Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52010AP0270

    Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών ***I Πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου που αφορά τη σύσταση Ευρωπαϊκής Αρχής Κινητών Αξιών και Αγορών (COM(2009)0503 – C7-0167/2009 – 2009/0144(COD))

    ΕΕ C 351E της 2.12.2011, p. 267–321 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

    2.12.2011   

    EL

    Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

    CE 351/267


    Τετάρτη 7 Ιουλίου 2010
    Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών ***I

    P7_TA(2010)0270

    Πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου που αφορά τη σύσταση Ευρωπαϊκής Αρχής Κινητών Αξιών και Αγορών (COM(2009)0503 – C7-0167/2009 – 2009/0144(COD))

    2011/C 351 E/36

    (Συνήθης νομοθετική διαδικασία: πρώτη ανάγνωση)

    Η πρόταση τροποποιήθηκε στις 7 Ιουλίου 2010 ως ακολούθως (1):

    ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΕΣ ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ (2)

    στην πρόταση της Επιτροπής για

    ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

    σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών)

    ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

    έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 114,

    έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

    έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (3),

    έχοντας υπόψη τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών (4),

    έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (5),

    ενεργώντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (6),

    Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

    (1)

    Η χρηματοπιστωτική κρίση της περιόδου 2007/2008 έφερε στην επιφάνεια σημαντικές αδυναμίες της χρηματοπιστωτικής εποπτείας, τόσο σε συγκεκριμένες περιπτώσεις όσο και στο χρηματοπιστωτικό σύστημα σαν σύνολο. Τα εθνικά εποπτικά μοντέλα υπερκεράστηκαν από την παγκοσμιοποίηση των χρηματοπιστωτικών αγορών και την πραγματικότητα των ολοκληρωμένων και αλληλοσυνδεόμενων ευρωπαϊκών χρηματοπιστωτικών αγορών, όπου πολλές χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις λειτουργούν διασυνοριακά. Η κρίση αποκάλυψε αδυναμίες στον τομέα της συνεργασίας, του συντονισμού, της συνέπειας εφαρμογής της νομοθεσίας της Ένωσης και στην εμπιστοσύνη μεταξύ εθνικών εποπτικών αρχών.

    (1α)

    Πολύ πριν από τη χρηματοπιστωτική κρίση το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ζητούσε ήδη σε τακτική βάση την ενίσχυση της πραγματικής ισότητας των όρων του ανταγωνισμού για όλους τους ενδιαφερομένους σε επίπεδο Ένωσης, επισημαίνοντας ταυτόχρονα σημαντικές αδυναμίες στην από την Ένωση εποπτεία των ολοένα και πιο ολοκληρωμένων χρηματοπιστωτικών αγορών (στα ψηφίσματά του της 13ης Απριλίου 2000 επί της ανακοίνωσης της Επιτροπής - Εφαρμογή του πλαισίου για τις χρηματοπιστωτικές αγορές: Σχέδιο δράσης (7), της 21ης Νοεμβρίου 2002 σχετικά με τους κανόνες προληπτικής εποπτείας στην Ευρωπαϊκή Ένωση (8), της 11ης Ιουλίου 2007 σχετικά με την πολιτική για τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες (2005-2010) – Λευκή Βίβλος (9), της 23ης Σεπτεμβρίου 2008 που περιέχει συστάσεις προς την Επιτροπή σχετικά με τα αμοιβαία κεφάλαια κινδύνου (hedge funds) και τα κεφάλαια ιδιωτικών συμμετοχών (private equity) (10), της 9ης Οκτωβρίου 2008 που περιέχει συστάσεις προς την Επιτροπή σχετικά με την παρακολούθηση της διαδικασίας Lamfalussy: μελλοντική δομή της εποπτείας (11), της 22ας Απριλίου 2009 σχετικά με την πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου που αφορά την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Solvency II) (12) και της 23ης Απριλίου 2009 σχετικά με την πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου που αφορά τους οργανισμούς αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας (13)),

    (2)

    Στις 25 Φεβρουαρίου 2009, έκθεση που δημοσιεύθηκε από ομάδα εμπειρογνωμόνων υψηλού επιπέδου υπό την προεδρία του κ. J. de Larosière (έκθεση de Larosière) , την οποία είχε ζητήσει η Επιτροπή, κατέληγε στο συμπέρασμα ότι, προκειμένου να μειωθούν ο κίνδυνος και η σοβαρότητα μελλοντικών χρηματοπιστωτικών κρίσεων, έπρεπε να ενισχυθεί το εποπτικό πλαίσιο. Η έκθεση συνιστούσε ▐ μεταρρυθμίσεις στη δομή της εποπτείας του χρηματοπιστωτικού τομέα στην Ένωση . Η εν λόγω ομάδα ειδικών συμπέρανε επίσης ότι πρέπει να δημιουργηθεί ένα Ευρωπαϊκό Σύστημα Χρηματοπιστωτικής Εποπτείας, το οποίο θα περιλαμβάνει τρεις Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές, μία για τον τραπεζικό τομέα , μία για τον τομέα των ασφαλίσεων και των επαγγελματικών συντάξεων και μία για τον τομέα των κινητών αξιών, καθώς και τη σύσταση ενός Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου. Οι συστάσεις της έκθεσης αντιπροσώπευαν το χαμηλότερο επίπεδο αλλαγής που οι ειδικοί έκριναν αναγκαίο για να αποσοβηθεί μια παρόμοια κρίση στο μέλλον.

    (3)

    ▐ Στην ανακοίνωσή της τής 4ης Μαρτίου 2009 με τίτλο «Η υλοποίηση της ευρωπαϊκής ανάκαμψης», η Επιτροπή πρότεινε την υποβολή νομοθετικής πρότασης για τη δημιουργία ενός Ευρωπαϊκού Συστήματος Χρηματοπιστωτικής Εποπτείας και ενός Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου (ΕΣΣΚ) , ενώ στην ανακοίνωσή της τής 27ης Μαΐου 2009 με τίτλο «Ευρωπαϊκή χρηματοπιστωτική εποπτεία» παρείχε περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με την πιθανή αρχιτεκτονική αυτού του νέου εποπτικού πλαισίου αλλά δεν περιέλαβε όλες τις συστάσεις της έκθεσης de Larosière .

    (4)

    Στα συμπεράσματά του της 19 Ιουνίου 2009, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο συνέστησε να ιδρυθεί ένα Ευρωπαϊκό Σύστημα Χρηματοπιστωτικής Εποπτείας, το οποίο θα συμπεριλαμβάνει τρεις νέες Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές. Στόχος του συστήματος θα είναι η αναβάθμιση της ποιότητας και της συνέπειας της εθνικής εποπτείας, η ενίσχυση της επιτήρησης διασυνοριακών ομίλων και η εκπόνηση ενιαίου ευρωπαϊκού εγχειριδίου, το οποίο θα ισχύει για όλους τους συμμετέχοντες στις χρηματοπιστωτικές αγορές της ενιαίας αγοράς. Τόνισε επίσης ότι οι Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές πρέπει να διαθέτουν εποπτικές εξουσίες όσον αφορά τους οργανισμούς εκτίμησης πιστοληπτικής ικανότητας και κάλεσε την Επιτροπή να προετοιμάσει συγκεκριμένες προτάσεις σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο το Ευρωπαϊκό Σύστημα Χρηματοπιστωτικής Εποπτείας θα μπορεί να παίξει σοβαρό ρόλο σε καταστάσεις κρίσης, επισημαίνοντας ότι οι αποφάσεις των Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών δεν πρέπει να προσκρούουν στις δημοσιονομικές αρμοδιότητες των κρατών μελών. Η Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών) (η Αρχή) θα πρέπει επίσης να ασκεί εποπτεία στα κεντρικά μητρώα συναλλαγών. Καλείται η Επιτροπή να προτείνει λύση για την ανάθεση στην Αρχή της εποπτείας των κεντρικών αντισυμβαλλομένων, που θα έχει ως πρότυπο τη λύση που προτείνει ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1060/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, για τους οργανισμούς αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας (14).

    (4α)

    Η έκθεση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) της 16ης Απριλίου 2010, με τίτλο «Δίκαιη και ουσιαστική συνεισφορά του χρηματοπιστωτικού τομέα», η οποία συντάχθηκε μετά από αίτημα της G20 κατά τη σύνοδο κορυφής του Πίτσμπουργκ, ανέφερε ότι «το άμεσο δημοσιονομικό κόστος των αποτυχιών του χρηματοπιστωτικού τομέα πρέπει να συγκρατηθεί και να καλυφθεί από μια συνεισφορά χρηματοπιστωτικής σταθερότητας (FSC), συνδεόμενη με έναν αξιόπιστο και αποτελεσματικό μηχανισμό εξυγίανσης. Αν οριστούν με τον κατάλληλο τρόπο, οι μηχανισμοί εξυγίανσης θα αποτρέψουν μελλοντικά τις καταστάσεις όπου οι κυβερνήσεις αναγκάζονται να διασώζουν ιδρύματα που είναι πολύ σημαντικά, πολύ μεγάλα ή πολύ διασυνδεδεμένα για να χρεοκοπήσουν».

    (4β)

    Στην ανακοίνωσή της τής 3ης Μαρτίου 2010 με τίτλο «Ευρώπη 2020», η Επιτροπή δήλωσε επίσης ότι μια σημαντική προτεραιότητα σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα θα ήταν «να προλαμβάνουμε αποτελεσματικότερα και, εφόσον χρειαστεί, να διαχειριζόμαστε καλύτερα πιθανές χρηματοπιστωτικές κρίσεις και - λαμβάνοντας υπόψη την ειδική ευθύνη του χρηματοπιστωτικού τομέα στην παρούσα κρίση – να φροντίσουμε για κατάλληλες συνεισφορές από τον χρηματοπιστωτικό τομέα».

    (4γ)

    Στις 25 Μαρτίου 2010, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο όρισε σαφώς ότι «πρόοδος απαιτείται ιδιαιτέρως σε ζητήματα όπως … συστημικά ιδρύματα, χρηματοδότηση μέσων διαχείρισης της κρίσης».

    (4δ)

    Στις 17 Ιουνίου 2010, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο διατύπωσε τελικά την άποψη ότι «τα κράτη μέλη πρέπει να εισαγάγουν συστήματα εισφορών επί των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων για να εξασφαλιστεί ισότιμη κατανομή των βαρών και να θεσπισθούν κίνητρα για τον έλεγχο του συστημικού κινδύνου. Οι εισφορές αυτές θα πρέπει να εντάσσονται σ’ ένα αξιόπιστο πλαίσιο εξυγίανσης.»

    (5)

    Η χρηματοπιστωτική και οικονομική κρίση δημιούργησε πραγματικούς και σοβαρούς κινδύνους για τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος και τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Η αποκατάσταση και η διατήρηση σταθερού και αξιόπιστου χρηματοπιστωτικού συστήματος αποτελούν απόλυτη προϋπόθεση για τη διατήρηση της εμπιστοσύνης και της συνοχής στην εσωτερική αγορά και, συνεπώς, για τη διατήρηση και τη βελτίωση των συνθηκών για την εγκαθίδρυση μιας πλήρως ενοποιημένης και λειτουργικής εσωτερικής αγοράς στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών. Επιπλέον, οι μεγαλύτερου βάθους και περισσότερο ολοκληρωμένες χρηματοπιστωτικές αγορές παρέχουν καλύτερες ευκαιρίες για χρηματοδότηση και για διαφοροποίηση των κινδύνων, συμβάλλοντας έτσι στην ενίσχυση της ικανότητας απόσβεσης των κραδασμών των οικονομιών.

    (6)

    Η Ένωση έχει αγγίξει τα όρια του δυνατού όσον αφορά την παρούσα κατάσταση των επιτροπών των ευρωπαϊκών εποπτικών αρχών ▐. Η Ένωση δεν μπορεί να παραμείνει σε κατάσταση όπου δεν υπάρχει μηχανισμός που να διασφαλίζει ότι οι εθνικές εποπτικές αρχές λαμβάνουν τις καλύτερες δυνατές εποπτικές αποφάσεις για τα διασυνοριακά ιδρύματα· όπου δεν υπάρχει επαρκής συνεργασία και ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των εθνικών εποπτικών αρχών· όπου για κοινή δράση των εθνικών αρχών απαιτούνται πολύπλοκες ρυθμίσεις που να λαμβάνουν υπόψη το ψηφιδωτό των ρυθμιστικών και εποπτικών απαιτήσεων· όπου συχνότατα οι εθνικές λύσεις αποτελούν τη μόνη εφικτή επιλογή ως αντίδραση σε ευρωπαϊκά προβλήματα, όπου υπάρχουν διαφορετικές ερμηνείες του ίδιου νομοθετικού κειμένου. Σκοπός του ευρωπαϊκού συστήματος χρηματοπιστωτικής εποπτείας (ΕΣΧΕ) πρέπει να είναι η υπέρβαση αυτών των αδυναμιών και η δημιουργία συστήματος ευθυγραμμισμένου προς το στόχο για σταθερή και ενιαία ενωσιακή χρηματοπιστωτική αγορά στις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες, συνδέοντας τις εθνικές εποπτικές αρχές δημιουργώντας ένα ισχυρό ενωσιακό δίκτυο.

    (7)

    Το ΕΣΧΕ πρέπει να είναι ένα ολοκληρωμένο δίκτυο εθνικών εποπτικών αρχών και εποπτικών αρχών της Ένωσης, το οποίο να αφήνει την απλή καθημερινή εποπτεία των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων στο εθνικό επίπεδο ▐. Η Αρχή πρέπει να κατέχει ηγετικό ρόλο στα σώματα των εποπτών κατά την εποπτεία των διασυνοριακών συμμετεχόντων στις χρηματοπιστωτικές αγορές και πρέπει να καθορισθούν για αυτά σαφείς κανόνες εποπτείας. Η Αρχή πρέπει να δίδει ιδιαίτερη προσοχή στους συμμετέχοντες στις χρηματοπιστωτικές αγορές που μπορεί να προκαλέσουν συστημικό κίνδυνο στον βαθμό που αυτά ενδέχεται να θέσουν σε κίνδυνο το χρηματοπιστωτικό σύστημα της Ένωσης, όταν μια εθνική αρχή έχει αποτύχει στην άσκηση των εξουσιών της. Επίσης πρέπει να επιτευχθούν μεγαλύτερη εναρμόνιση και συνεκτική εφαρμογή των κανόνων για τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και τις αγορές σε ολόκληρη την Ένωση . Εκτός από την Αρχή , πρέπει να συσταθούν μια Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) και μια Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών), καθώς και μια Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Μικτή Επιτροπή). Ένα Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου πρέπει να αποτελεί τμήμα του ΕΣΧΕ.

    (8)

    Η Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή πρέπει να αντικαταστήσει την Επιτροπή Ευρωπαϊκών Αρχών Τραπεζικής Εποπτείας, που συστάθηκε με την απόφαση αριθ. 2009/78/ΕΚ (15) της Επιτροπής, την Επιτροπή Ευρωπαϊκών Αρχών Εποπτείας Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων, που συστάθηκε με την απόφαση αριθ. 2009/79/ΕΚ (16) της Επιτροπής και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ρυθμιστικών Αρχών, που συστάθηκε από την απόφαση αριθ. 2009/77/ΕΚ (17) της Επιτροπής, και να αναλάβουν όλα τα καθήκοντα και τις αρμοδιότητες αυτών των επιτροπών, συμπεριλαμβανομένης της συνέχισης των τρεχουσών εργασιών και σχεδίων, εφόσον απαιτείται . Πρέπει να καθοριστεί με σαφήνεια το πεδίο δράσης κάθε Αρχής ▐. Εάν απαιτείται για λόγους θεσμικούς και στο πλαίσιο των ευθυνών που της ανατίθενται από τη Συνθήκη για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) , η Επιτροπή πρέπει επίσης να συμμετέχει στο δίκτυο των εποπτικών δραστηριοτήτων.

    (9)

    Η ▐ Αρχή ▐ πρέπει να ενεργεί με σκοπό τη βελτίωση της λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς, και συγκεκριμένα με την εξασφάλιση υψηλού επιπέδου, αποτελεσματικής και συνεκτικής ρύθμισης και εποπτείας, λαμβάνοντας υπόψη τα ποικίλα συμφέροντα όλων των κρατών μελών και τη διαφορετική φύση των συμμετεχόντων στις χρηματοπιστωτικές αγορές . Η Αρχή πρέπει να προστατεύει τις δημόσιες αξίες όπως είναι η σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος, η διαφάνεια των αγορών και των χρηματοπιστωτικών προϊόντων και η προστασία των καταθετών και των επενδυτών. Η Αρχή θα πρέπει επίσης να αποτρέπει το ρυθμιστικό αρμπιτράζ και να εξασφαλίζει ισότιμους όρους ανταγωνισμού καθώς και να ενισχύει τον διεθνή εποπτικό συντονισμό, προς όφελος της οικονομίας ευρύτερα, συμπεριλαμβανομένων των συμμετεχόντων στις χρηματοπιστωτικές αγορές κι άλλων συμφεροντούχων, των καταναλωτών και των εργαζομένων. Στα καθήκοντά της θα πρέπει να περιλαμβάνεται επίσης η προώθηση της εποπτικής σύγκλισης και η παροχή συμβουλών στα θεσμικά όργανα της ΕΕ στους τομείς της ρύθμισης και της εποπτείας των κινητών αξιών και αγορών, καθώς επίσης και σε σχετικά ζητήματα εταιρικής διακυβέρνησης και χρηματοοικονομικής πληροφόρησης. Πρέπει επίσης να ανατεθεί στην Αρχή γενική εποπτική ευθύνη για τα υφιστάμενα και νέα χρηματοπιστωτικά προϊόντα / κατηγορίες συναλλαγών.

    (9α)

    Η Αρχή λαμβάνει δεόντως υπόψη τον αντίκτυπο των δραστηριοτήτων της για τον ανταγωνισμό και την καινοτομία εντός της εσωτερικής αγοράς, τη σφαιρική ανταγωνιστικότητα της Ένωσης, τη χρηματοπιστωτική ένταξη καθώς και τη νέα στρατηγική της Ένωσης για θέσεις εργασίας και οικονομική ανάπτυξη.

    (9β)

    Προκειμένου να μπορέσει να εκπληρώσει τους στόχους της, η Αρχή θα πρέπει να διαθέτει νομική προσωπικότητα καθώς και διοικητική και οικονομική αυτονομία. Στην Αρχή πρέπει να δοθούν «αρμοδιότητες που θα της επιτρέπουν να ελέγχει τη συμμόρφωση προς τους νόμους, ιδίως εκείνους που σχετίζονται με τον συστημικό κίνδυνο και τους διασυνοριακούς κινδύνους» (Επιτροπή της Βασιλείας για την εποπτεία των τραπεζών).

    (9γ)

    Οι διεθνείς αρχές (ΔΝΤ, ΣΧΣ, ΤΔΔ) όρισαν το συστημικό κίνδυνο ως «κίνδυνο διατάραξης των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών που (i) προκαλείται από ελλείψεις του συνόλου του χρηματοπιστωτικού συστήματος ή μέρους αυτού και (ii) δύναται να προκαλέσει σοβαρές αρνητικές επιπτώσεις στην πραγματική οικονομία. Όλες οι κατηγορίες χρηματοπιστωτικών ενδιαμέσων, αγορών και υποδομών μπορεί σε κάποιο βαθμό να είναι δυνητικά σημαντικές όσον αφορά το συστημικό κίνδυνο».

    (9δ)

    Σύμφωνα με τα ανωτέρω θεσμικά όργανα ο διασυνοριακός κίνδυνος περιλαμβάνει όλους τους κινδύνους που προκαλούνται από οικονομικές ανισορροπίες ή αστοχίες του χρηματοπιστωτικού συστήματος σε ολόκληρη την Ένωση ή σε μέρη της οι οποίοι ενδέχεται να έχουν σοβαρές αρνητικές συνέπειες για τις συναλλαγές μεταξύ οικονομικών παραγόντων δύο ή περισσοτέρων κρατών μελών, για τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς ή για τα δημόσια οικονομικά της Ένωσης ή οποιουδήποτε κράτους μέλους της.

    (10)

    Στην απόφασή του της 2ας Μαΐου 2006 ▐ (Ηνωμένο Βασίλειο/Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και Συμβούλιο) το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έκρινε ότι : «από κανένα στοιχείο του άρθρου 95 ΕΚ [τώρα άρθρο 114 ΣΛΕΕ] δεν συνάγεται ότι τα μέτρα που θεσπίζει ο κοινοτικός νομοθέτης πρέπει να έχουν ως μόνους αποδέκτες τα κράτη μέλη. Ενδέχεται δηλαδή να είναι αναγκαίο, σύμφωνα με την εκτίμηση του νομοθέτη αυτού, να προβλεφθεί η ίδρυση κοινοτικού οργανισμού που καλείται να συμβάλει στην εφαρμογή μιας διαδικασίας εναρμόνισης στις περιπτώσεις στις οποίες είναι ενδεδειγμένη, για τη διευκόλυνση της εναρμονισμένης εκτέλεσης και εφαρμογής των πράξεων που στηρίζονται στην εν λόγω διάταξη, η θέσπιση μη δεσμευτικών συνοδευτικών μέτρων και μέτρων πλαισίωσης» (18) . Ο σκοπός και τα καθήκοντα της Αρχής – παροχή βοήθειας στις αρμόδιες εθνικές εποπτικές αρχές με σκοπό τη συνεπή ερμηνεία και εφαρμογή των κανόνων της Ένωσης και συμβολή στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα που απαιτείται για τη χρηματοπιστωτική ολοκλήρωση – συνδέονται στενά με τους στόχους του ενωσιακού κεκτημένου σχετικά με την εσωτερική αγορά χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών. Συνεπώς η Αρχή πρέπει να συσταθεί βάσει του άρθρου 114 ΣΛΕΕ .

    (11)

    Οι νομικές πράξεις που ορίζουν τα καθήκοντα των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών, συμπεριλαμβανομένης της συνεργασίας μεταξύ τους και με την Επιτροπή, είναι οι εξής: η οδηγία 97/9/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 3ης Μαρτίου 1997 σχετικά με τα συστήματα αποζημίωσης των επενδυτών (19), οδηγία 98/26/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 19ης Μαΐου 1998 σχετικά με το αμετάκλητο του διακανονισμού στα συστήματα πληρωμών και στα συστήματα διακανονισμού αξιογράφων, (20) οδηγία 2001/34/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 28ης Μαΐου 2001 σχετικά με την εισαγωγή κινητών αξιών σε χρηματιστήριο αξιών και τις πληροφορίες επί των αξιών αυτών που πρέπει να δημοσιεύονται (21), οδηγία 2002/47/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 6ης Ιουνίου 2002 για τις συμφωνίες παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας (22), οδηγία 2002/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Δεκεμβρίου 2002 σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων, ασφαλιστικών επιχειρήσεων και επιχειρήσεων επενδύσεων χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων (23), οδηγία 2003/6/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 28ης Ιανουαρίου 2003 για τις πράξεις προσώπων που κατέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες και τις πράξεις χειραγώγησης της αγοράς (κατάχρηση αγοράς) (24), οδηγία 2003/71/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 4ης Νοεμβρίου 2003 σχετικά με το ενημερωτικό δελτίο που πρέπει να δημοσιεύεται κατά τη δημόσια προσφορά κινητών αξιών ή την εισαγωγή τους προς διαπραγμάτευση και την τροποποίηση της οδηγίας 2001/34/EK (25), οδηγία 2004/25/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 21ης Απριλίου 2004 σχετικά με τις δημόσιες προσφορές εξαγοράς (26), οδηγία 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 21ης Απριλίου 2004 για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων (27), οδηγία 2004/109/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 15ης Δεκεμβρίου 2004 για την εναρμόνιση των προϋποθέσεων διαφάνειας αναφορικά με την πληροφόρηση σχετικά με εκδότες των οποίων οι κινητές αξίες έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά και για την τροποποίηση της οδηγίας 2001/34/ΕΚ (28), οδηγία 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Οκτωβρίου 2005 σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση παράνομων εσόδων και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας (29), οδηγία 2002/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Σεπτεμβρίου 2002 σχετικά με την εξ αποστάσεως εμπορία χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών προς τους καταναλωτές (30), οδηγία 2006/49/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 14ης Ιουνίου 2006 για την επάρκεια των ιδίων κεφαλαίων των επιχειρήσεων επενδύσεων και των πιστωτικών ιδρυμάτων (αναδιατύπωση) (31), με την επιφύλαξη της αρμοδιότητας της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών όσον αφορά την προληπτική εποπτεία, οδηγία 2009/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 13ης Ιουλίου 2009 σχετικά με τους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (32), οδηγία … (μελλοντική οδηγία ΔΟΕΕ), και κανονισμός … (μελλοντικός κανονισμός σχετικά με τους οργανισμούς αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας), συμπεριλαμβανομένων όλων των οδηγιών, των κανονισμών και των αποφάσεων της Επιτροπής που βασίζονται στις παραπάνω πράξεις, και κάθε άλλης κοινοτικής νομοθετικής πράξης που αναθέτει καθήκοντα στην Αρχή.

    (12)

    Ο όρος «συμμετέχων στη χρηματοπιστωτική αγορά » πρέπει να καλύπτει ένα ευρύ φάσμα συμμετεχόντων που υπόκεινται στην κοινοτική νομοθεσία στον τομέα αυτόν. Μπορεί να περιλαμβάνει τόσο νομικά πρόσωπα όσο και άτομα. Μπορεί π.χ. να περιλαμβάνει εταιρείες επενδύσεων, ΟΣΕΚΑ και τις εταιρείες διαχείρισής τους, διαχειριστές οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων, παράγοντες της αγοράς, γραφεία συμψηφισμού, συστήματα διακανονισμού, οίκους διαβάθμισης της πιστοληπτικής ικανότητας, εκδότες, προσφέροντες, επενδυτές, άτομα που ελέγχουν ή έχουν μερίδιο σε συμμετέχοντες, άτομα που συμμετέχουν στη διαχείριση των συμμετεχόντων καθώς και άλλα πρόσωπα στα οποία εφαρμόζεται μια απαίτηση της νομοθεσίας. Πρέπει επίσης να περιλαμβάνει χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς όπως τα πιστωτικά ιδρύματα και οι ασφαλιστικές εταιρείες εφόσον επιδίδονται σε δραστηριότητες που καλύπτονται από την κοινοτική νομοθεσία στον τομέα αυτό. Οι αρμόδιες αρχές στην ΕΕ και σε τρίτες χώρες καθώς επίσης και η Επιτροπή δεν εμπίπτουν στο πεδίο του ορισμού αυτού.

    (13)

    Είναι επιθυμητό η Αρχή να προωθεί συνεκτική προσέγγιση στον τομέα των συστημάτων αποζημίωσης των επενδυτών, προκειμένου να εξασφαλιστούν ίσοι όροι ανταγωνισμού και δίκαιη αντιμετώπιση των επενδυτών σε όλη την Ένωση . Επειδή τα συστήματα αποζημίωσης των επενδυτών υπόκεινται σε επιτήρηση στα οικεία κράτη μέλη και όχι σε ρυθμιστική εποπτεία, είναι σκόπιμο η Αρχή να μπορεί να ασκήσει τις εξουσίες της σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό σε σχέση με το ίδιο το σύστημα αποζημίωσης των επενδυτών και τον υπεύθυνο φορέα του ▐. Ο ρόλος της Αρχής πρέπει να αναθεωρηθεί μετά την ίδρυση Ευρωπαϊκού Ταμείου Εγγύησης των Επενδύσεων.

    (14)

    Είναι αναγκαία η εισαγωγή κάποιου αποτελεσματικού μέσου για τη θέσπιση εναρμονισμένων ρυθμιστικών τεχνικών κανόνων στις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες ώστε να εξασφαλιστούν, μέσω ενιαίου εγχειριδίου, ισότιμοι όροι και επαρκής προστασία των καταθετών , των επενδυτών και των καταναλωτών σε ολόκληρη την Ευρώπη. Επειδή η Αρχή αποτελεί φορέα με μεγάλη εξειδικευμένη πείρα, είναι συμφέρον και σκόπιμο να της ανατεθεί, σε τομείς καθοριζόμενους από το δίκαιο της Ένωσης , η εκπόνηση σχεδίων ρυθμιστικών τεχνικών κανόνων, οι οποίοι δεν αφορούν επιλογές πολιτικής. Η Επιτροπή πρέπει να εγκρίνει αυτά τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών κανόνων και τεχνικών κανόνων εφαρμογής σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ , προκειμένου να τους προσδώσει δεσμευτική νομική ισχύ. ▐

    (15)

    Η Επιτροπή πρέπει να εγκρίνει αυτά τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών κανόνων για να τους προσδώσει δεσμευτική νομική ισχύ. Τα σχέδια αυτά πρέπει να υπόκεινται σε τροποποίηση μόνο σε πολύ περιορισμένες και εξαιρετικές περιπτώσεις, υπό την προϋπόθεση ότι η Αρχή είναι αυτή που βρίσκεται σε στενή επαφή με τις χρηματοπιστωτικές αγορές και λαμβανομένης υπόψη της καθημερινής εργασίας τους. Υπόκεινται σε τροποποίηση, για παράδειγμα, εάν τα σχέδια ρυθμιστικών κανόνων είναι ασυμβίβαστα με το δίκαιο της Ένωσης, δεν τηρούν την αρχή της αναλογικότητας ή αντιβαίνουν στις θεμελιώδεις αρχές της εσωτερικής αγοράς για τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες όπως αυτές αντικατοπτρίζονται στο κεκτημένο της ενωσιακής νομοθεσίας στον εν λόγω τομέα. Η Επιτροπή δεν θα πρέπει να τροποποιεί το περιεχόμενο των τεχνικών κανόνων της Αρχής χωρίς προηγούμενο συντονισμό με την Αρχή. Για να εξασφαλίσει ομαλή και ταχεία διαδικασία έγκρισης των κανόνων αυτών, η Επιτροπή πρέπει να υπόκειται σε χρονικό περιορισμό όσον αφορά την εγκριτική της απόφαση.

    (15α)

    Η Επιτροπή πρέπει επίσης να έχει εξουσία να εφαρμόζει νομικές πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 291 ΣΛΕΕ.

    (15β)

    Οι ρυθμιστικοί τεχνικοί κανόνες και οι τεχνικοί κανόνες εφαρμογής πρέπει να λαμβάνουν υπόψη την αρχή της αναλογικότητας, π.χ. οι απαιτήσεις των εν λόγω κανόνων πρέπει να είναι ανάλογες προς τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των κινδύνων που είναι εγγενείς της επιχειρηματικής δραστηριότητας των σχετικών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων.

    (16)

    Σε τομείς που δεν καλύπτονται από ρυθμιστικούς τεχνικούς κανόνες, η Αρχή πρέπει να έχει την εξουσία να εκδίδει ▐ κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις σχετικά με την εφαρμογή της νομοθεσίας της Ένωσης . Για την εξασφάλιση διαφάνειας και την ενίσχυση της συμμόρφωσης των εθνικών εποπτικών αρχών με τις εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις, όταν οι εθνικές αρχές δεν συμμορφώνονται με τις εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις πρέπει να υποχρεούνται να αναφέρουν τους σχετικούς λόγους δημοσίως , προκειμένου να εξασφαλίζεται πλήρης διαφάνεια έναντι των συμμετεχόντων στην αγορά .

