EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52012IE1374

Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα «Μια επίκαιρη ανάλυση του κόστους της μη Ευρώπης» (γνωμοδότηση πρωτοβουλίας)

ΕΕ C 351 της 15.11.2012, p. 36–41 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

15.11.2012   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 351/36


Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα «Μια επίκαιρη ανάλυση του κόστους της μη Ευρώπης» (γνωμοδότηση πρωτοβουλίας)

2012/C 351/08

Εισηγητής: ο κ. Γεώργιος ΝΤΑΣΗΣ

Συνεισηγητής: ο κ. Luca JAHIER

Στις 14 Ιουλίου 2011 η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή αποφάσισε, σύμφωνα με το άρθρο 29 παράγραφος 2 του Εσωτερικού της Κανονισμού, να καταρτίσει γνωμοδότηση πρωτοβουλίας με θέμα

«Μια ενημερωμένη ανάλυση του κόστους της μη Ευρώπης»

(γνωμοδότηση πρωτοβουλίας)

Η υποεπιτροπή «Το κόστος της μη Ευρώπης», στην οποία ανατέθηκαν οι σχετικές προπαρασκευαστικές εργασίες, υιοθέτησε τη γνωμοδότησή της στις 19 Ιουνίου 2012.

Κατά την 483η σύνοδο ολομέλειάς της, της 18ης και της 19ης Σεπτεμβρίου 2012 (συνεδρίαση της 18ης Σεπτεμβρίου), η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή υιοθέτησε την ακόλουθη γνωμοδότηση με 154 ψήφους υπέρ, 5 κατά και 7 αποχές.

1.   Σύνοψη

1.1

Το ζήτημα του «κόστους της μη Ευρώπης», που επανεμφανίζεται ένα τέταρτο του αιώνα σχεδόν μετά από τη δημοσίευση της έκθεσης Cecchini του 1988, φαίνεται ένας εύστοχος και ενδιαφέρον τρόπος να δοθεί μια περαιτέρω ώθηση στον προβληματισμό σχετικά με την συνέχιση της ευρωπαϊκής οικοδόμησης. Ενώ, όμως, η έκθεση Cecchini εξέταζε το θέμα αποκλειστικά υπό το πρίσμα της ενιαίας αγοράς, σήμερα είναι απαραίτητο να προχωρήσουμε πολύ πιο πέρα και να συζητήσουμε για το κόστος από τη μη ολοκλήρωση της οικονομικής και πολιτικής ένωσης στην Ευρώπη, το οποίο είναι εξαιρετικά υψηλό ήδη και μπορεί να διογκωθεί ακόμη περισσότερο εάν δεν αναληφθεί καμία δράση.

1.2

Το πρόβλημα τίθεται με ιδιαίτερη οξύτητα στην παρούσα συγκυρία όπου — υπό την πίεση των χρηματοπιστωτικών αγορών, αλλά και νέων δεσμευτικών θεσμικών κανόνων — τα εθνικά κράτη θα εξαναγκαστούν να εντείνουν τις προσπάθειες μείωσης του χρέους τους. Πώς να επιτευχθεί όμως αυτός ο στόχος χωρίς να θυσιαστεί η ανάπτυξη που απαιτούν και οι αγορές; Η καλύτερη μέθοδος για να αποτραπεί ένας ατέρμων φαύλος κύκλος ύφεσης χωρίς να βυθιστεί σημαντικό τμήμα του πληθυσμού της ΕΕ στη φτώχεια και στην εξαθλίωση, θα ήταν να επιτευχθεί η συγκέντρωση σε ευρωπαϊκό επίπεδο ορισμένων ειδών δαπανών, καθώς και να εφαρμοστούν πιο φιλόδοξες ευρωπαϊκές πολιτικές. Αυτό θα επιτρέψει στην Ένωση θέσει σε κίνηση έναν ενάρετο κύκλο ανάπτυξης, να μορφώσει μια ισχυρή οικονομική, βιομηχανική και τεχνολογική ταυτότητα μέσα στο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον και να προασπίσει το κοινωνικό μας πρότυπο στο οποίο οφείλει η Ένωση την ύπαρξή της με την σημερινή της μορφή.

1.3

Το να τεθεί το ζήτημα του κόστους της μη Ευρώπης έτσι όπως προτείνεται στην παρούσα γνωμοδότηση παρουσιάζει ασφαλώς ορισμένα μεθοδολογικά και τεχνικά μειονεκτήματα. Το κύριο πλεονέκτημα, όμως, είναι ότι έτσι μπορούν να διατυπωθούν ορισμένα δύσκολα αμφισβητήσιμα δια της λογικής επιχειρήματα για την έξοδο από τη σημερινή κρίση καθώς και τη συνέχιση και την ολοκλήρωση μιας πραγματικής οικονομικής και πολιτικής ένωσης στην Ευρώπη. Κατά βάθος, πρέπει να δοθεί μια περίτρανη απόδειξη, ώστε να πεισθεί η κοινή γνώμη όλων των κρατών να βρει λύσεις στα προβλήματα γέρνοντας τη ζυγαριά της επικουρικότητας προς την κατεύθυνση περισσότερης και καλύτερης Ευρώπης, τη στιγμή όπου ορισμένες πολιτικές δυνάμεις προσπαθούν να την παρουσιάσουν ως αποδιοπομπαίο τράγο.

1.4

Από αυτή την άποψη, η στρατηγική «Ευρώπη 2020» διαθέτει εξαιρετικά ενδιαφέροντα στοιχεία. Οφείλουμε να χαιρετίσουμε τη φιλοδοξία της για την προώθηση μιας πραγματικής σύγκλισης, ιδίως χάρη σε κοινές πολιτικές και στόχους και σε έναν ενισχυμένο συντονισμό μεταξύ κρατών μελών, σε όλα τα επίπεδα και στα πεδία όπου η ευρωπαϊκή προσέγγιση είναι ακόμη ανύπαρκτη ή υποτυπώδης. Ωστόσο, τίθεται το ερώτημα κατά πόσον η στρατηγική αυτή είναι ικανή να ανταποκριθεί στην πρόκληση της επίτευξης μιας πραγματικής οικονομικής και πολιτικής ένωσης, ικανής να ενισχύει τις θέσεις της Ευρώπης μέσα στο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον και κατά πόσον το μέλλον της —εάν παραμείνει ως έχει— προδιαγράφεται πιο ευοίωνο από της στρατηγικής της Λισαβόνας.

1.5

Κρίνουμε απαραίτητο να προχωρήσουμε περαιτέρω και να εμφανιστούμε αυτόκλητοι στις ανά εξάμηνο προγραμματισμένες συζητήσεις των ιθυνόντων τόσο της ευρωζώνης των 17 όσο και του συνόλου των 27, και να αιφνιδιάσουμε τους αρχηγούς μας και την κοινή γνώμη, κάνοντάς τους να συνειδητοποιήσουν την επαναστατική ανατροπή που πρέπει να επέλθει στις σχέσεις κρατών-Ευρώπης-κόσμου. Το «κόστος της μη Ευρώπης» που υφιστάμεθα σήμερα και κινδυνεύουμε να υποστούμε στο μέλλον αποτελεί εξαίρετο μέσον για να κινηθούμε προς αυτή την κατεύθυνση. Καταδεικνύοντας τα οφέλη σε όρους οικονομικούς, πολιτικούς και στρατηγικούς, πρέπει να ανατραπεί η επιρροή των ευρω-σκεπτικιστών και να χρησιμοποιηθεί η μαρτυρία της κοινής γνώμης: η Ευρώπη δεν είναι το πρόβλημα· οφείλει να είναι η λύση.

