EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32004R0461

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 461/2004 του Συμβουλίου, της 8ης Μαρτίου 2004, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 384/96 για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2026/97 για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο επιδοτήσεων εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας

ΕΕ L 77 της 13.3.2004, p. 12–20 (ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT, FI, SV)

Το έγγραφο αυτό έχει δημοσιευτεί σε ειδική έκδοση (CS, ET, LV, LT, HU, MT, PL, SK, SL, BG, RO)

Legal status of the document No longer in force, Date of end of validity: 10/01/2010

ELI: http://data.europa.eu/eli/reg/2004/461/oj

32004R0461

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 461/2004 του Συμβουλίου, της 8ης Μαρτίου 2004, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 384/96 για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2026/97 για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο επιδοτήσεων εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 077 της 13/03/2004 σ. 0012 - 0020


Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 461/2004 του Συμβουλίου

της 8ης Μαρτίου 2004

για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 384/96 για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2026/97 για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο επιδοτήσεων εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 133,

την πρόταση της Επιτροπής,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1) Με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 384/96(1) (εφεξής ο "βασικός κανονισμός αντιντάμπινγκ") και με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2026/97(2) (εφεξής ο "βασικός κανονισμός κατά των επιδοτήσεων") το Συμβούλιο υιοθέτησε κοινούς κανόνες για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν, αντιστοίχως, αντικείμενο ντάμπινγκ και επιδοτήσεων εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ο βασικός κανονισμός αντιντάμπινγκ και ο βασικός κανονισμός κατά των επιδοτήσεων αναφέρονται στο εξής από κοινού "βασικοί κανονισμοί").

(2) Οι βασικοί κανονισμοί προβλέπουν, για την επιβολή οριστικών μέτρων αντιντάμπινγκ και αντισταθμιστικών μέτρων, μια διαδικασία βάσει της οποίας, το Συμβούλιο, ενεργώντας με απλή πλειοψηφία, κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής, επιβάλλει οριστικά μέτρα.

(3) Με βάση την πρόσφατα κτηθείσα εμπειρία από την εφαρμογή των βασικών κανονισμών και για να διατηρηθούν η διαφάνεια και η αποτελεσματικότητα των μέσων εμπορικής άμυνας, κρίθηκε αναγκαίο να επανεξεταστεί ο τρόπος με τον οποίο συνεργάζονται τα κοινοτικά όργανα κατά τη διαδικασία επιβολής οριστικών μέτρων αντιντάμπινγκ και αντισταθμιστικών μέτρων.

(4) Βάσει της τρέχουσας προσέγγισης, η πρόταση της Επιτροπής εγκρίνεται μόνον αν τα κράτη μέλη ψηφίσουν με απλή πλειοψηφία υπέρ αυτής της πρότασης. Αυτό σημαίνει ότι στην πράξη οι αποχές ισοδυναμούν με απόρριψη της πρότασης της Επιτροπής. Αυτό με την σειρά του μπορεί να οδηγήσει σε μία κατάσταση στην οποία το Συμβούλιο δεν θα εγκρίνει την πρόταση της Επιτροπής λόγω του αριθμού των αποχών.

(5) Για να αντιμετωπιστεί αυτό το πρόβλημα αποτελεσματικά, πρέπει να τροποποιηθούν οι βασικοί κανονισμοί με μια διάταξη που θα απαιτεί απόφαση με απλή πλειοψηφία των κρατών μελών στο Συμβούλιο για να απορρίπτεται πρόταση της Επιτροπής για την επιβολή οριστικών μέτρων. Στο πλαίσιο αυτής της διαδικασίας, τα μέτρα θεσπίζονται εκτός αν το Συμβούλιο αποφασίσει με απλή πλειοψηφία να απορρίψει την πρόταση εντός περιόδου ενός μηνός από την υποβολή της πρότασης από την Επιτροπή.

(6) Είναι σκόπιμο να εφαρμοστεί τέτοια διαδικασία για να απλοποιηθεί η διαδικασία λήψης αποφάσεων της Κοινότητας χωρίς να μεταβληθούν οι αντίστοιχοι ρόλοι της Επιτροπής και του Συμβουλίου κατά την εφαρμογή των βασικών κανονισμών και χωρίς να πρόκειται για οποιαδήποτε αλλαγή της διαδικασίας λήψεως αποφάσεων σε άλλα τμήματα της κοινής εμπορικής πολιτικής ή άλλους τομείς.

(7) Για λόγους συνεπούς εφαρμογής των διαδικασιών λήψεως αποφάσεων στο πλαίσιο των βασικών κανονισμών, πρέπει να εναρμονισθούν επίσης οι διαδικασίες για άλλες αποφάσεις του Συμβουλίου στο πλαίσιο των βασικών κανονισμών οι οποίες προβλέπουν ουσιαστικά την ίδια διαδικασία με την επιβολή οριστικών μέτρων. Συνεπώς, η ανωτέρω προσέγγιση πρέπει επίσης να υιοθετηθεί για τις διαδικασίες όσον αφορά τις επανεξετάσεις, τις εκ νέου έρευνες, την καταστρατήγηση και την αναστολή των μέτρων.

(8) Ο βασικός κανονισμός αντιντάμπινγκ καθορίζει υποχρεωτικές προθεσμίες για την περάτωση των διαδικασιών έρευνας που κινούνται δυνάμει του άρθρου 5 παράγραφος 9 του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ, ενώ οι έρευνες επανεξέτασης που κινούνται δυνάμει του άρθρου 11 παράγραφοι 2, 3 και 4 και οι έρευνες που κινούνται εκ νέου δυνάμει του άρθρου 12 του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ, υπόκεινται μόνον σε ενδεικτική προθεσμία.

(9) Τα μέτρα αντιντάμπινγκ ισχύουν έως ότου ολοκληρωθεί η επανεξέταση δυνάμει του άρθρου 11 παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ. Συνεπώς, οι ασυνήθιστα μακρές έρευνες επανεξέτασης δυνάμει αυτού του άρθρου μπορούν να υπονομεύσουν την ασφάλεια του δικαίου και να προκαλέσουν δυσμενείς συνέπειες για τα ενδιαφερόμενα μέρη. Παρόμοιες ανεπιθύμητες συνέπειες μπορούν να προκύψουν από υπερβολικά μακρές έρευνες στο πλαίσιο επανεξετάσεων που διεξάγονται δυνάμει του άρθρου 11 παράγραφοι 3 και 4 και των ερευνών που κινούνται εκ νέου δυνάμει του άρθρου 12 του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ.

(10) Είναι επομένως σκόπιμο να εισαχθούν υποχρεωτικές προθεσμίες επίσης για την περάτωση των ερευνών επανεξέτασης δυνάμει του άρθρου 11 παράγραφοι 2, 3 και 4 και των ερευνών που κινούνται εκ νέου δυνάμει του άρθρου 12 του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ.

(11) Οι διάφοροι τύποι ερευνών επανεξέτασης έχουν διαφορετικούς πιθανούς σκοπούς και διαφορετικό βαθμό πολυπλοκότητας. Πρέπει να ληφθούν δεόντως υπόψη αυτές οι διαφορές κατά τον καθορισμό των κατάλληλων προθεσμιών για την περάτωση των ερευνών.

(12) Πρώτον, οι επανεξετάσεις δυνάμει του άρθρου 11 παράγραφοι 2 και 3 του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ ενδέχεται, υπό ορισμένες περιστάσεις, να είναι το ίδιο περίπλοκες με τις νέες διαδικασίες που κινούνται δυνάμει του άρθρου 5 παράγραφος 9, σε ό,τι αφορά, για παράδειγμα, το πεδίο της έρευνας ή τον αριθμό των ενδιαφερομένων μερών που ενέχονται. Συνεπώς, ενώ αυτές οι έρευνες επανεξέτασης πρέπει κανονικά να περατώνονται εντός της ισχύουσας ενδεικτικής προθεσμίας των δώδεκα μηνών, η υποχρεωτική προθεσμία για την περάτωση πρέπει να είναι ίση, αλλά όχι μεγαλύτερη, με την προθεσμία 15 μηνών που ορίζεται για την περάτωση νέων διαδικασιών.

