Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52016AE1578

    Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα «Τροποποιημένη πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την πρόσβαση των αγαθών και υπηρεσιών τρίτων χωρών στην εσωτερική αγορά της Ένωσης στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων και με τις διαδικασίες που υποστηρίζουν τις διαπραγματεύσεις σχετικά με την πρόσβαση των αγαθών και υπηρεσιών της Ένωσης στις αγορές δημοσίων συμβάσεων τρίτων χωρών» [COM(2016) 34 final — 2012/0060 (COD)]

    ΕΕ C 264 της 20.7.2016, p. 110–116 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, HR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

    20.7.2016   

    EL

    Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

    C 264/110


    Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα «Τροποποιημένη πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την πρόσβαση των αγαθών και υπηρεσιών τρίτων χωρών στην εσωτερική αγορά της Ένωσης στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων και με τις διαδικασίες που υποστηρίζουν τις διαπραγματεύσεις σχετικά με την πρόσβαση των αγαθών και υπηρεσιών της Ένωσης στις αγορές δημοσίων συμβάσεων τρίτων χωρών»

    [COM(2016) 34 final — 2012/0060 (COD)]

    (2016/C 264/15)

    Εισηγητής:

    ο κ. Mário SOARES

    Στις 29 Ιανουαρίου 2016 και στις 4 Φεβρουαρίου 2016, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, αντιστοίχως, αποφάσισαν, σύμφωνα με τα άρθρα 207 και 304 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, να ζητήσουν γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα

    «Τροποποιημένη πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την πρόσβαση των αγαθών και υπηρεσιών τρίτων χωρών στην εσωτερική αγορά της Ένωσης στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων και με τις διαδικασίες που υποστηρίζουν τις διαπραγματεύσεις σχετικά με την πρόσβαση των αγαθών και υπηρεσιών της Ένωσης στις αγορές δημοσίων συμβάσεων τρίτων χωρών»

    [COM(2016) 34 final — 2012/0060 (COD)].

    Το ειδικευμένο τμήμα «Εξωτερικές σχέσεις», στο οποίο ανατέθηκαν οι σχετικές προπαρασκευαστικές εργασίες, υιοθέτησε τη γνωμοδότησή του στις 19 Απριλίου 2016.

    Κατά την 516η σύνοδο ολομέλειάς της, που πραγματοποιήθηκε στις 27 και 28 Απριλίου 2016 (συνεδρίαση της 27ης Απριλίου 2016), η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή υιοθέτησε με 223 ψήφους υπέρ, 3 κατά και 7 αποχές την ακόλουθη γνωμοδότηση.

    1.   Συμπεράσματα και συστάσεις

    1.1.

    Η ΕΕ προώθησε μια πιο ενισχυμένη ολοκλήρωση και ελευθέρωση των ευρωπαϊκών αγορών δημοσίων συμβάσεων κατά την αναθεώρηση της συμφωνίας για τις Δημόσιες Συμβάσεις (ΣΔΣ), καθώς και στο πλαίσιο των εμπορικών διαπραγματεύσεών της με τρίτες χώρες και των εμπορικών συμφωνιών που συνήψε πρόσφατα. Οι μεταρρυθμίσεις αυτές οδήγησαν σε μεγαλύτερο άνοιγμα των ευρωπαϊκών αγορών δημόσιων συμβάσεων προς τις επιχειρήσεις των ανεπτυγμένων και αναδυόμενων χωρών, ενώ οι εν λόγω χώρες δεν ανταποκρίθηκαν στο άνοιγμα αυτό με ανάλογη προσφορά και οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις εξακολουθούν να βρίσκονται πάντοτε αντιμέτωπες, στις τρίτες χώρες, με πρακτικές που εισάγουν περιορισμούς και διακρίσεις. Το δε άνοιγμα αυτό καθίσταται ακόμη πιο απαραίτητο, δεδομένου ότι οι δημόσιες συμβάσεις αντιπροσωπεύουν περίπου το 20 % του παγκόσμιου ΑΕγχΠ και ότι, στην τρέχουσα κρίση, οι δημόσιες επενδύσεις σε υποδομές και σε συμβάσεις έργων και προμηθειών στις αναπτυγμένες και αναδυόμενες οικονομίες θα αποτελέσουν, κατά τα επόμενα έτη, βασικούς μοχλούς της οικονομικής ανάπτυξης.

    1.2.

    Σε πολλές γνωμοδοτήσεις της, η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή (ΕΟΚΕ) τάχθηκε υπέρ του στόχου που έθεσε η Ευρωπαϊκή Ένωση οι αγορές δημοσίων συμβάσεων όλων των χωρών να ανοίξουν περαιτέρω στον διεθνή ανταγωνισμό. Η ΕΟΚΕ έχει, επίσης, τονίσει ότι πρέπει να εξασφαλιστεί η απλούστευση των κανόνων σύναψης δημόσιων συμβάσεων, κυρίως για τις ΜΜΕ, όπως και να τηρούνται οι αρχές της διαφάνειας, της αποφυγής των διακρίσεων και της ίσης μεταχείρισης. Έχει ζητηθεί, εξάλλου, επανειλημμένα, η δέουσα ενίσχυση των κοινωνικών και περιβαλλοντικών διαστάσεων, καθώς και του σεβασμού των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της προστασίας των καταναλωτών κατά την άσκηση της εμπορικής πολιτικής της ΕΕ, σύμφωνα με το άρθρο 207 της Συνθήκης για τη λειτουργία της ΕΕ, το οποίο ζητεί μεγαλύτερη συνοχή με τις αρχές και τους στόχους της Ένωσης.

    1.3.

    Η ΕΟΚΕ κατανοεί την ανησυχία της Επιτροπής, η οποία επιθυμεί οι αγορές δημοσίων συμβάσεων τρίτων χωρών να ανοίξουν ακόμη περισσότερο προς τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις, και αναγνωρίζει τις δυνατότητες μόχλευσης που ενδεχομένως εμπεριέχει η τροποποιημένη πρόταση κανονισμού σχετικά με την πρόσβαση των αγαθών και υπηρεσιών τρίτων χωρών στην εσωτερική αγορά της Ένωσης στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων, η οποία αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας γνωμοδότησης.

    1.4.

    Η ΕΟΚΕ εκτιμά ότι η πρόταση ενός τέτοιου κανονισμού μπορεί να αποτελέσει ένα πρώτο βήμα για την εξασφάλιση μεγαλύτερου ανοίγματος των αγορών δημοσίων συμβάσεων, και ειδικότερα κατά τις τρέχουσες διαπραγματεύσεις στο πλαίσιο της Διατλαντικής Εταιρικής Σχέσης Εμπορίου και Επενδύσεων (TTIP) μεταξύ της ΕΕ και των ΗΠΑ, καθώς και κατά τις διαπραγματεύσεις για εμπορική συμφωνία με την Ιαπωνία, κατά τις διαπραγματεύσεις προσχώρησης της Κίνας στη συμφωνία για τις Δημόσιες Συμβάσεις (ΣΔΣ) του Παγκοσμίου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ), δεδομένου ότι οι αγορές δημοσίων συμβάσεων των χωρών αυτών είναι λιγότερο ανοικτές από εκείνες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και έναντι χωρών που δεν έχουν υπογράψει τη ΣΔΣ, όπως η Ρωσία, η Βραζιλία ή η Αργεντινή.

