EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32016H1374

Σύσταση (ΕΕ) 2016/1374 της Επιτροπής, της 27ης Ιουλίου 2016, σχετικά με το κράτος δικαίου στην Πολωνία

C/2016/5703

ΕΕ L 217 της 12.8.2016, p. 53–68 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, HR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

ELI: http://data.europa.eu/eli/reco/2016/1374/oj

12.8.2016   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 217/53


ΣΫΣΤΑΣΗ (ΕΕ) 2016/1374 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 27ης Ιουλίου 2016

σχετικά με το κράτος δικαίου στην Πολωνία

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 292,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι θεμελιωμένη σε ένα κοινό σύνολο αξιών που κατοχυρώνονται στο άρθρο 2 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται ο σεβασμός του κράτους δικαίου. Εκτός από το καθήκον της διασφάλισης του σεβασμού του δικαίου της ΕΕ με το οποίο είναι επιφορτισμένη, η Επιτροπή είναι επίσης υπεύθυνη, από κοινού με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, τα κράτη μέλη και το Συμβούλιο, για τη διασφάλιση των κοινών αξιών της Ένωσης.

(2)

Για τον λόγο αυτόν, η Επιτροπή, λαμβάνοντας υπόψη τις ευθύνες που υπέχει βάσει των Συνθηκών, ενέκρινε στις 11 Μαρτίου 2014 την ανακοίνωση με τίτλο «Ένα νέο πλαίσιο της ΕΕ για την ενίσχυση του κράτους δικαίου» (1). Το εν λόγω πλαίσιο για το κράτος δικαίου ορίζει τους τρόπους αντίδρασης της Επιτροπής στις περιπτώσεις όπου υπάρχουν σαφείς ενδείξεις για την ύπαρξη απειλής κατά του κράτους δικαίου σε ένα κράτος μέλος της Ένωσης και αναλύει τις αρχές που απορρέουν από το κράτος δικαίου.

(3)

Το πλαίσιο για το κράτος δικαίου παρέχει οδηγίες για τη διεξαγωγή διαλόγου ανάμεσα στην Επιτροπή και το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος προκειμένου να προλαμβάνεται η κλιμάκωση συστημικών απειλών κατά του κράτους δικαίου.

(4)

Σκοπός του εν λόγω διαλόγου είναι να μπορεί η Επιτροπή να βρίσκει λύση από κοινού με το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος προκειμένου να προλαμβάνεται η εμφάνιση συστημικής απειλής κατά του κράτους δικαίου, η οποία θα μπορούσε να εξελιχθεί σε «σαφή κίνδυνο σοβαρής παραβίασης», για την αντιμετώπιση του οποίου θα απαιτείτο η ενεργοποίηση της διαδικασίας του άρθρου 7 της Συνθήκης ΕΕ. Στις περιπτώσεις όπου υπάρχουν σαφείς ενδείξεις για την ύπαρξη συστημικής απειλής κατά του κράτους δικαίου σε ένα κράτος μέλος, η Επιτροπή δύναται να κινεί διάλογο με το εν λόγω κράτος μέλος βάσει του πλαισίου για το κράτος δικαίου.

(5)

Η νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, καθώς και τα έγγραφα που καταρτίζονται από το Συμβούλιο της Ευρώπης, τα οποία βασίζονται κυρίως στην εμπειρογνωμοσύνη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη Δημοκρατία μέσω της Νομοθεσίας («Επιτροπή της Βενετίας»), παρέχουν έναν μη εξαντλητικό κατάλογο των αρχών αυτών και, ως εκ τούτου, προσδιορίζουν την ουσία του κράτους δικαίου ως κοινής αξίας της Ένωσης σύμφωνα με το άρθρο 2 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ). Στις αρχές αυτές συγκαταλέγονται: η νομιμότητα, η οποία προϋποθέτει μια διαφανή, υπεύθυνη, δημοκρατική και πλουραλιστική διαδικασία για τη θέσπιση νόμων· η ασφάλεια δικαίου· η απαγόρευση της αυθαιρεσίας των εκτελεστικών εξουσιών· η ανεξαρτησία και αμεροληψία των δικαστηρίων· ο αποτελεσματικός δικαστικός έλεγχος, συμπεριλαμβανομένου του σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων· και η ισότητα έναντι του νόμου (2). Εκτός από τον σεβασμό των εν λόγω αρχών και αξιών για τον οποίον είναι υπεύθυνοι, οι κρατικοί θεσμοί είναι επίσης επιφορτισμένοι με το καθήκον της καλόπιστης συνεργασίας.

(6)

Το πλαίσιο θα ενεργοποιείται σε καταστάσεις κατά τις οποίες οι αρχές ενός κράτους μέλους λαμβάνουν μέτρα ή ανέχονται καταστάσεις οι οποίες είναι πιθανό να επηρεάζουν αρνητικά και συστηματικά την ακεραιότητα, τη σταθερότητα ή την εύρυθμη λειτουργία των θεσμών και των μηχανισμών διασφάλισης που έχουν θεσπιστεί σε εθνικό επίπεδο για την προστασία του κράτους δικαίου (3). Ο στόχος είναι να αντιμετωπιστούν απειλές κατά του κράτους δικαίου που έχουν συστημικό χαρακτήρα (4). Πρέπει να υφίσταται απειλή για την πολιτική, θεσμική και/ή έννομη τάξη ενός κράτους μέλους, τη συνταγματική δομή του, τη διάκριση των εξουσιών, την ανεξαρτησία ή αμεροληψία του δικαστικού σώματος, ή του συστήματος δικαστικού ελέγχου, συμπεριλαμβανομένων των συνταγματικών δικαστηρίων, όπου υφίστανται (5). Το πλαίσιο θα ενεργοποιείται όταν οι εθνικές «ασφαλιστικές δικλίδες για το κράτος δικαίου» δεν φαίνονται ικανές να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τις απειλές αυτές.

(7)

Το πλαίσιο για το κράτος δικαίου αποτελείται από τρία στάδια. Στο πρώτο στάδιο («Αξιολόγηση από την Επιτροπή») η Επιτροπή συλλέγει και εξετάζει όλες τις σχετικές πληροφορίες και αξιολογεί κατά πόσον υφίστανται σαφείς ενδείξεις συστημικής απειλής κατά του κράτους δικαίου. Εάν, ως αποτέλεσμα αυτής της προκαταρκτικής αξιολόγησης, η Επιτροπή πιστεύει ότι υφίσταται συστημική απειλή κατά του κράτους δικαίου, θα ξεκινά διάλογο με το εμπλεκόμενο κράτος μέλος, αποστέλλοντας «γνωμοδότηση για το κράτος δικαίου», τεκμηριώνοντας τις ανησυχίες της και παρέχοντας παράλληλα στο κράτος μέλος τη δυνατότητα να απαντήσει. Η γνωμοδότηση μπορεί να είναι αποτέλεσμα ανταλλαγής επιστολών και διεξαγωγής συναντήσεων με τις αρμόδιες αρχές και να ακολουθείται από περαιτέρω ανταλλαγές. Στο δεύτερο στάδιο («Σύσταση της Επιτροπής»), εάν το ζήτημα δεν έχει επιλυθεί ικανοποιητικά, η Επιτροπή εκδίδει «σύσταση για το κράτος δικαίου», την οποία απευθύνει στο κράτος μέλος. Στη σύστασή της η Επιτροπή αναφέρει τους λόγους για τις ανησυχίες της και συστήνει στο κράτος μέλος να προβεί σε ενέργειες για την επίλυση των προβλημάτων που έχουν εντοπιστεί εντός προκαθορισμένου χρονικού διαστήματος, και να ενημερώσει την Επιτροπή για τα μέτρα που έλαβε προς τον σκοπό αυτό. Στο τρίτο στάδιο («Συνέχεια στη σύσταση της Επιτροπής») η Επιτροπή παρακολουθεί τη συνέχεια που δίνει το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος στη σύσταση. Όλη η διαδικασία βασίζεται στον συνεχή διάλογο μεταξύ της Επιτροπής και του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους. Εάν δεν δοθεί ικανοποιητική συνέχεια στη σύσταση εντός του προκαθορισμένου χρονικού περιθωρίου, είναι δυνατή η προσφυγή στη «διαδικασία του άρθρου 7 της ΣΕΕ», η ενεργοποίηση της οποίας γίνεται με την έκδοση αιτιολογημένης πρότασης από το ένα τρίτο των κρατών μελών, από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή από την Επιτροπή.

(8)

Τον Νοέμβριο του 2015 η Επιτροπή έλαβε γνώση της συνεχιζόμενης διένεξης στην Πολωνία η οποία αφορούσε συγκεκριμένα τη σύνθεση του Συνταγματικού Δικαστηρίου, καθώς και τη σύντμηση της θητείας του τωρινού προέδρου και του τωρινού αντιπροέδρου του. Για το συγκεκριμένο θέμα το Συνταγματικό Δικαστήριο έλαβε δύο αποφάσεις στις 3 και στις 9 Δεκεμβρίου 2015.

(9)

Στις 22 Δεκεμβρίου 2015 το Sejm (Κάτω Βουλή του πολωνικού κοινοβουλίου) ψήφισε νόμο για την τροποποίηση του νόμου περί του Συνταγματικού Δικαστηρίου, ο οποίος αφορά τη λειτουργία του Δικαστηρίου και την ανεξαρτησία των δικαστών του (6).

(10)

Με επιστολή της προς την πολωνική κυβέρνηση στις 23 Δεκεμβρίου 2015 (7), η Επιτροπή ζήτησε να ενημερωθεί για την κατάσταση που επικρατούσε στην Πολωνία σχετικά με το Συνταγματικό Δικαστήριο και, μεταξύ άλλων, για τα μέτρα που σκόπευαν να λάβουν οι πολωνικές αρχές αναφορικά με τις προαναφερθείσες δύο αποφάσεις του Συνταγματικού Δικαστηρίου. Όσον αφορά τις τροποποιήσεις που περιέχονταν στον νόμο της 22ας Δεκεμβρίου 2015 περί του Συνταγματικού Δικαστηρίου, η Επιτροπή δήλωσε ότι ανέμενε να μην ψηφιζόταν τελικά ο συγκεκριμένος νόμος, ή, τουλάχιστον, να μην ετίθετο σε ισχύ έως ότου αξιολογούνταν πλήρως και δεόντως όλα τα ζητήματα που σχετίζονταν με τον αντίκτυπο του συγκεκριμένου νόμου στην ανεξαρτησία και τη λειτουργία του Συνταγματικού Δικαστηρίου. Η Επιτροπή συνέστησε επιπλέον στις πολωνικές αρχές να συνεργαστούν στενά με την Επιτροπή της Βενετίας του Συμβουλίου της Ευρώπης.

(11)

Στις 23 Δεκεμβρίου 2015 η πολωνική κυβέρνηση ζήτησε από την Επιτροπή της Βενετίας να εκδώσει γνωμοδότηση σχετικά με τον νόμο που ψηφίστηκε στις 22 Δεκεμβρίου 2015. Το πολωνικό κοινοβούλιο προέβη, ωστόσο, σε περαιτέρω ενέργειες χωρίς να περιμένει την έκδοση της εν λόγω γνωμοδότησης, και έτσι ο νόμος δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας της Πολωνίας και τέθηκε σε ισχύ στις 28 Δεκεμβρίου 2015.

(12)

Στις 30 Δεκεμβρίου 2015 η Επιτροπή έστειλε επιστολή στην πολωνική κυβέρνηση (8) ζητώντας πρόσθετες πληροφορίες σχετικά με τις προτεινόμενες μεταρρυθμίσεις που αφορούσαν τη διακυβέρνηση των δημόσιων ραδιοτηλεοπτικών φορέων της Πολωνίας. Στις 31 Δεκεμβρίου 2015 η πολωνική Γερουσία ψήφισε τον «νόμο για τα μέσα μαζικής ενημέρωσης περιορισμένης εμβέλειας», ο οποίος αφορούσε τα διοικητικά και εποπτικά συμβούλια του δημόσιου τηλεοπτικού και του δημόσιου ραδιοφωνικού φορέα της Πολωνίας. Στις 7 Ιανουαρίου 2016 η Επιτροπή έλαβε απάντηση στην επιστολή της σχετικά με τον νόμο για τα μέσα μαζικής ενημέρωσης από την πολωνική κυβέρνηση (9), η οποία ουσιαστικά αρνείτο ότι ο εν λόγω νόμος είχε οποιονδήποτε δυσμενή αντίκτυπο στην πολυφωνία των μέσων μαζικής ενημέρωσης. Στις 11 Ιανουαρίου η Επιτροπή έλαβε απάντηση από την πολωνική κυβέρνηση σχετικά με τη μεταρρύθμιση του Συνταγματικού Δικαστηρίου (10). Οι εν λόγω απαντήσεις δεν συνέβαλαν στην άρση των υφιστάμενων ανησυχιών.

(13)

Στις 13 Ιανουαρίου 2016 το Σώμα των Επιτρόπων πραγματοποίησε μια πρώτη συζήτηση προσανατολισμού προκειμένου να αξιολογήσει την κατάσταση στην Πολωνία. Η Επιτροπή αποφάσισε να εξετάσει την κατάσταση βάσει του πλαισίου για το κράτος δικαίου και έδωσε εντολή στον πρώτο αντιπρόεδρο, κ. Timmermans, να ξεκινήσει διάλογο με τους θεσμικούς φορείς της Δημοκρατίας της Πολωνίας προκειμένου να αποσαφηνιστούν τα εν λόγω ζητήματα και να προσδιοριστούν πιθανές λύσεις. Την ίδια ημέρα, η Επιτροπή έστειλε επιστολή στην πολωνική κυβέρνηση (11) πληροφορώντας την ότι εξέταζε την κατάσταση βάσει του πλαισίου για το κράτος δικαίου και ότι επιθυμούσε να ξεκινήσει διάλογο με τους θεσμικούς φορείς της Δημοκρατίας της Πολωνίας προκειμένου να αποσαφηνιστούν τα εν λόγω ζητήματα και να προσδιοριστούν πιθανές λύσεις. Στις 19 Ιανουαρίου 2016 η Επιτροπή έστειλε επιστολή στην πολωνική κυβέρνηση (12) πληροφορώντας την ότι ήταν πρόθυμη να παράσχει εμπειρογνωμοσύνη και να συζητήσει ζητήματα που άπτονταν του νέου νόμου για τα μέσα μαζικής ενημέρωσης.

(14)

Στις 19 Ιανουαρίου 2016 η πολωνική κυβέρνηση έστειλε στην Επιτροπή επιστολή (13) στην οποία παρέθετε τις απόψεις της σχετικά με τη διένεξη για τον διορισμό των δικαστών και έκανε λόγο, μεταξύ άλλων, για εθιμική πρακτική του Συνταγματικού Δικαστηρίου όσον αφορά τον διορισμό των δικαστών. Η πολωνική κυβέρνηση ανέφερε αρκετές θετικές επιπτώσεις τις οποίες εκτιμούσε ότι θα έχουν οι αλλαγές που επέφερε ο νόμος για την τροποποίηση του νόμου περί του Συνταγματικού Δικαστηρίου.

