EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62008CN0162

Υπόθεση C-162/08: Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Μονομελές Πρωτοδικείο Ρεθύμνης (Ελλάδα) στις 17 Απριλίου 2008 — Γεώργιος Κ. Λαγουδάκης κατά Κέντρου Ανοικτής Προστασίας Ηλικιωμένων Δήμου Ρεθύμνης

ΕΕ C 171 της 5.7.2008, p. 19–20 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

5.7.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 171/19


Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Μονομελές Πρωτοδικείο Ρεθύμνης (Ελλάδα) στις 17 Απριλίου 2008 — Γεώργιος Κ. Λαγουδάκης κατά Κέντρου Ανοικτής Προστασίας Ηλικιωμένων Δήμου Ρεθύμνης

(Υπόθεση C-162/08)

(2008/C 171/32)

Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική

Αιτούν δικαστήριο

Μονομελές Πρωτοδικείο Ρεθύμνης

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Ενάγων: Γεώργιος Κ. Λαγουδάκης

Εναγόμενο: Κέντρο Ανοικτής Προστασίας Ηλικιωμένων Δήμου Ρεθύμνης

Προδικαστικά ερωτήματα

1)

Η ρήτρα 5 και η ρήτρα 8, σημεία 1 και 3, της συμφωνίας πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου, που καταρτίσθηκε από την CBS, την UNICE και το CEEP και συνιστά αναπόσπαστο τμήμα της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 175/42 της 10.7.1999), έχουν την έννοια ότι δεν επιτρέπεται από το κοινοτικό δίκαιο (με αιτιολογία την εφαρμογή της εν λόγω συμφωνίας πλαισίου) η θέσπιση από το κράτος μέλος μέτρων, (α) όταν στην εθνική έννομη τάξη ήδη υπάρχει, πριν τη θέση σε ισχύ της Οδηγίας, ισοδύναμο νομοθετικό μέτρο, κατά την έννοια της ρήτρας 5, σημείο 1, της συμφωνίας πλαισίου, και (β) όταν με τα θεσπιζόμενα, προς εφαρμογή της συμφωνίας πλαισίου μέτρα, υποβαθμίζεται το γενικό επίπεδο προστασίας των εργαζομένων ορισμένου χρόνου στην εθνική έννομη τάξη;

2)

Σε περίπτωση θετικής απάντησης στο πρώτο ερώτημα, η υποβάθμιση της παρεχόμενης προστασίας των εργαζομένων ορισμένου χρόνου στις περιπτώσεις όχι περισσοτέρων και διαδοχικών άλλα μίας και μόνης συμβάσεως εργασίας ορισμένου χρόνου, που στην πραγματικότητα όμως έχει αντικείμενο την προσφορά υπηρεσιών από τον εργαζόμενο για την κάλυψη όχι προσκαίρων ή έκτακτων ή επειγουσών, αλλά «παγίων και διαρκών» αναγκών, συνδέεται με την εφαρμογή της εν λόγω συμφωνίας-πλαισίου και της ως άνω Οδηγίας και, συνακόλουθα, είναι ανεπίτρεπτη ή επιτρεπτή μια τέτοια υποβάθμιση από άποψη Κοινοτικού Δικαίου;

3)

Σε περίπτωση θετικής απάντησης στο πρώτο ερώτημα, εφόσον στην εθνική έννομη τάξη προϋπάρχει της θέσης σε ισχύ της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ ισοδύναμο νομοθετικό μέτρο, κατά την έννοια της ρήτρας 5, σημείο 1, της συμφωνίας πλαισίου, όπως το επίμαχο στο πλαίσιο της κυρίας δίκης άρθρο 8, παράγραφος 3 του Ν. 2112/1920, τότε συνιστά ανεπίτρεπτη υποβάθμιση του γενικού επιπέδου των εργαζομένων ορισμένου χρόνου στην εθνική έννομη τάξη, κατά την έννοια της ρήτρας 8, σημεία 1 και 3, της συμφωνίας πλαισίου, η θέσπιση νομοθετικού μέτρου, με αιτιολογία την εφαρμογή της συμφωνίας πλαισίου, όπως του επίμαχου στο πλαίσιο της κυρίας δίκης άρθρου 11 του προεδρικού διατάγματος 164/2004:

(α)