    1.5.

    Ωστόσο, η ΕΟΚΕ έχει επίγνωση των ριζικά διαφορετικών απόψεων στο Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο όσον αφορά τόσο τη σκοπιμότητα όσο και την αποτελεσματικότητα της πρότασης κανονισμού.

    1.6.

    Η ΕΟΚΕ τονίζει ότι είναι απόλυτη ανάγκη ο ανταγωνισμός με τις επιχειρήσεις τρίτων χωρών στο πλαίσιο των διαδικασιών σύναψης δημοσίων συμβάσεων να είναι ελεύθερος και ανόθευτος. Η ΕΟΚΕ διατυπώνει, ωστόσο, αμφιβολίες ως προς το κατά πόσον η υπό εξέταση πρόταση κανονισμού θα μπορέσει να επιτύχει τον στόχο του ισόρροπου ανοίγματος των αγορών δημοσίων συμβάσεων στις τρίτες χώρες. Η ΕΟΚΕ θεωρεί, πιο συγκεκριμένα, ότι η νέα πρόταση κανονισμού στερείται φιλοδοξίας, εάν ληφθεί υπόψη το περιορισμένο πεδίο εφαρμογής της: στην περίπτωση συμβάσεων των οποίων το εκτιμώμενο ύψος είναι ίσο ή μεγαλύτερο από 5 000 000 ευρώ, προβλέπεται απλή προσαρμογή τιμών· επισημαίνει ότι μόνον το 7 % του συνόλου των δημοσίων συμβάσεων έχει εκτιμώμενο ύψος που υπερβαίνει τα 5 000 000 ευρώ. Φρονεί, συν τοις άλλοις, ότι η ποινή η οποία μπορεί να φθάσει το 20 % της τιμής των σχετικών προσφορών δεν είναι επαρκής και πρέπει να εξετάζεται κατά περίπτωση. Η ΕΟΚΕ προτείνει την εφαρμογή μέτρων προσαρμογής των τιμών για τις συμβάσεις των οποίων το εκτιμώμενο ύψος είναι ίσο ή υπερβαίνει το ποσό των 2 500 000 ευρώ.

    1.7.

    Η ΕΟΚΕ διερωτάται, εξάλλου, μήπως η απαγόρευση που επιβάλλεται στα κράτη μέλη, να εφαρμόζουν περιοριστικά μέτρα πέραν εκείνων που ορίζονται από τον κανονισμό, δεν ισοδυναμεί, κατ’ ουσία, με εκ των πραγμάτων ελευθέρωση και χωρίς αντιστάθμισμα για τις δημόσιες συμβάσεις κάτω από το όριο των 5 000 000 ευρώ, για τις εταιρείες τρίτων χωρών. Η ΕΟΚΕ υποστηρίζει, κατά συνέπεια, ότι είναι επείγουσα ανάγκη να εξασφαλιστεί ισόρροπο και αμοιβαίο άνοιγμα των αγορών δημοσίων συμβάσεων μεταξύ της ΕΕ και των τρίτων χωρών.

    1.8.

    Η ΕΟΚΕ εκφράζει τη λύπη της για το γεγονός ότι ο προτεινόμενος κανονισμός δεν περιέχει καμία αναφορά στο στόχο της βιώσιμης ανάπτυξης, μολονότι η Επιτροπή αναγνώρισε τον στόχο αυτό ως σημαντικό στοιχείο της ανακοίνωσής της με τίτλο «Εμπόριο για όλους» και μολονότι έχει επανειλημμένα δηλώσει ότι θα ελάμβανε υπόψη της το ζήτημα της βιώσιμης ανάπτυξης σε όλα τα σχετικά μέρη των συμφωνιών ελεύθερων συναλλαγών (ενέργεια, πρώτες ύλες και δημόσιες συμβάσεις) (1).

    1.9.

    Η ΕΟΚΕ εκφράζει τη λύπη της για την κατάργηση, μέσω του νέου κανονισμού, των άρθρων 85 και 86 της οδηγίας 2014/25/ΕΕ, οι οποίες είναι φιλόδοξες και περισσότερο συμβατές με τον στόχο του συνυπολογισμού της βιώσιμης ανάπτυξης, δεδομένου ότι εμπεριέχουν μια κοινωνική διάσταση που συνδέεται με τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις στην προσπάθειά τους να εξασφαλίσουν την ανάθεση συμβάσεων σε τρίτες χώρες, λόγω της μη συμμόρφωσης των χωρών αυτών προς τις διεθνείς διατάξεις του διεθνούς εργατικού δικαίου. Η ΕΟΚΕ φρονεί, εξάλλου, ότι θα ήταν χρήσιμο να διερευνηθεί διεξοδικότερα η δυνατότητα ενσωμάτωσης ορισμένων στοιχείων αυτών των διατάξεων στην υπό εξέταση πρόταση κανονισμού.

    1.10.

    Η ΕΟΚΕ εκτιμά πως ο κανονισμός πρέπει να αναπτύσσει μια πιο φιλόδοξη προσέγγιση έναντι της προώθησης των στόχων της βιώσιμης ανάπτυξης, του σεβασμού των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της προστασίας των καταναλωτών στις διαδικασίες σύναψης δημόσιων συμβάσεων σε τρίτες χώρες. Η ΕΟΚΕ είναι της γνώμης ότι η μη τήρηση των θεμελιωδών αυτών κανόνων μπορεί να έχει αρνητικό αντίκτυπο στην ανταγωνιστικότητα των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων, θεωρεί δε ότι ο ορισμός «περιοριστικό μέτρο και/ή πρακτική» που παρατίθεται στο άρθρο 2 της πρότασης πρέπει να λαμβάνει υπόψη τη μη τήρηση αυτών των βασικών κανόνων. Η ΕΟΚΕ φρονεί, εξάλλου, ότι στην έκθεση που η Επιτροπή οφείλει να υποβάλει το αργότερο στις 31 Δεκεμβρίου 2018 και, εφεξής, τουλάχιστον ανά τριετία (άρθρο 16 της πρότασης), δεν θα πρέπει να εξετάζεται μόνον το ζήτημα της πρόσβασης των οικονομικών φορέων της Ένωσης στις διαδικασίες σύναψης δημοσίων συμβάσεων στις τρίτες χώρες, αλλά και αυτό της τήρησης των κοινωνικών και περιβαλλοντικών κανόνων, καθώς και του σεβασμού των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της προστασίας των καταναλωτών — οι εκθέσεις της Επιτροπής σχετικά με την εφαρμογή του κανονισμού θα πρέπει, και αυτές, να συνεξετάζουν τα πιο πάνω θέματα.

    1.11.

