EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32002L0032

Οδηγία 2002/32/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαΐου 2002, σχετικά με τις ανεπιθύμητες ουσίες στις ζωοτροφές - Δήλωση του Συμβουλίου

ΕΕ L 140 της 30.5.2002, p. 10–22 (ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT, FI, SV)

Το έγγραφο αυτό έχει δημοσιευτεί σε ειδική έκδοση (CS, ET, LV, LT, HU, MT, PL, SK, SL, BG, RO, HR)

Legal status of the document In force: This act has been changed. Current consolidated version: 28/11/2019

ELI: http://data.europa.eu/eli/dir/2002/32/oj

32002L0032

Οδηγία 2002/32/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαΐου 2002, σχετικά με τις ανεπιθύμητες ουσίες στις ζωοτροφές - Δήλωση του Συμβουλίου

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 140 της 30/05/2002 σ. 0010 - 0022


Οδηγία 2002/32/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου

της 7ης Μαΐου 2002

σχετικά με τις ανεπιθύμητες ουσίες στις ζωοτροφές

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 152 παράγραφος 4 στοιχείο β),

την πρόταση της Επιτροπής(1),

τη γνώμη της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής(2),

Αφού ζητήθηκε η γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών,

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της συνθήκης(3), υπό το πρίσμα του κοινού σχεδίου που εγκρίθηκε από την επιτροπή συνδιαλλαγής στις 26 Μαρτίου 2002,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1) Θα πρέπει να επέλθουν πολλές τροποποιήσεις στην οδηγία 1999/29/ΕΚ του Συμβουλίου, της 22ας Απριλίου 1999, σχετικά με τις ανεπιθύμητες ουσίες και προϊόντα στη διατροφή των ζώων(4). Για λόγους σαφήνειας και αποτελεσματικότητας, θα πρέπει να διατυπωθεί εκ νέου η εν λόγω οδηγία.

(2) Η ζωική παραγωγή καταλαμβάνει ιδιαίτερα σημαντική θέση στη γεωργία της Κοινότητας και η επίτευξη ικανοποιητικών αποτελεσμάτων σε ό,τι αφορά τη δημόσια υγεία, την υγεία των ζώων, τις συνθήκες διαβίωσης των ζώων, το περιβάλλον και τα οικονομικά των κτηνοτρόφων, εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη χρησιμοποίηση ζωοτροφών ικανοποιητικής και κατάλληλης ποιότητας.

(3) Οι ρυθμίσεις σχετικά με τις ζωοτροφές είναι αναγκαίες για να εξασφαλιστεί η παραγωγικότητα και η βιωσιμότητα του γεωργικού τομέα και για να καταστεί δυνατή η διασφάλιση της δημόσιας υγείας και της υγείας των ζώων, των καλών συνθηκών διαβίωσης των ζώων και του περιβάλλοντος. Επιπλέον, απαιτούνται λεπτομερείς κανονιστικές ρυθμίσεις για την υγιεινή ώστε να εξασφαλιστεί η ποιότητα των ζωοτροφών στα επιμέρους αγροκτήματα, ακόμα και όταν αυτές δεν παράγονται προς εμπορία.

(4) Οι ίδιοι κανόνες για την ποιότητα και την ασφάλεια των προϊόντων που προορίζονται για ζωοτροφές πρέπει να εφαρμόζονται στην ποιότητα και την ασφάλεια του νερού που καταναλίσκουν τα ζώα. Μολονότι το νερό, βάσει του ορισμού των ζωοτροφών, μπορεί να θεωρείται ως ζωοτροφή, δεν περιλαμβάνεται στο μη εξαντλητικό κατάλογο των κυριότερων πρώτων υλών ζωοτροφών που περιέχεται στην οδηγία 96/25/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 1996, για την κυκλοφορία και τη χρήση των πρώτων υλών ζωοτροφών(5). Το ζήτημα κατά πόσον το νερό πρέπει να αντιμετωπίζεται ως ζωοτροφή πρέπει να εξεταστεί στο πλαίσιο της εν λόγω οδηγίας.

(5) Διαπιστώθηκε ότι οι πρόσθετες ύλες δύνανται να περιέχουν ανεπιθύμητες ουσίες. Θα πρέπει, ως εκ τούτου, να διευρυνθεί το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας ώστε να καλύψει και τις πρόσθετες ύλες.