(13) Δεύτερον, οι επανεξετάσεις δυνάμει του άρθρου 11 παράγραφος 4 και οι εκ νέου έρευνες δυνάμει του άρθρου 12 του βασικού κανονισμού είναι λιγότερο πολύπλοκες από ό,τι οι επανεξετάσεις που κινούνται δυνάμει του άρθρου 11 παράγραφοι 2 και 3 του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ. Κατά συνέπεια, η προθεσμία για την περάτωση των ερευνών επανεξέτασης πρέπει να είναι μικρότερη. Σχετικά με τις έρευνες επανεξέτασης δυνάμει του άρθρου 11 παράγραφος 4, θεωρείται ότι η προθεσμία για την περάτωση πρέπει να καθοριστεί σε εννέα μήνες. Αυτή η προθεσμία συμφωνεί με την μέγιστη περίοδο που επιτρέπεται για την καταγραφή των εισαγωγών βάσει του άρθρου 14 παράγραφος 5 του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ. Επειδή η καταγραφή των εισαγωγών γίνεται ενόσω εκκρεμεί η περάτωση της επανεξέτασης δυνάμει του άρθρου 11 παράγραφος 4, η προθεσμία για την περάτωση αυτών των επανεξετάσεων πρέπει να μην υπερβαίνει το χρονικό πλαίσιο κατά το οποίο οι εισαγωγές που αφορά η επανεξέταση μπορούν να υπαχθούν σε καταγραφή.

(14) Τρίτον, ενώ οι έρευνες που κινούνται εκ νέου δυνάμει του άρθρου 12 πρέπει κανονικά να περατώνονται εντός της ισχύουσας ενδεικτικής προθεσμίας των έξι μηνών, θεωρείται σκόπιμο να καθοριστεί υποχρεωτική προθεσμία εννέα μηνών, δεδομένου ότι μπορεί να απαιτείται μεγαλύτερη περίοδος για την περάτωση της έρευνας αν πρέπει να εξεταστούν οι αναθεωρημένες κανονικές αξίες. Επιπλέον, οι εισαγωγές που αποτελούν αντικείμενο εκ νέου έρευνας δυνάμει του άρθρου 12 μπορούν, όπως οι εισαγωγές που υπόκεινται σε επανεξέταση βάσει του άρθρου 11 παράγραφος 4, να έχουν υποβληθεί επίσης σε καταγραφή δυνάμει του άρθρου 14 παράγραφος 5. Συνεπώς, η ίδια μέγιστη προθεσμία εννέα μηνών όπως για την καταγραφή πρέπει να εφαρμοστεί για τις εκ νέου έρευνες δυνάμει του άρθρου 12.

(15) Οι αιτιολογικές σκέψεις 8 έως 14 εφαρμόζονται, τηρουμένων των αναλογιών, στις επανεξετάσεις βάσει των άρθρων 18, 19 και 20 του βασικού κανονισμού κατά των επιδοτήσεων.

(16) Θεωρείται φρόνιμο να προβλεφθεί η σταδιακή εισαγωγή προθεσμιών για τις διαδικασίες επανεξέτασης, με βάση τις ανάγκες που θα προκύψουν σε ανθρώπινους πόρους για την τήρηση αυτών των προθεσμιών. Αυτή η περίοδος σταδιακής εισαγωγής θα διευκολύνει την κατάλληλη χρονική κατανομή των πόρων.

(17) Τα στοιχεία που χορηγούνται στα κράτη μέλη στο πλαίσιο της συμβουλευτικής επιτροπής έχουν συνήθως ιδιαίτερα τεχνικό χαρακτήρα και απαιτούν μια πολυσύνθετη οικονομική και νομική ανάλυση. Για να χορηγηθεί στα κράτη μέλη αρκετός χρόνος για να τα εξετάσουν, αυτά τα στοιχεία πρέπει να αποστέλλονται κανονικά το αργότερο δέκα ημέρες πριν από την ημερομηνία της συνεδρίασης που καθορίζει ο πρόεδρος της συμβουλευτικής επιτροπής.

(18) Το άρθρο 8 παράγραφος 9 του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ αναφέρει, μεταξύ άλλων, ότι σε περίπτωση ανάκλησης μιας ανάληψης υποχρέωσης εκ μέρους ορισμένων μερών, επιβάλλεται οριστικός δασμός σύμφωνα με το άρθρο 9, με βάση τα πραγματικά περιστατικά που βεβαιώθηκαν στο πλαίσιο της έρευνας η οποία οδήγησε στην ανάληψη υποχρέωσης. Αυτή η διάταξη οδήγησε σε μια χρονοβόρα διπλή διαδικασία η οποία προϋποθέτει απόφαση της Επιτροπής για την ανάκληση της αποδοχής της ανάληψης υποχρεώσεων και κανονισμό του Συμβουλίου για την εκ νέου επιβολή δασμού. Λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι αυτή η διάταξη δεν αφήνει καμία διακριτική ευχέρεια στο Συμβούλιο όσον αφορά την επιβολή δασμού λόγω παραβίασης ή ανάκλησης μιας ανάληψης υποχρέωσης ή το επίπεδο αυτού του δασμού, θεωρείται σκόπιμο να τροποποιηθούν οι διατάξεις του άρθρου 8 παράγραφοι 1, 5 και 9 για να διευκρινισθεί η αρμοδιότητα της Επιτροπής και να επιτραπούν η ανάκληση μιας ανάληψης υποχρεώσεων και η εφαρμογή του δασμού με μία ενιαία νομική πράξη. Είναι επίσης αναγκαίο να εξασφαλιστεί ότι η διαδικασία ανάκλησης περατώνεται εντός προθεσμίας έξι μηνών κανονικά και σε καμία περίπτωση μεγαλύτερης των εννέα μηνών, για να γίνει η ορθή εφαρμογή του ισχύοντος μέτρου.

(19) Η αιτιολογική σκέψη 18 εφαρμόζεται, τηρουμένων των αναλογιών, στις αναλήψεις υποχρεώσεων βάσει του άρθρου 13 του βασικού κανονισμού κατά των επιδοτήσεων.

(20) Το άρθρο 12 παράγραφος 1 του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ αναφέρει ότι οι έρευνες που κινούνται εκ νέου δυνάμει αυτού του άρθρου, στηρίζονται στα αποδεικτικά στοιχεία που υποβάλλει ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής. Άλλα ενδιαφερόμενα μέρη ενδέχεται να έχουν επίσης κάποιο συμφέρον σε αυτές τις εκ νέου έρευνες οι οποίες αποσκοπούν στο να επανορθώσουν τις επιπτώσεις της απορρόφησης του δασμού από τον εξαγωγέα. Είναι επομένως αναγκαίο να τροποποιηθεί αυτό το άρθρο για να έχουν τη δυνατότητα και άλλα ενδιαφερόμενα μέρη να ζητήσουν την έναρξη έρευνας για την απορρόφηση του δασμού. Είναι επίσης αναγκαίο, για να διαπιστωθεί αν υπάρχει απορρόφηση του δασμού, να συμπεριληφθεί στην έννοια της "μεταβολής των τιμών" η μείωση των τιμών εξαγωγής, δεδομένου ότι πρόκειται για μια από τις πιθανές καταστάσεις στην οποία, η μείωση του επιπέδου των τιμών στην αγορά της Κοινότητας μπορεί να υπονομεύσει την επανορθωτική επίδραση του μέτρου.

(21) Η αιτιολογική σκέψη 20 εφαρμόζεται, τηρουμένων των αναλογιών, στο άρθρο 19 παράγραφος 3 του βασικού κανονισμού κατά των επιδοτήσεων.

(22) Επιπλέον, πρέπει να διευκρινισθεί ότι η αύξηση του ποσού του δασμού αντιντάμπινγκ που επιβάλλεται μετά την επανεξέταση δυνάμει του άρθρου 12 παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ, πρέπει να περιοριστεί στο ανώτατο ποσό που θα μπορούσε ενδεχομένως να απορροφηθεί, και που ισοδυναμεί με το ποσό του δασμού που ίσχυε πριν από αυτήν την επανεξέταση.