    Η ΕΟΚΕ ζητεί η υπό εξέταση πρόταση κανονισμού να υπενθυμίζει στις επιχειρήσεις τρίτων χωρών που συμμετέχουν σε δημόσιους διαγωνισμούς της ΕΕ την υποχρέωσή τους να τηρούν τις διατάξεις μέσω των οποίων επιδιώκεται η επίτευξη του στόχου της βιώσιμης ανάπτυξης και η ενίσχυση των κοινωνικών και περιβαλλοντικών πτυχών, όπως και ο σεβασμός των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η προστασία των καταναλωτών, καθώς και η ένταξη ή η κοινωνική και επαγγελματική επανένταξη των ατόμων με αναπηρία, όπως προβλέπεται από τις οδηγίες 2014/23/ΕΕ, 2014/24/ΕΕ και 2014/25/ΕΕ για τις δημόσιες συμβάσεις. Η εν λόγω συμμόρφωση είναι καθοριστικής σημασίας για την εδραίωση ενός ελεύθερου και ανόθευτου ανταγωνισμού στην εσωτερική αγορά.

    1.12.

    Η ΕΟΚΕ υποστηρίζει πλήρως τη μη εφαρμογή του κανονισμού στις λιγότερο αναπτυγμένες και στις πλέον ευάλωτες χώρες του κανονισμού ΣΓΠ (2), αλλά υπενθυμίζει στην Επιτροπή ότι πρέπει να ληφθούν συμπληρωματικά μέτρα για την προώθηση της συμμετοχής των λιγότερο ανεπτυγμένων και των πλέον ευάλωτων χωρών στις δημόσιες συμβάσεις στην ΕΕ.

    1.13.

    Η ΕΟΚΕ επικροτεί, επίσης, τη μη εφαρμογή του κανονισμού στις ευρωπαϊκές ΜΜΕ. Εντούτοις, θα επιθυμούσε να επισημάνει στην Επιτροπή ότι οι ΜΜΕ χρειάζονται ιδιαίτερη ενίσχυση, προκειμένου να μπορέσουν να εξασφαλίσουν την πρόσβασή τους, όχι μόνον στις «διασυνοριακές» αγορές στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά και στις αγορές δημόσιων συμβάσεων στις τρίτες χώρες.

    2.   Ιστορικό

    2.1.

    Η γνωμοδότηση της ΕΟΚΕ σχετικά με την τροποποιημένη πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την πρόσβαση των αγαθών και υπηρεσιών τρίτων χωρών στην εσωτερική αγορά της Ένωσης στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων και τις διαδικασίες που υποστηρίζουν τις διαπραγματεύσεις σχετικά με την πρόσβαση των αγαθών και υπηρεσιών της Ένωσης στις αγορές δημοσίων συμβάσεων τρίτων χωρών, ζητήθηκε τόσο από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή όσο και από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

    2.2.

    Εκτιμάται, γενικώς, ότι οι δαπάνες για τις δημόσιες συμβάσεις αντιστοιχούν στο 20 % περίπου του παγκόσμιου ΑΕγχΠ. Στο πλαίσιο της τρέχουσας κρίσης, οι δημόσιες επενδύσεις σε υποδομές και σε συμβάσεις έργων και προμηθειών στις αναπτυγμένες και αναδυόμενες οικονομίες θα αποτελέσουν, ενδεχομένως, κατά τα επόμενα έτη, έναν από τους βασικούς παράγοντες της οικονομικής ανάπτυξης.

    2.3.

    Η ΕΕ έχει σταδιακά εξασφαλίσει την ολοκλήρωση των αγορών της δημοσίων συμβάσεων, καθώς και το άνοιγμά τους, χάρη στην περαιτέρω ελευθέρωση των ευρωπαϊκών δημοσίων συμβάσεων στο πλαίσιο της αναθεώρησης της συμφωνίας για τις δημόσιες συμβάσεις (ΣΔΣ) του ΠΟΕ, που τέθηκε σε ισχύ τον Απριλίου 2014, καθώς και των εμπορικών διαπραγματεύσεων με τρίτες χώρες, ιδίως στο πλαίσιο των εμπορικών συμφωνιών που συνήψε πρόσφατα η ΕΕ (π.χ. των συμφωνιών ΕΕ – Κορέας, ΕΕ – Κεντρικής Αμερικής, ΕΕ – Κολομβίας και Περού, ΕΕ – Μολδαβίας, ΕΕ – Γεωργίας, ΕΕ – Ουκρανίας).

    2.4.

    Ωστόσο, οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις εξακολουθούν να βρίσκονται αντιμέτωπες, στις τρίτες χώρες, με πρακτικές που εισάγουν περιορισμούς και διακρίσεις. Οι πρακτικές αυτές οφείλονται σε διάφορους παράγοντες:

    ορισμένες άλλες συμβαλλόμενες χώρες της ΣΔΣ (έχει υπογραφεί από 43 μέλη του ΠΟΕ) δεν έχουν αναλάβει δεσμεύσεις τόσο σημαντικές όσο αυτές που ανέλαβε η ΕΕ. Η ΕΕ άνοιξε, συγκεκριμένα, το 80 % των δημοσίων συμβάσεών της, ενώ οι άλλες αναπτυγμένες χώρες έχουν ανοίξει μόνον το 20 %. Η Ένωση ανοίγει τις δημόσιες συμβάσεις της ύψους περίπου 352 δισεκατ. ευρώ σε προσφέροντες από τις χώρες που είναι συμβαλλόμενα μέρη της συμφωνίας για τις δημόσιες συμβάσεις (ΣΔΣ), ενώ οι παγκόσμιες αγορές δημοσίων συμβάσεων παραμένουν κλειστές σε ποσοστό μεγαλύτερο του 50 % της αξίας τους, πράγμα που σημαίνει ότι η ΕΕ πραγματοποιεί εξαγωγές ύψους μόλις 10 δισεκατ. ευρώ και ότι οι απώλειές της από την άποψη αυτή υπολογίζονται σε 12 δισεκατ. ευρώ·

    η Κίνα διαπραγματεύεται ακόμη την προσχώρησή της στη συμφωνία, μολονότι έχει δεσμευτεί, ήδη από το 2001, να μεριμνήσει για την ενσωμάτωσή της στη συμφωνία κατά την προσχώρησή της στον ΠΟΕ. Η Ρωσία ανέλαβε, και αυτή, τη δέσμευση να συμμετάσχει σε διαπραγματεύσεις με σκοπό την προσχώρησή της στη συμφωνία εντός τεσσάρων ετών από την προσχώρησή της στον ΠΟΕ το 2012. Η προσχώρηση της Ρωσίας στην ΣΔΣ υπάρχει κίνδυνος να διαρκέσει ακόμη περισσότερο από ό,τι η προσχώρηση της Κίνας·

    ορισμένοι σημαντικοί παράγοντες, μέλη της G20 (Βραζιλία, Ινδία, Αργεντινή) δεν επιθυμούν να προσχωρήσουν στη ΣΔΣ και οι διμερείς διαπραγματεύσεις με τις χώρες αυτές κατά πάσα πιθανότητα δεν θα ολοκληρωθούν σύντομα.