    (17)

    Η εξασφάλιση της ορθής και πλήρους εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης αποτελεί βασική προϋπόθεση για την ακεραιότητα, τη διαφάνεια, την αποδοτικότητα και την εύρυθμη λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών, για τη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος και για την εξασφάλιση ουδέτερων όρων ανταγωνισμού των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων στην Ένωση . Επομένως, πρέπει να δημιουργηθεί μηχανισμός μέσω του οποίου η Αρχή θα αντιμετωπίζει περιπτώσεις μη εφαρμογής ή εσφαλμένης ▐ εφαρμογής που αποτελούν κατά συνέπεια παραβίαση του ενωσιακού δικαίου . Ο μηχανισμός αυτός πρέπει να αφορά τομείς όπου η κοινοτική νομοθεσία ορίζει σαφείς και άνευ όρων υποχρεώσεις.

    (18)

    Για να καταστεί δυνατή η αναλογική αντίδραση σε περιπτώσεις εσφαλμένης ή ανεπαρκούς εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου, πρέπει να τεθεί σε εφαρμογή μηχανισμός με τρία στάδια. Σε πρώτο επίπεδο, η Αρχή πρέπει να έχει την εξουσία να διερευνά την ενδεχόμενη εσφαλμένη ή ανεπαρκή εφαρμογή υποχρεώσεων εκ του κοινοτικού δικαίου από τις εθνικές αρχές κατά την εποπτική πρακτική τους και να ολοκληρώνει την έρευνα με ▐ σύσταση. Εάν η αρμόδια εθνική αρχή δεν ακολουθήσει τη σύσταση, η Επιτροπή θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να εκδώσει επίσημη γνώμη στην οποία θα λαμβάνεται υπόψη η σύσταση της Αρχής, και θα απαιτεί από την αρμόδια αρχή να λάβει τα απαραίτητα μέτρα για συμμόρφωση με την ενωσιακή νομοθεσία.

    (19)

    Αν η εθνική αρχή δεν συμμορφωθεί με τη σύσταση εντός προθεσμίας οριζόμενης από την Αρχή, η Αρχή πρέπει ▐ να απευθύνει άνευ χρονοτριβής απόφαση προς την οικεία εθνική εποπτική αρχή, προκειμένου να εξασφαλίσει συμμόρφωση με το ενωσιακό δίκαιο, δημιουργώντας άμεσα νομικά αποτελέσματα, των οποίων είναι δυνατή η επίκληση ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων και αρχών και η επιβολή σύμφωνα με το άρθρο 258 ΣΛΕΕ .

    (20)

    Για την υπέρβαση εξαιρετικών καταστάσεων με έμμονη αδράνεια της οικείας αρμόδιας αρχής, η Αρχή πρέπει να έχει την εξουσία, ως έσχατη λύση, να εκδίδει αποφάσεις απευθυνόμενες σε μεμονωμένα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Η εξουσία αυτή πρέπει να περιορίζεται σε εξαιρετικές περιστάσεις στις οποίες η αρμόδια αρχή δεν συμμορφώνεται με την επίσημη γνώμη που της απευθύνεται και στις οποίες το ενωσιακό δίκαιο είναι άμεσα εφαρμόσιμο στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα δυνάμει ισχυόντων ή μελλοντικών κανονισμών της ΕΕ (33). Από την άποψη αυτή το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο αναμένουν την εφαρμογή του προγράμματος της Επιτροπής για το 2010 και συγκεκριμένα σ' ό, τι αφορά την πρόταση σχετικά με τη μεταρρύθμιση της οδηγίας για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις.

    (21)

    Οι σοβαρές απειλές για την εύρυθμη λειτουργία και ακεραιότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών ή για τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος στην Ευρωπαϊκή Ένωση απαιτούν ταχεία και εναρμονισμένη απόκριση σε επίπεδο Ένωσης . Επομένως, η Αρχή πρέπει να μπορεί να ζητεί από τις εθνικές εποπτικές αρχές να προβαίνουν σε συγκεκριμένες ενέργειες για την αντιμετώπιση κατάστασης έκτακτης ανάγκης. Δεδομένης της ευαίσθητης φύσης του θέματος, την εξουσία για να ορισθεί ότι υφίσταται κατάσταση έκτακτης ανάγκης πρέπει να ασκεί η Επιτροπή με δική της πρωτοβουλία ή μετά από αίτημα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου , του ΕΣΣΚ ή της Αρχής . Εάν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, το ΕΣΣΚ ή η Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (ΕΕΑ) θεωρήσουν ότι η επίκειται κατάσταση έκτακτης ανάγκης, έρχονται σε επαφή με την Επιτροπή. Κατά τη διαδικασία αυτή, είναι υψίστης σημασίας η διασφάλιση εμπιστευτικότητας. Εάν η Επιτροπή ορίσει την ύπαρξη κατάστασης έκτακτης ανάγκης, ενημερώνει δεόντως το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

    (22)

    Προκειμένου να εξασφαλιστούν η αποδοτική και αποτελεσματική εποπτεία και η ισόρροπη εξέταση των θέσεων των αρμόδιων αρχών σε διάφορα κράτη μέλη, η Αρχή πρέπει να είναι σε θέση να ρυθμίζει διαφωνίες μεταξύ αυτών των αρμόδιων αρχών με δεσμευτικό τρόπο, συμπεριλαμβανομένων των σωμάτων εποπτών. Πρέπει να προβλέπεται ένα στάδιο συμβιβασμού, κατά το οποίο οι αρμόδιες αρχές μπορούν να καταλήξουν σε συμφωνία. Σε περίπτωση μη επίτευξης συμφωνίας, η Αρχή μπορεί να ζητά από τις συγκεκριμένες αρμόδιες αρχές να προβούν σε συγκεκριμένες ενέργειες ή να αποφύγουν την ανάληψη ενεργειών προκειμένου να διευθετηθεί το ζήτημα και να εξασφαλιστεί συμμόρφωση προς την ενωσιακή νομοθεσία, με δεσμευτικές επιπτώσεις για τις συγκεκριμένες αρμόδιες αρχές. Σε περίπτωση παράλειψης των οικείων εθνικών εποπτικών αρχών, η Αρχή θα έχει την εξουσία να εκδώσει, ως έσχατη λύση, αποφάσεις απευθυνόμενες άμεσα στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα για τομείς του ενωσιακού δικαίου οι οποίοι ισχύουν άμεσα γι’ αυτά.

    (22α)

    Η κρίση απέδειξε ότι η απλή συνεργασία μεταξύ εθνικών αρχών των οποίων η περιοχή αρμοδιότητας τελειώνει στα εθνικά σύνορα είναι σαφώς ακατάλληλη για την εποπτεία χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων που λειτουργούν διασυνοριακά.

    (22β)

    Επιπλέον, «οι σημερινές διευθετήσεις, που συνδυάζουν κλαδικά δικαιώματα διαβατηρίου, εποπτεία από τη χώρα καταγωγής και αμιγώς εθνική ασφάλιση καταθέσεων, δεν αποτελούν υγιή βάση για τη μελλοντική ρύθμιση και εποπτεία των ευρωπαϊκών διασυνοριακών τραπεζών λιανικής» (έκθεση Turner).

    (22γ)

    Όπως καταλήγει η έκθεση Turner, «υγιέστερες διευθετήσεις απαιτούν είτε αυξημένες εθνικές εξουσίες, πράγμα που συνεπάγεται μια λιγότερο ανοιχτή ενιαία αγορά, είτε μεγαλύτερο βαθμό ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης».

    (22δ)

    Η «εθνική» λύση συνεπάγεται να δοθεί στη χώρα υποδοχής το δικαίωμα να υποχρεώσει τα ξένα ιδρύματα να ενεργούν μόνο μέσω θυγατρικών και όχι μέσω υποκαταστημάτων, καθώς και να επιβλέπει το κεφάλαιο και τη ρευστότητα των τραπεζών που δραστηριοποιούνται στη χώρα αυτή, πράγμα που θα σήμαινε περισσότερο προστατευτισμό.

    (22ε)

    Η «ευρωπαϊκή» λύση ζητεί την ενδυνάμωση της Αρχής στο Σώμα Εποπτών και την ενίσχυση της εποπτείας των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων που αποτελούν συστημικό κίνδυνο.

    (23)

    Τα σώματα εποπτών παίζουν σημαντικό ρόλο στην αποδοτική, αποτελεσματική και συνεπή εποπτεία των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων που λειτουργούν διασυνοριακά. Η Αρχή πρέπει να ενεργεί ως επικεφαλής και να έχει πλήρη δικαιώματα συμμετοχής στα σώματα εποπτών, με στόχο την ομοιόμορφη λειτουργία της διαδικασίας ανταλλαγής πληροφοριών στα σώματα και την ενίσχυση της σύγκλισης και της συνέπειας στα σώματα όσον αφορά την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης . Όπως αναφέρει η έκθεση de Larosière, «οι στρεβλώσεις του ανταγωνισμού και το ρυθμιστικό αρμπιτράζ που προκύπτουν από τις αποκλίνουσες εποπτικές πρακτικές πρέπει να αποφεύγονται, επειδή μπορούν να υπονομεύσουν τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα – μεταξύ άλλων ενθαρρύνοντας μια μετατόπιση χρηματοπιστωτικής δραστηριότητας προς τις χώρες με χαλαρή εποπτεία. Το εποπτικό σύστημα πρέπει να εκλαμβάνεται ως δίκαιο και ισορροπημένο».

    (23α)

    Η Αρχή και οι εθνικοί επόπτες πρέπει να ενισχύσουν την εποπτεία των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων που πληρούν τα κριτήρια συστημικού κινδύνου στο βαθμό που αυτά μπορούν να θέσουν σε κίνδυνο τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος της Ένωσης και να βλάψουν την πραγματική οικονομία.

    (23β)

    Τα κριτήρια συστημικού κινδύνου πρέπει να προσδιοριστούν, λαμβάνοντας υπόψη τα διεθνή πρότυπα και ιδίως τα πρότυπα που έχουν θεσπίσει το Συμβούλιο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, η Διεθνής Ένωση Αρχών Ασφαλιστικής Εποπτείας και η G20. Η αλληλοσύνδεση, η δυνατότητα υποκατάστασης και ο χρόνος είναι τα πλέον κοινόχρηστα κριτήρια για τον προσδιορισμό των συστημικών κινδύνων.

    (23γ)

    Πρέπει να προβλεφθεί ένα πλαίσιο για την εξυγίανση των ιδρυμάτων που αντιμετωπίζουν προβλήματα με σκοπό τη σταθεροποίηση και εκκαθάρισή τους καθώς «έχει αποδειχθεί με σαφή τρόπο ότι σε περίοδο τραπεζικής κρίσης είναι υψηλοί οι κίνδυνοι για την κυβέρνηση και την κοινωνία γενικότερα διότι μια τέτοια κατάσταση έχει τη δυνατότητα να διακυβεύσει τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και την πραγματική οικονομία» (έκθεση Larosière). Η Επιτροπή πρέπει να διατυπώσει κατάλληλες προτάσεις για την θέσπιση ενός νέου πλαισίου διαχείρισης της χρηματοπιστωτικής κρίσης. Τα κύρια στοιχεία διαχείριση μιας κρίσης είναι ένα κοινό σύνολο κανόνων και μηχανισμών χρηματοπιστωτικής εξυγίανσης (εκτέλεση και χρηματοδότηση προς αντιμετώπιση της κρίσης μεγάλων, διασυνοριακών και/ή συστημικών ιδρυμάτων).

    (23δ)

    Προκειμένου να εξασφαλιστεί η συνυπευθυνότητα των διασυνοριακών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, να προστατευθούν τα συμφέροντα των καταθετών της Ένωσης και να μειωθεί το κόστος μιας συστημικής χρηματοπιστωτικής κρίσης για τους φορολογουμένους, πρέπει να συγκροτηθεί Ευρωπαϊκό Ταμείο Εγγύησης των Καταθέσεων. Ένα ταμείο σε επίπεδο Ένωσης φαίνεται να είναι ο πλέον αποτελεσματικός τρόπος για την προστασία των συμφερόντων των καταθετών και το καλύτερο όπλο κατά των στρεβλώσεων του ανταγωνισμού. Είναι ωστόσο προφανές ότι οι προσεγγίσεις της ΕΕ είναι πιο περίπλοκες και κάποιες άλλες επιχειρούν να διατηρήσουν τα εθνικά τους συστήματα. Επομένως, η Αρχή πρέπει τουλάχιστον να εναρμονίσει τα πλέον σημαντικά χαρακτηριστικά των εθνικών συστημάτων. Πρέπει επίσης να εξασφαλίσει ότι τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα καλούνται να πληρώσουν σε ένα μόνο σύστημα.

    (23ε)

    Το Ευρωπαϊκό Ταμείο Σταθερότητας Κινητών Αξιών και Αγορών πρέπει να χρηματοδοτεί την ομαλή εκκαθάριση ή τις παρεμβάσεις για την διάσωση χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων που αντιμετωπίζουν προβλήματα, όταν αυτά μπορούν να απειλήσουν τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα της ενιαίας χρηματοπιστωτικής αγοράς της Ένωσης. Το Ταμείο πρέπει να χρηματοδοτείται μέσω επαρκών συνεισφορών από τον χρηματοπιστωτικό τομέα. Οι συνεισφορές στο Ταμείο πρέπει να αντικαταστήσουν τις συνεισφορές προς τα εθνικά ταμεία παρόμοιου χαρακτήρα.

    (24)

    Η ανάθεση καθηκόντων και αρμοδιοτήτων μπορεί να αποτελέσει χρήσιμο μέσο στη λειτουργία του δικτύου εποπτικών αρχών, προκειμένου να μειωθεί η άσκοπη επανάληψη εποπτικών εργασιών, να ενισχυθεί η συνεργασία και με τον τρόπο αυτό να γίνει περισσότερο ομοιόμορφη η διαδικασία εποπτείας, καθώς επίσης να μειωθεί ο φόρτος που επιβαρύνει τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και κυρίως τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που δεν έχουν ενωσιακή διάσταση . Συνεπώς, ο κανονισμός πρέπει παράσχει σαφή νομική βάση για την ανάθεση αυτή. Ανάθεση καθηκόντων σημαίνει ότι ασκούνται καθήκοντα από άλλη εποπτική αρχή στη θέση της αρμόδιας, ενώ την ευθύνη για τις εποπτικές αποφάσεις εξακολουθεί να φέρει η αναθέτουσα αρχή. Κατά την ανάθεση αρμοδιοτήτων, μια εθνική εποπτική αρχή, η εξουσιοδοτούμενη, πρέπει να μπορεί να λαμβάνει αποφάσεις για ορισμένο εποπτικό θέμα η ίδια, στη θέση της Αρχής ή στη θέση κάποιας άλλης εθνικής εποπτικής αρχής. Οι αναθέσεις πρέπει να διέπονται από την αρχή της ανάθεσης εποπτικής αρμοδιότητας σε εποπτική αρχή που είναι σε θέση να προβεί σε ενέργειες σχετικές με το θέμα. Η ανακατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ εθνικών εποπτικών αρχών θα ήταν σκόπιμη, παραδείγματος χάρη για λόγους οικονομιών κλίμακας ή πεδίου, συνοχής στην εποπτεία ομίλων και βέλτιστης χρήσης τεχνικής πείρας. Η συναφής ενωσιακή νομοθεσία μπορεί να εξειδικεύσει περαιτέρω τις αρχές για την ανακατανομή αρμοδιοτήτων κατόπιν συμφωνίας. Η Αρχή πρέπει να διευκολύνει και να παρακολουθεί τις συμφωνίες ανάθεσης μεταξύ εθνικών εποπτικών αρχών με κάθε πρόσφορο μέσο. Πρέπει να είναι ενήμερη εκ των προτέρων σχετικά με την πρόθεση σύναψης συμφωνιών ανάθεσης, ώστε να είναι σε θέση να εκφέρει άποψη σε περίπτωση που χρειαστεί. Πρέπει να προβαίνει κεντρικά στη δημοσιοποίηση των εν λόγω συμφωνιών, ώστε να εξασφαλίζεται η έγκαιρη, διαφανής πληροφόρηση, με εύκολη πρόσβαση όλων των ενδιαφερόμενων μερών στις πληροφορίες σχετικά με τις συμφωνίες. Πρέπει να προσδιορίζει και να διαδίδει βέλτιστες πρακτικές όσον αφορά την ανάθεση και τις συμφωνίες ανάθεσης.

    (25)

    Η Αρχή πρέπει να υποστηρίζει ενεργά την εποπτική σύγκλιση σε όλη την Ένωση , με στόχο την ανάπτυξη κοινής εποπτικής νοοτροπίας.

    (26)

    Οι ομότιμες αξιολογήσεις αποτελούν αποδοτικό και αποτελεσματικό εργαλείο για την ενίσχυση της συνέπειας εντός του δικτύου των χρηματοπιστωτικών εποπτικών αρχών. Η Αρχή πρέπει επομένως να αναπτύξει το μεθοδολογικό πλαίσιο για τις εν λόγω αξιολογήσεις και να τις διεξάγει τακτικά. Οι αξιολογήσεις πρέπει να εστιάζουν όχι μόνο στη σύγκλιση των εποπτικών πρακτικών, αλλά και στην ικανότητα των εποπτικών αρχών να επιτυγχάνουν εποπτικά αποτελέσματα υψηλής ποιότητας καθώς επίσης στην ανεξαρτησία των αρμόδιων αρχών. Το αποτέλεσμα των αξιολογήσεων από ομοτίμους πρέπει να δημοσιοποιείται και οι βέλτιστες πρακτικές πρέπει να προσδιορίζονται και να δημοσιοποιούνται.

    (27)

    Η Αρχή πρέπει να προάγει ενεργά μια συντονισμένη εποπτική απόκριση της Ένωσης , ειδικά να εξασφαλίζει την εύρυθμη λειτουργία και την ακεραιότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών ή τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος στην Ευρωπαϊκή Ένωση . Συνεπώς, επιπροσθέτως προς τις εξουσίες της για δράση σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης, πρέπει να της ανατεθεί μια γενική λειτουργία συντονισμού στο πλαίσιο του ΕΣΧΕ . Οι δράσεις της Αρχής πρέπει να εστιάζουν ιδιαίτερα στην ομαλή ροή όλων των συναφών πληροφοριών μεταξύ των αρμοδίων αρχών.

    (28)

    Προκειμένου να εξασφαλιστεί η χρηματοπιστωτική σταθερότητα, είναι απαραίτητο να εντοπιστούν εξ αρχής οι τάσεις, οι δυνητικοί κίνδυνοι και τα τρωτά σημεία που απορρέουν από το μικροπροληπτικό επίπεδο, διασυνοριακά και διατομεακά. Η Αρχή πρέπει να παρακολουθεί και να αξιολογεί τις εν λόγω εξελίξεις στον τομέα αρμοδιότητάς της και, αν κρίνει σκόπιμο, να ενημερώνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Επιτροπή, τις άλλες Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές και το ΕΣΣΚ σε τακτική βάση και, αν είναι απαραίτητο, για συγκεκριμένη περίπτωση. Επίσης η Αρχή πρέπει να δρομολογεί και να συντονίζει προσομοιώσεις αντίξοων καταστάσεων σε επίπεδο Ένωσης για να αξιολογεί την αντοχή των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων υπό αντίξοες εξελίξεις της αγοράς, εξασφαλίζοντας για τις εν λόγω προσομοιώσεις την εφαρμογή όσο το δυνατόν συνεκτικότερης μεθοδολογίας σε εθνικό επίπεδο. Για την ορθή εκτέλεση των καθηκόντων της, η Αρχή πρέπει να προβαίνει σε οικονομικές αναλύσεις των αγορών και του αντίκτυπου των ενδεχόμενων εξελίξεων σε αυτές.

    (29)

    Με δεδομένα την παγκοσμιοποίηση των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών και την αυξημένη σημασία των διεθνών κανόνων, η Αρχή πρέπει να εκπροσωπεί την Ευρωπαϊκή Ένωση όσον αφορά τον διάλογο και τη συνεργασία με τις εποπτικές αρχές τρίτων χωρών .

    (30)

    Η Αρχή πρέπει να αποτελεί ανεξάρτητο συμβουλευτικό όργανο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής στον τομέα της αρμοδιότητάς της. Πρέπει να μπορεί να γνωμοδοτεί κατά την προληπτική αξιολόγηση συγχωνεύσεων και εξαγορών σύμφωνα με την οδηγία 2004/39/ΕΚ, όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 2007/44/ΕΚ (34).

    (31)

    Για την αποτελεσματική εκπλήρωση των καθηκόντων της, η Αρχή πρέπει να έχει δικαίωμα να ζητεί όλες τις απαραίτητες πληροφορίες σχετικά με την προληπτική εποπτεία . Προκειμένου να αποφευχθεί η επικάλυψη υποχρεώσεων υποβολής εκθέσεων για τους συμμετέχοντες στις χρηματοπιστωτικές αγορές, κανονικά τις πληροφορίες αυτές πρέπει να τις παρέχουν οι εθνικές εποπτικές αρχές που βρίσκονται πλησιέστερα στις χρηματοπιστωτικές αγορές και συμμετέχοντες στις χρηματοπιστωτικές αγορές, και να λαμβάνουν υπόψη τα ήδη υφιστάμενα στατιστικά στοιχεία . Ωστόσο, ως έσχατη λύση , η Αρχή πρέπει να μπορεί να απευθύνει δεόντως αιτιολογημένο αίτημα για πληροφορίες απευθείας σε συμμετέχοντες στις χρηματοπιστωτικές αγορές σε περιπτώσεις κατά τις οποίες κάποια αρμόδια εθνική αρχή δεν παρέχει ή δεν μπορεί να παράσχει έγκαιρα τις εν λόγω πληροφορίες. Οι αρχές των κρατών μελών πρέπει να είναι υποχρεωμένες να συνεπικουρούν την Αρχή στην επιβολή όσον αφορά τα εν λόγω άμεσα αιτήματα. Στο πλαίσιο αυτό, είναι ουσιαστικό να προβλεφθούν ενιαία μορφότυπα υποβολής εκθέσεων.

    (31α)

    Τα μέτρα για τη συλλογή πληροφοριών πρέπει να λαμβάνονται υπό την επιφύλαξη του νομικού πλαισίου του Ευρωπαϊκού Στατιστικού Συστήματος (ΕΣΣ) και του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ) στον τομέα της στατιστικής. Ο παρών κανονισμός δεν θίγει επομένως τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 223/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαρτίου 2009 σχετικά με τις ευρωπαϊκές στατιστικές (35) και τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2533/98 του Συμβουλίου της 23ης Νοεμβρίου 1998 σχετικά με τη συλλογή στατιστικών πληροφοριών από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (36).

    (32)

    Για να είναι πλήρως αποτελεσματική η λειτουργία του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου και για την παρακολούθηση της συνέχειας των προειδοποιήσεων και των συστάσεών του, έχει ουσιώδη σημασία η στενή συνεργασία μεταξύ της Αρχής και του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου. Η Αρχή και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου πρέπει να ανταλλάσσουν όλες τις συναφείς πληροφορίες. Δεδομένα σχετιζόμενα με μεμονωμένες επιχειρήσεις πρέπει να παρέχονται μόνο κατόπιν αιτιολογημένου αιτήματος. Όταν η Αρχή ή κάποια εθνική εποπτική αρχή λάβει προειδοποιήσεις ή συστάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου, η Αρχή πρέπει να ▐ εξασφαλίζει την παρακολούθηση της συνέχειας.

    (33)

    ▐ Η Αρχή πρέπει να διαβουλεύεται με ενδιαφερόμενα μέρη για ρυθμιστικούς κανόνες, κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις και να τους παρέχει εύλογη ευκαιρία να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους για τα προτεινόμενα μέτρα. Πριν από την έγκριση των σχεδίων ρυθμιστικών κανόνων, κατευθυντήριων γραμμών και συστάσεων, η Αρχή πρέπει να διεξάγει μελέτη αντικτύπου. Για λόγους αποδοτικότητας, πρέπει να συσταθεί ομάδα συμφεροντούχων κινητών αξιών και αγορών, η οποία θα εκπροσωπεί στη σωστή αναλογία τους συμμετέχοντες στις χρηματοπιστωτικές αγορές της Ένωσης ( αντιπροσωπεύοντας τα ποικίλα μοντέλα και μεγέθη των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων , συμπεριλαμβανομένων, κατά περίπτωση, θεσμικών επενδυτών και λοιπών χρηματοπιστωτικών οργανισμών που χρησιμοποιούν και οι ίδιοι χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες), τις ΜΜΕ, τις συνδικαλιστικές ενώσεις, την ακαδημαϊκή κοινότητα και τους καταναλωτές και τους χρήστες των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, συμπεριλαμβανομένων των ΜΜΕ. Η ομάδα συμφεροντούχων κινητών αξιών και αγορών πρέπει να εργάζεται δραστήρια ως διεπαφή με άλλες ομάδες χρηστών στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, οι οποίες έχουν συσταθεί από την Επιτροπή ή σύμφωνα με την ενωσιακή νομοθεσία.

    (33α)

    Οι μη κερδοσκοπικές οργανώσεις, σε αντίθεση με τους εκπροσώπους του κλάδου που διαθέτουν καλή χρηματοδότηση και καλές διασυνδέσεις, περιθωριοποιούνται στο πλαίσιο του διαλόγου σχετικά με το μέλλον των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών και στο πλαίσιο της αντίστοιχης διαδικασίας λήψης αποφάσεων. Αυτό το μειονέκτημα θα πρέπει να αντισταθμιστεί με επαρκή χρηματοδότηση των εκπροσώπων τους στην ομάδα συμφεροντούχων κινητών αξιών και αγορών.

    (34)

    Την κύρια ευθύνη της εξασφάλισης συντονισμένης διαχείρισης κρίσεων και της διατήρησης της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας σε καταστάσεις κρίσεων, ιδίως όταν πρόκειται για τη σταθεροποίηση μεμονωμένων συμμετεχόντων στις χρηματοπιστωτικές αγορές που αντιμετωπίζουν δυσκολίες και τη λήψη σχετικών αποφάσεων, φέρουν τα κράτη μέλη. Οι δράσεις τους θα πρέπει να συντονίζονται στενά με το πλαίσιο και τις αρχές της ΟΝΕ. Τα μέτρα της Αρχής σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης ή διευθέτησης κρίσεων τα οποία επηρεάζουν τη σταθερότητα κάποιου χρηματοπιστωτικού ιδρύματος δεν πρέπει να προσκρούουν σημαντικά στις δημοσιονομικές αρμοδιότητες κρατών μελών. Πρέπει να δημιουργηθεί μηχανισμός μέσω του οποίου τα κράτη μέλη θα μπορούν να επικαλεστούν αυτή τη διασφάλιση και τελικά να φέρουν το θέμα ενώπιον του Συμβουλίου για τη λήψη απόφασης. Δεδομένων των ιδιαίτερων αρμοδιοτήτων των κρατών μελών στο θέμα αυτό, είναι σκόπιμο να αναλάβει σχετικά κάποιο ρόλο το Συμβούλιο.

    (34α)

    Εντός τριών ετών από την έναρξη ισχύος κανονισμού που θεσπίζει αυτόν τον μηχανισμό, η Επιτροπή ορίζει με βάση την κτηθείσα πείρα σαφείς και αυστηρές οδηγίες σε επίπεδο Ένωσης σχετικά με το πότε ενεργοποιείται από τα κράτη μέλη η ρήτρα διασφάλισης. Η χρησιμοποίηση της ρήτρας διασφάλισης από τα κράτη μέλη πρέπει να εκτιμηθεί σε σχέση με αυτή την καθοδήγηση.

    (34β)

    Με την επιφύλαξη των ειδικών αρμοδιοτήτων των κρατών μελών σε καταστάσεις κρίσης, εάν ένα κράτος μέλος επιλέξει να επικαλεσθεί τη διασφάλιση, πρέπει να ενημερώσει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο συγχρόνως με την Αρχή, το Συμβούλιο και την Επιτροπή. Επιπλέον, το κράτος μέλος πρέπει να εξηγήσει τους λόγους που το ώθησαν να επικαλεσθεί τη διασφάλιση. Η Αρχή πρέπει, σε συνεργασία με την Επιτροπή, να καθορίζει τις περαιτέρω ενέργειες.

    (35)

    Στο πλαίσιο των διαδικασιών της για τη λήψη αποφάσεων, η Αρχή πρέπει να δεσμεύεται από τους κοινοτικούς κανόνες και τις γενικές αρχές για την ορθή μεθοδολογία και τη διαφάνεια. Πρέπει να γίνεται πλήρως σεβαστό το δικαίωμα ακρόασης για τους αποδέκτες των αποφάσεων της Αρχής. Οι πράξεις της Αρχής αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του ενωσιακού δικαίου.

    (36)

    Το κύριο όργανο λήψης αποφάσεων της Αρχής πρέπει να είναι ένα συμβούλιο εποπτών, συγκροτούμενο από τους επικεφαλής κάθε οικείας αρμόδιας αρχής στα κράτη μέλη και το οποίο προεδρεύεται από τον πρόεδρο της Αρχής. Οι αντιπρόσωποι της Επιτροπής, του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου και της ▐ Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων και της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών πρέπει να συμμετέχουν ως παρατηρητές. Τα μέλη του συμβουλίου εποπτών πρέπει να ενεργούν ανεξάρτητα και μόνο υπέρ του συμφέροντος της Ένωσης . Για ενέργειες γενικής φύσεως, περιλαμβανομένων των σχετιζόμενων με την έκδοση ρυθμιστικών τεχνικών κανόνων, κατευθυντηρίων γραμμών και συστάσεων, καθώς και θεμάτων προϋπολογισμού, πρέπει να ισχύουν οι κανόνες για την ειδική πλειοψηφία, όπως ορίζονται στο άρθρο 16 ΣΛΕΕ , ενώ για όλες τις άλλες αποφάσεις πρέπει να ισχύει απλή πλειοψηφία των μελών. Οι περιπτώσεις που αφορούν τη ρύθμιση διαφωνιών μεταξύ εθνικών εποπτικών αρχών πρέπει να εξετάζονται σε κλειστό κύκλο.

    (36α)

    Κατά γενικό κανόνα, το συμβούλιο εποπτών πρέπει να λαμβάνει αποφάσεις με απλή πλειοψηφία σύμφωνα με την αρχή «ένα άτομο μία ψήφος». Ωστόσο, για ενέργειες σχετιζόμενες με την έκδοση τεχνικών κανόνων, κατευθυντηρίων γραμμών και συστάσεων, καθώς και θεμάτων προϋπολογισμού, πρέπει να ισχύουν οι κανόνες για την ειδική πλειοψηφία, όπως ορίζονται στη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση, στη ΣΛΕΕ και στο Πρωτόκολλο (αριθ. 36) για τις μεταβατικές διατάξεις που προσαρτάται σε αυτές. Οι περιπτώσεις που αφορούν τη ρύθμιση διαφωνιών μεταξύ εθνικών εποπτικών αρχών πρέπει να εξετάζονται σε κλειστή, αντικειμενική ομάδα, απαρτιζόμενη από μέλη που δεν είναι αντιπρόσωποι των αρμοδίων αρχών που είναι μέρη της διαφωνίας και δεν έχουν κανένα συμφέρον στη διένεξη αυτή ή άμεσους δεσμούς με τις σχετικές αρμόδιες αρχές. Η σύνθεση της ομάδας πρέπει να είναι δεόντως ισορροπημένη. Η απόφαση που λαμβάνεται από την ομάδα πρέπει να εγκρίνεται από το συμβούλιο εποπτών με απλή πλειοψηφία σύμφωνα με την αρχή της μιας ψήφου για κάθε μέλος. Ωστόσο, όσον αφορά αποφάσεις που λαμβάνονται από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας, η απόφαση που προτείνει η ομάδα θα μπορούσε να απορριφθεί από μέλη που αντιπροσωπεύουν μειοψηφία αρνησικυρίας των ψήφων όπως ορίζεται στο άρθρο 16 παράγραφος 4 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και στο άρθρο 3 του Πρωτοκόλλου αριθ. 36 σχετικά με τις μεταβατικές διατάξεις που προσαρτάται στην Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και στη ΣΛΕΕ.