(23) Δεδομένου ότι το άρθρο 13 παράγραφος 3 του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ δεν αναφέρει ρητά τα μέρη που έχουν το δικαίωμα να ζητήσουν την έναρξη ερευνών για την καταστρατήγηση, είναι σκόπιμο να διευκρινισθούν τα μέρη που διατηρούν αυτό το δικαίωμα.

(24) Η κτηθείσα εμπειρία έδειξε ότι είναι επίσης σκόπιμο να διευκρινισθούν οι πρακτικές οι οποίες αποτελούν καταστρατήγηση των μέτρων που εφαρμόζονται. Οι πρακτικές καταστρατήγησης μπορούν να λάβουν χώρα στο εσωτερικό ή στο εξωτερικό της Κοινότητας. Είναι επομένως αναγκαίο να προβλεφθεί ότι οι απαλλαγές από τους επεκταθέντες δασμούς που ενδεχομένως έχουν ήδη χορηγηθεί στους εισαγωγείς βάσει του σημερινού βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ μπορούν επίσης να χορηγηθούν στους εξαγωγείς όταν επεκτείνονται οι δασμοί για να αντιμετωπιστεί η καταστρατήγηση που λαμβάνει χώρα εκτός της Κοινότητας.

(25) Για να εξασφαλιστεί η ορθή εφαρμογή των μέτρων, είναι προτιμότερο να τροποποιηθεί το άρθρο 19 παράγραφος 6 του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ σε ό,τι αφορά τη χρήση των πληροφοριών που συγκεντρώνονται στο πλαίσιο μιας έρευνας, με σκοπό να κινηθεί άλλη έρευνα στο πλαίσιο της ίδιας διαδικασίας.

(26) Οι αιτιολογικές σκέψεις 23 έως 25 εφαρμόζονται, τηρουμένων των αναλογιών, στο άρθρο 23 και στο άρθρο 29 παράγραφος 6 του βασικού κανονισμού κατά των επιδοτήσεων.

(27) Για να εξασφαλιστεί η καλύτερη εφαρμογή των μέτρων, είναι αναγκαίο να προβλεφθεί, σε νέα παράγραφο του άρθρου 14 του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ, η δυνατότητα για την Επιτροπή να ζητά από τα κράτη μέλη να υποβάλλουν, στο πλαίσιο των κανόνων εμπιστευτικού χαρακτήρα που περιέχουν οι βασικοί κανονισμοί, στοιχεία που θα χρησιμοποιούνται για την παρακολούθηση των αναλήψεων υποχρεώσεων ως προς τις τιμές και για την επαλήθευση της αποτελεσματικότητας των ισχυόντων μέτρων. Πρέπει επίσης να εισαχθούν παρόμοιες διατάξεις σε νέα παράγραφο του άρθρου 24 του βασικού κανονισμού κατά των επιδοτήσεων,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 384/96 τροποποιείται ως εξής:

1. Στο άρθρο 8, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"1. Υπό την προϋπόθεση ότι έχει διατυπωθεί προσωρινό συμπέρασμα το οποίο επιβεβαιώνει την ύπαρξη ντάμπινγκ και την εξ αυτού πρόκληση ζημίας, η Επιτροπή μπορεί να αποδεχθεί ικανοποιητική οικειοθελή ανάληψη υποχρεώσεων που προσφέρει εξαγωγέας για να αναθεωρήσει τις τιμές του ή να παύσει τις εισαγωγές του σε τιμές που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ, αν, κατόπιν συγκεκριμένων διαβουλεύσεων με τη συμβουλευτική επιτροπή, διαπιστωθεί ότι αυτή η ανάληψη υποχρεώσεων εξουδετερώνει τις ζημιογόνες επιπτώσεις του ντάμπινγκ. Σε αυτή την περίπτωση και στο βαθμό που ισχύουν οι αναλήψεις υποχρεώσεων, οι προσωρινοί δασμοί που έχει επιβάλει η Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 1 ή οι οριστικοί δασμοί που έχει επιβάλει το Συμβούλιο σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 4, κατά περίπτωση, δεν εφαρμόζονται στις αντίστοιχες εισαγωγές του εν λόγω προϊόντος που κατασκευάζεται από τις εταιρείες οι οποίες αναφέρονται στην απόφαση της Επιτροπής για την αποδοχή των αναλήψεων υποχρεώσεων όπως έχει τροποποιηθεί. Οι αυξήσεις τιμών βάσει αναλήψεων υποχρεώσεων αυτού του είδους δεν επιτρέπεται να είναι μεγαλύτερες από αυτές που χρειάζονται για την εξουδετέρωση του περιθωρίου ντάμπινγκ, και μάλιστα θα πρέπει να υπολείπονται του περιθωρίου ντάμπινγκ, εφόσον οι αυξήσεις αυτής της κλίμακας θα ήταν αρκετές για την εξάλειψη της ζημίας που υφίσταται ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής."

2. Στο άρθρο 8, η παράγραφος 9 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"9. Σε περίπτωση παραβίασης ή ανάκλησης μιας ανάληψης υποχρέωσης από οποιοδήποτε μέρος της ανάληψης υποχρέωσης, ή σε περίπτωση ανάκλησης της αποδοχής της ανάληψης υποχρέωσης από την Επιτροπή, η αποδοχή της ανάληψης υποχρέωσης ανακαλείται, κατόπιν διαβουλεύσεων, με απόφαση της Επιτροπής ή με κανονισμό της Επιτροπής, όπως πρέπει, και ο προσωρινός δασμός που έχει επιβληθεί από την Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 7 ή ο οριστικός δασμός που έχει επιβληθεί από το Συμβούλιο σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 4 εφαρμόζονται αυτομάτως, υπό τον όρο ότι ο ενδιαφερόμενος εξαγωγέας είχε την ευκαιρία να υποβάλει τις παρατηρήσεις του εκτός αν ο ίδιος ανακάλεσε την ανάληψη υποχρέωσης.

Οποιοδήποτε ενδιαφερόμενο μέρος ή κράτος μέλος μπορεί να υποβάλει πληροφορίες που θα περιέχουν εκ πρώτης όψεως αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την παραβίαση μιας ανάληψης υποχρέωσης. Η επακόλουθη αξιολόγηση για το αν υπάρχει παραβίαση ανάληψης υποχρέωσης ή όχι περατώνεται κανονικά εντός έξι μηνών και το αργότερο εντός εννέα μηνών από την ημερομηνία της δεόντως τεκμηριωμένης αίτησης. Η Επιτροπή μπορεί να ζητήσει τη βοήθεια των αρμοδίων αρχών των κρατών μελών κατά την παρακολούθηση των αναλήψεων υποχρεώσεων."

3. Στο άρθρο 9, η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"4. Όταν από τα πραγματικά περιστατικά, όπως αυτά έχουν διαπιστωθεί τελικώς, προκύπτει ότι υπάρχει ντάμπινγκ και ότι εξ αυτού προκαλείται ζημία, καθώς και ότι το συμφέρον της Κοινότητας επιβάλλει παρέμβαση σύμφωνα με το άρθρο 21, το Συμβούλιο, αποφασίζοντας κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής και μετά από διαβουλεύσεις στο πλαίσιο της συμβουλευτικής επιτροπής, επιβάλλει οριστικό δασμό αντιντάμπινγκ. Το Συμβούλιο εγκρίνει την πρόταση, εκτός αν αποφασίσει με απλή πλειοψηφία να την απορρίψει εντός περιόδου ενός μηνός από την υποβολή της πρότασης από την Επιτροπή. Όταν ισχύουν προσωρινοί δασμοί, υποβάλλεται πρόταση για οριστικά μέτρα το αργότερο εντός ενός μηνός πριν από τη λήξη ισχύος αυτών των δασμών. Το ύψος του δασμού αντιντάμπινγκ δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει το περιθώριο ντάμπινγκ που έχει διαπιστωθεί, αλλά θα πρέπει να είναι κατώτερο του εν λόγω περιθωρίου, αν η επιβολή δασμού χαμηλότερου ύψους κρίνεται επαρκής για την εξάλειψη της ζημίας που υφίσταται ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής."

