Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52010AE0978

    Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα «Παιδική φτώχεια και παιδική ευημερία» (διερευνητική γνωμοδότηση)

    ΕΕ C 44 της 11.2.2011, p. 34–39 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

    11.2.2011   

    EL

    Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

    C 44/34


    Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα «Παιδική φτώχεια και παιδική ευημερία» (διερευνητική γνωμοδότηση)

    2011/C 44/06

    Γενική εισηγήτρια: η κ. KING

    Στη με ημερομηνία 28 Απριλίου 2010 επιστολή της και σύμφωνα με το άρθρο 304 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η κ. Laurette Onkelinx, Αναπληρώτρια Πρωθυπουργός και Υπουργός Κοινωνικών Θεμάτων και Δημόσιας Υγείας του Βελγίου, ζήτησε από την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή, εκ μέρους της μελλοντικής Βελγικής Προεδρίας, να συντάξει διερευνητική γνωμοδότηση με θέμα:

    «Παιδική φτώχεια και παιδική ευημερία».

    Στις 25 Μαΐου 2010, το Προεδρείο της ΕΟΚΕ ανέθεσε στο ειδικευμένο τμήμα «Απασχόληση, κοινωνικές υποθέσεις, δικαιώματα του πολίτη» την προετοιμασία των σχετικών εργασιών.

    Δεδομένης της επείγουσας φύσης των εργασιών, η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή, κατά την 464η σύνοδο ολομέλειάς της, της 14ης και 15ης Ιουλίου 2010 (συνεδρίαση της 14ης Ιουλίου 2010), όρισε γενική εισηγήτρια την κ. Brenda King και υιοθέτησε την ακόλουθη γνωμοδότηση με 113 ψήφους υπέρ, 6 ψήφους κατά και 14 αποχές.

    1.   Συμπεράσματα και συστάσεις

    1.1   Σήμερα στην ΕΕ 20 εκατομμύρια παιδιά αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο της φτώχειας. Το ποσοστό παιδιών που διαβιούν σε κατάσταση φτώχειας είναι μάλιστα μεγαλύτερο από το αντίστοιχο ποσοστό ενηλίκων (20 % έναντι 16 %), ενώ, λόγω της οικονομικής κρίσης, αναμένεται να περιέλθουν κάτω από το όριο της φτώχειας ακόμη περισσότερα παιδιά. Η ίδια η ύπαρξη φτώχειας που πλήττει παιδιά τα οποία διαβιούν στην ΕΕ αποτελεί απόδειξη ότι τα παιδιά αυτά στερούνται τα πλέον θεμελιώδη δικαιώματά τους.

    1.2   Οι συνέπειες της απραξίας σχετικά με την παιδική φτώχεια θα είναι καταστροφικές για τη μελλοντική ευημερία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η επιτυχία της στρατηγικής ΕΕ 2020 εξαρτάται από μια μορφωμένη, υγιή και ελπιδοφόρα νέα γενιά. Η έκθεση τόσο πολλών παιδιών στον κίνδυνο της φτώχειας αλλά και ο βαθμός στον οποίο η φτώχεια κληροδοτείται από γενιά σε γενιά αποτελούν επιβαρυντικές ενδείξεις για την αποτυχία των υφιστάμενων πολιτικών της ΕΕ να προστατεύσουν τα πλέον ευάλωτα μέλη της κοινωνίας.

    1.3   Η παιδική φτώχεια και ευημερία αποτελούν πολυδιάστατο πρόβλημα· αποτελέσματα αρκετών ερευνών καταδεικνύουν ότι διάφοροι παράγοντες, περιλαμβανομένων των υλικών στερήσεων και της ελλιπούς πρόσβασης σε βασικές υγειονομικές υπηρεσίες, αξιοπρεπή στέγαση και εκπαίδευση, εντείνουν το πρόβλημα. Γίνεται γενικώς αποδεκτό ότι οι παράγοντες αυτοί συνδέονται και εξαρτώνται μεταξύ τους και, κατά συνέπεια, το γεγονός αυτό θα πρέπει να αντικατοπτρίζεται στις λύσεις του προβλήματος.

    1.4   Η παιδική φτώχεια και στέρηση δεν επιτρέπουν σε εκατομμύρια παιδιά να έχουν το καλύτερο δυνατό ξεκίνημα στη ζωή και εμποδίζουν την προσωπική τους ανάπτυξη. Πολύ συχνά, η παρέμβαση σε πρώιμα στάδια της ζωής του παιδιού ενδέχεται να έχει θετικό αντίκτυπο για το υπόλοιπο της ζωής του. Είναι ζωτικής σημασίας να αναπτυχθούν οι κατάλληλες πολιτικές προκειμένου να διασφαλισθεί ότι δίδεται σε όλα τα παιδιά, ιδίως σε αυτά που προέρχονται από τα πλέον περιθωριοποιημένα μέρη της κοινωνίας, η ευκαιρία να αναπτύξουν πλήρως τις δυνατότητές τους και, κατά συνέπεια, να έχουν θετική συνεισφορά στο μέλλον.

    1.5   Στο πλαίσιο του τρέχοντος, Ευρωπαϊκού Έτους για την Καταπολέμηση της Φτώχειας και του Κοινωνικού Αποκλεισμού, η ΕΟΚΕ χαιρετίζει την πολιτική αποφασιστικότητα που επέδειξε το Συμβούλιο με την απόφασή του να καταστήσει τη μείωση της φτώχειας έναν από τους πέντε πρωταρχικούς στόχους της ΕΕ που θα πρέπει να επιτευχθούν έως το 2020. Ο στόχος αυτός συνίσταται στη μείωση του αριθμού των Ευρωπαίων που διαβιούν κάτω από το εθνικό όριο φτώχειας κατά 25 %, δίδοντας σε 20 εκατομμύρια ανθρώπους τη δυνατότητα να εξέλθουν από τη φτώχεια (1).

    1.6   Η ΕΟΚΕ ωστόσο διαπιστώνει με απογοήτευση ότι δεν υπάρχει συγκεκριμένος στόχος μείωσης της παιδικής φτώχειας και προώθησης της παιδικής ευημερίας, παρά την πολιτική προσοχή που δόθηκε στο θέμα αυτό και το ευρύ φάσμα πρωτοβουλιών που αναλήφθηκαν σε επίπεδα ΕΕ και κρατών μελών από το 2000.

