Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52012AE2062

    Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα «Πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την ασφαλιστική διαμεσολάβηση» (αναδιατύπωση) COM(2012) 360 τελικό – 2012/0175 (COD)

    ΕΕ C 44 της 15.2.2013, p. 95–98 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

    15.2.2013   

    EL

    Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

    C 44/95


    Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα «Πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την ασφαλιστική διαμεσολάβηση» (αναδιατύπωση)

    COM(2012) 360 τελικό – 2012/0175 (COD)

    2013/C 44/16

    Εισηγήτρια: η κ. Ellen NYGREN

    Στις 11 Σεπτεμβρίου 2012, και σύμφωνα με το άρθρο 304 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο αποφάσισε να ζητήσει τη γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής για την

    «Πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την ασφαλιστική διαμεσολάβηση»(αναδιατύπωση)

    COM(2012) 360 final — 2012/0175 (COD).

    Το ειδικευμένο τμήμα Ενιαία αγορά, παραγωγή και κατανάλωση, στο οποίο ανατέθηκε η προετοιμασία των σχετικών εργασιών της ΕΟΚΕ, υιοθέτησε τη γνωμοδότησή του στις 4 Δεκεμβρίου 2012.

    Κατά την 485η σύνοδο ολομέλειας της 12ης και 13ης Δεκεμβρίου 2012 (συνεδρίαση της 13ης Δεκεμβρίου 2012) η ΕΟΚΕ υιοθέτησε ομόφωνα την ακόλουθη γνωμοδότηση.

    1.   Συμπεράσματα και συστάσεις

    1.1

    Η ΕΟΚΕ χαιρετίζει την πρωτοβουλία της Επιτροπής για την αναθεώρηση της οδηγίας σχετικά με την ασφαλιστική διαμεσολάβηση και αξιολογεί την πρόταση καταρχήν θετικά. Οι στόχοι που τίθενται είναι βάσιμοι και η πρόταση κρίνεται γενικώς κατάλληλη.

    1.2

    Ωστόσο, ορισμένες πτυχές της πρότασης δεν έχουν αναλυθεί επαρκώς και απαιτούν πιο εμπεριστατωμένη μελέτη πριν τεθούν σε εφαρμογή. Σε ορισμένες περιπτώσεις, χρειάζεται ακριβέστερη διευκρίνιση των όρων, ώστε να μπορούν να εφαρμοστούν αποτελεσματικά οι διατάξεις.

    1.3

    Οι απαιτήσεις που διατυπώνονται στην πρόταση σχετικά με την ενημέρωση των πελατών θεωρούνται γενικά κατάλληλες και επωφελείς για τους καταναλωτές.

    1.4

    Σύμφωνα με την πρόταση, οι διαμεσολαβητές και οι πωλητές ασφαλιστικών προϊόντων οφείλουν να λαμβάνουν όλα τα απαραίτητα μέτρα προκειμένου να εντοπίσουν συγκρούσεις συμφερόντων που ενδέχεται να παρουσιαστούν κατά την ασφαλιστική διαμεσολάβηση και να ενημερώνουν τους πελάτες σχετικά. Η ΕΟΚΕ θεωρεί ότι πρόκειται για ένα σημαντικό θέμα και συμφωνεί με τους στόχους της πρότασης, αλλά έχει τη γνώμη ότι ορισμένες πτυχές της θα μπορούσαν να βελτιωθούν όπως προτείνεται ακολούθως.

    1.5

    Η ΕΟΚΕ επιδοκιμάζει το γεγονός ότι το κείμενο της πρότασης προβλέπει τη θέσπιση πρόσθετων απαιτήσεων για την προστασία των πελατών σε σχέση με τα επενδυτικά ασφαλιστικά προϊόντα. Συχνά πρόκειται για ιδιωτικές συνταξιοδοτικές αποταμιεύσεις, οι οποίες έχουν ιδιαίτερη οικονομική αξία για τους καταναλωτές και καλύπτουν μεγάλη περίοδο. Τα προϊόντα αυτά είναι συχνά πολύπλοκα, ενώ είναι δύσκολο να κατανοηθεί και να αξιολογηθεί το περιεχόμενο κάθε προϊόντος και να αξιολογηθούν οι όροι που το συνοδεύουν. Επομένως, η προστασία των συμφερόντων των καταναλωτών αποκτά όσον αφορά αυτή την κατηγορία ασφαλιστικών προϊόντων πολύ μεγαλύτερη σημασία από ό,τι τα απλά ασφαλιστικά προϊόντα μικρότερης οικονομικής εμβέλειας.