    (37)

    Το διοικητικό συμβούλιο, συγκροτούμενο από τον πρόεδρο της Αρχής, αντιπροσώπους των εθνικών εποπτικών αρχών και της Επιτροπής, πρέπει να εξασφαλίσει ότι η Αρχή φέρει εις πέρας την αποστολή της και επιτελεί τις εργασίες που της έχουν ανατεθεί. Στο διοικητικό συμβούλιο πρέπει να δοθούν οι απαραίτητες εξουσίες ώστε, μεταξύ άλλων, να προτείνει το ετήσιο και πολυετές πρόγραμμα εργασίας, να ασκεί ορισμένες εξουσίες σχετικές με τον προϋπολογισμό, να εγκρίνει το σχέδιο πολιτικής προσωπικού των Αρχών, να εγκρίνει ειδικές διατάξεις σχετικά με το δικαίωμα πρόσβασης σε έγγραφα και να εγκρίνει την ετήσια έκθεση.

    (38)

    Την Αρχή πρέπει να εκπροσωπεί με πλήρη απασχόληση ο πρόεδρος, τον οποίο επιλέγει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μετά από ανοιχτό διαγωνισμό υπό τη διαχείριση της Επιτροπής και την επακόλουθη κατάρτιση καταλόγου τελικής επιλογής από την Επιτροπή. Η διοίκηση της Αρχής πρέπει να ανατεθεί σε εκτελεστικό διευθυντή, ο οποίος πρέπει να έχει δικαίωμα να συμμετέχει στις συνεδριάσεις του συμβουλίου εποπτών και του διοικητικού συμβουλίου, χωρίς δικαίωμα ψήφου.

    (39)

    Προκειμένου να εξασφαλιστεί διατομεακώς η συνεκτικότητα των δραστηριοτήτων των Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών, οι αρχές αυτές πρέπει να συντονίζονται σχολαστικά μέσω της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Μικτή Επιτροπή) (η «Μικτή Επιτροπή») και να καταλήγουν σε κοινές θέσεις, εφόσον είναι σκόπιμο. Η Μικτή Επιτροπή Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών πρέπει να συντονίζει τις λειτουργίες των τριών Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών σε σχέση με τους χρηματοπιστωτικούς ομίλους ετερογενών δραστηριοτήτων. Όταν κρίνεται σκόπιμο, οι πράξεις που εμπίπτουν επίσης στον τομέα αρμοδιότητας της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής ( Ασφαλίσεις και Επαγγελματικές Συντάξεις ) ή της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής ( Τράπεζες ) πρέπει να εγκρίνονται εκ παραλλήλου από τις οικείες Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές. Η Μικτή Επιτροπή θα πρέπει να προεδρεύεται για δωδεκάμηνη περίοδο εκ περιτροπής από τους προέδρους των τριών Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών. Ο Πρόεδρος της Μικτής Επιτροπής πρέπει να είναι ένας Αντιπρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου. Η Μικτή Επιτροπή πρέπει να διαθέτει μόνιμη Γραμματεία, με προσωπικό που θα προέρχεται από απόσπαση από τις τρεις Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές, προκειμένου να είναι δυνατή η ανεπίσημη ανταλλαγή πληροφοριών και η ανάπτυξη μιας κοινής πολιτισμικής προσέγγισης μεταξύ των τριών Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών.

    (40)

    Είναι απαραίτητο να εξασφαλιστεί η δυνατότητα των μερών των θιγόμενων από αποφάσεις που εξέδωσε η Αρχή να προσφεύγουν στα ένδικα μέσα. Για την αποτελεσματική προστασία των δικαιωμάτων των μερών και για λόγους διαδικαστικής οικονομίας, στις περιπτώσεις που η Αρχή έχει εξουσίες λήψης αποφάσεων πρέπει να παραχωρείται στα μέρη δικαίωμα προσφυγής στο συμβούλιο προσφυγών. Για λόγους αποδοτικότητας και συνέπειας, το συμβούλιο προσφυγών πρέπει να είναι κοινό όργανο των τριών Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών, ανεξάρτητο από τους διοικητικούς και ρυθμιστικούς τους μηχανισμούς. Η απόφαση του συμβουλίου προσφυγών πρέπει να υπόκειται σε προσφυγή ενώπιον του Πρωτοδικείου και του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

    (41)

    Προκειμένου να εξασφαλιστεί η πλήρης αυτονομία και ανεξαρτησία της Αρχής, πρέπει να τεθεί στη διάθεσή της αυτόνομος προϋπολογισμός με έσοδα προερχόμενα κυρίως από υποχρεωτικές εισφορές εθνικών εποπτικών αρχών και από το γενικό προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης μέσω ξεχωριστού κονδυλίου του προϋπολογισμού . Η χρηματοδότηση της Αρχής από την Ένωση υπόκειται στην επίτευξη συμφωνίας από την αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή σύμφωνα με το σημείο 47 της διοργανικής συμφωνίας της 17ης Μαΐου 2006 μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής για τη δημοσιονομική πειθαρχία και τη χρηστή δημοσιονομική διαχείριση (37) (ΔΔ). Η δημοσιονομική διαδικασία της Ένωσης πρέπει να ισχύει όσον αφορά τη συνεισφορά της Ευρωπαϊκής Ένωσης . Ο λογιστικός έλεγχος πρέπει να ασκείται από το Ελεγκτικό Συνέδριο. Ο συνολικός προϋπολογισμός υπόκειται στη διαδικασία απαλλαγής.

    (42)

    Για την Αρχή πρέπει να ισχύει ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1073/1999 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Μαΐου 1999, σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) (38). Επίσης η Αρχή πρέπει να προσχωρήσει στη διοργανική συμφωνία της 25 Μαΐου 1999, μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων σχετικά με τις εσωτερικές έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) (39).

    (43)

    Προκειμένου να εξασφαλιστούν ανοικτές και διαφανείς συνθήκες απασχόλησης και ίση μεταχείριση του προσωπικού, για το προσωπικό της Αρχής πρέπει να ισχύει ο κανονισμός υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και το καθεστώς που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (40).

    (44)

    Έχει ουσιώδη σημασία η προστασία του επιχειρηματικού απορρήτου και άλλων απόρρητων πληροφοριών. Η εμπιστευτικότητα των πληροφοριών που διατίθενται στην Αρχή και ανταλλάσσονται στο δίκτυο πρέπει να υπόκειται σε αυστηρούς και αποτελεσματικούς κανόνες εμπιστευτικότητας .

    (45)

    Η προστασία των προσώπων όσον αφορά την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα διέπεται από την οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24 Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (41) και από τον κανονισμό (ΕΚ) αρ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18 Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (42), οι οποίοι ισχύουν πλήρως για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.

    (46)

    Προκειμένου να εξασφαλιστεί η διαφανής λειτουργία της Αρχής, πρέπει να ισχύει για την Αρχή ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (43).

    (47)

    Πρέπει να δοθεί στις χώρες που δεν είναι μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης η δυνατότητα συμμετοχής στις εργασίες της Αρχής, σύμφωνα με κατάλληλες συμφωνίες οι οποίες πρέπει να συναφθούν από την Ένωση .

    (48)

    Εφόσον οι στόχοι του παρόντος κανονισμού, δηλαδή η βελτίωση της λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς με τη διασφάλιση υψηλού επιπέδου, αποτελεσματικής και συνεπούς προληπτικής ρύθμισης και εποπτείας, η προστασία των καταθετών και των επενδυτών, η προστασία της ακεραιότητας, της αποδοτικότητας και της εύρυθμης λειτουργίας των χρηματοπιστωτικών αγορών, η διατήρηση της σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος και η ενίσχυση της διεθνούς εποπτικής συνεργασίας, δεν μπορεί να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη και, επομένως, λόγω της κλίμακας της δράσης, θα μπορούσε να επιτευχθούν καλύτερα σε ενωσιακό επίπεδο, η Ένωση μπορεί να θεσπίζει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, όπως ορίζεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση . Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, η οποία επίσης ορίζεται στο ίδιο άρθρο, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη των στόχων αυτών.

    (49)

    Η Αρχή αναλαμβάνει όλες τις εργασίες που βρίσκονται σε εξέλιξη και τις εξουσίες της Επιτροπής Ρυθμιστικών Αρχών των Αγορών Κινητών Αξιών. Κατά συνέπεια, η απόφαση αριθ. 2009/77/ΕΚ της Επιτροπής της 23 Ιανουαρίου 2009 για τη σύσταση της επιτροπής ευρωπαϊκών ρυθμιστικών αρχών των αγορών κινητών αξιών πρέπει να καταργηθεί, ενώ πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως η απόφαση αριθ. 716/2009/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Σεπτεμβρίου 2009 για τη θέσπιση ενός κοινοτικού προγράμματος για την υποστήριξη συγκεκριμένων δραστηριοτήτων στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, των χρηματοπιστωτικών εκθέσεων και του ελέγχου (44).

    (50)

    Είναι σκόπιμο να οριστεί χρονικό όριο για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι η Αρχή είναι επαρκώς προετοιμασμένη να αρχίσει να λειτουργεί, και να είναι βέβαιη η ομαλή μετάβαση από την Επιτροπή Ευρωπαϊκών Ρυθμιστικών Αρχών των Αγορών Κινητών Αξιών,

    ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

    ΣΥΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ

    Άρθρο 1

    Σύσταση και πεδίο δράσης

    1.   Με τον παρόντα κανονισμό συγκροτείται η Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών) («η Αρχή»).

    2.   Η Αρχή ενεργεί στο πλαίσιο των εξουσιών του παρόντος κανονισμού και στο πλαίσιο του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας 97/9/ΕΚ, οδηγίας 98/26/ΕΚ, οδηγίας 2001/34/ΕΚ, οδηγίας 2002/47/ΕΚ, οδηγίας 2002/87/ΕΚ, οδηγίας 2003/6/ΕΚ, οδηγίας 2003/71/ΕΚ, ▐ οδηγίας 2004/39/ΕΚ, οδηγίας 2004/109/ΕΚ, ▐ οδηγίας 2009/65/ΕΚ, και της οδηγίας 2006/49/ΕΚ ▐ με την επιφύλαξη της αρμοδιότητας της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής ( Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών ) όσον αφορά την προληπτική εποπτεία), ▐ οδηγίας … [μελλοντική οδηγία ΔΟΕΕ], και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1060/2009 , και, στο βαθμό που οι πράξεις αυτές εφαρμόζονται σε εταιρίες που παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες ή από τους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων που διαθέτουν στο κοινό μέσω της αγοράς μερίδια ή μετοχές τους και στις αρμόδιες αρχές που ασκούν την εποπτεία των ιδρυμάτων αυτών, στο πλαίσιο των σχετικών μερών της οδηγίας 2005/60/ΕΚ και της οδηγίας 2002/65/ΕΚ, συμπεριλαμβανομένων όλων των οδηγιών, των κανονισμών και των αποφάσεων που βασίζονται σε αυτές τις πράξεις, και κάθε άλλης νομοθετικής πράξης της Ένωσης με την οποία ανατίθενται καθήκοντα στην Αρχή.

    2α.     Η Αρχή ενεργεί επίσης στο πεδίο των δραστηριοτήτων που καλύπτονται από τη νομοθεσία στην οποία αναφέρεται η παράγραφος 2, συμπεριλαμβανομένων των θεμάτων περί εταιρικής διακυβέρνησης, ελέγχου και χρηματοπιστωτικών εκθέσεων, υπό τον όρο ότι οι εν λόγω δράσεις της Αρχής είναι αναγκαίες για την εξασφάλιση αποτελεσματικής και συνεπούς εφαρμογής της νομοθεσίας που αναφέρεται στην παράγραφο 2.

    3.   Οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού ισχύουν με την επιφύλαξη των εξουσιών της Επιτροπής, ιδίως με βάση τις διατάξεις του άρθρου 258 ΣΛΕΕ με σκοπό την εξασφάλιση της συμμόρφωσης προς το ενωσιακό δίκαιο.

    4.   Ο σκοπός της Αρχής είναι να προστατεύει το δημόσιο συμφέρον, συμμετέχοντας στην βραχυπρόθεσμη, μεσοπρόθεσμη και μακροπρόθεσμη σταθερότητα και αποδοτικότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος, για το καλό της οικονομίας της Ένωσης, των πολιτών της και των επιχειρήσεων . Η Αρχή συμβάλλει: (i) στη βελτίωση της λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς, και συγκεκριμένα ενός υγιούς , αποτελεσματικού και συνεκτικού επιπέδου ρύθμισης και εποπτείας, ▐ (iii) στην εξασφάλιση της ακεραιότητας, της διαφάνειας, της αποδοτικότητας και της εύρυθμης λειτουργίας των χρηματοπιστωτικών αγορών, (iv) ▐ στην ενίσχυση του διεθνούς εποπτικού συντονισμού, (v) στην αποτροπή του ρυθμιστικού αρμπιτράζ και τη συμβολή σε συνθήκες ανταγωνισμού επί ίσοις όροις, (vi) στην εξασφάλιση ορθής ρύθμισης και εποπτείας των επενδυτικών και λοιπών κινδύνων, και (vii) στην καλύτερη προστασία των καταναλωτών. Για τους λόγους αυτούς, η Αρχή πρέπει να συμβάλει στη διασφάλιση της συνεπούς, αποδοτικής και αποτελεσματικής εφαρμογής των νομοθετικών πράξεων της Ένωσης στις οποίες παραπέμπει η παράγραφος 2, ενισχύοντας την εποπτική σύγκλιση και γνωμοδοτώντας στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή, και πραγματοποιώντας οικονομικές αναλύσεις των αγορών για να προωθηθεί η επίτευξη των στόχων της Αρχής.

    Κατά την άσκηση των καθηκόντων που της ανατίθενται από τον παρόντα κανονισμό, η Αρχή δίδει ιδιαίτερη προσοχή στους συστημικούς κινδύνους που προέρχονται από τους συμμετέχοντες στην αγορά, διότι αν δεν το πράξει ενδέχεται να θιγεί η λειτουργία του χρηματοπιστωτικού συστήματος ή της πραγματικής οικονομίας.

    Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της, η Αρχή ενεργεί ανεξάρτητα και αντικειμενικά, αποκλειστικά προς το συμφέρον της Ένωσης.

    Άρθρο 1α

    Το Ευρωπαϊκό Σύστημα Χρηματοπιστωτικής Εποπτείας

    1.     Η Αρχή αποτελεί μέρος ενός Ευρωπαϊκού Συστήματος Χρηματοπιστωτικής Εποπτείας (ΕΣΧΕ). Κύριος στόχος του ΕΣΧΕ είναι να εξασφαλίζει την κατάλληλη εφαρμογή των κανόνων που ισχύουν για τον χρηματοπιστωτικό τομέα, να διατηρεί τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, να εξασφαλίζει την εμπιστοσύνη στο χρηματοπιστωτικό σύστημα στο σύνολό του και επαρκή προστασία των χρηστών χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών.

    2.     Το ΕΣΧΕ περιλαμβάνει:

    α)

    το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου, για τα καθήκοντα που ορίζονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. …/2010 (ΕΣΣΚ) και στον παρόντα κανονισμό·

    β)

    την Αρχή·

    γ)

    την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών) που θεσπίζει ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΚΑΑ]·

    δ)

    την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) που θεσπίζει ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΑΕΣ]·

    ε)

    την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Μικτή Επιτροπή) για την εκτέλεση των καθηκόντων που ορίζονται στα άρθρα 40 έως 43 («Μικτή Επιτροπή»)·

    στ)

    τις αρχές των κρατών μελών στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 2, παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΚΑΑ], του κανονισμό (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΑΕΣ] και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ.…/2010 [ΕΑΤ]·

    ζ)

    την Επιτροπή, για την εκτέλεση των καθηκόντων που αναφέρονται στα άρθρα 7 και 9.

    3.     Η Αρχή συνεργάζεται τακτικά και στενά με το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου καθώς και με την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ασφαλίσεις και Επαγγελματικές Συντάξεις) και την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Τράπεζες) μέσω της Μικτής Επιτροπής εξασφαλίζοντας τη διατομεακή συνέπεια των εργασιών και καταλήγοντας σε κοινές θέσεις στον τομέα της εποπτείας των χρηματοπιστωτικών ομίλων ετερογενών δραστηριοτήτων και σε άλλα διατομεακά θέματα.

    4.     Σύμφωνα με την αρχή της ειλικρινούς συνεργασίας δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, οι συμμετέχοντες στο ΕΣΧΕ συνεργάζονται με εμπιστοσύνη και πλήρη αμοιβαίο σεβασμό, και συγκεκριμένα εξασφαλίζουν τη ροή κατάλληλων και αξιόπιστων πληροφοριών μεταξύ τους.

    5.     Οι εποπτικές αρχές που μετέχουν στο ΕΣΧΕ υποχρεούνται εκ του νόμου να εποπτεύουν τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που λειτουργούν στην Ένωση, σύμφωνα με τις νομοθετικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2.

    Άρθρο 1β

    Οι Αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 1α, παράγραφος 2, λογοδοτούν στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

    Άρθρο 2

    Ορισμοί

    Για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

    (1)

    «συμμετέχων στις χρηματοπιστωτικές αγορές » σημαίνει οποιοδήποτε πρόσωπο σε σχέση με το οποίο εφαρμόζεται μια απαίτηση στη νομοθεσία που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 ή μια εθνική νομοθετική διάταξη που εφαρμόζει την εν λόγω κοινοτική νομοθεσία.

    (2)

    «αρμόδιες αρχές» σημαίνουν αρμόδιες αρχές ή/και εποπτικές αρχές όπως ορίζονται στη νομοθεσία που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 2. Όσον αφορά τις οδηγίες 2002/65/ΕΚ και 2005/60/ΕΚ, ως «αρμόδιες αρχές» νοούνται οι αρχές που είναι αρμόδιες να εξασφαλίζουν τη συμμόρφωση των πιστωτικών και χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων με τις απαιτήσεις των οδηγιών αυτών από τις εταιρίες που παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες και από τις επιχειρήσεις συλλογικών επενδύσεων που θέτουν σε εμπορία τα μερίδια ή τις μετοχές τους. Όσον αφορά τα συστήματα αποζημίωσης των επενδυτών, ως αρμόδιες αρχές νοούνται οι φορείς που διαχειρίζονται εθνικά συστήματα αποζημίωσης των επενδυτών σύμφωνα με την οδηγία 97/9/ΕΚ, ή στην περίπτωση που τη λειτουργία του συστήματος αποζημίωσης των επενδυτών τη διαχειρίζεται ιδιωτική εταιρεία, η δημόσια αρχή που έχει την εποπτεία των συστημάτων αυτών, δυνάμει της οδηγίας αυτής .

    Άρθρο 3

    Νομικό καθεστώς

    1.   Η Αρχή αποτελεί φορέα της Ένωσης με νομική προσωπικότητα.

    2.   Σε κάθε κράτος μέλος η Αρχή διαθέτει την ευρύτερη δυνατή νομική ικανότητα που αναγνωρίζεται σε νομικά πρόσωπα με βάση την εθνική νομοθεσία. Ειδικότερα, μπορεί να αποκτά ή να διαθέτει ακίνητη και κινητή περιουσία και να παρίσταται ενώπιον δικαστηρίου.

    3.   Η Αρχή αντιπροσωπεύεται από τον πρόεδρό της.

    Άρθρο 4

    Σύνθεση

    Η Αρχή αποτελείται από:

    (1)

    συμβούλιο εποπτών, το οποίο ασκεί τα καθήκοντα που ορίζονται στο άρθρο 28·

    (2)

    διοικητικό συμβούλιο, το οποίο ασκεί τα καθήκοντα που ορίζονται στο άρθρο 32·

    (3)

    πρόεδρο, ο οποίος ασκεί τα καθήκοντα που ορίζονται στο άρθρο 33·

    (4)

    εκτελεστικό διευθυντή, ο οποίος ασκεί τα καθήκοντα που ορίζονται στο άρθρο 38·

    (5)

    συμβούλιο προσφυγών, όπως αναφέρεται στο άρθρο 44, το οποίο ασκεί τα καθήκοντα που ορίζονται στο άρθρο 46.

    Άρθρο 5

    Έδρα

    Η Αρχή έχει την έδρα της στη Φρανκφούρτη .

    Μπορεί να έχει αντιπροσωπείες στα πλέον σημαντικά χρηματοπιστωτικά κέντρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

    ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ ΚΑΙ ΕΞΟΥΣΙΕΣ ΤΗΣ ΑΡΧΗΣ

    Άρθρο 6

    Καθήκοντα και εξουσίες της Αρχής

    1.   Η Αρχή αναλαμβάνει τα ακόλουθα καθήκοντα:

    α)

    συμβάλλει στην καθιέρωση κοινών ρυθμιστικών και εποπτικών κανόνων και πρακτικών υψηλής ποιότητας, και συγκεκριμένα με γνωμοδοτήσεις προς τα θεσμικά όργανα της Ένωσης και με την ανάπτυξη κατευθυντήριων γραμμών, συστάσεων και σχεδίων ρυθμιστικών τεχνικών κανόνων και τεχνικών κανόνων εφαρμογής που πρέπει να βασίζονται στις νομοθετικές πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2·

    β)

    συμβάλλει στη συνεπή εφαρμογή των νομοθετικών πράξεων της Ένωσης , και συγκεκριμένα συμβάλλοντας στη διαμόρφωση κοινής εποπτικής πρακτικής, εξασφαλίζοντας τη συνεπή, αποδοτική και αποτελεσματική εφαρμογή των νομοθετικών πράξεων στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2, αποτρέποντας ρυθμιστικές αυθαιρεσίες, μεσολαβώντας και ρυθμίζοντας διαφωνίες μεταξύ αρμόδιων αρχών, εξασφαλίζοντας αποτελεσματική και συνεπή εποπτεία των συμμετεχόντων στις χρηματοπιστωτικές αγορές και εξασφαλίζοντας τη συνεκτική λειτουργία των σωμάτων εποπτών και λαμβάνοντας μέτρα, μεταξύ άλλων, σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης·

    γ)

    προωθεί και διευκολύνει την ανάθεση καθηκόντων και αρμοδιοτήτων μεταξύ αρμόδιων αρχών·

    δ)

    συνεργάζεται στενά με το ΕΣΣΚ, και συγκεκριμένα του παρέχει τις απαραίτητες πληροφορίες για την εκπλήρωση των καθηκόντων του και του διασφαλίζει σωστή παρακολούθηση των προειδοποιήσεων και των συστάσεων της ΕΣΣΚ·

    ε)

    διοργανώνει και πραγματοποιεί αναλύσεις ομότιμης αξιολόγησης αρμόδιων αρχών, έως και παρέχει συμβουλές, προκειμένου να ενισχύεται η συνέπεια των εποπτικών αποτελεσμάτων·

    στ)

    παρακολουθεί και αξιολογεί εξελίξεις της αγοράς στον τομέα αρμοδιότητάς της·

    στα)

    πραγματοποιεί οικονομικές αναλύσεις των αγορών με στόχο την εμπεριστατωμένη εκπλήρωση των καθηκόντων της Αρχής·

    στβ)

    ενισχύει την προστασία καταθετών και επενδυτών·

    στγ)

    επικουρεί τα διασυνοριακά ιδρύματα στη διαχείριση κρίσεως που ενδέχεται να συνεπάγεται συστημικό κίνδυνο μνεία του οποίου γίνεται στο άρθρο 12β, με την κίνηση και εκτέλεση κάθε έγκαιρης παρέμβασης και διαδικασίας εξυγίανσης ή αφερεγγυότητας για αυτά τα ιδρύματα μέσω της μονάδα εξυγίανσης που διαθέτει όπως ορίζεται στο άρθρο 12γ·

    ζ)

    εκπληρώνει τυχόν άλλα ειδικά καθήκοντα που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό ή στις νομοθετικές πράξεις της Ένωσης στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2.

    ζα)

    ασκεί την εποπτεία των συμμετεχόντων στις χρηματοπιστωτικές αγορές που δεν υπόκεινται στην εποπτεία των αρμοδίων αρχών·

    ζβ)

    δημοσιεύει στην οικεία ιστοσελίδα και ενημερώνει τακτικά τις πληροφορίες τις σχετικές με το πεδίο δραστηριοτήτων της, και συγκεκριμένα στο πλαίσιο της αρμοδιότητάς της, όσον αφορά τους εγγεγραμμένους συμμετέχοντες στις χρηματοπιστωτικές αγορές, ώστε να εξασφαλίζεται η εύκολη πρόσβαση του κοινού στις πληροφορίες αυτές·

    ζγ)

    αναλαμβάνει, όπου κρίνεται σκόπιμο, όλα τα υφιστάμενα και τρέχοντα καθήκοντα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ρυθμιστικών Αρχών των Αγορών Κινητών Αξιών.

    2.   Για να εκπληρώσει τα καθήκοντα που ορίζονται στην παράγραφο 1, η Αρχή διαθέτει τις εξουσίες που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό, και συγκεκριμένα ▐ για να:

    α)

    εκπονεί σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών κανόνων, στις συγκεκριμένες περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 7·

    αα)

    εκπονεί σχέδια τεχνικών κανόνων εφαρμογής στις συγκεκριμένες περιπτώσεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 7ε·

    β)

    εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις, όπως ορίζεται στο άρθρο 8·

    γ)

    εκδίδει συστάσεις σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, όπως ορίζεται στο άρθρο 9 παράγραφος 3·

    δ)

    λαμβάνει μεμονωμένες αποφάσεις απευθυνόμενες προς αρμόδιες αρχές στις ειδικές περιπτώσεις που αναφέρονται στα άρθρα 10 και 11·

    ε)

    λαμβάνει μεμονωμένες αποφάσεις απευθυνόμενες προς συμμετέχοντες στις χρηματοπιστωτικές αγορές στις ειδικές περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 9 παράγραφος 6, στο άρθρο 10 παράγραφος 3 και στο άρθρο 11 παράγραφος 4·

    στ)

    γνωμοδοτεί προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο ή την Επιτροπή, όπως προβλέπεται στο άρθρο 19.

    στα)

    συγκεντρώνει τις απαραίτητες πληροφορίες για τους συμμετέχοντες στις χρηματοπιστωτικές αγορές, όπως προβλέπεται στο άρθρο 20·

    στβ)

    αναπτύσσει κοινές μεθοδολογίες αξιολόγησης της επίπτωσης των χαρακτηριστικών προϊόντος και των διεργασιών πώλησης επί της χρηματοπιστωτικής θέσης των συμμετεχόντων στις χρηματοπιστωτικές αγορές και επί της προστασίας των καταναλωτών·

    στγ)

    παρέχει βάση δεδομένων των εγγεγραμμένων συμμετεχόντων στις χρηματοπιστωτικές αγορές στο πεδίο αρμοδιότητάς της και, όταν προβλέπεται από τις νομοθετικές πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2, σε κεντρικό επίπεδο·

    στδ)

    εκπονεί ρυθμιστικό κανόνα που καθορίζει τις ελάχιστες πληροφορίες που πρέπει να τίθενται στη διάθεση της Αρχής σχετικά με συναλλαγές και συμμετέχοντες στις χρηματοπιστωτικές αγορές και τον τρόπο διεξαγωγής του συντονισμού της συλλογής καθώς και πώς πρόκειται οι εθνικές βάσεις δεδομένων να συνδεθούν για να εξασφαλίζεται ότι η Αρχή έχει πάντοτε δυνατότητα πρόσβασης στις σχετικές και απαραίτητες πληροφορίες που αφορούν τις συναλλαγές και την αγορά.

    3.   Η Αρχή ασκεί κάθε αποκλειστική εποπτική εξουσία επί οντοτήτων ή οικονομικών δραστηριοτήτων σε όλη την Ένωση , οι οποίες της ανατίθενται βάσει των νομοθετικών πράξεων στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2.

    3α.     Για το σκοπό της άσκησης της αποκλειστικής εποπτικής εξουσίας της σύμφωνα με την παράγραφο 3, η Αρχή διαθέτει κατάλληλες εξουσίες διερεύνησης και επιβολής, όπως καθορίζονται στην σχετική νομοθεσία, καθώς και τη δυνατότητα να χρεώνει τέλη. Η Αρχή συνεργάζεται στενά με τις αρμόδιες αρχές και χρησιμοποιεί την εμπειρογνωμοσύνη, τα μέσα και τις εξουσίες τους για να επιτελεί τα καθήκοντά της.

    Άρθρο 6α

    Προστασία των καταναλωτών και χρηματοπιστωτική δραστηριότητα

    1.     Προκειμένου να ενισχύσει την προστασία των καταθετών και επενδυτών, η Αρχή αναλαμβάνει ηγετικό ρόλο στην προαγωγή της διαφάνειας, απλότητας και δικαιοσύνης στην αγορά των χρηματοπιστωτικών προϊόντων και υπηρεσιών στην ενιαία αγορά, με:

    (i)

    τη συγκέντρωση, ανάλυση και υποβολή εκθέσεων σχετικά με τις τάσεις των καταναλωτών,

    (ii)

    την αξιολόγηση και το συντονισμό των πρωτοβουλιών για εκπαίδευση και άνοδο του επιπέδου των χρηματοοικονομικών γνώσεων,

    (iii)

    την ανάπτυξη προτύπων κατάρτισης για τη βιομηχανία,

    (iv)

    τη συμβολή στην ανάπτυξη κοινών κανόνων δημοσιοποίησης, και

    (v)

    την εκτίμηση, συγκεκριμένα, της δυνατότητας πρόσβασης, της διαθεσιμότητας και του κόστους δανειοδότησης για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις, και κυρίως τις ΜΜΕ.

    2.     Η Αρχή παρακολουθεί νέες και ήδη υπάρχουσες χρηματοπιστωτικές δραστηριότητες και μπορεί να εγκρίνει κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις με σκοπό να προαγάγει την ασφάλεια και την αξιοπιστία των αγορών και τη σύγκλιση της ρυθμιστικής πρακτικής.

    3.     Η Αρχή μπορεί επίσης να εκδίδει προειδοποιήσεις σε περίπτωση που μια χρηματοπιστωτική δραστηριότητα αποτελεί σοβαρή απειλή για τους στόχους που ορίζονται στο άρθρο 1, παράγραφος 4.

    4.     Η Αρχή προβαίνει στη σύσταση, ως αναπόσπαστου μέρους της Αρχής, μια επιτροπή για τη χρηματοπιστωτική καινοτομία, η οποία συγκεντρώνει όλες τις σχετικές αρμόδιες εθνικές εποπτικές αρχές, με σκοπό την εξεύρεση συντονισμένης προσέγγισης για τη ρυθμιστική και εποπτική μεταχείριση νέων ή καινοτόμων χρηματοπιστωτικών δραστηριοτήτων και την παροχή συμβουλών στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή.

