Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32018R0344

Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2018/344 της Επιτροπής, της 14ης Νοεμβρίου 2017, για τη συμπλήρωση της οδηγίας 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προσδιορίζουν τα κριτήρια σχετικά με τις μεθοδολογίες για την αποτίμηση της διαφοράς ως προς τη μεταχείριση κατά την εξυγίανση (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ )

C/2017/7436

ΕΕ L 67 της 9.3.2018, p. 3–7 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, HR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

Legal status of the document In force

ELI: http://data.europa.eu/eli/reg_del/2018/344/oj

9.3.2018   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 67/3


ΚΑΤ' ΕΞΟΥΣΙΟΔΌΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) 2018/344 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 14ης Νοεμβρίου 2017

για τη συμπλήρωση της οδηγίας 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προσδιορίζουν τα κριτήρια σχετικά με τις μεθοδολογίες για την αποτίμηση της διαφοράς ως προς τη μεταχείριση κατά την εξυγίανση

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη την οδηγία 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τη θέσπιση πλαισίου για την ανάκαμψη και την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων (1), και ιδίως το άρθρο 74 παράγραφος 4,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Είναι σκόπιμο να υφίστανται κανόνες για τον καθορισμό μεθοδολογίας για τη διενέργεια αποτιμήσεων με σκοπό την εξακρίβωση της ύπαρξης ή μη οποιασδήποτε διαφοράς μεταξύ της πραγματικής μεταχείρισης των μετόχων και των πιστωτών σε σχέση με τους οποίους έχει/-ουν πραγματοποιηθεί δράση ή δράσεις εξυγίανσης, και του ποσού που θα είχαν λάβει οι συγκεκριμένοι μέτοχοι ή πιστωτές, εάν το ίδρυμα ή η οντότητα, όπως αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) της οδηγίας 2014/59/ΕΕ («οντότητα»), υπέκειτο σε κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας κατά την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης εξυγίανσης της συγκεκριμένης οντότητας σύμφωνα με το άρθρο 82 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ.

(2)

Τυχόν διαφορά ως προς τη μεταχείριση που οδηγεί σε μεγαλύτερες ζημίες κατά την εξυγίανση για συγκεκριμένους μετόχους και πιστωτές θα πρέπει να δημιουργεί, για τους συγκεκριμένους μετόχους και πιστωτές, αξίωση αποζημίωσης από τις χρηματοδοτικές ρυθμίσεις εξυγίανσης, δυνάμει του άρθρου 101 παράγραφος 1 στοιχείο ε) της οδηγίας 2014/59/ΕΕ.

(3)

H εκ των υστέρων αποτίμηση πρέπει να διενεργείται από το απαιτούμενο ανεξάρτητο πρόσωπο που πληροί τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στο άρθρο 38 του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού 2016/1075 της Επιτροπής (2) («εκτιμητής»), το συντομότερο δυνατόν μετά την υλοποίηση της δράσης ή των δράσεων εξυγίανσης, ακόμη και αν για την ολοκλήρωσή της μπορεί να χρειάζεται ορισμένος χρόνος. Αυτή η αποτίμηση θα πρέπει να βασίζεται σε διαθέσιμες πληροφορίες που είναι συναφείς με την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης εξυγίανσης μιας οντότητας, ώστε να αντανακλά επαρκώς τις ειδικές περιστάσεις, όπως δυσχερείς συνθήκες αγοράς, που υφίστανται κατά την εν λόγω ημερομηνία έκδοσης της απόφασης εξυγίανσης. Οι πληροφορίες που αποκτώνται μετά την ημερομηνία της απόφασης εξυγίανσης θα πρέπει να χρησιμοποιούνται μόνο στην περίπτωση όπου θα μπορούσαν ευλόγως να είχαν καταστεί γνωστές κατά τη συγκεκριμένη ημερομηνία.

(4)

Προκειμένου να διασφαλίζεται η διενέργεια ολοκληρωμένης και αξιόπιστης αποτίμησης, ο εκτιμητής θα πρέπει να έχει πρόσβαση σε οποιαδήποτε κατάλληλα νομικά έγγραφα, συμπεριλαμβανομένου καταλόγου με όλες τις απαιτήσεις και τις ενδεχόμενες απαιτήσεις έναντι της οντότητας, ταξινομημένες σύμφωνα με την προτεραιότητά τους υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας. Θα πρέπει να επιτρέπεται στον εκτιμητή να συνάπτει συμφωνίες για την εξασφάλιση εξειδικευμένων συμβουλών ή εμπειρογνωμοσύνης, όπως απαιτείται από τις περιστάσεις.