    2.   Κύρια σημεία του εγγράφου της Επιτροπής

    2.1

    Η οδηγία σχετικά με την ασφαλιστική διαμεσολάβηση είναι η μόνη νομική πράξη της ΕΕ που ρυθμίζει την πώληση των ασφαλιστικών προϊόντων με σκοπό την προστασία των καταναλωτών. Εκδόθηκε το 2002 και έπρεπε να έχει μεταφερθεί από τα κράτη μέλη στο εθνικό δίκαιο έως τις 15 Ιανουαρίου 2005 το αργότερο. Σκοπός της οδηγίας είναι η επίτευξη ελάχιστης εναρμόνισης μέσω ορισμένων γενικών αρχών, και έχει εφαρμοστεί στα κράτη μέλη κατά πολύ διαφορετικό τρόπο. Η ανάγκη επανεξέτασης είχε ήδη αναγνωριστεί κατά τον έλεγχο εφαρμογής τον οποίο διεξήγαγε η Επιτροπή για την περίοδο 2005-2008.

    2.2

    Οι αναταραχές στις χρηματοπιστωτικές αγορές κατέδειξαν πόσο σημαντική είναι η αποτελεσματική προστασία των καταναλωτών, σε όλους τους χρηματοπιστωτικούς τομείς. Το 2010, η ομάδα G20 ζήτησε από τον ΟΟΣΑ και άλλους συναφείς διεθνείς οργανισμούς την ανάπτυξη κοινών αρχών στον τομέα των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, προκειμένου να ενισχυθεί η προστασία των καταναλωτών. Η τρέχουσα πρόταση αναδιατύπωσης της οδηγίας σχετικά με την ασφαλιστική διαμεσολάβηση πρέπει να εξετασθεί και με βάση αυτό το ιστορικό.

    2.3

    Η πρόταση αναθεώρησης της οδηγίας (IMD2) αποσκοπεί στη βελτίωση του ρυθμιστικού πλαισίου της αγοράς λιανικής ασφάλισης μέσω της εξασφάλισης ισότιμων όρων μεταξύ όλων των συμμετεχόντων στην πώληση ασφαλιστικών προϊόντων και στην ενίσχυση της προστασίας των ασφαλισμένων.

    2.3.1

    Οι ευρύτεροι στόχοι της είναι ο ανόθευτος ανταγωνισμός, η προστασία των καταναλωτών και η ολοκλήρωση της αγοράς. Στοχεύει επίσης στον προσδιορισμό, στη διαχείριση και στον μετριασμό των συγκρούσεων συμφερόντων. Τα επαγγελματικά προσόντα όλων των πωλητών ασφαλειών θα ανταποκρίνονται στον σύνθετο χαρακτήρα του πωλούμενου προϊόντος. Θα απλουστευτεί η διαδικασία διασυνοριακής πρόσβασης στις ασφαλιστικές αγορές.

    2.3.2

    Με την πρόταση επεκτείνεται το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας από τις απλές πωλήσεις ασφαλιστικών συμβάσεων από ασφαλιστικούς διαμεσολαβητές ως μεσάζοντες, σε σχεδόν ολόκληρο τον κλάδο των ασφαλιστικών προϊόντων.

    2.3.3

    Η Επιτροπή θεωρεί την πρότασή της γενικά ως πράξη ελάχιστης εναρμόνισης η οποία αφήνει στα κράτη μέλη επαρκή διακριτική ευχέρεια να θεσπίζουν αυστηρότερα μέτρα για την προστασία των καταναλωτών.

