Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52004AE1423

Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα «Πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τις αντασφαλίσεις και την τροποποίηση των οδηγιών 73/239/EΟΚ, 92/49/EΟΚ του Συμβουλίου, καθώς και των οδηγιών 98/78/EΚ και 2002/83/EΚ»COM(2004) 273 τελικό — 2004/0097 (COD)

ΕΕ C 120 της 20.5.2005, p. 1–5 (ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, NL, PL, PT, SK, SL, FI, SV)

20.5.2005   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 120/1


Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα «Πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τις αντασφαλίσεις και την τροποποίηση των οδηγιών 73/239/EΟΚ, 92/49/EΟΚ του Συμβουλίου, καθώς και των οδηγιών 98/78/EΚ και 2002/83/EΚ»

COM(2004) 273 τελικό — 2004/0097 (COD)

(2005/C 120/01)

Στις 10 Ιουνίου 2004, και σύμφωνα με το άρθρο 95 της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, το Συμβούλιο αποφάσισε να ζητήσει από την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή να καταρτίσει γνωμοδότηση με θέμα την ανωτέρω πρόταση.

Το τμήμα «Ενιαία αγορά, παραγωγή και κατανάλωση», στο οποίο ανατέθηκε η προετοιμασία των σχετικών εργασιών, επεξεργάστηκε τη γνωμοδότησή του, στις 6 Οκτωβρίου 2004 με βάση την εισηγητική έκθεση του κ. FRANK von FÜRSTENWERTH.

Η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή κατά την 412η σύνοδο ολομέλειάς της, της 27ης και 28ης Οκτωβρίου 2004 (συνεδρίαση της 27ης Οκτωβρίου), υιοθέτησε με 158 ψήφους υπέρ, 4 ψήφους κατά και 3 αποχές την ακόλουθη γνωμοδότηση:

1.   Εισαγωγή

1.1

Μέχρι σήμερα δεν έχει καθιερωθεί στην ΕΕ εναρμονισμένο πλαίσιο όσον αφορά την εποπτεία των αντασφαλιστικών επιχειρήσεων. Διαπιστώνονται λοιπόν σημαντικές διαφορές στα ισχύοντα συστήματα εποπτείας των διαφόρων κρατών μελών.

1.2

Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή υπέβαλε στις 21 Απριλίου 2004, πρόταση οδηγίας για την αντασφάλιση και για την τροποποίηση των οδηγιών 73/239/EΟΚ, 92/49/EΟΚ και των οδηγιών 98/78/EΚ και 2002/83/EΚ. Η πρόταση οδηγίας προβάλλει τα εξής σημαντικά χαρακτηριστικά:

Εποπτεία βασιζόμενη στην εναρμόνιση και στην αμοιβαία αναγνώριση

Ταχεία έγκριση της οδηγίας, βάσει κυρίως των ισχυόντων κανόνων εποπτείας της πρωτασφάλισης

Υποχρεωτικό σύστημα αδειοδότησης

Απαιτήσεις για το περιθώριο φερεγγυότητας ευθυγραμμισμένες με εκείνες για την πρωτασφάλιση, αν και με τη δυνατότητα αύξησης του περιθωρίου μέχρι το 50 %, μέσω επεξεργασίας σε επιτροπές, για την αντασφάλιση εκτός κλάδου ζωής, όπου τούτο είναι αντικειμενικά δικαιολογημένο.

2.   Προτάσεις της Επιτροπής

2.1

Η οδηγία αποσκοπεί στην καθιέρωση εναρμονισμένου πλαισίου εποπτείας για τις αντασφαλιστικές επιχειρήσεις και τις εξαρτημένες αντασφαλιστικές επιχειρήσεις (1) στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