(5)

Για τους σκοπούς του προσδιορισμού της μεταχείρισης της οποίας θα είχαν τύχει οι μέτοχοι και οι πιστωτές εάν η οντότητα υπέκειτο σε κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, ο εκτιμητής θα πρέπει να προσδιορίσει τον αναμενόμενο χρόνο και ποσό των καθαρών ταμειακών ροών που θα είχε λάβει ο κάθε μέτοχος και πιστωτής από τις διαδικασίες αφερεγγυότητας, χωρίς τη λήψη οποιασδήποτε κρατικής ενίσχυσης, προεξοφλημένες στο σχετικό προεξοφλητικό επιτόκιο ή επιτόκια. Κατά τον προσδιορισμό αυτής της εκτίμησης, ο εκτιμητής θα μπορούσε επίσης να ανατρέχει σε πληροφορίες σχετικά με περιπτώσεις αφερεγγυότητας παρεμφερών πιστωτικών ιδρυμάτων, του πρόσφατου παρελθόντος, εφόσον υπάρχουν διαθέσιμες και είναι συναφείς.

(6)

Η πραγματική μεταχείριση της οποίας τυγχάνουν οι μέτοχοι και οι πιστωτές κατά την εξυγίανση θα πρέπει να προσδιορίζεται λαμβανομένου υπόψη του αν οι συγκεκριμένοι μέτοχοι και πιστωτές έχουν αντίστοιχα λάβει αποζημίωση υπό τη μορφή μετοχών, χρεωστικών τίτλων ή μετρητών ως αποτέλεσμα της έγκρισης της δράσης εξυγίανσης.

(7)

Ο παρών κανονισμός βασίζεται στα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που υπέβαλε η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών (ΕΑΤ) στην Επιτροπή.

(8)

Η ΕΑΤ διενήργησε ανοικτές δημόσιες διαβουλεύσεις σχετικά με τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στα οποία βασίζεται ο παρών κανονισμός, ανέλυσε τα ενδεχόμενα συναφή κόστη και τις ωφέλειες και ζήτησε τη γνώμη της ομάδας τραπεζικών συμφεροντούχων, που συστάθηκε σύμφωνα με το άρθρο 37 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (3),

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Γενικές διατάξεις

1.   Για τους σκοπούς του προσδιορισμού της μεταχείρισης των μετόχων και των πιστωτών υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, η αποτίμηση βασίζεται μόνο σε πληροφορίες σχετικά με γεγονότα και συνθήκες που υφίσταντο και θα μπορούσαν ευλόγως να έχουν καταστεί γνωστά κατά την ημερομηνία της απόφασης εξυγίανσης και τα οποία, εάν είχαν καταστεί γνωστά στον εκτιμητή, θα είχαν επηρεάσει την επιμέτρηση των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων της οντότητας κατά τη συγκεκριμένη ημερομηνία.

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ως «ημερομηνία της απόφασης εξυγίανσης» νοείται η ημερομηνία κατά την οποία εκδόθηκε η απόφαση για την εξυγίανση μιας οντότητας δυνάμει του άρθρου 82 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ.

2.   Για τους σκοπούς του προσδιορισμού της πραγματικής μεταχείρισης των μετόχων και των πιστωτών κατά την εξυγίανση, ο εκτιμητής βασίζεται σε διαθέσιμες πληροφορίες σχετικά με γεγονότα και συνθήκες που υφίστανται κατά την/τις ημερομηνία/-ες πραγματικής μεταχείρισης κατά την/τις οποία/-ες οι μέτοχοι και οι πιστωτές λαμβάνουν αποζημίωση («ημερομηνία/-ες πραγματικής μεταχείρισης»).