(15)

Την ίδια ημέρα πραγματοποιήθηκε συζήτηση στην Ολομέλεια του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου με θέμα την κατάσταση στην Πολωνία.

(16)

Την 1η Φεβρουαρίου 2016 η Επιτροπή έστειλε επιστολή στην πολωνική κυβέρνηση (14) επισημαίνοντας ότι δεν είχαν ακόμη εφαρμοστεί οι αποφάσεις του Συνταγματικού Δικαστηρίου περί του διορισμού των δικαστών. Στην εν λόγω επιστολή η Επιτροπή υπογράμμιζε επίσης την ανάγκη περαιτέρω εξέτασης του νόμου για την τροποποίηση του νόμου περί του Συνταγματικού Δικαστηρίου, και συγκεκριμένα του «συνδυασμένου αποτελέσματος» των διαφόρων αλλαγών που επέφερε ο νόμος, ζητώντας περισσότερες διευκρινίσεις. Με την εν λόγω επιστολή ζητούσε ακόμη πληροφορίες για άλλους νόμους που είχαν ψηφιστεί προσφάτως —συγκεκριμένα τον νέο νόμο για τη δημόσια διοίκηση, τον νόμο για την τροποποίηση του νόμου περί Αστυνομίας και ορισμένων άλλων νόμων, και τον νόμο περί Εισαγγελίας— καθώς και για προβλεπόμενες νομοθετικές μεταρρυθμίσεις, ιδίως τις περαιτέρω μεταρρυθμίσεις της νομοθεσίας για τα μέσα μαζικής ενημέρωσης.

(17)

Στις 29 Φεβρουαρίου 2016 η πολωνική κυβέρνηση έστειλε επιστολή στην Επιτροπή (15) παρέχοντας περαιτέρω διευκρινίσεις σχετικά με τη θητεία του προέδρου του Συνταγματικού Δικαστηρίου. Στην επιστολή διευκρινιζόταν ότι η απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου της 9ης Δεκεμβρίου 2015 ανέφερε ότι οι μεταβατικές διατάξεις του τροποποιητικού νόμου που προέβλεπαν τον τερματισμό της θητείας του προέδρου του Δικαστηρίου είχαν κριθεί αντισυνταγματικές και είχαν απολέσει τη νομική ισχύ τους. Ως εκ τούτου, ο τωρινός πρόεδρος του Συνταγματικού Δικαστηρίου θα συνέχιζε να ασκεί τα καθήκοντά του σύμφωνα με τις παλαιές νομοθετικές διατάξεις έως τη λήξη της θητείας του, στις 19 Δεκεμβρίου 2016. Στην επιστολή αναφερόταν ακόμη ότι η θητεία του επόμενου προέδρου θα ήταν τριετούς διάρκειας. Επιπλέον, με την επιστολή της η πολωνική κυβέρνηση ζητούσε από την Επιτροπή, αφενός, να διευκρινίσει τι εννοούσε λέγοντας ότι δεν είχαν ακόμη εφαρμοστεί οι δεσμευτικές και οριστικές αποφάσεις του Συνταγματικού Δικαστηρίου και, αφετέρου, να αποσαφηνίσει τους λόγους για τους οποίους, κατά την άποψή της, τα ψηφίσματα της 2ας Δεκεμβρίου 2015 σχετικά με την εκλογή τριών δικαστών του Συνταγματικού Δικαστηρίου ήταν αντίθετα με τη μεταγενέστερη απόφαση του Δικαστηρίου.

(18)

Στις 3 Μαρτίου 2016 η Επιτροπή έστειλε στην πολωνική κυβέρνηση επιστολή (16) στην οποία παρείχε τις διευκρινίσεις που ζητούσε η τελευταία με την επιστολή της 29ης Φεβρουαρίου 2016 σχετικά με το ζήτημα του διορισμού των δικαστών. Όσον αφορά τις αλλαγές που επέφερε ο νόμος για την τροποποίηση του νόμου περί του Συνταγματικού Δικαστηρίου, η Επιτροπή ανέφερε στην επιστολή της ότι, σύμφωνα με μια προκαταρκτική αξιολόγηση, ορισμένες τροποποιήσεις, τόσο μεμονωμένα όσο και από κοινού, δυσχέραιναν τον έλεγχο της συνταγματικότητας προσφάτως ψηφισθέντων νόμων από το Συνταγματικό Δικαστήριο, και ζητούσε περισσότερες διευκρινίσεις για το συγκεκριμένο θέμα. Με την εν λόγω επιστολή ζητούσε ακόμη πληροφορίες για άλλους νόμους που είχαν ψηφιστεί προσφάτως, καθώς επίσης και για περαιτέρω προβλεπόμενες νομοθετικές μεταρρυθμίσεις.

(19)

Στις 9 Μαρτίου 2016 το Συνταγματικό Δικαστήριο απεφάνθη ότι ο νόμος που ψηφίστηκε στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ήταν αντισυνταγματικός. Η πολωνική κυβέρνηση δεν έχει δημοσιεύσει μέχρι στιγμής την εν λόγω απόφαση στην Επίσημη Εφημερίδα της χώρας, με αποτέλεσμα η εν λόγω απόφαση να μην έχει νομική ισχύ.

(20)

Στις 11 Μαρτίου 2016 η Επιτροπή της Βενετίας εξέδωσε γνωμοδότηση «σχετικά με τις τροποποιήσεις του νόμου της 25ης Ιουνίου 2015 περί του Συνταγματικού Δικαστηρίου» (17). Όσον αφορά τον διορισμό δικαστών, η γνωμοδότηση καλούσε το πολωνικό κοινοβούλιο να βρει λύση με βάση το κράτος δικαίου, σεβόμενο τις αποφάσεις του Συνταγματικού Δικαστηρίου. Εκτιμούσε ακόμη, μεταξύ άλλων, ότι η απαίτηση περί υψηλής απαρτίας, η απαίτηση περί πλειοψηφίας δύο τρίτων για τη λήψη αποφάσεων και η αυστηρή διάταξη που έκανε αδύνατη τη διεκπεραίωση επειγουσών υποθέσεων, και ιδίως το συνδυασμένο αποτέλεσμά τους, θα καθιστούσαν το Συνταγματικό Δικαστήριο αναποτελεσματικό. Εκτιμούσε, τέλος, ότι η άρνηση δημοσίευσης της απόφασης της 9ης Μαρτίου 2016 θα επιδείνωνε ακόμη περισσότερο τη συνταγματική κρίση στην Πολωνία.

(21)

Στις 21 Μαρτίου 2016 η πολωνική κυβέρνηση έστειλε στην Επιτροπή επιστολή με την οποία καλούσε τον πρώτο αντιπρόεδρο, κ. Timmermans, σε συνάντηση στην Πολωνία, προκειμένου να αξιολογηθεί ο διάλογος που είχε διεξαχθεί μέχρι τότε μεταξύ της πολωνικής κυβέρνησης και της Επιτροπής και να καθοριστεί η περαιτέρω πορεία του με αμερόληπτο, τεκμηριωμένο και συνεργατικό τρόπο.

(22)

Στις 31 Μαρτίου 2016 η πολωνική κυβέρνηση έστειλε στην Επιτροπή επιστολή με πρόσφατες πληροφορίες και νομικές αξιολογήσεις σχετικά με τη διένεξη στην Πολωνία γύρω από το Συνταγματικό Δικαστήριο. Στις 5 Απριλίου 2016 πραγματοποιήθηκαν συναντήσεις στη Βαρσοβία μεταξύ του πρώτου αντιπροέδρου, κ. Timmermans, και του υπουργού Εξωτερικών της Πολωνίας, του υπουργού Δικαιοσύνης, του αντιπροέδρου της κυβέρνησης, καθώς και του προέδρου και του αντιπροέδρου του Συνταγματικού Δικαστηρίου. Σε συνέχεια των συναντήσεων αυτών, πραγματοποιήθηκαν αρκετές άλλες συναντήσεις μεταξύ της πολωνικής κυβέρνησης, που εκπροσωπείτο από τον υπουργό Δικαιοσύνης, και της Επιτροπής.

(23)

Μετά την απόφαση της 9ης Μαρτίου 2016, το Συνταγματικό Δικαστήριο άρχισε εκ νέου να εκδικάζει υποθέσεις. Η πολωνική κυβέρνηση δεν συμμετείχε στις εν λόγω διαδικασίες και δεν έχει δημοσιεύσει μέχρι στιγμής στην Επίσημη Εφημερίδα της χώρας τις αποφάσεις που έλαβε το Συνταγματικό Δικαστήριο μετά τις 9 Μαρτίου 2016 (18).

(24)

Στις 13 Απριλίου 2016 το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ενέκρινε ψήφισμα σχετικά με την κατάσταση στην Πολωνία με το οποίο, μεταξύ άλλων, καλούσε μετ' επιτάσεως την πολωνική κυβέρνηση να σεβαστεί, να δημοσιεύσει και να εφαρμόσει πλήρως χωρίς περαιτέρω καθυστέρηση την απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου της 9ης Μαρτίου 2016, καθώς και τις αποφάσεις της 3ης και της 9ης Δεκεμβρίου 2015, και την καλούσε να εφαρμόσει πλήρως τις συστάσεις της Επιτροπής της Βενετίας.

(25)

Στις 20 Απριλίου 2016 πραγματοποιήθηκε συνάντηση ανάμεσα στην Επιτροπή και εκπροσώπους του Δικτύου των προέδρων των Ανώτατων Δικαστηρίων της ΕΕ και της διάσκεψης των Ευρωπαϊκών Συνταγματικών Δικαστηρίων με θέμα συζήτησης την κατάσταση στην Πολωνία.

(26)

Στις 26 Απριλίου 2016 η Γενική Συνέλευση του Ανώτατου Δικαστηρίου της Πολωνίας ενέκρινε ψήφισμα με το οποίο πιστοποιεί ότι οι αποφάσεις του Συνταγματικού Δικαστηρίου είναι έγκυρες, παρά την άρνηση της πολωνικής κυβέρνησης να τις δημοσιεύσει στην Επίσημη Εφημερίδα της χώρας.

(27)

Στις 29 Απριλίου 2016 ομάδα βουλευτών του Sejm υπέβαλε στο εν λόγω σώμα νομοθετική πρόταση για νέο νόμο περί του Συνταγματικού Δικαστηρίου προς αντικατάσταση του ισχύοντος νόμου. Η πρόταση αυτή περιείχε αρκετές διατάξεις τις οποίες είχε ήδη επικρίνει η Επιτροπή της Βενετίας στη γνωμοδότηση που εξέδωσε στις 11 Μαρτίου 2016 και οι οποίες είχαν ήδη κριθεί αντισυνταγματικές από το Συνταγματικό Δικαστήριο με την απόφασή του της 9ης Μαρτίου 2016. Μεταξύ αυτών συγκαταλεγόταν η απαίτηση περί πλειοψηφίας δύο τρίτων για τη λήψη αποφάσεων που αφορούν τον «αφηρημένο» έλεγχο της συνταγματικότητας προσφάτως ψηφισθέντων νόμων. Εντός του Απριλίου συστάθηκε ομάδα εμπειρογνωμόνων στους κόλπους του Sejm προκειμένου να συμβάλει στη σύνταξη νέου νόμου για το Συνταγματικό Δικαστήριο.

(28)

Στις 24 Μαΐου 2016 ο πρώτος αντιπρόεδρος, κ. Timmermans, είχε συναντήσεις στη Βαρσοβία με τον πρωθυπουργό της Πολωνίας, με τον πρόεδρο και τον αντιπρόεδρο του Συνταγματικού Δικαστηρίου, με τον Διαμεσολαβητή, με τον δήμαρχο της Βαρσοβίας και με βουλευτές των κομμάτων της αντιπολίτευσης που μετέχουν στο Sejm. Στις 26 Μαΐου 2016 ο πρώτος αντιπρόεδρος, κ. Timmermans, είχε συνάντηση στις Βρυξέλλες με τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης της Πολωνίας. Ακολούθως, πραγματοποιήθηκαν περαιτέρω ανταλλαγές και συναντήσεις μεταξύ της Επιτροπής και της πολωνικής κυβέρνησης.

(29)

Ωστόσο, παρά τις αναλυτικές και εποικοδομητικές ανταλλαγές μεταξύ της Επιτροπής και της πολωνικής κυβέρνησης, δεν κατέστη δυνατό να εξαλειφθούν οι ανησυχίες της Επιτροπής. Την 1η Ιουνίου 2016 η Επιτροπή εξέδωσε γνωμοδότηση σχετικά με το κράτος δικαίου στην Πολωνία. Σε συνέχεια του διαλόγου που διεξαγόταν με τις πολωνικές αρχές από τις 13 Ιανουαρίου, η Επιτροπή έκρινε αναγκαίο να επισημοποιήσει την εκτίμησή της για την τρέχουσα κατάσταση στην εν λόγω γνωμοδότηση. Η γνωμοδότηση, στην οποία καταγράφονταν οι ανησυχίες της Επιτροπής, συνέβαλε στον προσανατολισμό του υπό εξέλιξη διαλόγου με τις πολωνικές αρχές προς την εξεύρεση λύσης.

(30)

Στις 24 Ιουνίου 2016 η πολωνική κυβέρνηση έστειλε στην Επιτροπή επιστολή με την οποία επιβεβαίωνε την παραλαβή της γνωμοδότησης της Επιτροπής της 1ης Ιουνίου σχετικά με το κράτος δικαίου (19). Επιπροσθέτως, ενημέρωνε την Επιτροπή για την πορεία των εργασιών του πολωνικού κοινοβουλίου, μεταξύ άλλων, σχετικά με τη σύνταξη νέου νόμου περί Συνταγματικού Δικαστηρίου, και διατύπωνε την πεποίθηση ότι οι εν λόγω εργασίες ήταν οι ενδεδειγμένες για την επίτευξη εποικοδομητικής λύσης. Ακολούθως, ο διάλογος μεταξύ της Επιτροπής και της πολωνικής κυβέρνησης συνεχίστηκε.

(31)

Στις 22 Ιουλίου 2016 το Sejm προέβη στην ψήφιση νέου νόμου για το Συνταγματικό Δικαστήριο, ο οποίος αντικαθιστά τον νόμο της 25ης Ιουνίου 2015 περί του Συνταγματικού Δικαστηρίου. Η πρώτη ανάγνωση πραγματοποιήθηκε στις 10 Ιουνίου 2016, η δεύτερη ανάγνωση ξεκίνησε στις 5 Ιουλίου 2016 και η τρίτη ανάγνωση ολοκληρώθηκε στις 7 Ιουλίου. Η Γερουσία ενέκρινε τροποποιήσεις στις 21 Ιουλίου 2016 και, στις 22 Ιουλίου 2016, το Sejm ψήφισε τον νόμο όπως τροποποιήθηκε από τη Γερουσία. Για να τεθεί σε ισχύ ο νόμος, πρέπει πρώτα να υπογραφεί από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας της Πολωνίας και να δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα της χώρας. Η Επιτροπή διατύπωσε παρατηρήσεις προς τις πολωνικές αρχές και συζήτησε μαζί τους το περιεχόμενο του νομοσχεδίου σε διάφορα στάδια της νομοθετικής διαδικασίας,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΣΥΣΤΑΣΗ:

1.