    5.     Η Επιτροπή ενδέχεται προσωρινά να απαγορεύει ή να περιορίζει ορισμένα είδη χρηματοπιστωτικών δραστηριοτήτων που απειλούν την εύρυθμη λειτουργία και ακεραιότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών ή τη σταθερότητα ολόκληρου ή μέρους του χρηματοπιστωτικού συστήματος στην Ένωση στις περιπτώσεις ή υπό τις προϋποθέσεις που ορίζονται στις νομοθετικές πράξεις οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 1, παρ. 2 ή εάν απαιτείται κάτι τέτοιο στην περίπτωση έκτακτης ανάγκης όπως ορίζει το άρθρο 10.

    Η Αρχή επανεξετάζει την απόφαση αυτή σε τακτά χρονικά διαστήματα.

    Η Αρχή μπορεί επίσης να εκτιμά κατά πόσο χρειάζεται να απαγορεύσει ή περιορίσει ορισμένα είδη χρηματοπιστωτικών δραστηριοτήτων και, εφόσον κρίνεται αναγκαίο, να ενημερώνει την Επιτροπή για να διευκολύνει την έγκριση οποιασδήποτε απαγόρευσης ή περιορισμού.

    Άρθρο 7

    Ρυθμιστικοί τεχνικοί κανόνες

    1.    Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο μπορούν να αναθέτουν εξουσίες στην Επιτροπή για να εγκρίνει ρυθμιστικούς τεχνικούς κανόνες σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ για να διασφαλιστεί συνεπής εναρμόνιση στους τομείς που ορίζονται συγκεκριμένα στη νομοθεσία στην οποία παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2. Οι εν λόγω κανόνες είναι τεχνικοί, δεν απαιτούν στρατηγικές αποφάσεις ή πολιτικές επιλογές και το περιεχόμενό τους περιορίζεται από τις νομοθετικές πράξεις επί των οποίων βασίζονται. Η Αρχή καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών κανόνων και τα υποβάλλει στην Επιτροπή για έγκριση. Σε περίπτωση που η Αρχή δεν υποβάλει ένα σχέδιο στην Επιτροπή εντός των χρονικών ορίων που καθορίζονται στη νομοθεσία στην οποία παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2, η Επιτροπή μπορεί να εγκρίνει έναν ρυθμιστικό τεχνικό κανόνα.

    1α.    ▐ Η Αρχή διενεργεί, ανοικτές δημόσιες διαβουλεύσεις για τους ρυθμιστικούς τεχνικούς κανόνες και προβαίνει σε ανάλυση του δυνητικού κόστους/οφέλους εκτός αν οι διαβουλεύσεις και αναλύσεις αυτές είναι δυσανάλογες σε σχέση με το πεδίο εφαρμογής και τον αντίκτυπο των σχετικών ρυθμιστικών τεχνικών κανόνων ή σε σχέση με τον ιδιαίτερα επείγοντα χαρακτήρα του ζητήματος προτού τους υποβάλει στην Επιτροπή . Η Αρχή ζητεί επίσης τη γνώμη ή τη συμβουλή της Ομάδας Συμφεροντούχων Κινητών Αξιών και Αγορών στην οποία παραπέμπει το άρθρο 22.

    1β.     Όταν η Επιτροπή παραλάβει το σχέδιο ρυθμιστικού τεχνικού κανόνα εκ μέρους της Αρχής, το διαβιβάζει πάραυτα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο. Η Επιτροπή μπορεί να παρατείνει αυτό το χρονικό διάστημα κατά ένα μήνα. Η Επιτροπή μπορεί να εγκρίνει τα σχέδια κανόνων μόνο μερικώς ή με τροποποιήσεις, σε περίπτωση που αυτό απαιτεί το συμφέρον της Ένωσης .

    Άρθρο 7α

    Μη έγκριση ή τροποποίηση σχεδίου ρυθμιστικών κανόνων

    1.     Αν η Επιτροπή προτίθεται να μην εγκρίνει τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών κανόνων ή να τα εγκρίνει εν μέρει ή με τροποποιήσεις, τότε αποστέλλει το σχέδιο ρυθμιστικών τεχνικών κανόνων στην Αρχή προτείνοντας αιτιολογημένες τροποποιήσεις.

    2.     Εντός έξι εβδομάδων, η Αρχή μπορεί να τροποποιήσει το σχέδιο ρυθμιστικών τεχνικών κανόνων με βάση τις τροποποιήσεις που πρότεινε η Επιτροπή και το υποβάλλει εκ νέου στην Επιτροπή για έγκριση. Η Αρχή ενημερώνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή σχετικά με την απόφασή της.

    3.     Εάν η Αρχή δεν συμφωνήσει με την απόφαση της Επιτροπής να απορρίψει ή να τροποποιήσει την αρχική της πρόταση, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο μπορεί εντός ενός μηνός να καλέσει τον αρμόδιο Επίτροπο, μαζί με τον πρόεδρο της Αρχής, σε ειδική συνεδρίαση της αρμόδιας επιτροπής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου για να εκθέσουν και να εξηγήσουν τις διιστάμενες απόψεις τους.

    Άρθρο 7β

    Εκτέλεση εξουσιοδότησης

    1.     Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει τους ρυθμιστικούς τεχνικούς κανόνες που αναφέρονται στο άρθρο 7 για περίοδο τεσσάρων ετών μετά τη θέση σε ισχύ του παρόντος κανονισμού. Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση σχετικά με τις εξουσίες εξουσιοδότησης το αργότερο έξι μήνες πριν από το τέλος αυτής της τετραετούς περιόδου. Η εξουσιοδότηση παρατείνεται αυτομάτως για περιόδους της αυτής διάρκειας, εκτός αν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο την ανακαλέσουν σύμφωνα με το άρθρο 7γ.

    2.     Ευθύς ως εγκρίνει ρυθμιστικό τεχνικό κανόνα, η Επιτροπή τον κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

    3.     Στην έκθεση μνεία της οποίας γίνεται στο άρθρο 35 παράγραφος 2, ο Πρόεδρος της Αρχής ενημερώνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σχετικά με τους ρυθμιστικούς κανόνες που έχουν εγκριθεί και δηλώνει ποίες αρμόδιες αρχές δεν έχουν συμμορφωθεί προς αυτούς.

    Άρθρο 7γ

    Διατύπωση αντιρρήσεων για τους ρυθμιστικούς τεχνικούς κανόνες

    1.     Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο δύνανται να διατυπώσουν αντιρρήσεις έναντι των ρυθμιστικών τεχνικών κανόνων εντός τριών μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησης από την Επιτροπή. Κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου η εν λόγω περίοδος μπορεί να παραταθεί για άλλους τρεις μήνες.

    2.     Ο ρυθμιστικός τεχνικός κανόνας δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αρχίζει να ισχύει πριν από τη λήξη της περιόδου αυτής εφόσον το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή για την πρόθεσή τους να μην προβάλουν αντιρρήσεις. Εάν κατά τη λήξη αυτής της περιόδου ούτε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ούτε το Συμβούλιο έχει αντιταχθεί στον ρυθμιστικό τεχνικό κανόνα, ο κανόνας δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

    3.     Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, μόλις διαβιβασθεί το σχέδιο από την Επιτροπή, μπορούν να εγκρίνουν μια εκ των προτέρων και υπό όρους δηλώσιμης αντίρρησης η οποία θα τεθεί σε ισχύ όταν η Επιτροπή εγκρίνει το ρυθμιστικό κανόνα χωρίς να τροποποιήσει το σχέδιο.

    4.     Εάν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο προβάλουν αντιρρήσεις για ρυθμιστικό τεχνικό κανόνα, ο κανόνας δεν τίθεται σε ισχύ. Σύμφωνα με το άρθρο 296 ΣΛΕΕ, το θεσμικό όργανο που προβάλλει αντιρρήσεις εκθέτει τους λόγους για τους οποίους αντιτίθεται στις κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις.

    Άρθρο 7δ

    Ανάκληση της εξουσιοδότησης

    1.     Η ανάθεση εξουσίας που αναφέρεται στο άρθρο 7 μπορεί να ανακληθεί από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο.

    2.     Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την ανάθεση εξουσίας.

    3.     Το θεσμικό όργανο που έχει κινήσει εσωτερική διαδικασία για να αποφασιστεί εάν θα ανακληθεί η ανάθεση εξουσίας προσπαθεί να ενημερώσει το άλλο θεσμικό όργανο και την Επιτροπή εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος πριν από τη λήψη της τελικής απόφασης, δηλώνοντας τον ρυθμιστικό τεχνικό κανόνα που θα μπορούσε να ανακληθεί και τους ενδεχόμενους λόγους της ανάκλησης.

    Άρθρο 7ε

    Τεχνικοί κανόνες εφαρμογής

    1.     Όταν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο αναθέτουν εξουσία στην Επιτροπή να εγκρίνει τεχνικούς κανόνες εφαρμογής σύμφωνα με το άρθρο 291 ΣΛΕΕ όπου είναι απαραίτητο να υπάρχουν ομοιόμορφοι όροι προς υλοποίηση νομικά δεσμευτικών πράξεων της Ένωσης στους τομείς που καθορίζει ρητώς η νομοθεσία στην οποία παραπέμπει το άρθρο 1, παράγραφος 2, εφαρμόζονται τα ακόλουθα:

    α)

    όταν, σύμφωνα με την προαναφερθείσα νομοθεσία, η Αρχή εκπονεί σχέδια τεχνικών κανόνων εφαρμογής προκειμένου να τα υποβάλει στην Επιτροπή, οι εν λόγω κανόνες είναι τεχνικοί, δεν περιλαμβάνουν επιλογές πολιτικής και περιορίζονται στον καθορισμό των όρων εφαρμογής νομικά δεσμευτικών πράξεων της Ένωσης.

    β)

    όταν η Αρχή δεν υποβάλει σχέδιο στην Επιτροπή εντός των χρονικών ορίων που ορίζονται από τη νομοθεσία στην οποία παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2, ή όταν η Αρχή δεν υποβάλει σχέδιο στην Επιτροπή εντός του χρονικού ορίου που αναφέρεται σε αίτημα της Επιτροπής προς την Αρχή σύμφωνα με το άρθρο 19, η Επιτροπή μπορεί να εγκρίνει έναν τεχνικό κανόνα εφαρμογής μέσω εκτελεστικής πράξης.

    2.     Προτού τα υποβάλει στην Επιτροπή, η Αρχή πραγματοποιεί ανοικτές δημόσιες διαβουλεύσεις για τους τεχνικούς κανόνες εφαρμογής και προβαίνει σε ανάλυση του δυνητικού κόστους/οφέλους, εκτός αν οι διαβουλεύσεις και αναλύσεις αυτές είναι δυσανάλογες σε σχέση με το πεδίο εφαρμογής και τον αντίκτυπο των σχετικών τεχνικών κανόνων ή σε σχέση με τον ιδιαίτερα επείγοντα χαρακτήρα του ζητήματος.

    Η Αρχή ζητεί επίσης τη γνώμη ή τη συμβουλή της Ομάδας Συμφεροντούχων Κινητών Αξιών και Αγορών στην οποία παραπέμπει το άρθρο 22.

    3.     Η Αρχή υποβάλλει τα σχέδια τεχνικών κανόνων εφαρμογής που εκπονεί στην Επιτροπή προς έγκριση σύμφωνα με το άρθρο 291 ΣΛΕΕ και ταυτοχρόνως στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

    4.     Εντός τριών μηνών από την παραλαβή των σχεδίων κανόνων, η Επιτροπή αποφασίζει αν θα εγκρίνει τα σχέδια κανόνων εφαρμογής. Η Επιτροπή μπορεί να παρατείνει αυτό το χρονικό διάστημα κατά ένα μήνα. Η Επιτροπή μπορεί να εγκρίνει τα σχέδια κανόνων μόνο μερικώς ή με τροποποιήσεις στις περιπτώσεις όπου αυτό απαιτεί το συμφέρον της Ένωσης.

    Σε κάθε περίπτωση, όταν η Επιτροπή εγκρίνει τεχνικούς κανόνες εφαρμογής που τροποποιούν το σχέδιο τεχνικού κανόνα εφαρμογής που της υπέβαλε η Αρχή, ενημερώνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

    5.     Οι κανόνες εγκρίνονται από την Επιτροπή με κανονισμούς ή με αποφάσεις και δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

    Άρθρο 8

    Κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις

    1.    Για την καθιέρωση συνεπών, αποδοτικών και αποτελεσματικών εποπτικών πρακτικών στο ΕΣΧΕ, και την εξασφάλιση της κοινής, ομοιόμορφης και συνεπούς εφαρμογής της νομοθεσίας της Ένωσης , η Αρχή εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις προς αρμόδιες αρχές ή συμμετέχοντες στις χρηματοπιστωτικές αγορές .

    1α.     Εφόσον κρίνεται σκόπιμο, η Αρχή πραγματοποιεί ανοικτές δημόσιες διαβουλεύσεις για τις κατευθυντήριες γραμμές και τις συστάσεις και αναλύει το συναφές δυνητικό κόστος και όφελος. Εφόσον κρίνεται σκόπιμο, η Αρχή ζητεί τη γνώμη ή τη συμβουλή της Ομάδας Συμφεροντούχων Κινητών Αξιών και Αγορών στην οποία παραπέμπει το άρθρο 22. Οι εν λόγω διαβουλεύσεις, αναλύσεις, γνώμες και συμβουλές είναι ανάλογες προς το πεδίο εφαρμογής, τη φύση και τον αντίκτυπο των κατευθυντήριων γραμμών ή συστάσεων.

    2.    Οι αρμόδιες αρχές και οι συμμετέχοντες στις χρηματοπιστωτικές αγορές καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια για να συμμορφωθούν με τις εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις.

    Εντός δύο μηνών από την έκδοση κατευθυντήριας γραμμής ή σύστασης, κάθε αρμόδια αρχή επιβεβαιώνει ότι προτίθεται να συμμορφωθεί προς την εν λόγω κατευθυντήρια γραμμή ή σύσταση. Στην περίπτωση όπου αρμόδια αρχή δεν προτίθεται να συμμορφωθεί , ενημερώνει την Αρχή εκθέτοντας τους λόγους. Η Αρχή δημοσιεύει τους λόγους αυτούς.

    Εάν η αρμόδια αρχή δεν εφαρμόσει κάποια κατευθυντήρια γραμμή ή σύσταση, η Αρχή το δημοσιοποιεί.

    Η Αρχή μπορεί να αποφασίζει, κατά περίπτωση, να δημοσιεύει τους λόγους που προβάλλονται από την αρμόδια αρχή για τη μη συμμόρφωσή της προς μία κατευθυντήρια γραμμή ή σύσταση. Η αρμόδια αρχή λαμβάνει εκ των προτέρων κοινοποίηση για τη δημοσίευση αυτή.

    Εφόσον απαιτείται από την κατευθυντήρια γραμμή ή σύσταση, οι συμμετέχοντες στις χρηματοπιστωτικές αγορές αναφέρουν με σαφή και λεπτομερή τρόπο αν συμμορφώθηκαν προς την εν λόγω κατευθυντήρια γραμμή ή σύσταση.

    2α.     Στην έκθεση, μνεία της οποίας γίνεται στο άρθρο 28 παράγραφος 4α, η Αρχή πληροφορεί το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή ποιες κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις έχουν εκδοθεί, δηλώνοντας ποια αρμόδια αρχή δεν έχει συμμορφωθεί προς αυτές και περιγράφει πώς προτίθεται η Αρχή να εξασφαλίσει πως αυτή θα συμμορφωθεί προς τις κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις της στο μέλλον.

    Άρθρο 9

    Παραβίαση της νομοθεσίας της Ένωσης

    1.   Αν μια αρμόδια αρχή δεν έχει ▐ εφαρμόσει ή έχει εφαρμόσει τις νομοθετικές πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2 κατά τρόπο που φαίνεται να αποτελεί παραβίαση της νομοθεσίας της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένων των ρυθμιστικών τεχνικών κανόνων και των τεχνικών κανόνων εφαρμογής που έχουν εγκριθεί σύμφωνα με τα άρθρα 7 και 7ε, και ειδικότερα αν παρέλειψε να εξασφαλίσει τη συμμόρφωση συμμετέχοντα στις χρηματοπιστωτικές αγορές προς τις απαιτήσεις που ορίζει η εν λόγω νομοθεσία, η Αρχή διαθέτει τις εξουσίες που ορίζονται στις παραγράφους 2, 3 και 6 του παρόντος άρθρου.

    2.   Κατόπιν αιτήματος μιας ή περισσότερων αρμόδιων αρχών, της Επιτροπής, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου ή της Ομάδας Συμφεροντούχων Κινητών Αξιών και Αγορών ή κατόπιν ιδίας πρωτοβουλίας, και αφού προηγουμένως ενημερώσει την οικεία αρμόδια αρχή, η Αρχή μπορεί να διερευνήσει την κατ’ ισχυρισμό παραβίαση ή μη εφαρμογή της νομοθεσίας της Ένωσης .

    2α.    Με την επιφύλαξη των εξουσιών που ορίζονται στο άρθρο 20, η αρμόδια αρχή παρέχει στην Αρχή χωρίς καθυστέρηση όλες τις πληροφορίες που η τελευταία θεωρεί απαραίτητες για την έρευνα που διενεργεί ▐.

    3.   Το αργότερο εντός διμήνου από την κίνηση της έρευνάς της, η Αρχή μπορεί να απευθύνει στην οικεία αρμόδια αρχή σύσταση όπου ορίζεται η δράση που απαιτείται για τη συμμόρφωση με την νομοθεσία της Ένωσης .

    Εντός δέκα εργάσιμων ημερών από την παραλαβή της σύστασης, η αρμόδια αρχή γνωστοποιεί στην Αρχή τα μέτρα που έχει λάβει ή προτίθεται να λάβει για να εξασφαλιστεί η συμμόρφωση με την κοινοτική νομοθεσία.

    4.   Εάν η αρμόδια αρχή δεν συμμορφωθεί με τη νομοθεσία της Ένωσης εντός ενός μηνός από την παραλαβή της σύστασης της Αρχής, η Επιτροπή μπορεί, αφού ενημερωθεί από την Αρχή ή κατόπιν ιδίας πρωτοβουλίας, να εκδώσει επίσημη γνώμη και να απαιτεί από την αρμόδια αρχή να προβεί στις ενέργειες που απαιτούνται για να συμμορφωθεί με τη νομοθεσία της Ένωσης . Στην επίσημη γνώμη της Επιτροπής λαμβάνεται υπόψη η σύσταση της Αρχής.

    Η Επιτροπή εκδίδει την επίσημη γνώμη αυτή το αργότερο εντός τριών μηνών από την έκδοση της σύστασης. Η Επιτροπή μπορεί να παρατείνει αυτό το χρονικό διάστημα κατά ένα μήνα.

    Η Αρχή και οι αρμόδιες αρχές παρέχουν στην Επιτροπή όλες τις απαραίτητες πληροφορίες.

    5.   Εντός δέκα εργάσιμων ημερών από την παραλαβή της επίσημης γνώμης που αναφέρεται στην παράγραφο 4, η αρμόδια αρχή ενημερώνει την Επιτροπή και την Αρχή σχετικά με τα μέτρα που έχει λάβει ή που προτίθεται να λάβει για την εφαρμογή της επίσημης γνώμης της Επιτροπής.

    6.   Με την επιφύλαξη των εξουσιών της Επιτροπής σύμφωνα με το άρθρο 258 ΣΛΕΕ, αν μια αρμόδια αρχή δεν συμμορφωθεί με την επίσημη γνώμη που αναφέρεται στην παράγραφο 4 ▐ εντός του χρονικού διαστήματος που ορίζεται σε αυτήν, και εάν απαιτείται έγκαιρη αποκατάσταση της μη συμμόρφωσης ▐ προκειμένου να διατηρηθούν ή να αποκατασταθούν οι ουδέτερες συνθήκες ανταγωνισμού στην αγορά ή να διασφαλιστούν η εύρυθμη λειτουργία και η ακεραιότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος, η Αρχή μπορεί, αν οι σχετικές απαιτήσεις της νομοθεσίας στην οποία παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2 ισχύουν άμεσα για τους συμμετέχοντες στις χρηματοπιστωτικές αγορές σύμφωνα με τις νομοθετικές πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2 , να εκδώσει μεμονωμένη απόφαση απευθυνόμενη προς τους συμμετέχοντες στις χρηματοπιστωτικές αγορές , με την οποία θα απαιτεί να ληφθούν τα απαραίτητα μέτρα για να συμμορφωθ ούν με τις υποχρεώσεις τους σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης , συμπεριλαμβανομένης της αναστολής κάθε πρακτικής.

    Η απόφαση της Αρχής είναι σύμφωνη με την επίσημη γνώμη που εκδόθηκε από την Επιτροπή σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 4.

    7.   Οι αποφάσεις που έχουν εκδοθεί σύμφωνα με την παράγραφο 6 κατισχύουν οποιασδήποτε προγενέστερης απόφασης που είχε εκδοθεί από τις αρμόδιες αρχές για το ίδιο θέμα.

    Όταν αναλαμβάνουν δράση ▐ αναφορικά με θέματα που υπόκεινται σε επίσημη γνώμη δυνάμει της παραγράφου 4 ή σε απόφαση δυνάμει της παραγράφου ▐ 6, οι αρμόδιες αρχές συμμορφούνται με την επίσημη γνώμη ή την απόφαση, ανάλογα με την περίπτωση.

    7α.     Στην έκθεση στην οποία παραπέμπει το άρθρο 28 παράγραφος 4α η Αρχή εκθέτει ποιες αρμόδιες αρχές και χρηματοπιστωτικά ιδρύματα δεν έχουν συμμορφωθεί προς τις επίσημες γνώμες μνεία των οποίων γίνεται στις παραγράφους 4 και 6.

    Άρθρο 10

    Δράση σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης

    1.   Σε περίπτωση αντίξοων εξελίξεων που θα μπορούσαν να θέσουν σε σοβαρό κίνδυνο την εύρυθμη λειτουργία και την ακεραιότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών ή τη σταθερότητα ολοκλήρου ή μέρους του χρηματοπιστωτικού συστήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης , η Αρχή διευκολύνει ενεργά και, όπου θεωρηθεί αναγκαίο, συντονίζει οποιεσδήποτε ενέργειες αναληφθούν εκ μέρους των αρμοδίων εθνικών εποπτικών αρχών .

    Προκειμένου να μπορέσει να επιτελέσει αυτόν τον διευκολυντικό και συντονιστικό ρόλο, η Αρχή είναι πλήρως ενήμερη για τυχόν σχετικές εξελίξεις, και καλείται να συμμετέχει ως παρατηρητής σε τυχόν συγκεντρώσεις των σχετικών αρμόδιων εθνικών εποπτικών αρχών.

    1α.     Η Επιτροπή, κατόπιν ιδίας πρωτοβουλίας ή μετά από αίτημα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου, του ΕΣΣΚ ή της Αρχής, μπορεί να εκδώσει απόφαση απευθυνόμενη προς την Αρχή και να ορίσει ότι συντρέχει κατάσταση έκτακτης ανάγκης για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού. Η Επιτροπή επανεξετάζει την απόφαση αυτή σε μηνιαία τακτά διαστήματα και οπωσδήποτε μία φορά το μήνα και δηλώνει τη διακοπή της κατάστασης έκτακτης ανάγκης το ταχύτερο δυνατόν.

    Εάν η Επιτροπή ορίσει την ύπαρξη κατάστασης έκτακτης ανάγκης, ενημερώνει δεόντως το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο χωρίς καθυστέρηση.

    2.   Αν η Επιτροπή έχει εκδώσει απόφαση σύμφωνα με την παράγραφο 1α , και σε εξαιρετικές περιπτώσεις αν μια συντονισμένη δράση από εθνικές αρχές είναι απαραίτητη για να αντιμετωπιστούν αντίξοες εξελίξεις που ενδέχεται να διακυβεύσουν την εύρυθμη λειτουργία και την ακεραιότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών ή τη σταθερότητα ολόκληρου ή μέρους του χρηματοπιστωτικού συστήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης , η Αρχή μπορεί να εκδώσει μεμονωμένες αποφάσεις με τις οποίες ζητείται από τις αρμόδιες αρχές να λάβουν τα απαραίτητα μέτρα σύμφωνα με τη νομοθεσία στην οποία παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2, για να αντιμετωπιστούν αυτές οι εξελίξεις , εξασφαλίζοντας ότι οι συμμετέχοντες στις χρηματοπιστωτικές αγορές και οι αρμόδιες αρχές ικανοποιούν τις απαιτήσεις που ορίζονται στην εν λόγω νομοθεσία.

    3.   Με την επιφύλαξη των εξουσιών της Επιτροπής σύμφωνα με το άρθρο 258 ΣΛΕΕ , αν μια αρμόδια αρχή δεν συμμορφωθεί με την απόφαση της Αρχής που αναφέρεται στην παράγραφο 2 εντός του χρονικού διαστήματος που ορίζεται εκεί, η Αρχή μπορεί, αν οι συναφείς απαιτήσεις που ορίζονται στις νομοθετικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 ισχύουν άμεσα για τους συμμετέχοντες στις χρηματοπιστωτικές αγορές , να λάβει μεμονωμένη απόφαση την οποία απευθύνει προς έναν συμμετέχοντα στις χρηματοπιστωτικές αγορές , με την οποία απαιτεί να ληφθούν τα απαραίτητα μέτρα για τη συμμόρφωση με τις υποχρεώσεις του σύμφωνα με την εν λόγω νομοθεσία, συμπεριλαμβανομένης της αναστολής κάθε πρακτικής.

    4.   Οι αποφάσεις που έχουν εκδοθεί σύμφωνα με την παράγραφο 3 κατισχύουν οποιασδήποτε προγενέστερης απόφασης που είχε εκδοθεί από τις αρμόδιες αρχές για το ίδιο θέμα.

    Κάθε ενέργεια εκ μέρους των αρμοδίων αρχών αναφορικά με θέματα τα οποία υπόκεινται σε απόφαση σύμφωνα με την παράγραφο 2 ή 3 είναι συμβατή με τις εν λόγω αποφάσεις.

    Άρθρο 11

    Διευθέτηση διαφωνιών μεταξύ αρμόδιων αρχών

    1.   Με την επιφύλαξη των εξουσιών που ορίζονται στο άρθρο 9, αν μια αρμόδια αρχή διαφωνεί με τη διαδικασία ή με το περιεχόμενο πράξης ή παράλειψης από άλλη αρμόδια αρχή σε τομείς όπου οι νομοθετικές πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2 απαιτούν συνεργασία, συντονισμό ή κοινή απόφαση από αρμόδιες αρχές σε περισσότερα από ένα κράτη μέλη, η Αρχή, με δική της πρωτοβουλία ή κατόπιν αιτήματος μιας ή περισσοτέρων από τις οικείες αρμόδιες αρχές, αναλαμβάνει να βοηθήσει τις αρχές να καταλήξουν σε συμφωνία ακολουθώντας τη διαδικασία που ορίζεται στις παραγράφους 2 έως 4 .

    2.   Η Αρχή ορίζει χρονικό όριο για το συμβιβασμό των αρμόδιων αρχών, λαμβάνοντας υπόψη συναφή χρονικά διαστήματα που τυχόν ορίζονται στις νομοθετικές πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2, καθώς και την πολυπλοκότητα και τον επείγοντα χαρακτήρα του ζητήματος. Στο στάδιο αυτό η Αρχή ενεργεί ως μεσολαβητής.

    3.   Αν κατά το πέρας της φάσης συμβιβασμού οι ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές δεν καταλήξουν σε συμφωνία, η Αρχή, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 29 παράγραφος 1 τρίτο εδάφιο , λαμβάνει απόφαση να λύσει τη διαφωνία και να απαιτήσει από αυτές να λάβουν συγκεκριμένα μέτρα, σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης , με δεσμευτική ισχύ για τις ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές .

    4.   Με την επιφύλαξη των εξουσιών της Επιτροπής σύμφωνα με το άρθρο 258 ΣΛΕΕ , αν μια εθνική εποπτική αρχή δεν συμμορφωθεί με την απόφαση της Αρχής, και έτσι δεν εξασφαλίσει τη συμμόρφωση συμμετέχοντος στις χρηματοπιστωτικές αγορές με τις απαιτήσεις που ισχύουν άμεσα για αυτό σύμφωνα με τις νομοθετικές πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2, η Αρχή εκδίδει μεμονωμένη απόφαση απευθυνόμενη προς συμμετέχοντα στις χρηματοπιστωτικές αγορές , με την οποία απαιτεί να ληφθούν τα απαραίτητα μέτρα για τη συμμόρφωση με τις υποχρεώσεις του σύμφωνα με τη νομοθεσία της Ένωσης , συμπεριλαμβανομένης της αναστολής κάθε πρακτικής.

    4α.     Οι αποφάσεις που έχουν εκδοθεί σύμφωνα με την παράγραφο 4 κατισχύουν οποιασδήποτε προγενέστερης απόφασης που είχε εκδοθεί από τις αρμόδιες αρχές για το ίδιο θέμα. Κάθε ενέργεια εκ μέρους των αρμοδίων αρχών αναφορικά με γεγονότα τα οποία υπόκεινται σε απόφαση σύμφωνα με την παράγραφο 3 ή 4 είναι συμβατή με τις εν λόγω αποφάσεις.

    4β.     Στην έκθεση που αναφέρεται στο άρθρο 35, παράγραφος 2, ο πρόεδρος αναφέρει τη διαφωνία μεταξύ των αρμοδίων αρχών, τις συμφωνίες που επιτεύχθηκαν και την απόφαση που ελήφθη για τη διευθέτηση της διαφωνίας.

    Άρθρο 11α

    Διευθέτηση διαφωνιών μεταξύ αρμόδιων αρχών σε διατομεακό επίπεδο

    Σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 11 και του άρθρου 42, η Μικτή Επιτροπή διευθετεί τις διατομεακές διαφωνίες που μπορεί να προκύψουν μεταξύ μιας ή περισσοτέρων αρμόδιων αρχών όπως ορίζεται στο άρθρο 2, παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΤ] και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΑΕΣ].

    Άρθρο 12

    Σώματα εποπτών

    1.   Η Αρχή συμβάλλει στην προώθηση και παρακολούθηση της αποδοτικής, αποτελεσματικής και συνεπούς λειτουργίας των σωμάτων εποπτών που αναφέρονται στην οδηγία 2006/48/ΕΚ και στην ενίσχυση της συνέπειας στην εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης μέσα από τα σώματα αυτά. Προσωπικό από την αρχή θα μπορεί να συμμετέχει σε οιεσδήποτε δραστηριότητες, περιλαμβανομένων επιτοπίων εξετάσεων, διενεργούνται από κοινού από δύο ή πλείονες αρμόδιες αρχές.

    2.   Η Αρχή καθοδηγεί τα σώματα εποπτών όπως αυτή κρίνει ενδεδειγμένο . Για τον σκοπό αυτόν η Αρχή θεωρείται «αρμόδια αρχή» κατά την έννοια της σχετικής νομοθεσίας. Καλείται τουλάχιστον:

    α)

    να προβαίνει σε συλλογή και να ανταλλάσει όλες τις σχετικές πληροφορίες σε καταστάσεις τόσο τρέχουσας λειτουργίας όσο και εκτάκτου ανάγκης για να διευκολύνει το έργο των σωμάτων εποπτών και να θεσπίσει και διαχειρίζεται κεντρικό σύστημα ώστε οι πληροφορίες αυτές να διατίθενται στις αρμόδιες αρχές που συμμετέχουν στα σώματα εποπτών·

    β)

    να κινεί και να συντονίζει προσομοιώσεις αντίξοων καταστάσεων σε επίπεδο Ένωσης για να αποτιμά την αντοχή των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, συγκεκριμένα εκείνων που προσδιορίζει το άρθρο 12β, υπό αντίξοες εξελίξεις της αγοράς εξασφαλίζοντας για τις εν λόγω προσομοιώσεις την εφαρμογή όσο το δυνατόν συνεπέστερης μεθοδολογίας σε εθνικό επίπεδο·

    γ)

    να σχεδιάζει και να ηγείται δραστηριοτήτων εποπτείας σε καταστάσεις τόσο τρέχουσας λειτουργίας όσο και εκτάκτου ανάγκης, περιλαμβανομένης της αποτίμησης των κινδύνων στους οποίους εκτίθενται ή μπορεί να εκτεθούν χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, και

    δ)

    να επιτηρεί τα καθήκοντα που εκτελούν οι αρμόδιες αρχές.