    3.   Παρατηρήσεις της ΕΟΚΕ σχετικά με την πρόταση οδηγίας

    3.1

    Η ΕΟΚΕ χαιρετίζει την πρωτοβουλία της Επιτροπής για την αναθεώρηση της οδηγίας σχετικά με την ασφαλιστική διαμεσολάβηση και αξιολογεί την πρόταση καταρχήν θετικά. Οι στόχοι που τίθενται είναι βάσιμοι και η πρόταση κρίνεται γενικώς κατάλληλη. Η ΕΟΚΕ επιδοκιμάζει επίσης την πρόβλεψη επανεξέτασης της πρότασης πέντε χρόνια μετά την έναρξη της ισχύος της. Ωστόσο, ορισμένες πτυχές της πρότασης δεν έχουν αναλυθεί επαρκώς και απαιτούν πιο εμπεριστατωμένη μελέτη πριν τεθούν σε εφαρμογή.

    3.2   Πεδίο εφαρμογής και ορισμοί

    3.2.1

    Το άρθρο 1 της πρότασης επεκτείνει σημαντικά το πεδίο εφαρμογής σε σύγκριση με την ισχύουσα νομική κατάσταση. Επίσης επεκτείνεται η έννοια της «ασφαλιστικής διαμεσολάβησης» η οποία περιλαμβάνει πλέον όχι μόνον τους διαμεσολαβητές που εργάζονται ως ελεύθεροι επαγγελματίες, αλλά και τους υπαλλήλους ασφαλιστικών εταιρειών. Αυτό μπορεί να είναι θετικό, επειδή πλέον το σύνολο της αγοράς ασφαλιστικών προϊόντων υπάγεται στις ίδιες διατάξεις. Και οι τράπεζες υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας, εφόσον το φάσμα των προϊόντων τους περιλαμβάνει και ασφαλιστικά προϊόντα.

    3.2.2

    Η ΕΟΚΕ θεωρεί ότι έχει καθοριστική σημασία να ρυθμίζονται οι όροι πωλήσεων ανεξάρτητα από τον επαγγελματικό κλάδο του χρηματοπιστωτικού τομέα που αναλαμβάνει την πώληση. Προξενεί, επομένως, εντύπωση το γεγονός ότι η πρόταση αναφέρει ρητά την κατ’ επάγγελμα διαχείριση περιπτώσεων ζημιών και τον διακανονισμό ζημιών.

    3.3   Επαγγελματικές και οργανωτικές απαιτήσεις

    3.3.1

    Η ΕΟΚΕ επιδοκιμάζει ρητά το γεγονός ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να λαμβάνουν μέτρα ώστε οι ασφαλιστικοί διαμεσολαβητές και τα μέλη του προσωπικού των ασφαλιστικών επιχειρήσεων που ασκούν δραστηριότητες ασφαλιστικής διαμεσολάβησης να εκσυγχρονίζουν αδιάλειπτα τις γνώσεις και τις επαγγελματικές τους δεξιότητες. Θα πρέπει να τονιστεί σχετικά ότι αποτελεί ευθύνη των εργοδοτών να φροντίζουν ώστε οι εργαζόμενοί τους να έχουν πρόσβαση σε μαθήματα επιμόρφωσης που είναι απαραίτητα για την αποτελεσματική και ικανοποιητική άσκηση των καθηκόντων τους

    3.3.2

    Σε αυτό το πλαίσιο η ΕΟΚΕ υπογραμμίζει ότι θα ήταν σκόπιμο να υποχρεούνται νομικά οι ασφαλιστικοί διαμεσολαβητές (τόσο οι υπάλληλοι όσο και οι ελεύθεροι επαγγελματίες) να αποδεικνύουν ότι διαθέτουν τίτλους επαγγελματικής κατάρτισης.

    3.3.3

    Σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 2, κάθε άτομο που ασκεί δραστηριότητες ασφαλιστικής διαμεσολάβησης δεν πρέπει να έχει ποινικό μητρώο με αδικήματα που αφορούν εγκλήματα κατά περιουσίας είτε εγκλήματα σχετικά με οικονομικές δραστηριότητες Κατά τη γνώμη της ΕΟΚΕ, ο αντίστοιχος έλεγχος θα πρέπει να διεξάγεται από τις επίσημες εθνικές αρχές, ώστε να διασφαλίζεται η ακεραιότητα του ενδιαφερόμενου και να αποφεύγονται περίπλοκες και δαπανηρές διαδικασίες Ίσως αντιμετωπιστούν προβλήματα σχετικά με το θέμα αυτό, δεδομένου ότι τα εθνικά κριτήρια για την εγγραφή σε ποινικό μητρώο διαφέρουν και ενδεχομένως η ρύθμιση να έχει διαφορετικές επιδράσεις στα επιμέρους κράτη μέλη.