2.2

Η πρόταση οδηγίας ορίζει τις ελάχιστες απαιτούμενες προϋποθέσεις για τη χορήγηση αδείας σε αντασφαλιστικές επιχειρήσεις. Οι προϋποθέσεις, μεταξύ άλλων, αφορούν τη νομική μορφή, την παρουσίαση επιχειρησιακού σχεδίου και τη διάθεση ελάχιστου κεφαλαίου εγγυήσεων. Οι επιχειρηματικές δραστηριότητες περιορίζονται στην αντασφάλιση και τις παρεμφερείς δραστηριότητες. Επιπλέον, προβλέπεται ότι θα υπόκεινται σε έλεγχο οι διαπιστευμένοι μέτοχοι και τα διευθυντικά στελέχη της επιχείρησης. Η εκδοθείσα άδεια ισχύει στην επικράτεια της Κοινότητας

2.3

Η οδηγία αποσκοπεί στην απαγόρευση της κατάθεσης εγγυήσεων από τους αντασφαλιστές έναντι των πρωτασφαλιστών, εφόσον κάτι τέτοιο προβλέπεται υποχρεωτικά από την εθνική νομοθεσία των κρατών μελών. Οι συμβατικές καταθέσεις εγγυήσεων δεν επηρεάζονται από τη ρύθμιση αυτή. Παράλληλα με τη δημιουργία μιας λειτουργικής εσωτερικής αγοράς, η Επιτροπή προτίθεται να θεσπίσει διεθνές σύστημα αναφοράς (Benchmark) προκειμένου να μειώσει τις επιβαρύνσεις που απορρέουν από τις καταθέσεις εγγυήσεων για τους ευρωπαίους αντασφαλιστές σε παγκόσμια κλίμακα.

2.4

Στο πλαίσιο των διατάξεων για τη φερεγγυότητα των επιχειρήσεων, οι διατάξεις που εφαρμόζονται για τις πρωτασφαλιστικές επιχειρήσεις εκτός κλάδου ζωής θα πρέπει να εφαρμόζονται και για τις αντασφαλιστικές επιχειρήσεις εκτός κλάδου ζωής. H πρόταση προβλέπει τη δυνατότητα αύξησης του απαιτούμενου περιθωρίου φερεγγυότητας έως και κατά 50 % με απόφαση των αρμόδιων επιτροπών (διαδικασία επιτροπολογίας). Οι διατάξεις για τη φερεγγυότητα των αντασφαλιστικών επιχειρήσεων του κλάδου ζωής θα πρέπει να βασιστούν σε εκείνες που ισχύουν για τις πρωτασφαλιστικές επιχειρήσεις του ιδίου κλάδου. Σε περίπτωση όπου η επιχείρηση δραστηριοποιείται ταυτόχρονα εντός και εκτός κλάδου ζωής θα πρέπει το συνολικό ποσό των απαιτούμενων περιθωρίων φερεγγυότητας να καλύπτεται εξ ολοκλήρου με ίδιους πόρους. Όπως ισχύει και για τις πρωτασφαλιστικές επιχειρήσεις, καθορίζεται κεφάλαιο εγγυήσεων το οποίο δεν μπορεί να είναι κατώτερο των 3 εκατ. ευρώ. Ωστόσο, όσον αφορά τις εξαρτημένες αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, το κεφάλαιο εγγυήσεων περιορίζεται σε 1 εκατ. ευρώ.

2.5

Η πρόταση οδηγίας διευκρινίζει τα όρια της δικαιοδοσίας της εποπτείας σε περίπτωση που η οικονομική κατάσταση μιας επιχείρησης επιδεινώνεται, δεν διατίθενται επαρκείς τεχνικές προβλέψεις ή το περιθώριο φερεγγυότητας δεν ανέρχεται στο απαιτούμενο ύψος. Στις περιπτώσεις αυτές, οι σχετικές αρμοδιότητες αντιστοιχούν σε αυτές του τομέα των πρωτασφαλίσεων, και συμπεριλαμβάνουν την υποβολή σχεδίου οικονομικής εξυγίανσης για την επαναφορά υγιούς οικονομικής κατάστασης, την υποβολή σχεδίου χρηματοδότησης και σχεδίου οικονομικής εξυγίανσης, καθώς και την ανάκληση της αδείας.