όταν στο πεδίο εφαρμογής του εν λόγω νομοθετικού μέτρου, για την Εφαρμογή της συμφωνίας πλαισίου, εμπίπτουν μόνο οι περιπτώσεις περισσοτέρων διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου και δεν συμπεριλαμβάνονται οι περιπτώσεις συμβασιούχων που έχουν συνάψει (όχι περισσότερες και διαδοχικές αλλά) μία και μόνη σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου για την κάλυψη από τον εργαζόμενο «παγίων και διαρκών» αναγκών του εργοδότη, ενώ το προϋπάρχον ισοδύναμο νομοθετικό μέτρο αφορά όλες τις περιπτώσεις συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, ακόμη και αυτές που ο εργαζόμενος έχει συνάψει μία και μόνη σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου, που στην πραγματικότητα όμως έχει αντικείμενο την προσφορά υπηρεσιών από τον εργαζόμενο για την κάλυψη όχι προσκαίρων ή εκτάκτων ή επειγουσών, αλλά «παγίων και διαρκών» αναγκών;

(β)

όταν το εν λόγω νομοθετικό μέτρο, για την εφαρμογή της συμφωνίας πλαισίου, προβλέπει ως έννομη συνέπεια για την προστασία των εργαζομένων ορισμένου χρόνου και την αποτροπή της κατάχρησης, κατά την έννοια της συμφωνίας πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου, τον χαρακτηρισμό των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου ως αορίστου χρόνου εφεξής (ex nunc), ενώ το προϋπάρχον ισοδύναμο νομοθετικό μέτρο προβλέπει τον χαρακτηρισμό των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου ως αορίστου χρόνου από τον χρόνο της αρχικής τους κατάρτισης (ex tunc);

4)

Σε περίπτωση θετικής απάντησης στο πρώτο ερώτημα, εφόσον στην εθνική έννομη τάξη προϋπάρχει της θέσης σε ισχύ της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ ισοδύναμο νομοθετικό μέτρο, κατά την έννοια της ρήτρας 5, σημείο 1, της συμφωνίας πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου, που συνιστά αναπόσπαστο τμήμα της εν λόγω Οδηγίας, όπως το επίμαχο στο πλαίσιο της κυρίας δίκης άρθρο 8, παράγραφος 3, Ν. 2112/1920, τότε συνιστά ανεπίτρεπτη υποβάθμιση του γενικού επιπέδου προστασίας των εργαζομένων ορισμένου χρόνου στην εθνική έννομη τάξη, κατά την έννοια της ρήτρας 8, σημεία 1 και 3, της συμφωνίας πλαισίου, η επιλογή του Έλληνα νομοθέτη, κατά την μεταφορά της ως άνω Οδηγίας στην ελληνική έννομη τάξη, αφενός να αφήσει εκτός του πρόστατευτικoύ πεδίου του ως άνω π.δ. 164/2004 τις εν λόγω περιπτώσεις καταχρήσεως που ο εργαζόμενος έχει συνάψει μία και μόνη σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου, η οποία όμως στην πραγματικότητα έχει αντικείμενο την προσφορά υπηρεσιών από τον εργαζόμενο για την κάλυψη όχι προσκαίρων ή εκτάκτων ή επειγουσών, αλλά «παγίων και διαρκών» αναγκών, και αφετέρου η παράλειψή του να θεσπίσει κάποιο ανάλογο, ειδικό για την περίπτωση και αποτελεσματικό μέτρο — έννομη συνεπεία για την προστασία των εργαζομένων έναντι της ειδικής αυτής περιπτώσεως της κατάχρησης, πέρα από την γενική προστασία που προβλέπεται παγίως από το κοινό εργατικό δίκαιο της ελληνικής έννομης τάξης σε κάθε περίπτωση παροχής εργασίας με άκυρη σύμβαση ανεξαρτήτως της ύπαρξης κατάχρησης κατά την έννοια της συμφωνίας πλαισίου, και περιλαμβάνει την αξίωση του εργαζομένου για καταβολή του μισθού του και αποζημίωσης απόλυσης, είτε εργάσθηκε με έγκυρη σύμβαση εργασίας είτε όχι, λαμβανομένου υπόψη

(α)

ότι η υποχρέωση καταβολής μισθού και αποζημίωσης απόλυσης προβλέπεται από το εθνικό δίκαιο σε κάθε περίπτωση σχέσης εργασίας και δεν αποσκοπεί ειδικά στην αποτοπή της κατάχρησης, κατά την έννοια της συμφωνίας πλαισίου, και

(β)

ότι η εφαρμογή του προϋπάρχοντος ισοδύναμου νομοθετικού μέτρου έχει ως έννομη συνέπεια την αναγνώριση της (μίας και μοναδικής) συμβάσεως εργασίας ορισμένου χρόνου ως αορίστου χρόνου;

5)