    3.4   Απαιτήσεις παροχής πληροφοριών

    3.4.1

    Στην πρόταση ορίζεται ότι όλες οι πληροφορίες, συμπεριλαμβανομένης της πώλησης, πρέπει να είναι σαφείς και μη παραπλανητικές. Από τα έγγραφα που υποβάλλονται πρέπει να προκύπτει σαφώς αν αφορούν την πώληση ή άλλες πληροφορίες. Ο ασφαλιστικός διαμεσολαβητής οφείλει να ενημερώνει τους πελάτες του αν η παροχή συμβουλών αφορά τα ασφαλιστικά προϊόντα που διαθέτει. Θα πρέπει να είναι σαφές αν ο διαμεσολαβητής ενεργεί για λογαριασμό ασφαλιστικής εταιρείας ή ως ελεύθερος επαγγελματίας, καθώς και από ποιόν λαμβάνει την αμοιβή του. Κατά τη γνώμη της ΕΟΚΕ, η πρόταση είναι ωφέλιμη και για τον καταναλωτή.

    3.4.2

    Υπάρχει ενδεχομένως κίνδυνος να προσπαθήσει ο διαμεσολαβητής να απαλλαγεί από τις συμβουλευτικές ευθύνες του, δηλώνοντας στον πελάτη ότι δεν παρέχονται συμβουλές. Η προτεινόμενη διάταξη μπορεί για τον λόγο αυτόν να δημιουργήσει πρόβλημα ερμηνείας. Εάν διατηρηθεί η διάταξη αυτή, θα πρέπει να συμπληρωθεί με τον κανόνα ότι, εφόσον αποδειχτεί ότι ο διαμεσολαβητής παρείχε πράγματι συμβουλές σχετικά με τα πωλούμενα προϊόντα, δεν θα περιορίζεται η δυνατότητα του πελάτη να απαιτεί αποζημίωση σε περίπτωση ελλιπούς παροχής συμβουλών.

    3.4.3

    Πολλά απλά ασφαλιστικά προϊόντα διατίθενται χωρίς παροχή συμβουλών, για παράδειγμα μέσω του Διαδικτύου. Οι πωλήσεις χωρίς παροχή συμβουλών είναι αντικείμενο του άρθρου 18. Στο άρθρο 18, παράγραφος 1, εδάφιο β) ορίζεται ότι ο διαμεσολαβητής διευκρινίζει στον πελάτη τους λόγους στους οποίους βασίζονται οι συμβουλές που του δίδονται σχετικά με συγκεκριμένο ασφαλιστικό προϊόν, ενώ το άρθρο αφορά περιπτώσεις στις οποίες δεν παρέχονται συμβουλές. Αυτή η διατύπωση είναι αντιφατική και επομένως είναι απαραίτητο να αποσαφηνιστεί η πρόταση σε αυτό το σημείο.

    3.4.4

    Σχετικά με την ενημέρωση των πελατών, το άρθρο 20 ορίζει ότι όλες οι πληροφορίες πρέπει να παρέχονται σε έντυπη μορφή. Ο αριθμός των εξαιρέσεων αποδεικνύει ότι μάλλον δεν πρόκειται για γενικό κανόνα. Αντιθέτως, θα ήταν προτιμότερο να απαιτείται η καταγραφή σε έντυπη μορφή των θεμελιωδών στοιχείων των πληροφοριών των προϊόντων, με ενδείξεις σχετικά με τον τρόπο αναζήτησης περαιτέρω πληροφοριών.