2.6

Οι αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που ασκούσαν αντασφαλιστικές δραστηριότητες ή στις οποίες είχε χορηγηθεί άδεια άσκησης αντασφαλιστικών δραστηριοτήτων πριν την ημερομηνία έναρξης ισχύος της οδηγίας, μπορούν να συνεχίσουν τις δραστηριότητές τους, δίχως να υποβάλουν αίτηση για χορήγηση αδείας. Οι επιχειρήσεις αυτές εμπίπτουν στις ουσιαστικές διατάξεις της οδηγίας. Ωστόσο, τα κράτη μέλη έχουν τη δυνατότητα να ορίσουν συμπληρωματική μεταβατική περίοδο δύο ετών .

2.7

Η πρόταση οδηγίας εκχωρεί στην Επιτροπή εκτελεστικές εξουσίες για την υλοποίηση τεχνικών προσαρμογών που αφορούν την οδηγία (διαδικασία μέσω αρμόδιων επιτροπών).

2.8

Όπως προκύπτει από τους κανόνες για την εποπτεία των αντασφαλιστικών επιχειρήσεων, θα πρέπει να προσαρμοστούν οι διατάξεις των οδηγιών περί των ασφαλίσεων εντός και εκτός κλάδου ζωής, και περί ασφαλιστικών ομίλων. Επομένως,

Η εποπτική αρχή, δεν μπορεί να απορρίψει μια αντασφαλιστική σύμβαση για λόγους συνδεόμενους άμεσα με την οικονομική ευρωστία της ευρωπαϊκής (αντ-)ασφαλιστικής επιχείρησης ·

Δεν θα πρέπει να ισχύει καμία διάταξη σύμφωνα με την οποία, στα συστήματα τεχνικών ακαθάριστων αποθεματικών θα απαιτείται η ενεχυρίαση περιουσιακών στοιχείων για την κάλυψη προβλέψεων για μη εισπραχθέντα ασφάλιστρα και για εκκρεμείς αποζημιώσεις εκ μέρους του αντασφαλιστή (απαγόρευση της κατάθεσης εγγυήσεων)·

Οι πρωτασφαλιστικές επιχειρήσεις που ασκούν και αντασφαλιστικές δραστηριότητες πρέπει να υπόκεινται στο ίδιο καθεστώς απαιτήσεων φερεγγυότητας με τις αντασφαλιστικές επιχειρήσεις ·

Η οδηγία περί ασφαλιστικών ομίλων προσαρμόζεται κατάλληλα ώστε οι αντασφαλιστικές επιχειρήσεις και οι πρωτασφαλιστικές επιχειρήσεις να αντιμετωπίζονται επί ίσοις όροις.

3.   Γενικές παρατηρήσεις

3.1

Η ΕΟΚΕ επιδοκιμάζει την πρόταση της Επιτροπής που θα συμβάλει στην εδραίωση της Ευρώπης ως χρηματοπιστωτικής αγοράς, με την κεφαλαιουχική ενίσχυση των αντασφαλιστικών επιχειρήσεων προκειμένου να ανταποκριθούν στις αναληφθείσες δεσμεύσεις. Με τον τρόπο αυτό, ενδυναμώνονται σταθερά οι ευρωπαϊκές αντασφαλιστικές επιχειρήσεις στις διεθνείς ασφαλιστικές αγορές.

3.2

Η ΕΟΚΕ τονίζει ρητά τη σημασία της αγοράς αντασφαλίσεων για την ευρωπαϊκή χρηματοπιστωτική αγορά. Το 2002, τα συνολικά αντασφάλιστρα των 40 μεγαλύτερων ομίλων ανήλθαν σε 138 601 200 000 δολάρια ΗΠΑ, από τα οποία τα 58 544 000 000 αντιστοιχούσαν σε αντασφαλιστές της ΕΕ .