Η Πολωνία θα πρέπει να λάβει δεόντως υπόψη την ανάλυση της Επιτροπής που παρατίθεται ακολούθως και να λάβει τα μέτρα που ορίζονται στην ενότητα 6 της παρούσας σύστασης, έτσι ώστε η επίλυση των προβλημάτων που έχουν εντοπιστεί να επιτευχθεί εντός της προκαθορισμένης προθεσμίας.

1.   ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΗΣ ΣΥΣΤΑΣΗΣ

2.

Στην παρούσα σύσταση καταγράφονται οι ανησυχίες της Επιτροπής για το κράτος δικαίου στην Πολωνία και διατυπώνονται συστάσεις προς τις πολωνικές αρχές σχετικά με τους τρόπους αντιμετώπισής τους. Οι ανησυχίες της Επιτροπής αφορούν τα ακόλουθα ζητήματα:

1)

τον διορισμό των δικαστών του Συνταγματικού Δικαστηρίου και τη μη εφαρμογή των συναφών αποφάσεων του Συνταγματικού Δικαστηρίου της 3ης και της 9ης Δεκεμβρίου 2015·

2)

τη μη δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας της Πολωνίας και τη μη εφαρμογή της απόφασης του Συνταγματικού Δικαστηρίου της 9ης Μαρτίου 2016 και των αποφάσεων που έλαβε το τελευταίο μετά τις 9 Μαρτίου 2016·

3)

την αποτελεσματική λειτουργία του Συνταγματικού Δικαστηρίου και την αποτελεσματικότητα του ελέγχου της συνταγματικότητας νέων νόμων, συγκεκριμένα δε του νόμου περί του Συνταγματικού Δικαστηρίου που ψηφίστηκε από το Sejm στις 22 Ιουλίου 2016.

2.   ΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΔΙΚΑΣΤΩΝ ΣΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

3.

Πριν από τις γενικές βουλευτικές εκλογές του Sejm της 25ης Οκτωβρίου 2015, και συγκεκριμένα στις 8 Οκτωβρίου, η απερχόμενη Κάτω Βουλή υπέδειξε πέντε δικαστές προς «διορισμό» στο Συνταγματικό Δικαστήριο από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Οι τρεις δικαστές θα καταλάμβαναν έδρες που χήρεψαν κατά τη θητεία της απερχόμενης Κάτω Βουλής, ενώ οι δύο δικαστές θα καταλάμβαναν έδρες που θα χήρευαν κατά τη θητεία της νέας Κάτω Βουλής, η οποία ξεκίνησε στις 12 Νοεμβρίου 2015.

4.

Στις 19 Νοεμβρίου 2015 το Sejm προέβη, με ταχεία διαδικασία, σε τροποποίηση του νόμου περί του Συνταγματικού Δικαστηρίου, εισάγοντας τη δυνατότητα, αφενός, να ακυρωθεί η πρόταση της προηγούμενης Κάτω Βουλής περί διορισμού των δικαστών που είχε υποδείξει και, αφετέρου, να διοριστούν πέντε νέοι δικαστές. Στις 25 Νοεμβρίου 2015 το Sejm ενέκρινε πρόταση περί ακύρωσης του διορισμού των πέντε δικαστών που είχε υποδείξει η προηγούμενη Κάτω Βουλή και στις 2 Δεκεμβρίου πρότεινε πέντε νέους δικαστές.

5.

Οι αποφάσεις τόσο της προηγούμενης όσο και της νέας Κάτω Βουλής τέθηκαν υπό την κρίση του Συνταγματικού Δικαστηρίου, το οποίο εξέδωσε εν συνεχεία δύο αποφάσεις, στις 3 και στις 9 Δεκεμβρίου 2015.

6.

Στην απόφασή του της 3ης Δεκεμβρίου (20) το Συνταγματικό Δικαστήριο απεφάνθη, μεταξύ άλλων, ότι η προηγούμενη σύνθεση του Sejm είχε το δικαίωμα να υποδείξει τρεις δικαστές προς αντικατάσταση των δικαστών των οποίων οι θητείες έληγαν στις 6 Νοεμβρίου 2015. Ταυτόχρονα, το Συνταγματικό Δικαστήριο διευκρίνιζε ότι το Sejm δεν είχε το δικαίωμα να επιλέξει τους δύο δικαστές που θα αντικαθιστούσαν εκείνους των οποίων η θητεία έληγε τον Δεκέμβριο. Στην απόφαση του Δικαστηρίου γινόταν επίσης ρητή αναφορά στην υποχρέωση του Προέδρου της Δημοκρατίας να προβαίνει αμέσως στην ορκωμοσία των δικαστών που επιλέγονται από το Sejm.

7.

Στις 9 Δεκεμβρίου (21) το Συνταγματικό Δικαστήριο, μεταξύ άλλων, έκρινε νομικά αβάσιμη την πρόταση της νέας σύνθεσης του Sejm περί διορισμού των τριών δικαστών που εκείνη υποδείκνυε στις έδρες που χήρευαν στις 6 Νοεμβρίου 2015, για τις οποίες η προηγούμενη Κάτω Βουλή είχε ήδη νομίμως υποδείξει δικαστές.

8.

Παρά τις εν λόγω αποφάσεις, οι τρεις δικαστές που υποδείχθηκαν από την προηγούμενη Κάτω Βουλή δεν έχουν αναλάβει μέχρι στιγμής τα καθήκοντά τους στο Συνταγματικό Δικαστήριο και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν έχει προβεί ακόμη στην ορκωμοσία τους, ενώ, αντιθέτως, προέβη στην ορκωμοσία των τριών δικαστών που υποδείχθηκαν από τη νέα Κάτω Βουλή χωρίς έγκυρη νομική βάση.

9.

Οι δύο δικαστές που επιλέχθηκαν από τη νέα Κάτω Βουλή προς αντικατάσταση των δύο δικαστών που θα αποχωρούσαν τον Δεκέμβριο του 2015 ανέλαβαν εν τω μεταξύ τα καθήκοντά τους στο Συνταγματικό Δικαστήριο.

10.

Στις 28 Απριλίου 2016 ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας προέβη στην ορκωμοσία νέου δικαστή στο Συνταγματικό Δικαστήριο, ο οποίος είχε υποδειχθεί από το Sejm για την κάλυψη κενής έδρας που προέκυψε νωρίτερα μέσα στον Απρίλιο λόγω λήξης της θητείας ενός δικαστή του Συνταγματικού Δικαστηρίου.

11.

Στις 22 Ιουλίου 2016 το Sejm ψήφισε νέο νόμο περί του Συνταγματικού Δικαστηρίου. Το άρθρο 90 του εν λόγω νόμου αναφέρει ότι «Από τη θέση σε ισχύ του παρόντος νόμου, ο πρόεδρος του Συνταγματικού Δικαστηρίου περιλαμβάνει στη σύνθεση των τμημάτων του Δικαστηρίου που εκδικάζουν υποθέσεις δικαστές του Δικαστηρίου που έχουν ορκισθεί ενώπιον του Προέδρου της Δημοκρατίας αλλά, κατά την ημερομηνία θέσης σε ισχύ του παρόντος νόμου, δεν έχουν αναλάβει ακόμη καθήκοντα, και αναθέτει στους εν λόγω δικαστές υποθέσεις». Το άρθρο 6 παράγραφος 7 του νέου νόμου ορίζει ότι «Μετά την ορκωμοσία τους, οι δικαστές παρουσιάζονται στο Συνταγματικό Δικαστήριο για να αναλάβουν καθήκοντα, και ο πρόεδρος του Δικαστηρίου τούς αναθέτει υποθέσεις και δημιουργεί τις κατάλληλες προϋποθέσεις για την απρόσκοπτη άσκηση των καθηκόντων τους».

12.

Η Επιτροπή εκτιμά ότι δεν έχουν ακόμη εφαρμοστεί οι δεσμευτικές και οριστικές αποφάσεις του Συνταγματικού Δικαστηρίου της 3ης και της 9ης Δεκεμβρίου 2015 σχετικά με τον διορισμό των δικαστών. Οι εν λόγω αποφάσεις απαιτούν από τους κρατικούς θεσμούς της Πολωνίας να συνεργαστούν καλόπιστα μεταξύ τους έτσι ώστε, σε συμφωνία με το κράτος δικαίου, οι τρεις δικαστές που υποδείχθηκαν από την προηγούμενη σύνθεση του Sejm να μπορέσουν να αναλάβουν τα καθήκοντά τους στο Συνταγματικό Δικαστήριο, και οι τρεις δικαστές που υποδείχθηκαν από τη νέα Κάτω Βουλή χωρίς έγκυρη νομική βάση να μην αναλάβουν καθήκοντα. Το γεγονός ότι οι εν λόγω αποφάσεις δεν έχουν εφαρμοστεί εγείρει σοβαρές ανησυχίες όσον αφορά το κράτος δικαίου, καθώς η συμμόρφωση με οριστικές δικαστικές αποφάσεις συνιστά ουσιώδη απαίτηση σύμφυτη προς το κράτος δικαίου.

13.

Σε μία από τις επιστολές της, η πολωνική κυβέρνηση αιτιολόγησε τη στάση που τήρησε η νέα σύνθεση του Sejm, κάνοντας λόγο για ύπαρξη εθιμικής πρακτικής στην Πολωνία όσον αφορά τον διορισμό δικαστών στο Συνταγματικό Δικαστήριο. Η Επιτροπή σημειώνει, εντούτοις, όπως έκανε άλλωστε και η Επιτροπή της Βενετίας (22), ότι αρμόδιο να ερμηνεύει και να εφαρμόζει το εθνικό συνταγματικό δίκαιο και τη συναφή εθιμική πρακτική είναι το Συνταγματικό Δικαστήριο, και ότι το τελευταίο δεν έκανε καμία αναφορά στις αποφάσεις του σε παρόμοια πρακτική. Η απόφαση της 3ης Δεκεμβρίου που επικυρώνει τη νομική βάση της πρότασης της προηγούμενης σύνθεσης του Sejm περί διορισμού των τριών δικαστών που εκείνη υποδείκνυε στις έδρες που χήρευαν στις 6 Νοεμβρίου δεν μπορεί να ανατραπεί απλώς με την επίκληση μιας υποτιθέμενης εθιμικής πρακτικής την οποία δεν έχει αναγνωρίσει το Συνταγματικό Δικαστήριο.

14.

Επιπλέον, ο ισχυρισμός των πολωνικών αρχών ότι ο μόνος αντίκτυπος που είχαν οι εν λόγω αποφάσεις συνίστατο στην υποχρέωση της κυβέρνησης να τις δημοσιεύσει συνιστά άρνηση κάθε νομικού και λειτουργικού αποτελέσματος των αποφάσεων της 3ης και της 9ης Δεκεμβρίου. Συγκεκριμένα, συνιστά άρνηση της υποχρέωσης του Προέδρου της Δημοκρατίας να προβεί στην ορκωμοσία των εν λόγω δικαστών, υποχρέωση που επιβεβαιώνεται από το Συνταγματικό Δικαστήριο.

15.

Επιπλέον, η Επιτροπή σημειώνει ότι και η Επιτροπή της Βενετίας εκτιμά πως ενδεχόμενη λύση της υπό εξέλιξη διένεξης αναφορικά με τη σύνθεση του Συνταγματικού Δικαστηρίου «πρέπει να βασίζεται στην υποχρέωση σεβασμού και πλήρους εφαρμογής των αποφάσεων του Συνταγματικού Δικαστηρίου» και «καλεί, ως εκ τούτου, όλα τα κρατικά όργανα, και ιδίως το Sejm, να σεβαστούν και να εφαρμόσουν πλήρως τις αποφάσεις του Δικαστηρίου» (23).

16.

Τέλος, όσον αφορά τον νόμο περί του Συνταγματικού Δικαστηρίου που ψηφίστηκε στις 22 Ιουλίου 2016, η Επιτροπή παρατηρεί ότι δεν είναι συμβατός με τις αποφάσεις της 3ης και της 9ης Δεκεμβρίου. Το άρθρο 90 και το άρθρο 6 παράγραφος 7 απαιτούν από τον πρόεδρο του Συνταγματικού Δικαστηρίου να αναθέτει υποθέσεις σε όλους τους δικαστές που έχουν ορκιστεί ενώπιον του Προέδρου της Δημοκρατίας αλλά δεν έχουν αναλάβει ακόμη καθήκοντα. Η εν λόγω διάταξη φαίνεται ότι αφορά συγκεκριμένα τους τρεις δικαστές που υποδείχθηκαν κατά παράβαση του νόμου από τη νέα σύνθεση του Sejm τον Δεκέμβριο του 2015, επιτρέποντάς τους να αναλάβουν καθήκοντα καταλαμβάνοντας τις κενές έδρες για τις οποίες η προηγούμενη σύνθεση του Sejm είχε ήδη υποδείξει νομίμως ισάριθμους δικαστές. Οι εν λόγω διατάξεις είναι επομένως αντίθετες με τις αποφάσεις του Συνταγματικού Δικαστηρίου της 3ης και της 9ης Δεκεμβρίου 2015, καθώς και με τη γνωμοδότηση της Επιτροπής της Βενετίας.

17.

Καταλήγοντας, η Επιτροπή εκτιμά ότι οι πολωνικές αρχές θα πρέπει να σεβαστούν και να εφαρμόσουν πλήρως τις αποφάσεις του Συνταγματικού Δικαστηρίου της 3ης και της 9ης Δεκεμβρίου 2015. Οι εν λόγω αποφάσεις απαιτούν από τους κρατικούς θεσμούς να συνεργαστούν καλόπιστα έτσι ώστε, σε συμφωνία με το κράτος δικαίου, οι τρεις δικαστές που υποδείχθηκαν από την προηγούμενη Κάτω Βουλή να μπορέσουν να αναλάβουν τα καθήκοντά τους στο Συνταγματικό Δικαστήριο, και οι τρεις δικαστές που υποδείχθηκαν από τη νέα Κάτω Βουλή χωρίς έγκυρη νομική βάση να μην αναλάβουν καθήκοντα, εφόσον η επιλογή τους δεν έγινε με έγκυρο τρόπο. Οι συναφείς διατάξεις του νόμου περί του Συνταγματικού Δικαστηρίου που ψηφίστηκε στις 22 Ιουλίου 2016 είναι αντίθετες με τις αποφάσεις του Συνταγματικού Δικαστηρίου της 3ης και της 9ης Δεκεμβρίου 2015, καθώς και με τη γνωμοδότηση της Επιτροπής της Βενετίας, και εγείρουν σοβαρές ανησυχίες όσον αφορά το κράτος δικαίου.