    3.5   Σύγκρουση συμφερόντων και διαφάνεια

    3.5.1

    Σύμφωνα με την πρόταση, οι διαμεσολαβητές και οι ασφαλιστικές εταιρείες οφείλουν να λαμβάνουν όλα τα απαραίτητα μέτρα προκειμένου να εντοπίσουν συγκρούσεις συμφερόντων που ενδέχεται να παρουσιαστούν κατά την ασφαλιστική διαμεσολάβηση και να ενημερώνουν τους πελάτες σχετικά. Η ΕΟΚΕ θεωρεί ότι πρόκειται για ένα σημαντικό θέμα και συμφωνεί με τους στόχους της πρότασης, αλλά έχει τη γνώμη ότι ορισμένες πτυχές της πρότασης θα μπορούσαν να βελτιωθούν.

    3.5.2

    Το άρθρο 17, παράγραφος 1 εδάφια δ) έως ζ), περιέχει διατάξεις σχετικά με τις πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται στον πελάτη όσον αφορά τη φύση της αμοιβής που λαμβάνει ο διαμεσολαβητής σε σχέση με την ασφαλιστική σύμβαση. Η ΕΟΚΕ συμφωνεί ότι πρέπει να παρέχονται πληροφορίες σχετικά με τον τρόπο με την οποίο διαμορφώνεται η αμοιβή, αλλά φοβάται ότι η υπερβολικά ακριβής αναφορά του ποσού, όπως απαιτείται στο εδάφιο στ) θα μπορούσε να αποπροσανατολίσει τον πελάτη κατά τη λήψη απόφασης. Για τον πελάτη είναι σημαντικό να γνωρίζει τη συνολική τιμή του προϊόντος, το ύψος του ποσού που πρέπει να καταβάλλεται στον διαμεσολαβητή καθώς και το ύψος της αμοιβής που ενδεχομένως λαμβάνει ο διαμεσολαβητής από την ασφαλιστική εταιρεία.

    3.5.3

    Το άρθρο 17, παράγραφος 4 περιέχει μία διάταξη σχετικά με γνωστοποίηση των πληροφοριών σχετικά με την αμοιβή του διαμεσολαβητή σε περίπτωση που ο πελάτης πραγματοποιεί πληρωμές βάσει της ασφαλιστικής σύμβασης μετά τη σύναψή της. Δεδομένου ότι υπάρχουν δυνατότητες αυτόματης πληρωμής, πράγμα που συνηθίζεται σε περίπτωση ασφαλιστικών συμβάσεων μακράς διάρκειας (όπως οι συμβάσεις αορίστου χρόνου), η πρόταση αυτή συνιστά υπερβολική ρύθμιση. Θα επαρκούσε να ενημερώνεται ο πελάτης μία φορά ετησίως σχετικά με την αμοιβή του διαμεσολαβητή.

    3.5.4

    Η ΕΟΚΕ επιδοκιμάζει το άρθρο 21 της πρότασης που αφορά τις διασταυρούμενες πωλήσεις. Στο άρθρο αυτό ορίζεται ότι, όταν ένα προϊόν προσφέρεται ως δέσμη, ο ασφαλιστικός διαμεσολαβητής ενημερώνει τον πελάτη για τη δυνατότητα αγοράς των διαφόρων στοιχείων της δέσμης χωριστά.

    3.5.5

    Η καθιέρωση της γενικής αρχής της εξασφάλισης ίσων όρων μεταξύ των διαύλων διανομής είναι πολύ σημαντική προϋπόθεση για άρτια ενημέρωση και διαφάνεια χωρίς να κινδυνεύει ο ανταγωνισμός.

    3.6   Πρόσθετες απαιτήσεις για την προστασία των καταναλωτών όσον αφορά τα επενδυτικά ασφαλιστικά προϊόντα