3.   Η ημερομηνία αναφοράς της αποτίμησης είναι η ημερομηνία της απόφασης εξυγίανσης, η οποία ενδέχεται να διαφέρει από την ημερομηνία πραγματικής μεταχείρισης. Εφόσον ο εκτιμητής θεωρεί ότι ο αντίκτυπος τυχόν προεξόφλησης των εσόδων είναι αμελητέος, τα μη προεξοφλημένα έσοδα κατά την ημερομηνία υλοποίησης της δράσης εξυγίανσης μπορούν να συγκριθούν απευθείας με το προεξοφλημένο ποσό των υποθετικών εσόδων που θα είχαν λάβει οι μέτοχοι και οι πιστωτές, εάν η οντότητα υπέκειτο σε κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας κατά την ημερομηνία της απόφασης εξυγίανσης.

Άρθρο 2

Κατάλογος απογραφής περιουσιακών στοιχείων και απαιτήσεων

1.   Ο εκτιμητής καταρτίζει κατάλογο απογραφής με όλα τα αναγνωρίσιμα και ενδεχόμενα περιουσιακά στοιχεία που έχει στην κατοχή της η οντότητα. Ο εν λόγω κατάλογος περιλαμβάνει τα περιουσιακά στοιχεία για τα οποία καταδεικνύεται ή μπορεί να αναμένεται ευλόγως η ύπαρξη συνδεόμενων ταμειακών ροών.

2.   Ένας κατάλογος με όλες τις απαιτήσεις και τις ενδεχόμενες απαιτήσεις έναντι της οντότητας καθίσταται διαθέσιμος στον εκτιμητή. Στον εν λόγω κατάλογο ταξινομούνται όλες οι απαιτήσεις και οι ενδεχόμενες απαιτήσεις σύμφωνα με τους βαθμούς προτεραιότητάς τους σε κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας. Επιτρέπεται στον εκτιμητή να συνάπτει συμφωνίες για την εξασφάλιση εξειδικευμένων συμβουλών ή εμπειρογνωμοσύνης όσον αφορά τη συνέπεια της κατάταξης των απαιτήσεων προς την ισχύουσα νομοθεσία περί αφερεγγυότητας.

3.   Τα βεβαρημένα περιουσιακά στοιχεία και οι απαιτήσεις που είναι εξασφαλισμένες με αυτά τα περιουσιακά στοιχεία αναφέρονται χωριστά από τον εκτιμητή.

Άρθρο 3

Στάδια της αποτίμησης

Για τους σκοπούς της εξακρίβωσης της ύπαρξης ή μη διαφοράς ως προς τη μεταχείριση, όπως αναφέρεται στο άρθρο 74 παράγραφος 2 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, ο εκτιμητής αξιολογεί:

α)

τη μεταχείριση της οποίας θα είχαν τύχει οι μέτοχοι και οι πιστωτές σε σχέση με τους οποίους έχουν πραγματοποιηθεί δράσεις εξυγίανσης, ή το οικείο σύστημα εγγύησης καταθέσεων, εάν η οντότητα είχε τεθεί υπό κανονική διαδικασία αφερεγγυότητας κατά την ημερομηνία της απόφασης εξυγίανσης, μη λαμβανομένης υπόψη οιασδήποτε χορήγησης έκτακτης δημόσιας χρηματοπιστωτικής στήριξης·

β)

την αξία των αναδιαρθρωμένων απαιτήσεων, μετά την εφαρμογή του εργαλείου διάσωσης με ίδια μέσα ή άλλων εργαλείων ή την άσκηση άλλων εξουσιών εξυγίανσης, ή την αξία άλλων εσόδων που έλαβαν οι μέτοχοι και οι πιστωτές κατά την/τις ημερομηνία/-ες πραγματικής μεταχείρισης, αναγόμενη στην ημερομηνία της απόφασης εξυγίανσης, εάν θεωρείται απαραίτητο, προκειμένου να καταστεί δυνατή η δίκαιη σύγκριση με τη μεταχείριση που αναφέρεται στο στοιχείο α)·

γ)

κατά πόσον το αποτέλεσμα της μεταχείρισης που αναφέρεται στο στοιχείο α) υπερβαίνει το αποτέλεσμα της αξίας που αναφέρεται στο στοιχείο β) για κάθε πιστωτή, σύμφωνα με τους βαθμούς προτεραιότητας σε κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, όπως ορίζεται στο άρθρο 2.