    1.7   Η ΕΟΚΕ χαιρετίζει το γεγονός ότι μια από τις επτά εμβληματικές πρωτοβουλίες θα είναι η Ευρωπαϊκή πλατφόρμα για την καταπολέμηση της φτώχειας, σκοπός της οποίας είναι η «διασφάλιση της κοινωνικής και εδαφικής συνοχής, ούτως ώστε να εξαπλωθούν ευρέως τα οφέλη της ανάπτυξης και της απασχόλησης και τα άτομα που ζουν σε συνθήκες φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού να αποκτήσουν τα μέσα αξιοπρεπούς διαβίωσης και να συμμετάσχουν ενεργά στην κοινωνία».

    1.8   Η ΕΟΚΕ συνιστά επιμόνως να καταστεί η πλατφόρμα αυτή πλαίσιο για την εξάλειψη της παιδικής φτώχειας και την προώθηση της παιδικής ευημερίας, μέσω της ανάπτυξης πολυδιάστατων προσεγγίσεων με άξονα τα παιδιά, οι οποίες θα διέπονται από τα δικαιώματα των παιδιών και θα υποστηρίζονται από σαφείς στόχους που επικεντρώνονται στα παιδιά και στις οικογένειες με παιδιά.

    1.9   Το Δίκτυο Ανεξάρτητων Εμπειρογνωμόνων της ΕΕ για την Κοινωνική Ένταξη επισήμανε ειδικές ομάδες παιδιών που αντιμετωπίζουν υψηλό κίνδυνο ακραίας φτώχειας, στις οποίες περιλαμβάνονται:

    i.

    παιδιά που ζουν σε ιδρύματα ή που εγκαταλείπουν ιδρύματα, παιδιά του δρόμου, παιδιά κακοποιημένα, παραμελημένα ή θύματα βίας, παιδιά των οποίων οι γονείς αντιμετωπίζουν προβλήματα ψυχικής υγείας, παιδιά που έχουν ανατεθεί στη δημόσια πρόνοια, άστεγα παιδιά και παιδιά που είναι θύματα ενδοοικογενειακής βίας ή εμπορίας ανθρώπων,

    ii.

    παιδιά με αναπηρίες, παιδιά από εθνοτικές μειονότητες, παιδιά Ρομά, νέοι αιτούντες άσυλο και μετανάστες,

    iii.

    παιδιά που ζουν σε ιδιαιτέρως φτωχές και απομονωμένες αγροτικές περιοχές οι οποίες δεν διαθέτουν βασικές υποδομές και παιδιά που ζουν σε μεγάλα κτίρια στα περίχωρα μεγάλων αστικών κέντρων.

    1.10   Ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ περιλαμβάνει διατάξεις για τα δικαιώματα των παιδιών, γεγονός που δίδει ισχυρή εντολή στην ΕΕ να εξασφαλίσει την επιβίωση, την προστασία και την ανάπτυξη των παιδιών. Αυτά τα ευάλωτα παιδιά θα πρέπει να έχουν τους δικούς τους δείκτες και στόχους στο πλαίσιο της ενωσιακής Πλατφόρμας για την καταπολέμηση της φτώχειας.

    1.11   Η ΕΟΚΕ υποστηρίζει το αίτημα για δημοσίευση συνολικής σύστασης από την Επιτροπή σχετικά με την παιδική φτώχεια και ευημερία, η οποία θα θέσει τους κύριους πολιτικούς στόχους και θα δημιουργήσει ένα πλαίσιο για συνεχή παρακολούθηση, ανταλλαγή, έρευνα και αξιολογήσεις ειδικών, το οποίο θα συνεισφέρει στην επίτευξη του εν λόγω στόχου της στρατηγικής ΕΕ 2020 για τη φτώχεια.

    2.   Ιστορικό

    2.1   Από το 2000 το ζήτημα της παιδικής φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού καθίσταται ολοένα και σημαντικότερο μέρος της Κοινωνικής Ανοικτής Μεθόδου Συντονισμού. Έχει υπογραμμισθεί ως κύριο ζήτημα σε κάθε Κοινή Έκθεση για την Κοινωνική Προστασία και την Κοινωνική Ένταξη (2002–2004). Οι αρχηγοί των κρατών μελών της ΕΕ τόνισαν την ανάγκη να ληφθούν «τα αναγκαία μέτρα για την ταχεία και σημαντική μείωση της παιδικής φτώχειας και για την παροχή ίσων ευκαιριών σε όλα τα παιδιά, ανεξάρτητα από την κοινωνική τους προέλευση» (2).

    2.2   Η πρωτοβουλία της Λουξεμβουργιανής Προεδρίας της ΕΕ το 2005 με θέμα την προώθηση της διαδικασίας κοινωνικής ένταξης της ΕΕ ζητούσε ρητά την ολοκληρωμένη δράση για τα παιδιά και την υιοθέτηση τουλάχιστον ενός δείκτη παιδικής ευημερίας σε επίπεδο ΕΕ. Το 2006, στην ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σχετικά με τα δικαιώματα των παιδιών δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση στο ζήτημα της κοινωνικής ένταξης των παιδιών και στον ρόλο της διαδικασίας κοινωνικής ένταξης της ΕΕ. Τον Ιανουάριο του 2008 υιοθετήθηκαν επισήμως η αναλυτική έκθεση και οι συστάσεις της επιχειρησιακής ομάδας της ΕΕ για την παιδική φτώχεια και ευημερία. Κατά το τέλος του 2009, σε έγγραφο εργασίας της Επιτροπής σχετικά με τη στρατηγική Ευρώπη 2020 αναγνωριζόταν ότι η παιδική φτώχεια και ο κοινωνικός αποκλεισμός αποτελούν μακροπρόθεσμη κοινωνική πρόκληση για την ΕΕ, η οποία επιδεινώθηκε περαιτέρω λόγω της χρηματοπιστωτικής και οικονομικής κρίσης. Τον Μάρτιο του 2010, κοινοπραξία με επικεφαλής το ινστιτούτο κοινωνικών ερευνών TARKI εκπόνησε, για λογαριασμό της Επιτροπής, αναλυτική έκθεση με θέμα «Παιδική φτώχεια και παιδική ευημερία στην Ευρωπαϊκή Ένωση».

