Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52008IP0398

    Ειδική έκθεση του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή μετά το σχέδιο σύστασης προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή σχετικά με την καταγγελία 3453/2005/GG Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 3ης Σεπτεμβρίου 2008 σχετικά με την ειδική έκθεση που συνέταξε ο Ευρωπαίος Διαμεσολαβητής κατόπιν του σχεδίου σύστασης προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την καταγγελία 3453/2005/GG (2007/2264(INI))

    ΕΕ C 295E της 4.12.2009, p. 33–35 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

    4.12.2009   

    EL

    Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

    CE 295/33


    Τετάρτη, 3 Σεπτεμβρίου 2008
    Ειδική έκθεση του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή μετά το σχέδιο σύστασης προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή σχετικά με την καταγγελία 3453/2005/GG

    P6_TA(2008)0398

    Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 3ης Σεπτεμβρίου 2008 σχετικά με την ειδική έκθεση που συνέταξε ο Ευρωπαίος Διαμεσολαβητής κατόπιν του σχεδίου σύστασης προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την καταγγελία 3453/2005/GG (2007/2264(INI))

    2009/C 295 E/10

    Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

    έχοντας υπόψη την ειδική έκθεση που απηύθυνε ο Ευρωπαίος Διαμεσολαβητής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

    έχοντας υπόψη το άρθρο 195, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, και το άρθρο 211 της Συνθήκης ΕΚ,

    έχοντας υπόψη την απόφαση 94/262/ΕΚΑΧ, ΕΚ, Ευρατόμ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 9ης Μαρτίου 1994 σχετικά με το καθεστώς του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή και τους γενικούς όρους άσκησης των καθηκόντων του (1), και ιδίως το άρθρο 3, παράγραφος 7,

    έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής, της 20ής Μαρτίου 2002, όσον αφορά τις σχέσεις με τον καταγγέλλοντα στον τομέα των παραβάσεων του κοινοτικού δικαίου (COM(2002)0141) (2),

    έχοντας υπόψη το άρθρο 195, παράγραφος 2, πρώτη πρόταση, του Κανονισμού του,

    έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Αναφορών και τη γνωμοδότηση της Επιτροπής Απασχόλησης και Κοινωνικών Υποθέσεων (Α6-0289/2008),

    A.

    λαμβάνοντας υπόψη ότι το άρθρο 195 της Συνθήκης ΕΚ εξουσιοδοτεί τον Ευρωπαίο Διαμεσολαβητή να παραλαμβάνει τις καταγγελίες όλων των πολιτών της Ένωσης σχετικά με περιπτώσεις κακής διοίκησης στο πλαίσιο της δράσης των κοινοτικών οργάνων ή οργανισμών,

    B.

    λαμβάνοντας υπόψη ότι οι καταγγελίες που υποβάλλονται από τους πολίτες συνιστούν σημαντική πηγή πληροφόρησης σχετικά με πιθανές παραβάσεις του κοινοτικού δικαίου,

    Γ.

    λαμβάνοντας υπόψη ότι, σύμφωνα με το άρθρο 211 της Συνθήκης ΕΚ, η Επιτροπή, διαδραματίζοντας τον ρόλο της ως θεματοφύλακα των Συνθηκών, μεριμνά για την εφαρμογή της συνθήκης, καθώς και των διατάξεων που θεσπίζονται δυνάμει αυτής από τα όργανα,

    Δ.

    λαμβάνοντας υπόψη ότι, σύμφωνα με το άρθρο 226, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΚ, αν η Επιτροπή κρίνει ότι κράτος μέλος έχει παραβεί υποχρέωσή του εκ της Συνθήκης, διατυπώνει αιτιολογημένη γνώμη επί του θέματος, αφού προηγουμένως παράσχει τη δυνατότητα στο κράτος αυτό να διατυπώσει τις παρατηρήσεις του, και λαμβάνοντας υπόψη ότι, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του ιδίου άρθρου, αν το κράτος δεν συμμορφωθεί με τη γνώμη αυτή εντός της προθεσμίας που του τάσσει η Επιτροπή, δύναται η τελευταία να προσφύγει στο Δικαστήριο,

    Ε.