3.   ΜΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΚΑΙ ΜΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ 9ΗΣ ΜΑΡΤΙΟΥ 2016 ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ ΠΟΥ ΕΛΑΒΕ ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΜΕΤΑ ΤΙΣ 9 ΜΑΡΤΙΟΥ 2016

18.

Στις 22 Δεκεμβρίου 2015 το Sejm προέβη, με ταχεία διαδικασία, στην τροποποίηση του νόμου περί του Συνταγματικού Δικαστηρίου (24). Οι αλλαγές που επέφερε ο τροποποιητικός νόμος παρατίθενται αναλυτικότερα στο σημείο 4.1 ακολούθως. Με την απόφασή του της 9ης Μαρτίου 2016, το Συνταγματικό Δικαστήριο έκρινε αντισυνταγματικό τον νόμο που ψηφίστηκε στις 22 Δεκεμβρίου 2015, τόσο ως προς το σύνολό του όσο ως προς συγκεκριμένες επιμέρους διατάξεις του. Μέχρι στιγμής, οι πολωνικές αρχές δεν έχουν δημοσιεύσει την εν λόγω απόφαση στην Επίσημη Εφημερίδα της χώρας. Η πολωνική κυβέρνηση αμφισβητεί τη νομιμότητα της απόφασης, καθώς το Συνταγματικό Δικαστήριο δεν εφάρμοσε τη διαδικασία που προβλέπεται στον νόμο της 22ας Δεκεμβρίου 2015. Την ίδια στάση τηρεί η κυβέρνηση και για τις αποφάσεις που έλαβε το Συνταγματικό Δικαστήριο μετά τις 9 Μαρτίου 2016.

19.

Η Επιτροπή εκτιμά ότι η απόφαση της 9ης Μαρτίου 2016 είναι δεσμευτική και πρέπει να γίνει σεβαστή. Το Συνταγματικό Δικαστήριο ορθώς δεν εφάρμοσε τη διαδικασία που προβλέπεται στον νόμο της 22ας Δεκεμβρίου 2015. Ως προς το σημείο αυτό, η Επιτροπή συμφωνεί με την Επιτροπή της Βενετίας, η οποία δηλώνει για το συγκεκριμένο θέμα ότι «μια απλή νομοθετική πράξη, η οποία απειλεί να καταστήσει ανενεργό τον έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων, πρέπει να ελέγχεται η ίδια ως προς την εναρμόνισή της με το Σύνταγμα προτού εφαρμοστεί από το Δικαστήριο. […] Αυτή καθαυτή η έννοια της υπεροχής του Συντάγματος συνεπάγεται ότι ένας τέτοιος νόμος, ο οποίος φέρεται να θέτει σε κίνδυνο τη συνταγματική δικαιοσύνη, πρέπει να ελέγχεται —και, εάν υφίσταται ανάγκη, να ακυρώνεται— από το Συνταγματικό Δικαστήριο προτού τεθεί σε ισχύ» (25). Η Επιτροπή υπογραμμίζει ακόμη ότι, καθώς ο νόμος που ψηφίστηκε στις 22 Δεκεμβρίου 2015 απαιτούσε απαρτία 13 δικαστών για τη λήψη αποφάσεων από την ολομέλεια και καθώς το Συνταγματικό Δικαστήριο διέθετε μόνο 12 δικαστές κατά τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, δεν θα μπορούσε να ελέγξει τη συνταγματικότητα των αλλαγών που επέφερε ο τροποποιητικός νόμος της 22ας Δεκεμβρίου 2015, όπως είχε ζητηθεί από τον πρώτο πρόεδρο του Ανώτατου Δικαστηρίου, τον Διαμεσολαβητή και το Εθνικό Δικαστικό Συμβούλιο, κάτι που θα ήταν αντίθετο με το πολωνικό Σύνταγμα, το οποίο επιφορτίζει το Συνταγματικό Δικαστήριο με το καθήκον να διασφαλίζει τον έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων. Ομοίως, το Συνταγματικό Δικαστήριο δεν θα μπορούσε να λάβει απόφαση για τη συνταγματικότητα της απαίτησης περί λήψης αποφάσεων με ειδική πλειοψηφία, εάν προέβαινε σε ψηφοφορία σύμφωνα με αυτή καθαυτή την απαίτηση της οποίας τη συνταγματικότητα εξέταζε.

20.

Η άρνηση της κυβέρνησης να δημοσιεύσει την απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου της 9ης Μαρτίου 2016 εγείρει σοβαρές ανησυχίες όσον αφορά το κράτος δικαίου, καθώς η συμμόρφωση με οριστικές δικαστικές αποφάσεις συνιστά ουσιώδη απαίτηση σύμφυτη προς το κράτος δικαίου. Συγκεκριμένα, όταν η δημοσίευση δικαστικής απόφασης αποτελεί προϋπόθεση για να τεθεί σε ισχύ και όταν η δημοσίευσή της εναπόκειται σε κρατική αρχή άλλη από το δικαστήριο που την έλαβε, ο εκ των υστέρων έλεγχος της νομιμότητας της δικαστικής απόφασης από την εν λόγω κρατική αρχή δεν συμβαδίζει με το κράτος δικαίου. Η άρνηση δημοσίευσης της δικαστικής απόφασης συνιστά άρνηση του αυτόματου νομικού και λειτουργικού αποτελέσματος μιας δεσμευτικής και οριστικής δικαστικής απόφασης και παραβιάζει τις αρχές της νομιμότητας και της διάκρισης των εξουσιών.

21.

Η άρνηση δημοσίευσης της απόφασης της 9ης Μαρτίου επιτείνει την αβεβαιότητα και την αντιπαράθεση σε βαθμό που θα επηρεάσει δυσμενώς όχι μόνο τη συγκεκριμένη απόφαση, αλλά και όλες τις μεταγενέστερες και μελλοντικές αποφάσεις του Συνταγματικού Δικαστηρίου. Καθώς η λήψη των αποφάσεων που έπονται της απόφασης της 9ης Μαρτίου 2016 γίνεται βάσει των κανόνων που ίσχυαν πριν από τις 22 Δεκεμβρίου 2015, ο κίνδυνος διαρκούς αντιπαράθεσης για κάθε μελλοντική απόφαση του Δικαστηρίου θα υπονομεύσει την εύρυθμη λειτουργία της συνταγματικής δικαιοσύνης στην Πολωνία. Ο κίνδυνος αυτός είναι ήδη υπαρκτός καθώς, μετά την απόφαση της 9ης Μαρτίου 2016, το Συνταγματικό Δικαστήριο έχει λάβει μέχρι σήμερα 20 αποφάσεις, εκ των οποίων καμία δεν έχει δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας της Πολωνίας.

22.

Η Επιτροπή παρατηρεί ότι ο νέος νόμος περί του Συνταγματικού Δικαστηρίου που ψηφίστηκε στις 22 Ιουλίου 2016 δεν αίρει τις προαναφερθείσες ανησυχίες. Το άρθρο 80 παράγραφος 4 του εν λόγω νόμου απαιτεί την υποβολή «αίτησης» από τον πρόεδρο του Συνταγματικού Δικαστηρίου στον πρωθυπουργό για τη δημοσίευση των αποφάσεων του Δικαστηρίου στην Επίσημη Εφημερίδα, γεγονός που υπονοεί, κατά τα φαινόμενα, ότι η δημοσίευση των αποφάσεων του Δικαστηρίου υπόκειται στη βούληση του πρωθυπουργού και εγείρει, ως εκ τούτου, σημαντικές ανησυχίες όσον αφορά την ανεξαρτησία του Συνταγματικού Δικαστηρίου.

23.

Επιπροσθέτως, το άρθρο 89 ορίζει ότι «Εντός προθεσμίας 30 ημερών από τη θέση σε ισχύ του [παρόντος] νόμου, οι αποφάσεις που εκδόθηκαν από το Συνταγματικό Δικαστήριο πριν από τις 20 Ιουλίου 2016 κατά παράβαση του νόμου της 25ης Ιουνίου 2015 περί του Συνταγματικού Δικαστηρίου δημοσιεύονται με εξαίρεση τις αποφάσεις για κανονιστικές πράξεις που καταργήθηκαν». Η εν λόγω διάταξη εγείρει ανησυχία, καθώς η δημοσίευση των δικαστικών αποφάσεων δεν πρέπει να εξαρτάται από απόφαση του νομοθέτη. Επιπροσθέτως, η επισήμανση ότι οι αποφάσεις εκδόθηκαν κατά παράβαση του νόμου είναι αντίθετη με την αρχή της διάκρισης των εξουσιών, καθώς το Sejm δεν είναι αρμόδιο να καθορίζει τη συμβατότητα με το Σύνταγμα. Επιπλέον, η διάταξη δεν είναι συμβατή με την απόφαση της 9ης Μαρτίου 2016 ούτε με τις διαπιστώσεις της Επιτροπής της Βενετίας.

24.

Εν κατακλείδι, το γεγονός ότι η πολωνική κυβέρνηση αρνείται μέχρι στιγμής να δημοσιεύσει στην Επίσημη Εφημερίδα της χώρας την απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου της 9ης Μαρτίου 2016, καθώς και όλες τις μεταγενέστερες αποφάσεις του εν λόγω Δικαστηρίου, δημιουργεί αβεβαιότητα ως προς τη νομική βάση επί της οποίας οφείλει να ενεργεί το Συνταγματικό Δικαστήριο και ως προς τα νομικά αποτελέσματα των αποφάσεων του. Η εν λόγω αβεβαιότητα υπονομεύει την αποτελεσματικότητα του ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων και εγείρει σοβαρές ανησυχίες όσον αφορά το κράτος δικαίου. Ο νόμος που ψηφίστηκε στις 22 Ιουλίου 2016 δεν αίρει τις εν λόγω ανησυχίες.

4.   ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΚΑΙ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ ΤΗΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΝΕΩΝ ΝΟΜΩΝ

25.

Η Επιτροπή σημειώνει ότι, στις 22 Ιουλίου 2016, το Sejm προέβη στην ψήφιση νέου νόμου σχετικά με τη λειτουργία του Συνταγματικού Δικαστηρίου, ο οποίος καταργεί τον νόμο της 25ης Ιουνίου 2015 περί του Συνταγματικού Δικαστηρίου. Ο εν λόγω νόμος έπεται του νόμου που ψηφίστηκε στις 22 Δεκεμβρίου 2015 και κρίθηκε αντισυνταγματικός από το Συνταγματικό Δικαστήριο. Συνεπώς, πρέπει να εκτιμηθεί κατά πόσον ο νέος νόμος είναι συμβατός με το κράτος δικαίου, με βάση τον αντίκτυπό του στην αποτελεσματικότητα του ελέγχου της συνταγματικότητας, μεταξύ άλλων, προσφάτως ψηφισθέντων νόμων, και κατά πόσο συνιστά συνεπώς επαρκή δράση για την αντιμετώπιση των ανησυχιών αναφορικά με το κράτος δικαίου που διατυπώνονται στη γνωμοδότηση της Επιτροπής της 1ης Ιουνίου σχετικά με το κράτος δικαίου. Οι σχετικοί νόμοι και ο αντίκτυπός τους εξετάζονται αναλυτικότερα ακολούθως, με βάση το αποτέλεσμα των διατάξεων, τόσο μεμονωμένα όσο και συλλογικά, καθώς και την παλαιότερη νομολογία του Συνταγματικού Δικαστηρίου και τη γνωμοδότηση της Επιτροπής της Βενετίας.

4.1.   Νόμος της 22ας Δεκεμβρίου 2015 για την τροποποίηση του νόμου περί του Συνταγματικού Δικαστηρίου

26.

Στις 22 Δεκεμβρίου 2015 το Sejm προέβη, με ταχεία διαδικασία, στην τροποποίηση του νόμου περί του Συνταγματικού Δικαστηρίου (26). Μεταξύ των αλλαγών που επέφερε ο τροποποιητικός νόμος συγκαταλέγονταν η αύξηση του ποσοστού απαρτίας των δικαστών κατά την εκδίκαση των υποθέσεων (27), η αύξηση των απαιτούμενων πλειοψηφιών στο Συνταγματικό Δικαστήριο για τη λήψη αποφάσεων από την Ολομέλεια (28), η απαίτηση περί εκδίκασης των υποθέσεων με χρονολογική σειρά (29) και ο καθορισμός ελάχιστης προθεσμίας για τη διεξαγωγή των ακροάσεων (30). Ορισμένες τροπολογίες (31) αύξαναν τον βαθμό ανάμειξης άλλων κρατικών θεσμών σε πειθαρχικές διαδικασίες κατά δικαστών του Συνταγματικού Δικαστηρίου.

27.

Με την απόφασή του της 9ης Μαρτίου 2016, το Συνταγματικό Δικαστήριο έκρινε αντισυνταγματικό τον νόμο που ψηφίστηκε στις 22 Δεκεμβρίου 2015, τόσο ως προς το σύνολό του όσο ως προς συγκεκριμένες επιμέρους διατάξεις του, και συγκεκριμένα αυτές που αναφέρονται ανωτέρω. Μέχρι στιγμής, οι πολωνικές αρχές δεν έχουν δημοσιεύσει την εν λόγω απόφαση στην Επίσημη Εφημερίδα της χώρας (βλέπε σημείο 3 ανωτέρω).

28.

Όπως ανέφερε ήδη στη γνωμοδότηση που εξέδωσε την 1η Ιουνίου 2016, η Επιτροπή εκτιμούσε ότι το αποτέλεσμα των τροπολογιών που αφορούσαν την απαρτία των δικαστών, την απαιτούμενη πλειοψηφία για τη λήψη αποφάσεων, την εκδίκαση των υποθέσεων με χρονολογική σειρά και την ελάχιστη προθεσμία διεξαγωγής των ακροάσεων, και ιδίως το συνδυασμένο αποτέλεσμά τους, υπονόμευε την αποτελεσματικότητα του Συνταγματικού Δικαστηρίου ως εγγυητή του Συντάγματος. Με το εν λόγω συμπέρασμα συμφωνούσε και η Επιτροπή της Βενετίας. Καθώς οι διαπιστώσεις αυτές έχουν άμεση σχέση με την αξιολόγηση του νόμου που ψηφίστηκε στις 22 Ιουλίου 2016, τα βασικά συμπεράσματα υπενθυμίζονται ακολούθως.

4.1.1.   Απαρτία δικαστών

29.

Το τροποποιημένο άρθρο 44 παράγραφος 3 όριζε ότι «Για τη λήψη αποφάσεων από την Ολομέλεια απαιτείται η συμμετοχή τουλάχιστον 13 δικαστών του Δικαστηρίου» (32). Σύμφωνα με το τροποποιημένο άρθρο 44 παράγραφος 1, το Συνταγματικό Δικαστήριο αποφαίνεται εν Ολομελεία, εκτός εάν ο νόμος ορίζει διαφορετικά. Αυτό ίσχυε συγκεκριμένα για τις περιπτώσεις «αφηρημένου», όπως αποκαλείται, ελέγχου της συνταγματικότητας προσφάτως ψηφισθέντων νόμων. Το τροποποιημένο άρθρο 44 παράγραφος 1 προέβλεπε επίσης εξαιρέσεις, ιδίως για ατομικές προσφυγές ή προδικαστικές παραπομπές από τακτικά δικαστήρια. Ο νόμος, στην προηγούμενη έκδοσή του, απαιτούσε την παρουσία τουλάχιστον εννέα δικαστών για τη λήψη απόφασης από την Ολομέλεια (άρθρο 44 παράγραφος 3 σημείο 3 του νόμου προ της τροποποίησης).