1.6

Πλεονέκτημα αυτής της προσέγγισης είναι ότι συμβάλλει στη μείωση του κόστους, στην καλύτερη διαχείριση των δαπανών και στην αύξηση των ευκαιριών για την εξεύρεση της κατάλληλης απάντησης στις σημερινές προκλήσεις, ώστε να βρεθεί μια θριαμβευτική διέξοδος που θα ωφελεί όλους.

1.7

Με δεδομένα όλα αυτά τα στοιχεία, το κόστος της μη Ευρώπης πρέπει να μελετηθεί μέσα σε ένα πνεύμα πολύ ευρύτερο από αυτό που προτείνεται στη μελέτη που ανέθεσε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή με θέμα «Το κόστος της μη Ευρώπης: το ανεκμετάλλευτο δυναμικό της Ενιαίας Ευρωπαϊκής Αγοράς» Δεν έχουμε ανάγκη από μια νιοστή μελέτη (πιθανότατα εξαιρετικής ποιότητας, κατά τα άλλα) που θα «κοιμάται» στις βιβλιοθήκες μας και θα την συμβουλεύονται από καιρού εις καιρόν κάποιοι εξειδικευμένοι εμπειρογνώμονες.

1.8

Η ΕΟΚΕ ζητά συνεπώς από την Επιτροπή να προβεί, σε μία πρώτη φάση, σε μία όσο το δυνατό ακριβέστερη εκτίμηση του συνολικού κόστους της μη Ευρώπης που αναφέρεται στην γνωμοδότηση αυτή, καθώς και των επιπτώσεών του για την απασχόληση και την ανάπτυξη. Σε μία δεύτερη φάση, προτείνουμε να συμπεριληφθούν στη στρατηγική «Ευρώπη 2020» μετρήσιμοι στόχοι όσον αφορά τη μείωση του κόστους αυτού, με ένα σαφές σχέδιο δράσης και μία συστηματική αξιολόγηση της προόδου εφαρμογής του.

2.   Γενικές παρατηρήσεις

2.1

Το ζήτημα του κόστους της μη Ευρώπης το έχει θίξει η ΕΟΚΕ, υπό διάφορες οπτικές γωνίες, σε πολλές γνωμοδοτήσεις που εξέδωσε τα τελευταία χρόνια (1). Στα τέλη του 2010, ο προβληματισμός σχετικά με τη μη Ευρώπη ανακινήθηκε από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η οποία, μάλιστα, ανέθεσε την εκπόνηση φιλόδοξης μελέτης με στόχο την ενημέρωση των στοιχείων της έκθεσης Cecchini (2)  (3)

2.2

Η επιλογή της Επιτροπής και του Κοινοβουλίου ως προς τη μέθοδο και το αντικείμενο φαίνεται ότι αντλεί την αιτιολογία της στην προετοιμασία της Πράξης ΙΙ για την Ενιαία Αγορά (Single Market Act II), παρότι στις ανακοινώσεις τους δίδεται επίσης έμφαση στην ανάγκη οριοθέτησης του θέματος και «επιστημονικής τεκμηρίωσής» (4) του, η οποία θα μπορούσε να καλυφθεί από μια τέτοια διεργασία. Ας υπενθυμιστεί ότι οι σχετικά σύνθετες προσομοιώσεις της έκθεσης Cecchini κατέληγαν σε όφελος που εκτιμούνταν τότε σε 4,5 % έως 7 % του κοινοτικού ΑΕγχΠ (για τα 12 κράτη μέλη), με προβλεπόμενη δημιουργία 2 έως 5 εκατομμυρίων πρόσθετων θέσεων εργασίας εντός του ενοποιημένου χώρου. Εντούτοις, οι εκτιμήσεις αυτές στηρίζονταν σε μια μεθοδολογική προσέγγιση και σε αρχικές υποθέσεις που επιδέχονται, ενδεχομένως, επικρίσεις και αμφισβητήσεις. Επιπλέον, παρά την επιτυχία που σημείωσαν σε επικοινωνιακό επίπεδο, οι προβλέψεις αυτές, εξ όσων γνωρίζουμε, δεν αποτέλεσαν ποτέ αντικείμενο τεκμηριωμένου απολογισμού, βάσει του οποίου θα μπορούσε να αξιολογηθεί εκ των υστέρων ο βαθμός ακρίβειάς τους (5).

2.3

Η ΕΟΚΕ χαιρετίζει το γεγονός ότι το θέμα επανέρχεται στο προσκήνιο, παρότι είναι αξιοπερίεργο πως αυτό συμβαίνει σχεδόν ένα τέταρτο του αιώνα μετά τη δημοσίευση της έκθεσης Cecchini. Ωστόσο, ο τρόπος χειρισμού του θέματος —δηλαδή η υιοθέτηση της ίδιας μεθοδολογίας και η εκτίμηση, για μία ακόμη φορά, του ενδεχόμενου οικονομικού αντίκτυπου από την άρση των φραγμών στις συναλλαγές εντός της ενιαίας αγοράς— θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως περιοριστική προσέγγιση, στην καλύτερη περίπτωση, ενώ στη χειρότερη ως σαφώς ακατάλληλη, τουλάχιστον για δύο συμπληρωματικούς λόγους.

2.4

Ο πρώτος αφορά τον κίνδυνο εγκλωβισμού σε έναν προβληματισμό σχετικά με το κόστος της μη Ευρώπης που θα ήταν καθαρά τεχνικός (για να μην πούμε τεχνοκρατικός), ενώ στις κοινωνικές επιστήμες ο τεχνικός χαρακτήρας συχνά αποτελεί ψευδαίσθηση και μόνον, παρά την ενδεχόμενη χρήση εξαιρετικά σύνθετων εργαλείων.

2.5

Ο δεύτερος, που είναι ακόμη πιο καίριος, συνίσταται στο γεγονός η σημερινή εποχή είναι εντελώς διαφορετική. Το 1988, ο προβληματισμός αφορούσε κυρίως την πορεία της κοινής αγοράς, που μετονομάσθηκε σε «ενιαία αγορά». Από αυτή την άποψη, η έκθεση Cecchini υπήρξε χρησιμότατη, δεδομένου ότι υπέδειξε και εκτίμησε ποσοτικά τα σχετικά εμπόδια και καθυστερήσεις. Προσέφερε, λοιπόν, επιχειρήματα για ένα πρόγραμμα νέας ώθησης και για μια θετική δυναμική, που κατέληξαν ειδικότερα στο πρόγραμμα Delors και στον οικείο στόχο του 1992.