    2.5.

    Πρέπει, επίσης, να σημειωθεί ότι πολλοί εμπορικοί εταίροι της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξακολουθούν να δείχνουν προτίμηση στους δικούς τους παραγωγούς ή στα εγχώρια προϊόντα τους ή προτίμηση στις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις (βλέπε π.χ. τον νόμο «Buy American» στις ΗΠΑ, την πολιτική «Βuy Chinese» στην Κίνα, τα προτιμησιακά περιθώρια που επιβάλλει το δίκαιο της Βραζιλίας, τις εθνικές προτιμήσεις στο περιφερειακό επίπεδο στην Αυστραλία), πράγμα που εκ των πραγμάτων αποκλείει τις επιχειρήσεις της ΕΕ από τη συμμετοχή τους σε αγορές δημοσίων συμβάσεων (3).

    2.6.

    Όσον αφορά τις αγορές δημοσίων συμβάσεων τρίτων χωρών που είναι ανοικτές στον ανταγωνισμό, η αποτελεσματική συμμετοχή ευρωπαϊκών επιχειρήσεων σε διαγωνισμούς δημόσιων προμηθειών παρεμποδίζεται συχνά από φραγμούς που «υπερβαίνουν τα σύνορα» (π.χ. από διαφορετικούς κανόνες πιστοποίησης και τυποποίησης, διαδικασίες αδειοδότησης, αδιαφανείς διαδικασίες ή διαδικασίες που εισάγουν διακρίσεις κ.λπ.) και οι οποίοι είναι ακόμη πιο περίπλοκοι και παρουσιάζουν περισσότερα προβλήματα από τεχνική άποψη, δεδομένου ότι ο προσδιορισμός τους, η ανάλυση και η άρση τους απαιτούν περισσότερο χρόνο, τα δε πρότυπα και οι πρακτικές που συνδέονται με αυτούς είναι περιοριστικά. Αυτό έχει ήδη επισημανθεί σε προηγούμενη γνωμοδότηση της ΕΟΚΕ.

    2.7.

    Σε αυτήν την κατάσταση που είναι περίπλοκη λόγω της έλλειψης μιας μόχλευσης που θα επέτρεπε το ουσιαστικό άνοιγμα των αγορών δημοσίων συμβάσεων τρίτων χωρών, η Ευρωπαϊκή Ένωση προσπαθεί επί σειρά ετών να διαμορφώσει έναν μηχανισμό που θα προβλέπει τη δυνατότητα εισαγωγής περιορισμών σε περίπτωση έλλειψης αμοιβαιότητας ή επιβολής στις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις, εκ μέρους τρίτων χωρών, μέτρων που εισάγουν περιορισμούς ή διακρίσεις.

    2.8.

    Πρέπει, ωστόσο, να σημειωθεί ότι η ΕΕ είχε και έχει τη δυνατότητα να περιορίζει την πρόσβαση στις αγορές δημοσίων συμβάσεων της ΕΕ των επιχειρήσεων τρίτων χωρών εκείνων που δεν επιφυλάσσουν, από την πλευρά τους, στις επιχειρήσεις της ΕΕ ίση μεταχείριση με αυτήν της οποίας τυγχάνουν οι επιχειρήσεις αυτών των χωρών στην ΕΕ όσον αφορά τις δημόσιες συμβάσεις στους τομείς του ύδατος, της ενέργειας, των μεταφορών και των ταχυδρομικών υπηρεσιών. Ωστόσο, η ΕΕ δεν έχει ποτέ κάνει χρήση αυτής της δυνατότητάς της. Πράγματι, η οδηγία 2004/17/ΕΚ (όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 2014/25/ΕΕ, που τίθεται σε ισχύ στις 18 Απριλίου 2016) προέβλεπε τη δυνατότητα να απορρίπτονται οι προσφορές που περιλαμβάνουν προϊόντα προερχόμενα από τρίτες χώρες έναντι των οποίων η ΕΕ δεν έχει αναλάβει διεθνείς δεσμεύσεις η αξία των οποίων υπερβαίνει το 50 % της συνολικής αξίας της προσφοράς (άρθρο 58) και τη δυνατότητα η Επιτροπή να προτείνει στο Συμβούλιο να εκδώσει απόφαση για την αναστολή ή τον περιορισμό, για συγκεκριμένη περίοδο, της πρόσβασης στις δημόσιες συμβάσεις εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης των επιχειρήσεων τρίτων χωρών που δεν παρέχουν στις επιχειρήσεις της ΕΕ μεταχείριση ίση με αυτήν της οποίας τυγχάνουν οι επιχειρήσεις των χωρών αυτών στην ΕΕ ή των χωρών εκείνων στις οποίες οι δυσκολίες αυτές συνδέονται με τη μη τήρηση των διεθνών προτύπων εργασίας (άρθρο 59). Οι συγκεκριμένοι κανόνες επαναλαμβάνονται στα άρθρα 85 και 86 της οδηγίας 2014/25/ΕΕ.

    2.9.

    Εξάλλου, η γενική οδηγία για τις δημόσιες συμβάσεις 2004/18/ΕΚ (η οποία αναθεωρήθηκε με την οδηγία 2014/24/ΕΕ) δεν περιλαμβάνει ανάλογες διατάξεις, με αποτέλεσμα, τόσο στο παρελθόν όσο και σήμερα, να διαφέρουν οι πρακτικές των διαφόρων κρατών μελών έναντι των προσφερόντων τρίτων χωρών ή των προσφορών που περιλαμβάνουν προϊόντα και υπηρεσίες τρίτων χωρών. Σε ορισμένα κράτη μέλη η μεταχείριση είναι ίση, σε άλλα κράτη μέλη εξαρτάται από το κατά πόσον έχουν αναληφθεί διεθνείς υποχρεώσεις ως απόρροια της συμφωνίας για τις Δημόσιες Συμβάσεις του ΠΟΕ ή διμερών συνθηκών.

    2.10.

    Για να αντιμετωπιστεί η έλλειψη διατάξεων στη γενική οδηγία για τις δημόσιες συμβάσεις και το γεγονός ότι ορισμένες τρίτες χώρες δεν επιθυμούν να ανοίξουν τις αγορές τους δημοσίων συμβάσεων στον διεθνή ανταγωνισμό, αλλά επωφελούνται από τη σχετικά εύκολη πρόσβαση στην ευρωπαϊκή αγορά, η Επιτροπή υπέβαλε, το 2012, μια πρόταση κανονισμού για την καθιέρωση ενός βαθμού αμοιβαιότητας όσον αφορά την πρόσβαση στις αγορές δημοσίων συμβάσεων.

    2.11.

    Στην πρώτη πρόταση της Επιτροπής του 2012 υπενθυμιζόταν καταρχάς η γενική αρχή σύμφωνα με την οποία, στο πλαίσιο της εσωτερικής αγοράς της ΕΕ, τα αγαθά και οι υπηρεσίες που επωφελούνται από υποχρεώσεις πρόσβασης στην αγορά αντιμετωπίζονται ισότιμα με τα προϊόντα και τις υπηρεσίες της ΕΕ· επιπλέον, η αντιμετώπιση αυτή επεκτεινόταν σε αγαθά και υπηρεσίες καταγόμενα από λιγότερο αναπτυγμένες χώρες.