3.3

Οι αντασφαλιστικές δραστηριότητες αφορούν καταρχήν τη σχέση πρωτασφαλιστή και αντασφαλιστή. Η εξαίρεση ενός ή περισσότερων αντασφαλιστών μπορεί ωστόσο να έχει αρνητικές επιπτώσεις για τους καταναλωτές, εφόσον ο πρωτασφαλιστής, εξαιτίας των εξαιρέσεων αυτών, δεν δύναται να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του. Η ΕΟΚΕ αναγνωρίζει ότι η πρόταση οδηγίας βελτιώνει έμμεσα το επίπεδο προστασίας του καταναλωτή στην ΕΕ. Η ΕΟΚΕ επισημαίνει παράλληλα ότι η ενδεδειγμένη προστασία του τομέα των αντασφαλίσεων ωφελεί και τους καταναλωτές. Αυτό προϋποθέτει ότι το δυναμικό των αντασφαλίσεων προσπορίζει ανάλογα ασφάλιστρα στην ευρωπαϊκή αγορά.

3.4.

Η ΕΟΚΕ επικροτεί την «ταχεία» προσέγγιση της Επιτροπής, ότι δηλαδή οι κανόνες εποπτείας των αντασφαλίσεων πρέπει να θεσπίζονται με βάση τους κανόνες εποπτείας που ισχύουν για τις πρωτασφαλίσεις. Αυτό είναι μία ιδιαίτερα ορθή προσέγγιση, με γνώμονα το εν εξελίξει σχέδιο Φερεγγυότητα ΙΙ.

3.5

Το γεγονός ότι η αγορά των αντασφαλίσεων αποτελεί γνήσια παγκόσμια αγορά έχει ιδιάζουσα σημασία. Η ΕΟΚΕ, στο πλαίσιο των εν εξελίξει διαβουλεύσεων για την οδηγία, καλεί το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή να επικεντρώσουν δεόντως το ενδιαφέρον στη διεθνή ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής οικονομίας στον τομέα των αντασφαλίσεων.

3.6

Η ΕΟΚΕ αναγνωρίζει ότι η ευρωπαϊκή οικονομία στον τομέα των αντασφαλίσεων, μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001, έχει επιδείξει οικονομική σταθερότητα. Στο πλαίσιο αυτό, κάθε νέα επιβάρυνση της ευρωπαϊκής οικονομίας στον τομέα των αντασφαλίσεων, θα πρέπει να υπόκειται σε ανάλυση της σχέσης κόστος/όφελος.

3.7

Η ΕΟΚΕ αναγνωρίζει ότι μέχρι στιγμής ισχύουν διαφορετικά συστήματα εποπτείας στην ΕΕ. Τα συστήματα αυτά χαρακτηρίζονται από έναν συνδυασμό ρυθμίσεων σχετικά με το περιθώριο φερεγγυότητας, τις επενδύσεις κεφαλαίων και την ενεχυρίαση περιουσιακών στοιχείων. Με βάση την πρόταση κανονισμού της Επιτροπής θα καταργηθούν κυρίως οι ρυθμίσεις σχετικά με την ενεχυρίαση περιουσιακών στοιχείων. Ταυτόχρονα, θα πρέπει να διασφαλισθεί ότι οι ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές θα δημιουργήσουν ένα ικανοποιητικό κλίμα εμπιστοσύνης όσον αφορά τα μέσα εποπτείας που θα διατίθενται στο μέλλον και να ληφθεί μέριμνα για την ενιαία εφαρμογή τους στην ΕΕ.