2.6

Εν έτει 2012, το επίκεντρο του προβλήματος δεν έγκειται στην πορεία της ενιαίας αγοράς. Όχι μόνον η οικοδόμηση της ενιαίας αγοράς έχει σημειώσει μεγάλες προόδους εδώ και ένα τέταρτο του αιώνα, αλλά κυρίως η συγκυρία έχει εξελιχθεί σημαντικά και φαίνεται να σηματοδοτείται σήμερα από πέντε τουλάχιστον μείζονα νέα στοιχεία σε σύγκριση με τα τέλη της δεκαετίας του ’80: 1) η παγκοσμιοποίηση έχει προχωρήσει πολύ περισσότερο, με την είσοδο στη διεθνή αγορά των αναδυόμενων χωρών, όπως η Βραζιλία, η Ινδία και κυρίως η Κίνα, ενώ στη δεκαετία του ’80 οι ανταγωνιστές της Ευρώπης ήταν κυρίως οι προηγμένες χώρες· 2) η Ευρώπη απαρτίζεται από 27 έθνη, με επίπεδο ανάπτυξης, οικονομικές δομές και κοινωνικά συστήματα πολύ περισσότερο ανομοιογενή απ’ ό,τι κατά τη δεκαετία του ’80· 3) η ευρωπαϊκή οικοδόμηση έχει σαφώς προχωρήσει και έχουν εμφανιστεί ορισμένοι καίριοι θεσμοί, όπως το ευρώ και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ)· 4) η οικονομική κρίση, που όμοιά της δεν έχουμε γνωρίσει από τη δεκαετία του ’30, συνεχίζει να μαίνεται, υπό την νέα μορφή της «κρίσης του δημοσίου χρέους» των κρατών· 5) τέλος, τα ευρωπαϊκά κράτη αντιμετωπίζουν την επιτακτική ανάγκη μείωσης του χρέους εντός των προσεχών ετών.

2.7

Όλα αυτά τα στοιχεία μάς οδηγούν στην πρόταση να τεθεί ο προβληματισμός σχετικά με το κόστος της μη Ευρώπης με εντελώς διαφορετικό τρόπο. Το μειονέκτημα της Ευρώπης στην παρούσα φάση δεν αφορά τόσο τις καθυστερήσεις ως προς την οικοδόμηση της ενιαίας της αγοράς (από την οποία, εξάλλου, οι ανταγωνιστές μας επωφελούνται όσο και οι ίδιοι οι Ευρωπαίοι). Αφορά κυρίως την εδραίωση μιας ισχυρής οικονομικής, βιομηχανικής και τεχνολογικής ταυτότητας σε μία παγκοσμιοποίηση που έχει πλέον πολυπολικό χαρακτήρα και οδηγεί σε έναν ολοένα και πιο αμείλικτο ανταγωνισμό από τις λεγόμενες «αναδυόμενες» δυνάμεις, σε περιβάλλον πρωτόγνωρης συστημικής κρίσης.

2.8

Επομένως, ο προβληματισμός πρέπει να εξετάζει το συνολικό κόστος της μη Ευρώπης, που απορρέει από τη μη ολοκλήρωση της ευρωπαϊκής οικοδόμησης. Το κόστος αυτό είναι ασύγκριτα υψηλότερο απ’ αυτό που θα μπορούσε να προκληθεί από φραγμούς στις ενδοκοινοτικές συναλλαγές που πιθανόν να υφίστανται ακόμη. Η ΕΟΚΕ έχει επίγνωση του γεγονότος ότι η προσέγγιση του θέματος από μια οπτική γωνία τόσο ευρεία και τόσο βαθιά πολιτική, παρουσιάζει δυσχέρειες, είναι όμως η μόνη που έχει νόημα, κατά τη γνώμη μας, υπό τις παρούσες συνθήκες (6).

3.   Η Ευρώπη και τα κεκτημένα της

3.1

60 χρόνια πριν, η ελπίδα των Ευρωπαίων να ζήσουν ειρηνικά αποκρυσταλλώθηκε με την ίδρυση της πρώτης Ευρωπαϊκής Κοινότητας: της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα (ΕΚΑΧ). Η πορεία προς την ενοποίηση υπήρξε αργή αλλά σταθερή έως το 1992. Τα 20 τελευταία χρόνια, η διεύρυνση της Ένωσης σε 27 κράτη μέλη υπήρξε αναμφίβολα μία πρόοδος κεφαλαιώδους σημασίας, αλλά η μόνη ολοκληρωμένη πρόοδος. Η εμβάθυνση της Ένωσης, που αναγγέλλεται ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’80, έχει παραμεληθεί. Το ενιαίο νόμισμα, η ενιαία αγορά, οι πολιτικές συνοχής ή η ΚΓΠ συνιστούν ασφαλώς σημαντικά αλλά ελλιπή κεκτημένα, που δεν αρκούν για τη δημιουργία μιας πραγματικής Ένωσης.

3.2

Πέρα από τους όρους του προβληματισμού, υπάρχει βέβαια και ο προβληματισμός σχετικά με τους όρους. Τι σημαίνει «κόστος»; Τι σημαίνει «μη Ευρώπη»; Μέχρι και τι σημαίνει «μη»; Εν δυνάμει, τα πάντα μπορούν να θεωρηθούν ως «Ευρώπη» ή ως «μη Ευρώπη». Είναι αντικειμενικά δύσκολο να επιλεγούν τα μέσα, οι πολιτικές, τα δημόσια αγαθά για τα οποία γίνεται λόγος, να απομονωθεί ο αντίκτυπός τους, να προσδιοριστεί σε ποιο επίπεδο (ευρωπαϊκό, εθνικό ή τοπικό) θα ήταν αποτελεσματικότερη η ανάπτυξή τους, να αποφασιστεί υπό ποίους όρους πρέπει να εκφραστεί το κόστος/όφελος ή ακόμη σε τι βάθος χρόνου πρέπει αυτό να αναλυθεί (και ο κατάλογος των δυσχερειών δεν τελειώνει εδώ). Με δεδομένα όλα αυτά, το να αποφασίσουμε από κοινού μια αυστηρή μεθοδολογική προσέγγιση και να προχωρήσουμε πέρα από τις συναινετικές γενικολογίες δεν είναι εύκολη υπόθεση. Το σημείωμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με τις μεθοδολογικές πτυχές προσφέρει πολύτιμες διευκρινίσεις επί του θέματος και καταδεικνύει περίτρανα τον εξαιρετικά σύνθετο χαρακτήρα του.

3.3

Ωστόσο, όποιος και να είναι ο τρόπος προσέγγισης ή οι ορισμοί των εννοιών, ακόμη και οι ευρύτεροι δυνατοί, δεν μπορούν να εντάξουν στο πεδίο του προβληματισμού ένα μέρος των θεμελιωδών δημόσιων αγαθών (όπως η ειρήνη ή η ελεύθερη κυκλοφορία των πολιτών) που έχει προσφέρει η ευρωπαϊκή οικοδόμηση μέσα σε μόλις περισσότερο από μισό αιώνα ζωής.