    2.3   Η Συνθήκη της Λισσαβώνας του 2009 περιλαμβάνει την προώθηση των δικαιωμάτων των παιδιών ως ρητό στόχο της ΕΕ. Κατά την εναρκτήρια συνεδρίαση του Ευρωπαϊκού Έτους για την Καταπολέμηση της Φτώχειας και του Κοινωνικού Αποκλεισμού 2010 ο Πρόεδρος της Επιτροπής Barroso δήλωσε ότι απαιτείται να μειωθεί το ποσοστό του κινδύνου φτώχειας για ολόκληρο τον πληθυσμό έως το 2020, ιδίως για τα παιδιά και τους ηλικιωμένους, διότι τα υφιστάμενα ποσοστά είναι απαράδεκτα. Το Βέλγιο που ασκεί την Προεδρία της ΕΕ κατά το δεύτερο ήμισυ του 2010 έχει αναδείξει τον αγώνα κατά της παιδική φτώχειας και την προώθηση της παιδικής ευημερίας ως κύριες προτεραιότητες.

    3.   Παιδική φτώχεια και παιδική ευημερία στην ΕΕ

    3.1   Παιδική φτώχεια

    3.1.1   Η παιδική φτώχεια και ευημερία αποτελούν μέγιστες προκλήσεις σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση. Ωστόσο, ο βαθμός και η κρισιμότητα ποικίλλουν ευρέως από χώρα σε χώρα και μάλιστα, σε ορισμένες χώρες, από περιοχή σε περιοχή. Έτσι, στοιχεία από το μέρος της έρευνας EU-SILC του 2007 καταδεικνύουν τα εξής (3):

    20 % των παιδιών στην ΕΕ αντιμετωπίζουν κίνδυνο φτώχειας (4), συγκριτικά με ποσοστό 16 % για το σύνολο του πληθυσμού. Ο κίνδυνος είναι μεγαλύτερος για παιδιά σε όλες τις χώρες εκτός της Κύπρου, της Δανίας, της Εσθονίας, της Φινλανδίας, της Γερμανίας και της Σλοβενίας (στη Λεττονία ο κίνδυνος είναι ίσος με το ποσοστό του γενικού πληθυσμού). Ο κίνδυνος παιδικής φτώχειας ανέρχεται σε ποσοστά 30-33 % σε δύο χώρες (Βουλγαρία και Ρουμανία) και σε ποσοστά 23-25 % σε πέντε χώρες (Ελλάδα, Ιταλία, Πολωνία, Ισπανία και Ηνωμένο Βασίλειο), ενώ κυμαίνεται μεταξύ 10-12 % σε πέντε χώρες (Κύπρος, Δανία, Φινλανδία, Σλοβενία και Σουηδία).

    Είναι ιδιαιτέρως σημαντικό να συμπληρωθούν οι εν λόγω πληροφορίες με το εθνικό χάσμα κινδύνου φτώχειας (5), από το οποίο προκύπτει η απάντηση στο ερώτημα «πόσο φτωχά είναι τα φτωχά παιδιά», ήτοι το βάθος του κινδύνου φτώχειας των παιδιών. Το χάσμα κινδύνου φτώχειας για τα παιδιά κυμαίνεται από 13 % στη Φινλανδία και 15 % στη Γαλλία έως 40 % στη Ρουμανία και 44 % στη Βουλγαρία. Ο κίνδυνος φτώχειας τείνει να αυξάνεται παράλληλα με την ηλικία των παιδιών στις περισσότερες χώρες.

    Ένας άλλος καίριος παράγοντας που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όσον αφορά την εισοδηματική φτώχεια είναι η διάρκεια, ήτοι το χρονικό διάστημα κατά το οποίο τα παιδιά διαβιούν κάτω από το όριο της φτώχειας. Όπως τονίζεται στην προαναφερθείσα έκθεση TARKI, παρόλο που ο κίνδυνος φτώχειας μεταξύ παιδιών σε συγκεκριμένο έτος παρέχει ορισμένες ενδείξεις όσον αφορά τον κίνδυνο στέρησης και κοινωνικού αποκλεισμού που αντιμετωπίζουν, η εν λόγω απειλή είναι πολύ σημαντικότερη εάν έχουν εισόδημα κάτω από το όριο αυτό για περισσότερα έτη. Στις περιπτώσεις των 20 χωρών της ΕΕ για τις οποίες υπάρχουν τα απαιτούμενα στοιχεία EU-SILC, η έκθεση TARKI καταδεικνύει ότι το ποσοστό παιδιών που διαμένουν σε νοικοκυριά που αντιμετώπιζαν κίνδυνο φτώχειας κάθε ένα από τα έτη 2005-2007 κυμαίνεται από 4-6 % (στην Αυστρία, την Κύπρο, τη Φινλανδία, τη Σλοβενία και τη Σουηδία) έως 13-16 % (στην Ιταλία, τη Λιθουανία, το Λουξεμβούργο, την Πολωνία και την Πορτογαλία).

    3.2   Υλική στέρηση

    3.2.1   Ο ορισμός της ΕΕ για παιδιά που είναι εκτεθειμένα σε κίνδυνο φτώχειας βασίζεται στον αριθμό των παιδιών που ζουν σε οικογένειες με χαμηλό εισόδημα. Παρόλο που αυτός ο τρόπος μέτρησης είναι σημαντικός, είναι όμως ανεπαρκής καθώς δεν περιλαμβάνει όλα αυτά που απαιτούνται για να έχει ένα παιδί καλό ξεκίνημα στη ζωή του. Τα παιδιά ενδέχεται να διαβιούν σε οικήματα χαμηλών προδιαγραφών, ή και να είναι άστεγα, να ζουν σε παραμελημένες γειτονιές, να βιώνουν υψηλά επίπεδα εγκληματικότητας, κακή υγεία και διατροφή, υψηλότερο κίνδυνο ατυχημάτων και τραυματισμών, περισσότερη φυσική κακοποίηση και εκφοβισμό, να έχουν λιγότερη πρόσβαση σε μέριμνα για παιδιά, περιορισμένη πρόσβαση σε κοινωνικές και οικογενειακές υπηρεσίες, μειονεκτική θέση στην εκπαίδευση και να λαμβάνουν χαμηλής ποιότητας εκπαιδευτικές υπηρεσίες· ακόμη ενδέχεται να έχουν περιορισμένη πρόσβαση, ή και να μην έχουν καθόλου πρόσβαση, σε χώρους παιχνιδιών, σε εγκαταστάσεις αθλητισμού και ψυχαγωγίας ή σε πολιτιστικές δραστηριότητες. Ορισμένα παιδιά αντιμετωπίζουν περισσότερα του ενός μειονεκτήματα και, καθώς αυτά σωρεύονται, ενδέχεται να αλληλεπιδράσουν και να ενισχυθούν μεταξύ τους, επιδεινώνοντας τα βιώματα φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού του παιδιού και αυξάνοντας τη διαγενεακή κληρονομικότητα της φτώχειας και του αποκλεισμού.

