κατατμημένες ή νιοστής αθέτησης τύπου ανταλλαγής κινδύνου αθέτησης και τύπου “credit linked note” δεν αποτελούν επιλέξιμες αντισταθμίσεις για τον σκοπό του υπολογισμού των κεφαλαιακών απαιτήσεων για τον κίνδυνο CVA.

    3.   Οι επιλέξιμες αντισταθμίσεις που περιλαμβάνονται στον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων για τον κίνδυνο CVA δεν περιλαμβάνονται στον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων για τον ειδικό κίνδυνο όπως προβλέπεται στον τίτλο IV και δεν αντιμετωπίζονται ως μέσα μείωσης του πιστωτικού κινδύνου εκτός από τον πιστωτικό κίνδυνο αντισυμβαλλομένου του ίδιου χαρτοφυλακίου της συναλλαγής.

    ΤΕΤΑΡΤΟ ΜΕΡΟΣ

    ΜΕΓΑΛΑ ΑΝΟΙΓΜΑΤΑ

    Άρθρο 387

    Αντικείμενο

    Τα ιδρύματα παρακολουθούν και ελέγχουν τα μεγάλα τους χρηματοδοτικά ανοίγματα σύμφωνα με το παρόν μέρος.

    Άρθρο 388

    Εξαιρέσεις

    Το παρόν μέρος δεν εφαρμόζεται σε επιχειρήσεις επενδύσεων που πληρούν τα κριτήρια που ορίζονται στο άρθρο 95 παράγραφος 1 ή στο άρθρο 96 παράγραφος 1.

    Το παρόν μέρος δεν εφαρμόζεται σε όμιλο στη βάση της ενοποιημένης κατάστασής του, εάν ο εν λόγω όμιλος απαρτίζεται αποκλειστικά από επιχειρήσεις επενδύσεων κατά την έννοια του άρθρου 95 παράγραφος 1 ή του άρθρου 96 παράγραφος 1 και επιχειρήσεις παροχής επικουρικών υπηρεσιών, εφόσον ο όμιλος αυτός δεν περιλαμβάνει πιστωτικά ιδρύματα.

    Άρθρο 389

    Ορισμός

    Για τους σκοπούς του παρόντος μέρους, ως «χρηματοδοτικά ανοίγματα» νοούνται τα στοιχεία ενεργητικού ή τα εκτός ισολογισμού στοιχεία που αναφέρονται στο τρίτο μέρος τίτλος ΙΙ κεφάλαιο 2, χωρίς εφαρμογή των συντελεστών στάθμισης κινδύνου ή των βαθμών κινδύνου.

    Άρθρο 390

    Υπολογισμός της αξίας χρηματοδοτικού ανοίγματος

    1.   Τα ανοίγματα που προκύπτουν από τα στοιχεία που αναφέρονται στο παράρτημα II υπολογίζονται σύμφωνα με μία από τις μεθόδους που περιγράφονται στο τρίτο μέρος τίτλος II κεφάλαιο 6.

    2.   Τα ιδρύματα με άδεια να χρησιμοποιούν τη μέθοδο του εσωτερικού υποδείγματος σύμφωνα με το άρθρο 283 μπορούν να χρησιμοποιούν την εν λόγω μέθοδο για τον υπολογισμό της αξίας χρηματοδοτικά ανοίγματος για πράξεις επαναγοράς, πράξεις δανειοδοσίας ή δανειοληψίας τίτλων ή εμπορευμάτων, πράξεις δανεισμού περιθωρίου και πράξεις με μακρά προθεσμία διακανονισμού.

    3.   Τα ιδρύματα που υπολογίζουν τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για τις δραστηριότητες του χαρτοφυλακίου συναλλαγών τους σύμφωνα με το τρίτο μέρος τίτλος IV κεφάλαιο 2, το άρθρο 299 και το τρίτο μέρος τίτλος V και, κατά περίπτωση, το τρίτο μέρος τίτλος IV κεφάλαιο 5 υπολογίζουν τα χρηματοδοτικά ανοίγματα έναντι μεμονωμένων πελατών που προκύπτουν στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών αθροίζοντας τα παρακάτω στοιχεία:

    α)

    της θετικής αξία κατά την οποία οι θετικές θέσεις του ιδρύματος υπερβαίνουν τις αρνητικές θέσεις σε όλα τα χρηματοπιστωτικά μέσα που εκδίδονται από τον εν λόγω πελάτη· η καθαρή θέση σε καθένα από τα διάφορα μέσα υπολογίζεται σύμφωνα με τις μεθόδους που προβλέπονται στο τρίτο μέρος τίτλος IV κεφάλαιο 2,

    β)

    του καθαρού ανοίγματος, στην περίπτωση αναδοχής της έκδοσης χρεωστικών τίτλων ή μετοχών,

    γ)

    των χρηματοδοτικών ανοιγμάτων που οφείλονται στις συναλλαγές, συμφωνίες και συμβάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 299 και στα άρθρα 378 έως 380 με τον συγκεκριμένο πελάτη· τα ανοίγματα αυτά υπολογίζονται κατά τον τρόπο που ορίζεται στα συγκεκριμένα άρθρα, για τον υπολογισμό του ύψους των ανοιγμάτων.

    Για τους σκοπούς του στοιχείου β), το καθαρό άνοιγμα υπολογίζεται αφαιρώντας τις θέσεις αναδοχής που αναλαμβάνουν ή υπαναδέχονται τρίτοι βάσει επίσημης συμφωνίας μειωμένες βάσει των συντελεστών που ορίζονται στο άρθρο 345.

    Για τους σκοπούς του στοιχείου β), τα ιδρύματα εγκαθιδρύουν συστήματα για να παρακολουθούν και να ελέγχουν τα χρηματοδοτικά ανοίγματα που υφίστανται λόγω αναδοχής εκδόσεων από τη στιγμή της πρώτης ανάληψης υποχρεώσεων έως την επόμενη εργάσιμη ημέρα, ανάλογα με τη φύση των κινδύνων των οικείων αγορών.

    Για τους σκοπούς του στοιχείου γ), το τρίτο μέρος τίτλος ΙΙ κεφάλαιο 3 διαγράφεται από την αναφορά στο άρθρο 299.

    4.   Τα συνολικά χρηματοδοτικά ανοίγματα έναντι μεμονωμένων πελατών ή ομίλων συνδεδεμένων πελατών υπολογίζονται με την άθροιση των χρηματοδοτικών ανοιγμάτων του χαρτοφυλακίου συναλλαγών και των χρηματοδοτικών ανοιγμάτων εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών.

    5.   Τα χρηματοδοτικά ανοίγματα έναντι ομίλων συνδεδεμένων πελατών υπολογίζονται με την άθροιση των χρηματοδοτικών ανοιγμάτων έναντι των μεμονωμένων πελατών εντός ενός ομίλου.

    6.   Στα χρηματοδοτικά ανοίγματα δεν συμπεριλαμβάνονται:

    α)

    στην περίπτωση των πράξεων συναλλάγματος, τα ανοίγματα που προκύπτουν κατά τη συνήθη διαδικασία διακανονισμού, κατά την περίοδο δύο εργάσιμων ημερών μετά την πληρωμή,

    β)

    στην περίπτωση συναλλαγών για την αγορά ή πώληση τίτλων, τα ανοίγματα που προκύπτουν κατά τη συνήθη διαδικασία διακανονισμού εντός των πέντε εργάσιμων ημερών που ακολουθούν την ημερομηνία πληρωμής ή την παράδοση των τίτλων, οποιαδήποτε εκ των δύο γίνει νωρίτερα,

    γ)

    στην περίπτωση της παροχής πράξεων μεταβίβασης χρημάτων, συμπεριλαμβανομένης της εκτέλεσης υπηρεσιών πληρωμών, της εκκαθάρισης και διακανονισμού σε οποιοδήποτε νόμισμα και της τραπεζικής μέσω ανταποκριτών ή των υπηρεσιών εκκαθάρισης, διακανονισμού και φύλαξης χρηματοπιστωτικών μέσων σε πελάτες, οι καθυστερημένες εισπράξεις χρηματοδότησης και τα άλλα χρηματοδοτικά ανοίγματα που προκύπτουν από δραστηριότητες του πελάτη, τα οποία δεν διαρκούν περισσότερο από την επόμενη εργάσιμη ημέρα,

    δ)

    στην περίπτωση της παροχής πράξεων μεταβίβασης χρημάτων, συμπεριλαμβανομένης της εκτέλεσης υπηρεσιών πληρωμών, της εκκαθάρισης και διακανονισμού σε οποιοδήποτε νόμισμα και της τραπεζικής μέσω ανταποκριτών, τα εντός της ημέρας ανοίγματα έναντι των ιδρυμάτων που παρέχουν τις υπηρεσίες αυτές,

    ε)

    ανοίγματα που αφαιρούνται από τα ίδια κεφάλαια σύμφωνα με τα άρθρα 36, 56 και 66.

    7.   Προκειμένου να προσδιοριστεί το συνολικό χρηματοδοτικό άνοιγμα έναντι πελάτη ή ομάδας συνδεδεμένων πελατών, όσον αφορά πελάτες έναντι των οποίων το ίδρυμα έχει χρηματοδοτικά ανοίγματα μέσω συναλλαγών που αναφέρονται στο άρθρο 112 στοιχεία ιγ) και ιε) ή μέσω άλλων συναλλαγών όπου υπάρχει χρηματοδοτικό άνοιγμα σε υποκείμενα στοιχεία ενεργητικού, ένα ίδρυμα αξιολογεί τα υποκείμενα ανοίγματά του λαμβάνοντας υπόψη την οικονομική ουσία της διάρθρωσης της συναλλαγής και τους κινδύνους που ενέχει η διάρθρωση της ίδιας της συναλλαγής, ώστε να ορίσει κατά πόσον αυτή συνιστά πρόσθετο άνοιγμα.

    8.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να διευκρινίσει τα εξής:

    α)

    τα κριτήρια και τη μεθοδολογία που χρησιμοποιούνται για τον προσδιορισμό του συνολικού χρηματοδοτικού ανοίγματος έναντι πελάτη ή ομάδας συνδεδεμένων πελατών, όσον αφορά τα είδη χρηματοδοτικών ανοιγμάτων που αναφέρονται στην παράγραφο 7,

    β)

    τους όρους υπό τους οποίους η διάρθρωση της συναλλαγής που ορίζεται στην παράγραφο 7 δεν συνιστά πρόσθετο χρηματοδοτικό άνοιγμα.

    Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα στην Επιτροπή το αργότερο έως την 1η Ιανουαρίου 2014.

    Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

    Άρθρο 391

    Ορισμός ιδρύματος για τους σκοπούς των μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων

    Για τον σκοπό του υπολογισμού της αξίας των ανοιγμάτων σύμφωνα με το παρόν μέρος, ο όρος «ίδρυμα» περιλαμβάνει επίσης κάθε ιδιωτική ή δημόσια επιχείρηση, συμπεριλαμβανομένων των υποκαταστημάτων αυτής, η οποία, εάν ήταν εγκατεστημένη στην Ένωση, θα ενέπιπτε στον ορισμό του όρου «ίδρυμα» και έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε τρίτη χώρα η οποία εφαρμόζει εποπτικές και κανονιστικές απαιτήσεις τουλάχιστον ισοδύναμες με αυτές που εφαρμόζονται στην Ένωση.

    Άρθρο 392

    Ορισμός του μεγάλου ανοίγματος

    Ένα χρηματοδοτικό άνοιγμα ενός ιδρύματος έναντι πελάτη ή ομάδας συνδεδεμένων πελατών θεωρείται μεγάλο χρηματοδοτικό άνοιγμα, όταν η αξία του φθάσει ή υπερβεί το 10 % του αποδεκτού κεφαλαίου του.

    Άρθρο 393

    Ικανότητα προσδιορισμού και διαχείρισης μεγάλων ανοιγμάτων

    Ένα ίδρυμα διαθέτει υγιείς διοικητικές και λογιστικές διαδικασίες και επαρκείς μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου για την επισήμανση, τη διαχείριση, την παρακολούθηση, την αναφορά και τη λογιστική καταγραφή όλων των μεγάλων ανοιγμάτων και των επακόλουθων μεταβολών τους, σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.

    Άρθρο 394

    Απαιτήσεις υποβολής εκθέσεων

    1.   Ένα ίδρυμα κοινοποιεί στις αρμόδιες αρχές τις παρακάτω πληροφορίες για όλα τα μεγάλα χρηματοδοτικά ανοίγματα, συμπεριλαμβανομένων των μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων που εξαιρούνται από την εφαρμογή του άρθρου 395 παράγραφος 1:

    α)

    την ταυτότητα του πελάτη ή της ομάδας συνδεδεμένων πελατών έναντι των οποίων ένα ίδρυμα έχει μεγάλο άνοιγμα,

    β)

    την αξία χρηματοδοτικού ανοίγματος προτού ληφθεί υπόψη η επίδραση των τεχνικών μείωσης πιστωτικού κινδύνου, όταν συντρέχει περίπτωση,

    γ)

    τον τύπο χρηματοδοτούμενης ή μη χρηματοδοτούμενης πιστωτικής προστασίας, όπου χρησιμοποιείται,

    δ)

    την αξία του χρηματοδοτικού ανοίγματος, αφού ληφθεί υπόψη η επίδραση των τεχνικών μείωσης πιστωτικού κινδύνου, υπολογισμένη για τους σκοπούς του άρθρου 395 παράγραφος 1.

    Εάν ένα ίδρυμα υπάγεται στο τρίτο μέρος τίτλος II κεφάλαιο 3, κοινοποιεί στις αρμόδιες αρχές τα 20 μεγαλύτερα χρηματοδοτικά ανοίγματά του σε ενοποιημένη βάση, εκτός εκείνων που εξαιρούνται από την εφαρμογή του άρθρου 395 παράγραφος 1.

    2.   Ένα ίδρυμα κοινοποιεί στις αρμόδιες αρχές τις ακόλουθες πληροφορίες, επιπλέον της κοινοποίησης των πληροφοριών που αναφέρονται στην παράγραφο 1, σχετικά με τα δέκα μεγαλύτερα ανοίγματά του σε ενοποιημένη βάση έναντι ιδρυμάτων, καθώς και τα δέκα μεγαλύτερα ανοίγματά του σε ενοποιημένη βάση έναντι μη εποπτευόμενων χρηματοπιστωτικών οντοτήτων, συμπεριλαμβανομένων των μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων που εξαιρούνται από την εφαρμογή του άρθρου 395 παράγραφος 1:

    α)

    την ταυτότητα του πελάτη ή της ομάδας συνδεδεμένων πελατών έναντι των οποίων ένα ίδρυμα έχει μεγάλο άνοιγμα,

    β)

    την αξία ανοίγματος προτού ληφθεί υπόψη η επίδραση των ενεργειών μείωσης πιστωτικού κινδύνου, όταν συντρέχει περίπτωση,

    γ)

    τον τύπο χρηματοδοτούμενης ή μη χρηματοδοτούμενης πιστωτικής προστασίας, όπου χρησιμοποιείται,

    δ)

    την αξία του ανοίγματος, αφού ληφθεί υπόψη η επίδραση των ενεργειών μείωσης πιστωτικού κινδύνου, όπως υπολογίζεται για τους σκοπούς του άρθρου 395 παράγραφος 1,

    ε)

    την αναμενόμενη εξέλιξη του ανοίγματος εκφρασμένη ως το ποσό που καθίσταται ληξιπρόθεσμο ανά μηνιαίες περιόδους ληκτότητας με ορίζοντα έως ενός έτους, ανά τριμηνιαίες περιόδους ληκτότητας με ορίζοντα έως τριών ετών, και σε ετήσια βάση στη συνέχεια.

    3.   Η υποβολή των εκθέσεων γίνεται τουλάχιστον δύο φορές κατ’ έτος.

    4.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να διευκρινίσει τα εξής:

    α)

    τους ενιαίους μορφότυπους για την υποβολή εκθέσεων που προβλέπεται στην παράγραφο 3, που πρέπει να είναι ανάλογοι με τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων των ιδρυμάτων, καθώς και τις οδηγίες χρήσης των εν λόγω μορφοτύπων,

    β)

    τις συχνότητες και τις ημερομηνίες για την υποβολή εκθέσεων που προβλέπεται στην παράγραφο 3,

    γ)

    τις λύσεις ΤΠ που μπορούν να εφαρμοστούν για την υποβολή εκθέσεων που προβλέπεται στην παράγραφο 3.

    Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως την 1η Ιανουαρίου 2014.

    Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού ΕΕ αριθ. 1093/2010.

    Άρθρο 395

    Όρια για μεγάλα ανοίγματα

    1.   Ένα ίδρυμα δεν αναλαμβάνει άνοιγμα, αφού λάβει υπόψη την επίδραση των τεχνικών μείωσης πιστωτικού κινδύνου σύμφωνα με τα άρθρα 399 έως 403, έναντι πελάτη ή ομάδας συνδεδεμένων πελατών με αξία που υπερβαίνει το 25 % του αποδεκτού κεφαλαίου του. Εφόσον ο πελάτης είναι ίδρυμα ή η ομάδα συνδεδεμένων πελατών περιλαμβάνει ένα ή περισσότερα ιδρύματα, η αξία αυτή δεν υπερβαίνει το 25 % του αποδεκτού κεφαλαίου του ιδρύματος ή το ποσό των 150 εκατ. ευρώ, οποιοδήποτε είναι μεγαλύτερο, υπό τον όρο ότι το άθροισμα της αξίας των ανοιγμάτων, αφού ληφθεί υπόψη η επίδραση των τεχνικών μείωσης πιστωτικού κινδύνου σύμφωνα με τα άρθρα 399 έως 403, σε όλους τους συνδεδεμένους πελάτες που δεν είναι ιδρύματα δεν υπερβαίνει το 25 % του αποδεκτού κεφαλαίου του ιδρύματος.

    Εάν το ποσό των 150 εκατ. ευρώ είναι υψηλότερο από το 25 % του αποδεκτού κεφαλαίου του ιδρύματος, η αξία του ανοίγματος, αφού ληφθεί υπόψη η επίδραση των τεχνικών μείωσης πιστωτικού κινδύνου σύμφωνα με τα άρθρα 399 έως 403, δεν υπερβαίνει ένα εύλογο όριο όσον αφορά το αποδεκτό κεφάλαιο του ιδρύματος. Το σχετικό όριο προσδιορίζεται από το ίδρυμα σύμφωνα με τις πολιτικές και τις διαδικασίες που αναφέρονται στο άρθρο 81 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, για την αντιμετώπιση και τον έλεγχο του κινδύνου συγκέντρωσης. Το εν λόγω όριο δεν υπερβαίνει το 100 % του αποδεκτού κεφαλαίου του ιδρύματος.

    Οι αρμόδιες αρχές δύνανται να καθορίζουν όριο χαμηλότερο από 150 εκατομμύρια EUR και ενημερώνουν σχετικά την ΕΑΤ και την Επιτροπή.

    2.   Η ΕΑΤ, σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και λαμβανομένων υπόψη των αποτελεσμάτων των ενεργειών μείωσης του πιστωτικού κινδύνου σύμφωνα με τα άρθρα 399 έως 403, καθώς και των αποτελεσμάτων των εξελίξεων στον τομέα του σκιώδους τραπεζικού συστήματος και των μεγάλων ανοιγμάτων σε ενωσιακό και διεθνές επίπεδο, εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές έως την 31η Δεκεμβρίου 2014 για τον καθορισμό κατάλληλων συνολικών ορίων για τα ανοίγματα αυτά ή αυστηρότερων ειδικών ορίων για τα ανοίγματα έναντι οντοτήτων του σκιώδους τραπεζικού συστήματος που εκτελούν τραπεζικές δραστηριότητες εκτός ρυθμιζόμενου πλαισίου.

    Αναπτύσσοντας τις εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές, η ΕΑΤ εξετάζει αν η θέσπιση πρόσθετων ορίων θα είχε σημαντικό αρνητικό αντίκτυπο στο προφίλ κινδύνου ιδρυμάτων εγκατεστημένων στην Ένωση, στην παροχή πιστώσεων στην πραγματική οικονομία ή στη σταθερότητα και την ομαλή λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών.

    Έως τις 31 Δεκεμβρίου 2015, η Επιτροπή αξιολογεί την καταλληλότητα και τον αντίκτυπο της θέσπισης ορίων για τα ανοίγματα έναντι οντοτήτων του σκιώδους τραπεζικού συστήματος που εκτελούν τραπεζικές δραστηριότητες εκτός ρυθμιζόμενου πλαισίου, λαμβανομένων υπόψη των ενωσιακών και διεθνών εξελίξεων στον τομέα του σκιώδους τραπεζικού συστήματος και των μεγάλων ανοιγμάτων, καθώς και των ενεργειών μείωσης του πιστωτικού κινδύνου σύμφωνα με τα άρθρα 399 έως 403. Η Επιτροπή υποβάλλει την έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, μαζί με, κατά περίπτωση, νομοθετική πρόταση για τα όρια των ανοιγμάτων έναντι οντοτήτων του σκιώδους τραπεζικού συστήματος που εκτελούν τραπεζικές δραστηριότητες εκτός ρυθμιζόμενου πλαισίου.

    3.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 396, κάθε ίδρυμα οφείλει να τηρεί ανά πάσα στιγμή το όριο που καθορίζεται στην παράγραφο 1.

    4.   Τα στοιχεία που αποτελούν απαιτήσεις και άλλα ανοίγματα έναντι αναγνωρισμένων επιχειρήσεων επενδύσεων τρίτων χωρών μπορεί να υπόκεινται στην ίδια αντιμετώπιση με αυτήν που καθορίζεται στην παράγραφο 1.

    5.   Η υπέρβαση των ορίων που προβλέπονται στο παρόν άρθρο είναι δυνατή για τα ανοίγματα στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών του ιδρύματος εφόσον πληρούνται οι κατωτέρω προϋποθέσεις:

    α)

    το εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών άνοιγμα έναντι του εν λόγω πελάτη ή ομάδας συνδεδεμένων πελατών δεν υπερβαίνει το όριο που καθορίζεται στην παράγραφο 1, το οποίο υπολογίζεται σε συνάρτηση με το αποδεκτό κεφάλαιο, ώστε η υπέρβαση να προκύπτει αποκλειστικά από το χαρτοφυλάκιο συναλλαγών,

    β)

    το ίδρυμα πληροί μια πρόσθετη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων για την υπέρβαση σε συνάρτηση με το όριο που προβλέπεται στην παράγραφο 1, η οποία υπολογίζεται σύμφωνα με τα άρθρα 397 και 398,

    γ)

    σε περίπτωση παρέλευσης δέκα το πολύ ημερών από την πραγματοποίηση της υπέρβασης, το άνοιγμα του χαρτοφυλακίου συναλλαγών έναντι του συγκεκριμένου πελάτη ή ομάδας συνδεδεμένων πελατών δεν πρέπει να υπερβαίνει το 500 % του αποδεκτού κεφαλαίου του ιδρύματος,

    δ)

    οι υπερβάσεις που διαρκούν περισσότερο από δέκα ημέρες δεν πρέπει να υπερβαίνουν, συνολικά, το 600 % του αποδεκτού κεφαλαίου του ιδρύματος.

    Σε κάθε περίπτωση υπέρβασης του ορίου, το ίδρυμα γνωστοποιεί αμέσως στις αρμόδιες αρχές το ποσό της υπέρβασης και το όνομα του εκάστοτε πελάτη και, κατά περίπτωση, το όνομα της ομάδας των ενδιαφερόμενων συνδεδεμένων πελατών.

    6.   Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, ως διαρθρωτικά μέτρα νοούνται μέτρα τα οποία λαμβάνονται από κράτος μέλος, εφαρμόζονται από τις αρμόδιες αρχές του, πριν τεθεί σε ισχύ νομική πράξη που να εναρμονίζει ρητώς τα μέτρα αυτά, και απαιτούν από πιστωτικά ιδρύματα που διαθέτουν άδεια λειτουργίας στο εν λόγω κράτος μέλος να περιορίσουν τα ανοίγματά τους έναντι διαφόρων νομικών οντοτήτων που εξαρτώνται από τις δραστηριότητές τους, ανεξαρτήτως του τόπου εκτέλεσης των δραστηριοτήτων αυτών, με σκοπό την προστασία των καταθετών και τη διαφύλαξη της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας.

    Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου και το άρθρο 400 παράγραφος 1 στοιχείο στ), όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν εθνική νομοθεσία που απαιτεί τη λήψη διαρθρωτικών μέτρων εντός ενός τραπεζικού ομίλου, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να απαιτούν από τα ιδρύματα του τραπεζικού ομίλου που φυλάσσουν καταθέσεις καλυπτόμενες από σύστημα εγγυήσεως καταθέσεων σύμφωνα με την οδηγία 94/19/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 1994, περί των συστημάτων εγγυήσεως των καταθέσεων (30) ή ισοδύναμο σύστημα εγγυήσεων καταθέσεων τρίτης χώρας να εφαρμόζουν όριο στα μεγάλα ανοίγματα χαμηλότερο από 25 % αλλά όχι χαμηλότερο από 15 % μεταξύ 31 Δεκεμβρίου 2014 και της 30ής Ιουνίου 2015 και από 10 % από την 1η Ιουλίου 2015 σε υποενοποιημένη βάση, σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 5 στα εντός ομίλου ανοίγματα, εφόσον τα ανοίγματα αυτά αποτελούνται από ανοίγματα έναντι οντότητας που δεν ανήκει στον ίδιο υποόμιλο όσον αφορά τα διαρθρωτικά μέτρα.

    Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

    α)

    όλες οι οντότητες που ανήκουν στον ίδιο υποόμιλο όσον αφορά τα διαρθρωτικά μέτρα θεωρούνται ένας πελάτης ή όμιλος συνδεδεμένων πελατών,

    β)

    οι αρμόδιες αρχές εφαρμόζουν ενιαίο όριο στα ανοίγματα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο.

    Αυτή η προσέγγιση εφαρμόζεται χωρίς να θίγει την αποτελεσματική εποπτεία σε ενοποιημένη βάση και δεν επιφέρει δυσανάλογες δυσμενείς επιπτώσεις στο σύνολο ή σε τμήματα του χρηματοπιστωτικού συστήματος άλλων κρατών μελών ή στην Ένωση συνολικά, ούτε αποτελεί ή δημιουργεί εμπόδιο στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.

    7.   Πριν από την έκδοση των ειδικών διαρθρωτικών μέσων που αναφέρονται στην παράγραφο 6 σχετικά με μεγάλα ανοίγματα, οι αρμόδιες αρχές αποστέλλουν σχετική γνωστοποίηση στο Συμβούλιο, την Επιτροπή, τις οικείες αρμόδιες αρχές και την ΕΑΤ τουλάχιστον δύο μήνες πριν από τη δημοσίευση της απόφασης έκδοσης των διαρθρωτικών μέσων, και υποβάλλουν σχετικά ποσοτικά ή ποιοτικά στοιχεία σχετικά με όλα τα σημεία που ακολουθούν:

    α)

    το φάσμα των δραστηριοτήτων που υπόκεινται στα διαρθρωτικά μέσα,

    β)

    τους λόγους για τους οποίους τα εν λόγω σχέδια μέτρων θεωρούνται κατάλληλα, αποτελεσματικά και αναλογικά για την προστασία των καταθετών,

    γ)

    εκτίμηση του πιθανού θετικού ή αρνητικού αντικτύπου των μέτρων στην εσωτερική αγορά βάσει των πληροφοριών που διαθέτει το κράτος μέλος.

    8.   Η αρμοδιότητα έκδοσης εκτελεστικής πράξης για την αποδοχή ή την απόρριψη των προτεινόμενων εθνικών μέτρων που αναφέρονται στην παράγραφο 7 ανατίθεται στην Επιτροπή, η οποία ενεργεί σύμφωνα με τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 464 παράγραφος 2.

    Εντός ενός μηνός από την παραλαβή της γνωστοποίησης που αναφέρεται στην παράγραφο 7, η ΕΑΤ γνωστοποιεί στο Συμβούλιο, την Επιτροπή και το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος τη γνώμη της επί των σημείων που αναφέρονται στην εν λόγω παράγραφο. Οι ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές μπορούν επίσης να γνωστοποιούν στο Συμβούλιο, την Επιτροπή και το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος τις απόψεις τους επί των σημείων που αναφέρονται στην εν λόγω παράγραφο.

    Λαμβάνοντας προσεκτικά υπόψη τις γνώμες που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο και εάν υπάρχουν τεκμηριωμένα και ισχυρά στοιχεία από τα οποία να προκύπτει ότι το μέτρο θα έχει αρνητικό αντίκτυπο στην εσωτερική αγορά ο οποίος υπερκαλύπτει τα οφέλη για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, η Επιτροπή, εντός δύο μηνών από την παραλαβή της γνωστοποίησης, απορρίπτει τα προτεινόμενα εθνικά μέτρα. Σε διαφορετική περίπτωση, η Επιτροπή αποδέχεται τα προτεινόμενα εθνικά μέτρα για αρχική περίοδο δύο ετών· εφόσον κριθεί σκόπιμο, τα μέτρα μπορούν να τροποποιηθούν.

    Η Επιτροπή απορρίπτει τα προτεινόμενα εθνικά μέτρα μόνο εάν θεωρεί ότι συνεπάγονται δυσανάλογες δυσμενείς επιπτώσεις στο σύνολο ή σε τμήματα του χρηματοπιστωτικού συστήματος άλλων κρατών ή στην Ένωσης συνολικά, αποτελώντας ή δημιουργώντας εμπόδιο στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς ή την ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων σύμφωνα με τις διατάξεις της ΣΛΕΕ.

    Στην εκτίμηση της Επιτροπής λαμβάνεται υπόψη η γνώμη της ΕΑΤ και τα στοιχεία που υποβάλλονται σύμφωνα με την παράγραφο 7.

    Πριν από τη λήξη της ισχύος των μέτρων, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να προτείνουν νέα μέτρα για την παράταση της περιόδου εφαρμογής κατά μία διετία κάθε φορά. Στην περίπτωση αυτή, ενημερώνουν την Επιτροπή, το Συμβούλιο, τις ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές και την ΕΑΤ. Για την έγκριση των νέων μέτρων εφαρμόζεται η διαδικασία που θεσπίζεται στο παρόν άρθρο. Το παρόν άρθρο ισχύει με την επιφύλαξη του άρθρου 458.

    Άρθρο 396

    Συμμόρφωση με τις απαιτήσεις μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων

    1.   Στην εξαιρετική περίπτωση που τα αναληφθέντα ανοίγματα υπερβαίνουν το όριο του άρθρου 395 παράγραφος 1, το ίδρυμα αναφέρει χωρίς καθυστέρηση την αξία του ανοίγματος στις αρμόδιες αρχές και αυτές, όπου οι συνθήκες το απαιτούν, ορίζουν ένα περιορισμένο διάστημα εντός του οποίου το ίδρυμα πρέπει να συμμορφωθεί με το όριο.

    Στις περιπτώσεις εφαρμογής του προβλεπόμενου στο άρθρο 395 παράγραφο 1 ορίου των 150 εκατομμυρίων EUR, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν, κατά περίπτωση, υπέρβαση του ορίου του 100 % των αποδεκτών κεφαλαίων του ιδρύματος.

    2.   Όταν η συμμόρφωση ενός ιδρύματος με τις υποχρεώσεις που επιβάλλει το παρόν μέρος, σε ατομική ή υποενοποιημένη βάση, δεν είναι η δέουσα βάσει του άρθρου 7 παράγραφος 1 ή όταν οι διατάξεις του άρθρου 9 εφαρμόζονται σε μητρικά ιδρύματα εγκατεστημένα σε ένα κράτος μέλος, λαμβάνονται μέτρα για να εξασφαλιστεί η ικανοποιητική κατανομή των ανοιγμάτων εντός του ομίλου.

    Άρθρο 397

    Υπολογισμός πρόσθετων απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για μεγάλα χρηματοδοτικά ανοίγματα στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών

    1.   Η υπέρβαση που μνημονεύεται στο άρθρο 395 παράγραφος 5 στοιχείο β) υπολογίζεται με την επιλογή των συνιστωσών εκείνων του συνολικού ανοίγματος συναλλαγής έναντι του αντίστοιχου πελάτη ή της αντίστοιχης ομάδας συνδεδεμένων πελατών στις οποίες εφαρμόζονται οι αυστηρότερες από τις προβλεπόμενες στο τρίτο μέρος τίτλος IV κεφάλαιο 2 και/ή τις προβλεπόμενες στο άρθρο 299 και στο τρίτο μέρος τίτλος V απαιτήσεις για την κάλυψη του ειδικού κινδύνου και των οποίων το άθροισμα ισούται προς το ποσό της υπέρβασης που αναφέρεται στο άρθρο 395 παράγραφος 5 στοιχείο α).

    2.   Εάν η υπέρβαση αυτή δεν διήρκεσε περισσότερο από δέκα ημέρες, η πρόσθετη κεφαλαιακή απαίτηση ισούται με το 200 % των απαιτήσεων που προβλέπονται στην παράγραφο 1 για τις συνιστώσες αυτές.

    3.   Δέκα ημέρες μετά την πραγματοποίηση της υπέρβασης, οι συνιστώσες της, επιλεγόμενες σύμφωνα με την παράγραφο 1, καταλογίζονται στην αντίστοιχη σειρά της στήλης 1 του πίνακα 1 κατ’ αύξουσα τάξη των απαιτήσεων για την κάλυψη του ειδικού κινδύνου του τρίτου μέρους τίτλος IV κεφάλαιο 2 και/ή των απαιτήσεων του άρθρου 299 και του τρίτου μέρους τίτλος V. Η πρόσθετη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων ισούται προς το άθροισμα των απαιτήσεων ειδικού κινδύνου του τρίτου μέρους τίτλος IV κεφάλαιο 2 και/ή των απαιτήσεων του άρθρου 299 και του τρίτου μέρους τίτλος V για τις συνιστώσες αυτές, επί τον αντίστοιχο συντελεστή που αναγράφεται στη στήλη 2 του πίνακα 1.

    Πίνακας 1

    Στήλη 1: Υπέρβαση των ορίων

    (βάσει ποσοστού αποδεκτού κεφαλαίου)

    Στήλη 2: Συντελεστές

    Τμήμα έως 40 %

    200 %

    Τμήμα μεταξύ 40 και έως 60 %

    300 %

    Τμήμα μεταξύ 60 και έως 80 %

    400 %

    Τμήμα μεταξύ 80 και έως 100 %

    500 %

    Τμήμα μεταξύ 100 και έως 250 %

    600 %

    Τμήμα άνω του 250 %

    900 %

    Άρθρο 398

    Διαδικασίες που αποτρέπουν την αποφυγή της πρόσθετης απαίτησης ιδίων κεφαλαίων από τα ιδρύματα

    Τα ιδρύματα δεν αποφεύγουν σκοπίμως τις πρόσθετες απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων που προβλέπονται στο άρθρο 397, οι οποίες θα προέκυπταν ειδάλλως σε ανοίγματα που υπερβαίνουν το όριο του άρθρου 395 παράγραφος 1 εφόσον αυτά τα ανοίγματα έχουν διατηρηθεί για περισσότερο από δέκα ημέρες, μεταφέροντας προσωρινά τα εν λόγω ανοίγματα σε άλλη εταιρεία, είτε ανήκουσα στον ίδιο όμιλο είτε όχι, ή/και πραγματοποιώντας εικονικές συναλλαγές ώστε να καλύψουν το άνοιγμα κατά την περίοδο των δέκα ημερών και να δημιουργήσουν νέο άνοιγμα.

    Τα ιδρύματα διατηρούν σε εφαρμογή συστήματα με τα οποία να διασφαλίζεται η άμεση ενημέρωση των αρμόδιων αρχών για οποιαδήποτε μεταφορά η οποία έχει τις συνέπειες που μνημονεύονται στο πρώτο εδάφιο.

    Άρθρο 399

    Επιλέξιμες τεχνικές μείωσης του κινδύνου

    1.   Για τους σκοπούς των άρθρων 400 έως 403, ο όρος «εγγύηση» περιλαμβάνει πιστωτικά παράγωγα μέσα που αναγνωρίζονται βάσει του τρίτου μέρους τίτλος II κεφάλαιο 4 εκτός από ομόλογα συνδεδεμένα με τον πιστωτικό κίνδυνο υποκείμενου μέσου.

    2.   Με την επιφύλαξη της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου, όταν επιτρέπεται η αναγνώριση χρηματοδοτούμενης ή μη χρηματοδοτούμενης πιστωτικής προστασίας βάσει των άρθρων 400 έως 403, αυτό θα εξαρτάται από τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις επιλεξιμότητας και τις άλλες απαιτήσεις που ορίζονται στο τρίτο μέρος τίτλος II κεφάλαιο 4.

    3.   Σε περίπτωση που ένα ίδρυμα βασίζεται στο άρθρο 401 παράγραφος 2, η αναγνώριση της χρηματοδοτούμενης πιστωτικής προστασίας εξαρτάται από τη συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις του τρίτου μέρους τίτλος II κεφάλαιο 3. Για τους σκοπούς του παρόντος μέρους, τα ιδρύματα δεν λαμβάνουν υπόψη την ύπαρξη εξασφάλισης που αναφέρεται στο άρθρο 199 παράγραφοι 5 έως 7, εκτός εάν αυτό επιτρέπεται βάσει του άρθρου 402.

    4.   Τα ιδρύματα αναλύουν, στο βαθμό που είναι δυνατό, τα ανοίγματά τους σε εκδότες εξασφαλίσεων, παρόχους μη χρηματοδοτούμενης πιστωτικής προστασίας και υποκείμενα στοιχεία ενεργητικού κατ’ εφαρμογή του άρθρου 390 παράγραφος 7 για πιθανές συγκεντρώσεις και, όπου απαιτείται, αναλαμβάνουν δράση και διαβιβάζουν στην αρμόδια αρχή τους οποιαδήποτε σημαντικά ευρήματα.

    Άρθρο 400

    Εξαιρέσεις

    1.   Τα παρακάτω ανοίγματα εξαιρούνται από την εφαρμογή του άρθρου 395 παράγραφος 1:

    α)

    στοιχεία ενεργητικού που αντιπροσωπεύουν απαιτήσεις έναντι κεντρικών διοικήσεων, κεντρικών τραπεζών ή οντοτήτων του δημόσιου τομέα στις οποίες, άνευ εξασφάλισης, θα εφαρμοζόταν συντελεστής στάθμισης κινδύνου 0 % βάσει του τρίτου μέρους τίτλος II κεφάλαιο 2,

    β)

    στοιχεία ενεργητικού που αντιπροσωπεύουν απαιτήσεις έναντι διεθνών οργανισμών ή πολυμερών αναπτυξιακών τραπεζών στις οποίες, άνευ εξασφάλισης, θα εφαρμοζόταν συντελεστής στάθμισης κινδύνου 0 % βάσει του τρίτου μέρους τίτλος ΙΙ κεφάλαιο 2,

    γ)

    στοιχεία ενεργητικού που αντιπροσωπεύουν απαιτήσεις οι οποίες καλύπτονται ρητά από εγγύηση κεντρικών διοικήσεων, κεντρικών τραπεζών, οντοτήτων του δημόσιου τομέα, διεθνών οργανισμών ή πολυμερών αναπτυξιακών τραπεζών όταν στις μη εξασφαλισμένες απαιτήσεις κατά της οντότητας που παρέχει την εγγύηση θα εφαρμοζόταν συντελεστής στάθμισης κινδύνου 0 % βάσει του τρίτου μέρους τίτλος II κεφάλαιο 2,

    δ)

    άλλα ανοίγματα έναντι, ή καλυπτόμενα από την εγγύηση κεντρικών διοικήσεων, κεντρικών τραπεζών, διεθνών οργανισμών, πολυμερών αναπτυξιακών τραπεζών ή οντοτήτων του δημόσιου τομέα, όταν στις μη εξασφαλισμένες απαιτήσεις κατά της οντότητας έναντι της οποίας είναι το άνοιγμα ή η οποία παρέχει την εγγύηση θα εφαρμοζόταν συντελεστής στάθμισης κινδύνου 0 % βάσει του τρίτου μέρους τίτλος II κεφάλαιο 2,

    ε)

    στοιχεία ενεργητικού που αντιστοιχούν σε απαιτήσεις έναντι περιφερειακών κυβερνήσεων ή τοπικών αρχών των κρατών μελών, εφόσον στις απαιτήσεις αυτές θα εφαρμοζόταν συντελεστής στάθμισης κινδύνου 0 % βάσει του τρίτου μέρους τίτλος II κεφάλαιο 2, καθώς και τα άλλα ανοίγματα τα οποία έχει έναντι των περιφερειακών κυβερνήσεων ή των τοπικών αρχών αυτών ή τα οποία είναι εγγυημένα από αυτές και στα οποία θα εφαρμοζόταν συντελεστής στάθμισης κινδύνου 0 % βάσει του τρίτου μέρους τίτλος II κεφάλαιο 2,

    στ)

    ανοίγματα έναντι αντισυμβαλλομένων που αναφέρονται στο άρθρο 113 παράγραφος 6 ή 7, εφόσον εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης κινδύνου 0 % βάσει του τρίτου μέρους τίτλος II κεφάλαιο 2. Ανοίγματα που δεν πληρούν τα κριτήρια αυτά, εξαιρούμενα ή μη από την εφαρμογή του άρθρου 395 παράγραφος 1, αντιμετωπίζονται ως ανοίγματα έναντι τρίτου,

    ζ)

    στοιχεία ενεργητικού και άλλα ανοίγματα επαρκώς εξασφαλισμένα με κατάθεση ρευστών διαθέσιμων στο δανειοδοτικό ίδρυμα ή σε ίδρυμα που είναι η μητρική επιχείρηση ή θυγατρική του δανειοδοτούντος ιδρύματος,

    η)

    στοιχεία ενεργητικού και άλλα ανοίγματα εξασφαλισμένα με πιστοποιητικά καταθέσεων που έχουν εκδοθεί από το δανειοδοτικό ίδρυμα ή από ίδρυμα το οποίο είναι η μητρική επιχείρηση ή θυγατρική του δανειοδοτούντος πιστωτικού ιδρύματος, και κατατεθεί σε οποιοδήποτε από αυτά,

    θ)

    ανοίγματα που προκύπτουν από μη αναληφθείσες πιστωτικές ευχέρειες, τα οποία κατατάσσονται στα στοιχεία εκτός ισολογισμού με χαμηλό κίνδυνο στο παράρτημα Ι, εφόσον έχει συναφθεί με τον πελάτη ή την ομάδα συνδεδεμένων πελατών συμφωνία που προβλέπει ότι η πιστωτική ευχέρεια μπορεί να αναληφθεί μόνον εφόσον εξακριβωθεί ότι δεν θα οδηγήσει σε υπέρβαση του ορίου που ορίζεται στο άρθρο 395 παράγραφος 1,

    ι)

    ανοίγματα διαπραγμάτευσης έναντι κεντρικών αντισυμβαλλομένων και εισφορές στο κεφάλαιο εκκαθάρισης των κεντρικών αντισυμβαλλομένων,

    ια)

    ανοίγματα έναντι συστημάτων εγγύησης καταθέσεων δυνάμει της οδηγίας 94/19/ΕΚ που προκύπτουν από τη χρηματοδότηση των εν λόγω συστημάτων, εάν τα ιδρύματα που αποτελούν μέλη του συστήματος έχουν νομική ή συμβατική υποχρέωση χρηματοδότησής του.

    Μετρητά που λήφθηκαν στο πλαίσιο ομολόγων συνδεδεμένων με τον πιστωτικό κίνδυνο υποκείμενου μέσου εκδοθέντων από το πιστωτικό ίδρυμα, καθώς και δάνεια αντισυμβαλλομένου προς το ίδρυμα καθώς και καταθέσεις του ιδίου στο πιστωτικό ίδρυμα, που υπάγονται σε συμφωνία συμψηφισμού συμπεριλαμβανόμενη στον ισολογισμό και αναγνωριζόμενη βάσει του τρίτου μέρους τίτλος II κεφάλαιο 4 θεωρείται ότι υπάγονται στις διατάξεις του στοιχείου ζ).

    2.   Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να εξαιρούν, πλήρως ή εν μέρει, τα ακόλουθα ανοίγματα:

    α)

    καλυμμένα ομόλογα κατά την έννοια του άρθρου 129 παράγραφοι 1, 3 και 6,

    β)

    στοιχεία ενεργητικού που αντιστοιχούν σε απαιτήσεις έναντι περιφερειακών κυβερνήσεων ή τοπικών αρχών των κρατών μελών, εφόσον στις απαιτήσεις αυτές θα εφαρμοζόταν συντελεστής στάθμισης κινδύνου 20 % βάσει του τρίτου μέρους τίτλος II κεφάλαιο 2, καθώς και τα άλλα ανοίγματα τα οποία έχει έναντι των περιφερειακών κυβερνήσεων ή των τοπικών αρχών αυτών ή τα οποία είναι εγγυημένα από αυτές και στα οποία θα εφαρμοζόταν συντελεστής στάθμισης κινδύνου 20 % βάσει του τρίτου μέρους τίτλος II κεφάλαιο 2,

    γ)

    ανοίγματα, συμπεριλαμβανομένων των συμμετοχών ή άλλου είδους επενδύσεων που αναλαμβάνει ένα ίδρυμα έναντι της μητρικής του επιχείρησης, των άλλων θυγατρικών της μητρικής επιχείρησης, και των δικών του θυγατρικών, εφόσον οι επιχειρήσεις αυτές υπόκεινται στην εποπτεία επί ενοποιημένης βάσεως στην οποία υπόκειται και το εν λόγω ίδρυμα, σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, την οδηγία 2002/87/ΕΚ ή με τους ισοδύναμους κανόνες που ισχύουν σε τρίτη χώρα. ανοίγματα που δεν πληρούν τα κριτήρια αυτά, εξαιρούμενα ή μη από την εφαρμογή του άρθρου 395 παράγραφος 1, αντιμετωπίζονται ως ανοίγματα έναντι τρίτου,

    δ)

    στοιχεία ενεργητικού που αντιστοιχούν σε απαιτήσεις και άλλα ανοίγματα, συμπεριλαμβανομένων των συμμετοχών ή άλλου είδους επενδύσεων, έναντι περιφερειακών ή κεντρικών πιστωτικών ιδρυμάτων με τα οποία το πιστωτικό ίδρυμα είναι συνδεδεμένο στο πλαίσιο δικτύου δυνάμει νομοθετικών ή καταστατικών διατάξεων και τα οποία είναι υπεύθυνα, κατ’ εφαρμογή αυτών των διατάξεων, να προβαίνουν σε εκκαθάριση των ρευστών διαθεσίμων μεταξύ των ιδρυμάτων που συμμετέχουν στο δίκτυο,

    ε)

    στοιχεία του ενεργητικού που αντιστοιχούν σε απαιτήσεις και άλλα ανοίγματα έναντι πιστωτικών ιδρυμάτων, τα οποία αναλαμβάνουν πιστωτικά ιδρύματα, ένα εκ των οποίων λειτουργεί σε μη ανταγωνιστική βάση και χορηγεί ή εγγυάται δάνεια στο πλαίσιο νομοθετικών προγραμμάτων ή του καταστατικού του για την προώθηση συγκεκριμένων τομέων της οικονομίας, υπό κάποια μορφή κρατικής εποπτείας και υπό περιορισμούς στη χρήση των δανείων, με την προϋπόθεση ότι τα αντίστοιχα ανοίγματα προκύπτουν από τέτοια δάνεια τα οποία μεταβιβάζονται στους δικαιούχους μέσω πιστωτικών ιδρυμάτων ή από εγγυήσεις των δανείων αυτών,

    στ)

    στοιχεία του ενεργητικού που αντιπροσωπεύουν απαιτήσεις και άλλα ανοίγματα έναντι ιδρυμάτων, εφόσον τα ανοίγματα αυτά δεν αποτελούν ίδια κεφάλαια των ιδρυμάτων αυτών, δεν έχουν μεγαλύτερη διάρκεια από την επομένη εργάσιμη ημέρα και δεν εκφράζονται σε ένα από τα βασικά νομίσματα εκτέλεσης συναλλαγών,

    ζ)

    στοιχεία ενεργητικού που αντιστοιχούν σε απαιτήσεις έναντι κεντρικών τραπεζών υπό μορφή υποχρεωτικών ελάχιστων αποθεμάτων διατηρούμενων στις εν λόγω κεντρικές τράπεζες, εκφρασμένες στο εθνικό νόμισμά τους,

    η)

    στοιχεία ενεργητικού που αντιστοιχούν σε απαιτήσεις έναντι κεντρικών κυβερνήσεων υπό μορφή κανονιστικών απαιτήσεων ρευστότητας τα οποία διατηρούνται σε κρατικούς τίτλους και είναι εκφρασμένα και έχουν χρηματοδοτηθεί στο εθνικό νόμισμά τους, με την προϋπόθεση ότι, κατά τη διακριτική ευχέρεια της αρμόδιας αρχής, η πιστωτική αξιολόγηση αυτών των κεντρικών κυβερνήσεων από αναγνωρισμένο ΕΟΠΑ είναι επενδυτικής βαθμίδας,

    θ)

    το 50 % των εκτός ισολογισμού ενέγγυων πιστώσεων μέτριου/χαμηλού κινδύνου και των εκτός ισολογισμού μη αναληφθεισών πιστωτικών διευκολύνσεων μέτριου/χαμηλού κινδύνου που μνημονεύονται στο παράρτημα Ι, επίσης δε, με την έγκριση των αρμόδιων αρχών, το 80 % των εγγυήσεων (πλην των εγγυήσεων δανείων) που έχουν νομική ή κανονιστική βάση και παρέχονται προς όφελος των μελών τους από αλληλεγγυητικά συστήματα με καθεστώς πιστωτικού ιδρύματος,

    ι)

    απαιτούμενες εκ του νόμου εγγυήσεις που χρησιμοποιούνται όταν ένα ενυπόθηκο δάνειο χρηματοδοτούμενο με την έκδοση ενυπόθηκων ομολόγων καταβάλλεται στον ενυπόθηκο δανειολήπτη πριν από την τελική εγγραφή της υποθήκης στο κτηματολόγιο, υπό την προϋπόθεση ότι η εγγύηση δεν χρησιμοποιείται ως παράγοντας μείωσης του κινδύνου κατά τον υπολογισμό των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ποσών των ανοιγμάτων,

    ια)

    στοιχεία ενεργητικού που αποτελούν απαιτήσεις και άλλα ανοίγματα έναντι αναγνωρισμένων χρηματιστηρίων.

    3.   Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να χρησιμοποιούν την εξαίρεση που προβλέπεται στην παράγραφο 2 μόνο εφόσον πληρούνται οι εξής προϋποθέσεις:

    α)

    η ειδική φύση του ανοίγματος, ο αντισυμβαλλόμενος ή η σχέση μεταξύ του ιδρύματος και του αντισυμβαλλομένου αποκλείουν ή μειώνουν τον κίνδυνο του ανοίγματος και

    β)

    οποιοσδήποτε εναπομένων κίνδυνος συγκέντρωσης μπορεί να αντιμετωπιστεί με άλλους εξίσου αποτελεσματικούς τρόπους, όπως το πλαίσιο, οι διαδικασίες και οι μηχανισμοί που προβλέπονται στο άρθρο 81 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ.

    Οι αρμόδιες αρχές ενημερώνουν την ΕΑΤ κατά πόσον προτίθενται να χρησιμοποιήσουν κάποια από τις εξαιρέσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 2 σύμφωνα με τα στοιχεία α) και β) της παρούσας παραγράφου και συμβουλεύονται την ΕΑΤ όσον αφορά την επιλογή αυτή.

    Άρθρο 401

    Υπολογισμός της επίπτωσης της χρήσης τεχνικών μείωσης πιστωτικού κινδύνου

    1.   Για τον υπολογισμό της αξίας των ανοιγμάτων για τους σκοπούς του άρθρου 395 παράγραφος 1, ένα ίδρυμα μπορεί να χρησιμοποιήσει την «πλήρως προσαρμοσμένη αξία ανοίγματος» όπως υπολογίζεται σύμφωνα με το τρίτο μέρος τίτλος ΙΙ κεφάλαιο 4, λαμβάνοντας υπόψη τη μείωση πιστωτικού κινδύνου, τις προσαρμογές μεταβλητότητας και κάθε αναντιστοιχία ληκτότητας (E*).

    2.   Ένα ίδρυμα στο οποίο έχει επιτραπεί να χρησιμοποιεί δικές του εκτιμήσεις LGD και συντελεστές μετατροπής για μια κατηγορία ανοιγμάτων βάσει του τρίτου μέρους τίτλος ΙΙ κεφάλαιο 3, μπορεί, με την επιφύλαξη της άδειας των αρμόδιων αρχών, να αναγνωρίζει τα αποτελέσματα των χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων κατά τον υπολογισμό της αξίας των ανοιγμάτων για τους σκοπούς του άρθρου 395 παράγραφος 1.

    Οι αρμόδιες αρχές χορηγούν την άδεια που αναφέρεται στο προηγούμενο εδάφιο μόνο εάν το ίδρυμα μπορεί να εκτιμήσει τα αποτελέσματα των χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων επί των ανοιγμάτων του χωριστά από άλλες συναφείς προς τις LGD πτυχές.

    Οι εκτιμήσεις που παράγονται από ένα ίδρυμα είναι επαρκώς κατάλληλες για τη μείωση της αξίας ανοίγματος για τους σκοπούς της συμμόρφωσης με τις διατάξεις του άρθρου 395.

    Όταν σε ένα ίδρυμα επιτρέπεται να χρησιμοποιεί δικές του εκτιμήσεις όσον αφορά τα αποτελέσματα χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων, τούτο πρέπει να γίνεται σε συνεπή βάση με τη μέθοδο που ακολουθείται κατά τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.

    Τα ιδρύματα στα οποία έχει επιτραπεί να χρησιμοποιούν εσωτερικές εκτιμήσεις για LGD και συντελεστές μετατροπής ως προς μία κατηγορία ανοιγμάτων βάσει του τρίτου μέρους τίτλος ΙΙ κεφάλαιο 3, η οποία δεν υπολογίζει την αξία των ανοιγμάτων τους βάσει της μεθόδου που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, επιτρέπεται να χρησιμοποιούν την αναλυτική μέθοδο χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων ή τη μέθοδο που περιγράφεται στο άρθρο 403 παράγραφος 1 στοιχείο β), όσον αφορά τον υπολογισμό της αξίας των ανοιγμάτων.

    3.   Ένα ίδρυμα το οποίο χρησιμοποιεί την αναλυτική μέθοδο χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων ή στο οποίο επιτρέπεται να χρησιμοποιεί τη μέθοδο που περιγράφεται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου όσον αφορά τον υπολογισμό της αξίας των ανοιγμάτων για τους σκοπούς του άρθρου 395 παράγραφος 1 οφείλει να πραγματοποιεί περιοδικούς ελέγχους με προσομοίωση ακραίων καταστάσεων για τις συγκεντρώσεις πιστωτικού κινδύνου, μεταξύ άλλων και όσον αφορά την αξία εκποίησης τυχόν εξασφαλίσεων.

    Οι εν λόγω περιοδικοί έλεγχοι με προσομοίωση ακραίων καταστάσεων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο αφορούν τους κινδύνους που συνεπάγονται οι δυνητικές μεταβολές των συνθηκών της αγοράς που μπορούν να έχουν αρνητικές επιπτώσεις όσον αφορά την επάρκεια των ιδίων κεφαλαίων του ιδρύματος και αυτούς που απορρέουν από την εκποίηση των εξασφαλίσεων σε ακραίες καταστάσεις.

    Οι προσομοιώσεις ακραίων καταστάσεων που διεξάγει πρέπει να είναι επαρκείς και κατάλληλες για την εκτίμηση των συγκεκριμένων κινδύνων.

    Σε περίπτωση που από τον περιοδικό έλεγχο με προσομοίωση ακραίων καταστάσεων αποδειχθεί ότι η αξία εκποίησης των εξασφαλίσεων είναι χαμηλότερη από αυτήν που επιτρέπεται να ληφθεί υπόψη κατά τη χρήση της αναλυτικής μεθόδου χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων ή της μεθόδου που περιγράφεται στην παράγραφο 2 κατά περίπτωση, μειώνεται αναλόγως η αξία των εξασφαλίσεων που επιτρέπεται να αναγνωριστεί κατά τον υπολογισμό της αξίας των ανοιγμάτων για τους σκοπούς του άρθρου 395 παράγραφος 1.

    Τα ιδρύματα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο περιλαμβάνουν τα ακόλουθα στοιχεία στις στρατηγικές τους για την αντιμετώπιση του κινδύνου συγκέντρωσης:

    α)

    πολιτικές και διαδικασίες αντιμετώπισης κινδύνων που απορρέουν από αναντιστοιχίες ληκτότητας μεταξύ ανοιγμάτων και της ενδεχόμενης πιστωτικής προστασίας των ανοιγμάτων αυτών,

    β)

    πολιτικές και διαδικασίες για να αντιμετωπισθεί κατάσταση κατά την οποία ο έλεγχος προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων καταδεικνύει ότι η αξία εκποίησης των εξασφαλίσεων είναι κατώτερη από αυτή που λαμβάνεται υπόψη κατά τη χρήση της αναλυτικής μεθόδου χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων ή της μεθόδου που περιγράφεται στην παράγραφο 2,

    γ)

    πολιτικές και διαδικασίες σχετικά με τον κίνδυνο συγκέντρωσης που απορρέει από την εφαρμογή τεχνικών μείωσης του πιστωτικού κινδύνου και ιδίως μεγάλων έμμεσων πιστωτικών ανοιγμάτων, π.χ. έναντι ενός μεμονωμένου εκδότη τίτλων που χρησιμοποιούνται ως εξασφάλιση.

    Άρθρο 402

    Ανοίγματα που προκύπτουν από ενυπόθηκα ακίνητα

    1.   Για τον υπολογισμό της αξίας ανοιγμάτων για τους σκοπούς του άρθρου 395, ένα ίδρυμα μπορεί να μειώσει την αξία ενός ανοίγματος ή τμήματος ανοίγματος που εξασφαλίζεται πλήρως και καθ’ ολοκληρία από ακίνητη περιουσία σύμφωνα με το άρθρο 125 παράγραφος 1 κατά το ενυπόθηκο ποσό της αγοραίας αξίας ή της αξίας του ενυπόθηκου ακινήτου αλλά σε ποσοστό που δεν υπερβαίνει το 50 % της αγοραίας αξίας ή το 60 % της αξίας του ενυπόθηκου ακινήτου στα κράτη μέλη που έχουν προβλέψει στις νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις τους αυστηρά κριτήρια για την εκτίμηση της αξίας του ενυπόθηκου ακινήτου, εάν πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

    α)

    οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών δεν έχουν ορίσει συντελεστή στάθμισης κινδύνου υψηλότερο από 35 % για ανοίγματα ή τμήματα ανοιγμάτων που εξασφαλίζονται με ακίνητα κατοικίας σύμφωνα με το άρθρο 124 παράγραφος 2,

    β)

    το άνοιγμα ή το τμήμα του ανοίγματος εξασφαλίζεται πλήρως και καθ’ ολοκληρία με:

    i)

    υποθήκες επί ακινήτων κατοικίας ή

    ii)

    ακίνητο κατοικίας βάσει χρηματοδοτικής μίσθωσης σύμφωνα με την οποία ο εκμισθωτής έχει πλήρη κυριότητα επί του ακινήτου κατοικίας και ο μισθωτής δεν έχει ακόμη ασκήσει το δικαίωμά του να το αγοράσει,

    γ)

    πληρούνται οι απαιτήσεις του άρθρου 208 και του άρθρου 229 παράγραφος 1.

    2.   Για τον υπολογισμό της αξίας ανοιγμάτων για τους σκοπούς του άρθρου 395, ένα ίδρυμα μπορεί να μειώσει την αξία ενός ανοίγματος ή τμήματος ανοίγματος που εξασφαλίζεται πλήρως από ακίνητη περιουσία σύμφωνα με το άρθρο 126 παράγραφος 1 κατά το ενυπόθηκο ποσό της αγοραίας αξίας ή της αξίας του ενυπόθηκου ακινήτου αλλά σε ποσοστό που δεν υπερβαίνει το 50 % της αγοραίας αξίας ή το 60 % της αξίας του ενυπόθηκου ακινήτου στα κράτη μέλη που έχουν προβλέψει στις νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις τους αυστηρά κριτήρια για την εκτίμηση της αξίας του ενυπόθηκου ακινήτου, εάν πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

    α)

    οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών δεν έχουν ορίσει συντελεστή στάθμισης κινδύνου υψηλότερο από 50 % για ανοίγματα ή τμήματα ανοιγμάτων εξασφαλισμένα με εμπορικά ακίνητα σύμφωνα με το άρθρο 124 παράγραφος 2,

    β)

    το άνοιγμα είναι πλήρως και καθ’ ολοκληρία εξασφαλισμένο με:

    i)

    υποθήκη επί γραφείων ή άλλων εμπορικών ακινήτων ή

    ii)

    γραφεία ή άλλα εμπορικά ακίνητα και ανοίγματα σχετιζόμενα με πράξεις μίσθωσης ακινήτων,

    γ)

    πληρούνται οι απαιτήσεις του άρθρου 126 παράγραφος 2 στοιχείο α), του άρθρου 208 και του άρθρου 229 παράγραφος 1.

    δ)

    το εμπορικό ακίνητο είναι πλήρως κατασκευασμένο.

    3.   Ένα ίδρυμα μπορεί να αντιμετωπίζει άνοιγμα έναντι αντισυμβαλλομένου, που προκύπτει από συμφωνία αγοράς και επαναπώλησης βάσει της οποίας το ίδρυμα έχει αγοράσει από τον αντισυμβαλλόμενο ανεξάρτητες ενυπόθηκες απαιτήσεις μη παρακολουθηματικού χαρακτήρα επί ακινήτων τρίτων, ως σειρά μεμονωμένων ανοιγμάτων έναντι κάθε τρίτου, με την προϋπόθεση ότι πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

    α)

    ο αντισυμβαλλόμενος είναι ίδρυμα,

    β)

    το άνοιγμα είναι πλήρως εξασφαλισμένο με ενυπόθηκες απαιτήσεις επί των ακινήτων των τρίτων αυτών οι οποίες έχουν αγορασθεί από το ίδρυμα και το ίδρυμα είναι σε θέση να ασκήσει τις απαιτήσεις αυτές,

    γ)

    το ίδρυμα έχει εξακριβώσει ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις στο άρθρο 208 και στο άρθρο 229 παράγραφος 1,

    δ)

    το ίδρυμα καθίσταται δικαιούχος των αξιώσεων του αντισυμβαλλομένου έναντι των τρίτων σε περίπτωση αθέτησης, αφερεγγυότητας ή εκκαθάρισης του αντισυμβαλλομένου,

    ε)

    το ίδρυμα κοινοποιεί στις αρμόδιες αρχές, σύμφωνα με το άρθρο 394 το συνολικό ποσό των ανοιγμάτων έναντι κάθε άλλου ιδρύματος τα οποία αντιμετωπίζονται σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο.

    Για τους σκοπούς αυτούς το ίδρυμα θεωρεί ότι έχει άνοιγμα έναντι καθενός από τους εν λόγω τρίτους για το ποσό της αξίωσης που έχει ο αντισυμβαλλόμενος έναντι του τρίτου, αντί για το αντίστοιχο ποσό του ανοίγματος έναντι του αντισυμβαλλομένου. Το ενδεχόμενο υπόλοιπο του ανοίγματος έναντι του αντισυμβαλλομένου εξακολουθεί να αντιμετωπίζεται ως άνοιγμα έναντι του αντισυμβαλλομένου.

    Άρθρο 403

    Μέθοδος υποκατάστασης

    1.   Όταν το άνοιγμα έναντι πελάτη καλύπτεται από εγγύηση τρίτου ή καλύπτεται από εξασφάλιση που εξέδωσε τρίτος, το ίδρυμα επιτρέπεται:

    α)

    να θεωρήσει ότι το τμήμα του ανοίγματος που είναι εγγυημένο υφίσταται έναντι του εγγυητή και όχι έναντι του πελάτη, με την προϋπόθεση ότι το μη εγγυημένο άνοιγμα έναντι του εγγυητή υπόκειται σε ίσο ή χαμηλότερο συντελεστή στάθμισης κινδύνου από το συντελεστή στάθμισης του μη εγγυημένου ανοίγματος έναντι του πελάτη, βάσει του τρίτου μέρους τίτλος ΙΙ κεφάλαιο 2,

    β)

    να θεωρήσει ότι το τμήμα του ανοίγματος που εξασφαλίζεται με την τρέχουσα αγοραία αξία των αναγνωρισμένων εξασφαλίσεων υφίσταται έναντι τρίτου και όχι έναντι του πελάτη, εφόσον το άνοιγμα καλύπτεται από εξασφάλιση και με την προϋπόθεση ότι το τμήμα που καλύπτεται από την εξασφάλιση υπόκειται σε ίσο ή χαμηλότερο συντελεστή στάθμισης κινδύνου από το συντελεστή στάθμισης του μη εξασφαλισμένου ανοίγματος έναντι του πελάτη, βάσει του τρίτου μέρους τίτλος ΙΙ κεφάλαιο 2.

    Η μέθοδος κατά το στοιχείο β) του πρώτου εδαφίου δεν χρησιμοποιείται από το ίδρυμα εάν υπάρχει αναντιστοιχία μεταξύ της ληκτότητας του ανοίγματος και της ληκτότητας της προστασίας.

    Για τους σκοπούς αυτού του μέρους, ένα ίδρυμα επιτρέπεται να χρησιμοποιήσει την αναλυτική μέθοδο χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων και τη μέθοδο που καθορίζεται στο στοιχείο β) του πρώτου εδαφίου, μόνον εφόσον επιτρέπεται η χρήση τόσο της αναλυτικής μεθόδου χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων όσο και της απλής μεθόδου χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων κατά την έννοια του άρθρου 92.

    2.   Όταν ίδρυμα εφαρμόζει την παράγραφο 1 στοιχείο α):

    α)

    σε περίπτωση που η εγγύηση εκφράζεται σε νόμισμα διαφορετικό από εκείνο του ανοίγματος, το ποσό του ανοίγματος που θεωρείται καλυμμένο υπολογίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις για την αντιμετώπιση των αναντιστοιχιών νομισμάτων για μη χρηματοδοτούμενη πιστωτική προστασία που καθορίζονται στο τρίτο μέρος τίτλος ΙΙ κεφάλαιο 4,

    β)

    η αναντιστοιχία μεταξύ ληκτότητας του ανοίγματος και ληκτότητας της προστασίας υπόκειται στις διατάξεις για την αντιμετώπιση των αναντιστοιχιών ληκτότητας που καθορίζονται στο τρίτο μέρος τίτλος ΙΙ κεφάλαιο 4,

    γ)

    η μερική κάλυψη δύναται να αναγνωριστεί σύμφωνα με την αντιμετώπιση που περιγράφεται στο τρίτο μέρος τίτλος II κεφάλαιο 4.

    ΠΕΜΠΤΟ ΜΕΡΟΣ

    ΑΝΟΙΓΜΑΤΑ ΣΕ ΜΕΤΑΦΕΡΟΜΕΝΟ ΠΙΣΤΩΤΙΚΟ ΚΙΝΔΥΝΟ

    ΤΙΤΛΟΣ Ι

    ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΟΥ ΠΑΡΟΝΤΟΣ ΜΕΡΟΥΣ

    Άρθρο 404

    Πεδίο εφαρμογής

    Οι τίτλοι II και III εφαρμόζονται σε νέες τιτλοποιήσεις που εκδίδονται την 1η Ιανουαρίου 2011 ή μετά την ημερομηνία αυτή. Οι τίτλοι II και III εφαρμόζονται μετά τις 31 Δεκεμβρίου 2014 σε υφιστάμενες τιτλοποιήσεις εφόσον προστίθενται ή υποκαθίστανται μετά την ημερομηνία αυτή νέα υποκείμενα ανοίγματα.

    ΤΙΤΛΟΣ ΙΙ

    ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΙΔΡΥΜΑΤΑ ΕΠΕΝΔΥΤΕΣ

    Άρθρο 405

    Διατηρηθέντα συμφέροντα του εκδότη

    1.   Ένα ίδρυμα, εκτός των περιπτώσεων στις οποίες ενεργεί ως μεταβιβάζων ή ανάδοχος ή ως αρχικός δανειοδότης, επιτρέπεται να είναι εκτεθειμένο σε πιστωτικό κίνδυνο μιας θέσης τιτλοποίησης στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών του ή εκτός του χαρτοφυλακίου συναλλαγών του, μόνον εφόσον το μεταβιβάζον ίδρυμα, το ανάδοχο ίδρυμα ή ο αρχικός δανειοδότης έχει γνωστοποιήσει ρητώς στο ίδρυμα ότι διατηρεί, σε συνεχή βάση, σημαντικό καθαρό οικονομικό συμφέρον, το οποίο σε κάθε περίπτωση δεν είναι λιγότερο από 5 %.

    Ως διατήρηση σημαντικού καθαρού οικονομικού συμφέροντος που δεν είναι λιγότερο από 5 % θεωρείται μόνο μία από τις κατωτέρω περιπτώσεις:

    α)

    διατήρηση τουλάχιστον του 5 % της ονομαστικής αξίας καθενός από τα τμήματα τιτλοποίησης που έχουν πωληθεί ή μεταβιβαστεί στους επενδυτές,

    β)

    στην περίπτωση τιτλοποίησης ανακυκλούμενων ανοιγμάτων, διατήρηση του συμφέροντος του μεταβιβάζοντος σε ποσοστό τουλάχιστον του 5 % της ονομαστικής αξίας των τιτλοποιημένων ανοιγμάτων,

    γ)

    διατήρηση τυχαίως επιλεγμένων ανοιγμάτων, ισοδύναμων προς ποσοστό τουλάχιστον 5 % της ονομαστικής αξίας των τιτλοποιημένων ανοιγμάτων, εφόσον τα ανοίγματα αυτά θα είχαν ειδάλλως τιτλοποιηθεί κατά τη διαδικασία τιτλοποίησης, υπό την προϋπόθεση ότι ο αριθμός των ενδεχόμενων τιτλοποιημένων ανοιγμάτων δεν είναι μικρότερος των 100 κατά τη δημιουργία τους,

    δ)

    διατήρηση του τμήματος πρωτεύουσας ζημίας και, εφόσον απαιτείται, άλλων τμημάτων που έχουν το ίδιο ή δυσμενέστερο προφίλ κινδύνου και δεν λήγουν νωρίτερα από τα τμήματα που μεταβιβάζονται ή πωλούνται στους επενδυτές, ούτως ώστε η διατήρηση να ισούται συνολικά με τουλάχιστον 5 % της ονομαστικής αξίας των τιτλοποιημένων ανοιγμάτων,

    ε)

    διατήρηση ανοίγματος πρωτεύουσας ζημίας τουλάχιστον 5 % σε κάθε άνοιγμα τιτλοποιημένο κατά τη διαδικασία της τιτλοποίησης.

    Το καθαρό οικονομικό συμφέρον μετράται κατά τη δημιουργία και διατηρείται σε συνεχή βάση. Το καθαρό οικονομικό συμφέρον, συμπεριλαμβανομένης της διατήρησης θέσεων, τόκων ή ανοιγμάτων, δεν υπόκειται σε οιαδήποτε μείωση πιστωτικού κινδύνου ή οιεσδήποτε αρνητικές θέσεις ή οιαδήποτε άλλη αντιστάθμιση και δεν πωλείται. Το καθαρό οικονομικό συμφέρον καθορίζεται από την ονομαστική αξία των εκτός ισολογισμού στοιχείων.

    Δεν επιτρέπεται η πολλαπλή εφαρμογή των απαιτήσεων διατήρησης για καμία τιτλοποίηση.

    2.   Εφόσον μητρικό πιστωτικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ, χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ, μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ ή θυγατρική αυτής, ενεργώντας με την ιδιότητα του μεταβιβάζοντος ή αναδόχου, προβαίνει σε τιτλοποίηση ανοιγμάτων από διάφορα πιστωτικά ιδρύματα, επιχειρήσεις επενδύσεων ή άλλα χρηματοδοτικά ιδρύματα τα οποία περιλαμβάνονται στο πεδίο εφαρμογής της εποπτείας σε ενοποιημένη βάση, η απαίτηση κατά την παράγραφο 1 μπορεί να τηρηθεί με βάση την ενοποιημένη κατάσταση του σχετικού μητρικού πιστωτικού ιδρύματος εγκατεστημένου στην ΕΕ, της σχετικής εγκατεστημένης στην ΕΕ χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή της σχετικής εγκατεστημένης στην ΕΕ μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών.

    Το πρώτο εδάφιο εφαρμόζεται μόνον στις περιπτώσεις που τα πιστωτικά ιδρύματα, οι επιχειρήσεις επενδύσεων ή τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα τα οποία δημιούργησαν τα τιτλοποιημένα ανοίγματα έχουν δεσμευθεί να τηρήσουν τις απαιτήσεις του άρθρου 408 και να παραδώσουν εγκαίρως στο μεταβιβάζουν ή το ανάδοχο πιστωτικό ίδρυμα και στο μητρικό πιστωτικό ίδρυμα της ΕΕ, σε χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών της ΕΕ ή σε μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών της ΕΕ, τις απαιτούμενες πληροφορίες για να ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις που επιβάλλει το άρθρο 409.

    3.   Η παράγραφος 1 δεν ισχύει όταν τα τιτλοποιημένα ανοίγματα είναι ανοίγματα έναντι των κατωτέρω οντοτήτων ή καλύπτονται πλήρως, άνευ όρων και αμετακλήτως με εγγύηση από αυτές:

    α)

    κεντρικές κυβερνήσεις ή κεντρικές τράπεζες,

    β)

    περιφερειακές κυβερνήσεις, τοπικές αρχές και οντότητες του δημόσιου τομέα των κρατών μελών,

    γ)

    ιδρύματα στα οποία βάσει του τρίτου μέρους τίτλος II κεφάλαιο 2 εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης κινδύνου ίσος με ή μικρότερος από 50 %,

    δ)

    πολυμερείς τράπεζες ανάπτυξης.

    4.   H παράγραφος 1 δεν εφαρμόζεται στις συναλλαγές που βασίζονται σε σαφή, διαφανή και ευπρόσιτο δείκτη, όταν οι υποκείμενες οντότητες αναφοράς είναι πανομοιότυπες με εκείνες που συνιστούν έναν δείκτη οντοτήτων που αποτελεί αντικείμενο ευρείας διαπραγμάτευσης, ή αποτελούν άλλως πως εμπορεύσιμους τίτλους που διαφέρουν από θέσεις τιτλοποίησης.