3.4

Δεν θα δοκιμάσουμε να εκτιμήσουμε ποσοτικά τη συμβολή τους στην ευζωία των Ευρωπαίων πολιτών ούτε να επιδοθούμε σε εναλλακτικές ιστορικές αναλύσεις («τι θα είχε γίνει εάν δεν είχε πραγματοποιηθεί η ευρωπαϊκή οικοδόμηση υπό τη σημερινή της μορφή;»).Ωστόσο, δεν θα ήταν μάταιο, τη στιγμή όπου το επιχείρημα για το «κόστος της Ευρώπης» γίνεται όλο και περισσότερο «της μόδας», να υπενθυμίσουμε ότι η ιστορία της ηπείρου μας δεν υπήρξε πάντοτε αυτή που γνωρίζουμε από το 1945 και εντεύθεν. Η ειρήνη, η ευημερία, τα θεμελιώδη δικαιώματα (όπως εκφράζονται στον Χάρτη της ΕΕ (7)), η ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων και των εμπορευμάτων, η δυνατότητα χρήσης του ίδιου νομίσματος ένθεν κακείθεν των συνόρων, η σταθερότητα των τιμών και άλλα πλεονεκτήματα που είναι πλέον μέρος της καθημερινότητάς μας εκλαμβάνονται από πολλούς ανάμεσά μας (κυρίως από τη νέα γενιά) ως απόλυτα φυσιολογικά, ένα είδος φυσικής κατάστασης: οι έλεγχοι στα γαλλο-γερμανικά σύνορα θα φαίνονταν μια ενοχλητική παραξενιά, ενώ το φάσμα ενός πολέμου μεταξύ ευρωπαϊκών κρατών φαντάζει σαν κακόγουστο αστείο. Είναι πασιφανές ότι είναι δύσκολο, εάν όχι αδύνατο, να πούμε με βεβαιότητα ποια θα ήταν η κατάσταση σήμερα εάν είχαμε παραμείνει στα καθαρά εθνικά πλαίσια. Πάντως, δεν θα ήταν παράλογο να ισχυριστούμε ότι η ευρωπαϊκή οικοδόμηση διευκόλυνε, αν μη τι άλλο, την εμφάνιση των δημόσιων αυτών αγαθών και τα κατέστησε τόσο προφανή και φυσιολογικά για όλο τον κόσμο.

3.5

Σημαίνει όμως αυτό ότι πρόκειται πλέον για αγαθά εξασφαλισμένα στο διηνεκές; Αυτό δεν είναι καθόλου βέβαιο. Το ενδεχόμενο ενός αδελφοκτόνου πολέμου θα φάνταζε εξίσου άτοπο και απίθανο σε έναν Γιουγκοσλάβο τη δεκαετία του ’80, πράγμα που δεν εμπόδισε τις αιματηρές συγκρούσεις μετά τη διάσπαση της χώρας. Τα άλλα κεκτημένα, που χρειάστηκαν δεκαετίες για να διαμορφωθούν, θα μπορούσαν να καταλυθούν: η καθιέρωση των ελέγχων στα σύνορα ή η αμφισβήτηση της ευρωζώνης αποτελούν προοπτικές που αναφέρονται σήμερα εδώ κι εκεί ανενδοίαστα, είτε από σχολιαστές είτε από ευρωσκεπτικιστικά ή/και λαϊκίστικα πολιτικά κόμματα, όλο και συχνότερα όμως και από παραδοσιακές πολιτικές δυνάμεις.

3.6

Τέλος, χωρίς να υπεισέλθουμε στα πιο ακραία σενάρια, το ζήτημα του κόστους της μη Ευρώπης θα τεθεί αναπόφευκτα σε περίπτωση μερικής ή πλήρους κατάργησης ορισμένων καίριων θεσμών, όπως το ενιαίο νόμισμα. Σε πρόσφατη μελέτη της τράπεζας UBS (8) —η οποία, ωστόσο, μπορεί να επικριθεί ποικιλοτρόπως από μεθοδολογική άποψη—, το κόστος της εξόδου από το ευρώ για μια «αδύναμη» χώρα εκτιμάται σε 40-50 % του ΑΕγχΠ για το πρώτο έτος και μόνο. Ακόμη και σε περίπτωση εξόδου μιας «ισχυρής» χώρας (όπως η Γερμανία), το κόστος γι’ αυτήν θα ανερχόταν σε 20-25 % του ΑΕγχΠ για το πρώτο έτος μόνο, δηλαδή σε 6 000 έως 8 000 EUR κατά κεφαλήν. Όλα αυτά χωρίς να υπολογιστούν οι αποσταθεροποιητικές συνέπειες σε πολιτικό επίπεδο, ο ενδεχόμενος νομισματικός πόλεμος με αλυσιδωτές ανταγωνιστικές υποτιμήσεις, η ανάδυση πολιτικών προστατευτισμού σε εθνικό επίπεδο και η εν δυνάμει καταστροφική επίπτωση στις προβλέψεις των οικονομικών φορέων. Αυτά τα φαινόμενα θα κινδύνευαν να βυθίσουν την Ευρώπη σε παρατεταμένη ύφεση για πολλά χρόνια. Κανείς δεν είναι σε θέση να προβλέψει τις συνέπειες τέτοιων γεγονότων, θα ήταν όμως αναμενόμενο να προκαλέσουν σημαντικές γεωπολιτικές ανακατατάξεις που θα οδηγήσουν σε νέες συμμαχίες, ενδεχομένως αποσταθεροποιητικές για την Ευρώπη ως ενιαίο πολιτικό και οικονομικό συνασπισμό.

4.   Δεν υπάρχει Ευρωπαϊκή Ένωση χωρίς πραγματική οικονομική ένωση

4.1

Αντίθετα προς τις δημαγωγικές απόψεις που διαδίδουν ορισμένα πολιτικά ρεύματα σε πολλές χώρες της ΕΕ, ιδίως από το ξέσπασμα της κρίσης του 2008-2009 και τις πολυάριθμες παραλλαγές της που ακολούθησαν, οι σημερινές οικονομικές δυσχέρειες δεν συνδέονται με τις «υπερβολές των ευρωκρατών των Βρυξελλών», αλλά ακριβώς με τον βαθιά ανολοκλήρωτο χαρακτήρα της ευρωπαϊκής οικοδόμησης. Ο προβληθείς στόχος της οικοδόμησης μιας νομισματικής και οικονομικής ένωσης στην πραγματικότητα ποτέ δεν επετεύχθη. Η ένοχη αδιαφορία που επέδειξαν τα ευρωπαϊκά κράτη και οι ευρωπαϊκοί θεσμοί αναβάλλοντας ακατάπαυστα τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις για την ολοκλήρωση μιας πραγματικής οικονομικής ενοποίησης αλλά και της διαδικασίας που είναι απαραίτητη για τη λήψη νόμιμων και δημοκρατικών αποφάσεων στα κράτη μέλη (ορισμένα από τα οποία προβλήθηκαν έντονα από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης)κατέληξε — απέναντι σε ένα ασύμμετρο εξωτερικό σοκ ανήκουστης βιαιότητας — στη δημιουργία ενός φαύλου κύκλου δυσπιστίας των αγορών. Το κόστος που δημιουργεί αυτή η κατάσταση βαρύνει όλο και περισσότερο όλες τις χώρες της Ένωσης, σε όρους ανταγωνιστικότητας, οικονομικής ανάπτυξης και απασχόλησης, αλλά και ακόμη και σε όρους δημοκρατικής νομιμότητας σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

4.2

Η δημιουργία μιας νομισματικής ένωσης χωρίς πραγματική οικονομική ένωση κατέδειξε πλέον τα όριά της, προκαλώντας εντέλει αποκλίσεις αντί να οδηγήσει σε σύγκλιση. Σήμερα, η Ευρώπη δεν διαθέτει πλέον τον ιστορικό χρόνο να περιμένει να προχωρήσουν από μόνα τους τα πράγματα, φυσιολογικά, σε ένα απώτερο μέλλον. Το δίλημμα είναι: ή προχωρά γρήγορα για να ολοκληρώσει μια πραγματική ευρωπαϊκή οικονομική ένωση, που θα διαθέτει τον αποτελεσματικό μηχανισμό ο οποίος απαιτείται για την αντιμετώπιση των ασυμμετρικών κρίσεων, ή χρεώνεται το εκρηκτικό ενδεχομένως κόστος της μελλοντικής μη ένωσης.