    3.2.2   Το ποσοστό υλικής στέρησης για όλα τα παιδιά στην ΕΕ είναι ίσο με το ποσοστό των παιδιών που αντιμετωπίζουν κίνδυνο φτώχειας (20 %). Ωστόσο, η υλική στέρηση ποικίλλει σημαντικά περισσότερο μεταξύ των κρατών μελών: από 4-10 % (στο Λουξεμβούργο, τις τρεις Σκανδιναβικές Χώρες, τις Κάτω Χώρες και την Ισπανία) έως 39-43 % (στην Ουγγαρία, τη Λεττονία και την Πολωνία), 57 % (Ρουμανία) και 72 % (Βουλγαρία). Αντίστοιχα η απόκλιση όσον αφορά τον κίνδυνο φτώχειας κυμαίνεται από 10 % έως 33 %. Η μεγάλη αυτή απόκλιση σε υλική στέρηση αντικατοπτρίζει τις διαφορές σε μέσο βιοτικό επίπεδο μεταξύ των κρατών μελών, καθώς και την κατανομή εντός των ιδίων των κρατών.

    3.2.3   Το ποσοστό της υλικής στέρησης είναι 46 %, ποσοστό το οποίο ποικίλλει ιδιαιτέρως – από 18-28 % (Δανία, Λουξεμβούργο, Κάτω Χώρες, Ισπανία, Σουηδία) έως 72-96 % (Βουλγαρία, Ουγγαρία, Λεττονία, Ρουμανία). Μεταξύ δε παιδιών που βρίσκονται άνω του ορίου κινδύνου φτώχειας, το μέσο ποσοστό υλικής στέρησης στην ΕΕ είναι 13 %. Και σε αυτήν την περίπτωση, η απόκλιση είναι πολύ μεγάλη: 1-6 % (Δανία, Λουξεμβούργο, Κάτω Χώρες, Ισπανία, Σουηδία) και 35-62 % (Βουλγαρία, Ουγγαρία, Λεττονία, Ρουμανία).

    3.2.4   Η ΕΟΚΕ συνιστά να συμπεριληφθούν στους δείκτες οι εθνικοί δείκτες κινδύνου φτώχειας, τα όρια κινδύνου φτώχειας και τα εθνικά ποσοστά υλικής στέρησης.

    3.3   Τα παιδιά που αντιμετωπίζουν τον μεγαλύτερο κίνδυνο

    3.3.1   Μόνοι γονείς και μεγάλες οικογένειες

    3.3.1.1   Τα παιδιά που ζουν με μόνους γονείς και τα παιδιά που ζουν σε μεγάλες οικογένειες αντιμετωπίζουν τον μέγιστο κίνδυνο σε όλες σχεδόν τις χώρες. Στοιχεία από το μέρος της έρευνας EU-SILC του 2007 καταδεικνύουν ότι, σε επίπεδο ΕΕ, το 34 % των παιδιών που διαβιούν σε μονογονεϊκές οικογένειες αντιμετωπίζουν κίνδυνο φτώχειας, με τα ποσοστά να ποικίλλουν από 17-24 % (Δανία, Φινλανδία, Σουηδία) έως 40-45 % (Εσθονία, Ιρλανδία, Λιθουανία, Λουξεμβούργο, Ρουμανία, Ηνωμένο Βασίλειο) και 54 % (Μάλτα). Όσον αφορά τα παιδιά που ζουν σε μεγάλες οικογένειες (ήτοι νοικοκυριά που αποτελούνται από δύο ενήλικες και τρία ή περισσότερα παιδιά), ο κίνδυνος φτώχειας για αυτά στην ΕΕ είναι 25 %. Το μερίδιο ποικίλλει από 12-15 % (Γερμανία, Φινλανδία, Σουηδία, Δανία, Σλοβενία) έως 41-55 % (Ιταλία, Λεττονία, Πορτογαλία, Ρουμανία) και 71 % (Βουλγαρία).

    3.3.2   Νοικοκυριά ανέργων

    3.3.2.1   Η έρευνα της ΕΕ για το ανθρώπινο δυναμικό (ΕΕΔ) του 2007 καταδεικνύει ότι το 9,4 % των παιδιών διαβιεί σε νοικοκυριά ανέργων, ποσοστό που ποικίλλει από 2,2-3,9 % (στην Κύπρο, την Ελλάδα, το Λουξεμβούργο και τη Σλοβενία) έως 12 % στο Βέλγιο, 12,8 % στη Βουλγαρία, 13,9 % στην Ουγγαρία και 16,7 % στο Ηνωμένο Βασίλειο (6). Τα παιδιά αυτά αντιμετωπίζουν πολύ υψηλό μέσο κίνδυνο φτώχειας (70 %). Ο χαμηλότερος κίνδυνος καταγράφεται στη Δανία και τη Φινλανδία (47-49 %) και ο υψηλότερος στη Βουλγαρία, την Τσεχική Δημοκρατία, την Εσθονία, τη Λιθουανία, την Πορτογαλία, τη Ρουμανία και τη Σλοβακία (81-90 %).

    3.3.2.2   Όσον αφορά την υλική στέρηση, η διαβίωση σε νοικοκυριό όπου κανένας δεν βρίσκεται σε έμμισθη απασχόληση είναι πιθανό να έχει σημαντικό αντίκτυπο τόσο στις τρέχουσες όσο και στις μελλοντικές συνθήκες διαβίωσης των παιδιών. Η ανεργία δεν δημιουργεί μόνο ζητήματα πιθανών οικονομικών προβλημάτων· η απουσία εργαζόμενου ενήλικα στο οικιακό περιβάλλον του παιδιού ενδέχεται επίσης να περιορίσει τρέχουσες ή μελλοντικές δυνατότητες πλήρους συμμετοχής στην κοινωνία.