    Για τα αγαθά και τις υπηρεσίες που δεν επωφελούνται από υποχρεώσεις πρόσβασης στην αγορά, η πρόταση βασιζόταν σε δύο πυλώνες:

    στον πυλώνα της αποκεντρωμένης διαδικασίας (άρθρο 6) που επέτρεπε στον αναθέτοντα φορέα να κοινοποιεί στην Επιτροπή την πρόθεσή του να αποκλείσει ορισμένες προσφορές στις οποίες η αξία των μη καλυπτόμενων αγαθών και υπηρεσιών υπερέβαινε το 50 % της συνολικής αξίας των αγαθών και των υπηρεσιών που περιλαμβάνονταν στην προσφορά. Η Επιτροπή θα έδινε την έγκρισή της για τον αποκλεισμό εάν υπήρχε έλλειψη ουσιαστικής αμοιβαιότητας όσον αφορά το άνοιγμα της αγοράς μεταξύ της ΕΕ και της χώρας από την οποία προέρχονται τα αγαθά και οι υπηρεσίες. Η Επιτροπή θα ενέκρινε τον αποκλεισμό και στην περίπτωση που τα εν λόγω αγαθά και υπηρεσίες ενέπιπταν στο πεδίο εφαρμογής μιας επιφύλαξης ως προς την πρόσβαση στην αγορά, που διατυπώθηκε από την ΕΕ σε διεθνή συμφωνία·

    τον κεντρικό μηχανισμό (άρθρα 8 έως 13) που επέτρεπε στην Επιτροπή να κινήσει έρευνα. Η εν λόγω έρευνα μπορούσε να κινηθεί από την Επιτροπή, με δική της πρωτοβουλία ή κατόπιν αιτήσεως κράτους μέλους ή ενδιαφερόμενου μέρους με σκοπό την επαλήθευση της ύπαρξης περιοριστικών πρακτικών στη σύναψη δημοσίων συμβάσεων στις τρίτες χώρες. Η Επιτροπή μπορούσε να αρχίσει διαβουλεύσεις με την ενδιαφερόμενη χώρα για την αντιμετώπιση των εν λόγω περιοριστικών πρακτικών και τη βελτίωση της πρόσβασης των εταιρειών της ΕΕ στην αγορά της χώρας αυτής για τις εταιρείες της ΕΕ ή —σε περίπτωση αποτυχίας— να προβεί στην επιβολή προσωρινών περιοριστικών μέτρων. Τα εν λόγω μέτρα μπορούσαν καταρχήν να περιλαμβάνουν είτε τον αποκλεισμό ορισμένων προσφορών που απαρτίζονταν κατά περισσότερο από 50 % από αγαθά και υπηρεσίες που προέρχονταν από την εν λόγω χώρα είτε μια υποχρεωτική τιμολογιακή ποινική κύρωση στα αγαθά ή τις υπηρεσίες της προσφοράς τα οποία προέρχονταν από την υπό εξέταση χώρα. Η έρευνα της Επιτροπής έπρεπε να έχει ολοκληρωθεί εντός εννέα μηνών από την έναρξή της έρευνας. Σε δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις, η προθεσμία αυτή μπορούσε να παραταθεί κατά τρεις μήνες.

    2.12.

    Το Κοινοβούλιο ενέκρινε την έκθεσή του το 2014 (4), εκφράζοντας ορισμένες αντιρρήσεις σχετικά με την αποκεντρωμένη διαδικασία. Κατά την άποψη του Κοινοβουλίου, η απόφαση σχετικά με τον αποκλεισμό μιας προσφοράς πρέπει να λαμβάνεται μόνον από στην Επιτροπή, και όχι από τις τοπικές αρχές, δεδομένου ότι το διεθνές εμπόριο αποτελεί αποκλειστική αρμοδιότητα της ΕΕ. Ως εκ τούτου, προτάθηκε να συμπεριληφθεί η αποκεντρωμένη διαδικασία στην κεντρική διαδικασία. Συζητήθηκαν και κάποια άλλα σημεία διαφωνίας, όπως η έλλειψη αμοιβαιότητας όσον αφορά την τήρηση των κοινωνικών και περιβαλλοντικών κανόνων και των βασικών προτύπων της ΔΟΕ ή ο μη προσδιορισμός της όρου «έλλειψη ουσιαστικής αμοιβαιότητας»· το Κοινοβούλιο πρότεινε επίσης να τεκμαίρεται η έλλειψη ουσιαστικής αμοιβαιότητας σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με τις διατάξεις της διεθνούς εργατικής νομοθεσίας. Επιπλέον, το Κοινοβούλιο εξέφρασε την ανησυχία του για το γεγονός ότι ο κανονισμός δεν προασπίζει τους περιβαλλοντικούς και κοινωνικούς κανόνες της ΕΕ.

    2.13.

    Το Συμβούλιο, από την πλευρά του, δεν κατέληξε σε απόφαση κατά την πρώτη ανάγνωση. Περίπου δεκαπέντε κράτη μέλη διαφώνησαν με την πρόταση και συγκρότησαν μειοψηφία αρνησικυρίας· τα σημαντικότερα εξ αυτών ήταν η Γερμανία, η Μεγάλη Βρετανία, οι Κάτω Χώρες και η Σουηδία, καθώς και ορισμένες χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Τα εν λόγω κράτη μέλη εξέφρασαν τον φόβο τους μήπως αυτό το μέσο θεωρηθεί ότι έχει χαρακτήρα προστατευτισμού σε παγκόσμιο επίπεδο. Οι χώρες που τάχθηκαν υπέρ της πρότασης, με επικεφαλής τη Γαλλία, κατόρθωσαν να πραγματοποιηθεί τεχνική συζήτηση το 2014 και υπήρχαν ελπίδες ότι θα μπορούσε να επιτευχθεί γενική συναίνεση κατά την Ιταλική προεδρία (το δεύτερο εξάμηνο του 2014). Δυστυχώς αυτό δεν κατέστη δυνατό και η Επιτροπή ενέκρινε αναθεωρημένη πρόταση τον Ιανουάριο (5), με την ελπίδα να άρει το αδιέξοδο στο Συμβούλιο

    3.   Γενικές παρατηρήσεις

    3.1.