    Άρθρο 406

    Δέουσα επιμέλεια

    1.   Προτού να εκτεθούν σε κινδύνους τιτλοποίησης, και όπως ενδείκνυται κατόπιν, τα ιδρύματα θα πρέπει να μπορούν να αποδεικνύουν στις αρμόδιες αρχές για κάθε επιμέρους θέση τιτλοποίησης ότι κατανοούν πλήρως και σε βάθος και έχουν εφαρμόσει επίσημες πολιτικές και διαδικασίες που είναι κατάλληλες για το χαρτοφυλάκιο συναλλαγών καθώς και για πράξεις εκτός του χαρτοφυλακίου συναλλαγών και είναι ανάλογες προς το προφίλ κινδύνου των επενδύσεών τους σε τιτλοποιημένες θέσεις για την ανάλυση και καταγραφή:

    α)

    πληροφοριών που γνωστοποιούνται δυνάμει του άρθρου 405 παράγραφος 1, από μεταβιβάζοντα ή ανάδοχα ιδρύματα ή σε αρχικούς δανειοδότες με στόχο να προσδιορίσουν το καθαρό οικονομικό συμφέρον στην τιτλοποίηση το οποίο διατηρούν σε συνεχή βάση,

    β)

    των χαρακτηριστικών κινδύνου της επιμέρους θέσης τιτλοποίησης

    γ)

    των χαρακτηριστικών κινδύνου των υποκείμενων ανοιγμάτων στην θέση τιτλοποίησης

    δ)

    της φήμης και των ζημιών που υπέστησαν από προηγούμενες τιτλοποιήσεις των μεταβιβαζόντων ή ανάδοχων ιδρυμάτων στις αντίστοιχες κατηγορίες ανοιγμάτων, τις υποκείμενες στη θέση τιτλοποίησης,

    ε)

    των δηλώσεων και γνωστοποιήσεων των μεταβιβαζόντων ή αναδόχων ιδρυμάτων, ή των εκπροσώπων ή συμβούλων τους, σχετικά με τη δική τους επίδειξη δέουσας επιμέλειας κατά τον έλεγχο των τιτλοποιημένων ανοιγμάτων και, όπου υφίσταται, κατά τον έλεγχο της ποιότητας των εξασφαλίσεων των τιτλοποιημένων ανοιγμάτων,

    στ)

    όπου υφίσταται, των μεθοδολογιών και των βασικών στοιχείων αποτίμησης των εξασφαλίσεων των τιτλοποιημένων ανοιγμάτων, καθώς και των πολιτικών που υιοθετήθηκαν από το μεταβιβάζον ή το ανάδοχο ίδρυμα για να διασφαλιστεί η ανεξαρτησία του εκτιμητή,

    ζ)

    όλων των διαρθρωτικών χαρακτηριστικών της τιτλοποίησης που είναι δυνατόν να επηρεάσουν σημαντικά την απόδοση της θέσης τιτλοποίησης του ιδρύματος, όπως είναι ο συμβατικός «καταρράκτης», δηλαδή η συμβατική σειρά προτεραιότητας στην πληρωμή τοκομεριδίων και στην εξόφληση και τα συναφή με τον «καταρράκτη» σημεία ενεργοποίησης, οι πιστωτικές ενισχύσεις, η παροχή ρευστότητας, τα σημεία ενεργοποίησης αγοραίας αξίας (market value triggers), και οι ορισμοί αθέτησης που αφορούν στην συγκεκριμένη τιτλοποίηση.

    Τα ιδρύματα διεξάγουν σε τακτά διαστήματα τις δικές τους δοκιμές προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων που είναι κατάλληλες για τις θέσεις τιτλοποίησης που κατέχουν. Προς τούτο τα ιδρύματα δύνανται να στηρίζονται σε χρηματοοικονομικά υποδείγματα που αναπτύσσονται από ΕΟΠΑ εφόσον είναι σε θέση να αποδείξουν, όποτε τους ζητηθεί, ότι μερίμνησαν δεόντως πριν από την επένδυση να επικυρώσουν τις παραδοχές και τη δομή των υποδειγμάτων και να κατανοήσουν τη μεθοδολογία, τις παραδοχές και τα αποτελέσματα.

    2.   Τα ιδρύματα, εκτός από τις περιπτώσεις στις οποίες ενεργούν ως μεταβιβάζοντα ή ανάδοχα ιδρύματα ή ως αρχικοί δανειστές, καθιερώνουν επίσημες διαδικασίες κατάλληλες για το χαρτοφυλάκιο συναλλαγών ή για πράξεις εκτός του χαρτοφυλακίου συναλλαγών και ανάλογες προς το προφίλ κινδύνου των επενδύσεών τους σε τιτλοποιημένες θέσεις για την παρακολούθηση, σε συνεχή βάση και εγκαίρως, των πληροφοριών απόδοσης των υποκείμενων ανοιγμάτων στις θέσεις τιτλοποίησης που κατέχουν. Κατά περίπτωση, θα περιλαμβάνονται το είδος ανοίγματος, το ποσοστό των δανείων σε καθυστέρηση άνω των 30, 60 και 90 ημερών, τα ποσοστά αθέτησης, τα ποσοστά πρόωρης εξόφλησης, τα δάνεια με αγωγή κατασχέσεως, το είδος και την πληρότητα της εξασφάλισης, την κατανομή συχνότητας των βαθμών πιστοληπτικής ικανότητας ή άλλων μέτρων φερεγγυότητας στα υποκείμενα ανοίγματα, τη γεωγραφική και κλαδική διαφοροποίηση, την κατανομή συχνότητας του λόγου «δάνειο/αξία» με εύρος που διευκολύνει την επαρκή ανάλυση ευαισθησίας. Εάν τα ίδια τα υποκείμενα ανοίγματα συνιστούν θέσεις τιτλοποίησης, τα ιδρύματα έχουν τις πληροφορίες που απαριθμούνται στην παρούσα παράγραφο όχι μόνον σχετικά με τα υποκείμενα τμήματα τιτλοποίησης, όπως η επωνυμία και η πιστωτική ποιότητα του εκδότη, αλλά επίσης σχετικά με τα χαρακτηριστικά και τις αποδόσεις των ομάδων των υποκείμενων σε τμήματα τιτλοποίησης.

    Τα ιδρύματα εφαρμόζουν επίσης τα ίδια πρότυπα ανάλυσης για συμμετοχές ή/και αναδοχές σε εκδόσεις τιτλοποίησης που αγοράστηκαν από τρίτους, ασχέτως εάν αυτές οι συμμετοχές ή αναδοχές θα διατηρηθούν εντός ή εκτός του χαρτοφυλακίου συναλλαγών τους.

    Άρθρο 407

    Πρόσθετος συντελεστής στάθμισης κινδύνου

    Εάν ένα ίδρυμα δεν πληροί τις απαιτήσεις των άρθρων 405, 406 ή 409 ως προς οιοδήποτε ουσιώδες στοιχείο τους, λόγω αμελείας ή παράλειψης εκ μέρους του ιδρύματος, οι αρμόδιες αρχές επιβάλλουν αναλογικό πρόσθετο συντελεστή στάθμισης κινδύνου αντίστοιχο προς τουλάχιστον 250 % του συντελεστή στάθμισης κινδύνου (με ανώτατο όριο το 1 250 %) που εφαρμόζεται στις σχετικές θέσεις τιτλοποίησης με τον τρόπο που ορίζεται στο άρθρο 245 παράγραφος 6 ή το άρθρο 337 παράγραφος 3 αντίστοιχα. Ο πρόσθετος συντελεστής στάθμισης κινδύνου αυξάνεται βαθμιαία με κάθε μεταγενέστερη παράβαση των διατάξεων περί οικονομικών ελέγχων.

    Οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν υπόψη τις εξαιρέσεις για ορισμένες τιτλοποιήσεις του άρθρου 405 παράγραφος 3, μειώνοντας το συντελεστή στάθμισης κινδύνου που κατά τα άλλα θα εφάρμοζαν βάσει του παρόντος άρθρου για μια τιτλοποίηση υπαγόμενη στο άρθρο 405 παράγραφος 3.

    ΤΙΤΛΟΣ ΙΙΙ

    ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΑΝΑΔΟΧΑ ΚΑΙ ΜΕΤΑΒΙΒΑΖΟΝΤΑ ΙΔΡΥΜΑΤΑ

    Άρθρο 408

    Κριτήρια χορήγησης πιστώσεων

    Τα ανάδοχα και μεταβιβάζοντα ιδρύματα εφαρμόζουν τα ίδια υγιή και σαφώς προσδιορισμένα κριτήρια για τη χορήγηση πιστώσεων σύμφωνα με τις απαιτήσεις του άρθρου 79 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ για ανοίγματα που πρόκειται να τιτλοποιηθούν, με εκείνα που εφαρμόζουν για ανοίγματα που θα διατηρηθούν εκτός του χαρτοφυλακίου συναλλαγών τους. Προς τούτο, εφαρμόζονται οι ίδιες διαδικασίες έγκρισης και, όπου χρειάζεται, τροποποίησης, ανανέωσης και αναχρηματοδότησης των πιστώσεων από τα μεταβιβάζοντα και τα ανάδοχα ιδρύματα.

    Εάν δεν πληρούνται οι απαιτήσεις του πρώτου εδαφίου του παρόντος άρθρου, το άρθρο 245 παράγραφος 1 δεν εφαρμόζεται από το μεταβιβάζον πιστωτικό ίδρυμα και το εν λόγω μεταβιβάζον πιστωτικό ίδρυμα δεν επιτρέπεται να εξαιρεί τα τιτλοποιημένα ανοίγματα από τον υπολογισμό των κεφαλαιακών του απαιτήσεων, δυνάμει του παρόντος κανονισμού.

    Άρθρο 409

    Γνωστοποίηση στους επενδυτές

    Τα ιδρύματα που ενεργούν ως μεταβιβάζοντες, ανάδοχοι ή αρχικοί δανειοδότες γνωστοποιούν στους επενδυτές το επίπεδο της δέσμευσής τους δυνάμει του άρθρου 405 να διατηρήσουν καθαρό οικονομικό συμφέρον στην τιτλοποίηση. Τα ανάδοχα και μεταβιβάζοντα ιδρύματα εξασφαλίζουν ότι οι μελλοντικοί επενδυτές έχουν άμεσα διαθέσιμη πρόσβαση σε όλα τα σημαντικά δεδομένα σχετικά με την πιστωτική ποιότητα και την απόδοση των επιμέρους υποκείμενων ανοιγμάτων, των χρηματικών ροών και των εξασφαλίσεων που υποστηρίζουν ένα άνοιγμα τιτλοποίησης, καθώς και σε πληροφορίες που είναι απαραίτητες για να διεξάγονται πλήρεις και καλά τεκμηριωμένες ασκήσεις προσομοιώσεις ακραίων καταστάσεων για τις χρηματοροές και τις αξίες εξασφάλισης που υποστηρίζουν τα υποκείμενα ανοίγματα. Για το σκοπό αυτό, τα σημαντικά δεδομένα ορίζονται κατά την ημέρα της τιτλοποίησης και, εφόσον ενδείκνυται λόγω της φύσης της τιτλοποίησης, και μετά την ημέρα της τιτλοποίησης.

    Άρθρο 410

    Ομοιόμορφες συνθήκες εφαρμογής

    1.   Η ΕΑΤ υποβάλλει ετησίως στην Επιτροπή έκθεση σχετικά με τα μέτρα που λαμβάνονται από τις αρμόδιες αρχές προκειμένου να διασφαλιστεί η συμμόρφωση των ιδρυμάτων με τις απαιτήσεις των τίτλων II και III.

    2.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για να προσδιορίσει με περισσότερες λεπτομέρειες:

    α)

    τις απαιτήσεις των άρθρων 405 και 406 που ισχύουν για ιδρύματα τα οποία εκτίθενται στον κίνδυνο τιτλοποίησης,

    β)

    την απαίτηση διατήρησης, μεταξύ άλλων τα κριτήρια επιλεξιμότητας για τη διατήρηση καθαρού οικονομικού συμφέροντος όπως προβλέπεται στο άρθρο 405 και το επίπεδο διατήρησης,

    γ)

    τις απαιτήσεις οικονομικού ελέγχου κατά το άρθρο 406 για ιδρύματα που εκτίθενται σε μια θέση τιτλοποίησης και

    δ)

    τις απαιτήσεις των άρθρων 408 και 409 που ισχύουν για τα μεταβιβάζοντα και τα ανάδοχα ιδρύματα.

    Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή το αργότερο έως την 1η Ιανουαρίου 2014.

    Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

    3.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων για να διευκολύνει τη σύγκλιση των μεθόδων εποπτείας σε ό,τι αφορά την εφαρμογή του άρθρου 407, συμπεριλαμβανομένων των μέτρων που λαμβάνονται σε περίπτωση αθέτησης των υποχρεώσεων οικονομικού ελέγχου και διαχείρισης κινδύνου.

    Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως την 1η Ιανουαρίου 2014.

    Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα τα οποία αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

    ΕΚΤΟ ΜΕΡΟΣ

    ΡΕΥΣΤΟΤΗΤΑ

    ΤΙΤΛΟΣ I

    ΟΡΙΣΜΟΙ ΚΑΙ ΑΠΑΙΤΗΣΗ ΚΑΛΥΨΗΣ ΕΝΑΝΤΙ ΤΟΥ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΡΕΥΣΤΟΤΗΤΑΣ

    Άρθρο 411

    Ορισμοί

    Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

    1)

    ως «χρηματοπιστωτικός πελάτης» νοείται πελάτης που εκτελεί μία ή περισσότερες από τις δραστηριότητες που παρατίθενται στο παράρτημα Ι της οδηγίας 2013/36/ΕΕ ως κύρια δραστηριότητά του ή είναι μία από τις ακόλουθες οντότητες:

    α)

    πιστωτικό ίδρυμα,

    β)

    επιχείρηση επενδύσεων,

    γ)

    οντότητα ειδικού σκοπού για τιτλοποίηση (ΟΕΣΤ),

    δ)

    οργανισμός συλλογικών επενδύσεων (ΟΣΕ),

    ε)

    πρόγραμμα επενδύσεων μη ανοικτού τύπου,

    στ)

    ασφαλιστική επιχείρηση,

    ζ)

    χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών,

    2)

    ως «κατάθεση λιανικής» νοείται υποχρέωση έναντι φυσικού προσώπου ή ΜΜΕ, εάν το φυσικό πρόσωπο ή η ΜΜΕ θα μπορούσε να υπάγεται στην κλάση των ανοιγμάτων λιανικής τραπεζικής βάσει της τυποποιημένης μεθόδου ή της μεθόδου IRB για τον πιστωτικό κίνδυνο, ή υποχρέωση έναντι εταιρίας που είναι επιλέξιμη για τη μεταχείριση που καθορίζεται στο άρθρο 153 παράγραφος 4 και εάν οι συνολικές καταθέσεις όλων των εν λόγω επιχειρήσεων ως ομάδας δεν υπερβαίνουν το 1 εκατομμύριο EUR.

    Άρθρο 412

    Απαίτηση κάλυψης ρευστότητας

    1.   Τα ιδρύματα διατηρούν ρευστά στοιχεία ενεργητικού, το άθροισμα των αξιών των οποίων καλύπτει τις εκροές ρευστότητας μείον τις εισροές ρευστότητας υπό ακραίες συνθήκες προκειμένου να διασφαλιστεί ότι τα ιδρύματα διατηρούν επαρκή επίπεδα αποθεμάτων ρευστότητας για να αντιμετωπίσουν πιθανές ανισορροπίες μεταξύ εισροών και εκροών ρευστότητας υπό ιδιαίτερα ακραίες συνθήκες για χρονικό διάστημα τριάντα ημερών. Σε περιόδους ακραίων συνθηκών, επιτρέπεται στα ιδρύματα να χρησιμοποιούν τα ρευστά στοιχεία του ενεργητικού για να καλύπτουν τις καθαρές εκροές ρευστότητας.

    2.   Τα ιδρύματα δεν αναφέρουν δύο φορές την ίδια συναλλαγή στις εισροές ρευστότητας και στα ρευστά στοιχεία ενεργητικού.

    3.   Τα ιδρύματα μπορούν να χρησιμοποιούν τα ρευστά στοιχεία ενεργητικού που αναφέρονται στην παράγραφο 1 για να ικανοποιούν τις υποχρεώσεις τους υπό ακραίες συνθήκες όπως ορίζεται δυνάμει του άρθρου 414.

    4.   Οι διατάξεις που προβλέπονται στον Τίτλο ΙΙ εφαρμόζονται αποκλειστικά για τους σκοπούς του προσδιορισμού των υποχρεώσεων υποβολής αναφορών που ορίζονται στο άρθρο 415.

    5.   Τα κράτη μέλη μπορούν να διατηρούν ή να θεσπίζουν εθνικές διατάξεις σε σχέση με τις απαιτήσεις κάλυψης του κινδύνου ρευστότητας, μέχρι να καθοριστούν και να καθιερωθούν στην Ένωση ελάχιστα δεσμευτικά πρότυπα για τις απαιτήσεις κάλυψης του κινδύνου ρευστότητας κατ' εφαρμογή του άρθρου 460. Τα κράτη μέλη ή οι αρμόδιες αρχές μπορούν να απαιτούν από εγχωρίως αδειοδοτημένα ιδρύματα ή από υποσύνολο των ιδρυμάτων αυτών να διατηρούν μια απαίτηση υψηλότερης κάλυψης έναντι του κινδύνου ρευστότητας έως το 100 % μέχρι την πλήρη καθιέρωση ελάχιστου δεσμευτικού πρότυπου για τις απαιτήσεις ρευστότητας σε ποσοστό 100 % κατ' εφαρμογή του άρθρου 460.

    Άρθρο 413

    Σταθερή χρηματοδότηση

    1.   Τα ιδρύματα εξασφαλίζουν ότι οι μακροπρόθεσμες υποχρεώσεις πληρούνται κατά ενδεδειγμένο τρόπο με ευρύ φάσμα μέσων σταθερής χρηματοδότησης τόσο σε κανονικές όσο και σε ακραίες συνθήκες.

    2.   Οι διατάξεις που προβλέπονται στον Τίτλο ΙΙΙ εφαρμόζονται αποκλειστικά για τους σκοπούς του προσδιορισμού των υποχρεώσεων υποβολής αναφορών που ορίζονται στο άρθρο 415.

    3.   Τα κράτη μέλη μπορούν να διατηρούν ή να θεσπίζουν εθνικές διατάξεις σε σχέση με τις απαιτήσεις σταθε5ρής χρηματοδότησης, μέχρι να καθοριστούν και να καθιερωθούν στην Ένωση ελάχιστα δεσμευτικά πρότυπα για τις απαιτήσεις καθαρής σταθερής χρηματοδότησης κατ' εφαρμογή του άρθρου 510.

    Άρθρο 414

    Συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις ρευστότητας

    Όταν ένα ίδρυμα δεν ικανοποιεί ή αναμένει ότι δεν θα ικανοποιήσει τις απαιτήσεις του άρθρου 412 ή την γενική υποχρέωση που προβλέπεται στο άρθρο 413 παράγραφος 1, μεταξύ άλλων και σε περιόδους ακραίων συνθηκών, ειδοποιεί αμέσως τις αρμόδιες αρχές και υποβάλλει στην αρμόδια αρχή, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, σχέδιο για την έγκαιρη αποκατάσταση της συμμόρφωσης με το άρθρο 412 ή το άρθρο 413 παράγραφος 1. Έως ότου αποκατασταθεί η συμμόρφωση, το ίδρυμα υποχρεούται να αναφέρει τα στοιχεία που προβλέπονται στον τίτλο ΙΙ ή στον τίτλο ΙΙΙ, κατά περίπτωση, καθημερινά μέχρι την ώρα κλεισίματος των εργασιών, εκτός εάν η αρμόδια αρχή επιτρέψει μικρότερη συχνότητα ή μεγαλύτερη προθεσμία για την υποβολή των εν λόγω στοιχείων. Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να δώσουν τέτοιες άδειες μόνο βάσει της συγκεκριμένης περίπτωσης ενός ιδρύματος και λαμβάνοντας υπόψη το μέγεθοςκαι την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων του ιδρύματος. Παρακολουθούν την υλοποίηση του σχεδίου αποκατάστασης και ζητούν ταχύτερη αποκατάσταση όπου χρειάζεται.

    ΤΙΤΛΟΣ II

    ΥΠΟΒΟΛΗ ΑΝΑΦΟΡΩΝ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΡΕΥΣΤΟΤΗΤΑ

    Άρθρο 415

    Υποχρέωση και μορφότυπος υποβολής αναφορών

    1.   Τα ιδρύματα υποβάλλουν στις αρμόδιες αρχές σε ενιαίο νόμισμα, ασχέτως του νομίσματος στο οποίο είναι πραγματικά εκφρασμένα, τα στοιχεία που αναφέρονται στους τίτλους ΙΙ και ΙΙΙ και τις συνιστώσες τους, συμπεριλαμβανομένης της σύνθεσης των ρευστών στοιχείων ενεργητικού τους σύμφωνα με το άρθρο 416. Έως ότου καθοριστεί πλήρως η απαίτηση κάλυψης ρευστότητας που ορίζεται στο έκτο μέρος και εφαρμοστεί ως ελάχιστο πρότυπο σύμφωνα με το άρθρο 460, τα ιδρύματα υποβάλλουν τα στοιχεία που ορίζονται στον τίτλο ΙΙ και στο παράρτημα ΙΙΙ. Τα ιδρύματα υποβάλλουν τα στοιχεία που ορίζονται στο τίτλο ΙΙΙ. Οι αναφορες υποβάλλονται τουλάχιστον σε μηνιαία βάση όσον αφορά τα στοιχεία που αναφέρονται στον τίτλο ΙΙ και στο παράρτημα ΙΙΙ και τουλάχιστον ανά τρίμηνο για τα στοιχεία που αναφέρονται στον τίτλο ΙΙΙ.

    Οι μορφότυποι υποβολής αναφορών περιλαμβάνουν όλες τις απαραίτητες πληροφορίες και επιτρέπουν στην ΕΑΤ να αξιολογήσει κατά πόσον πραγματοποιήθηκαν δεόντως οι συναλλαγές εξασφαλισμένων πιστοδοτήσεων και ανταλλαγής εξασφαλίσεων όταν ρευστά στοιχεία ενεργητικού που αναφέρονται στο άρθρο 416 παράγραφος 1 στοιχεία α), β) και γ) αποκτήθηκαν έναντι εξασφάλισης που δεν εμπίπτει στο άρθρο 416 παράγραφος 1 στοιχεία α), β) και γ).

    2.   Κάθε ίδρυμα υποβάλλει ξεχωριστά στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής αναφορά σχετικά με τα στοιχεία που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στο κατωτέρω αναφερόμενο νόμισμα όταν έχει:

    α)

    σύνολο υποχρεώσεων σε νόμισμα άλλο από το νόμισμα υποβολής των στοιχείων κατά την παράγραφο 1, οι οποίες ανέρχονται σε 5 % ή υπερβαίνουν το 5 % των συνολικών υποχρεώσεων του ιδρύματος ή της αυτόνομης οντότητας διαχείρισης του κινδύνου ρευστότητας, ή

    β)

    σημαντικό υποκατάστημα σύμφωνα με το άρθρο 51 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ σε κράτος μέλος υποδοχής που χρησιμοποιεί νόμισμα διαφορετικό από εκείνο που χρησιμοποιείται για την υποβολή στοιχείων κατά την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.

    3.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να διευκρινίσει τα εξής:

    α)

    ενιαίους μορφότυπους και εφαρμογές ΤΠ με σχετικές οδηγίες για τη συχνότητα και τις ημερομηνίες και προθεσμίες υποβολής αναφορών. Οι μορφότυποι και οι συχνότητες υποβολής αναφορών είναι ανάλογες προς τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των διάφορων δραστηριοτήτων των ιδρυμάτων και περιλαμβάνουν τα προς υποβολή στοιχεία σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 2,

    β)

    τα πρόσθετα μέτρα παρακολούθησης της ρευστότητας που απαιτούνται για να μπορέσουν οι αρμόδιες αρχές να αποκτήσουν συνολική εικόνα του προφίλ κινδύνου ρευστότητας, ανάλογα με τη φύση, το μέγεθοςκαι την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων του ιδρύματος.

    Η ΕΑΤ υποβάλλει στην Επιτροπή τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων για τα στοιχεία που ορίζονται στο στοιχείο α) έως 1η Φεβρουαρίου 2015 και για τα στοιχεία που ορίζονται στο στοιχείο β) έως την 1η Ιανουαρίου 2014.

    Μέχρι τη θέσπιση δεσμευτικών απαιτήσεων ρευστότητας, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να συνεχίσουν να συλλέγουν πληροφορίες μέσω παρακολούθησης με σκοπό την παρακολούθηση της συμμόρφωσης με τα ισχύοντα εθνικά πρότυπα περί ρευστότητας.

    Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

    4.   Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής παρέχουν εγκαίρως, κατόπιν αιτήματος, στις αρμόδιες αρχές και στις εθνικές κεντρικές τράπεζες των κρατών μελών καταγωγής και στην ΕΑΤ, με ηλεκτρονικά μέσα, ατομικές αναφορες σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

    5.   Οι αρμόδιες αρχές που ασκούν εποπτεία σε ενοποιημένη βάση σύμφωνα με το άρθρο 112 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ παρέχουν, κατόπιν αιτήματος, εγκαίρως και με ηλεκτρονικά μέσα στις κατωτέρω αρχές όλες τις αναφορές που έχουν υποβληθεί από το ίδρυμα σύμφωνα με τους ενιαίους μορφότυπους κοινοποίησης στοιχείων που αναφέρονται στην παράγραφο 3:

    α)

    τις αρμόδιες αρχές και την εθνική κεντρική τράπεζα των κρατών μελών καταγωγής στα οποία υπάρχουν σημαντικά υποκαταστήματα, σύμφωνα με το άρθρο 51 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, του μητρικού ιδρύματος ή ιδρυμάτων που ελέγχονται από την ίδια μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών,

    β)

    τις αρμόδιες αρχές που έχουν χορηγήσει άδεια λειτουργίας σε θυγατρικές του μητρικού ιδρύματος ή ιδρύματα ελεγχόμενα από την ίδια μητρική χρηματοδοτική εταιρία συμμετοχών και την κεντρική τράπεζα του ίδιου κράτους μέλους,

    γ)

    την ΕΑΤ,

    δ)

    την ΕΚΤ.

    6.   Οι αρμόδιες αρχές που έχουν χορηγήσει άδεια λειτουργίας σε ένα ίδρυμα που αποτελεί θυγατρική ενός μητρικού ιδρύματος ή μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών παρέχουν, κατόπιν αιτήματος, εγκαίρως και με ηλεκτρονικά μέσα στις αρμόδιες αρχές που ασκούν εποπτεία σε ενοποιημένη βάση σύμφωνα με το άρθρο 111 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, στην κεντρική τράπεζα του κράτους μέλους στο οποίο έχει λάβει άδεια λειτουργίας το ίδρυμα και στην ΕΑΤ όλες τις αναφορες που έχουν υποβληθεί από το ίδρυμα σύμφωνα με τους ενιαίους μορφότυπους κοινοποίησης στοιχείων που αναφέρονται στην παράγραφο 3.

    Άρθρο 416

    Υποβολή αναφορών για ρευστά στοιχεία ενεργητικού

    1.   Τα ιδρύματα αναφέρουν τα ακόλουθα ως ρευστά στοιχεία ενεργητικού εκτός εάν εξαιρούνται από την παράγραφο 2 και μόνο εάν τα ρευστά στοιχεία ενεργητικού πληρούν τις προϋποθέσεις της παραγράφου 3:

    α)

    μετρητά και ανοίγματα έναντι κεντρικών τραπεζών, στον βαθμό που τα εν λόγω ανοίγματα μπορούν να χρησιμοποιηθούν ανά πάσα στιγμή σε περιόδους ακραίων συνθηκών. Όσον αφορά τις καταθέσεις σε κεντρικές τράπεζες, η αρμόδια αρχή και η κεντρική τράπεζα επιδιώκουν να καταλήξουν σε συμφωνία ως προς τον βαθμό στον οποίο είναι δυνατή η ανάληψη των ελάχιστων αποθεματικών σε περιόδους ακραίων συνθηκών,

    β)

    άλλα μεταβιβάσιμα στοιχεία ενεργητικού εξαιρετικά υψηλής ρευστότητας και πιστωτικής ποιότητας,

    γ)

    μεταβιβάσιμα στοιχεία ενεργητικού που αντιπροσωπεύουν απαιτήσεις ή καλύπτονται από εγγύηση από

    i)

    την κεντρική κυβέρνηση ενός κράτους μέλους, μιας περιφέρειας με αυτονομία ως προς την επιβολή και είσπραξη φόρων ή τρίτης χώρας σε εθνικό νόμισμα της κεντρικής ή περιφερειακής κυβέρνησης, εάν το ίδρυμα διατρέχει κίνδυνο ρευστότητας στο εν λόγω κράτος μέλος ή στην τρίτη χώρα, τον οποίο καλύπτει τηρώντας τα εν λόγω ρευστά στοιχεία ενεργητικού,

    ii)

    κεντρικές τράπεζες και οντότητες του δημόσιου τομέα που δεν ανήκουν στην κεντρική κυβέρνηση στο εθνικό νόμισμα της κεντρικής τράπεζας και της οντότητας του δημόσιου τομέα,

    iii)

    την Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, την Επιτροπή ή πολυμερείς τράπεζες ανάπτυξης,

    iv)

    το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας και τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας,

    δ)

    μεταβιβάσιμα στοιχεία ενεργητικού υψηλής ρευστότητας και πιστωτικής ποιότητας,

    ε)

    ανοικτές πιστωτικές διευκολύνσεις που χορηγούνται από κεντρικές τράπεζες στο πλαίσιο της νομισματικής πολιτικής στον βαθμό που οι εν λόγω διευκολύνσεις δεν εξασφαλίζονται με ρευστά στοιχεία του ενεργητικού και εξαιρουμένης της βοήθειας ρευστότητας έκτακτης ανάγκης,

    στ)

    αν το πιστωτικό ίδρυμα ανήκει σε δίκτυο δυνάμει νομοθετικών ή καταστατικών διατάξεων, τις ελάχιστες καταθέσεις που προβλέπονται από νομικές ή καταστατικές διατάξεις στο κεντρικό πιστωτικό ίδρυμα και άλλου είδους καταστατική ή διαθέσιμη βάσει της σύμβασης χρηματοδότησης από το κεντρικό πιστωτικό ίδρυμα ή από ιδρύματα που είναι μέλη του δικτύου, όπως αναφέρεται στο άρθρο 113 παράγραφος 7, ή που είναι επιλέξιμη για την απαλλαγή που προβλέπεται στο άρθρο 10, στον βαθμό που η εν λόγω χρηματοδότηση δεν εξασφαλίζεται μέσω ρευστών στοιχείων του ενεργητικού.

    Εν αναμονή ενός ενιαίου ορισμού της υψηλής και εξαιρετικά υψηλής ρευστότητας και πιστωτικής ποιότητας σύμφωνα με το άρθρο 460, τα ίδια τα ιδρύματα προσδιορίζουν τα μεταβιβάσιμα στοιχεία ενεργητικού υψηλής και εξαιρετικά υψηλής ρευστότητας και πιστωτικής ποιότητας αντίστοιχα, σε ένα δεδομένο νόμισμα. Εν αναμονή ενός ενιαίου ορισμού, οι αρμόδιες αρχές, λαμβάνοντας υπόψη τα κριτήρια που αναφέρονται στο άρθρο 509 παράγραφοι 3, 4 και 5, μπορούν να παρέχουν γενική καθοδήγηση που οφείλουν να ακολουθούν τα ιδρύματα για τον προσδιορισμό στοιχείων ενεργητικού υψηλής και εξαιρετικά υψηλής ρευστότητας και πιστωτικής ποιότητας. Ελλείψει της εν λόγω καθοδήγησης, τα ιδρύματα χρησιμοποιούν διαφανή και αντικειμενικά κριτήρια για το σκοπό αυτό, συμπεριλαμβανομένων ορισμένων ή όλων των κριτηρίων που αναφέρονται στο άρθρο 509 παράγραφοι 3, 4 και 5.

    2.   Τα κατωτέρω στοιχεία δεν θεωρούνται ρευστά στοιχεία ενεργητικού:

    α)

    στοιχεία ενεργητικού που εκδίδονται από πιστωτικό ίδρυμα, εκτός εάν πληρούν οποιαδήποτε από τις κατωτέρω προϋποθέσεις:

    i)

    είναι ομόλογα επιλέξιμα για την αντιμετώπιση που προβλέπεται στο άρθρο 129 παράγραφος 4 ή 5 ή μέσα εξασφαλισμένα με στοιχεία ενεργητικού αν μπορεί να αποδειχθεί ότι χαρακτηρίζονται από υψηλή πιστωτική ποιότητα, όπως προσδιορίζεται από την ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 509 παράγραφοι 3, 4 και 5,

    ii)

    είναι ομόλογα όπως αναφέρονται στο άρθρο 52 παράγραφος 4 της οδηγίας 2009/65/ΕΚ εκτός από τα αναφερόμενα στο σημείο i) του παρόντος στοιχείου,

    iii)

    το πιστωτικό ίδρυμα έχει ιδρυθεί από κεντρική ή περιφερειακή κυβέρνηση κράτους μέλους και η εν λόγω κυβέρνηση έχει υποχρέωση να προστατεύει την οικονομική βάση του ιδρύματος και να διατηρεί τη βιωσιμότητά του καθ’ όλη τη διάρκεια του κύκλου ζωής του· ή το στοιχείο ενεργητικού καλύπτεται ρητώς από εγγύηση της εν λόγω κυβέρνησης· ή τουλάχιστον το 90 % των δανείων που χορηγούνται από το ίδρυμα καλύπτεται άμεσα ή έμμεσα από εγγυήσεις της εν λόγω κυβέρνησης και το στοιχείο ενεργητικού χρησιμοποιείται πρωτίστως για τη χρηματοδότηση προνομιακών δανείων που χορηγούνται σε μη ανταγωνιστική, μη κερδοσκοπική βάση για την προώθηση στόχων δημόσιας πολιτικής της εν λόγω κυβέρνησης,

    β)

    νέα στοιχεία ενεργητικού που παρέχονται ως εξασφάλιση στο ίδρυμα στο πλαίσιο συναλλαγών αγοράς με συμφωνία επαναπώλησης ή δραστηριοτήτων χρηματοδότησης τίτλων και τα οποία κατέχει το ίδρυμα μόνο ως παράγοντες μείωσης πιστωτικού κινδύνου και δεν είναι διαθέσιμα από νομικής και συμβατικής πλευράς προς χρήση από το ίδρυμα,

    γ)

    στοιχεία ενεργητικού που εκδίδονται από έναν από τους κατωτέρω φορείς:

    i)

    επιχείρηση επενδύσεων,

    ii)

    ασφαλιστική επιχείρηση,

    iii)

    χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών,

    iv)

    μικτή εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών,

    v)

    οποιαδήποτε άλλη οντότητα που εκτελεί μία ή περισσότερες από τις δραστηριότητες που παρατίθενται στο παράρτημα Ι της οδηγίας 2013/36/ΕΕ ως κύρια επιχειρηματική δραστηριότητα.

    3.   Σύμφωνα με την παράγραφο 1, τα ιδρύματα αναφέρουν στοιχεία ενεργητικού τα στοιχεία που πληρούν τις ακόλουθες προϋποθέσεις ως ρευστά στοιχεία ενεργητικού:

    α)

    είναι μη δεσμευμένα ή διατίθενται εντός ομάδας εξασφαλίσεων προς χρήση για την απόκτηση πρόσθετης χρηματοδότησης στο πλαίσιο δεσμευμένων αλλά επί του παρόντος μη χρηματοδοτούμενων πιστωτικών γραμμών που είναι διαθέσιμα στο ίδρυμα,

    β)

    δεν εκδίδονται από το ίδιο το ίδρυμα ή το μητρικό ή τα θυγατρικά του ιδρύματα ή από άλλη θυγατρική του μητρικού του ιδρύματος ή της μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών,

    γ)

    οι συμμετέχοντες στην αγορά συμφωνούν εν γένει ως προς την τιμή τους, η οποία μπορεί να διαπιστωθεί εύκολα στην αγορά, ή η τιμή τους μπορεί να προσδιοριστεί μέσω τύπου που υπολογίζεται εύκολα βάσει δημοσίως διαθέσιμων στοιχείων και δεν εξαρτάται από ισχυρές παραδοχές όπως συμβαίνει συνήθως για τα δομημένα ή τα εξωτικά προϊόντα,

    δ)

    αποτελούν αποδεκτή εξασφάλιση για τις τακτικές πράξεις παροχής ρευστότητας μιας κεντρικής τράπεζας σε ένα κράτος μέλος ή, εάν τα ρευστά στοιχεία ενεργητικού τηρούνται για την εκπλήρωση των εκροών ρευστότητας στο νόμισμα μιας τρίτης χώρας, της κεντρικής τράπεζας της εν λόγω τρίτης χώρας,

    ε)

    είναι εισηγμένα σε αναγνωρισμένο χρηματιστήριο ή είναι διαπραγματεύσιμα σε ενεργές αγορές συμφωνιών οριστικής πώλησης ή μέσω μιας απλής πώλησης με συμφωνία επαναγοράς σε εγκεκριμένες αγορές επαναγοράς. Τα κριτήρια αυτά ερμηνεύονται χωριστά για κάθε αγορά.

    Οι προϋποθέσεις των στοιχείων γ), δ) και ε) του πρώτου εδαφίου δεν εφαρμόζονται στα στοιχεία ενεργητικού που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο ε).

    Η προϋπόθεση του στοιχείου δ) του πρώτου εδαφίου δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση ρευστών στοιχείων ενεργητικού που τηρούνται για την εκπλήρωση εκροών ρευστότητας σε νόμισμα για το οποίο ισχύει εξαιρετικά στενός ορισμός της κεντρικής τράπεζας για την επιλεξιμότητα των ρευστών στοιχείων. Σε περίπτωση ρευστών στοιχείων ενεργητικού εκφρασμένων σε νομίσματα τρίτων χωρών, η εν λόγω εξαίρεση εφαρμόζεται αποκλειστικά και μόνο εάν οι αρμόδιες αρχές της τρίτης χώρας εφαρμόζουν την ίδια ή ισοδύναμη εξαίρεση.

    4.   Παρά τις διατάξεις των παραγράφων 1, 2 και 3, εν αναμονή της διευκρίνισης της δεσμευτικής απαίτησης ρευστότητας σύμφωνα με το άρθρο 460 και σύμφωνα με την παράγραφο 1 δεύτερο εδάφιο του παρόντος άρθρου, τα ιδρύματα υποβάλλουν αναφορές σχετικά με:

    α)

    άλλα στοιχεία που δεν είναι επιλέξιμα σε επίπεδο κεντρικής τράπεζας αλλά είναι εμπορεύσιμα, όπως οι μετοχές και ο χρυσός, βάσει διαφανών και αντικειμενικών κριτηρίων συμπεριλαμβανομένων όλων ή ορισμένων από τα κριτήρια που απαριθμούνται στο άρθρο 509 παράγραφοι 3, 4 και 5,

    β)

    άλλα στοιχεία που είναι επιλέξιμα σε επίπεδο κεντρικής τράπεζας και είναι εμπορεύσιμα, όπως τα μέσα που εξασφαλίζονται με στοιχεία ενεργητικού ύψιστης πιστωτικής ποιότητας όπως καθορίζει η ΕΑΤ βάσει των κριτηρίων του άρθρου 509 παράγραφοι 3, 4 και 5,

    γ)

    άλλα στοιχεία που είναι επιλέξιμα σε επίπεδο κεντρικής τράπεζας αλλά δεν είναι εμπορεύσιμα, όπως οι δανειακές απαιτήσεις όπως καθορίζει η ΕΑΤ βάσει των κριτηρίων του άρθρου 509 παράγραφοι 3, 4 και 5.

    5.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρουν τα νομίσματα τα οποία πληρούν τις προϋποθέσεις της παραγράφου 3 τρίτο εδάφιο.

    Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή το αργότερο έως την 31η Μαρτίου 2014.

    Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

    Πριν από την έναρξη ισχύος των τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στο τρίτο εδάφιο, τα ιδρύματα μπορούν να συνεχίσουν να εφαρμόζουν την προσέγγιση που ορίζεται στην παράγραφο 3 δεύτερο εδάφιο, εφόσον οι αρμόδιες αρχές έχουν εφαρμόσει την εν λόγω προσέγγιση πριν από …1η Ιανουαρίου 2014.

    6.   Τα μερίδια ή οι μετοχές σε ΟΣΕ μπορούν να αντιμετωπίζονται ως ρευστά στοιχεία ενεργητικού έως το απόλυτο ποσό των 500 εκατομμυρίων EUR στο χαρτοφυλάκιο των ρευστών στοιχείων ενεργητικού κάθε ιδρύματος, εφόσον πληρούνται οι απαιτήσεις του άρθρου 132 παράγραφος 3 και εφόσον ο εν λόγω ΟΣΕ, εξαιρουμένων των παράγωγων μέσων για τη μείωση του κινδύνου επιτοκίου ή του πιστωτικού ή συναλλαγματικού κινδύνου, επενδύει αποκλειστικά σε ρευστά στοιχεία ενεργητικού όπως αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.

    Η χρήση ή η δυνητική χρήση από ΟΣΕ παράγωγων μέσων για την αντιστάθμιση κινδύνων επιτρεπόμενων επενδύσεων δεν εμποδίζει τον εν λόγω ΟΣΕ από το να είναι επιλέξιμος. Όταν η αξία των μετοχών ή των μεριδίων του ΟΣΕ δεν αποτιμάται τακτικά με βάση τις τρέχουσες τιμές της αγοράς από τα τρίτα μέρη που αναφέρονται στο άρθρο 418 παράγραφος 4 στοιχεία α) και β) και η αρμόδια αρχή δεν θεωρεί ότι ένα ίδρυμα έχει αναπτύξει άρτιες μεθοδολογίες και διαδικασίες για αυτήν την αποτίμηση σύμφωνα με όσα αναφέρονται στο άρθρο 418 παράγραφος 4 πρώτη περίοδος, οι μετοχές ή τα μερίδια του εν λόγω ΟΣΕ δεν θεωρούνται ρευστά στοιχεία ενεργητικού.

    7.   Εάν ένα ρευστό στοιχείο ενεργητικού δεν είναι πια επιλέξιμο στο απόθεμα ρευστών στοιχείων ενεργητικού, ένα ίδρυμα μπορεί να εξακολουθήσει να το θεωρεί ρευστό για πρόσθετο διάστημα 30 ημερολογιακών ημερών. Εάν ένα ρευστό στοιχείο ενεργητικού ενός ΟΣΕ πάψει να είναι επιλέξιμο για τη μεταχείριση που ορίζεται στην παράγραφο 6, οι μετοχές ή τα μερίδια ενός ΟΣΕ είναι εντούτοις δυνατόν να θεωρηθεί ρευστό στοιχείο ενεργητικού για πρόσθετο διάστημα 30 ημερών εφόσον τα εν λόγω στοιχεία ενεργητικού δεν υπερβαίνουν το 10 % των συνολικών στοιχείων ενεργητικού του ΟΣΕ.

    Άρθρο 417

    Λειτουργικές απαιτήσεις για την διακράτηση ρευστών διαθεσίμων

    Τα ιδρύματα αναφέρουν ως ρευστά στοιχεία ενεργητικού μόνο τα ρευστά στοιχεία ενεργητικού τους που πληρούν τις κατωτέρω προϋποθέσεις:

    α)

    είναι επαρκώς διαφοροποιημένα. Δεν απαιτείται διαφοροποίηση σε ό,τι αφορά στοιχεία ενεργητικού που αντιστοιχούν στο άρθρο 416 παράγραφος 1 στοιχεία α), β) και γ),

    β)

    είναι νομίμως και πρακτικά άμεσα διαθέσιμα ανά πάσα στιγμή εντός των επόμενων 30 ημερών για ρευστοποίηση μέσω συμφωνίας οριστικής πώλησης ή απλής συμφωνίας πώλησης με συμφωνία επαναγοράς σε εγκεκριμένες αγορές συμφωνιών επαναγοράς, ώστε να εκπληρωθούν οι ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις. Τα ρευστά στοιχεία ενεργητικού που αναφέρονται στο άρθρο 416 παράγραφος 1 στοιχείο γ), τα οποία τηρούνται σε τρίτες χώρες με περιορισμούς μεταφοράς ή που είναι εκπεφρασμένα σε μη μετατρέψιμα νομίσματα θεωρούνται διαθέσιμα μόνο στον βαθμό που αντιστοιχούν σε εκροές στην εν λόγω τρίτη χώρα ή το σχετικό νόμισμα, εκτός αν το ίδρυμα μπορεί να αποδείξει στις αρμόδιες αρχές ότι έχει αντισταθμίσει καταλλήλως τον συνεπακόλουθο συναλλαγματικό κίνδυνο,

    γ)

    τα ρευστά στοιχεία ενεργητικού διαχειρίζονται από ένα τμήμα διαχείρισης ρευστότητας,

    δ)

    τμήμα των ρευστών στοιχείων ενεργητικού, πλην εκείνων που αναφέρονται στο άρθρο 416 παράγραφος 1 στοιχεία α), γ) και ε), ρευστοποιείται περιοδικά και τουλάχιστον άπαξ ετησίως μέσω συμφωνιών οριστικής πώλησης ή απλήςπώλησης με συμφωνίαεπαναγοράς σε εγκεκριμένη αγορά επαναγοράς για τους ακόλουθους σκοπούς:

    i)

    για τον έλεγχο της πρόσβασης στην αγορά των εν λόγω στοιχείων ενεργητικού,

    ii)

    για τον έλεγχο της αποτελεσματικότητας των διαδικασιών ρευστοποίησης των στοιχείων ενεργητικού,

    iii)

    για τον έλεγχο της χρηστικότητας των στοιχείων ενεργητικού,

    iv)

    για την ελαχιστοποίηση του κινδύνου μετάδοσης αρνητικών σημάτων στην αγοράκατά τη διάρκεια περιόδου ακραίων συνθηκών,

    ε)

    οι κίνδυνοι τιμής που σχετίζονται με τα στοιχεία ενεργητικού μπορούν να αντισταθμιστούν, αλλά τα ρευστά στοιχεία ενεργητικού υπόκεινται στις κατάλληλες εσωτερικές διαδικασίες που διασφαλίζουν την έγκαιρη διάθεσή τους στη μονάδα διαχείρισης διαθεσίμων όταν χρειαστεί και ιδίως εξασφαλίζουν ότι δεν χρησιμοποιούνται σε άλλες τρέχουσες λειτουργίες, όπως:

    i)

    αντιστάθμιση ή άλλες επενδυτικές στρατηγικές,

    ii)

    παροχή πιστωτικών ενισχύσεων σε δομημένες συναλλαγές,

    iii)

    κάλυψη λειτουργικών δαπανών,

    στ)

    το νόμισμα των ρευστών στοιχείων ενεργητικού συμβαδίζει με τη κατανομή των εκροών ρευστότητας ανά νόμισμα μετά την αφαίρεση των εισροών.

    Άρθρο 418

    Αποτίμηση ρευστών στοιχείων ενεργητικού

    1.   Η αξία ενός στοιχείου ενεργητικού προς αναφορά ισούται με την αγοραία αξία του, με την επιφύλαξη των κατάλληλων ποσοστών περικοπής που αντικατοπτρίζουν τουλάχιστον τη σταθμισμένη διάρκεια, τον πιστωτικό κίνδυνο και τον κίνδυνο ρευστότητας και των συνήθων ποσοστών περικοπής σε συναλλαγές τύπου ρέπος σε περιόδους γενικής κρίσης στην αγορά. Τα ποσοστά περικοπής δεν είναι μικρότερα από 15 % για τα στοιχεία ενεργητικού που αναφέρονται στο άρθρο 416 παράγραφος 1 στοιχείο δ). Εάν το ίδρυμα αντισταθμίζει τον κίνδυνο τιμής που σχετίζεται με ένα στοιχείο ενεργητικού, λαμβάνει υπόψη του τις ταμειακές ροές που προκύπτουν από την ενδεχόμενη εκκαθάριση της αντιστάθμισης.

    2.   Τα μερίδια ή οι μετοχές σε ΟΣΕ που αναφέρονται στο άρθρο 416 παράγραφος 6 υπόκεινται σε ποσοστά περικοπής, εξετάζοντας τα υποκείμενα στοιχεία τους ως εξής:

    α)

    0 % για τα στοιχεία ενεργητικού που αναφέρονται στο άρθρο 416 παράγραφος 1 στοιχείο α),

    β)

    5 % για τα στοιχεία ενεργητικού που αναφέρονται στο άρθρο 416 παράγραφος 1 στοιχεία β) και γ),

    γ)

    20 % για τα στοιχεία ενεργητικού που αναφέρονται στο άρθρο 416 παράγραφος 1 στοιχείο δ).

    3.   Η μέθοδος εξέτασης που αναφέρεται στην παράγραφο 2 εφαρμόζεται ως ακολούθως:

    α)

    εάν το ίδρυμα έχει γνώση των υποκειμένων ανοιγμάτων του ΟΣΕ, μπορεί να τα εξετάσει προκειμένου να τα υπαγάγει στο άρθρο 416 παράγραφος 1 στοιχεία α) έως δ),

    β)

    εάν το ίδρυμα δεν έχει γνώση των υποκειμένων ανοιγμάτων του ΟΣΕ, ισχύει η παραδοχή ότι ο ΟΣΕ επενδύει στον μέγιστο επιτρεπόμενο βαθμό σύμφωνα με την εντολή του με φθίνουσα σειρά στα είδη στοιχείων ενεργητικού που αναφέρονται στο άρθρο 416 παράγραφος 1 στοιχεία α) έως δ) έως την επίτευξη του ανώτατου συνολικού επενδυτικού ορίου.

    4.   Τα ιδρύματα αναπτύσσουν αξιόπιστες μεθόδους και διαδικασίες για τον υπολογισμό και την αναφορά της αγοραίας αξίας και των ποσοστών περικοπής αποτίμησης όσον αφορά μετοχές ή μερίδια σε ΟΣΕ. Μόνο εάν μπορούν αν αποδείξουν στην αρμόδια αρχή ότι η σημαντικότητα του ανοίγματος δεν δικαιολογεί την ανάπτυξη των δικών τους μεθοδολογιών, τα ιδρύματα μπορούν να αναθέτουν τον υπολογισμό και την αναφορά των ποσοστών περικοπής για μερίδια ή μετοχές σε ΟΣΕ στους ακόλουθους τρίτους, σύμφωνα με τις μεθόδους που προβλέπονται στην παράγραφο 3 στοιχεία α) και β):

    α)

    στο ίδρυμα θεματοφυλακής του ΟΣΕ εφόσον ο εν λόγω ΟΣΕ επενδύει αποκλειστικά σε τίτλους και καταθέτει όλους τους τίτλους στο εν λόγω ίδρυμα θεματοφυλακής,

    β)

    για τους λοιπούς ΟΣΕ, στην εταιρεία διαχείρισης του ΟΣΕ, εφόσον αυτή πληροί τα κριτήρια του άρθρου 132 παράγραφος 3 στοιχείο α).

    Η ορθότητα των υπολογισμών του ιδρύματος θεματοφυλακής ή της εταιρείας διαχείρισης του ΟΣΕ επιβεβαιώνεται από εξωτερικό ελεγκτή.

    Άρθρο 419

    Νομίσματα με περιορισμούς στη διαθεσιμότητα των ρευστών στοιχείων ενεργητικού

    1.   Η ΕΑΤ αξιολογεί τη διαθεσιμότητα για τα ιδρύματα των ρευστών στοιχείων ενεργητικού που αναφέρονται στο άρθρο 416 παράγραφος 1 στοιχείο β) στα νομίσματα που αφορούν ιδρύματα εγκατεστημένα στην Ένωση.

    2.   Αν οι δικαιολογημένες ανάγκες για ρευστά στοιχεία ενεργητικού δυνάμει της απαίτησης του άρθρου 412 υπερβαίνουν τη διαθεσιμότητα των εν λόγω στοιχείων σε ένα νόμισμα, εφαρμόζεται μία ή περισσότερες από τις κατωτέρω παρεκκλίσεις:

    α)

    κατά παρέκκλιση από το άρθρο 417 στοιχείο στ), το νόμισμα των ρευστών στοιχείων ενεργητικού μπορεί να μη συμβαδίζει με τη κατανομή των εκροών ρευστότητας ανά νόμισμα μετά την αφαίρεση των εισροών,

    β)

    για νομίσματα κράτους μέλους ή τρίτων χωρών, τα απαιτούμενα ρευστά στοιχεία ενεργητικού μπορούν να αντικαθίστανται με πιστωτικές γραμμές από την κεντρική τράπεζα του εν λόγω κράτους μέλους ή της εν λόγω τρίτης χώρας, οι οποίες είναι συμβατικά και αμετάκλητα δεσμευμένες για τις επόμενες 30 ημέρες και τιμολογούνται δίκαια, ανεξάρτητα από το ήδη αναληφθέν ποσό, με την προϋπόθεση ότι οι αρμόδιες αρχές του εν λόγω κράτους μέλους ή της τρίτης χώρας πράττουν το ίδιο και ότι το κράτος μέλος ή η τρίτη χώρα διαθέτει συγκρίσιμες απαιτήσεις υποβολής αναφορών.

    3.   Οι παρεκκλίσεις που εφαρμόζονται σύμφωνα με την παράγραφο 2 είναι αντιστρόφως ανάλογες με τη διαθεσιμότητα των σχετικών στοιχείων ενεργητικού. Οι δικαιολογημένες ανάγκες των ιδρυμάτων αξιολογούνται λαμβάνοντας υπόψη την ικανότητά τους να μειώνουν, μέσω άρτιας διαχείρισης ρευστότητας, την ανάγκη τους για τα εν λόγω ρευστά στοιχεία ενεργητικού καθώς και τα διακρατούμενα υπόλοιπα άλλων συμμετεχόντων της αγοράς στα εν λόγω στοιχεία.

    4.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρουν τα νομίσματα τα οποία πληρούν τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο παρόν άρθρο.

    Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως την 31η Μαρτίου 2014.

    Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

    5.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να διευκρινίσει τις παρεκκλίσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 2, συμπεριλαμβανομένων των προϋποθέσεων εφαρμογής τους.

    Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή το αργότερο έως την 31η Μαρτίου 2014.

    Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

    Άρθρο 420

    Εκροές ρευστότητας

    1.   Εν αναμονή του καθορισμού της απαίτησης ρευστότητας σύμφωνα με το άρθρο 460, οι εκροές ρευστότητας για τις οποίες πρέπει να υποβάλλεται αναφορά περιλαμβάνουν:

    α)

    το τρέχον ανεξόφλητο υπόλοιπο για καταθέσεις λιανικής όπως ορίζεται στο άρθρο 421,

    β)

    τα τρέχοντα ανεξόφλητα υπόλοιπα άλλων υποχρεώσεων που καθίστανται ληξιπρόθεσμες, μπορεί να καταστούν απαιτητές από τα ιδρύματα έκδοσης ή τον πάροχο της χρηματοδότησης ή συνεπάγονται την έμμεση προσδοκία του παρόχου της χρηματοδότησης ότι το ίδρυμα θα εξοφλήσει την απαίτηση εντός των επόμενων 30 ημερών όπως προβλέπεται στο άρθρο 422,

    γ)

    τις πρόσθετες εκροές που αναφέρονται στο άρθρο 423,

    δ)

    το μέγιστο ποσό που μπορεί να αναληφθεί κατά τη διάρκεια των επόμενων 30 ημερών από μη αναληφθείσες δεσμευμένες πιστωτικές και ταμειακές διευκολύνσεις όπως προβλέπεται στο άρθρο 424,

    ε)

    τις πρόσθετες εκροές που προσδιορίζονται στην αξιολόγηση σύμφωνα με την παράγραφο 2.

    2.   Τα ιδρύματα αξιολογούν τακτικά την πιθανότητα και τον ενδεχόμενο όγκο των εκροών ρευστότητας κατά τη διάρκεια των επόμενων 30 ημερών όσον αφορά προϊόντα ή υπηρεσίες τα οποία δεν καλύπτονται από τα άρθρα 422, 423 και 424 και τα οποία παρέχονται από τα εν λόγω ιδρυμάτα ή έχουν την εγγύηση τουςή θα θεωρούνταν συνδεδεμένα με τα εν λόγω ιδρύματα από ενδεχόμενους αγοραστές, συμπεριλαμβανομένων, αλλά όχι αποκλειστικά, εκροών ρευστότητας που προκύπτουν από τυχόν συμβατικές ρυθμίσεις, όπως λοιπές υποχρεώσεις εκτός ισολογισμού και ενδεχόμενες υποχρεώσεις για παροχή ρευστότητας, συμπεριλαμβανομένων, αλλά όχι αποκλειστικά, των δεσμευμένων διευκολύνσεων χρηματοδότησης, των μη εκταμιευθέντων δανείων και προκαταβολών προς αντισυμβαλλόμενους χονδρικής, των στεγαστικών δανείων που έχουν συμφωνηθεί αλλά δεν έχουν εκταμιευθεί ακόμη, των πιστωτικών καρτών, των λογαριασμών υπεραναλήψεων, των προγραμματισμένων εκροών που σχετίζονται με την ανανέωση ή παράταση νέων δανείων προς πελάτες λιανικής ή χονδρικής, των προγραμματισμένων πληρωμών από παράγωγα και των εκτός ισολογισμού προϊόντων που σχετίζονται με τη χρηματοδότηση εμπορίου, όπως αναφέρονται στο άρθρο 429 και στο παράρτημα Ι. Οι εν λόγω εκροές αξιολογούνται βάσει ενός σεναρίου που συνδυάζει ιδιοσυγκρατικές ακραίες συνθήκες και ακραίες συνθήκες που καλύπτουν όλο το εύρος της αγοράς.

    Για τη σχετική αξιολόγηση, τα ιδρύματα λαμβάνουν ιδιαίτερα υπόψη τους τις σημαντικές ζημίες για τη φήμη τους που θα μπορούσαν να προκύψουν από τη μη παροχή ρευστότητας στα ανωτέρω προϊόντα ή υπηρεσίες. Τα ιδρύματα αναφέρουν τουλάχιστον άπαξ ετησίως στις αρμόδιες αρχές τα προϊόντα και τις υπηρεσίες για τις οποίες η πιθανότητα και ο πιθανός εκροών ρευστότητας όγκος που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο είναι ουσιώδεις και οι αρμόδιες αρχές προσδιορίζουν τις εκροές που πρέπει να εφαρμοστούν. Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να εφαρμόζουν ποσοστό εκροών έως 5 % για προϊόντα εκτός ισολογισμού που σχετίζονται με χρηματοδότηση του εμπορίου, όπως αναφέρεται στο άρθρο 429 και στο παράρτημα Ι.

    Οι αρμόδιες αρχές αναφέρουν στην ΕΑΤ τουλάχιστον άπαξ ετησίως τα είδη των προϊόντων ή υπηρεσιών για τα οποία έχουν προσδιορίσει εκροές βάσει των αναφορών των ιδρυμάτων. Επίσης, στην εν λόγω αναφορά εξηγούν τη μεθοδολογία που εφάρμοσαν για τον προσδιορισμό των εκροών.

    Άρθρο 421

    Εκροές από καταθέσεις λιανικής

    1.   Τα ιδρύματα υποβάλλουν ξεχωριστή αναφορά για το υπόλοιπο των καταθέσεων λιανικής που καλύπτονται από σύστημα εγγύησης των καταθέσεων σύμφωνα με την οδηγία 94/19/ΕΚ ή από αντίστοιχο σύστημα εγγύησης των καταθέσεων σε τρίτη χώρα, και πολλαπλασιάζουν επί τουλάχιστον 5 % εάν για την κατάθεση ισχύει ένα από τα ακόλουθα:

    α)

    αποτελεί τμήμα καθιερωμένης σχέσης, γεγονός που καθιστά ιδιαίτερα απίθανη ενδεχόμενη ανάληψη,

    β)

    τηρείται σε συναλλακτικό λογαριασμό, συμπεριλαμβανομένων και λογαριασμών στους οποίους πιστώνονται τακτικά μισθοί.

    2.   Τα ιδρύματα πολλαπλασιάζουν άλλες καταθέσεις λιανικήςπου δεν αναφέρονται στην παράγραφο 1 επί τουλάχιστον 10 %.

    3.   Λαμβάνοντας υπόψη τη συμπεριφορά των τοπικών καταθετών σύμφωνα με τις υποδείξεις των αρμόδιων αρχών, η ΕΑΤ εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές έως την 1η Ιανουαρίου 2014 σχετικά με τα κριτήρια καθορισμού των όρων εφαρμογής των παραγράφων 1 και 2 αναφορικά με τον προσδιορισμό των καταθέσεων λιανικής που υπόκεινται σε διαφορετικές εκροές και των ορισμών των εν λόγω προϊόντων για τους σκοπούς του παρόντος τίτλου. Οι εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές λαμβάνουν υπόψη την πιθανότητα οι ανωτέρω καταθέσεις να οδηγήσουν σε εκροές ρευστότητας κατά τη διάρκεια των επόμενων 30 ημερών. Οι εν λόγω εκροές αξιολογούνται βάσει ενός σεναρίου που συνδυάζει ιδιοσυγκρατικές ακραίες συνθήκες και ακραίες συνθήκες που καλύπτουν όλο το εύρος της αγοράς.

    4.   Κατά παρέκκλιση των παραγράφων 1 και 2, τα ιδρύματα πολλαπλασιάζουν τις καταθέσεις λιανικήςπου έχουν λάβει σε τρίτες χώρες επί ποσοστό υψηλότερο από το οριζόμενο στις εν λόγω παραγράφους εάν το εν λόγω ποσοστό προβλέπεται βάσει συγκρίσιμων απαιτήσεων υποβολής αναφορών τρίτων χωρών.

    5.   Τα ιδρύματα μπορούν να αποκλείουν από τον υπολογισμό των εκροών ορισμένες σαφώς προσδιορισμένες κατηγορίες λιανικών καταθέσεων εφόσον σε κάθε περίπτωση το ίδρυμα εφαρμόζει αυστηρά τις κατωτέρω απαιτήσεις για ολόκληρη την κατηγορία των εν λόγω καταθέσεων, με εξαίρεση μεμονωμένες δικαιολογημένες περιστάσεις δυσχέρειας του καταθέτη:

    α)

    για διάστημα 30 ημερών, ο καταθέτης δεν επιτρέπεται να αποσύρει την κατάθεση ή

    β)

    για πρόωρες αναλήψεις εντός 30 ημερών, ο καταθέτης υποχρεούται να καταβάλει χρηματική ποινή που περιλαμβάνει την απώλεια των τόκων μεταξύ της ημερομηνίας της ανάληψης και της ημερομηνίας συμβατικής ληκτότητας συν ένα σημαντικό πρόστιμο που δεν πρέπει υποχρεωτικά να υπερβαίνει τον οφειλόμενο τόκο για το διάστημα που μεσολάβησε από την ημερομηνία της κατάθεσης έως την ημερομηνία της ανάληψης.

    Άρθρο 422

    Εκροές από άλλες υποχρεώσεις

    1.   Τα ιδρύματα πολλαπλασιάζουν τις υποχρεώσεις που προκύπτουν από τις ίδιες λειτουργικές δαπάνες του ιδρύματος επί 0 %.

    2.   Τα ιδρύματα πολλαπλασιάζουν τις υποχρεώσεις που προκύπτουν από εξασφαλισμένες πιστοδοτήσεις και από συναλλαγές με όρους κεφαλαιαγοράς όπως ορίζονται στο άρθρο 195 σημείο 3) επί:

    α)

    0 % μέχρι το ύψος της αξίας των ρευστών στοιχείων ενεργητικού σύμφωνα με το άρθρο 418, εάν οι υποχρεώσεις είναι εξασφαλισμένές με στοιχεία ενεργητικού που θα μπορούσαν να θεωρηθούν ρευστά στοιχεία ενεργητικού σύμφωνα με το άρθρο 416,

    β)

    100 % άνω του ύψους της αξίας των ρευστών στοιχείων ενεργητικού σύμφωνα με το άρθρο 418, εάν οι υποχρεώσεις είναι εξασφαλισμένες με στοιχεία ενεργητικού που θα μπορούσαν να θεωρηθούν ρευστά στοιχεία ενεργητικού σύμφωνα με το άρθρο 416,

    γ)

    100 % αν εξασφαλίζονται με στοιχεία ενεργητικού που δεν θα μπορούσαν να θεωρηθούν ρευστά στοιχεία ενεργητικού σύμφωνα με το άρθρο 416, με εξαίρεση τις συναλλαγές που καλύπτονται από τα στοιχεία δ) και ε) της παρούσας παραγράφου,

    δ)

    25 % αν οι υποχρεώσεις εξασφαλίζονται με στοιχεία ενεργητικού που δεν θα μπορούσαν να θεωρηθούν ρευστά στοιχεία ενεργητικού σύμφωνα με το άρθρο 416 και δανειστής είναι η κεντρική κυβέρνηση, μια οντότητα του δημόσιου τομέα του κράτους μέλους όπου έχει λάβει άδεια ή έχει ιδρύσει υποκατάστημα το πιστωτικό ίδρυμα ή πολυμερής τράπεζα ανάπτυξης. Οι οντότητες του δημόσιου τομέα για τις οποίες ισχύει η εν λόγω μεταχείριση περιορίζονται σε όσες ο συντελεστής στάθμισης κινδύνου είναι 20 % ή χαμηλότερος σύμφωνα με το τρίτο μέρος κεφάλαιο 2 τίτλος ΙΙ,

    ε)

    0 % αν ο δανειστής είναι κεντρική τράπεζα.

    3.   Τα ιδρύματα πολλαπλασιάζουν τις υποχρεώσεις που προκύπτουν από καταθέσεις που πρέπει να διατηρούνται:

    α)

    από τον καταθέτη προκειμένου να του παρασχεθούν υπηρεσίες εκκαθάρισης, φύλαξης ή διαχείρισης μετρητών ή άλλες συγκρίσιμες υπηρεσίες από το ίδρυμα,

    β)

    στο πλαίσιο καταμερισμού κοινών καθηκόντων με θεσμικό σύστημα προστασίας που πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 113 παράγραφος 7, ή ως νόμιμες ή κανονιστικές ελάχιστες καταθέσεις άλλης οντότητας μέλους του ίδιου θεσμικού συστήματος προστασίας,

    γ)

    από τον καταθέτη στο πλαίσιο καθιερωμένης λειτουργικής σχέσης πέραν της αναφερόμενης στο στοιχείο α),

    δ)

    από τον καταθέτη προκειμένου να του παρασχεθούν υπηρεσίες εκκαθάρισης σε μετρητά και υπηρεσίες από το κεντρικό πιστωτικό ίδρυμα και όπου το πιστωτικό ίδρυμα ανήκει σε δίκτυο, δυνάμει νομοθετικών ή καταστατικών διατάξεων,

    επί 5 % στην περίπτωση του στοιχείου α) στον βαθμό που καλύπτονται από σύστημα εγγύησης των καταθέσεων σύμφωνα με την οδηγία 94/19/ΕΚ ή από αντίστοιχο σύστημα εγγύησης των καταθέσεων σε τρίτη χώρα, ειδάλλως επί 25 %.

    Οι καταθέσεις πιστωτικών ιδρυμάτων που τοποθετούνται σε κεντρικά πιστωτικά ιδρύματα οι οποίες θεωρούνται ρευστά στοιχεία του ενεργητικού σύμφωνα με το άρθρο 416 παράγραφος 1 στοιχείο στ) πολλαπλασιάζονται επί ποσοστό εκροών 100 %.

    4.   Οι υπηρεσίες εκκαθάρισης, φύλαξης ή διαχείρισης μετρητών ή άλλες συγκρίσιμες υπηρεσίες που αναφέρονται στην παράγραφο 3 στοιχεία α) και δ) καλύπτουν τις σχετικές υπηρεσίες μόνο στον βαθμό που παρέχονται στο πλαίσιο καθιερωμένης σχέσης από την οποία εξαρτάται σε σημαντικό βαθμό ο καταθέτης. Δεν αποτελούν απλώς υπηρεσίες τραπεζικής μέσω ανταποκριτών ή υπηρεσίες βασικής μεεσολάβησης και το ίδρυμα διαθέτει αποδείξεις ότι ο πελάτης του δεν μπορεί να αποσύρει νομίμως οφειλόμενα ποσά για χρονικό ορίζοντα 30 ημερών χωρίς να υπονομεύσει τη λειτουργία του.

    Έως ότου θεσπισθεί ενιαίος ορισμός της καθιερωμένης λειτουργικής σχέσης κατά την παράγραφο 3 στοιχείο γ), τα ίδια τα ιδρύματα θεσπίζουν τα κριτήρια προσδιορισμού της καθιερωμένης λειτουργικής σχέσης για την οποία έχουν αποδείξεις ότι ο πελάτης δεν δύναται να αποσύρει νομίμως οφειλόμενα ποσά για χρονικό ορίζοντα 30 ημερών χωρίς να υπονομεύσει τη λειτουργία του και κοινοποιούν τα κριτήρια αυτά στις αρμόδιες αρχές. Οι αρμόδιες αρχές δύνανται, απουσία ενιαίου ορισμού, να παρέχουν γενικές οδηγίες τις οποίες ακολουθούν τα ιδρύματα για τον προσδιορισμό των καταθέσεων που διατηρούνται από τον καταθέτη στο πλαίσιο καθιερωμένης λειτουργικής σχέσης.

    5.   Τα ιδρύματα πολλαπλασιάζουν τις υποχρεώσεις που προκύπτουν από καταθέσεις πελατών που δεν είναι χρηματοπιστωτικοί πελάτες, στον βαθμό που δεν εμπίπτουν στις παραγράφους 3 και 4, επί 40 % και πολλαπλασιάζουν το ύψος των υποχρεώσεων αυτών που καλύπτονται από σύστημα εγγύησης καταθέσεων σύμφωνα με την οδηγία 94/19/ΕΚ ή ανάλογο σύστημα εγγύησης καταθέσεων σε τρίτη χώρα επί 20 %.

    6.   Τα ιδρύματα λαμβάνουν υπόψη τις εκροές και τις εισροές που αναμένονται σε ορίζοντα 30 ημερών από τις συμβάσεις που απαριθμούνται στο παράρτημα ΙΙ σε καθαρή βάση για τους διάφορους αντισυμβαλλομένους και τις πολλαπλασιάζουν επί 100 % σε περίπτωση καθαρής εκροής. Καθαρή βάση σημαίνει επίσης μετά την αφαίρεση της ληπτέας εξασφάλισης η οποία θεωρείται ρευστό στοιχείο ενεργητικού δυνάμει του άρθρου 416.

    7.   Τα ιδρύματα υποβάλλουν ξεχωριστές αναφορες σχετικά με άλλες υποχρεώσεις που δεν εμπίπτουν στις παραγράφους 1 έως 5.

    8.   Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να χορηγούν άδεια εφαρμογής χαμηλότερου ποσοστού εκροής ανάλογα με την περίπτωση στις υποχρεώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 7, εφόσον πληρούνται όλες οι κατωτέρω προϋποθέσεις:

    α)

    ο καταθέτης:

    i)

    είναι μητρικό ή θυγατρικό ίδρυμα του ιδρύματος ή άλλη θυγατρική του ίδιου μητρικού ιδρύματος,

    ii)

    συνδέεται με το ίδρυμα με σχέση κατά την έννοια του άρθρου 12 παράγραφος 1 της οδηγίας 83/349/ΕΟΚ,

    iii)

    είναι ίδρυμα που εμπίπτει στο ίδιο θεσμικό σύστημα προστασίας που πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 113 παράγραφος 7,

    iv)

    είναι το κεντρικό ίδρυμα ή μέλος δικτύου που συμμορφώνεται προς τις διατάξεις του άρθρου 400 παράγραφος 2 στοιχείο δ),

    β)

    υπάρχουν λόγοι να αναμένεται χαμηλότερη εκροή εντός των επόμενων 30 ημερών, ακόμα και βάσει σεναρίου που συνδυάζει ιδιοσυγκρατικές ακραίες συνθήκες και συνθήκες που καλύπτουν όλο το εύρος της αγοράς,

    γ)

    ο καταθέτης εφαρμόζει μια αντίστοιχη συμμετρική ή πιο συντηρητική εισροή κατά παρέκκλιση από το άρθρο 425,

    δ)

    το ίδρυμα και ο καταθέτης είναι εγκατεστημένοι στο ίδιο κράτος μέλος.

    9.   Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να μην απαιτούν την εφαρμογή των προϋποθέσεων της παραγράφου 8 στοιχείο δ) όταν εφαρμόζεται το άρθρο 20 παράγραφος 1 στοιχείο β). Σε αυτή την περίπτωση πρέπει να πληρούνται πρόσθετα αντικειμενικά κριτήρια όπως ορίζονται στην κατ' εξουσιοδότηση πράξη που αναφέρεται στο άρθρο 460. Στις περιπτώσεις που επιτρέπεται η εφαρμογή χαμηλότερης εκροής, οι αρμόδιες αρχές ενημερώνουν την ΕΑΤ σχετικά με το αποτέλεσμα της διαδικασίας του άρθρου 20 παράγραφος 1 στοιχείο β). Η εκπλήρωση των προϋποθέσεων για αυτές τις χαμηλότερες εκροές επανεξετάζεται τακτικά από τις αρμόδιες αρχές.

    10.   Η ΕΑΤ καταρτίζει, σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για τον περαιτέρω προσδιορισμό των πρόσθετων αντικειμενικών κριτηρίων που αναφέρονται στην παράγραφο9.

    Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως την 1η Ιανουαρίου 2015.

    Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

    Άρθρο 423

    Πρόσθετες εκροές

    1.   Οι εξασφαλίσεις, πλην των στοιχείων ενεργητικού που αναφέρονται στο άρθρο 416 παράγραφος 1 στοιχεία α), β) και γ), που παρέχονται από το ίδρυμα για τις συμβάσεις που αναφέρονται στο Παράρτημα ΙΙ και τα πιστωτικά παράγωγα, υπόκεινται σε πρόσθετη εκροή ύψους 20 %.

    2.   Τα ιδρύματα κοινοποιούν στις αρμόδιες αρχές όλες τις συμβάσεις που συνάπτουν, οι συμβατικοί όροι των οποίων οδηγούν, εντός 30 ημερών από σημαντική επιδείνωση της πιστωτικής ποιότητας του ιδρύματος, σε εκροές ρευστότητας ή πρόσθετες ανάγκες παροχής εξασφαλίσεων. Εάν οι αρμόδιες αρχές κρίνουν ότι οι συμβάσεις αυτές είναι ουσιώδεις όσον αφορά τις πιθανές εκροές ρευστότητας του ιδρύματος, απαιτούν από το ίδρυμα να προσθέσει συμπληρωματική εκροή για τις εν λόγω συμβάσεις για τις πρόσθετες ανάγκες παροχής εξασφαλίσεων που προκύπτουν από ουσιώδη επιδείνωση της πιστωτικής ποιότητας του ιδρύματος όπως για παράδειγμα την αναθεώρηση προς τα κάτω της εξωτερικής πιστοληπτικής του αξιολόγησης κατά τρεις βαθμίδες. Το ίδρυμα εξετάζει τακτικά την έκταση αυτής της ουσιώδους επιδείνωσης λαμβάνοντας υπόψη τα στοιχεία που είναι συναφή σύμφωνα με τις συμβάσεις που έχει συνάψει και κοινοποιεί το αποτέλεσμα της εξέτασης αυτής στις αρμόδιες αρχές.

    3.   Το ίδρυμα προσθέτει συμπληρωματική εκροή που αντιστοιχεί σε ανάγκες παροχής εξασφαλίσεων που θα προέκυπταν από τον αντίκτυπο σεναρίου δυσμενών εξελίξεων στην αγορά στις συναλλαγές παραγώγων, τις συναλλαγές χρηματοδότησης και άλλες συμβάσεις του ιδρύματος εφόσον είναι ουσιώδεις.

    Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για τον προσδιορισμό των όρων εφαρμογής όσον αφορά την έννοια του «ουσιώδους» χαρακτήρα και τις μεθόδους μέτρησης της εν λόγω πρόσθετης εκροής.

    Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή το αργότερο έως τις 31 Μαρτίου 2014.

    Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα τα οποία αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

    4.   Το ίδρυμα προσθέτει συμπληρωματική εκροή που αντιστοιχεί στην αγοραία αξία των τίτλων ή άλλων στοιχείων ενεργητικού που πωλούνται με ανοικτή πώληση και πρέπει να παραδοθούν εντός του χρονικού ορίζοντα των 30 ημερών, εκτός εάν το ίδρυμα κατέχει τους τίτλους που πρέπει να παραδοθούν ή εάν τους έχει δανειστεί με όρους που απαιτούν την επιστροφή τους μόνο μετά τον ορίζοντα των 30 ημερών και οι τίτλοι δεν αποτελούν μέρος των ρευστών στοιχείων ενεργητικού του ιδρύματος.