    3α.     Η Αρχή μπορεί να εκδίδει ρυθμιστικούς κανόνες και κανόνες εφαρμογής, κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις, τα οποία εγκρίνει δυνάμει των άρθρων 7, 7 ε και 8 προς εναρμόνιση της εποπτικής λειτουργίας και των βέλτιστων πρακτικών που έχουν εγκριθεί από τα σώματα εποπτών. Οι αρχές εγκρίνουν γραπτές διευθετήσεις για τη λειτουργία εκάστου σώματος για να εξασφαλίζεται σύγκλιση στη λειτουργία του συνόλου των σωμάτων.

    3β.     Ένας νομικά δεσμευτικός μεσολαβητικός ρόλος θα επιτρέψει στην Αρχή να επιλύει τις διαφορές μεταξύ αρμοδίων αρχών ακολουθώντας την προβλεπόμενη στο άρθρο 11 διαδικασία. Όταν δεν μπορεί να επιτευχθεί συμφωνία εντός του σχετικού σώματος εποπτών, η Αρχή μπορεί να λαμβάνει αποφάσεις εποπτείας που εφαρμόζονται άμεσα στα σχετικά ιδρύματα.

    Άρθρο 12α

    Γενικές διατάξεις

    1.     Η Αρχή δίδει ιδιαίτερη προσοχή στους κινδύνους διαταραχής των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών που (i) προκαλούνται από την ανεπάρκεια του συνόλου ή μερών του χρηματοπιστωτικού συστήματος και (ii) ενδέχεται να έχουν σοβαρές επιπτώσεις στην εσωτερική αγορά και την πραγματική οικονομία (συστημικός κίνδυνος) και επιλαμβάνεται αυτών. Όλα τα είδη χρηματοπιστωτικών διαμεσολαβητικών φορέων, αγορών και υποδομών ενδέχεται να είναι συστημικά σημαντικά σε κάποιον βαθμό.

    2.     Σε συνεργασία με το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου, η Αρχή εκπονεί κοινό σύνολο ποσοτικών και ποιοτικών δεικτών (πίνακας μεγεθών χειρισμού του κινδύνου) που θα χρησιμεύει ως βάση για τη «εποπτική βαθμολόγηση» των διασυνοριακών συμμετεχόντων σε χρηματοπιστωτικές αγορές που προσδιορίζονται στο άρθρο 12β. Αυτή η βαθμολόγηση υπόκειται σε ανασκόπηση επί τακτικής βάσεως για να λαμβάνονται υπόψη υλικές αλλαγές στο προφίλ κινδύνου ενός ιδρύματος. Η εποπτική βαθμολόγηση συνιστά στοιχείο ζωτικής σημασίας για την απόφαση σχετικά με άμεση εποπτεία ή παρέμβαση σε ένα ίδρυμα που αντιμετωπίζει δυσκολίες.

    3.     Με την επιφύλαξη των νομοθετικών πράξεων στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2, η Αρχή προτείνει, εάν κρίνεται απαραίτητο, πρόσθετα σχέδια ρυθμιστικών κανόνων και κανόνων εφαρμογής καθώς και κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις για ιδρύματα που προσδιορίζονται στο άρθρο 12β.

    4.     Η Αρχή ασκεί την εποπτεία των διασυνοριακών ιδρυμάτων που μπορεί να συνεπάγονται συστημικό κίνδυνο όπως θεσπίζεται στο άρθρο 12β. Στις περιπτώσεις αυτές η Αρχή ενεργεί μέσω των αρμοδίων αρχών.

    5.     Η Αρχή θεσπίζει Μονάδα Εξυγίανσης με εντολή να υλοποιεί τη ρητώς οριζόμενη διακυβέρνηση και τον τρόπο ενεργείας της διαχείρισης κρίσεων από την έγκαιρη παρέμβαση έως την επίλυση και την αφερεγγυότητα και ηγείται αυτών των διαδικασιών.

    Άρθρο 12β

    Προσδιορισμός διασυνοριακών συμμετεχόντων σε χρηματοπιστωτικές αγορές που μπορούν να προκαλέσουν συστημικό κίνδυνο

    1.     Το Συμβούλιο Εποπτών μπορεί, μετά από διαβούλευση με το ΕΣΣΚ και σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 29 παράγραφος 1, να προσδιορίσει διασυνοριακούς συμμετέχοντες σε χρηματοπιστωτικές αγορές οι οποίοι, λόγω του συστημικού κινδύνου που μπορεί να συνεπάγονται, χρειάζεται να αποτελέσουν αντικείμενο άμεσης εποπτείας από την Αρχή ή να τεθούν υπό τη Μονάδα Εξυγίανσης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 12γ.

    2.     Τα κριτήρια για τον προσδιορισμό αυτών των συμμετεχόντων στις χρηματοπιστωτικές αγορές συνάδουν με τα κριτήρια που καθορίστηκαν από το ΣΧΣ, το ΔΝΤ και την ΤΔΔ.

    Άρθρο 12γ

    Μονάδα Εξυγίανσης

    1.     Η Μονάδα Εξυγίανσης διατηρεί τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και ελαχιστοποιεί τη επιβλαβή επίδραση των ιδρυμάτων που αντιμετωπίζουν δυσκολίες και προσδιορίζονται στο άρθρο 12β στο υπόλοιπο σύστημα και την ευρεία οικονομία και περιορίζουν το κόστος για τους φορολογουμένους τηρώντας την αρχή της αναλογικότητας, την ιεραρχία των πιστωτών και παρέχοντας εχέγγυα ίσης μεταχείρισης σε διασυνοριακή κλίμακα.

    2.     Η Μονάδα Εξυγίανσης έχει εξουσία να επιτελεί τα καθήκοντα που ορίζονται στην παράγραφο 1 για να επαναφέρει σε εύρυθμη λειτουργία τα ιδρύματα που αντιμετωπίζουν δυσκολίες ή να αποφασίζει εκκαθάριση των μη βιώσιμων ιδρυμάτων (ζήτημα κρίσιμο για τον περιορισμό του ηθικού κινδύνου). Μεταξύ άλλων δράσεων θα μπορούσε να απαιτήσει προσαρμογές κεφαλαίου ή ρευστότητας, να προσαρμόσει τη σύνθεση των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, να βελτιώσει τις διεργασίες, να διορίσει ή αντικαταστήσει στελέχη διαχείρισης, να συστήσει τη λήψη εγγυήσεων, δανείων και ρευστότητας, ολικές ή μερικές πωλήσεις, να δημιουργήσει μια «καλή τράπεζα»/«κακή τράπεζα» ή μια «ενδιάμεση τράπεζα», να μετατρέψει το χρέος σε μετοχές (με κατάλληλες περικοπές) ή να θέσει το ίδρυμα υπό προσωρινή κυριότητα του δημοσίου.

    3.     Η Μονάδα Εξυγίανσης περιλαμβάνει εμπειρογνώμονες που διορίζει το Συμβούλιο Εποπτών της Αρχής οι οποίοι διαθέτουν γνώση και εμπειρογνωμοσύνη σε θέματα αναδιάρθρωσης, ανάκαμψης και εκκαθάρισης χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων.

    Άρθρο 12δ

    Ευρωπαϊκό Σύστημα Συστημάτων Προστασίας των Επενδυτών

    1.     Η Αρχή συμβάλλει στην ενίσχυση των εθνικών συστημάτων αποζημίωσης των επενδυτών (ΣΑΕ) εξασφαλίζοντας ότι χρηματοδοτούνται επαρκώς από συνεισφορές χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων αλλά και συμμετεχόντων σε αγορές που έχουν την έδρα τους σε τρίτες χώρες, και παρέχει υψηλού επιπέδου προστασία σε όλους τους επενδυτές μέσα σε ένα εναρμονισμένο πλαίσιο σε ολόκληρη την Ένωση, πράγμα που αφήνει ανέπαφο το σταθεροποιητικό ρόλο διασφάλισης των αμοιβαίων συστημάτων προστασίας, υπό τον όρο ότι αυτά συμμορφώνονται προς του κανόνες της Ένωσης.

    2.     Το άρθρο 8 σχετικά με της εξουσίες της Αρχής για έγκριση κατευθυντηρίων γραμμών και συστάσεων ισχύει για τα συστήματα προστασίας των επενδυτών.

    3.     Η Επιτροπή μπορεί να εγκρίνει ρυθμιστικούς τεχνικούς κανόνες και τεχνικούς κανόνες εφαρμογής όπως ορίζεται στις νομοθετικές πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1, παρ. 2 σύμφωνα με τη διαδικασία που θεσπίζεται στα άρθρα 7 έως 7δ του παρόντος κανονισμού.

    Άρθρο 12ε

    Ευρωπαϊκό σύστημα εξυγίανσης και ρυθμίσεις χρηματοδότησης

    1.     Ιδρύεται Ευρωπαϊκό Ταμείο Σταθερότητας για τις Κινητές Αξίες και Αγορές για να ενισχυθεί η εσωτερίκευση του κόστους του χρηματοπιστωτικού συστήματος και να βοηθηθεί η επίλυση κρίσεων στην περίπτωση πτώχευσης διασυνοριακών συμμετεχόντων σε χρηματοπιστωτικές αγορές. Οι συμμετέχοντες σε χρηματοπιστωτικές αγορές που δραστηριοποιούνται σε ένα μόνο κράτος μέλος έχουν τη δυνατότητα να ενταχθούν στο Ταμείο. Το Ευρωπαϊκό Ταμείο Σταθερότητας για τις Κινητές Αξίες και Αγορές εγκρίνει τα κατάλληλα μέτρα για να αποτρέψει τον ηθικό κίνδυνο που προκαλεί η χορήγηση της βοήθειας.

    2.     Το Ευρωπαϊκό Ταμείο Σταθερότητας για τις Κινητές Αξίες και Αγορές χρηματοδοτείται με άμεσες εισφορές όλων των διασυνοριακών συμμετεχόντων στις χρηματοπιστωτικές αγορές που ορίζονται στο άρθρο 12β και αυτών που έχουν επιλέξει να συμμετέχουν στο εν λόγω σύστημα βάσει της παραγράφου 1. Οι εισφορές αυτές είναι ανάλογες προς το επίπεδο του κινδύνου και τη συμβολή στον συστημικό κίνδυνο καθενός εκ των συμμετεχόντων στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Τα απαιτούμενα επίπεδα της εισφοράς λαμβάνουν υπόψη τις γενικότερες οικονομικές συνθήκες, π.χ. τη δανειοδοτική ικανότητα προς τη βιομηχανία και τις ΜΜΕ και την ανάγκη των συμμετεχόντων στις χρηματοπιστωτικές αγορές να διατηρήσουν κεφάλαια για άλλες ρυθμιστικές και συναλλακτικές απαιτήσεις.

    3.     Το Ευρωπαϊκό Ταμείο Σταθερότητας για τις Κινητές Αξίες και Αγορές διοικείται από συμβούλιο διοριζόμενο από την Αρχή για πενταετή περίοδο. Τα μέλη του συμβουλίου επιλέγονται μεταξύ προσωπικού που προτείνουν οι αρχές των κρατών μελών. Το Ταμείο ιδρύει επίσης συμβουλευτικό συμβούλιο όπου συμμετέχουν άνευ ψήφου εκπρόσωποι των συμμετεχόντων στις χρηματοπιστωτικές αγορές που μετέχουν στο Ταμείο. Το συμβούλιο του Ταμείου μπορεί να προτείνει στην Αρχή να αναθέσει τη διαχείριση της ρευστότητας του Ταμείου σε αξιόπιστα ιδρύματα (όπως είναι η ΕΤΕπ). Αυτοί οι πόροι πρέπει να επενδύονται σε ασφαλή και ρευστά μέσα.

    Άρθρο 13

    Ανάθεση καθηκόντων και αρμοδιοτήτων

    1.   Οι αρμόδιες αρχές μπορούν , με τη συναίνεση της εξουσιοδοτούμενης εποπτικής αρχής, να αναθέτουν καθήκοντα και αρμοδιότητες στην Αρχή ή σε άλλες αρμόδιες αρχές, με την επιφύλαξη των όρων που ορίζονται στο παρόν άρθρο . Τα κράτη μέλη μπορούν να ορίζουν ειδικές ρυθμίσεις σχετικά με την ανάθεση αρμοδιοτήτων, οι οποίες πρέπει να τηρούνται πριν οι αρμόδιες αρχές τους συμμετάσχουν στις σχετικές συμφωνίες και μπορούν να περιορίζουν το πεδίο της ανάθεσης σε ό,τι είναι απαραίτητο για την αποτελεσματική εποπτεία των διασυνοριακών συμμετεχόντων στις χρηματοπιστωτικές αγορές ή ομάδων .

    2.   Η Αρχή ενθαρρύνει και διευκολύνει την ανάθεση καθηκόντων και αρμοδιοτήτων μεταξύ αρμόδιων αρχών, εντοπίζοντας τα καθήκοντα και τις αρμοδιότητες που μπορούν να ανατεθούν ή να ασκηθούν από κοινού, καθώς επίσης προωθώντας βέλτιστες πρακτικές.

    2α.     Η ανάθεση αρμοδιοτήτων οδηγεί στην ανακατανομή των αρμοδιοτήτων που καθορίζονται στις νομοθετικές πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2. Το δίκαιο της εξουσιοδοτούμενης αρχής διέπει τη διαδικασία, την εφαρμογή και το διοικητικό και δικαστικό έλεγχο που αφορούν τις μεταβιβαζόμενες αρμοδιότητες.

    3.   Οι αρμόδιες αρχές ενημερώνουν την Αρχή σχετικά με συμφωνίες ανάθεσης στις οποίες προτίθενται να συμμετάσχουν. Θέτουν σε ισχύ τις συμφωνίες το νωρίτερο ένα μήνα μετά από την ενημέρωση της Αρχής.

    Εντός ενός μηνός από τη γνωστοποίηση, η Αρχή μπορεί να εκφέρει γνώμη για τη σκοπούμενη συμφωνία.

    Η Αρχή δημοσιεύει κάθε συμφωνία ανάθεσης όπως αυτή συνάπτεται από τις αρμόδιες αρχές χρησιμοποιώντας τα κατάλληλα μέσα, προκειμένου να εξασφαλιστεί η σωστή ενημέρωση όλων των ενδιαφερόμενων μερών.

    Άρθρο 14

    Κοινή εποπτική νοοτροπία

    1.   Η Αρχή παίζει ενεργό ρόλο στην οικοδόμηση κοινής ευρωπαϊκής εποπτικής νοοτροπίας και συνεπών εποπτικών πρακτικών, καθώς και στην εξασφάλιση ομοιόμορφων διαδικασιών και συνεπών προσεγγίσεων σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση και προβαίνει, τουλάχιστον, στις ακόλουθες ενέργειες:

    α)

    γνωμοδοτεί στις αρμόδιες αρχές·

    β)

    προάγει την αποτελεσματική διμερή και πολυμερή ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ αρμόδιων αρχών, τηρώντας πλήρως τις ισχύουσες διατάξεις για την εμπιστευτικότητα και την προστασία των δεδομένων που προβλέπει η συναφής κοινοτική νομοθεσία·

    γ)

    συμβάλλει στην κατάρτιση ομοιόμορφων εποπτικών κανόνων υψηλής ποιότητας, συμπεριλαμβανομένων των κανόνων υποβολής εκθέσεων και των διεθνών λογιστικών προτύπων, σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 2α·

    δ)

    επανεξετάζει την εφαρμογή των συναφών ρυθμιστικών τεχνικών κανόνων και τεχνικών κανόνων εφαρμογής που εκδόθηκαν από την Επιτροπή, των κατευθυντηρίων γραμμών και των συστάσεων που εξέδωσε η Αρχή, και προτείνει τροποποιήσεις, αν το κρίνει σκόπιμο·

    ε)

    καταρτίζει τομεακά και διατομεακά προγράμματα κατάρτισης, διευκολύνει τις ανταλλαγές προσωπικού και ενθαρρύνει τις αρμόδιες αρχές να εντείνουν την χρησιμοποίηση προγραμμάτων για αποσπάσεις και άλλων εργαλείων.

    2.   Η Αρχή μπορεί, αν το κρίνει σκόπιμο, να αναπτύξει νέα πρακτικά μέσα και εργαλεία σύγκλισης για την προαγωγή κοινών εποπτικών προσεγγίσεων και πρακτικών.

    Άρθρο 15

    Ομότιμη αξιολόγηση αρμόδιων αρχών

    1.   Η Αρχή διοργανώνει και πραγματοποιεί περιοδικά αναλύσεις με ομότιμη αξιολόγηση ορισμένων ή όλων των δραστηριοτήτων των αρμόδιων αρχών, για την περαιτέρω βελτίωση της συνέπειας στα αποτελέσματα των εποπτικών ελέγχων. Προς το σκοπό αυτό η Αρχή αναπτύσσει μεθόδους που θα καταστήσουν δυνατή την αντικειμενική αξιολόγηση και τη σύγκριση μεταξύ των αρχών που εξετάζονται. Κατά την πραγματοποίηση περιοδικών ομότιμων αξιολογήσεων, λαμβάνονται υπόψη οι πληροφορίες και οι ήδη πραγματοποιηθείσες αξιολογήσεις που αφορούν τη σχετική αρμόδια αρχή.

    2.   Η ομότιμη αξιολόγηση περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, εκτίμηση των ακόλουθων στοιχείων, χωρίς όμως να περιορίζεται σε αυτά:

    α)

    επάρκεια των ρυθμίσεων περί πόρων και διακυβέρνησης , της στελέχωσης και της πείρας του προσωπικού της αρμόδιας αρχής, ειδικώς όσον αφορά την αποτελεσματική εφαρμογή των ρυθμιστικών τεχνικών κανόνων και τεχνικών κανόνων εφαρμογής στους οποίους παραπέμπουν τα άρθρα 7 και 7ε και των νομοθετικών πράξεων στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1, παρ. 2, και την ικανότητα αντίδρασης στις εξελίξεις της αγοράς·

    β)

    βαθμός σύγκλισης που επιτεύχθηκε στην εφαρμογή της νομοθεσίας της Ένωσης και στην εποπτική πρακτική, συμπεριλαμβανομένων των ρυθμιστικών τεχνικών κανόνων και των τεχνικών κανόνων εφαρμογής , των κατευθυντηρίων γραμμών και των συστάσεων που εκδόθηκαν σύμφωνα με τα άρθρα 7 και 8, και βαθμός στον οποίο η εποπτική πρακτική επιτυγχάνει τους στόχους που ορίζονται από το δίκαιο της Ένωσης ·

    γ)

    ορθές πρακτικές που ανέπτυξαν κάποιες αρμόδιες αρχές και τις οποίες θα μπορούσε να υιοθετήσουν επωφελώς και άλλες αρμόδιες αρχές·

    δ)

    την αποτελεσματικότητα και το βαθμό σύγκλισης που επετεύχθη σε σχέση με την εφαρμογή των διατάξεων που εγκρίθηκαν κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένων των διοικητικών μέτρων και κυρώσεων κατά των υπευθύνων στις περιπτώσεις όπου δεν έχει υπάρξει συμμόρφωση προς αυτές τις διατάξεις.

    3.   Βάσει της ομότιμης αξιολόγησης, η Αρχή μπορεί να εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις σύμφωνα με το άρθρο 8 που απευθύνεται προς τις οικείες αρμόδιες αρχές. Η Αρχή λαμβάνει υπόψη τα αποτελέσματα της ομότιμης αξιολόγησης κατά την εκπόνηση σχεδίων ρυθμιστικών τεχνικών κανόνων ή τεχνικών κανόνων εφαρμογής σύμφωνα με τα άρθρα 7 έως 7ε. Οι αρμόδιες αρχές μεριμνούν ώστε να εφαρμόζονται οι συμβουλές της Αρχής. Εάν η αρμόδια αρχή δεν εφαρμόσει τις εν λόγω συμβουλές, γνωστοποιεί στην Αρχή τους σχετικούς λόγους.

    Η Αρχή δημοσιοποιεί τις βέλτιστες πρακτικές που μπορούν να προσδιοριστούν στο πλαίσιο των εν λόγω ομότιμων αξιολογήσεων. Εκτός αυτού, όλα τα αποτελέσματα των ομότιμων αξιολογήσεων μπορούν να δημοσιοποιούνται, υπό τον όρο ότι συμφωνεί η αρμόδια αρχή που αποτελεί το αντικείμενο της ομότιμης αξιολόγησης.

    Άρθρο 16

    Λειτουργία συντονισμού

    Η Αρχή διαδραματίζει γενικό συντονιστικό ρόλο μεταξύ αρμόδιων εθνικών αρχών, συμπεριλαμβανομένων περιπτώσεων κατά τις οποίες αντίξοες εξελίξεις ενδέχεται να θέσουν σε κίνδυνο την εύρυθμη λειτουργία και την ακεραιότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών ή τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος στην Ευρωπαϊκή Ένωση .

    Η Αρχή προάγει τη συντονισμένη απόκριση της Ένωσης , μεταξύ άλλων με:

    (1)

    διευκόλυνση της ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ αρμόδιων αρχών·

    (2)

    καθορισμό του πεδίου και , όπου κρίνεται δυνατόν και σκόπιμο, επαλήθευση της αξιοπιστίας πληροφοριών που πρέπει να τεθούν στη διάθεση όλων των ενδιαφερόμενων αρμόδιων αρχών·

    (3)

    την ανάληψη,υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 11, μεσολάβησης μη δεσμευτικού χαρακτήρα κατόπιν αιτήματος των αρμόδιων αρχών ή κατόπιν ίδιας πρωτοβουλίας·

    (4)

    τήρηση του ΕΣΣΚ ενήμερου σχετικά με κάθε δυνητική κατάσταση έκτακτης ανάγκης, χωρίς καθυστέρηση·

    (4α)

    τη λήψη όλων των κατάλληλων μέτρων σε περίπτωση εξελίξεων που μπορεί να θέσουν σε κίνδυνο τη λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών προκειμένου να διευκολυνθεί ο συντονισμός δράσεων που αναλαμβάνουν οι αρμόδιες αρχές.

    (4β)

    κεντρική διαχείριση των πληροφοριών που λαμβάνουν σύμφωνα με τα άρθρα 12 και 20 οι αρμόδιες αρχές, ως αποτέλεσμα της ρυθμιστικής υποχρέωσης των ιδρυμάτων που λειτουργούν σε περισσότερα από ένα κράτη μέλη να υποβάλλουν εκθέσεις. Η Αρχή διαβιβάζει τις πληροφορίες αυτές στις λοιπές σχετικές αρμόδιες αρχές.

    Άρθρο 17

    Αξιολόγηση των εξελίξεων της αγοράς

    1.   Η Αρχή παρακολουθεί και αξιολογεί τις εξελίξεις της αγοράς στον τομέα της αρμοδιότητάς της και, αν κρίνει σκόπιμο, ενημερώνει την Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων, την Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών, το ΕΣΣΚ και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή σχετικά με τις συναφείς μικροπροληπτικές τάσεις, τους ενδεχόμενους κινδύνους και τα τρωτά σημεία. Η Αρχή συμπεριλαμβάνει στις αξιολογήσεις της οικονομική ανάλυση των αγορών στις οποίες δραστηριοποιούνται οι συμμετέχοντες στις χρηματοπιστωτικές αγορές και αξιολόγηση του αντίκτυπου των πιθανών εξελίξεων της αγοράς επί αυτών.

    1α.    Σε συνεργασία με το ΕΣΣΚ, η Αρχή προωθεί και συντονίζει σε επίπεδο Ένωσης αξιολογήσεις της ευελιξίας των ▐ συμμετεχόντων στις χρηματοπιστωτικές αγορές σε αντίξοες εξελίξεις της αγοράς. Προς το σκοπό αυτό αναπτύσσει, προς εφαρμογή από τις αρμόδιες αρχές:

    α)

    κοινές μεθοδολογίες αξιολόγησης της επίπτωσης οικονομικών εκδοχών στις χρηματοπιστωτικές θέσεις ενός βασικού συμμετέχοντος στις χρηματοπιστωτικές αγορές ·

    β)

    κοινές προσεγγίσεις για την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων των εν λόγω εκτιμήσεων για την ευελιξία των ▐ συμμετεχόντων στις χρηματοπιστωτικές αγορές ·

    βα)

    κοινές μεθοδολογίες αξιολόγησης της επίπτωσης συγκεκριμένων προϊόντων ή διεργασιών διανομής στη χρηματοπιστωτική θέση ενός συμμετέχοντος στην αγορά και στην πληροφόρηση των καταθετών, επενδυτών και πελατών.

    2.   Με την επιφύλαξη των καθηκόντων του ΕΣΣΚ, τα οποία ορίζονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. …/2010 [ΕΣΣΚ], η Αρχή διαβιβάζει, τουλάχιστον μια φορά το έτος ή και συχνότερα, αν κρίνει σκόπιμο, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Επιτροπή και το ΕΣΣΚ, εκτιμήσεις τάσεων, δυνητικών κινδύνων και τρωτών σημείων του τομέα αρμοδιότητάς της.

    Σε αυτές τις εκτιμήσεις η Αρχή συμπεριλαμβάνει κατάταξη των σημαντικότερων κινδύνων και τρωτών σημείων και, αν κρίνει σκόπιμο, συνιστά προληπτικές ή διορθωτικές ενέργειες.

    3.   Η Αρχή εξασφαλίσει επαρκή κάλυψη των διατομεακών εξελίξεων, κινδύνων και τρωτών σημείων, συνεργαζόμενη στενά με την Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων και με την Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών μέσω της Μικτής Επιτροπής .

    Άρθρο 18

    Διεθνείς σχέσεις

    1.    Με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων των θεσμικών οργάνων της Ένωσης και των κρατών μελών , η Αρχή μπορεί να αναπτύσσει επαφές και να προβαίνει σε διοικητικές ρυθμίσεις με εποπτικές αρχές , διεθνείς οργανισμούς και κυβερνήσεις τρίτων χωρών. Οι ρυθμίσεις αυτές δεν δημιουργούν νομικές υποχρεώσεις για την Ευρωπαϊκή Ένωση και τα κράτη μέλη της, ούτε εμποδίζουν τα κράτη μέλη και τις αρμόδιες αρχές τους από τη σύναψη διμερών ή πολυμερών διευθετήσεων με τρίτες χώρες.

    2.    Η Αρχή συμβάλλει στην προετοιμασία αποφάσεων ισοδυναμίας όσον αφορά καθεστώτα εποπτείας σε τρίτες χώρες σύμφωνα με τις νομοθετικές πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2.

    3.     Στην έκθεση μνεία της οποίας γίνεται στο άρθρο 28, παράγραφος 4α, η Αρχή ορίζει τις διοικητικές ρυθμίσεις που συμφωνήθηκαν με διεθνείς οργανισμούς ή διοικητικές αρχές σε τρίτες χώρες και ποιά ήταν η συμβολή στην προετοιμασία αποφάσεων ισοδυναμίας.

    Άρθρο 19

    Λοιπά καθήκοντα

    1.   Η Αρχή μπορεί, κατόπιν αιτήματος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου, της Επιτροπής ή κατόπιν ίδιας πρωτοβουλίας, να γνωμοδοτεί στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή για όλα τα θέματα που εμπίπτουν στον τομέα της αρμοδιότητάς της.

    1α.     Σε περιπτώσεις όπου η Αρχή δεν έχει υποβάλει σχέδιο ρυθμιστικού τεχνικού κανόνα ή τεχνικού κανόνα εφαρμογής εντός του χρονικού ορίου που ορίζει η νομοθεσία την οποία αναφέρει το άρθρο 1, παράγραφος 2, ή όπου δεν έχει ορισθεί χρονικό όριο, η Επιτροπή μπορεί να ζητήσει ένα τέτοιο σχέδιο και να ορίσει προθεσμία για την υποβολή του.

    Δεδομένου του επείγοντος χαρακτήρα του θέματος, η Επιτροπή μπορεί να ζητήσει την υποβολή σχεδίου ρυθμιστικού τεχνικού κανόνα ή τεχνικού κανόνα εφαρμογής πριν από το χρονικό όριο που ορίζεται στη νομοθεσία την οποία αναφέρει το άρθρο 1, παράγραφος 2. Στην περίπτωση αυτή η Επιτροπή προβαίνει σε κατάλληλη αιτιολόγηση.

    2.   Όσον αφορά τις προληπτικές αξιολογήσεις συγχωνεύσεων και εξαγορών που υπόκεινται στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2007/44/ΕΚ και που σύμφωνα με την εν λόγω οδηγία απαιτούν διαβούλευση μεταξύ των αρμοδίων αρχών δύο ή περισσότερων κρατών μελών, η Αρχή μπορεί ▐ κατόπιν αιτήματος μίας από τις σχετικές αρμόδιες αρχές , να εκδώσει και να δημοσιεύσει γνώμη για προληπτική αξιολόγηση, εκτός από την περίπτωση που έχει σχέση με τα κριτήρια του άρθρου 19α, παράγραφος 1 στοιχείο ε) της οδηγίας 2006/48/EK . Η γνώμη εκδίδεται άμεσα και σε κάθε περίπτωση πριν από τη λήξη της περιόδου αξιολόγησης σύμφωνα με την οδηγία 2007/44/ΕΚ. Εφαρμόζεται το άρθρο 20 στους τομείς για τους οποίους η Αρχή μπορεί να εκδώσει γνώμη .

    Άρθρο 20

    Συγκέντρωση πληροφοριών

    1.   Μετά από αίτημα της Αρχής, οι αρμόδιες αρχές ▐ των κρατών μελών της παρέχουν όλες τις απαραίτητες πληροφορίες προς εκπλήρωση των καθηκόντων που της ανατίθενται με τον παρόντα κανονισμό , υπό τον όρο ότι ο αποδέκτης έχει νόμιμη πρόσβαση στα σχετικά δεδομένα, και υπό τον όρο ότι η αίτηση παροχής πληροφοριών είναι απαραίτητη σε σχέση με τη φύση του συγκεκριμένου καθήκοντος .

    1α.    Επίσης η Αρχή μπορεί να ζητήσει να της παρέχονται πληροφορίες ανά τακτά διαστήματα. Για τα αιτήματα αυτά χρησιμοποιούνται, όπου είναι δυνατόν, κοινά μορφότυπα υποβολής εκθέσεων.

    1β.     Κατόπιν δεόντως αιτιολογημένου αιτήματος αρμόδιας αρχής ενός κράτους μέλους, η Αρχή δύναται να παρέχει οποιεσδήποτε πληροφορίες είναι απαραίτητες για την εκπλήρωση των καθηκόντων της αρμόδιας αρχής, σύμφωνα με τις υποχρεώσεις τήρησης επαγγελματικού απορρήτου που θεσπίζει η τομεακή νομοθεσία και το άρθρο 56.