    3.3.3   Παιδιά που αντιμετωπίζουν κίνδυνο «ακραίας» φτώχειας

    3.3.3.1   Το Δίκτυο Ανεξάρτητων Εμπειρογνωμόνων της ΕΕ για την Κοινωνική Ένταξη επισήμανε ειδικές ομάδες παιδιών που αντιμετωπίζουν υψηλό κίνδυνο εντονότερης ή ακραίας φτώχειας. Αυτό γίνεται εύκολα αντιληπτό από τα διάφορα Εθνικά Σχέδια Δράσης των κρατών μελών για την Ένταξη και από διάφορα διακρατικά σχέδια ανταλλαγής. Στις ομάδες αυτές συγκαταλέγονται: παιδιά με αναπηρίες, παιδιά από εθνοτικές μειονότητες (ειδικά οι Ρομά), νέοι αιτούντες άσυλο και μετανάστες, παιδιά που βιώνουν κακοποίηση, βία ή παραμέληση, παιδιά των οποίων οι γονείς αντιμετωπίζουν προβλήματα ψυχικής υγείας, παιδιά που έχουν ανατεθεί στη δημόσια πρόνοια, άστεγα παιδιά και παιδιά που είναι θύματα ενδοοικογενειακής βίας ή εμπορίας ανθρώπων, παιδιά που ζουν σε ιδιαιτέρως φτωχές και απομονωμένες αγροτικές περιοχές οι οποίες δεν διαθέτουν βασικές υποδομές και παιδιά που ζουν σε μεγάλα κτίρια στα περίχωρα μεγάλων αστικών κέντρων (7). Από την ανάλυση της ΕΕ, του 2007, διαφαίνεται ότι η θέση των παιδιών των οικογενειών μεταναστών και ορισμένων εθνοτικών μειονοτήτων αποτελεί ζήτημα αυξανόμενου προβληματισμού στα παλαιότερα κράτη μέλη.

    3.4   Μακροπρόθεσμη επίπτωση και διαγενεακή φτώχεια

    3.4.1   Μακροπρόθεσμη επίπτωση

    3.4.1.1   Σημαντικό θέμα που περιλαμβάνεται στις Κοινές Εκθέσεις για την Κοινωνική Προστασία και την Κοινωνική Ένταξη είναι ότι η ανατροφή σε συνθήκες φτώχειας περιορίζει την προσωπική ανάπτυξη και έχει μακροπρόθεσμες συνέπειες για την ανάπτυξη και την ευημερία των παιδιών και για τη μελλοντική υγεία και ευημερία τους ως ενήλικες. Αυξάνει τον κίνδυνο να είναι φτωχά και να βιώνουν την ανεργία και τον κοινωνικό αποκλεισμό ως ενήλικες. Αυτή η μακροπρόθεσμη επίπτωση υπογραμμίστηκε στην έκθεση του 2007, η οποία κατέληγε στη διαπίστωση ότι τα παιδιά που ανατρέφονται σε συνθήκες φτώχειας έχουν λιγότερες πιθανότητες, συγκριτικά με τους πιο ευκατάστατους συνομηλίκους τους, να έχουν καλή επίδοση στο σχολείο, να είναι σε καλή κατάσταση όσον αφορά την υγεία, να αποφύγουν την εμπλοκή με το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης και, ως νέοι ενήλικες, να αποκτήσουν πρόσβαση στην αγορά εργασίας και, ευρύτερα, στην κοινωνία.

    3.4.2   Διαγενεακή φτώχεια

    3.4.2.1   Ο βαθμός στον οποίο η φτώχεια κληροδοτείται από μια γενιά στην επόμενη αποτελεί επίσης συναφές θέμα για το οποίο επανειλημμένα γίνεται λόγος. Σε αρκετές χώρες η διαγενεακή μεταβίβαση είναι ιδιαιτέρως ευδιάκριτη όσον αφορά την εκπαίδευση και αυτό φαίνεται να ισχύει σε χώρες με υψηλά αλλά και σε χώρες με χαμηλά επίπεδα φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού. Το μέρος της έρευνας EU-SILC του 2005 που αφορά τη διαγενεακή μεταβίβαση μειονεκτημάτων αποκάλυψε ότι οι εκπαιδευτικές ευκαιρίες της παιδικής ηλικίας έχουν αντίκτυπο στην πιθανότητα φτώχειας μετά την ενηλικίωση. Έτσι, ένας ενήλικος του οποίου οι γονείς έχουν λάβει εκπαίδευση μόνο σε πρωτοβάθμιο επίπεδο αντιμετωπίζει 23 φορές μεγαλύτερο κίνδυνο να μην έχει οποιοδήποτε επίσημο εκπαιδευτικό προσόν συγκριτικά με κάποιον του οποίου οι γονείς έχουν λάβει εκπαίδευση σε τριτοβάθμιο επίπεδο.

    4.   Σύγκριση, παρακολούθηση και αξιολόγηση

    4.1   Μια σημαντική πρόκληση, στην οποία πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή, είναι ότι η εκτεταμένη σύγκριση, παρακολούθηση και αξιολόγηση θα πρέπει να καταστεί κύριο και εμφανές χαρακτηριστικό σε εθνικό και ενωσιακό επίπεδο.

