EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32014R1222

Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1222/2014 της Επιτροπής, της 8ης Οκτωβρίου 2014 , για τη συμπλήρωση της οδηγίας 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τα κανονιστικά τεχνικά πρότυπα για τον καθορισμό της μεθοδολογίας προσδιορισμού παγκόσμιων συστημικά σημαντικών ιδρυμάτων και τον καθορισμό υποκατηγοριών παγκόσμιων συστημικά σημαντικών ιδρυμάτων Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ

ΕΕ L 330 της 15.11.2014, p. 27–36 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, HR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

Legal status of the document In force: This act has been changed. Current consolidated version: 01/12/2021

ELI: http://data.europa.eu/eli/reg_del/2014/1222/oj

15.11.2014   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 330/27


ΚΑΤ' ΕΞΟΥΣΙΟΔΌΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) αριθ. 1222/2014 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 8ης Οκτωβρίου 2014

για τη συμπλήρωση της οδηγίας 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τα κανονιστικά τεχνικά πρότυπα για τον καθορισμό της μεθοδολογίας προσδιορισμού παγκόσμιων συστημικά σημαντικών ιδρυμάτων και τον καθορισμό υποκατηγοριών παγκόσμιων συστημικά σημαντικών ιδρυμάτων

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη την οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και για την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ (1), και ιδίως το άρθρο 131 παράγραφος 18,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η οδηγία 2013/36/ΕΕ αναθέτει στις αρμόδιες ή εντεταλμένες αρχές των κρατών μελών την εξουσία να επιβάλλουν υψηλότερες απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων σε παγκόσμια συστημικά σημαντικά ιδρύματα (G-SII) προκειμένου να αντισταθμίζεται ο υψηλότερος κίνδυνος που τα G-SII αντιπροσωπεύουν για το χρηματοοικονομικό σύστημα και οι πιθανές επιπτώσεις της χρεοκοπίας τους για τους φορολογουμένους. Η οδηγία αυτή αναφέρει ορισμένες βασικές αρχές για τη μέθοδο προσδιορισμού των G-SII και για την κατάταξη των G-SII σε υποκατηγορίες σύμφωνα με τη συστημική τους σημασία. Σύμφωνα με την κατάταξη αυτή, θα υπόκεινται σε πρόσθετη απαίτηση κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, το απόθεμα ασφαλείας G-SII. Η εν λόγω μεθοδολογία προσδιορισμού και κατάταξης των G-SII βασίζεται σε πέντε κατηγορίες μέτρησης της συστημικής σημασίας μιας τράπεζας για την παγκόσμια χρηματοοικονομική αγορά και προσδιορίζεται περαιτέρω στον παρόντα κανονισμό.

(2)

Για να εφαρμοστεί η προσέγγιση της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, ο παρών κανονισμός πρέπει να λάβει υπόψη πρότυπα για τη μεθοδολογία αξιολόγησης των παγκόσμιων συστημικά σημαντικών τραπεζών και για την απαίτηση υψηλότερης απορρόφησης της ζημίας που επιβάλλει η Επιτροπή Τραπεζικής Εποπτείας της Βασιλείας, τα οποία βασίζονται στο πλαίσιο για τα παγκόσμια συστημικά σημαντικά ιδρύματα που έχει θεσπιστεί από το Συμβούλιο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας σε συνέχεια της έκθεσης «Μείωση του ηθικού κινδύνου που προκαλούν τα συστημικά σημαντικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα — Συστάσεις και προθεσμίες του Συμβουλίου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας».

(3)

Η οδηγία 2013/36/ΕΕ καθιστά σαφές ότι η μεθοδολογία προσδιορισμού και κατάταξης είναι εναρμονισμένη σε όλα τα κράτη μέλη με τη χρήση ομοιόμορφων και διαφανών παραμέτρων για τον καθορισμό της συνολικής βαθμολογίας μιας οντότητας για τη μέτρηση της συστημικής της σημασίας. Για να διασφαλιστεί ότι το δείγμα τραπεζών και τραπεζικών ομίλων τόσο των εγκατεστημένων στην Ένωση όσο και αυτών που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σε τρίτες χώρες, οι οποίοι λειτουργούν ως σημείο αναφοράς αντανακλώντας το παγκόσμιο χρηματοοικονομικό σύστημα, είναι ομοιόμορφο σε ολόκληρη την Ένωση, το δείγμα αυτό πρέπει να καθοριστεί από την Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών (ΕΑΤ). Αποκλεισμοί από το δείγμα και προσθήκες σε αυτό βάσει εποπτικής κρίσης θα πρέπει να επιλέγονται αυστηρά ώστε να διασφαλίζεται η λειτουργία του ως σημείο αναφοράς και να μη βασίζονται σε άλλους λόγους.

(4)

Η διαδικασία προσδιορισμού των G-SII πρέπει να βασίζεται σε συγκρίσιμα δεδομένα και να λαμβάνει υπόψη την ανάγκη των ιδρυμάτων για σαφήνεια ως προς το εάν και σε ποιο βαθμό ισχύει για αυτά η απαίτηση του αποθέματος ασφαλείας. Επομένως, η μέθοδος πρέπει να περιλαμβάνει προθεσμίες και συγκεκριμένες διαδικασίες. Ωστόσο, δεδομένου ότι ο προσδιορισμός των G-SII πρέπει να βασίζεται σε επίκαιρα δεδομένα σχετικά με το δείγμα μεγάλων παγκόσμιων τραπεζικών ομίλων, ορισμένοι εκ των οποίων έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σε τρίτες χώρες, τα απαιτούμενα δεδομένα δεν θα είναι διαθέσιμα νωρίτερα από το δεύτερο εξάμηνο κάθε έτους. Για να είναι σε θέση τα ιδρύματα να συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις που απορρέουν από το καθεστώς τους ως G-SII, η απαίτηση αποθέματος ασφαλείας πρέπει να τίθεται σε ισχύ κατά προσέγγιση ένα έτος μετά τον προσδιορισμό τους ως G-SII.