(6) Τα προϊόντα που προορίζονται για ζωοτροφές δύνανται να περιέχουν ανεπιθύμητες ουσίες ικανές να βλάψουν την υγεία των ζώων ή, λόγω της παρουσίας τους στα ζωικά προϊόντα, την υγεία του ανθρώπου ή το περιβάλλον.

(7) Είναι αδύνατον να αποκλεισθεί εντελώς η παρουσία ανεπιθύμητων ουσιών αλλά είναι σημαντικό να μειωθεί η περιεκτικότητά τους στα προϊόντα που προορίζονται για ζωοτροφές, με κατάλληλη προσοχή στην οξεία τοξικότητα, τη βιοσωρευτικότητα και την αποδομησιμότητα των ουσιών, προκειμένου να εμποδίζεται η εκδήλωση ανεπιθύμητων και επιβλαβών επιπτώσεων. Επί του παρόντος, δεν είναι ενδεδειγμένο να καθοριστούν οι εν λόγω περιεκτικότητες κάτω από το όριο ευαισθησίας των μεθόδων ανάλυσης που θα καθοριστούν για την Κοινότητα.

(8) Οι μέθοδοι για τον προσδιορισμό των καταλοίπων ανεπιθύμητων ουσιών βελτιώνονται συνεχώς, έτσι ώστε να μπορούν να ανιχνεύονται ακόμη και ποσότητες καταλοίπων που έχουν αμελητέα σημασία για την υγεία των ζώων και του ανθρώπου.

(9) Ανεπιθύμητες ουσίες είναι δυνατόν να υπάρχουν μέσα σε προϊόντα που προορίζονται για ζωοτροφές μόνον υπό τις προϋποθέσεις που καθορίζονται από την παρούσα οδηγία και δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιούνται κατ' άλλο τρόπο στο πλαίσιο ζωοτροφών. Κατά συνέπεια, η παρούσα οδηγία θα πρέπει να εφαρμόζεται με την επιφύλαξη των λοιπών κοινοτικών διατάξεων που αφορούν τις ζωοτροφές και ιδίως των κανόνων που ισχύουν για τις σύνθετες ζωοτροφές.

(10) Η παρούσα οδηγία πρέπει να εφαρμόζεται στα προϊόντα που προορίζονται για ζωοτροφές, ήδη από τη στιγμή που εισέρχονται στην Κοινότητα. Κατά συνέπεια, πρέπει να οριστεί ότι η καθοριζόμενη μέγιστη περιεκτικότητα σε ανεπιθύμητες ουσίες ισχύει, κατά κανόνα, από την ημερομηνία κατά την οποία τίθενται σε κυκλοφορία ή χρησιμοποιούνται τα προϊόντα που προορίζονται για ζωοτροφές, σε όλα τα στάδια και ιδίως από την ημερομηνία εισαγωγής τους.

(11) Τα προϊόντα που προορίζονται για ζωοτροφές πρέπει να είναι ποιότητας υγιούς, ανόθευτης και σύμφωνης με τα συναλλακτικά ήθη και συνεπώς όταν χρησιμοποιούνται ορθά δεν πρέπει να ενέχουν κίνδυνο για την υγεία των ανθρώπων και των ζώων ή για το περιβάλλον και δεν πρέπει να επηρεάζουν αρνητικά τη ζωική παραγωγή. Κατά συνέπεια, πρέπει να απαγορεύεται η χρήση ή η θέση σε κυκλοφορία προϊόντων που προορίζονται για ζωοτροφές, των οποίων η περιεκτικότητα σε ανεπιθύμητες ουσίες υπερβαίνει τα ανώτατα όρια που προβλέπονται στο παράρτημα Ι.

(12) Η παρουσία ορισμένων ανεπιθύμητων ουσιών στις συμπληρωματικές ζωοτροφές πρέπει να περιοριστεί με τον καθορισμό κατάλληλων ανώτατων ορίων περιεκτικότητας.