4. Στο άρθρο 11, η παράγραφος 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"5. Οι συναφείς διατάξεις του παρόντος κανονισμού οι σχετικές με τις διαδικασίες και τη διεξαγωγή των ερευνών, με εξαίρεση εκείνες που αναφέρονται στις σχετικές προθεσμίες, εφαρμόζονται σε κάθε επανεξέταση η οποία διενεργείται δυνάμει των παραγράφων 2, 3 και 4 του παρόντος άρθρου. Οι επανεξετάσεις που διεξάγονται δυνάμει των παραγράφων 2 και 3 διενεργούνται με ταχείες διαδικασίες και πρέπει κανονικά να ολοκληρώνονται εντός δώδεκα μηνών από την ημερομηνία έναρξης της επανεξέτασης. Εν πάση περιπτώσει, οι επανεξετάσεις δυνάμει των παραγράφων 2 και 3 ολοκληρώνονται οπωσδήποτε εντός 15 μηνών από την έναρξή τους. Οι επανεξετάσεις δυνάμει της παραγράφου 4 ολοκληρώνονται οπωσδήποτε εντός εννέα μηνών από την ημερομηνία ενάρξεώς τους. Αν κινείται επανεξέταση δυνάμει της παραγράφου 2, ενώ παράλληλα διεξάγεται επανεξέταση δυνάμει της παραγράφου 3, στο πλαίσιο της ίδιας διαδικασίας, η επανεξέταση δυνάμει της παραγράφου 3 περατώνεται εντός της ίδιας προθεσμίας με εκείνη που προβλέπεται ανωτέρω για την επανεξέταση δυνάμει της παραγράφου 2.

Η Επιτροπή υποβάλλει πρόταση στο Συμβούλιο το αργότερο εντός ενός μηνός πριν από τη λήξη των ανωτέρω προθεσμιών.

Αν η έρευνα δεν ολοκληρωθεί εντός των προαναφερόμενων προθεσμιών, τα μέτρα:

- παύουν να ισχύουν στις έρευνες που διεξάγονται δυνάμει της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου,

- παύουν να ισχύουν σε περίπτωση ερευνών βάσει των παραγράφων 2 και 3 του παρόντος άρθρου εκ παραλλήλου, είτε η έρευνα κατά την παράγραφο 2 άρχισε ενώ η επανεξέταση κατά την παράγραφο 3 συνεχιζόταν στην ίδια διαδικασία, είτε οι έρευνες αυτές άρχισαν ταυτοχρόνως, ή

- παραμένουν αμετάβλητα στις έρευνες που διεξάγονται δυνάμει των παραγράφων 3 και 4 του παρόντος άρθρου.

Ανακοίνωση για την πραγματική λήξη ισχύος ή τη διατήρηση των μέτρων δυνάμει αυτής της παραγράφου δημοσιεύεται τότε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης."

5. Στο άρθρο 12, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"1. Όταν ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής ή άλλο ενδιαφερόμενο μέρος υποβάλλουν, κανονικά εντός δύο ετών από την έναρξη ισχύος των μέτρων, επαρκείς πληροφορίες που αποδεικνύουν ότι, μετά την αρχική περίοδο έρευνας και πριν από ή μετά την επιβολή των μέτρων, μειώθηκαν οι τιμές εξαγωγής ή ότι δεν υπήρξε μεταβολή των τιμών, ή επαρκής μεταβολή των τιμών μεταπώλησης ή των τιμών πώλησης του εισαγόμενου προϊόντος στην Κοινότητα, η έρευνα μπορεί να κινηθεί εκ νέου, κατόπιν διαβουλεύσεων, για να εξεταστεί αν τα μέτρα επηρέασαν τις προαναφερθείσες τιμές.

Η έρευνα μπορεί επίσης να κινηθεί εκ νέου, υπό τους όρους που καθορίζονται ανωτέρω, με πρωτοβουλία της Επιτροπής ή κατόπιν αιτήσεως κράτους μέλους."

6. Στο άρθρο 12 παράγραφος 2, η τελευταία πρόταση αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:"Σε περίπτωση που συμπεραίνεται ότι πληρούνται οι όροι του άρθρου 12 παράγραφος 1 λόγω μείωσης των τιμών εξαγωγής που σημειώθηκε μετά την αρχική περίοδο έρευνας και πριν από ή μετά την επιβολή των μέτρων, τα περιθώρια του ντάμπινγκ μπορούν να υπολογιστούν εκ νέου για να ληφθούν υπόψη αυτές οι χαμηλότερες τιμές εξαγωγής."

7. Στο άρθρο 12, η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"3. Σε περίπτωση που από τη διεξαχθείσα, βάσει του παρόντος άρθρου, νέα έρευνα προκύψει αύξηση του ντάμπινγκ, το Συμβούλιο, αποφασίζοντας κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής, μπορεί να τροποποιήσει τα ισχύοντα μέτρα, ώστε αυτά να εκφράζουν τα νέα πορίσματα για τις τιμές εξαγωγής. Το Συμβούλιο εγκρίνει την πρόταση εκτός αν αποφασίσει με απλή πλειοψηφία να την απορρίψει εντός ενός μηνός από την ημερομηνία υποβολής της πρότασης από την Επιτροπή. Το ποσό του δασμού αντιντάμπινγκ που επιβάλλεται δυνάμει του παρόντος άρθρου δεν υπερβαίνει το διπλό του ποσού του δασμού που είχε αρχικά επιβληθεί από το Συμβούλιο."

8. Στο άρθρο 12, η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"4. Για κάθε έρευνα που διενεργείται εκ νέου βάσει του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται οι συναφείς διατάξεις των άρθρων 5 και 6, με την εξαίρεση ότι οι επανεξετάσεις αυτού του είδους διενεργούνται με ταχείες διαδικασίες και πρέπει κανονικά να ολοκληρώνονται εντός εξαμήνου από την ημερομηνία έναρξης της εκ νέου έρευνας. Εν πάση περιπτώσει, αυτές οι εκ νέου έρευνες περατώνονται οπωσδήποτε εντός εννέα μηνών από την έναρξη της έρευνας.

Η Επιτροπή υποβάλλει πρόταση στο Συμβούλιο το αργότερο εντός ενός μηνός πριν από τη λήξη της ανωτέρω προθεσμίας.

Αν η εκ νέου έρευνα δεν ολοκληρωθεί εντός των προαναφερόμενων προθεσμιών, τα μέτρα διατηρούνται ως έχουν. Ανακοίνωση για την διατήρηση των μέτρων δυνάμει αυτής της παραγράφου δημοσιεύεται επίσης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης."

9. Στο άρθρο 13, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"1. Οι δασμοί αντιντάμπινγκ που επιβάλλονται δυνάμει του παρόντος κανονισμού μπορούν να επεκταθούν έναντι των εισαγωγών από τρίτες χώρες του ομοειδούς προϊόντος, είτε αυτό έχει τροποποιηθεί ελαφρά είτε όχι· ή έναντι των εισαγωγών του ελαφρά τροποποιημένου ομοειδούς προϊόντος από τη χώρα που υπόκειται στα μέτρα· ή μερών αυτού, όταν λαμβάνει χώρα καταστρατήγηση των ισχυόντων μέτρων. Δασμοί αντιντάμπινγκ όχι υψηλότεροι από τους υπολειπόμενους δασμούς αντιντάμπινγκ που έχουν επιβληθεί σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 5 του παρόντος κανονισμού, μπορούν να επεκταθούν έναντι των εισαγωγών από εταιρείες που επωφελούνται από ατομικούς δασμούς στις χώρες που υπόκεινται στα μέτρα όταν λαμβάνει χώρα καταστρατήγηση των ισχυόντων μέτρων. Με τον όρο καταστρατήγηση νοείται κάθε μεταβολή των τρόπων διεξαγωγής εμπορικών συναλλαγών μεταξύ τρίτων χωρών και της Κοινότητας ή μεταξύ ατομικών εταιρειών στη χώρα που υπόκειται στα μέτρα και της Κοινότητας, η οποία απορρέει από μια πρακτική, διαδικασία ή εργασία, για την οποία δεν υφίσταται ικανός αποχρών λόγος ή άλλη οικονομική δικαιολογία, πλην της επιβολής του δασμού, ενώ παράλληλα υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία για ζημία ή στοιχεία από τα οποία προκύπτει ότι εξουδετερώνονται οι επανορθωτικές συνέπειες του δασμού όσον αφορά τις τιμές ή/και τις ποσότητες του ομοειδούς προϊόντος και όταν υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία ότι ασκείται πρακτική ντάμπινγκ σχετικά με τις κανονικές αξίες που έχουν ήδη προσδιορισθεί για το ομοειδές προϊόν, αν χρειαστεί σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 2.