    5.   Το ίδρυμα προσθέτει συμπληρωματική εκροή η οποία αντιστοιχεί:

    α)

    στο επιπλέον ποσό της εξασφάλιση που κατέχει το ίδρυμα το οποίο μπορεί να καταστεί απαιτητό ανά πάσα στιγμή από τον αντισυμβαλλόμενο σύμφωνα με τη σχετική συμφωνία,

    β)

    στην εξασφάλιση που πρέπει να επιστραφεί σε αντισυμβαλλόμενο,

    γ)

    στην εξασφάλιση που αντιστοιχεί σε στοιχεία του ενεργητικού τα οποία θα μπορούσαν να θεωρηθούν ρευστά στοιχεία του ενεργητικού για τους σκοπούς του άρθρου 416 τα οποία μπορούν να αντικαταστήσουν στοιχεία που αντιστοιχούν σε στοιχεία τα οποία δεν θα μπορούσαν να θεωρηθούν ρευστά στοιχεία του ενεργητικού για τους σκοπούς του άρθρου 416 χωρίς τη συγκατάθεση του ιδρύματος.

    6.   Οι καταθέσεις που λαμβάνονται ως εξασφάλιση δεν θεωρούνται υποχρεώσεις για τους σκοπούς του άρθρου 422, αλλά υπόκεινται στις διατάξεις του παρόντος άρθρου ανάλογα με την περίπτωση.

    Άρθρο 424

    Εκροές από πιστωτικές και ταμειακές διευκολύνσεις

    1.   Τα ιδρύματα αναφέρουν τις εκροές από δεσμευμένες πιστωτικές διευκολύνσεις και δεσμευμένες ταμειακές διευκολύνσεις, οι οποίες προσδιορίζονται ως ποσοστό του μέγιστου ποσού που μπορεί να αναληφθεί εντός των επόμενων 30 ημερών. Αυτό το μέγιστο ποσό που μπορεί να αναληφθεί μπορεί να αξιολογηθεί μετά την αφαίρεση οιωνδήποτε αναγκών ρευστότητας που προβλέπονται από το άρθρο 420 παράγραφος 2 όσον αφορά εκτός ισολογισμού στοιχεία εμπορικών χρηματοδοτήσεων και μετά την αφαίρεση της αξίας της εξασφάλισης σύμφωνα με το άρθρο 418 που παρέχεται, εάν το ίδρυμα μπορεί να επαναχρησιμοποιήσει την εξασφάλιση και εάν η εξασφάλιση έχει τη μορφή ρευστών στοιχείων ενεργητικού σύμφωνα με το άρθρο 416. Η εξασφάλιση που παρέχεται δεν μπορεί να είναι στοιχεία ενεργητικού που εκδίδονται από τον αντισυμβαλλόμενο στον οποίο παρέχεται η διευκόλυνση ή από κάποια οντότητα συνδεδεμένη με αυτόν. Εάν το ίδρυμα διαθέτει τις αναγκαίες πληροφορίες, το μέγιστο ποσό που μπορεί να αναληφθεί για πιστωτικές και ταμειακές διευκολύνσεις προσδιορίζεται ως το μέγιστο ποσό που μπορεί να αναληφθεί δεδομένων των υποχρεώσεων του ιδίου του αντισυμβαλλομένου ή του προκαθορισμένου συμβατικού χρονοδιαγράμματος αναλήψεων που καθίστανται ληξιπρόθεσμες εντός των επόμενων 30 ημερών.

    2.   Το μέγιστο ποσό που μπορεί να αναληφθεί από μη αναληφθείσες δεσμευμένες πιστωτικές διευκολύνσεις και μη αναληφθείσες δεσμευμένες ταμειακές διευκολύνσεις εντός των επόμενων 30 ημερών πολλαπλασιάζεται επί 5 % εάν οι εν λόγω διευκολύνσεις υπάγονται στην κλάση των ανοιγμάτων λιανικής τραπεζικής δυνάμει της τυποποιημένης μεθόδου ή της μεθόδου IRB για τον πιστωτικό κίνδυνο.

    3.   Το μέγιστο ποσό που μπορεί να αναληφθεί από μη αναληφθείσες δεσμευμένες πιστωτικές διευκολύνσεις και μη αναληφθείσες δεσμευμένες ταμειακές διευκολύνσεις εντός των επόμενων 30 ημερών πολλαπλασιάζεται επί 10 % εάν οι εν λόγω διευκολύνσεις πληρούν τις κατωτέρω προϋποθέσεις:

    α)

    δεν υπάγονται στην κλάση των ανοιγμάτων λιανικής τραπεζικής δυνάμει της τυποποιημένης μεθόδου ή της μεθόδου IRB για τον πιστωτικό κίνδυνο,

    β)

    έχουν παρασχεθεί σε πελάτες που δεν είναι χρηματοπιστωτικοί πελάτες,

    γ)

    δεν έχουν παρασχεθεί για να αντικαταστήσουν τη χρηματοδότηση του πελάτη σε περιπτώσεις που δεν είναι σε θέση να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις χρηματοδότησής του από τις χρηματοπιστωτικές αγορές.

    4.   Το δεσμευμένο ποσό της διευκόλυνσης παροχής ρευστότητας που έχει παρασχεθεί σε ΟΕΣΤ για να μπορέσει η εν λόγω ΟΕΣΤ να αγοράσει στοιχεία ενεργητικού πλην τίτλων από πελάτες που δεν είναι χρηματοπιστωτικοί πελάτες πολλαπλασιάζεται επί 10 % στο μέτρο που υπερβαίνει το ποσό των συγκεκριμένων στοιχείων ενεργητικού που έχουν αγοραστεί από πελάτες και εφόσον το μέγιστο ποσό που μπορεί να αναληφθεί περιορίζεται δυνάμει σύμβασης στο ποσό των αγοραζόμενων στοιχείων ενεργητικού.

    5.   Τα ιδρύματα γνωστοποιούν το μέγιστο ποσό που μπορεί να αναληφθεί από άλλες μη αναληφθείσες δεσμευμένες πιστωτικές διευκολύνσεις και μη αναληφθείσες δεσμευμένες ταμειακές διευκολύνσεις εντός των επόμενων 30 ημερών. Η απαίτηση αυτή ισχύει ιδίως για τα εξής:

    α)

    ταμειακές διευκολύνσεις που έχει παραχωρήσει το ίδρυμα σε ΟΕΣΤ πέραν εκείνων που αναφέρονται στην παράγραφο 3 στοιχείο β),

    β)

    συμφωνίες δυνάμει των οποίων το ίδρυμα υποχρεούται να αγοράσει ή να ανταλλάξει στοιχεία ενεργητικού από ΟΕΣΤ,

    γ)

    διευκολύνσεις που παρέχονται σε πιστωτικά ιδρύματα,

    δ)

    διευκολύνσεις που παρέχονται σε χρηματοδοτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων.

    6.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 5, τα ιδρύματα που έχουν ιδρυθεί με απόφαση και τελούν υπό την αιγίδα τουλάχιστον μίας κεντρικής ή περιφερειακής κυβέρνησης κράτους μέλους μπορούν να εφαρμόζουν τις προβλεπόμενες στις παραγράφους 2 και 3 ρυθμίσεις και σε πιστωτικές και ταμειακές διευκολύνσεις που παρέχονται σε ιδρύματα με αποκλειστικό σκοπό την άμεση ή έμμεση χρηματοδότηση προνομιακών δανείων που υπάγονται στις κλάσεις ανοιγμάτων που αναφέρονται στις ανωτέρω παραγράφους. Κατά παρέκκλιση του άρθρου 425 παράγραφος 2 στοιχείο δ), εάν αυτά τα προνομιακά δάνεια χορηγούνται μέσω άλλου ιδρύματος που ενεργεί ως διαμεσολαβητής (δάνεια άμεσης επανεκχώρησης), μπορεί να εφαρμοστεί συμμετρική εισροή και εκροή από τα ιδρύματα. Τα εν λόγω προνομιακά δάνεια διατίθενται μόνο σε πρόσωπα που δεν είναι χρηματοπιστωτικοί πελάτες σε μη ανταγωνιστική, μη κερδοσκοπική βάση για την προώθηση στόχων δημόσιας πολιτικής της Ένωσης και/ή της κεντρικής ή περιφερειακής κυβέρνησης του εν λόγω κράτους μέλους. Η ανάληψη από τις εν λόγω διευκολύνσεις είναι δυνατή μόνο κατόπιν της ευλόγως αναμενόμενης ζήτησης για προνομιακό δάνειο και έως το ύψος της σχετικής ζήτησης που συνδέεται με τη μεταγενέστερη υποβολή αναφορών σχετικά με τη χρήση των χορηγηθέντων πόρων.

    Άρθρο 425

    Εισροές

    1.   Τα ιδρύματα αναφέρουν τις εισροές ρευστότητάς τους. Τα ανώτατα όρια εισροών ρευστότητας είναι οι εισροές ρευστότητας περιορισμένες στο 75 % των εκροών ρευστότητας. Τα ιδρύματα μπορούν να εξαιρούν από το ανωτέρω όριο τις εισροές ρευστότητας από καταθέσεις που κατέχουν σε άλλα ιδρύματα, οι οποίες εμπίπτουν στην αντιμετώπιση που προβλέπεται στο άρθρο 113 παράγραφος 6 ή 7. Τα ιδρύματα μπορούν να εξαιρούν από το ανωτέρω όριο τις εισροές ρευστότητας από ποσά οφειλόμενα από δανειολήπτες και επενδυτές ομολόγων οι οποίες συνδέονται με ενυπόθηκη πίστωση χρηματοδοτούμενη με ομόλογα επιλέξιμα για την αντιμετώπιση που ορίζεται στο άρθρο 129 παράγραφος 4, 5 ή 6 ή με ομόλογα όπως αναφέρονται στο άρθρο 52 παράγραφος 4 της οδηγίας 2009/65/ΕΚ. Τα ιδρύματα μπορούν να εξαιρούν τις εισροές από προνομιακά δάνεια τα οποία τα ιδρύματα έχουν επανεκχωρήσει άμεσα. Με την επιφύλαξη της προηγούμενης έγκρισης της αρμόδιας αρχής που είναι υπεύθυνη για την εποπτεία σε ατομική βάση, το ίδρυμα μπορεί να εξαιρεί πλήρως ή εν μέρει τις εισροές όταν ο πάροχος είναι μητρικό ή θυγατρικό ίδρυμα του ιδρύματος ή άλλη θυγατρική του ίδιου μητρικού ιδρύματος ή συνδέεται με το ίδρυμα με σχέση κατά την έννοια του άρθρου 12 παράγραφος 1 της οδηγίας 83/349/ΕΟΚ.

    2.   Οι εισροές ρευστότητας υπολογίζονται εντός των επόμενων 30 ημερών. Περιλαμβάνουν συμβατικές εισροές από ανοίγματα που δεν είναι σε υπερημερία και για τα οποία το ίδρυμα δεν έχει λόγους να αναμένει μη εκτέλεση εντός του χρονικού ορίζοντα των 30 ημερών. Οι εισροές ρευστότητας γνωστοποιούνται πλήρως με χωριστή αναφορών για τις ακόλουθες εισροές:

    α)

    τα οφειλόμενα ποσά από πελάτες που δεν είναι χρηματοπιστωτικοί πελάτες για την πληρωμή κεφαλαίου μειώνονται κατά το 50 % της αξίας τους ή κατά τη συμβατική δέσμευση στους εν λόγω πελάτες για την επέκταση της χρηματοδότησης, ανάλογα με το ποσό που είναι υψηλότερο. Αυτό δεν ισχύει για ποσά που οφείλονται από εξασφαλισμένες πιστοδοτήσεις και από συναλλαγές με όρους κεφαλαιαγοράς όπως ορίζονται στο άρθρο 192 σημείο 3), οι οποίες εξασφαλίζονται μέσω ρευστών στοιχείων ενεργητικού σύμφωνα με το άρθρο 416, όπως αναφέρεται στο στοιχείο δ) της παρούσας παραγράφου.

    Κατά παρέκκλιση του πρώτου εδαφίου του παρόντος στοιχείου, τα ιδρύματα που έχουν λάβει δέσμευση κατά το άρθρο 424 παράγραφος 6 για να χορηγήσουν προνομιακό δάνειο σε τελικό δικαιούχο μπορούν να λαμβάνουν υπόψη εισροή έως το ποσό της εκροής που εφαρμόζουν στην αντίστοιχη δέσμευση για τη χορήγηση των προνομιακών αυτών δανείων,

    β)

    τα οφειλόμενα ποσά από συναλλαγές χρηματοδότησης του εμπορίου που αναφέρονται στο άρθρο 162 παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο στοιχείο β) με εναπομένουσα ληκτότητα έως 30 ημερών λαμβάνονται πλήρως υπόψη ως εισροές,

    γ)

    τα στοιχεία ενεργητικού με μη προσδιορισμένη συμβατική ημερομηνία λήξης λαμβάνονται υπόψη με 20 % εισροή, υπό τον όρο ότι η σύμβαση επιτρέπει στην τράπεζα να καταγγείλει τη σύμβαση και να απαιτήσει πληρωμή εντός 30 ημερών,

    δ)

    τα οφειλόμενα ποσά από εξασφαλισμένες πιστοδοτήσεις και από συναλλαγές με όρους κεφαλαιαγοράς όπως ορίζονται στο άρθρο 192 σημείο 3), εάν είναι εξασφαλισμένα μέσω ρευστών διαθεσίμων όπως αναφέρονται στο άρθρο 416 παράγραφος 1, δεν λαμβάνονται υπόψη έως την αξία των ρευστών στοιχείων ενεργητικού μετά την αφαίρεση των ποσοστών περικοπής και λαμβάνονται πλήρως υπόψη για τα υπόλοιπα οφειλόμενα ποσά,

    ε)

    τα οφειλόμενα ποσά που αντιμετωπίζονται από το ίδρυμα που τα οφείλει σύμφωνα με το άρθρο 422 παράγραφοι 3 και 4 πολλαπλασιάζονται με αντίστοιχη συμμετρική εισροή,

    στ)

    τα οφειλόμενα ποσά από θέσεις σε μετοχικά προιόντα κύριων δεικτών υπό τον όρο ότι δεν γίνεται διπλός υπολογισμός με τα ρευστά στοιχεία του ενεργητικού,

    ζ)

    τυχόν μη αναληφθείσες πιστωτικές και ταμειακές διευκολύνσεις, καθώς και τυχόν άλλες ληφθήσες δεσμεύσεις δεν λαμβάνονται υπόψη.

    3.   Οι εκροές και οι εισροές που αναμένονται σε ορίζοντα 30 ημερών από τις συμβάσεις που αναφέρονται στο παράρτημα ΙΙ αντικατοπτρίζονται σε καθαρή βάση για τους διάφορους αντισυμβαλλομένους και πολλαπλασιάζονται επί 100 % σε περίπτωση καθαρής εισροής. Καθαρή βάση σημαίνει επίσης μετά την αφαίρεση της ληπτέας εξασφάλισης η οποία θεωρείται ρευστό στοιχείο ενεργητικού δυνάμει του άρθρου 416.

    4.   Κατά παρέκκλιση της παραγράφου 2 στοιχείο ζ), οι αρμόδιες αρχές μπορούν να παραχωρούν την άδεια εφαρμογής υψηλότερης εισροής, ανάλογα με την περίπτωση, για πιστωτικές και ταμειακές διευκολύνσεις εφόσον πληρούνται όλες οι κατωτέρω προϋποθέσεις:

    α)

    υπάρχουν λόγοι να αναμένεται υψηλότερη εισροή ακόμα και υπό συνδυασμένες αγοραίες και ιδιοσυγκρατικές ακραίες συνθήκες για τον πάροχο,

    β)

    ο αντισυμβαλλόμενος είναι μητρικό ίδρυμα ή θυγατρική του ιδρύματος ή άλλη θυγατρική του ίδιου μητρικού ιδρύματος ή συνδέεται με το ίδρυμα με σχέση κατά την έννοια του άρθρου 12 παράγραφος 1 της οδηγίας 83/349/ΕΟΚ ή μέλος του ίδιου θεσμικού συστήματος προστασίας που προβλέπεται στο άρθρο 113 παράγραφος 7 του παρόντος κανονισμού ή το κεντρικό ίδρυμα ή μέλος δικτύου για το οποίο ισχύει η απαλλαγή που αναφέρεται στο άρθρο 10 του παρόντος κανονισμού,

    γ)

    ο αντισυμβαλλόμενος εφαρμόζει αντίστοιχη συμμετρική ή πιο συντηρητική εκροή κατά παρέκκλιση από τα άρθρα 422, 423 και 424,

    δ)

    το ίδρυμα και ο αντισυμβαλλόμενος είναι εγκατεστημένοι στο ίδιο κράτος μέλος.

    5.   Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να μην απαιτούν την εφαρμογή της προϋπόθεσης της παραγράφου 4 στοιχείο δ) όταν εφαρμόζεται το άρθρο 20 παράγραφος 1 στοιχείο β). Σε αυτήν την περίπτωση πρέπει να πληρούνται πρόσθετα αντικειμενικά κριτήρια όπως ορίζονται στην κατ' εξουσιοδότηση πράξη που αναφέρεται στο άρθρο 460. Στις περιπτώσεις που επιτρέπεται η εφαρμογή υψηλότερης εισροής, οι αρμόδιες αρχές ενημερώνουν την ΕΑΤ σχετικά με το αποτέλεσμα της διαδικασίας του άρθρου 20 παράγραφος 1 στοιχείο β). Η εκπλήρωση των προϋποθέσεων για αυτές τις υψηλότερες εισροές επανεξετάζεται τακτικά από τις αρμόδιες αρχές.

    6.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για τον περαιτέρω προσδιορισμό των πρόσθετων αντικειμενικών κριτηρίων που αναφέρονται στην παράγραφο 5.

    Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως την 1η Ιανουαρίου 2015.

    Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

    7.   Τα ιδρύματα δεν αναφέρουν εισροές από οποιοδήποτε από τα ρευστά στοιχεία ενεργητικού που αναφέρονται δυνάμει του άρθρου 416, με εξαίρεση τις πληρωμές των στοιχείων ενεργητικού που δεν αποτυπώνονται στην αγοραία αξία του στοιχείου.

    8.   Τα ιδρύματα δεν αναφέρουν εισροές από οποιεσδήποτε νέες υποχρεώσεις αναλαμβάνουν.

    9.   Τα ιδρύματα λαμβάνουν υπόψη τους εισροές ρευστότητας που πρόκειται να ληφθούν σε τρίτες χώρες εάν υπάρχουν περιορισμοί μεταφοράς ή εάν είναι εκπεφρασμένες σε μη μετατρέψιμα νομίσματα μόνο στον βαθμό που αντιστοιχούν σε εκροές στην εν λόγω τρίτη χώρα ή το σχετικό νόμισμα αντιστοίχως.

    Άρθρο 426

    Επικαιροποίηση των μελλοντικών απαιτήσεων ρευστότητας

    Μετά από την έκδοση κατ' εξουσιοδότηση πράξης από την Επιτροπή για τη διευκρίνιση της απαίτησης ρευστότητας σύμφωνα με το άρθρο 460, η ΕΑΤ μπορεί να καταρτίσει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων για τον προσδιορισμό των όρων του άρθρου 421 παράγραφος 1, του άρθρου 422, εκτός των παραγράφων 8, 9 και 10 του εν λόγω άρθρου, και του άρθρου 424 προκειμένου να ληφθούν υπόψη τα διεθνώς συμφωνηθέντα πρότυπα.

    Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

    ΤΙΤΛΟΣ ΙΙΙ

    ΥΠΟΒΟΛΗ ΑΝΑΦΟΡΩΝ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΣΤΑΘΕΡΗ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗ

    Άρθρο 427

    Στοιχεία που παρέχουν σταθερή χρηματοδότηση

    1.   Τα ιδρύματα υποβάλλουν στις αρμόδιες αρχές, σύμφωνα με τις απαιτήσεις για την υποβολή αναφορών που ορίζονται στο άρθρο 415 παράγραφος 1 και τους ενιαίους μορφότυπους κοινοποίησης που αναφέρονται στο άρθρο 415 παράγραφος 3, τα κατωτέρω στοιχεία και τις συνιστώσες τους ώστε να είναι δυνατή η αξιολόγηση της διαθεσιμότητας σταθερής χρηματοδότησης:

    α)

    τα ακόλουθα ίδια κεφάλαια, μετά την εφαρμογή αφαιρέσεων, όπου κρίνεται σκόπιμο:

    i)

    των κεφαλαιακών μέσων της κατηγορίας 1,

    ii)

    των κεφαλαιακών μέσων της κατηγορίας 2,

    iii)

    άλλων προνομιούχων μετοχών και κεφαλαιακών μέσωνν που υπερβαίνουν το επιτρεπτό ποσό της κατηγορίας 2 και έχουν πραγματική ληκτότητα ένα έτος ή περισσότερο,

    β)

    τις κατωτέρω υποχρεώσεις που δεν περιλαμβάνονται στο στοιχείο α):

    i)

    τις καταθέσεις λιανικής που υπάγονται στη μεταχείριση που καθορίζεται στο άρθρο 421 παράγραφος 1,

    ii)

    τις καταθέσεις λιανικής που υπάγονται στη μεταχείριση που καθορίζεται στο άρθρο 421 παράγραφος 2,

    iii)

    τις καταθέσεις που υπάγονται στη μεταχείριση που καθορίζεται στο άρθρο 422 παράγραφοι 3 και 4,

    iv)

    από τις καταθέσεις που αναφέρονται στο σημείο iii), όσες υπόκεινται σε σύστημα εγγύησης καταθέσεων σύμφωνα με την οδηγία 94/19/ΕΚ ή σε αντίστοιχο σύστημα εγγύησης καταθέσεων σε τρίτη χώρα που εμπίπτει στις προϋποθέσεις του άρθρου 421 παράγραφος 2,

    v)

    από τις καταθέσεις που αναφέρονται στο σημείο iii), όσες υπόκεινται στο άρθρο 422 παράγραφος 3 στοιχείο β),

    vi)

    από τις καταθέσεις που αναφέρονται στο σημείο iii), όσες υπόκεινται στο άρθρο 422 παράγραφος 3 στοιχείο δ),

    vii)

    τα ποσά που κατατίθενται και δεν εμπίπτουν στο σημείο i), ii) ή iii) εάν δεν αποτελούν καταθέσεις χρηματοπιστωτικών πελατών,

    viii)

    κάθε χρηματοδότηση που προέρχεται από χρηματοπιστωτικούς πελάτες,

    ix)

    χωριστά για τα ποσά που εμπίπτουν στα σημεία vii) και viii) αντίστοιχα, τη χρηματοδότηση από εξασφαλισμένες πιστοδοτήσεις και από συναλλαγές με όρους κεφαλαιαγοράς όπως ορίζονται στο άρθρο 192 σημείο 3):

    που είναι εξασφαλισμένες μέω στοιχεία ενεργητικού που θα μπορούσαν να θεωρηθούν ρευστά στοιχεία ενεργητικού σύμφωνα με το άρθρο 416,

    που είναι εξασφαλισμένες μέ άλλα στοιχεία ενεργητικού,

    x)

    υποχρεώσεις οι οποίες προκύπτουν από εκδοθέντες τίτλους που υπάγονται στη μεταχείριση που καθορίζεται στο άρθρο 129 παράγραφος 4 ή 5 ή όπως αναφέρονται στο άρθρο 52 παράγραφος 4 της οδηγίας 2009/65/ΕΚ,

    xi)

    τις ακόλουθες λοιπές υποχρεώσεις που προκύπτουν από εκδοθέντες τίτλους που δεν υπάγονται στο στοιχείο α):

    υποχρεώσεις που προκύπτουν από τίτλους εκδοθέντες με πραγματική ληκτότητα ένα έτος ή περισσότερο,

    υποχρεώσεις που προκύπτουν από τίτλους εκδοθέντες με πραγματική ληκτότητα μικρότερη του έτους,

    xii)

    οποιεσδήποτε άλλες απαιτήσεις.

    2.   Όλα τα στοιχεία κατατάσσονται κατά περίπτωση στις ακόλουθες πέντε κατηγορίες σύμφωνα με την ημερομηνία λήξης τους ή την πρώτη ημερομηνία κατά την οποία καθίστανται απαιτητά βάσει σύμβασης, αναλόγως ποια προηγείται:

    α)

    εντός τριμήνου,

    β)

    μεταξύ τριών και έξι μηνών,

    γ)

    μεταξύ έξι και εννέα μηνών,

    δ)

    μεταξύ εννέα και 12 μηνών,

    ε)

    έπειτα από 12 μήνες.

    Άρθρο 428

    Στοιχεία που απαιτούν σταθερή χρηματοδότηση

    1.   Εφόσον δεν αφαιρούνται από τα ίδια κεφάλαια, τα κατωτέρω στοιχεία αναφέρονται χωριστά στις αρμόδιες αρχές ούτως ώστε να είναι δυνατή η αξιολόγηση των αναγκών σταθερής χρηματοδότησης:

    α)

    στοιχεία ενεργητικού που θεωρούνται ρευστά στοιχεία ενεργητικού σύμφωνα με το άρθρο 416, χωριστά ανά κατηγορία περιουσιακού στοιχείου,

    β)

    οι ακόλουθοι τίτλοι και μέσα χρηματαγοράς που δεν περιλαμβάνονται στο στοιχείο α):

    i)

    στοιχεία ενεργητικού που πληρούν τους όρους για την πρώτη πιστωτική βαθμίδα βάσει του άρθρου 122,

    ii)

    στοιχεία ενεργητικού που πληρούν τους όρους για τη δεύτερη πιστωτική βαθμίδα βάσει του άρθρου 122,

    iii)

    άλλα στοιχεία ενεργητικού,

    γ)

    μετοχικοί τίτλοι μη χρηματοοικονομικών οντοτήτων εισηγμένων σε σημαντικό δείκτη σε αναγνωρισμένο χρηματιστήριο,

    δ)

    άλλοι μετοχικοί τίτλοι,

    ε)

    χρυσός,

    στ)

    άλλα πολύτιμα μέταλλα,

    ζ)

    μη ανανεώσιμα δάνεια και εισπρακτέες απαιτήσεις, με χωριστή αναφορά των εν λόγω ανανεώσιμων δανείων και εισπρακτέων απαιτήσεων για τα οποία οι δανειολήπτες είναι:

    i)

    φυσικά πρόσωπα πλην εμπορικών ατομικών επιχειρήσεων και εταιρικών συμπράξεων,

    ii)

    ΜΜΕ που μπορούν να υπαχθούν στην κλάση των ανοιγμάτων λιανικήςσύμφωνα με την τυποποιημένη προσέγγιση ή τη μέθοδο IRB για πιστωτικό κίνδυνο ή επιχείρηση επιλέξιμη για την αντιμετώπιση που καθορίζεται στο άρθρο 153 παράγραφος 4 και όπου το συνολικό ύψος της κατάθεσης του εν λόγω πελάτη ή της ομάδας συνδεδεμένων πελατών είναι χαμηλότερο από 1 εκατομμύρια EUR,

    iii)

    κράτη, κεντρικές τράπεζες και οντότητες του δημοσίου τομέα,

    iv)

    πελάτες που δεν αναφέρονται στα σημεία i) και ii), πλην χρηματοπιστωτικών πελατών,

    v)

    πελάτες που δεν αναφέρονται στα σημεία i), ii) και ii) οι οποίοι είναι χρηματοπιστωτικοί πελάτες και χωριστά από αυτούς τα πιστωτικά ιδρύματα και οι άλλοι χρηματοπιστωτικοί πελάτες,

    η)

    μη ανανεώσιμα δάνεια και εισπρακτέες απαιτήσεις που αναφέρονται στο στοιχείο ζ), και χωριστά από αυτές όσες:

    i)

    είναι εξασφαλισμένες με εμπορικά ακίνητα (ΕΕΑ),

    ii)

    είναι εξασφαλισμένες με αστικά ακίνητα(ΕΑΑ),

    iii)

    χρηματοδοτούνται ισόποσα (άμεση επανεκχώρηση) μέσω ομολόγων επιλέξιμων για την αντιμετώπιση που καθορίζεται στο άρθρο 129 παράγραφος 4 ή 5 ή μέσω ομολόγων όπως αναφέρονται στο άρθρο 52 παράγραφος 4 της οδηγίας 2009/65/ΕΚ,

    θ)

    εισπρακτέα παράγωγα μέσα,

    ι)

    οποιαδήποτε άλλα στοιχεία ενεργητικού,

    ια)

    μη αναληφθείσες δεσμευμένες πιστωτικές διευκολύνσεις που χαρακτηρίζονται ως στοιχεία μέτριου ή μέτριου/χαμηλού κινδύνου δυνάμει του παραρτήματος Ι.

    2.   Όλα τα στοιχεία κατατάσσονται κατά περίπτωση στις πέντε κατηγορίες του άρθρου 427 παράγραφος 2.

    ΕΒΔΟΜΟ ΜΕΡΟΣ

    ΜΟΧΛΕΥΣΗ

    Άρθρο 429

    Υπολογισμός του δείκτη μόχλευσης

    1.   Τα ιδρύματα υπολογίζουν το δείκτη μόχλευσής τους σύμφωνα με τη μέθοδο που προβλέπεται στις παραγράφους 2 έως 11.

    2.   Ο δείκτης μόχλευσης υπολογίζεται ως το μέτρο κεφαλαίου ενός ιδρύματος προς το μέτρο συνολικού ανοίγματος του ιδρύματος αυτού και εκφράζεται ως ποσοστό.

    Τα ιδρύματα υπολογίζουν το δείκτη μόχλευσης ως τον απλό αριθμητικό μέσο των μηνιαίων δεικτών μόχλευσης κατά τη διάρκεια τριμήνου.

    3.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 2, η μέτρηση του κεφαλαίου είναι το κεφάλαιο της Κατηγορίας 1.

    4.   Το μέτρο του συνολικού ανοίγματος ισούται με το άθροισμα των ποσών ανοιγμάτων όλων των στοιχείων ενεργητικού και των εκτός ισολογισμού στοιχείων που δεν αφαιρούνται κατά τον προσδιορισμό του μέτρου κεφαλαίου που αναφέρεται στην παράγραφο 3.

    Όταν τα ιδρύματα περιλαμβάνουν οντότητα του χρηματοοικονομικού τομέα στην οποία κατέχουν σημαντική επένδυση σύμφωνα με το άρθρο 43 στην ενοποίησή τους σύμφωνα με το εφαρμοστέο λογιστικό πλαίσιο, αλλά όχι στην εποπτική ενοποίησή τους σύμφωνα με το κεφάλαιο 2 τίτλος ΙΙ πρώτο μέρος, δεν καθορίζουν την αξία ανοίγματος για τη σημαντική επένδυση σύμφωνα με την παράγραφο 5 στοιχείο α) του παρόντος άρθρου αλλά ως το ποσό που προκύπτει από τον πολλαπλασιασμό του ποσού που προσδιορίζεται στο στοιχείο α) του παρόντος εδαφίου επί τον παράγοντα που προσδιορίζεται στο στοιχείο β) του παρόντος εδαφίου:

    α)

    το άθροισμα των ποσών ανοιγμάτων όλων των ανοιγμάτων της οντότητας του χρηματοοικονομικού τομέα στην οποία υφίσταται η σημαντική επένδυση,

    β)

    για όλες τις άμεσες, έμμεσες και σύνθετες συμμετοχές του ιδρύματος στα μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 της οντότητας του χρηματοοικονομικού τομέα, το συνολικό ποσό των στοιχείων αυτών που δεν αφαιρούνται δυνάμει του άρθρου 47 και του άρθρου 48 παράγραφος 1 στοιχείο β) διαιρούμενο δια του συνολικού ποσού των στοιχείων αυτών.

    5.   Τα ιδρύματα προσδιορίζουν την αξία ανοίγματος των στοιχείων ενεργητικού σύμφωνα με τις ακόλουθες αρχές:

    α)

    ως αξίες ανοιγμάτων των στοιχείων ενεργητικού, εξαιρουμένων των συμβολαίων που περιλαμβάνονται στο παράρτημα ΙΙ και των πιστωτικών παραγώγων, νοούνται οι αξίες ανοιγμάτων σύμφωνα με την πρώτη περίοδο του άρθρου 111 παράγραφος 1,

    β)

    οι αγορασθείσες εμπράγματες ή χρηματοοικονομικές εξασφαλίσεις, εγγυήσεις ή μειώσεις του πιστωτικού κινδύνου δεν χρησιμοποιούνται για τη μείωση των αξιών ανοιγμάτων των στοιχείων ενεργητικού,

    γ)

    τα δάνεια δεν συμψηφίζονται με τις καταθέσεις.

    6.   Τα ιδρύματα προσδιορίζουν τις αξίες ανοιγμάτων των συμβάσεων που αναφέρονται στο παράρτημα ΙΙ και των πιστωτικών παραγώγων, συμπεριλαμβανομένων όσων είναι εκτός ισολογισμού, σύμφωνα με τη μέθοδο του άρθρου 274.

    Κατά τον προσδιορισμό της αξίας ανοίγματος των συμβολαίων που περιλαμβάνονται στο παράρτημα ΙΙ και των πιστωτικών παραγώγων, τα ιδρύματα λαμβάνουν υπόψη τις επιπτώσεις των συμβάσεων ανανέωσης οφειλής και άλλων συμφωνιών συμψηφισμού, πλην των συμφωνιών συμβατικού συμψηφισμού μεταξύ προϊόντων, σύμφωνα με το άρθρο 295.

    7.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 6, τα ιδρύματα μπορούν να χρησιμοποιούν τη μέθοδο του άρθρου 275 για να προσδιορίζουν την αξία ανοίγματος των συμβάσεων που αναφέρονται στο παράρτημα ΙΙ σημεία 1 και 2 μόνο εάν χρησιμοποιούν την εν λόγω μέθοδο και για τον προσδιορισμό της αξίας ανοίγματος των εν λόγω συμβάσεων για τους σκοπούς της ικανοποίησης των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων που προβλέπονται στο άρθρο 92.

    8.   Κατά τον προσδιορισμό των δυνητικών μελλοντικών πιστωτικών ανοιγμάτων των πιστωτικών παραγώγων, τα ιδρύματα εφαρμόζουν τις αρχές του άρθρου 299 παράγραφος 2 σε όλα τα πιστωτικά τους παράγωγα και όχι μόνο σε εκείνα που εντάσσονται στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών.

    9.   Τα ιδρύματα προσδιορίζουν την αξία ανοίγματος συναλλαγών επαναγοράς, συναλλαγών δανειοδοσίας ή δανειοληψίας τίτλων ή βασικών εμπορευμάτων, συναλλαγών με μακρά προθεσμία διακανονισμού και συναλλαγών δανεισμού σε λογαριασμό περιθωρίου ασφάλισης συμπεριλαμβανομένων όσων δεν περιλαμβάνονται στον ισολογισμό, σύμφωνα με το άρθρο 220 παράγραφοι 1 ως 3 και το άρθρο 222, και λαμβάνουν υπόψη τα αποτελέσματα συμβάσεων-πλαισίων συμψηφισμού, εκτός των συμφωνιών συμβατικού συμψηφισμού μεταξύ προϊόντων, σύμφωνα με το άρθρο 206.

    10.   Τα ιδρύματα προσδιορίζουν την αξία ανοίγματος των εκτός ισολογισμού στοιχείων, πλην των στοιχείων που αναφέρονται στις παραγράφους 6 και 9 του παρόντος άρθρου, σύμφωνα με το άρθρο 111 παράγραφος 1, με την επιφύλαξη των ακόλουθων τροποποιήσεων των συντελεστών μετατροπής που απαριθμούνται στο εν λόγω άρθρο:

    α)

    ο συντελεστής μετατροπής που εφαρμόζεται στην ονομαστική αξία για μη χρησιμοποιηθείσες πιστωτικές ευχέρειες, οι οποίες μπορούν να ακυρωθούν ανά πάσα στιγμή, άνευ όρων και χωρίς προειδοποίηση, ο οποίος αναφέρεται στο παράρτημα Ι σημείο 4 στοιχεία α) και β), είναι 10 %,

    β)

    ο συντελεστής μετατροπής για τα εκτός ισολογισμού στοιχεία μέσου/χαμηλού κινδύνου που σχετίζονται με τη χρηματοδότηση εμπορίου τα οποία αναφέρονται στο παράρτημα Ι σημείο 3 στοιχείο α) και για τα εκτός ισολογισμού στοιχεία που σχετίζονται με επισήμως στηριζόμενες εξαγωγικές πιστώσεις τα οποία αναφέρονται στο παράρτημα, σημείο 3 στοιχείο β) σημείο i) είναι 20 %,

    γ)

    ο συντελεστής μετατροπής για τα εκτός ισολογισμού στοιχεία μέσου κινδύνου που σχετίζονται με τη χρηματοδότηση εμπορίου τα οποία αναφέρονται στο παράρτημα Ι σημείο 2 στοιχείο α) ή στο παράρτημα Ι σημείο 2 στοιχείο β) σημείο i) και τα εκτός ισολογισμού στοιχεία που σχετίζονται με επισήμως στηριζόμενες εξαγωγικές πιστώσεις τα οποία αναφέρονται στο παράρτημα Ι σημείο 2 στοιχείο β) σημείο ii) είναι 50 %,

    δ)

    ο συντελεστής μετατροπής για όλα τα άλλα εκτός ισολογισμού στοιχεία που απαριθμούνται στο παράρτημα Ι είναι 100 %.

    11.   Εάν οι εθνικές γενικά αποδεκτές λογιστικές αρχές αναγνωρίζουν εμπιστευματικά στοιχεία ενεργητικού στον ισολογισμό, σύμφωνα με το άρθρο 10 της οδηγίας 86/635/ΕΟΚ, τα εν λόγω στοιχεία ενεργητικού μπορούν να εξαιρούνται από το μέτρο του συνολικού ανοίγματος του δείκτη μόχλευσης εφόσον πληρούν τα κριτήρια για μη αναγνώριση του Διεθνούς Λογιστικού Προτύπου (ΔΛΠ) 39, όπως ισχύουν σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1606/2002, και, κατά περίπτωση, τα κριτήρια για μη ενοποίηση του Διεθνούς Προτύπου Χρηματοοικονομικής Αναφοράς (ΔΠΧΑ) 10, όπως ισχύουν σύμφωνα με τον κκανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1606/2202.

    Άρθρο 430

    Απαίτηση υποβολής αναφορών

    1.   Τα ιδρύματα υποβάλλουν στις αρμόδιες αρχές όλες τις αναγκαίες πληροφορίες σχετικά με τον δείκτη μόχλευσης και τις συνιστώσες του σύμφωνα με το άρθρο 429. Οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν υπόψη τις εν λόγω πληροφορίες κατά τη διενέργεια της εποπτικής αξιολόγησης που αναφέρεται στο άρθρο 97 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ.

    Τα ιδρύματα υποβάλλουν επίσης στις αρμόδιες αρχές τις πληροφορίες που απαιτούνται για την προετοιμασία των εκθέσεων που αναφέρονται στο άρθρο 511.

    Οι αρμόδιες αρχές υποβάλλουν τις πληροφορίες που λαμβάνουν από τα ιδρύματα στην ΕΑΤ κατόπιν αιτήματος της τελευταίας για να διευκολύνουν την αξιολόγηση που αναφέρεται στο άρθρο 511.

    2.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να προσδιορίσει τον μορφότυπο του ενιαίου υποδείγματος, τις οδηγίες χρήσης του υποδείγματος αυτού, τη συχνότητα και τις ημερομηνίες υποβολής αναφορών καθώς και τις λύσεις ΤΠ, για την απαίτηση υποβολής αναφορών που προβλέπεται στην παράγραφο 1.

    Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως 1η Φεβρουαρίου 2015.

    Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

    ΟΓΔΟΟ ΜΕΡΟΣ

    ΔΗΜΟΣΙΟΠΟΙΗΣΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΑΠΟ ΤΑ ΙΔΡΥΜΑΤΑ

    ΤΙΤΛΟΣ Ι

    ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ

    Άρθρο 431

    Πεδίο εφαρμογής των απαιτήσεων δημοσιοποίησης

    1.   Τα ιδρύματα δημοσιοποιούν τις πληροφορίες που αναφέρονται στον τίτλο ΙΙ, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 432.

    2.   Η άδεια που χορηγείται από τις αρμόδιες αρχές δυνάμει του τρίτου μέρους σχετικά με τα μέσα και τις μεθοδολογίες που αναφέρονται στον τίτλο III εξαρτάται από τη δημοσιοποίηση από τα ιδρύματα των πληροφοριών που ορίζονται σε αυτόν.

    3.   Τα ιδρύματα υιοθετούν επίσημη πολιτική συμμόρφωσης με τις υποχρεώσεις δημοσιοποίησης που θεσπίζονται στο παρόν μέρος, και διαθέτουν πολιτικές αξιολόγησης της καταλληλότητας των δημοσιοποιήσεών τους, περιλαμβανομένης της επαλήθευσης και της συχνότητάς τους. Τα ιδρύματα διαθέτουν επίσης πολιτικές αξιολόγησης του κατά πόσον οι δημοσιοποιήσεις τους μεταφέρουν πλήρως το προφίλ κινδύνου τους στους συμμετέχοντες στην αγορά.

    Εάν οι εν λόγω δημοσιοποιήσεις δεν μεταφέρουν πλήρως το προφίλ κινδύνου στους συμμετέχοντες στην αγορά, τα ιδρύματα οφείλουν να δημοσιοποιούν τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες επιπλέον εκείνων που απαιτούνται βάσει της παραγράφου 1. Ωστόσο, υποχρεούνται να δημοσιοποιούν μόνον τις πληροφορίες που είναι ουσιώδεις και όχι πληροφορίες αποκλειστικές ή εμπιστευτικές σύμφωνα με το άρθρο 432.

    4.   Τα ιδρύματα επεξηγούν, κατόπιν σχετικού αιτήματος, τις αποφάσεις τους σχετικά με τη διαβάθμιση στις ΜΜΕ και στις άλλες εταιρίες που έχουν υποβάλει αίτηση δανείου, παρέχοντας γραπτώς τις σχετικές επεξηγήσεις εφόσον τους ζητηθεί. Το διοικητικό κόστος της παροχής επεξηγήσεων είναι ανάλογο του ποσού του δανείου.

    Άρθρο 432

    Μη ουσιώδεις, αποκλειστικές ή εμπιστευτικές πληροφορίες

    1.   Τα ιδρύματα δύνανται να παραλείπουν μία ή περισσότερες από τις δημοσιοποιήσεις που προβλέπονται στον τίτλο II εφόσον δεν θεωρούνται ουσιώδεις οι παρεχόμενες με τις εν λόγω δημοσιοποιήσεις πληροφορίες, με εξαίρεση των δημοσιοποιήσεων που αναφέρονται στο άρθρο 435 παράγραφος 2 στοιχείο γ) και στα άρθρα 437 και 435.

    Οι πληροφορίες στις δημοσιοποιήσεις θεωρούνται ουσιώδεις εάν η παράλειψη ή η ανακριβής παρουσίασή τους μπορεί να μεταβάλει ή να επηρεάσει την εκτίμηση ή την απόφαση ενός χρήστη που στηρίζεται στις πληροφορίες αυτές για τη λήψη οικονομικών αποφάσεων.

    Σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, η ΕΑΤ εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2014 όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο τα ιδρύματα οφείλουν να εφαρμόζουν την έννοια των ουσιωδών πληροφοριών σε σχέση με τις απαιτήσεις δημοσιοποίησης του τίτλου ΙΙ.

    2.   Τα ιδρύματα δύνανται επίσης να παραλείπουν ένα ή περισσότερα πληροφοριακά στοιχεία από αυτά που συμπεριλαμβάνονται στις δημοσιοποιήσεις των τίτλων ΙΙ και ΙΙΙ εφόσον τα στοιχεία αυτά περιλαμβάνουν πληροφορίες που θεωρούνται αποκλειστικές ή εμπιστευτικές σύμφωνα με το δεύτερο και τρίτο εδάφιο, με εξαίρεση των δημοσιοποιήσεων που αναφέρονται στα άρθρα 437 και 450.

    Οι πληροφορίες ενός ιδρύματος θεωρούνται αποκλειστικές εάν η δημοσιοποίησή τους θα έθετε σε κίνδυνο την ανταγωνιστική του θέση. Σε αυτές περιλαμβάνονται πληροφορίες για προϊόντα ή συστήματα οι οποίες, εάν δημοσιοποιούνταν σε ανταγωνιστές, θα μείωναν την αξία των επενδύσεων του ιδρύματος σε αυτά τα προϊόντα ή συστήματα.

    Οι πληροφορίες θεωρούνται εμπιστευτικές εάν υπάρχουν υποχρεώσεις εμπιστευτικότητας έναντι πελατών ή άλλων αντισυμβαλλομένων οι οποίες δεσμεύουν ένα ίδρυμα.

    Σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, η ΕΑΤ εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2014 όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο τα ιδρύματα οφείλουν να εφαρμόζουν την έννοια των αποκλειστικών και εμπιστευτικών πληροφοριών σε σχέση με τις απαιτήσεις δημοσιοποίησης των τίτλων ΙΙ και ΙΙΙ.

    3.   Στις εξαιρετικές περιπτώσεις της παραγράφου 2, το οικείο ίδρυμα αναφέρει στις δημοσιοποιήσεις του το γεγονός ότι τα συγκεκριμένα πληροφοριακά στοιχεία δεν δημοσιοποιούνται καθώς και το σχετικό λόγο, δημοσιεύει δε γενικότερου τύπου πληροφορίες σχετικά με το θέμα για το οποίο υπάρχει υποχρέωση δημοσιοποίησης, εκτός εάν τα σχετικά στοιχεία χαρακτηρίζονται αποκλειστικά ή εμπιστευτικά.

    4.   Οι παράγραφοι 1, 2 και 3 δεν θίγουν το πεδίο της ευθύνης όσον αφορά την παράλειψη δημοσιοποίησης ουσιωδών πληροφοριών.

    Άρθρο 433

    Συχνότητα δημοσιοποίησης

    Τα ιδρύματα δημοσιεύουν τις απαιτούμενες βάσει του παρόντος μέρους πληροφορίες τουλάχιστον σε ετήσια βάση.

    Οι ετήσιες δημοσιοποιήσεις γίνονται ανάλογα με την ημερομηνία δημοσίευσης των οικονομικών καταστάσεων.

    Τα ιδρύματα αξιολογούν την ανάγκη δημοσιοποίησης ορισμένων ή όλων των πληροφοριών με συχνότητα μεγαλύτερη της ετήσιας λαμβάνοντας υπόψη τα σχετικά χαρακτηριστικά των επιχειρηματικών τους δραστηριοτήτων, όπως το μέγεθος των συναλλαγών τους, το φάσμα των δραστηριοτήτων τους, την παρουσία τους σε διάφορες χώρες, τη δραστηριοποίησή τους σε διαφόρους χρηματοπιστωτικούς τομείς και τη συμμετοχή τους σε διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές και διεθνή συστήματα πληρωμών, διακανονισμού και εκκαθάρισης. Κατά την αξιολόγηση αυτή λαμβάνεται ιδίως υπόψη η ενδεχόμενη ανάγκη συχνότερης δημοσιοποίησης των πληροφοριών του άρθρου 437 και του άρθρου 438 στοιχεία γ) έως στ) και πληροφοριών σχετικά με τους αναλαμβανόμενους κινδύνους και με άλλα στοιχεία που υπόκεινται σε ταχείες μεταβολές.

    Σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, η ΕΑΤ εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2014 όσον αφορά την αξιολόγηση εκ μέρους των ιδρυμάτων των συχνότερων δημοσιοποιήσεων των τίτλων ΙΙ και ΙΙΙ.

    Άρθρο 434

    Μέσα δημοσιοποίησης

    1.   Τα ιδρύματα δύνανται να προσδιορίζουν το κατάλληλο μέσο, τόπο και τρόπο επαλήθευσης για την αποτελεσματική συμμόρφωση με τις υποχρεώσεις δημοσιοποίησης που ορίζει το παρόν μέρος. Στο μέτρο του δυνατού, όλες οι δημοσιοποιήσεις πραγματοποιούνται με τα ίδια μέσα ή στον ίδιο τόπο. Εάν παρόμοια πληροφορία δημοσιοποιείται σε δύο ή περισσότερα μέσα, σε καθένα από τα μέσα αυτά περιλαμβάνεται αναφορά στην αντίστοιχη πληροφορία που δημοσιοποιείται στο άλλο μέσο.

    2.   Ανάλογες δημοσιοποιήσεις πραγματοποιούμενες από τα ιδρύματα για λόγους λογιστικής απεικόνισης, εισαγωγής τίτλων σε ρυθμιζόμενη αγορά ή άλλους λόγους μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστούν συμμόρφωση με το παρόν μέρος Εάν οι δημοσιοποιήσεις δεν περιλαμβάνονται στις οικονομικές εκθέσεις τους, τα ιδρύματα αναφέρουν με σαφήνεια στις οικονομικές τους καταστάσεις πού υπάρχουν.

    ΤΙΤΛΟΣ ΙΙ

    ΤΕΧΝΙΚΑ ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΔΙΑΦΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΤΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΠΟΙΗΣΕΙΣ

    Άρθρο 435

    Στόχοι και πολιτικές διαχείρισης κινδύνων

    1.   Τα ιδρύματα δημοσιοποιούν τους στόχους και τις πολιτικές τους για τη διαχείριση κινδύνων για κάθε χωριστή κατηγορία κινδύνου, περιλαμβανομένων των κινδύνων που αναφέρονται στον παρόντα τίτλο. Οι δημοσιοποιήσεις αυτές περιλαμβάνουν:

    α)

    τις στρατηγικές και τις διαδικασίες για τη διαχείριση αυτών των κινδύνων,

    β)

    τη διάρθρωση και την οργάνωση του σχετικού τμήματος διαχείρισης κινδύνων, συμπεριλαμβανομένων πληροφοριών σχετικά με τις αρμοδιότητες και το καταστατικό του, ή κάθε άλλη σχετική διάταξη,

    γ)

    την έκταση και τη φύση των συστημάτων αναφοράς και μέτρησης κινδύνων,

    δ)

    τις πολιτικές αντιστάθμισης και μείωσης κινδύνων, και τις στρατηγικές και διαδικασίες για την παρακολούθηση και την διατήρηση της αποτελεσματικότητας των μέσων αντιστάθμισης και μείωσης κινδύνων,

    ε)

    μια δήλωση εγκεκριμένη από το διοικητικό όργανο σχετικά με την επάρκεια των μηχανισμών διαχείρισης κινδύνου του ιδρύματος, με την οποία βεβαιώνεται ότι τα συστήματα διαχείρισης κινδύνου είναι κατάλληλα για το προφίλ και τη στρατηγική του ιδρύματος,

    στ)

    μια συνοπτική δήλωση κινδύνου εγκεκριμένη από το διοικητικό όργανο, στην οποία περιγράφεται με συντομία το συνολικό προφίλ κινδύνου του ιδρύματος που σχετίζεται με την επιχειρηματική στρατηγική. Η εν λόγω δήλωση περιλαμβάνει βασικούς δείκτες και στοιχεία που παρέχουν στα ενδιαφερόμενα τρίτα μέρη ολοκληρωμένη άποψη της διαχείρισης κινδύνου του ιδρύματος, συμπεριλαμβανομένου του τρόπου με τον οποίο το προφίλ κινδύνου του ιδρύματος ανταποκρίνεται στο επίπεδο ανοχής κινδύνου που έχει ορίσει το διοικητικό όργανο.

    2.   Τα ιδρύματα δημοσιοποιούν τις κατωτέρω πληροφορίες, συμπεριλαμβανομένων τακτικών, τουλάχιστον ετήσιων, επαναξιολογήσεων όσον αφορά το πλαίσιο διακυβέρνησης:

    α)

    τον αριθμό των θέσεων στο ΔΣ που κατέχουν τα μέλη του διοικητικού οργάνου,

    β)

    την πολιτική πρόσληψης για την επιλογή των μελών του διοικητικού οργάνου, καθώς και τις πραγματικές τους γνώσεις, τις δεξιότητες και την ειδικότητά τους,

    γ)

    την πολιτική πολυμορφίας όσον αφορά την επιλογή των μελών του διοικητικού οργάνου, τους στόχους του και τους σχετικούς στόχους της ως άνω πολιτικής, και τον βαθμό στον οποίο έχουν επιτευχθεί οι εν λόγω στόχοι,

    δ)

    εάν το ίδρυμα έχει συστήσει χωριστή επιτροπή κινδύνου και πόσες φορές έχει συγκληθεί η εν λόγω επιτροπή,

    ε)

    την περιγραφή της ροής πληροφοριών προς το διοικητικό όργανο σχετικά με τους κινδύνους.

    Άρθρο 436

    Πεδίο εφαρμογής

    Τα ιδρύματα δημοσιοποιούν τις κατωτέρω πληροφορίες σχετικά με το πεδίο εφαρμογής των απαιτήσεων του παρόντος κανονισμού σύμφωνα με την οδηγία 2013/36/ΕΕ:

    α)

    επωνυμία του ιδρύματος στο οποίο εφαρμόζονται οι απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού,

    β)

    συνοπτική παρουσίαση των διαφορών μεταξύ του εύρους ενοποίησης αφενός για λογιστικούς και αφετέρου για εποπτικούς σκοπούς, με σύντομη περιγραφή της δραστηριότητας των επιχειρήσεων, όπου εξηγείται εάν:

    i)

    ενοποιούνται με τη μέθοδο της πλήρους ενοποίησης,

    ii)

    ενοποιούνται με τη μέθοδο της αναλογικής ενοποίησης,

    iii)

    αφαιρούνται από τα ίδια κεφάλαια,

    iv)

    δεν ενοποιούνται αλλά και δεν αφαιρούνται από τα ίδια κεφάλαια,

    γ)

    κάθε υφιστάμενο ή προβλεπόμενο ουσιώδες, πρακτικό ή νομικό κώλυμα στην άμεση μεταφορά ιδίων κεφαλαίων ή στην εξόφληση υποχρεώσεων μεταξύ της μητρικής επιχείρησης και των θυγατρικών της,

    δ)

    το συνολικό ποσό κατά το οποίο τα πραγματικά ίδια κεφάλαια υπολείπονται των απαιτούμενων σε όλες τις θυγατρικές που δεν περιλαμβάνονται στην ενοποίηση και την επωνυμία ή τις επωνυμίες των θυγατρικών αυτών,

    ε)

    κατά περίπτωση, τις περιστάσεις στις οποίες γίνεται χρήση των διατάξεων των άρθρων 7 και 9.

    Άρθρο 437

    Ίδια κεφάλαια

    1.   Τα ιδρύματα δημοσιοποιούν τις κατωτέρω πληροφορίες σχετικά με τα ίδια κεφάλαιά τους:

    α)

    την πλήρη συμφωνία των στοιχείων κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, των πρόσθετων στοιχείων της κατηγορίας 1, των στοιχείων της κατηγορίας 2 και των προσαρμογών και αφαιρέσεων που εφαρμόζονται σύμφωνα με τα άρθρα 32 έως 35 και τα άρθρα 36, 56, 66 και 79 στα ίδια κεφάλαια του ιδρύματος με τα στοιχεία του ισολογισμού στις ελεγμένες οικονομικές καταστάσεις του ιδρύματος,

    β)

    περιγραφή των κύριων χαρακτηριστικών των μέσων που συνυπολογίζονται στις Κοινές Μετοχές της κατηγορίας 1, και στα Πρόσθετα στοιχεία της κατηγορίας 1 και στα στοιχεία της κατηγορίας 2 που εκδίδονται από το ίδρυμα,

    γ)

    το σύνολο των όρων και των προϋποθέσεων όλων των μέσων που συνυπολογίζονται στις Κοινές Μετοχές της κατηγορίας 1, στα Πρόσθετα στοιχεία της κατηγορίας 1 και στα στοιχεία της κατηγορίας 2,

    δ)

    χωριστή δημοσιοποίηση της φύσης και του ύψους των κατωτέρω στοιχείων:

    i)

    κάθε εποπτικής προσαρμογής που εφαρμόζεται δυνάμει των άρθρων 32 έως 35,

    ii)

    κάθε αφαίρεσης που πραγματοποιείται δυνάμει των άρθρων 36, 56 και 66,

    iii)

    των στοιχείων που δεν αφαιρούνται σύμφωνα με τα άρθρα 47, 48, 56, 66 και 79,

    ε)

    περιγραφή όλων των περιορισμών που εφαρμόζονται στον υπολογισμό των ιδίων κεφαλαίων σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό και των μέσων, των εποπτικών προσαρμογών και των αφαιρέσεων στα οποία εφαρμόζονται οι εν λόγω περιορισμοί,

    στ)

    εάν τα ιδρύματα δημοσιοποιούν δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας υπολογιζόμενους μέσω στοιχείων ιδίων κεφαλαίων που προσδιορίζονται σε διαφορετική βάση από την προβλεπόμενη στον παρόντα κανονισμό, μια ολοκληρωμένη περιγραφή της βάσης επί της οποίας υπολογίζονται οι εν λόγω δείκτες.

    2.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να προσδιορίσει ενιαία υποδείγματα δημοσιοποίησης δυνάμει των στοιχείων α), β), δ) και ε) της παραγράφου 1.

    Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως 1η Φεβρουαρίου 2015.

    Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

    Άρθρο 438

    Κεφαλαιακές απαιτήσεις

    Τα ιδρύματα δημοσιοποιούν τις ακόλουθες πληροφορίες σχετικά με τη συμμόρφωση του ιδρύματος με τις απαιτήσεις του άρθρου 92 του παρόντος κανονισμού και του άρθρου 73 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ:

    α)

    περίληψη της μεθόδου που εφαρμόζει το ίδρυμα για την εκτίμηση της επάρκειας του εσωτερικού του κεφαλαίου για τη στήριξη των τρεχουσών και των μελλοντικών δραστηριοτήτων του,

    β)

    κατόπιν αιτήσεως της σχετικής αρμόδιας αρχής, το αποτέλεσμα της διαδικασίας του ιδρύματος για την εκτίμηση της επάρκειας του εσωτερικού του κεφαλαίου συμπεριλαμβανομένης της σύνθεσης των πρόσθετων απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων βάσει της διαδικασίας εποπτικής αξιολόγησης όπως αναφέρεται στο άρθρο 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) της οδηγίας 2013/36/ΕΕ,

    γ)

    για τα ιδρύματα που υπολογίζουν τα σταθμισμένα ως προς τον κίνδυνο ποσά σύμφωνα με το τρίτο μέρος τίτλος ΙΙ κεφάλαιο 2, το 8 % των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ποσών για καθεμία από τις κατηγορίες ανοιγμάτων του άρθρου 112,

    δ)

    για τα ιδρύματα που υπολογίζουν τα σταθμισμένα ως προς τον κίνδυνο ποσά σύμφωνα με το τρίτο μέρος τίτλος ΙΙ κεφάλαιο 3, το 8 % των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ποσών για καθεμία από τις κατηγορίες ανοιγμάτων του άρθρου 147. Για την κατηγορία ανοιγμάτων λιανικής τραπεζικής, η απαίτηση αυτή εφαρμόζεται σε καθεμία από τις κατηγορίες ανοιγμάτων στις οποίες αντιστοιχούν οι διάφορες συσχετίσεις του άρθρου 154 παράγραφοι 1 έως 4. Για την κατηγορία ανοιγμάτων σε μετοχές, η απαίτηση αυτή εφαρμόζεται:

    i)

    σε καθεμία από τις μεθόδους που προβλέπονται στο άρθρο 155,

    ii)

    στα ανοίγματα σε μετοχές διαπραγματεύσιμες σε οργανωμένη αγορά, στα ανοίγματα σε μετοχές μη διαπραγματεύσιμες σε οργανωμένη αγορά που εντάσσονται σε επαρκώς διαφοροποιημένα χαρτοφυλάκια, και στα άλλα ανοίγματα,

    iii)

    στα ανοίγματα που υπόκεινται σε μεταβατικό εποπτικό καθεστώς όσον αφορά τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων,

    iv)

    στα ανοίγματα που υπόκεινται σε ρήτρα αποδοχής του προϋφιστάμενου καθεστώτος σχετικά με τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων,

    ε)

    τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων υπολογισμένες σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 3 στοιχεία β) και γ),

    στ)

    τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων υπολογισμένες σύμφωνα με το τρίτο μέρος τίτλος ΙΙΙ κεφάλαια 2, 3 και 4 και δημοσιοποιημένες χωριστά.

    Τα ιδρύματα που υπολογίζουν τα σταθμισμένα ως προς τον κίνδυνο ποσά σύμφωνα με το άρθρο 153 παράγραφος 5 ή το άρθρο 155 παράγραφος 2 δημοσιοποιούν τα ανοίγματα που αντιστοιχούν σε κάθε κατηγορία του πίνακα 1 του άρθρου 153 παράγραφος 5, ή σε κάθε συντελεστή στάθμισης κινδύνου που αναφέρεται στο άρθρο 155 παράγραφος 2.

    Άρθρο 439

    Άνοιγμα σε πιστωτικό κίνδυνο αντισυμβαλλομένου

    Τα ιδρύματα δημοσιοποιούν τις ακόλουθες πληροφορίες σχετικά με το άνοιγμα του ιδρύματος σε πιστωτικό κίνδυνο αντισυμβαλλομένου όπως αναφέρεται στο τρίτο μέρος τίτλος ΙΙ κεφάλαιο 6:

    α)

    περιγραφή της μεθόδου που χρησιμοποιείται για την κατανομή του εσωτερικού κεφαλαίου και τον καθορισμό των πιστωτικών ορίων για τα ανοίγματα σε πιστωτικό κίνδυνο αντισυμβαλλομένου,

    β)

    περιγραφή της πολιτικής που εφαρμόζεται για τη λήψη εξασφαλίσεων και το σχηματισμό πιστωτικών αποθεμάτων,

    γ)

    περιγραφή της πολιτικής που εφαρμόζεται για τα ανοίγματα σε κίνδυνο δυσμενούς συσχέτισης,

    δ)

    περιγραφή της επίπτωσης του ποσού εξασφαλίσεων που θα πρέπει να παράσχει το ίδρυμα σε περίπτωση υποβάθμισης της πιστοληπτικής του αξιολόγησης,

    ε)

    την ακαθάριστη θετική εύλογη αξία των συμβάσεων, το όφελος από συμψηφισμούς, το τρέχον πιστωτικό άνοιγμα μετά το συμψηφισμό, τις ληφθείσες εξασφαλίσεις και το καθαρό πιστωτικό άνοιγμα σε παράγωγα μέσα. Το καθαρό πιστωτικό άνοιγμα είναι το πιστωτικό άνοιγμα σε συναλλαγές παραγώγων, αφού ληφθούν υπόψη τόσο τα κέρδη από νομικά δεσμευτικές συμφωνίες συμψηφισμού όσο και οι εξασφαλίσεις,

    στ)

    μέτρα για τον υπολογισμό της αξίας ανοίγματος βάσει των μεθόδων που ορίζονται στο τρίτο μέρος τίτλος ΙΙ κεφάλαιο 6 τμήματα 3 έως 6, ανεξαρτήτως της μεθόδου,

    ζ)

    την ονομαστική αξία αντισταθμίσεων πιστωτικών παραγώγων και την κατανομή του τρέχοντος πιστωτικού ανοίγματος ανά τύπο πιστωτικού ανοίγματος,

    η)

    τα ονομαστικά ποσά συναλλαγών σε πιστωτικά παράγωγα, με διάκριση ανάμεσα σε εκείνες που αφορούν το χαρτοφυλάκιο πιστοδοτήσεων του ιδίου του ιδρύματος και εκείνες που αφορούν τις διαμεσολαβητικές του δραστηριότητες, καθώς και την κατανομή των χρησιμοποιούμενων πιστωτικών παράγωγων με περαιτέρω διάκριση μεταξύ αγορασθείσας και πωληθείσας πιστωτικής προστασίας για κάθε κατηγορία πιστωτικού παραγώγου,

    θ)

    εκτίμηση του συντελεστή α, εάν οι αρμόδιες αρχές έχουν επιτρέψει στο ίδρυμα να εκτιμά τον συντελεστή αυτόν.

    Άρθρο 440

    Κεφαλαιακά αποθέματα

    1.   Ένα ίδρυμα δημοσιοποιεί τις ακόλουθες πληροφορίες σχετικά με τη συμμόρφωσή του με την απαίτηση τήρησης αντικυκλικού κεφαλαιακού αποθέματος που αναφέρεται στον τίτλο VII κεφάλαιο 4 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ:

    α)

    τη γεωγραφική κατανομή των πιστωτικών ανοιγμάτων του που είναι σημαντικά για τον υπολογισμό του αντικυκλικού κεφαλαιακού αποθέματός του,

    β)

    το ύψος του αντικυκλικού κεφαλαιακού αποθέματος ασφαλείας του ίδιου του ιδρύματος.

    2.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που διευκρινίζουν τις απαιτήσεις δημοσιοποίησης που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

    Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή το αργότερο έως τις 31 Δεκεμβρίου 2014.

    Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

    Άρθρο 441

    Δείκτες παγκόσμιας συστημικής σημασίας

    1.   Τα ιδρύματα που χαρακτηρίζονται ως παγκόσμια συστημικώς σημαντικά ιδρύματα σύμφωνα με το άρθρο 131 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ δημοσιοποιούν, σε ετήσια βάση, τις τιμές των δεικτών που χρησιμοποιούνται για τη βαθμολόγηση των ιδρυμάτων σύμφωνα με τη μεθοδολογία προσδιορισμού που αναφέρεται στο εν λόγω άρθρο.

    2.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να προσδιορίσει ενιαίους μορφοτύπους και την ημερομηνία για τους σκοπούς της δημοσιοποίησης που αναφέρεται στην παράγραφο 1. Κατά την κατάρτιση των τεχνικών προτύπων αυτών, η ΕΑΤ λαμβάνει υπόψη τα διεθνή πρότυπα.

    Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως την 1η Ιουλίου 2014.

    Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

    Άρθρο 442

    Προσαρμογές πιστωτικού κινδύνου

    Τα ιδρύματα δημοσιοποιούν τις ακόλουθες πληροφορίες σχετικά με το άνοιγμα του ιδρύματος στον πιστωτικό κίνδυνο και στον κίνδυνο απομείωσης αξίας:

    α)

    τους ορισμούς για λογιστικούς σκοπούς της απαίτησης σε καθυστέρηση και της επισφαλούς απαίτησης,

    β)

    περιγραφή των προσεγγίσεων και μεθόδων που χρησιμοποιούνται για τον προσδιορισμό των ειδικών και γενικών προσαρμογών πιστωτικού κινδύνου,

    γ)

    το συνολικό ποσό των ανοιγμάτων έπειτα από λογιστικούς συμψηφισμούς και χωρίς να λαμβάνονται υπόψη τα αποτελέσματα τεχνικών μείωσης του πιστωτικού κινδύνου, καθώς και το μέσο ποσό των ανοιγμάτων κατά τη περίοδο αναφοράς με κατανομή ανά κατηγορία ανοίγματος,

    δ)

    τη γεωγραφική κατανομή των ανοιγμάτων με διάκριση ανά σημαντική κατηγορία ανοίγματος για τις κυριότερες περιοχές, με περαιτέρω υποδιαίρεση όπου απαιτείται,

    ε)

    την κατανομή των ανοιγμάτων ανά κλάδο ή είδος αντισυμβαλλομένου με διάκριση ανά κατηγορία ανοίγματος, συμπεριλαμβανομένης της επισήμανσης των ανοιγμάτων σε ΜΜΕ, με περαιτέρω υποδιαίρεση εάν απαιτείται,

    στ)

    την κατανομή όλων των ανοιγμάτων με βάση την εναπομένουσα ληκτότητα και διάκριση ανά κατηγορία ανοίγματος, με περαιτέρω υποδιαίρεση εάν απαιτείται,

    ζ)

    για κάθε σημαντικό κλάδο ή είδος αντισυμβαλλομένου, το ποσό:

    i)

    των επισφαλών ανοιγμάτων και των ανοιγμάτων σε καθυστέρηση, χωριστά,

    ii)

    των ειδικών και γενικών προσαρμογών πιστωτικού κινδύνου,

    iii)

    των ειδικών και γενικών προσαρμογών πιστωτικού κινδύνου κατά την περίοδο αναφοράς,

    η)

    το ποσό των επισφαλών ανοιγμάτων και των ανοιγμάτων σε καθυστέρηση, χωριστά, ταξινομημένων ανά σημαντική γεωγραφική περιοχή, περιλαμβανομένων, εφόσον είναι δυνατόν, των ποσών των ειδικών και γενικών προσαρμογών πιστωτικού κινδύνου για κάθε γεωγραφική περιοχή,

    θ)

    τη συμφωνία των μεταβολών στις ειδικές και στις γενικές προσαρμογές πιστωτικού κινδύνου για επισφαλείς απαιτήσεις, με χωριστή παράθεση. Οι πληροφορίες αυτές περιλαμβάνουν:

    i)

    περιγραφή του είδους των ειδικών και γενικών προσαρμογών πιστωτικού κινδύνου,

    ii)

    τα αρχικά υπόλοιπα,

    iii)

    τα ποσά των προσαρμογών πιστωτικού κινδύνου που χρησιμοποιήθηκαν κατά την περίοδο αναφοράς,

    iv)

    τα ποσά των προσαρμογών και προβλέψεων για πιθανές ζημίες από ανοίγματα που σχηματίστηκαν ή αναστράφηκαν κατά την περίοδο αναφοράς, κάθε άλλη προσαρμογή της αξίας περιλαμβανομένων εκείνων που οφείλονται σε συναλλαγματικές διαφορές, σε συνενώσεις επιχειρήσεων, εξαγορές και πωλήσεις θυγατρικών, καθώς και τις μεταφορές μεταξύ των ποσών των προσαρμογών πιστωτικού κινδύνου,

    v)

    τα τελικά υπόλοιπα της περιόδου.

    Οι ειδικές προσαρμογές πιστωτικού κινδύνου και οι ανακτήσεις απαιτήσεων που καταχωρούνται απ’ευθείας στο λογαριασμό αποτελεσμάτων δημοσιοποιούνται χωριστά.

    Άρθρο 443

    Μη βεβαρημένα στοιχεία ενεργητικού

    Η ΕΑΤ εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές για τη δημοσιοποίηση των μη βεβαρημένων στοιχείων ενεργητικού, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τη σύσταση ΕΣΣΚ/2012/2 του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου, της 20ής Δεκεμβρίου 2012, σχετικά με τη χρηματοδότηση των πιστωτικών ιδρυμάτων (31) και ιδίως τη σύσταση Δ-Διαφάνεια της αγοράς ως προς την επιβάρυνση των στοιχείων ενεργητικού, έως τις 30 Ιουνίου 2014. Οι εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές υιοθετούνται σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

    Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για τη δημοσιοποίηση της αξίας στον ισολογισμό ανά κατηγορία ανοίγματος και κατανεμημένης ανά ποιότητα στοιχείων και του συνολικού ύψους της αξίας του ισολογισμού που δεν είναι βεβαρημένο, λαμβάνοντας υπ'όψιν τη σύσταση ΕΣΣΚ/2012/2 και εφόσον η ΕΑΤ κρίνει στην έκθεσή της ότι η δημοσιοποίηση αυτών των πρόσθετων στοιχείων παρέχει αξιόπιστες και σημαντικές πληροφορίες.

    Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή το αργότερο έως την 1η Ιανουαρίου 2016.

    Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

    Άρθρο 444

    Χρήση των ΕΟΠΑ

    Για τα ιδρύματα που υπολογίζουν τα σταθμισμένα ως προς τον κίνδυνο ποσά σύμφωνα με το τρίτο μέρος τίτλος ΙΙ κεφάλαιο 2, δημοσιοποιούνται οι ακόλουθες πληροφορίες για κάθε κατηγορία ανοίγματος του άρθρου 121:

    α)

    οι επωνυμίες των καθορισμένων ΕΟΠΑ και των ECA και οι λόγοι τυχόν μεταβολών,

    β)

    οι κατηγορίες ανοίγματος για τις οποίες χρησιμοποιούνται οι αξιολογήσεις καθενός από τους ΕΟΠΑ ή ECA,

    γ)

    περιγραφή της διαδικασίας για τη μεταφορά των αξιολογήσεων του εκδότη και των πιστοληπτικών αξιολογήσεων της έκδοσης σε στοιχεία που δεν περιλαμβάνονται στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών,

    δ)

    η αντιστοίχιση των εξωτερικών διαβαθμίσεων κάθε καθορισμένου ΕΟΠΑ ή ECA με τις βαθμίδες πιστωτικής ποιότητας του τρίτου μέρους τίτλος ΙΙ κεφάλαιο 2, έχοντας υπόψη ότι αυτή η δημοσιοποίηση δεν είναι αναγκαία εάν το πιστωτικό ίδρυμα συμμορφώνεται με την πρότυπη αντιστοίχιση που δημοσιεύει η ΕΑΤ,

    ε)

    οι αξίες ανοίγματος, πριν και μετά τις τεχνικές μείωσης του πιστωτικού κινδύνου, που αντιστοιχούν στις βαθμίδες πιστωτικής ποιότητας του τρίτου μέρους τίτλος ΙΙ κεφάλαιο 2, καθώς και εκείνες που αφαιρούνται από τα ίδια κεφάλαια.

    Άρθρο 445

    Άνοιγμα στον κίνδυνο αγοράς

    Τα ιδρύματα που υπολογίζουν τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 3 στοιχεία β) και γ) δημοσιοποιούν τις απαιτήσεις αυτές χωριστά για κάθε κίνδυνο που αναφέρεται στις διατάξεις αυτές. Επιπλέον, η απαίτηση ιδίων κεφαλαίων για ειδικό κίνδυνο επιτοκίου που απορρέει από θέσεις σε τιτλοποίηση δημοσιοποιείται χωριστά.

    Άρθρο 446

    Λειτουργικός κίνδυνος

    Τα ιδρύματα δημοσιοποιούν τις μεθόδους αξιολόγησης των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για λειτουργικό κίνδυνο που εφαρμόζονται στο ίδρυμα· περιγραφή της μεθόδου του άρθρου 312 παράγραφος 2, εφόσον χρησιμοποιείται από το ίδρυμα, περιλαμβανομένης της ανάλυσης των κατάλληλων εσωτερικών και εξωτερικών παραγόντων που λαμβάνονται υπόψη στη μέθοδο μέτρησης του ιδρύματος, και σε περίπτωση μερικής χρήσης, το πεδίο εφαρμογής των διαφόρων μεθόδων που χρησιμοποιούνται.

    Άρθρο 447

    Ανοίγματα σε μετοχές που δεν περιλαμβάνονται στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών

    Τα ιδρύματα δημοσιοποιούν τις ακόλουθες πληροφορίες για τα ανοίγματα σε μετοχές τα οποία δεν περιλαμβάνονται στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών:

    α)

    κατάταξη των ανοιγμάτων με βάση τον σκοπό κατοχής τους, μεταξύ άλλων λόγω επιδίωξης κεφαλαιακών κερδών και και λόγωστρατηγικού ενδιαφέροντος, καθώς αι επισκόπηση των χρησιμοποιούμενων λογιστικών τεχνικών και μεθόδων αποτίμησης, με αναφορά των βασικών παραδοχών και πρακτικών που επηρεάζουν την αποτίμηση και κάθε σημαντικής μεταβολής των πρακτικών αυτών,

    β)

    την αξία ισολογισμού, την εύλογη αξία, και για τις μετοχές που είναι διαπραγματεύσιμες σε χρηματιστήριο, σύγκριση με την αγοραία τιμή, όταν διαφέρει αισθητά από την εύλογη αξία,

    γ)

    τα είδη, τη φύση και τα ποσά των ανοιγμάτων σε μετοχές διαπραγματεύσιμες σε χρηματιστήριο, των ανοιγμάτων σε μετοχές μη διαπραγματεύσιμες σε χρηματιστήριο σε επαρκώς διαφοροποιημένα χαρτοφυλάκια, και άλλων ανοιγμάτων,

    δ)

    το σύνολο των πραγματοποιηθέντων κερδών ή ζημιών από πωλήσεις και ρευστοποιήσεις στην περίοδο και

    ε)

    το σύνολο των μη πραγματοποιηθέντων κερδών ή ζημιών, το σύνολο των λανθανόντων κερδών ή ζημιών από αναπροσαρμογές αξίας, καθώς και κάθε παρόμοιο ποσό που περιλαμβάνεται στα βασικά ή τα συμπληρωματικά ίδια κεφάλαια.