30.

Η Επιτροπή εκτιμά ότι η απαίτηση περί απαρτίας 13 εκ των 15 δικαστών στην Ολομέλεια (η οποία επιλαμβάνεται του «αφηρημένου» ελέγχου της συνταγματικότητας προσφάτως ψηφισθέντων νόμων) συνιστά σοβαρό περιορισμό της διαδικασίας λήψης αποφάσεων του Συνταγματικού Δικαστηρίου, εγκυμονώντας τον κίνδυνο της εμπλοκής της. Η Επιτροπή σημειώνει, όπως επιβεβαιώθηκε και από την Επιτροπή της Βενετίας, ότι η απαίτηση περί απαρτίας 13 εκ των 15 δικαστών είναι ασυνήθιστα υψηλή σε σύγκριση με αντίστοιχες απαιτήσεις σε άλλα κράτη μέλη. Είναι πράγματι πολύ πιθανό σε κάποιες περιπτώσεις να μην επιτυγχάνεται, για διάφορους λόγους, η απαιτούμενη απαρτία, με αποτέλεσμα το Συνταγματικό Δικαστήριο να αδυνατεί, προσωρινά τουλάχιστον, να λάβει απόφαση. Μάλιστα, αυτό φαίνεται ότι συμβαίνει επί του παρόντος, καθώς το Συνταγματικό Δικαστήριο διαθέτει, τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, μόνο 12 δικαστές.

4.1.2.   Απαιτούμενη πλειοψηφία για τη λήψη αποφάσεων

31.

Σύμφωνα με το τροποποιημένο άρθρο 99 παράγραφος 1, για να λάβει απόφαση η Ολομέλεια του Συνταγματικού Δικαστηρίου (για περιπτώσεις «αφηρημένου» ελέγχου της συνταγματικότητας) απαιτείται πλειοψηφία δύο τρίτων των δικαστών της έδρας. Λαμβανομένης υπόψη της νέας (υψηλότερης) απαρτίας (βλέπε ανωτέρω), αυτό σήμαινε ότι, σε περίπτωση εκδίκασης υπόθεσης από την Ολομέλεια του Συνταγματικού Δικαστηρίου, η σχετική απόφαση έπρεπε να εγκριθεί από τουλάχιστον εννέα δικαστές (33). Μόνο εάν το Συνταγματικό Δικαστήριο εκδίκαζε υποθέσεις σε τμήματα των επτά ή τριών δικαστών (ατομικές προσφυγές και αιτήσεις για έκδοση προδικαστικής απόφασης από τακτικά δικαστήρια), απαιτείτο απλή πλειοψηφία για τη λήψη απόφασης. Ο νόμος, στην προηγούμενη έκδοσή του, απαιτούσε απλή πλειοψηφία για τη λήψη απόφασης από την Ολομέλεια (άρθρο 99 παράγραφος 1 του νόμου προ της τροποποίησης).

32.

Εκτός από την αυξημένη απαρτία, η απαίτηση περί πλειοψηφίας δύο τρίτων για τη λήψη αποφάσεων (για «αφηρημένο» έλεγχο της συνταγματικότητας προσφάτως ψηφισθέντων νόμων) επιβάρυνε με ακόμη μεγαλύτερους περιορισμούς τη διαδικασία λήψης αποφάσεων του Συνταγματικού Δικαστηρίου. Η Επιτροπή σημείωσε, όπως επιβεβαιώθηκε και από την Επιτροπή της Βενετίας, ότι τα νομικά συστήματα των περισσότερων ευρωπαϊκών χωρών απαιτούν μόνο απλή πλειοψηφία για τη λήψη αποφάσεων. Σε κάθε περίπτωση, το Συνταγματικό Δικαστήριο απεφάνθη ότι το πολωνικό Σύνταγμα απαιτούσε τη λήψη αποφάσεων με απλή πλειοψηφία και ότι η απαίτηση περί λήψης αποφάσεων με ειδική πλειοψηφία ήταν, ως εκ τούτου, αντισυνταγματική.

4.1.3.   Εκδίκαση υποθέσεων με χρονολογική σειρά

33.

Σύμφωνα με το τροποποιημένο άρθρο 80 παράγραφος 2 (34), οι ημερομηνίες των ακροάσεων ή των συνεδριάσεων κεκλεισμένων των θυρών, κατά τις οποίες πρόκειται να εξεταστούν προσφυγές που αφορούν τον αφηρημένο έλεγχο της συνταγματικότητας νόμων, «ορίζονται σύμφωνα με τη σειρά υποβολής των υποθέσεων στο Δικαστήριο». Η εν λόγω διάταξη δεν προέβλεπε εξαιρέσεις και, σύμφωνα με την τροποποίησή της, η διάταξη αυτή ίσχυε για όλες τις εκκρεμείς υποθέσεις για τις οποίες δεν είχε ακόμη οριστεί ημερομηνία ακρόασης (35). Ο νόμος, στην προηγούμενη έκδοσή του, δεν περιλάμβανε παρόμοια διάταξη.

34.

Ο «κανόνας της χρονικής αλληλουχίας», σύμφωνα με τον οποίο το Συνταγματικό Δικαστήριο όφειλε να εξετάζει υποθέσεις ενώπιον ακροατηρίου σύμφωνα με τη σειρά εγγραφής τους στο πινάκιο, επηρέασε δυσμενώς την ικανότητα του Δικαστηρίου να λαμβάνει με ταχείς ρυθμούς αποφάσεις για τη συνταγματικότητα νέων νόμων, ιδίως αν ληφθεί ως κριτήριο ο αριθμός των εκκρεμών υποθέσεων. Η αδυναμία συνυπολογισμού της φύσης της εκάστοτε υπόθεσης (ιδίως υποθέσεων που αφορούν ζητήματα θεμελιωδών δικαιωμάτων), της σημασίας της και του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται φέρεται ότι συνιστά συνθήκη που εμποδίζει το Συνταγματικό Δικαστήριο να πληροί τις απαιτήσεις περί εκδίκασης των υποθέσεων εντός εύλογης προθεσμίας κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και στο άρθρο 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ. Όπως σημείωσε εξάλλου η Επιτροπή της Βενετίας, ο κανόνας της χρονικής αλληλουχίας φέρεται ότι αποθάρρυνε την υποβολή αιτήσεων για έκδοση προδικαστικών αποφάσεων στο Δικαστήριο, ιδίως δε όταν απαιτείτο ακρόαση μετά τη λήψη της προδικαστικής απόφασης.

4.1.4.   Ελάχιστη προθεσμία διεξαγωγής των ακροάσεων

35.

Σύμφωνα με το τροποποιημένο άρθρο 87 παράγραφος 2 (36), «η ακρόαση δεν δύναται να λαμβάνει χώρα προτού παρέλθουν τρεις μήνες από την ημερομηνία επίδοσης στους διαδίκους της ειδοποίησης σχετικά με την ημερομηνία διεξαγωγής της ακρόασης, και για υποθέσεις που εκδικάζονται από την Ολομέλεια —προτού παρέλθουν έξι μήνες». Ο νόμος, στην προηγούμενη έκδοσή του, όριζε ότι η ακρόαση δεν δύναται να λαμβάνει χώρα προτού παρέλθουν 14 ημέρες από την ημερομηνία επίδοσης στους διαδίκους της ειδοποίησης σχετικά με την ημερομηνία διεξαγωγής της.

36.

Το συγκεκριμένο ζήτημα έπρεπε, τέλος, να εξεταστεί σε συνδυασμό με την απαίτηση περί προγραμματισμού των υποθέσεων. Συγκεκριμένα, ο καθορισμός ελάχιστης προθεσμίας διεξαγωγής των ακροάσεων (οι διάδικοι πρέπει να ειδοποιούνται για την ακρόαση ενώπιον του Συνταγματικού Δικαστηρίου τουλάχιστον τρεις —και σε σημαντικές υποθέσεις έξι— μήνες πριν από την ημερομηνία διεξαγωγής της ακρόασης) εγκυμονούσε τον κίνδυνο να σημειωθούν καθυστερήσεις στην εκδίκαση των υποθέσεων. Όπως προαναφέρεται, η απουσία γενικής διάταξης που θα επέτρεπε στο Συνταγματικό Δικαστήριο να ορίζει μικρότερες προθεσμίες σε επείγουσες περιπτώσεις είναι ασύμβατη με τις απαιτήσεις περί εκδίκασης των υποθέσεων εντός εύλογης προθεσμίας κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και στο άρθρο 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ.

4.1.5.   Πειθαρχικές διαδικασίες

37.

Σύμφωνα με το τροποποιημένο άρθρο 28α (37), «πειθαρχικές διαδικασίες δύνανται επίσης να κινηθούν κατόπιν σχετικού αιτήματος του Προέδρου της Δημοκρατίας της Πολωνίας ή του υπουργού Δικαιοσύνης το αργότερο εντός τριών εβδομάδων από την ημερομηνία παραλαβής του αιτήματος, εκτός εάν ο πρόεδρος του Δικαστηρίου κρίνει το αίτημα αβάσιμο». Επιπλέον, σύμφωνα με το τροποποιημένο άρθρο 31α παράγραφος 1 του νόμου (38), «σε ιδιαίτερα μεγάλες υποθέσεις, η Γενική Συνέλευση υποβάλλει αίτημα στο Sejm για την παύση του δικαστή του Δικαστηρίου». Η Γενική Συνέλευση μπορεί να προβεί στην εν λόγω ενέργεια κατόπιν σχετικού αιτήματος του Προέδρου της Δημοκρατίας ή του υπουργού Δικαιοσύνης σύμφωνα με το τροποποιημένο άρθρο 31α παράγραφος 2, αν και το Συνταγματικό Δικαστήριο παραμένει ελεύθερο να αποφασίσει σχετικά. Η τελική απόφαση λαμβάνεται από το Sejm. Ο νόμος, στην προηγούμενη έκδοσή του, δεν επέτρεπε στην εκτελεστική εξουσία να κινεί πειθαρχικές διαδικασίες και δεν παρείχε στο Sejm την εξουσία να παύει δικαστή του Δικαστηρίου. Μόνο το Συνταγματικό Δικαστήριο είχε την εξουσία να παύει δικαστή του.

38.

Η Επιτροπή διαπίστωσε με ανησυχία ότι ορισμένες τροπολογίες αύξαναν τον βαθμό ανάμειξης άλλων κρατικών θεσμών σε πειθαρχικές διαδικασίες κατά δικαστών του Συνταγματικού Δικαστηρίου. Συγκεκριμένα, παρεχόταν στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας ή στον Υπουργό Δικαιοσύνης η εξουσία να κινούν πειθαρχικές διαδικασίες κατά δικαστή του Συνταγματικού Δικαστηρίου (39) και, σε ιδιαίτερα σοβαρές υποθέσεις, παρεχόταν στο Sejm η εξουσία να λαμβάνει την τελική απόφαση για την παύση κάποιου δικαστή κατόπιν σχετικού αιτήματος του Συνταγματικού Δικαστηρίου (40).

39.

Η Επιτροπή έκρινε ότι το γεγονός ότι ένα πολιτικό σώμα αποφασίζει (και, ως εκ τούτου, δύναται να αρνηθεί) την επιβολή πειθαρχικής κύρωσης βάσει πρότασης του Συνταγματικού Δικαστηρίου συνιστά ενδεχομένως πρόβλημα για την ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας, καθώς το Κοινοβούλιο (ως πολιτικό σώμα) θα ήταν αναμενόμενο να αποφασίζει βάσει πολιτικών εκτιμήσεων. Ομοίως, δεν ήταν σαφείς οι λόγοι για τους οποίους πολιτικοί θεσμοί όπως ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας και ο υπουργός Δικαιοσύνης έπρεπε να έχουν την εξουσία να κινούν πειθαρχικές διαδικασίες. Ακόμη και αν για την κίνηση των εν λόγω διαδικασιών απαιτείτο η έγκριση του Συνταγματικού Δικαστηρίου ή του Προέδρου του, και μόνο το γεγονός ότι οι διαδικασίες αυτές μπορούσαν να κινηθούν από πολιτικούς θεσμούς θα μπορούσε να έχει αντίκτυπο στην ανεξαρτησία του Δικαστηρίου. Αυτό προκαλούσε ανησυχίες όσον αφορά τη διάκριση των εξουσιών και την ανεξαρτησία του Συνταγματικού Δικαστηρίου, καθώς η πρόταση του τελευταίου περί παύσης δικαστή ήταν δυνατό να απορριφθεί από το Sejm.

4.2.   Νόμος της 22ας Ιουλίου 2016 περί του Συνταγματικού Δικαστηρίου

40.

Εκτός από τις διατάξεις για τον διορισμό των δικαστών του Συνταγματικού Δικαστηρίου και τη δημοσίευση των αποφάσεων του τελευταίου (βλέπε σημεία 2 και 3), ο νόμος που ψηφίστηκε στις 22 Ιουλίου 2016 περιέχει και άλλες διατάξεις που διέπουν τη λειτουργία του Δικαστηρίου. Ο εν λόγω νόμος, ο οποίος έχει ως βάση τον νόμο περί του Συνταγματικού Δικαστηρίου της 1ης Αυγούστου 1997, προσθέτει νέες διατάξεις, μεταξύ άλλων, σχετικά με την απαρτία των δικαστών κατά την εκδίκαση των υποθέσεων, τις απαιτούμενες πλειοψηφίες στο Συνταγματικό Δικαστήριο για τη λήψη αποφάσεων από την Ολομέλεια, την εκδίκαση των υποθέσεων με χρονολογική σειρά, την ελάχιστη προθεσμία διεξαγωγής των ακροάσεων, τον ρόλο του Γενικού Εισαγγελέα, την αναβολή των διασκέψεων, καθώς και μεταβατικές διατάξεις για τις εκκρεμείς υποθέσεις και την αδράνεια του νόμου (vacatio legis).

41.

Η Επιτροπή εκτιμά ότι, παρά τις βελτιώσεις που διαπιστώνονται σε σύγκριση με τον τροποποιητικό νόμο που ψηφίστηκε στις 22 Δεκεμβρίου 2015 και παρότι έχουν εκλείψει ορισμένοι από τους λόγους ανησυχίας που διατυπώνονται ανωτέρω, εξακολουθούν να υφίστανται αρκετές από τις ανησυχίες που έχουν ήδη διατυπωθεί σχετικά με τον νόμο που ψηφίστηκε στις 22 Δεκεμβρίου 2015, ενώ έχουν προστεθεί και αρκετές νέες διατάξεις που εγείρουν ανησυχία. Γενικά, τα αποτελέσματα ορισμένων διατάξεων του νόμου που ψηφίστηκε στις 22 Ιουλίου 2016, είτε μεμονωμένα είτε συνδυαστικά, εγείρουν ανησυχία όσον αφορά την αποτελεσματικότητα του ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων και του κράτους δικαίου.