    Σύμφωνα με την Επιτροπή, αυτή η νέα πρόταση αποσκοπεί στην αντιμετώπιση ορισμένων αρνητικών επιπτώσεων της προηγούμενης. Στη νέα πρόταση, η Επιτροπή καταργεί την αποκεντρωμένη διαδικασία που είχε επικριθεί διότι δημιουργούσε σημαντικό διοικητικό φόρτο και ευνοούσε σε κάποιο βαθμό τον κατακερματισμό της εσωτερικής αγοράς. Η Επιτροπή καταργεί επίσης τη δυνατότητα ολοκληρωτικού κλεισίματος της ευρωπαϊκής αγοράς, διατηρώντας ωστόσο τη δυνατότητα επιβολής —έπειτα από έρευνα της Επιτροπής— χρηματικών ποινών της τάξεως του 20 % στις προσφορές που απαρτίζονται κατά περισσότερο από 50 % από αγαθά και υπηρεσίες που προέρχονται από χώρες οι οποίες εφαρμόζουν περιοριστικές πρακτικές ή πρακτικές που εισάγουν διακρίσεις. Το εν λόγω μέτρο προσαρμογής των τιμών εφαρμόζεται μόνον στις συμβάσεις με εκτιμώμενη αξία ίση ή μεγαλύτερη των 5 000 000 ευρώ, πράγμα το οποίο —κατά την άποψη της Επιτροπής— περιορίζει τον κίνδυνο αντιποίνων εκ μέρους τρίτων χωρών. Στην πρόταση προβλέπεται επίσης ότι το μέτρο προσαρμογής των τιμών δεν θα εφαρμόζεται ούτε στις ευρωπαϊκές μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις (ΜΜΕ) ούτε στους προσφέροντες ή στα προϊόντα που προέρχονται από τις λιγότερο ανεπτυγμένες και τις πλέον ευάλωτες αναπτυσσόμενες χώρες, όπως αυτές ορίζονται στον κανονισμό για το σύστημα γενικευμένων προτιμήσεων (ΣΓΠ).

    3.2.

    Σε διάφορες περιπτώσεις, η ΕΟΚΕ τάχθηκε υπέρ του στόχου της Ευρωπαϊκής Ένωσης για περαιτέρω άνοιγμα των δημοσίων συμβάσεων όλων των χωρών στον διεθνή ανταγωνισμό, τονίζοντας όμως παράλληλα και την ανάγκη προβολής των αρχών της απλούστευσης των κανόνων για τις δημόσιες συμβάσεις, της διαφάνειας, της απουσίας διακρίσεων, της ίσης μεταχείρισης, της κοινωνικής και οικολογικής ευθύνης, καθώς και του σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων (6).

    3.3.

    Η ΕΟΚΕ κατανοεί το μέλημα της Επιτροπής για την εξασφάλιση μεγαλύτερου ανοίγματος των αγορών δημοσίων συμβάσεων τρίτων χωρών στις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις. Η ΕΟΚΕ συμμερίζεται επίσης την άποψη σύμφωνα με την οποία η πρόταση ενός τέτοιου κανονισμού μπορεί να αποτελέσει ένα πρώτο βήμα κατά τις διαπραγματεύσεις για τις δημόσιες συμβάσεις στο πλαίσιο της Διατλαντικής Εταιρικής Σχέσης Εμπορίου και Επενδύσεων (TTIP) μεταξύ της ΕΕ και των ΗΠΑ, καθώς και κατά τις εμπορικές διαπραγματεύσεις με την Ιαπωνία, και κατά τις διαπραγματεύσεις προσχώρησης της Κίνας στη συμφωνία για τις Δημόσιες Συμβάσεις (ΣΔΣ), δεδομένου ότι οι αγορές δημοσίων συμβάσεων των χωρών αυτών είναι λιγότερο ανοικτές από εκείνες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και έναντι χωρών που δεν έχουν υπογράψει τη ΣΔΣ, όπως η Ρωσία, η Βραζιλία ή η Αργεντινή.

    3.4.

    Η ΕΟΚΕ διατυπώνει, ωστόσο, αμφιβολίες ως προς το κατά πόσον ο κανονισμός θα μπορέσει, μετά την έγκρισή του, να συμβάλει στην επίτευξη του στόχου του ισόρροπου ανοίγματος των αγορών δημοσίων συμβάσεων στις τρίτες χώρες. Η ΕΟΚΕ θεωρεί ότι η νέα πρόταση κανονισμού στερείται φιλοδοξίας λόγω του περιορισμένου πεδίου εφαρμογής της· η επίδρασή της στο άνοιγμα των δημοσίων συμβάσεων στις τρίτες χώρες είναι εξαιρετικά ασαφής και υπάρχει επίσης κίνδυνος να είναι πολύ περιορισμένη.

    3.5.

    Σύμφωνα με την ίδια την Επιτροπή, μόνο το 7 % του συνόλου των δημοσίων συμβάσεων έχει αξία άνω των 5 000 000 ευρώ. Ωστόσο, η αξία των συμβάσεων αυτών αντιπροσωπεύει το 61 % της συνολικής αγοράς της ΕΕ για τις δημόσιες συμβάσεις. Εντούτοις, δεδομένου ότι ο κανονισμός θα εφαρμόζεται μόνο στις συμβάσεις που δεν καλύπτονται από τις διεθνείς δεσμεύσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θα πρέπει να εξετασθεί ποιο ποσοστό της αγοράς δημοσίων συμβάσεων θα καλυφθεί, ιδίως μετά από την ενδεχόμενη προσχώρηση της Κίνας στη ΣΔΣ και την πιθανή οριστικοποίηση των διαπραγματεύσεων με τις ΗΠΑ και την Ιαπωνία. Ο κίνδυνος περιορισμένης εφαρμογής του κανονισμού σε πολύ μικρό αριθμό συμβάσεων και σε πολύ μικρό αριθμό χωρών ενδέχεται να μειώσει σημαντικά τα οφέλη του. Η ΕΟΚΕ προτείνει την εφαρμογή μέτρων προσαρμογής των τιμών για τις συμβάσεις των οποίων το εκτιμώμενο ύψος είναι ίσο ή υπερβαίνει το ποσό των 2 500 000 ευρώ.

    3.6.

    Είναι επίσης λυπηρό το γεγονός ότι η πρόταση κανονισμού δεν περιλαμβάνει την παραμικρή αναφορά στη βιώσιμη ανάπτυξη, στην οποία η Επιτροπή δίνει ωστόσο ιδιαίτερη έμφαση στην ανακοίνωσή της με τίτλο «Εμπόριο για όλους» όπου αναφέρει ότι «θα λάβει υπόψη τα θέματα που συνδέονται με τη βιώσιμη ανάπτυξη σε όλους τους σχετικούς τομείς των συμφωνιών ελευθέρων συναλλαγών (για παράδειγμα, την ενέργεια και τις πρώτες ύλες ή τις δημόσιες συμβάσεις)» (7). Είναι αναγκαία η δέουσα ενίσχυση των κοινωνικών και περιβαλλοντικών διαστάσεων, καθώς και του σεβασμού των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της προστασίας των καταναλωτών κατά την άσκηση της εμπορικής πολιτικής της ΕΕ, σύμφωνα με το άρθρο 207 της Συνθήκης για τη λειτουργία της ΕΕ, το οποίο ζητεί μεγαλύτερη συνοχή με τις αρχές και τους στόχους της Ένωσης.

    3.7.