    3.6.1

    Η ΕΟΚΕ επιδοκιμάζει το γεγονός ότι το κείμενο της πρότασης περιλαμβάνει πρόσθετες απαιτήσεις για την προστασία των πελατών σε σχέση με τα επενδυτικά ασφαλιστικά προϊόντα. Υπάρχουν σημαντικές διαφορές ανάμεσα τα απλά ασφαλιστικά προϊόντα και τα προϊόντα επενδυτικού χαρακτήρα. Συχνά πρόκειται για συνταξιοδοτικές αποταμιεύσεις που έχουν ιδιαίτερα μεγάλη οικονομική σημασία για τους καταναλωτές και αφορούν μεγάλο χρονικό διάστημα. Τόσο ο χρόνος αποταμίευσης όσο και ο χρόνος πληρωμής μπορεί να καλύπτουν πολλές δεκαετίες. Συχνά τα προϊόντα αυτά είναι πολυσύνθετα και οι καταναλωτές δεν είναι πάντα σε θέση να κατανοήσουν και να αξιολογήσουν εκ των προτέρων τα διαφορετικά περιεχόμενα και τους όρους. Επομένως, η προστασία των συμφερόντων των καταναλωτών αποκτά όσον αφορά αυτή την κατηγορία ασφαλιστικών προϊόντων πολύ μεγαλύτερη σημασία από ό,τι τα απλά ασφαλιστικά προϊόντα μικρότερης οικονομικής εμβέλειας.

    3.6.2

    Η ΕΟΚΕ συνιστά να προσδιοριστούν με μεγαλύτερη ακρίβεια τα προϊόντα που εμπίπτουν σε αυτή την κατηγορία. Σχετικά με τον ορισμό, υπενθυμίζεται το άρθρο 2 παράγραφος 4 της πρότασης κανονισμού σχετικά με τα έγγραφα βασικών πληροφοριών για τα επενδυτικά προϊόντα. Ο ορισμός αυτός είναι υπερβολικά ασαφής, κατά την ΕΟΚΕ, διότι στην πρόταση που αφορά αυτές τις περιπτώσεις διαμεσολάβησης, τίθενται ειδικές απαιτήσεις όσον αφορά την προστασία των πελατών και ως εκ τούτου είναι σημαντικό να οριοθετηθεί με ακρίβεια και αντικειμενικά το πεδίο εφαρμογής αυτών των διατάξεων, ώστε να επιτευχθεί στην πράξη ο επιθυμητός βαθμός προστασίας των πελατών (1).

    3.6.3

    Εάν ο ασφαλιστικός διαμεσολαβητής ενημερώσει τον πελάτη ότι παρέχονται ασφαλιστικές συμβουλές σε ανεξάρτητη βάση, δεν δικαιούται αμοιβές, προμήθειες ή άλλα χρηματικά οφέλη που καταβάλλονται ή παρέχονται από τρίτους, σύμφωνα με το άρθρο 24, παράγραφος 5, εδάφιο β). Η ΕΟΚΕ συμφωνεί με αυτήν την πρόταση επειδή η ανάγκη για προστασία του καταναλωτή είναι ιδιαίτερα αυξημένη σε αυτές τις περιπτώσεις.

    3.7   Εξώδικη επίλυση διαφορών

    3.7.1

    Σύμφωνα με το άρθρο 13, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν τη θέσπιση κατάλληλων, αποτελεσματικών, αμερόληπτων και ανεξάρτητων διαδικασιών προσφυγής των πελατών προς επίλυση διαφορών. Η ΕΟΚΕ υπογραμμίζει σχετικά ότι είναι σημαντικό να διαθέτουν τα αρμόδια ιδρύματα ουσιαστικές δυνατότητες ελέγχου, καθώς και να υπάρχει δυνατότητα ελέγχου των ζητημάτων απόδειξης σε περίπτωση προφορικής διαπραγμάτευσης, ώστε να πληρούνται οι απαιτήσεις της οδηγίας. Επιπλέον, η ΕΟΚΕ τονίζει ότι θα πρέπει συγχρόνως να διασφαλίζεται και η δυνατότητα δικαστικής επίλυσης διαφορών, ώστε να μην περιορίζεται ο πελάτης μόνο στην εναλλακτική μορφή επίλυσης διαφορών.

    3.8   Κυρώσεις

    3.8.1

    Σύμφωνα με το άρθρο 26, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι διοικητικές κυρώσεις και τα μέτρα που επιβάλλονται για τυχόν παραβάσεις έχουν αποτελεσματική, αναλογική και αποτρεπτική επίδραση. Η ΕΟΚΕ συμφωνεί με αυτή τη διάταξη.