(13) Μολονότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, θεσπίζεται ανώτατο όριο λαμβάνοντας υπόψη τα σημερινά ιστορικά επίπεδα, πρέπει να εξακολουθήσουν να καταβάλλονται προσπάθειες για τον περιορισμό, στα χαμηλότερα δυνατά επίπεδα, της παρουσίας ορισμένων ανεπιθύμητων ουσιών στα προϊόντα που προορίζονται για ζωοτροφές ώστε να μειωθεί η παρουσία τους στην τροφική αλυσίδα των ανθρώπων και των ζώων. Θα πρέπει επομένως να επιτραπεί, δυνάμει της παρούσας οδηγίας, ο καθορισμός ορίων δραστηριοποίησης σαφώς κατώτερων του θεσπιζόμενου ανώτατου ορίου. Σε περίπτωση υπέρβασης αυτών των ορίων δραστηριοποίησης, πρέπει να διεξάγονται έρευνες για τον εντοπισμό των πηγών των ανεπιθύμητων ουσιών και να λαμβάνονται μέτρα για την περιστολή ή την εξάλειψη των πηγών αυτών.

(14) Όταν απειλούνται η υγεία των ζώων ή των ανθρώπων ή το περιβάλλον, τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν την ευχέρεια να μειώνουν προσωρινά την καθοριζόμενη μέγιστη περιεκτικότητα, να καθορίζουν ανώτατη περιεκτικότητα για άλλες ουσίες, ή να απαγορεύουν την παρουσία των ουσιών αυτών στα προϊόντα που προορίζονται για ζωοτροφές. Προκειμένου να εξασφαλιστεί η ενιαία εφαρμογή, οι τροποποιήσεις του παραρτήματος Ι της παρούσας οδηγίας θα πρέπει να αποφασίζονται με κατεπείγουσα κοινοτική διαδικασία, βάσει δικαιολογητικών εγγράφων, καθώς και βάσει της αρχής της προφύλαξης.

(15) Κατά τη θέση σε κυκλοφορία, τα προϊόντα που προορίζονται για ζωοτροφές, τα οποία ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας, δεν επιτρέπεται να υποβάλλονται σε άλλους περιορισμούς όσον αφορά την περιεκτικότητά τους σε ανεπιθύμητες ουσίες, πλην εκείνων που προβλέπονται από την παρούσα οδηγία και από την οδηγία 95/53/ΕΚ του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 1995, για τον καθορισμό των αρχών οργάνωσης των επισήμων ελέγχων στον τομέα της διατροφής των ζώων(6).

(16) Για να κατοχυρωθεί, κατά τη χρήση ή την κυκλοφορία των προϊόντων που προορίζονται για ζωοτροφές, η τήρηση των απαιτήσεων σχετικά με τις ανεπιθύμητες ουσίες, τα κράτη μέλη πρέπει να προβλέπουν τους ενδεδειγμένους μηχανισμούς παρακολούθησης σύμφωνα με την οδηγία 95/53/ΕΚ.

(17) Απαιτείται μια ενδεδειγμένη κοινοτική διαδικασία για την αναπροσαρμογή των τεχνικών διατάξεων των παραρτημάτων της παρούσας οδηγίας ανάλογα με την εξέλιξη των επιστημονικών και τεχνικών γνώσεων.

(18) Για να διευκολυνθεί η εφαρμογή των προτεινόμενων μέτρων, θα πρέπει να προβλεφθεί διαδικασία με την οποία να καθιερώνεται στενή συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών και της Επιτροπής, στο πλαίσιο της μόνιμης επιτροπής ζωοτροφών που συνεστήθη με την απόφαση 70/372/ΕΟΚ(7).

(19) Τα απαιτούμενα μέτρα για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας θα πρέπει να θεσπιστούν σύμφωνα με την απόφαση 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή(8),

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

Άρθρο 1

1. Η παρούσα οδηγία αφορά τις ανεπιθύμητες ουσίες στα προϊόντα που προορίζονται για ζωοτροφές.

2. Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται με την επιφύλαξη των διατάξεων:

α) της οδηγίας 70/524/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 23ης Νοεμβρίου 1970, περί των προσθέτων υλών στη διατροφή των ζώων(9),

β) της οδηγίας 96/25/ΕΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 79/373/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 2ας Απριλίου 1979, περί εμπορίας σύνθετων ζωοτροφών(10),

γ) της οδηγίας 76/895/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 23ης Νοεμβρίου 1976, περί του καθορισμού της μεγίστης περιεκτικότητας για τα κατάλοιπα των φυτοφαρμάκων επί και εντός των οπωροκηπευτικών(11), της οδηγίας 86/362/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 24ης Ιουλίου 1986, που αφορά τον καθορισμό των ανωτάτων περιεκτικοτήτων για τα κατάλοιπα φυτοφαρμάκων μέσα και πάνω στα σιτηρά(12), της οδηγίας 86/363/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 24ης Ιουλίου 1986, που αφορά τον καθορισμό των ανωτάτων περιεκτικοτήτων για τα κατάλοιπα φυτοφαρμάκων πάνω και μέσα στα τρόφιμα ζωικής προέλευσης(13), και της οδηγίας 90/642/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 1990, που αφορά τον καθορισμό των ανώτατων περιεκτικοτήτων για τα κατάλοιπα φυτοφαρμάκων επάνω ή μέσα σε ορισμένα προϊόντα φυτικής προέλευσης, συμπεριλαμβανομένων των οπωροκηπευτικών(14), όταν τα κατάλοιπα αυτά δεν αναφέρονται στο παράρτημα Ι της παρούσας οδηγίας·

δ) της κοινοτικής νομοθεσίας στον κτηνιατρικό τομέα σχετικά με τη δημόσια υγεία και την υγεία των ζώων·

ε) της οδηγίας 82/471/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 30ής Ιουνίου 1982, σχετικά με ορισμένα προϊόντα που χρησιμοποιούνται στη διατροφή των ζώων(15)·

στ) της οδηγίας 93/74/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 13ης Σεπτεμβρίου 1993, για τις ζωοτροφές με τις οποίες επιδιώκονται στόχοι ιδιαίτερης διατροφής(16).

Άρθρο 2

Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας νοούνται ως:

α) "ζωοτροφές": τα προϊόντα φυτικής ή ζωικής προέλευσης, στη φυσική τους κατάσταση, νωπά ή διατηρημένα, και τα παράγωγα της βιομηχανικής τους μεταποίησης, καθώς και οι οργανικές ή ανόργανες ουσίες, απλές ή σε μείγματα, που περιέχουν ή όχι πρόσθετες ύλες και προορίζονται για τη διατροφή των ζώων από το στόμα·

β) "πρώτες ύλες ζωοτροφών": τα διάφορα προϊόντα φυτικής ή ζωικής προέλευσης, στη φυσική τους κατάσταση, νωπά ή διατηρημένα, και τα παράγωγα της βιομηχανικής τους μεταποίησης, καθώς και οι οργανικές ή ανόργανες ουσίες, που περιέχουν ή όχι πρόσθετες ύλες και προορίζονται να χρησιμοποιηθούν για την από του στόματος διατροφή των ζώων, είτε ως έχουν είτε, μετά από μεταποίηση, για την παρασκευή σύνθετων ζωοτροφών ή ως υποστρώματα προμειγμάτων·

γ) "πρόσθετες ύλες": οι πρόσθετες ύλες όπως ορίζονται στο άρθρο 2 στοιχείο α) της οδηγίας 70/524/ΕΟΚ του Συμβουλίου·

δ) "προμείγματα": μείγματα πρόσθετων υλών ή μείγματα μιας ή περισσοτέρων πρόσθετων υλών με ουσίες που χρησιμοποιούνται ως φορείς, τα οποία προορίζονται για την παρασκευή ζωοτροφών·

ε) "σύνθετες ζωοτροφές": μείγματα πρώτων υλών ζωοτροφών, με ή χωρίς πρόσθετες ύλες, που προορίζονται για την από του στόματος διατροφή των ζώων, υπό μορφή πλήρων ή συμπληρωματικών ζωοτροφών·

στ) "συμπληρωματικές ζωοτροφές": μείγματα ζωοτροφών τα οποία περιέχουν υψηλά ποσοστά ορισμένων ουσιών και τα οποία, λόγω της σύνθεσής τους, εξασφαλίζουν στα ζώα το ημερήσιο σιτηρέσιο μόνον αν χρησιμοποιούνται σε συνδυασμό με άλλες ζωοτροφές·