4.3

Οι σημερινές δυσκολίες του ευρώ, ενός νομίσματος «ημιτελούς» ως προς την ίδια του την υπόσταση, ανακλούν ακριβώς αυτή την κατάσταση. Τα σχετικά επίπεδα δημοσίου χρέους στο σύνολο της ευρωζώνης, ακόμη και στις περισσότερες από τις ευρωπαϊκές χώρες που θεωρούνται «επαπειλούμενες», είναι κατώτερα από εκείνα των λεγόμενων «ανεπτυγμένων» χωρών, όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες, το Ηνωμένο Βασίλειο ή η Ιαπωνία. Όμως, ενώ το δολάριο, η στερλίνα ή το γιεν θεωρούνται αντιληπτά ως τα νομίσματα μιας πραγματικής «αυτοτελούς» δύναμης, το ευρώ το υπονομεύουν η εικόνα ενός νομίσματος που δεν φαίνεται να ανήκει σε σαφώς προσδιορισμένο πεδίο κυριαρχίας (9), η περιοριστική αποστολή που έχει ανατεθεί στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και η απουσία πραγματικής οικονομικής διακυβέρνησης σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Για όλους τους παραπάνω λόγους, είναι θεμελιώδους σημασίας να επιτευχθεί στην πράξη η υλοποίηση μίας Οικονομικής Ευρωπαϊκής Ένωσης, με σαφείς, κυρίως εκτελεστικούς, κανόνες και αρμοδιότητες σε όλα τα επίπεδα, πράγμα που είναι ανέφικτο χωρίς ριζικές πολιτικές μεταρρυθμίσεις που θα προσέδιδαν σε μία τέτοια ένωση την απαραίτητη νομιμότητα.

4.4

Το συνολικό κόστος αυτής της δυσπιστίας των αγορών, η οποία εξάλλου ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό για την παρούσα συγκυρία ύφεσης, είναι δύσκολο να υπολογισθεί. Ωστόσο, το «κόστος της μη Ευρώπης» για τους δημόσιους προϋπολογισμούς, και μόνο λόγω των ασφαλίστρων κινδύνου που επιβάλλονται σήμερα σε ορισμένα κράτη, θα μπορούσε να εκτιμηθεί σε ποσοστό από 0,4 έως 1,5 % του ΑΕγχΠ το 2012 και έως 1,8 % και 2,4 % του ΑΕγχΠ για το 2013 και το 2014 αντιστοίχως (ήτοι 42 και 56 δις ευρώ), για το σύνολο της ευρωζώνης – με μεγάλες αποκλίσεις, βεβαίως, μεταξύ των χωρών (10).

4.5

Εάν είχε ολοκληρωθεί η οικονομική οικοδόμηση, ιδίως με την πρόβλεψη πιο προωθημένης δημοσιονομικής και φορολογικής ενοποίησης, η οποία να υπόκειται σε αυστηρούς όρους και ελέγχους, αυτά τα ασφάλιστρα κινδύνου θα είχαν ίσως εξαλειφθεί, με την εισαγωγή μηχανισμών αμοιβαίας ανάληψης των κινδύνων σε ευρωπαϊκό επίπεδο (όπως τα ευρωομόλογα ή άλλες λύσεις), αντί να αυτοσχεδιάζονται για την κάθε περίπτωση μηχανισμοί έκτακτης ανάγκης που «μπαλώνονται» ξανά και ξανά όταν η κατάσταση είναι πλέον αφόρητη. Τα κράτη της Ευρώπης πρέπει να αποκτήσουν το θάρρος να μην αναλαμβάνουν ενέργειες ως αντίδραση στις καταστάσεις: πρέπει να υιοθετήσουν ένα συνεκτικό σχέδιο δράσης και συνεκτικές θεσμικές μεταρρυθμίσεις για να δώσουν μια συνολική λύση στη σημερινή κρίση, που θα προδιαγράφει μια πραγματικά αξιόπιστη προοπτική.

4.6

Πρόσφατα, σημειώθηκαν ορισμένα βήματα προς την κατεύθυνση αυτή. Δυστυχώς, δεν φαίνεται να ανταποκρίνονται στο ύψος των περιστάσεων.

5.   Τα οφέλη που αναμένονται από την Ευρωπαϊκή Ένωση

5.1

Οι τελευταίες δεσμεύσεις που ανελήφθησαν κατά τη σύνοδο κορυφής στις Βρυξέλλες της 9ης Δεκεμβρίου 2011, οι οποίες επανέρχονται στους κανόνες του Συμφώνου Σταθερότητας του Μάαστριχτ, προϋποθέτουν τη δραστική μείωση του δημοσίου χρέους των κρατών, με τη θέσπιση αυτόματων πλέον κυρώσεων για διαπιστωθείσες παραβάσεις σε περίπτωση παραβίασης του «χρυσού κανόνα». Τα κράτη, λοιπόν, θα εξαναγκαστούν, υπό την πίεση όχι μόνο των χρηματοπιστωτικών αγορών αλλά και των νέων δεσμευτικών κανόνων, να εντείνουν τις προσπάθειές τους για μείωση του χρέους.

5.2

Το καίριο ερώτημα που τίθεται στους πολιτικούς ιθύνοντες πολλών ευρωπαϊκών κρατών ενώπιον της κατάστασης του δημοσίου χρέους τους ισοδυναμεί με «τετραγωνισμό του κύκλου»: Πώς να διαχειριστούν τη δυσπιστία των αγορών, οι απαιτήσεις των οποίων είναι εξωφρενικές και αντιφατικές, αφού απαιτούν τη δραστική μείωση του δημοσίου χρέους και, ταυτόχρονα σχεδόν, την οικονομική ανάκαμψη; Μια από τις μεθόδους επίλυσης του άλυτου αυτού προβλήματος θα ήταν να καταργηθούν οι περιττές επικαλύψεις μεταξύ κρατών μελών, ώστε να επιτευχθούν από κοινού οικονομίες κλίμακας και ταυτόχρονα να τεθούν οι βάσεις μιας μελλοντικής δημοσιονομικής ανάκαμψης σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Ειδικότερα, με τη μέθοδο αυτή, θα μπορούσαν να αποτραπούν — ή τουλάχιστον να συγκρατηθούν — οι τάσεις ύφεσης που προκαλούνται από τις πολιτικές λιτότητας που εφαρμόζει «ο καθένας για λογαριασμό του», χωρίς υποβάθμιση της ποιότητας των δημοσίων υπηρεσιών που προσφέρονται στους πολίτες, και ταυτόχρονα να δοθεί μια λύση στην προβληματική της σπατάλης που απορρέει από 27 διαφορετικές —και συχνά μη συντονισμένες— πολιτικές για τους ίδιους τομείς. Είναι προφανές ότι μια τέτοια ιδέα δεν μπορεί να γίνει πράξη με τον κοινοτικό προϋπολογισμό περιορισμένο στο 1 % του ΑΕγχΠ, ενώ έρχεται και σε απόλυτη αντίφαση με την πρόταση του γενικευμένου περιορισμού των δημοσίων δαπανών, ακόμη και σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

5.3

Για παράδειγμα, το σύνολο του αμυντικού προϋπολογισμού όλων των Ευρωπαϊκών κρατών ανερχόταν σε 200 εκατομμύρια ευρώ σχεδόν το 2010, ενώ οι σχετικές εθνικές πολιτικές, κατά την άποψη πολλών εμπειρογνωμόνων, παραμένουν κατακερματισμένες και, γενικά, αναποτελεσματικές (11). Παρά τις πολυάριθμες πρωτοβουλίες σε εθνικό και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, οι πιστώσεις για εξοπλισμό και τα προγράμματα έρευνας και ανάπτυξης στον τομέα της άμυνας (Ε&Α – 20 % περίπου του συνολικού προϋπολογισμού) είναι ο μοναδικός σχεδόν τομέας στον οποίο μπορεί να ειπωθεί ότι υπάρχει κοινή συγκέντρωση των δαπανών, αλλά, ακόμη κι εκεί, σύμφωνα με τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Άμυνας, αφορά το 22 % για το 2010 (12). Οι σχετικές μελέτες προβλέπουν δυνατότητες οικονομίας της τάξεως του 32 %, δηλ. 13 εκατομμυρίων ευρώ, μόνο και μόνο για τα κονδύλια αυτά, σε περίπτωση συγκέντρωσης των δαπανών (13).