    Οι νέες οδηγίες 2014/23/ΕΕ, 2014/24/ΕΕ και 2014/25/ΕΕ για τις δημόσιες συμβάσεις και τις συμβάσεις παραχώρησης έχουν ως στόχο να προαχθεί ο σεβασμός της βιώσιμης ανάπτυξης και η ενίσχυση των κοινωνικών και περιβαλλοντικών πτυχών, καθώς και των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η προστασία των καταναλωτών και η κοινωνική και επαγγελματική ένταξη ή επανένταξη των ατόμων με αναπηρία. Η εν λόγω συμμόρφωση είναι καθοριστικής σημασίας για την εδραίωση ενός ελεύθερου και ανόθευτου ανταγωνισμού στην εσωτερική αγορά. Η ΕΟΚΕ θεωρεί χρήσιμο να επισημανθεί στην παρούσα πρόταση κανονισμού ότι οι επιχειρήσεις τρίτων χωρών που συμμετέχουν σε διαδικασίες σύναψης δημοσίων συμβάσεων της ΕΕ υπέχουν υποχρέωση τήρησης των εν λόγω διατάξεων.

    3.8.

    Η Επιτροπή κάνει λόγο για «περιοριστικά μέτρα ή πρακτικές», αλλά δεν πραγματοποιεί καμία αναφορά στο πόσο δύσκολο είναι να κερδηθούν δημόσιες συμβάσεις στις τρίτες χώρες λόγω της μη τήρησης των κοινωνικών και περιβαλλοντικών κανόνων, των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της προστασίας των καταναλωτών από τις ανταγωνίστριες εταιρείες. Η ΕΟΚΕ είναι της γνώμης ότι η μη τήρηση των θεμελιωδών αυτών κανόνων μπορεί να έχει αρνητικό αντίκτυπο στην ανταγωνιστικότητα των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων, θεωρεί δε ότι ο ορισμός «περιοριστικό μέτρο και/ή πρακτική» που παρατίθεται στο άρθρο 2 της πρότασης πρέπει να λαμβάνει υπόψη τη μη τήρηση αυτών των βασικών κανόνων. Η ΕΟΚΕ εκτιμά, εξάλλου, ότι στην έκθεση που η Επιτροπή οφείλει να υποβάλει στις 31 Δεκεμβρίου 2018 το αργότερο και ανά τριετία τουλάχιστον (άρθρο 16 της πρότασης) δεν θα πρέπει να εξετάζεται μόνον το ζήτημα της πρόσβασης των οικονομικών φορέων στις διαδικασίες σύναψης δημοσίων συμβάσεων στις τρίτες χώρες, αλλά και αυτό της τήρησης των κοινωνικών και περιβαλλοντικών κανόνων κατά τις διαδικασίες σύναψης δημόσιων συμβάσεων στις τρίτες χώρες, καθώς και του σεβασμού των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της προστασίας των καταναλωτών· οι εκθέσεις της Επιτροπής σχετικά με την εφαρμογή του κανονισμού θα πρέπει και αυτές να λάβουν υπόψη τα πιο πάνω θέματα.

    3.9.

    Η επιτυχία αυτού του νέου κανονισμού μπορεί να τεθεί υπό αμφισβήτηση εάν ληφθεί υπόψη η διάσταση απόψεων που εκδηλώθηκε στο Συμβούλιο και οδήγησε στο προκληθέν αδιέξοδο. Η κατάργηση του πυλώνα της αποκεντρωμένης διαδικασίας θα μπορούσε πράγματι να προκαλέσει νέο αδιέξοδο, ιδίως υπό το πρίσμα όλων των άλλων τροποποιήσεων.

    4.   Ειδικές παρατηρήσεις

    4.1.

    Η ΕΟΚΕ επικροτεί τη διευκρίνιση που παρέχεται στο άρθρο 1, παράγραφος 5, της πρότασης κανονισμού, σύμφωνα με την οποία τα κράτη μέλη δεν μπορούν να εφαρμόζουν περιοριστικά μέτρα έναντι οικονομικών φορέων, αγαθών και υπηρεσιών από τρίτες χώρες πέραν εκείνων που προβλέπονται από τον κανονισμό. Αυτό έχει το πλεονέκτημα ότι εξασφαλίζει μεγαλύτερη ομοιομορφία κατά την εφαρμογή των κανόνων της ΕΕ για τις δημόσιες συμβάσεις στους αλλοδαπούς φορείς. Η ΕΟΚΕ διερωτάται, πάντως, μήπως η απαγόρευση αυτή ισοδυναμεί με εκ των πραγμάτων και άνευ ανταλλάγματος απελευθέρωση των ευρωπαϊκών δημοσίων συμβάσεων για τις επιχειρήσεις των τρίτων χωρών, κάτω του ορίου των 5 000 000 ευρώ, χωρίς καμία αντιστάθμιση. Πράγματι, ορισμένα κράτη μέλη επιβάλλουν επί του παρόντος περιορισμούς στις δημόσιες συμβάσεις που δεν καλύπτονται από διεθνείς υποχρεώσεις και το άρθρο 85 της οδηγίας 2014/25/ΕΕ σχετικά με τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων στους τομείς του ύδατος, της ενέργειας, των μεταφορών και των ταχυδρομικών υπηρεσιών προβλέπει ρητά τη δυνατότητα απόρριψης προσφορών που περιλαμβάνουν προϊόντα καταγωγής χωρών με τις οποίες η ΕΕ δεν έχει συνομολογήσει διεθνείς δεσμεύσεις σε ποσοστό που υπερβαίνει το 50 %. Το άρθρο αυτό θα διαγραφεί από τον προτεινόμενο κανονισμό.

    4.2.

    Η ΕΟΚΕ επιδοκιμάζει πλήρως τη μη εφαρμογή του κανονισμού στις λιγότερο ανεπτυγμένες και στις πλέον ευάλωτες αναπτυσσόμενες χώρες του κανονισμού για το ΣΓΠ (άρθρο 4) και, προκειμένου να καταστεί η εν λόγω εξαίρεση αποτελεσματική και επωφελής για τις λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες και τις επιχειρήσεις τους, καλεί την Επιτροπή να συμπεριλάβει επεξηγήσεις σχετικά με τις δημόσιες συμβάσεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση, καθώς και έναν σύνδεσμο προς τις δημοσιεύσεις στην Επίσημη Εφημερίδα (βάση δεδομένων TED) στην υπηρεσία στήριξης εξαγωγών (Export Helpdesk) που προορίζεται για τις αναπτυσσόμενες χώρες, και συγχρόνως να εξασφαλίσει την απαιτούμενη τεχνική βοήθεια προς τις επιχειρήσεις των αναπτυσσόμενων χωρών που επιθυμούν να λάβουν πληροφορίες σχετικά με τους κανόνες που διέπουν τις δημόσιες συμβάσεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

    4.3.