    3.8.2

    Συγχρόνως όμως το άρθρο 28, παράγραφος 2, εδάφιο στ) ορίζει ότι, σε φυσικά πρόσωπα μπορούν να επιβληθούν διοικητικά χρηματικά πρόστιμα μέχρι το ποσό των 5 000 000 ευρώ. Κατά την ΕΟΚΕ το ποσό αυτό είναι υπερβολικά υψηλό, ακόμη και αν πρόκειται για το ανώτατο πρόστιμο που μπορεί να επιβληθεί με τη μορφή διοικητικής κύρωσης. Η διάταξη αυτή μπορεί να αμφισβητηθεί, ιδιαίτερα επειδή πρόκειται για διοικητική κύρωση και όχι για αποζημίωση του ζημιωθέντος με δικαστική απόφαση.

    3.9   Αναφορά παραβάσεων

    3.9.1

    Στο άρθρο 30 ορίζεται ότι πρέπει να διασφαλίζεται ένα αποτελεσματικό σύστημα αναφοράς παραβάσεων. Η ΕΟΚΕ τονίζει σχετικά ότι και το προσωπικό πρέπει να έχει τη δυνατότητα να αναφέρει στις αρμόδιες εποπτικές αρχές ενδεχόμενες παραβάσεις κανόνων, χωρίς να κινδυνεύει να υποστεί συνέπειες εργασιακού ή άλλου χαρακτήρα. Αυτό είναι σημαντικό για την ασφάλεια του δικαίου, για τον θεμιτό ανταγωνισμό και φυσικά για την προστασία των καταναλωτών. Οι δυνατότητες αναφοράς πρέπει να αφορούν και τις υπόνοιες για παράβαση της ισχύουσας νομοθεσίας. Δεν επαρκεί να παραπέμπονται οι συνεργάτες μίας ασφαλιστικής εταιρείας ή μίας εταιρείας διαμεσολάβησης στις ενδοεπιχειρησιακές διαδικασίες για την αναφορά αντικανονικών πράξεων.

    4.   Ειδικές παρατηρήσεις

    4.1

    Έχει ιδιαίτερη σημασία να προσδιοριστεί η έννοια του επενδυτικού ασφαλιστικού προϊόντος, επειδή για τα προϊόντα αυτά ισχύουν αυστηρότεροι κανόνες από ό,τι για άλλα ασφαλιστικά προϊόντα. Από αυτήν την άποψη είναι ατυχής η διατύπωση του σχετικού άρθρου: ως […] νοείται η σύμβαση ασφάλισης η οποία θα μπορούσε να χαρακτηριστεί επίσης ως […], διότι επιτρέπει διαφορετικές ερμηνείες της έννοιας που θα μπορούσε να δοθεί στα επενδυτικά ασφαλιστικά προϊόντα.

    4.2

    Κατά την ΕΟΚΕ, ασαφής είναι επίσης η έννοια της παροχής συμβουλών. Σε πολλά σημεία της πρότασης επιχειρείται η ερμηνεία του όρου «παροχή συμβουλών». Στο άρθρο 2, παράγραφος 9, η παροχή συμβουλών ορίζεται ως σύσταση που παρέχεται σε πελάτη. Πρόκειται για έναν πολύ ευρύ ορισμό της «παροχής συμβουλών» και δεν διασαφηνίζεται αν γενικά είναι εφικτή η πώληση ασφαλιστικών προϊόντων χωρίς την παροχή συμβουλών.

    4.2.1

    Σε άλλο σημείο της πρότασης γίνεται άλλη μία απόπειρα για τον ορισμό της έννοιας «παροχή συμβουλών». Στο κεφάλαιο VI, άρθρο 17, παράγραφος 1, εδάφιο γ) αναφέρεται ότι ο πελάτης πρέπει να ενημερώνεται κατά πόσον του παρήχθησαν συμβουλές βάσει αμερόληπτης ανάλυσης. Στο άρθρο 18, παράγραφος 3, προσδιορίζεται ακριβώς πώς πρέπει να είναι μία συμβουλή που στηρίζεται σε αμερόληπτη ανάλυση. «Όταν ο ασφαλιστικός διαμεσολαβητής […] πληροφορεί τον πελάτη ότι παρέχει συμβουλές βάσει αμερόληπτης ανάλυσης, οφείλει να τις παρέχει βάσει ανάλυσης επαρκώς μεγάλου αριθμού ασφαλιστικών συμβάσεων που διατίθενται στην αγορά, ώστε να είναι σε θέση να συστήσει, σύμφωνα με επαγγελματικά κριτήρια, την ασφαλιστική σύμβαση που θα ανταποκρίνεται καλύτερα στις ανάγκες του πελάτη.».