Άρθρο 4

Προσδιορισμός της μεταχείρισης των μετόχων και των πιστωτών υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας

1.   Η μεθοδολογία για τη διενέργεια της αποτίμησης δυνάμει του άρθρου 3 στοιχείο α) περιορίζεται στον προσδιορισμό του προεξοφλημένου ποσού των αναμενόμενων ταμειακών ροών υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας.

2.   Οι αναμενόμενες ταμειακές ροές προεξοφλούνται στο επιτόκιο ή στα επιτόκια που αντανακλούν, ανάλογα με την περίπτωση, τον χρόνο που σχετίζεται με τις αναμενόμενες ταμειακές ροές, τις επικρατούσες συνθήκες κατά την ημερομηνία της απόφασης εξυγίανσης, τα επιτόκια μηδενικού κινδύνου, τα ασφάλιστρα κινδύνου για παρεμφερή χρηματοπιστωτικά μέσα που εκδίδονται από παρεμφερείς οντότητες, τις συνθήκες αγοράς ή τα προεξοφλητικά επιτόκια που εφαρμόζονται από πιθανούς αγοραστές, καθώς και άλλα σχετικά χαρακτηριστικά του στοιχείου ή των στοιχείων που αποτιμώνται («σχετικό προεξοφλητικό επιτόκιο»). Το σχετικό προεξοφλητικό επιτόκιο δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση που, στο εφαρμοστέο δίκαιο ή στην πρακτική περί αφερεγγυότητας, καθορίζονται συγκεκριμένα επιτόκια, εφόσον αυτά είναι συναφή για τους σκοπούς της αποτίμησης.

3.   Κατά τον προσδιορισμό του προεξοφλημένου ποσού των αναμενόμενων ταμειακών ροών υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, ο εκτιμητής λαμβάνει υπόψη:

α)

το εφαρμοστέο δίκαιο και πρακτική περί αφερεγγυότητας στην αντίστοιχη περιοχή δικαιοδοσίας, που ενδέχεται να επηρεάζουν παράγοντες όπως η αναμενόμενη περίοδος διάθεσης ή τα ποσοστά ανάκτησης·

β)

το ευλόγως προβλέψιμο διοικητικό κόστος, κόστος συναλλαγής, κόστος διατήρησης, κόστος διάθεσης ή άλλο κόστος που θα μπορούσε να είχε επωμιστεί ένας διαχειριστής ή εκκαθαριστής, καθώς και το κόστος χρηματοδότησης·

γ)

τις πληροφορίες σχετικά με περιπτώσεις αφερεγγυότητας παρεμφερών οντοτήτων, του πρόσφατου παρελθόντος, εφόσον υπάρχουν διαθέσιμες και είναι συναφείς.

4.   Για περιουσιακά στοιχεία που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε ενεργή αγορά, ο εκτιμητής χρησιμοποιεί την παρατηρούμενη τιμή, εξαιρουμένης της περίπτωσης όπου ειδικές περιστάσεις παρεμποδίζουν την εμπορευσιμότητα των περιουσιακών στοιχείων της οντότητας, όπως η συγκέντρωση, ο κορεσμός και το βάθος της αγοράς.

5.   Για περιουσιακά στοιχεία που δεν αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε ενεργή αγορά, ο εκτιμητής λαμβάνει υπόψη διάφορους παράγοντες κατά τον καθορισμό του ποσού και του χρόνου των αναμενόμενων ταμειακών ροών, συμπεριλαμβανομένων:

α)

των τιμών που παρατηρούνται σε ενεργές αγορές όπου αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης παρεμφερή περιουσιακά στοιχεία·

β)

των τιμών που παρατηρούνται σε κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας ή άλλως επισφαλείς συναλλαγές που περιλαμβάνουν περιουσιακά στοιχεία παρεμφερούς φύσεως και κατάστασης·

γ)

των τιμών που παρατηρούνται σε συναλλαγές που περιλαμβάνουν την πώληση δραστηριοτήτων ή τη μεταβίβαση σε μεταβατικό ίδρυμα ή φορέα διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων σε πλαίσιο εξυγίανσης που αφορά παρεμφερείς οντότητες·

δ)

της πιθανότητας να δημιουργήσει ένα περιουσιακό στοιχείο καθαρές ταμειακές εισροές υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας·

ε)

των αναμενόμενων συνθηκών αγοράς εντός δεδομένης περιόδου διάθεσης, συμπεριλαμβανομένων του βάθους της αγοράς και της ικανότητας της αγοράς να ανταλλάξει τον σχετικό όγκο περιουσιακών στοιχείων εντός της συγκεκριμένης περιόδου· και

στ)

η διάρκεια μιας δεδομένης περιόδου διάθεσης αντανακλά τις συνέπειες του εφαρμοστέου δικαίου περί αφερεγγυότητας, συμπεριλαμβανομένης της αναμενόμενης διάρκειας της διαδικασίας ρευστοποίησης, ή τα χαρακτηριστικά των σχετικών περιουσιακών στοιχείων.