(5)

Η οδηγία 2013/36/ΕΕ καθορίζει πέντε κατηγορίες μέτρησης της συστημικής σημασίας οι οποίες αποτελούνται από ποσοτικοποιήσιμους δείκτες. Για να ελαχιστοποιηθεί ο διοικητικός φόρτος για τα ιδρύματα και τις αρχές, οι κατηγορίες αυτές είναι πανομοιότυπες με τις κατηγορίες που εφαρμόζει η Επιτροπή τραπεζικής εποπτείας της Βασιλείας. Κατά τον περαιτέρω καθορισμό των ποσοτικοποιήσιμων δεικτών, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να εφαρμόζει την ίδια προσέγγιση. Οι δείκτες πρέπει να επιλέγονται με τρόπο τέτοιον ώστε να αντανακλούν τις διαφορετικές πτυχές του δυνητικού εξωτερικού κόστους της χρεοκοπίας μιας οντότητας και των κρίσιμων λειτουργιών της για τη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού ιδρύματος. Το σύστημα αναφοράς για την αξιολόγηση της συστημικής σημασίας πρέπει να είναι οι παγκόσμιες χρηματοοικονομικές αγορές και η παγκόσμια οικονομία.

(6)

Για να καθοριστεί μια ακριβής μεθοδολογία για τον προσδιορισμό και την κατάταξη των G-SII σύμφωνα με τους βασικούς κανόνες της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, είναι σημαντικό να οριοθετηθούν με σαφήνεια οι έννοιες της «σχετικής οντότητας», της «τιμής δείκτη», του «μεγέθους αναφοράς» και της «οριακής βαθμολογίας», καθορίζοντάς τις για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού.

(7)

Η συστημική σημασία κάθε τραπεζικού ομίλου που υπολογίζεται με τους δείκτες σε ενοποιημένη βάση πρέπει να εκφράζεται ως ατομική συνολική βαθμολόγια για ένα συγκεκριμένο έτος, η οποία υπολογίζει τη θέση του σε σχέση με άλλες οντότητες στο δείγμα. Οι τράπεζες πρέπει να προσδιορίζονται ως G-SII και να κατατάσσονται σε υποκατηγορίες στις οποίες ισχύουν διαφορετικές απαιτήσεις κεφαλαιακού αποθέματος ασφαλείας, βάσει αυτής της συνολικής βαθμολογίας. Κατά τον υπολογισμό της βαθμολογίας ως του μέσου όρου των βαθμολογιών της κατηγορίας, καθεμιά από τις πέντε κατηγορίες λαμβάνει συντελεστή στάθμισης 20 %. Θα πρέπει να εφαρμόζεται συντελεστής προσαρμογής στην κατηγορία δυνατότητας υποκατάστασης για τον υπολογισμό της συνολικής βαθμολογίας, δεδομένου ότι, βάσει ανάλυσης δεδομένων έως και του έτους 2013, η κατηγορία αυτή αποδείχθηκε ότι έχει δυσανάλογα υψηλές επιπτώσεις στη βαθμολογία για τράπεζες που είναι δεσπόζουσες στην παροχή υπηρεσιών πληρωμών, αναδοχής έκδοσης και φύλαξης στοιχείων ενεργητικού.

(8)

Οι σχετικές αρχές θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να χρησιμοποιούν ορθή εποπτική κρίση ώστε να ανακατατάσσουν ένα G-SII από μια χαμηλότερη υποκατηγορία σε μια υψηλότερη ή να προσδιορίζουν ως G-SII μια οντότητα που έχει συνολική βαθμολογία χαμηλότερη από την οριακή βαθμολογία της κατώτατης υποκατηγορίας. Δεδομένου ότι ο εν λόγω προσδιορισμός βάσει εποπτικής κρίσης έχει τον ίδιο στόχο με τη συνήθη διαδικασία βαθμολόγησης, το κριτήριο στο οποίο πρέπει να βασίζεται η κρίση θα πρέπει να είναι επίσης η συστημική σημασία της τράπεζας για την παγκόσμια χρηματοοικονομική αγορά και την παγκόσμια οικονομία, σύμφωνα με τη μεθοδολογία που χρησιμοποιεί η Επιτροπή τραπεζικής εποπτείας της Βασιλείας. Ο κίνδυνος χρεοκοπίας της τράπεζας δεν θα πρέπει να αποτελεί κριτήριο, καθώς λαμβάνεται ήδη υπόψη σε άλλες απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας, μεταξύ άλλων στο ύψος της συνολικής έκθεσης στον κίνδυνο και, κατά περίπτωση, σε περαιτέρω απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων, όπως είναι το απόθεμα ασφαλείας συστημικών κινδύνων.

(9)

Ο παρών κανονισμός βασίζεται στο σχέδιο ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που υπέβαλε η ΕΑΤ στην Επιτροπή.

(10)

Η ΕΑΤ διεξήγαγε ανοικτές δημόσιες διαβουλεύσεις όσον αφορά τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στα οποία βασίζεται ο παρών κανονισμός, προέβη σε ανάλυση του δυνητικού κόστους και οφέλους και ζήτησε τη γνώμη της ομάδας συμφεροντούχων που συγκροτήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 37 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (2).

(11)

Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται από την 1η Ιανουαρίου 2015, καθώς η απαίτηση για τη διατήρηση ενός αποθέματος ασφαλείας G-SII που ορίζεται στο άρθρο 131 παράγραφος 4 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ θα ισχύσει και θα εφαρμοστεί σταδιακά από την 1η Ιανουαρίου 2016. Επομένως, για να ενημερωθούν εγκαίρως τα ιδρύματα για το απόθεμα ασφαλείας S-GII που ισχύει για αυτά και για να έχουν επαρκή χρόνο να συγκεντρώσουν τα απαιτούμενα κεφάλαια, τα S-GII πρέπει να προσδιοριστούν το αργότερο έως τις αρχές του 2015.