ζ) "πλήρεις ζωοτροφές": μείγματα ζωοτροφών τα οποία, λόγω της σύνθεσής τους, επαρκούν για την κάλυψη του ημερησίου σιτηρεσίου·

η) "προϊόντα που προορίζονται για ζωοτροφές": πρώτες ύλες ζωοτροφών, προμείγματα, πρόσθετες ύλες, ζωοτροφές και κάθε άλλο προϊόν που προορίζεται ή χρησιμοποιείται για ζωοτροφές·

θ) "ημερήσιο σιτηρέσιο": η συνολική ποσότητα ζωοτροφών, με περιεκτικότητα υγρασίας 12 %, η οποία είναι αναγκαία κατά μέσο όρο ημερησίως για ένα ζώο ορισμένου είδους, ηλικιακής κατηγορίας και απόδοσης, για την κάλυψη του συνόλου των αναγκών του·

ι) "ζώα": τα ζώα που ανήκουν σε είδη τα οποία συνήθως εκτρέφει και έχει στην κατοχή του ή καταναλίσκει ο άνθρωπος, καθώς και τα ζώα που ζουν ελεύθερα στη φύση εφόσον τρέφονται με ζωοτροφές·

ια) "θέση σε κυκλοφορία" ή "κυκλοφορία": η κατοχή προϊόντων που προορίζονται για ζωοτροφές με σκοπό την πώληση, συμπεριλαμβανομένης της προσφοράς προς πώληση, ή οποιασδήποτε άλλης μορφής μεταβίβασης, δωρεάν ή όχι, σε τρίτους, καθώς και η ίδια η πώληση ή οι άλλες μορφές μεταβίβασης·

ιβ) "ανεπιθύμητη ουσία": κάθε ουσία ή προϊόν, εξαιρουμένων των παθογόνων παραγόντων, που βρίσκεται επάνω ή/και μέσα στον προϊόν που προορίζεται για ζωοτροφές και συνιστά δυνητικό κίνδυνο για την υγεία των ζώων ή του ανθρώπου ή το περιβάλλον ή θα μπορούσε να έχει αρνητική επίδραση στη ζωική παραγωγή.

Άρθρο 3

1. Τα προϊόντα που προορίζονται για ζωοτροφές επιτρέπεται να εισάγονται από τρίτες χώρες προκειμένου να χρησιμοποιηθούν στην Κοινότητα, να τίθενται σε κυκλοφορία ή/και να χρησιμοποιούνται στην Κοινότητα μόνον εφόσον είναι ποιότητας υγιούς, ανόθευτης και σύμφωνης με τα συναλλακτικά ήθη και συνεπώς, όταν χρησιμοποιούνται ορθά, δεν συνιστούν κίνδυνο για την ανθρώπινη υγεία, την υγεία των ζώων ή το περιβάλλον και δεν επηρεάζουν αρνητικά τη ζωική παραγωγή.

2. Ειδικότερα, τα προϊόντα που προορίζονται για ζωοτροφές τεκμαίρεται ότι δεν είναι σύμφωνα προς την παράγραφο 1 εάν η περιεκτικότητά τους σε ανεπιθύμητες ουσίες δεν τηρεί τα ανώτατα όρια περιεκτικότητας που καθορίζονται στο παράρτημα Ι.

Άρθρο 4

1. Τα κράτη μέλη ορίζουν ότι οι ανεπιθύμητες ουσίες που απαριθμούνται στο παράρτημα Ι μπορούν να είναι ανεκτές στα προϊόντα που προορίζονται για ζωοτροφές μόνο υπό τους όρους που καθορίζονται στο εν λόγω παράρτημα.

2. Για να περιοριστούν ή να εξαλειφθούν οι πηγές ανεπιθύμητων ουσιών στα προϊόντα που προορίζονται για ζωοτροφές, τα κράτη μέλη, σε συνεργασία με τους επιχειρηματίες, διεξάγουν έρευνες για να εντοπίζουν τις πηγές των ανεπιθύμητων ουσιών στις περιπτώσεις υπέρβασης των ανώτατων συγκεντρώσεων και στις περιπτώσεις κατά τις οποίες διαπιστώνονται αυξημένες συγκεντρώσεις των ουσιών αυτών, λαμβανομένων υπόψη των σημερινών ιστορικών επιπέδων. Για να υπάρχει ομοιόμορφη αντιμετώπιση σε περιπτώσεις αυξημένων συγκεντρώσεων, ενδέχεται να απαιτείται η θέσπιση ορίων δραστηριοποίησης προκειμένου να ενεργοποιούνται οι έρευνες αυτές. Τα όρια αυτά μπορούν να θεσπίζονται στο παράρτημα ΙΙ.