6.   Ο εκτιμητής εξετάζει κατά πόσον η χρηματοπιστωτική κατάσταση της οντότητας θα είχε επηρεάσει τις αναμενόμενες ταμειακές ροές, μεταξύ άλλων μέσω περιορισμών στην ικανότητα του διαχειριστή να διαπραγματεύεται όρους με πιθανούς αγοραστές.

7.   Εάν είναι δυνατόν, και με την επιφύλαξη τυχόν εφαρμοστέας διάταξης του σχετικού καθεστώτος αφερεγγυότητας, οι ταμειακές ροές αντανακλούν τα συμβατικά, νόμιμα και λοιπά νομικά δικαιώματα των πιστωτών ή τις κανονικές πρακτικές αφερεγγυότητας.

8.   Τα υποθετικά έσοδα που προκύπτουν από την αποτίμηση επιμερίζονται στους μετόχους και τους πιστωτές σύμφωνα με τον βαθμό προτεραιότητάς τους δυνάμει του εφαρμοστέου δικαίου περί αφερεγγυότητας, όπως προβλέπεται στο άρθρο 3.

9.   Για τον σκοπό του προσδιορισμού τυχόν μη εξασφαλισμένου ποσού απαιτήσεων παραγώγων σε περίπτωση αφερεγγυότητας, ο εκτιμητής εφαρμόζει τις μεθοδολογίες που καθορίζονται στον κατ' εξουσιοδότηση κανονισμό (ΕΕ) 2016/1401 της Επιτροπής (4), στον βαθμό που αυτό συνάδει με το δίκαιο και την πρακτική περί αφερεγγυότητας.

Άρθρο 5

Προσδιορισμός της πραγματικής μεταχείρισης των μετόχων και των πιστωτών κατά την εξυγίανση

1.   Ο εκτιμητής προσδιορίζει όλες τις απαιτήσεις που εκκρεμούν μετά την απομείωση ή τη μετατροπή κεφαλαιακών μέσων και την υλοποίηση οποιωνδήποτε δράσεων εξυγίανσης, και εκχωρεί αυτές τις απαιτήσεις στα νομικά και φυσικά πρόσωπα που ήταν οι μέτοχοι και οι πιστωτές της οντότητας κατά την ημερομηνία της απόφασης εξυγίανσης. Εξαιρουμένης της περίπτωσης όπου τα νομικά και φυσικά πρόσωπα που ήταν οι μέτοχοι και οι πιστωτές της οντότητας κατά την ημερομηνία της απόφασης εξυγίανσης λαμβάνουν χρηματική αποζημίωση ως αποτέλεσμα της εξυγίανσης, ο εκτιμητής προσδιορίζει την πραγματική τους μεταχείριση σύμφωνα με τις παραγράφους 2 έως 4.

2.   Στην περίπτωση που τα νομικά και φυσικά πρόσωπα που ήταν οι μέτοχοι και οι πιστωτές της οντότητας κατά την ημερομηνία της απόφασης εξυγίανσης λαμβάνουν αποζημίωση υπό τη μορφή μετοχών ως αποτέλεσμα της εξυγίανσης, ο εκτιμητής προσδιορίζει την πραγματική τους μεταχείριση, παρέχοντας μια εκτίμηση της συνολικής αξίας των μετοχών που έχουν μεταβιβαστεί ή εκδοθεί ως αντάλλαγμα στους κατόχους κεφαλαιακών μέσων που έχουν μετατραπεί ή στους πιστωτές διάσωσης με ίδια μέσα. Η εν λόγω εκτίμηση μπορεί να βασίζεται στην εκτιμηθείσα τιμή αγοράς που προκύπτει από γενικά αποδεκτές μεθοδολογίες αποτίμησης.