5.4

Το ίδιο σκεπτικό θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί και σε άλλους τομείς που υπάγονται στην κυριαρχική αρμοδιότητα των κρατών, όπως οι διπλωματικές υπηρεσίες, τα τελωνεία, η φύλαξη των συνόρων, η πολιτική προστασία, η καταπολέμηση της απάτης κλπ. Η μείωση των δαπανών σε όλους αυτούς τους τομείς, παρά τις πιθανές ασυμφωνίες ως προς το ακριβές της ύψος, αποτελεί καθαρά ζήτημα πολιτικής βούλησης.

5.5

Το φορολογικό κόστος της μη Ευρώπης αποτελεί απόρροια και παράγοντα επιδείνωσης του δημοσιονομικού κόστους. Ο φορολογικός ανταγωνισμός μεταξύ κρατών μελών δεν έχει ρυθμιστεί σε συνάρτηση με κοινά ευρωπαϊκά συμφέροντα. Αυτό οδηγεί σε υπο-φορολόγηση των φορολογικών βάσεων που επιδέχονται μετεγκατάσταση και υπερ-φορολόγηση των υπολοίπων, με αποτέλεσμα απώλειες φορολογικών εσόδων (και συνεπώς κόστος) για την Ευρώπη και τα κράτη μέλη. Επιπλέον, η κατάσταση αυτή προκαλεί ανισορροπίες, αδικίες και κυρίως μεγάλο κοινωνικό κόστος, που επηρεάζουν πολύ αρνητικά την κοινή γνώμη.

5.6

Όσον αφορά τον κοινωνικό τομέα, ο προβληματισμός σχετικά με το «κόστος της μη Ευρώπης» δεν είναι νέος. Η ευρωπαϊκή οικοδόμηση δεν μπορεί να έχει για μοναδικό θεμέλιο την αρχή των ελεύθερων συναλλαγών, με τις πολιτικές περί ανταγωνισμού και την ευημερία του καταναλωτή να προέχουν έναντι όλων των άλλων και να προκαλούν ισοπέδωση προς τα κάτω του κοινωνικού προτύπου. Θα πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι, παρά τις συχνότατες κατηγορίες περί των υποτιθέμενων «ευρωπαϊκών προσταγών», πρόκειται —και στον τομέα αυτόν— για έλλειμμα Ευρώπης και όχι για υπερβολική Ευρώπη. Πέρα από την αίσθηση αδικίας και το υπερβολικό βάρος των κοινωνικών δαπανών, ιδίως στην παρούσα συγκυρία, τα συμπεράσματα πολλών μελετών καταδεικνύουν ότι η μη Ευρώπη στον τομέα αυτόν επιφέρει επίσης υψηλό οικονομικό κόστος (14). Για παράδειγμα, από εμπειρικά στοιχεία προκύπτει ότι η δίκαιη και αποτελεσματική κοινωνική πολιτική συμβάλλει στη μακροοικονομική σταθεροποίηση, ειδικότερα επειδή περιορίζει το εύρος των κυκλικών φαινομένων και ευνοεί την καλύτερη κατανομή των πόρων, αλλά και γενικά την ευημερία των πολιτών (15). Επιπλέον, οι ποιοτικές κοινωνικές πολιτικές έχουν την τάση να μειώνουν τα φαινόμενα «δυσμενών επιλογών» (adverse selection), να εσωτερικεύουν ορισμένα είδη εξωτερικού κόστους και να βελτιώνουν την ποιότητα του ανθρώπινου δυναμικού και του «κοινωνικού κεφαλαίου» υπό την ευρεία έννοια. Ο Ευρωπαϊκός Κοινωνικός Χάρτης φιλοδοξούσε να εισάγει ορισμένους βασικούς κανόνες για όλα τα κράτη μέλη. Σήμερα, φαίνεται αναγκαίο να προχωρήσουμε περαιτέρω και να προβλέψουμε ένα διαρθρωμένο πλαίσιο σύγκλισης των κοινωνικών πολιτικών, με στόχο να μειωθούν οι υπερβολικές ανισότητες και να ληφθεί μέριμνα ώστε η επιδείνωση του ελλείμματος κοινωνικής ισορροπίας και η γενικευμένη εξάπλωση της φτώχειας να μην απειλήσουν την επίτευξη αισθητής, ισορροπημένης και βιώσιμης ανάπτυξης.

5.7

Εξάλλου, ο φορολογικός και ο κοινωνικός ανταγωνισμός —που υπόκειται σε πολύ λίγες ρυθμίσεις μέσα σε έναν οικονομικό χώρο όπου οι φραγμοί για την κυκλοφορία εμπορευμάτων, υπηρεσιών και κεφαλαίων είναι λίγοι— προκαλεί και άλλες τάσεις, ιδιαίτερα επιβλαβείς στο παγκοσμιοποιημένο οικονομικό περιβάλλον. Η σταδιακή αποδιάρθρωση του βιομηχανικού ιστού σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες αποτελεί αναμφισβήτητη πραγματικότητα, που δεν προκαλεί μόνο ισχυρές αντιδράσεις εκ μέρους των πολιτών, αλλά και στρατηγικά προβλήματα στις χώρες μας, δεδομένου ότι πρόκειται για άκρως σημαντικές εξελίξεις, δύσκολα ανατρέψιμες βραχυπρόθεσμα ή μεσοπρόθεσμα και, συνεπώς, με βαρύτατες συνέπειες (16). Οι αυξανόμενες ασυνέπειες που προκαλεί η υπεροχή των προσανατολισμών εθνικού επιπέδου στον τομέα της βιομηχανικής πολιτικής οδηγούν σε λύσεις χωρίς λογική συνεργασίας, μη βέλτιστες, ενίοτε δε ακόμη και αντιπαραγωγικές (17), τη στιγμή που οι αναδυόμενες χώρες εφαρμόζουν βιομηχανικές πολιτικές «χωρίς αναστολές», στηριζόμενες σε αξιόπιστο νόμισμα και σε ενεργό πολιτική υποστήριξη (18). Αντί να αξιοποιήσουν από κοινού τους πόρους τους ή τουλάχιστον να συντονίσουν τη χρήση τους ώστε να ανταποκριθούν στις προκλήσεις αυτές, πολλές μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες αναγκάζονται όλο και περισσότερο, λόγω της απουσίας μίας «Ευρωπαϊκής Ένωσης Ενέργειας» (19) να συνάπτουν διμερείς συμφωνίες με τρίτες χώρες σε ιδιαίτερα καίριους τομείς όπως η ενέργεια ή η Ε&Α (20). Είναι αναμφισβήτητο ότι η χάραξη πολιτικής σε ευρωπαϊκό επίπεδο θα αποτελούσε σαφώς αποτελεσματικότερη επιλογή.