    λαμβάνοντας υπόψη ότι ο Διαμεσολαβητής έχει τονίσει στο παρελθόν, με την απόφασή του επί της καταγγελίας 995/98/OV, ότι, παρόλο που η Επιτροπή διαθέτει διακριτική ευχέρεια όσον αφορά την κίνηση διαδικασιών επί παραβάσει, η ευχέρεια αυτή υπόκειται σε νομικούς περιορισμούς σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, η οποία απαιτεί επί παραδείγματι από τις διοικητικές αρχές να ενεργούν με συνέπεια και καλή πίστη, να αποφεύγουν τις διακρίσεις, να τηρούν τις αρχές της αναλογικότητας, της ισότητας και των θεμιτών προσδοκιών και να σέβονται τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις θεμελιώδεις ελευθερίες,

    ΣΤ.

    λαμβάνοντας υπόψη ότι η Επιτροπή έχει τονίσει τη σπουδαιότητα του ρόλου αυτού για την προάσπιση του συμφέροντος των ευρωπαίων πολιτών και έχει αναγνωρίσει τη σημασία του κράτους δικαίου στο πλαίσιο αυτό (3),

    Ζ.

    λαμβάνοντας υπόψη ότι η Επιτροπή επιβεβαιώνει ότι στην προαναφερθείσα ανακοίνωση της 20ής Μαρτίου 2002 σημειώνονται τα διοικητικά μέτρα υπέρ του καταγγέλλοντος που δεσμεύεται να τηρεί κατά τη διερεύνηση της καταγγελίας του και την εξέταση του αντίστοιχου φακέλου παράβασης,

    Η.

    λαμβάνοντας υπόψη ότι, κατά την άποψη του Διαμεσολαβητή, η μη λήψη οριστικής θέσης από την Επιτροπή σε σχέση με την καταγγελία επί παραβάσει του καταγγέλλοντος συνιστά κρούσμα κακοδιοίκησης,

    Θ.

    λαμβάνοντας υπόψη ότι ο Διαμεσολαβητής συνιστά στην Επιτροπή να διεκπεραιώσει την καταγγελία του καταγγέλλοντος όσο το δυνατό συντομότερα και επιμελέστερα,

    1.

    υποστηρίζει τη σύσταση του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή προς την Επιτροπή·

    2.

    τονίζει ότι ο χειρισμός από την Επιτροπή των καταγγελιών επί παραβάσει του κοινοτικού δικαίου από κράτη μέλη τις οποίες υποβάλλουν οι πολίτες πρέπει πάντα να συνάδει με τις αρχές της χρηστής διοίκησης·

    3.

    επισημαίνει ότι στην προαναφερθείσα ανακοίνωση της 20ής Μαρτίου 2002, η Επιτροπή ανέλαβε ορισμένες δεσμεύσεις όσον αφορά τη διερεύνηση των καταγγελιών επί παραβάσει·

    4.

    επισημαίνει ότι η Επιτροπή αναφέρει στην ανακοίνωσή της ότι, κατά κανόνα, αποφασίζει να κινήσει διαδικασία επί παραβάσει ή να θέσει την υπόθεση στο αρχείο εντός ενός έτους από την ημερομηνία καταχώρισης της καταγγελίας και ότι, σε περίπτωση υπέρβασης της προθεσμίας αυτής, ο καταγγέλλων ενημερώνεται γραπτώς·

    5.

    αναγνωρίζει ότι σε δύσκολες και περίπλοκες υποθέσεις οι έρευνες της Επιτροπής ενδέχεται να διαρκέσουν περισσότερο από ένα έτος· φρονεί, ωστόσο, ότι η υπέρβαση της προθεσμίας του ενός έτους δικαιολογείται μόνον εφόσον η διερεύνηση παραμένει πράγματι εν εξελίξει·

    6.