(12)

Η απαίτηση του αποθέματος ασφαλείας S-GII πρέπει να εφαρμοστεί σταδιακά εντός περιόδου τριών ετών σύμφωνα με το άρθρο 162 παράγραφος 5 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ: το πρώτο στάδιο της απαίτησης που αναφέρεται στο άρθρο 162 παράγραφος 5 στοιχείο α) της οδηγίας 2013/36/ΕΕ πρέπει να εφαρμόζεται από την 1η Ιανουαρίου 2016 για τα S-GII που έχουν προσδιοριστεί από τις αρμόδιες αρχές στις αρχές του 2015, βάσει στοιχείων κλεισίματος οικονομικού έτους πριν από τον Ιούλιο του 2014. Το δεύτερο στάδιο που αναφέρεται στο άρθρο 162 παράγραφος 5 στοιχείο β) της οδηγίας 2013/36/ΕΕ πρέπει να εφαρμόζεται από την 1η Ιανουαρίου 2017 για τα S-GII που έχουν προσδιοριστεί από τις αρμόδιες αρχές έως το τέλος του 2015 ή, το αργότερο, τις αρχές του 2016, βάσει στοιχείων κλεισίματος οικονομικού έτους πριν από τον Ιούλιο του 2015,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής

Ο παρών κανονισμός καθορίζει τη μέθοδο σύμφωνα με την οποία η αναφερόμενη στο άρθρο 131 παράγραφος 1 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ αρχή (εφεξής «σχετική αρχή») ενός κράτους μέλους προσδιορίζει, σε ενοποιημένη βάση, μια σχετική οντότητα ως παγκόσμιο συστημικά σημαντικό ίδρυμα (G-SII), καθώς και τη μέθοδο για τον καθορισμό υποκατηγοριών G-SII και την κατάταξη των G-SII στις υποκατηγορίες αυτές βάσει της συστημικής τους σημασίας και, στο πλαίσιο της μεθόδου, προθεσμίες και δεδομένα που πρέπει να χρησιμοποιούνται για τον προσδιορισμό αυτόν.

Άρθρο 2

Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

1)

ως «σχετική οντότητα» νοείται ένα μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ ή μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ ή μητρική μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ που δεν είναι θυγατρική μητρικού ιδρύματος εγκατεστημένου στην ΕΕ ή μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ ή μητρικής μεικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ·

2)

ως «τιμή δείκτη» νοείται, για κάθε δείκτη αναφερόμενο στο άρθρο 6 και για κάθε αρμόδια οντότητα του δείγματος, η μεμονωμένη τιμή του δείκτη και, για κάθε τράπεζα με άδεια λειτουργίας σε τρίτη χώρα, μια συγκρίσιμη μεμονωμένη τιμή που δημοσιοποιείται σύμφωνα με διεθνώς συμφωνημένα πρότυπα·

3)

ως «μέγεθος αναφοράς» νοείται, για κάθε δείκτη, η συνολική αξία των τιμών του δείκτη των σχετικών οντοτήτων και τραπεζών με άδεια λειτουργίας σε τρίτες χώρες που περιλαμβάνονται στο δείγμα·

4)

ως «οριακή βαθμολογία» νοείται μια τιμή βαθμολογίας που προσδιορίζει το κατώτατο όριο και τα όρια μεταξύ των πέντε υποκατηγοριών, όπως ορίζεται στο άρθρο 131 παράγραφος 9 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ.

Άρθρο 3

Κοινές παράμετροι της μεθόδου

1.   Η ΕΑΤ προσδιορίζει ένα δείγμα ιδρυμάτων ή ομίλων των οποίων οι τιμές δείκτη θα χρησιμοποιηθούν ως τιμές αναφοράς που αντανακλούν τον παγκόσμιο τραπεζικό τομέα για τον σκοπό του υπολογισμού των βαθμολογιών, λαμβάνοντας υπόψη διεθνώς συμφωνηθέντα πρότυπα, και ιδίως το δείγμα που χρησιμοποιείται από την Επιτροπή τραπεζικής εποπτείας της Βασιλείας για τον προσδιορισμό παγκόσμιων συστημικά σημαντικών τραπεζών και κοινοποιεί στις αρμόδιες αρχές τις αρμόδιες οντότητες που περιλαμβάνονται στο δείγμα κάθε έτος έως την 31η Ιουλίου.

Το δείγμα αποτελείται από σχετικές οντότητες και τράπεζες με άδεια λειτουργίας σε τρίτες χώρες, και περιλαμβάνει τις 75 μεγαλύτερες εξ αυτών, βάσει της συνολικής έκθεσης, όπως ορίζεται στο άρθρο 6 παράγραφος 1, καθώς και σχετικές οντότητες που προσδιορίστηκαν ως G-SII και τράπεζες με άδεια λειτουργίας σε τρίτες χώρες που ορίστηκαν ως παγκόσμιες συστημικά σημαντικές το προηγούμενο έτος.

Η ΕΑΤ αποκλείει ή προσθέτει σχετικές οντότητες ή τράπεζες με άδεια λειτουργίας σε τρίτες χώρες εάν και στο βαθμό που είναι απαραίτητο για να διασφαλιστεί ένα κατάλληλο σύστημα αναφοράς για την αξιολόγηση της συστημικής σημασίας το οποίο αντανακλά τις παγκόσμιες χρηματοοικονομικές αγορές και την παγκόσμια οικονομία, λαμβάνοντας υπόψη διεθνώς συμφωνηθέντα πρότυπα, συμπεριλαμβανομένου του δείγματος που χρησιμοποιείται από την Επιτροπή Τραπεζικής Εποπτείας της Βασιλείας.

2.   Η σχετική αρχή υποβάλλει στην ΕΑΤ έκθεση με τις τιμές δείκτη κάθε σχετικής οντότητας με έκθεση άνω των 200 δισεκατ. ευρώ, η οποία έχει λάβει άδεια λειτουργίας εντός της δικαιοδοσίας της, το αργότερο την 31η Ιουλίου κάθε έτους. Η σχετική αρχή διασφαλίζει ότι οι τιμές δείκτη είναι πανομοιότυπες με τις τιμές που έχουν υποβληθεί στην Επιτροπή τραπεζικής Εποπτείας της Βασιλείας και με τις τιμές που έχουν γνωστοποιηθεί από την εν λόγω σχετική οντότητα σύμφωνα με τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1030/2014 της Επιτροπής (3). Η σχετική αρχή χρησιμοποιεί τα πρότυπα που ορίζονται σε αυτόν.