4.   Διατάξεις για τη φερεγγυότητα των αντασφαλίσεων του κλάδου ζωής (Άρθρο 38)

4.1

Σύμφωνα με την πρόταση οδηγίας, οι διατάξεις για τον υπολογισμό του απαιτούμενου περιθωρίου φερεγγυότητας των πρωτασφαλιστικών επιχειρήσεων του κλάδου ζωής θα ισχύουν και για τις αντασφαλιστικές επιχειρήσεις του κλάδου ζωής. Στον τομέα των αντασφαλίσεων ζωής, η Επιτροπή προτείνει την αμετάβλητη εφαρμογή των κανόνων για τη φερεγγυότητα, όπως αυτοί ισχύουν στον τομέα της πρωτασφάλισης. Ο υπολογισμός του απαιτούμενου περιθωρίου φερεγγυότητας αποτελεί συνάρτηση δύο στοιχείων: ποσοστού 3 ‰ του αθροίσματος σε κίνδυνο και 4 % του μαθηματικού (αριθμητικού) αποθέματος. Η ΕΟΚΕ εκτιμά ότι αυτό δημιουργεί δυσανάλογη επιβάρυνση κατά των ευρωπαϊκών αντασφαλίσεων ζωής. Η πρόταση της Επιτροπής:

Δεν λαμβάνει υπόψη τα επιχειρηματικά χαρακτηριστικά και τα χαρακτηριστικά κινδύνου των αντασφαλίσεων ζωής, οδηγώντας τους αντασφαλιστές ζωής σε δυσανάλογη υπερκεφαλαιοποίηση·

Δημιουργεί σημαντικό μειονέκτημα για τους ευρωπαίους αντασφαλιστές ζωής έναντι των παγκόσμιων ανταγωνιστών, δημιουργώντας ανησυχία για περαιτέρω ελλείψεις όσον αφορά τις ικανότητες των αντασφαλιστικών επιχειρήσεων (βλ. παράρτημα)·

Οδηγεί σε σημαντική αύξηση των δαπανών για την αντασφαλιστική κάλυψη·

Μπορεί να αποτελέσει αποσταθεροποιητικό παράγοντα των κεφαλαιαγορών, εφόσον η αντασφαλιστική κάλυψη, λόγω των αυξημένων δαπανών, δεν αντισταθμίζεται από τις πρωτασφαλιστικές εταιρείες·

Οδηγεί σε πρόσθετη επιβάρυνση των κεφαλαιοποιητικών ιδιωτικών συνταξιοδοτικών συστημάτων με σημαντικές πρόσθετες δαπάνες.

4.2

Στην ΕΕ, οι πρωτασφαλιστικές επιχειρήσεις του κλάδου ζωής διαφέρουν σημαντικά από τους αντασφαλιστές του ίδιου κλάδου ως προς τη διάρθρωση των κινδύνων. Στην αντασφάλιση ζωής, ο κίνδυνος όσον αφορά την επένδυση κεφαλαίων, απειλεί κατά κανόνα τους πρωτασφαλιστές. Αυτή και μόνο η διαφορά δείχνει ότι η διατύπωση όσον αφορά το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας των πρωτασφαλιστικών επιχειρήσεων του κλάδου ζωής, δεν απεικονίζει ορθά τη διάρθρωση των κινδύνων που διατρέχουν οι αντασφαλιστικές επιχειρήσεις του ιδίου κλάδου.

4.3

Η σύγκριση με τις μεθόδους υπολογισμού που εφαρμόζουν οι οργανισμοί βαθμολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας δείχνει ότι η πρόταση οδηγίας θέτει μάλλον υπερβολικά υψηλό πήχη απαιτήσεων. Έτσι, στις ΗΠΑ, οι απαιτήσεις περί φερεγγυότητας αποτελούν μεν συνάρτηση του κεφαλαιουχικού κινδύνου, συμπεριλαμβάνουν δε μια μεταβλητή, ανάλογη του μεγέθους του εκάστοτε χαρτοφυλακίου (0,8 ‰ για επένδυση που υπερβαίνει τα 25 δις. ευρώ). Οι προσεγγίσεις των καναδικών εποπτικών αρχών και οργανισμών βαθμολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας είναι παρόμοιες.