    σημειώνει ότι στην παρούσα υπόθεση, η οποία αφορά την παράλειψη της γερμανικής κυβέρνησης να εφαρμόσει δεόντως την οδηγία για τον χρόνο εργασίας (4), η Επιτροπή σκόπευε να διερευνήσει την καταγγελία υπό το πρίσμα της πρότασής της για τροποποίηση της εν λόγω οδηγίας και αποφάσισε να περιμένει την έκβαση των συζητήσεων επί της πρότασής της με τα υπόλοιπα κοινοτικά θεσμικά όργανα·

    7.

    υπενθυμίζει ότι η πρόταση της Επιτροπής υποβλήθηκε τον Σεπτέμβριο του 2004 και ότι δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι η Επιτροπή έχει στο μεταξύ προβεί σε οιαδήποτε περαιτέρω ενέργεια για τη συνέχιση της διερεύνησης·

    8.

    σημειώνει ότι αντί να λάβει μία από τις δύο δυνατές αποφάσεις —είτε να κινήσει επίσημη διαδικασία επί παραβάσει είτε να θέσει την υπόθεση στο αρχείο— η Επιτροπή δεν προέβη σε καμία ενέργεια για τη διερεύνηση της υπόθεσης·

    9.

    είναι της γνώμης ότι η κοινοτική νομοθεσία δεν προβλέπει τη δυνατότητα παράβλεψης της υπάρχουσας νομοθεσίας και νομολογίας με τη δικαιολογία ότι εξετάζονται νέοι κανόνες· επισημαίνει ότι η Επιτροπή δεν διερεύνησε ούτε εκείνες τις πτυχές της καταγγελίας που δεν σχετίζονται με τις προτεινόμενες αλλαγές στην εφαρμοστέα οδηγία·

    10.

    αναγνωρίζει ότι η Επιτροπή έχει ορισμένη διακριτική ευχέρεια όσον αφορά τη διεκπεραίωση των καταγγελιών και των διαδικασιών επί παραβάσει, ιδίως όσον αφορά την προσφυγή στο Δικαστήριο, αλλά επισημαίνει ότι το άρθρο 226 της Συνθήκης ΕΚ ορίζει ότι η Επιτροπή οφείλει να προχωρήσει στο προδικαστικό στάδιο εάν κρίνει ότι ένα κράτος μέλος έχει παραβεί υποχρέωσή του που απορρέει από τη Συνθήκη·

    11.

    εκφράζει την άποψη ότι η διακριτική αυτή ευχέρεια υπόκειται επίσης σε νομικούς περιορισμούς βάσει των γενικών αρχών του διοικητικού δικαίου, όπως ορίζονται με τη νομολογία του Δικαστηρίου, και ότι δεν πρέπει να υπερβαίνει τα όρια που θέτει η ίδια η Επιτροπή στην προαναφερθείσα ανακοίνωση της 20ής Μαρτίου 2002·

    12.

    επαναλαμβάνει τον προβληματισμό του για το αδικαιολόγητο και υπερβολικά μεγάλο χρονικό διάστημα —συχνά πολυετές— που η Επιτροπή αφήνει να παρέλθει έως την κίνηση και την περάτωση των διαδικασιών επί παραβάσει και την απογοήτευσή του για τη συχνότητα των περιπτώσεων μη συμμόρφωσης των κρατών μελών με τις αποφάσεις του Δικαστηρίου· φρονεί ότι η κατάσταση αυτή υπονομεύει την εκπόνηση και την ομοιογενή εφαρμογή της κοινοτικής νομοθεσίας και πλήττει την αξιοπιστία των στόχων της ΕΕ·

    13.

    υπογραμμίζει εκ νέου τον καίριο ρόλο που διαδραματίζουν τα κράτη μέλη στην ορθή εφαρμογή της κοινοτικής νομοθεσίας και υπογραμμίζει το γεγονός ότι η εφαρμογή της νομοθεσίας αυτής στην πράξη είναι καθοριστική προκειμένου να αυξηθεί η σημασία της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τους πολίτες της·

    14.