Τα κράτη μέλη διαβιβάζουν στην Επιτροπή και τα άλλα κράτη μέλη όλες τις σχετικές πληροφορίες και ευρήματα της πηγής και των μέτρων που λαμβάνονται για τη μείωση του επιπέδου ή την εξάλειψη των ανεπιθύμητων ουσιών. Οι πληροφορίες αυτές διαβιβάζονται στο πλαίσιο της ετήσιας έκθεσης που υποβάλλεται στην Επιτροπή σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 22 της οδηγίας 95/53/ΕΚ, εκτός από τις περιπτώσεις κατά τις οποίες οι πληροφορίες αφορούν άμεσα τα άλλα κράτη μέλη. Στην περίπτωση αυτήν, οι πληροφορίες διαβιβάζονται αμέσως.

Άρθρο 5

Τα κράτη μέλη ορίζουν ότι τα προϊόντα που προορίζονται για ζωοτροφές, των οποίων η περιεκτικότητα σε μια ανεπιθύμητη ουσία υπερβαίνει τη μέγιστη περιεκτικότητα που καθορίζεται στο παράρτημα Ι, δεν επιτρέπεται να αναμειγνύονται προς αραίωση με το ίδιο προϊόν ή με άλλα προϊόντα που προορίζονται για ζωοτροφές.

Άρθρο 6

Στο μέτρο που δεν υπάρχουν ειδικές διατάξεις για τις συμπληρωματικές ζωοτροφές, τα κράτη μέλη ορίζουν ότι οι συμπληρωματικές ζωοτροφές δεν επιτρέπεται, λαμβανομένης υπόψη της αναλογίας που υποδεικνύεται για τη χρήση τους σε ημερήσια σιτηρέσιο, να περιέχουν ανεπιθύμητες ουσίες που περιλαμβάνονται στο παράρτημα Ι σε ποσοστό ανώτερο από εκείνο που καθορίζεται για τις πλήρεις ζωοτροφές.

Άρθρο 7

1. Όταν ένα κράτος μέλος διαπιστώνει, βάσει νέων πληροφοριών ή επανεκτίμησης υφιστάμενων πληροφοριών η οποία πραγματοποιείται μετά τη θέσπιση των εν λόγω διατάξεων, ότι μια μέγιστη περιεκτικότητα που καθορίζεται στο παράρτημα Ι ή μια ανεπιθύμητη ουσία που δεν περιλαμβάνεται στο παράρτημα αυτό παρουσιάζουν κίνδυνο για την υγεία των ζώων ή του ανθρώπου ή για το περιβάλλον, το κράτος μέλος αυτό μπορεί να μειώνει προσωρινά την ισχύουσα μέγιστη περιεκτικότητα, να καθορίζει μια μέγιστη περιεκτικότητα ή να απαγορεύει την παρουσία αυτής της ανεπιθύμητης ουσίας στα προϊόντα που προορίζονται για ζωοτροφές. Το εν λόγω κράτος μέλος ενημερώνει αμέσως τα λοιπά κράτη μέλη και την Επιτροπή, διευκρινίζοντας τους λόγους στους οποίους βασίζεται η απόφασή του.

2. Με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 12, αποφασίζεται αμέσως εάν πρέπει να τροποποιηθούν τα παραρτήματα Ι και ΙΙ.

Το κράτος μέλος επιτρέπεται να διατηρεί τα μέτρα που έθεσε σε εφαρμογή μέχρις ότου ληφθεί απόφαση από το Συμβούλιο ή από την Επιτροπή.

Το κράτος μέλος πρέπει να διασφαλίσει τη δημοσιότητα της απόφασης.

Άρθρο 8

1. Σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 11, η Επιτροπή, ανάλογα με τις εξελίξεις των επιστημονικών και τεχνικών γνώσεων, προσαρμόζει τα παραρτήματα Ι και ΙΙ.