Η πρακτική, διαδικασία ή εργασία που αναφέρεται στην παράγραφο 1, περιλαμβάνει μεταξύ άλλων την ελαφρά τροποποίηση του υπό εξέταση προϊόντος για να μπορεί να υπαχθεί σε τελωνειακούς κωδικούς που κανονικά δεν υπόκεινται στα μέτρα υπό τον όρο ότι η τροποποίηση δεν μεταβάλλει τα βασικά χαρακτηριστικά του· την αποστολή του προϊόντος που υπόκειται στα μέτρα μέσω τρίτων χωρών· την αναδιοργάνωση από τους εξαγωγείς ή παραγωγούς των τρόπων και κυκλωμάτων των πωλήσεών τους στη χώρα που υπόκειται στα μέτρα ούτως ώστε να μπορούν ενδεχομένως να εξάγουν τα προϊόντα τους στην Κοινότητα μέσω παραγωγών που επωφελούνται από ατομικό συντελεστή δασμού χαμηλότερο από τον συντελεστή που εφαρμόζεται στα προϊόντα των κατασκευαστών·και, υπό τις περιστάσεις που αναφέρονται κατωτέρω στο άρθρο 13 παράγραφος 2, τη συναρμολόγηση μερών από δράση συναρμολόγησης στην Κοινότητα ή σε τρίτη χώρα."

10. Στο άρθρο 13, η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"3. Οι έρευνες κινούνται δυνάμει του παρόντος άρθρου με πρωτοβουλία της Επιτροπής ή με αίτηση κράτους μέλους ή οποιουδήποτε ενδιαφερόμενου μέρους με βάση επαρκή αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με τα θέματα για τα οποία γίνεται λόγος στην παράγραφο 1. Η έρευνα αρχίζει, αφού ζητηθεί η γνώμη της συμβουλευτικής επιτροπής, με κανονισμό της Επιτροπής, με τον οποίον μπορεί επιπλέον να καλούνται οι τελωνειακές αρχές να υποβάλουν τις επίμαχες εισαγωγές υποχρεωτικά σε καταγραφή, σύμφωνα με το άρθρο 14 παράγραφος 5, ή να ζητήσουν τη σύσταση εγγύησης. Οι έρευνες διεξάγονται από την Επιτροπή, η οποία είναι δυνατό να επικουρείται από τις τελωνειακές αρχές, και πρέπει να ολοκληρώνονται εντός εννέα μηνών. Όταν τα πραγματικά περιστατικά, όπως αυτά έχουν εξακριβωθεί τελικώς, δικαιολογούν την επέκταση της ισχύος των μέτρων, τότε αυτή αποφασίζεται από το Συμβούλιο, κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής και αφού ζητηθεί η γνώμη της συμβουλευτικής επιτροπής. Το Συμβούλιο εγκρίνει την πρόταση, εκτός αν αποφασίσει με απλή πλειοψηφία να την απορρίψει εντός ενός μηνός από την ημερομηνία υποβολής της πρότασης από την Επιτροπή. Η επέκταση τίθεται σε ισχύ από την ημερομηνία κατά την οποία επιβλήθηκε η υποχρέωση καταγραφής δυνάμει του άρθρου 14 παράγραφος 5 ή την ημερομηνία απαίτησης της παροχής εγγυήσεων. Κατά την εφαρμογή του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται οι συναφείς διαδικαστικές διατάξεις που προβλέπονται από τον παρόντα κανονισμό για την έναρξη και τη διεξαγωγή ερευνών."

11. Στο άρθρο 13, η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"4. Οι εισαγωγές δεν υποβάλλονται σε καταγραφή δυνάμει του άρθρου 14 παράγραφος 5 ή σε μέτρα όταν διατίθενται στο εμπόριο από εταιρείες στις οποίες έχουν χορηγηθεί απαλλαγές. Οι αιτήσεις για απαλλαγές δεόντως τεκμηριωμένες με αποδεικτικά στοιχεία υποβάλλονται εντός των προθεσμιών που καθορίζονται στον κανονισμό της Επιτροπής για την έναρξη της έρευνας. Στην περίπτωση που λαμβάνει χώρα πρακτική, διαδικασία ή εργασία εκτός της Κοινότητας, χορηγούνται απαλλαγές στους παραγωγούς του υπό εξέταση προϊόντος οι οποίοι μπορούν να αποδείξουν ότι δεν είναι συνδεδεμένοι με κανέναν παραγωγό που υπόκειται σε μέτρα και για τους οποίους διαπιστώνεται ότι δεν εφαρμόζουν πρακτικές καταστρατήγησης όπως ορίζεται στο άρθρο 13 παράγραφοι 1 και 2. Στην περίπτωση που λαμβάνει χώρα πρακτική, διαδικασία ή εργασία καταστρατήγησης εντός της Κοινότητας, χορηγούνται απαλλαγές σε εισαγωγείς οι οποίοι μπορούν να αποδείξουν ότι δεν είναι συνδεδεμένοι με παραγωγούς οι οποίοι υπόκεινται στα μέτρα.

Αυτές οι απαλλαγές χορηγούνται με απόφαση της Επιτροπής, αφού ζητηθεί η γνώμη της συμβουλευτικής επιτροπής ή με απόφαση του Συμβουλίου περί επιβολής μέτρων και ισχύουν κατά την περίοδο και υπό τους όρους που προβλέπει αυτή η απόφαση.

Αν πληρούνται οι όροι που ορίζονται στο άρθρο 11 παράγραφος 4, μπορούν επίσης να χορηγηθούν απαλλαγές μετά την περάτωση της έρευνας που οδήγησε στην επέκταση των μέτρων.

Υπό τον όρο ότι έχει παρέλθει τουλάχιστον ένα έτος από την επέκταση των μέτρων, και στην περίπτωση που είναι σημαντικός ο αριθμός των μερών που ζητούν ή ενδέχεται να ζητήσουν απαλλαγή, η Επιτροπή μπορεί να αποφασίσει να κινήσει επανεξέταση της επέκτασης των μέτρων. Μια τέτοια επανεξέταση διεξάγεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 11 παράγραφος 5, όπως εφαρμόζεται στις επανεξετάσεις δυνάμει του άρθρου 11 παράγραφος 3."

12. Στο άρθρο 14, η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"4. Για λόγους προστασίας του συμφέροντος της Κοινότητας, τα μέτρα που επιβάλλονται βάσει του παρόντος κανονισμού είναι δυνατό, μετά από διαβουλεύσεις με τη συμβουλευτική επιτροπή, να ανασταλούν με απόφαση της Επιτροπής για χρονικό διάστημα εννέα μηνών. Η αναστολή είναι δυνατό να παρατείνεται για επιπλέον χρονικό διάστημα, το οποίο δεν υπερβαίνει το ένα έτος, εάν το αποφασίσει το Συμβούλιο κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής. Το Συμβούλιο εγκρίνει την πρόταση εκτός αν αποφασίσει με απλή πλειοψηφία να την απορρίψει εντός ενός μηνός από την ημερομηνία υποβολής της πρότασης από την Επιτροπή. Αναστολή χωρεί μόνον αν οι συνθήκες της αγοράς αλλάξουν προσωρινά σε βαθμό που η ζημία να είναι απίθανο να επαναληφθεί συνεπεία της αναστολής και υπό την προϋπόθεση ότι έχει παρασχεθεί στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής η δυνατότητα να διατυπώσει τυχόν παρατηρήσεις οι οποίες και συνεκτιμώνται. Τα μέτρα είναι δυνατό να επαναφέρονται σε ισχύ ανά πάσα στιγμή και μετά από διαβουλεύσεις, αν παύσει να συντρέχει ο λόγος της αναστολής τους."