    ζητεί από την Επιτροπή να παράσχει κατάλογο των κρατών μελών των οποίων η νομοθεσία δεν συνάδει με το σύνολο των διατάξεων της οδηγίας για τον χρόνο εργασίας και των μέτρων που έχει λάβει στον τομέα αυτόν· προτρέπει την Επιτροπή να λάβει πάραυτα μέτρα, σύμφωνα με τα προνόμιά της, όσον αφορά κάθε κράτος μέλος και για κάθε περίπτωση που η μεταφορά ή η εφαρμογή της οδηγίας δεν συνάδει με το δίκαιο που θέσπισε η νομοθετική εξουσία και το Δικαστήριο·

    15.

    προτρέπει την Επιτροπή να εξετάσει πάραυτα τον νέο γερμανικό νόμο της 1ης Ιανουαρίου 2004 που τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 2007, προκειμένου να διαπιστώσει εάν συνάδει με το σύνολο των διατάξεων της οδηγίας για τον χρόνο εργασίας και όλες τις εφαρμοστέες αποφάσεις του Δικαστηρίου· υπογραμμίζει την αναγκαιότητα της εξέτασης των λεπτομερειών της εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας από την Επιτροπή·

    16.

    σημειώνει ότι η Επιτροπή αναθεώρησε πρόσφατα τις κατευθυντήριες γραμμές της για τις διαδικασίες επί παραβάσει· συμπεραίνει, από το σχετικό έγγραφο, ότι θα υποβάλλεται εκ των προτέρων κατάλογος των αποφάσεων στους μονίμους αντιπροσώπους και στα κράτη μέλη και ότι ενδέχεται να δημοσιεύονται δελτία Τύπου για τις εκδοθείσες αποφάσεις στις διαδικασίες επί παραβάσει την ημέρα της επίσημης έγκρισής τους· επισημαίνει, ωστόσο, ότι δεν προβλέπεται ενημέρωση του Κοινοβουλίου ή των αρμόδιων επιτροπών του·

    17.

    επαναλαμβάνει την επείγουσα έκκλησή του προς την Επιτροπή να τηρεί πλήρως ενήμερο το Κοινοβούλιο, και ιδίως την Επιτροπή Αναφορών του Κοινοβουλίου, σχετικά με κάθε απόφαση σε υποθέσεις παράβασης σε όλα τα στάδια της σχετικής διαδικασίας·

    18.

    τονίζει ότι, σύμφωνα με το άρθρο 230 της Συνθήκης ΕΚ, το Κοινοβούλιο έχει δικαίωμα να προσφεύγει στο Δικαστήριο υπό τις ίδιες προϋποθέσεις με το Συμβούλιο και την Επιτροπή, και ότι το Κοινοβούλιο, σύμφωνα με το άρθρο 201 της Συνθήκης, ασκεί έλεγχο επί των δραστηριοτήτων της Επιτροπής·

    19.

    επίσης προτρέπει όλα τα κράτη μέλη, υπό το πρίσμα των προαναφερθέντων, να εφαρμόζουν πιστά όλους τους κανόνες που σχετίζονται με την υγεία και την ασφάλεια στην εργασία βάσει της αρχής ότι, σε περίπτωση οποιασδήποτε αμφιβολίας, θα υπερισχύει η ερμηνεία του νόμου που προάγει περισσότερο την υγεία και την ασφάλεια των εργαζομένων (in dubio pro operario)·

    20.

    αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή, στον Ευρωπαίο Διαμεσολαβητή, καθώς και στις κυβερνήσεις και στα κοινοβούλια των κρατών μελών.


    (1)  ΕΕ L 113 της 4.5.1994, σ. 15.

    (2)  ΕΕ C 244 της 10.10.2002, σ. 5.

    (3)  Ανακοίνωση της Επιτροπής της 11ης Δεκεμβρίου 2002 με τίτλο «Βελτίωση του ελέγχου της εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου» (COM(2002)0725).

    (4)  Οδηγία 2003/88/ΕΚ, που αντικαθιστά και καταργεί την οδηγία 93/104/ΕΚ (ΕΕ L 299 της 18.11.2003, σ. 9).


    Top