2. Επίσης, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 11, η Επιτροπή:

- εκδίδει, κατά περιόδους, ενοποιημένες εκδόσεις των παραρτημάτων Ι και ΙΙ στις οποίες ενσωματώνονται οι προσαρμογές που έγιναν σύμφωνα με την παράγραφο 1,

- μπορεί να καθορίζει κριτήρια αποδοχής των μεθόδων αποτοξίνωσης ως συμπλήρωμα των κριτηρίων που προβλέπονται για τα προϊόντα που προορίζονται για ζωοτροφές τα οποία έχουν ήδη υποβληθεί σε τέτοιες μεθόδους.

3. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι λαμβάνονται μέτρα για να διασφαλίζεται η ορθή εφαρμογή των αποδεκτών μεθόδων σύμφωνα με την παράγραφο 2 καθώς και η συμμόρφωση των αποτοξινωμένων προϊόντων που προορίζονται για ζωοτροφές προς τις διατάξεις του παραρτήματος Ι.

Άρθρο 9

Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε τα προϊόντα που προορίζονται για ζωοτροφές τα οποία είναι σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, να μην υπόκεινται σε άλλους περιορισμούς κυκλοφορίας, όσον αφορά την παρουσία ανεπιθύμητων ουσιών, εκτός από αυτούς που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία και την οδηγία 95/53/ΕΚ.

Άρθρο 10

Διατάξεις που ενδέχεται να έχουν επιπτώσεις στη δημόσια υγεία, την υγεία των ζώων ή στο περιβάλλον θεσπίζονται έπειτα από διαβούλευση με την (τις) ενδεδειγμένη(-ες) επιστημονική(-ές) επιτροπή(-ές).

Άρθρο 11

1. Η Επιτροπή επικουρείται από τη μόνιμη επιτροπή ζωοτροφών που συνεστήθη με το άρθρο 1 της απόφασης 70/372/ΕΟΚ.

2. Όταν γίνεται αναφορά στο παρόν άρθρο, εφαρμόζονται τα άρθρα 5 και 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της εν λόγω απόφασης.

3. Η χρονική περίοδος που προβλέπεται στο άρθρο 5 παράγραφος 6 της απόφασης 1999/468/ΕΚ είναι τρεις μήνες.

Άρθρο 12

1. Η Επιτροπή επικουρείται από τη μόνιμη επιτροπή ζωοτροφών που συνεστήθη με το άρθρο 1 της απόφασης 70/372/ΕΟΚ.

2. Όταν γίνεται αναφορά στο παρόν άρθρο, εφαρμόζονται τα άρθρα 5 και 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της εν λόγω απόφασης.

3. Η χρονική περίοδος που προβλέπεται στο άρθρο 5 παράγραφος 6 της απόφασης 1999/468/ΕΚ είναι δεκαπέντε ημέρες.

Άρθρο 13

1. Τα κράτη μέλη εφαρμόζουν τουλάχιστον τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας στα προϊόντα τα οποία προορίζονται για ζωοτροφές τα οποία παράγονται στην Κοινότητα για εξαγωγή σε τρίτες χώρες.

2. Η παράγραφος 1 δεν θίγει το δικαίωμα των κρατών μελών να επιτρέπουν την επανεξαγωγή υπό τους όρους που προβλέπονται στο άρθρο 12 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 178/2002(17). Οι διατάξεις του άρθρου 20 του εν λόγω κανονισμού εφαρμόζονται τηρουμένων των αναλογιών.

Άρθρο 14

1. Η οδηγία 1999/29/ΕΚ καταργείται από την 1η Αυγούστου 2003, με την επιφύλαξη των υποχρεώσεων των κρατών μελών να τηρούν τις προθεσμίες που εμφαίνονται στο μέρος Β του παραρτήματος ΙΙΙ της εν λόγω οδηγίας, για την ενσωμάτωση στο εθνικό δίκαιο των οδηγιών που αναφέρονται στο μέρος Α του εν λόγω παραρτήματος.

2. Οι παραπομπές στην οδηγία 1999/29/ΕΚ θεωρούνται ως παραπομπές στην παρούσα οδηγία σύμφωνα με τον πίνακα αντιστοιχίας του παραρτήματος ΙΙΙ.