    1γ.     Προτού ζητήσει πληροφορίες σύμφωνα με το παρόν άρθρο, και προκειμένου να αποφευχθεί η επικάλυψη υποχρεώσεων υποβολής εκθέσεων, η Αρχή λαμβάνει πρώτα υπόψη τα υφιστάμενα στατιστικά στοιχεία που έχουν παραχθεί, διαδοθεί και αναπτυχθεί από το Ευρωπαϊκό Στατιστικό Σύστημα και το Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών.

    2.   Αν οι πληροφορίες δεν είναι διαθέσιμες ή αν δεν καταστούν εγκαίρως διαθέσιμες από τις αρμόδιες αρχές και άλλες δημόσιες αρχές των κρατών μελών, η Αρχή μπορεί να απευθύνει δεόντως αιτιολογημένο αίτημα σε άλλες εποπτικές αρχές, στο Υπουργείο Οικονομικών, αν το εν λόγω Υπουργείο έχει στη διάθεσή του πληροφορίες προληπτικής εποπτείας, στην κεντρική τράπεζα, ή στη στατιστική υπηρεσία του σχετικού κράτους μέλους.

    2α.     Αν οι πληροφορίες δεν είναι διαθέσιμες ή αν δεν καταστούν εγκαίρως διαθέσιμες στο πλαίσιο των παραγράφων 1, 1α, 1β, 1γ ή 2, η Αρχή μπορεί να απευθύνει δεόντως αιτιολογημένο αίτημα απευθείας στους σχετικούς συμμετέχοντες στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Στο αιτιολογημένο αίτημα εξηγείται γιατί είναι απαραίτητα τα δεδομένα σχετικά με τον μεμονωμένο συμμετέχοντα στις χρηματοπιστωτικές αγορές.

    Η Αρχή ενημερώνει τις αντίστοιχες αρμόδιες αρχές για τις αιτήσεις σύμφωνα με τις παραγράφους 2 και 2α.

    Κατόπιν αιτήματος της Αρχής, οι αρμόδιες αρχές ▐ βοηθούν την Αρχή στη συγκέντρωση των εν λόγω πληροφοριών.

    3.   Η Αρχή μπορεί να χρησιμοποιεί εμπιστευτικές πληροφορίες τις οποίες έλαβε στο πλαίσιο του παρόντος άρθρου για να εκπληρώσει μόνον τα καθήκοντα που της ανατίθενται με τον παρόντα κανονισμό.

    Άρθρο 21

    Σχέσεις με το ΕΣΣΚ

    1.   Η ▐ Αρχή συνεργάζεται στενά και σε τακτική βάση με το ΕΣΣΚ.

    2   Η Αρχή παρέχει στο ΕΣΣΚ κατά τακτά διαστήματα επικαιροποιημένες πληροφορίες που απαιτούνται για την εκπλήρωση των καθηκόντων του. Όλα τα δεδομένα που είναι απαραίτητα για την εκπλήρωση των καθηκόντων του τα οποία όμως δεν υπάρχουν σε συνοπτική ή συγκεντρωτική μορφή παρέχονται χωρίς χρονοτριβή στο ΕΣΣΚ μετά από αιτιολογημένο αίτημα, όπως καθορίζεται στο άρθρο [15] του κανονισμού ( ΕΕ ) αριθ.  …/2010 [ΕΣΣΚ]. Σε συνεργασία με το ΕΣΣΚ, η Αρχή εφαρμόζει κατάλληλες εσωτερικές διαδικασίες για τη διαβίβαση εμπιστευτικών πληροφοριών ιδίως όσον αφορά μεμονωμένους συμμετέχοντες στις χρηματοπιστωτικές αγορές.

    3.   Σύμφωνα με τις παραγράφους 4 και 5, η Αρχή εξασφαλίζει κατάλληλα την παρακολούθηση της συνέχειας για τις προειδοποιήσεις και τις συστάσεις του ΕΣΣΚ οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο [16] του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. …/2010 [ΕΣΣΚ].

    4.   Αμέσως μετά τη λήψη προειδοποίησης ή σύστασης από το ΕΣΣΚ απευθυνόμενη προς την Αρχή, η τελευταία συγκαλεί συνεδρίαση του συμβουλίου εποπτών χωρίς καθυστέρηση και αξιολογεί τις επιπτώσεις της εν λόγω προειδοποίησης ή σύστασης στην εκπλήρωση των καθηκόντων της.

    Με την συναφή διαδικασία λήψης αποφάσεων, λαμβάνει απόφαση σχετικά με οιαδήποτε ληπτέα μέτρα με βάση τις εξουσίες που της παρέχονται με τον παρόντα κανονισμό για το χειρισμό των θεμάτων που ορίζονται στις προειδοποιήσεις και συστάσεις.

    Αν η Αρχή δεν δώσει συνέχεια σε σύσταση, αναφέρει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο και στο ΕΣΣΚ τους σχετικούς λόγους.

    5.   Αμέσως μετά τη λήψη προειδοποίησης ή σύστασης από το ΕΣΣΚ απευθυνόμενη προς αρμόδια εθνική εποπτική αρχή, η Αρχή, εφόσον το κρίνει σκόπιμο, χρησιμοποιεί τις εξουσίες που της παρέχονται με τον παρόντα κανονισμό προκειμένου να εξασφαλίσει έγκαιρη παρακολούθηση της συνέχειας.

    Αν ο αποδέκτης δεν προτίθεται να ακολουθήσει τη σύσταση του ΕΣΣΚ, ενημερώνει το συμβούλιο εποπτών και συζητεί με αυτό τους λόγους για τους οποίους δεν λαμβάνει μέτρα.

    Η αρμόδια αρχή λαμβάνει δεόντως υπόψη τις απόψεις του συμβουλίου εποπτών κατά την ενημέρωση Συμβουλίου και του ΕΣΣΚ σύμφωνα με το άρθρο [17] του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΣΣΚ].

    6.   Κατά την άσκηση των καθηκόντων της τα οποία ορίζονται στον παρόντα κανονισμό, η Αρχή λαμβάνει υπόψη της στο μέγιστο βαθμό τις προειδοποιήσεις και τις συστάσεις του ΕΣΣΚ.

    Άρθρο 22

    Ομάδα συμφεροντούχων κινητών αξιών και αγορών

    1.    Για να καταστεί ευκολότερη η διαβούλευση με συμφεροντούχους τομέων σχετικών με τα καθήκοντα της Αρχής, συγκροτείται Ομάδα Συμφεροντούχων Κινητών Αξιών και Αγορών. Η Ομάδα Συμφεροντούχων Κινητών Αξιών και Αγορών καλείται να γνωμοδοτήσει για δράσεις που έχουν αναληφθεί βάσει του άρθρου 7 σχετικά με ρυθμιστικούς τεχνικούς κανόνες και τεχνικούς κανόνες εφαρμογής και στο βαθμό που αυτοί δεν αφορούν μεμονωμένους συμμετέχοντες σε χρηματοπιστωτικές αγορές, βάσει του άρθρου 8 σχετικά με κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις. Εάν επιβάλλεται ανάληψη δράσεων κατεπειγόντως και η διαβούλευση καθίσταται αδύνατη, η Ομάδα Συμφεροντούχων Κινητών Αξιών και Αγορών ενημερώνεται το ταχύτερο δυνατό.

    Η Ομάδα Συμφεροντούχων Κινητών Αξιών και Αγορών συνεδριάζει τουλάχιστον τέσσερις φορές το χρόνο.

    2.   Η Ομάδα Συμφεροντούχων Κινητών Αξιών και Αγορών αποτελείται από 30 μέλη, τα οποία εκπροσωπούν αναλογικά τα επενδυτικά ιδρύματα της Ένωσης , τους εκπροσώπους των υπαλλήλων τους καθώς και τους καταναλωτές, ▐ τους χρήστες τραπεζικών υπηρεσιών και τους εκπροσώπους των ΜΜΕ . Τουλάχιστον πέντε από τα μέλη της είναι ανεξάρτητοι διακεκριμένοι ακαδημαϊκοί. Τα μέλη που εκπροσωπούν τους συμμετέχοντες στις χρηματοπιστωτικές αγορές δεν πρέπει να υπερβαίνουν τα 10.

    3.   Τα μέλη της Ομάδας Συμφεροντούχων Κινητών Αξιών και Αγορών ορίζονται από το Συμβούλιο εποπτών της Αρχής, μετά από προτάσεις των οικείων συμφεροντούχων.

    Στο μέτρο του δυνατού, κατά τη λήψη της απόφασής του, το Συμβούλιο εποπτών εξασφαλίζει την ενδεδειγμένη γεωγραφική ισορροπία , την ισόρροπη συμμετοχή των δυο φύλων και την εκπροσώπηση των συμφεροντούχων από ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση .

    4.    Η Αρχή παρέχει όλες τις απαραίτητες πληροφορίες και εξασφαλίζει επαρκή γραμματειακή στήριξη στην Ομάδα Συμφεροντούχων Κινητών Αξιών και Αγορών.

    Παρέχεται επαρκής αποζημίωση των εξόδων ταξιδίου για τα μέλη της ομάδας συμφεροντούχων που εκπροσωπούν μη κερδοσκοπικές οργανώσεις. Η Ομάδα μπορεί να συγκροτεί ομάδες εργασίας επί τεχνικών ζητημάτων. Η θητεία των μελών της Ομάδας Συμφεροντούχων Κινητών Αξιών και Αγορών διαρκεί δυόμιση έτη και τη λήξη της ακολουθεί νέα διαδικασία επιλογής.

    Τα μέλη μπορούν να υπηρετήσουν επί δυο διαδοχικές θητείες.

    5.   Η Ομάδα Συμφεροντούχων Κινητών Αξιών και Αγορών υποβάλλει στην Αρχή γνώμες και συμβουλές για οποιοδήποτε θέμα σχετικό με τα καθήκοντα της Αρχής με ιδιαίτερη έμφαση στα καθήκοντα που ορίζονται στα άρθρα 7 έως 7ε, και στα άρθρα 8, 14, 15 και 17 .

    6.   Η Ομάδα Συμφεροντούχων Κινητών Αξιών και Αγορών εγκρίνει τον εσωτερικό της κανονισμό με πλειοψηφία των δύο τρίτων των μελών της .

    7.   Η Αρχή δημοσιοποιεί τις γνώμες και τις συμβουλές της ομάδας συμφεροντούχων Κινητών Αξιών και Αγορών και τα αποτελέσματα των διαβουλεύσεών της.

    Άρθρο 23

    Διασφαλίσεις

    1.   ▐ Αν ένα κράτος μέλος θεωρήσει ότι απόφαση που ελήφθη δυνάμει του άρθρου 10, παράγραφος 2 ή του άρθρου 11 προσκρούει κατά τρόπο άμεσο και σημαντικό στις δημοσιονομικές του αρμοδιότητες, ενημερώνει την Αρχή, την Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο εντός δέκα εργάσιμων ημερών από τη γνωστοποίηση της απόφασης της Αρχής στην αρμόδια αρχή . Στην ανακοίνωσή του το κράτος μέλος παραθέτει σχετική αιτιολογία και εκτίμηση αντικτύπου ως προς τον βαθμό στον οποίο η απόφαση προσκρούει στις δημοσιονομικές αρμοδιότητές του.

    2.   ▐ Εντός χρονικού διαστήματος ενός μηνός από την ανακοίνωση του κράτους μέλους, η Αρχή το ενημερώνει εάν εμμένει στην απόφασή της ή εάν την τροποποιεί ή την ανακαλεί.

    Αν η Αρχή εμμείνει στην απόφασή της ή την τροποποιήσει , το Συμβούλιο αποφασίζει αν η απόφαση της Αρχής εξακολουθεί να ισχύει ή ανακαλείται. Η απόφαση να διατηρηθεί η απόφαση της Αρχής λαμβάνεται με απλή πλειοψηφία των μελών. Η απόφαση να ανακληθεί η απόφαση της Αρχής λαμβάνεται με ειδική πλειοψηφία των μελών του Συμβουλίου. Σε καμία από τις δυο περιπτώσεις λαμβάνεται υπόψη η ψήφος των ενδιαφερομένων μελών.

    3.   ▐ Αν το Συμβούλιο δεν λάβει απόφαση εντός δέκα εργάσιμων ημερών στην περίπτωση του άρθρου 10 και ενός μηνός στην περίπτωση του άρθρου 11, θεωρείται ότι η απόφαση της Αρχής εξακολουθεί να ισχύει.

    3α.     Εάν απόφαση που εγκρίνεται δυνάμει του άρθρου 10 οδηγεί στη χρήση των πόρων που συγκροτούνται σύμφωνα με το άρθρο 12δ ή 12ε τα κράτη μέλη δεν καλούν το Συμβούλιο να διατηρήσει ή να ανακαλέσει απόφαση που ελήφθη από την Αρχή.

    Άρθρο 24

    Διαδικασίες λήψης αποφάσεων

    1.   Πριν λάβει τις αποφάσεις που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό , η Αρχή ενημερώνει τον ονομαστικά αναφερόμενο αποδέκτη σχετικά με την πρόθεσή της να λάβει την απόφαση, τάσσοντας προθεσμία εντός της οποίας ο αποδέκτης μπορεί να διατυπώσει τις απόψεις του για το θέμα, λαμβανόμενων πλήρως υπόψη του επείγοντα χαρακτήρα, του πολυσύνθετου χαρακτήρα και των δυνάμει συνεπειών του θέματος. Αυτό εφαρμόζεται κατ’ αναλογία στις συστάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 9, παράγραφος 4.

    2.   Οι αποφάσεις της Αρχής αναφέρουν τους λόγους στους οποίους βασίζονται.

    3.   Οι αποδέκτες των αποφάσεων της Αρχής ενημερώνονται σχετικά με τα διαθέσιμα μέσα προσφυγής που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό.

    4.   Αν η Αρχή έχει λάβει απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 2 ή 3, επανεξετάζει αυτή την απόφαση στα ενδεδειγμένα χρονικά διαστήματα.

    5.   Οι αποφάσεις που λαμβάνει η Αρχή δυνάμει των άρθρων 9, 10 και 11 δημοσιοποιούνται και αναφέρουν την ταυτότητα της σχετικής αρμόδιας αρχής ή του συμμετέχοντος στις χρηματοπιστωτικές αγορές και το γενικό περιεχόμενο της απόφασης, εκτός εάν η δημοσίευση αυτή έρχεται σε σύγκρουση με το έννομο συμφέρον των συμμετεχόντων στις χρηματοπιστωτικές αγορές για την προστασία του επαγγελματικού απορρήτου τους ή θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο την εύρυθμη λειτουργία και την ακεραιότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών ή τη σταθερότητα ολόκληρου ή μέρους του χρηματοπιστωτικού συστήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης .

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

    ΟΡΓΑΝΩΣΗ

    Ενότητα 1

    Συμβούλιο εποπτών

    Άρθρο 25

    Σύνθεση

    1.   Το συμβούλιο εποπτών συγκροτείται από:

    α)

    τον πρόεδρο, ο οποίος δεν έχει δικαίωμα ψήφου·

    β)

    τους επικεφαλής των εθνικών δημόσιων αρχών που είναι αρμόδιες για την εποπτεία των συμμετεχόντων στις χρηματοπιστωτικές αγορές σε κάθε κράτος μέλος, οι οποίοι συμμετέχουν προσωπικά στις συνεδριάσεις τουλάχιστον δύο φορές ετησίως ,

    γ)

    έναν εκπρόσωπο της Επιτροπής, ο οποίος δεν έχει δικαίωμα ψήφου·

    δ)

    έναν εκπρόσωπο του ΕΣΣΚ, ο οποίος δεν έχει δικαίωμα ψήφου·

    ε)

    έναν εκπρόσωπο καθεμιάς από τις άλλες δυο Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές, χωρίς δικαίωμα ψήφου.

    1α.     Το Συμβούλιο εποπτών καλεί τακτικά σε συνεδρίαση την Ομάδα Συμφεροντούχων Κινητών Αξιών και Αγορών, τουλάχιστον δύο φορές το χρόνο.

    2.   Κάθε αρμόδια αρχή ▐ είναι υπεύθυνη ▐ για τον ορισμό ενός αναπληρωματικού μέλους υψηλού επιπέδου, το οποίο μπορεί να αντικαθιστά το μέλος του συμβουλίου εποπτών που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο β) σε περίπτωση όπου το πρόσωπο αυτό κωλύεται να παραστεί.

    2α.     Σε κράτη μέλη με περισσότερες από μια αρμόδιες αρχές για την εποπτεία, σύμφωνα με τον κανονισμό αυτό, οι εν λόγω αρχές συμφωνούν για έναν κοινό αντιπρόσωπο. Ωστόσο, όταν το συμβούλιο εποπτών συζητεί θέμα που δεν εμπίπτει στις αρμοδιότητες της εθνικής αρχής που εκπροσωπείται από το μέλος αυτό, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο β), το εν λόγω μέλος μπορεί να φέρει αντιπρόσωπο από τη σχετική εθνική αρχή χωρίς δικαίωμα ψήφου.

    3.   Προκειμένου να ενεργεί στο πλαίσιο της οδηγίας 97/9/ΕΚ, το μέλος του συμβουλίου εποπτών που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο β) δύναται, κατά περίπτωση, να συνοδεύεται από εκπρόσωπο των αρμόδιων φορέων οι οποίοι διαχειρίζονται συστήματα προστασίας των επενδυτών σε κάθε κράτος μέλος. Ο εκπρόσωπος αυτός δεν έχει δικαίωμα ψήφου.

    4.   Το συμβούλιο εποπτών μπορεί να αποφασίσει να δεχτεί παρατηρητές.

    Ο εκτελεστικός διευθυντής μπορεί να συμμετέχει στις συνεδριάσεις του συμβουλίου εποπτών χωρίς δικαίωμα ψήφου.

    Άρθρο 26

    Εσωτερικές επιτροπές και ομάδες

    1.   Το συμβούλιο εποπτών μπορεί να συγκροτεί εσωτερικές επιτροπές ή ομάδες για συγκεκριμένα καθήκοντα που ανατίθενται στο συμβούλιο εποπτών, και μπορεί να προβλέπει την ανάθεση ορισμένων σαφώς καθορισμένων καθηκόντων και αποφάσεων σε εσωτερικές επιτροπές ή ομάδες, στο διοικητικό συμβούλιο ή στον πρόεδρο.

    2.   Για τους σκοπούς του άρθρου 11, το συμβούλιο εποπτών συγκαλεί μια ανεξάρτητη ομάδα με ισόρροπη σύνθεση μελών για να διευκολύνει μια αμερόληπτη διευθέτηση της διαφωνίας. Η ομάδα αποτελείται από τον πρόεδρο και δυο από τα μέλη του συμβουλίου, τα οποία δεν εκπροσωπούν τις διαφωνούσες αρμόδιες αρχές και δεν έχουν κανένα συμφέρον στη διένεξη αυτή ούτε άμεσους δεσμούς με τις σχετικές αρμόδιες αρχές .

    2α.     Με την επιφύλαξη του άρθρου 11, παράγραφος 2, η ομάδα προτείνει απόφαση για οριστική έγκριση από το συμβούλιο εποπτών, σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στο τρίτο εδάφιο του άρθρου 29 παράγραφος 1.

    2β.     Το συμβούλιο εποπτών εγκρίνει τον εσωτερικό κανονισμό της ομάδας που αναφέρεται στην παράγραφο 2.

    Άρθρο 27

    Ανεξαρτησία

    Κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων που τους ανατίθενται βάσει του παρόντος κανονισμού, ο πρόεδρος και τα μέλη του συμβουλίου εποπτών με δικαίωμα ψήφου ενεργούν ανεξάρτητα και αντικειμενικά υπέρ του συμφέροντος της Ένωσης στο σύνολό της και δεν ζητούν ούτε δέχονται οδηγίες από θεσμικά όργανα ή φορείς της Ένωσης , από την κυβέρνηση κάποιου κράτους μέλους ή από οποιονδήποτε άλλο δημόσιο ή ιδιωτικό φορέα.

    Τα κράτη μέλη, τα θεσμικά όργανα της Ένωσης και οι λοιποί δημόσιοι ή ιδιωτικοί φορείς δεν επιδιώκουν να επηρεάσουν τα μέλη του συμβουλίου εποπτών κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους.

    Άρθρο 28

    Καθήκοντα

    1.   Το συμβούλιο εποπτών καθοδηγεί το έργο της Αρχής και είναι υπεύθυνο για τη λήψη των αποφάσεων που αναφέρονται στο Κεφάλαιο ΙΙ.

    2.   Το συμβούλιο εποπτών εγκρίνει τις γνώμες, τις συστάσεις και τις αποφάσεις και εκδίδει τις συμβουλές που αναφέρονται στο Κεφάλαιο ΙΙ.

    3.   Το συμβούλιο εποπτών ορίζει τον πρόεδρο.

    4.   Το συμβούλιο εποπτών εγκρίνει, πριν τις 30 Σεπτεμβρίου εκάστου έτους, μετά από πρόταση του διοικητικού συμβουλίου, το πρόγραμμα εργασίας της Αρχής και το διαβιβάζει προς ενημέρωση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή.

    Το πρόγραμμα εργασίας εγκρίνεται με την επιφύλαξη της ετήσιας διαδικασίας για τον προϋπολογισμό και δημοσιοποιείται.

    4α.     Το συμβούλιο εποπτών, κατόπιν πρότασης του διοικητικού συμβουλίου, εγκρίνει την ετήσια έκθεση δραστηριοτήτων της Αρχής, συμπεριλαμβανομένης και της εκτέλεσης των καθηκόντων του προέδρου, βάσει του σχεδίου έκθεσης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 38 παράγραφος 7 και διαβιβάζει την εν λόγω έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή, στο Ελεγκτικό Συνέδριο και στην Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή ως τις 15 Ιουνίου κάθε έτους. Η έκθεση δημοσιοποιείται.

    5.   Το συμβούλιο εποπτών εγκρίνει το πολυετές πρόγραμμα εργασίας της Αρχής και το διαβιβάζει προς ενημέρωση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή.

    Το πολυετές πρόγραμμα εργασίας εγκρίνεται με την επιφύλαξη της ετήσιας διαδικασίας για τον προϋπολογισμό και δημοσιοποιείται.

    6.   Το συμβούλιο εποπτών εγκρίνει τον ▐ προϋπολογισμό σύμφωνα με το άρθρο 49.

    7.   Το συμβούλιο εποπτών ασκεί πειθαρχική εξουσία επί του προέδρου και του εκτελεστικού διευθυντή και μπορεί να τους παύει από τα καθήκοντά τους σύμφωνα με το άρθρο 33 παράγραφος 5 ή το άρθρο 36 παράγραφος 5 αντίστοιχα.

    Άρθρο 29

    Λήψη αποφάσεων

    1.    Οι αποφάσεις του συμβουλίου εποπτών λαμβάνονται από τα μέλη του με απλή πλειοψηφία σύμφωνα με την αρχή «ένα άτομο μία ψήφος» .

    Όσον αφορά τις πράξεις που ορίζονται στα άρθρα 7, 8 και όλα τα μέτρα και τις αποφάσεις που εγκρίνονται βάσει του Κεφαλαίου VΙ και κατά παρέκκλιση του πρώτου εδαφίου, το συμβούλιο εποπτών λαμβάνει αποφάσεις με ειδική πλειοψηφία των μελών του, όπως ορίζεται στο άρθρο 16, παράγραφος 4 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και στο άρθρο 3 του πρωτοκόλλου αριθ. 36 σχετικά με τις μεταβατικές διατάξεις το οποίο προσαρτάται στη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και στη ΣΛΕΕ.

    Όσον αφορά αποφάσεις σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 3, για τις αποφάσεις που λαμβάνει η αρχή ενοποιημένης εποπτείας, η απόφαση που προτείνεται από την ομάδα θεωρείται οριστική, εφόσον εγκριθεί με απλή πλειοψηφία, εκτός εάν απορριφθεί από μέλη που αντιπροσωπεύουν μειοψηφία αρνησικυρίας των ψήφων όπως ορίζεται στο άρθρο 16 παράγραφος 4 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και στο άρθρο 3 του πρωτοκόλλου αριθ. 36 σχετικά με τις μεταβατικές διατάξεις που προσαρτάται στη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και στη ΣΛΕΕ.

    Για όλες τις άλλες αποφάσεις σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 3, η προτεινόμενη από την ομάδα απόφαση λαμβάνεται με ειδική πλειοψηφία των μελών του εποπτικού συμβουλίου σύμφωνα με την αρχή της μιας ψήφου ανά μέλος.

    2.   Οι συνεδριάσεις του συμβουλίου εποπτών συγκαλούνται από τον πρόεδρο, με ίδια πρωτοβουλία ή κατόπιν αιτήματος του ενός τρίτου των μελών του, και προεδρεύονται από τον πρόεδρο.

    3.   Το συμβούλιο εποπτών εγκρίνει και δημοσιοποιεί τον εσωτερικό κανονισμό του.

    4.   Ο εσωτερικός κανονισμός ορίζει λεπτομερώς τις ρυθμίσεις που διέπουν την ψηφοφορία, συμπεριλαμβανομένων, όταν απαιτείται, των κανόνων που διέπουν τις απαρτίες. Τα μέλη χωρίς δικαίωμα ψήφου και οι παρατηρητές, εκτός από τον πρόεδρο και τον εκτελεστικό διευθυντή, δεν παρίστανται σε συζητήσεις του συμβουλίου εποπτών όσον αφορά μεμονωμένους συμμετέχοντες στις χρηματοπιστωτικές αγορές , εκτός αν προβλέπεται διαφορετικά στο άρθρο 61 ή στη νομοθεσία στην οποία παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2.

    Ενότητα 2

    Διοικητικό συμβούλιο

    Άρθρο 30

    Σύνθεση

    1.   Το διοικητικό συμβούλιο συγκροτείται από τον πρόεδρο ▐ και έξι άλλα μέλη του συμβουλίου εποπτών, που εκλέγονται από τα μέλη του συμβουλίου εποπτών με δικαίωμα ψήφου .

    Για κάθε μέλος εκτός από τον πρόεδρο υπάρχει ένα αναπληρωματικό μέλος, το οποίο μπορεί να αντικαθιστά το μέλος του διοικητικού συμβουλίου, αν το εν λόγω μέλος κωλύεται να παραστεί.

    Η θητεία των μελών που εκλέγονται από το συμβούλιο εποπτών διαρκεί δυόμιση έτη. Μπορεί να ανανεωθεί άπαξ. Η σύνθεση του διοικητικού συμβουλίου είναι ισόρροπη και αναλογική και αντικατοπτρίζει την Ευρωπαϊκή Ένωση στο σύνολό της. Οι εντολές αλληλεπικαλύπτονται και εφαρμόζεται ρύθμιση εκ περιτροπής.

    2.   Οι αποφάσεις του διοικητικού συμβουλίου λαμβάνονται με πλειοψηφία των παρόντων μελών. Κάθε μέλος διαθέτει μία ψήφο.

    Ο εκτελεστικός διευθυντής και ένας εκπρόσωπος της Επιτροπής συμμετέχουν στις συνεδριάσεις του διοικητικού συμβουλίου χωρίς δικαίωμα ψήφου.

    Ο αντιπρόσωπος της Επιτροπής έχει δικαίωμα ψήφου για θέματα που αναφέρονται στο άρθρο 49.

    Το διοικητικό συμβούλιο εγκρίνει και δημοσιοποιεί τον εσωτερικό κανονισμό του.

    3.   Οι συνεδριάσεις του διοικητικού συμβουλίου συγκαλούνται από τον πρόεδρο με ίδια πρωτοβουλία ή κατόπιν αιτήματος τουλάχιστον του ενός τρίτου των μελών του, και προεδρεύονται από τον πρόεδρο.

    Το διοικητικό συμβούλιο συνέρχεται πριν από κάθε συνεδρίαση του συμβουλίου εποπτών καθώς και όποτε άλλοτε κρίνεται σκόπιμο . Συνέρχεται για να συνεδριάσει τουλάχιστον πέντε φορές το χρόνο .

    4.   Τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου δύνανται, με την επιφύλαξη του εσωτερικού κανονισμού, να επικουρούνται από συμβούλους ή εμπειρογνώμονες. Τα μέλη χωρίς δικαίωμα ψήφου εκτός από τον εκτελεστικό διευθυντή δεν παρίστανται σε συζητήσεις του διοικητικού συμβουλίου σχετικά με μεμονωμένα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.

    Άρθρο 31

    Ανεξαρτησία

    Τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου ενεργούν ανεξάρτητα και αντικειμενικά αποκλειστικά και μόνο υπέρ του συμφέροντος της Ένωσης στο σύνολό της , και δεν ζητούν ούτε δέχονται οδηγίες από θεσμικά όργανα ή φορείς της Ένωσης, από την κυβέρνηση κάποιου κράτους μέλους ή από οποιονδήποτε άλλο δημόσιο ή ιδιωτικό φορέα.

    Κράτη μέλη, θεσμικά όργανα ή φορείς της Ένωσης και λοιποί δημόσιοι ή ιδιωτικοί φορείς απέχουν από οποιασδήποτε προσπάθεια επηρεασμού των μελών του συμβουλίου εποπτών.

    Άρθρο 32

    Καθήκοντα

    1.   Το διοικητικό συμβούλιο εξασφαλίζει ότι η Αρχή εκπληρώνει την αποστολή της και εκτελεί τα καθήκοντα που της έχουν ανατεθεί σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.

    2.   Το διοικητικό συμβούλιο προτείνει στο συμβούλιο εποπτών ετήσιο και πολυετές πρόγραμμα εργασίας προς έγκριση.

    3.   Το διοικητικό συμβούλιο ασκεί τις σχετικές με τον προϋπολογισμό εξουσίες του σύμφωνα με τα άρθρα 49 και 50.

    4.   Το διοικητικό συμβούλιο εγκρίνει το σχέδιο πολιτικής προσωπικού της Αρχής και, σύμφωνα με το άρθρο 54 παράγραφος 2, τα μέτρα που απαιτούνται για την εφαρμογή του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εφεξής «Κανονισμός Υπηρεσιακής Κατάστασης»).

    5.   Το διοικητικό συμβούλιο εγκρίνει τις ειδικές διατάξεις σχετικά με το δικαίωμα πρόσβασης στα έγγραφα της Αρχής, σύμφωνα με το άρθρο 58.

    6.   Το διοικητικό συμβούλιο προτείνει στο Συμβούλιο Εποπτών, προς έγκριση και υποβολή στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ετήσια έκθεση των δραστηριοτήτων της Αρχής , η οποία περιλαμβάνει και τα καθήκοντα του προέδρου, βάσει του σχεδίου έκθεσης που αναφέρεται στο άρθρο 38, παράγραφος 7 ▐.

    7.   Το διοικητικό συμβούλιο εγκρίνει και δημοσιοποιεί τον εσωτερικό κανονισμό του.

    8.   Το διοικητικό συμβούλιο διορίζει και παύει τα μέλη του συμβουλίου προσφυγών σύμφωνα με το άρθρο 44 παράγραφοι 3 και 5.

    Ενότητα 3

    Πρόεδρος

    Άρθρο 33

    Διορισμός και καθήκοντα

    1.   Η Αρχή εκπροσωπείται από τον πρόεδρο, ο οποίος είναι ανεξάρτητος επαγγελματίας πλήρους απασχόλησης.

    Ο πρόεδρος είναι υπεύθυνος για την προετοιμασία της εργασίας του συμβουλίου εποπτών και προεδρεύει στις συνεδριάσεις του συμβουλίου εποπτών και του διοικητικού συμβουλίου.