13. Στο άρθρο 14 προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

"7. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 6, η Επιτροπή μπορεί, κατά περίπτωση, να ζητήσει από τα κράτη μέλη να υποβάλουν τις αναγκαίες πληροφορίες για την αποτελεσματική παρακολούθηση της εφαρμογής των μέτρων. Ως προς αυτό, ισχύουν οι διατάξεις του άρθρου 6 παράγραφοι 3 και 4. Όλα τα στοιχεία που υποβάλλουν τα κράτη μέλη δυνάμει του παρόντος άρθρου καλύπτονται από τις διατάξεις του άρθρου 19 παράγραφος 6."

14. Στο άρθρο 15, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"2. Η συμβουλευτική επιτροπή συγκαλείται από τον πρόεδρό της. Ο πρόεδρος παρέχει στα κράτη μέλη, το ταχύτερο δυνατό αλλά το αργότερο εντός δέκα εργάσιμων ημερών πριν από τη συνεδρίαση, όλες τις σχετικές πληροφορίες."

15. Στο άρθρο 19, η παράγραφος 6 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"6. Οι πληροφορίες που λαμβάνονται δυνάμει του παρόντος κανονισμού πρέπει να χρησιμοποιούνται μόνον για τους σκοπούς για τους οποίους ζητήθηκαν. Η παρούσα διάταξη δεν αποκλείει την χρήση πληροφοριών που υποβλήθηκαν στο πλαίσιο μιας έρευνας με σκοπό να κινηθεί άλλη έρευνα εντός της ίδιας διαδικασίας όσον αφορά το οικείο προϊόν."

Άρθρο 2

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2026/97 τροποποιείται ως εξής:

1. Στο άρθρο 13, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"1. Υπό την προϋπόθεση ότι έχει διατυπωθεί προσωρινό συμπέρασμα το οποίο επιβεβαιώνει την ύπαρξη επιδοτήσεων και την εξ αυτών πρόκληση ζημίας, η Επιτροπή μπορεί να αποδεχθεί οικειοθελώς προτεινόμενες ικανοποιητικές αναλήψεις υποχρεώσεων, βάσει των οποίων:

α) η χώρα καταγωγής ή/και εξαγωγής συμφωνεί να καταργήσει ή να μειώσει την επιδότηση ή να λάβει άλλου είδους μέτρα για την αντιμετώπιση των συνεπειών της, ή

β) ο εξαγωγέας αναλαμβάνει την υποχρέωση να αναθεωρήσει τις τιμές που εφαρμόζει ή να διακόψει τις εξαγωγές προς την εκάστοτε περιοχή των προϊόντων τα οποία τυγχάνουν αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων, ούτως ώστε η Επιτροπή, μετά από συγκεκριμένες διαβουλεύσεις με τη συμβουλευτική επιτροπή, να πεισθεί ότι εξαλείφθηκαν οι ζημιογόνες συνέπειες των επιδοτήσεων.

Σε αυτή την περίπτωση και στο βαθμό που ισχύουν οι αναλήψεις υποχρεώσεων, οι προσωρινοί δασμοί που έχει επιβάλει η Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 12 παράγραφος 3 και οι οριστικοί δασμοί που έχει επιβάλει το Συμβούλιο σύμφωνα με το άρθρο 15 παράγραφος 1, δεν εφαρμόζονται στις αντίστοιχες εισαγωγές του εν λόγω προϊόντος που κατασκευάζεται από τις εταιρείες οι οποίες αναφέρονται στην απόφαση της Επιτροπής για την αποδοχή των αναλήψεων υποχρεώσεων και σε οποιαδήποτε μεταγενέστερη τροποποίηση της εν λόγω απόφασης.

Οι αυξήσεις τιμών βάσει αυτών των αναλήψεων υποχρεώσεων δεν επιτρέπεται να είναι μεγαλύτερες από αυτές που χρειάζονται για την αντιστάθμιση του ύψους των αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων, και μάλιστα πρέπει να υπολείπονται του ύψους των αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων αν αυτές οι αυξήσεις επαρκούν για την εξάλειψη της ζημίας που έχει προκληθεί στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής."

2. Στο άρθρο 13, η παράγραφος 9 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"9. Σε περίπτωση παραβίασης ή ανάκλησης των αναλήψεων υποχρεώσεων από οποιοδήποτε μέρος των αναλήψεων υποχρεώσεων, ή σε περίπτωση ανάκλησης της αποδοχής της ανάληψης υποχρέωσης από την Επιτροπή, η αποδοχή της ανάληψης υποχρέωσης ανακαλείται, κατόπιν διαβουλεύσεων, με απόφαση της Επιτροπής ή με κανονισμό της Επιτροπής, όπως πρέπει, και εφαρμόζεται ο προσωρινός δασμός που έχει επιβληθεί από την Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 12 ή ο οριστικός δασμός που έχει επιβληθεί από το Συμβούλιο σύμφωνα με το άρθρο 15 παράγραφος 1, υπό τον όρο ότι ο ενδιαφερόμενος εξαγωγέας, ή η χώρα καταγωγής και/ή εξαγωγής έλαβαν την ευκαιρία να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους εκτός αν η ανάληψη υποχρέωσης ανακληθεί από τον εξαγωγέα ή από την εν λόγω χώρα.

Οποιοδήποτε ενδιαφερόμενο μέρος ή κράτος μέλος μπορεί να υποβάλει πληροφορίες που θα περιέχουν εκ πρώτης όψεως αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την παραβίαση μιας ανάληψης υποχρέωσης. Η επακόλουθη αξιολόγηση για το αν υπάρχει παραβίαση ανάληψης υποχρέωσης ή όχι, περατώνεται κανονικά εντός έξι μηνών και το αργότερο εντός εννέα μηνών από την ημερομηνία της δεόντως τεκμηριωμένης αίτησης. Η Επιτροπή μπορεί να ζητήσει τη βοήθεια των αρμοδίων αρχών των κρατών μελών κατά την παρακολούθηση των αναλήψεων υποχρεώσεων."

3. Στο άρθρο 15, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"1. Όταν από τα πραγματικά περιστατικά, όπως αυτά έχουν διαπιστωθεί τελικώς, προκύπτει η ύπαρξη αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων και ζημίας, καθώς και ότι το συμφέρον της Κοινότητας επιβάλλει παρέμβαση σύμφωνα με το άρθρο 31, το Συμβούλιο, αποφασίζοντας κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής και μετά από διαβουλεύσεις στο πλαίσιο της συμβουλευτικής επιτροπής, επιβάλλει οριστικό αντισταθμιστικό δασμό. Το Συμβούλιο εγκρίνει την πρόταση, εκτός αν αποφασίσει με απλή πλειοψηφία να την απορρίψει εντός ενός μηνός από την ημερομηνία υποβολής της πρότασης από την Επιτροπή. Σε περίπτωση που επιβάλλονται ήδη προσωρινοί δασμοί, υποβάλλεται πρόταση για τη λήψη οριστικών μέτρων το αργότερο ένα μήνα πριν από τη λήξη ισχύος των προσωρινών δασμών. Δεν θεσπίζονται μέτρα αν ανακληθεί η επιδότηση ή οι επιδοτήσεις ή αν αποδεικνύεται ότι οι επιδοτήσεις δεν προσπορίζουν πλέον κανένα όφελος στους εξαγωγείς που τις λαμβάνουν. Το ύψος του προσωρινού αντισταθμιστικού δασμού δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει το συνολικό ποσό των αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων, όπως αυτό έχει υπολογισθεί, και πρέπει να είναι κατώτερο από το ποσό των αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων, εφόσον ο χαμηλότερος αυτός δασμός αρκεί για την εξάλειψη της ζημίας που έχει υποστεί ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής."