Άρθρο 15

Τα κράτη μέλη θεσπίζουν και δημοσιεύουν τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία πριν από την 1η Μαΐου 2003. Ενημερώνουν αμέσως την Επιτροπή σχετικά.

Εφαρμόζουν τις διατάξεις αυτές από την 1η Αυγούστου 2003.

Οι διατάξεις αυτές, όταν θεσπίζονται από τα κράτη μέλη, αναφέρονται στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από την αναφορά αυτή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Οι λεπτομερείς διατάξεις για την αναφορά αυτή καθορίζονται από τα κράτη μέλη.

Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το κείμενο των διατάξεων εσωτερικού δικαίου που θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία.

Άρθρο 16

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την ημέρα της δημοσίευσής της στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Άρθρο 17

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Βρυξέλλες, 7 Μαΐου 2002.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

P. Cox

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

R. De Rato Y Figaredo

(1) ΕΕ C 89 Ε της 28.3.2000, σ. 70 και ΕΕ C 96 E της 27.3.2001, σ. 346.

(2) ΕΕ C 140 της 18.5.2000, σ. 9.

(3) Γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 4ης Οκτωβρίου 2000 (ΕΕ C 178 της 22.6.2001, σ. 160), κοινή θέση του Συμβουλίου της 17ης Σεπτεμβρίου 2001 (ΕΕ C 4 της 7.1.2002, σ. 1) και απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου 2001 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα). Απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 10ης Απριλίου 2002 και απόφαση του Συμβουλίου της 22ας Απριλίου 2002.

(4) ΕΕ L 115 της 4.5.1999, σ. 32.

(5) ΕΕ L 125 της 23.5.1996, σ. 35· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 2000/16/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 105 της 3.5.2000, σ. 36).

(6) ΕΕ L 265 της 8.11.1995, σ. 17· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 2001/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 234 της 1.9.2001, σ. 55).

(7) ΕΕ L 170 της 3.8.1970, σ. 1.

(8) ΕΕ L 184 της 17.7.1999, σ. 23.

(9) ΕΕ L 270 της 14.12.1970, σ. 1· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2205/2001 της Επιτροπής (ΕΕ L 297 της 15.11.2001, σ. 3).

(10) ΕΕ L 86 της 6.4.1979, σ. 30· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 2002/2/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 63 της 6.3.2002, σ. 23).

(11) ΕΕ L 340 της 9.12.1976, σ. 26· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 2000/57/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 244 της 29.9.2000, σ. 76).

(12) ΕΕ L 221 της 7.8.1986, σ. 37· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 2002/23/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 64 της 7.3.2002, σ. 13).

(13) ΕΕ L 221 της 7.8.1986, σ. 43· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 2002/23/ΕΚ.

(14) ΕΕ L 350 της 14.12.1990, σ. 71· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 2002/23/ΕΚ.

(15) ΕΕ L 213 της 21.7.1982, σ. 8· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 1999/20/ΕΚ (ΕΕ L 80 της 25.3.1999, σ. 20).

(16) ΕΕ L 237 της 22.9.1993, σ. 23· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 1999/29/ΕΚ (ΕΕ L 115 της 4.5.1999, σ. 32).

(17) Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 178/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Ιανουαρίου 2002, για τον καθορισμό των γενικών αρχών και απαιτήσεων της νομοθεσίας για τα τρόφιμα, για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Αρχής για την Ασφάλεια των Τροφίμων και τον καθορισμό διαδικασιών σε θέματα ασφαλείας των τροφίμων (ΕΕ L 31 της 1.2.2002, σ. 1).

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

>PIC FILE= "L_2002140EL.001902.TIF">

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III

ΠΙΝΑΚΑΣ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΙΑΣ

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

Δήλωση του Συμβουλίου

Tα κράτη μέλη επιβεβαιώνουν ότι θα καταβάλουν κάθε προσπάθεια προκειμένου να εξασφαλίσουν ότι τα σχετικά μέτρα που απαιτούνται για την εφαρμογή της οδηγίας θα θεσπιστούν ταχέως εντός του χρονικού διαστήματος που ορίζεται στα άρθρα 14 και 15.

Top