    Άρθρο 448

    Άνοιγμα σε κίνδυνο επιτοκίου σε θέσεις που δεν περιλαμβάνονται στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών

    Τα ιδρύματα δημοσιοποιούν τις ακόλουθες πληροφορίες σχετικά με τον αναλαμβανόμενο κίνδυνο επιτοκίου σε θέσεις που δεν περιλαμβάνονται στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών:

    α)

    φύση του κινδύνου επιτοκίου και βασικές παραδοχές (περιλαμβανομένων των παραδοχών για τις πρόωρες εξοφλήσεις δανείων και τη συμπεριφορά των καταθέσεων όψεως), και συχνότητα μέτρησης του κινδύνου επιτοκίου,

    β)

    αυξομειώσεις κερδών, οικονομικής αξίας ή άλλων κατάλληλων παραμέτρων που χρησιμοποιούνται από τη διοίκηση για τη μέτρηση των επιπτώσεων μιας απότομης ανόδου ή πτώσης των επιτοκίων, σύμφωνα με τη μέθοδο που χρησιμοποιείται από τη διοίκηση για τη μέτρηση του κινδύνου επιτοκίου, με διάκριση ανά νόμισμα.

    Άρθρο 449

    Άνοιγμα σε θέσεις τιτλοποίησης

    Τα ιδρύματα που υπολογίζουν τα σταθμισμένα ως προς τον κίνδυνο ποσά σύμφωνα με το τρίτο μέρος τίτλος ΙΙ κεφάλαιο 5 ή τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων σύμφωνα με το άρθρο 337 ή 338 δημοσιοποιούν τις ακόλουθες πληροφορίες, κατά περίπτωση, χωριστά για το χαρτοφυλάκιο συναλλαγών και για τις συναλλαγές εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών:

    α)

    περιγραφή των στόχων του ιδρύματος σε σχέση με τη δραστηριότητα τιτλοποίησης,

    β)

    τη φύση άλλων κινδύνων, συμπεριλαμβανομένου του κινδύνου ρευστότητας που ενέχουν τα τιτλοποιημένα περιουσιακά στοιχεία,

    γ)

    το είδος των κινδύνων όσον αφορά την εξοφλητική προτεραιότητα των υποκείμενων θέσεων σε τιτλοποίηση και όσον αφορά τα υποκείμενα περιουσιακά στοιχεία των εν λόγω θέσεων σε τιτλοποίηση που αναλαμβάνονται και διακρατούνται με τη δραστηριότητα επανατιτλοποίησης,

    δ)

    τους διάφορους ρόλους του ιδρύματος στη διαδικασία τιτλοποίησης,

    ε)

    ένδειξη του βαθμού συμμετοχής του ιδρύματος σε κάθε ρόλο που αναφέρεται στο στοιχείο δ),

    στ)

    περιγραφή των υφιστάμενων διαδικασιών για την παρακολούθηση των μεταβολών του πιστωτικού κινδύνου και του κινδύνου αγοράς των ανοιγμάτων τιτλοποίησης, συμπεριλαμβανομένου του τρόπου με τον οποίο η συμπεριφορά των υποκείμενων περιουσιακών στοιχείων επιδρά στα ανοίγματα τιτλοποίησης, και περιγραφή του τρόπου με τον οποίο οι εν λόγω διαδικασίες διαφέρουν για τα ανοίγματα επανατιτλοποίησης,

    ζ)

    περιγραφή της πολιτικής του ιδρύματος όσον αφορά τη χρήση της αντισταθμιστικής και της μη χρηματοδοτούμενης προστασίας για τη μείωση των κινδύνων των διακρατούμενων ανοιγμάτων τιτλοποίησης και επανατιτλοποίησης, συμπεριλαμβανομένου του προσδιορισμού ουσιωδών αντισυμβαλλομένων αντιστάθμισης ανά συναφή τύπο ανοίγματος σε κίνδυνο,

    η)

    τις μεθόδους υπολογισμού των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ποσών τις οποίες το ίδρυμα εφαρμόζει στις δραστηριότητες τιτλοποίησης, συμπεριλαμβανομένων των τύπων ανοιγμάτων τιτλοποίησης στους οποίους εφαρμόζεται κάθε μέθοδος,

    θ)

    τους τύπους ΟΕΣΤ που χρησιμοποιεί το ίδρυμα, ως ανάδοχος, για την τιτλοποίηση ανοιγμάτων τρίτων, συμπεριλαμβανομένου του κατά πόσον, σε ποια μορφή και σε ποιον βαθμό το ίδρυμα διαθέτει ανοίγματα στις εν λόγω ΟΕΣΤ, χωριστά για ανοίγματα εντός και εκτός ισολογισμού καθώς και κατάλογο των οντοτήτων τις οποίες διοικεί ή συμβουλεύει το ίδρυμα και οι οποίες επενδύουν είτε σε θέσεις σε τιτλοποίηση που έχει διενεργήσει το ίδρυμα είτε σε ΟΕΣΤ των οποίων ανάδοχος είναι το ίδρυμα,

    ι)

    περίληψη των λογιστικών μεθόδων του ιδρύματος για δραστηριότητες τιτλοποίησης, συμπεριλαμβανομένων των εξής πληροφοριών:

    i)

    κατάταξη των συναλλαγών ως πωλήσεις ή ως χρηματοδοτήσεις,

    ii)

    λογιστική αναγνώριση των κερδών από πωλήσεις,

    iii)

    μέθοδοι, βασικές παραδοχές, πληροφορίες και αλλαγές από την προηγούμενη περίοδο για την αποτίμηση θέσεων σε τιτλοποίηση,

    iv)

    αντιμετώπιση των τιτλοποιήσεων συνθετικής μορφής εάν αυτές δεν καλύπτονται από άλλες λογιστικές αρχές,

    v)

    τρόπος αποτίμησης των περιουσιακών στοιχείων που πρόκειται να τιτλοποιηθούν και κατά πόσον καταχωρίζονται στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών του ιδρύματος ή σε χαρτοφυλακίου εκτός αυτού,

    vi)

    πολιτικές καταχώρισης υποχρεώσεων στον ισολογισμό για ρυθμίσεις που μπορεί να απαιτήσουν από το ίδρυμα να παράσχει χρηματοδοτική υποστήριξη σε τιτλοποιημένα περιουσιακά στοιχεία,

    ια)

    τις επωνυμίες των ΕΟΠΑ των οποίων οι αξιολογήσεις χρησιμοποιούνται για τις τιτλοποιήσεις και τα είδη ανοιγμάτων για τα οποία χρησιμοποιείται κάθε ECΑΙ,

    ιβ)

    όπου ενδείκνυται, περιγραφή της μεθόδου εσωτερικής αξιολόγησης που προβλέπεται στο τρίτο μέρος τίτλος ΙΙ κεφάλαιο 5 τμήμα 3, συμπεριλαμβανομένων της δομής της διαδικασίας εσωτερικής αξιολόγησης και της σχέσης μεταξύ εσωτερικής αξιολόγησης και εξωτερικών διαβαθμίσεων, της χρήσης εσωτερικής αξιολόγησης για σκοπούς άλλους πλην της εσωτερικής αξιολόγησης κεφαλαίων, των ελεγκτικών μηχανισμών στη διαδικασία εσωτερικής αξιολόγησης, συμπεριλαμβανομένης της εξέτασης της ανεξαρτησίας, της λογοδοσίας και της επανεξέτασης της διαδικασίας εσωτερικής αξιολόγησης, των κατηγοριών ανοιγμάτων στους οποίους εφαρμόζεται η διαδικασία εσωτερικής αξιολόγησης και των παραγόντων ακραίων καταστάσεων που χρησιμοποιούνται για τον καθορισμό των επιπέδων πιστωτικής ενίσχυσης, ανά κατηγορία ανοίγματος,

    ιγ)

    επεξήγηση σημαντικών μεταβολών που αφορούν τη δημοσιοποίηση ποσοτικών στοιχείων των στοιχείων ιδ) έως ιζ) από την τελευταία περίοδο για την οποία υποβλήθηκε έκθεση,

    ιδ)

    χωριστά για το χαρτοφυλάκιο συναλλαγών και τα εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών ανοίγματα, τις ακόλουθες πληροφορίες ανά κατηγορία ανοίγματος:

    i)

    το συνολικό ανεξόφλητο ποσό των ανοιγμάτων που έχουν τιτλοποιηθεί από το ίδρυμα, χωριστά για τις παραδοσιακές και συνθετικές τιτλοποιήσεις και για τις τιτλοποιήσεις στις οποίες το ίδρυμα ενεργεί μόνον ως ανάδοχος,

    ii)

    το συνολικό ποσό των εντός ισολογισμού θέσεων σε τιτλοποίηση που διακρατήθηκαν ή αγοράσθηκαν και των εκτός ισολογισμού ανοιγμάτων τιτλοποίησης,

    iii)

    το συνολικό ποσό των περιουσιακών στοιχείων που πρόκειται να τιτλοποιηθούν,

    iv)

    για τις τιτλοποιημένες διευκολύνσεις που υπάγονται σε ρύθμιση πρόωρης εξόφλησης των τίτλων, το σύνολο των εκταμιευθέντων ανοιγμάτων που αποδίδονται στα συμφέροντα του μεταβιβάζοντος και του επενδυτή αντίστοιχα, τις συνολικές κεφαλαιακές απαιτήσεις που επωμίζεται το ίδρυμα έναντι της συμμετοχής του μεταβιβάζοντος και τις συνολικές κεφαλαιακές απαιτήσεις που επωμίζεται το ίδρυμα σε σχέση με τα μερίδια του επενδυτή από τα αναληφθέντα υπόλοιπα και από τα μη αναληφθέντα πιστωτικά όρια,

    v)

    το ποσό των θέσεων τιτλοποίησης που αφαιρούνται από τα ίδια κεφάλαια ή που σταθμίζονται με συντελεστή στάθμισης κινδύνου 1 250 %,

    vi)

    περίληψη της δραστηριότητας όσον αφορά τις τιτλοποιήσεις της τρέχουσας περιόδου, συμπεριλαμβανομένου του ποσού των ανοιγμάτων που τιτλοποιήθηκαν και του κέρδους ή της ζημίας που αναγνωρίστηκε κατά την πώληση,

    ιε)

    χωριστά για το χαρτοφυλάκιο συναλλαγών και τα εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών ανοίγματα, τις ακόλουθες πληροφορίες:

    i)

    το συνολικό ποσό των θέσεων σε τιτλοποίηση που διακρατήθηκαν ή αγοράσθηκαν και τις συναφείς κεφαλαιακές απαιτήσεις, με διάκριση σε ανοίγματα από τιτλοποιήσεις και ανοίγματα από επανατιτλοποιήσεις και περαιτέρω ανάλυση σε συντελεστές στάθμισης κινδύνου ή εύρος κεφαλαιακών απαιτήσεων, για κάθε χρησιμοποιούμενη μέθοδο υπολογισμού κεφαλαιακών απαιτήσεων,

    ii)

    το συνολικό ποσό των ανοιγμάτων επανατιτλοποίησης που διακρατήθηκαν ή αγοράσθηκαν, με ανάλυση ανάλογα με το άνοιγμα πριν από και μετά την αντιστάθμιση/ασφάλιση και το άνοιγμα έναντι χρηματοδοτικών εγγυητών, με βάση την κατηγορία πιστοληπτικής ικανότητας του εγγυητή ή την επωνυμία του,

    ιστ)

    για τα εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών ανοίγματα και όσον αφορά τα ανοίγματα που τιτλοποιήθηκαν από το ίδρυμα, το ποσό των απομειωμένων/σε καθυστέρηση τιτλοποιηθέντων περιουσιακών στοιχείων και των ζημιών που έχουν αναγνωριστει από το ίδρυμα κατά την τρέχουσα περίοδο, με ανάλυση αμφοτέρων ανά κατηγορία ανοίγματος,

    ιζ)

    για το χαρτοφυλάκιο συναλλαγών, το συνολικό υπόλοιπο των ανοιγμάτων που τιτλοποιήθηκαν από το ίδρυμα και υπόκεινται σε κεφαλαιακή απαίτηση για κίνδυνο αγοράς, με ανάλυση σε παραδοσιακές/συνθετικές τιτλοποιήσεις και ανά κατηγορία ανοίγματος,

    ιη)

    εάν συντρέχει περίπτωση, εάν το ίδρυμα έχει παράσχει υποστήριξη υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 248 παράγραφος 1 και την επίπτωση στα ίδια κεφάλαια.

    Άρθρο 450

    Πολιτικές αποδοχών

    1.   Τα ιδρύματα δημοσιοποιούν τουλάχιστον τις ακόλουθες πληροφορίες σχετικά με την πολιτική και πρακτική αποδοχών του ιδρύματος για τις κατηγορίες εκείνες των μελών του προσωπικού των οποίων οι επαγγελματικές δραστηριότητες έχουν ουσιώδη επίπτωση στο προφίλ κινδύνου του:

    α)

    πληροφορίες όσον αφορά τη διαδικασία λήψης αποφάσεων που χρησιμοποιείται για τον καθορισμό της πολιτικής αποδοχών, καθώς και τον αριθμό των συνεδριάσεων που πραγματοποίησε το κύριο όργανο που επιβλέπει τις αποδοχές στη διάρκεια του οικονομικού έτους, συμπεριλαμβανομένων, κατά περίπτωση, πληροφοριών σχετικά με τη σύνθεση και τα καθήκοντα της επιτροπής αποδοχών, τον εξωτερικό σύμβουλο του οποίου οι υπηρεσίες χρησιμοποιήθηκαν για τον καθορισμό της πολιτικής αποδοχών και τον ρόλο των λοιπών εμπλεκομένων,

    β)

    πληροφορίες σχετικά με τη σχέση μεταξύ αμοιβής και επιδόσεων,

    γ)

    τα σημαντικότερα χαρακτηριστικά σχεδιασμού του συστήματος αμοιβών, συμπεριλαμβανομένων πληροφοριών σχετικά με τα κριτήρια που χρησιμοποιούνται για τη μέτρηση των επιδόσεων και την προσαρμογή των αμοιβών στον κίνδυνο και τα κριτήρια πολιτικής περί αναβολής και κατοχύρωσης των αμοιβών,

    δ)

    την αναλογία μεταξύ σταθερών και μεταβλητών αποδοχών που ορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 94 παράγραφος 1 στοιχείο ζ) της οδηγίας 2013/36/ΕΕ,

    ε)

    πληροφορίες σχετικά με τα κριτήρια επίδοσης, στα οποία βασίζονται το δικαίωμα απόκτησης μετοχών, τα δικαιώματα προαίρεσης ή οι μεταβλητές συνιστώσες των αποδοχών,

    στ)

    τις κύριες παραμέτρους και αιτιολογία για τη χρήση μεταβλητών συνιστωσών και κάθε άλλης μη χρηματικής παροχής,

    ζ)

    συνολικές ποσοτικές πληροφορίες σχετικά με τις αποδοχές, με ανάλυση ανά επιχειρηματικό τομέα,

    η)

    συνολικές ποσοτικές πληροφορίες σχετικά με τις αποδοχές, με ανάλυση ανά ανώτερα διευθυντικά στελέχη και ανά μέλη του προσωπικού των οποίων οι ενέργειες έχουν ουσιώδη αντίκτυπο στο προφίλ κινδύνου του ιδρύματος, στις οποίες περιλαμβάνονται τα ακόλουθα:

    i)

    τα ποσά αμοιβής για το οικονομικό έτος, με διάκριση σε σταθερή και μεταβλητή και τον αριθμό των δικαιούχων,

    ii)

    τα ποσά και οι μορφές της μεταβλητής αμοιβής, με διάκριση σε μετρητά, μετοχές, χρηματοπιστωτικά μέσα συνδεδεμένα με μετοχές και άλλες κατηγορίες,

    iii)

    τα ποσά των αναβαλόμενων αμοιβών, με διάκριση σε κατοχυρωμένες και μη κατοχυρωμένες,

    iv)

    τα ποσά των αναβαλλόμενων αμοιβών τα οποία έχουν αποφασισθεί να καταβληθούν κατά το οικονομικό έτος, που καταβήθηκαν και μειώθηκαν μέσω αναπροσαρμογών με βάση την επίδοση,

    v)

    οι νέες πληρωμές λόγω πρόσληψης και αποχώρησης που πραγματοποιήθηκαν κατά το οικονομικό έτος και ο αριθμός των δικαιούχων των εν λόγω πληρωμών,

    vi)

    τα ποσά των αποζημιώσεων λόγω αποχώρησης που κατεβλήθησαν κατά το οικονομικό έτος, ο αριθμός των δικαιούχων και το υψηλότερο ποσό που κατεβλήθη σε ένα μεμονωμένο πρόσωπο,

    θ)

    τον αριθμό των ατόμων που αμείβονται με τουλάχιστον 1 εκατομμύριο EUR ανά οικονομικό έτος, ανά μισθολογικά κλιμάκια 500 000 EUR για τις αμοιβές από 1 έως 5 εκατομμύρια EUR και ανά μισθολογικά κλιμάκια 1 εκατομμυρίου EUR για τις αμοιβές 5 εκατομμυρίων EUR και άνω,

    ι)

    κατόπιν αιτήματος του κράτους μέλους ή της αρμόδιας αρχής, τη συνολική αμοιβή για καθένα από τα μέλη του διοικητικού οργάνου ή τα ανώτερα διευθυντικά στελέχη.

    2.   Στην περίπτωση των πιστωτικών ιδρυμάτων τα οποία είναι σημαντικά από άποψη μεγέθους, εσωτερικής οργάνωσης καθώς και από άποψη φύσης, πεδίου και πολυπλοκότητας δραστηριοτήτων, οι ποσοτικές πληροφορίες που αναφέρονται στο παρόν άρθρο δημοσιοποιούνται επίσης όσον αφορά τα μέλη του διοικητικού οργάνου του ιδρύματος.

    Τα ιδρύματα συμμορφώνονται προς τις απαιτήσεις που καθορίζονται στο παρόν άρθρο κατά τρόπο κατάλληλο προς το μέγεθος, την εσωτερική οργάνωση και τη φύση, το πεδίο και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων τους και με την επιφύλαξη των διατάξεων της οδηγίας 95/46/ΕΚ.

    Άρθρο 451

    Μόχλευση

    1.   Τα ιδρύματα δημοσιοποιούν τις ακόλουθες πληροφορίες σχετικά με τον δείκτη μόχλευσής τους υπολογιζόμενο σύμφωνα με το άρθρο 429 και με τη διαχείριση του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης:

    α)

    τον δείκτη μόχλευσης και τον τρόπο με τον οποίο το ίδρυμα εφαρμόζει το άρθρο 499 παράγραφοι 2 και 3,

    β)

    την κατανομή της μέτρησης συνολικού ανοίγματος καθώς και τη συμφωνία της μέτρησης συνολικού ανοίγματος με τις σχετικές πληροφορίες που γνωστοποιούνται στις δημοσιευόμενες οικονομικές καταστάσεις,

    γ)

    εφόσον απαιτείται, το ύψος των μη αναγνωριζόμενων εμπιστευματικών στοιχείων σύμφωνα με το άρθρο 429 παράγραφος 11,

    δ)

    περιγραφή των διαδικασιών που χρησιμοποιούνται για τη διαχείριση του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης,

    ε)

    περιγραφή των παραγόντων που επηρέασαν τον δείκτη μόχλευσης κατά τη διάρκεια της περιόδου στην οποία αυτός αναφέρεται.

    2.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να καθορίσει το ενιαίο υπόδειγμα δημοσιοποίησης για τη δημοσιοποίηση που αναφέρεται στην παράγραφο 1, καθώς και τις οδηγίες χρήσης του ως άνω υποδείγματος.

    Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 30 Ιουνίου 2014.

    Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

    ΤΙΤΛΟΣ ΙΙΙ

    ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΠΟΥ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΛΗΡΟΥΝΤΑΙ ΓΙΑ ΤΗ ΧΡΗΣΗ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΩΝ ΜΕΣΩΝ Ή ΜΕΘΟΔΩΝ

    Άρθρο 452

    Χρήση της μεθόδου IRB για τον πιστωτικό κίνδυνο

    Τα ιδρύματα που υπολογίζουν τα σταθμισμένα ως προς τον κίνδυνο ποσά δυνάμει της μεθόδου IRB δημοσιοποιούν τις ακόλουθες πληροφορίες

    α)

    την άδεια της αρμόδιας αρχής για χρήση της μεθόδου ή για τη μετάβαση σε αυτήν,

    β)

    επεξήγηση και συνοπτική παρουσίαση:

    i)

    της διάρθρωσης των συστημάτων εσωτερικής διαβάθμισης και της σχέσης μεταξύ εσωτερικών και εξωτερικών διαβαθμίσεων,

    ii)

    της χρήσης των εσωτερικών εκτιμήσεων για άλλους σκοπούς εκτός από τον υπολογισμό των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ποσών σύμφωνα με το τρίτο μέρος τίτλος ΙΙ κεφάλαιο 3,

    iii)

    της διαδικασίας διαχείρισης και αναγνώρισης της μείωσης του πιστωτικού κινδύνου,

    iv)

    των μηχανισμών ελέγχου των συστημάτων διαβάθμισης συμπεριλαμβανομένης περιγραφής της ανεξαρτησίας, των ευθυνών και και αναθεώρησης των συστημάτων διαβάθμισης,

    γ)

    περιγραφή της διαδικασίας εσωτερικής διαβάθμισης, χωριστά για καθεμία από τις ακόλουθες κλάσεις ανοιγμάτων:

    i)

    κεντρικές κυβερνήσεις και κεντρικές τράπεζες,

    ii)

    ιδρύματα,

    iii)

    επιχειρήσεις περιλαμβανομένων των ΜΜΕ, ειδικός δανεισμός και αποκτηθείσες εισπρακτέες απαιτήσεις έναντι επιχειρήσεων,

    iv)

    λιανική τραπεζική, για καθεμία από τις κατηγορίες ανοιγμάτων στις οποίες αντιστοιχούν οι διάφορες συσχετίσεις του άρθρου 154 παράγραφοι 1 έως 4,

    v)

    μετοχές,

    δ)

    τις αξίες ανοίγματος για καθεμία από τις κλάσεις ανοιγμάτων του άρθρου 147. Εάν τα ιδρύματα χρησιμοποιούν εσωτερικές εκτιμήσεις των LGD ή των συντελεστών μετατροπής για τον υπολογισμό των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ποσών, τα ανοίγματα έναντι των κεντρικών κυβερνήσεων και των κεντρικών τραπεζών, των ιδρυμάτων και των επιχειρήσεων πρέπει να δημοσιοποιούνται χωριστά από τα ανοίγματα για τα οποία τα ιδρύματα δεν χρησιμοποιούν παρόμοιες εκτιμήσεις,

    ε)

    για να καθίσταται δυνατή μια εύλογη διαφοροποίηση του πιστωτικού κινδύνου για καθεμία από τις κατηγορίες ανοιγμάτων «κεντρικές κυβερνήσεις και κεντρικές τράπεζες», «ιδρύματα», «επιχειρήσεις» και «μετοχές» και για επαρκή αριθμό πιστοληπτικών βαθμίδων οφειλέτη (περιλαμβανόμενης της βαθμίδας των οφειλετών σε αθέτηση), τα ιδρύματα δημοσιοποιούν τις ακόλουθες πληροφορίες:

    i)

    το σύνολο των ανοιγμάτων, συμπεριλαμβανομένων των κατηγοριών ανοιγμάτων «κεντρικές κυβερνήσεις και κεντρικές τράπεζες», «ιδρύματα» και «επιχειρήσεις»,το άθροισμα των ανεξόφλητων υπολοίπων δανείων και αξιών ανοιγμάτων από μη αναληφθείσες πιστωτικές διευκολύνσεις και ανεξόφλητα υπόλοιπα από ανοίγματα σε μετοχές,

    ii)

    το σταθμισμένο ως προς το άνοιγμα μέσο συντελεστή στάθμισης κινδύνου,

    iii)

    για τα ιδρύματα που χρησιμοποιούν εσωτερικές εκτιμήσεις των συντελεστών μετατροπής για τον υπολογισμό των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ποσών, το ποσό των μη αναληφθεισών πιστωτικών διευκολύνσεων και τη σταθμισμένη ως προς το άνοιγμα μέση αξία ανοίγματος για κάθε κατηγορία ανοιγμάτων,

    στ)

    για την κατηγορία ανοιγμάτων λιανικής τραπεζικής και για καθεμία από τις κατηγορίες που καθορίζονται στο στοιχείο γ) σημείο iv), είτε τις πληροφορίες του στοιχείου ε) (κατά περίπτωση, σε ομαδοποιημένη βάση), είτε ανάλυση των ανοιγμάτων (ανεξόφλητα υπόλοιπα δανείων και αξίες ανοίγματος από μη αναληφθείσες πιστωτικές διευκολύνσεις) για επαρκή αριθμό βαθμίδων αναμενόμενης ζημίας (ΕL) ώστε να καθίσταται δυνατή μια εύλογη διαφοροποίηση του πιστωτικού κινδύνου (κατά περίπτωση, σε ομαδοποιημένη βάση),

    ζ)

    τις πραγματικές ειδικές προσαρμογές πιστωτικού κινδύνου στην προηγούμενη περίοδο για κάθε κατηγορία ανοιγμάτων (στην περίπτωση των ανοιγμάτων λιανικής τραπεζικής, για καθεμία από τις κατηγορίες που καθορίζονται στο στοιχείο γ) σημείο iv)) και τις διαφορές σε σχέση με τις προηγούμενες περιόδους,

    η)

    περιγραφή των παραγόντων που επηρέασαν τις πραγματικές ζημίες στην προηγούμενη περίοδο (για παράδειγμα, εάν το ίδρυμα είχε ποσοστά αθέτησης υψηλότερα από τον μέσο όρο, ή LGD και συντελεστές μετατροπής υψηλότερους από το μέσο όρο),

    θ)

    σύγκριση των εκτιμήσεων του ιδρύματος με τα πραγματικά αποτελέσματα σε μεγαλύτερη περίοδο. Η σύγκριση περιλαμβάνει τουλάχιστον πληροφορίες για τις εκτιμήσεις ζημιών σε σχέση με τις πραγματικές ζημίες για κάθε κατηγορία ανοίγματος (στην περίπτωση των ανοιγμάτων λιανικής, για καθεμία από τις κατηγορίες που καθορίζονται στο στοιχείο γ) σημείο iv)) σε περίοδο επαρκώς μεγάλη ώστε να επιτρέπει μια εύλογη αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας των διαδικασιών εσωτερικής διαβάθμισης για κάθε κατηγορία ανοίγματος (στην περίπτωση των ανοιγμάτων λιανικής, για καθεμία από τις κατηγορίες που καθορίζονται στο στοιχείο γ) σημείο iv)). Κατά περίπτωση, τα πιστωτικά ιδρύματα αναλύουν πιο λεπτομερώς τα στοιχεία αυτά και συγκρίνουν τα PD και, για τα πιστωτικά ιδρύματα που χρησιμοποιούν εσωτερικές εκτιμήσεις των LGD και/ή των συντελεστών μετατροπής, συγκρίνουν τις πραγματικές τιμές των LGD και των συντελεστών μετατροπής με τις εκτιμήσεις που παρέχονται στις ανωτέρω δημοσιοποιήσεις σχετικά με την ποσοτική αξιολόγηση των κινδύνων που καθορίζονται στο παρόν άρθρο,

    ι)

    για όλες τις κατηγορίες ανοιγμάτων που αναφέρονται στο άρθρο 147 και για κάθε κατηγορία ανοιγμάτων στην οποία αντιστοιχούν οι διάφορες συσχετίσεις του άρθρου 154 παράγραφοι 1 έως 4:

    i)

    για τα ιδρύματα που χρησιμοποιούν εσωτερικές εκτιμήσεις της LGD για τον υπολογισμό των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ποσών, τα σταθμισμένα ως προς το άνοιγμα μέσα LGD και PD σε ποσοστό για κάθε σχετική γεωγραφική θέση των πιστωτικών ανοιγμάτων,

    ii)

    για τα ιδρύματα που δεν χρησιμοποιούν εσωτερικές εκτιμήσεις της LGD, το σταθμισμένο ως προς το άνοιγμα μέσο PD σε ποσοστό για κάθε σχετική γεωγραφική θέση των πιστωτικών ανοιγμάτων.

    Για τους σκοπούς του στοιχείου γ) ανωτέρω, η περιγραφή περιλαμβάνει τα διάφορα είδη ανοιγμάτων κάθε κατηγορίας, τους ορισμούς, τις μεθόδους και τα δεδομένα για την εκτίμηση και την επικύρωση των PD και, κατά περίπτωση, των LGD και των συντελεστών μετατροπής, περιλαμβανομένων των παραδοχών που χρησιμοποιήθηκαν για τον υπολογισμό αυτών των μεταβλητών, καθώς και την περιγραφή των σημαντικών αποκλίσεων από τον ορισμό της αθέτησης στο άρθρο 178 και των σημαντικών τμημάτων του χαρτοφυλακίου που επηρεάζονται από αυτές τις αποκλίσεις.

    Για τους σκοπούς του στοιχείου ι), ως σχετική γεωγραφική θέση των πιστωτικών ανοιγμάτων νοούνται τα ανοίγματα στα κράτη μέλη στα οποία έχει λάβει άδεια λειτουργίας το ίδρυμα και στα κράτη μέλη ή στις τρίτες χώρες στις οποίες διεξάγει τις δραστηριότητές του το ίδρυμα μέσω υποκαταστήματος ή θυγατρικής.

    Άρθρο 453

    Χρήση των τεχνικών μείωσης του πιστωτικού κινδύνου

    Τα ιδρύματα που εφαρμόζουν τεχνικές μείωσης του πιστωτικού κινδύνου δημοσιοποιούν τις ακόλουθες πληροφορίες:

    α)

    τις πολιτικές και διαδικασίες συμψηφισμού εντός και εκτός ισολογισμού στοιχείων, καθώς και το βαθμό στον οποίο το πιστωτικό ίδρυμα κάνει χρήση παρόμοιου συμψηφισμού,

    β)

    τις πολιτικές και διαδικασίες αποτίμησης και διαχείρισης των εξασφαλίσεων,

    γ)

    περιγραφή των κυριότερων ειδών εξασφαλίσεων που αποδέχεται το ίδρυμα,

    δ)

    τα κυριότερα είδη εγγυητών και αντισυμβαλλομένων σε πράξεις πιστωτικών παραγώγων, καθώς και την πιστοληπτική τους ικανότητα,

    ε)

    πληροφορίες σχετικά με συγκεντρώσεις κινδύνου αγοράς ή πιστωτικού κινδύνου στα χρησιμοποιούμενα μέσα μείωσης του πιστωτικού κινδύνου,

    στ)

    για τα ιδρύματα που υπολογίζουν τα σταθμισμένα ως προς τον κίνδυνο ποσά δυνάμει της τυποποιημένης μεθόδου ή της μεθόδου IRB, αλλά δεν παρέχουν εσωτερικές εκτιμήσεις των LGD ή των συντελεστών μετατροπής για τις κατηγορίες ανοιγμάτων, χωριστά για κάθε κατηγορία ανοίγματος, τη συνολική αξία ανοίγματος (κατά περίπτωση, μετά τον συμψηφισμό εντός ή εκτός ισολογισμού), που καλύπτεται —μετά την εφαρμογή των προσαρμογών μεταβλητότητας— από επιλέξιμες χρηματοοικονομικές εξασφαλίσεις ή από άλλες επιλέξιμες εξασφαλίσεις,

    ζ)

    για τα ιδρύματα που υπολογίζουν τα σταθμισμένα ως προς τον κίνδυνο ποσά δυνάμει της τυποποιημένης μεθόδου ή της μεθόδου IRB, χωριστά για κάθε κατηγορία ανοίγματος, το συνολικό άνοιγμα (κατά περίπτωση, μετά το συμψηφισμό εκτός ή εντός ισολογισμού) που καλύπτεται από εγγυήσεις ή πιστωτικά παράγωγα. Για την κατηγορία ανοίγματος σε μετοχές, η απαίτηση αυτή ισχύει για καθεμία από τις μεθόδους του άρθρου 155.

    Άρθρο 454

    Χρήση εξελιγμένων μεθόδων μέτρησης του λειτουργικού κινδύνου

    Τα ιδρύματα που χρησιμοποιούν τις εξελιγμένες μεθόδους μέτρησης που προβλέπονται στα άρθρα 321 έως 324 για τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για τον λειτουργικό κίνδυνο δημοσιοποιούν μια περιγραφή του τρόπου με τον οποίο χρησιμοποιούν τις ασφαλίσεις και άλλους μηχανισμούς μεταφοράς κινδύνου για τους σκοπούς της μείωσης του εν λόγω κινδύνου.

    Άρθρο 455

    Χρήση εσωτερικών υποδειγμάτων κινδύνου αγοράς

    Τα ιδρύματα που υπολογίζουν τις κεφαλαιακές απαιτήσεις τους σύμφωνα με το άρθρο 363 δημοσιοποιούν τις ακόλουθες πληροφορίες:

    α)

    Για κάθε επιμέρους χαρτοφυλάκιο:

    i)

    τα χαρακτηριστικά των χρησιμοποιούμενων υποδειγμάτων,

    ii)

    εάν συντρέχει περίπτωση, για τα εσωτερικά υποδείγματα για την αποτύπωση των αυξημένων κινδύνων αθέτησης και μεταβολής διαβάθμισης και για τη διαπραγμάτευση συσχετίσεων, τις μεθοδολογίες που χρησιμοποιήθηκαν και τους κινδύνους που μετρήθηκαν μέσω της χρήσης εσωτερικού υποδείγματος, συμπεριλαμβανομένης περιγραφής της μεθόδου που ακολουθήθηκε από το ίδρυμα για τον καθορισμό οριζόντων ρευστότητας, τις μεθοδολογίες που χρησιμοποιήθηκαν για την επίτευξη αξιολόγησης κεφαλαίων σύμφωνα με τις απαιτούμενες προδιαγραφές, και τις μεθόδους που χρησιμοποιήθηκαν για την επικύρωση του υποδείγματος,

    iii)

    περιγραφή του προγράμματος ασκήσεων προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων που εφαρμόζεται σε κάθε επιμέρους χαρτοφυλάκιο,

    iv)

    περιγραφή των μεθόδων που χρησιμοποιούνται για το δοκιμαστικό εκ των υστέρων έλεγχο και την επικύρωση της ακρίβειας και της συνέπειας των εσωτερικών υποδειγμάτων και των διαδικασιών ανάπτυξης υποδειγμάτων,

    β)

    το πεδίο εφαρμογής της άδειας της αρμόδιας αρχής,

    γ)

    περιγραφή της έκτασης και των μεθοδολογιών για τη συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις που ορίζονται στα άρθρα 104 και 105,

    δ)

    την ανώτατη, την κατώτατη και τη μέση τιμή των ακόλουθων μεγεθών:

    i)

    των ημερήσιων μετρήσεων της δυνητικής ζημίας κατά τη διάρκεια της περιόδου αναφοράς και κατά τη λήξη της περιόδου,

    ii)

    των μετρήσεων της δυνητικής ζημίας σε ακραίες συνθήκες κατά τη διάρκεια της περιόδου αναφοράς και κατά τη λήξη της περιόδου,

    iii)

    των αριθμητικών στοιχείων για τον αυξημένο κίνδυνο αθέτησης και μεταβολής διαβάθμισης και για τον ειδικό κίνδυνο του χαρτοφυλακίου διαπραγμάτευσης συσχετίσεων κατά τη περιόδο αναφοράς και κατά τη λήξη αυτής,

    ε)

    τα στοιχεία των απαίτησης ιδίων κεφαλαίων που ορίζονται στο άρθρο 364,

    στ)

    το μέσο σταθμισμένο ορίζοντα ρευστότητας για κάθε επιμέρους χαρτοφυλάκιο που καλύπτεται από τα εσωτερικά υποδείγματα για τον αυξημένο κίνδυνο αθέτησης και μεταβολής διαβάθμισης και για τη διαπραγμάτευση συσχετίσεων,

    ζ)

    σύγκριση των ημερήσιων μετρήσεων της δυνητικής ζημίας στο τέλος της ημέρας με τις ημερήσιες μεταβολές της αξίας του χαρτοφυλακίου στο τέλος της επόμενης εργάσιμης ημέρας, συνοδευόμενη από ανάλυση τυχόν σημαντικών υπερβάσεων κατά την περίοδο αναφοράς.

    ΕΝΑΤΟ ΜΕΡΟΣ

    ΚΑΤ’ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΠΡΑΞΕΙΣ ΚΑΙ ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ

    Άρθρο 456

    Κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις

    1.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις δυνάμει του άρθρου 462 αναφορικά με τα ακόλουθα θέματα:

    α)

    τη διευκρίνιση των ορισμών που προβλέπονται στα άρθρα 4, 5, 142, 153, 192, 242, 272, 300, 381 και 411 για τη διασφάλιση της ομοιόμορφης εφαρμογής του παρόντος κανονισμού,

    β)

    τη διευκρίνιση των ορισμών που προβλέπονται στα άρθρα 4, 5, 142, 153, 192, 242, 272, 300, 381 και 411 προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη στην εφαρμογή του παρόντος κανονισμού οι εξελίξεις των χρηματοπιστωτικών αγορών,

    γ)

    την τροποποίηση του καταλόγου των κατηγοριών ανοιγμάτων που αναφέρονται στα άρθρα 112 και 147, προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη οι εξελίξεις των χρηματοπιστωτικών αγορών,

    δ)

    το ποσό που προσδιορίζεται στο άρθρο 123 στοιχείο γ), στο άρθρο 147 παράγραφος 5 στοιχείο α), στο άρθρο 153 παράγραφος 4 και στο άρθρο 162 παράγραφος 4, προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη οι επιπτώσεις του πληθωρισμού,

    ε)

    τον κατάλογο και την κατάταξη των εκτός ισολογισμού στοιχείων που αναφέρονται στα παραρτήματα I και II, προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη οι εξελίξεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές,

    στ)

    την προσαρμογή των κατηγοριών των επιχειρήσεων επενδύσεων που προβλέπονται στο άρθρο 95 παράγραφος 1 και στο άρθρο 96 παράγραφος 1 προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη οι εξελίξεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές,

    ζ)

    τη διασαφήνιση της απαίτησης που ορίζεται στο άρθρο 97 για να διασφαλίζεται η ομοιόμορφη εφαρμογή του παρόντος κανονισμού,

    η)

    την τροποποίηση των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων όπως ορίζονται στα άρθρα 301 έως 311 του παρόντος κανονισμού και στα άρθρα 50α έως 50δ του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι εξελίξεις ή οι τροποποιήσεις των διεθνών προτύπων σχετικά με ανοίγματα έναντι κεντρικού αντισυμβαλλομένου,

    θ)

    την αποσαφήνιση των όρων που αναφέρονται στις εξαιρέσεις που προβλέπει το άρθρο 400,

    ι)

    την τροποποίηση του μέτρου κεφαλαίου και του μέτρου του συνολικού ανοίγματος του δείκτη μόχλευσης που αναφέρεται στο άρθρο 429 παράγραφος 2 προκειμένου να διορθωθούν τυχόν ελλείψεις που διαπιστώνονται βάσει των εκθέσεων που αναφέρονται στο άρθρο 430 παράγραφος 1 πριν από τη δημοσίευση του δείκτη μόχλευσης από τα ιδρύματα όπως προβλέπεται στο άρθρο 451 παράγραφος 1 στοιχείο α).

    2.   Η ΕΑΤ παρακολουθεί τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο CVA και υποβάλλει έκθεση στην Επιτροπή έως την 1η Ιανουαρίου 2015. Συγκεκριμένα, στην έκθεση αξιολογούνται:

    α)

    η αντιμετώπιση του κινδύνου CVA ως επιβάρυνση σε μεμονωμένη βάση σε αντιπαραβολή με την αντιμετώπισή του ως αναπόσπαστης συνιστώσας του πλαισίου για τον κίνδυνο αγοράς,

    β)

    το πεδίο εφαρμογής της επιβάρυνσης κινδύνου CVA, περιλαμβανομένης της εξαίρεσης που αναφέρεται στο άρθροο 482,

    γ)

    οι επιλέξιμες αντισταθμίσεις,

    δ)

    ο υπολογισμός των κεφαλαιακών απαιτήσεων για τον κίνδυνο CVA.

    Βάσει της εν λόγω έκθεσης και σε περίπτωση που τα ευρήματα συνηγορούν στην αναγκαιότητα της ακόλουθης δράσης, ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να θεσπίζει επίσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξη σύμφωνα με το άρθρο 462 για την τροποποίηση του άρθρου 381, του άρθρου 382 παράγραφοι 1 έως 3 και των άρθρων 383 έως 386 όσον αφορά τα στοιχεία αυτά.

    Άρθρο 457

    Τεχνικές προσαρμογές και διορθώσεις

    Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει πράξεις κατ’ εξουσιοδότηση σύμφωνα με το άρθρο 462 για να προβαίνει σε τεχνικές προσαρμογές και διορθώσεις των μη ουσιωδών στοιχείων στις κατωτέρω διατάξεις προκειμένου να λαμβάνει υπόψη τις εξελίξεις στα νέα χρηματοοικονομικά προϊόντα ή δραστηριότητες, να προσαρμόζεται λαμβάνοντας υπόψη τις εξελίξεις μετά από την υιοθέτηση του παρόντος κανονισμού σε άλλες νομοθετικές πράξεις της Ένωσης σχετικά με τις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες και τη λογιστική, συμπεριλαμβανομένων των λογιστικών προτύπων που βασίζονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1606/2002:

    α)

    στις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για τον πιστωτικό κίνδυνο που ορίζονται στα άρθρα 111 έως 134 και στα άρθρα 143 έως 191,

    β)

    στις επιπτώσεις των τεχνικών μείωσης του πιστωτικού κινδύνου σύμφωνα με τα άρθρα 193 έως 241,

    γ)

    στις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για τιτλοποίηση που ορίζονται στα άρθρα 243 έως 266,

    δ)

    στις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για τον πιστωτικό κίνδυνο αντισυμβαλλομένου σύμφωνα με τα άρθρα 272 έως 311,

    ε)

    στις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για τον λειτουργικό κίνδυνο που ορίζονται στα άρθρα 315 έως 324,

    στ)

    στις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο αγοράς που ορίζονται στα άρθρα 325 έως 377,

    ζ)

    στις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο διακανονισμού που ορίζονται στα άρθρα 378 και 379,

    η)

    στις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο CVA που ορίζονται στα άρθρα 383, 384 και 386,

    θ)

    στο δεύτερο μέρος και στο άρθρο 99 μόνο ως αποτέλεσμα εξελίξεων στα λογιστικά πρότυπα ή στις λογιστικές απαιτήσεις που λαμβάνουν υπόψη τη νομοθεσία της Ένωσης.

    Άρθρο 458

    Μακροπροληπτικός ή συστημικός κίνδυνος που εντοπίζεται σε επίπεδο κράτους μέλους

    1.   Τα κράτη μέλη ορίζουν την αρχή που είναι επιφορτισμένη με την εφαρμογή του παρόντος άρθρου. Η εν λόγω αρχή είναι είτε η αρμόδια είτε η εντεταλμένη αρχή.

    2.   Εάν η αρχή που έχει οριστεί σύμφωνα με την παράγραφο 1 διαπιστώσει μεταβολές της έντασης του μακροπροληπτικού ή συστημικού κινδύνου του χρηματοπιστωτικού συστήματος που ενδεχόμενα να έχει σοβαρέςν αρνητικές επιπτώσειες στο χρηματοπιστωτικό σύστημα και την πραγματική οικονομία σε συγκεκριμένο κράτος μέλος, οι οποίες κατά τη γνώμη της εν λόγω αρχής θα αντιμετωπίζονταν καλύτερα με αυστηρότερα εθνικά μέτρα, η εν λόγω αρχή γνωστοποιεί στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Επιτροπή, το ΕΣΣΚ και την ΕΑΤ το γεγονός αυτό και υποβάλλει σχετικά ποσοτικά ή ποιοτικά στοιχεία για όλα τα κατωτέρω:

    α)

    τις μεταβολές της έντασης του μακροπροληπτικού ή συστημικού κινδύνου,

    β)

    τους λόγους για τους οποίους οι μεταβολές αυτές θα μπορούσαν να συνιστούν απειλή για την χρηματοπιστωτική σταθερότητα σε εθνικό επίπεδο,

    γ)

    αιτιολόγηση του ισχυρισμού ότι με τα άρθρα 124 και 164 του παρόντος κανονισμού και τα άρθρα 101, 103, 104, 105, 133 και 136 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί επαρκώς ο διαπιστωθείς μακροπροληπτικός ή συστημικός κίνδυνος, λαμβανομένης υπόψη της σχετικής αποτελεσματικότητας των εν λόγω μέτρων,

    δ)

    σχέδια εθνικών μέτρων για τα ιδρύματα με εγχώρια άδεια ή υποσύνολο των ιδρυμάτων αυτών, με σκοπό να μετριασθούν οι επιπτώσεις των μεταβολών της έντασης του κινδύνου και όσον αφορά:

    i)

    το επίπεδο ιδίων κεφαλαίων που ορίζεται στο άρθρο 92

    ii)

    τις απαιτήσεις για μεγάλα χρηματοδοτικά ανοίγματα που ορίζονται στο άρθρο 392 και τα άρθρα 395 έως 403

    iii)

    τις απαιτήσεις δημοσιοποίησης που ορίζονται στα άρθρα 431 έως 455

    iv)

    το επίπεδο του αποθέματος ασφαλείας διατήρησης κεφαλαίου που προβλέπεται στο άρθρο 129 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ,

    v)

    τις απαιτήσεις ρευστότητας που καθορίζονται στο έκτο μέρος,

    vi)

    τη στάθμιση κινδύνου με στόχο τις φούσκες κερδοσκοπίας στον τομέα των ακινήτων κατοικίας και των εμπορικών ακινήτων ή

    vii)

    τα ανοίγματα εντός του χρηματοπιστωτικού τομέα,

    ε)

    επεξήγηση των λόγων για τους οποίους τα σχέδια μέτρων θεωρούνται από την αρχή που έχει οριστεί σύμφωνα με την παράγραφο 1 κατάλληλα, αποτελεσματικά και αναλογικά για την αντιμετώπιση της κατάστασης και

    στ)

    εκτίμηση του πιθανού θετικού ή αρνητικού αντικτύπου των σχεδίων μέτρων στην εσωτερική αγορά βάσει των πληροφοριών που διαθέτει το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος.

    3.   Οι αρχές που προσδιορίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 1, όταν εξουσιοδοτούνται να εφαρμόσουν εθνικά μέτρα σύμφωνα με το παρόν άρθρο, παρέχουν όλες τις σχετικές πληροφορίες στις σχετικές αρμόδιες αρχές ή εντεταλμένες αρχές σε άλλα κράτη μέλη.

    4.   Το Συμβούλιο εξουσιοδοτείται για την απόρριψη των σχεδίων εθνικών μέτρων που αναφέρονται στην παράγραφο 2 στοιχείο δ), το οποίο αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία, ύστερα από πρόταση της Επιτροπής.

    Εντός ενός μηνός από την παραλαβή της γνωστοποίησης που αναφέρεται στην παράγραφο 2, το ΕΣΣΚ και η ΕΑΤ γνωμοδοτούν, όσον αφορά τα σημεία που αναφέρονται στην εν λόγω παράγραφο, στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή και στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος.

    Λαμβάνοντας προσεκτικά υπόψη τις γνωμοδοτήσεις που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο και αν αποδεικνύεται με αδιάψευστα, ισχυρά και λεπτομερή στοιχεία ότι το μέτρο θα έχει αρνητικό αντίκτυπο στην εσωτερική αγορά, ο οποίος υπερβαίνει τα οφέλη της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας που έχουν ως αποτέλεσμα τη μείωση των αναγνωρισμένων μακροπροληπτικών ή συστημικών κινδύνων, η Επιτροπή μπορεί, εντός μηνός, να προτείνει στο Συμβούλιο εκτελεστική πράξη για την απόρριψη των σχεδίων εθνικών μέτρων.

    Ελλείψει πρότασης της Επιτροπής εντός περιόδου ενός μηνός, το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος μπορεί να εγκρίνει αμέσως τα σχέδια εθνικών μέτρων για μια περίοδο που δεν ξεπερνά τα δύο έτη ή μέχρι να εξαφανιστεί ο μακροπροληπτικός ή συστημικός κίνδυνος, αν αυτό συμβεί νωρίτερα.

    Το Συμβούλιο αποφασίζει ως προς την πρόταση της Επιτροπής εντός μηνός από την παραλαβή της πρότασης και αιτιολογεί την απόρριψη ή αποδοχή των σχεδίων εθνικών μέτρων.

    Το Συμβούλιο απορρίπτει τα σχέδια εθνικών μέτρων μόνο αν θεωρεί ότι δεν πληρείται μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

    α)

    οι μεταβολές της έντασης του μακροπροληπτικού ή συστημικού κινδύνου είναι τέτοιας φύσεως ώστε να κινδυνεύει η χρηματοπιστωτική σταθερότητα σε εθνικό επίπεδο,

    β)

    με τα άρθρα 124 και 164 του παρόντος κανονισμού και τα άρθρα 101, 103, 104, 105, 133 και 136 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί επαρκώς ο διαπιστωθείς μακροπροληπτικός ή συστημικός κίνδυνος, λαμβανομένης υπόψη της σχετικής αποτελεσματικότητας των εν λόγω μέτρων,

    γ)

    τα σχέδια εθνικών μέτρων ενδείκνυνται περισσότερο για την αντιμετώπιση του διαπιστωθέντος μακροπροληπτικού ή συστημικού κινδύνου και δεν έχουν δυσανάλογες δυσμενείς επιπτώσεις στο σύνολο ή σε τμήματα του χρηματοπιστωτικού συστήματος σε άλλα κράτη μέλη ή στην Ένωση συνολικά, σχηματίζοντας ή δημιουργώντας εμπόδιο στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς,

    δ)

    το θέμα αφορά ένα μόνο κράτος μέλος και

    ε)

    οι κίνδυνοι δεν έχουν αντιμετωπιστεί ήδη με άλλα μέτρα του παρόντος κανονισμού ή της οδηγίας 2013/36/ΕΕ.

    Η εκτίμηση του Συμβουλίου λαμβάνει υπόψη τη γνώμη του ΕΣΣΚ και της ΕΑΤ και βασίζεται στα στοιχεία που υποβάλλονται σύμφωνα με την παράγραφο 2 από την αρχή που έχει οριστεί σύμφωνα με την παράγραφο 1.

    Ελλείψει εκτελεστικής πράξης του Συμβουλίου για την απόρριψη των σχεδίων εθνικών μέτρων εντός ενός μηνός μετά την παραλαβή της πρότασης της Επιτροπής, το κράτος μέλος μπορεί να εγκρίνει τα μέτρα και να τα εφαρμόσει για μια περίοδο που δεν ξεπερνά τα δύο έτη ή μέχρι να εξαφανιστεί ο μακροπροληπτικός ή συστημικός κίνδυνος, αν αυτό συμβεί νωρίτερα.

    5.   Τα άλλα κράτη μέλη μπορούν να αναγνωρίζουν τα μέτρα που λαμβάνονται σύμφωνα με το παρόν άρθρο και να τα εφαρμόζουν στα υποκαταστήματα με εγχώρια άδεια τα οποία βρίσκονται στο κράτος μέλος στο οποίο ανατίθεται η εφαρμογή των μέτρων.

    6.   Τα κράτη μέλη, όταν αναγνωρίζουν τα μέτρα που λαμβάνονται σύμφωνα με το παρόν άρθρο, ειδοποιούν το Συμβούλιο, την Επιτροπή, την ΕΑΤ, το ΕΣΣΚ και το κράτος μέλος στο οποίο ανατίθεται η εφαρμογή των μέτρων.

    7.   Προκειμένου να αποφασίσουν κατά πόσον θα αναγνωρίσουν τα μέτρα που λαμβάνονται σύμφωνα με το παρόν άρθρο, τα κράτη μέλη λαμβάνουν υπόψη τους τα κριτήρια της παραγράφου 4.

    8.   Το κράτος μέλος στο οποίο ανατίθεται η εφαρμογή των μέτρων δύναται να ζητεί από το ΕΣΣΚ να εκδώσει σύσταση κατά την έννοια του άρθρου 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1092/2010 προς ένα ή περισσότερα κράτη μέλη τα οποία δεν αναγνωρίζουν τα μέτρα.

    9.   Πριν από τη λήξη της άδειας που έχει δοθεί σύμφωνα με την παράγραφο 4 τα κράτη μέλη, σε διαβούλευση με το ΕΣΣΚ και την ΕΑΤ, επανεξετάζουν την κατάσταση και μπορούν να εκδώσουν, σύμφωνα με τη διαδικασία που αναφέρεται στην παράγραφο 4, νέα απόφαση για την παράταση της περιόδου εφαρμογής των εθνικών μέτρων για ένα επιπλέον έτος κάθε φορά. Μετά την πρώτη παράταση η Επιτροπή, σε διαβούλευση με το ΕΣΣΚ και την ΕΑΤ, επανεξετάζει τουλάχιστον μια φορά ετησίως την κατάσταση.

    10.   Ανεξάρτητα από τη διαδικασία που ορίζεται στις παραγράφους 3 έως 9, επιτρέπεται στα κράτη μέλη να αυξάνουν τους συντελεστές στάθμισης κινδύνου πέραν των προβλεπόμενων στον παρόντα κανονισμό έως και 25 %, για τα ανοίγματα που αναφέρονται στην παράγραφο 2 στοιχείο δ) σημεία vi) και vii) του παρόντος άρθρου και να μειώνουν το όριο για τα μεγάλα χρηματοδοτικά ανοίγματα που προβλέπεται στο άρθρο 384 έως και 15 % για μια περίοδο που δεν ξεπερνά τα δύο έτη ή μέχρι να εξαφανιστεί ο μακροπροληπτικός ή συστημικός κίνδυνος, αν αυτό συμβεί νωρίτερα, υπό τον όρο ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις και τηρούνται οι απαιτήσεις γνωστοποίησης της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου.

    Άρθρο 459

    Απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας

    Η Επιτροπή δύναται να εκδίδει πράξεις κατ’ εξουσιοδότηση σύμφωνα με το άρθρο 462, προκειμένου να επιβάλλει, για περίοδο ενός έτους, αυστηρότερες απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για ανοίγματα, σε περίπτωση που αυτό είναι απαραίτητο για την αντιμετώπιση μεταβολών της έντασης των μικροπροληπτικών και μακροπροληπτικών κινδύνων που προκύπτουν από εξελίξεις της αγοράς στην Ένωση ή εκτός της Ένωσης οι οποίες επηρεάζουν όλα τα κράτη μέλη, και εφόσον τα μέσα του παρόντος κανονισμού και της οδηγίας 2013/36/ΕΕ δεν επαρκούν για την αντιμετώπιση των κινδύνων αυτών, ιδιαίτερα κατόπιν συστάσεως ή γνώμης του ΕΣΣΚ ή της ΕΑΤ, όσον αφορά:

    α)

    το επίπεδο ιδίων κεφαλαίων που ορίζεται στο άρθρο 92,

    β)

    τις απαιτήσεις για μεγάλα χρηματοδοτικά ανοίγματα που ορίζονται στο άρθρο 392 και τα άρθρα 395 έως 403,

    γ)

    τις απαιτήσεις δημοσιοποίησης που ορίζονται στα άρθρα 431 έως 455.

    Η Επιτροπή, επικουρούμενη από το ΕΣΣΚ, υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, τουλάχιστον ετησίως, έκθεση για τις εξελίξεις της αγοράς οι οποίες θα μπορούσαν να απαιτήσουν τη χρησιμοποίηση του παρόντος άρθρου.

    Άρθρο 460

    Ρευστότητα

    1.   Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξη σύμφωνα με το άρθρο 462 προκειμένου να διευκρινίσει λεπτομερώς τη γενική απαίτηση που προβλέπεται στο άρθρο 412 παράγραφος 1. Η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο βασίζεται στα στοιχεία που πρέπει να γνωστοποιηθούν σύμφωνα με το έκτο μέρος τίτλος ΙΙ και το παράρτημα ΙΙΙ προσδιορίζει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες οι αρμόδιες αρχές οφείλουν να επιβάλουν συγκεκριμένα επίπεδα εισροών και εκροών στα πιστωτικά ιδρύματα ώστε να καλύπτουν ειδικούς κινδύνους στους οποίους εκτίθενται τα ιδρύματα και σέβεται τα όρια που καθορίζονται στην παράγραφο 2.

    2.   Οι απαιτήσεις για την κάλυψη κινδύνων ρευστότητας (LCR) που αναφέρεται στο άρθρο 412 θεσπίζεται σύμφωνα με την ακόλουθη σταδιακή εφαρμογή:

    α)

    60 % της απαίτησης για την κάλυψη κινδύνου ρευστότητας το 2015,

    β)

    70 % από την 1η Ιανουαρίου 2016,

    γ)

    80 % από την 1η Ιανουαρίου 2017,

    δ)

    100 % από την 1η Ιανουαρίου 2018.

    Για τον σκοπό αυτό η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη τις εκθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 509 παράγραφοι 1, 2 και 3 και τα διεθνή πρότυπα που αναπτύσσουν διεθνή φόρουμ, καθώς και τις ιδιαιτερότητες της Ένωσης.

    Η Επιτροπή εκδίδει την κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που αναφέρεται στην παράγραφο 1 έως τις 30 Ιουνίου 2014. Η πράξη αυτή τίθεται σε ισχύ στις 31 Δεκεμβρίου 2014, αλλά δεν αρχίζει να εφαρμόζεται πριν από την 1η Ιανουαρίου 2015.

    Άρθρο 461

    Επανεξέταση της σταδιακής εφαρμογής της απαίτησης για την κάλυψη κινδύνου ρευστότητας

    1.   Αφού συμβουλευθεί το ΕΣΣΚ, η ΕΑΤ υποβάλλει έκθεση στην Επιτροπή, μέχρι τις 30 Ιουνίου 2016, σχετικά με το κατά πόσον πρέπει να τροποποιηθεί η σταδιακή εφαρμογή των απαιτήσεων για την κάλυψη κινδύνων ρευστότητας όπως προσδιορίζεται στο άρθρο 460 παράγραφος 2. Στην ανάλυση αυτή λαμβάνονται δεόντως υπόψη οι εξελίξεις στις αγορές και στο διεθνές κανονιστικό πλαίσιο, καθώς και οι ιδιαιτερότητες της Ένωσης.

    Η ΕΑΤ αξιολογεί ιδίως στην έκθεσή της την αναβολή της θέσπισης του ποσοστού 100 % ως ελάχιστου δεσμευτικού προτύπου μέχρι την 1η Ιανουαρίου 2019. Στην έκθεση λαμβάνονται υπόψη οι ετήσιες εκθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 501 παράγραφος 1, τα σχετικά δεδομένα της αγοράς και οι συστάσεις όλων των αρμόδιων αρχών.

    2.   Όταν απαιτείται για την αντιμετώπιση των εξελίξεων στις αγορές και σε άλλους τομείς, ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδώσει κατ’ εξουσιοδότηση πράξη σύμφωνα με το άρθρο 462 για την τροποποίηση της σταδιακής εφαρμογής που προσδιορίζεται στο άρθρο 460 και την αναβολή μέχρι το 2019 της θέσπισης του ποσοστού 100 % ως ελάχιστου δεσμευτικού προτύπου για την απαίτηση κάλυψης της ρευστότητας που καθορίζεται στο άρθρο 412 παράγραφος 1, και να εφαρμόσει το 2018 ποσοστό 90 % ως ελάχιστο δεσμευτικό πρότυπο αναφορικά με τις απαιτήσεις για την κάλυψη κινδύνων ρευστότητας.

    Για την αξιολόγηση της ανάγκης αναβολής η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη την έκθεση και την αξιολόγηση που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

    Η κατ' εξουσιοδότηση πράξη η οποία εκδίδεται σύμφωνα με το παρόν άρθρο δεν θα εφαρμοστεί πριν από την 1η Ιανουαρίου 2018 και θα τεθεί σε ισχύ έως τις 30 Ιουνίου 2017.

    Άρθρο 462

    Άσκηση της εξουσιοδότησης

    1.   Η εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή υπό τους όρους του παρόντος άρθρου.

    2.   Η εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που αναφέρεται στα άρθρα 456 έως 460 παρέχεται για αόριστο χρονικό διάστημα από 31η Δεκεμβρίου 2014.

    3.   Η προβλεπόμενη στα άρθρα 456 έως 460 εξουσιοδότηση δύναται να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που καθορίζεται στην απόφαση αυτή. Παράγει αποτελέσματα την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που καθορίζεται σε αυτήν. Δεν θίγει το κύρος των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που ισχύουν ήδη.

    4.   Μόλις η Επιτροπή εκδώσει κατ’ εξουσιοδότηση πράξη την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

    5.   Μια κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδόθηκε σύμφωνα με τα άρθρα 456 έως 460 τίθεται σε ισχύ μόνο εάν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο δεν εκφράσει αντιρρήσεις εντός τριών μηνών από την προς αυτό κοινοποίηση της εν λόγω πράξης, ή εάν, πριν από την εκπνοή αυτής της περιόδου, τόσο το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο όσο και το Συμβούλιο έχουν ενημερώσει την Επιτροπή ότι δεν θα εκφράσουν αντιρρήσεις. Με πρωτοβουλία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου, η εν λόγω προθεσμία παρατείνεται κατά τρεις μήνες.

    Άρθρο 463

    Αντιρρήσεις ως προς τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα

    Εφόσον η Επιτροπή εγκρίνει, δυνάμει του παρόντος κανονισμού, ρυθμιστικό τεχνικό πρότυπο ίδιο με το σχέδιο ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου που υπέβαλε η ΕΑΤ, η προθεσμία εντός της οποίας το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο μπορούν να εκφράσουν αντιρρήσεις είναι ένας μήνας από την ημερομηνία κοινοποίησης. Με πρωτοβουλία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου, η εν λόγω προθεσμία παρατείνεται κατά ένα μήνα. Κατά παρέκκλιση από το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 13 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αρ.1093/2010, η προθεσμία εντός της οποίας το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο μπορούν να εκφράσουν αντιρρήσεις για το εν λόγω ρυθμιστικό τεχνικό πρότυπο μπορεί, κατά περίπτωση, να παραταθεί κατά έναν επιπλέον μήνα.

    Άρθρο 464

    Ευρωπαϊκή Επιτροπή Τραπεζών

    1.   Η Επιτροπή επικουρείται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Τραπεζών που συστάθηκε με την απόφαση 2004/10/ΕΚ της Επιτροπής (32). Η εν λόγω επιτροπή αποτελεί επιτροπή κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

    2.   Οσάκις γίνεται αναφορά στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

    ΔΕΚΑΤΟ ΜΕΡΟΣ

    ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ, ΕΚΘΕΣΕΙΣ, ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ

    ΤΙΤΛΟΣ Ι

    ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

    Απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων, μη πραγματοποιηθέντα κέρδη και ζημίες από αποτίμηση στην εύλογη αξία τους και αφαιρέσεις

    Τμήμα 1

    Απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων

    Άρθρο 465

    Απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων

    1.   Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 92 παράγραφος 1 στοιχεία α) και β), κατά την περίοδο από 1η Ιανουαρίου 2014 έως την 31η Δεκεμβρίου 2014 ισχύουν οι ακόλουθες απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων:

    α)

    δείκτης κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 κυμαινόμενος μεταξύ 4 % και 4,5 %,

    β)

    δείκτης κεφαλαίου της κατηγορίας 1 κυμαινόμενος μεταξύ 5,5 % και 6 %.

    2.   Οι αρμόδιες αρχές ορίζουν και δημοσιεύουν τα επίπεδα του δείκτη κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 και του δείκτη κεφαλαίου της κατηγορίας 1 εντός των ορίων που προβλέπονται στην παράγραφο 1 τα οποία πληρούν ή υπερβαίνουν τα ιδρύματα.

    Άρθρο 466

    Εφαρμογή Διεθνών Προτύπων Χρηματοοικονομικής Αναφοράς για πρώτη φορά

    Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 24 παράγραφος 2, οι αρμόδιες αρχές παρέχουν περιθώριο 24 μηνών στα ιδρύματα που υποχρεούνται να πραγματοποιήσουν για πρώτη φορά την αποτίμηση των στοιχείων ενεργητικού και των στοιχείων εκτός ισολογισμού και τον προσδιορισμό των ιδίων κεφαλαίων βάσει των διεθνών λογιστικών προτύπων σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1606/2002 για την εφαρμογή των απαραίτητων εσωτερικών διαδικασιών και τεχνικών απαιτήσεων.

    Τμήμα 2

    Μη πραγματοποιηθέντα κέρδη και ζημίες από αποτίμηση στην εύλογη αξία

    Άρθρο 467

    Μη πραγματοποιηθείσες ζημίες από αποτίμηση στην εύλογη αξία

    1.   Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 35, κατά την περίοδο από 1η Ιανουαρίου 2014 έως την 31η Δεκεμβρίου 2017, τα ιδρύματα περιλαμβάνουν στον υπολογισμό των στοιχείων κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 μόνο το εφαρμοστέο ποσοστό των μη πραγματοποιηθεισών ζημιών που αφορούν στοιχεία του ενεργητικού ή του παθητικού τα οποία έχουν αποτιμηθεί στην εύλογη αξία τους και αναφέρονται στον ισολογισμό, εξαιρουμένων όσων αναφέρονται στο άρθρο 33 και κάθε άλλης μη πραγματοποιηθείσας ζημίας που αναφέρεται ως μέρος του λογαριασμού εσόδων-εξόδων.

    2.   Το εφαρμοστέο ποσοστό για τους σκοπούς της παραγράφου 1 εμπίπτει στα κατωτέρω όρια:

    α)

    20 % έως 100 % από 1η Ιανουαρίου 2014 έως την 31η Δεκεμβρίου 2014,

    β)

    40 % έως 100 % από την 1η Ιανουαρίου 2015 έως την 31η Δεκεμβρίου 2015,

    γ)

    60 % έως 100 % από την 1η Ιανουαρίου 2016 έως την 31η Δεκεμβρίου 2016 και

    δ)

    80 % έως 100 % από την 1η Ιανουαρίου 2017 έως την 31η Δεκεμβρίου 2017.

    Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, οι αρμόδιες αρχές μπορούν, σε περιπτώσεις όπου η αντιμετώπιση εφαρμόστηκε πριν από1η Ιανουαρίου 2014, να επιτρέπουν στα ιδρύματα να μην περιλαμβάνουν σε κανένα από τα στοιχεία ιδίων κεφαλαίων μη πραγματοποιηθέντα κέρδη ή ζημιές για ανοίγματα έναντι κεντρικών κυβερνήσεων που είναι ταξινομημένα στην κατηγορία «Διαθέσιμα προς πώληση» του εγκριθέντος από την ΕΕ ΔΛΠ 39.

    Η αντιμετώπιση που καθορίζεται στο δεύτερο εδάφιο εφαρμόζεται έως ότου η Επιτροπή εκδώσει κανονισμό βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1606/2002 για την έγκριση του Διεθνούς Προτύπου Χρηματοοικονομικής Αναφοράς που θα αντικαταστήσει το ΔΛΠ 39.

    3.   Οι αρμόδιες αρχές ορίζουν και δημοσιεύουν το εφαρμοστέο ποσοστό εντός των ορίων που προβλέπονται στην παράγραφο 2 στοιχεία α) έως δ).

    Άρθρο 468

    Μη πραγματοποιηθέντα κέρδη από αποτίμηση στην εύλογη αξία

    1.   Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 35, κατά την περίοδο από 1η Ιανουαρίου 2014 έως την 31η Δεκεμβρίου 2017, τα ιδρύματα αφαιρούν από τα στοιχεία κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 το εφαρμοστέο ποσοστό των μη πραγματοποιηθέντων κερδών που αφορούν στοιχεία του ενεργητικού ή του παθητικού τα οποία έχουν αποτιμηθεί στην εύλογη αξία τους και αναφέρονται στον ισολογισμό, εξαιρουμένων όσων αναφέρονται στο άρθρο 33 και όλων των λοιπών μη πραγματοποιηθέντων κερδών, εκτός από εκείνα που αφορούν επενδύσεις σε ακίνητα που αναφέρονται ως μέρος του λογαριασμού εσόδων-εξόδων. Το εναπομένον ποσό δεν αφαιρείται από τα στοιχεία κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1.

    2.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, το εφαρμοστέο ποσοστό θα είναι 100 % κατά την περίοδο από 1η Ιανουαρίου 2014 έως την 31η Δεκεμβρίου 2014, μετά δε το πέρας αυτής της περιόδου εμπίπτει στα κατωτέρω όρια:

    α)

    60 % έως 100 % από την 1η Ιανουαρίου 2015 έως την 31η Δεκεμβρίου 2015,

    β)

    40 % έως 100 % από την 1η Ιανουαρίου 2016 έως την 31η Δεκεμβρίου 2016,

    γ)

    20 % έως 100 % από την 1η Ιανουαρίου 2017 έως την 31η Δεκεμβρίου 2017.

    Από την 1η Ιανουαρίου 2015, σε περίπτωση που δυνάμει του άρθρου 467 αρμόδια αρχή απαιτεί από τα ιδρύματα να συμπεριλαμβάνουν στον υπολογισμό του κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 το 100 % των μη πραγματοποιηθεισών ζημιών τους από αποτίμηση στην εύλογη αξία, η εν λόγω αρμόδια αρχή μπορεί επίσης να επιτρέπει στα ιδρύματα να συμπεριλαμβάνουν στον υπολογισμό αυτόν το 100 % των μη πραγματοποιηθέντων κερδών αποτιμημένων στην εύλογη αξία τους.

    Από την 1η Ιανουαρίου 2015, σε περίπτωση που δυνάμει του άρθρου 467 αρμόδια αρχή απαιτεί από τα ιδρύματα να συμπεριλαμβάνουν στον υπολογισμό του κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 ποσοστό για τα μη πραγματοποιηθέντα κέρδη από αποτίμηση στην εύλογη αξία, η εν λόγω αρμόδια αρχή δεν δύναται να ορίζει εφαρμοστέο ποσοστό για τα μη πραγματοποιηθέντα κέρδη σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου που να υπερβαίνει το εφαρμοστέο ποσοστό για τις μη πραγματοποιηθείσες ζημίες που ορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 467.

    3.   Οι αρμόδιες αρχές ορίζουν και δημοσιεύουν το εφαρμοστέο ποσοστό των μη πραγματοποιηθέντων κερδών εντός των ορίων που προβλέπονται στην παράγραφο 2 στοιχεία α) έως γ) το οποίο δεν αφαιρείται από το κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1.

    4.   Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 33 παράγραφος 1 στοιχείο γ), κατά την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 2013 έως την 31η Δεκεμβρίου 2017, τα ιδρύματα περιλαμβάνουν στα ίδια κεφάλαιά τους το εφαρμοστέο ποσοστό, ως ορίζεται στο άρθρο 478, των από αποτίμηση στην εύλογη αξία κερδών και ζημιών από υποχρεώσεις σε παράγωγα που προκύπτουν από τον δικό τους πιστωτικό κίνδυνο.

    Τμήμα 3

    Αφαιρέσεις

    Ενότητα 1

    Αφαιρέσεις από τα στοιχεία κεφαλαίου κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1

    Άρθρο 469

    Αφαιρέσεις από τα στοιχεία κεφαλαίου κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1

    1.   Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 36 παράγραφος 1, κατά την περίοδο από 1η Ιανουαρίου 2014 έως την 31η Δεκεμβρίου 2017, εφαρμόζονται οι κατωτέρω διατάξεις:

    α)

    τα ιδρύματα αφαιρούν από τα στοιχεία κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 το προβλεπόμενο στο άρθρο 478 εφαρμοστέο ποσοστό των ποσών που αφαιρούνται δυνάμει των στοιχείων α) έως η) του άρθρου 36 παράγραφος 1, εξαιρουμένων των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων που βασίζονται σε μελλοντική κερδοφορία και προκύπτουν από προσωρινές διαφορές,

    β)

    τα ιδρύματα εφαρμόζουν τις σχετικές διατάξεις που προβλέπονται στο άρθρο 472 στα εναπομένοντα ποσά των στοιχείων που αφαιρούνται δυνάμει του άρθρου 36 παράγραφος 1 στοιχεία α) έως η), εξαιρουμένων των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων που βασίζονται σε μελλοντική κερδοφορία και προκύπτουν από προσωρινές διαφορές,

    γ)

    τα ιδρύματα αφαιρούν από τα στοιχεία κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 το προβλεπόμενο στο άρθρο 478 εφαρμοστέο ποσοστό του συνολικού ποσού που αφαιρείται δυνάμει του άρθρου 36 παράγραφος 1 στοιχεία γ) και θ) μετά την εφαρμογή του άρθρου 470,

    δ)

    τα ιδρύματα εφαρμόζουν τις απαιτήσεις που προβλέπονται στο άρθρο 472 παράγραφος 5 ή 11, ανάλογα με την περίπτωση, στο συνολικό εναπομένον ποσό των στοιχείων που αφαιρούνται δυνάμει του άρθρου 36 παράγραφος 1 στοιχεία γ) και θ), μετά την εφαρμογή του άρθρου 470.

    2.   Τα ιδρύματα προσδιορίζουν το τμήμα του συνολικού εναπομένοντος ποσού που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο δ), το οποίο υπάγεται στο άρθρο 472 παράγραφος 5, διαιρώντας το ποσό που αναφέρεται στο στοιχείο α) της παρούσας παραγράφου με το ποσό του στοιχείου β) της παρούσας παραγράφου:

    α)

    το ποσό των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων που εξαρτώνται από τη μελλοντική κερδοφορία και προκύπτουν από προσωρινές διαφορές που αναφέρονται στο άρθρο 470 παράγραφος 2 στοιχείο α),

    β)

    το άθροισμα των ποσών που αναφέρονται στο άρθρο 470 παράγραφος 2 στοιχεία α) και β).

    3.   Τα ιδρύματα προσδιορίζουν το τμήμα του συνολικού εναπομένοντος ποσού που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο δ), το οποίο υπάγεται στο άρθρο 472 παράγραφος 11, διαιρώντας το ποσό που αναφέρεται στο στοιχείο α) της παρούσας παραγράφου με το ποσό του στοιχείου β) της παρούσας παραγράφου:

    α)

    το ποσό των άμεσων και έμμεσων συμμετοχών σε μέσα κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 που αναφέρονται στο άρθρο 470 παράγραφος 2 στοιχείο β),

    β)

    το άθροισμα των ποσών που αναφέρονται στο άρθρο 470 παράγραφος 2 στοιχεία α) και β).

    Άρθρο 470

    Εξαίρεση από την αφαίρεση από στοιχεία κεφαλαίου κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1

    1.   Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, τα σχετικά στοιχεία κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 αποτελούν τα στοιχεία κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 του ιδρύματος υπολογιζόμενα μετά την εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 32 έως 35 και των αφαιρέσεων δυνάμει του άρθρου 36 παράγραφος 1 στοιχεία α) έως η), του άρθρου 36 παράγραφος 1 στοιχείο ια) σημεία ii) έως v) και του άρθρου 36 παράγραφος 1 στοιχείο ιβ), εξαιρουμένων των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων που βασίζονται σε μελλοντική κερδοφορία και προκύπτουν από προσωρινές διαφορές.