3.   Η ΕΑΤ υπολογίζει τα μεγέθη αναφοράς, βάσει των τιμών δείκτη που υποβάλλει η σχετική αρχή σύμφωνα με την παράγραφο 2, λαμβάνοντας υπόψη διεθνώς συμφωνηθέντα πρότυπα, και ιδίως τα μεγέθη αναφοράς που δημοσιεύει η Επιτροπή Τραπεζικής Εποπτείας της Βασιλείας για το συγκεκριμένο έτος, και τα κοινοποιεί στις αρμόδιες αρχές. Το μέγεθος αναφοράς ενός δείκτη είναι το συνολικό ποσό των τιμών δείκτη όλων των σχετικών οντοτήτων και τραπεζών με άδεια λειτουργίας σε τρίτες χώρες που περιλαμβάνονται στο δείγμα, όπως δηλώνεται για τις σχετικές οντότητες σύμφωνα με την παράγραφο 2 και γνωστοποιείται από τις τράπεζες με άδεια λειτουργίας σε τρίτες χώρες την 31η Ιουλίου του αντίστοιχου έτους.

Άρθρο 4

Διαδικασία προσδιορισμού

1.   Η σχετική αρχή υπολογίζει τις βαθμολογίες των σχετικών οντοτήτων που περιλαμβάνονται στο κοινοποιηθέν από την ΕΑΤ δείγμα, οι οποίες έχουν λάβει άδεια λειτουργίας στη δικαιοδοσία της, το αργότερο στις 15 Δεκεμβρίου κάθε έτους. Στην περίπτωση που η σχετική αρχή, κατά την άσκηση ορθής εποπτικής κρίσης, ορίσει μια σχετική οντότητα ως G-SII σύμφωνα με το άρθρο 131 παράγραφος 10 στοιχείο β) της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, η σχετική αρχή κοινοποιεί έγγραφη αναλυτική κατάσταση παραθέτοντας τους λόγους της αξιολόγησής της στην ΕΑΤ το αργότερο την 15η Δεκεμβρίου κάθε έτους.

2.   Ο προσδιορισμός μιας σχετικής οντότητας ως G-SII και η κατάταξη σε μια υποκατηγορία πραγματοποιούνται την 1η Ιανουαρίου του δεύτερου έτους μετά το ημερολογιακό έτος καθορισμού των μεγεθών αναφοράς σύμφωνα με το άρθρο 3.

Άρθρο 5

Προσδιορισμός ως G-SII, καθορισμός των βαθμολογιών και κατάταξη σε υποκατηγορίες

1.   Οι τιμές δείκτη βασίζονται σε δηλωθέντα στοιχεία της σχετικής οντότητας που αφορούν το κλείσιμο του προηγούμενου έτους, σε ενοποιημένη βάση, και, στην περίπτωση τραπεζών με άδεια λειτουργίας σε τρίτες χώρες, σε στοιχεία που δημοσιεύονται σύμφωνα με διεθνώς συμφωνηθέντα πρότυπα. Οι σχετικές αρχές δύναται να χρησιμοποιούν τιμές δείκτη των σχετικών οντοτήτων, των οποίων το οικονομικό έτος κλείνει στις 30 Ιουνίου, βάσει της θέσης τους την 31η Δεκεμβρίου.

2.   Η σχετική αρχή προσδιορίζει τη βαθμολογία κάθε αρμόδιας οντότητας του δείγματος ως τον απλό μέσο όρο των βαθμολογιών της κατηγορίας βάσει μέγιστης βαθμολογίας κατηγορίας 500 μονάδων βάσης για την κατηγορία που μετρά τη δυνατότητα υποκατάστασης. Η βαθμολογία κάθε κατηγορίας υπολογίζεται ως ο απλός μέσος όρος των τιμών που προκύπτουν από τη διαίρεση κάθε τιμής δείκτη της κατηγορίας αυτής διά του μεγέθους αναφοράς που έχει γνωστοποιηθεί από την ΕΑΤ. Οι βαθμολογίες εκφράζονται σε μονάδες βάσης και στρογγυλοποιούνται στην πλησιέστερη ακέραιη μονάδα βάσης.

3.   Η κατώτατη οριακή βαθμολογία είναι 130 μονάδες βάσης. Οι υποκατηγορίες είναι ταξινομημένες ως εξής:

α)

η υποκατηγορία 1 περιλαμβάνει βαθμολογίες από 130 έως 229 μονάδες βάσης·

β)

η υποκατηγορία 2 περιλαμβάνει βαθμολογίες από 230 έως 329 μονάδες βάσης·

γ)

η υποκατηγορία 3 περιλαμβάνει βαθμολογίες από 330 έως 429 μονάδες βάσης·

δ)

η υποκατηγορία 4 περιλαμβάνει βαθμολογίες από 430 έως 529 μονάδες βάσης·

ε)

η υποκατηγορία 5 περιλαμβάνει βαθμολογίες από 530 έως 629 μονάδες βάσης.

4.   Η σχετική αρχή προσδιορίζει μια σχετική οντότητα ως G-SII όταν η βαθμολογία της οντότητας αυτής ισούται ή υπερβαίνει την κατώτατη οριακή βαθμολογία. Η απόφαση προσδιορισμού μιας σχετικής οντότητας ως G-SII κατά την άσκηση ορθής εποπτικής κρίσης σύμφωνα με το άρθρο 131 παράγραφος 10 στοιχείο β) της οδηγίας 2013/36/ΕΕ βασίζεται σε αξιολόγηση του εάν η χρεοκοπία της θα έχει σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις στην παγκόσμια χρηματοοικονομική αγορά και την παγκόσμια οικονομία.

5.   Η σχετική αρχή κατατάσσει μια G-SII σε μια υποκατηγορία σύμφωνα με τη βαθμολογία της. Η απόφαση ανακατάταξης μιας G-SII από μια χαμηλότερη υποκατηγορία σε μια υψηλότερη κατά την άσκηση ορθής εποπτικής κρίσης σύμφωνα με το άρθρο 131 παράγραφος 10 στοιχείο α) της οδηγίας 2013/36/ΕΕ βασίζεται σε αξιολόγηση του εάν η χρεοκοπία της θα έχει σημαντικές υψηλότερες επιπτώσεις στην παγκόσμια χρηματοοικονομική αγορά και την παγκόσμια οικονομία.

6.   Οι αναφερόμενες στις παραγράφους 4 και 5 αποφάσεις δύναται να υποστηρίζονται από επικουρικούς δείκτες οι οποίοι δεν είναι δείκτες σχετικοί με την πιθανότητα χρεοκοπίας της σχετικής οντότητας. Οι αποφάσεις αυτές περιλαμβάνουν ορθά τεκμηριωμένες και επαληθεύσιμες ποιοτικές και ποσοτικές πληροφορίες.