Σε περίπτωση θετικής απάντησης στα άνω ερωτήματα, πρέπει ο εθνικός δικαστής, ερμηνεύοντας το εθνικό του δίκαιο σύμφωνα με την Οδηγία 1999/70/ΕΚ, να παραμερίσει τις μη συμβατές προς αυτή διατάξεις του νομοθετικού μέτρου που θεσπίστηκε με αιτιολογία την εφαρμογή της συμφωνίας πλαισίου, αλλά άγει σε υποβάθμιση του γενικού επιπέδου προστασίας των εργαζομένων ορισμένου χρόνου στην εθνική έννομη τάξη, όπως εκείνες του προεδρικού διατάγματος 164/2004, που σιωπηρώς και εμμέσως πλην σαφώς, αποκλείουν την παροχή σχετικής προστασίας στις περιπτώσεις καταχρήσεως που ο εργαζόμενος έχει συνάψει μία και μόνη σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου, η οποία όμως στην πραγματικότητα έχει αντικείμενο την προσφορά υπηρεσιών από τον εργαζόμενο για την κάλυψη όχι προσκαίρων ή εκτάκτων ή επειγουσών, αλλά «παγίων και διαρκών» αναγκών, και στην θέση τους να εφαρμόσει τις διατάξεις του προϋπάρχοντος της θέσης σε ισχύ της Οδηγίας ισοδύναμου εθνικού νομοθετικού μέτρου, όπως εκείνες του άρθρου 8, παράγραφος 3, του Ν. 2112/1920;

6)

Σε περίπτωση που κριθεί από τον εθνικό δικαστή ως καταρχήν — εφαρμοστέα, σε διαφορά που αφορά την εργασία ορισμένου χρόνου, διάταξη (εν προκειμένω το άρθρο 8 παράγραφος 3 του Ν. 2112/1920) που συνιστά ισοδύναμο νομοθετικό μέτρο, κατά την έννοια της ρήτρας 5, σημείο, 1, της συμφωνίας πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου, που συνιστά αναπόσπαστο τμήμα της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ, και με βάση την οποία διάταξη η διάγνωση σύναψης — έστω και μίας — συμβάσεως εργασίας, ως ορισμένου χρόνου άνευ αντικειμενικού λόγου συνδεόμενου με τη φύση, το είδος και τα χαρακτηριστικά της παρεχόμενης εργασίας, συνεπάγεται την αναγνώριση της συμβάσεως αυτής ως συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου, τότε:

(α)

Είναι συμβατή με το κοινοτικό δίκαιο ερμηνεία και εφαρμογή του εθνικού δικαίου από τον εθνικό δικαστή, σύμφωνα με την οποία συνιστά σε κάθε περίπτωση αντικειμενικό λόγο για τη σύναψη συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, το γεγονός ότι ως νομική βάση για την κατάρτιση του χρησιμοποιήθηκε νομοθετική διάταξη για την απασχόληση με ορισμένου χρόνου συμβάσεις εργασίας προς κάλυψη εποχιακών, περιοδικών, πρόσκαιρων, έκτακτων ή συμπληρωματικών κοινωνικών αναγκών (εν προκειμένω οι διατάξεις του Ν. 2527/1997), ακόμη και όταν στην πραγματικότητα οι καλυπτόμενες ανάγκες είναι πάγιες και διαρκείς;

(β)

Είναι συμβατή με το κοινοτικό δίκαιο ερμηνεία και εφαρμογή του εθνικού δικαίου από τον εθνικό δικαστή, σύμφωνα με την οποία, διάταξη που απαγορεύει την μετατροπή συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου στο δημόσιο τομέα σε συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου, πρέπει να ερμηνεύεται υπό την έννοια. ότι στον δημόσιο τομέα απαγορεύεται απολύτως και σε κάθε περίπτωση η μετατροπή συμβάσεως ή σχέσεως εργασίας ορισμένου χρόνου σε αορίστου, ακόμη και εάν αυτή καταχρηστικώς συνήφθη ως ορισμένου χρόνου, ήτοι όταν στην πραγματικότητα οι καλυπτόμενες ανάγκες είναι πάγιες και διαρκείς, και ότι δεν καταλείπεται στον εθνικό δικαστή, σε μια τέτοια περίπτωση, η δυνατότητα διαγνώσεως του αληθούς χαρακτήρα της επίδικης έννομης σχέσης εργασίας και ορθού χαρακτηρισμού αυτής ως συμβάσεως αορίστου χρόνου; Ή, μήπως, η εν λόγω απαγόρευση πρέπει να περιορίζεται μόνο στις συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου που πράγματι συνήφθησαν προς κάλυψη πρόσκαιρων, απρόβλεπτων, επειγουσών, έκτακτων ή αναλόγου είδους ειδικών αναγκών και όχι και στην περίπτωση που στην πραγματικότητα συνήφθησαν προς κάλυψη παγίων και διαρκών αναγκών;


Top