    2.   Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 48 παράγραφος 1, κατά την περίοδο από 1η Ιανουαρίου 2014 έως την 31η Δεκεμβρίου 2017, τα ιδρύματα δεν αφαιρούν τα στοιχεία που αναφέρονται στα στοιχεία α) και β) της παρούσας παραγράφου τα οποία συνολικά είναι ίσα με ή μικρότερα από το 15 % των σχετικών στοιχείων κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 του ιδρύματος:

    α)

    οι αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις που εξαρτώνται από τη μελλοντική κερδοφορία και προκύπτουν από προσωρινές διαφορές και συνολικά είναι ίσες με ή μικρότερες από το 10 % των σχετικών στοιχείων κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1,

    β)

    σε περίπτωση που ένα ίδρυμα έχει σημαντική επένδυση σε οντότητα του χρηματοπιστωτικού τομέα, οι άμεσες, έμμεσες και σύνθετες τοποθετήσεις του ιδρύματος σε μέσα κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 της εν λόγω οντότητας που συνολικά είναι ίσες με ή μικρότερες από το 10 % των σχετικών στοιχείων κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1.

    3.   Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 48 παράγραφος 4, τα στοιχεία που εξαιρούνται από τη δυνάμει της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου αφαίρεση λαμβάνουν συντελεστή στάθμισης κινδύνου 250 %. Τα στοιχεία που αναφέρονται στην παράγραφο 2 στοιχείο β) του παρόντος άρθρου υπόκεινται στις απαιτήσεις του τρίτου μέρους τίτλος IV, ανάλογα με την περίπτωση.

    Άρθρο 471

    Εξαίρεση από την αφαίρεση τοποθετήσεων σε ασφαλιστικές εταιρείες από τα στοιχεία κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1

    1.   Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 49 παράγραφος 1, κατά την περίοδο από 1η Ιανουαρίου 2014 έως την 31η Δεκεμβρίου 2022, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν στα ιδρύματα να μην αφαιρούν κεφαλαιακές τοποθετήσεις σε ασφαλιστικές επιχειρήσεις, αντασφαλιστικές επιχειρήσεις και ασφαλιστικές εταιρείες χαρτοφυλακίου, εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

    α)

    οι προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 49 παράγραφος 1 στοιχεία α), γ) και ε),

    β)

    οι αρμόδιες αρχές κρίνουν ικανοποιητικό το επίπεδο των διαδικασιών ελέγχου κινδύνου και χρηματοοικονομικής ανάλυσης που έχει υιοθετήσει το ίδρυμα ειδικά για την εποπτεία των επενδύσεων στην επιχείρηση ή την εταιρεία συμμετοχών,

    γ)

    οι τοποθετήσεις του ιδρύματος στην ασφαλιστική επιχείρηση, την αντασφαλιστική επιχείρηση ή την ασφαλιστική εταιρεία συμμετοχών δεν υπερβαίνουν το 15 % των μέσων κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 που εκδίδονται από την εν λόγω ασφαλιστική οντότητα κατά την 31η Δεκεμβρίου 2012 και την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 2013 έως την 31η Δεκεμβρίου 2022,

    δ)

    το ποσό της κεφαλαιακής συμμετοχής που δεν αφαιρείται δεν υπερβαίνει το ποσό που τηρείται σε μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 στην ασφαλιστική επιχείρηση, την αντασφαλιστική επιχείρηση ή την ασφαλιστική εταιρεία συμμετοχών κατά την 31 Δεκεμβρίου 2012.

    2.   Οι κεφαλαιακές τοποθετήσεις που δεν αφαιρούνται δυνάμει της παραγράφου 1 θεωρούνται ανοίγματα και λαμβάνουν συντελεστή στάθμισης κινδύνου 370 %.

    Άρθρο 472

    Στοιχεία που δεν αφαιρούνται από το κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1

    1.   Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 33 παράγραφος 1 στοιχείο γ) και το άρθρο 36 παράγραφος 1 στοιχεία α) έως θ), κατά την περίοδο από 1η Ιανουαρίου 2014 έως την 31η Δεκεμβρίου 2017, τα ιδρύματα εφαρμόζουν το παρόν άρθρο στα εναπομένοντα ποσά των στοιχείων που αναφέρονται στο άρθρο 468 παράγραφος 4 και στο άρθρο 469 παράγραφος 1 στοιχεία β) και δ), κατά περίπτωση.

    2.   Το εναπομένον ποσό των προσαρμογών αποτίμησης υποχρεώσεων σε παράγωγα που προκύπτουν από τον ίδιο πιστωτικό κίνδυνο ιδρύματος δεν αφαιρείται.

    3.   Τα ιδρύματα εφαρμόζουν τις κατωτέρω διατάξεις στο εναπομένον ποσό των ζημιών του τρέχοντος οικονομικού έτους που αναφέρεται στο άρθρο 36 παράγραφος 1 στοιχείο α):

    α)

    οι σημαντικές ζημίες αφαιρούνται από τα στοιχεία της κατηγορίας 1,

    β)

    οι μη σημαντικές ζημίες δεν αφαιρούνται.

    4.   Τα ιδρύματα αφαιρούν το εναπομένον ποσό των άυλων στοιχείων ενεργητικού που αναφέρονται στο άρθρο 36 παράγραφος 1 στοιχείο β) από τα στοιχεία της κατηγορίας 1.

    5.   Το εναπομένον ποσό των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων που αναφέρονται στο άρθρο 36 παράγραφος 1 στοιχείο γ) δεν αφαιρείται και υπόκειται σε συντελεστή στάθμισης κινδύνου 0 %.

    6.   Το εναπομένον ποσό των στοιχείων που αναφέρονται στο άρθρο 36 παράγραφος 1 στοιχείο δ) αφαιρείται κατά το ήμισυ από τα στοιχεία της κατηγορίας 1 και κατά το ήμισυ από τα στοιχεία της κατηγορίας 2.

    7.   Το εναπομένον ποσό των στοιχείων ενεργητικού ενός συνταξιοδοτικού ταμείου προκαθορισμένων παροχών που αναφέρεται στο άρθρο 36 παράγραφος 1 στοιχείο ε) δεν αφαιρείται από κανένα στοιχείο ιδίων κεφαλαίων και περιλαμβάνεται στα στοιχεία κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 στον βαθμό που το εν λόγω ποσό θα αναγνωριζόταν ως αρχικά ίδια κεφάλαια σύμφωνα με τα μέτρα μεταφοράς στην εθνική νομοθεσία για το άρθρο 57 στοιχεία α) έως γα) της οδηγίας 2006/48/ΕΚ.

    8.   Τα ιδρύματα εφαρμόζουν τις κατωτέρω διατάξεις στο εναπομένον ποσό των τοποθετήσεων σε ίδια μέσα κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 που αναφέρονται άρθρο 36 παράγραφος 1 στοιχείο στ):

    α)

    το ποσό των άμεσων τοποθετήσεων αφαιρείται από τα στοιχεία της κατηγορίας 1,

    β)

    το ποσό των έμμεσων και σύνθετων τοποθετήσεων, συμπεριλαμβανομένων ιδίων μέσων κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 που το ίδρυμα θα μπορούσε να υποχρεούται να αγοράσει δυνάμει ισχύουσας ή ενδεχόμενης συμβατικής υποχρέωσης, δεν αφαιρείται και υπόκειται σε συντελεστή στάθμισης κινδύνου σύμφωνα με το τρίτο μέρος τίτλος ΙΙ κεφάλαιο 2 ή 3 και στις απαιτήσεις που προβλέπονται στο τρίτο μέρος τίτλος IV, κατά περίπτωση.

    9.   Τα ιδρύματα εφαρμόζουν τις κατωτέρω διατάξεις στο εναπομένον ποσό των τοποθετήσεων σε μέσα κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 μιας οντότητας του χρηματοπιστωτικού τομέα εάν το ίδρυμα έχει αμοιβαία συμμετοχή στην εν λόγω οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 36 παράγραφος 1 στοιχείο ζ):

    α)

    εάν ένα ίδρυμα δεν έχει σημαντική επένδυση σε αυτή την οντότητα του χρηματοπιστωτικού τομέα, το ποσό της τοποθέτησης του στα μέσα κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 της εν λόγω οντότητας θεωρείται ότι εμπίπτει στο άρθρο 36 παράγραφος 1 στοιχείο η),

    β)

    εάν ένα ίδρυμα έχει σημαντική επένδυση σε αυτή την οντότητα του χρηματοπιστωτικού τομέα, το ποσό της τοποθέτησής του στα μέσα κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 της εν λόγω οντότητας θεωρείται ότι εμπίπτει στο άρθρο 36 παράγραφος 1 στοιχείο θ).

    10.   Τα ιδρύματα εφαρμόζουν τις κατωτέρω διατάξεις στα εναπομένοντα ποσά των στοιχείων που αναφέρονται στο άρθρο 36 παράγραφος 1 στοιχείο η):

    α)

    τα ποσά που πρέπει να αφαιρεθούν και σχετίζονται με άμεσες τοποθετήσεις αφαιρούνται κατά το ήμισυ από τα στοιχεία της κατηγορίας 1 και κατά το ήμισυ από τα στοιχεία της κατηγορίας 2,

    β)

    τα ποσά που σχετίζονται με έμμεσες και σύνθετες τοποθετήσεις δεν αφαιρούνται και υπόκεινται σε συντελεστές στάθμισης κινδύνου σύμφωνα με το τρίτο μέρος τίτλος ΙΙ κεφάλαιο 2 ή 3 και στις απαιτήσεις που προβλέπονται στο τρίτο μέρος τίτλος IV, κατά περίπτωση.

    11.   Τα ιδρύματα εφαρμόζουν τις κατωτέρω διατάξεις στα εναπομένοντα ποσά των στοιχείων που αναφέρονται στο άρθρο 36 παράγραφος 1 στοιχείο θ):

    α)

    τα ποσά που πρέπει να αφαιρεθούν και σχετίζονται με άμεσες τοποθετήσεις αφαιρούνται κατά το ήμισυ από τα στοιχεία της κατηγορίας 1 και κατά το ήμισυ από τα στοιχεία της κατηγορίας 2,

    β)

    τα ποσά που σχετίζονται με έμμεσες και σύνθετες τοποθετήσεις δεν αφαιρούνται και υπόκεινται σε συντελεστές στάθμισης κινδύνου σύμφωνα με το τρίτο μέρος τίτλος ΙΙ κεφάλαιο 2 ή 3 και στις απαιτήσεις που προβλέπονται στο τρίτο μέρος τίτλος IV, κατά περίπτωση.

    Άρθρο 473

    Εισαγωγή τροποποιήσεων του ΔΛΠ 19

    1.   Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 481, κατά την περίοδο από 1η Ιανουαρίου 2014 έως την 31η Δεκεμβρίου 2018, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν στα ιδρύματα που καταρτίζουν τους λογαριασμούς τους σύμφωνα με τα διεθνή λογστικά πρότυπα που εγκρίνονται σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 6 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1606/2002 να προσθέτουν στο οικείο κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 το εφαρμοστέο ποσό σύμφωνα με την παράγραφο 2 ή 3 του παρόντος άρθρου, κατά περίπτωση, πολλαπλασιασμένο επί τον συντελεστή που εφαρμόζεται σύμφωνα με την παράγραφο 4.

    2.   Το εφαρμοστέο ποσό υπολογίζεται με την αφαίρεση του ποσού που προκύπτει σύμφωνα με το στοιχείο α) από το ποσό που προκύπτει σύμφωνα με το σημείο β):

    α)

    τα ιδρύματα προσδιορίζουν τις αξίες των στοιχείων ενεργητικού των συνταξιοδοτικών ταμείων ή προγραμμάτων προκαθορισμένων παροχών, κατά περίπτωση, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1126/2008 (33) όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1205/2011 (34). Τα ιδρύματα αφαιρούν εν συνέχεια από τις αξίες των εν λόγω στοιχείων ενεργητικού τις αξίες των υποχρεώσεών τους στο πλαίσιο των ίδιων αυτών ταμείων ή προγραμμάτων, όπως προσδιορίζονται σύμφωνα με τους ίδιους λογιστικούς κανόνες,

    β)

    τα ιδρύματα προσδιορίζουν τις αξίες των στοιχείων ενεργητικού των συνταξιοδοτικών ταμείων ή προγραμμάτων προκαθορισμένων παροχών, κατά περίπτωση, σύμφωνα με τους κανόνες που ορίζονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1126/2008. Τα ιδρύματα αφαιρούν εν συνέχεια από τις αξίες των εν λόγω στοιχείων ενεργητικού τις αξίες των υποχρεώσεών τους στο πλαίσιο των ίδιων αυτών ταμείων ή προγραμμάτων, όπως προσδιορίζονται σύμφωνα με τους ίδιους λογιστικούς κανόνες.

    3.   Το ποσό που καθορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 2 περιορίζεται στο ποσό το οποίο δεν έπρεπε να αφαιρείται από τα ίδια κεφάλαια, πριν από 1η Ιανουαρίου 2014, σύμφωνα με τα εθνικά μέτρα μεταφοράς της οδηγίας 2006/48/ΕΚ, στο βαθμό που αυτά τα εθνικά μέτρα μεταφοράς θα μπορούσαν να υπαχθούν στη μεταχείριση που καθορίζεται στο άρθρο 481 του παρόντος κανονισμού στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος.

    4.   Εφαρμόζονται οι ακόλουθοι συντελεστές:

    α)

    1 από 1η Ιανουαρίου 2014 έως την 31η Δεκεμβρίου 2014,

    β)

    0,8 από την 1η Ιανουαρίου 2015 έως την 31η Δεκεμβρίου 2015,

    γ)

    0,6 από την 1η Ιανουαρίου 2016 έως την 31η Δεκεμβρίου 2016,

    δ)

    0,4 από την 1η Ιανουαρίου 2017 έως την 31η Δεκεμβρίου 2017,

    ε)

    0,2 από την 1η Ιανουαρίου 2018 έως την 31η Δεκεμβρίου 2018.

    5.   Τα ιδρύματα κοινοποιούν τις αξίες των στοιχείων του ενεργητικού και του παθητικού σύμφωνα με την παράγραφο 2 στις οικονομικές καταστάσεις που δημοσιεύουν.

    Ενότητα 2

    Αφαιρέσεις από πρόσθετα στοιχεία της κατηγορίας 1

    Άρθρο 474

    Αφαιρέσεις από τα πρόσθετα στοιχεία της Κατηγορίας 1

    Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 56, κατά την περίοδο από 1η Ιανουαρίου 2014 έως την 31η Δεκεμβρίου 2017, εφαρμόζονται οι κατωτέρω διατάξεις:

    α)

    τα ιδρύματα αφαιρούν από τα πρόσθετα στοιχεία της κατηγορίας 1 το προβλεπόμενο στο άρθρο 478 εφαρμοστέο ποσοστό των ποσών που αφαιρούνται δυνάμει του άρθρου 56,

    β)

    τα ιδρύματα εφαρμόζουν τις απαιτήσεις του άρθρου 475 στα εναπομένοντα ποσά των στοιχείων που πρέπει να αφαιρούνται δυνάμει του άρθρου 56.

    Άρθρο 475

    Στοιχεία που δεν αφαιρούνται από τα πρόσθετα στοιχεία της Κατηγορίας 1

    1.   Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 56, κατά την περίοδο από 1η Ιανουαρίου 2014 έως την 31η Δεκεμβρίου 2017, στα εναπομένοντα ποσά που αναφέρονται στο άρθρο 474 στοιχείο β) εφαρμόζονται οι απαιτήσεις του παρόντος άρθρου.

    2.   Τα ιδρύματα εφαρμόζουν τις κατωτέρω διατάξεις στα εναπομένοντα ποσά των στοιχείων που αναφέρονται στο άρθρο 56 στοιχείο α):

    α)

    οι άμεσες τοποθετήσεις σε ίδια πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 αφαιρούνται στη λογιστική αξία τους από τα στοιχεία της κατηγορίας 1,

    β)

    οι έμμεσες και σύνθετες τοποθετήσεις σε ίδια πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1, συμπεριλαμβανομένων ιδίων πρόσθετων μέσων της κατηγορίας 1 που το ίδρυμα θα μπορούσε να υποχρεούται να αγοράσει δυνάμει ισχύουσας ή ενδεχόμενης συμβατικής υποχρέωσης δεν αφαιρούνται και υπόκεινται σε συντελεστή στάθμισης κινδύνου σύμφωνα με το τρίτο μέρος τίτλος ΙΙ κεφάλαιο 2 ή 3 και στις απαιτήσεις που προβλέπονται στο τρίτο μέρος τίτλος IV, κατά περίπτωση.

    3.   Τα ιδρύματα εφαρμόζουν τις κατωτέρω διατάξεις στα εναπομένοντα ποσά των στοιχείων που αναφέρονται στο άρθρο 56 στοιχείο β):

    α)

    εάν ένα ίδρυμα δεν έχει σημαντική επένδυση σε οντότητα του χρηματοπιστωτικού τομέα στην οποία έχει αμοιβαία συμμετοχή, το ποσό της άμεσης, έμμεσης και σύνθετης συμμετοχής του στα ανωτέρω πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 της εν λόγω οντότητας θεωρείται ότι εμπίπτει στο άρθρο 56 στοιχείο γ),

    β)

    εάν ένα ίδρυμα έχει σημαντική επένδυση σε οντότητα του χρηματοπιστωτικού τομέα στην οποία έχει αμοιβαία συμμετοχή, το ποσό της άμεσης, έμμεσης και σύνθετης συμμετοχής του στα ανωτέρω πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 της εν λόγω οντότητας θεωρείται ότι εμπίπτει στο άρθρο 56 στοιχείο δ).

    4.   Τα ιδρύματα εφαρμόζουν τις κατωτέρω διατάξεις στα εναπομένοντα ποσά των στοιχείων που αναφέρονται στο άρθρο 56 στοιχεία γ) και δ):

    α)

    το ποσό που σχετίζεται με τις άμεσες τοποθετήσεις οι οποίες πρέπει να αφαιρεθούν δυνάμει του άρθρου 56 στοιχεία γ) και δ) αφαιρείται κατά το ήμισυ από τα στοιχεία της κατηγορίας 1 και κατά το ήμισυ από τα στοιχεία της κατηγορίας 2,

    β)

    το ποσό που σχετίζεται με τις έμμεσες και τις σύνθετες τοποθετήσεις που πρέπει να αφαιρεθούν δυνάμει του άρθρου 56 στοιχεία γ) και δ) δεν αφαιρείται και υπόκειται σε συντελεστή στάθμισης κινδύνου σύμφωνα με το τρίτο μέρος τίτλος ΙΙ κεφάλαιο 2 ή 3 και στις απαιτήσεις του τρίτου μέρους τίτλος IV, κατά περίπτωση.

    Ενότητα 3

    Αφαιρέσεις από στοιχεία της Κατηγορίας 2

    Άρθρο 476

    Αφαιρέσεις από στοιχεία της Κατηγορίας 2

    Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 66, κατά την περίοδο από 1η Ιανουαρίου 2014 έως την 31η Δεκεμβρίου 2017, εφαρμόζονται οι κατωτέρω διατάξεις:

    α)

    τα ιδρύματα αφαιρούν από τα στοιχεία της κατηγορίας 2 το οριζόμενο στο άρθρο 478 εφαρμοστέο ποσοστό των ποσών που αφαιρούνται δυνάμει του άρθρου 66,

    β)

    τα ιδρύματα εφαρμόζουν τις απαιτήσεις του άρθρου 477 στα εναπομένοντα ποσά που πρέπει να αφαιρούνται δυνάμει του άρθρου 66.

    Άρθρο 477

    Αφαιρέσεις από στοιχεία της Κατηγορίας 2

    1.   Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 66, κατά την περίοδο από 1η Ιανουαρίου 2014 έως την 31η Δεκεμβρίου 2017, στα εναπομένοντα ποσά που αναφέρονται στο άρθρο 476 στοιχείο β) εφαρμόζονται οι απαιτήσεις του παρόντος άρθρου.

    2.   Τα ιδρύματα εφαρμόζουν τις κατωτέρω διατάξεις στα εναπομένοντα ποσά των στοιχείων που αναφέρονται στο άρθρο 66στοιχείο α):

    α)

    οι άμεσες τοποθετήσεις σε ίδια μέσα της κατηγορίας 2 αφαιρούνται στη λογιστική αξία τους από τα στοιχεία της κατηγορίας 2,

    β)

    οι έμμεσες και σύνθετες τοποθετήσεις σε ίδια μέσα της κατηγορίας 2, συμπεριλαμβανομένων ιδίων μέσων της κατηγορίας 2 που το ίδρυμα θα μπορούσε να υποχρεούται να αγοράσει δυνάμει ισχύουσας ή ενδεχόμενης συμβατικής υποχρέωσης δεν αφαιρούνται και υπόκεινται σε συντελεστή στάθμισης κινδύνου σύμφωνα με το τρίτο μέρος τίτλος ΙΙ κεφάλαιο 2 ή 3 και στις απαιτήσεις που προβλέπονται στο τρίτο μέρος τίτλος IV, κατά περίπτωση.

    3.   Τα ιδρύματα εφαρμόζουν τις κατωτέρω διατάξεις στα εναπομένοντα ποσά των στοιχείων που αναφέρονται στο άρθρο 66στοιχείο β):

    α)

    εάν ένα ίδρυμα δεν έχει σημαντική επένδυση σε οντότητα του χρηματοπιστωτικού τομέα στην οποία έχει αμοιβαία συμμετοχή, το ποσό της άμεσης, έμμεσης και σύνθετης συμμετοχής του στα μέσα της κατηγορίας 2 της εν λόγω οντότητας θεωρείται ότι εμπίπτει στο άρθρο 66στοιχείο γ),

    β)

    εάν ένα ίδρυμα έχει σημαντική επένδυση σε οντότητα του χρηματοπιστωτικού τομέα στην οποία έχει αμοιβαία συμμετοχή, το ποσό της άμεσης, έμμεσης και σύνθετης συμμετοχής του στα μέσα της κατηγορίας 2 της εν λόγω οντότητας του χρηματοπιστωτικού τομέα θεωρείται ότι εμπίπτει στο άρθρο 66στοιχείο δ).

    4.   Τα ιδρύματα εφαρμόζουν τις κατωτέρω διατάξεις στα εναπομένοντα ποσά των στοιχείων που αναφέρονται στο άρθρο 66στοιχεία γ) και δ):

    α)

    το ποσό που σχετίζεται με τις άμεσες τοποθετήσεις που πρέπει να αφαιρεθούν δυνάμει του άρθρου 66στοιχεία γ) και δ) αφαιρείται κατά το ήμισυ από τα στοιχεία της κατηγορίας 1 και κατά το ήμισυ από τα στοιχεία της κατηγορίας 2,

    β)

    το ποσό που σχετίζεται με τις έμμεσες και σύνθετες τοποθετήσεις που πρέπει να αφαιρεθούν δυνάμει του άρθρου 66στοιχεία γ) και δ) δεν αφαιρείται και υπόκειται σε συντελεστή στάθμισης κινδύνου σύμφωνα με το τρίτο μέρος τίτλος ΙΙ κεφάλαιο 2 ή 3 και στις απαιτήσεις του τρίτου μέρους τίτλος IV, κατά περίπτωση.

    Ενότητα 4

    Εφαρμοστέα ποσοστά για την αφαίρεση

    Άρθρο 478

    Εφαρμοστέα ποσοστά για την αφαίρεση από τα στοιχεία κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, τα πρόσθετα στοιχεία της κατηγορίας 1 και τα στοιχεία της κατηγορίας 2

    1.   Τα εφαρμοστέα ποσοστά για τους σκοπούς του άρθρου 468 παράγραφος 4, του άρθρου 469 παράγραφος 1 στοιχεία α) και γ), του άρθρου 474 στοιχείο α) και του άρθρου 476 στοιχείο α) εμπίπτουν στα κατωτέρω όρια:

    α)

    20 % έως 100 % από 1η Ιανουαρίου 2014 έως την 31η Δεκεμβρίου 2014,

    β)

    40 % έως 100 % από την 1η Ιανουαρίου 2015 έως την 31η Δεκεμβρίου 2015,

    γ)

    60 % έως 100 % από την 1η Ιανουαρίου 2016 έως την 31η Δεκεμβρίου 2016,

    δ)

    80 % έως 100 % από την 1η Ιανουαρίου 2017 έως την 31η Δεκεμβρίου 2017.

    2.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, για τα στοιχεία που αναφέρονται στο άρθρο 36 παράγραφος 1 στοιχείο γ) και υφίσταντο πριν από …, το εφαρμοστέο ποσοστό για τους σκοπούς του άρθρου 469 παράγραφος 1 στοιχείο γ) εμπίπτει στα κατωτέρω όρια:

    α)

    0 % έως 100 % κατά την περίοδο από 1η Ιανουαρίου 2014 έως 2η Ιανουαρίου 2015,

    β)

    10 % έως 100 % κατά την περίοδο από 2η Ιανουαρίου 2015 έως 2η Ιανουαρίου 2016,

    γ)

    20 % έως 100 % κατά την περίοδο από 2η Ιανουαρίου 2016 έως 2η Ιανουαρίου 2017,

    δ)

    30 % έως 100 % κατά την περίοδο από 2η Ιανουαρίου 2017 έως 2η Ιανουαρίου 2018,

    ε)

    40 % έως 100 % κατά την περίοδο από 2η Ιανουαρίου 2018 έως 2η Ιανουαρίου 2019,

    στ)

    50 % έως 100 % κατά την περίοδο από 2η Ιανουαρίου 2019 έως 2η Ιανουαρίου 2020,

    ζ)

    60 % έως 100 % κατά την περίοδο από 2η Ιανουαρίου 2020 έως 2η Ιανουαρίου 2021,

    η)

    70 % έως 100 % κατά την περίοδο από 2η Ιανουαρίου 2021 έως 2η Ιανουαρίου 2022,

    θ)

    80 % έως 100 % κατά την περίοδο από 2η Ιανουαρίου 2022 έως 2η Ιανουαρίου 2023,

    ι)

    90 % έως 100 % κατά την περίοδο από 2η Ιανουαρίου 2023 έως 2η Ιανουαρίου 2024.

    3.   Οι αρμόδιες αρχές ορίζουν και δημοσιεύουν εφαρμοστέο ποσοστό εντός των ορίων που προβλέπονται στις παραγράφους 1 και 2 για καθεμία από τις ακόλουθες αφαιρέσεις:

    α)

    τις μεμονωμένες αφαιρέσεις που απαιτούνται σύμφωνα με το άρθρο 36παράγραφος 1 στοιχεία α) έως η), εξαιρουμένων των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων που βασίζονται σε μελλοντική κερδοφορία και προκύπτουν από προσωρινές διαφορές,

    β)

    το συνολικό ποσό των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων που βασίζονται σε μελλοντική κερδοφορία και προκύπτουν από προσωρινές διαφορές και των στοιχείων που αναφέρονται στο άρθρο 36παράγραφος 1 στοιχείο θ), το οποίο πρέπει να αφαιρείται δυνάμει του άρθρου 48,

    γ)

    κάθε αφαίρεση που απαιτείται δυνάμει του άρθρου 56 στοιχεία β) έως δ),

    δ)

    κάθε αφαίρεση που απαιτείται δυνάμει του άρθρου 66στοιχεία β) έως δ).

    Τμήμα 4

    Δικαίωμα μειοψηφίας και πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 και μέσα της κατηγορίας 2 που εκδίδονται από θυγατρικές

    Άρθρο 479

    Αναγνώριση μέσων και στοιχείων που δεν είναι αποδεκτά ως δικαιώματα μειοψηφίας στο ενοποιημένο κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1

    1.   Κατά παρέκκλιση από το δεύτερο μέρος τίτλος ΙΙ, κατά την περίοδο από 1η Ιανουαρίου 2014 έως την 31η Δεκεμβρίου 2017, η αναγνώριση στα ενοποιημένα ίδια κεφάλαια στοιχείων που είναι αποδεκτά ως ενοποιημένα αποθεματικά σύμφωνα με τα μέτρα μεταφοράς στην εθνική νομοθεσία του άρθρου 65 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ, και τα οποία δεν είναι αποδεκτά ως ενοποιημένο κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 για οποιονδήποτε από τους κατωτέρω λόγους αποφασίζεται από τις αρμόδιες αρχές σύμφωνα με τις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος άρθρου:

    α)

    το μέσο δεν είναι αποδεκτό ως μέσο κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 και κατά συνέπεια τα σχετικά κέρδη εις νέον και η διαφορά από την έκδοση μετοχών υπέρ το άρτιο δεν είναι αποδεκτά ως ενοποιημένα στοιχεία κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1,

    β)

    τα στοιχεία δεν είναι αποδεκτά λόγω των προβλεπομένων στο άρθρο 81 παράγραφος 2,

    γ)

    τα στοιχεία δεν είναι αποδεκτά επειδή η θυγατρική δεν είναι ίδρυμα ή οντότητα που υπόκειται στις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού και της οδηγίας 2013/36/ΕΕ δυνάμει της ισχύουσας εθνικής νομοθεσίας,

    δ)

    τα στοιχεία δεν είναι αποδεκτά επειδή η θυγατρική δεν περιλαμβάνεται πλήρως στην ενοποίηση σύμφωνα με το πρώτο μέρος τίτλος ΙΙ κεφάλαιο 2.

    2.   Το εφαρμοστέο ποσοστό των στοιχείων της παραγράφου 1 που θα ήταν αποδεκτά ως ενοποιημένα αποθεματικά σύμφωνα με τα μέτρα μεταφοράς στην εθνική νομοθεσία του άρθρου 65 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ θεωρείται ενοποιημένο κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1.

    3.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 2, τα εφαρμοστέα ποσοστά εμπίπτουν στα κατωτέρω όρια:

    α)

    0 % έως 80 % από …1η Ιανουαρίου 2014 έως την 31η Δεκεμβρίου 2014,

    β)

    0 % έως 60 % από την 1η Ιανουαρίου 2015 έως την 31η Δεκεμβρίου 2015,

    γ)

    0 % έως 40 % από την 1η Ιανουαρίου 2016 έως την 31η Δεκεμβρίου 2016,

    δ)

    0 % έως 20 % από την 1η Ιανουαρίου 2017 έως την 31η Δεκεμβρίου 2017.

    4.   Οι αρμόδιες αρχές ορίζουν και δημοσιεύουν το εφαρμοστέο ποσοστό εντός των ορίων που αναφέρονται στην παράγραφο 3.

    Άρθρο 480

    Αναγνώριση των δικαιωμάτων μειοψηφίας και του αποδεκτού πρόσθετου κεφαλαίου της κατηγορίας 1 και κεφαλαίου της κατηγορίας 2 στα ενοποιημένα ίδια κεφάλαια

    1.   Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 84 παράγραφος 1 στοιχείο β), το άρθρο 85 παράγραφος 1 στοιχείο β) και το άρθρο 87 παράγραφος 1 στοιχείο β), κατά την περίοδο από 1η Ιανουαρίου 2014 έως την 31η Δεκεμβρίου 2017 τα ποσοστά που αναφέρονται στα ανωτέρω άρθρα πολλαπλασιάζονται με έναν εφαρμοστέο συντελεστή.

    2.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, ο εφαρμοστέος συντελεστής εμπίπτει στα κατωτέρω όρια:

    α)

    0,2 έως 1 από 1η Ιανουαρίου 2014 έως την 31η Δεκεμβρίου 2014,

    β)

    0,4 έως 1 από την 1η Ιανουαρίου 2015 έως την 31η Δεκεμβρίου 2015,

    γ)

    0,6 έως 1 από την 1η Ιανουαρίου 2016 έως την 31η Δεκεμβρίου 2016 και

    δ)

    0,8 έως 1 από την 1η Ιανουαρίου 2017 έως την 31η Δεκεμβρίου 2017.

    3.   Οι αρμόδιες αρχές ορίζουν και δημοσιεύουν την τιμή του εφαρμοστέου συντελεστή εντός των ορίων που αναφέρονται στην παράγραφο 2.

    Τμήμα 5

    Προσθετές προσαρμογές και αφαιρέσεις

    Άρθρο 481

    Πρόσθετες προσαρμογές και αφαιρέσεις

    1.   Κατά παρέκκλιση από τα άρθρα 32 έως 36 και τα άρθρα 56 και 66, κατά την περίοδο από 1η Ιανουαρίου 2014 έως την 31η Δεκεμβρίου 2017, τα ιδρύματα προβαίνουν σε προσαρμογές για να περιλαμβάνουν ή να αφαιρούν από τα στοιχεία κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, τα στοιχεία της κατηγορίας 1, τα στοιχεία της κατηγορίας 2 ή τα στοιχεία ιδίων κεφαλαίων το εφαρμοστέο ποσοστό προσαρμογών ή αφαιρέσεων που απαιτούνται δυνάμει των μέτρων μεταφοράς στην εθνική νομοθεσία των άρθρων 57, 61, 63, 63α, 64 και 66 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ και των άρθρων 13 και 16 της οδηγίας 2006/49/ΕΚ και που δεν απαιτούνται σύμφωνα με το δεύτερο μέρος του παρόντος κανονισμού.

    2.   Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 36 παράγραφος 1 στοιχείο θ) και το άρθρο 49 παράγραφοι 1 και 3, κατά την περίοδο από 1η Ιανουαρίου 2014 έως την 31η Δεκεμβρίου 2014, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να απαιτούν από τα ιδρύματα ή να τους επιτρέπουν να εφαρμόζουν τις μεθόδους που αναφέρονται στο άρθρο 49 παράγραφος 1 εφόσον δεν πληρούνται οι απαιτήσεις του άρθρου 49 παράγραφος 1 στοιχεία β) και ε), αντί για την αφαίρεση που προβλέπεται στο άρθρο 36 παράγραφος 1. Στις περιπτώσεις αυτές η αναλογία των συμμετοχών των μέσων ιδίων κεφαλαίων μιας οντότητας του χρηματοπιστωτικού τομέα στην οποία η μητρική επιχείρηση έχει σημαντική επένδυση που δεν απαιτείται να αφαιρεθεί σύμφωνα με το άρθρο 49 παράγραφος 1 καθορίζεται από το εφαρμοστέο ποσοστό που αναφέρεται στην παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου. Το ποσό που δεν αφαιρείται υπόκειται στις απαιτήσεις του άρθρου 49 παράγραφος 4, κατά περίπτωση.

    3.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, τα εφαρμοστέα ποσοστά εμπίπτουν στα κατωτέρω όρια:

    α)

    0 % έως 80 % από 1η Ιανουαρίου 2014 έως την 31η Δεκεμβρίου 2014,

    β)

    0 % έως 60 % από την 1η Ιανουαρίου 2015 έως την 31η Δεκεμβρίου 2015,

    γ)

    0 % έως 40 % από την 1η Ιανουαρίου 2016 έως την 31η Δεκεμβρίου 2016,

    δ)

    0 % έως 20 % από την 1η Ιανουαρίου 2017 έως την 31η Δεκεμβρίου 2017.

    4.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 2, το εφαρμοστέο ποσοστό κυμαίνεται μεταξύ 0 % και 50 % κατά την περίοδο από 1η Ιανουαρίου 2014 έως την 31η Δεκεμβρίου 2014.

    5.   Για κάθε προσαρμογή ή αφαίρεση που αναφέρεται στις παραγράφους 1 και 2, οι αρμόδιες αρχές ορίζουν και δημοσιεύουν τα εφαρμοστέα ποσοστά εντός των ορίων που προβλέπονται στις παραγράφους 3 και 4.

    6.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια κανονιστικών τεχνικών προτύπων για να διευκρινίσει τις προϋποθέσεις σύμφωνα με τις οποίες οι αρμόδιες αρχές προσδιορίζουν εάν οι προσαρμογές που γίνονται στα ίδια κεφάλαια ή σε στοιχεία αυτών σύμφωνα με τα μέτρα μεταφοράς της οδηγίας 2006/48/ΕΚ ή της οδηγίας 2006/49/ΕΚστην εθνική νομοθεσία, οι οποίες δεν περιλαμβάνονται στο δεύτερο μέρος του παρόντος κανονισμού, πρέπει να γίνουν, για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, στα στοιχεία κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, στα πρόσθετα στοιχεία της κατηγορίας 1, στα στοιχεία της κατηγορίας 1, στα στοιχεία της κατηγορίας 2 ή στα ίδια κεφάλαια.

    Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια κανονιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως 1η Φεβρουαρίου 2014.

    Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εγκρίνει τα κανονιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

    Άρθρο 482

    Πεδίο εφαρμογής για συναλλαγές παραγώγων με συνταξιοδοτικά ταμεία

    Όσον αφορά τις συναλλαγές που αναφέρονται στο άρθρο 89 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 και πραγματοποιούνται με μηχανισμούς συνταξιοδοτικών καθεστώτων όπως ορίζονται στο άρθρο 2 του εν λόγω κανονισμού, τα ιδρύματα δεν υπολογίζουν απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο CVA όπως προβλέπεται στο άρθρο 382 παράγραφος 4 στοιχείο γ) του παρόντος κανονισμού.

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

    Αποδοχή του προϋφιστάμενου καθεστώτος για κεφαλαιακά μέσα

    Τμήμα 1

    Μέσα που συνιστούν κρατική ενίσχυση

    Άρθρο 483

    Αποδοχή του προϋφιστάμενου καθεστώτος για μέσα κρατικής ενίσχυσης

    1.   Κατά παρέκκλιση από τα άρθρα 26 έως 29 και τα άρθρα 51, 52, 62 και 63, κατά την περίοδο από 1η Ιανουαρίου 2014 έως την 31η Δεκεμβρίου 2017, το παρόν άρθρο εφαρμόζεται σε κεφαλαιακά μέσα και στοιχεία εφόσον πληρούνται οι κατωτέρω προϋποθέσεις:

    α)

    τα μέσα εκδόθηκαν πριν από 1η Ιανουαρίου 2014,

    β)

    τα μέσα εκδόθηκαν στο πλαίσιο μέτρων ανακεφαλαιοποίησης σύμφωνα με κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων. Στον βαθμό που μέρος των μέσων έχει αναληφθεί ιδιωτικά, το μέρος αυτό πρέπει να εκδοθεί πριν από την 30ή Ιουνίου 2012 και από κοινού με τα μέρη τα οποία έχουν αναληφθεί από το κράτος μέλος,

    γ)

    τα μέσα θεωρήθηκαν συμβατά με την εσωτερική αγορά από την Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 107 ΣΛΕΕ,

    δ)

    σε περίπτωση που τα μέσα έχουν αναληφθεί τόσο από το κράτος μέλος όσο και από επενδυτές του ιδιωτικού τομέα, εφόσον πραγματοποιείται μερική εξόφληση των μέσων που έχουν αναληφθεί από το κράτος μέλος, ισχύει ως προς αντίστοιχο μερίδιο του μέρους των μέσων που έχει αναληφθεί ιδιωτικά η αποδοχή του προϋφιστάμενου καθεστώτος σύμφωνα με το άρθρο 484. Όταν έχουν εξοφληθεί όλα τα μέσα που έχει αναλάβει το κράτος μέλος, ισχύει ως προς τα υπόλοιπα μέσα που έχουν αναληφθεί από επενδυτές του ιδιωτικού τομέα η αποδοχή του προϋφιστάμενου καθεστώτος σύμφωνα με το άρθρο 484.

    2.   Τα μέσα που ήταν αποδεκτά σύμφωνα με τα μέτρα μεταφοράς του άρθρου 57 στοιχείο α) της οδηγίας 2006/48/ΕΚ στην εθνική νομοθεσία είναι αποδεκτά ως μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 ασχέτως εάν:

    α)

    δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 28 του παρόντος κανονισμού,

    β)

    τα μέσα εκδόθηκαν από επιχείρηση αναφερόμενη στο άρθρο 27 του παρόντος κανονισμού και δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις που καθορίζονται στο άρθρο 28 του παρόντος κανονισμού ή, κατά περίπτωση, στο άρθρο 29 του παρόντος κανονισμού.

    3.   Τα μέσα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο γ) του παρόντος άρθρου και δεν είναι αποδεκτά σύμφωνα με τα μέτρα μεταφοράς του άρθρου 57 στοιχείο α) της οδηγίας 2006/48/ΕΚ στην εθνική νομοθεσία είναι αποδεκτά ως μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, παρά τη μη εκπλήρωση των απαιτήσεων της παραγράφου 2 στοιχείο α) ή β) του παρόντος άρθρου, με την προϋπόθεση ότι πληρούνται οι απαιτήσεις της παραγράφου 8 του παρόντος άρθρου.

    Τα μέσα που είναι αποδεκτά ως μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο δεν επιτρέπεται να είναι αποδεκτά ως πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 ή μέσα της κατηγορίας 2 σύμφωνα με την παράγραφο 5 ή 7.

    4.   Τα μέσα που ήταν αποδεκτά σύμφωνα με τα μέτρα μεταφοράς του άρθρου 57 στοιχείο γ)α και του άρθρου 66 παράγραφος 1 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ στην εθνική νομοθεσία είναι αποδεκτά ως πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 παρά τη μη εκπλήρωση των προϋποθέσεων του άρθρου 52 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού.

    5.   Τα μέσα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο γ) του παρόντος άρθρου και δεν είναι αποδεκτά σύμφωνα με τα μέτρα μεταφοράς του άρθρου 57 στοιχείο γα) της οδηγίας 2006/48/ΕΚ στην εθνική νομοθεσία είναι αποδεκτά ως πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1, παρά τη μη εκπλήρωση των απαιτήσεων του άρθρου 52 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού, με την προϋπόθεση ότι πληρούνται οι απαιτήσεις της παραγράφου 8 του παρόντος άρθρου.

    Τα μέσα που είναι αποδεκτά ως πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο δεν επιτρέπεται να είναι αποδεκτά ως μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 ή μέσα της κατηγορίας 2 σύμφωνα με την παράγραφο 3 ή 7.

    6.   Τα στοιχεία που ήταν αποδεκτά σύμφωνα με τα μέτρα μεταφοράς του άρθρου 57 στοιχεία στ), ζ) ή η) και του άρθρου 66 παράγραφος 1 της οδηγίας 2006/48/ΕΚστην εθνική νομοθεσία είναι αποδεκτά ως μέσα της κατηγορίας 2 ασχέτως εάν τα στοιχεία δεν αναφέρονται στο άρθρο 62 του παρόντος κανονισμού ή δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 63 του παρόντος κανονισμού.

    7.   Τα μέσα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο γ) του παρόντος άρθρου και δεν είναι αποδεκτά σύμφωνα με τα μέτρα μεταφοράς του άρθρου 57 στοιχεία στ), ζ) ή η) και του άρθρου 66 παράγραφος 1 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ στην εθνική νομοθεσία είναι αποδεκτά ως μέσα της κατηγορίας 2 ασχέτως εάν τα στοιχεία δεν αναφέρονται στο άρθρο 62 του παρόντος κανονισμού ή δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 63 του παρόντος κανονισμού, με την προϋπόθεση ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις της παραγράφου 8 του παρόντος άρθρου.

    Τα μέσα που είναι αποδεκτά ως μέσα της κατηγορίας 2 σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο δεν επιτρέπεται να είναι αποδεκτά ως μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 ή πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 σύμφωνα με την παράγραφο 3 ή 5.

    8.   Τα μέσα που αναφέρονται στις παραγράφους 3, 5 και 7 μπορούν να είναι αποδεκτά ως μέσα ιδίων κεφαλαίων σύμφωνα με τις παραγράφους αυτές μόνο εφόσον πληρούται η προϋπόθεση της παραγράφου 1 στοιχείο α) και εφόσον εκδίδονται από ιδρύματα κράτους μέλους στο οποίο εφαρμόζεται πρόγραμμα οικονομικής προσαρμογής και η έκδοση των σχετικών μέσων έχει εγκριθεί ή είναι επιλέξιμη στο πλαίσιο του προγράμματος.

    Τμήμα 2

    Μέσα που δεν συνιστούν κρατική ενίσχυση

    Ενότητα 1

    Επιλεξιμότητα για αποδοχή του προϋφισταμενου καθεστώτος και όρια

    Άρθρο 484

    Επιλεξιμότητα για αποδοχή του προϋφιστάμενου καθεστώτος όσον αφορά στοιχεία που ήταν αποδεκτά ως ίδια κεφάλαια δυνάμει των μέτρων μεταφοράς της οδηγίας 2006/48/ΕΚ στην εθνική νομοθεσία

    1.   Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται μόνο σε μέσα και στοιχεία που εκδόθηκαν ή ήταν αποδεκτά ως ίδια κεφάλαια πριν από την 31η Δεκεμβρίου 2011 και δεν περιλαμβάνονται σε αυτά που αναφέρονται στο άρθρο 483 παράγραφος 1.

    2.   Κατά παρέκκλιση από τα άρθρα 26 έως 29, 51, 52, 62 και 63, το παρόν άρθρο εφαρμόζεται από 1η Ιανουαρίου 2014 έως την 31η Δεκεμβρίου 2021.

    3.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 485 του παρόντος κανονισμού και του ορίου που προσδιορίζεται στο άρθρο 486 παράγραφος 2 αυτού, τα κεφάλαια κατά την έννοια του άρθρου 22 της οδηγίας 86/635/ΕΟΚ, καθώς και η σχετική διαφορά από την έκδοση μετοχών υπέρ το άρτιο, που ήταν αποδεκτά ως αρχικά ίδια κεφάλαια δυνάμει των μέτρων μεταφοράς του άρθρου 57 στοιχείο α) της οδηγίας 2006/48/ΕΚ στην εθνική νομοθεσία είναι αποδεκτά ως στοιχεία κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, παρά το γεγονός ότι τα εν λόγω κεφάλαια δεν πληρούν τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 28 ή, κατά περίπτωση, στο άρθρο 29 του παρόντος κανονισμού.

    4.   Με την επιφύλαξη του ορίου που αναφέρεται στο άρθρο 486 παράγραφος 3 του παρόντος κανονισμού, τα μέσα, καθώς και η σχετική διαφορά από την έκδοση μετοχών υπέρ το άρτιο, που ήταν αποδεκτά ως αρχικά ίδια κεφάλαια δυνάμει των μέτρων μεταφοράς του άρθρου 57 στοιχείο γα) και του άρθρου 154 παράγραφοι 8 και 9 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ στην εθνική νομοθεσία είναι αποδεκτά ως πρόσθετα στοιχεία της κατηγορίας 1, παρά το γεγονός ότι δεν πληρούνται οι όροι του άρθρου 52 του παρόντος κανονισμού.

    5.   Με την επιφύλαξη των ορίων που αναφέρονται στο άρθρο 486 παράγραφος 4 του παρόντος κανονισμού, τα στοιχεία, καθώς και η σχετική διαφορά από την έκδοση μετοχών υπέρ το άρτιο, που ήταν αποδεκτά δυνάμει των μέτρων μεταφοράς του άρθρου 57 στοιχεία ε), στ), ζ) ή η) της οδηγίας 2006/48/ΕΚ στην εθνική νομοθεσία είναι αποδεκτά ως στοιχεία της κατηγορίας 2, παρά το γεγονός ότι τα εν λόγω στοιχεία δεν περιλαμβάνονται στο άρθρο 62 του παρόντος κανονισμού ή ότι δεν πληρούνται οι όροι του άρθρου 63 του παρόντος κανονισμού.

    Άρθρο 485

    Επιλεξιμότητα για συμπερίληψη στα στοιχεία κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 της διαφοράς από την έκδοση μετοχών υπέρ το άρτιο που αφορά στοιχεία αποδεκτά ως ίδια κεφάλαια δυνάμει των μέτρων μεταφοράς της οδηγίας 2006/48/ΕΚ στην εθνική νομοθεσία

    1.   Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται μόνο σε μέσα που εκδόθηκαν πριν από την 31η Δεκεμβρίου 2010 και δεν περιλαμβάνονται σε αυτά που αναφέρονται στο άρθρο 483 παράγραφος 1.

    2.   Η διαφορά από την έκδοση μετοχών υπέρ το άρτιο που αφορά κεφάλαια κατά την έννοια του άρθρου 22 της οδηγίας 86/635/ΕΟΚ που ήταν αποδεκτά ως αρχικά ίδια κεφάλαια δυνάμει των μέτρων μεταφοράς του άρθρου 57 στοιχείο α) της οδηγίας 2006/48/ΕΚ στην εθνική νομοθεσία είναι αποδεκτή ως στοιχείο κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, εφόσον πληρούνται οι όροι του άρθρου 28 στοιχεία θ) και ι) του παρόντος κανονισμού.

    Άρθρο 486

    Όρια για την αποδοχή του προϋφιστάμενου καθεστώτος για στοιχεία κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, πρόσθετα στοιχεία της κατηγορίας 1 και στοιχεία της κατηγορίας 2

    1.   Κατά την περίοδο από 1η Ιανουαρίου 2014 έως την 31η Δεκεμβρίου 2021, ο βαθμός στον οποίο τα μέσα και τα στοιχεία που αναφέρονται στο άρθρο 484 είναι αποδεκτά ως ίδια κεφάλαια περιορίζεται σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

    2.   Το ποσό των στοιχείων του άρθρου 484 παράγραφος 3 που είναι αποδεκτά ως στοιχεία κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 περιορίζεται στο εφαρμοστέο ποσοστό του αθροίσματος των ποσών που ορίζονται στα στοιχεία α) και β) της παρούσας παραγράφου:

    α)

    το ονομαστικό ποσό των κεφαλαίων του άρθρου 484 παράγραφος 3 που βρίσκονταν σε κυκλοφορία την 31η Δεκεμβρίου 2012,

    β)

    η διαφορά από την έκδοση μετοχών υπέρ το άρτιο που αφορά τα στοιχεία που αναφέρονται στο στοιχείο α)·

    3.   Το ποσό των στοιχείων του άρθρου 484 παράγραφος 4 που είναι αποδεκτά ως πρόσθετα στοιχεία της κατηγορίας 1 περιορίζεται στο γινόμενο του εφαρμοστέου ποσοστού επί το υπόλοιπο της αφαίρεσης του αθροίσματος των ποσών που αναφέρονται στα στοιχεία γ) έως στ) της παρούσας παραγράφου από το άθροισμα των ποσών που ορίζονται στα στοιχεία α) και β) της παρούσας παραγράφου:

    α)

    το ονομαστικό ποσό των μέσων του άρθρου 484παράγραφος 4 που παρέμενε σε κυκλοφορία την 31η Δεκεμβρίου 2012,

    β)

    η διαφορά από την έκδοση μετοχών υπέρ το άρτιο που αφορά τα μέσα που αναφέρονται στο στοιχείο α),

    γ)

    το ποσό των μέσων που αναφέρονται στο άρθρο 484παράγραφος 4 το οποίο στις 31 Δεκεμβρίου 2012 υπερέβαινε τα όρια που προβλέπονται στα μέτρα μεταφοράς του άρθρου 66 παράγραφος 1 στοιχείο α) και του άρθρου 66 παράγραφος 1α της οδηγίας 2006/48/ΕΚ στην εθνική νομοθεσία,

    δ)

    η διαφορά από την έκδοση μετοχών υπέρ το άρτιο που αφορά τα μέσα που αναφέρονται στο σημείο γ),

    ε)

    το ονομαστικό ποσό των μέσων του άρθρου 484παράγραφος 4 τα οποία βρίσκονταν σε κυκλοφορία την 31η Δεκεμβρίου 2012 αλλά δεν είναι αποδεκτά ως πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 σύμφωνα με το άρθρο 484παράγραφος 4,

    στ)

    η διαφορά από την έκδοση μετοχών υπέρ το άρτιο που αφορά τα μέσα που αναφέρονται στο σημείο ε).

    4.   Το ποσό των στοιχείων του άρθρου 484παράγραφος 5 που είναι αποδεκτά ως στοιχεία της κατηγορίας 2 περιορίζεται στο εφαρμοστέο ποσοστό του υπολοίπου της αφαίρεσης του αθροίσματος των ποσών που ορίζονται στα στοιχεία ε) έως η) της παρούσας παραγράφου από το άθροισμα των ποσών που αναφέρονται στα στοιχεία α) έως δ) της παρούσας παραγράφου:

    α)

    το ονομαστικό ποσό των μέσων του άρθρου 484παράγραφος 5 που παρέμεναν σε κυκλοφορία την 31η Δεκεμβρίου 2012,

    β)

    η διαφορά από την έκδοση μετοχών υπέρ το άρτιο που αφορά τα μέσα που αναφέρονται στο στοιχείο α),

    γ)

    το ονομαστικό ποσό του δανειακού κεφαλαίου ελάσσονος εξοφλητικής προτεραιότητας που παρέμενε σε κυκλοφορία την 31η Δεκεμβρίου, μειωμένο κατά το ποσό που απαιτείται σύμφωνα με τα μέτρα μεταφοράς του άρθρου 64 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της οδηγίας 2006/48/ΕΚ στην εθνική νομοθεσία,

    δ)

    το ονομαστικό ποσό των στοιχείων που αναφέρονται στο άρθρο 484παράγραφος 5, πλην των μέσων και του δανειακού κεφαλαίου ελάσσονος εξοφλητικής προτεραιότητας που αναφέρονται στα στοιχεία α) και γ) της παρούσας παραγράφου και βρίσκονταν σε κυκλοφορία την 31η Δεκεμβρίου 2012,

    ε)

    το ονομαστικό ποσό των μέσων και στοιχείων του άρθρου 484παράγραφος 5 που βρίσκονταν σε κυκλοφορία την 31η Δεκεμβρίου 2012 το οποίο υπερέβαινε τα όρια που προβλέπονται στα μέτρα μεταφοράς του άρθρου 66 παράγραφος 1 στοιχείο α) της οδηγίας 2006/48/ΕΚ στην εθνική νομοθεσία,

    στ)

    η διαφορά από την έκδοση μετοχών υπέρ το άρτιο που αφορά τα μέσα που αναφέρονται στο στοιχείο ε),

    ζ)

    το ονομαστικό ποσό των μέσων του άρθρου 484παράγραφος 5 τα οποία βρίσκονταν σε κυκλοφορία την 31η Δεκεμβρίου 2012 και δεν είναι αποδεκτά ως στοιχεία της κατηγορίας 2 σύμφωνα με το άρθρο 490 παράγραφος 4,

    η)

    η διαφορά από την έκδοση μετοχών υπέρ το άρτιο που αφορά τα μέσα που αναφέρονται στο στοιχείο ζ).

    5.   Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, τα εφαρμοστέα ποσοστά που αναφέρονται στις παραγράφους 2 έως 4 εμπίπτουν στα κατωτέρω όρια:

    α)

    60 % έως 80 % από 1η Ιανουαρίου 2014 έως την 31η Δεκεμβρίου 2014,

    β)

    40 % έως 70 % από την 1η Ιανουαρίου 2015 έως την 31η Δεκεμβρίου 2015,

    γ)

    20 % έως 60 % από την 1η Ιανουαρίου 2016 έως την 31η Δεκεμβρίου 2016,

    δ)

    0 % έως 50 % από την 1η Ιανουαρίου 2017 έως την 31η Δεκεμβρίου 2017,

    ε)

    0 % έως 40 % από την 1η Ιανουαρίου 2018 έως την 31η Δεκεμβρίου 2018,

    στ)

    0 % έως 30 % από την 1η Ιανουαρίου 2019 έως την 31η Δεκεμβρίου 2019,

    ζ)

    0 % έως 20 % από την 1η Ιανουαρίου 2020 έως την 31η Δεκεμβρίου 2020,

    η)

    0 % έως 10 % από την 1η Ιανουαρίου 2021 έως την 31η Δεκεμβρίου 2021.

    6.   Οι αρμόδιες αρχές ορίζουν και δημοσιεύουν τα εφαρμοστέα ποσοστά εντός των ορίων που προβλέπονται στην παράγραφο 5.

    Άρθρο 487

    Στοιχεία ίδιων κεφαλαίων που εξαιρούνται από την αποδοχή του προϋφιστάμενου καθεστώτος για συμπερίληψη στα στοιχεία κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 ή στα πρόσθετα στοιχεία της κατηγορίας 1

    1.   Κατά παρέκκλιση από τα άρθρα 51, 52, 62 και 63, κατά την περίοδο από 1η Ιανουαρίου 2014 έως την 31η Δεκεμβρίου 2021, τα ιδρύματα μπορούν να αντιμετωπίζουν ως στοιχεία που αναφέρονται στο άρθρο 484 παράγραφος 4 τα κεφάλαια, καθώς και τη σχετική διαφορά από την έκδοση μετοχών υπέρ το άρτιο, που αναφέρονται στο άρθρο 484 παράγραφος 3 και εξαιρούνται από τα στοιχεία κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 διότι υπερβαίνουν το εφαρμοστέο ποσοστό που προβλέπεται στο άρθρο 486 παράγραφος 2, στον βαθμό που η συμπερίληψη των εν λόγω κεφαλαίων και της σχετικής διαφοράς από έκδοση μετοχών υπέρ το άρτιο δεν υπερβαίνει το όριο του εφαρμοστέου ποσοστού που αναφέρεται στο άρθρο 486 παράγραφος 3.

    2.   Κατά παρέκκλιση από τα άρθρα 51, 52, 62 και 63, κατά την περίοδο από …1η Ιανουαρίου 2014 έως την 31η Δεκεμβρίου 2021, τα ιδρύματα μπορούν να αντιμετωπίζουν τα κατωτέρω στοιχεία ως στοιχεία που αναφέρονται στο άρθρο 484 παράγραφος 5, στον βαθμό που η συμπερίληψή τους δεν υπερβαίνει το όριο του εφαρμοστέου ποσοστού που αναφέρεται στο άρθρο 486 παράγραφος 4:

    α)

    τα κεφάλαια, καθώς και τη σχετική διαφορά από την έκδοση μετοχών υπέρ το άρτιο, που αναφέρονται στο άρθρο 484 παράγραφος 3 και εξαιρούνται από τα στοιχεία κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 διότι υπερβαίνουν το εφαρμοστέο ποσοστό που προβλέπεται στο άρθρο 486 παράγραφος 2,

    β)

    τα μέσα, καθώς και τη σχετική διαφορά από την έκδοση μετοχών υπέρ το άρτιο, που αναφέρονται στο άρθρο 484 παράγραφος 4 και υπερβαίνουν το εφαρμοστέο ποσοστό που προβλέπεται στο άρθρο 486 παράγραφος 3.

    3.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια κανονιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να διευκρινίσει τις προϋποθέσεις αντιμετώπισης των μέσων ιδίων κεφαλαίων στα οποία αναφέρονται οι παράγραφοι 1 και 2 του παρόντος άρθρου ως στοιχείων που εμπίπτουν στο άρθρο 486 παράγραφος 4 ή 5 κατά την περίοδο από 1η Ιανουαρίου 2014 έως την 31η Δεκεμβρίου 2021.

    Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως 1η Φεβρουαρίου 2014.

    Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εγκρίνει τα κανονιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

    Άρθρο 488

    Απομείωση στοιχείων που είναι αποδεκτά ως στοιχεία της κατηγορίας 2 βάσει του προϋφιστάμενου καθεστώτος

    Τα στοιχεία που αναφέρονται στο άρθρο 484 παράγραφος 5 και είναι αποδεκτά ως στοιχεία της κατηγορίας 2 που αναφέρονται στο άρθρο 484 παράγραφος 5 ή το άρθρο 486 παράγραφος 4 υπόκεινται στις απαιτήσεις του άρθρου 64.

    Ενότητα 2

    Συμπερίληψη μέσων με δικαίωμα αγοράς και κίνητρο εξόφλησης στα πρόσθετα στοιχεία της κατηγορίας 1 και στα στοιχεία της κατηγορίας 2

    Άρθρο 489

    Υβριδικά μέσα με δικαίωμα αγοράς και κίνητρο εξόφλησης

    1.   Κατά παρέκκλιση από τα άρθρα 51 και 52, κατά την περίοδο από 1η Ιανουαρίου 2014 έως την 31η Δεκεμβρίου 2021, τα μέσα που αναφέρονται στο άρθρο 484 παράγραφος 4 και περιλαμβάνουν στους όρους και τις προϋποθέσεις τους δικαίωμα αγοράς και κίνητρο εξόφλησής τους από το ίδρυμα υπόκεινται στις απαιτήσεις που προβλέπονται στις παραγράφους 2 έως 7 του παρόντος άρθρου.

    2.   Τα μέσα είναι αποδεκτά ως πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 εφόσον πληρούνται οι κατωτέρω προϋποθέσεις:

    α)

    το ίδρυμα ήταν σε θέση να ασκήσει δικαίωμα αγοράς με κίνητρο εξόφλησης μόνο πριν από την 1η Ιανουαρίου 2013,

    β)

    το ίδρυμα δεν άσκησε το εν λόγω δικαίωμα,

    γ)

    οι προϋποθέσεις του άρθρου 52 πληρούνται από την 1η Ιανουαρίου 2013.

    3.   Τα μέσα είναι αποδεκτά ως πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 με μειωμένη αναγνώριση σύμφωνα με το άρθρο 484 παράγραφος 4 έως την ημερομηνία πραγματικής ληκτότητάς τους και μετά το πέρας αυτής είναι αποδεκτά ως πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 άνευ ορίου, εφόσον:

    α)

    το ίδρυμα ήταν σε θέση να ασκήσει δικαίωμα αγοράς με κίνητρο εξόφλησης μόνο από την 1η Ιανουαρίου 2013 και μετά,

    β)

    το ίδρυμα δεν άσκησε το εν λόγω δικαίωμα την ημερομηνία πραγματικής ληκτότητας των μέσων,

    γ)

    οι προϋποθέσεις του άρθρου 52 πληρούνται από την ημερομηνία πραγματικής ληκτότητας των μέσων.

    4.   Τα μέσα δεν είναι αποδεκτά ως πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 και δεν υπόκεινται στο άρθρο 484 παράγραφος 4 από 1η Ιανουαρίου 2014, εάν πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

    α)

    το ίδρυμα ήταν σε θέση να ασκήσει δικαίωμα αγοράς με κίνητρο εξόφλησης μεταξύ της 31ης Δεκεμβρίου 2011 και της 1ης Ιανουαρίου 2013,

    β)

    το ίδρυμα δεν άσκησε το εν λόγω δικαίωμα την ημερομηνία πραγματικής ληκτότητας των μέσων,

    γ)

    οι προϋποθέσεις του άρθρου 52 δεν πληρούνται από την ημερομηνία πραγματικής ληκτότητας των μέσων.

    5.   Τα μέσα είναι αποδεκτά ως πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 με μειωμένη αναγνώριση σύμφωνα με το άρθρο 484 παράγραφος 4 έως την ημερομηνία πραγματικής ληκτότητάς τους και μετά το πέρας αυτής δεν είναι αποδεκτά ως πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1, εάν πληρούνται οι κατωτέρω προϋποθέσεις:

    α)

    το ίδρυμα ήταν σε θέση να ασκήσει δικαίωμα αγοράς με κίνητρο εξόφλησης από την 1η Ιανουαρίου 2013 και μετά,

    β)

    το ίδρυμα δεν άσκησε το εν λόγω δικαίωμα την ημερομηνία πραγματικής ληκτότητας των μέσων,

    γ)

    οι προϋποθέσεις του άρθρου 52 δεν πληρούνται από την ημερομηνία πραγματικής ληκτότητας των μέσων.

    6.   Τα μέσα είναι αποδεκτά ως πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 σύμφωνα με το άρθρο 484 παράγραφος 4 εφόσον πληρούνται οι κατωτέρω προϋποθέσεις:

    α)

    το ίδρυμα ήταν σε θέση να ασκήσει δικαίωμα αγοράς με κίνητρο εξόφλησης μόνο πριν από την ή την 31η Δεκεμβρίου 2011,

    β)

    το ίδρυμα δεν άσκησε το εν λόγω δικαίωμα την ημερομηνία πραγματικής ληκτότητας των μέσων,

    γ)

    οι προϋποθέσεις του άρθρου 52 δεν πληρούνται από την ημερομηνία πραγματικής ληκτότητας των μέσων.

    Άρθρο 490

    Στοιχεία της κατηγορίας 2 με κίνητρο εξόφλησης

    1.   Κατά παρέκκλιση από τα άρθρα 62 και 63, κατά την περίοδο από 1η Ιανουαρίου 2014 έως την 31η Δεκεμβρίου 2021, τα στοιχεία του άρθρου 484 παράγραφος 5 που ήταν αποδεκτά δυνάμει των μέτρων μεταφοράς του άρθρου 57 στοιχείο στ) ή η) της οδηγίας 2006/48/ΕΚ στην εθνική νομοθεσία και περιλαμβάνουν στους όρους και τις προϋποθέσεις τους με κίνητρο εξόφλησής τους από το ίδρυμα υπόκεινται στις απαιτήσεις που προβλέπονται στις παραγράφους 2 έως 7 του παρόντος άρθρου.

    2.   Τα στοιχεία είναι αποδεκτά ως μέσα της κατηγορίας 2 εφόσον:

    α)

    το ίδρυμα ήταν σε θέση να ασκήσει δικαίωμα αγοράς με κίνητρο εξόφλησης μόνο πριν από την 1η Ιανουαρίου 2013,

    β)

    το ίδρυμα δεν άσκησε το εν λόγω δικαίωμα,

    γ)

    οι προϋποθέσεις του άρθρου 63 πληρούνται από την 1η Ιανουαρίου 2013.

    3.   Τα στοιχεία είναι αποδεκτά ως μέσα της κατηγορίας 2 σύμφωνα με το άρθρο 484 παράγραφος 5 έως την ημερομηνία πραγματικής ληκτότητάς τους και μετά το πέρας αυτής είναι αποδεκτά ως μέσα της κατηγορίας 2 άνευ ορίου, εάν πληρούνται οι κατωτέρω προϋποθέσεις:

    α)

    το ίδρυμα ήταν σε θέση να ασκήσει δικαίωμα αγοράς με κίνητρο εξόφλησης μόνο από την 1η Ιανουαρίου 2013 και μετά,

    β)

    το ίδρυμα δεν άσκησε το εν λόγω δικαίωμα την ημερομηνία πραγματικής ληκτότητας των στοιχείων,

    γ)

    οι προϋποθέσεις του άρθρου 63 πληρούνται από την ημερομηνία πραγματικής ληκτότητας των στοιχείων.

    4.   Τα στοιχεία δεν είναι αποδεκτά ως στοιχεία της κατηγορίας 2 από την 1η Ιανουαρίου 2013 εάν πληρούνται οι κατωτέρω προϋποθέσεις:

    α)

    το ίδρυμα ήταν σε θέση να ασκήσει δικαίωμα αγοράς με κίνητρο εξόφλησης μόνο μεταξύ της 31ης Δεκεμβρίου 2011 και της 1ης Ιανουαρίου 2013,

    β)

    το ίδρυμα δεν άσκησε το εν λόγω δικαίωμα την ημερομηνία πραγματικής ληκτότητας των στοιχείων,

    γ)

    οι προϋποθέσεις του άρθρου 63 δεν πληρούνται από την ημερομηνία πραγματικής ληκτότητας των στοιχείων.

    5.   Τα στοιχεία είναι αποδεκτά ως στοιχεία της κατηγορίας 2 με μειωμένη αναγνώριση σύμφωνα με το άρθρο 484 παράγραφος 5 έως την ημερομηνία πραγματικής ληκτότητάς τους και μετά το πέρας αυτής δεν γίνονται αποδεκτά ως μέσα της κατηγορίας 2, εάν:

    α)

    το ίδρυμα ήταν σε θέση να ασκήσει δικαίωμα αγοράς με κίνητρο εξόφλησης από την 1η Ιανουαρίου 2013 και μετά,

    β)

    το ίδρυμα δεν άσκησε το εν λόγω δικαίωμα την ημερομηνία πραγματικής ληκτότητας των στοιχείων,

    γ)

    οι προϋποθέσεις του άρθρου 63 δεν πληρούνται από την ημερομηνία πραγματικής ληκτότητας των στοιχείων.

    6.   Τα στοιχεία είναι αποδεκτά ως στοιχεία της κατηγορίας 2 σύμφωνα με το άρθρο 484 παράγραφος 5 εάν:

    α)

    το ίδρυμα ήταν σε θέση να ασκήσει δικαίωμα αγοράς με κίνητρο εξόφλησης μόνο πριν από την ή την 31η Δεκεμβρίου 2011,

    β)

    το ίδρυμα δεν άσκησε το εν λόγω δικαίωμα την ημερομηνία πραγματικής ληκτότητας των στοιχείων,

    γ)

    οι προϋποθέσεις του άρθρου 63 δεν πληρούνται από την ημερομηνία πραγματικής ληκτότητας των στοιχείων.

    Άρθρο 491

    Πραγματική ληκτότητα

    Για τους σκοπούς των άρθρων 489 και 490, η πραγματική ληκτότητα προσδιορίζεται ως εξής:

    α)

    για τα στοιχεία που αναφέρονται στις παραγράφους 3 και 5 των ανωτέρω άρθρων, είναι η ημερομηνία του πρώτου δικαιώματος αγοράς με κίνητρο εξόφλησης από την 1η Ιανουαρίου 2013 και μετά,

    β)

    για τα στοιχεία που αναφέρονται στην παράγραφο 4 των ανωτέρω άρθρων, είναι η ημερομηνία του πρώτου δικαιώματος αγοράς με κίνητρο εξόφλησης μεταξύ της 31ης Δεκεμβρίου 2011 και της 1ης Ιανουαρίου 2013,

    γ)

    για τα στοιχεία που αναφέρονται στην παράγραφο 6 των ανωτέρω άρθρων, είναι η ημερομηνία του πρώτου δικαιώματος αγοράς με κίνητρο εξόφλησης πριν από την 31η Δεκεμβρίου 2011.

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

    Μεταβατικές διατάξεις για τη δημοσιοποίηση των ιδίων κεφαλαίων

    Άρθρο 492

    Δημοσιοποίηση των ιδίων κεφαλαίων

    1.   Τα ιδρύματα εφαρμόζουν το παρόν άρθρο κατά την περίοδο από 1η Ιανουαρίου 2014 έως την 31η Δεκεμβρίου 2021.

    2.   Κατά τη διάρκεια της περιόδου από 1η Ιανουαρίου 2014 έως την 31η Δεκεμβρίου 2015, τα ιδρύματα δημοσιοποιούν τον βαθμό στον οποίο το επίπεδο του κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 και του κεφαλαίου της κατηγορίας 1 υπερβαίνει τις απαιτήσεις που προβλέπονται στο άρθρο 465.

    3.   Κατά τη διάρκεια της περιόδου από 1η Ιανουαρίου 2014 έως την 31η Δεκεμβρίου 2017, τα ιδρύματα δημοσιοποιούν τις κατωτέρω πρόσθετες πληροφορίες σχετικά με τα ίδια κεφάλαιά τους:

    α)

    τη φύση των μεμονωμένων προσαρμογών και αφαιρέσεων που εφαρμόζονται σύμφωνα με τα άρθρα 467 έως 470 και τα άρθρα 474, 476 και 479 και την επίπτωσή τους στο κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, στο πρόσθετο κεφάλαιο της κατηγορίας 1, στο κεφάλαιο της κατηγορίας 2 και στα ίδια κεφάλαια,

    β)

    τα ποσά των δικαιωμάτων μειοψηφίας και των πρόσθετων μέσων της κατηγορίας 1 και της κατηγορίας 2, καθώς και τα σχετικά κέρδη εις νέον και τη διαφορά από την έκδοση μετοχών υπέρ το άρτιο, που έχουν εκδοθεί από θυγατρικές και περιλαμβάνονται στο ενοποιημένο κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, στο πρόσθετο κεφάλαιο της κατηγορίας 1, στο κεφάλαιο της κατηγορίας 2 και στα ίδια κεφάλαια σύμφωνα με το κεφάλαιο 1 τμήμα 4,

    γ)

    την επίπτωση που έχουν στο κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, το πρόσθετο κεφάλαιο της κατηγορίας 1, το κεφάλαιο της κατηγορίας 2 και τα ίδια κεφάλαια οι μεμονωμένες προσαρμογές και αφαιρέσεις που εφαρμόζονται σύμφωνα με το άρθρο 481,

    δ)

    τη φύση και το ποσό των στοιχείων που είναι αποδεκτά ως στοιχεία κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, στοιχεία της κατηγορίας 1 και στοιχεία της κατηγορίας 2 δυνάμει των παρεκκλίσεων που προβλέπονται στο κεφαλαίο 2 τμήμα 2.

    4.   Κατά τη διάρκεια της περιόδου από 1η Ιανουαρίου 2014 έως την 31η Δεκεμβρίου 2021, τα ιδρύματα δημοσιοποιούν το ποσό των μέσων που είναι αποδεκτά ως μέσα κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 και μέσα της κατηγορίας 2 δυνάμει της εφαρμογής του άρθρου 484.

    5.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων για τον καθορισμό ενιαίων υποδειγμάτων για τη δημοσιοποίηση που διενεργείται σύμφωνα με το παρόν άρθρο. Τα υποδείγματα αυτά περιλαμβάνουν τα στοιχεία που αναφέρονται στο άρθρο 437 παράγραφος 1 στοιχεία α), β), δ) και ε), όπως τροποποιούνται από τα κεφάλαια 1 και 2 του παρόντος τίτλου.

    Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως 1η Φεβρουαρίου 2014.

    Εξουσιοδοτείται η Επιτροπή να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

    Μεγάλα ανοίγματα, απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων, μόχλευση και το κατώτατο όριο της συμφωνίας της Βασιλείας Ι

    Άρθρο 493

    Μεταβατικές διατάξεις για μεγάλα χρηματοδοτικά ανοίγματα

    1.   Οι διατάξεις σχετικά με τα μεγάλα χρηματοδοτικά ανοίγματα που θεσπίζονται στα άρθρα 387 έως 403 δεν εφαρμόζονται σε επιχειρήσεις επενδύσεων η βασική επιχειρηματική δραστηριότητα των οποίων αφορά αποκλειστικά την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών ή τα χρηματοπιστωτικά μέσα που ορίζονται στο παράρτημα I τμήμα Γ σημεία 5, 6, 7, 9 και 10 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ, και για τις οποίες δεν ίσχυε η οδηγία 93/22/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 10ης Μαΐου 1993, σχετικά με τις επενδυτικές υπηρεσίες στον τομέα των κινητών αξιών (35) στις 31 Δεκεμβρίου 2006. Η εξαίρεση αυτή μπορεί να ασκείται έως την 31η Δεκεμβρίου 2017 ή έως ότου να τεθούν σε ισχύ, εάν αυτό συμβεί νωρίτερα, τροποποιήσεις κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου.

    2.   Έως την 31η Δεκεμβρίου 2015, η Επιτροπή, βάσει δημόσιας διαβουλεύσεως και κατόπιν συζητήσεων με της αρμόδιες αρχές, υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σχετικά με:

    α)

    το κατάλληλο σύστημα προληπτικής εποπτείας των επιχειρήσεων επενδύσεων η βασική επιχειρηματική δραστηριότητα των οποίων αφορά αποκλειστικά την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών ή τα παράγωγα εμπορευμάτων ή συμβάσεις παραγώγων που ορίζονται στο παράρτημα I τμήμα Γ σημεία 5, 6, 7, 9 και 10 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ,

    β)

    τη σκοπιμότητα τροποποίησης της οδηγίας 2004/39/ΕΚ για την καθιέρωση μιας επιπλέον κατηγορίας επιχειρήσεων επενδύσεων η βασική επιχειρηματική δραστηριότητα των οποίων αφορά αποκλειστικά την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών ή τα χρηματοπιστωτικά μέσα που ορίζονται στο παράρτημα I τμήμα Γ σημεία 5, 6, 7, 9 και 10 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ, όσον αφορά την παροχή ενέργειας.

    Βάσει της έκθεσης αυτής, η Επιτροπή μπορεί να υποβάλλει προτάσεις τροποποίησης του παρόντος κανονισμού.