Άρθρο 6

Δείκτες

1.   Η κατηγορία που μετρά το μέγεθος του ομίλου αποτελείται από ένα δείκτη που ισούται με τη συνολική έκθεση του ομίλου, όπως προσδιορίζεται περαιτέρω στο παράρτημα.

2.   Η κατηγορία που μετρά το μέγεθος της διασύνδεσης του ομίλου με το χρηματοοικονομικό σύστημα αποτελείται από όλους τους ακόλουθους δείκτες, όπως προσδιορίζονται περαιτέρω στο παράρτημα:

α)

στοιχεία ενεργητικού εντός του χρηματοοικονομικού συστήματος·

β)

υποχρεώσεις εντός του χρηματοπιστωτικού συστήματος·

γ)

κυκλοφορούντα χρεόγραφα.

3.   Η κατηγορία που μετρά τη δυνατότητα υποκατάστασης των υπηρεσιών ή της χρηματοοικονομικής υποδομής που παρέχει ο όμιλος αποτελείται από όλους τους ακόλουθους δείκτες, όπως προσδιορίζονται περαιτέρω στο παράρτημα:

α)

στοιχεία ενεργητικού υπό φύλαξη·

β)

δραστηριότητα πληρωμών·

γ)

συναλλαγές με αναδοχή έκδοσης σε αγορές χρεογράφων και μετοχών.

4.   Η κατηγορία που μετρά την πολυπλοκότητα του ομίλου αποτελείται από όλους τους ακόλουθους δείκτες, όπως προσδιορίζονται περαιτέρω στο παράρτημα:

α)

ονομαστική αξία εξωχρηματιστηριακών παραγώγων·

β)

στοιχεία ενεργητικού στο 3ο επίπεδο εύλογης αξίας, όπως αυτή μετράται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1255/2012 της Επιτροπής (4)·

γ)

εμπορικοί και διαθέσιμοι προς πώληση τίτλοι.

5.   Η κατηγορία που μετρά τη διασυνοριακή δραστηριότητα του ομίλου αποτελείται από τους ακόλουθους δείκτες, όπως προσδιορίζονται περαιτέρω στο παράρτημα:

α)

διακρατικές απαιτήσεις·

β)

διακρατικές υποχρεώσεις.

6.   Όσον αφορά στοιχεία που δηλώνονται σε άλλα νομίσματα εκτός του ευρώ, η αρμόδια αρχή χρησιμοποιεί κατάλληλη συναλλαγματική ισοτιμία λαμβάνοντας υπόψη την ισοτιμία αναφοράς που δημοσιεύεται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και ισχύει την 31η Δεκεμβρίου καθώς και διεθνή πρότυπα. Όσον αφορά το δείκτη της δραστηριότητας πληρωμών που αναφέρεται στην παράγραφο 3 στοιχείο β), η σχετική αρχή χρησιμοποιεί τον μέσο όρο των συναλλαγματικών ισοτιμιών του αντίστοιχου έτους.

Άρθρο 7

Μεταβατικές διατάξεις

Κατά παρέκκλιση του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 3, η ΕΑΤ θα καθορίσει το δείγμα για τον προσδιορισμό μιας σχετική ς οντότητας ως G-SII για το έτος 2014 έως την τις 14 Ιανουαρίου 2015. Οι σχετικές αρχές δηλώνουν στην ΕΑΤ έως τις 21 Ιανουαρίου 2015 τις τιμές δείκτη για τις σχετικές οντότητες εντός του δείγματος αυτού βάσει στοιχείων κλεισίματος οικονομικού έτους προ του Ιουλίου του 2014. Βάσει αυτών των τιμών δείκτη, η ΕΑΤ υπολογίζει τα μεγέθη αναφοράς για το έτος 2014 έως τις 30 Ιανουαρίου 2015. Οι σχετικές αρχές καθορίζουν, βάσει των εν λόγω μεγεθών αναφοράς, τις βαθμολογίες για τις σχετικές οντότητες για το έτος 2014. Προσδιορίζουν επίσης τις G-SII και τις κατατάσσουν σε υποκατηγορίες. Ταυτόχρονα, η σχετική αρχή κοινοποιεί τις αναγνωρισμένες G-SII στην Επιτροπή, το ΕΣΣΚ και την ΕΑΤ και δημοσιεύει τις επωνυμίες τους και τις βαθμολογίες τους για το έτος 2014 έως τις 28 Φεβρουαρίου 2015.

Κατά παρέκκλιση του άρθρου 4 παράγραφος 2, ο προσδιορισμός μιας σχετικής οντότητας ως G-SII και η υποκατηγορία στην οποία κατατάσσεται, βάσει των βαθμολογιών για το έτος 2014, εφαρμόζονται από την 1η Ιανουαρίου 2016.

Άρθρο 8

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εφαρμόζεται από την 1η Ιανουαρίου 2015.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 8 Οκτωβρίου 2014.

Για την Επιτροπή

Ο Πρόεδρος

José Manuel BARROSO


(1)  ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 338.

(2)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/78/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 12).

(3)  Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1030/2014 της Επιτροπής, της 29ης Σεπτεμβρίου 2014, για τη θέσπιση εκτελεστικών τεχνικών προτύπων σχετικά με τον ενιαίο τύπο και την ημερομηνία δημοσιοποίησης των τιμών που χρησιμοποιήθηκαν για τον προσδιορισμό παγκόσμιων συστηματικά σημαντικών ιδρυμάτων σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 284 της 30.9.2014, σ. 14).

(4)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1255/2012 της Επιτροπής, της 11ης Δεκεμβρίου 2012, σχετικά με την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1126/2008 για την υιοθέτηση ορισμένων διεθνών λογιστικών προτύπων σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1606/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά το Διεθνές Λογιστικό Πρότυπο 12, τα Διεθνή Πρότυπα Χρηματοοικονομικής Αναφοράς 1 και 13 και τη Διερμηνεία 20 της Επιτροπής Διερμηνειών Διεθνών Προτύπων Χρηματοοικονομικής Αναφοράς (ΕΕ L 360 της 29.12.2012, σ. 78).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Για τους σκοπούς του άρθρου 6, οι δείκτες προσδιορίζονται ως εξής:

1.   Συνολική έκθεση

Η συνολική έκθεση προκύπτει από το άθροισμα του συνόλου των εντός ισολογισμού στοιχείων και του συνόλου των παραγώγων και των εκτός ισολογισμού στοιχείων, σε ενοποιημένη βάση, συμπεριλαμβανομένων των οντοτήτων που ενοποιούνται για λογιστικούς σκοπούς αλλά όχι για ρυθμιστικούς σκοπούς με βάση τον κίνδυνο, μείον τις κανονιστικές προσαρμογές.