4.4

Οι πρωτασφαλιστικές δραστηριότητες που πραγματοποιούνται μεταξύ ασφαλιστών και πελατών παρουσιάζουν «εθνικά» γνωρίσματα, εντούτοις, η αντασφάλιση αποτελούσε πάντοτε διεθνή επιχειρηματική δραστηριότητα. Αυτό οφείλεται στην απαίτηση διαφοροποίησης των κινδύνων σε διεθνές επίπεδο. Συνεπώς είναι αναγκαίο να δημιουργηθεί ένα επίπεδο συνθηκών ισοτιμίας μεταξύ των παραγόντων εντός της Ένωσης με τους διεθνείς παράγοντες ανταγωνισμού στις ΗΠΑ, στις Βερμούδες και στην Ελβετία.

4.5

Οι ευρωπαίοι αντασφαλιστές που συμμετέχουν στο διεθνή ανταγωνισμό, ενδεχομένως να βρεθούν σε μειονεκτικότερη θέση έναντι των ανταγωνιστών τους εκτός της Ένωσης όταν εκείνοι υπόκεινται σε χαμηλότερες απαιτήσεις όσον αφορά το ίδιο κεφάλαιο. Οι αντασφαλιστικές δραστηριότητες θα μπορούσαν συνεπώς να μετατοπισθούν προς αντασφαλιστικά κέντρα εκτός ΕΕ, όπως είναι οι Βερμούδες ή οι ΗΠΑ. Η μετατόπιση του αντασφαλιστικού δυναμικού ενδέχεται να οδηγήσει σε σημαντική εξασθένιση της χρηματοπιστωτικής αγοράς της Ευρώπης. Οι αυξημένες απαιτήσεις θα συνεπάγονταν αναγκαστικά ελλείψεις στο δυναμικό του τομέα των αντασφαλίσεων ή /και αύξηση των τιμών για την κάλυψη των αντασφαλίσεων. Η αύξηση των τιμών των αντασφαλίσεων θα έχει αναπόφευκτα αρνητικές επιπτώσεις στο παραγωγικό κόστος των πρωτασφαλίσεων, βαρύνοντας επιπλέον τους καταναλωτές. Οι αυξημένες τιμές δρουν αναγκαστικά ως ανασταλτικός παράγοντας για την καθιέρωση κεφαλαιοποιητικού συνταξιοδοτικού συστήματος στον ιδιωτικό τομέα .

4.6

Η ΕΟΚΕ θεωρεί ότι καμία από τις ανωτέρω εξελίξεις δεν συμβάλει θετικά στην προώθηση της ευρωπαϊκής εσωτερικής αγοράς. Ιδιαίτερα τα νέα κράτη μέλη της ΕΕ έχουν συμφέρον από μια λειτουργική ευρωπαϊκή εσωτερική αγορά στον τομέα των αντασφαλίσεων και θίγονται άμεσα από τις αρνητικές μεταβολές στη δομή της προσφοράς των αντασφαλίσεων.

4.7

Η ΕΟΚΕ καταλήγει συνεπώς στο συμπέρασμα, ότι η πρόταση οδηγίας για τον υπολογισμό του περιθωρίου φερεγγυότητας των αντασφαλίσεων ζωής μπορεί να ζημιώσει αισθητά την ανταγωνιστικότητα των ευρωπαίων αντασφαλιστών. Για τους λόγους αυτούς, η ΕΟΚΕ θεωρεί ότι η πρόταση της Επιτροπής σχετικά με το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας των αντασφαλιστικών επιχειρήσεων του κλάδου ζωής πρέπει να τροποποιηθεί σημαντικά.

4.8

Με βάση τις παρατηρήσεις αυτές, η ΕΟΚΕ προτείνει να υπολογίζεται το περιθώριο φερεγγυότητας και στον τομέα των αντασφαλίσεων ζωής, με βάση τη νομοθεσία περί ασφαλίσεων εκτός κλάδου ζωής .