    3.   Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 400 παράγραφοι 2 και 3, τα κράτη μέλη μπορούν, για μεταβατική περίοδο έως ότου τεθεί σε ισχύ οποιαδήποτε νομική πράξη μετά την επανεξέταση βάσει του άρθρου 507, αλλά όχι μετά τις 2η Ιανουαρίου 2029, να εξαιρούν πλήρως ή εν μέρει τα ακόλουθα ανοίγματα από την εφαρμογή του άρθρου 395 παράγραφος 1:

    α)

    καλυμμένα ομόλογα κατά την έννοια του άρθρου 129 παράγραφοι 1, 3 και 6,

    β)

    στοιχεία ενεργητικού που αντιστοιχούν σε απαιτήσεις έναντι περιφερειακών κυβερνήσεων ή τοπικών αρχών των κρατών μελών, εφόσον στις απαιτήσεις αυτές θα εφαρμοζόταν συντελεστής στάθμισης κινδύνου 20 % βάσει του τρίτου μέρους τίτλος II κεφάλαιο 2, καθώς και τα άλλα ανοίγματα τα οποία έχει έναντι των περιφερειακών κυβερνήσεων ή των τοπικών αρχών αυτών ή τα οποία είναι εγγυημένα από αυτές και στα οποία θα εφαρμοζόταν συντελεστής στάθμισης κινδύνου 20 % βάσει του τρίτου μέρους τίτλος II κεφάλαιο 2,

    γ)

    ανοίγματα, συμπεριλαμβανομένων των συμμετοχών ή άλλου είδους επενδύσεων που αναλαμβάνει ένα ίδρυμα έναντι της μητρικής του επιχείρησης, των άλλων θυγατρικών της μητρικής επιχείρησης, ή, των δικών του θυγατρικών, εφόσον οι επιχειρήσεις αυτές υπόκεινται στην εποπτεία επί ενοποιημένης βάσεως στην οποία υπόκειται και το εν λόγω ίδρυμα, σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, την οδηγία 2002/87/ΕΚ ή με τους ισοδύναμους κανόνες που ισχύουν σε τρίτη χώρα. Ανοίγματα που δεν πληρούν τα εν λόγω κριτήρια, εξαιρούμενα ή μη από την εφαρμογή του άρθρου 395 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού, αντιμετωπίζονται ως ανοίγματα έναντι τρίτου,

    δ)

    στοιχεία ενεργητικού που αντιστοιχούν σε απαιτήσεις και άλλα ανοίγματα, συμπεριλαμβανομένων των συμμετοχών ή άλλου είδους επενδύσεων, έναντι περιφερειακών ή κεντρικών πιστωτικών ιδρυμάτων με τα οποία το πιστωτικό ίδρυμα ανήκει σε πλαίσιο δικτύου δυνάμει νομοθετικών ή καταστατικών διατάξεων και τα οποία είναι υπεύθυνα, κατ’ εφαρμογή αυτών των διατάξεων, να προβαίνουν σε εκκαθάριση των ρευστών διαθεσίμων μεταξύ των ιδρυμάτων που συμμετέχουν στο δίκτυο,

    ε)

    στοιχεία του ενεργητικού που αντιστοιχούν σε απαιτήσεις και άλλα ανοίγματα έναντι πιστωτικών ιδρυμάτων, τα οποία αναλαμβάνουν πιστωτικά ιδρύματα, ένα εκ των οποίων λειτουργεί σε μη ανταγωνιστική βάση και χορηγεί ή εγγυάται δάνεια στο πλαίσιο νομοθετικών προγραμμάτων ή του καταστατικού του για την προώθηση συγκεκριμένων τομέων της οικονομίας, υπό κάποια μορφή κρατικής εποπτείας και υπό περιορισμούς στη χρήση των δανείων, με την προϋπόθεση ότι τα αντίστοιχα ανοίγματα προκύπτουν από τέτοια δάνεια τα οποία μεταβιβάζονται στους δικαιούχους μέσω πιστωτικών ιδρυμάτων ή από εγγυήσεις των δανείων αυτών,

    στ)

    στοιχεία του ενεργητικού που αντιπροσωπεύουν απαιτήσεις και άλλα ανοίγματα έναντι ιδρυμάτων, εφόσον τα ανοίγματα αυτά δεν αποτελούν ίδια κεφάλαια των ιδρυμάτων αυτών, δεν έχουν μεγαλύτερη διάρκεια από την επομένη εργάσιμη ημέρα και δεν εκφράζονται σε ένα από τα βασικά νομίσματα εκτέλεσης συναλλαγών,

    ζ)

    στοιχεία ενεργητικού που αντιστοιχούν σε απαιτήσεις έναντι κεντρικών τραπεζών υπό μορφή υποχρεωτικών ελάχιστων αποθεμάτων διατηρούμενων στις εν λόγω κεντρικές τράπεζες, εκφρασμένες στο εθνικό νόμισμά τους,

    η)

    στοιχεία ενεργητικού που αντιστοιχούν σε απαιτήσεις έναντι κεντρικών κυβερνήσεων υπό μορφή κανονιστικών απαιτήσεων ρευστότητας τα οποία διατηρούνται σε κρατικούς τίτλους και είναι εκφρασμένα και έχουν χρηματοδοτηθεί στο εθνικό νόμισμά τους, με την προϋπόθεση ότι, κατά τη διακριτική ευχέρεια της αρμόδιας αρχής, η πιστωτική αξιολόγηση αυτών των κεντρικών κυβερνήσεων από αναγνωρισμένο ΕΟΠΑ είναι επενδυτικής βαθμίδας,

    θ)

    το 50 % των εκτός ισολογισμού ενέγγυων πιστώσεων μέτριου/χαμηλού κινδύνου και των εκτός ισολογισμού μη αναληφθεισών πιστωτικών διευκολύνσεων μέτριου/χαμηλού κινδύνου που μνημονεύονται στο παράρτημα Ι, επίσης δε, με την έγκριση των αρμόδιων αρχών, το 80 % των εγγυήσεων (πλην των εγγυήσεων δανείων) που έχουν νομική ή κανονιστική βάση και παρέχονται προς όφελος των μελών τους από αλληλεγγυητικά συστήματα με καθεστώς πιστωτικού ιδρύματος,

    ι)

    απαιτούμενες εκ του νόμου εγγυήσεις που χρησιμοποιούνται όταν ένα ενυπόθηκο δάνειο χρηματοδοτούμενο με την έκδοση ενυπόθηκων ομολόγων καταβάλλεται στον ενυπόθηκο δανειολήπτη πριν από την τελική εγγραφή της υποθήκης στο κτηματολόγιο, υπό την προϋπόθεση ότι η εγγύηση δεν χρησιμοποιείται ως παράγοντας μείωσης του κινδύνου κατά τον υπολογισμό των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ποσών των ανοιγμάτων,

    ια)

    στοιχεία ενεργητικού που αποτελούν απαιτήσεις και άλλα ανοίγματα έναντι αναγνωρισμένων χρηματιστηρίων.

    Άρθρο 494

    Μεταβατικές διατάξεις για αποδεκτό κεφάλαιο

    Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 71) στοιχείο β), στο αποδεκτό κεφάλαιο μπορεί να συμπεριλαμβάνεται κεφάλαιο της κατηγορίας 2 έως τα ακόλουθα ποσά:

    α)

    100 % του κεφαλαίου της κατηγορίας 1 από την 1η Ιανουαρίου 2014 έως την 31η Δεκεμβρίου 2014,

    β)

    75 % του κεφαλαίου της κατηγορίας 1 από την 1η Ιανουαρίου 2015 έως την 31η Δεκεμβρίου 2015,

    γ)

    50 % του κεφαλαίου της κατηγορίας 1 από την 1η Ιανουαρίου 2016 έως την 31η Δεκεμβρίου 2016.

    Άρθρο 495

    Αντιμετώπιση των ανοιγμάτων σε μετοχές δυνάμει της προσέγγισης ΠΕΔ

    1.   Κατά παρέκκλιση από το τρίτο μέρος κεφάλαιο 3, έως την 31η Δεκεμβρίου 2017, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να απαλλάσσουν από την εφαρμογή της ΠΕΔ ορισμένες κατηγορίες ανοιγμάτων σε μετοχές που έχουν πραγματοποιήσει ιδρύματα και θυγατρικές ιδρυμάτων της ΕΕ σε αυτό το κράτος μέλος έως την 31η Δεκεμβρίου 2007. Η αρμόδια αρχή δημοσιεύει τις κατηγορίες ανοιγμάτων σε μετοχές που επωφελούνται από την εν λόγω αντιμετώπιση σύμφωνα με το άρθρο 143 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ.

    Η απαλλασσόμενη θέση ισούται με τον αριθμό των μετοχών που κατέχονται τις 31 Δεκεμβρίου 2007 συν οποιαδήποτε πρόσθετη μετοχή η οποία αποτελεί άμεση απόρροια της κατοχής των συμμετοχών αυτών, εφόσον δεν αυξάνεται η αναλογία συμμετοχής στη σχετική εταιρεία.

    Εάν μια εξαγορά αυξάνει το ποσοστό συμμετοχής στο μετοχικό κεφάλαιο συγκεκριμένης εταιρείας, το υπερβάλλον ποσοστό συμμετοχής δεν καλύπτεται από την απαλλαγή. Η απαλλαγή δεν ισχύει ούτε για συμμετοχές που αρχικά ενέπιπταν σε αυτήν αλλά στη συνέχεια πωλήθηκαν και επαναγοράσθηκαν.

    Τα ανοίγματα σε μετοχές που υπόκεινται στην ανωτέρω διάταξη υπόκεινται στις κεφαλαιακές απαιτήσεις που υπολογίζονται σύμφωνα με την τυποποιημένη προσέγγιση δυνάμει του τρίτου μέρους τίτλος ΙΙ κεφάλαιο 2 και στις απαιτήσεις που προβλέπονται στο τρίτο μέρος τίτλος IV, ανάλογα με την περίπτωση.

    Οι αρμόδιες αρχές γνωστοποιούν στην Επιτροπή και την ΕΑΤ την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου.

    2.   Κατά τον υπολογισμό των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ανοιγμάτων για τους σκοπούς του άρθρου 114 παράγραφος 4, για τα ανοίγματα σε κεντρικές κυβερνήσεις ή σε κεντρικές τράπεζες των κρατών μελών που είναι εκφρασμένα και έχουν χρηματοδοτηθεί στο εθνικό νόμισμα οιουδήποτε κράτους μέλους εφαρμόζεται, έως την 31η Δεκεμβρίου 2015, ο αυτός συντελεστής στάθμισης κινδύνου με αυτόν που θα εφαρμοζόταν για παρόμοια ανοίγματα που είναι εκφρασμένα και έχουν χρηματοδοτηθεί στο εθνικό τους νόμισμα.

    3.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για να διευκρινίσει τις προϋποθέσεις σύμφωνα με τις οποίες οι αρμόδιες αρχές εγκρίνουν την απαλλαγή που αναφέρεται στην παράγραφο 1.

    Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως την 30ή Ιουνίου 2014.

    Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα κανονιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

    Άρθρο 496

    Απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για καλυμμένα ομόλογα

    1.   Έως την 31η Δεκεμβρίου 2017, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να παραιτηθούν, εν όλω ή εν μέρει, από το όριο του 10 % για τα μερίδια με εξοφλητική προτεραιότητα των γαλλικών Fonds Communs de Créances ή οντοτήτων τιτλοποίησης ισοδύναμων με τα γαλλικά Fonds Communs de Créances, όπως ορίζονται στο άρθρο 129 παράγραφος 1 στοιχεία δ) και ε), εφόσον πληρούνται αμφότερες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

    α)

    τα τιτλοποιημένα ανοίγματα ακινήτων που προορίζονται για κατοικία ή εμπορικών ακινήτων προέρχονται από μέλος του αυτού ενοποιημένου ομίλου του οποίου είναι μέλος ο εκδότης των καλυμμένων ομολόγων ή από οντότητα που είναι συνδεδεμένη με τον αυτό κεντρικό οργανισμό με τον οποίο είναι συνδεδεμένος ο εκδότης των καλυμμένων ομολόγων, εφόσον η εν λόγω κοινή συμμετοχή σε όμιλο ή η κοινή σύνδεση με όμιλο υφίσταται τη στιγμή που τα μερίδια με εξοφλητική προτεραιότητα μετατρέπονται σε εξασφάλιση καλυμμένων ομολόγων,

    β)

    μέλος του αυτού ενοποιημένου ομίλου του οποίου είναι μέλος ο εκδότης των καλυμμένων ομολόγων ή οντότητα που είναι συνδεδεμένη με τον αυτό κεντρικό οργανισμό με τον οποίο είναι συνδεδεμένος ο εκδότης των καλυμμένων ομολόγων κατέχει το σύνολο του τμήματος πρωτεύουσας ζημίας που καλύπτουν τα εν λόγω μερίδια με εξοφλητική προτεραιότητα.

    2.   Έως την 31η Δεκεμβρίου 2014, για τους σκοπούς του άρθρου 129 παράγραφος 1 στοιχείο γ), τα μη εξασφαλισμένα ανοίγματα με εξοφλητική προτεραιότητα των ιδρυμάτων που πληρούν τις προϋποθέσεις για συντελεστή στάθμισης κινδύνου 20 % δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού θεωρούνται ότι πληρούν τις προϋποθέσεις για την 1η βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας.

    3.   Έως την 31η Δεκεμβρίου 2014, για τους σκοπούς του άρθρου 129 παράγραφος 5, τα μη εξασφαλισμένα ανοίγματα με εξοφλητική προτεραιότητα των ιδρυμάτων που πληρούσαν τις προϋποθέσεις για συντελεστή στάθμισης κινδύνου 20 % δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού θεωρούνται ότι πληρούν τις προϋποθέσεις για συντελεστή στάθμισης κινδύνου 20 %.

    Άρθρο 497

    Απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για ανοίγματα σε κεντρικό αντισυμβαλλόμενο

    1.   Έως 15 μήνες από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του τελευταίου από τα έντεκα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο τέλος του πρώτου εδαφίου του άρθρου 89 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 ή έως ότου να ληφθεί απόφαση δυνάμει του άρθρου 14 του εν λόγω κανονισμού σχετικά με την άδεια του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, εάν αυτό συμβεί νωρίτερα, το ίδρυμα μπορεί να θεωρεί ότι ο εν λόγω κεντρικός αντισυμβαλλόμενος είναι επιλέξιμος κεντρικός αντισυμβαλλόμενος, εφόσον πληρούται η προϋπόθεση που ορίζεται στο πρώτο μέρος του εν λόγω εδαφίου.

    2.   Έως 15 μήνες από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του τελευταίου από τα δέκα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο τέλος του δεύτερου εδαφίου του άρθρου 89 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 ή έως ότου να ληφθεί απόφαση δυνάμει του άρθρου 25 του εν λόγω κανονισμού σχετικά με την αναγνώριση του εγκατεστημένου σε τρίτη χώρα κεντρικού αντισυμβαλλομένου, εάν αυτό συμβεί νωρίτερα, το ίδρυμα μπορεί να θεωρεί ότι ο εν λόγω κεντρικός αντισυμβαλλόμενος είναι επιλέξιμος κεντρικός αντισυμβαλλόμενος.

    3.   Η Επιτροπή μπορεί να εγκρίνει εκτελεστική πράξη δυνάμει του άρθρου 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011 για την παράταση της ισχύος των μεταβατικών διατάξεων των παραγράφων 1 και 2 του παρόντος άρθρου κατά ένα ακόμη εξάμηνο, σε εξαιρετικές περιπτώσεις όπου η παράταση κρίνεται αναγκαία και αναλογική για την αποφυγή της διατάραξης των διεθνών χρηματοπιστωτικών αγορών.

    4.   Έως τις προθεσμίες που ορίζονται στις παραγράφους 1 και 2 και παρατείνονται δυνάμει της παραγράφου 3, κατά περίπτωση, εάν ένας κεντρικός αντισυμβαλλόμενος δεν έχει κεφάλαιο εκκαθάρισης και δεν διαθέτει δεσμευτική συμβατική ρύθμιση με τα εκκαθαριστικά μέλη του η οποία να του επιτρέπει να χρησιμοποιεί το σύνολο ή μέρος του αρχικού περιθωρίου που εισπράττει από τα εκκαθαριστικά μέλη του σαν να ήταν προχρηματοδοτούμενες εισφορές, το ίδρυμα αντικαθιστά τον κατάλληλο τύπο για τον υπολογισμό της απαίτησης ιδίων κεφαλαίων (Ki) που προβλέπεται στο άρθρο 308 παράγραφος 2 με τον ακόλουθο:

    Formula

    όπου:

    IMi = το αρχικό περιθώριο που παρέχεται στον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο από το εκκαθαριστικό μέλος i,

    IM= το συνολικό ποσό του αρχικού περιθωρίου που γνωστοποιείται στο ίδρυμα από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο.

    Άρθρο 498

    Απαλλαγή για διαπραγματευτές βασικών εμπορευμάτων

    1.   Οι διατάξεις που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό όσον αφορά τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων δεν εφαρμόζονται σε επιχειρήσεις επενδύσεων η βασική επιχειρηματική δραστηριότητα των οποίων αφορά αποκλειστικά την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών ή τα χρηματοοικονομικά μέσα που ορίζονται στο παράρτημα I τμήμα Γ σημεία 5, 6, 7, 9 και 10 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ και για τις οποίες δεν ίσχυε η οδηγία 93/22/ΕΟΚ στις 31 Δεκεμβρίου 2006.

    Η εν λόγω απαλλαγή εφαρμόζεται έως την 31η Δεκεμβρίου 2017 ή έως ότου να τεθούν σε ισχύ, εάν αυτό συμβεί νωρίτερα, τροποποιήσεις κατ’ εφαρμογή των παραγράφων 2 και 3.

    2.   Έως την 31η Δεκεμβρίου 2015, η Επιτροπή, βάσει δημόσιας διαβουλεύσεως και κατόπιν συζητήσεων με τις αρμόδιες αρχές, υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σχετικά με:

    α)

    το κατάλληλο σύστημα προληπτικής εποπτείας των επιχειρήσεων επενδύσεων η βασική επιχειρηματική δραστηριότητα των οποίων αφορά αποκλειστικά την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών ή δραστηριοτήτων σε παράγωγα εμπορευμάτων ή χρηματοοικονομικά μέσα που ορίζονται στο παράρτημα I τμήμα Γ σημεία 5, 6, 7, 9 και 10 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ,

    β)

    τη σκοπιμότητα τροποποίησης της οδηγίας 2004/39/ΕΚ για την καθιέρωση μιας επιπλέον κατηγορίας επιχειρήσεων επενδύσεων η βασική επιχειρηματική δραστηριότητα των οποίων αφορά αποκλειστικά την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών ή δραστηριοτήτων σε χρηματοοικονομικά μέσα που ορίζονται στο παράρτημα I τμήμα Γ σημεία 5, 6, 7, 9 και 10 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ, όσον αφορά την παροχή ενέργειας, συμπεριλαμβανομένου του ηλεκτρικού ρεύματος, του άνθρακα, του φυσικού αερίου και του πετρελαίου.

    3.   Βάσει της έκθεσης της παραγράφου 2, η Επιτροπή δύναται να υποβάλλει προτάσεις τροποποίησης του παρόντος κανονισμού.

    Άρθρο 499

    Μόχλευση

    1.   Κατά παρέκκλιση από τα άρθρα 429 και 430, κατά την περίοδο από 1η Ιανουαρίου 2014 έως την 31η Δεκεμβρίου 2021, τα ιδρύματα υπολογίζουν και δημοσιοποιούν τον δείκτη μόχλευσης χρησιμοποιώντας και τα δύο κατωτέρω στοιχεία ως μέτρο του κεφαλαίου:

    α)

    κεφάλαιο της κατηγορίας 1,

    β)

    το κεφάλαιο της κατηγορίας 1, με την επιφύλαξη των παρεκκλίσεων που ορίζονται στα κεφάλαια 1 και 2 του παρόντος τίτλου.

    2.   Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 451 παράγραφος 1, τα ιδρύματα μπορούν να επιλέξουν εάν θα δημοσιοποιήσουν τις πληροφορίες σχετικά με τον δείκτη μόχλευσης βάσει είτε ενός είτε και των δύο ορισμών του μέτρου του κεφαλαίου που προβλέπονται στην παράγραφο 1 στοιχεία α) και β) του παρόντος άρθρου. Εάν τα ιδρύματα αλλάξουν την απόφασή τους σχετικά με τον δείκτη μόχλευσης που επιθυμούν να δημοσιοποιήσουν, η πρώτη δημοσιοποίηση που λαμβάνει χώρα μετά την εν λόγω αλλαγή περιέχει εναρμόνιση των πληροφοριών σχετικά με όλους τους δείκτες μόχλευσης που είχαν δημοσιοποιηθεί έως τη στιγμή της αλλαγής.

    3.   Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 429 παράγραφος 2, κατά την περίοδο από 1η Ιανουαρίου 2014 έως την 31η Δεκεμβρίου 2017, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέψουν στα ιδρύματα να υπολογίζουν τον δείκτη μόχλευσής τους στο τέλος του τριμήνου εάν θεωρούν ότι τα ιδρύματα ενδέχεται να μη διαθέτουν επαρκώς ποιοτικά δεδομένα για να υπολογίσουν έναν δείκτη μόχλευσης που να ισούται με τον αριθμητικό μέσο των μηνιαίων δεικτών μόχλευσης κατά τη διάρκεια ενός τριμήνου.

    Άρθρο 500

    Μεταβατικές διατάξεις — Κατώτατο όριο της συμφωνίας της Βασιλείας Ι

    1.   Έως την 31η Δεκεμβρίου 2017, τα ιδρύματα που υπολογίζουν τα σταθμισμένα ως προς τον κίνδυνο ποσά των ανοιγμάτων τους σύμφωνα με το τρίτο μέρος τίτλος ΙΙ κεφάλαιο 3 και τα ιδρύματα που χρησιμοποιούν εξελιγμένες μεθόδους μέτρησης όπως προβλέπεται στο τρίτο μέρος τίτλος ΙΙΙ κεφάλαιο 4 για τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων τους για τον λειτουργικό κίνδυνο πληρούν και τις δύο προϋποθέσεις κατωτέρω:

    α)

    διατηρούν ίδια κεφάλαια όπως απαιτείται δυνάμει του άρθρου 92,

    β)

    διατηρούν ίδια κεφάλαια που ανά πάσα στιγμή υπερβαίνουν ή ισούνται με το 80 % του συνολικού ελάχιστου ποσού των ιδίων κεφαλαίων που θα ήταν υποχρεωμένο να διατηρεί το ίδρυμα δυνάμει του άρθρου 4 της οδηγίας 93/6/ΕΟΚ, όπως είχαν η εν λόγω οδηγία και η οδηγία 2000/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαρτίου 2000, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριότητας πιστωτικών ιδρυμάτων (36) πριν από την 1η Ιανουαρίου 2007.

    2.   Με την επιφύλαξη της έγκρισης από τις αρμόδιες αρχές, το ποσό που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο β) μπορεί να αντικατασταθεί από απαίτηση τήρησης ιδίων κεφαλαίων που να υπερβαίνουν ή να ισούνται ανά πάσα στιγμή με το 80 % των ιδίων κεφαλαίων που θα οφείλει να τηρεί το ίδρυμα σύμφωνα με το άρθρο 92, υπολογίζοντας τα σταθμισμένα ως προς τον κίνδυνο ποσά των ανοιγμάτων τους σύμφωνα με το τρίτο μέρος τίτλος ΙΙ κεφάλαιο 2 και το τρίτο μέρος τίτλος ΙΙΙ κεφάλαιο 2 ή 3, κατά περίπτωση, και όχι σύμφωνα με το τρίτο μέρος τίτλος ΙΙ κεφάλαιο 3 ή το τρίτο μέρος τίτλος ΙΙΙ κεφάλαιο 4, κατά περίπτωση.

    3.   Ένα πιστωτικό ίδρυμα μπορεί να εφαρμόζει την παράγραφο 2 μόνο εάν άρχισε να χρησιμοποιεί την προσέγγιση IRB ή τις εξελιγμένες μεθόδους μέτρησης για τον υπολογισμό των κεφαλαιακών του απαιτήσεων την 1η Ιανουαρίου 2010 ή αργότερα.

    4.   Η συμμόρφωση με τις απαιτήσεις της παραγράφου 1 στοιχείο β) γίνεται με βάση τα ποσά ιδίων κεφαλαίων πλήρως προσαρμοσμένα ώστε να λαμβάνονται υπόψη οι διαφορές μεταξύ του υπολογισμού των ιδίων κεφαλαίων δυνάμει της οδηγίας 93/6/ΕΟΚ και της οδηγίας 2000/12/ΕΚ, ως ίσχυαν πριν από την 1η Ιανουαρίου 2007, και του υπολογισμού των ιδίων κεφαλαίων δυνάμει του παρόντος κανονισμού, οι οποίες απορρέουν από τη χωριστή αντιμετώπιση των αναμενόμενων και των μη αναμενόμενων ζημιών βάσει του τρίτου μέρους τίτλος ΙΙ κεφάλαιο 3 του παρόντος κανονισμού.

    5.   Κατόπιν σχετικής διαβούλευσης με την ΕΑΤ, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να απαλλάξουν τα ιδρύματα από την εφαρμογή της παραγράφου 1 στοιχείο β), εφόσον πληρούνται, κατά περίπτωση, όλες οι απαιτήσεις για τη μέθοδο των εσωτερικών διαβαθμίσεων που προβλέπονται στο τρίτο μέρος τίτλος ΙΙ κεφάλαιο 3 τμήμα 6 ή τα κριτήρια επιλεξιμότητας για τη χρήση της εξελιγμένης μεθόδου μέτρησης που προβλέπονται στο τρίτο μέρος τίτλος ΙΙΙ κεφάλαιο 4.

    6.   Η Επιτροπή υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο έως την 1η Ιανουαρίου 2017 έκθεση σχετικά με τη σκοπιμότητα παράτασης της εφαρμογής του κατώτατου ορίου της Βασιλείας Ι πέρα από την 31η Δεκεμβρίου 2017, ώστε να υπάρχει μια δικλείδα ασφάλειας για τα εσωτερικά υποδείγματα, λαμβανομένων υπόψη των διεθνών εξελίξεων και των διεθνώς συμφωνημένων προτύπων. Η εν λόγω έκθεση συνοδεύεται από νομοθετική πρόταση, εφόσον ενδείκνυται.

    Άρθρο 501

    Αφαίρεση κεφαλαιακών απαιτήσεων για πιστωτικό κίνδυνο από ανοίγματα έναντι ΜΜΕ

    1.   Οι κεφαλαιακές απαιτήσεις για πιστωτικό κίνδυνο από ανοίγματα έναντι ΜΜΕ πολλαπλασιάζονται επί τον συντελεστή 0,7619.

    2.   Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου:

    α)

    το άνοιγμα περιλαμβάνεται είτε στην κατηγορία των ανοιγμάτων λιανικής τραπεζικής είτε στην κατηγορία των ανοιγμάτων έναντι επιχειρήσεων είτε στην κατηγορία ανοιγμάτων που εξασφαλίζονται με υποθήκες έναντι ακινήτων. Εξαιρούνται τα ανοίγματα σε αθέτηση,

    β)

    η ΜΜΕ ορίζεται σύμφωνα με τη σύσταση 2003/361/ΕΚ της Επιτροπής, της 6ης Μαΐου 2003, σχετικά με τον ορισμό των πολύ μικρών, των μικρών και των μεσαίων επιχειρήσεων (37). Από τα κριτήρια που απαριθμούνται στο άρθρο 2 του παραρτήματος της εν λόγω σύστασης, λαμβάνεται υπόψη μόνο ο ετήσιος κύκλος εργασιών.

    γ)

    το συνολικό ποσό που οφείλει ο οφειλέτης πελάτης ή η οφειλέτρια ομάδα συνδεδεμένων πελατών στο ίδρυμα καθώς και στη μητρική επιχείρηση και τις θυγατρικές της, περιλαμβανομένων τυχόν ανοιγμάτων σε αθέτηση αλλά εξαιρουμένων των απαιτήσεων ή των ενδεχόμενων απαιτήσεων που είναι εξασφαλισμένες με ακίνητα που προορίζονται για κατοικία, δεν υπερβαίνει, εξ’όσων γνωρίζει το ίδρυμα, το 1,5 εκατομμύριο EUR. Το ίδρυμα προβαίνει σε εύλογες ενέργειες προκειμένου να αποκτήσει γνώση των σχετικών πληροφοριών.

    3.   Τα ιδρύματα κοινοποιούν στις αρμόδιες αρχές ανά τρίμηνο το συνολικό ποσό των ανοιγμάτων σε ΜΜΕ, υπολογιζόμενο σύμφωνα με την παράγραφο 2.

    4.   Η Επιτροπή, μέχρι 2η Ιανουαρίου 2017, εκπονεί έκθεση σχετικά με τις επιπτώσεις των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό για τη δανειοδότηση ΜΜΕ και φυσικών προσώπων, την οποία υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, συνοδευόμενη, εφόσον κριθεί σκόπιμο, από νομοθετική πρόταση.

    5.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 4, η ΕΑΤ υποβάλλει στην Επιτροπή:

    α)

    ανάλυση της εξέλιξης των τάσεων και των όρων δανειοδότησης για τις ΜΜΕ για την περίοδο που αναφέρεται στην παράγραφο 4,

    β)

    ανάλυση της πραγματικής επικινδυνότητας των ενωσιακών ΜΜΕκατά τη διάρκεια ενός πλήρους οικονομικού κύκλου,

    γ)

    αναφορά σχετικά με τον βαθμό στον οποίο απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό για τον πιστωτικό κίνδυνο από ανοίγματα έναντι ΜΜΕ ανταποκρίνονται στα αποτελέσματα των αναλύσεων που προβλέπονται στα στοιχεία α) και β).

    ΤΙΤΛΟΣ II

    ΕΚΘΕΣΕΙΣ ΚΑΙ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΕΙΣ

    Άρθρο 502

    Κυκλικότητα των κεφαλαιακών απαιτήσεων

    Η Επιτροπή, σε συνεργασία με την ΕΑΤ, το ΕΣΣΚ και τα κράτη μέλη και λαμβάνοντας υπόψη τη γνωμοδότηση της ΕΚΤ, εξετάζει σε περιοδική βάση εάν ο παρών κανονισμός ως σύνολο, από κοινού με την οδηγία 2013/36/ΕΕ,έχει σημαντικές επιπτώσεις στον οικονομικό κύκλο και, με βάση την εξέταση αυτή, μελετά αν δικαιολογείται η λήψη διορθωτικών μέτρων. Μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2013, η ΕΑΤ υποβάλλει έκθεση στην Επιτροπή στην οποία αναφέρεται εάν και πώς πρέπει να συγκλίνουν οι μεθοδολογίες των ιδρυμάτων δυνάμει της ΠΕΔ, με στόχο πιο συγκρίσιμες κεφαλαιακές απαιτήσεις και τον μετριασμό της προκυκλικότητας.

    Βάσει της ανάλυσης αυτής και λαμβάνοντας υπόψη τη γνωμοδότηση της ΕΚΤ, η Επιτροπή συντάσσει ανά διετία έκθεση την οποία υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο συνοδευόμενη ενδεχομένως από τις κατάλληλες προτάσεις. Κατά την σύνταξη της έκθεσης λαμβάνονται υπόψη και οι εισηγήσεις δανειοληπτών και δανειοδοτών.

    Έως την 31η Δεκεμβρίου 2014, η Επιτροπή εξετάζει την εφαρμογή του άρθρου 33 παράγραφος 1 στοιχείο γ) και εκπονεί σχετική έκθεση, την οποία υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο, συνοδευόμενη, εφόσον κριθεί σκόπιμο, από νομοθετική πρόταση.

    Όσον αφορά την ενδεχόμενη κατάργηση του άρθρου 33 παράγραφος 1 στοιχείο γ) και τη δυνατότητα εφαρμογής σε επίπεδο Ένωσης, η επανεξέταση διασφαλίζει ιδίως την ύπαρξη επαρκών ασφαλιστικών δικλείδων για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα σε όλα τα κράτη μέλη.

    Άρθρο 503

    Απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για ανοίγματα υπό τη μορφή καλυμμένων ομολόγων

    1.   Έως την 31η Δεκεμβρίου 2014, η Επιτροπή, κατόπιν διαβουλεύσεως με την ΕΑΤ, υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο έκθεση, συνοδευόμενη ενδεχομένως από κατάλληλες προτάσεις, όπου αναφέρει αν οι συντελεστές στάθμισης κινδύνου που ορίζονται στο άρθρο 129 και οι απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για ειδικό κίνδυνο που προβλέπονται στο άρθρο 336 παράγραφος 3 είναι επαρκείς για όλα τα μέσα που είναι αποδεκτά για αυτό του είδους την αντιμετώπιση, καθώς και εάν τα κριτήρια του άρθρου 129 είναι κατάλληλα.

    2.   Η έκθεση και οι προτάσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 αφορούν:

    α)

    στον βαθμό στον οποίο οι ισχύουσες κανονιστικές κεφαλαιακές απαιτήσεις που εφαρμόζονται στα καλυμμένα ομόλογα περιλαμβάνουν επαρκή διάκριση μεταξύ των διακυμάνσεων της πιστωτικής ποιότητας των καλυμμένων ομολόγων και της εξασφάλισης με την οποία καλύπτονται, περιλαμβανομένου του βαθμού διαφοροποίησης μεταξύ των κρατών μελών,

    β)

    στη διαφάνεια της αγοράς καλυμμένων ομολόγων και τον βαθμό στον οποίο αυτή διευκολύνει τη διεξοδική εσωτερική ανάλυση από τους επενδυτές όσον αφορά τον πιστωτικό κίνδυνο των καλυμμένων ομολόγων και την εξασφάλισή τους καθώς και το διαχωρισμό των στοιχείων του ενεργητικού σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εκδότη, συμπεριλαμβανομένης της μείωσης του πιστωτικού κινδύνου που συνεπάγεται το υποκείμενο αυστηρό εθνικό νομικό πλαίσιο σύμφωνα με το άρθρο 129 του παρόντος κανονισμού και το άρθρο 52 παράγραφος 4 της οδηγίας 2009/65/ΕΚ για τη συνολική πιστωτική ποιότητα καλυμμένου ομολόγου καθώς και οι επιπτώσεις της στο επίπεδο διαφάνειας που χρειάζονται οι επενδυτές, και

    γ)

    στον βαθμό στον οποίο η έκδοση καλυμμένων ομολόγων από πιστωτικό ίδρυμα επιδρά στον πιστωτικό κίνδυνο στον οποίο είναι εκτεθειμένοι άλλοι πιστωτές του εκδίδοντος ιδρύματος.

    3.   Η Επιτροπή, έως την 31η Δεκεμβρίου 2014 και κατόπιν διαβούλευσης με την ΕΑΤ, γνωστοποιεί στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο αν θα πρέπει, υπό ορισμένες συνθήκες, να θεωρούνται ως αποδεκτά στοιχεία ενεργητικού σύμφωνα με το άρθρο 129 δάνεια εξασφαλισμένα με αεροσκάφη (προνόμιο επί αεροσκαφών) και στεγαστικά δάνεια εξασφαλισμένα με εγγύηση αλλά όχι με εγγεγραμένη υποθήκη.

    4.   Έως την 31η Δεκεμβρίου 2016, η Επιτροπή επανεξετάζει την καταλληλότητα της παρέκκλισης που ορίζεται στο άρθρο 496 και, κατά περίπτωση, την καταλληλότητα της επέκτασης αυτού του είδους αντιμετώπισης και σε άλλες μορφές καλυμμένων ομολόγων. Βάσει της ανωτέρω επανεξετάσεως, η Επιτροπή μπορεί, εφόσον κριθεί σκόπιμο, να εκδώσει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 462 για να καταστήσει μόνιμη αυτή την παρέκκλιση ή να υποβάλει νομοθετικές προτάσεις για την επέκτασή της σε άλλες μορφές καλυμμένων ομολόγων.

    Άρθρο 504

    Κεφαλαιακά μέσα που έχουν αναληφθεί από δημόσιες αρχές σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης

    Έως την 31η Δεκεμβρίου 2016 και κατόπιν διαβούλευσης με την ΕΑΤ, η Επιτροπή υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο έκθεση, συνοδευόμενη ενδεχομένως από κατάλληλες προτάσεις, όπου εξετάζει αν πρέπει να τροποποιηθεί ή να αρθεί η αντιμετώπιση που προβλέπεται στο άρθρο 31.

    Άρθρο 505

    Επανεξέταση της μακροχρόνιας χρηματοδότησης

    Έως την 31η Δεκεμβρίου 2014, η Επιτροπή υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο έκθεση, συνοδευόμενη ενδεχομένως από κατάλληλες προτάσεις, σχετικά με την καταλληλότητα των απαιτήσεων του παρόντος κανονισμού υπό το πρίσμα της ανάγκης να διασφαλιστούν επαρκή επίπεδα χρηματοδότησης για όλες τις μορφές μακροχρόνιας χρηματοδότησης της οικονομίας, περιλαμβανομένων των κρίσιμων έργων υποδομής στην Ένωση στον τομέα των μεταφορών, της ενέργειας και των επικοινωνιών.

    Άρθρο 506

    Πιστωτικός κίνδυνος — ορισμός της αθέτησης

    Έως την 31η Δεκεμβρίου 2017, η ΕΑΤ υποβάλλει στην Επιτροπή έκθεση σχετικά με τον αντίκτυπο που έχει η πρόβλεψη 180 ημερών καθυστέρησης αντί 90 ημερών, όπως προβλέπεται στο άρθρο 178 παράγραφος 1 στοιχείο β), στα σταθμισμένα ως προς τον κίνδυνο ποσά των ανοιγμάτων και τη σκοπιμότητα της διατήρησης της διάταξης αυτής σε ισχύ πέραν της 31ης Δεκεμβρίου 2019.

    Βάσει της εν λόγω έκθεσης, η Επιτροπή μπορεί να υποβάλλει νομοθετική πρόταση τροποποίησης του παρόντος κανονισμού.

    Άρθρο 507

    Μεγάλα χρηματοδοτικά ανοίγματα

    Έως την 31η Δεκεμβρίου 2015, η Επιτροπή επανεξετάζει την εφαρμογή του άρθρου 400 παράγραφος 1 στοιχείο ι) και του άρθρου 400 παράγραφος 2, μελετώντας, μεταξύ άλλων, κατά πόσον οι εξαιρέσεις που καθορίζονται στο άρθρο 400 παράγραφος 2 πρέπει να είναι επιλεκτικές, και εκπονεί σχετική έκθεση, την οποία υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο συνοδευόμενη, εφόσον κριθεί σκόπιμο, από νομοθετική πρόταση.

    Όσον αφορά την ενδεχόμενη κατάργηση της εθνικής διακριτικής ευχέρειας που προβλέπεται στο άρθρο 400 παράγραφος 2 στοιχείο γ) και τη δυνατότητα εφαρμογής της ευχέρειας αυτής σε επίπεδο ΕΕ, η επανεξέταση λαμβάνει ιδίως υπόψη την αποτελεσματικότητα της διαχείρισης κινδύνου από τον όμιλο ενώ παράλληλα διασφαλίζει την ύπαρξη επαρκών ασφαλιστικών δικλίδων για τη χρηματοοικονομική σταθερότητα σε όλα τα κράτη μέλη όπου έχει την καταστατική της έδρα μια οντότητα που ανήκει σε όμιλο.

    Άρθρο 508

    Επίπεδο εφαρμογής

    1.   Έως την 31η Δεκεμβρίου 2014, η Επιτροπή εξετάζει την εφαρμογή του πρώτου μέρους τίτλος ΙΙ και του άρθρου 113 παράγραφοι 6 και 7 και εκπονεί σχετική έκθεση, την οποία υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο συνοδευόμενη, εάν κριθεί σκόπιμο, από νομοθετική πρόταση.

    2.   Έως την 31η Δεκεμβρίου 2015, η Επιτροπή εκπονεί έκθεση όπου εξετάζει κατά πόσον και πώς θα πρέπει να εφαρμόζεται στις επιχειρήσεις επενδύσεων η απαίτηση κάλυψης της ρευστότητας που αναφέρεται στο έκτο μέρος και, κατόπιν διαβουλεύσεως με την ΕΑΤ, υποβάλλει την εν λόγω έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο συνοδευόμενη, εάν κριθεί σκόπιμο, από νομοθετική πρόταση.

    3.   Έως την 31η Δεκεμβρίου 2015, η Επιτροπή, κατόπιν διαβούλευσης με την ΕΑΤ και την ΕΑΚΑΑ και κατόπιν συζητήσεων με τις αρμόδιες αρχές, υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο έκθεση σχετικά με ένα κατάλληλο σύστημα προληπτικής εποπτείας των επιχειρήσεων επενδύσεων και των επιχειρήσεων που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 2) στοιχεία β) και γ). Εφόσον κρίνεται σκόπιμο, η έκθεση ακολουθείται από νομοθετική πρόταση.

    Άρθρο 509

    Απαιτήσεις ρευστότητας

    1.   Η ΕΑΤ παρακολουθεί και αξιολογεί τις αναφορές που υποβάλλονται σύμφωνα με το άρθρο 415 παράγραφος 1 για τα διάφορα νομίσματα και τα διάφορα επιχειρηματικά μοντέλα. Κατόπιν διαβουλεύσεως με το ΕΣΣΚ, τους εκτός χρηματοπιστωτικού τομέα τελικούς χρήστες, τον τραπεζικό κλάδο, τις αρμόδιες αρχές και τις κεντρικές τράπεζες του ΕΣΚΤ, ετησίως και για πρώτη φορά έως την 31η Δεκεμβρίου 2013, η ΕΑΤ υποβάλλει έκθεση στην Επιτροπή όπου εξετάζει αν ο προσδιορισμός της γενικής απαίτησης κάλυψης έναντι του κινδύνου ρευστότητας που προβλέπεται στο έκτο μέρος με βάση τα στοιχεία που κοινοποιούνται σύμφωνα με το έκτο μέρος τίτλος ΙΙ και το παράρτημα ΙΙΙ, είτε μεμονωμένα είτε συσσωρευτικά, θα ήταν πιθανό να έχει ουσιαστικές αρνητικές επιπτώσεις στη δραστηριότητα και το προφίλ κινδύνου των εγκατεστημένων στην Ένωση ιδρυμάτων ή στη σταθερότητα και την ομαλή λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών ή στην οικονομία και τη σταθερότητα στην παροχή του τραπεζικού δανεισμού, με ιδιαίτερη έμφαση στη δανειοδότηση ΜΜΕ και τη χρηματοδότηση του εμπορίου, συμπεριλαμβανομένης της δανειοδότησης στο πλαίσιο επίσημων προγραμμάτων ασφάλισης εξαγωγικών πιστώσεων.

    Στην κατά το πρώτο εδάφιο αναφορά λαμβάνονται δεόντως υπόψη οι αγορές και οι διεθνείς κανονιστικές εξελίξεις, καθώς και οι αλληλεπιδράσεις της απαίτησης για την κάλυψη κινδύνου ρευστότητας με άλλες απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας που προβλέπονται από τον παρόντα κανονισμό, όπως οι δείκτες κεφαλαίου που βασίζονται σε κίνδυνο όπως καθορίζονται στο άρθρο 92 και ο δείκτης μόχλευσης.

    Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο έχουν τη δυνατότητα να διατυπώσουν τις απόψεις τους επί της έκθεσης που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο.

    2.   Στην έκθεση που αναφέρεται στην παράγραφο 1, η ΕΑΤ αξιολογεί ιδιαίτερα τα ακόλουθα:

    α)

    την πρόβλεψη μηχανισμών για τον περιορισμό της αξίας των εισροών ρευστότητας, ιδίως για τον καθορισμό κατάλληλου ανώτατου ορίου εισροών και των όρων για την εφαρμογή του, λαμβανομένων υπόψη διαφορετικών επιχειρηματικών μοντέλων, περιλαμβανομένης της χρηματοδότησης άμεσης επανεκχώρησης, της πρακτόρευσης, της χρηματοδοτικής μίσθωσης, των καλυμμένων ομολόγων, των στεγαστικών δανείων, της έκδοσης καλυμμένων ομολόγων, καθώς και τον βαθμό στον οποίο το εν λόγω ανώτατο όριο θα πρέπει να τροποποιηθεί ή να απαλειφθεί λόγω των ιδιαιτεροτήτων της ειδικής χρηματοδότησης,

    β)

    τη διαμόρφωση των εισροών και των εκροών που αναφέρονται στο έκτος μέρος τίτλος ΙΙ, ιδίως δυνάμει του άρθρου 422 παράγραφος 7 και του άρθρου 425 παράγραφος 2.

    γ)

    την πρόβλεψη μηχανισμών που περιορίζουν την κάλυψη των απαιτήσεων ρευστότητας από ορισμένες κατηγορίες ρευστών στοιχείων ενεργητικού, με ιδιαίτερη έμφαση στην αξιολόγηση της κατάλληλης ελάχιστης ποσοστιαίας αναλογίας ρευστών στοιχείων ενεργητικού που αναφέρονται στο άρθρο 416 παράγραφος 1 στοιχεία α), β) και γ) προς το σύνολο των ρευστών στοιχείων, στην εξέταση ορίου ανερχόμενου στο 60 % και στη συνεκτίμηση των διεθνών κανονιστικών εξελίξεων. Τα οφειλόμενα στοιχεία ενεργητικού με προθεσμία λήξης ή εξαγοράς εντός 30 ημερολογιακών ημερών δεν θα πρέπει να συνυπολογίζονται στο όριο εκτός εάν αποκτήθηκαν έναντι εξασφάλισης που είναι επίσης αποδεκτή δυνάμει του άρθρου 416 παράγραφος 1 στοιχεία α), β) και γ),

    δ)

    την πρόβλεψη ειδικών χαμηλότερων συντελεστών εκροών και/ή υψηλότερων συντελεστών εισροών για τις ροές εντός του ιδίου ομίλου, προσδιορίζοντας τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες θα δικαιολογούνταν από εποπτική άποψη τέτοιοι ειδικοί συντελεστές εισροών και εκροών και περιγράφοντας αδρομερώς μια μέθοδο που θα χρησιμοποιεί αντικειμενικά κριτήρια και παραμέτρους γα τον καθορισμό ειδικών επιπέδων εισροών και εκροών μεταξύ του ιδρύματος και του αντισυμβαλλομένου όταν δεν έχουν την έδρα τους στο ίδιο κράτος μέλος,

    ε)

    τη διαμόρφωση των ποσοστών αναλήψεων που εφαρμόζονται στις μη αναληφθείσες δεσμευμένες πιστωτικές και ταμειακές διευκολύνσεις που εμπίπτουν στο άρθρο 424 παράγραφοι 3 και 5. Συγκεκριμένα, η ΕΑΤ αξιολογεί το ποσοστό ανάληψης 100 %,

    στ)

    τον ορισμό της λιανικής κατάθεσης, όπως αναφέρεται στο άρθρο 411 σημείο 2), και ιδίως τη σκοπιμότητα θέσπισης ορίου για τις καταθέσεις των φυσικών προσώπων,

    ζ)

    την ανάγκη θέσπισης νέας κατηγορίας καταθέσεων λιανικής με χαμηλότερες εκροές, υπό το πρίσμα των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών των καταθέσεων αυτών που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν χαμηλότερο ποσοστό εκροών και λαμβανομένων υπόψη των διεθνών εξελίξεων,

    η)

    παρεκκλίσεις από τις απαιτήσεις σχετικά με τη σύνθεση των ρευστών στοιχείων ενεργητικού που θα πρέπει να διατηρούν τα ιδρύματα, εφόσον σε ένα δεδομένο νόμισμα οι συνολικές δικαιολογημένες ανάγκες του ιδρύματος για ρευστά στοιχεία ενεργητικού υπερβαίνουν τη διαθεσιμότητα των εν λόγω ρευστών στοιχείων ενεργητικού, καθώς και των προϋποθέσεων στις οποίες θα πρέπει να υπόκεινται οι παρεκκλίσεις αυτές,

    θ)

    τον ορισμό των συμβατών με τη σαρία χρηματοπιστωτικών προϊόντων ως μέσων εναλλακτικών των στοιχείων ενεργητικού που θα ήταν αποδεκτά ως ρευστά στοιχεία ενεργητικού για τους σκοπούς του άρθρου 416, για χρήση από τις τράπεζες συμβατών προς τη σαρία,

    ι)

    τον καθορισμό των ακραίων συνθηκών, περιλαμβανομένων και αρχών για τη χρήση του αποθέματος ρευστών στοιχείων ενεργητικού και των απαραίτητων εποπτικών ενεργειών, υπό τις οποίες τα ιδρύματα θα μπορούσαν να κάνουν χρήση των ρευστών στοιχείων ενεργητικού για την κάλυψη εκροών ρευστότητας, καθώς και του τρόπου αντιμετώπισης περιπτώσεων μη συμμόρφωσης,

    ια)

    τον ορισμό της καθιερωμένης λειτουργικής σχέσης για τα πρόσωπα που δεν είναι χρηματοπιστωτικοί πελάτες η οποία αναφέρεται στο άρθρο 422 παράγραφος 3 στοιχείο γ),

    ιβ)

    τη διαμόρφωση του ποσοστού εκροών για τις υπηρεσίες τραπεζικής μέσω ανταποκριτών ή στις υπηρεσίες βασικής μεσολάβησης το οποίο αναφέρεται στο άρθρο 422 παράγραφος 4 πρώτο εδάφιο,

    ιγ)

    μηχανισμούς για να γίνονται αποδεκτά, βάσει του προϋφιστάμενου καθεστώτος, ως στοιχεία ενεργητικού εξαιρετικά υψηλής ρευστότητας και πιστωτικής ποιότητας, τουλάχιστον έως το Δεκέμβριο του 2023, ομόλογα με εγγύηση του Δημοσίου που εκδίδονται προς πιστωτικά ιδρύματα στο πλαίσιο μέτρων κρατικής στήριξης, με ενωσιακή έγκριση της κρατικής ενίσχυσης, όπως τα ομόλογα που εκδίδονται από τον Εθνικό Φορέα Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων στην Ιρλανδία και από την Ισπανική Εταιρεία Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων στην Ισπανία, με σκοπό την απομάκρυνση προβληματικών στοιχείων του ενεργητικού από τους ισολογισμούς των πιστωτικών ιδρυμάτων.

    3.   Έως την 31η Δεκεμβρίου 2013, η ΕΑΤ, κατόπιν διαβούλευσης με την ΕΑΚΑΑ και την ΕΚΤ, υποβάλλει έκθεση στην Επιτροπή σχετικά με τη θέσπιση κατάλληλων ενιαίων ορισμών της υψηλής και της εξαιρετικά υψηλής ρευστότητας και της πιστωτικής ποιότητας των μεταβιβάσιμων στοιχείων ενεργητικού για τους σκοπούς του άρθρου 416 και τον καθορισμό κατάλληλων ποσοστών περικοπής για στοιχεία ενεργητικού που θα ήταν αποδεκτά ως ρευστά στοιχεία ενεργητικού για τους σκοπούς του άρθρου 416, εξαιρουμένων των στοιχείων ενεργητικού που αναφέρονται στο άρθρο 416 παράγραφος 1 στοιχεία α), β) και γ).

    Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να διατυπώσουν τις απόψεις τους επί της εν λόγω έκθεσης.

    Στην έκθεση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο εξετάζονται ακόμη:

    α)

    άλλες κατηγορίες στοιχείων ενεργητικού, ιδίως οι διασφαλιζόμενοι με ενυπόθηκα στεγαστικά δάνεια τίτλοι υψηλής ρευστότητας και πιστωτικής ποιότητας,

    β)

    άλλες κατηγορίες τίτλων ή δανείων αποδεκτών από τις κεντρικές τράπεζες, όπως, λ.χ., τα ομόλογα τοπικών κυβερνήσεων και τα εμπορικά χρεόγραφα, και

    γ)

    άλλα στοιχεία ενεργητικού μη αποδεκτά από τις κεντρικές τράπεζες αλλά εμπορεύσιμα, όπως, λ.χ., οι εισηγμένες σε αναγνωρισμένο χρηματιστήριο μετοχές, ο χρυσός, τα συνδεδεμένα με κύριο δείκτη μετοχικά προιόντα, τα εγγυημένα ομόλογα, τα καλυμμένα ομόλογα, τα εταιρικά ομόλογα και τα επενδυτικά κεφάλαια που βασίζονται στα εν λόγω στοιχεία ενεργητικού.

    4.   Στην έκθεση που αναφέρεται στην παράγραφο 3 εξετάζεται αν και σε ποιον βαθμό οι ανοικτές πιστωτικές διευκολύνσεις που αναφέρονται στο άρθρο 416 παράγραφος 1 στοιχείο ε) θα πρέπει να περιληφθούν στα ρευστά στοιχεία ενεργητικού υπό το πρίσμα των διεθνών εξελίξεων και λαμβανομένων υπόψη των ευρωπαϊκών ιδιαιτεροτήτων, περιλαμβανομένου του τρόπου άσκησης της νομισματικής πολιτικής στην Ένωση.

    Συγκεκριμένα, η ΕΑΤ εξετάζει την επάρκεια των ακόλουθων κριτηρίων και τα κατάλληλα επίπεδα για τους σχετικούς ορισμούς:

    α)

    ελάχιστος όγκος συναλλαγών των στοιχείων ενεργητικού,

    β)

    ελάχιστος όγκος των εν κυκλοφορία στοιχείων ενεργητικού,

    γ)

    διαφανή τιμολόγηση και πληροφόρηση μετά τη συναλλαγή,

    δ)

    βαθμίδες πιστωτικής ποιότητας που αναφέρονται στο τρίτο μέρος τίτλος ΙΙ κεφάλαιο 2,

    ε)

    αποδεδειγμένο ιστορικό σταθερότητας τιμών,

    στ)

    μέσος όγκος διαπραγμάτευσης και μέσο μέγεθος συναλλαγών,

    ζ)

    μέγιστη απόκλιση μεταξύ τιμής αγοράς και τιμής πώλησης,

    η)

    διάστημα που απομένει μέχρι τη λήξη,

    θ)

    ελάχιστος δείκτης κύκλου εργασιών.

    5.   Έως την 31η Ιανουαρίου 2014, η ΕΑΤ υποβάλλει επιπλέον έκθεση σχετικά με τα εξής:

    α)

    ενιαίους ορισμούς της υψηλής και εξαιρετικά υψηλής ρευστότητας και πιστωτικής ποιότητας,

    β)

    τις ενδεχόμενες ακούσιες συνέπειες του ορισμού των ρευστών στοιχείων ενεργητικού στην άσκηση της νομισματικής πολιτικής και τον βαθμό στον οποίο:

    i)

    ένας κατάλογος ρευστών στοιχείων ενεργητικού που δεν συνδέεται με τον κατάλογο των αποδεκτών από τις κεντρικές τράπεζες στοιχείων ενεργητικού θα μπορούσε να δώσει κίνητρο στα ιδρύματα να υποβάλλουν αποδεκτά στοιχεία ενεργητικού που δεν καλύπτονται από τον ορισμό των ρευστών στοιχείων ενεργητικού σε πράξεις αναχρηματοδότησης,

    ii)

    το ρυθμιστικό πλαίσιο για τη ρευστότητα θα μπορούσε να αποθαρρύνει τα ιδρύματα από το να δανείζουν ή να δανείζονται στις μη εξασφαλισμένες χρηματαγορές, και κατά πόσον αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει στην αμφισβήτηση της στόχευσης του δείκτη ΕΟΝΙΑ κατά την υλοποίηση της νομισματικής πολιτικής,

    iii)

    η εφαρμογή της απαίτησης για την κάλυψη κινδύνου ρευστότητας θα έκανε δυσχερέστερη για τις κεντρικές τράπεζες την εξασφάλιση της σταθερότητας των τιμών με τη χρήση του ισχύοντος πλαισίου και μέσων της νομισματικής πολιτικής,

    γ)

    τις λειτουργικές απαιτήσεις για τα ρευστά διαθέσιμα, όπως αναφέρονται στο άρθρο 417 στοιχεία β) έως στ), σύμφωνα με τις διεθνείς κανονιστικές εξελίξεις.

    Άρθρο 510

    Απαιτήσεις καθαρής σταθερής χρηματοδότησης

    1.   Έως την 31η Δεκεμβρίου 2015, η ΕΑΤ υποβάλλει έκθεση στην Επιτροπή, βάσει των στοιχείων που αναφέρονται σύμφωνα με το έκτος μέρος τίτλος III, όπου εξετάζει αν και πώς θα πρέπει να διασφαλιστεί η χρήση σταθερών πηγών χρηματοδότησης από τα ιδρύματα, συμπεριλαμβανομένης αξιολόγησης των επιπτώσεων στη δραστηριότητα και το προφίλ κινδύνου των εγκατεστημένων στην Ένωση ιδρυμάτων, στις χρηματοπιστωτικές αγορές ή στην οικονομία και τον τραπεζικό δανεισμό, με ιδιαίτερη έμφαση στη δανειοδότηση ΜΜΕ και τη χρηματοδότηση του εμπορίου, συμπεριλαμβανομένης της δανειοδότησης στο πλαίσιο επίσημων προγραμμάτων ασφάλισης εξαγωγικών πιστώσεων και χρηματοδοτικών μοντέλων άμεσης επανεκχώρησης, συμπεριλαμβανομένων των ισοπόσως χρηματοδοτούμενων ενυπόθηκων δανείων. Ειδικότερα, η ΕΑΤ αναλύει τον αντίκτυπο των σταθερών πηγών χρηματοδότησης στις αναχρηματοδοτικές δομές των διάφορων τραπεζικών μοντέλων στην Ένωση.

    2.   Έως την 31η Δεκεμβρίου 2015, η ΕΑΤ, κατόπιν διαβούλευσης με την ΕΣΣΚ, υποβάλλει επίσης έκθεση στην Επιτροπή, βάσει των στοιχείων που αναφέρονται σύμφωνα με το έκτο μέρος τίτλος ΙΙΙ και σύμφωνα με τους ενιαίους μορφοτύπους αναφορών που αναφέρονται στο άρθρο 415 παράγραφος 3 στοιχείο α), σχετικά με τις μεθοδολογίες για τον καθορισμό του ποσού της σταθερής χρηματοδότησης που είναι διαθέσιμη για τα ιδρύματα και την οποία χρειάζονται τα ιδρύματα καθώς και σχετικά με κατάλληλους ενιαίους ορισμούς για τον υπολογισμό της απαίτησης καθαρής σταθερής χρηματοδότησης. Εξετάζονται κυρίως τα ακόλουθα:

    α)

    οι κατηγορίες και οι σταθμίσεις που εφαρμόζονται στις πηγές σταθερής χρηματοδότησης κατά το άρθρο 427 παράγραφος 1,

    β)

    οι κατηγορίες και οι σταθμίσεις που εφαρμόζονται για τον προσδιορισμό της απαίτησης σταθερής χρηματοδότησης κατά το άρθρο 428 παράγραφος 1,

    γ)

    αν οι μεθοδολογίες προσφέρουν κίνητρα και αντικίνητρα, κατά περίπτωση, για την ενθάρρυνση μιας σταθερότερης μακροπρόθεσμης χρηματοδότησης στοιχείων ενεργητικού, επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, επενδύσεων και χρηματοδότησης των ιδρυμάτων,

    δ)

    η ανάγκη ανάπτυξης διαφορετικών μεθοδολογιών για διαφορετικά είδη ιδρυμάτων.

    3.   Έως την 31η Δεκεμβρίου 2016, η Επιτροπή, εφόσον το κρίνει σκόπιμο και αφού συνεκτιμήσει τις εκθέσεις που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2, λαμβάνοντας πλήρως υπόψη την πολυμορφία του τραπεζικού κλάδου στην Ένωση, υποβάλλει νομοθετική πρόταση στο Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σχετικά με τον τρόπο διασφάλισης της χρήσης σταθερών πηγών χρηματοδότησης από τα ιδρύματα.

    Άρθρο 511

    Μόχλευση

    1.   Βάσει των αποτελεσμάτων της έκθεσης της παραγράφου 3, η Επιτροπή υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο έως την 31η Δεκεμβρίου 2016 έκθεση σχετικά με τις επιπτώσεις και την αποτελεσματικότητα του δείκτη μόχλευσης.

    2.   Εάν κριθεί απαραίτητο, η έκθεση συνοδεύεται από νομοθετική πρόταση σχετικά με τον καθορισμό κατάλληλου αριθμού επιπέδων του δείκτη μόχλευσης που θα πρέπει να επιτυγχάνουν τα ιδρύματα που εφαρμόζουν διαφορετικά επιχειρηματικά μοντέλα, την κατάλληλη βαθμονόμηση των επιπέδων αυτών και τυχόν κατάλληλες προσαρμογές του μέτρου του κεφαλαίου και του μέτρου του συνολικού ανοίγματος όπως αναφέρονται στο άρθρο 429, μαζί με σχετικά μέτρα ευελιξίας, εφόσον απαιτούνται, συμπεριλαμβανομένων κατάλληλων τροποποιήσεων του άρθρου 458 για την εισαγωγή του δείκτη μόχλευσης εντός του πεδίου εφαρμογής των μέτρων που περιλαμβάνονται στο εν λόγω άρθρο.

    3.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, η ΕΑΤ υποβάλλει έκθεση στην Επιτροπή το αργότερο έως την 31η Δεκεμβρίου 2016, τουλάχιστον σχετικά με τα εξής:

    α)

    αν το πλαίσιο για τον δείκτη μόχλευσης, όπως προβλέπεται στον παρόντα κανονισμό και στα άρθρα 87 και 98 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, είναι το κατάλληλο εργαλείο για την εξάλειψη του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης από μέρους των ιδρυμάτων κατά τρόπο και σε βαθμό ικανοποιητικό,

    β)

    τον προσδιορισμό επιχειρηματικών μοντέλων όπου να αντικατοπτρίζεται το συνολικό προφίλ κινδύνου των ιδρυμάτων και τη θέσπιση διαφοροποιημένων επιπέδων του δείκτη μόχλευσης για τα επιχειρηματικά μοντέλα αυτά,

    γ)

    αν οι απαιτήσεις που προβλέπονται στα άρθρα 76 και 87 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ σύμφωνα με τα άρθρα 73 και 97 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ για την αντιμετώπιση του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης επαρκούν για τη διασφάλιση της άρτιας διαχείρισης του εν λόγω κινδύνου από τα ιδρύματα και, εάν όχι, ποιες περαιτέρω ενισχύσεις απαιτούνται για την επίτευξη των ανωτέρω στόχων,

    δ)

    αν είναι αναγκαίες αλλαγές —και, εάν ναι, ποιες— της μεθοδολογίας υπολογισμού που αναφέρεται στο άρθρο 429 για τη διασφάλιση της χρήσης του δείκτη μόχλευσης ως κατάλληλου δείκτη του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης που διατρέχει ένα ίδρυμα,

    ε)

    αν, στο πλαίσιο του υπολογισμού του μέτρου του συνολικού ανοίγματος του δείκτη μόχλευσης, η αξία του ανοίγματος των συμβολαίων που απαριθμούνται στο παράρτημα ΙΙ η οποία προσδιορίζεται μέσω της μεθόδου αρχικού ανοίγματος διαφέρει ουσιωδώς από την αξία του ανοίγματος που προσδιορίζεται μέσω της μεθόδου βάσει καθημερινής αποτίμησης,

    στ)

    εάν η χρησιμοποίηση είτε των ιδίων κεφαλαίων είτε του κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 ως μέτρου του κεφαλαίου του δείκτη μόχλευσης θα ήταν καταλληλότερη για την παρακολούθηση του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης και, εάν ναι, ποια θα ήταν η κατάλληλη διαμόρφωση του δείκτη μόχλευσης,

    ζ)

    αν ο συντελεστής μετατροπής που αναφέρεται στο άρθρο 429 παράγραφος 10 στοιχείο α) για τις μη αναληφθείσες πιστωτικές διευκολύνσεις, οι οποίες μπορούν να ακυρώνονται άνευ όρων ανά πάσα στιγμή και χωρίς προειδοποίηση, είναι επαρκώς συντηρητικός βάσει των στοιχείων που συγκεντρώθηκαν κατά τη διάρκεια της περιόδου παρατήρησης,

    η)

    αν η συχνότητα και ο μορφότυπος για τη δημοσιοποίηση των στοιχείων που αναφέρονται στο άρθρο 451 είναι κατάλληλοι,

    θ)

    ποιο θα ήταν το κατάλληλο επίπεδο του δείκτη μόχλευσης για καθένα από τα επιχειρηματικά μοντέλα που προσδιορίζονται σύμφωνα με το σημείο β),

    ι)

    αν θα πρέπει να οριστεί ένα εύρος τιμών για κάθε επίπεδο του δείκτη μόχλευσης,

    ια)

    αν για τη θέσπιση του δείκτη μόχλευσης ως απαίτησης για τα ιδρύματα θα απαιτούνταν αλλαγές στο πλαίσιο του δείκτη μόχλευσης που προβλέπεται από τον παρόντα κανονισμό και εάν ναι, ποιες είναι αυτές οι αλλαγές,

    ιβ)

    αν η θέσπιση του δείκτη μόχλευσης ως απαίτησης για τα ιδρύματα θα περιόριζε αποτελεσματικά τον κίνδυνο υπερβολικής μόχλευσης για τα εν λόγω ιδρύματα· εάν ναι, αν το επίπεδο του δείκτη μόχλευσης θα έπρεπε να είναι το ίδιο για όλα τα ιδρύματα ή αν θα έπρεπε να καθορίζεται σύμφωνα με το προφίλ κινδύνου, το επιχειρηματικό μοντέλο και το μέγεθος των ιδρυμάτων, καθώς και ποια πρόσθετη διαμόρφωση ή μεταβατική περίοδος θα ήταν εν προκειμένω απαραίτητη.

    4.   Η έκθεση που αναφέρεται στην παράγραφο 3 καλύπτει τουλάχιστον την περίοδο από 1η Ιανουαρίου 2014 έως την 30ή Ιουνίου 2016 και λαμβάνει υπόψη τουλάχιστον τα κατωτέρω στοιχεία:

    α)

    τον αντίκτυπο της θέσπισης του δείκτη μόχλευσης, όπως προσδιορίζεται δυνάμει του άρθρου 429, ως απαίτησης που οφείλουν να πληρούν τα ιδρύματα:

    i)

    τις χρηματοπιστωτικές αγορές γενικότερα και στις αγορές συμφωνιών επαναγοράς, παραγώγων και καλυμμένων ομολόγων ειδικότερα,

    ii)

    την ανθεκτικότητα των ιδρυμάτων,

    iii)

    τα επιχειρηματικά μοντέλα και τις δομές του ισολογισμού των ιδρυμάτων· ιδίως όσον αφορά τα επιχειρηματικά πεδία χαμηλού κινδύνου, όπως οι προνομιακές πιστώσεις από δημόσιες αναπτυξιακές τράπεζες, τα δημοτικά δάνεια, η χρηματοδότηση ακινήτων κατοικίας και άλλα πεδία χαμηλού κινδύνου που ρυθμίζονται από την εθνική νομοθεσία,

    iv)

    τη μεταφορά των ανοιγμάτων σε οντότητες που δεν υπόκεινται σε προληπτική εποπτεία,

    v)

    τη χρηματοπιστωτική καινοτομία και ιδιαίτερα την ανάπτυξη μέσων με ενσωματωμένη μόχλευση,

    vi)

    τη συμπεριφορά των ιδρυμάτων όσον αφορά την ανάληψη κινδύνων,

    vii)

    τις δραστηριότητες εκκαθάρισης, διακανονισμού και φύλαξης και τη λειτουργία κεντρικού αντισυμβαλλομένου,

    viii)

    την κυκλικότητα του μέτρου του κεφαλαίου και του μέτρου του συνολικού ανοίγματος του δείκτη μόχλευσης,

    ix)

    τον τραπεζικό δανεισμό, με ιδιαίτερη έμφαση στη δανειοδότηση ΜΜΕ, τοπικών αρχών, περιφερειακών κυβερνήσεων και φορέων του δημόσιου τομέα, καθώς και τη χρηματοδότηση του εμπορίου, συμπεριλαμβανομένης και της δανειοδότησης στο πλαίσιο επίσημων προγραμμάτων ασφάλισης εξαγωγικών πιστώσεων,

    β)

    την αλληλεπίδραση του δείκτη μόχλευσης με τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων βάσει κινδύνου και τις απαιτήσεις ρευστότητας που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό,

    γ)

    τον αντίκτυπο που έχουν στη συγκρισιμότητα του δείκτη μόχλευσης οι λογιστικές διαφορές μεταξύ των εφαρμοστέων λογιστικών προτύπων που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1606/2002, των εφαρμοστέων λογιστικών προτύπων που προβλέπονται στην οδηγία 86/635/ΕΟΚ και άλλων εφαρμοστέων λογιστικών πλαισίων και άλλων σχετικών λογιστικών πλαισίων.

    Άρθρο 512

    Ανοίγματα σε μεταφερόμενο πιστωτικό κίνδυνο

    Έως την 31η Δεκεμβρίου 2014, η Επιτροπή υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο έκθεση σχετικά με την εφαρμογή και την αποτελεσματικότητα των διατάξεων του πέμπτου μέρους στο πλαίσιο των διεθνών εξελίξεων της αγοράς.

    Άρθρο 513

    Μακροπροληπτικοί κανόνες

    1.   Έως την 30ή Ιουνίου 2014, η Επιτροπή επανεξετάζει, κατόπιν διαβουλεύσεως με το ΕΣΣΚ και την ΕΑΤ, αν οι μακροπροληπτικοί κανόνες που περιέχονται στον παρόντα κανονισμό και την οδηγία 2013/36/ΕΕ επαρκούν για τον μετριασμό των συστηματικών κινδύνων σε τομείς, περιφέρειες και κράτη μέλη, αξιολογώντας μεταξύ άλλων:

    α)

    αν τα υφιστάμενα μακροπροληπτικά εργαλεία που περιλαμβάνονται στον παρόντα κανονισμό και την οδηγία 2013/36/ΕΕ είναι αποδοτικά, αποτελεσματικά και διαφανή,

    β)

    αν η κάλυψη και οι ενδεχόμενοι βαθμοί αλληλοεπικάλυψης μεταξύ των διάφορων μακροπροληπτικών εργαλείων για την αντιμετώπιση παρόμοιων κινδύνων τα οποία περιλαμβάνονται στον παρόντα κανονισμό και την οδηγία 2013/36/ΕΕ επαρκούν και, εάν κριθεί σκόπιμο, προτείνει νέους μακροπροληπτικούς κανόνες,

    γ)

    πώς αλληλεπιδρούν τα διεθνώς συμφωνηθέντα πρότυπα για τα συστημικά ιδρύματα με τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού και της οδηγίας 2013/36/ΕΕ και, εάν κριθεί σκόπιμο, προτείνει νέους κανόνες που να λαμβάνουν υπόψη τα εν λόγω διεθνώς συμφωνηθέντα πρότυπα.

    2.   Έως τις 31 Δεκεμβρίου 2014, η Επιτροπή, βάσει διαβουλεύσεως με το ΕΣΣΚ και την ΕΑΤ, υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο έκθεση σχετικά με την αξιολόγηση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 και, εφόσον κριθεί σκόπιμο, υποβάλλει νομοθετική πρόταση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

    Άρθρο 514

    Πιστωτικός κίνδυνος αντισυμβαλλομένου και μέθοδος αρχικού ανοίγματος

    Έως την 31η Δεκεμβρίου 2016, η Επιτροπή εξετάζει την εφαρμογή του άρθρου 275 και εκπονεί σχετική έκθεση, την οποία υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο, συνοδευόμενη, εφόσον κριθεί σκόπιμο, από νομοθετική πρόταση.

    Άρθρο 515

    Παρακολούθηση και αξιολόγηση

    1.   Η ΕΑΤ, μαζί με την ΕΑΚΑΑ, έως 2η Ιανουαρίου 2015 εκπονεί έκθεση σχετικά με τη λειτουργία του παρόντος κανονισμού σε σχέση με τις συναφείς υποχρεώσεις που πηγάζουν από τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 648/2012 και ιδίως όσον αφορά τα ιδρύματα που διαχειρίζονται κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, ώστε να αποφευχθεί η αλληλοεπικάλυψη των απαιτήσεων για τις πράξεις σε παράγωγα και, με τον τρόπο αυτό, να αποφευχθεί η αύξηση του ρυθμιστικού κινδύνου και των εξόδων παρακολούθησης από τις αρμόδιες αρχές.

    2.   Η ΕΑΤ παρακολουθεί και αξιολογεί τη λειτουργία των διατάξεων σχετικά με τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για ανοίγματα έναντι κεντρικού αντισυμβαλλομένου, όπως ορίζονται στο τρίτο μέρος τίτλος ΙΙ κεφάλαιο 6 τμήμα 9. Έως την 1η Ιανουαρίου 2015, η ΕΑΤ υποβάλλει έκθεση στην Επιτροπή σχετικά με τις επιπτώσεις και την αποτελεσματικότητα των διατάξεων αυτών.

    3.   Έως την 31η Δεκεμβρίου 2016, η Επιτροπή εξετάζει την εναρμόνιση του παρόντος κανονισμού με τις συναφείς υποχρεώσεις που πηγάζουν από τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 648/2012, καθώς και τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων που προβλέπονται στο τρίτο μέρος τίτλος ΙΙ κεφάλαιο 6 τμήμα 9 και εκπονεί σχετική έκθεση, την οποία υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, συνοδευόμενη, εφόσον κριθεί σκόπιμο, από νομοθετική πρόταση.

    Άρθρο 516

    Μακροχρόνια χρηματοδότηση

    Έως την 31η Δεκεμβρίου 2015, η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση σχετικά με την επίπτωση του παρόντος κανονισμού στην ενθάρρυνση των μακροχρόνιων επενδύσεων σε υποδομές που προωθούν την ανάπτυξη.

    Άρθρο 517

    Ορισμός του αποδεκτού κεφαλαίου

    Έως την 31η Δεκεμβρίου 2014, η Επιτροπή εξετάζει την καταλληλότητα του ορισμού του αποδεκτού κεφαλαίου που εφαρμόζεται για τους σκοπούς του δεύτερου μέρους τίτλος ΙΙΙ και του τέταρτου μέρους και εκπονεί σχετική έκθεση, την οποία υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, συνοδευόμενη, εφόσον κριθεί σκόπιμο, από νομοθετική πρόταση.

    Άρθρο 518

    Επανεξέταση των κεφαλαιακών μέσων που μπορούν να υποτιμηθεί ή να μετατραπεί κατά τη χρονική στιγμή της μη βιωσιμότητας

    Έως την 31η Δεκεμβρίου 2015, η Επιτροπή επανεξετάζει και εκπονεί έκθεση σχετικά με το κατά πόσον θα πρέπει να περιέχεται στον παρόντα κανονισμό απαίτηση που να ορίζει ότι τα πρόσθετα κεφαλαιακά μέσα της κατηγορίας 1 ή τα κεφαλαιακά μέσα της κατηγορίας 2 πρέπει να υποτιμούνται σε περίπτωση που διαπιστώνεται ότι ένα ίδρυμα δεν είναι πλέον βιώσιμο. Η Επιτροπή υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο την έκθεση αυτή, συνοδευόμενη, εφόσον κρίνεται σκόπιμο, από νομοθετική πρόταση.

    Άρθρο 519

    Αφαίρεση περιουσιακών στοιχείων συνταξιοδοτικών ταμείων προκαθορισμένων παροχών από τα στοιχεία κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1

    Έως τις 30 Ιουνίου 2014, η ΕΑΤ εκπονεί έκθεση σχετικά με το κατά πόσο οδηγεί σε αδικαιολόγητη μεταβλητότητα των ίδιων πόρων των ιδρυμάτων το ΔΛΠ 19, σε συνάρτηση με τη μείωση των καθαρών στοιχείων ενεργητικού που αφορούν τα συνταξιοδοτικά ταμεία όπως αναφέρεται στο άρθρο 36 παράγραφος 1 στοιχείο ε) και τις μεταβολές των καθαρών υποχρεώσεων που αφορούν τα συνταξιοδοτικά ταμεία.

    Λαμβάνοντας υπόψη την έκθεση της ΕΑΤ, η Επιτροπή, έως τις 31 Δεκεμβρίου 2014, υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο έκθεση σχετικά με το ζήτημα που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο, μαζί με νομοθετική πρόταση, εφόσον κριθεί σκόπιμο, προκειμένου να θεσπιστεί αντιμετώπιση που προσαρμόζει τα στοιχεία ενεργητικού ή τις υποχρεώσεις των συνταξιοδοτικών ταμείων προκαθορισμένων καθαρών παροχών για τον υπολογισμό των ιδίων κεφαλαίων.