5.8

Οι πιστώσεις Ε&Α στον προϋπολογισμό της Ένωσης για την περίοδο 2014–2020 ανέρχονται στο 0, 08 % του ΑΕγχΠ, δηλαδή σε ποσοστό κατά 20 έως 30 φορές κατώτερο απ’ ό,τι στους κρατικούς προϋπολογισμούς. Σύμφωνα με μία μελέτη, κάθε επιπλέον δημόσιο ευρώ που επενδύεται στην ευρωπαϊκή διάσταση της Ε&Α συμπαρασύρει 0,93 ευρώ ιδιωτικής προέλευσης (21). Το έβδομο πρόγραμμα πλαίσιο έρευνας και τεχνολογικής ανάπτυξης της ΕΕ (ΠΠ7, 2007-2013), που διαθέτει προϋπολογισμό 50,5 δισεκατομμυρίων ευρώ, δείχνει ότι δεν πρόκειται για ευσεβείς πόθους και ότι η ανάπτυξη κοινής πολιτικής στον τομέα αυτόν είναι δυνατή. Το πρόγραμμα αυτό έχει σημαντικό αντίκτυπο: εκτιμάται ότι κάθε ευρώ του προγράμματος πλαισίου μετατρέπεται τελικά σε αύξηση της βιομηχανικής προστιθέμενης αξίας κυμαινόμενης μεταξύ 7 και 14 EUR. Μακροπρόθεσμα, οι μακροοικονομικές μελέτες που εκπόνησε η ΓΔ Έρευνας προβλέπουν ότι το ΠΠ7 θα οδηγήσει στη δημιουργία 900 000 θέσεων εργασίας έως το 2030, εκ των οποίων 300 000 θέσεις ερευνητών. Μέσα στο ίδιο διάστημα, χάρη στην αύξηση της ανταγωνιστικότητας, θα προκύψει επίσης αύξηση των εξαγωγών της ΕΕ κατά 1,6 % σχεδόν και μείωση των εισαγωγών περίπου κατά 0,9 %.

5.9

Εξάλλου, η κοινή βιομηχανική πολιτική θα πρέπει αναγκαστικά να λαμβάνει υπόψη τις περιβαλλοντικές προκλήσεις και να χαράσσεται σε στενό συντονισμό με την ενεργειακή πολιτική της Ένωσης. Η διαχείριση των ενεργειακών ζητημάτων σε εθνικό πλαίσιο μπορεί να δημιουργεί την ψευδαίσθηση ευκολίας σε βραχυπρόθεσμο ή μεσοπρόθεσμο επίπεδο, αλλά μπορεί και να αποδειχθεί πολύ δαπανηρή μακροπρόθεσμα, προκαλώντας μεγάλη εξάρτηση από τις πετρελαιοπαραγωγούς χώρες και εκτινάσσοντας στα ύψη το κόστος της ενέργειας. Η λύση θα μπορούσε να έγκειται σε επένδυση για την ανάπτυξη των ενεργειακών υποδομών, καθώς και για τη διάδοση νέων πηγών ενέργειας, χάρη στην ευρωπαϊκή διάσταση της Ε&Α (22). Σύμφωνα με μελέτη που εκπόνησε η Accenture για λογαριασμό της ΓΔ Ενέργειας, η εκμετάλλευση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, όπως η αιολική στο Ηνωμένο Βασίλειο ή η ηλιακή στην Ισπανία, σε συνδυασμό με τη διασύνδεση των εθνικών δικτύων, θα μπορούσε να επιφέρει μείωση του «λογαριασμού» των Ευρωπαίων καταναλωτών της τάξεως των 110 εκ. EUR έως το 2020.

5.10

Με την τρέχουσα κρίση αυξάνεται ο κίνδυνος μακροπρόθεσμης και ενδεχομένως μόνιμης ανεργίας, με αποτέλεσμα να εμποδίζεται η προσωπική ολοκλήρωση των πολιτών μέσω της εργασίας και να μην μπορεί να αξιοποιήσει το δυναμικό τους η ευρωπαϊκή οικονομία. Η κατάσταση αυτή δεν συνάδει με τον στόχο της ανάπτυξης χωρίς αποκλεισμούς και απαιτεί επειγόντως την αναζήτηση μακροπρόθεσμων λύσεων που θα πρέπει, μεταξύ άλλων, να είναι και η υποστήριξη με δημόσια χρηματοδότηση θέσεων εργασίας που συμβάλλουν στην ένταξη χωρίς αποκλεισμούς, προκειμένου να μην διακοπεί η συνήθεια στην εργασία, καθώς και δραστηριοτήτων βελτίωσης των επαγγελματικών προσόντων, για να διασφαλιστεί η προσαρμογή στις μελλοντικές ανάγκες της αγοράς εργασίας.

Επίλογος

«Δεν είναι πλέον ώρα για μάταια λόγια, αλλά για πράξη, μια πράξη τολμηρή, μια πράξη εποικοδομητική»

Τα λόγια αυτά, που πρόφερε ο Robert SCHUMANN στις 9 Μαΐου 1950, είναι περισσότερο επίκαιρα παρά ποτέ. Αξιότιμοι κύριοι ιθύνοντες, ώρα για δράση! Οι πολίτες προσδοκούν ειρήνη και αξιοπρέπεια. Αξιοποιήστε το υπέροχο δυναμικό που αντιπροσωπεύουν μαζί τα 500 εκατομμύρια Ευρωπαίων. Δεν έχετε το δικαίωμα να τους απογοητεύσετε.

Βρυξέλλες, 18 Σεπτεμβρίου 2012.

Ο Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής

Staffan NILSSON


(1)  Βλ., για παράδειγμα, τη γνωμοδότηση της ΕΟΚΕ, της 21ης Οκτωβρίου 2010, «Η ανανέωση της κοινοτικής μεθόδου (κατευθυντήριες γραμμές)», ή τη γνωμοδότηση της 16ης Ιουνίου 2011, με θέμα Ανακοίνωση από την Επιτροπή προς το Συμβούλιο, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή, την Επιτροπή των Περιφερειών και τα εθνικά κοινοβούλια: «H επανεξέταση του προϋπολογισμού της ΕΕ» της 16ης Ιουνίου 2011.

(2)  Ας υπενθυμίσουμε ότι στόχος της έκθεσης εκείνης ήταν να εκτιμηθεί ο ενδεχόμενος οικονομικός αντίκτυπος από την άρση των φραγμών στις ενδοκοινοτικές συναλλαγές μεταξύ των τότε κρατών μελών. Η νέα μελέτη θα πρέπει να υιοθετήσει την ίδια μεθοδολογία, προσαρμόζοντάς την στους προβληματισμούς και τις προκλήσεις της σημερινής συγκυρίας.