4.2.1.   Απαρτία δικαστών

42.

Το άρθρο 26 παράγραφος 2 ορίζει ότι «Για την εξέταση υποθέσεων από την Ολομέλεια του Δικαστηρίου απαιτείται η συμμετοχή τουλάχιστον έντεκα δικαστών του Δικαστηρίου». Επιπροσθέτως, το άρθρο 26 παράγραφος 1 στοιχείο ζ) προβλέπει ότι «Το Δικαστήριο αποφαίνεται […] εν Ολομελεία επί […] υποθέσεων για τις οποίες τρεις δικαστές του Δικαστηρίου υποβάλλουν σχετική προσφυγή εντός 14 ημερών από την παραλαβή του αντίγραφου της καταγγελίας ενώπιον του Συνταγματικού Δικαστηρίου ή της προσφυγής ή του νομικού ερωτήματος προς το Συνταγματικό Δικαστήριο σύμφωνα με το άρθρο 38 παράγραφος 1».

43.

Το άρθρο 26 παράγραφος 2 αυξάνει τον αριθμό των δικαστών που απαιτείται να συμμετέχουν στην Ολομέλεια από εννέα (σύμφωνα με τον νόμο του 1997 περί του Συνταγματικού Δικαστηρίου και τον νόμο της 25ης Ιουνίου 2015 προ της τροποποίησής του στις 22 Δεκεμβρίου 2015) σε έντεκα, γεγονός που συνιστά περιορισμό της διαδικασίας λήψης αποφάσεων του Συνταγματικού Δικαστηρίου. Ο αριθμός των δικαστών μειώθηκε σε σύγκριση με τους δεκατρείς δικαστές που απαιτούσε ο τροποποιητικός νόμος της 22ας Δεκεμβρίου 2015. Ωστόσο, ιδίως από τη στιγμή που το Συνταγματικό Δικαστήριο διαθέτει επί του παρόντος μόνο 12 δικαστές για την εκδίκαση των υποθέσεων, ενδέχεται να μην επιτυγχάνεται σε κάποιες περιπτώσεις η απαιτούμενη απαρτία, με αποτέλεσμα το Συνταγματικό Δικαστήριο να αδυνατεί, προσωρινά τουλάχιστον, να λάβει απόφαση.

44.

Επιπροσθέτως, σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφος 1 στοιχείο ζ), το Συνταγματικό Δικαστήριο αποφαίνεται εν Ολομελεία, μεταξύ άλλων, επί υποθέσεων για τις οποίες τρεις δικαστές υποβάλλουν σχετική προσφυγή. Οι εν λόγω δικαστές δεν απαιτείται να συγκαταλέγονται μεταξύ των δικαστών που έχουν οριστεί για την εκδίκαση της εκάστοτε υπόθεσης. Ο νόμος δεν απαιτεί να είναι αιτιολογημένη η προσφυγή τους, ούτε να πληροί συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Η διάταξη αυτή αφήνει περιθώρια για την εκδίκαση απροσδιόριστου αριθμού υποθέσεων από την Ολομέλεια, παρεμποδίζοντας ενδεχομένως την αποτελεσματική λειτουργία του Συνταγματικού Δικαστηρίου και, κατά συνέπεια, την αποτελεσματικότητα του ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων.

4.2.2.   Απαιτούμενη πλειοψηφία για τη λήψη αποφάσεων

45.

Το άρθρο 69 ορίζει ότι «Οι αποφάσεις λαμβάνονται με απλή πλειοψηφία». Πρόκειται για βελτίωση σε σύγκριση με τον τροποποιητικό νόμο της 22ας Δεκεμβρίου 2015 ως προς το ότι η διάταξη δεν περιέχει πλέον την αντισυνταγματική απαίτηση περί πλειοψηφίας δύο τρίτων για τη λήψη αποφάσεων, καθησυχάζοντας κατά συνέπεια την ανησυχία που είχε διατυπώσει παλαιότερα η Επιτροπή για το συγκεκριμένο ζήτημα.

4.2.3.   Εκδίκαση υποθέσεων με χρονολογική σειρά

46.

Το άρθρο 38 παράγραφος 3 προβλέπει ότι «Οι ημερομηνίες των ακροάσεων κατά τις οποίες εξετάζονται προσφυγές ορίζονται σύμφωνα με τη σειρά υποβολής των υποθέσεων στο Δικαστήριο». Στο άρθρο 38 παράγραφος 4 απαριθμούνται οι λίγες περιπτώσεις στις οποίες δεν λαμβάνεται υπόψη η σειρά υποβολής της προσφυγής. Το άρθρο 38 παράγραφος 5 προβλέπει ότι «Ο πρόεδρος του Δικαστηρίου δύναται να ορίζει την ημερομηνία της ακρόασης κατά παράβαση του όρου που προβλέπεται στην παράγραφο 3 [ανωτέρω] σε περιπτώσεις που αυτό αιτιολογείται για λόγους προστασίας των δικαιωμάτων και των ελευθεριών των πολιτών, της ασφάλειας του κράτους ή της συνταγματικής τάξης. Σε περίπτωση υποβολής προσφυγής από πέντε δικαστές, ο πρόεδρος του Δικαστηρίου δύναται να επανεξετάσει την απόφασή του να ορίσει ημερομηνία ακρόασης».

47.

Ο «κανόνας της χρονικής αλληλουχίας», σύμφωνα με τον οποίο το Συνταγματικό Δικαστήριο οφείλει να εξετάζει ενώπιον ακροατηρίου υποθέσεις που αφορούν προσφυγές σύμφωνα με τη σειρά εγγραφής τους στο πινάκιο, εισήχθη με τον τροποποιητικό νόμο της 22ας Δεκεμβρίου 2015 και έχει ήδη κριθεί από το Δικαστήριο ως μη συμβατός, μεταξύ άλλων, με το Σύνταγμα, με την αιτιολογία ότι η εν λόγω διάταξη συνιστά παρέμβαση στην ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας και στη διάκρισή της από τις άλλες μορφές εξουσίας.

48.

Σύμφωνα με το άρθρο 38 παράγραφος 3, ο κανόνας της χρονικής αλληλουχίας ισχύει για «προσφυγές» και δεν αφορά «καταγγελίες ενώπιον του Συνταγματικού Δικαστηρίου». Ακόμη και αν ο κανόνας της χρονικής αλληλουχίας ισχύει μόνο για προσφυγές, θα επηρεάσει δυσμενώς την ικανότητα του Δικαστηρίου να λαμβάνει με ταχείς ρυθμούς αποφάσεις για τη συνταγματικότητα των νόμων βάσει αιτήματος θεσμικών φορέων.

49.

Το άρθρο 38 παράγραφος 5 προβλέπει πάντως δυνατότητα παρέκκλισης του προέδρου του Συνταγματικού Δικαστηρίου από τον κανόνα της χρονικής αλληλουχίας. Ωστόσο, η δυνατότητα αυτή αφορά περιορισμένο αριθμό υποθέσεων και ενδέχεται να προκαλέσει καθυστερήσεις, δεδομένου ότι απαιτούνται πέντε δικαστές για την υποβολή προσφυγής με σκοπό την επανεξέταση της απόφασης του προέδρου του Συνταγματικού Δικαστηρίου να ορίσει ημερομηνία ακρόασης. Επιπλέον, δεν είναι σαφές κατά πόσον οι διάφορες προϋποθέσεις θα επιτρέπουν στον πρόεδρο του Δικαστηρίου να παρεκκλίνει από τον κανόνα της χρονικής αλληλουχίας σε όλες τις περιπτώσεις στις οποίες απαιτείται έκδοση επείγουσας απόφασης.

50.

Κατά συνέπεια, παρά το γεγονός ότι ο νόμος που ψηφίστηκε στις 22 Ιουλίου 2016 συνιστά βελτίωση σε σχέση με τον νόμο που ψηφίστηκε στις 22 Δεκεμβρίου 2015, ο αντίκτυπος του κανόνα της χρονικής αλληλουχίας στην αποτελεσματικότητα του Δικαστηρίου εξακολουθεί να εγείρει ορισμένες ανησυχίες.

4.2.4.   Ελάχιστη προθεσμία διεξαγωγής των ακροάσεων

51.

Το άρθρο 61 παράγραφος 1 προβλέπει ότι «Η ακρόαση δεν δύναται να λαμβάνει χώρα προτού παρέλθουν 30 ημέρες από την επίδοση της ειδοποίησης σχετικά με την ημερομηνία της ακρόασης». Το άρθρο 61 παράγραφος 3 προβλέπει ότι «Σε υποθέσεις που αφορούν νομικά ερωτήματα, καταγγελίες ενώπιον του Συνταγματικού Δικαστηρίου και διενέξεις περί δικαιοδοσίας μεταξύ κεντρικών συνταγματικών αρχών του κράτους, ο πρόεδρος του Δικαστηρίου δύναται να διατάζει τη μείωση στο ήμισυ της προθεσμίας που ορίζεται στην παράγραφο 1, εκτός και αν ο καταγγέλλων, το δικαστήριο που παραπέμπει νομικό ερώτημα ή ο προσφεύγων εκφράσουν την αντίθεσή τους εντός επτά ημερών από την επίδοση της διαταγής του προέδρου του Δικαστηρίου». Το γεγονός ότι ο πρόεδρος του Δικαστηρίου δύναται να διατάζει τη μείωση στο ήμισυ της προθεσμίας των 30 ημερών συνιστά βελτίωση σε σύγκριση με τον νόμο που ψηφίστηκε στις 22 Δεκεμβρίου 2015, ακόμη και αν ο καταγγέλλων, το δικαστήριο που παραπέμπει νομικό ερώτημα ή ο προσφεύγων δύνανται να αντιταχθούν στη σύντμηση της προθεσμίας.

4.2.5.   Πειθαρχικές διαδικασίες

52.

Ο νόμος που ψηφίστηκε στις 22 Ιουλίου 2016 δεν προβλέπει την ανάμειξη άλλων κρατικών θεσμών σε πειθαρχικές διαδικασίες κατά δικαστών του Συνταγματικού Δικαστηρίου. Τούτο συνιστά βελτίωση σε σύγκριση με τον νόμο που ψηφίστηκε στις 22 Δεκεμβρίου 2015 και, ως εκ τούτου, το συγκεκριμένο ζήτημα δεν εγείρει πλέον ανησυχίες.

4.2.6.   Δυνατότητα παρακώλυσης εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της εξέτασης υποθέσεων

53.

Το άρθρο 61 παράγραφος 6 προβλέπει ότι «Η απουσία από την ακρόαση του Γενικού Εισαγγελέα, ο οποίος έχει δεόντως ειδοποιηθεί, ή του αντιπροσώπου του δεν παρακωλύει την εξέταση της υπόθεσης εκτός εάν η υποχρέωση συμμετοχής στην ακρόαση απορρέει από τις διατάξεις του νόμου». Το άρθρο 30 παράγραφος 5 προβλέπει ότι «[ο] Γενικός Εισαγγελέας ή ο αναπληρωτής του συμμετέχει σε υποθέσεις που εξετάζονται από την ολομέλεια του Δικαστηρίου».

54.

Όπως φαίνεται στην πράξη, το άρθρο 61 παράγραφος 6 παρέχει, συνδυαστικά με το άρθρο 30 παράγραφος 5, τη δυνατότητα στον Γενικό Εισαγγελέα, που είναι επίσης ο υπουργός Δικαιοσύνης, να καθυστερεί ή ακόμη και να παρακωλύει την εξέταση ορισμένων υποθέσεων, μεταξύ άλλων, και υποθέσεων που εκδικάζονται από την Ολομέλεια, με την απόφασή του να μη συμμετάσχει στην ακρόαση. Η πρακτική αυτή συνιστά αθέμιτη παρέμβαση στη λειτουργία του Δικαστηρίου, και παραβιάζει την ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας και την αρχή της διάκρισης των εξουσιών.

4.2.7.   Αναβολή διασκέψεων

55.

Το άρθρο 68 παράγραφος 5 προβλέπει ότι «[κ]ατά τη διάρκεια των διασκέψεων της Ολομέλειας του Δικαστηρίου, είναι δυνατή η υποβολή ένστασης κατά του προτεινόμενου διακανονισμού από τουλάχιστον τέσσερις δικαστές, εφόσον εκτιμούν ότι το ζήτημα είναι ιδιαίτερα σημαντικό για λόγους οργάνωσης του κράτους ή για λόγους δημόσιας τάξης και δεν συμφωνούν με το πνεύμα του διακανονισμού». Το άρθρο 68 παράγραφος 6 προβλέπει ότι «[σ]ε περίπτωση υποβολής ένστασης δυνάμει της παραγράφου 5, οι διασκέψεις αναβάλλονται για τρεις μήνες και, στις νέες διασκέψεις που λαμβάνουν χώρα μετά το πέρας της εν λόγω προθεσμίας, οι δικαστές που υπέβαλαν την ένσταση παρουσιάζουν από κοινού τον δικό τους προτεινόμενο διακανονισμό». Το άρθρο 68 παράγραφος 7 ορίζει ότι «[ε]άν, κατά τη διάρκεια των νέων διασκέψεων που αναφέρονται στην παράγραφο 6, υποβληθεί εκ νέου ένσταση από τουλάχιστον τέσσερις δικαστές, οι διασκέψεις αναβάλλονται για άλλους τρεις μήνες. Μετά το πέρας της εν λόγω προθεσμίας, λαμβάνουν χώρα νέες διασκέψεις και ψηφοφορία».

56.

Για υποθέσεις που εξετάζονται από την Ολομέλεια του Συνταγματικού Δικαστηρίου, ο αριθμός των οποίων θα μπορούσε να είναι ιδιαίτερα μεγάλος (βλέπε ανωτέρω), ο νόμος που ψηφίστηκε στις 22 Ιουλίου 2016 επιτρέπει σε τουλάχιστον τέσσερις δικαστές του Δικαστηρίου να εγείρουν ένσταση κατά σχεδίου απόφασης. Αυτό μπορεί να οδηγήσει στην αναβολή των διασκέψεων που αφορούν κάποια υπόθεση για τουλάχιστον τρεις μήνες και, σε ορισμένες περιπτώσεις, για έξι μήνες από τη στιγμή που το Δικαστήριο φτάνει στο στάδιο των διασκέψεων. Ο νόμος δεν προβλέπει εξαίρεση για την ταχύτερη διευθέτηση επειγουσών υποθέσεων.

57.

Ο αντίκτυπος των εν λόγω διατάξεων στην αποτελεσματικότητα του ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων εγείρει ανησυχία όσον αφορά το κράτος δικαίου, καθώς εμποδίζει το Συνταγματικό Δικαστήριο να διασφαλίζει πλήρως τον αποτελεσματικό έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων και να παρέχει αποτελεσματική και έγκαιρη δικαστική επανόρθωση σε όλες τις περιπτώσεις.