    ΤΙΤΛΟΣ III

    ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ

    Άρθρο 520

    Τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012

    Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 648/2012 τροποποιείται ως εξής:

    1)

    προστίθεται το ακόλουθο κεφάλαιο στον τίτλο IV:

    «ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

    Υπολογισμοί και υποβολή εκθέσεων για τους σκοπούς του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013

    Άρθρο 50α

    Υπολογισμός του KCCP

    1.   Για τους σκοπούς του άρθρου 308 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26η Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων (38), σε περίπτωση που κεντρικός αντισυμβαλλόμενος έχει λάβει ειδοποίηση κατά το άρθρο 301 παράγραφος 2 στοιχείο β) του εν λόγω κανονισμού, υπολογίζει το KCCP ως ορίζεται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου για όλες τις συμβάσεις και τις συναλλαγές που εκκαθαρίζει για όλα τα εκκαθαριστικά μέλη του που καλύπτονται από το δεδομένο κεφάλαιο εκκαθάρισης.

    2.   Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος υπολογίζει το υποθετικό κεφάλαιο (KCCP) ως εξής:

    Formula

    όπου:

    EBRMi

    =

    αξία του ανοίγματος πριν από τη μείωση του κινδύνου, η οποία ισούται με την αξία του ανοίγματος του κεντρικού αντισυμβαλλομένου έναντι του εκκαθαριστικού μέλους i που προκύπτει από τις συμβάσεις και τις συναλλαγές με το εν λόγω εκκαθαριστικό μέλος, υπολογιζόμενη χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η εξασφάλιση που παρέχεται από το εν λόγω εκκαθαριστικό μέλος,

    IMi

    =

    το αρχικό περιθώριο που παρέχεται στον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο από το εκκαθαριστικό μέλος i,

    DFi

    =

    η προχρηματοδοτούμενη εισφορά του εκκαθαριστικού μέλους i,

    RW

    =

    συντελεστής στάθμισης κινδύνου 20 %,

    δείκτης κεφαλαίου

    =

    8 %.

    3.   Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος αναλαμβάνει τον υπολογισμό που απαιτείται δυνάμει της παραγράφου 2 τουλάχιστον μία φορά το τρίμηνο ή συχνότερα εάν απαιτείται από τις αρμόδιες αρχές των εκκαθαριστικών μελών του που είναι ιδρύματα.

    4.   Η ΕΑΤ αναπτύσσει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να εξειδικεύσει τα ακόλουθα στοιχεία για τους σκοπούς της παραγράφου 3:

    α)

    τη συχνότητα και τις ημερομηνίες υπολογισμού που ορίζεται στην παράγραφο 2,

    β)

    τις καταστάσεις στις οποίες η αρμόδια αρχή ενός ιδρύματος που ενεργεί ως εκκαθαριστικό μέλος μπορεί να απαιτεί υψηλότερη συχνότητα υπολογισμού και κοινοποίησης από αυτήν που αναφέρεται στο στοιχείο α).

    Η ΕΑΤ υποβάλλει το εν λόγω σχέδιο εκτελεστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως την 1η Ιανουαρίου 2014.

    Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

    Άρθρο 50β

    Γενικοί κανόνες για τον υπολογισμό του KCCP

    1.   Για τους σκοπούς του υπολογισμού που προβλέπονται στο άρθρο 50α παράγραφος 2, ισχύουν τα εξής:

    α)

    ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος υπολογίζει την αξία των ανοιγμάτων που έχει έναντι των εκκαθαριστικών μελών του ως εξής:

    i)

    τα ανοίγματα που προκύπτουν από συμβάσεις και συναλλαγές απαριθμούμενες στο άρθρο 301 παράγραφος 1 στοιχεία α) και δ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

    ii)

    τα ανοίγματα που προκύπτουν από συμβάσεις και συναλλαγές απαριθμούμενες στο άρθρο 301 παράγραφος 1 στοιχεία β), γ) και ε) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 υπολογίζονται σύμφωνα με την αναλυτική μέθοδο χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων που ορίζεται στο άρθρο 223 του εν λόγω κανονισμού με τους εποπτικούς συντελεστές προσαρμογής που ορίζονται στα άρθρα 223 και 224 του εν λόγω κανονισμού. Δεν ισχύει η εξαίρεση που προβλέπεται στο άρθρο 285 παράγραφος 3 στοιχείο α) του εν λόγω κανονισμού,

    iii)

    τα ανοίγματα που προκύπτουν από συναλλαγές που δεν απαριθμούνται στο άρθρο 301 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και που ενέχουν κίνδυνο διακανονισμού μόνο υπολογίζονται σύμφωνα με το τρίτο μέρος τίτλος V του εν λόγω κανονισμού,

    β)

    για τα ιδρύματα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, τα συμψηφιστικά σύνολα είναι τα ίδια με αυτά που ορίζονται στο τρίτο μέρος τίτλος II του εν λόγω κανονισμού,

    γ)

    κατά τον υπολογισμό των αξιών που αναφέρονται στο σημείο α), ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος αφαιρεί από τα ανοίγματά του την εξασφάλιση που παρέχεται από τα εκκαθαριστικά μέλη του, μειωμένη καταλλήλως κατά τους εποπτικούς συντελεστές προσαρμογής μεταβλητότητας σύμφωνα με την αναλυτική μέθοδο χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων που ορίζεται στο άρθρο 224 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

    δ)

    ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος υπολογίζει τα ανοίγματά του για συναλλαγές χρηματοδότησης τίτλων έναντι των εκκαθαριστικών μελών του σύμφωνα με την αναλυτική μέθοδο χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων, με τους εποπτικούς συντελεστές προσαρμογής μεταβλητότητας που ορίζονται στα άρθρα 223 και 224 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

    ε)

    εάν ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος έχει ανοίγματα έναντι ενός ή περισσότερων κεντρικών αντισυμβαλλομένων, αντιμετωπίζει τα εν λόγω ανοίγματα σαν να ήταν ανοίγματα έναντι εκκαθαριστικών μελών και συμπεριλαμβάνει τυχόν περιθώρια ή προχρηματοδοτούμενες εισφορές που εισπράττει από τους εν λόγω κεντρικούς αντισυμβαλλομένους στον υπολογισμό του KCCP,

    στ)

    εάν ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος διαθέτει δεσμευτική συμβατική ρύθμιση με τα εκκαθαριστικά μέλη του η οποία του επιτρέπει να χρησιμοποιεί το σύνολο ή ένα μέρος του αρχικού περιθωρίου που εισπράττει από τα εκκαθαριστικά μέλη του σαν να ήταν προχρηματοδοτούμενες εισφορές, ο αντισυμβαλλόμενος θεωρεί το εν λόγω αρχικό περιθώριο ως προχρηματοδοτούμενες εισφορές για τους σκοπούς του υπολογισμού κατά την παράγραφο 1 και όχι ως αρχικό περιθώριο,

    ζ)

    εάν εφαρμόζει τη μέθοδο βάσει προσφυγής στην αγορά, ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος αντικαθιστά τον τύπο του άρθρου 298 παράγραφος 1 στοιχείο γ) σημείο ii) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 με τον ακόλουθο:

    Formula,

    όπου ο αριθμητής του NGR υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 274 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 ακριβώς πριν την ανταλλαγή του περιθωρίου μεταβλητότητας στο τέλος της περιόδου διακανονισμού, και ο παρονομαστής είναι το ακαθάριστο κόστος αντικατάστασης,

    η)

    εάν εφαρμόζει τη μέθοδο βάσει προσφυγής στην αγορά που ορίζεται στο άρθρο 274 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2013, ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος αντικαθιστά τον τύπο του άρθρου 298 παράγραφος 1 στοιχείο γ) σημείο ii) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 με τον ακόλουθο:

    Formula

    όπου ο αριθμητής του NGR υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 274 παράγραφος 1 του εν λόγω κανονισμού ακριβώς πριν την ανταλλαγή των περιθωρίων μεταβλητότητας στο τέλος της περιόδου διακανονισμού, και ο παρονομαστής είναι το ακαθάριστο κόστος αντικατάστασης,

    θ)

    εάν ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος δεν μπορεί να υπολογίσει την αξία του NGR όπως καθορίζεται στο άρθρο 298 παράγραφος 1 στοιχείο γ) σημείο ii) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013:

    i)

    γνωστοποιεί στα εκκαθαριστικά μέλη του που είναι ιδρύματα και στις αρμόδιες αρχές τους την αδυναμία του να υπολογίσει τον NGR και τους λόγους για τους οποίους δεν μπορεί να εκτελέσει τον υπολογισμό,

    ii)

    για μια περίοδο τριών μηνών, μπορεί να χρησιμοποιεί το 0,3 ως τιμή για τον NGR για να υπολογίζει τον PCEred που ορίζεται στο στοιχείο ζ),

    ι)

    εάν, στο τέλος της περιόδου που ορίζεται στο στοιχείο θ) σημείο ii), ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος εξακολουθεί να μην μπορεί να υπολογίσει την αξία του NGR, προβαίνει στις ακόλουθες ενέργειες:

    i)

    παύει να υπολογίζει το KCCP,

    ii)

    γνωστοποιεί στα εκκαθαριστικά μέλη του που είναι ιδρύματα και στις αρμόδιες αρχές τους το γεγονός ότι έχει παύσει να υπολογίζει το KCCP,

    ια)

    για τους σκοπούς του υπολογισμού του ενδεχόμενου μελλοντικού ανοίγματος για δικαιώματα προαίρεσης και δικαιώματα προαίρεσης επί συμφωνιών ανταλλαγής σύμφωνα με τη μέθοδο βάσει προσφυγής στην αγορά που ορίζεται στο άρθρο 274 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος πολλαπλασιάζει το ονομαστικό ποσό της σύμβασης επί την απόλυτη τιμή του δέλτα (

    Formula

    ) του δικαιώματος προαίρεσης όπως καθορίζεται στο άρθρο 280 παράγραφος 1 στοιχείο α) του εν λόγω κανονισμού,

    ιβ)

    αν ένας κεντρικός αντισυμβαλλόμενος έχει περισσότερα από ένα κεφάλαιο εκκαθάρισης, εκτελεί τον υπολογισμό που προβλέπεται στο άρθρο 50α παράγραφος 2 για κάθε κεφάλαιο εκκαθάρισης χωριστά.

    Άρθρο 50γ

    Κοινοποίηση πληροφοριών

    1.   Για τους σκοπούς του άρθρου 308 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κοινοποιεί τις κατωτέρω πληροφορίες σε όσα εκκαθαριστικά μέλη του είναι ιδρύματα και στις αρμόδιες αρχές τους:

    α)

    το υποθετικό κεφάλαιο (KCCP),

    β)

    το άθροισμα των προχρηματοδοτούμενων εισφορών (DFCM),

    γ)

    το ποσό των προχρηματοδοτούμενων χρηματοοικονομικών πόρων που απαιτείται να χρησιμοποιήσει —βάσει νόμου ή δυνάμει συμβατικής ρύθμισης με τα εκκαθαριστικά μέλη— για να καλύψει τις ζημίες που οφείλονται στην αθέτηση ενός ή περισσότερων εκ των εκκαθαριστικών μελών του πριν να χρησιμοποιήσει τις εισφορές των υπόλοιπων εκκαθαριστικών μελών στο κεφάλαιο εκκαθάρισης (DFCCP),

    δ)

    τον συνολικό αριθμό των εκκαθαριστικών μελών του (Ν),

    ε)

    τον συντελεστή συγκέντρωσης β, όπως καθορίζεται στο άρθρο 50δ,

    στ)

    το άθροισμα όλων των συμβατικά δεσμευμένων εισφορών

    Formula

    .

    Αν ένας κεντρικός αντισυμβαλλόμενος έχει περισσότερα από ένα κεφάλαια εκκαθάρισης, κοινοποιεί τις πληροφορίες που ορίζονται στο πρώτο εδάφιο για κάθε κεφάλαιο εκκαθάρισης χωριστά.

    2.   Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος γνωστοποιεί τα ανωτέρω στοιχεία στα εκκαθαριστικά μέλη του που είναι ιδρύματα τουλάχιστον μία φορά το τρίμηνο ή συχνότερα εάν απαιτείται από τις αρμόδιες αρχές των εν λόγω εκκαθαριστικών μελών.

    3.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να διευκρινίσει τα εξής:

    α)

    τον ενιαίο μορφότυπο για τους σκοπούς της κοινοποίησης που ορίζεται στην παράγραφο 1,

    β)

    τη συχνότητα και τις ημερομηνίες της κοινοποίησης που ορίζεται στην παράγραφο 2,

    γ)

    τις καταστάσεις στις οποίες η αρμόδια αρχή ενός ιδρύματος που ενεργεί ως εκκαθαριστικό μέλος μπορεί να απαιτεί υψηλότερη συχνότητα κοινοποίησης από αυτήν που αναφέρεται στο στοιχείο β).

    Η ΕΑΤ υποβάλλει το εν λόγω σχέδιο εκτελεστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως την 1η Ιανουαρίου 2014.

    Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

    Άρθρο 50δ

    Υπολογισμός ειδικών στοιχείων που κοινοποιούνται από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο

    Για τους σκοπούς του άρθρου 50γ, ισχύουν τα ακόλουθα:

    α)

    εάν οι κανόνες του κεντρικού αντισυμβαλλομένου προβλέπουν ότι χρησιμοποιεί ένα μέρος ή το σύνολο των χρηματοοικονομικών του πόρων παράλληλα με τις προχρηματοδοτούμενες εισφορές των εκκαθαριστικών μελών του κατά τρόπο που καθιστά τους πόρους αυτούς ισοδύναμους με προχρηματοδοτούμενες εισφορές εκκαθαριστικού μέλους ως προς τον τρόπο με τον οποίο απορροφούν τις ζημίες που υφίσταται ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος σε περίπτωση αθέτησης ή αφερεγγυότητας ενός ή περισσοτέρων εκ των εκκαθαριστικών μελών του, ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος προσθέτει το αντίστοιχο ποσό των πόρων αυτών στο DFCM,

    β)

    εάν οι κανόνες του κεντρικού αντισυμβαλλομένου προβλέπουν ότι χρησιμοποιεί ένα μέρος ή το σύνολο των χρηματοοικονομικών πόρων του για να καλύψει τις ζημίες που οφείλονται στην αθέτηση ενός ή περισσότερων εκ των εκκαθαριστικών μελών του αφού εξαντλήσει το κεφάλαιο εκκαθάρισής του, αλλά πριν να απαιτήσει τις συμβατικά δεσμευμένες εισφορές των εκκαθαριστικών μελών του, ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος προσθέτει το αντίστοιχο ποσό των εν λόγω πρόσθετων χρηματοοικονομικών πόρων

    Formula

    στο συνολικό ποσό των προχρηματοδοτούμενων εισφορών (DF) ως εξής:

    Formula.

    γ)

    ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος υπολογίζει τον συντελεστή συγκέντρωσης β σύμφωνα με τον ακόλουθο τύπο:

    Formula

    όπου:

    PCEred,i

    =

    το μειωμένο ποσό που αφορά το ενδεχόμενο μελλοντικό πιστωτικό άνοιγμα για όλες τις συμβάσεις και συναλλαγές ενός κεντρικού αντισυμβαλλομένου με το εκκαθαριστικό μέλος I,

    PCEred,1

    =

    το μειωμένο ποσό που αφορά το ενδεχόμενο μελλοντικό πιστωτικό άνοιγμα για όλες τις συμβάσεις και συναλλαγές ενός κεντρικού αντισυμβαλλομένου με το εκκαθαριστικό μέλος που έχει το υψηλότερο PCEred,

    PCEred,2

    =

    το μειωμένο ποσό που αφορά το ενδεχόμενο μελλοντικό πιστωτικό άνοιγμα για όλες τις συμβάσεις και συναλλαγές ενός κεντρικού αντισυμβαλλομένου με το εκκαθαριστικό μέλος που έχει το δεύτερο υψηλότερο PCEred.

    (38)  ΕΕ L 176, 27.6.2013, σ. 1","

    2)

    στο άρθρο 11 παράγραφος 15, διαγράφεται το στοιχείο β),

    3)

    στο άρθρο 89 προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

    «5α.   Έως 15 μήνες από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του τελευταίου από τα έντεκα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο τέλος της παραγράφου 3 πρώτο εδάφιο ή έως ότου να ληφθεί απόφαση δυνάμει του άρθρου 14 του εν λόγω κανονισμού σχετικά με την άδεια του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, αν συμβεί νωρίτερα, ο εν λόγω κεντρικός αντισυμβαλλόμενος εφαρμόζει την αντιμετώπιση που ορίζεται στο τρίτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου.

    Έως 15 μήνες από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του τελευταίου από τα έντεκα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο τέλος της παραγράφου 3 δεύτερο εδάφιο ή έως ότου να ληφθεί απόφαση δυνάμει του άρθρου 25 του εν λόγω κανονισμού σχετικά με την αναγνώριση του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, αν συμβεί νωρίτερα, ο εν λόγω κεντρικός αντισυμβαλλόμενος εφαρμόζει την αντιμετώπιση που ορίζεται στο τρίτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου.

    Όταν ένας κεντρικός αντισυμβαλλόμενος δεν έχει κεφάλαιο εκκαθάρισης και δεν διαθέτει δεσμευτική συμβατική ρύθμιση με τα εκκαθαριστικά μέλη του η οποία να του επιτρέπει να χρησιμοποιεί το σύνολο ή μέρος του αρχικού περιθωρίου που εισπράττει από τα εκκαθαριστικά μέλη του σαν να ήταν προχρηματοδοτούμενες εισφορές, οι πληροφορίες που κοινοποιεί σύμφωνα με το άρθρο 50γ παράγραφος 1 περιλαμβάνουν το συνολικό ποσό του αρχικού περιθωρίου που έχει εισπράξει από τα εκκαθαριστικά μέλη του (ΕΜ).

    Οι προθεσμίες στο πρώτο και δεύτερο εδάφιο της παρούσας παραγράφου μπορούν να παραταθούν για ένα επιπλέον εξάμηνο εάν η Επιτροπή έχει εκδώσει την εκτελεστική πράξη που αναφέρεται στο άρθρο 497 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.».

    ΕΝΔΕΚΑΤΟ ΜΕΡΟΣ

    ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

    Άρθρο 521

    Έναρξη ισχύος και ημερομηνία εφαρμογής

    1.   Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

    2.   Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται από 1η Ιανουαρίου 2014, με εξαίρεση:

    α)

    το άρθρο 8 παράγραφος 3, το άρθρο 21 και το άρθρο 451 παράγραφος 1, τα οποία εφαρμόζονται από την 1η Ιανουαρίου 2015,

    β)

    το άρθρο 413 παράγραφος 1, το οποίο εφαρμόζεται από την 1η Ιανουαρίου 2016,

    γ)

    τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού που απαιτούν από τις ΕΕΑ να υποβάλουν στην Επιτροπή σχέδια τεχνικών προτύπων, καθώς και τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού με τις οποίες ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση ή εκτελεστικών πράξεων, οι οποίες εφαρμόζονται από 31η Δεκεμβρίου 2014.

    Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

    Βρυξέλλες, 26 Ιουνίου 2013.

    Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

    Ο Πρόεδρος

    M. SCHULZ

    Για το Συμβούλιο

    Ο Πρόεδρος

    A. SHATTER


    (1)  ΕΕ C 105, 11.4.2012, σ. 1.

    (2)  ΕΕ C 68, 6.3.2012, σ. 39.

    (3)  EE L 177, 30.6.2006, σ. 1.

    (4)  ΕΕ L 177, 30.6.2006, σ. 201.

    (5)  Βλέπε σελίδα 338 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας.

    (6)  EE L 331, 15.12.2010, σ. 1.

    (7)  ΕΕ L 331, 15.12.2010, σ. 12.

    (8)  Απόφαση 2009/937/ΕΕ του Συμβουλίου, της 1ης Δεκεμβρίου 2009, για τη θέσπιση του εσωτερικού του κανονισμού (ΕΕ L 325, 11.12.2009, σ. 35).

    (9)  ΕΕ L 372, 31.12.1986, σ. 1.

    (10)  ΕΕ L 193, 18.7.1983, σ. 1.

    (11)  ΕΕ L 243, 11.9.2002, σ. 1.

    (12)  ΕΕ L 145, 30.4.2004, σ. 1.

    (13)  ΕΕ L 35, 11.2.2003, σ. 1.

    (14)  ΕΕ L 201, 27.7.2012, σ. 1.

    (15)  ΕΕ L 302, 17.11.2009, σ. 97.

    (16)  ΕΕ L 281 της 23.11.1995, σ. 31.

    (17)  ΕΕ L 8 της 12.1.2001, σ. 1.

    (18)  ΕΕ L 55, 28.2.2011, σ. 13.

    (19)  ΕΕ C 175, 19.6.2012, σ. 1.

    (20)  ΕΕ L 335, 17.12.2009, σ. 1.

    (21)  ΕΕ L 302, 17.11.2009, σ. 32.

    (22)  ΕΕ L 174, 1.7.2011, σ. 1.

    (23)  ΕΕ L 319, 5.12.2007, σ. 1.

    (24)  ΕΕ L 222, 14.8.1978, σ. 11.

    (25)  ΕΕ L 302, 17.11.2009, σ. 1.

    (26)  ΕΕ L 331, 15.12.2010, σ. 48.

    (27)  ΕΕ L 331, 15.12.2010, σ. 84.

    (28)  ΕΕ L 141, 11.6.1993, σ. 1.

    (29)  ΕΕ L 250, 2.10.2003, σ. 10.

    (30)  ΕΕ L 135, 31.5.1994, σ. 5.

    (31)  ΕΕ C 119, 25.4.2013, σ. 1.

    (32)  ΕΕ L 3, 7.1.2004, σ. 36.

    (33)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1126/2008 της Επιτροπής, της 3ης Νοεμβρίου 2008, για την υιοθέτηση ορισμένων διεθνών λογιστικών προτύπων σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1606/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 320, 29.11.2008, σ. 1).

    (34)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1205/2011 της Επιτροπής, της 22ας Νοεμβρίου 2011, σχετικά με την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1126/2008 για την υιοθέτηση ορισμένων διεθνών λογιστικών προτύπων σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1606/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά το Διεθνές Πρότυπο Χρηματοοικονομικής Αναφοράς (ΔΠΧΑ) 7 (ΕΕ L 305, 23.11.2011, σ. 16).

    (35)  ΕΕ L 141, 11.6.1993, σ. 27.

    (36)  ΕΕ L 126, 26.5.2000, σ. 1.

    (37)  ΕΕ L 124, 20.5.2003, σ. 36.


    ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι

    Ταξινόμηση των εκτός ισολογισμού στοιχείων

    1.

    Υψηλός κίνδυνος:

    α)

    εγγυήσεις που αποτελούν υποκατάστατα πιστώσεων (π.χ. εγγυήσεις για την καλή πληρωμή πιστωτικών διευκολύνσεων),

    β)

    πιστωτικά παράγωγα,

    γ)

    τίτλοι αποδοχής,

    δ)

    οπισθογραφήσεις αξιογράφων που δεν φέρουν την υπογραφή άλλου ιδρύματος,

    ε)

    συναλλαγές με δικαίωμα προσφυγής υπέρ του αγοραστή (π.χ. πρακτόρευση, διευκολύνσεις προεξόφλησης τιμολογίων),

    στ)

    ανέκκλητες ενέγγυες πιστώσεις εν αναμονή που αποτελούν υποκατάστατα πιστώσεων,

    ζ)

    στοιχεία ενεργητικού που έχουν αγοραστεί βάσει συμφωνιών μελλοντικής αγοράς,

    η)

    καταθέσεις προθεσμίας επί προθεσμία,

    θ)

    μη καταβληθέν τμήμα μερικώς πληρωθέντων τίτλων και μετοχών,

    ι)

    συμφωνίες προσωρινής εκχώρησης όπως αναφέρεται στο άρθρο 12 παράγραφοι 3 και 5 της οδηγίας 86/635/ΕΟΚ,

    ια)

    άλλα στοιχεία που ενέχουν επίσης υψηλό κίνδυνο.

    2.

    Μέτριος κίνδυνος:

    α)

    εκτός ισολογισμού στοιχεία χρηματοδότησης του εμπορίου, ιδίως πιστώσεις έναντι φορτωτικών εγγράφων που έχουν εκδοθεί ή βεβαιωθεί (βλέπε επίσης «μέτριο/χαμηλό κίνδυνο»),

    β)

    άλλα στοιχεία εκτός ισολογισμού:

    i)

    εγγυήσεις φορτωτικής, τελωνειακές εγγυήσεις και εγγυήσεις καταβολής φόρου,

    ii)

    μη αναληφθείσες πιστωτικές διευκολύνσεις (υποχρεώσεις δανεισμού, αγοράς τίτλων, παροχής εγγυήσεων και διευκολύνσεις αποδοχής) με αρχική ληκτότητα μεγαλύτερη του ενός έτους,

    iii)

    διευκολύνσεις έκδοσης αξιών (NIF) και ανανεούμενες ασφαλιστικές διευκολύνσεις (RUF),

    iv)

    άλλα στοιχεία που ενέχουν επίσης μέτριο κίνδυνο και όπως κοινοποιούνται στην ΕΑΤ.

    3.

    Μέτριος/χαμηλός κίνδυνος:

    α)

    εκτός ισολογισμού στοιχεία χρηματοδότησης του εμπορίου:

    i)

    πιστώσεις έναντι φορτωτικών εγγράφων, στις οποίες τα εμπορεύματα χρησιμεύουν ως πρόσθετη εγγύηση και άλλες αυτοεξοφλούμενες συναλλαγές,

    ii)

    εγγυήσεις (περιλαμβανομένων των εγγυήσεων συμμετοχής σε διαγωνισμό και καλής εκτέλεσης και συναφών εγγυήσεων προκαταβολών και παρακράτησης) και εγγυήσεις που δεν αποτελούν υποκατάστατα πιστώσεων,

    iii)

    ανέκκλητες ενέγγυες πιστώσεις εν αναμονή που δεν αποτελούν υποκατάστατα πιστώσεων,

    β)

    άλλα στοιχεία εκτός ισολογισμού:

    i)

    μη αναληφθείσες πιστωτικές διευκολύνσεις που περιλαμβάνουν υποχρεώσεις δανειοδότησης, αγοράς τίτλων, παροχής εγγυήσεων και διευκολύνσεις αποδοχής με αρχική ληκτότητα ενός έτους κατ’ ανώτατο όριο που δεν μπορούν να ακυρωθούν άνευ όρων ανά πάσα στιγμή και χωρίς προειδοποίηση ή δεν προβλέπουν αυτόματη ακύρωση εξαιτίας της χειροτέρευσης της φερεγγυότητας του δανειολήπτη,

    ii)

    άλλα στοιχεία που ενέχουν επίσης μέτριο/χαμηλό κίνδυνο και όπως κοινοποιούνται στην ΕΑΤ.

    4.

    Χαμηλός κίνδυνος:

    α)

    μη αναληφθείσες πιστωτικές διευκολύνσεις που περιλαμβάνουν υποχρεώσεις δανειοδότησης, αγοράς τίτλων, παροχής εγγυήσεων και διευκολύνσεις αποδοχής που μπορούν να ακυρωθούν άνευ όρων ανά πάσα στιγμή και χωρίς προειδοποίηση ή προβλέπουν αυτόματη ακύρωση εξαιτίας της χειροτέρευσης της φερεγγυότητας του δανειολήπτη. Πιστωτικά όρια λιανικής τραπεζικής μπορούν να θεωρηθούν ως ακυρώσιμα άνευ όρων όταν οι όροι επιτρέπουν στο ίδρυμα να τα ακυρώσει έως το ανώτατο επιτρεπόμενο ποσό βάσει της νομοθεσίας για την προστασία του καταναλωτή και της συναφούς νομοθεσίας,

    β)

    μη αναληφθείσες πιστωτικές διευκολύνσεις για εγγυήσεις συμμετοχής σε διαγωνισμό και καλής εκτέλεσης που μπορούν να ακυρωθούν άνευ όρων ανά πάσα στιγμή και χωρίς προειδοποίηση ή προβλέπουν αυτόματη ακύρωση εξαιτίας της επιδείνωσης της φερεγγυότητας του δανειολήπτη και

    γ)

    άλλα στοιχεία που ενέχουν επίσης χαμηλό κίνδυνο και όπως κοινοποιούνται στην ΕΑΤ.


    ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙ

    Είδη παραγώγων

    1.

    Συμβάσεις επιτοκίου:

    α)

    συμφωνίες ανταλλαγής επιτοκίων στο ίδιο νόμισμα (single-currency interest rate swaps),

    β)

    συμφωνίες ανταλλαγής κυμαινόμενων επιτοκίων διαφορετικής βάσης (basis swaps),

    γ)

    προθεσμιακές συμφωνίες επιτοκίου (forward rate agreements),

    δ)

    συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης επιτοκίου (interest rate futures),

    ε)

    αγορασθέντα δικαιώματα προαίρεσης επιτοκίου (interest rate options purchased),

    στ)

    άλλες συμβάσεις παρεμφερούς φύσεως.

    2.

    Συμβάσεις συναλλάγματος και συμβάσεις χρυσού:

    α)

    συμφωνίες ανταλλαγής επιτοκίων σε διαφορετικά νομίσματα (cross-currency interest-rate swaps),

    β)

    προθεσμιακές πράξεις συναλλάγματος (forward foreign-exchange contracts),

    γ)

    συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης συναλλάγματος (currency futures),

    δ)

    αγορασθέντα δικαιώματα προαίρεσης συναλλάγματος (currency options purchased),

    ε)

    άλλες συμβάσεις παρεμφερούς φύσεως,

    στ)

    συμβάσεις χρυσού παρεμφερείς με εκείνες των στοιχείων α) έως ε).

    3.

    Συμβάσεις παρεμφερούς φύσεως με εκείνες της παραγράφου 1 στοιχεία α) έως ε) του παρόντος παραρτήματος και της παραγράφου 2 στοιχεία α) έως δ) του παρόντος παραρτήματος επί άλλων στοιχείων αναφοράς ή επί δεικτών. Τούτο περιλαμβάνει, τουλάχιστον, όλα τα μέσα που απαριθμούνται στο παράρτημα I τμήμα Γ σημεία 4 έως 7, 9 και 10 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ και τα οποία δεν περιλαμβάνονται άλλως στην παράγραφο 1 ή 2 του παρόντος παραρτήματος.


    ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙΙ

    Στοιχεία που υπόκεινται σε συμπληρωματική αναφορά ρευστών στοιχείων ενεργητικού

    1.

    Μετρητά.

    2.

    Ανοίγματα έναντι κεντρικών τραπεζών, στον βαθμό που τα εν λόγω ανοίγματα μπορούν να αναληφθούν σε περιόδους ακραίων συνθηκών.

    3.

    Κινητές αξίες που αντιπροσωπεύουν απαιτήσεις επί ή απαιτήσεις καλυπτόμενες από την εγγύηση κρατών, κεντρικών τραπεζών, οντοτήτων του ευρύτερου δημοσίου τομέα, περιφερειών με δημοσιονομική αυτονομία επιβολής και συλλογής φόρων και τοπικών αρχών, της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών, του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, της Ευρωπαϊκής Ένωσης, του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας ή πολυμερών τραπεζών ανάπτυξης και ικανοποιούν όλες τις κατωτέρω προϋποθέσεις:

    α)

    λαμβάνουν συντελεστή στάθμισης κινδύνου 0 % δυνάμει του τρίτου μέρους τίτλος ΙΙΙ κεφάλαιο 2,

    β)

    δεν είναι υποχρέωση ιδρύματος ή συνδεδεμένης με αυτό οντότητας.

    4.

    Κινητές αξίες εκτός από αυτές που αναφέρονται στο σημείο 3, οι οποίες αντιπροσωπεύουν απαιτήσεις επί ή απαιτήσεις καλυπτόμενες από την εγγύηση κρατών ή κεντρικών τραπεζών που εκδίδονται στο εγχώριο νόμισμα του κράτους ή της κεντρικής τράπεζας, στο νόμισμα και τη χώρα όπου αναλαμβάνεται ο κίνδυνος ρευστότητας ή σε ξένο νόμισμα, στον βαθμό που η τήρηση του εν λόγω χρέους ικανοποιεί τις ανάγκες ρευστότητας των δραστηριοτήτων της τράπεζας στην εν λόγω τρίτη χώρα.

    5.

    Κινητές αξίες που αντιπροσωπεύουν απαιτήσεις επί ή απαιτήσεις καλυπτόμενες από την εγγύηση κρατών, κεντρικών τραπεζών, οντοτήτων του ευρύτερου δημοσίου τομέα, περιφερειών με δημοσιονομική αυτονομία επιβολής και συλλογής φόρων και τοπικών αρχών ή πολυμερών τραπεζών ανάπτυξης και ικανοποιούν όλες τις κατωτέρω προϋποθέσεις:

    α)

    λαμβάνουν συντελεστή στάθμισης κινδύνου 20 % δυνάμει του τρίτου μέρους τίτλος ΙΙΙ κεφάλαιο 2,

    β)

    δεν είναι υποχρέωση ιδρύματος ή συνδεδεμένης με αυτό οντότητας.

    6.

    Κινητές αξίες πλην όσων αναφέρονται στα σημεία 3, 4 και 5 οι οποίες είναι αποδεκτές για συντελεστή στάθμισης κινδύνου 20 % ή καλύτερο δυνάμει του τρίτου μέρους τίτλος ΙΙ κεφάλαιο 2 ή έχουν ισοδύναμη πιστωτική ποιότητα βάσει εσωτερικής διαβάθμισης και ικανοποιούν οποιαδήποτε από τις κατωτέρω προϋποθέσεις:

    α)

    δεν αντιπροσωπεύουν απαίτηση από ΟΕΣΤ, ίδρυμα ή οποιαδήποτε συνδεδεμένη με αυτό οντότητα,

    β)

    είναι ομολογίες επιλέξιμες για την αντιμετώπιση που προβλέπεται στο άρθρο 129 παράγραφος 4 ή 5,

    γ)

    είναι ομολογίες όπως αναφέρονται στο άρθρο 52 παράγραφος 4 της οδηγίας 2009/65/ΕΚ πλην όσων αναφέρονται στο στοιχείο β) του παρόντος σημείου.

    7.

    Κινητές αξίες πλην όσων αναφέρονται στα σημεία 3 έως 6 οι οποίες είναι αποδεκτές για συντελεστή στάθμισης κινδύνου 50 % ή καλύτερο δυνάμει του τρίτου μέρους τίτλος ΙΙ κεφάλαιο 2 ή έχουν ισοδύναμη πιστωτική ποιότητα βάσει εσωτερικής διαβάθμισης και δεν αντιπροσωπεύουν απαίτηση από ΟΕΣΤ, ίδρυμα ή οποιαδήποτε συνδεδεμένη με αυτό οντότητα.

    8.

    Κινητές αξίες πλην όσων αναφέρονται στα σημεία 3 έως 7 οι οποίες είναι εξασφαλισμένες με στοιχεία ενεργητικού επιλέξιμα για συντελεστή στάθμισης κινδύνου 35 % ή καλύτερο δυνάμει του τρίτου μέρους τίτλος ΙΙ κεφάλαιο 2 ή έχουν ισοδύναμη πιστωτική ποιότητα βάσει εσωτερικής διαβάθμισης και είναι πλήρως και απολύτως εξασφαλισμένες με υποθήκες επί ακινήτων για χρήση κατοικίας σύμφωνα με το άρθρο 125.

    9.

    Πιστωτικές διευκολύνσεις εν αναμονή που χορηγούνται από κεντρικές τράπεζες στο πλαίσιο της νομισματικής πολιτικής στον βαθμό που οι εν λόγω διευκολύνσεις δεν εξασφαλίζονται με ρευστά στοιχεία ενεργητικού και εξαιρουμένης της παροχής έκτακτης χρηματοδότησης.

    10.

    Νομικώς ή καταστατικώς προβλεπόμενες ελάχιστες καταθέσεις στο κεντρικό πιστωτικό ίδρυμα και άλλου είδους καταστατικώς προβλεπόμενη ή συμβατικώς διαθέσιμη χρηματοδότηση σε ρευστό από το κεντρικό πιστωτικό ίδρυμα ή από ιδρύματα που είναι μέλη του δικτύου που αναφέρεται στο άρθρο 113 παράγραφος 7 ή επιλέξιμα για την απαλλαγή που προβλέπεται στο άρθρο 10, στον βαθμό που η εν λόγω χρηματοδότηση δεν εξασφαλίζεται μέσω ρευστών στοιχείων ενεργητικού, εφόσον το πιστωτικό ίδρυμα ανήκει σε πλαίσιο δικτύου σύμφωνα με νομικές ή καταστατικές διατάξεις.

    11.

    Εισηγμένες σε χρηματιστήριο και εκκαθαριζόμενες σε κεντρικό επίπεδο κοινές μετοχές οι οποίες συνυπολογίζονται σε μείζονα χρηματιστηριακό δείκτη, είναι εκφρασμένες στο εγχώριο νόμισμα του κράτους μέλους και δεν έχουν εκδοθεί από ίδρυμα ή συνδεδεμένη με αυτό οντότητα.

    12.

    Χρυσός εισηγμένος σε αναγνωρισμένο χρηματιστήριο, που τηρείται υπό κοινή διαχείριση.

    Όλα τα στοιχεία εξαιρουμένων εκείνων που αναφέρονται στα σημεία 1, 2 και 9 πρέπει να πληρούν όλες τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

    α)

    η διαπραγμάτευσή τους γίνεται στο πλαίσιο συμφωνιών απλής πώλησης και επαναγοράς ή αγορών μετρητών που χαρακτηρίζονται από χαμηλό επίπεδο συγκέντρωσης,

    β)

    έχουν αποδεδειγμένο ιστορικό ως αξιόπιστη πηγή ρευστότητας είτε μέσω συμφωνίας πώλησης και επαναγοράς, ακόμα και υπό ακραίες συνθήκες αγοράς,

    γ)

    δεν είναι βεβαρημένα.


    ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙV

    Πίνακας αντιστοιχίας

    Παρών κανονισμός

    Οδηγία 2006/48/ΕΚ

    Οδηγία 2006/49/ΕΚ

    Άρθρο 1

     

     

    Άρθρο 2

     

     

    Άρθρο 3

     

     

    Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 1)

    Άρθρο 4 σημείο (1)

     

    Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 2)

     

    Άρθρο 3 παράγραφος 1 στοιχείο β)

    Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 3)

     

    Άρθρο 3 παράγραφος 1 στοιχείο γ)

    Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 4)

     

    Άρθρο 3 παράγραφος 1 στοιχείο ιστ)

    Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημεία 5) έως 7)

     

     

    Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 8)

    Άρθρο 4 σημείο (18)

     

    Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημεία 9) έως 12)

     

     

    Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 13)

    Άρθρο 4 σημείο (41)

     

    Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 14)

    Άρθρο 4 σημείο (42)

     

    Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 15)

    Άρθρο 4 σημείο (12)

     

    Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 16)

    Άρθρο 4 σημείο (13)

     

    Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 17)

    Άρθρο 4 σημείο (3)

     

    Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 18)

    Άρθρο 4 σημείο (21)

     

    Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 19)

     

     

    Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 20)

    Άρθρο 4 σημείο (19)

     

    Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 21)

     

     

    Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 22)

    Άρθρο 4 σημείο (20)

     

    Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 23)

     

     

    Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 24)

     

     

    Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 25)

     

    Άρθρο 3 παράγραφος 1 στοιχείο γ)

    Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 26)

    Άρθρο 4 σημείο (5)

     

    Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 27)

     

     

    Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 28)

    Άρθρο 4 σημείο (14)

     

    Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 29)

    Άρθρο 4 σημείο (16)

     

    Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 30)

    Άρθρο 4 σημείο (15)

     

    Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 31)

    Άρθρο 4 σημείο (17)

     

    Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημεία 32) έως 34)

     

     

    Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 35)

    Άρθρο 4 σημείο (10)

     

    Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 36)

     

     

    Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 37)

    Άρθρο 4 σημείο (9)

     

    Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 38)

    Άρθρο 4 σημείο (46)

     

    Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 39)

    Άρθρο 4 σημείο (45)

     

    Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 40)

    Άρθρο 4 σημείο (4)

     

    Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 41)

    Άρθρο 4 σημείο (48)

     

    Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 42)

    Άρθρο 4 σημείο (2)

     

    Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 43)

    Άρθρο 4 σημείο (7)

     

    Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 44)

    Άρθρο 4 σημείο (8)

     

    Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 45)

     

     

    Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 46)

    Άρθρο 4 σημείο (23)

     

    Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημεία 47) έως 49)

     

     

    Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 50)

     

    Άρθρο 3 παράγραφος 1 στοιχείο ε)

    Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 51)

     

     

    Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 52)

    Άρθρο 4 σημείο (22)

     

    Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 53)

    Άρθρο 4 σημείο (24)

     

    Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 54)

    Άρθρο 4 σημείο (25)

     

    Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 55)

    Άρθρο 4 σημείο (27)

     

    Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 56)

    Άρθρο 4 σημείο (28)

     

    Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 57)

    Άρθρο 4 σημείο (30)

     

    Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 58)

    Άρθρο 4 σημείο (31)

     

    Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 59)

    Άρθρο 4 σημείο (32)

     

    Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 60)

    Άρθρο 4 σημείο (35)

     

    Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 61)

    Άρθρο 4 σημείο (36)

     

    Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 62)

    Άρθρο 4 σημείο (40)

     

    Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 63)

    Άρθρο 4 σημείο (40α)

     

    Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 64)

    Άρθρο 4 σημείο (40β)

     

    Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 65)

    Άρθρο 4 σημείο (43)

     

    Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 66)

    Άρθρο 4 σημείο (44)

     

    Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 67)

    Άρθρο 4 σημείο (39)

     

    Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημεία 68) έως 71)

     

     

    Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 72)

    Άρθρο 4 σημείο (47)

     

    Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 73)

    Άρθρο 4 σημείο (49)

     

    Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημεία 74) έως 81)

     

     

    Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 82)

     

    Άρθρο 3 παράγραφος 1 στοιχείο ιγ)

    Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 83)

    Άρθρο 4 σημείο (33)

     

    Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημεία 84) έως 91)

     

     

    Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 92)

     

    Άρθρο 3 παράγραφος 1 στοιχείο θ)

    Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημεία 93) έως 117)

     

     

    Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 118)

     

    Άρθρο 3 παράγραφος 1 στοιχείο ιη)

    Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημεία 119) έως 128)

     

     

    Άρθρο 4 παράγραφος 2

     

     

    Άρθρο 4 παράγραφος 3

     

     

    Άρθρο 5

     

     

    Άρθρο 6 παράγραφος 1

    Άρθρο 68 παράγραφος 1

     

    Άρθρο 6 παράγραφος 2

    Άρθρο 68 παράγραφος 2

     

    Άρθρο 6 παράγραφος 3

    Άρθρο 68 παράγραφος 3

     

    Άρθρο 6 παράγραφος 4

     

     

    Άρθρο 6 παράγραφος 5

     

     

    Άρθρο 7 παράγραφος 1

    Άρθρο 69 παράγραφος 1

     

    Άρθρο 7 παράγραφος 2

    Άρθρο 69 παράγραφος 2

     

    Άρθρο 7 παράγραφος 3

    Άρθρο 69 παράγραφος 3

     

    Άρθρο 8 παράγραφος 1

     

     

    Άρθρο 8 παράγραφος 2

     

     

    Άρθρο 8 παράγραφος 3

     

     

    Άρθρο 9 παράγραφος 1

    Άρθρο 70 παράγραφος 1

     

    Άρθρο 9 παράγραφος 2)

    Άρθρο 70 παράγραφος 2

     

    Άρθρο 9 παράγραφος 3)

    Άρθρο 70 παράγραφος 3

     

    Άρθρο 10 παράγραφος 1)

    Άρθρο 3 παράγραφος 1

     

    Άρθρο 10 παράγραφος 2)

     

     

    Άρθρο 11 παράγραφος 1)

    Άρθρο 71(1)

     

    Άρθρο 11 παράγραφος 2)

    Άρθρο 71(2)

     

    Άρθρο 11 παράγραφος 3)

     

     

    Άρθρο 11 παράγραφος 4)

    Άρθρο 3 παράγραφος 2

     

    Άρθρο 11 παράγραφος 5)

     

     

    Άρθρο 12

     

     

    Άρθρο 13 παράγραφος 1)

    Άρθρο 72 παράγραφος 1

     

    Άρθρο 13 παράγραφος 2)

    Άρθρο 72 παράγραφος 2

     

    Άρθρο 13 παράγραφος 3)

    Άρθρο 72 παράγραφος 3

     

    Άρθρο 13 παράγραφος 4)

     

     

    Άρθρο 14 παράγραφος 1)

    Άρθρο 73 παράγραφος 3

     

    Άρθρο 14 παράγραφος 2)

     

     

    Άρθρο 14 παράγραφος 3)

     

     

    Άρθρο 15

     

    Άρθρο 22

    Άρθρο 16

     

     

    Άρθρο 17 παράγραφος 1)

     

    Άρθρο 23

    Άρθρο 17 παράγραφος 2)

     

     

    Άρθρο 17 παράγραφος 3)

     

     

    Άρθρο 18 παράγραφος 1

    Άρθρο 133 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο

     

    Άρθρο 18 παράγραφος 2

    Άρθρο 133 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο

     

    Άρθρο 18 παράγραφος 3

    Άρθρο 133 παράγραφος 1 τρίτο εδάφιο

     

    Άρθρο 18 παράγραφος 4

    Άρθρο 133 παράγραφος 2

     

    Άρθρο 18 παράγραφος 5

    Άρθρο 133 παράγραφος 3

     

    Άρθρο 18 παράγραφος 6

    Άρθρο 134 παράγραφος 1

     

    Άρθρο 18 παράγραφος 7

     

     

    Άρθρο 18 παράγραφος 8

    Άρθρο 134 παράγραφος 2

     

    Άρθρο 19 παράγραφος 1

    Άρθρο 73 παράγραφος 1 στοιχείο β)

     

    Άρθρο 19 παράγραφος 2

    Άρθρο 73 παράγραφος 1

     

    Άρθρο 19 παράγραφος 3

    Άρθρο 73 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο

     

    Άρθρο 20 παράγραφος 1

    Άρθρο 105 παράγραφος 3, άρθρο 129 παράγραφος 2 και παράρτημα X μέρος 3 σημεία 30 και 31

     

    Άρθρο 20 παράγραφος 2

    Άρθρο 129 παράγραφος 2 τρίτο εδάφιο

     

    Άρθρο 20 παράγραφος 3

    Άρθρο 129 παράγραφος 2 τέταρτο εδάφιο

     

    Άρθρο 20 παράγραφος 4

    Άρθρο 129 παράγραφος 2 πέμπτο εδάφιο

     

    Άρθρο 20 παράγραφος 5

     

     

    Άρθρο 20 παράγραφος 6

    Άρθρο 84(2)

     

    Άρθρο 20 παράγραφος 7

    Άρθρο 129 παράγραφος 2 έκτο εδάφιο

     

    Άρθρο 20 παράγραφος 8

    Άρθρο 129 παράγραφος 2 έβδομο και όγδοο εδάφιο

     

    Άρθρο 21 παράγραφος 1

     

     

    Άρθρο 21 παράγραφος 2

     

     

    Άρθρο 21 παράγραφος 3

     

     

    Άρθρο 21 παράγραφος 4

     

     

    Άρθρο 22

    Άρθρο 73 παράγραφος 2

     

    Άρθρο 23

     

    Άρθρο 3 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο

    Άρθρο 24

    Άρθρο 74 παράγραφος 1

     

    Άρθρο 25

     

     

    Άρθρο 26 παράγραφος 1

    Άρθρο 57 στοιχείο α)

     

    Άρθρο 26 παράγραφος 1 στοιχείο α)

    Άρθρο 57 στοιχείο α)

     

    Άρθρο 26 παράγραφος 1 στοιχείο β)

    Άρθρο 57 στοιχείο α)

     

    Άρθρο 26 παράγραφος 1 στοιχείο γ)

    Άρθρο 57 στοιχείο β)

     

    Άρθρο 26 παράγραφος 1 στοιχείο δ)

     

     

    Άρθρο 26 παράγραφος 1 στοιχείο ε)

    Άρθρο 57 στοιχείο β)

     

    Άρθρο 26 παράγραφος 1 στοιχείο στ)

    Άρθρο 57 στοιχείο γ)

     

    Άρθρο 26 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο

    Άρθρο 61 δεύτερο εδάφιο

     

    Άρθρο 26 παράγραφος 2 στοιχείο α)

    Άρθρο 57 δεύτερο, τρίτο και τέταρτο εδάφιο

     

    Άρθρο 26 παράγραφος 2 στοιχείο β)

    Άρθρο 57 δεύτερο, τρίτο και τέταρτο εδάφιο

     

    Άρθρο 26 παράγραφος 3

     

     

    Άρθρο 26 παράγραφος 4

     

     

    Άρθρο 27

     

     

    Άρθρο 28 παράγραφος 1 στοιχείο α)

     

     

    Άρθρο 28 παράγραφος 1 στοιχείο β)

    Άρθρο 57 στοιχείο α)

     

    Άρθρο 28 παράγραφος 1 στοιχείο γ)

    Άρθρο 57 στοιχείο α)

     

    Άρθρο 28 παράγραφος 1 στοιχείο δ)

     

     

    Άρθρο 28 παράγραφος 1 στοιχείο ε)

     

     

    Άρθρο 28 παράγραφος 1 στοιχείο στ)

     

     

    Άρθρο 28 παράγραφος 1 στοιχείο ζ)

     

     

    Άρθρο 28 παράγραφος 1 στοιχείο η)

     

     

    Άρθρο 28 παράγραφος 1 στοιχείο θ)

    Άρθρο 57 στοιχείο α)

     

    Άρθρο 28 παράγραφος 1 στοιχείο ι)

    Άρθρο 57 στοιχείο α)

     

    Άρθρο 28 παράγραφος 1 στοιχείο ια)

     

     

    Άρθρο 28 παράγραφος 1 στοιχείο ιβ)

     

     

    Άρθρο 28 παράγραφος 1 στοιχείο ιγ)

     

     

    Άρθρο 28 παράγραφος 2

     

     

    Άρθρο 28 παράγραφος 3

     

     

    Άρθρο 28 παράγραφος 4

     

     

    Άρθρο 28 παράγραφος 5

     

     

    Άρθρο 29

     

     

    Άρθρο 30

     

     

    Άρθρο 31

     

     

    Άρθρο 32 παράγραφος 1 στοιχείο α)

     

     

    Άρθρο 32 παράγραφος 1 στοιχείο β)

    Άρθρο 57 τέταρτο εδάφιο

     

    Άρθρο 32 παράγραφος 2

     

     

    Άρθρο 33 παράγραφος 1 στοιχείο α)

    Άρθρο 64 παράγραφος 4

     

    Άρθρο 33 παράγραφος 1 στοιχείο β)

    Άρθρο 64 παράγραφος 4

     

    Άρθρο 33 παράγραφος 1 στοιχείο γ)

     

     

    Άρθρο 33 παράγραφος 2

     

     

    Άρθρο 33 παράγραφος 3 στοιχείο α)

     

     

    Άρθρο 33 παράγραφος 3 στοιχείο β)

     

     

    Άρθρο 33 παράγραφος 3 στοιχείο γ)

     

     

    Άρθρο 33 παράγραφος 3 στοιχείο δ)

     

     

    Άρθρο 33 παράγραφος 4

     

     

    Άρθρο 34

    Άρθρο 64 παράγραφος 5

     

    Άρθρο 35

     

     

    Άρθρο 36 παράγραφος 1 στοιχείο α)

    Άρθρο 57 στοιχείο ια)

     

    Άρθρο 36 παράγραφος 1 στοιχείο β)

    Άρθρο 57 στοιχείο ι)

     

    Άρθρο 36 παράγραφος 1 στοιχείο γ)

     

     

    Άρθρο 36 παράγραφος 1 στοιχείο δ)

    Άρθρο 57 στοιχείο ιζ)

     

    Άρθρο 36 παράγραφος 1 στοιχείο ε)

     

     

    Άρθρο 36 παράγραφος 1 στοιχείο στ)

    Άρθρο 57 στοιχείο θ)

     

    Άρθρο 36 παράγραφος 1 στοιχείο ζ)

     

     

    Άρθρο 36 παράγραφος 1 στοιχείο η)

    Άρθρο 57 στοιχείο ιδ)

     

    Άρθρο 36 παράγραφος 1 στοιχείο θ)

    Άρθρο 57 στοιχείο ιγ)

     

    Άρθρο 36 παράγραφος 1 στοιχείο ι)

    Άρθρο 66 παράγραφος 2

     

    Άρθρο 36 παράγραφος 1 στοιχείο ια) σημείο i)

     

     

    Άρθρο 36 παράγραφος 1 στοιχείο ια) σημείο ii)

    Άρθρο 57 στοιχείο ιη)

     

    Άρθρο 36 παράγραφος 1 στοιχείο ια) σημείο iii)

     

     

    Άρθρο 36 παράγραφος 1 στοιχείο ια) σημείο iv)

     

     

    Άρθρο 36 παράγραφος 1 στοιχείο ια) σημείο v)

     

     

    Άρθρο 36 παράγραφος 1 στοιχείο ιβ)

    Άρθρο 61 δεύτερο εδάφιο

     

    Άρθρο 36 παράγραφος 2

     

     

    Άρθρο 36 παράγραφος 3

     

     

    Άρθρο 37

     

     

    Άρθρο 38

     

     

    Άρθρο 39

     

     

    Άρθρο 40

     

     

    Άρθρο 41

     

     

    Άρθρο 42

     

     

    Άρθρο 43

     

     

    Άρθρο 44

     

     

    Άρθρο 45

     

     

    Άρθρο 46

     

     

    Άρθρο 47

     

     

    Άρθρο 48

     

     

    Άρθρο 49 παράγραφος 1

    Άρθρο 59

     

    Άρθρο 49 παράγραφος 2

    Άρθρο 60

     

    Άρθρο 49 παράγραφος 3

     

     

    Άρθρο 49 παράγραφος 4

     

     

    Άρθρο 49 παράγραφος 5

     

     

    Άρθρο 49 παράγραφος 6

     

     

    Άρθρο 50

    Άρθρο 66 Άρθρο 57 στοιχείο γα) Άρθρο 63α

     

    Άρθρο 51

    Άρθρο 66 Άρθρο 57 στοιχείο γα) Άρθρο 63α

     

    Άρθρο 52

    Άρθρο 63α

     

    Άρθρο 53

     

     

    Άρθρο 54

     

     

    Άρθρο 55

     

     

    Άρθρο 56

     

     

    Άρθρο 57

     

     

    Άρθρο 58

     

     

    Άρθρο 59

     

     

    Άρθρο 60

     

     

    Άρθρο 61

    Άρθρο 66 Άρθρο 57 στοιχείο γα) Άρθρο 63α

     

    Άρθρο 62 στοιχείο α)

    Άρθρο 64 παράγραφος 3

     

    Άρθρο 62 στοιχείο β)

     

     

    Άρθρο 62 στοιχείο γ)

     

     

    Άρθρο 62 στοιχείο δ)

    Άρθρο 63 παράγραφος 3

     

    Άρθρο 63

    Άρθρο 63 παράγραφος 1 Άρθρο 63 παράγραφος 2 Άρθρο 64 παράγραφος 3

     

    Άρθρο 64

    Άρθρο 64 παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο στοιχείο γ)

     

    Άρθρο 65

     

     

    Άρθρο 66

    Άρθρο 57 Άρθρο 66 παράγραφος 2

     

    Άρθρο 67

    Άρθρο 57 Άρθρο 66 παράγραφος 2

     

    Άρθρο 68

     

     

    Άρθρο 69

    Άρθρο 57 Άρθρο 66 παράγραφος 2

     

    Άρθρο 70

    Άρθρο 57 Άρθρο 66 παράγραφος 2

     

    Άρθρο 71

    Άρθρο 66 Άρθρο 57 στοιχείο γα) Άρθρο 63α

     

    Άρθρο 72

    Άρθρο 57 Άρθρο 66

     

    Άρθρο 73

     

     

    Άρθρο 74

     

     

    Άρθρο 75

     

     

    Άρθρο 76

     

     

    Άρθρο 77

    Άρθρο 63α παράγραφος 2

     

    Άρθρο 78 παράγραφος 1

    Άρθρο 63α παράγραφος 2

     

    Άρθρο 78 παράγραφος 2

     

     

    Άρθρο 78 παράγραφος 3

     

     

    Άρθρο 78 παράγραφος 4

    Άρθρο 63α παράγραφος 2 τέταρτο εδάφιο

     

    Άρθρο 78 παράγραφος 5

     

     

    Άρθρο 79

    Άρθρο 58

     

    Άρθρο 80

     

     

    Άρθρο 81

    Άρθρο 65

     

    Άρθρο 82

    Άρθρο 65

     

    Άρθρο 83

     

     

    Άρθρο 84

    Άρθρο 65

     

    Άρθρο 85

    Άρθρο 65

     

    Άρθρο 86

    Άρθρο 65

     

    Άρθρο 87

    Άρθρο 65

     

    Άρθρο 88

    Άρθρο 65

     

    Άρθρο 89

    Άρθρο 120

     

    Άρθρο 90

    Άρθρο 122

     

    Άρθρο 91

    Άρθρο 121

     

    Άρθρο 92

    Άρθρο 66 Άρθρο 75

     

    Άρθρο 93παράγραφοι 1 έως 4

    Άρθρο 10 παράγραφοι 1 έως 4

     

    Άρθρο 93 παράγραφος 5

     

     

    Άρθρο 94

     

    Άρθρο 18 παράγραφοι 2 έως 4

    Άρθρο 95

     

     

    Άρθρο 96

     

     

    Άρθρο 97

     

     

    Άρθρο 98

     

    Άρθρο 24

    Άρθρο 99 παράγραφος 1

    Άρθρο 74 παράγραφος 2

     

    Άρθρο 99 παράγραφος 2

     

     

    Άρθρο 100

     

     

    Άρθρο 101 παράγραφος 1

     

     

    Άρθρο 101 παράγραφος 2

     

     

    Άρθρο 101 παράγραφος 3

     

     

    Άρθρο 102 παράγραφος 1

     

    Άρθρο 11 παράγραφος 1

    Άρθρο 102 παράγραφος 2

     

    Άρθρο 11 παράγραφος 3

    Άρθρο 102 παράγραφος 3

     

    Άρθρο 11 παράγραφος 4

    Άρθρο 102 παράγραφος 4

     

    Παράρτημα VII μέρος Γ σημείο 1

    Άρθρο 103

     

    Παράρτημα VII μέρος Α σημείο 1

    Άρθρο 104 παράγραφος 1

     

    Παράρτημα VII μέρος Δ σημείο 1

    Άρθρο 104 παράγραφος 2

     

    Παράρτημα VII μέρος Δ σημείο 2

    Άρθρο 105 παράγραφος 1

     

    Άρθρο 33 παράγραφος 1

    Άρθρο 105 παράγραφοι 2 έως 10

     

    Παράρτημα VII μέρος B σημεία 1 έως 9

    Άρθρο 105 παράγραφοι 11 έως13

     

    Παράρτημα VII μέρος B σημεία 11 έως 13

    Άρθρο 106

     

    Παράρτημα VII μέρος Γ σημεία 1 έως 3

    Άρθρο 107

    Άρθρο 76 Άρθρο 78 παράγραφος 4 και Παράρτημα III μέρος 2 σημείο 6

     

    Άρθρο 108 παράγραφος 1

    Άρθρο 91

     

    Άρθρο 108 παράγραφος 2

     

     

    Άρθρο 109

    Άρθρο 94

     

    Άρθρο 110

     

     

    Άρθρο 111

    Άρθρο 78 παράγραφοι 1 έως 3

     

    Άρθρο 112

    Άρθρο 79 παράγραφος 1

     

    Άρθρο 113 παράγραφος 1

    Άρθρο 80 παράγραφος 1

     

    Άρθρο 113 παράγραφος 2

    Άρθρο 80 παράγραφος 2

     

    Άρθρο 113 παράγραφος 3

    Άρθρο 80 παράγραφος 4

     

    Άρθρο 113 παράγραφος 4

    Άρθρο 80 παράγραφος 5

     

    Άρθρο 113 παράγραφος 5

    Άρθρο 80 παράγραφος 6

     

    Άρθρο 113 παράγραφος 6

    Άρθρο 80 παράγραφος 7

     

    Άρθρο 113 παράγραφος 7

    Άρθρο 80 παράγραφος 8

     

    Άρθρο 114

    Παράρτημα VI μέρος 1 σημεία 1 έως 5

     

    Άρθρο 115 παράγραφοι 1 έως 4

    Παράρτημα VI μέρος 1 σημεία 8 έως 11

     

    Άρθρο 115 παράγραφος 5

     

     

    Άρθρο 116 παράγραφος 1

    Παράρτημα VI μέρος 1 σημείο 14

     

    Άρθρο 116 παράγραφος 2)

    Παράρτημα VI μέρος 1 σημείο 14

     

    Άρθρο 116 παράγραφος 3)

     

     

    Άρθρο 116 παράγραφος 4)

    Παράρτημα VI μέρος 1 σημείο 15

     

    Άρθρο 116 παράγραφος 5)

    Παράρτημα VI μέρος 1 σημείο 17

     

    Άρθρο 116 παράγραφος 6)

    Παράρτημα VI μέρος 1 σημείο 17

     

    Άρθρο 117 παράγραφος 1

    Παράρτημα VI μέρος 1 σημεία 18 και 19

     

    Άρθρο 117 παράγραφος 2

    Παράρτημα VI μέρος 1 σημείο 20

     

    Άρθρο 117 παράγραφος 3

    Παράρτημα VI μέρος 1 σημείο 21

     

    Άρθρο 118

    Παράρτημα VI μέρος 1 σημείο 22

     

    Άρθρο 119 παράγραφος 1

     

     

    Άρθρο 119 παράγραφος 2

    Παράρτημα VI μέρος 1 σημεία 37 και 38

     

    Άρθρο 119 παράγραφος 3

    Παράρτημα VI μέρος 1 σημείο 40

     

    Άρθρο 119 παράγραφος 4

     

     

    Άρθρο 119 παράγραφος 5

     

     

    Άρθρο 120 παράγραφος 1

    Παράρτημα VI μέρος 1 σημείο 29

     

    Άρθρο 120 παράγραφος 2

    Παράρτημα VI μέρος 1 σημείο 31

     

    Άρθρο 120 παράγραφος 3

    Παράρτημα VI μέρος 1 σημεία 33 έως 36

     

    Άρθρο 121 παράγραφος 1

    Παράρτημα VI μέρος 1 σημείο 26

     

    Άρθρο 121 παράγραφος 2

    Παράρτημα VI μέρος 1 σημείο 25

     

    Άρθρο 121 παράγραφος 3

    Παράρτημα VI μέρος 1 σημείο 27

     

    Άρθρο 122

    Παράρτημα VI μέρος 1 σημεία 41 και 42

     

    Άρθρο 123

    Άρθρο 79 παράγραφοι 2 και 3 και παράρτημα VI μέρος 1 σημείο 43

     

    Άρθρο 124 παράγραφος 1

    Παράρτημα VI μέρος 1 σημείο 44

     

    Άρθρο 124 παράγραφος 2

     

     

    Άρθρο 124 παράγραφος 3

     

     

    Άρθρο 125 παράγραφοι 1 έως 3

    Παράρτημα VI μέρος 1 σημεία 45 έως 49

     

    Άρθρο 125 παράγραφος 4

     

     

    Άρθρο 126 παράγραφοι 1 και 2

    Παράρτημα VI μέρος 1 σημεία 51 έως 55

     

    Άρθρο 126 παράγραφοι 3 και 4

    Παράρτημα VI μέρος 1 σημεία 58 και 59

     

    Άρθρο 127 παράγραφοι 1 και 2

    Παράρτημα VI μέρος 1 σημεία 61 και 62

     

    Άρθρο 127 παράγραφοι 3 και 4

    Παράρτημα VI μέρος 1 σημεία 64 και 65

     

    Άρθρο 128 παράγραφος 1

    Παράρτημα VI μέρος 1 σημεία 66 και 76

     

    Άρθρο 128 παράγραφος 2

    Παράρτημα VI μέρος 1 σημείο 66

     

    Άρθρο 128 παράγραφος 3

     

     

    Άρθρο 129 παράγραφος 1

    Παράρτημα VI μέρος 1 σημείο 68 πρώτο και δεύτερο εδάφιο

     

    Άρθρο 129 παράγραφος 2

    Παράρτημα VI μέρος 1 σημείο 69

     

    Άρθρο 129 παράγραφος 3

    Παράρτημα VI μέρος 1 σημείο 71

     

    Άρθρο 129 παράγραφος 4

    Παράρτημα VI μέρος 1 σημείο 70

     

    Άρθρο 129 παράγραφος 5

     

     

    Άρθρο 130

    Παράρτημα VI μέρος 1 σημείο 72

     

    Άρθρο 131

    Παράρτημα VI μέρος 1 σημείο 73

     

    Άρθρο 132 παράγραφος 1

    Παράρτημα VI μέρος 1 σημείο 74

     

    Άρθρο 132 παράγραφος 2

    Παράρτημα VI μέρος 1 σημείο 75

     

    Άρθρο 132 παράγραφος 3

    Παράρτημα VI μέρος 1 σημεία 77 και 78

     

    Άρθρο 132 παράγραφος 4

    Παράρτημα VI μέρος 1 σημείο 79

     

    Άρθρο 132 παράγραφος 5

    Παράρτημα VI μέρος 1 σημεία 80 και 81

     

    Άρθρο 133 παράγραφος 1

    Παράρτημα VI μέρος 1 σημείο 86

     

    Άρθρο 133 παράγραφος 2

     

     

    Άρθρο 133 παράγραφος 3

     

     

    Άρθρο 134 παράγραφοι 1 έως 3

    Παράρτημα VI μέρος 1 σημεία 82 έως 84

     

    Άρθρο 134 παράγραφοι 4 έως 7

    Παράρτημα VI μέρος 1 σημεία 87 έως 90

     

    Άρθρο 135

    Άρθρο 81 παράγραφοι 1 2 και 4

     

    Άρθρο 136 παράγραφος 1

    Άρθρο 82 παράγραφος 1

     

    Άρθρο 136 παράγραφος 2

    Παράρτημα VI μέρος 2 σημεία 12έως 16

     

    Άρθρο 136 παράγραφος 3

    Άρθρο 150 παράγραφος 3

     

    Άρθρο 137 παράγραφος 1

    Παράρτημα VI μέρος 1 σημείο 6

     

    Άρθρο 137 παράγραφος 2

    Παράρτημα VI μέρος 1 σημείο 7

     

    Άρθρο 137 παράγραφος 3

     

     

    Άρθρο 138

    Παράρτημα VI μέρος 3 σημεία 1 έως 7

     

    Άρθρο 139

    Παράρτημα VI μέρος 3 σημεία 8 έως 17

     

    Άρθρο 140 παράγραφος 1

     

     

    Άρθρο 140 παράγραφος 2

     

     

    Άρθρο 141

     

     

    Άρθρο 142 παράγραφος 1

     

     

    Άρθρο 142 παράγραφος 2

     

     

    Άρθρο 143 παράγραφος 1

    Άρθρο 84 παράγραφος 1 και Παράρτημα VII μέρος 4 σημείο 1

     

    Άρθρο 143 παράγραφος 1

    Άρθρο 84 παράγραφος 2

     

    Άρθρο 143 παράγραφος 1

    Άρθρο 84 παράγραφος 3

     

    Άρθρο 143 παράγραφος 1

    Άρθρο 84 παράγραφος 4

     

    Άρθρο 143 παράγραφος 1

     

     

    Άρθρο 144

     

     

    Άρθρο 145

     

     

    Άρθρο 146

     

     

    Άρθρο 147 παράγραφος 1

    Άρθρο 86 παράγραφος 9

     

    Άρθρο 147παράγραφοι 2 έως 9

    Άρθρο 86 παράγραφοι 1 έως 8

     

    Άρθρο 148 παράγραφος 1

    Άρθρο 85 παράγραφος 1

     

    Άρθρο 148 παράγραφος 2

    Άρθρο 85 παράγραφος 2

     

    Άρθρο 148 παράγραφος 3

     

     

    Άρθρο 148 παράγραφος 4

    Άρθρο 85 παράγραφος 3

     

    Άρθρο 148 παράγραφος 5

     

     

    Άρθρο 148 παράγραφος 1

     

     

    Άρθρο 149

    Άρθρο 85παράγραφοι 4 και 5

     

    Άρθρο 150 παράγραφος 1

    Άρθρο 89 παράγραφος 1

     

    Άρθρο 150 παράγραφος 2

    Άρθρο 89 παράγραφος 2

     

    Άρθρο 150 παράγραφος 3

     

     

    Άρθρο 150 παράγραφος 4

     

     

    Άρθρο 151

    Άρθρο 87 παράγραφοι 1 έως 10

     

    Άρθρο 152 παράγραφοι 1 και 2

    Άρθρο 87 παράγραφος 11

     

    Άρθρο 152 παράγραφοι 3 και 4

    Άρθρο 87 παράγραφος 12

     

    Άρθρο 152 παράγραφος 5

     

     

    Άρθρο 153 παράγραφος 1

    Παράρτημα VII μέρος 1 σημείο 3

     

    Άρθρο 153 παράγραφος 2

     

     

    Άρθρο 153 παράγραφοι 3 έως 8

    Παράρτημα VII μέρος 1 σημεία 4 έως 9

     

    Άρθρο 153 παράγραφος 9

     

     

    Άρθρο 154

    Παράρτημα VII μέρος 1 σημεία 10-16

     

    Άρθρο 155 παράγραφος 1

    Παράρτημα VII μέρος 1 σημεία 17 και 18

     

    Άρθρο 155 παράγραφος 2

    Παράρτημα VII μέρος 1 σημεία 19 έως 21

     

    Άρθρο 155 παράγραφος 3)

    Παράρτημα VII μέρος 1 σημεία 22 έως 24

     

    Άρθρο 155 παράγραφος 4)

    Παράρτημα VII μέρος 1 σημεία 25 έως 26

     

    Άρθρο 156

     

     

    Άρθρο 156

    Παράρτημα VII μέρος 1 σημείο 27

     

    Άρθρο 157 παράγραφος 1)

    Παράρτημα VII μέρος 1 σημείο 28

     

    Άρθρο 157 παράγραφοι 2έως 5

     

     

    Άρθρο 158 παράγραφος 1

    Άρθρο 88 παράγραφος 2

     

    Άρθρο 158 παράγραφος 2

    Άρθρο 88 παράγραφος 3

     

    Άρθρο 158 παράγραφος 3

    Άρθρο 88 παράγραφος 4

     

    Άρθρο 158 παράγραφος 4

    Άρθρο 88 παράγραφος 6

     

    Άρθρο 158 παράγραφος 5

    Παράρτημα VII μέρος 1 σημείο 30

     

    Άρθρο 158 παράγραφος 6

    Παράρτημα VII μέρος 1 σημείο 31

     

    Άρθρο 158 παράγραφος 7

    Παράρτημα VII μέρος 1 σημείο 32

     

    Άρθρο 158 παράγραφος 8

    Παράρτημα VII μέρος 1 σημείο 33

     

    Άρθρο 158 παράγραφος 9

    Παράρτημα VII μέρος 1 σημείο 34

     

    Άρθρο 158 παράγραφος 10

    Παράρτημα VII μέρος 1 σημείο 35

     

    Άρθρο 158 παράγραφος 11

     

     

    Άρθρο 159

    Παράρτημα VII μέρος 1 σημείο 36

     

    Άρθρο 160 παράγραφος 1

    Παράρτημα VII μέρος 2 σημείο 2

     

    Άρθρο 160 παράγραφος 2

    Παράρτημα VII μέρος 2 σημείο 3

     

    Άρθρο 160 παράγραφος 3

    Παράρτημα VII μέρος 2 σημείο 4

     

    Άρθρο 160 παράγραφος 4

    Παράρτημα VII μέρος 2 σημείο 5

     

    Άρθρο 160 παράγραφος 5

    Παράρτημα VII μέρος 2 σημείο 6

     

    Άρθρο 160 παράγραφος 6

    Παράρτημα VII μέρος 2 σημείο 7

     

    Άρθρο 160 παράγραφος 7

    Παράρτημα VII μέρος 2 σημείο 7

     

    Άρθρο 161 παράγραφος 1

    Παράρτημα VII μέρος 2 σημείο 8

     

    Άρθρο 161 παράγραφος 2

    Παράρτημα VII μέρος 2 σημείο 9

     

    Άρθρο 161 παράγραφος 3

    Παράρτημα VII μέρος 2 σημείο 10

     

    Άρθρο 161 παράγραφος 4

    Παράρτημα VII μέρος 2 σημείο 11

     

    Άρθρο 162 παράγραφος 1

    Παράρτημα VII μέρος 2 σημείο 12

     

    Άρθρο 162 παράγραφος 2

    Παράρτημα VII μέρος 2 σημείο 13

     

    Άρθρο 162 παράγραφος 3

    Παράρτημα VII μέρος 2 σημείο 14

     

    Άρθρο 162 παράγραφος 4

    Παράρτημα VII μέρος 2 σημείο 15

     

    Άρθρο 162 παράγραφος 5

    Παράρτημα VII μέρος 2 σημείο 16

     

    Άρθρο 163 παράγραφος 1

    Παράρτημα VII μέρος 2 σημείο 17

     

    Άρθρο 163 παράγραφος 2

    Παράρτημα VII μέρος 2 σημείο 18

     

    Άρθρο 163 παράγραφος 3

    Παράρτημα VII μέρος 2 σημείο 19

     

    Άρθρο 163 παράγραφος 4

    Παράρτημα VII μέρος 2 σημείο 20

     

    Άρθρο 164 παράγραφος 1

    Παράρτημα VII μέρος 2 σημείο 21

     

    Άρθρο 164 παράγραφος 2

    Παράρτημα VII μέρος 2 σημείο 22

     

    Άρθρο 164 παράγραφος 3

    Παράρτημα VII μέρος 2 σημείο 23

     

    Άρθρο 164 παράγραφος 4

     

     

    Άρθρο 165 παράγραφος 1

    Παράρτημα VII μέρος 2 σημείο 24

     

    Άρθρο 165 παράγραφος 2

    Παράρτημα VII μέρος 2 σημεία 25 και 26

     

    Άρθρο 165 παράγραφος 3

    Παράρτημα VII μέρος 2 σημείο 27

     

    Άρθρο 166 παράγραφος 1

    Παράρτημα VII μέρος 3 σημείο 1

     

    Άρθρο 166 παράγραφος 2

    Παράρτημα VII μέρος 3 σημείο 2

     

    Άρθρο 166 παράγραφος 3

    Παράρτημα VII μέρος 3 σημείο 3

     

    Άρθρο 166 παράγραφος 4

    Παράρτημα VII μέρος 3 σημείο 4

     

    Άρθρο 166 παράγραφος 5

    Παράρτημα VII μέρος 3 σημείο 5

     

    Άρθρο 166 παράγραφος 6

    Παράρτημα VII μέρος 3 σημείο 6

     

    Άρθρο 166 παράγραφος 7

    Παράρτημα VII μέρος 3 σημείο 7

     

    Άρθρο 166 παράγραφος 8

    Παράρτημα VII μέρος 3 σημείο 9

     

    Άρθρο 166 παράγραφος 9

    Παράρτημα VII μέρος 3 σημείο 10

     

    Άρθρο 166 παράγραφος 10

    Παράρτημα VII μέρος 3 σημείο 11

     

    Άρθρο 167 παράγραφος 1

    Παράρτημα VII μέρος 3 σημείο 12

     

    Άρθρο 167 παράγραφος 2

     

     

    Άρθρο 168

    Παράρτημα VII μέρος 3 σημείο 13

     

    Άρθρο 169 παράγραφος 1

    Παράρτημα VII μέρος 4 σημείο 2

     

    Άρθρο 169 παράγραφος 2

    Παράρτημα VII μέρος 4 σημείο 3

     