(3)  Στις 15 Δεκεμβρίου 2010, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (ΕΚ) αποφάσισε την ανάθεση μιας πλήρους έκθεσης σχετικά με το κόστος της «Μη Ευρώπης». Μετά από προκήρυξη υποβολής προσφορών, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανέθεσε τη μελέτη σε κοινοπραξία υπό την ευθύνη του London School of Economics. Αποστολή της μελέτης αυτής ήταν να προσφέρει τεκμηριωμένα στοιχεία για τον προβληματισμό σχετικά με την προετοιμασία της Πράξης ΙΙ για την Ενιαία Αγορά (Single Market Act II).

(4)  Όπως υπογραμμίζεται στο μεθοδολογικό σημείωμα της Γενικής Διεύθυνσης Εσωτερικών Πολιτικών της Ένωσης, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, με ημερομηνία 21/02/2011«Κατ’ αρχήν, το σκεπτικό που δικαιολογεί την εκτίμηση κόστους/οφέλους ανακλά τη βούληση να λαμβάνονται αποφάσεις στηριζόμενες σε επιστημονικά στοιχεία σχετικά με διάφορες έννοιες ή αρχές (χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης, αποτελεσματικότητας, βιωσιμότητας), ώστε να εξασφαλίζεται η διαφάνεια και η υπευθυνότητα της πολιτικής δράσης έναντι των πολιτών» (ο όρος επιστημονικά στοιχεία είναι με πλάγιους χαρακτήρες στο κείμενο).

(5)  Εκτός από ένα ασαφές επεξηγηματικό σημείωμα, που εκπονήθηκε 20 χρόνια μετά, από άγνωστους συντάκτες, και διατίθεται στη διεύθυνση www.oboulo.com. Στο σημείωμα αυτό υποστηρίζεται ότι οι προσδοκίες δεν επαληθεύτηκαν, αλλά ότι η ποιότητα των προβλέψεων ήταν γενικά ικανοποιητική (The Cecchini report – 20 years later, 16/01/2009).

(6)  Η Επιτροπή και το Κοινοβούλιο έχουν επίγνωση της σημασίας των ζητημάτων αυτών. Το σημείωμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου αναγνωρίζει το ενδεχόμενο βάρος των δαπανών που συνδέονται με τις εξωτερικές πτυχές των κοινών πολιτικών, ενώ καταλήγει στο συμπέρασμα ότι μια τέτοια μελέτη «ενδέχεται να είναι υπερβολικά περίπλοκη και τα συμπεράσματα που θα προκύψουν υπερβολικά αβέβαια, λόγω εξάρτησης από τις αποφάσεις των διεθνών θεσμών […] και λόγω των ελλείψεων που χαρακτηρίζουν την πολύπλευρη διακυβέρνηση […]» (ό.π., σ. 15). Όσο για τις εσωτερικές προκλήσεις, το σημείωμα προτείνει την προσέγγιση της προβληματικής υπό το πρίσμα της στρατηγικής «Ευρώπη 2020» και απαριθμεί 12 πεδία στα οποία θα μπορούσαν να είναι επωφελείς οι πολιτικές σε κοινοτικό επίπεδο (αυτόθι, σ. 15-17).

(7)  Ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων περιλαμβάνει τα θεμελιώδη δικαιώματα που αναγνωρίζονται στους πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τα οικονομικά και κοινωνικά δικαιώματα, όπως αυτά διακηρύσσονται στον κοινωνικό χάρτη του Συμβουλίου της Ευρώπης και στον χάρτη των θεμελιωδών κοινωνικών δικαιωμάτων των εργαζομένων.

(8)  UBS Investment Research, Euro Break-up – the consequences, www.ubs.com/economics, Σεπτέμβριος 2011.

(9)  Η περιβόητη φράση που εικάζεται ότι πρόφερε ο Χένρυ Κίσινγκερ τη δεκαετία του '70 («Σε ποιόν πρέπει να τηλεφωνήσω αν θέλω να μιλήσω με την Ευρώπη;» είναι δυστυχώς ακόμη επίκαιρη.

(10)  Vause N., von Peter G. (2011), «Euro Area Sovereign Crisis Drives Global Markets», BIS Quartely Review, Δεκέμβριος 2011, http://www.bis.org/publ/qtrpdf/r_qt1112a.pdf#page=4

(11)  Heuninckx B. (2008), "A Primer to Collaborative Defence Procurement in Europe: Troubles, Achievements and Prospects", Public Procurement Law Review, Volume 17, Issue 3.

(12)  Εξάλλου, το ποσοστό αυτό παρουσιάζει πτώση σε σχέση με το 2009. Defence Data, EDA participating Member States in 2010, 18 January 2012.

(13)  Βλ, για παράδειγμα, Dufour N. et al. (2005), Intra-Community Transfers of Defence Products, Unisys.

(14)  Fouarge, D., The Cost of non-Social Policy: Towards an Economic Framework of Quality Social Policies – and the Cost of not Having Them, Report for the Employment and Social Affairs DG, 2003, Brussels.

(15)  Όσον αφορά τη σχέση μεταξύ ανισότητας και ευημερίας, βλ. επίσης το έργο των Wilkinson και Pickett (2009), «The Spirit Level Why Equal Societies Almost Always Do Better», Allen Lane, London.

(16)  Μπορεί να αναφερθεί το παράδειγμα της ΕΚΑΧ, η εκπνοή της οποίας επιτάχυνε τη διαδικασία κατάρρευσης της ευρωπαϊκής σιδηρουργίας ή ακόμη η σημαντική καθυστέρηση που σημείωσε το σχέδιο Galileo, εγκλωβισμένο στα γρανάζια των δυσχερειών διαχείρισης και χρηματοδότησης, λόγω έλλειψης δημόσιας καθοδήγησης σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

(17)  Για παράδειγμα, όσον αφορά τους κανόνες και τα προγράμματα χρηματοδότησης των ενεργειακών πολιτικών σε εθνικό επίπεδο.

(18)  Ενώ η στρατηγική της Λισαβόνας προέβλεπε δαπάνες Ε&Α σε επίπεδο 3 % τουλάχιστον του ΑΕγχΠ, οι σημερινές εκτιμήσεις για την ΕΕ τοποθετούνται στο 1,84 %, έναντι 3 % στις Ηνωμένες Πολιτείες και 8 % στην Κίνα.

(19)  Κοινή δήλωση της ομάδας προβληματισμού «Η Ευρώπη μας» και της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής σχετικά με τη σύσταση μιας Ευρωπαϊκής Ενεργειακής Κοινότητας – 21 Φεβρουαρίου 2012

(20)  Ένα από τα πιο πρόσφατα παραδείγματα αποτελεί η δέσμη συμβάσεων που συνήψε η Γερμανία με την Κίνα στις 27 Ιουλίου 2011 σχετικά με την έρευνα και τις επενδύσεις στις «πράσινες» τεχνολογίες, ιδίως τα ηλεκτρικά οχήματα και τα συστήματα δέσμευσης και αποθήκευσης άνθρακα (Peel Q., Anderlini J., «China and Germany launch green initiative», The Financial Times, 28 Ιουλίου 2011).

(21)  Ανακοίνωση της Επιτροπής - Οικοδομώντας τον ΕΧΕ της γνώσης στην υπηρεσία της ανάπτυξης, COM(2005) 118 final της 6ης Απριλίου 2005.

(22)  Syndex, Une politique industrielle bas-carbone comme voie de sortie de crise, έκθεση που εκπονήθηκε για λογαριασμό της ΕΟΚΕ, Μάρτιος 2012, Βρυξέλλες.


Top