    4.2   Για τον λόγο αυτόν, συνιστάται:

    να θεσπισθεί διαδικασία όπου η Επιτροπή και τα κράτη μέλη θα εξετάσουν τρόπους για να καταστήσουν τους κοινωνικούς στόχους της ΕΕ πιο ορατούς, μετρήσιμους και απτούς σε ενωσιακό επίπεδο·

    να διασφαλισθεί ότι η πρόοδος που συντελείται προς την κατεύθυνση των ενωσιακών και εθνικών στόχων και προς την κατεύθυνση των βελτιωμένων επιδόσεων στους συμφωνηθέντες δείκτες της ΕΕ αποτελεί αντικείμενο εκτεταμένης και τακτικής παρακολούθησης και αναφοράς·

    να διασφαλισθεί ότι διοργανώνονται αξιολογήσεις των αποτελεσμάτων της εν λόγω διαδικασίας παρακολούθησης από ειδικούς με σκοπό την προώθηση της εκμάθησης του τρόπου χάραξης πολιτικής μεταξύ των κρατών μελών και της Επιτροπής·

    να υιοθετηθεί μια πολύ εντατικότερη προσέγγιση όσον αφορά την παρακολούθηση και την αξιολόγηση που θα επικεντρώνεται περισσότερο στα αποτελέσματα και να διασφαλισθεί ότι διεξάγεται τακτικά ανεξάρτητη κριτική ανάλυση της προόδου που συντελείται όσον αφορά την επίτευξη στόχων. Στα βασικά στοιχεία θα ήταν χρήσιμο να περιλαμβάνονται:

    η συστηματικότερη ενσωμάτωση των κοινών δεικτών εντός των εθνικών πλαισίων παρακολούθησης και ανάλυσης των κρατών μελών, προκειμένου να βελτιωθεί η αμοιβαία μάθηση·

    η προώθηση της στατιστικής ικανότητας σε ενωσιακό, εθνικό και υποεθνικό επίπεδο, και ειδικότερα η διασφάλιση της εκπόνησης πιο έγκαιρων κοινωνικών στατιστικών (περιλαμβανομένων στοιχείων για την παιδική φτώχεια και ευημερία τα οποία επιτρέπουν την καλύτερη παρακολούθηση του αντίκτυπου της χρηματοπιστωτικής και οικονομικής κρίσης σε ολόκληρη την Ευρώπη)·

    το αίτημα να έχουν όλα τα κράτη μέλη επίσημες διαδικασίες για τη συμμετοχή οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών και ανεξαρτήτων εμπειρογνωμόνων στην παρακολούθηση και την αξιολόγηση πολιτικών κοινωνικής ένταξης σε διαρκή βάση.

    5.   Καθιέρωση της Ευρωπαϊκής πλατφόρμας για την καταπολέμηση της φτώχειας

    5.1   Η ενίσχυση της κοινωνικής διάστασης της ΕΕ και ειδικότερα η επίτευξη των στόχων ΕΕ 2020 θα εξαρτηθεί σημαντικά από την προτεινόμενη εμβληματική πρωτοβουλία ΕΕ 2020, την Ευρωπαϊκή πλατφόρμα για την καταπολέμηση της φτώχειας (European Platform Against Poverty – EPAP).

    5.2   Η EPAP πρέπει να καταστεί ορατό σύμβολο αυτής της ανανεωμένης Κοινωνικής Ευρώπης. Πρέπει να διαδραματίσει βασικό ρόλο διασφαλίζοντας ότι όλες οι άλλες συνιστώσες της ενωσιακής χάραξης πολιτικής (ήτοι οι πολιτικές για την οικονομία, τον ανταγωνισμό, την εκπαίδευση, τη μετανάστευση, την υγεία την καινοτομία και το περιβάλλον) συνεισφέρουν στην επίτευξη των κοινωνικών στόχων της ΕΕ, περιλαμβανομένων των ενωσιακών στόχων για τον περιορισμό της φτώχειας.

    5.3   Βασική προτεραιότητα θα αποτελέσει η συνεκτίμηση ζητημάτων επαρκούς κοινωνικής προστασίας, στην οποία περιλαμβάνονται ο αγώνας κατά της παιδικής φτώχειας και η προώθηση της παιδικής ευημερίας και των δικαιωμάτων του παιδιού σε όλο το φάσμα των συναφών ενωσιακών τομέων πολιτικής και προγραμμάτων, συμπεριλαμβανομένων και των διαρθρωτικών ταμείων. Η EPAP θα πρέπει να διαδραματίσει βασικό ρόλο στην παρακολούθηση και την αναφορά σχετικά με την εφαρμογή της διαδικασίας αξιολόγησης κοινωνικών επιπτώσεων και σχετικά με τον βαθμό στον οποίο οι υπόλοιπες συνιστώσες της Ευρώπης 2020 συνεισφέρουν στον στόχο της μείωσης της φτώχειας.

    5.4   Βελτίωση συνδέσμων μεταξύ των ενωσιακών στόχων για την κοινωνική ένταξη και των ενωσιακών στόχων για τα διαρθρωτικά ταμεία

    5.4.1   Θα πρέπει να υπάρχει σημαντικά εκτενέστερη ευθυγράμμιση μεταξύ των στόχων κοινωνικής ένταξης της ΕΕ και των κρατών μελών, καθώς και της αξιοποίησης των διαρθρωτικών ταμείων της ΕΕ. Στο πλαίσιο αυτό η αξιοποίηση των διαρθρωτικών ταμείων θα πρέπει να καταστεί κύριο μέρος των Εθνικών Σχεδίων Δράσης για την Ένταξη. Παράδειγμα αποτέλεσε η πρόταση της Επιτροπής το 2009 που είχε ως στόχο να επιτρέψει την αξιοποίηση του Ευρωπαϊκού Ταμείου Περιφερειακής Ανάπτυξης (ΕΤΠΑ) για να υποστηριχθούν στεγαστικές παρεμβάσεις υπέρ περιθωριοποιημένων κοινοτήτων σε νεότερα κράτη μέλη. Αυτό θα μπορούσε να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην αύξηση των πόρων για πρωτοβουλίες στον χώρο αυτόν.

    6.   Συστάσεις της ΕΟΚΕ

    6.1   Δέσμευση της ΕΕ για την αντιμετώπιση της παιδικής φτώχειας και για την παιδική ευημερία

    6.1.1   Δεδομένων των συνολικών στόχων της στρατηγικής Ευρώπη 2020, θα πρέπει να αναπτυχθεί συνεκτικό πλαίσιο για τα ζητήματα παιδικής φτώχειας και ευημερίας βάσει προσέγγισης με άξονα τα δικαιώματα. Θα πρέπει να τεθεί συγκεκριμένος στόχος της ΕΕ για την εξάλειψη της παιδικής φτώχειας και την προώθηση της παιδικής ευημερίας.