    Η ΕΟΚΕ επικροτεί, επίσης, τη μη εφαρμογή του κανονισμού στις ευρωπαϊκές ΜΜΕ (άρθρο 5). Εντούτοις, θα επιθυμούσε να επισημάνει στην Επιτροπή ότι οι ΜΜΕ χρειάζονται ιδιαίτερη ενίσχυση, προκειμένου να μπορέσουν να εξασφαλίσουν την πρόσβασή τους όχι μόνον στις «διασυνοριακές» αγορές στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά και στις αγορές δημοσίων συμβάσεων στις τρίτες χώρες. Η προσέγγιση αυτή είναι συμβατή με την ιδιαίτερη προσοχή που επιδεικνύεται στις ΜΜΕ στην ανακοίνωση της Επιτροπής με τίτλο «Εμπόριο για όλους». Ο στόχος περί βελτίωσης της πρόσβασης των ΜΜΕ στις δημόσιες συμβάσεις πρέπει να συμπεριληφθεί στο κεφάλαιο «ΜΜΕ» της TTIP, ειδικότερα, αλλά και στις μελλοντικές εμπορικές συμφωνίες που θα περιλαμβάνουν τέτοια κεφάλαια. Η ΕΟΚΕ έχει ήδη εκφράσει την αντίθεσή της στην καθιέρωση ποσοστώσεων για τις ΜΜΕ στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων, κατά το πρότυπο του Small Business Act των ΗΠΑ, αλλά απευθύνει έκκληση για μια προορατική πολιτική εστιασμένη στην υποστήριξη της συμμετοχής των ΜΜΕ προκειμένου να αποκτήσουν δυνατότητα πρόσβασης σε περισσότερες δημόσιες συμβάσεις (8). Η ΕΟΚΕ έχει ήδη επισημάνει την ανάγκη βελτίωσης της βάσης δεδομένων για την πρόσβαση στην αγορά (Market access data base), προκειμένου, αφενός, να περιέχει αξιόπιστες και προσιτές πληροφορίες για τις προσκλήσεις υποβολής προσφορών, τις διατυπώσεις και τις τεχνικές προδιαγραφές της συγγραφής υποχρεώσεων που εκ των πραγμάτων εμποδίζουν τη συμμετοχή στις τρίτες χώρες και, αφετέρου, να παρέχει βάσεις στατιστικών δεδομένων και δείκτες αντικτύπου των φαινομένων στρέβλωσης (9).

    4.4.

    Η ΕΟΚΕ κατανοεί την ανησυχία της Επιτροπής όσον αφορά την απουσία νομικού μέσου που να της παρέχει τη δυνατότητα να εξασφαλίσει την ουσιαστική πρόσβαση των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων στις δημόσιες συμβάσεις τρίτων χωρών, δεδομένου ότι ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 654/2014 σχετικά με την άσκηση των δικαιωμάτων της Ένωσης για την εφαρμογή και την επιβολή διεθνών εμπορικών κανόνων δεν εφαρμόζεται ελλείψει διεθνούς συμφωνίας. Ωστόσο, η διαδικασία έρευνας που προβλέπεται στα άρθρα 6 έως 8 του κανονισμού μοιάζει να είναι ιδιαίτερα αργή και να στερείται αποτελεσματικότητας. Καταρχάς, η ΕΟΚΕ εκφράζει τις αμφιβολίες της όσον αφορά την ευρεία διακριτική ευχέρεια που παρέχεται στην Επιτροπή προκειμένου να αποφασίζει σχετικά με τη διεξαγωγή ή τη μη διεξαγωγή έρευνας. Εν συνεχεία, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η Επιτροπή, η διάρκεια της έρευνας δεν έχει μειωθεί στη νέα πρόταση και εξακολουθεί να έχει δυνητική συνολική διάρκεια 12 μηνών. Το διάστημα αυτό φαίνεται εξαιρετικά μεγάλο, δεδομένου ότι —σε πολυάριθμες περιπτώσεις και ιδιαίτερα σε περίπτωση που η Επιτροπή αποφασίσει να κινήσει διαδικασία έρευνας με δική της πρωτοβουλία— η Επιτροπή διαθέτει ήδη ορισμένα στοιχεία και συχνά έχει ήδη θέσει το εν λόγω ζήτημα στον υφιστάμενο χώρο διαλόγου με τις τρίτες χώρες. Η ΕΟΚΕ κατανοεί επίσης το γεγονός ότι η έρευνα μπορεί να ανασταλεί κατά τη διάρκεια ενδεχόμενων εμπορικών διαπραγματεύσεων· ωστόσο, λαμβανομένης υπόψη της διάρκειας των εμπορικών διαπραγματεύσεων και της εφαρμογής τους, θεωρεί επιθυμητό τον καθορισμό μιας προθεσμίας για τυχόν αναστολή, η οποία δεν πρέπει να υπερβαίνει τα δύο έτη.

    4.5.

    Η ΕΟΚΕ θεωρεί ότι τη διάταξη σύμφωνα με την οποία η έρευνα μπορεί να έχει ως μοναδικό αποτέλεσμα την προσαρμογή των τιμών έως 20 % για τις συμβάσεις που υπερβαίνουν τα 5 000 000 ευρώ —διάταξη η οποία συνοδεύεται και από μεγάλο αριθμό εξαιρέσεων— δεν είναι επαρκής και στερεί από τον κανονισμό την αποτελεσματικότητά του.

    4.6.

    Η ΕΟΚΕ εκφράζει τη λύπη της για την κατάργηση, μέσω του νέου κανονισμού, των άρθρων 85 και 86 της οδηγίας 2014/25/ΕΕ, οι οποίες είναι περισσότερο φιλόδοξες και πιο συμβατές με τον στόχο του συνυπολογισμού της βιώσιμης ανάπτυξης, δεδομένου ότι εμπεριέχουν μια κοινωνική και περιβαλλοντική διάσταση. Η ΕΟΚΕ φρονεί, εξάλλου, ότι θα ήταν χρήσιμο να διερευνηθεί διεξοδικότερα η δυνατότητα ενσωμάτωσης ορισμένων στοιχείων αυτών των διατάξεων στην υπό εξέταση πρόταση κανονισμού.

    Βρυξέλλες, 27 Απριλίου 2016.

    Ο Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής

    Γιώργος ΝΤΑΣΗΣ


    (1)  Βλέπε COM(2015) 497 final.

    (2)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 978/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου.

    (3)  Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα «Κρατικές επιχειρήσεις τρίτων χωρών στις αγορές δημόσιων συμβάσεων της ΕΕ» (ΕΕ C 218 της 23.7.2011, σ. 31).

    (4)  P7_TA (2014)0027.

    (5)  COM(2016) 34 final.

    (6)  Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα «Διεθνείς δημόσιες συμβάσεις», η οποία εγκρίθηκε στις 28 Μαΐου 2008 με εισηγητή τον κ. Malosse (ΕΕ C 224 της 30.8.2008, σ. 32)· και γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα «Βιομηχανίες τρίτων χωρών στις δημόσιες αγορές της ΕΕ» (ΕΕ C 218 της 23.7.2011, σ. 31).

    (7)  Βλέπε υποσημείωση 1.

    (8)  Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα «Διεθνείς δημόσιες συμβάσεις», η οποία εγκρίθηκε στις 28 Μαΐου 2008 με εισηγητή τον κ. Malosse (ΕΕ C 224 της 30.8.2008, σ. 32).

    (9)  Βλέπε υποσημείωση 3.


    Top