3.   Στην περίπτωση που τα νομικά και φυσικά πρόσωπα που ήταν οι μέτοχοι και οι πιστωτές της οντότητας κατά την ημερομηνία της απόφασης εξυγίανσης λαμβάνουν αποζημίωση υπό τη μορφή χρεωστικών τίτλων ως αποτέλεσμα της εξυγίανσης, ο εκτιμητής προσδιορίζει την πραγματική μεταχείριση, λαμβάνοντας υπόψη παράγοντες όπως οι αλλαγές στις συμβατικές ταμειακές ροές που προκύπτουν από την απομείωση ή τη μετατροπή, ή την υλοποίηση άλλων δράσεων εξυγίανσης, καθώς και το σχετικό προεξοφλητικό επιτόκιο.

4.   Για οποιαδήποτε εκκρεμούσα απαίτηση, ο εκτιμητής μπορεί να λαμβάνει υπόψη, εφόσον υπάρχουν διαθέσιμες και σε συνδυασμό με τους παράγοντες που περιγράφονται στις παραγράφους 2 και 3, τις τιμές που παρατηρούνται σε ενεργές αγορές για τα ίδια ή παρεμφερή μέσα που έχουν εκδοθεί από την οντότητα υπό εξυγίανση ή άλλες παρεμφερείς οντότητες.

Άρθρο 6

Έκθεση αποτίμησης

Ο εκτιμητής καταρτίζει έκθεση αποτίμησης και την υποβάλλει στην αρχή εξυγίανσης. Η εν λόγω έκθεση περιλαμβάνει τουλάχιστον τα παρακάτω στοιχεία:

α)

σύνοψη της αποτίμησης, συμπεριλαμβανόμενης παρουσίασης του εύρους της αποτίμησης και των πηγών αβεβαιότητας της αποτίμησης·

β)

επεξήγηση των βασικών μεθοδολογιών και των παραδοχών που υιοθετήθηκαν, καθώς και του βαθμού ευαισθησίας της αποτίμησης σε αυτές τις επιλογές·

γ)

επεξήγηση, όπου είναι εφικτό, του λόγου για τον οποίο η αποτίμηση διαφέρει από άλλες σχετικές αποτιμήσεις, συμπεριλαμβανομένων των αποτιμήσεων της εξυγίανσης που διενεργούνται σύμφωνα με τον κατ' εξουσιοδότηση κανονισμό (ΕΕ) 2018/345 της Επιτροπής ή άλλων ρυθμιστικών ή λογιστικών αποτιμήσεων.

Άρθρο 7

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 14 Νοεμβρίου 2017.

Για την Επιτροπή

Ο Πρόεδρος

Jean-Claude JUNCKER


(1)  ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 190.

(2)  Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2016/1075 της Επιτροπής, της 23ης Μαρτίου 2016, για τη συμπλήρωση της οδηγίας 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για τον καθορισμό του περιεχομένου των σχεδίων ανάκαμψης, των σχεδίων εξυγίανσης και των σχεδίων εξυγίανσης ομίλων, των ελάχιστων κριτηρίων που πρέπει να αξιολογεί η αρμόδια αρχή όσον αφορά τα σχέδια ανάκαμψης και τα σχέδια ανάκαμψης ομίλων, των προϋποθέσεων για τη χρηματοπιστωτική στήριξη ομίλου, των απαιτήσεων για τους ανεξάρτητους εκτιμητές, της συμβατικής αναγνώρισης των εξουσιών απομείωσης και μετατροπής, των διαδικασιών και του περιεχομένου των απαιτήσεων κοινοποίησης και της ειδοποίησης αναστολής, καθώς και του τρόπου λειτουργίας των σωμάτων εξυγίανσης (ΕΕ L 184 της 8.7.2016, σ. 1).

(3)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/78/ΕΚ της Επιτροπής, ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 12.

(4)  Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2016/1401 της Επιτροπής, της 23ης Μαΐου 2016, για τη συμπλήρωση της οδηγίας 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη θέσπιση πλαισίου για την ανάκαμψη και την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για τις μεθόδους και τις αρχές αποτίμησης των υποχρεώσεων που προκύπτουν από παράγωγα (ΕΕ L 228 της 23.8.2016, σ. 7).


Top