4.2.8.   Μεταβατικές διατάξεις για εκκρεμείς υποθέσεις

58.

Το άρθρο 83 παράγραφος 1 προβλέπει ότι «[ο]ι διατάξεις του παρόντος νόμου ισχύουν για υποθέσεις των οποίων η διευθέτηση ξεκίνησε αλλά δεν ολοκληρώθηκε πριν από την ημερομηνία θέσης σε ισχύ του παρόντος νόμου». Σύμφωνα με το άρθρο 83 παράγραφος 2, «[τ]ο Δικαστήριο οφείλει να διευθετήσει τις υποθέσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 εντός ενός έτους από τη θέση σε ισχύ του παρόντος νόμου. Η προθεσμία του ενός έτους δεν ισχύει για τις υποθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 84». Το άρθρο 84 παράγραφος 1 αναφέρει ότι «[σ]την περίπτωση προσφυγών οι οποίες έχουν υποβληθεί από τις οντότητες που αναφέρονται στο άρθρο 191 παράγραφος 1 σημεία 1 έως 5 του Συντάγματος και οι οποίες εκκρεμούν έως την ημερομηνία θέσης σε ισχύ του παρόντος νόμου, το Δικαστήριο […] αναστέλλει τις διαδικασίες για έξι μήνες και καλεί τους προσφεύγοντες να συμπληρώσουν τις προσφυγές τους σύμφωνα με τις απαιτήσεις του άρθρου 33 παράγραφοι 2 έως 5». Το άρθρο 84 παράγραφος 2 προβλέπει ότι «[ε]άν μια προσφυγή της παραγράφου 1 συμπληρωθεί σύμφωνα με τις απαιτήσεις του άρθρου 33 παράγραφοι 2 έως 5, το Δικαστήριο διατάσσει την επανάληψη των ανασταλθεισών διαδικασιών στην εκπνοή της προθεσμίας που αναφέρεται στην παράγραφο 1. Σε αντίθετη περίπτωση, οι διαδικασίες διακόπτονται».

59.

Το άρθρο 85 παράγραφος 1 αναφέρει ότι «[ε]άν η ημερομηνία ακρόασης ορίστηκε πριν από τη θέση σε ισχύ του παρόντος νόμου, η ακρόαση αναβάλλεται και το αρμόδιο σώμα δικαστών προσαρμόζεται στον παρόντα νόμο». Το άρθρο 85 παράγραφος 2 προβλέπει ότι «[ο]ρίζεται νέα ημερομηνία για την ακρόαση. Η ακρόαση πραγματοποιείται σύμφωνα με τον παρόντα νόμο». Το άρθρο 86 ορίζει ότι «[ε]άν η ημερομηνία δημοσίευσης δικαστικής απόφασης ορίστηκε πριν από τη θέση σε ισχύ του παρόντος νόμου, η δημοσίευση αναβάλλεται και το αρμόδιο σώμα δικαστών καθώς και οι απαιτήσεις σχετικά με την απόφαση προσαρμόζονται στον παρόντα νόμο».

60.

Το άρθρο 83 παράγραφος 2 ορίζει προθεσμία ενός έτους από την ημερομηνία θέσης σε ισχύ του νόμου για τη διευθέτηση των εκκρεμών υποθέσεων. Ωστόσο, το άρθρο 84 προβλέπει, κατά παρέκκλιση από το άρθρο 83 παράγραφος 2, ότι οι εκκρεμείς προσφυγές (ήτοι οι προσφυγές που έχουν υποβληθεί από θεσμικούς φορείς για έλεγχο της συνταγματικότητας διαφόρων νόμων) παγώνουν για διάστημα έξι μηνών. Το Δικαστήριο μπορεί να ζητήσει από τους προσφεύγοντες να συμπληρώσουν τις προσφυγές τους ώστε να είναι σύμφωνες με τους νέους δικονομικούς κανόνες, και μπορεί να ξεκινήσει εκ νέου τις διακοπείσες εργασίες του αναφορικά με τις εν λόγω προσφυγές μόνο μετά το πέρας της εν λόγω προθεσμίας των έξι μηνών (ακόμη και αν οι προσφεύγοντες συμπληρώσουν την προσφυγή τους νωρίτερα). Ο νόμος δεν προβλέπει εξαίρεση για την ταχύτερη διευθέτηση επειγουσών υποθέσεων.

61.

Τα άρθρα 85 και 86 συνιστούν νομοθετική παρέμβαση στη διευθέτηση των εκκρεμών υποθέσεων, ιδίως δε εκείνων που βρίσκονται ήδη σε προχωρημένο στάδιο, η οποία δύναται να παρεμποδίσει τη λειτουργία του Δικαστηρίου.

62.

Οι εν λόγω μεταβατικές διατάξεις στο σύνολό τους εγείρουν σοβαρές ανησυχίες καθώς θα προκαλέσουν σημαντικές καθυστερήσεις στις εργασίες του Συνταγματικού Δικαστηρίου που αφορούν προσφυγές και θα παρεμποδίσουν την πλήρη διασφάλιση εκ μέρους του Δικαστηρίου του αποτελεσματικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων. Αυτό αποκτά ακόμη μεγαλύτερη σημασία εάν ληφθούν υπόψη όλες οι ευαίσθητες νέες νομοθετικές πράξεις σύμφωνα με τα όσα αναφέρονται στη γνωμοδότηση της Επιτροπής (βλέπε σημείο 4.3 ακολούθως).

4.2.9.   Αδράνεια νόμου (vacatio legis)

63.

Το άρθρο 92 του νόμου που ψηφίστηκε στις 22 Ιουλίου 2016 προβλέπει ότι «[ο] παρών νόμος τίθεται σε ισχύ 14 ημέρες μετά τη δημοσίευσή του». Εάν δεν έχει διενεργηθεί προληπτικός έλεγχος της συνταγματικότητας του νόμου, το χρονικό διάστημα αδράνειας του νόμου (vacatio legis) των 14 ημερών είναι υπερβολικά σύντομο για να πραγματοποιηθεί αποτελεσματικός έλεγχος της συνταγματικότητας του νόμου. Για λόγους ασφάλειας δικαίου είναι σημαντικό να παρέχεται επαρκής χρόνος στο Συνταγματικό Δικαστήριο προκειμένου να ελέγξει τη συνταγματικότητα του νόμου προτού αυτός τεθεί σε ισχύ.

64.

Ως προς το σημείο αυτό, υπενθυμίζεται ότι η Επιτροπή της Βενετίας, στη γνωμοδότηση που εξέδωσε στις 11 Μαρτίου 2016, τόνιζε ότι το Συνταγματικό Δικαστήριο πρέπει να έχει τη δυνατότητα να ελέγχει τη συνταγματικότητα απλού τυπικού νόμου ο οποίος ρυθμίζει τη λειτουργία του Δικαστηρίου, προτού αυτός τεθεί σε ισχύ.

4.3.   Συνέπειες του μη αποτελεσματικού ελέγχου της συνταγματικότητας νέων νόμων

65.

Το Sejm προέβη, συχνά με ταχείες νομοθετικές διαδικασίες, στην ψήφιση αρκετών ιδιαίτερα ευαίσθητων νέων νομοθετικών πράξεων, όπως, ειδικότερα, ενός νόμου για τα μέσα μαζικής ενημέρωσης (41), ενός νέου νόμου για τη δημόσια διοίκηση (42), ενός νόμου για την τροποποίηση του νόμου περί Αστυνομίας και ορισμένων άλλων νόμων (43) και νόμων περί Εισαγγελίας (44), και ενός νέου νόμου για τον Διαμεσολαβητή και για την τροποποίηση ορισμένων άλλων νόμων (45). Στις επιστολές της με ημερομηνία 1η Φεβρουαρίου 2016 και 3 Μαρτίου 2016, η Επιτροπή ζητούσε πληροφορίες από την πολωνική κυβέρνηση σχετικά με την πορεία και το περιεχόμενο των εν λόγω νομοθετικών μεταρρυθμίσεων, όμως μέχρι στιγμής οι σχετικές πληροφορίες δεν έχουν παρασχεθεί. Το Sejm προέβη επιπλέον στην ψήφιση αρκετών άλλων ευαίσθητων σχεδίων νομοθετικών πράξεων, όπως του νόμου για το Εθνικό Συμβούλιο Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης (46) και ενός νέου νόμου περί καταπολέμησης της τρομοκρατίας (47).

66.

Η Επιτροπή εκτιμά ότι όσο παρεμποδίζεται το έργο του Συνταγματικού Δικαστηρίου, ήτοι η διασφάλιση του αποτελεσματικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων, δεν θα ελέγχεται αποτελεσματικά η συμμόρφωση με το Σύνταγμα και, μεταξύ άλλων, με τα θεμελιώδη δικαιώματα νομοθετικών πράξεων όπως αυτές που παρατίθενται ανωτέρω.

67.

Η Επιτροπή σημειώνει ενδεικτικά ότι οι νέοι νόμοι (ιδίως δε ο νόμος για τα μέσα μαζικής ενημέρωσης (48)) εγείρουν ανησυχίες όσον αφορά την ελευθερία και την πολυφωνία των μέσων μαζικής ενημέρωσης. Πιο συγκεκριμένα, ο νέος νόμος για τα μέσα μαζικής ενημέρωσης τροποποιεί τους κανόνες περί διορισμού των μελών των διοικητικών και εποπτικών συμβουλίων των δημόσιων ραδιοτηλεοπτικών φορέων, θέτοντάς τους υπό τον έλεγχο της κυβέρνησης (του υπουργού Οικονομικών), αντί να διασφαλίζει την ανεξαρτησία τους. Ο νέος νόμος προβλέπει ακόμη την άμεση παύση των υφιστάμενων εποπτικών και διοικητικών συμβουλίων. Ως προς το συγκεκριμένο ζήτημα, η Επιτροπή διερωτάται συγκεκριμένα για τις δυνατότητες προσφυγής στη δικαιοσύνη που είναι διαθέσιμες στα άτομα που πλήττονται από τον νόμο.

68.

Εξίσου σημαντικοί από την άποψη του κράτους δικαίου και των θεμελιωδών δικαιωμάτων είναι και άλλοι νόμοι, όπως ο νέος νόμος για τη δημόσια διοίκηση (49). Στις επιστολές της με ημερομηνία 1η Φεβρουαρίου 2016 και 3 Μαρτίου 2016 (50), η Επιτροπή ζητούσε πληροφορίες από την πολωνική κυβέρνηση για το θέμα αυτό, και συγκεκριμένα για τις δυνατότητες προσφυγής στη δικαιοσύνη που ήταν διαθέσιμες στα άτομα που πλήττονταν από τον νόμο. Η πολωνική κυβέρνηση δεν έχει δώσει μέχρι στιγμής απαντήσεις στην Επιτροπή για το συγκεκριμένο θέμα.

69.

Αμφιβολίες όσον αφορά τη συμμόρφωσή του με τα θεμελιώδη δικαιώματα, συμπεριλαμβανομένης της προστασίας της ιδιωτικής ζωής και των δεδομένων, εγείρει ενδεχομένως και ο νόμος για την τροποποίηση του νόμου περί Αστυνομίας και ορισμένων άλλων νόμων (51). Στις 28-29 Απριλίου 2016, αντιπροσωπεία της Επιτροπής της Βενετίας μετέβη στη Βαρσοβία προκειμένου να συζητήσει τις αλλαγές που επέφερε ο νόμος για την τροποποίηση του νόμου περί Αστυνομίας και ορισμένων άλλων νόμων, και κατά τη διάρκεια της συνόδου της στις 10-11 Ιουνίου 2016 εξέδωσε σχετική γνωμοδότηση (52). Στην εν λόγω γνωμοδότηση αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι οι δικονομικές εγγυήσεις και οι ουσιαστικές προϋποθέσεις που προβλέπονται στον εν λόγω νόμο εξακολουθούν να μην αποτρέπουν επαρκώς την υπερβολική χρήση του και την αδικαιολόγητη παρέμβασή του στην ιδιωτική ζωή των προσώπων.

70.

Αμφιβολίες όσον αφορά τη συμμόρφωσή του με τα θεμελιώδη δικαιώματα εγείρει ενδεχομένως και ο νέος νόμος περί καταπολέμησης της τρομοκρατίας (53), ο οποίος τελεί επί του παρόντος υπό έλεγχο συνταγματικότητας.

71.

Συμπερασματικά, η Επιτροπή εκτιμά ότι, όσο παρεμποδίζεται το έργο του Συνταγματικού Δικαστηρίου, ήτοι η διασφάλιση του αποτελεσματικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων, δεν θα ελέγχεται αποτελεσματικά η συμμόρφωση των νομοθετικών πράξεων με τα θεμελιώδη δικαιώματα. Το θέμα αυτό εγείρει σοβαρές ανησυχίες όσον αφορά το κράτος δικαίου, δεδομένου ιδίως ότι το Sejm προέβη πρόσφατα στην ψήφιση αρκετών ιδιαίτερα ευαίσθητων νέων νομοθετικών πράξεων, για τις οποίες θα πρέπει να είναι διαθέσιμη η δυνατότητα ελέγχου της συνταγματικότητάς τους. Τις εν λόγω ανησυχίες επιτείνει περαιτέρω το γεγονός ότι, όπως προαναφέρθηκε, ο νόμος που ψηφίστηκε στις 22 Ιουλίου 2016 προβλέπει το πάγωμα αρκετών εκκρεμών υποθέσεων.

5.   ΕΝΤΟΠΙΣΜΟΣ ΣΥΣΤΗΜΙΚΗΣ ΑΠΕΙΛΗΣ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ΔΙΚΑΙΟΥ

72.

Για τους λόγους που παρατίθενται ανωτέρω, η Επιτροπή εκτιμά ότι η κατάσταση που επικρατεί στην Πολωνία συνιστά συστημική απειλή κατά του κράτους δικαίου στην εν λόγω χώρα. Το γεγονός ότι παρεμποδίζεται το έργο του Συνταγματικού Δικαστηρίου, ήτοι η πλήρης διασφάλιση του αποτελεσματικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων, επηρεάζει δυσμενώς την ακεραιότητα, τη σταθερότητα και την εύρυθμη λειτουργία του, που συνθέτουν μία από τις βασικές ασφαλιστικές δικλίδες για το κράτος δικαίου στην Πολωνία. Όπου υφίστανται συνταγματικά δικαστήρια, η αποτελεσματικότητά τους αποτελεί βασική συνιστώσα του κράτους δικαίου.

73.

Ο σεβασμός του κράτους δικαίου δεν αποτελεί μόνο προϋπόθεση για την προστασία όλων των θεμελιωδών αξιών που αναφέρονται στο άρθρο 2 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Αποτελεί επίσης προϋπόθεση για τον σεβασμό όλων των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων που απορρέουν από τις Συνθήκες και από το διεθνές δίκαιο, και για την εδραίωση της εμπιστοσύνης των πολιτών, των επιχειρήσεων και των εθνικών αρχών στα νομικά συστήματα όλων των άλλων κρατών μελών.

6.   ΣΥΝΙΣΤΩΜΕΝΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ

74.