    6.2   Επαρκείς πόροι

    6.2.1   Για τις οικογένειες με παιδιά θα πρέπει να καθορίζεται ελάχιστο οικογενειακό εισόδημα με τη χρήση χρηματικών μεταβιβάσεων που εξαρτώνται από το εργασιακό καθεστώς των γονέων. Η χρηματική υποστήριξη μπορεί να εξασφαλισθεί για όλα τα παιδιά με την έκπτωση φόρων και/ή τις γενικές χρηματικές παροχές.

    6.2.2   Οι γενικές χρηματικές παροχές θα πρέπει να διερευνηθούν περαιτέρω ως κύριο μέσο για την καταπολέμηση της παιδικής φτώχειας, δεδομένης της γενικής απόδοσης όσον αφορά τη διοίκηση, της απουσίας κοινωνικού στίγματος και του υψηλού βαθμού απορρόφησης βάσει της ανάλυσης της Επιτροπής Κοινωνικής Προστασίας (2008).

    6.2.3   Δεδομένου ότι τα παιδιά που διαβιούν σε νοικοκυριά ανέργων κινδυνεύουν πολύ περισσότερο από τη φτώχεια, θα πρέπει να τεθεί στόχος μείωσης του χάσματος φτώχειας για τα νοικοκυριά ανέργων και για αυτούς που εργάζονται και βιώνουν φτώχεια, προκειμένου να μειωθεί το βάθος της φτώχειας που βιώνουν τα παιδιά. Η απασχόληση των γονέων θα πρέπει να στηριχθεί μέσω δραστικών πολιτικών για την αγορά εργασίας και θα πρέπει να υπάρχει παροχή ποιοτικών υπηρεσιών, όπως είναι η μέριμνα για τα παιδιά, οι οποίες θα είναι τοπικές, προσβάσιμες και οικονομικά προσιτές.

    6.2.4   Οι αγορές εργασίας χωρίς αποκλεισμούς θα πρέπει να παρέχουν ποιοτικές θέσεις εργασίας σε γονείς. Για να διασφαλισθεί ότι οι γονείς διαθέτουν χρόνο για τα παιδιά τους χρειάζεται να υπάρχουν πολιτικές που προωθούν το συνδυασμό εργασιακής και οικογενειακής ζωής.

    6.2.5   Για τα παιδιά που βιώνουν ακραία φτώχεια απαιτείται η διασφάλιση ίσων ευκαιριών για όλους μέσω ορθά σχεδιασμένων κοινωνικών πολιτικών και η ενίσχυση των προσπαθειών που στοχεύουν επιτυχή εκπαιδευτικά αποτελέσματα για κάθε παιδί, προκειμένου να ανακοπεί η μεταβίβαση της φτώχειας και του αποκλεισμού στην επόμενη γενιά. Οι πολιτικές για την ένταξη και την καταπολέμηση των διακρίσεων πρέπει να ενισχυθούν, ιδίως όσον αφορά τους μετανάστες και τους απογόνους τους, καθώς και τις εθνοτικές μειονότητες.

    6.3   Πρώιμη παιδική ηλικία

    6.3.1   Η ΕΟΚΕ στηρίζει τις συστάσεις του δικτύου Eurochild, ήτοι να διευρυνθούν οι υπηρεσίες παιδικής μέριμνας, ώστε να υιοθετήσουν ένα μοντέλο υπηρεσιών χωρίς αποκλεισμούς, από τις προγεννητικές υπηρεσίες έως την προσχολική εκπαίδευση, ανοικτό σε όλα τα παιδιά και σε όλες τις οικογένειες. Το δίκτυο Eurochild θεωρεί ότι οι στόχοι της Βαρκελώνης δεν λαμβάνουν υπόψη πολλές από τις ορθές πρακτικές όσον αφορά την πολιτική για την πρώιμη παιδική ηλικία. Η ΕΟΚΕ θεωρεί ότι, όσον αφορά τους στόχους της Βαρκελώνης, υφίσταται ανάγκη να αναπτυχθούν κοινά ενωσιακά «πρότυπα ποιότητας» για τις υπηρεσίες πρώιμης παιδικής ηλικίας, περιλαμβανομένης της μέριμνας και της εκπαίδευσης στην πρώιμη παιδική ηλικία, όπως αυτές προσδιορίζονται από το Δίκτυο Παιδικής Μέριμνας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής· τα πρότυπα αυτά θα πρέπει να διαπνέουν την ανάπτυξη εθνικών πολιτικών και πρακτικών περιλαμβανομένης της αξιοποίησης των Διαρθρωτικών Ταμείων.

    6.4   Υγεία

    6.4.1   Η ΕΟΚΕ εκφράζει την πεποίθηση ότι η ομάδα εργασίας της ΕΕ για τους δείκτες υγείας θα πρέπει να αναπτύξει δείκτες όσον αφορά τα παιδιά για να παρακολουθεί και να αξιολογεί τις πολιτικές δημόσιας υγείας και τον αντίκτυπό τους.

    6.4.2   Θα πρέπει επίσης να αναπτυχθούν δείκτες ψυχικής υγείας για την καλή ψυχική υγεία και τις διαταραχές ψυχικής υγείας στα παιδιά.

    6.4.3   Η ανακοίνωση της Επιτροπής για τις ανισότητες στον τομέα της υγείας, η οποία αναμένεται το 2012, θα πρέπει να αναφέρεται στην υγεία των παιδιών.

    6.5   Στέγαση

    6.5.1   Τα κράτη μέλη της ΕΕ θα πρέπει να εφαρμόσουν τις δεσμεύσεις και τις δράσεις που συμφωνήθηκαν κατά την πέμπτη υπουργική διάσκεψη για το περιβάλλον και την υγεία, τον Μάρτιο του 2010, όσον αφορά το Πρόγραμμα Δράσης «Υγεία και Περιβάλλον των παιδιών για την Ευρώπη».

    6.5.2   Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα πρέπει να συμφωνήσει με τα κράτη μέλη σε κοινό πλαίσιο και κοινές κατευθυντήριες γραμμές για τη μέτρηση, την παρακολούθηση και την αναφορά σχετικά με την απουσία στέγης και τον αποκλεισμό από τη στέγαση, δίδοντας ιδιαίτερη προσοχή στις συνθήκες ζωής των παιδιών.