Η συνολική έκθεση ακολουθεί το λογιστικό μέτρο της έκθεσης (χρησιμοποιώντας, ωστόσο, το ευρύτερο πεδίο εφαρμογής της ενοποίησης) με την επιφύλαξη των ακόλουθων αρχών:

Τα εντός ισολογισμού, μη παράγωγα ανοίγματα περιλαμβάνονται στο μέτρο της έκθεσης χωρίς ειδικές διατάξεις και προσαρμογές αποτίμησης (για παράδειγμα, προσαρμογές πιστωτικής αποτίμησης).

Δεν επιτρέπεται συμψηφισμός δανείων και καταθέσεων.

Οι αγορασθείσες εμπράγματες ή χρηματοοικονομικές εξασφαλίσεις, εγγυήσεις ή μειώσεις του πιστωτικού κινδύνου δεν μειώνουν τα ανοίγματα εντός ισολογισμού.

Τα εντός ισολογισμού στοιχεία προκύπτουν από το άθροισμα των εξής στοιχείων:

α)

έκθεση στον κίνδυνο αντισυμβαλλομένου των συμβολαίων παραγώγων·

β)

ακαθάριστη αξία των συναλλαγών χρηματοδότησης τίτλων·

γ)

έκθεση στον κίνδυνο αντισυμβαλλομένου των συναλλαγών χρηματοδότησης τίτλων·

δ)

i) λοιπά στοιχεία ενεργητικού πλην των τίτλων που λαμβάνονται σε συναλλαγές χρηματοδότησης τίτλων που αναγνωρίζονται ως στοιχεία ενεργητικού ή ii) το μηδέν, ανάλογα με το ποιο από τα δύο είναι μεγαλύτερο.

Τα εκτός ισολογισμού στοιχεία προκύπτουν από το άθροισμα των εξής στοιχείων:

α)

ενδεχόμενη μελλοντική έκθεση των συμβολαίων παραγώγων·

β)

ονομαστική αξία των εκτός ισολογισμού στοιχείων με συντελεστή πιστωτικής μετατροπής 0 %, μείον το 100 % των άνευ όρων ακυρώσιμων δεσμεύσεων πιστωτικών καρτών, μείον το 100 % των άλλων άνευ όρων ακυρώσιμων δεσμεύσεων·

γ)

10 % των άνευ όρων ακυρώσιμων δεσμεύσεων πιστωτικών καρτών·

δ)

10 % των άλλων άνευ όρων ακυρώσιμων δεσμεύσεων·

ε)

ονομαστική αξία των εκτός ισολογισμού στοιχείων με συντελεστή πιστωτικής μετατροπής 20 %·

στ)

ονομαστική αξία των εκτός ισολογισμού στοιχείων με συντελεστή πιστωτικής μετατροπής 50 %·

ζ)

ονομαστική αξία των εκτός ισολογισμού στοιχείων με συντελεστή πιστωτικής μετατροπής 100 %.

Όσον αφορά τις οντότητες που ενοποιούνται για λογιστικούς σκοπούς αλλά όχι για ρυθμιστικούς σκοπούς με βάση τον κίνδυνο, η τιμή του δείκτη αυξάνεται κατά το συνολικό ποσό των εξής στοιχείων:

α)

εντός ισολογισμού στοιχεία ενεργητικού·

β)

ενδεχόμενη μελλοντική έκθεση των συμβολαίων παραγώγων·

γ)

10 % των άνευ όρων ακυρώσιμων δεσμεύσεων·

δ)

άλλες δεσμεύσεις εκτός ισολογισμού·

ε)

μείον την αξία επενδύσεων στις ενοποιημένες οντότητες.

2.   Διασύνδεση

Όσον αφορά τους δείκτες διασύνδεσης, τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα περιλαμβάνουν τράπεζες και λοιπά ιδρύματα ανάληψης καταθέσεων, ομίλους τραπεζών, μεσίτες αξιογράφων, ασφαλιστικές εταιρείες, αμοιβαία κεφάλαια, αμοιβαία κεφάλαια αντιστάθμισης κινδύνου, ασφαλιστικά ταμεία, τράπεζες επενδύσεων και κεντρικούς αντισυμβαλλόμενους. Οι κεντρικές τράπεζες και οι λοιποί φορείς του δημοσίου τομέα (για παράδειγμα, πολυμερείς τράπεζες ανάπτυξης) αποκλείονται, αλλά περιλαμβάνονται οι εμπορικές τράπεζες που ανήκουν στο δημόσιο.

2.1.   Στοιχεία ενεργητικού εντός του χρηματοοικονομικού συστήματος

Τα στοιχεία ενεργητικού εντός του χρηματοοικονομικού συστήματος προκύπτουν από το άθροισμα των κεφαλαίων που είναι κατατεθειμένα ή δανεισμένα σε άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και των μη αναληφθέντων δεσμευμένων πιστωτικών ορίων που έχουν χορηγηθεί σε άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, των τίτλων που έχουν εκδοθεί από άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, του καθαρού θετικού τρέχοντος ανοίγματος των συναλλαγών χρηματοδότησης τίτλων και των εξωχρηματιστηριακών παραγώγων με άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που έχουν καθαρή θετική εύλογη αξία.

α)   Κατατεθειμένα ή δανεισμένα σε άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα κεφάλαια και μη αναληφθέντα δεσμευμένα πιστωτικά όρια

Τα κατατεθειμένα ή δανεισμένα σε άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα κεφάλαια και μη αναληφθέντα δεσμευμένα πιστωτικά όρια προκύπτουν από το άθροισμα των εξής στοιχείων:

1)

Κεφάλαια κατατεθειμένα ή δανεισμένα σε άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, συμπεριλαμβανομένων των πιστοποιητικών καταθέσεων·

2)

Μη αναληφθέντα δεσμευμένα πιστωτικά όρια που έχουν χορηγηθεί σε άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.