    2.   Ο πρόεδρος διορίζεται από το συμβούλιο εποπτών με κριτήρια τα προσόντα, τις ικανότητες, τις γνώσεις του για τους συμμετέχοντες στις χρηματοπιστωτικές αγορές και τις αγορές, και την πείρα του σχετικά με τη χρηματοπιστωτική εποπτεία και ρύθμιση, μετά από ανοικτή διαδικασία επιλογής , την οποία οργανώνει και διεκπεραιώνει η Επιτροπή .

    Η Επιτροπή υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο τελικό κατάλογο με τρεις υποψηφίους. Μετά τη διεξαγωγή ακροάσεων των εν λόγω υποψηφίων το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο επιλέγει έναν από αυτούς. Ο υποψήφιος που επιλέγεται διορίζεται από το συμβούλιο εποπτών.

    Επίσης το συμβούλιο εποπτών επιλέγει μεταξύ των μελών του αναπληρωτή, που ασκεί τις λειτουργίες του προέδρου όταν ο τελευταίος απουσιάζει. Ο αναπληρωτής δεν είναι μέλος του διοικητικού συμβουλίου.

    3.   Η θητεία του προέδρου διαρκεί πέντε έτη και είναι άπαξ ανανεώσιμη.

    4.   Κατά το εννεάμηνο που προηγείται της λήξης της πενταετούς θητείας του προέδρου, το συμβούλιο εποπτών αποτιμά:

    α)

    τα αποτελέσματα που επιτεύχθηκαν κατά την πρώτη θητεία και τον τρόπο με τον οποίο επιτεύχθηκαν·

    β)

    τα καθήκοντα και τις απαιτήσεις της Αρχής για τα επόμενα έτη.

    Λαμβάνοντας υπόψη την αποτίμηση, το συμβούλιο εποπτών μπορεί να παρατείνει τη θητεία του προέδρου άπαξ, με την επιφύλαξη επικύρωσης από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

    5.   Ο πρόεδρος μπορεί να παυθεί από τα καθήκοντά του μόνο από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μετά από λήψη απόφασης του συμβουλίου εποπτών ▐.

    Ο πρόεδρος δεν μπορεί να εμποδίσει το συμβούλιο εποπτών να συζητήσει θέματα σχετικά με τον πρόεδρο, μεταξύ άλλων όσον αφορά την ανάγκη απομάκρυνσής του, και δεν συμμετέχει στη λήψη αποφάσεων που σχετίζονται με αυτό το θέμα.

    Άρθρο 34

    Ανεξαρτησία

    Με την επιφύλαξη του ρόλου του συμβουλίου εποπτών όσον αφορά τα καθήκοντα του προέδρου, ο τελευταίος δεν ζητεί ούτε δέχεται οδηγίες από κοινοτικά θεσμικά όργανα ή φορείς, από την κυβέρνηση κάποιου κράτους μέλους ή από οποιονδήποτε άλλο δημόσιο ή ιδιωτικό φορέα.

    Τα κράτη μέλη, τα θεσμικά όργανα της Ένωσης και οιοσδήποτε δημόσιος ή ιδιωτικός φορέας δεν επιδιώκουν να επηρεάσουν τον πρόεδρο κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του.

    Σύμφωνα με τον Κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης στον οποίο παραπέμπει το άρθρο 54, ο πρόεδρος, μετά τη λήξη της θηείας του, εξακολουθεί να δεσμεύεται από την υποχρέωση να συμπεριφέρεται με ακεραιότητα και διακριτικότητα σε σχέση με την αποδοχή ορισμένων θέσεων και ευεργετημάτων.

    Άρθρο 35

    Έκθεση

    1.   Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο μπορούν να ζητήσουν από τον πρόεδρο ή από τον αναπληρωτή, σεβόμενα πλήρως την ανεξαρτησία του, να προβείι σε δήλωση . Ο πρόεδρος καταθέτει ενώπιον του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και απαντά σε οιεσδήποτε ερωτήσεις των μελών του, οποτεδήποτε του ζητηθεί .

    2.    Ο πρόεδρος υποβάλλει γραπτή έκθεση πεπραγμένων σχετικά με τις κύριες δραστηριότητες της Αρχής στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο όταν του ζητηθεί, και τουλάχιστον 15 ημέρες πριν προβεί στην δήλωση που αναφέρεται στην παράγραφο 1.

    2α.     Εκτός από τις πληροφορίες που αναφέρονται στα άρθρα 7α έως 7ε, 8, 9, 10, 11 και 18, η έκθεση περιλαμβάνει επίσης οιαδήποτε σχετική πληροφορία ζητηθεί σε βάση ad hoc από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

    Ενότητα 4

    Εκτελεστικός Διευθυντής

    Άρθρο 36

    Διορισμός

    1.   Την Αρχή διοικεί ο εκτελεστικός διευθυντής, ο οποίος είναι ανεξάρτητος επαγγελματίας πλήρους απασχόλησης.

    2.   Ο εκτελεστικός διευθυντής διορίζεται από το συμβούλιο εποπτών με κριτήρια τα προσόντα, τις ικανότητες, τις γνώσεις του για τους συμμετέχοντες στις χρηματοπιστωτικές αγορές και τις αγορές και την πείρα του σχετικά με τη χρηματοπιστωτική εποπτεία και ρύθμιση, μετά από ανοικτή διαδικασία επιλογής και ύστερα από επικύρωση εκ μέρους του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου .

    3.   Η θητεία του εκτελεστικού διευθυντή διαρκεί πέντε έτη και είναι άπαξ ανανεώσιμη.

    4.   Κατά το εννεάμηνο που προηγείται της λήξης της πενταετούς θητείας του εκτελεστικού διευθυντή, το συμβούλιο εποπτών πραγματοποιεί αποτίμηση.

    Σε αυτή την αποτίμηση το συμβούλιο εποπτών αποτιμά ειδικά:

    α)

    τα αποτελέσματα που επιτεύχθηκαν κατά την πρώτη θητεία και τον τρόπο με τον οποίο επιτεύχθηκαν·

    β)

    τα καθήκοντα και τις απαιτήσεις της Αρχής για τα επόμενα έτη.

    Λαμβάνοντας υπόψη την αποτίμηση, το συμβούλιο εποπτών μπορεί να παρατείνει τη θητεία του εκτελεστικού διευθυντή άπαξ.

    5.   Ο εκτελεστικός διευθυντής μπορεί να παυθεί μόνο με απόφαση του συμβουλίου εποπτών.

    Άρθρο 37

    Ανεξαρτησία

    Με την επιφύλαξη αντιστοίχως των ρόλων του διοικητικού συμβουλίου και του συμβουλίου εποπτών όσον αφορά τα καθήκοντα του εκτελεστικού διευθυντή, ο εκτελεστικός διευθυντής δεν ζητεί ούτε λαμβάνει οδηγίες από κυβέρνηση, αρχή, οργανισμό ή πρόσωπο εκτός της Αρχής.

    Τα κράτη μέλη, τα θεσμικά όργανα της Ένωσης και οιοσδήποτε δημόσιος ή ιδιωτικός φορέας δεν επιδιώκουν να επηρεάσουν τον εκτελεστικό διευθυντή κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του.

    Σύμφωνα με τον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης στον οποίο παραπέμπει το άρθρο 54, ο εκτελεστικός διευθυντής συνεχίζει μετά την αποχώρησή του από την υπηρεσία να δεσμεύεται από την υποχρέωση να συμπεριφέρεται με ακεραιότητα και διακριτικότητα όσον αφορά την αποδοχή ορισμένων θέσεων και ευεργετημάτων.

    Άρθρο 38

    Καθήκοντα

    1.   Ο εκτελεστικός διευθυντής είναι υπεύθυνος για τη διοίκηση της Αρχής και προετοιμάζει το έργο του διοικητικού συμβουλίου.

    2.   Ο εκτελεστικός διευθυντής είναι υπεύθυνος για την εκτέλεση του ετήσιου προγράμματος εργασίας της Αρχής υπό την καθοδήγηση του συμβουλίου εποπτών και υπό τον έλεγχο του διοικητικού συμβουλίου.

    3.   Ο εκτελεστικός διευθυντής λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα, ιδίως την έκδοση εσωτερικών διοικητικών εντολών και τη δημοσίευση ανακοινώσεων, για να εξασφαλίσει τη λειτουργία της Αρχής σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού.

    4.   Ο εκτελεστικός διευθυντής καταρτίζει πολυετές πρόγραμμα εργασίας, όπως αναφέρεται στο άρθρο 32 παράγραφος 2.

    5.   Κάθε έτος, ως τις 30 Ιουνίου, ο εκτελεστικός διευθυντής ετοιμάζει πρόγραμμα εργασίας για το επόμενο έτος, όπως αναφέρεται στο άρθρο 32 παράγραφος 2.

    6.   Ο εκτελεστικός διευθυντής καταρτίζει προσχέδιο προϋπολογισμού της Αρχής, σύμφωνα με το άρθρο 49 και εκτελεί τον προϋπολογισμό της Αρχής σύμφωνα με το άρθρο 50.

    7.   Κάθε έτος, ο εκτελεστικός διευθυντής συντάσσει σχέδιο ▐ ετήσιας έκθεσης που περιλαμβάνει μία ενότητα για τις ρυθμιστικές και εποπτικές δραστηριότητες της Αρχής και μία ενότητα για θέματα δημοσιονομικής και διοικητικής φύσης.

    8.   Όσον αφορά το προσωπικό της Αρχής, ο εκτελεστικός διευθυντής ασκεί τις εξουσίες που ορίζονται στο άρθρο 54 και διαχειρίζεται τα θέματα προσωπικού.

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

    ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΗΣ ΕΠΟΠΤΕΙΑΣ

    Ενότητα 1

    Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Μικτή επιτροπή)

    Άρθρο 40

    Σύσταση

    1.   Συγκροτείται Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Μικτή Επιτροπή ▐)

    2.   Η Μικτή Επιτροπή αποτελεί φόρουμ, εντός του οποίου η Αρχή συνεργάζεται τακτικά και στενά και εξασφαλίζει διατομεακή συνέπεια με τις λοιπές Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές, και συγκεκριμένα::

    τους χρηματοπιστωτικούς ομίλους ετερογενών δραστηριοτήτων·

    τη λογιστική και το λογιστικό έλεγχο·

    τις μικροπροληπτικές αναλύσεις των διατομεακών εξελίξεων, τους κινδύνους και τα τρωτά σημεία για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα·

    τα επενδυτικά προϊόντα για ιδιώτες επενδυτές·

    τα μέτρα για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες· και

    την ανταλλαγή πληροφοριών με το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου και την ανάπτυξη σχέσεων μεταξύ του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου και των Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών.

    3.   Η Μικτή Επιτροπή διαθέτει ειδικό προσωπικό αποσπασμένο από τις τρεις Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές το οποίο εκτελεί χρέη γραμματείας. Η Αρχή συνεισφέρει επαρκείς πόρους για ▐ διοικητικές δαπάνες, δαπάνες υποδομής και λειτουργικές δαπάνες.

    Άρθρο 40α

    Εποπτεία

    Εάν ένα χρηματοπιστωτικό ίδρυμα εκτείνεται σε διαφορετικούς τομείς, η Μικτή Επιτροπή επιλύει τις διαφωνίες σύμφωνα με το άρθρο 42 του παρόντος κανονισμού.

    Άρθρο 41

    Σύνθεση

    1.   Η Μικτή Επιτροπή ▐ αποτελείται από τους προέδρους των Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών και, ανάλογα με την περίπτωση, τον πρόεδρο υποεπιτροπής συγκροτούμενης βάσει του άρθρου 43.

    2.   Στις συνεδριάσεις της Μικτής Επιτροπής ▐ καθώς και των υποεπιτροπών που αναφέρονται στο άρθρο 43 προσκαλούνται ως παρατηρητές ο εκτελεστικός διευθυντής, ένας εκπρόσωπος της Επιτροπής και το ΕΣΣΚ.

    3.   Ο πρόεδρος της Μικτής Επιτροπής ▐ ορίζεται ετησίως εκ περιτροπής μεταξύ των προέδρων της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών, της Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων και της Ευρωπαϊκής Αρχής Κινητών Αξιών και Αγορών. Ο πρόεδρος της Μικτής Επιτροπής, που ορίζεται βάσει της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου, ορίζεται επίσης ως αντιπρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου.

    4.   Η Μικτή Επιτροπή ▐ εγκρίνει και δημοσιοποιεί το δικό της εσωτερικό κανονισμό. Ο κανονισμός αυτός μπορεί να ορίζει επιπλέον συμμετέχοντες στις συνεδριάσεις της Μικτής Επιτροπής.

    Η Μικτή Επιτροπή Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών συνέρχεται τουλάχιστον μια φορά το δίμηνο.

    Άρθρο 42

    Κοινές θέσεις και κοινές πράξεις

    Εφόσον είναι αναγκαίο, στο πλαίσιο των καθηκόντων της που ορίζονται στο Κεφάλαιο II, και ιδίως όσον αφορά την εφαρμογή της οδηγίας 2002/87/ΕΚ, η Αρχή καταλήγει σε κοινές θέσεις με την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ασφαλίσεις και Επαγγελματικές Συντάξεις) και με την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Τράπεζες) , ανάλογα με την περίπτωση.

    Οι πράξεις βάσει των άρθρων 7, 9, 10, ή 11 του παρόντος κανονισμού που αφορούν την εφαρμογή της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και κάθε άλλης νομοθετικής πράξης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2, που εμπίπτει επίσης στο πεδίο αρμοδιότητας της ▐ Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ασφαλίσεις και Επαγγελματικές Συντάξεις) ή της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Τράπεζες) , εγκρίνονται από την Αρχή, ▐ Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ασφαλίσεις και Επαγγελματικές Συντάξεις) και την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Τράπεζες), ανάλογα με την περίπτωση, παράλληλα.

    Άρθρο 43

    Υποεπιτροπές

    1.    Για τους σκοπούς του άρθρου 42, συστήνεται υποεπιτροπή χρηματοπιστωτικών ομίλων ετερογενών δραστηριοτήτων στη Μικτή Επιτροπή ▐.

    2.    Η εν λόγω υποεπιτροπή συγκροτείται από τα πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 41 παράγραφος 1 και από έναν υψηλόβαθμο εκπρόσωπο από κάθε κράτος μέλος, προερχόμενο από το εν ενεργεία προσωπικό της οικείας αρμόδιας αρχής.

    3.    Η υποεπιτροπή εκλέγει μεταξύ των μελών της πρόεδρο, ο οποίος είναι επίσης μέλος της Μικτής Επιτροπής ▐.

    4.    Η Μικτή Επιτροπή μπορεί να συγκροτεί και άλλες υποεπιτροπές.

    Ενότητα 3

    Συμβούλιο προσφυγών

    Άρθρο 44

    Σύνθεση

    1.   Το συμβούλιο προσφυγών είναι κοινός φορέας των τριών Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών .

    2.   Το συμβούλιο προσφυγών περιλαμβάνει έξι τακτικά και έξι αναπληρωματικά μέλη, τα οποία είναι πρόσωπα υψίστης εντιμότητας με αποδεδειγμένο ιστορικό σχετικών γνώσεων και επαγγελματικής και εποπτικής πείρας αρκούντως υψηλού επιπέδου στον τομέα των τραπεζικών και ασφαλιστικών υπηρεσιών, κινητών αξιών και αγορών ή λοιπών χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, αποκλειόμενου του εν ενεργεία προσωπικού των αρμόδιων αρχών ή άλλων εθνικών ή ενωσιακών οργάνων που συμμετέχουν στις δραστηριότητες της Αρχής. Σημαντικός αριθμός των μελών του συμβουλίου προσφυγών διαθέτουν επαρκή νομική κατάρτιση προκειμένου να παρέχουν έγκυρες νομικές συμβουλές ως προς τη νομιμότητα του τρόπου με τον οποίο η Αρχή ασκεί τα καθήκοντά της.

    Το συμβούλιο προσφυγών ορίζει τον πρόεδρό του.

    Οι αποφάσεις του συμβουλίου προσφυγών λαμβάνονται με πλειοψηφία τουλάχιστον τεσσάρων από τα έξι μέλη του. Στην περίπτωση που ασκείται προσφυγή που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, η εν λόγω πλειοψηφία των τεσσάρων μελών περιλαμβάνει τουλάχιστον ένα από τα δύο μέλη του συμβουλίου προσφυγών που όρισε η Αρχή.

    Το συμβούλιο προσφυγών συγκαλείται από τον πρόεδρό του όποτε παραστεί ανάγκη.

    3.   Δυο μέλη του συμβουλίου προσφυγών και δυο αναπληρωματικά ορίζει το διοικητικό συμβούλιο της αρχής από συνοπτικό κατάλογο τον οποίο προτείνει η Επιτροπή, μετά από δημόσια πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος η οποία δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και μετά από διαβούλευση με το συμβούλιο εποπτών.

    Τα υπόλοιπα μέλη ορίζονται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. [ ΕΑΤ ] και τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. …/2010 [ ΕΑΚΑΑ ].

    4.   Η θητεία των μελών του συμβουλίου προσφυγών διαρκεί πέντε έτη. Η θητεία αυτή μπορεί να ανανεωθεί άπαξ.

    5.   Μέλος του συμβουλίου προσφυγών, το οποίο ορίστηκε από το διοικητικό συμβούλιο της Αρχής, δεν είναι δυνατό να παυθεί κατά τη διάρκεια της θητείας του, εκτός αν κριθεί ένοχος για σοβαρό παράπτωμα και το διοικητικό συμβούλιο λάβει σχετική απόφαση, αφού προηγουμένως διαβουλευτεί με το συμβούλιο εποπτών.

    6.   Η ▐ Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών ▐ η Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων και η Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών εξασφαλίζουν επαρκή επιχειρησιακή και γραμματειακή υποστήριξη του συμβουλίου προσφυγών μέσω της Μικτής Επιτροπής .

    Άρθρο 45

    Ανεξαρτησία και αμεροληψία

    1.   Τα μέλη του συμβουλίου προσφυγών είναι ανεξάρτητα κατά τη λήψη των αποφάσεών τους. Δεν δεσμεύονται από οδηγίες. Δεν επιτρέπεται να εκτελούν άλλα καθήκοντα στην Αρχή, στο διοικητικό της συμβούλιο ή στο συμβούλιο εποπτών της.

    2.   Τα μέλη των συμβουλίων προσφυγών δεν επιτρέπεται να συμμετέχουν σε εκδίκαση προσφυγής στην οποία έχουν προσωπικό συμφέρον, ή στην οποία είχαν προηγουμένως παρέμβει ως αντιπρόσωποι ενός διαδίκου, ή εάν συνέπραξαν στην απόφαση κατά της οποίας στρέφεται η προσφυγή.

    3.   Εάν μέλος του συμβουλίου προσφυγών κρίνει ότι κάποιο άλλο μέλος δεν πρέπει να συμμετάσχει στην εκδίκαση προσφυγής για έναν από τους λόγους που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 ή για οποιοδήποτε άλλο λόγο, ενημερώνει σχετικά το συμβούλιο προσφυγών.

    4.   Οποιοδήποτε μέρος της εκδίκασης προσφυγής μπορεί να έχει αντίρρηση σχετικά με τη συμμετοχή μέλους του συμβουλίου προσφυγών για κάποιον από τους λόγους που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2, ή αν υπάρχουν υποψίες για μεροληπτική στάση.

    Η ένσταση δεν μπορεί να βασίζεται στην εθνικότητα μελών, ούτε είναι παραδεκτή αν, έχοντας επίγνωση του λόγου ένστασης, το μέρος της εκδίκασης της προσφυγής προέβη παρόλα αυτά σε άλλο διαδικαστικό βήμα, και όχι στην ένσταση στη σύνθεση του συμβουλίου προσφυγών.

    5.   Το συμβούλιο προσφυγών αποφασίζει για τα ληπτέα μέτρα στις περιπτώσεις των παραγράφων 1 και 2 χωρίς τη συμμετοχή του υπόψη μέλους.

    Για τη λήψη της εν λόγω απόφασης, το υπόψη μέλος αντικαθίσταται στο συμβούλιο προσφυγών από το αναπληρωματικό μέλος του, εκτός αν και το τελευταίο μέλος βρίσκεται στην ίδια κατάσταση. Αν συμβεί αυτό, ο πρόεδρος ορίζει ως αντικαταστάτη κάποιο από τα διαθέσιμα αναπληρωματικά μέλη.

    6.   Τα μέλη του συμβουλίου προσφυγών δεσμεύονται να ενεργούν ανεξάρτητα και υπέρ του δημοσίου συμφέροντος.

    Για το σκοπό αυτό, υποβάλλουν δήλωση δεσμεύσεων και δήλωση συμφερόντων, όπου δηλώνουν είτε την απουσία κάθε συμφέροντος που μπορεί να θεωρηθεί ότι θίγει την ανεξαρτησία τους, είτε κάθε άμεσο ή έμμεσο συμφέρον που μπορεί να θεωρηθεί ότι θίγει την ανεξαρτησία τους.

    Οι δηλώσεις αυτές γίνονται δημοσίως, κάθε έτος και εγγράφως.

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ V

    ΔΙΟΡΘΩΤΙΚΑ ΜΕΤΡΑ

    Άρθρο 46

    Προσφυγές

    1.   Οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, συμπεριλαμβανομένων των αρμόδιων αρχών, μπορεί να ασκήσει προσφυγή κατά απόφασης της Αρχής αναφερόμενης στα άρθρα 9, 10 και 11 και οποιαδήποτε άλλης απόφασης που ελήφθη από την Αρχή σύμφωνα με τη νομοθεσία στην οποία παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2, η οποία απευθύνεται στο εν λόγω πρόσωπο, ή κατά απόφασης η οποία, παρότι έχει τη μορφή απόφασης απευθυνόμενης προς κάποιο άλλο πρόσωπο, αφορά άμεσα και μεμονωμένα το εν λόγω πρόσωπο.

    2.   Η προσφυγή, συνοδευόμενη από το αιτιολογικό της υπόμνημα, υποβάλλεται εγγράφως στην Αρχή εντός δύο μηνών από την κοινοποίηση της απόφασης στον ενδιαφερόμενο ή, ελλείψει κοινοποίησης, από την ημέρα που η Αρχή δημοσίευσε την απόφασή της.

    Το συμβούλιο προσφυγών αποφασίζει επί της προσφυγής εντός δυο μηνών από την κατάθεσή της.

    3.   Προσφυγή που ασκείται σύμφωνα με την παράγραφο 1 δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα.

    Ωστόσο, το συμβούλιο προσφυγών μπορεί να αναστείλει την εφαρμογή της προσβαλλόμενης απόφασης, εάν κρίνει ότι το απαιτούν οι περιστάσεις.

    4.   Εφόσον η προσφυγή είναι παραδεκτή, το συμβούλιο προσφυγών εξετάζει αν είναι βάσιμη. Καλεί τους διαδίκους ▐ να υποβάλουν, εντός καθορισμένης προθεσμίας, παρατηρήσεις επί των κοινοποιήσεων που τους έχει απευθύνει ή επί των ανακοινώσεων που προέρχονται από τους λοιπούς διαδίκους. Οι διάδικοι έχουν δικαίωμα να διατυπώσουν τις απόψεις τους προφορικά.

    5.   Το συμβούλιο προσφυγών μπορεί να επιβεβαιώσει την απόφαση που έλαβε το αρμόδιο όργανο της Αρχής, ή ▐ να παραπέμψει την υπόθεση στο αρμόδιο όργανο της Αρχής. Το όργανο αυτό δεσμεύεται από την απόφαση του συμβουλίου προσφυγών και εγκρίνει τροποποιημένη απόφαση σχετικά με την εν λόγω υπόθεση .

    6.   Το συμβούλιο προσφυγών εγκρίνει και δημοσιοποιεί τον εσωτερικό κανονισμό του.

    7.   Οι αποφάσεις που λαμβάνονται από το συμβούλιο προσφυγών είναι αιτιολογημένες και δημοσιοποιούνται από την Αρχή.

    Άρθρο 47

    Προσφυγές ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και του Δικαστηρίου

    1.   Είναι δυνατή η προσφυγή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου ή του Δικαστηρίου, σύμφωνα με το άρθρο 263 ΣΛΕΕ , κατά απόφασης του συμβουλίου προσφυγών ή, σε περιπτώσεις όπου δεν υπάρχει δικαίωμα προσφυγής ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών, της Αρχής.

    1α.     Τα κράτη μέλη και τα θεσμικά όργανα της Ένωσης, καθώς και οιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο μπορούν να καταθέτουν απευθείας προσφυγή στο Δικαστήριο κατά αποφάσεων της Αρχής, σύμφωνα με το άρθρο 263 ΣΛΕΕ.

    2.   Σε περίπτωση που η Αρχή έχει υποχρέωση να ενεργήσει και δεν λαμβάνει απόφαση, μπορεί να ασκηθεί προσφυγή επί παραλείψει ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου ή του Δικαστηρίου, σύμφωνα με το άρθρο 265 ΣΛΕΕ .

    3.   Η Αρχή υποχρεούται να λάβει τα αναγκαία μέτρα για να συμμορφωθεί με την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου ή του Δικαστηρίου.

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI

    ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

    Άρθρο 48

    Προϋπολογισμός της Αρχής

    1.   Τα έσοδα της Αρχής, που είναι ευρωπαϊκός φορέας σύμφωνα με το άρθρο 185 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002 του Συμβουλίου, συνίστανται βασικά σε οποιονδήποτε συνδυασμό των εξής :

    α)

    υποχρεωτικές εισφορές των εθνικών δημόσιων αρχών οι οποίες είναι αρμόδιες για την εποπτεία χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων , οι οποίες καταβάλλονται σύμφωνα με τύπο που βασίζεται στη στάθμιση των ψήφων ως έχει στο άρθρο 3, παράγραφος 3 του πρωτοκόλλου αριθ. 36 σχετικά με τις μεταβατικές διατάξεις το οποίο προσαρτάται στη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και στη ΣΛΕΕ·

    β)

    επιχορήγηση από την Ένωση , που εγγράφεται στο γενικό προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης (τμήμα της Επιτροπής)· η χρηματοδότηση της Αρχής από την Ένωση υπόκειται στην επίτευξη συμφωνίας από την αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχής όπως προβλέπεται στο σημείο 47 της διοργανικής συμφωνίας της 17ης Μαΐου 2006 για τη δημοσιονομική πειθαρχία και τη χρηστή δημοσιονομική διαχείριση·

    γ)

    τυχόν τέλη που καταβάλλονται στην Αρχή, στις περιπτώσεις που ορίζονται στις σχετικές πράξεις του δικαίου της Ένωσης .

    2.   Οι δαπάνες της Αρχής περιλαμβάνουν, τουλάχιστον, τις δαπάνες προσωπικού, τις αμοιβές, τις διοικητικές δαπάνες, τις δαπάνες υποδομής, επαγγελματικής κατάρτισης και τις λειτουργικές δαπάνες.

    3.   Τα έσοδα και οι δαπάνες ισοσκελίζονται.

    4.   Για κάθε οικονομικό έτος, που αντιστοιχεί στο ημερολογιακό έτος, για όλα τα έσοδα και τις δαπάνες της Αρχής πραγματοποιούνται προβλέψεις που εμφανίζονται στον προϋπολογισμό της Αρχής.

    Άρθρο 49

    Κατάρτιση του προϋπολογισμού

    1.   Μέχρι τις 15 Φεβρουαρίου κάθε έτους, ο εκτελεστικός διευθυντής καταρτίζει για το επόμενο οικονομικό έτος κατάσταση προβλεπόμενων εσόδων και δαπανών και διαβιβάζει αυτό το προσχέδιο προϋπολογισμού, συνοδευόμενο από οργανόγραμμα , στο διοικητικό συμβούλιο και στο συμβούλιο εποπτών . Κάθε έτος, βάσει του προσχεδίου που καταρτίζεται από τον εκτελεστικό διευθυντή και εγκρίνεται από το διοικητικό συμβούλιο, το συμβούλιο εποπτών συντάσσει κατάσταση προβλεπόμενων εσόδων και δαπανών της Αρχής για το επόμενο οικονομικό έτος. Αυτή η κατάσταση προβλέψεων, συνοδευόμενη από σχέδιο οργανογράμματος, διαβιβάζεται από το συμβούλιο εποπτών στην Επιτροπή μέχρι τις 31 Μαρτίου. Πριν από την έκδοση της κατάστασης προβλέψεων, το σχέδιο που κατάρτισε ο εκτελεστικός διευθυντής εγκρίνεται από το διοικητικό συμβούλιο .

    2.   Η κατάσταση προβλέψεων διαβιβάζεται από την Επιτροπή στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο, (αποκαλούνται εφεξής «αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή»), μαζί με το προσχέδιο του γενικού προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

    3.   Βάσει της εν λόγω κατάστασης προβλέψεων, η Επιτροπή εγγράφει στο προσχέδιο του γενικού προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης τις προβλέψεις που κρίνει αναγκαίες για το οργανόγραμμα, και το ποσό της επιδότησης που θα επιβαρύνει το γενικό προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης σύμφωνα με τα άρθρα 313 και 314 της Συνθήκης.

    4.   Η αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή εγκρίνει το οργανόγραμμα για την Αρχή. Η αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή εγκρίνει τις πιστώσεις για την επιδότηση της Αρχής.

    5.   Ο προϋπολογισμός της Αρχής εγκρίνεται από το συμβούλιο εποπτών . Καθίσταται οριστικός μετά την οριστική έγκριση του γενικού προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εφόσον κριθεί αναγκαίο, αναπροσαρμόζεται αναλόγως.

    6.   Το συντομότερο δυνατό, το Διοικητικό Συμβούλιο γνωστοποιεί στην αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή την πρόθεσή του να εκτελέσει έργο που μπορεί να έχει σημαντικές δημοσιονομικές επιπτώσεις στη χρηματοδότηση του προϋπολογισμού του, ιδίως όταν πρόκειται για έργα σχετικά με ακίνητα, όπως μίσθωση ή αγορά ακινήτων. Επίσης, πληροφορεί σχετικά την Επιτροπή. Σε περίπτωση που ένα από τα δύο σκέλη της αρμόδιας για τον προϋπολογισμό αρχής προτίθεται να εκδώσει γνώμη, εντός δυο εβδομάδων από τη λήψη των πληροφοριών για το έργο γνωστοποιεί στην Αρχή την πρόθεσή του να εκδώσει την εν λόγω γνώμη. Αν δεν υπάρξει απάντηση, η Αρχή μπορεί να προχωρήσει στην εκτέλεση της προγραμματισμένης ενέργειας.

    6α.     Για το πρώτο έτος λειτουργίας της Αρχής το οποίο περατούται στις 31 Δεκεμβρίου 2011, ο προϋπολογισμός εγκρίνεται από τα μέλη της Επιτροπής Επιπέδου 3 μετά τη διενέργεια διαβουλεύσεων με την Επιτροπή και στη συνέχεια διαβιβάζεται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο για επικύρωση.

    Άρθρο 50

    Εκτέλεση και έλεγχος του προϋπολογισμού

    1.   Ο εκτελεστικός διευθυντής ενεργεί ως διατάκτης και εκτελεί τον προϋπολογισμό της Αρχής.

    2.   Μέχρι την 1η Μαρτίου μετά τη λήξη κάθε οικονομικού έτους, ο υπόλογος της Αρχής διαβιβάζει στον υπόλογο της Επιτροπής και στο Ελεγκτικό Συνέδριο τους προσωρινούς λογαριασμούς, συνοδευόμενους από την έκθεση για τη δημοσιονομική και οικονομική διαχείριση του οικονομικού έτους. Επίσης, ο υπόλογος της Αρχής διαβιβάζει την έκθεση για τη δημοσιονομική και οικονομική διαχείριση στα μέλη του συμβουλίου εποπτών, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο μέχρι τις 31 Μαρτίου του επόμενου έτους.