4. Στο άρθρο 19, η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"3. Όταν οι αντισταθμιστικοί δασμοί που επιβάλλονται είναι κατώτεροι από το ποσό των αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων που διαπιστώθηκε, κινείται ενδιάμεση επανεξέταση αν οι κοινοτικοί παραγωγοί ή οποιοδήποτε άλλο ενδιαφερόμενο μέρος υποβάλλει κανονικά, εντός δύο ετών από την αρχική περίοδο έρευνας και πριν από ή μετά την έναρξη ισχύος των μέτρων, επαρκή αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με το ότι, μετά την επιβολή των μέτρων, μειώθηκαν οι τιμές εξαγωγής ή ότι δεν σημειώθηκε μεταβολή των τιμών ή επαρκής μεταβολή των τιμών μεταπώλησης του εισαγόμενου προϊόντος στην Κοινότητα. Αν η έρευνα αποδείξει την ορθότητα των ισχυρισμών, οι αντισταθμιστικοί δασμοί μπορούν να αυξηθούν στο ύψος της τιμής που απαιτείται για να εξαλειφθεί η ζημία· εντούτοις, το αυξημένο επίπεδο δασμού δεν πρέπει να υπερβαίνει το ποσό των αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων.

Η ενδιάμεση επανεξέταση μπορεί επίσης να κινηθεί, υπό τους όρους που καθορίζονται ανωτέρω, με πρωτοβουλία της Επιτροπής ή κατόπιν αιτήσεως κράτους μέλους.,"

5. Στο άρθρο 22, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"1. Οι συναφείς διατάξεις του παρόντος κανονισμού οι σχετικές με τις διαδικασίες και τη διεξαγωγή των ερευνών, με εξαίρεση εκείνες που αναφέρονται στις σχετικές προθεσμίες, εφαρμόζονται σε κάθε επανεξέταση η οποία διενεργείται δυνάμει των άρθρων 18, 19 και 20. Οι επανεξετάσεις που διεξάγονται δυνάμει των άρθρων 18 και 19 διενεργούνται με ταχείες διαδικασίες και πρέπει κανονικά να ολοκληρώνονται εντός δώδεκα μηνών από την ημερομηνία ενάρξεως της επανεξέτασης. Εν πάση περιπτώσει, οι επανεξετάσεις δυνάμει των άρθρων 18 και 19 ολοκληρώνονται οπωσδήποτε εντός 15 μηνών από την έναρξή τους. Οι επανεξετάσεις δυνάμει του άρθρου 20 ολοκληρώνονται οπωσδήποτε εντός εννέα μηνών από την ημερομηνία ενάρξεώς τους. Αν κινείται επανεξέταση δυνάμει του άρθρου 18, ενώ παράλληλα διεξάγεται επανεξέταση δυνάμει του άρθρου 19 στο πλαίσιο της ίδιας διαδικασίας, η επανεξέταση δυνάμει του άρθρου 19 περατώνεται εντός της ίδιας προθεσμίας με εκείνη που προβλέπεται ανωτέρω για την επανεξέταση δυνάμει του άρθρου 18.

Η Επιτροπή υποβάλλει πρόταση στο Συμβούλιο το αργότερο εντός ενός μηνός πριν από τη λήξη των ανωτέρω προθεσμιών.

Αν η έρευνα δεν ολοκληρωθεί εντός των προαναφερόμενων προθεσμιών, τα μέτρα:

- παύουν να ισχύουν στις έρευνες που διεξάγονται δυνάμει του άρθρου 18,

- παύουν να ισχύουν σε περίπτωση ερευνών βάσει των άρθρων 18 και 19 εκ παραλλήλου, είτε η έρευνα κατά το άρθρο 18 άρχισε ενώ η επανεξέταση κατά το άρθρο 19 συνεχιζόταν στην ίδια διαδικασία, είτε οι έρευνες αυτές άρχισαν ταυτοχρόνως, ή

- παραμένουν αμετάβλητα στις έρευνες που διεξάγονται δυνάμει των άρθρων 19 και 20.

Ανακοίνωση για την πραγματική λήξη ισχύος ή τη διατήρηση των μέτρων δυνάμει της παρούσας παραγράφου δημοσιεύεται τότε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης."

6. Στο άρθρο 23, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"1. Οι αντισταθμιστικοί δασμοί που επιβάλλονται δυνάμει του παρόντος κανονισμού μπορούν να επεκταθούν έναντι των εισαγωγών από τρίτες χώρες του ομοειδούς προϊόντος, είτε αυτό έχει τροποποιηθεί ελαφρά είτε όχι· ή έναντι των εισαγωγών του ελαφρά τροποποιημένου ομοειδούς προϊόντος από τη χώρα που υπόκειται στα μέτρα· ή μερών αυτού, όταν λαμβάνει χώρα καταστρατήγηση των ισχυόντων μέτρων. Οι αντισταθμιστικοί δασμοί που δεν υπερβαίνουν τους υπολειπόμενους αντισταθμιστικούς δασμούς που έχουν επιβληθεί σύμφωνα με το άρθρο 15 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού, μπορούν να επεκταθούν έναντι των εισαγωγών από εταιρείες που επωφελούνται από ατομικούς δασμούς στις χώρες που υπόκεινται στα μέτρα όταν λαμβάνει χώρα καταστρατήγηση των ισχυόντων μέτρων. Με τον όρο 'καταστρατήγηση' νοείται μια μεταβολή των εμπορικών ροών μεταξύ τρίτων χωρών και της Κοινότητας ή μεταξύ συγκεκριμένων εταιρειών στη χώρα που υπόκειται στα μέτρα και της Κοινότητας, η οποία είναι αποτέλεσμα πρακτικής, διαδικασίας ή εργασίας για την οποία δεν υφίσταται ικανός αποχρών λόγος, ούτε οικονομική δικαιολογία, πλην της επιβολής του δασμού, ενώ παράλληλα υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία για τη ζημία ή στοιχεία από τα οποία προκύπτει ότι οι τιμές ή/και οι ποσότητες των ομοειδών προϊόντων έχουν ως αποτέλεσμα την εξουδετέρωση των επανορθωτικών συνεπειών του δασμού, και το εισαγόμενο ομοειδές προϊόν ή/και τα μέρη αυτού του προϊόντος εξακολουθούν να τυγχάνουν της επιδότησης.

Η πρακτική, διαδικασία ή εργασία που αναφέρεται στην παράγραφο 1, περιλαμβάνει μεταξύ άλλων την ελαφρά τροποποίηση του υπό εξέταση προϊόντος για να μπορεί να υπαχθεί σε τελωνειακούς κωδικούς που κανονικά δεν υπόκεινται στα μέτρα, υπό τον όρο ότι οι τροποποιήσει δεν μεταβάλλουν τα βασικά χαρακτηριστικά του· την αποστολή του προϊόντος που υπόκειται στα μέτρα μέσω τρίτων χωρών· και την αναδιοργάνωση από τους εξαγωγείς ή παραγωγούς των τρόπων και κυκλωμάτων των πωλήσεών τους στη χώρα που υπόκειται στα μέτρα ούτως ώστε να μπορούν ενδεχομένως να εξάγουν τα προϊόντα τους στην Κοινότητα μέσω παραγωγών που επωφελούνται από ατομικό συντελεστή δασμού χαμηλότερο από τον συντελεστή που εφαρμόζεται στα προϊόντα των κατασκευαστών."