    4.2.2

    Ο αντίστοιχος ορισμός στο άρθρο 24, παράγραφος 3 και 5 διατυπώνεται διαφορετικά. Εδώ γίνεται λόγος για ασφαλιστικές συμβουλές «που παρέχονται σε ανεξάρτητη βάση». Σύμφωνα με την πρόταση, οι ασφαλιστικές συμβουλές που παρέχονται σε ανεξάρτητη βάση μπορούν να στηρίζονται σε «ευρεία» ή «πιο περιορισμένη ανάλυση της αγοράς».

    4.2.3

    Συνοψίζοντας, θα μπορούσαμε να διαπιστώσουμε ότι στην πρόταση αναφέρονται διάφορες περιπτώσεις ασφαλιστικής διαμεσολάβησης:

    Διαμεσολάβηση χωρίς παροχή συμβουλών, όπως π.χ. οι πωλήσεις μέσω Διαδικτύου,

    διαμεσολάβηση με συμβουλές που παρέχονται ως προσωπική σύσταση,

    διαμεσολάβηση με παροχή συμβουλών που βασίζεται σε ισορροπημένη έρευνα με τις ανάλογες απαιτήσεις όσον αφορά διαμόρφωση της παροχής συμβουλών,

    διαμεσολάβηση με παροχή συμβουλών σε ανεξάρτητη βάση,

    η οποία στηρίζεται είτε σε εκτενή

    είτε σε περιορισμένη ανάλυση της αγοράς.

    4.2.4

    Οι συμβουλές που παρέχονται σε ανεξάρτητη βάση, πρέπει, όπως προαναφέρθηκε, να ανταποκρίνονται σε ανάλογες απαιτήσεις όσον αφορά τη μορφή τους. Ωστόσο, δεν διευκρινίζεται αν οι απαιτήσεις αυτές ως προς τη μορφή πρέπει να πληρούνται τόσο κατά την εκτενή όσο και κατά την περιορισμένη ανάλυση της αγοράς.

    4.3   Άρθρο 17

    4.3.1

    Η ΕΟΚΕ συμφωνεί ότι είναι σημαντικό για τον καταναλωτή να έχει γνώση των συγκρουόμενων συμφερόντων καθώς και να υπάρχει διαφάνεια όσον αφορά τη μορφή των αμοιβών. Δεν θα πρέπει, ωστόσο, να δίνεται ιδιαίτερη βαρύτητα μόνο στη διαφάνεια σε θέματα αμοιβής αλλά και στα συστήματα «διαχείρισης επιδόσεων» που βασίζονται όχι μόνο στις μεταβλητές αμοιβές αλλά και στην εξέλιξη του σταθερού μισθού. Συγκρούσεις συμφερόντων μπορούν όμως να προκύψουν και χωρίς κάποια μορφή μεταβλητής αμοιβής, και συγκεκριμένα, σε περίπτωση που ο διαμεσολαβητής πρέπει να ανταποκριθεί σε λειτουργικούς στόχους. Συχνά πρόκειται για στόχους πωλήσεων όσον αφορά ένα συγκεκριμένο προϊόν ή ακόμη και για έμμεσους στόχους. Οι στόχοι αυτοί μπορεί να περιέχουν τον κίνδυνο συγκρούσεων συμφερόντων μεταξύ των στόχων που έχει θέσει η ασφαλιστική εταιρεία και της ανάγκης του πελάτη για ένα κατάλληλο ασφαλιστικό προϊόν.

    Βρυξέλλες, 13 Δεκεμβρίου 2012.

    Ο Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής

    Staffan NILSSON


    (1)  Γνωμοδότηση της ΕΟΚΕ, CΕSE 1841/2012, 14 Νοεμβρίου 2012«Πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τα βασικά έγγραφα πληροφοριών για επενδυτικά προϊόντα» (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα)


    Top