    6.5.3   Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα πρέπει να εξακολουθήσει να υποστηρίζει και να χρηματοδοτεί πρωτοβουλίες προκειμένου να υποστηριχθούν τα κράτη μέλη και οι υποψήφιες προς ένταξη χώρες στο κλείσιμο κακής ποιότητας ιδρυμάτων διαμονής παιδιών και στην ανάπτυξη κατάλληλων εναλλακτικών δομών.

    6.6   Προστασία από τη βία, την κακοποίηση και την εκμετάλλευση

    6.6.1   Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα πρέπει να διερευνήσει, μαζί με όλους τους εμπλεκόμενους φορείς, τη δυνατότητα δημιουργίας δείκτη για τη βία κατά των παιδιών, την παιδική κακοποίηση και την εκμετάλλευση, ο οποίος θα καλύπτει θέματα ταυτοποίησης, προστασίας, δίωξης και πρόληψης, σύμφωνα με τις συστάσεις της έρευνας του 2009 σχετικά με τους δείκτες που διεξήχθη για λογαριασμό του Οργανισμού Θεμελιωδών Δικαιωμάτων.

    6.6.2   Τα κράτη μέλη θα πρέπει να αναπτύξουν εθνικές στρατηγικές πρόληψης και προστασίας των παιδιών από κάθε μορφή βίας, περιλαμβανομένων σαφών στόχων και δημοσιονομικών πόρων, καθώς και μηχανισμούς σε τοπικό επίπεδο, όπου παιδιά ή άλλα άτομα θα μπορούν να αναφέρουν περιπτώσεις βίας.

    6.7   Μέτρα με επίκεντρο τα παιδιά

    6.7.1   Η Επιτροπή θα πρέπει να ενισχύσει τους συνδέσμους με το πρόγραμμα του Συμβουλίου της Ευρώπης «Δημιουργία μιας Ευρώπης για τα παιδιά και μαζί με τα παιδιά» το οποίο δίδει έμφαση στη συμμετοχή των παιδιών.

    6.7.2   Οι υφιστάμενοι από κοινού συμφωνηθέντες δείκτες όσον αφορά το εισόδημα και την υλική στέρηση πρέπει να επεκταθούν για να συμπεριλάβουν περισσότερους δείκτες με επίκεντρο το παιδί. Είναι σημαντικό να αντικατοπτρίζουν οι δείκτες τα διάφορα στάδια της παιδικής ανάπτυξης, αντικατοπτρίζοντας τις πλέον συναφείς διαστάσεις και καλύπτοντας όλες τις συναφείς παιδικές ηλικίες. Η έρευνα Tarki/Applica συνιστά ηλικιακές κατηγορίες 0-5, 6-11, 12-17 και συνιστά επίσης να συμπεριληφθούν διαστάσεις όπως είναι το εισόδημα, η υλική στέρηση, η εκπαίδευση, η στέγαση, η υγεία, η έκθεση σε κίνδυνο και η κοινωνική συμμετοχή.

    Βρυξέλλες, 14 Ιουλίου 2010.

    Ο Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής

    Mario SEPI


    (1)  Σύμφωνα με τον ορισμό της ΕΕ, οι άνθρωποι «σε κίνδυνο φτώχειας» είναι άνθρωποι που ζουν σε νοικοκυριά όπου το σύνολο του ισοδυνάμου εισοδήματος είναι χαμηλότερο από το 60% του μέσου εθνικού ισοδυνάμου εισοδήματος ενός νοικοκυριού (η κλίμακα για την ισοδυναμία που χρησιμοποιείται είναι η τροποποιημένη κλίμακα του ΟΟΣΑ).

    (2)  Ευρωπαϊκό Συμβούλιο των Βρυξελλών, 23/24 Μαρτίου 2006, Συμπεράσματα Προεδρίας, 7775/1/06 αναθ. 1, σημ. 72.

    (3)  Βλέπε τον ιστότοπο της Eurostat, της στατιστικής υπηρεσίας των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων: http://epp.eurostat.ec.europa.eu/portal/page/portal/statistics/themes.

    (4)  Ένα παιδί «σε κίνδυνο φτώχειας» είναι ένα παιδί που ζει σε νοικοκυριό «που αντιμετωπίζει κίνδυνο φτώχειας», ήτοι σε νοικοκυριό όπου το σύνολο του ισοδυνάμου εισοδήματος είναι χαμηλότερο από το 60% του μέσου εθνικού ισοδυνάμου εισοδήματος ενός νοικοκυριού.

    (5)  Το «σχετικό χάσμα διάμεσου εισοδήματος ατόμων σε κίνδυνο φτώχειας» (“relative median at-risk-of-poverty gap”) – εδώ: «χάσμα κινδύνου φτώχειας» – μετρά τη διαφορά μεταξύ διαμέσου ισοδυνάμου εισοδήματος ατόμων που ζουν κάτω από το όριο του κινδύνου φτώχειας και της τιμής αυτού του ορίου κινδύνου φτώχειας και αποδίδεται ως ποσοστό αυτού του ορίου.

    (6)  Βλέπε τον ιστότοπο της Eurostat: http://epp.eurostat.ec.europa.eu/portal/page/portal/statistics/themes.

    (7)  Αυτό το μοντέλο ενισχύεται από την έκθεση του Δικτύου Ανεξάρτητων Εμπειρογνωμόνων της ΕΕ για την Κοινωνική Ένταξη, του 2007, η οποία οδήγησε στο συμπέρασμα ότι δύο ομάδες παιδιών ξεχωρίζουν σε σημαντικό αριθμό κρατών ως ομάδες που αντιμετωπίζουν πολύ υψηλό κίνδυνο ακραίας φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού: τα παιδιά που διαβιούν σε ιδρύματα ή που εγκαταλείπουν ιδρύματα και τα παιδιά Ρομά. Ωστόσο, υπάρχουν πολυάριθμες άλλες καταστάσεις που τονίζονται αρκετά συχνά: τα παιδιά που ωθούνται στην παιδική εργασία, τα παιδιά που αποτελούν θύματα βίας, σεξουαλικής κακοποίησης, εμπορίας ανθρώπων και εξαρτήσεων, τα παιδιά που εμπλέκονται σε εγκληματικές πράξεις, τα παιδιά με αναπηρία, οι ασυνόδευτοι ανήλικοι, τα παιδιά αστέγων οικογενειών και τα παιδιά του δρόμου. (Frazer και Marlier, 2007).


    Top