β)   Τίτλοι εκδοθέντες από άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα

Το στοιχείο αυτό αντανακλά όλους τους τίτλους που έχουν εκδοθεί από άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Το συνολικό ύψος των τίτλων υπολογίζεται στην εύλογη αξία, όσον αφορά τίτλους που ταξινομούνται ως διακρατούμενοι για εμπορική εκμετάλλευση και διαθέσιμοι προς πώληση· οι διακρατούμενοι έως τη λήξη τους τίτλοι υπολογίζονται στο αποσβεσμένο κόστος.

Οι εκδοθέντες από άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα τίτλοι προκύπτουν από το άθροισμα των ακόλουθων στοιχείων:

1)

Εξασφαλισμένα χρεόγραφα·

2)

Μη εξασφαλισμένα χρεόγραφα με εξοφλητική προτεραιότητα·

3)

Χρεόγραφα μειωμένης εξασφάλισης·

4)

Εμπορικά χρεόγραφα·

5)

το μέγιστο ποσό μεταξύ α) των μετοχών, συμπεριλαμβανομένου του άρτιου και του πλεονάσματος των κοινών και των προνομιούχων μετοχών, μείον τις αντισταθμιστικές αρνητικές θέσεις σε σχέση με τις συγκεκριμένες μετοχές και β) του μηδέν.

γ)   Συναλλαγές χρηματοδότησης τίτλων

Οι συναλλαγές χρηματοδότησης τίτλων περιλαμβάνουν το σύνολο του καθαρού θετικού τρέχοντος ανοίγματος των συναλλαγών χρηματοδότησης τίτλων με άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.

Σκοπός της δηλούμενης αξίας δεν είναι να αντανακλά τα ποσά που καταγράφονται στον ισολογισμό. Αντιπροσωπεύει το ενιαίο νομίμως κατεχόμενο ποσό ανά συμψηφιστικό σύνολο. Χρησιμοποιείται συμψηφισμός μόνο στις περιπτώσεις που οι συναλλαγές καλύπτονται από νομικά εφαρμοστέα συμφωνία συμψηφισμού. Στις περιπτώσεις που δεν πληρούνται τα κριτήρια αυτά, προσμετράται το ακαθάριστο ποσό του ισολογισμού. Δεν περιλαμβάνονται συναλλαγές δανεισμού μέσω εταιρικών μορφωμάτων.

δ)   Εξωχρηματιστηριακά παράγωγα με άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που έχουν καθαρή θετική εύλογη αξία

Τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα με άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που έχουν καθαρή θετική εύλογη αξία περιλαμβάνουν όλα τα ακόλουθα στοιχεία:

1)

Καθαρή θετική εύλογη αξία, συμπεριλαμβανομένων των πρόσθετων εξασφαλίσεων όταν αυτές περιλαμβάνονται στη σύμβαση-πλαίσιο συμψηφισμού·

2)

Ενδεχόμενη μελλοντική έκθεση.

2.2.   Υποχρεώσεις εντός του χρηματοοικονομικού συστήματος

Οι συνολικές υποχρεώσεις εντός του χρηματοοικονομικού συστήματος περιλαμβάνουν το σύνολο των καταθέσεων των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, των συναλλαγών χρηματοδότησης τίτλων και των εξωχρηματιστηριακών παραγώγων με άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που έχουν καθαρή αρνητική εύλογη αξία.

α)   Καταθέσεις χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων

Οι καταθέσεις χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων περιλαμβάνουν το σύνολο των ακόλουθων στοιχείων:

1)

Καταθέσεις οφειλόμενες σε οργανισμούς καταθέσεων·

2)

Καταθέσεις οφειλόμενες σε χρηματοπιστωτικά ιδρύματα πλην των οργανισμών καταθέσεων·

3)

Μη αναληφθέντα δεσμευμένα πιστωτικά όρια που χορηγούνται από άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.

β)   Συναλλαγές χρηματοδότησης τίτλων

Οι συναλλαγές χρηματοδότησης τίτλων αποτελούνται από το σύνολο της καθαρής αρνητικής τρέχουσας έκθεσης των συναλλαγών χρηματοδότησης τίτλων με άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.

γ)   Εξωχρηματιστηριακά παράγωγα με άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που έχουν καθαρή αρνητική εύλογη αξία

Τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα με άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που έχουν καθαρή αρνητική εύλογη αξία περιλαμβάνουν όλα τα ακόλουθα στοιχεία:

1)

Καθαρή αρνητική εύλογη αξία, συμπεριλαμβανομένων των πρόσθετων εξασφαλίσεων εφόσον αυτές περιλαμβάνονται στη σύμβαση-πλαίσιο συμψηφισμού·

2)

Ενδεχόμενη μελλοντική έκθεση.

2.3.   Κυκλοφορούντα χρεόγραφα

Ο δείκτης αντανακλά τη λογιστική αξία των κυκλοφορούντων χρεογράφων που έχουν εκδοθεί από τη σχετική οντότητα. Δεν πραγματοποιείται διάκριση μεταξύ δραστηριοτήτων εντός του χρηματοικονομικού συστήματος και λοιπών δραστηριοτήτων.

Τα συνολικά κυκλοφορούντα χρεόγραφα περιλαμβάνουν το σύνολο των εξής στοιχείων:

α)

Εξασφαλισμένα χρεόγραφα·

β)

Μη εξασφαλισμένα χρεόγραφα με εξοφλητική προτεραιότητα·

γ)

Χρεόγραφα μειωμένης εξασφάλισης·

δ)

Εμπορικά χρεόγραφα·

ε)

Πιστοποιητικά καταθέσεων·

στ)

Κοινές μετοχές·

ζ)

Προνομιούχες μετοχές και οποιαδήποτε άλλη μορφή χρηματοδότησης μειωμένης εξασφάλισης που δεν αναφέρεται στο στοιχείο γ).

3.   Δυνατότητα υποκατάστασης των υπηρεσιών ή της χρηματοοικονομικής υποδομής που παρέχει ο όμιλος

3.1.   Δραστηριότητα πληρωμών

Η συνολική δραστηριότητα πληρωμών συνίσταται στις πληρωμές που πραγματοποιήθηκαν κατά το έτος παροχής των στοιχείων, εξαιρουμένων των ενδοομιλικών πληρωμών.