    Στη συνέχεια ο υπόλογος της Επιτροπής ενοποιεί τους προσωρινούς λογαριασμούς των θεσμικών οργάνων και των αποκεντρωμένων οργανισμών σύμφωνα με το άρθρο 128 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002 (45) του Συμβουλίου (εφεξής «Δημοσιονομικός κανονισμός»).

    3.   Αφού λάβει τις παρατηρήσεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου σχετικά με τους προσωρινούς λογαριασμούς της Αρχής σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 129 του Δημοσιονομικού Κανονισμού, ο εκτελεστικός διευθυντής, ενεργώντας με δική του ευθύνη, καταρτίζει τους οριστικούς λογαριασμούς της Αρχής και τους διαβιβάζει για γνωμοδότηση στο διοικητικό συμβούλιο.

    4.   Το διοικητικό συμβούλιο αποφαίνεται επί των οριστικών λογαριασμών της Αρχής.

    5.   Μέχρι την 1η Ιουλίου μετά τη λήξη του οικονομικού έτους, ο εκτελεστικός διευθυντής διαβιβάσει τους εν λόγω οριστικούς λογαριασμούς, συνοδευόμενους από τη γνώμη του διοικητικού συμβουλίου, στα μέλη του συμβουλίου εποπτών, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Επιτροπή και το Ελεγκτικό Συνέδριο.

    6.   Οι οριστικοί λογαριασμοί δημοσιεύονται.

    7.   Μέχρι τις 30 Σεπτεμβρίου, ο εκτελεστικός διευθυντής διαβιβάζει στο Ελεγκτικό Συνέδριο απάντηση επί των παρατηρήσεών του. Επίσης διαβιβάζει αντίγραφο της εν λόγω απάντησης στο διοικητικό συμβούλιο και στην Επιτροπή.

    8.   Ο εκτελεστικός διευθυντής υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, μετά από αίτημα του τελευταίου και όπως προβλέπεται στο άρθρο 146 παράγραφος 3 του δημοσιονομικού κανονισμού, κάθε στοιχείο που απαιτείται για την εύρυθμη διεξαγωγή της διαδικασίας απαλλαγής για το υπόψη οικονομικό έτος.

    9.    Πριν από τις 15 Μαΐου του έτους Ν + 2, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, μετά από σύσταση του Συμβουλίου που αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία, απαλλάσσει την Αρχή για την εκτέλεση του προϋπολογισμού του οικονομικού έτους Ν (συμπεριλαμβανομένων όλων των δαπανών και εσόδων της Αρχής) .

    Άρθρο 51

    Δημοσιονομικοί κανόνες

    Οι δημοσιονομικοί κανόνες που ισχύουν για την Αρχή εγκρίνονται από το διοικητικό συμβούλιο μετά από διαβούλευση με την Επιτροπή. Οι εν λόγω κανόνες δεν επιτρέπεται να αποκλίνουν από τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2343/2002 (46) της Επιτροπής, εκτός αν αυτό απαιτούν οι συγκεκριμένες ανάγκες λειτουργίας της Αρχής και μόνο με την προηγούμενη συμφωνία της Επιτροπής.

    Άρθρο 52

    Μέτρα για την καταπολέμηση της απάτης

    1.   Για την καταπολέμηση της απάτης, της διαφθοράς και κάθε άλλης παράνομης πράξης, εφαρμόζονται στην Αρχή χωρίς κανένα περιορισμό οι διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1073/1999.

    2.   Η Αρχή προσχωρεί στη Διοργανική Συμφωνία της 25ης Μαΐου 1999 μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων σχετικά με τις εσωτερικές έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) (47) και εγκρίνει άμεσα τις ενδεδειγμένες διατάξεις που ισχύουν για όλο το προσωπικό της Αρχής.

    3.   Οι αποφάσεις σχετικά με τη χρηματοδότηση, καθώς και οι συμφωνίες και εκτελεστικές πράξεις που απορρέουν από αυτές, προβλέπουν ρητά ότι το Ελεγκτικό Συνέδριο και η OLAF μπορούν να διεξάγουν, εφόσον είναι αναγκαίο, επιτόπιους ελέγχους μεταξύ των αποδεκτών των κονδυλίων που εκταμιεύονται από την Αρχής και του προσωπικού που είναι αρμόδιο για τη διάθεση των εν λόγω κονδυλίων.

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ VII

    ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

    Άρθρο 53

    Προνόμια και ασυλίες

    Για την Αρχή και το προσωπικό της ισχύει το πρωτόκολλο περί προνομίων και ασυλιών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

    Άρθρο 54

    Προσωπικό

    1.   Για το προσωπικό της Αρχής, συμπεριλαμβανομένου του εκτελεστικού διευθυντή και του προέδρου της, ισχύουν ο Κανονισμός υπηρεσιακής καταστάσεως, οι όροι απασχόλησης του λοιπού προσωπικού και οι κανόνες που θέσπισαν από κοινού τα θεσμικά όργανα της Ένωσης για την εφαρμογή των ανωτέρω πράξεων.

    2.   Το διοικητικό συμβούλιο, σε συμφωνία με την Επιτροπή, θεσπίζει τα απαραίτητα μέτρα εφαρμογής σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 110 του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως.

    3.   Όσον αφορά το προσωπικό της, η Αρχή ασκεί τις εξουσίες που παρέχουν στην αρχή διορισμού ο Κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης και στην αρχή την εξουσιοδοτημένη να συνάπτει συμβάσεις οι όροι για το λοιπό προσωπικό.

    4.   Το διοικητικό συμβούλιο εγκρίνει διατάξεις που επιτρέπουν την απόσπαση στην Αρχή εθνικών εμπειρογνωμόνων από κράτη μέλη.

    Άρθρο 55

    Ευθύνη της Αρχής

    1.   Στην περίπτωση της εξωσυμβατικής ευθύνης, σύμφωνα με τις γενικές αρχές που είναι κοινές στα δίκαια των κρατών μελών, η Αρχή αποκαθιστά τις ζημίες που προξενεί η ίδια ή το προσωπικό της κατά την άσκηση των καθηκόντων του. Το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να εκδικάζει κάθε διαφορά που αφορά την αποκατάσταση τέτοιων ζημιών.

    2.   Η προσωπική οικονομική και πειθαρχική ευθύνη του προσωπικού της Αρχής έναντι της Αρχής διέπεται από τις σχετικές διατάξεις που ισχύουν για το προσωπικό της Αρχής.

    Άρθρο 56

    Υποχρέωση τήρησης επαγγελματικού απορρήτου

    1.   Τα μέλη του συμβουλίου εποπτών και του διοικητικού συμβουλίου, ο εκτελεστικός διευθυντής και μέλη του προσωπικού της Αρχής, συμπεριλαμβανομένων υπαλλήλων από κράτη μέλη οι οποίοι έχουν αποσπαστεί προσωρινά και όλων των υπόλοιπων προσώπων που εκτελούν εργασίες για την Αρχή βάσει σύμβασης , υπόκεινται στις απαιτήσεις τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου σύμφωνα με το άρθρο 339 ΣΛΕΕ και τις σχετικές διατάξεις της νομοθεσίας της Ένωσης , ακόμη και μετά την παύση των καθηκόντων τους.

    Σύμφωνα με τον Κανονισμό Υπηρεσιακής Κατάστασης στον οποίο παραπέμπει το άρθρο 54, το προσωπικό, μετά την αποχώρησή του από την υπηρεσία, εξακολουθεί να δεσμεύεται από την υποχρέωση να συμπεριφέρεται με ακεραιότητα και διακριτικότητα όσον αφορά την αποδοχή ορισμένων θέσεων και ευεργετημάτων.

    Ούτε τα κράτη μέλη, ούτε τα θεσμικά όργανα της Ένωσης ή οι φορείς, ούτε οποιοσδήποτε άλλος δημόσιος ή ιδιωτικός φορέας επιδιώκουν να επηρεάσουν τα μέλη του προσωπικού της Αρχής.

    2.   Με την επιφύλαξη περιπτώσεων που διέπονται από το ποινικό δίκαιο, κάθε εμπιστευτική πληροφορία που λαμβάνουν πρόσωπα αναφερόμενα στην παράγραφο 1 κατά την άσκηση των καθηκόντων τους δεν επιτρέπεται να γνωστοποιηθεί σε οποιοδήποτε πρόσωπο ή αρχή, παρά μόνο υπό περιληπτική ή συγκεντρωτική μορφή, έτσι ώστε να μην είναι δυνατή η αναγνώριση μεμονωμένων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων .

    Επιπλέον, η υποχρέωση που απορρέει από την παράγραφο 1 και από το πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου δεν εμποδίζει την Αρχή και τις εθνικές εποπτικές αρχές να χρησιμοποιούν τις πληροφορίες για την επιβολή της νομοθεσίας στην οποία παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2, και ειδικότερα στις δικαστικές διαδικασίες τις σχετικές με την έκδοση αποφάσεων.

    3.   Οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 δεν εμποδίζουν την αρχή να ανταλλάσσει πληροφορίες με εθνικές εποπτικές αρχές σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό και με τη λοιπή ενωσιακή νομοθεσία που ισχύει για τους συμμετέχοντες στις χρηματοπιστωτικές αγορές.

    Άρθρο 57

    Προστασία δεδομένων

    Ο παρών κανονισμός ισχύει με την επιφύλαξη των υποχρεώσεων των κρατών μελών αναφορικά με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σύμφωνα με την οδηγία 95/46/ΕΚ, ή των υποχρεώσεων της Αρχής αναφορικά με την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 45/2001 κατά την εκπλήρωση των υποχρεώσεών της.

    Άρθρο 58

    Πρόσβαση σε έγγραφα

    1.   Για τα έγγραφα που έχει στην κατοχή της η Αρχή ισχύει ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1049/2001.

    2.   Το διοικητικό συμβούλιο εγκρίνει πρακτικά μέτρα για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 ως τις 31 Μαΐου 2011.

    3.   Οι αποφάσεις που λαμβάνει η Αρχή σύμφωνα με το άρθρο 8 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 επιδέχονται καταγγελίας στο διαμεσολαβητή ή προσφυγής ενώπιον του Δικαστηρίου, μετά από προσφυγή στο συμβούλιο προσφυγών, εφόσον αυτή προβλέπεται, υπό τους όρους των άρθρων 228 και 263 ΣΛΕΕ αντιστοίχως.

    Άρθρο 59

    Γλωσσικές ρυθμίσεις

    1.   Για την Αρχή ισχύουν οι διατάξεις του κανονισμού αριθ. 1 (48) του Συμβουλίου.

    2.   Το διοικητικό συμβούλιο αποφασίζει σχετικά με τις γλωσσικές ρυθμίσεις που εφαρμόζονται στην Αρχή.

    3.   Οι μεταφραστικές υπηρεσίες που απαιτούνται για τη λειτουργία της Αρχής παρέχονται από το Μεταφραστικό Κέντρο των Οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

    Άρθρο 60

    Συμφωνία για την έδρα

    Οι αναγκαίες ρυθμίσεις σχετικά με τη στέγαση της Αρχής στο κράτος μέλος όπου εδρεύει και σχετικά με τις εγκαταστάσεις που πρέπει να θέσει στη διάθεσή της το εν λόγω κράτος μέλος, καθώς και οι ειδικοί κανόνες που ισχύουν σε αυτό το κράτος μέλος για τον εκτελεστικό διευθυντή, τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου, το προσωπικό της Αρχής και τα μέλη των οικογενειών τους, ορίζονται σε συμφωνία για την έδρα μεταξύ της Αρχής και του κράτους μέλους, η οποία συνάπτεται μετά από την λήψη έγκρισης του διοικητικού συμβουλίου.

    Το εν λόγω κράτος μέλος εξασφαλίζει τις βέλτιστες δυνατές συνθήκες για την καλή λειτουργία της Αρχής, συμπεριλαμβανομένων της πολύγλωσσης και με ευρωπαϊκό προσανατολισμό εκπαίδευσης και των κατάλληλων δρομολογίων των μέσων μεταφοράς

    Άρθρο 61

    Συμμετοχή τρίτων χωρών

    1.    Η συμμετοχή στο έργο της Αρχής είναι ανοικτή στις χώρες που δεν είναι μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και που έχουν συνάψει με την Ευρωπαϊκή Ένωση συμφωνίες με τις οποίες έχουν υιοθετήσει και εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης στον τομέα αρμοδιότητας της Αρχής, σύμφωνα με το άρθρο 1 παράγραφος 2.

    1α.     Η Αρχή μπορεί να επιτρέπει τη συμμετοχή τρίτων χωρών οι οποίες εφαρμόζουν νομοθεσία που έχει αναγνωριστεί ως ισοδύναμη στους αναφερόμενους στο άρθρο 1, παράγραφος 2 τομείς αρμοδιότητας της Αρχής, όπως προβλέπεται για τις διεθνείς συμφωνίες που έχουν συναφθεί σύμφωνα με το άρθρο 216 ΣΛΕΕ.

    2.    Με βάση τις σχετικές διατάξεις αυτών των συμφωνιών επέρχονται ρυθμίσεις οι οποίες εξειδικεύουν τη φύση, το πεδίο εφαρμογής και διαδικαστικές πτυχές της συμμετοχής των χωρών αυτών στο έργο της Αρχής, και στις οποίες υπάρχουν προβλέψεις σχετικά με την οικονομική συμμετοχή και το προσωπικό. Οι σχετικές ρυθμίσεις μπορεί να προβλέπουν εκπροσώπηση, ως παρατηρητών, στο συμβούλιο εποπτών, αλλά διασφαλίζουν ότι οι χώρες αυτές δεν παρίστανται σε συζητήσεις που αφορούν μεμονωμένα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα , παρά μόνο αν υπάρχει άμεσο συμφέρον.

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ VΙΙΙ

    METABATΙΚΕΣ ΚΑΙ ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

    Άρθρο 62

    Προπαρασκευαστικές ενέργειες

    -1.

    Κατά την διάρκεια της περιόδου μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού και πριν από την ίδρυση της Αρχής, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ρυθμιστικών Αρχών των Αγορών Κινητών Αξιών ενεργεί σε στενή συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για να προετοιμάσει την αντικατάσταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ρυθμιστικών Αρχών των Αγορών Κινητών Αξιών από την Αρχή.

    1.

    Από την ίδρυση της Αρχής, για τη διοικητική εγκατάσταση και την αρχική διοικητική λειτουργία της Αρχής, μέχρις ότου η Αρχή αποκτήσει την επιχειρησιακή ικανότητα να εκτελεί τον προϋπολογισμό της, υπεύθυνη είναι η Επιτροπή.

    Προς το σκοπό αυτό, μέχρι να αναλάβει τα καθήκοντά του ο εκτελεστικός διευθυντής μετά το διορισμό του από το συμβούλιο εποπτών, σύμφωνα με το άρθρο 36, η Επιτροπή μπορεί να τοποθετήσει προσωρινά έναν υπάλληλο ο οποίος θα επιτελεί τις λειτουργίες των εκτελεστικών διευθυντών. [Η περίοδος αυτή περιορίζεται στο χρονικό διάστημα κατά το οποίο η Αρχή δεν έχει ακόμη αποκτήσει την επιχειρησιακή ικανότητα να εκτελεί τον προϋπολογισμό της.]

    2.

    Εφόσον λάβει την έγκριση του διοικητικού συμβουλίου, ο προσωρινός εκτελεστικός διευθυντής μπορεί να εγκρίνει όλες τις πληρωμές που καλύπτονται από πιστώσεις προβλεπόμενες στον προϋπολογισμό της Αρχής, ενώ μπορεί να συνάπτει συμβάσεις, συμπεριλαμβανομένων των συμβάσεων προσωπικού, μετά την έγκριση του οργανογράμματος της Αρχής.

    3.

    Οι παράγραφοι 1 και 2 ισχύουν με επιφύλαξη των εξουσιών του συμβουλίου εποπτών και του διοικητικού συμβουλίου.

    3α.

    Η Αρχή θεωρείται ο νόμιμος διάδοχος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ρυθμιστικών Αρχών των Αγορών Κινητών Αξιών. Όλα τα επιλέξιμα περιουσιακά στοιχεία και υποχρεώσεις καθώς και όλες οι εκκρεμείς δράσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ρυθμιστικών Αρχών των Αγορών Κινητών Αξιών μεταφέρονται στην Αρχή. Ένας ανεξάρτητος ελεγκτής εκδίδει δημοσιονομικό δελτίο που θα εμφαίνει το ενεργητικό και παθητικό της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ρυθμιστικών Αρχών των Αγορών Κινητών Αξιών. Το εν λόγω δημοσιονομικό δελτίο ελέγχεται και εγκρίνεται από τα μέλη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ρυθμιστικών Αρχών των Αγορών Κινητών Αξιών και από την Επιτροπή πριν τη μεταφορά περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων.

    Άρθρο 63

    Μεταβατικές διατάξεις για το προσωπικό

    1.   Κατά παρέκκλιση των διατάξεων του άρθρου 54, όλες οι συμβάσεις απασχόλησης και οι συμφωνίες απόσπασης που συνάπτονται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ρυθμιστικών Αρχών των Αγορών Κινητών Αξιών ή τη γραμματεία της και οι οποίες ισχύουν την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού θα εξακολουθήσουν να ισχύουν μέχρι την ημερομηνία λήξης τους. Η παράτασή τους δεν είναι δυνατή.

    2.   Σε όλα τα μέλη του προσωπικού ▐ που αναφέρονται στην παράγραφο 1 θα προταθεί η δυνατότητα σύναψης σύμβασης έκτακτου υπαλλήλου σύμφωνα με το άρθρο 2 στοιχείο α) του καθεστώτος που εφαρμόζεται στους λοιπούς υπαλλήλους των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων για τους διάφορους βαθμούς που προβλέπονται στο οργανόγραμμα της Αρχής.

    Μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού, η αρχή η εξουσιοδοτημένη για τη σύναψη συμβάσεων θα διοργανώσει εσωτερική επιλογή περιοριζόμενη στο προσωπικό της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ρυθμιστικών Αρχών των Αγορών Κινητών Αξιών ή της γραμματείας της, που αναφέρεται στην παράγραφο 1, προκειμένου να ελεγχθούν η ικανότητα, η αποδοτικότητα και η ακεραιότητα του προσωπικού που πρόκειται να προσληφθεί. Η εσωτερική διαδικασία επιλογής λαμβάνει πλήρως υπόψη τα προσόντα και την εμπειρία που θα επιδείξει ο κάθε υπάλληλος στην εκτέλεση των καθηκόντων του πριν από τη μετάβαση στο νέο καθεστώς.

    3   Ανάλογα με το είδος και το επίπεδο των προς επιτέλεση καθηκόντων , στους επιτυχόντες θα προταθούν συμβάσεις έκτακτου υπαλλήλου, διάρκειας αντίστοιχης τουλάχιστον του χρόνου που υπολείπεται βάσει της προηγούμενης σύμβασης.

    4.   Για τα μέλη του προσωπικού με προηγούμενες συμβάσεις τα οποία θα επιλέξουν να μην υποβάλουν αίτηση για πρόσληψή τους ως εκτάκτων υπαλλήλων, ή στα οποία δεν θα προταθούν συμβάσεις έκτακτου υπαλλήλου σύμφωνα με την παράγραφο 2, εξακολουθούν να ισχύουν το σχετικό εθνικό δίκαιο για τις συμβάσεις εργασίας και άλλες συναφείς πράξεις.

    Άρθρο 63α

    Εθνικές διατάξεις

    Τα κράτη μέλη θεσπίζουν διατάξεις κατάλληλες να διασφαλίσουν την αποτελεσματική εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.

    Άρθρο 64

    Τροποποιήσεις

    Η απόφαση αριθ. 716/2009/ΕΚ του Συμβουλίου και του Κοινοβουλίου τροποποιείται καθώς η Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ρυθμιστικών Αρχών των Αγορών Κινητών Αξιών διαγράφεται από τον κατάλογο δικαιούχων της ενότητας Β του παραρτήματος της εν λόγω απόφασης.

    Άρθρο 65

    Κατάργηση

    Η απόφαση αριθ. 2009/77/ΕΚ της Επιτροπής για τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ρυθμιστικών Αρχών των Αγορών Κινητών Αξιών καταργείται από την 1η Ιανουαρίου 2011 .

    Άρθρο 66

    Ρήτρα αναθεώρησης

    -1.

    Έως τις … (49), η Επιτροπή υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο τις απαραίτητες προτάσεις για ενίσχυση της εποπτείας των ιδρυμάτων που μπορεί να συνεπάγονται συστημικό κίνδυνο όπως ορίζεται στο άρθρο 12β και για τη θέσπιση νέου πλαισίου διαχείρισης χρηματοπιστωτικής κρίσης συμπεριλαμβανομένων ρυθμίσεων χρηματοδότησης.

    1.

    Έως τις … (50), και ανά τριετία στη συνέχεια, η Επιτροπή υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο τις απαραίτητες προτάσεις για την εξασφάλιση της θέσπισης ενός αξιόπιστου πλαισίου εξυγίανσης, συμπεριλαμβανομένων συστημάτων εισφορών από συμμετέχοντες στις χρηματοπιστωτικές αγορές για τον έλεγχο του συστημικού κινδύνου και εκδίδει γενική έκθεση σχετικά με την πείρα που αποκτήθηκε ως αποτέλεσμα της λειτουργίας της Αρχής και των διαδικασιών που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό.

    Η έκθεση αυτή αξιολογεί μεταξύ άλλων:

    α)

    τη σύγκλιση στις συνήθεις πρακτικές εποπτείας την οποία έχουν επιτύχει οι αρμόδιες αρχές·

    β)

    τη λειτουργία των σωμάτων εποπτών·

    γ)

    την πρόοδο που σημειώθηκε προς τη σύγκλιση στους τομείς της πρόληψης, διαχείρισης και επίλυσης κρίσεων, συμπεριλαμβανομένων των ευρωπαϊκών μηχανισμών χρηματοδότησης·

    δ)

    κατά πόσο, ιδιαίτερα υπό το πρίσμα της σημειωθείσας προόδου ως προς τα θέματα που αναφέρονται στο στοιχείο γ), πρέπει να ενισχυθεί ο ρόλος της Αρχής στην εποπτεία των συμμετεχόντων στις χρηματοπιστωτικές αγορές που συνεπάγονται δυνητικό συστημικό κίνδυνο και εάν αυτή θα πρέπει να ασκεί ενισχυμένες εξουσίες εποπτείας επί όλων των συμμετεχόντων στην αγορά·

    ε)

    την εφαρμογή της ρήτρας διασφάλισης που θεσπίζεται στο άρθρο 23 και συγκεκριμένα κατά πόσο η ρήτρα αυτή μπορεί να παρεμποδίζει αδικαιολόγητα την Αρχή να εκπληρώσει το ρόλο της, όπως ορίζεται στον παρόντα κανονισμό.

    1α.

    Η έκθεση στην οποία παραπέμπει η παράγραφος 1 εξετάζει επίσης κατά πόσο:

    α)

    είναι σκόπιμο να μετακινηθούν οι Αρχές προς μία ενιαία έδρα με στόχο τη βελτίωση της συνεργασίας μεταξύ τους·

    β)

    είναι σκόπιμο να συνεχίζεται χωριστή εποπτεία των τραπεζικών αγορών, των αγορών ασφαλίσεων, των αγορών επαγγελματικών συντάξεων, των αγορών κινητών αξιών και των χρηματοπιστωτικών αγορών·

    γ)

    η προληπτική εποπτεία και η εποπτεία των τρεχουσών δραστηριοτήτων πρέπει να ασκούνται χωριστά ή από τον ίδιο επόπτη·

    δ)

    είναι σκόπιμο να απλουστευθεί και ενισχυθεί η αρχιτεκτονική του ΕΣΧΕ για να επιτευχθεί μεγαλύτερη συνέπεια ανάμεσα στα επίπεδα μάκρο και μίκρο και ανάμεσα στις Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές·

    ε)

    η εξέλιξη του ΕΣΧΕ συμβαδίζει αρμονικά με τις παγκόσμιες εξελίξεις·

    στ)

    υπάρχει επαρκής πολυμορφία και αριστεία εντός του ΕΣΧΕ·

    ζ)

    η λογοδοσία και η διαφάνεια σε σχέση με τις απαιτήσεις δημοσίευσης είναι επαρκείς·

    η)

    είναι κατάλληλη η έδρα της Αρχής·

    θ)

    η θέσπιση Ταμείου Σταθερότητας για Κινητές Αξίες και Αγορές σε επίπεδο Ένωσης είναι το καλύτερο όπλο κατά των στρεβλώσεων του ανταγωνισμού και ο πλέον αποτελεσματικός τρόπος αντιμετώπισης των προβλημάτων των συμμετεχόντων στις διασυνοριακές αγορές.

    2.

    Η έκθεση, με συνοδευτικές προτάσεις, αν υπάρχουν, υποβάλλεται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

    Άρθρο 67

    Έναρξη ισχύος

    Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επόμενη ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

    Εφαρμόζεται από την 1η Ιανουαρίου 2011, με εξαίρεση το άρθρο 62 και το άρθρο 63 παράγραφοι 1 και 2, τα οποία εφαρμόζονται από την ημερομηνία έναρξης ισχύος . Η Αρχή συγκροτείται κατά την ημερομηνία εφαρμογής του παρόντος κανονισμού .

    Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε Κράτος μέλος.

    […]

    Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

    Ο Πρόεδρος

    Για το Συμβούλιο

    Ο Πρόεδρος


    (1)  Το θέμα αναπέμφθηκε στην αρμόδια επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 57, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο του Κανονισμού (Α7-0169/2010).

    (2)  Πολιτικές τροπολογίες: το νέο κείμενο και η αντικατάσταση κειμένου σημειώνονται με έντονους πλάγιους χαρακτήρες και η διαγραφή με το σύμβολο ▐.

    (3)  Γνώμη της 22ας Ιανουαρίου 2010 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα).

    (4)  ΕΕ C …, …, σ. …

    (5)  ΕΕ C 13, 20.1.2010, σ. 1

    (6)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της ….

    (7)   ΕΕ C 40, 7.2.2001, σ. 453 .

    (8)   ΕΕ C 25 E, 29.1.2004, σ. 394.

    (9)   ΕΕ C 175 E, 10.7.2008, σ. 392.

    (10)   ΕΕ C 8 E, 14.1.2010, σ. 26.

    (11)   ΕΕ C 9 E, 15.1.2010, σ. 48.

    (12)   Κείμενα που εγκρίθηκαν, P6_TA(2009)0251.

    (13)   Κείμενα που εγκρίθηκαν, P6_TA(2009)0279.

    (14)   ΕΕ L 302, 17.11.2009, σ. 1 .

    (15)  ΕΕ L 25, 29.1.2009, σ. 23.

    (16)  ΕΕ L 25, 29.1.2009, σ. 28.

    (17)  ΕΕ L 25, 29.1.2009, σ. 18.

    (18)  Στο σημείο 44· δεν δημοσιεύθηκε ακόμη στη Συλλογή νομολογίας του Δικαστηρίου.

    (19)  ΕΕ L 84, 26.3.1997, σ. 22.

    (20)  ΕΕ L 166, 11.6.1998, σ. 45.

    (21)  ΕΕ L 184, 6.7.2001, σ. 1.

    (22)  ΕΕ L 168, 27.6.2002, σ. 43.

    (23)  ΕΕ L 35, 11.2.2003, σ. 1.

    (24)  ΕΕ L 96, 12.4.2003, σ. 16.

    (25)  ΕΕ L 345, 31.12.2003, σ. 64.

    (26)  ΕΕ L 142, 30.4.2004, σ. 12.

    (27)  ΕΕ L 145, 30.4.2004, σ. 1.

    (28)  ΕΕ L 390, 31.12.2004, σ. 38.

    (29)  ΕΕ L 309, 25.11.2005, σ. 15.

    (30)  ΕΕ L 271, 9.10.2002, σ. 16

    (31)  ΕΕ L 177, 30.6.2006, σ. 201.

    (32)  ΕΕ L 302, 17.11.2009, σ. 32.

    (33)  Οι εξής είναι ισχύοντες κανονισμοί στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων της Αρχής: κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1287/2006 της Επιτροπής, της 10ης Αυγούστου 2006, για την εφαρμογή της οδηγίας 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τις υποχρεώσεις τήρησης αρχείων για τις επιχειρήσεις επενδύσεων, τη γνωστοποίηση συναλλαγών, τη διαφάνεια της αγοράς, την εισαγωγή χρηματοπιστωτικών μέσων προς διαπραγμάτευση, καθώς και τους ορισμούς που ισχύουν για τους σκοπούς της οδηγίας αυτής (ΕΕ L 241, 2.9.2006, σ. 1)· κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 809/2004 της Επιτροπής της 29ης Απριλίου 2004 για την εφαρμογή της οδηγίας 2003/71/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τις πληροφορίες που περιλαμβάνονται στα ενημερωτικά δελτία, τη μορφή των ενημερωτικών δελτίων, την ενσωμάτωση πληροφοριών μέσω παραπομπής, τη δημοσίευση των ενημερωτικών δελτίων και τη διάδοση των σχετικών διαφημίσεων (ΕΕ L 149, 30.4.2004, σ. 1)· κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2273/2003 της Επιτροπής, της 22ας Δεκεμβρίου 2003, για την εφαρμογή της οδηγίας 2003/6/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τις απαλλαγές που προβλέπονται για τα προγράμματα επαναγοράς και για τις πράξεις σταθεροποίησης χρηματοπιστωτικών μέσων (ΕΕ L 336, 23.12.2003, σ. 33)· κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1569/2007 της Επιτροπής, της 21ης Δεκεμβρίου 2007, για την καθιέρωση μηχανισμού για τον προσδιορισμό της ισοδυναμίας των λογιστικών προτύπων που εφαρμόζουν οι εκδότες κινητών αξιών τρίτων χωρών βάσει των οδηγιών 2003/71/ΕΚ και 2004/109/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 340, 22.12.2007, σ. 66).

    (34)  ΕΕ L 247, 21.9.2007, σ. 1.

    (35)   ΕΕ L 87, 31.3.2009, σ. 164 .

    (36)   ΕΕ L 318, 27.11.1998, σ. 8.

    (37)   ΕΕ C 139, 14.6.2006, σ. 1.

    (38)  ΕΕ L 136, 31.5.1999, σ. 1.

    (39)  ΕΕ L 136, 31.5.1999, σ. 15.

    (40)  ΕΕ L 56, 4.3.1968, σ. 1.

    (41)  ΕΕ L 281, 23.11.1995, σ. 31.

    (42)  ΕΕ L 8, 12.1.2001, σ. 1.

    (43)  ΕΕ L 145, 31.5.2001, σ. 43.

    (44)   ΕΕ L 253, 25.9.2009, σ. 8.

    (45)  ΕΕ L 248, 16.9.2002, σ. 1.

    (46)  EE L 357, 31.12.2002, σ. 72.

    (47)  ΕΕ L 136, 31.5.1999, σ. 15.

    (48)  ΕΕ 17, 6.10.1958, σ. 385/58.

    (49)   Έξι μήνες από την ημερομηνία θέσης σε ισχύ του παρόντος κανονισμού.

    (50)   Τρία έτη από την ημερομηνία εφαρμογής του παρόντος κανονισμού.


    Top