    Άρθρο 169 παράγραφος 3

    Παράρτημα VII μέρος 4 σημείο 4

     

    Άρθρο 170 παράγραφος 1

    Παράρτημα VII μέρος 4 σημεία 5 έως 11

     

    Άρθρο 170 παράγραφος 2

    Παράρτημα VII μέρος 4 σημείο 12

     

    Άρθρο 170 παράγραφος 3

    Παράρτημα VII μέρος 4 σημεία 13 έως 15

     

    Άρθρο 170 παράγραφος 4

    Παράρτημα VII μέρος 4 σημείο 16

     

    Άρθρο 171 παράγραφος 1

    Παράρτημα VII μέρος 4 σημείο 17

     

    Άρθρο 171 παράγραφος 2

    Παράρτημα VII μέρος 4 σημείο 18

     

    Άρθρο 172 παράγραφος 1

    Παράρτημα VII μέρος 4 σημεία 19 έως 23

     

    Άρθρο 172 παράγραφος 2

    Παράρτημα VII μέρος 4 σημείο 24

     

    Άρθρο 172 παράγραφος 3

    Παράρτημα VII μέρος 4 σημείο 25

     

    Άρθρο 173 παράγραφος 1

    Παράρτημα VII μέρος 4 σημεία 26 έως 28

     

    Άρθρο 173 παράγραφος 2

    Παράρτημα VII μέρος 4 σημείο 29

     

    Άρθρο 173 παράγραφος 3

     

     

    Άρθρο 174

    Παράρτημα VII μέρος 4 σημείο 30

     

    Άρθρο 175 παράγραφος 1

    Παράρτημα VII μέρος 4 σημείο 31

     

    Άρθρο 175 παράγραφος 2

    Παράρτημα VII μέρος 4 σημείο 32

     

    Άρθρο 175 παράγραφος 3

    Παράρτημα VII μέρος 4 σημείο 33

     

    Άρθρο 175 παράγραφος 4

    Παράρτημα VII μέρος 4 σημείο 34

     

    Άρθρο 175 παράγραφος 5

    Παράρτημα VII μέρος 4 σημείο 35

     

    Άρθρο 176 παράγραφος 1

    Παράρτημα VII μέρος 4 σημείο 36

     

    Άρθρο 176 παράγραφος 2

    Παράρτημα VII μέρος 4 σημείο 37 πρώτο εδάφιο

     

    Άρθρο 176 παράγραφος 3

    Παράρτημα VII μέρος 4 σημείο 37 δεύτερο εδάφιο

     

    Άρθρο 176 παράγραφος 4

    Παράρτημα VII μέρος 4 σημείο 38

     

    Άρθρο 176 παράγραφος 5

    Παράρτημα VII μέρος 4 σημείο 39

     

    Άρθρο 177 παράγραφος 1

    Παράρτημα VII μέρος 4 σημείο 40

     

    Άρθρο 177 παράγραφος 2

    Παράρτημα VII μέρος 4 σημείο 41

     

    Άρθρο 177 παράγραφος 3

    Παράρτημα VII μέρος 4 σημείο 42

     

    Άρθρο 178 παράγραφος 1

    Παράρτημα VII μέρος 4 σημείο 44

     

    Άρθρο 178 παράγραφος 2

    Παράρτημα VII μέρος 4 σημείο 44

     

    Άρθρο 178 παράγραφος 3

    Παράρτημα VII μέρος 4 σημείο 45

     

    Άρθρο 178 παράγραφος 4

    Παράρτημα VII μέρος 4 σημείο 46

     

    Άρθρο 178 παράγραφος 5

    Παράρτημα VII μέρος 4 σημείο 47

     

    Άρθρο 178 παράγραφος 6

     

     

    Άρθρο 178 παράγραφος 7

     

     

    Άρθρο 179 παράγραφος 1

    Παράρτημα VII μέρος 4 σημείο 43 και σημεία 49 έως 56

     

    Άρθρο 179 παράγραφος 2

    Παράρτημα VII μέρος 4 σημείο 57

     

    Άρθρο 180 παράγραφος 1

    Παράρτημα VII μέρος 4 σημεία 59 έως 66

     

    Άρθρο 180 παράγραφος 2

    Παράρτημα VII μέρος 4 σημεία 67 έως 72

     

    Άρθρο 180 παράγραφος 3

     

     

    Άρθρο 181 παράγραφος 1

    Παράρτημα VII μέρος 4 σημεία 73 έως 81

     

    Άρθρο 181 παράγραφος 2

    Παράρτημα VII μέρος 4 σημείο 82

     

    Άρθρο 181 παράγραφος 3

     

     

    Άρθρο 182 παράγραφος 1

    Παράρτημα VII μέρος 4 σημεία 87 έως 92

     

    Άρθρο 182 παράγραφος 2

    Παράρτημα VII μέρος 4 σημείο 93

     

    Άρθρο 182 παράγραφος 3

    Παράρτημα VII μέρος 4 σημεία 94 και 95

     

    Άρθρο 182 παράγραφος 4

     

     

    Άρθρο 183 παράγραφος 1

    Παράρτημα VII μέρος 4 σημεία 98 έως 100

     

    Άρθρο 183 παράγραφος 2

    Παράρτημα VII μέρος 4 σημεία 101 και 102

     

    Άρθρο 183 παράγραφος 3

    Παράρτημα VII μέρος 4 σημεία 103 και 104

     

    Άρθρο 183 παράγραφος 4

    Παράρτημα VII μέρος 4 σημείο 96

     

    Άρθρο 183 παράγραφος 5

    Παράρτημα VII μέρος 4 σημείο 97

     

    Άρθρο 183 παράγραφος 6

     

     

    Άρθρο 184 παράγραφος 1

     

     

    Άρθρο 184 παράγραφος 2

    Παράρτημα VII μέρος 4 σημείο 105

     

    Άρθρο 184 παράγραφος 3

    Παράρτημα VII μέρος 4 σημείο 106

     

    Άρθρο 184 παράγραφος 4

    Παράρτημα VII μέρος 4 σημείο 107

     

    Άρθρο 184 παράγραφος 5

    Παράρτημα VII μέρος 4 σημείο 108

     

    Άρθρο 184 παράγραφος 6

    Παράρτημα VII μέρος 4 σημείο 109

     

    Άρθρο 185

    Παράρτημα VII μέρος 4 σημεία 110 έως 114

     

    Άρθρο 186

    Παράρτημα VII μέρος 4 σημείο 115

     

    Άρθρο 187

    Παράρτημα VII μέρος 4 σημείο 116

     

    Άρθρο 188

    Παράρτημα VII μέρος 4 σημεία 117 έως 123

     

    Άρθρο 189 παράγραφος 1

    Παράρτημα VII μέρος 4 σημείο 124

     

    Άρθρο 189 παράγραφος 2

    Παράρτημα VII μέρος 4 σημεία 125 και 126

     

    Άρθρο 189 παράγραφος 3

    Παράρτημα VII μέρος 4 σημείο 127

     

    Άρθρο 190 παράγραφος 1

    Παράρτημα VII μέρος 4 σημείο 128

     

    Άρθρο 190 παράγραφος 2

    Παράρτημα VII μέρος 4 σημείο 129

     

    Άρθρο 190 παράγραφοι 3 και 4

    Παράρτημα VII μέρος 4 σημείο 130

     

    Άρθρο 191

    Παράρτημα VII μέρος 4 σημείο 131

     

    Άρθρο 192

    Άρθρο 90 και Παράρτημα VIII μέρος 1 σημείο 2

     

    Άρθρο 193 παράγραφος 1

    Άρθρο 93 παράγραφος 2

     

    Άρθρο 193 παράγραφος 2

    Άρθρο 93 παράγραφος 3

     

    Άρθρο 193 παράγραφος 3

    Άρθρο 93 παράγραφος 1 και Παράρτημα VIII μέρος 3 σημείο 1

     

    Άρθρο 193 παράγραφος 4

    Παράρτημα VIII μέρος 3 σημείο 2

     

    Άρθρο 193 παράγραφος 5

    Παράρτημα VIII μέρος 5 σημείο 1

     

    Άρθρο 193 παράγραφος 6

    Παράρτημα VIII μέρος 5 σημείο 2

     

    Άρθρο 194 παράγραφος 1

    Άρθρο 92 παράγραφος 1

     

    Άρθρο 194 παράγραφος 2

    Άρθρο 92 παράγραφος 2

     

    Άρθρο 194 παράγραφος 3

    Άρθρο 92 παράγραφος 3

     

    Άρθρο 194 παράγραφος 4

    Άρθρο 92 παράγραφος 4

     

    Άρθρο 194 παράγραφος 5

    Άρθρο 92 παράγραφος 5

     

    Άρθρο 194 παράγραφος 6

    Άρθρο 92 παράγραφος 5

     

    Άρθρο 194 παράγραφος 7

    Άρθρο 92 παράγραφος 6

     

    Άρθρο 194 παράγραφος 8

    Παράρτημα VIII μέρος 2 σημείο 1

     

    Άρθρο 194 παράγραφος 9

    Παράρτημα VIII μέρος 2 σημείο 2

     

    Άρθρο 194 παράγραφος 10

     

     

    Άρθρο 195

    Παράρτημα VIII μέρος 1 σημεία 3 και 4

     

    Άρθρο 196

    Παράρτημα VIII μέρος 1 σημείο 5

     

    Άρθρο 197 παράγραφος 1

    Παράρτημα VIII μέρος 1 σημείο 7

     

    Άρθρο 197 παράγραφος 2

    Παράρτημα VIII μέρος 1 σημείο 7

     

    Άρθρο 197 παράγραφος 3

    Παράρτημα VIII μέρος 1 σημείο 7

     

    Άρθρο 197 παράγραφος 4

    Παράρτημα VIII μέρος 1 σημείο 8

     

    Άρθρο 197 παράγραφος 5

    Παράρτημα VIII μέρος 1 σημείο 9

     

    Άρθρο 197 παράγραφος 6

    Παράρτημα VIII μέρος 1 σημείο 9

     

    Άρθρο 197 παράγραφος 7

    Παράρτημα VIII μέρος 1 σημείο 10

     

    Άρθρο 197 παράγραφος 8

     

     

    Άρθρο 198 παράγραφος 1

    Παράρτημα VIII μέρος 1 σημείο 11

     

    Άρθρο 198 παράγραφος 2

    Παράρτημα VIII μέρος 1 σημείο 11

     

    Άρθρο 199 παράγραφος 1

    Παράρτημα VIII μέρος 1 σημείο 12

     

    Άρθρο 199 παράγραφος 2

    Παράρτημα VIII μέρος 1 σημείο 13

     

    Άρθρο 199 παράγραφος 3

    Παράρτημα VIII μέρος 1 σημείο 16

     

    Άρθρο 199 παράγραφος 4

    Παράρτημα VIII μέρος 1 σημεία 17 και 18

     

    Άρθρο 199 παράγραφος 5

    Παράρτημα VIII μέρος 1 σημείο 20

     

    Άρθρο 199 παράγραφος 6

    Παράρτημα VIII μέρος 1 σημείο 21

     

    Άρθρο 199 παράγραφος 7

    Παράρτημα VIII μέρος 1 σημείο 22

     

    Άρθρο 199 παράγραφος 8

     

     

    Άρθρο 200

    Παράρτημα VIII μέρος 1 σημεία 23 έως 25

     

    Άρθρο 201 παράγραφος 1

    Παράρτημα VIII μέρος 1 σημεία 26 και 28

     

    Άρθρο 201 παράγραφος 2

    Παράρτημα VIII μέρος 1 σημείο 27

     

    Άρθρο 202

    Παράρτημα VIII μέρος 1 σημείο 29

     

    Άρθρο 203

     

     

    Άρθρο 204 παράγραφος 1

    Παράρτημα VIII μέρος 1 σημεία 30 και 31

     

    Άρθρο 204 παράγραφος 2

    Παράρτημα VIII μέρος 1 σημείο 32

     

    Άρθρο 205

    Παράρτημα VIII μέρος 2 σημείο 3

     

    Άρθρο 206

    Παράρτημα VIII μέρος 2 σημεία 4 έως 5

     

    Άρθρο 207 παράγραφος 1

    Παράρτημα VIII μέρος 2 σημείο 6

     

    Άρθρο 207 παράγραφος 2

    Παράρτημα VIII μέρος 2 σημείο 6 στοιχείο α)

     

    Άρθρο 207 παράγραφος 3

    Παράρτημα VIII μέρος 2 σημείο 6 στοιχείο β)

     

    Άρθρο 207 παράγραφος 4

    Παράρτημα VIII μέρος 2 σημείο 6 στοιχείο γ)

     

    Άρθρο 207 παράγραφος 5

    Παράρτημα VIII μέρος 2 σημείο 7

     

    Άρθρο 208 παράγραφος 1

    Παράρτημα VIII μέρος 2 σημείο 8

     

    Άρθρο 208 παράγραφος 2

    Παράρτημα VIII μέρος 2 σημείο 8 στοιχείο α)

     

    Άρθρο 208 παράγραφος 3

    Παράρτημα VIII μέρος 2 σημείο 8 στοιχείο β)

     

    Άρθρο 208 παράγραφος 4

    Παράρτημα VIII μέρος 2 σημείο 8 στοιχείο γ)

     

    Άρθρο 208 παράγραφος 5

    Παράρτημα VIII μέρος 2 σημείο 8 στοιχείο δ)

     

    Άρθρο 209 παράγραφος 1

    Παράρτημα VIII μέρος 2 σημείο 9

     

    Άρθρο 209 παράγραφος 2

    Παράρτημα VIII μέρος 2 σημείο 9 στοιχείο α)

     

    Άρθρο 209 παράγραφος 3

    Παράρτημα VIII μέρος 2 σημείο 9 στοιχείο β)

     

    Άρθρο 210

    Παράρτημα VIII μέρος 2 σημείο 10

     

    Άρθρο 211

    Παράρτημα VIII μέρος 2 σημείο 11

     

    Άρθρο 212 παράγραφος 1

    Παράρτημα VIII μέρος 2 σημείο 12

     

    Άρθρο 212 παράγραφος 2

    Παράρτημα VIII μέρος 2 σημείο 13

     

    Άρθρο 213 παράγραφος 1

    Παράρτημα VIII μέρος 2 σημείο 14

     

    Άρθρο 213 παράγραφος 2

    Παράρτημα VIII μέρος 2 σημείο 15

     

    Άρθρο 213 παράγραφος 3

     

     

    Άρθρο 214 παράγραφος 1

    Παράρτημα VIII μέρος 2 σημείο 16 στοιχεία α) έως γ)

     

    Άρθρο 214 παράγραφος 2

    Παράρτημα VIII μέρος 2 σημείο 16

     

    Άρθρο 214 παράγραφος 3

    Παράρτημα VIII μέρος 2 σημείο 17

     

    Άρθρο 215 παράγραφος 1

    Παράρτημα VIII μέρος 2 σημείο 18

     

    Άρθρο 215 παράγραφος 2

    Παράρτημα VIII μέρος 2 σημείο 19

     

    Άρθρο 216 παράγραφος 1

    Παράρτημα VIII μέρος 2 σημείο 20

     

    Άρθρο 216 παράγραφος 2

    Παράρτημα VIII μέρος 2 σημείο 21

     

    Άρθρο 217 παράγραφος 1

    Παράρτημα VIII μέρος 2 σημείο 22

     

    Άρθρο 217 παράγραφος 2

    Παράρτημα VIII μέρος 2 σημείο 22 στοιχείο γ)

     

    Άρθρο 217 παράγραφος 3

    Παράρτημα VIII μέρος 2 σημείο 22 στοιχείο γ)

     

    Άρθρο 218

    Παράρτημα VIII μέρος 3 σημείο 3

     

    Άρθρο 219

    Παράρτημα VIII μέρος 3 σημείο 4

     

    Άρθρο 220 παράγραφος 1

    Παράρτημα VIII μέρος 3 σημείο 5

     

    Άρθρο 220 παράγραφος 2

    Παράρτημα VIII μέρος 3 σημεία 6 8 έως 10

     

    Άρθρο 220 παράγραφος 3

    Παράρτημα VIII μέρος 3 σημείο 11

     

    Άρθρο 220 παράγραφος 4

    Παράρτημα VIII μέρος 3 σημεία 22 και 23

     

    Άρθρο 220 παράγραφος 5

    Παράρτημα VIII μέρος 3 σημείο 9

     

    Άρθρο 221 παράγραφος 1

    Παράρτημα VIII μέρος 3 σημείο 12

     

    Άρθρο 221 παράγραφος 2

    Παράρτημα VIII μέρος 3 σημείο 12

     

    Άρθρο 221 παράγραφος 3

    Παράρτημα VIII μέρος 3 σημείοs 13 to 15

     

    Άρθρο 221 παράγραφος 4

    Παράρτημα VIII μέρος 3 σημείο 16

     

    Άρθρο 221 παράγραφος 5

    Παράρτημα VIII μέρος 3 σημεία 18 και 19

     

    Άρθρο 221 παράγραφος 6

    Παράρτημα VIII μέρος 3 σημεία 20 και 21

     

    Άρθρο 221 παράγραφος 7

    Παράρτημα VIII μέρος 3 σημείο 17

     

    Άρθρο 221 παράγραφος 8

    Παράρτημα VIII μέρος 3 σημεία 22 και 23

     

    Άρθρο 221 παράγραφος 9

     

     

    Άρθρο 222 παράγραφος 1

    Παράρτημα VIII μέρος 3 σημείο 24

     

    Άρθρο 222 παράγραφος 2

    Παράρτημα VIII μέρος 3 σημείο 25

     

    Άρθρο 222 παράγραφος 3

    Παράρτημα VIII μέρος 3 σημείο 26

     

    Άρθρο 222 παράγραφος 4

    Παράρτημα VIII μέρος 3 σημείο 27

     

    Άρθρο 222 παράγραφος 5

    Παράρτημα VIII μέρος 3 σημείο 28

     

    Άρθρο 222 παράγραφος 6

    Παράρτημα VIII μέρος 3 σημείο 29

     

    Άρθρο 222 παράγραφος 7

    Παράρτημα VIII μέρος 3 σημεία 28 και 29

     

    Άρθρο 223 παράγραφος 1

    Παράρτημα VIII μέρος 3 σημεία 30 έως 32

     

    Άρθρο 223 παράγραφος 2

    Παράρτημα VIII μέρος 3 σημείο 33

     

    Άρθρο 223 παράγραφος 3

    Παράρτημα VIII μέρος 3 σημείο 33

     

    Άρθρο 223 παράγραφος 4

    Παράρτημα VIII μέρος 3 σημείο 33

     

    Άρθρο 223 παράγραφος 5

    Παράρτημα VIII μέρος 3 σημείο 33

     

    Άρθρο 223 παράγραφος 6

    Παράρτημα VIII μέρος 3 σημεία 34 και 35

     

    Άρθρο 223 παράγραφος 7

    Παράρτημα VIII μέρος 3 σημείο 35

     

    Άρθρο 224 παράγραφος 1

    Παράρτημα VIII μέρος 3 σημείο 36

     

    Άρθρο 224 παράγραφος 2

    Παράρτημα VIII μέρος 3 σημείο 37

     

    Άρθρο 224 παράγραφος 3

    Παράρτημα VIII μέρος 3 σημείο 38

     

    Άρθρο 224 παράγραφος 4

    Παράρτημα VIII μέρος 3 σημείο 39

     

    Άρθρο 224 παράγραφος 5

    Παράρτημα VIII μέρος 3 σημείο 40

     

    Άρθρο 224 παράγραφος 6

    Παράρτημα VIII μέρος 3 σημείο 41

     

    Άρθρο 225 παράγραφος 1

    Παράρτημα VIII μέρος 3 σημεία 42 έως 46

     

    Άρθρο 225 παράγραφος 2

    Παράρτημα VIII μέρος 3 σημεία 47 έως 52

     

    Άρθρο 225 παράγραφος 3

    Παράρτημα VIII μέρος 3 σημεία 53 έως 56

     

    Άρθρο 226

    Παράρτημα VIII μέρος 3 σημείο 57

     

    Άρθρο 227 παράγραφος 1

    Παράρτημα VIII μέρος 3 σημείο 58

     

    Άρθρο 227 παράγραφος 2

    Παράρτημα VIII μέρος 3 σημείο 58 στοιχεία α) έως η)

     

    Άρθρο 227 παράγραφος 3

    Παράρτημα VIII μέρος 3 σημείο 58 στοιχείο η)

     

    Άρθρο 228 παράγραφος 1

    Παράρτημα VIII μέρος 3 σημείο 60

     

    Άρθρο 228 παράγραφος 2

    Παράρτημα VIII μέρος 3 σημείο 61

     

    Άρθρο 229 παράγραφος 1

    Παράρτημα VIII μέρος 3 σημεία 62 έως 65

     

    Άρθρο 229 παράγραφος 2

    Παράρτημα VIII μέρος 3 σημείο 66

     

    Άρθρο 229 παράγραφος 3

    Παράρτημα VIII μέρος 3 σημεία 63 και 67

     

    Άρθρο 230 παράγραφος 1

    Παράρτημα VIII μέρος 3 σημεία 68 έως 71

     

    Άρθρο 230 παράγραφος 2

    Παράρτημα VIII μέρος 3 σημείο 72

     

    Άρθρο 230 παράγραφος 3

    Παράρτημα VIII μέρος 3 σημεία 73 και 74

     

    Άρθρο 231 παράγραφος 1

    Παράρτημα VIII μέρος 3 σημείο 76

     

    Άρθρο 231 παράγραφος 2

    Παράρτημα VIII μέρος 3 σημείο 77

     

    Άρθρο 231 παράγραφος 3

    Παράρτημα VIII μέρος 3 σημείο 78

     

    Άρθρο 231 παράγραφος 1

    Παράρτημα VIII μέρος 3 σημείο 79

     

    Άρθρο 231 παράγραφος 2

    Παράρτημα VIII μέρος 3 σημείο 80

     

    Άρθρο 231 παράγραφος 3

    Παράρτημα VIII μέρος 3 σημείο 80α

     

    Άρθρο 231 παράγραφος 4

    Παράρτημα VIII μέρος 3 σημεία 81 έως 82

     

    Άρθρο 232 παράγραφος 1

    Παράρτημα VIII μέρος 3 σημείο 83

     

    Άρθρο 232 παράγραφος 2

    Παράρτημα VIII μέρος 3 σημείο 83

     

    Άρθρο 232 παράγραφος 3

    Παράρτημα VIII μέρος 3 σημείο 84

     

    Άρθρο 232 παράγραφος 4

    Παράρτημα VIII μέρος 3 σημείο 85

     

    Άρθρο 234

    Παράρτημα VIII μέρος 3 σημείο 86

     

    Άρθρο 235 παράγραφος 1

    Παράρτημα VIII μέρος 3 σημείο 87

     

    Άρθρο 235 παράγραφος 2

    Παράρτημα VIII μέρος 3 σημείο 88

     

    Άρθρο 235 παράγραφος 3

    Παράρτημα VIII μέρος 3 σημείο 89

     

    Άρθρο 236 παράγραφος 1

    Παράρτημα VIII μέρος 3 σημείο 90

     

    Άρθρο 236 παράγραφος 2

    Παράρτημα VIII μέρος 3 σημείο 91

     

    Άρθρο 236 παράγραφος 3

    Παράρτημα VIII μέρος 3 σημείο 92

     

    Άρθρο 237 παράγραφος 1

    Παράρτημα VIII μέρος 4 σημείο 1

     

    Άρθρο 237 παράγραφος 2

    Παράρτημα VIII μέρος 4 σημείο 2

     

    Άρθρο 238 παράγραφος 1

    Παράρτημα VIII μέρος 4 σημείο 3

     

    Άρθρο 238 παράγραφος 2

    Παράρτημα VIII μέρος 4 σημείο 4

     

    Άρθρο 238 παράγραφος 3

    Παράρτημα VIII μέρος 4 σημείο 5

     

    Άρθρο 239 παράγραφος 1

    Παράρτημα VIII μέρος 4 σημείο 6

     

    Άρθρο 239 παράγραφος 2

    Παράρτημα VIII μέρος 4 σημείο 7

     

    Άρθρο 239 παράγραφος 3

    Παράρτημα VIII μέρος 4 σημείο 8

     

    Άρθρο 240

    Παράρτημα VIII μέρος 6 σημείο 1

     

    Άρθρο 241

    Παράρτημα VIII μέρος 6 σημείο 2

     

    Άρθρο 242 παράγραφοι 1 έως 9

    Παράρτημα IX μέρος 1 σημείο 1

     

    Άρθρο 242 σημείο 10)

    Άρθρο 4 σημείο 37

     

    Άρθρο 242 σημείο 11)

    Άρθρο 4 σημείο 38

     

    Άρθρο 242 σημείο 12)

     

     

    Άρθρο 242 σημείο 13)

     

     

    Άρθρο 242 σημείο 14)

     

     

    Άρθρο 242 σημείο 15)

     

     

    Άρθρο 243 παράγραφος 1

    Παράρτημα IX μέρος 2 σημείο 1

     

    Άρθρο 243 παράγραφος 2

    Παράρτημα IX μέρος 2 σημείο 1a

     

    Άρθρο 243 παράγραφος 3

    Παράρτημα IX μέρος 2 σημείο 1b

     

    Άρθρο 243 παράγραφος 4

    Παράρτημα IX μέρος 2 σημείο 1c

     

    Άρθρο 243 παράγραφος 5

    Παράρτημα IX μέρος 2 σημείο 1d

     

    Άρθρο 243 παράγραφος 6

     

     

    Άρθρο 244 παράγραφος 1

    Παράρτημα IX μέρος 2 σημείο 2

     

    Άρθρο 244 παράγραφος 2

    Παράρτημα IX μέρος 2 σημείο 2α

     

    Άρθρο 244 παράγραφος 3

    Παράρτημα IX μέρος 2 σημείο 2β

     

    Άρθρο 244 παράγραφος 4

    Παράρτημα IX μέρος 2 σημείο 2γ

     

    Άρθρο 244 παράγραφος 5

    Παράρτημα IX μέρος 2 σημείο 2δ

     

    Άρθρο 244 παράγραφος 6

     

     

    Άρθρο 245 παράγραφος 1

    Άρθρο 95 παράγραφος 1

     

    Άρθρο 245 παράγραφος 2

    Άρθρο 95 παράγραφος 2

     

    Άρθρο 245 παράγραφος 3

    Άρθρο 96 παράγραφος 2

     

    Άρθρο 245 παράγραφος 4

    Άρθρο 96 παράγραφος 4

     

    Άρθρο 245 παράγραφος 5

     

     

    Άρθρο 245 παράγραφος 6

     

     

    Άρθρο 246 παράγραφος 1

    Παράρτημα IX μέρος 4 σημεία 2 και 3

     

    Άρθρο 246 παράγραφος 2

    Παράρτημα IX μέρος 4 σημείο 5

     

    Άρθρο 246 παράγραφος 3

    Παράρτημα IX μέρος 4 σημείο 5

     

    Άρθρο 247 παράγραφος 1

    Άρθρο 96 παράγραφος 3 Παράρτημα IX μέρος 4 σημείο 60

     

    Άρθρο 247 παράγραφος 2

    Παράρτημα IX μέρος 4 σημείο 61

     

    Άρθρο 247 παράγραφος 3

     

     

    Άρθρο 247 παράγραφος 4

     

     

    Άρθρο 248 παράγραφος 1

    Άρθρο 101 παράγραφος 1

     

    Άρθρο 248 παράγραφος 2

     

     

    Άρθρο 248 παράγραφος 3

    Άρθρο 101 παράγραφος 2

     

    Άρθρο 249

    Παράρτημα IX μέρος 2 σημεία 3 και 4

     

    Άρθρο 250

    Παράρτημα IX μέρος 2 σημεία 5 έως 7

     

    Άρθρο 251

    Παράρτημα IX μέρος 4 σημεία 6 έως 7

     

    Άρθρο 252

    Παράρτημα IX μέρος 4 σημείο 8

     

    Άρθρο 253 παράγραφος 1

    Παράρτημα IX μέρος 4 σημείο 9

     

    Άρθρο 253 παράγραφος 2

    Παράρτημα IX μέρος 4 σημείο 10

     

    Άρθρο 254

    Παράρτημα IX μέρος 4 σημεία 11 έως 12

     

    Άρθρο 255 παράγραφος 1

    Παράρτημα IX μέρος 4 σημείο 13

     

    Άρθρο 255 παράγραφος 2

    Παράρτημα IX μέρος 4 σημείο 15

     

    Άρθρο 256 παράγραφος 1

    Άρθρο 100 παράγραφος 1

     

    Άρθρο 256 παράγραφος 2

    Παράρτημα IX μέρος 4 σημεία 17 έως 20

     

    Άρθρο 256 παράγραφος 3

    Παράρτημα IX μέρος 4 σημείο 21

     

    Άρθρο 256 παράγραφος 4

    Παράρτημα IX μέρος 4 σημεία 22 έως 23

     

    Άρθρο 256 παράγραφος 5

    Παράρτημα IX μέρος 4 σημεία 24 έως 25

     

    Άρθρο 256 παράγραφος 6

    Παράρτημα IX μέρος 4 σημεία 26 έως 29

     

    Άρθρο 256 παράγραφος 7

    Παράρτημα IX μέρος 4 σημείο 30

     

    Άρθρο 256 παράγραφος 8

    Παράρτημα IX μέρος 4 σημείο 32

     

    Άρθρο 256 παράγραφος 9

    Παράρτημα IX μέρος 4 σημείο 33

     

    Άρθρο 257

    Παράρτημα IX μέρος 4 σημείο 34

     

    Άρθρο 258

    Παράρτημα IX μέρος 4 σημεία 35 έως 36

     

    Άρθρο 259 παράγραφος 1

    Παράρτημα IX μέρος 4 σημεία 38 έως 41

     

    Άρθρο 259 παράγραφος 2

    Παράρτημα IX μέρος 4 σημείο 42

     

    Άρθρο 259 παράγραφος 3

    Παράρτημα IX μέρος 4 σημείο 43

     

    Άρθρο 259 παράγραφος 4

    Παράρτημα IX μέρος 4 σημείο 44

     

    Άρθρο 259 παράγραφος 5

     

     

    Άρθρο 260

    Παράρτημα IX μέρος 4 σημείο 45

     

    Άρθρο 261 παράγραφος 1

    Παράρτημα IX μέρος 4 σημεία 46-47 49

     

    Άρθρο 261 παράγραφος 2

    Παράρτημα IX μέρος 4 σημείο 51

     

    Άρθρο 262 παράγραφος 1

    Παράρτημα IX μέρος 4 σημείο 52 53

     

    Άρθρο 262 παράγραφος 2

    Παράρτημα IX μέρος 4 σημείο 53

     

    Άρθρο 262 παράγραφος 3

     

     

    Άρθρο 262 παράγραφος 4

    Παράρτημα IX μέρος 4 σημείο 54

     

    Άρθρο 263 παράγραφος 1

    Παράρτημα IX μέρος 4 σημείο 57

     

    Άρθρο 263 παράγραφος 2

    Παράρτημα IX μέρος 4 σημείο 58

     

    Άρθρο 263 παράγραφος 3

    Παράρτημα IX μέρος 4 σημείο 59

     

    Άρθρο 264 παράγραφος 1

    Παράρτημα IX μέρος 4 σημείο 62

     

    Άρθρο 264 παράγραφος 2

    Παράρτημα IX μέρος 4 σημείοs63-65

     

    Άρθρο 264 παράγραφος 3

    Παράρτημα IX μέρος 4 σημείοs 66 και 67

     

    Άρθρο 264 παράγραφος 4

     

     

    Άρθρο 265 παράγραφος 1

    Παράρτημα IX μέρος 4 σημείο 68

     

    Άρθρο 265 παράγραφος 2

    Παράρτημα IX μέρος 4 σημείο 70

     

    Άρθρο 265 παράγραφος 3

    Παράρτημα IX μέρος 4 σημείο 71

     

    Άρθρο 266 παράγραφος 1

    Παράρτημα IX μέρος 4 σημείο 72

     

    Άρθρο 266 παράγραφος 2

    Παράρτημα IX μέρος 4 σημείο 73

     

    Άρθρο 266 παράγραφος 3

    Παράρτημα IX μέρος 4 σημεία 74 έως 75

     

    Άρθρο 266 παράγραφος 4

    Παράρτημα IX μέρος 4 σημείο 76

     

    Άρθρο 267 παράγραφος 1

    Άρθρο 97 παράγραφος 1

     

    Άρθρο 267 παράγραφος 3

    Άρθρο 97 παράγραφος 3

     

    Άρθρο 268

    Παράρτημα IX μέρος 3 σημείο 1

     

    Άρθρο 269

    Παράρτημα IX μέρος 3 σημεία 2 έως 7

     

    Άρθρο 270

    Άρθρο 98 παράγραφος 1 και Παράρτημα IX μέρος 3 σημεία 8 και 9

     

    Άρθρο 271 παράγραφος 1

    Παράρτημα III μέρος 2 σημείο 1

    Παράρτημα VII μέρος 3 σημείο 5

     

    Άρθρο 271 παράγραφος 2

    Παράρτημα VII μέρος 3 σημείο 7

     

    Άρθρο 272 σημείο 1)

    Παράρτημα III μέρος 1 σημείο 1

     

    Άρθρο 272 σημείο 2)

    Παράρτημα III μέρος 1 σημείο 3

     

    Άρθρο 272 σημείο 3)

    Παράρτημα III μέρος 1 σημείο 4

     

    Άρθρο 272 σημείο 4)

    Παράρτημα III μέρος 1 σημείο 5

     

    Άρθρο 272 σημείο 5)

    Παράρτημα III μέρος 1 σημείο 6

     

    Άρθρο 272 σημείο 6)

    Παράρτημα III μέρος 1 σημείο 7

     

    Άρθρο 272 σημείο 7)

    Παράρτημα III μέρος 1 σημείο 8

     

    Άρθρο 272 σημείο 8)

    Παράρτημα III μέρος 1 σημείο 9

     

    Άρθρο 272 σημείο 9)

    Παράρτημα III μέρος 1 σημείο 10

     

    Άρθρο 272 σημείο 10)

    Παράρτημα III μέρος 1 σημείο 11

     

    Άρθρο 272 σημείο 11)

    Παράρτημα III μέρος 1 σημείο 12

     

    Άρθρο 272 σημείο 12)

    Παράρτημα III μέρος 1 σημείο 13

     

    Άρθρο 272 σημείο 13)

    Παράρτημα III μέρος 1 σημείο 14

     

    Άρθρο 272 σημείο 14)

    Παράρτημα III μέρος 1 σημείο 15

     

    Άρθρο 272 σημείο 15)

    Παράρτημα III μέρος 1 σημείο 16

     

    Άρθρο 272 σημείο 16)

    Παράρτημα III μέρος 1 σημείο 17

     

    Άρθρο 272 σημείο 17)

    Παράρτημα III μέρος 1 σημείο 18

     

    Άρθρο 272 σημείο 18)

    Παράρτημα III μέρος 1 σημείο 19

     

    Άρθρο 272 σημείο 19)

    Παράρτημα III μέρος 1 σημείο 20

     

    Άρθρο 272 σημείο 20)

    Παράρτημα III μέρος 1 σημείο 21

     

    Άρθρο 272 σημείο 21)

    Παράρτημα III μέρος 1 σημείο 22

     

    Άρθρο 272 σημείο 22)

    Παράρτημα III μέρος 1 σημείο 23

     

    Άρθρο 272 σημείο 23)

    Παράρτημα III μέρος 1 σημείο 26

     

    Άρθρο 272 σημείο 24)

    Παράρτημα III μέρος 7 στοιχείο α)

     

    Άρθρο 272 σημείο 25)

    Παράρτημα III μέρος 7 στοιχείο α)

     

    Άρθρο 272 σημείο 26)

    Παράρτημα III; μέρος 5 σημείο 2

     

    Άρθρο 273 παράγραφος 1

    Παράρτημα III μέρος 2 σημείο 1

     

    Άρθρο 273 παράγραφος 2

    Παράρτημα III μέρος 2 σημείο 2

     

    Άρθρο 273 παράγραφος 3

    Παράρτημα III μέρος 2 σημείο 3 πρώτο και δεύτερο εδάφιο

     

    Άρθρο 273 παράγραφος 4

    Παράρτημα III μέρος 2 σημείο 3 τρίτο εδάφιο

     

    Άρθρο 273 παράγραφος 5

    Παράρτημα III μέρος 2 σημείο 4

     

    Άρθρο 273 παράγραφος 6

    Παράρτημα III μέρος 2 σημείο 5

     

    Άρθρο 273 παράγραφος 7

    Παράρτημα III μέρος 2 σημείο 7

     

    Άρθρο 273 παράγραφος 8

    Παράρτημα III μέρος 2 σημείο 8

     

    Άρθρο 274 παράγραφος 1

    Παράρτημα III μέρος 3

     

    Άρθρο 274 παράγραφος 2

    Παράρτημα III μέρος 3

     

    Άρθρο 274 παράγραφος 3

    Παράρτημα III μέρος 3

     

    Άρθρο 274 παράγραφος 4

    Παράρτημα III μέρος 3

     

    Άρθρο 275 παράγραφος 1

    Παράρτημα III μέρος 4

     

    Άρθρο 275 παράγραφος 2

    Παράρτημα III μέρος 4

     

    Άρθρο 276 παράγραφος 1

    Παράρτημα III μέρος 5 σημείο 1

     

    Άρθρο 276 παράγραφος 2

    Παράρτημα III μέρος 5 σημείο 1

     

    Άρθρο 276 παράγραφος 3

    Παράρτημα III μέρος 5 σημεία 1 έως 2

     

    Άρθρο 277 παράγραφος 1

    Παράρτημα III μέρος 5 σημεία 3 έως 4

     

    Άρθρο 277 παράγραφος 2

    Παράρτημα III μέρος 5 σημείο 5

     

    Άρθρο 277 παράγραφος 3

    Παράρτημα III μέρος 5 σημείο 6

     

    Άρθρο 277 παράγραφος 4

    Παράρτημα III μέρος 5 σημείο 7

     

    Άρθρο 278 παράγραφος 1

     

     

    Άρθρο 278 παράγραφος 2

    Παράρτημα III μέρος 5 σημείο 8

     

    Άρθρο 278 παράγραφος 3

    Παράρτημα III μέρος 5 σημείο 9

     

    Άρθρο 279

    Παράρτημα III μέρος 5 σημείο 10

     

    Άρθρο 280 παράγραφος 1

    Παράρτημα III μέρος 5 σημείο 11

     

    Άρθρο 280 παράγραφος 2

    Παράρτημα III μέρος 5 σημείο 12

     

    Άρθρο 281 παράγραφος 1

     

     

    Άρθρο 281 παράγραφος 2

    Παράρτημα III μέρος 5 σημείο 13

     

    Άρθρο 281 παράγραφος 3

    Παράρτημα III μέρος 5 σημείο 14

     

    Άρθρο 282 παράγραφος 1

     

     

    Άρθρο 282 παράγραφος 2

    Παράρτημα III μέρος 5 σημείο 15

     

    Άρθρο 282 παράγραφος 3

    Παράρτημα III μέρος 5 σημείο 16

     

    Άρθρο 282 παράγραφος 4

    Παράρτημα III μέρος 5 σημείο 17

     

    Άρθρο 282 παράγραφος 5

    Παράρτημα III μέρος 5 σημείο 18

     

    Άρθρο 282 παράγραφος 6

    Παράρτημα III μέρος 5 σημείο 19

     

    Άρθρο 282 παράγραφος 7

    Παράρτημα III μέρος 5 σημείο 20

     

    Άρθρο 282 παράγραφος 8

    Παράρτημα III μέρος 5 σημείο 21

     

    Άρθρο 283 παράγραφος 1

    Παράρτημα III μέρος 6 σημείο 1

     

    Άρθρο 283 παράγραφος 2

    Παράρτημα III μέρος 6 σημείο 2

     

    Άρθρο 283 παράγραφος 3

    Παράρτημα III μέρος 6 σημείο 2

     

    Άρθρο 283 παράγραφος 4

    Παράρτημα III μέρος 6 σημείο 3

     

    Άρθρο 283 παράγραφος 5

    Παράρτημα III μέρος 6 σημείο 4

     

    Άρθρο 283 παράγραφος 6

    Παράρτημα III μέρος 6 σημείο 4

     

    Άρθρο 284 παράγραφος 1

    Παράρτημα III μέρος 6 σημείο 5

     

    Άρθρο 284 παράγραφος 2

    Παράρτημα III μέρος 6 σημείο 6

     

    Άρθρο 284 παράγραφος 3

     

     

    Άρθρο 284 παράγραφος 4

    Παράρτημα III μέρος 6 σημείο 7

     

    Άρθρο 284 παράγραφος 5

    Παράρτημα III μέρος 6 σημείο 8

     

    Άρθρο 284 παράγραφος 6

    Παράρτημα III μέρος 6 σημείο 9

     

    Άρθρο 284 παράγραφος 7

    Παράρτημα III μέρος 6 σημείο 10

     

    Άρθρο 284 παράγραφος 8

    Παράρτημα III μέρος 6 σημείο 11

     

    Άρθρο 284 παράγραφος 9

    Παράρτημα III μέρος 6 σημείο 12

     

    Άρθρο 284 παράγραφος 10

    Παράρτημα III μέρος 6 σημείο 13

     

    Άρθρο 284 παράγραφος 11

    Παράρτημα III μέρος 6 σημείο 9

     

    Άρθρο 284 παράγραφος 12

     

     

    Άρθρο 284 παράγραφος 13

    Παράρτημα III μέρος 6 σημείο 14

     

    Άρθρο 285 παράγραφος 1

    Παράρτημα III μέρος 6 σημείο 15

     

    Άρθρο 285 παράγραφοι 2 έως 8

     

     

    Άρθρο 286 παράγραφος 1

    Παράρτημα III μέρος 6 σημεία 18 και 25

     

    Άρθρο 286 παράγραφος 2

    Παράρτημα III μέρος 6 σημείο 19

     

    Άρθρο 286 παράγραφος 3

     

     

    Άρθρο 286 παράγραφος 4

    Παράρτημα III μέρος 6 σημείο 20

     

    Άρθρο 286 παράγραφος 5

    Παράρτημα III μέρος 6 σημείο 21

     

    Άρθρο 286 παράγραφος 6

    Παράρτημα III μέρος 6 σημείο 22

     

    Άρθρο 286 παράγραφος 7

    Παράρτημα III μέρος 6 σημείο 23

     

    Άρθρο 286 παράγραφος 8

    Παράρτημα III μέρος 6 σημείο 24

     

    Άρθρο 287 παράγραφος 1

    Παράρτημα III μέρος 6 σημείο 17

     

    Άρθρο 287 παράγραφος 2

    Παράρτημα III μέρος 6 σημείο 17

     

    Άρθρο 287 παράγραφος 3

     

     

    Άρθρο 287 παράγραφος 4

     

     

    Άρθρο 288

    Παράρτημα III μέρος 6 σημείο 26

     

    Άρθρο 289 παράγραφος 1

    Παράρτημα III μέρος 6 σημείο 27

     

    Άρθρο 289 παράγραφος 2

    Παράρτημα III μέρος 6 σημείο 28

     

    Άρθρο 289 παράγραφος 3

    Παράρτημα III μέρος 6 σημείο 29

     

    Άρθρο 289 παράγραφος 4

    Παράρτημα III μέρος 6 σημείο 29

     

    Άρθρο 289 παράγραφος 5

    Παράρτημα III μέρος 6 σημείο 30

     

    Άρθρο 289 παράγραφος 6

    Παράρτημα III μέρος 6 σημείο 31

     

    Άρθρο 290 παράγραφος 1

    Παράρτημα III μέρος 6 σημείο 32

     

    Άρθρο 290 παράγραφος 2

    Παράρτημα III μέρος 6 σημείο 32

     

    Άρθρο 290 παράγραφοι 3 έως 10

     

     

    Άρθρο 291 παράγραφος 1

    Παράρτημα I μέρος 1 σημεία 27 έως 28

     

    Άρθρο 291 παράγραφος 2

    Παράρτημα III μέρος 6 σημείο 34

     

    Άρθρο 291 παράγραφος 3

     

     

    Άρθρο 291 παράγραφος 4

    Παράρτημα III μέρος 6 σημείο 35

     

    Άρθρο 291 παράγραφος 5

     

     

    Άρθρο 291 παράγραφος 6

     

     

    Άρθρο 292 παράγραφος 1

    Παράρτημα III μέρος 6 σημείο 36

     

    Άρθρο 292 παράγραφος 2

    Παράρτημα III μέρος 6 σημείο 37

     

    Άρθρο 292 παράγραφος 3

     

     

    Άρθρο 292 παράγραφος 4

     

     

    Άρθρο 292 παράγραφος 5

     

     

    Άρθρο 292 παράγραφος 6

    Παράρτημα III μέρος 6 σημείο 38

     

    Άρθρο 292 παράγραφος 7

    Παράρτημα III μέρος 6 σημείο 39

     

    Άρθρο 292 παράγραφος 8

    Παράρτημα III μέρος 6 σημείο 40

     

    Άρθρο 292 παράγραφος 9

    Παράρτημα III μέρος 6 σημείο 41

     

    Άρθρο 292 παράγραφος 10

     

     

    Άρθρο 293 παράγραφος 1

    Παράρτημα III μέρος 6 σημείο 42

     

    Άρθρο 293 παράγραφοι 2 έως 6

     

     

    Άρθρο 294 παράγραφος 1

    Παράρτημα III μέρος 6 σημείο 42

     

    Άρθρο 294 παράγραφος 2

     

     

    Άρθρο 294 παράγραφος 3

    Παράρτημα III μέρος 6 σημείο 42

     

    Άρθρο 295

    Παράρτημα III μέρος 7 στοιχείο α)

     

    Άρθρο 296 παράγραφος 1

    Παράρτημα III μέρος 7 στοιχείο β)

     

    Άρθρο 296 παράγραφος 2

    Παράρτημα III μέρος 7 στοιχείο β)

     

    Άρθρο 296 παράγραφος 3

    Παράρτημα III μέρος 7 στοιχείο β)

     

    Άρθρο 297 παράγραφος 1

    Παράρτημα III μέρος 7 στοιχείο β)

     

    Άρθρο 297 παράγραφος 2

    Παράρτημα III μέρος 7 στοιχείο β)

     

    Άρθρο 297 παράγραφος 3

    Παράρτημα III μέρος 7 στοιχείο β)

     

    Άρθρο 297 παράγραφος 4

    Παράρτημα III μέρος 7 στοιχείο β)

     

    Άρθρο 298 παράγραφος 1

    Παράρτημα III μέρος 7 στοιχείο γ)

     

    Άρθρο 298 παράγραφος 2

    Παράρτημα III μέρος 7 στοιχείο γ)

     

    Άρθρο 298 παράγραφος 3

    Παράρτημα III μέρος 7 στοιχείο γ)

     

    Άρθρο 298 παράγραφος 4

    Παράρτημα III μέρος 7 στοιχείο γ)

     

    Άρθρο 299 παράγραφος 1

     

    Παράρτημα II σημείο 7

    Άρθρο 299 παράγραφος 2

     

    Παράρτημα II σημεία 7 έως 11

    Άρθρο 300

     

     

    Άρθρο 301

    Παράρτημα III μέρος 2 σημείο 6

     

    Άρθρο 302

     

     

    Άρθρο 303

     

     

    Άρθρο 304

     

     

    Άρθρο 305

     

     

    Άρθρο 306

     

     

    Άρθρο 307

     

     

    Άρθρο 308

     

     

    Άρθρο 309

     

     

    Άρθρο 310

     

     

    Άρθρο 311

     

     

    Άρθρο 312 παράγραφος 1

    Άρθρο 104 παράγραφοι 3 και 6 και παράρτημα X μέρος 2 σημεία 2 5 και 8

     

    Άρθρο 312 παράγραφος 2

    Άρθρο 105 παράγραφοι 1 και 2 και παράρτημα X μέρος 3 σημείο 1

     

    Άρθρο 312 παράγραφος 3

     

     

    Άρθρο 312 παράγραφος 4

    Άρθρο 105 παράγραφος 1

     

    Άρθρο 313 παράγραφος 1

    Άρθρο 102 παράγραφος 2

     

    Άρθρο 313 παράγραφος 2

    Άρθρο 102 παράγραφος 3

     

    Άρθρο 313 παράγραφος 3

     

     

    Άρθρο 314 παράγραφος 1

    Άρθρο 102 παράγραφος 4

     

    Άρθρο 314 παράγραφος 2

    Παράρτημα X μέρος 4 σημείο 1

     

    Άρθρο 314 παράγραφος 3

    Παράρτημα X μέρος 4 σημείο 2

     

    Άρθρο 314 παράγραφος 4

    Παράρτημα X μέρος 4 σημεία 3 και 4

     

    Άρθρο 314 παράγραφος 5

     

     

    Άρθρο 315 παράγραφος 1

    Άρθρο 103 και Παράρτημα X μέρος 1 σημεία 1 έως 3

     

    Άρθρο 315 παράγραφος 2

     

     

    Άρθρο 315 παράγραφος 3

     

     

    Άρθρο 315 παράγραφος 4

    Παράρτημα X μέρος 1 σημείο 4

     

    Άρθρο 316 παράγραφος 1

    Παράρτημα X μέρος 1 σημεία 5 έως 8

     

    Άρθρο 316 παράγραφος 2

    Παράρτημα X μέρος 1 σημείο 9

     

    Άρθρο 316 παράγραφος 3

     

     

    Άρθρο 317 παράγραφος 1

    Άρθρο 104 παράγραφος 1

     

    Άρθρο 317 παράγραφος 2

    Άρθρο 104 παράγραφοι 2 και 4 και Παράρτημα X μέρος 2 σημείο 1

     

    Άρθρο 317 παράγραφος 3

    Παράρτημα X μέρος 2 σημείο 1

     

    Άρθρο 317 παράγραφος 4

    Παράρτημα X μέρος 2 σημείο 2

     

    Άρθρο 318 παράγραφος 1

    Παράρτημα X μέρος 2 σημείο 4

     

    Άρθρο 318 παράγραφος 2

    Παράρτημα X μέρος 2 σημείο 4

     

    Άρθρο 318 παράγραφος 3

     

     

    Άρθρο 319 παράγραφος 1

    Παράρτημα X μέρος 2 σημεία 6 έως 7

     

    Άρθρο 319 παράγραφος 2

    Παράρτημα X μέρος 2 σημεία 10 και 11

     

    Άρθρο 320

    Παράρτημα X μέρος 2 σημεία 9 και 12

     

    Άρθρο 321

    Παράρτημα X μέρος 3 σημεία 2 έως 7

     

    Άρθρο 322 παράγραφος 1

     

     

    Άρθρο 322 παράγραφος 2

    Παράρτημα X μέρος 3 σημεία 8 έως 12

     

    Άρθρο 322 παράγραφος 3

    Παράρτημα X μέρος 3 σημεία 13 έως 18

     

    Άρθρο 322 παράγραφος 4

    Παράρτημα X μέρος 3 σημείο 19

     

    Άρθρο 322 παράγραφος 5

    Παράρτημα X μέρος 3 σημείο 20

     

    Άρθρο 322 παράγραφος 6

    Παράρτημα X μέρος 3 σημεία 21 έως 24

     

    Άρθρο 323 παράγραφος 1

    Παράρτημα X μέρος 3 σημείο 25

     

    Άρθρο 323 παράγραφος 2

    Παράρτημα X μέρος 3 σημείο 26

     

    Άρθρο 323 παράγραφος 3

    Παράρτημα X μέρος 3 σημείο 27

     

    Άρθρο 323 παράγραφος 4

    Παράρτημα X μέρος 3 σημείο 28

     

    Άρθρο 323 παράγραφος 5

    Παράρτημα X μέρος 3 σημείο 29

     

    Άρθρο 324

    Παράρτημα X μέρος 5

     

    Άρθρο 325 παράγραφος 1

     

    Άρθρο 26

    Άρθρο 325 παράγραφος 2

     

    Άρθρο 26

    Άρθρο 325 παράγραφος 3

     

     

    Άρθρο 326

     

     

    Άρθρο 327 παράγραφος 1

     

    Παράρτημα I σημείο 1

    Άρθρο 327 παράγραφος 2

     

    Παράρτημα I σημείο 2

    Άρθρο 327 παράγραφος 3

     

    Παράρτημα I σημείο 3

    Άρθρο 328 παράγραφος 1

     

    Παράρτημα I σημείο 4

    Άρθρο 328 παράγραφος 2

     

     

    Άρθρο 329 παράγραφος 1

     

    Παράρτημα I σημείο 5

    Άρθρο 329 παράγραφος 2

     

     

    Άρθρο 330

     

    Παράρτημα I σημείο 7

    Άρθρο 331 παράγραφος 1

     

    Παράρτημα I σημείο 9

    Άρθρο 331 παράγραφος 2

     

    Παράρτημα I σημείο 10

    Άρθρο 332 παράγραφος 1

     

    Παράρτημα I σημείο 8

    Άρθρο 332 παράγραφος 2

     

    Παράρτημα I σημείο 8

    Άρθρο 333

     

    Παράρτημα I σημείο 11

    Άρθρο 334

     

    Παράρτημα I σημείο 13

    Άρθρο 335

     

    Παράρτημα I σημείο 14

    Άρθρο 336 παράγραφος 1

     

    Παράρτημα I σημείο 14

    Άρθρο 336 παράγραφος 2

     

    Παράρτημα I σημείο 14

    Άρθρο 336 παράγραφος 3

     

    Παράρτημα I σημείο 14

    Άρθρο 336 παράγραφος 4

     

    Άρθρο 19 παράγραφος 1

    Άρθρο 337 παράγραφος 1

     

    Παράρτημα I σημείο 16α

    Άρθρο 337 παράγραφος 2

     

    Παράρτημα I σημείο 16α

    Άρθρο 337 παράγραφος 3

     

    Παράρτημα I σημείο 16α

    Άρθρο 337 παράγραφος 4

     

    Παράρτημα I σημείο 16α

    Άρθρο 337 παράγραφος 4

     

    Παράρτημα I σημείο 16α

    Άρθρο 338 παράγραφος 1

     

    Παράρτημα I σημείο 14α

    Άρθρο 338 παράγραφος 2

     

    Παράρτημα I σημείο 14β

    Άρθρο 338 παράγραφος 3

     

    Παράρτημα I σημείο 14γ

    Άρθρο 338 παράγραφος 4

     

    Παράρτημα I σημείο 14α

    Άρθρο 339 παράγραφος 1

     

    Παράρτημα I σημείο 17

    Άρθρο 339 παράγραφος 2

     

    Παράρτημα I σημείο 18

    Άρθρο 339 παράγραφος 3

     

    Παράρτημα I σημείο 19

    Άρθρο 339 παράγραφος 4

     

    Παράρτημα I σημείο 20

    Άρθρο 339 παράγραφος 5

     

    Παράρτημα I σημείο 21

    Άρθρο 339 παράγραφος 6

     

    Παράρτημα I σημείο 22

    Άρθρο 339 παράγραφος 7

     

    Παράρτημα I σημείο 23

    Άρθρο 339 παράγραφος 8

     

    Παράρτημα I σημείο 24

    Άρθρο 339 παράγραφος 9

     

    Παράρτημα I σημείο 25

    Άρθρο 340 παράγραφος 1

     

    Παράρτημα I σημείο 26

    Άρθρο 340 παράγραφος 2

     

    Παράρτημα I σημείο 27

    Άρθρο 340 παράγραφος 3

     

    Παράρτημα I σημείο 28

    Άρθρο 340 παράγραφος 4

     

    Παράρτημα I σημείο 29

    Άρθρο 340 παράγραφος 5

     

    Παράρτημα I σημείο 30

    Άρθρο 340 παράγραφος 6

     

    Παράρτημα I σημείο 31

    Άρθρο 340 παράγραφος 7

     

    Παράρτημα I σημείο 32

    Άρθρο 341 παράγραφος 1

     

    Παράρτημα I σημείο 33

    Άρθρο 341 παράγραφος 2

     

    Παράρτημα I σημείο 33

    Άρθρο 341 παράγραφος 3

     

     

    Άρθρο 342

     

    Παράρτημα I σημείο 34

    Άρθρο 343

     

    Παράρτημα I σημείο 36

    Άρθρο 344 παράγραφος 1

     

     

    Άρθρο 344 παράγραφος 2

     

    Παράρτημα I σημείο 37

    Άρθρο 344 παράγραφος 3

     

    Παράρτημα I σημείο 38

    Άρθρο 345 παράγραφος 1

     

    Παράρτημα I σημείο 41

    Άρθρο 345 παράγραφος 2

     

    Παράρτημα I σημείο 41

    Άρθρο 346 παράγραφος 1

     

    Παράρτημα I σημείο 42

    Άρθρο 346 παράγραφος 2

     

     

    Άρθρο 346 παράγραφος 3

     

    Παράρτημα I σημείο 43

    Άρθρο 346 παράγραφος 4

     

    Παράρτημα I σημείο 44

    Άρθρο 346 παράγραφος 5

     

    Παράρτημα I σημείο 45

    Άρθρο 346 παράγραφος 6

     

    Παράρτημα I σημείο 46

    Άρθρο 347

     

    Παράρτημα I σημείο 8

    Άρθρο 348 παράγραφος 1

     

    Παράρτημα I σημεία 48 και 49

    Άρθρο 348 παράγραφος 2

     

    Παράρτημα I σημείο 50

    Άρθρο 349

     

    Παράρτημα I σημείο 51

    Άρθρο 350 παράγραφος 1

     

    Παράρτημα I σημείο 53

    Άρθρο 350 παράγραφος 2

     

    Παράρτημα I σημείο 54

    Άρθρο 350 παράγραφος 3

     

    Παράρτημα I σημείο 55

    Άρθρο 350 παράγραφος 4

     

    Παράρτημα I σημείο 56

    Άρθρο 351

     

    Παράρτημα III σημείο 1

    Άρθρο 352 παράγραφος 1

     

    Παράρτημα III σημείο 2.1

    Άρθρο 352 παράγραφος 2

     

    Παράρτημα III σημείο 2.1

    Άρθρο 352 παράγραφος 3

     

    Παράρτημα III σημείο 2.1

    Άρθρο 352 παράγραφος 4

     

    Παράρτημα III σημείο 2.2

    Άρθρο 352 παράγραφος 5

     

     

    Άρθρο 353 παράγραφος 1

     

    Παράρτημα III σημείο 2.1

    Άρθρο 353 παράγραφος 2

     

    Παράρτημα III σημείο 2.1

    Άρθρο 353 παράγραφος 3

     

    Παράρτημα III σημείο 2.1

    Άρθρο 354 παράγραφος 1

     

    Παράρτημα III σημείο 3.1

    Άρθρο 354 παράγραφος 2

     

    Παράρτημα III σημείο 3.2

    Άρθρο 354 παράγραφος 3

     

    Παράρτημα III σημείο 3.2

    Άρθρο 354 παράγραφος 4

     

     

    Άρθρο 355

     

     

    Άρθρο 356

     

     

    Άρθρο 357 παράγραφος 1

     

    Παράρτημα IV σημείο 1

    Άρθρο 357 παράγραφος 2

     

    Παράρτημα IV σημείο 2

    Άρθρο 357 παράγραφος 3

     

    Παράρτημα IV σημείο 3

    Άρθρο 357 παράγραφος 4

     

    Παράρτημα IV σημείο 4

    Άρθρο 357 παράγραφος 5

     

    Παράρτημα IV σημείο 6

    Άρθρο 358 παράγραφος 1

     

    Παράρτημα IV σημείο 8

    Άρθρο 358 παράγραφος 2

     

    Παράρτημα IV σημείο 9

    Άρθρο 358 παράγραφος 3

     

    Παράρτημα IV σημείο 10

    Άρθρο 358 παράγραφος 4

     

    Παράρτημα IV σημείο 12

    Άρθρο 359 παράγραφος 1

     

    Παράρτημα IV σημείο 13

    Άρθρο 359 παράγραφος 2

     

    Παράρτημα IV σημείο 14

    Άρθρο 359 παράγραφος 3

     

    Παράρτημα IV σημείο 15

    Άρθρο 359 παράγραφος 4

     

    Παράρτημα IV σημείο 16

    Άρθρο 359 παράγραφος 5

     

    Παράρτημα IV σημείο 17

    Άρθρο 359 παράγραφος 6

     

    Παράρτημα IV σημείο 18

    Άρθρο 360 παράγραφος 1

     

    Παράρτημα IV σημείο 19

    Άρθρο 360 παράγραφος 2

     

    Παράρτημα IV σημείο 20

    Άρθρο 361

     

    Παράρτημα IV σημείο 21

    Άρθρο 362

     

     

    Άρθρο 363 παράγραφος 1

     

    Παράρτημα V σημείο 1

    Άρθρο 363 παράγραφος 2

     

     

    Άρθρο 363 παράγραφος 3

     

     

    Άρθρο 364 παράγραφος 1

     

    Παράρτημα V σημείο 10β

    Άρθρο 364 παράγραφος 2

     

     

    Άρθρο 364 παράγραφος 3

     

     

    Άρθρο 365 παράγραφος 1

     

    Παράρτημα V σημείο 10

    Άρθρο 365 παράγραφος 2

     

    Παράρτημα V σημείο 10α

    Άρθρο 366 παράγραφος 1

     

    Παράρτημα V σημείο 7

    Άρθρο 366 παράγραφος 2

     

    Παράρτημα V σημείο 8

    Άρθρο 366 παράγραφος 3

     

    Παράρτημα V σημείο 9

    Άρθρο 366 παράγραφος 4

     

    Παράρτημα V σημείο 10

    Άρθρο 366 παράγραφος 5

     

    Παράρτημα V σημείο 8

    Άρθρο 367 παράγραφος 1

     

    Παράρτημα V σημείο 11

    Άρθρο 367 παράγραφος 2

     

    Παράρτημα V σημείο 12

    Άρθρο 367 παράγραφος 3

     

    Παράρτημα V σημείο 12

    Άρθρο 368 παράγραφος 1

     

    Παράρτημα V σημείο 2

    Άρθρο 368 παράγραφος 2

     

    Παράρτημα V σημείο 2

    Άρθρο 368 παράγραφος 3

     

    Παράρτημα V σημείο 5

    Άρθρο 368 παράγραφος 4

     

     

    Άρθρο 369 παράγραφος 1

     

    Παράρτημα V σημείο 3

    Άρθρο 369 παράγραφος 2

     

     

    Άρθρο 370 παράγραφος 1

     

    Παράρτημα V σημείο 5

    Άρθρο 371 παράγραφος 1

     

    Παράρτημα V σημείο 5

    Άρθρο 371 παράγραφος 2

     

     

    Άρθρο 372

     

    Παράρτημα V σημείο 5α

    Άρθρο 373

     

    Παράρτημα V σημείο 5β

    Άρθρο 374 παράγραφος 1

     

    Παράρτημα V σημείο 5γ

    Άρθρο 374 παράγραφος 2

     

    Παράρτημα V σημείο 5δ

    Άρθρο 374 παράγραφος 3

     

    Παράρτημα V σημείο 5δ

    Άρθρο 374 παράγραφος 4

     

    Παράρτημα V σημείο 5δ

    Άρθρο 374 παράγραφος 5

     

    Παράρτημα V σημείο 5δ

    Άρθρο 374 παράγραφος 6

     

    Παράρτημα V σημείο 5δ

    Άρθρο 374 παράγραφος 7

     

     

    Άρθρο 375 παράγραφος 1

     

    Παράρτημα V σημείο 5α

    Άρθρο 375 παράγραφος 2

     

    Παράρτημα V σημείο 5ε

    Άρθρο 376 παράγραφος 1

     

    Παράρτημα V σημείο 5στ

    Άρθρο 376 παράγραφος 2

     

    Παράρτημα V σημείο 5ζ

    Άρθρο 376 παράγραφος 3

     

    Παράρτημα V σημείο 5η

    Άρθρο 376 παράγραφος 4

     

    Παράρτημα V σημείο 5η

    Άρθρο 376 παράγραφος 5

     

    Παράρτημα V σημείο 5θ

    Άρθρο 376 παράγραφος 6

     

    Παράρτημα V σημείο 5

    Άρθρο 377

     

    Παράρτημα V σημείο 5l

    Άρθρο 378

     

    Παράρτημα II σημείο 1

    Άρθρο 379 παράγραφος 1

     

    Παράρτημα II σημείο 2

    Άρθρο 379 παράγραφος 2

     

    Παράρτημα II σημείο 3

    Άρθρο 379 παράγραφος 3

     

    Παράρτημα II σημείο 2

    Άρθρο 380

     

    Παράρτημα II σημείο 4

    Άρθρο 381

     

     

    Άρθρο 382

     

     

    Άρθρο 383

     

     

    Άρθρο 384

     

     

    Άρθρο 385

     

     

    Άρθρο 386

     

     

    Άρθρο 387

     

    Άρθρο 28 παράγραφος 1

    Άρθρο 388

     

     

    Άρθρο 389

    Άρθρο 106 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο

     

    Άρθρο 390 παράγραφος 1

    Άρθρο 106 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο

     

    Άρθρο 390 παράγραφος 2

     

     

    Άρθρο 390 παράγραφος 3

     

    Άρθρο 29 παράγραφος 1

    Άρθρο 390 παράγραφος 4

     

    Άρθρο 30 παράγραφος 1

    Άρθρο 390 παράγραφος 5

     

    Άρθρο 29 παράγραφος 2

    Άρθρο 390 παράγραφος 6

    Άρθρο 106 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο

     

    Άρθρο 390 παράγραφος 7

    Άρθρο 106 παράγραφος 3

     

    Άρθρο 390 παράγραφος 8

    Άρθρο 106(2) δεύτερο και τρίτο εδάφιο

     

    Άρθρο 391

    Άρθρο 107

     

    Άρθρο 392

    Άρθρο 108

     

    Άρθρο 393

    Άρθρο 109

     

    Άρθρο 394 παράγραφος 1

    Άρθρο 110 παράγραφος 1

     

    Άρθρο 394 παράγραφος 2

    Άρθρο 110 παράγραφος 1

     

    Άρθρο 394 παράγραφοι 3 και 4

    Άρθρο 110 παράγραφος 2

     

    Άρθρο 394 παράγραφος 4

    Άρθρο 110 παράγραφος 2

     

    Άρθρο 395 παράγραφος 1

    Άρθρο 111 παράγραφος 1

     

    Άρθρο 395 παράγραφος 2

     

     

    Άρθρο 395 παράγραφος 3

    Άρθρο 111 παράγραφος 4 πρώτο εδάφιο

     

    Άρθρο 395 παράγραφος 4

     

    Άρθρο 30 παράγραφος 4

    Άρθρο 395 παράγραφος 5

     

    Άρθρο 31

    Άρθρο 395 παράγραφος 6

     

     

    Άρθρο 395 παράγραφος 7

     

     

    Άρθρο 395 παράγραφος 8

     

     

    Άρθρο 396 παράγραφος 1

    Άρθρο 111 παράγραφος 4 πρώτο και δεύτερο εδάφιο

     

    Άρθρο 396 παράγραφος 2

     

     

    Άρθρο 397 παράγραφος 1

     

    Παράρτημα VI σημείο 1

    Άρθρο 397 παράγραφος 2

     

    Παράρτημα VI σημείο 2

    Άρθρο 397 παράγραφος 3

     

    Παράρτημα VI σημείο 3

    Άρθρο 398

     

    Άρθρο 32 παράγραφος 1

    Άρθρο 399 παράγραφος 1

    Άρθρο 112 παράγραφος 1

     

    Άρθρο 399 παράγραφος 2

    Άρθρο 112 παράγραφος 2

     

    Άρθρο 399 παράγραφος 3

    Άρθρο 112 παράγραφος 3

     

    Άρθρο 399 παράγραφος 4

    Άρθρο 110 παράγραφος 3

     

    Άρθρο 400 παράγραφος 1

    Άρθρο 113 παράγραφος 3

     

    Άρθρο 400 παράγραφος 2

    Άρθρο 113 παράγραφος 4

     

    Άρθρο 400 παράγραφος 3

     

     

    Άρθρο 401 παράγραφος 1

    Άρθρο 114 παράγραφος 1

     

    Άρθρο 401 παράγραφος 2

    Άρθρο 114 παράγραφος 2

     

    Άρθρο 401 παράγραφος 3

    Άρθρο 114 παράγραφος 3

     

    Άρθρο 402 παράγραφος 1

    Άρθρο 115 παράγραφος 1

     

    Άρθρο 402 παράγραφος 2

    Άρθρο 115 παράγραφος 2

     

    Άρθρο 402 παράγραφος 3

     

     

    Άρθρο 403 παράγραφος 1

    Άρθρο 117 παράγραφος 1

     

    Άρθρο 403 παράγραφος 2

    Άρθρο 117 παράγραφος 2

     

    Άρθρο 404

    Άρθρο 122α παράγραφος 8

     

    Άρθρο 405 παράγραφος 1

    Άρθρο 122α παράγραφος 1

     

    Άρθρο 405 παράγραφος 2

    Άρθρο 122α παράγραφος 2

     

    Άρθρο 405 παράγραφος 3

    Άρθρο 122α παράγραφος 3 πρώτο εδάφιο

     

    Άρθρο 405 παράγραφος 4

    Άρθρο 122α παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο

     

    Άρθρο 406 παράγραφος 1

    Άρθρο 122α παράγραφος 4 και Άρθρο 122α παράγραφος 5 δεύτερο εδάφιο

     

    Άρθρο 406 παράγραφος 2

    Άρθρο 122α παράγραφος 5 πρώτο εδάφιο και Άρθρο 122α παράγραφος 6 πρώτο εδάφιο

     

    Άρθρο 407

    Άρθρο 122α παράγραφος 5 τρίτο εδάφιο

     

    Άρθρο 408

    Άρθρο 122α παράγραφος 6 πρώτο και δεύτερο εδάφιο

     

    Άρθρο 409

    Άρθρο 122α παράγραφος 7

     

    Άρθρο 410

    Άρθρο 122α παράγραφος 10

     

    Άρθρο 411

     

     

    Άρθρο 412

     

     

    Άρθρο 413

     

     

    Άρθρο 414

     

     

    Άρθρο 415

     

     

    Άρθρο 416

     

     

    Άρθρο 417

     

     

    Άρθρο 418

     

     

    Άρθρο 419

     

     

    Άρθρο 420

     

     

    Άρθρο 421

     

     

    Άρθρο 422

     

     

    Άρθρο 423

     

     

    Άρθρο 424

     

     

    Άρθρο 425

     

     

    Άρθρο 426

     

     

    Άρθρο 427

     

     

    Άρθρο 428

     

     

    Άρθρο 429

     

     

    Άρθρο 430

     

     

    Άρθρο 431 παράγραφος 1

    Άρθρο 145 παράγραφος 1

     

    Άρθρο 431 παράγραφος 2

    Άρθρο 145 παράγραφος 2

     

    Άρθρο 431 παράγραφος 3

    Άρθρο 145 παράγραφος 3

     

    Άρθρο 431 παράγραφος 4

    Άρθρο 145 παράγραφος 4

     

    Άρθρο 432 παράγραφος 1

    Παράρτημα XII μέρος 1 σημείο 1 και Άρθρο 146 παράγραφος 1

     

    Άρθρο 432 παράγραφος 2

    Άρθρο 146 παράγραφος 2 και Παράρτημα XII μέρος 1 σημεία 2 και 3

     

    Άρθρο 432 παράγραφος 3

    Άρθρο 146 παράγραφος 3

     

    Άρθρο 433

    Άρθρο 147 και Παράρτημα XII μέρος 1 σημείο 4

     

    Άρθρο 434 παράγραφος 1

    Άρθρο 148

     

    Άρθρο 434 παράγραφος 2

     

     

    Άρθρο 435 παράγραφος 1

    Παράρτημα XII μέρος 2 σημείο 1

     

    Άρθρο 435 παράγραφος 2

     

     

    Άρθρο 436

    Παράρτημα XII μέρος 2 σημείο 2

     

    Άρθρο 437

     

     

    Άρθρο 438

    Παράρτημα XII μέρος 2 σημεία 4 και 8

     

    Άρθρο 439

    Παράρτημα XII μέρος 2 σημείο 5

     

    Άρθρο 440

     

     

    Άρθρο 441

     

     

    Άρθρο 442

    Παράρτημα XII μέρος 2 σημείο 6

     

    Άρθρο 443

     

     

    Άρθρο 444

    Παράρτημα XII μέρος 2 σημείο 7

     

    Άρθρο 445

    Παράρτημα XII μέρος 2 σημείο 9

     

    Άρθρο 446

    Παράρτημα XII μέρος 2 σημείο 11

     

    Άρθρο 447

    Παράρτημα XII μέρος II σημείο 12

     

    Άρθρο 448

    Παράρτημα XII μέρος II σημείο 13

     

    Άρθρο 449

    Παράρτημα XII μέρος 2 σημείο 14

     

    Άρθρο 450

    Παράρτημα XII μέρος 2 σημείο 15

     

    Άρθρο 451

     

     

    Άρθρο 452

    Παράρτημα XII μέρος 3 σημείο 1

     

    Άρθρο 453

    Παράρτημα XII μέρος 3 σημείο 2

     

    Άρθρο 454

    Παράρτημα XII μέρος 3 σημείο 3

     

    Άρθρο 455

     

     

    Άρθρο 456 πρώτο εδάφιο

    Άρθρο 150 παράγραφος 1

    Άρθρο 41

    Άρθρο 456 δεύτερο εδάφιο

     

     

    Άρθρο 457

     

     

    Άρθρο 458

     

     

    Άρθρο 459

     

     

    Άρθρο 460

     

     

    Άρθρο 461

     

     

    Άρθρο 462 παράγραφος 1

    Άρθρο 151α

     

    Άρθρο 462 παράγραφος 2

    Άρθρο 151α

     

    Άρθρο 462 παράγραφος 3

    Άρθρο 151α

     

    Άρθρο 462 παράγραφος 4

     

     

    Άρθρο 462 παράγραφος 5

     

     

    Άρθρο 463

     

     

    Άρθρο 464

     

     

    Άρθρο 465

     

     

    Άρθρο 466

     

     

    Άρθρο 467

     

     

    Άρθρο 468

     

     

    Άρθρο 469

     

     

    Άρθρο 470

     

     

    Άρθρο 471

     

     

    Άρθρο 472

     

     

    Άρθρο 473

     

     

    Άρθρο 474

     

     

    Άρθρο 475

     

     

    Άρθρο 476

     

     

    Άρθρο 477

     

     

    Άρθρο 478

     

     

    Άρθρο 479

     

     

    Άρθρο 480

     

     

    Άρθρο 481

     

     

    Άρθρο 482

     

     

    Άρθρο 483

     

     

    Άρθρο 484

     

     

    Άρθρο 485

     

     

    Άρθρο 486

     

     

    Άρθρο 487

     

     

    Άρθρο 488

     

     

    Άρθρο 489

     

     

    Άρθρο 490

     

     

    Άρθρο 491

     

     

    Άρθρο 492

     

     

    Άρθρο 493 παράγραφος 1

     

     

    Άρθρο 493 παράγραφος 2

     

     

    Άρθρο 494

     

     

    Άρθρο 495

     

     

    Άρθρο 496

     

     

    Άρθρο 497

     

     

    Άρθρο 498

     

     

    Άρθρο 499

     

     

    Άρθρο 500

     

     

    Άρθρο 501

     

     

    Άρθρο 502

     

     

    Άρθρο 503

     

     

    Άρθρο 504

     

     

    Άρθρο 505

     

     

    Άρθρο 506

     

     

    Άρθρο 507

     

     

    Άρθρο 508

     

     

    Άρθρο 509

     

     

    Άρθρο 510

     

     

    Άρθρο 511

     

     

    Άρθρο 512

     

     

    Άρθρο 513

     

     

    Άρθρο 514

     

     

    Άρθρο 515

     

     

    Άρθρο 516

     

     

    Άρθρο 517

     

     

    Άρθρο 518

     

     

    Άρθρο 519

     

     

    Άρθρο 520

     

     

    Άρθρο 521

     

     

    Παράρτημα I

    Παράρτημα II

     

    Παράρτημα II

    Παράρτημα IV

     

    Παράρτημα III

     

     


    Top