Η σχετική αξία πληρωμών είναι η συνολική ακαθάριστη αξία όλων των πληρωμών τοις μετρητοίς που εστάλησαν από τον όμιλο παροχής στοιχείων μέσω συστημάτων μεταφοράς πληρωμών μεγάλης αξίας, μαζί με την ακαθάριστη αξία όλων των πληρωμών τοις μετρητοίς που εστάλησαν μέσω της αντιπροσώπου τράπεζας (για παράδειγμα, με τη χρήση λογαριασμού αντιπροσώπου ή λογαριασμού nostro). Περιλαμβάνονται οι πληρωμές τοις μετρητοίς που πραγματοποιήθηκαν εκ μέρους της σχετικής οντότητας, καθώς και όσες πραγματοποιήθηκαν εκ μέρους πελατών, συμπεριλαμβανομένων των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και άλλων εμπορικών πελατών. Δεν περιλαμβάνονται οι πληρωμές που πραγματοποιήθηκαν μέσω συστημάτων πληρωμών λιανικής. Περιλαμβάνονται μόνο οι εξερχόμενες πληρωμές. Η αξία υπολογίζεται σε ευρώ.

3.2.   Στοιχεία ενεργητικού υπό φύλαξη

Η αξία των στοιχείων ενεργητικού υπό φύλαξη είναι η αξία όλων των στοιχείων ενεργητικού, συμπεριλαμβανομένων των διασυνοριακών στοιχείων ενεργητικού, τα οποία κατείχε ο όμιλος παροχής των στοιχείων ως θεματοφύλακας εκ μέρους πελατών, συμπεριλαμβανομένων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων πλην του ομίλου παροχής των στοιχείων. Δεν περιλαμβάνονται στοιχεία ενεργητικού υπό διαχείριση που δεν ταξινομούνται επίσης ως στοιχεία ενεργητικού υπό φύλαξη.

3.3.   Συναλλαγές αναδοχής εκδόσεων σε αγορές δανείων και μετοχών

Το σύνολο των συναλλαγών αναδοχής εκδόσεων σε αγορές δανείων και μετοχών είναι το σύνολο των δραστηριοτήτων αναδοχής εκδόσεων μετοχών και των δραστηριοτήτων αναδοχής εκδόσεων χρεωστικών τίτλων.

Περιλαμβάνεται κάθε αναδοχή έκδοσης στην οποία η τράπεζα υποχρεούται να αγοράσει τους τίτλους που δεν έχουν πωληθεί. Όταν η αναδοχή έκδοσης πραγματοποιείται με τη μέγιστη δυνατή επιμέλεια (ήτοι, η τράπεζα δεν υποχρεούται να αγοράσει το εναπομένον απόθεμα), περιλαμβάνονται μόνο οι τίτλοι που όντως πωλήθηκαν.

4.   Πολυπλοκότητα του ομίλου

4.1.   Ονομαστική αξία των εξωχρηματιστηριακών παραγώγων

Ο δείκτης αυτός μετρά το αντικείμενο της ενασχόλησης του ομίλου παροχής των στοιχείων με συναλλαγές εξωχρηματιστηριακών παραγώγων και περιλαμβάνει κάθε είδος κατηγοριών κινδύνου και μέσων. Η πρόσθετη εξασφάλιση δεν αφαιρείται κατά τη δήλωση των ονοματικών αξιών των παραγώγων.

Η συνολική ονομαστική αξία των εξωχρηματιστηριακών παραγώγων είναι το σύνολο των εξωχρηματιστηριακών παραγώγων που εκκαθαρίστηκαν μέσω κεντρικού αντισυμβαλλομένου και των εξωχρηματιστηριακών παραγώγων που εκκαθαρίστηκαν διμερώς.

4.2.   Στοιχεία ενεργητικού 3ου επιπέδου

Η αξία των στοιχείων ενεργητικού 3ου επιπέδου είναι η αξία όλων των στοιχείων ενεργητικού που τιμολογούνται σε επαναλαμβανόμενη βάση με τη χρήση εισροών μέτρησης 3ου επιπέδου.

4.3.   Εμπορικά και διαθέσιμα προς πώληση χρεόγραφα

Τα εμπορικά και διαθέσιμα προς πώληση χρεόγραφα είναι το συνολικό ποσό των χρεογράφων στις λογιστικές κατηγορίες διακρατούμενων για εμπορική εκμετάλλευση και διαθέσιμων προς πώληση χρεογράφων μείον το υποσύνολο των χρεογράφων στις κατηγορίες αυτές που είναι επιλέξιμα για ταξινόμηση ως ρευστά στοιχεία ενεργητικού υψηλής ποιότητας.

5.   Διασυνοριακή δραστηριότητα του ομίλου

5.1.   Διακρατικές απαιτήσεις

Η αξία των διακρατικών απαιτήσεων είναι η αξία του συνόλου των απαιτήσεων σε όλους τους τομείς, οι οποίες, με βάση τον τελικό κίνδυνο, είναι διακρατικές απαιτήσεις, εγχώριες απαιτήσεις ξένων συνδεδεμένων εταιρειών σε συνάλλαγμα ή εγχώριες απαιτήσεις ξένων συνδεδεμένων εταιρειών στο εγχώριο νόμισμα, εξαιρουμένης της δραστηριότητας των παραγώγων. Οι διακρατικές απαιτήσεις αφορούν τις απαιτήσεις ενός γραφείου σε μια χώρα προς έναν δανειολήπτη σε άλλη χώρα. Οι εγχώριες απαιτήσεις ξένων συνδεδεμένων εταιρειών σε συνάλλαγμα και εγχώριο νόμισμα αφορούν τις απαιτήσεις ενός εγχώριου γραφείου της τράπεζας προς δανειολήπτες στον ίδιο τόπο.

5.2.   Διακρατικές υποχρεώσεις

Το σύνολο των διακρατικών υποχρεώσεων είναι το σύνολο των εξής στοιχείων, μείον τυχόν υποχρεώσεις προς το εξωτερικό προς αρμόδια γραφεία που αναφέρονται στο στοιχείο β):

α)

Εγχώριες υποχρεώσεις στο εγχώριο νόμισμα·

β)

Υποχρεώσεις προς το εξωτερικό (εξαιρουμένων εγχώριων υποχρεώσεων στο εγχώριο νόμισμα).


Top