Η Επιτροπή συστήνει στις πολωνικές αρχές να λάβουν επειγόντως τα κατάλληλα μέτρα για να αντιμετωπίσουν την εν λόγω συστημική απειλή κατά του κράτους δικαίου. Ειδικότερα, η Επιτροπή συστήνει στις πολωνικές αρχές τα εξής:

α)

να εφαρμόσουν πλήρως τις αποφάσεις του Συνταγματικού Δικαστηρίου της 3ης και της 9ης Δεκεμβρίου 2015, οι οποίες απαιτούν να αναλάβουν τα καθήκοντά τους στο Συνταγματικό Δικαστήριο οι τρεις δικαστές που υποδείχθηκαν νομίμως τον Οκτώβριο του 2015 από την προηγούμενη Κάτω Βουλή, και να μην αναλάβουν καθήκοντα οι τρεις δικαστές που υποδείχθηκαν χωρίς έγκυρη νομική βάση από τη νέα Κάτω Βουλή, εφόσον η επιλογή τους δεν έγινε με έγκυρο τρόπο·

β)

να δημοσιεύσουν και να εφαρμόσουν πλήρως την απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου της 9ης Μαρτίου 2016, καθώς και τις μεταγενέστερες αποφάσεις του, και να διασφαλίσουν ότι η δημοσίευση των μελλοντικών αποφάσεων θα γίνεται με αυτόματο τρόπο και δεν θα εξαρτάται από αποφάσεις της εκτελεστικής ή της νομοθετικής εξουσίας·

γ)

να διασφαλίσουν ότι κάθε μεταρρύθμιση του νόμου περί του Συνταγματικού Δικαστηρίου θα σέβεται τις αποφάσεις του Συνταγματικού Δικαστηρίου, συμπεριλαμβανομένων των αποφάσεων της 3ης και της 9ης Δεκεμβρίου 2015 και της απόφασης της 9ης Μαρτίου 2016, και θα λαμβάνει πλήρως υπόψη τη γνωμοδότηση της Επιτροπής της Βενετίας· να διασφαλίσουν ότι η αποτελεσματικότητα του Συνταγματικού Δικαστηρίου ως εγγυητή του Συντάγματος δεν υπονομεύεται από απαιτήσεις, είτε μεμονωμένα είτε μέσω του συνδυασμένου αποτελέσματός τους, όπως αυτές που αναφέρονται ανωτέρω σχετικά με την απαρτία, την εκδίκαση των υποθέσεων με χρονολογική σειρά, τη δυνατότητα του Γενικού Εισαγγελέα να παρακωλύει την εξέταση υποθέσεων, την αναβολή των διασκέψεων ή με μεταβατικά μέτρα που επηρεάζουν δυσμενώς την πορεία εκκρεμών υποθέσεων και αναστέλλουν τη διευθέτησή τους·

δ)

να μεριμνήσουν ώστε το Συνταγματικό Δικαστήριο να μπορέσει να ελέγξει απρόσκοπτα τη συμβατότητα με το Σύνταγμα του νέου νόμου που ψηφίστηκε στις 22 Ιουλίου 2016 περί του Συνταγματικού Δικαστηρίου προτού αυτός τεθεί σε ισχύ, και να διασφαλίσουν τη δημοσίευση και την πλήρη εφαρμογή της σχετικής απόφασης του Δικαστηρίου·

ε)

να απέχουν από πράξεις και δημόσιες δηλώσεις που δύνανται να υπονομεύσουν τη νομιμότητα και την αποτελεσματικότητα του Συνταγματικού Δικαστηρίου.

75.

Η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι η καλόπιστη συνεργασία που απαιτείται μεταξύ των διαφόρων κρατικών θεσμών σε ζητήματα που άπτονται του κράτους δικαίου είναι ουσιώδους σημασίας για την εξεύρεση λύσης στην παρούσα κατάσταση. Η Επιτροπή παροτρύνει επίσης τις πολωνικές αρχές να ζητήσουν τη γνώμη της Επιτροπής της Βενετίας σχετικά με τον νέο νόμο που ψηφίστηκε στις 22 Ιουλίου 2016 περί του Συνταγματικού Δικαστηρίου.

76.

Η Επιτροπή καλεί την πολωνική κυβέρνηση να επιλύσει τα προβλήματα που επισημαίνονται στην παρούσα σύσταση εντός τριών μηνών από την παραλαβή της σύστασης, και να ενημερώσει την Επιτροπή για τα μέτρα που θα λάβει προς τον σκοπό αυτό.

77.

Βάσει της παρούσας σύστασης, η Επιτροπή είναι έτοιμη να συνεχίσει τον εποικοδομητικό διάλογο με την πολωνική κυβέρνηση.

Βρυξέλλες, 27 Ιουλίου 2016

Για την Επιτροπή

Frans TIMMERMANS

Αντιπρόεδρος


(1)  COM(2014) 158 final, εφεξής «η ανακοίνωση».

(2)  Βλέπε COM(2014) 158 final, ενότητα 2, παράρτημα I.

(3)  Βλέπε σημείο 4.1 της ανακοίνωσης.

(4)  Ibid.

(5)  Ibid.

(6)  Νόμος της 22ας Δεκεμβρίου 2015 για την τροποποίηση του νόμου της 25ης Ιουνίου 2015 περί του Συνταγματικού Δικαστηρίου. Ο τροποποιητικός νόμος δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας της Πολωνίας στις 28 Δεκεμβρίου, σημείο 2217.

(7)  Επιστολή του πρώτου αντιπροέδρου, κ. Timmermans, προς τον υπουργό Εξωτερικών, κ. Waszczykowski, και τον υπουργό Δικαιοσύνης, κ. Ziobro, με ημερομηνία 23 Δεκεμβρίου 2015.

(8)  Επιστολή του πρώτου αντιπροέδρου, κ. Timmermans, προς τον υπουργό Εξωτερικών, κ. Waszczykowski, και τον υπουργό Δικαιοσύνης, κ. Ziobro, με ημερομηνία 30 Δεκεμβρίου 2015.

(9)  Επιστολή του υφυπουργού Εξωτερικών, κ. Stepkowski, προς τον πρώτο αντιπρόεδρο, κ. Timmermans, με ημερομηνία 7 Ιανουαρίου 2016.

(10)  Επιστολή του υπουργού Δικαιοσύνης, κ. Ziobro, προς τον πρώτο αντιπρόεδρο, κ. Timmermans, με ημερομηνία 11 Ιανουαρίου 2016.

(11)  Επιστολή του πρώτου αντιπροέδρου, κ. Timmermans, προς τον Υπουργό Δικαιοσύνης, κ. Ziobro, με ημερομηνία 13 Ιανουαρίου 2016.

(12)  Επιστολή του Επιτρόπου κ. Oettinger προς τον Υπουργό Δικαιοσύνης, κ. Ziobro, με ημερομηνία 19 Ιανουαρίου 2016.

(13)  Επιστολή του υπουργού Δικαιοσύνης, κ. Ziobro, προς τον πρώτο αντιπρόεδρο, κ. Timmermans, με ημερομηνία 19 Ιανουαρίου 2016.

(14)  Επιστολή του πρώτου αντιπροέδρου, κ. Timmermans, προς τον υπουργό Δικαιοσύνης, κ. Ziobro, με ημερομηνία 1η Φεβρουαρίου 2016.

(15)  Επιστολή του υπουργού Εξωτερικών, κ. Waszczykowski, προς τον πρώτο αντιπρόεδρο, κ. Timmermans, με ημερομηνία 29 Φεβρουαρίου 2016.

(16)  Επιστολή του πρώτου αντιπροέδρου, κ. Timmermans, προς τον υπουργό Εξωτερικών, κ. Waszczykowski, με ημερομηνία 3 Μαρτίου 2016.

(17)  Γνωμοδότηση αριθ. 833/2015, CDL-AD(2016)001.

(18)  Από τις 9 Μαρτίου 2016, το Συνταγματικό Δικαστήριο έχει λάβει είκοσι αποφάσεις οι οποίες δεν έχουν δημοσιευθεί.

(19)  Επιστολή του υπουργού Εξωτερικών, κ. Waszczykowski, προς τον πρώτο αντιπρόεδρο, κ. Timmermans, με ημερομηνία 24 Ιουνίου 2016.

(20)  K 34/15.

(21)  K 35/15.

(22)  Γνωμοδότηση, σημείο 112.

(23)  Γνωμοδότηση, σημείο 136.

(24)  Νόμος της 25ης Ιουνίου 2015 περί του Συνταγματικού Δικαστηρίου, που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας της Πολωνίας στις 30 Ιουλίου 2015, σημείο 1064, όπως τροποποιήθηκε. Ο νόμος που ψηφίστηκε στις 22 Δεκεμβρίου 2015 δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα στις 28 Δεκεμβρίου, σημείο 2217.

(25)  Γνωμοδότηση, σημείο 41.

(26)  Νόμος της 25ης Ιουνίου 2015 περί του Συνταγματικού Δικαστηρίου, που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας της Πολωνίας στις 30 Ιουλίου 2015, σημείο 1064, όπως τροποποιήθηκε. Ο νόμος που ψηφίστηκε στις 22 Δεκεμβρίου 2015 δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα στις 28 Δεκεμβρίου, σημείο 2217.

(27)  Βλέπε νέο άρθρο 1 παράγραφος 9, που αντικαθιστά το άρθρο 44 παράγραφοι 1-3.

(28)  Βλέπε νέο άρθρο 1 παράγραφος 14, που αντικαθιστά το άρθρο 99 παράγραφος 1.

(29)  Βλέπε νέο άρθρο 1 παράγραφος 10, που προσθέτει νέο άρθρο 80 παράγραφος 2.

(30)  Βλέπε νέο άρθρο 1 παράγραφος 12, που αντικαθιστά το άρθρο 87 παράγραφος 2.

(31)  Βλέπε νέο άρθρο 1 παράγραφος 5, που προσθέτει το νέο άρθρο 28α, και νέο άρθρο 1 παράγραφος 7, που προσθέτει το νέο άρθρο 31α.

(32)  Η νέα αυτή απαρτία ισχύει και για τα ψηφίσματα της Γενικής Συνέλευσης, εκτός εάν ο νόμος ορίζει διαφορετικά, βλέπε νέο άρθρο 1 παράγραφος 3, που τροποποιεί το άρθρο 10 παράγραφος 1.

(33)  Σύμφωνα με τον τροποποιητικό νόμο, οι ίδιοι κανόνες —απαρτία και πλειοψηφία δύο τρίτων— ισχύουν και για τη Γενική Συνέλευση του Συνταγματικού Δικαστηρίου.

(34)  Βλέπε νέο άρθρο 1 παράγραφος 10, που προσθέτει το νέο άρθρο 80 παράγραφος 2.

(35)  Βλέπε νέο άρθρο 2.

(36)  Βλέπε νέο άρθρο 1 παράγραφος 12.

(37)  Βλέπε νέο άρθρο 1 παράγραφος 5.

(38)  Βλέπε νέο άρθρο 1 παράγραφος 7.

(39)  Βλέπε νέο άρθρο 1 παράγραφος 5, που προσθέτει το νέο άρθρο 28α.

(40)  Βλέπε νέο άρθρο 1 παράγραφος 7, που προσθέτει το νέο άρθρο 31α.

(41)  Νόμος της 30ής Δεκεμβρίου 2015 για την τροποποίηση του νόμου περί ραδιοτηλεοπτικών μεταδόσεων, που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας της Πολωνίας στις 7 Ιανουαρίου 2016, σημείο 25.

(42)  Νόμος της 30ής Δεκεμβρίου 2015 για την τροποποίηση του νόμου περί δημόσιας διοίκησης και ορισμένων άλλων νόμων, που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας της Πολωνίας στις 8 Ιανουαρίου 2016, σημείο 34.

(43)  Νόμος της 15ης Ιανουαρίου 2016 για την τροποποίηση του νόμου περί Αστυνομίας και άλλων νόμων, που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας της Πολωνίας στις 4 Φεβρουαρίου 2016, σημείο 147.

(44)  Νόμος της 28ης Ιανουαρίου 2016 περί Εισαγγελίας, που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας της Πολωνίας στις 15 Φεβρουαρίου 2016, σημείο 177· νόμος της 28ης Ιανουαρίου 2016 — Κανονισμοί εφαρμογής του νόμου — Νόμος περί Εισαγγελίας, που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας της Πολωνίας στις 15 Φεβρουαρίου 2016, σημείο 178.

(45)  Νόμος της 18ης Μαρτίου 2016 για τον Διαμεσολαβητή και για την τροποποίηση ορισμένων άλλων νόμων. Υπογράφηκε από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας στις 4 Μαΐου 2016.

(46)  Νόμος της 22ας Ιουνίου 2016 περί του Εθνικού Συμβουλίου Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης. Υπογράφηκε από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας στις 27 Ιουνίου 2016.

(47)  Νόμος της 10ης Ιουνίου 2016 περί καταπολέμησης της τρομοκρατίας. Υπογράφηκε από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας στις 22 Ιουνίου 2016. Η Επιτροπή γνωρίζει ακόμη ότι στις 5 Μαΐου 2016 ο υπουργός Δικαιοσύνης υπέβαλε στο Εθνικό Νομοθετικό Κέντρο νέο νόμο ο οποίος τροποποιεί τον νόμο περί του Εθνικού Δικαστικού Συμβουλίου και ορισμένους άλλους νόμους.

(48)  Νόμος της 30ής Δεκεμβρίου 2015 για την τροποποίηση του νόμου περί ραδιοτηλεοπτικών μεταδόσεων, που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας της Πολωνίας στις 7 Ιανουαρίου 2016, θέμα 25, και νόμος της 22ας Ιουνίου 2016 περί του Εθνικού Συμβουλίου Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης. Υπογράφηκε από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας στις 27 Ιουνίου 2016.

(49)  Νόμος της 30ής Δεκεμβρίου 2015 για την τροποποίηση του νόμου περί δημόσιας διοίκησης και ορισμένων άλλων νόμων, που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας της Πολωνίας στις 8 Ιανουαρίου 2016, σημείο 34.

(50)  Επιστολή του πρώτου αντιπροέδρου, κ. Timmermans, προς τον υπουργό Δικαιοσύνης, κ. Ziobro, με ημερομηνία 1η Φεβρουαρίου 2016· επιστολή του πρώτου αντιπροέδρου, κ. Timmermans, προς τον υπουργό Εξωτερικών, κ. Waszczykowski, με ημερομηνία 3 Μαρτίου 2016.

(51)  Νόμος της 15ης Ιανουαρίου 2016 για την τροποποίηση του νόμου περί Αστυνομίας και άλλων νόμων, που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας της Πολωνίας στις 4 Φεβρουαρίου 2016, σημείο 147.

(52)  Γνωμοδότηση αριθ. 839/2016.

(53)  Νόμος της 10ης Ιουνίου 2016 περί καταπολέμησης της τρομοκρατίας. Υπογράφηκε από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας στις 22 Ιουνίου 2016.


Top