7. Στο άρθρο 23, οι παράγραφοι 2 και 3 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

"2. Οι έρευνες κινούνται δυνάμει του παρόντος άρθρου με πρωτοβουλία της Επιτροπής ή με αίτηση κράτους μέλους ή οποιουδήποτε ενδιαφερόμενου μέρους με βάση επαρκή αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με τα θέματα για τα οποία γίνεται λόγος στην παράγραφο 1. Η έρευνα αρχίζει, αφού ζητηθεί η γνώμη της συμβουλευτικής επιτροπής, με κανονισμό της Επιτροπής, με τον οποίον μπορεί επιπλέον να καλούνται ενδεχομένως οι τελωνειακές αρχές να υποβάλουν τις επίμαχες εισαγωγές υποχρεωτικά σε καταγραφή, σύμφωνα με το άρθρο 24 παράγραφος 5, ή να ζητήσουν τη σύσταση εγγύησης. Οι έρευνες διεξάγονται από την Επιτροπή, η οποία είναι δυνατό να επικουρείται από τις τελωνειακές αρχές, και πρέπει να ολοκληρώνονται εντός εννέα μηνών. Όταν τα πραγματικά περιστατικά, όπως αυτά έχουν εξακριβωθεί τελικώς, δικαιολογούν την επέκταση της ισχύος των μέτρων, τότε αυτή αποφασίζεται από το Συμβούλιο, κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής και αφού ζητηθεί η γνώμη της συμβουλευτικής επιτροπής. Το Συμβούλιο εγκρίνει την πρόταση εκτός αν αποφασίσει με απλή πλειοψηφία να την απορρίψει εντός ενός μηνός από την ημερομηνία υποβολής της πρότασης από την Επιτροπή. Η επέκταση τίθεται σε ισχύ από την ημερομηνία κατά την οποία επιβλήθηκε η υποχρέωση καταγραφής δυνάμει του άρθρου 24 παράγραφος 5 ή την ημερομηνία απαίτησης της παροχής εγγυήσεων. Κατά την εφαρμογή του παρόντος άρθρου, εφαρμόζονται οι συναφείς διαδικαστικές διατάξεις που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό για την έναρξη και τη διεξαγωγή ερευνών.

3. Οι εισαγωγές δεν υποβάλλονται σε καταγραφή δυνάμει του άρθρου 24 παράγραφος 5 ή σε μέτρα όταν διατίθενται στο εμπόριο από εταιρείες στις οποίες έχουν χορηγηθεί απαλλαγές. Οι αιτήσεις για απαλλαγές δεόντως τεκμηριωμένες από αποδεικτικά στοιχεία υποβάλλονται εντός των προθεσμιών που καθορίζονται στον κανονισμό της Επιτροπής για την έναρξη της έρευνας. Στην περίπτωση που λαμβάνει χώρα πρακτική, διαδικασία ή εργασία εκτός της Κοινότητας, χορηγούνται απαλλαγές στους παραγωγούς του υπό εξέταση προϊόντος οι οποίοι μπορούν να αποδείξουν ότι δεν είναι συνδεδεμένοι με κανέναν παραγωγό που υπόκειται σε μέτρα και για τους οποίους διαπιστώνεται ότι δεν εφαρμόζουν πρακτικές καταστρατήγησης όπως ορίζεται στο άρθρο 23 παράγραφος 1. Στην περίπτωση που λαμβάνει χώρα πρακτική, διαδικασία ή εργασία εντός της Κοινότητας, χορηγούνται απαλλαγές σε εισαγωγείς οι οποίοι μπορούν να αποδείξουν ότι δεν είναι συνδεδεμένοι με παραγωγούς οι οποίοι υπόκεινται στα μέτρα.

Αυτές οι απαλλαγές χορηγούνται με απόφαση της Επιτροπής, αφού ζητηθεί η γνώμη της συμβουλευτικής επιτροπής ή με απόφαση του Συμβουλίου περί επιβολής μέτρων και ισχύουν κατά την περίοδο και υπό τους όρους που προβλέπει αυτή η απόφαση.

Αν πληρούνται οι όροι που ορίζονται στο άρθρο 20, μπορούν επίσης να χορηγηθούν απαλλαγές μετά την περάτωση της έρευνας η οποία οδήγησε στην επέκταση των μέτρων.

Υπό τον όρο ότι έχει παρέλθει τουλάχιστον ένα έτος από την επέκταση των μέτρων, και στην περίπτωση που είναι σημαντικός ο αριθμός των μερών που ζητούν ή ενδέχεται να ζητήσουν απαλλαγή, η Επιτροπή μπορεί να αποφασίσει να κινήσει επανεξέταση της επέκτασης των μέτρων. Μια τέτοια επανεξέταση διεξάγεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 22 παράγραφος 1 όπως εφαρμόζεται στις επανεξετάσεις βάσει του άρθρου 19."

8. Στο άρθρο 24, η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"4. Για λόγους προστασίας του συμφέροντος της Κοινότητας, τα μέτρα που επιβάλλονται βάσει του παρόντος κανονισμού είναι δυνατό, μετά από διαβουλεύσεις με τη συμβουλευτική επιτροπή, να ανασταλούν με απόφαση της Επιτροπής για χρονικό διάστημα εννέα μηνών. Η αναστολή είναι δυνατό να παρατείνεται για επιπλέον χρονικό διάστημα, το οποίο δεν υπερβαίνει το ένα έτος, εάν το αποφασίσει το Συμβούλιο κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής. Το Συμβούλιο εγκρίνει την πρόταση εκτός αν αποφασίσει με απλή πλειοψηφία να την απορρίψει εντός ενός μηνός από την ημερομηνία υποβολής της πρότασης από την Επιτροπή. Αναστολή χωρεί μόνον αν οι συνθήκες της αγοράς αλλάξουν προσωρινά σε βαθμό που η ζημία να είναι απίθανο να επαναληφθεί συνεπεία της αναστολής και υπό την προϋπόθεση ότι έχει παρασχεθεί στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής η δυνατότητα να διατυπώσει τυχόν παρατηρήσεις οι οποίες και συνεκτιμώνται. Τα μέτρα είναι δυνατό να επαναφέρονται σε ισχύ ανά πάσα στιγμή και μετά από διαβουλεύσεις, αν παύσει να συντρέχει ο λόγος της αναστολής τους."

9. Στο άρθρο 24 παρεμβάλλεται η παράγραφος 7:

"7. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 6, η Επιτροπή μπορεί, κατά περίπτωση, να ζητήσει από τα κράτη μέλη να υποβάλουν τις αναγκαίες πληροφορίες για την αποτελεσματική παρακολούθηση της εφαρμογής των μέτρων. Ως προς αυτό, ισχύουν οι διατάξεις του άρθρου 11 παράγραφοι 3 και 4. Όλα τα στοιχεία που υποβάλλουν τα κράτη μέλη δυνάμει του παρόντος άρθρου καλύπτονται από τις διατάξεις του άρθρου 29 παράγραφος 6."

10. Στο άρθρο 25, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"2. Η συμβουλευτική επιτροπή συγκαλείται από τον πρόεδρό της. Ο πρόεδρος παρέχει στα κράτη μέλη, το ταχύτερο δυνατό αλλά το αργότερο εντός δέκα εργάσιμων ημερών πριν από τη συνεδρίαση, όλες τις σχετικές πληροφορίες."

11. Στο άρθρο 29, η παράγραφος 6 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"6. Οι πληροφορίες που λαμβάνονται δυνάμει του παρόντος κανονισμού πρέπει να χρησιμοποιούνται μόνον για τους σκοπούς για τους οποίους ζητήθηκαν. Η παρούσα διάταξη δεν αποκλείει την χρήση πληροφοριών που υποβλήθηκαν στο πλαίσιο μιας έρευνας με σκοπό να κινηθεί άλλη έρευνα εντός της ίδιας διαδικασίας όσον αφορά το ίδιο ομοειδές προϊόν."

Άρθρο 3

Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται σε όλες τις έρευνες που κινούνται δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 384/96 και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2026/97 μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού, με εξαίρεση:

α) το άρθρο 1 σημεία 3, 7, 10, 12 και 14 και το άρθρο 2 σημεία 3, 7, 8 και 10 του παρόντος κανονισμού, τα οποία εφαρμόζονται επίσης και στις εκκρεμείς έρευνες, και

β) το άρθρο 1 σημεία 4 και 8 και το άρθρο 2 σημείο 5 του παρόντος κανονισμού που εφαρμόζονται δύο έτη μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού στις έρευνες που έχουν κινηθεί δυνάμει του άρθρου 11 παράγραφοι 3 και 4 και του άρθρου 12 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 384/96 και των άρθρων 19 και 20 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2026/97.

Άρθρο 4

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την έβδομη ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 8 Μαρτίου 2004.

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

D. Ahern

(1) ΕΕ L 56 της 6.3.1996, σ. 1· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1972/2002 (ΕΕ L 305 της 7.11.2002, σ. 1).

(2) ΕΕ L 288 της 21.10.1997, σ. 1· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1973/2002 (ΕΕ L 305 της 7.11.2002, σ. 4).

Top