4.8.1

Όσον αφορά τις παραμέτρους κίνδυνο και ανταγωνισμό, οι μέθοδοι υπολογισμού για το περιθώριο φερεγγυότητας που εφαρμόζουν οι ασφαλιστές εκτός κλάδου ζωής, θεωρούνται απόλυτα ικανοποιητικές. Η διατύπωση για το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας αντασφαλίσεων εκτός κλάδου ζωής ανταποκρίνεται σε μεγάλο βαθμό στις απαιτήσεις φερεγγυότητας σε διεθνές επίπεδο προκειμένου να αποκλείονται τα ανταγωνιστικά μειονεκτήματα σε ευρωπαϊκές αντασφαλιστικές δραστηριότητες.

4.8.2

Η ρύθμιση που εφαρμόζεται για τις αντασφαλίσεις εκτός κλάδου ζωής απεικονίζει σωστά την κατάσταση στον τομέα των αντασφαλιστικών δραστηριοτήτων του κλάδου ζωής. Επειδή οι αντασφαλιστικές επιχειρήσεις του κλάδου ζωής αναλαμβάνουν κυρίως την κάλυψη των κινδύνων θνησιμότητας, μοιάζουν περισσότερο με τις πρωτασφαλιστικές δραστηριότητες εκτός κλάδου ζωής και τους αντασφαλιστές εκτός κλάδου ζωής παρά με τις δραστηριότητες των πρωτασφαλιστών του κλάδου ζωής.

4.8.3

Μεμονωμένοι κίνδυνοι, που δεν λαμβάνονται υπόψη στη ρύθμιση για τις αντασφαλίσεις εκτός κλάδου ζωής, μπορούν να συνυπολογισθούν στο πλαίσιο του σχεδίου Φερεγγυότητα II.

4.8.4

Η ρύθμιση για τις αντασφαλίσεις εκτός κλάδου ζωής μπορεί να θεσπισθεί εύκολα από νομοθετική άποψη, δεδομένου ότι η Επιτροπή είχε συμπεριλάβει στην πρόταση οδηγίας (Τρίτη αναθεώρηση) ένα ολοκληρωμένο κείμενο οδηγίας.

4.8.5

Η ρύθμιση για τις αντασφαλίσεις εκτός κλάδου ζωής διευκολύνει τις αντασφαλιστικές επιχειρήσεις του κλάδου ζωής να οριοθετήσουν χρονικά τις απαιτήσεις φερεγγυότητας, καθώς τα απαιτούμενα στοιχεία διατίθενται στις επιχειρήσεις και δεν συλλέγονται επί τούτου. Ιδιαίτερα συμφέρουσα, δείχνει η ρύθμιση για τις αντασφαλίσεις εκτός κλάδου ζωής, λόγω της ελλιπούς πληροφόρησης όσον αφορά τις διεθνείς δραστηριότητες.

4.8.6

Η ρύθμιση για τη φερεγγυότητα των αντασφαλίσεων εκτός κλάδου ζωής προσεγγίζει ιδιαίτερα τη μέθοδο ταχείας προσέγγισης. Η ρύθμιση μπορεί να εφαρμοσθεί με ευκολία καθώς δεν χρειάζονται συμπληρωματικές προσαρμογές, για περιπτώσεις π.χ. συμβατικής κατάθεσης εγγυήσεων.

5.   Διατάξεις περί φερεγγυότητας των αντασφαλιστικών δραστηριοτήτων εκτός κλάδου ζωής (Άρθρα 37 και 55)

5.1

Η πρόταση οδηγίας προβλέπει ότι οι διατάξεις για τον υπολογισμό του περιθωρίου φερεγγυότητας των πρωτασφαλίσεων εκτός κλάδου ζωής είναι εφαρμόσιμες και στις αντασφαλίσεις εκτός κλάδου ζωής. Με τον τρόπο αυτό, καθίσταται δυνατή, στο πλαίσιο της διαδικασίας «Lamfalussy», η αύξηση έως και 50 % του απαιτούμενου περιθωρίου φερεγγυότητας των αντασφαλίσεων εκτός κλάδου ζωής.

5.2

Η ΕΟΚΕ κρίνει σκόπιμη την αμετάβλητη εφαρμογή των κανόνων φερεγγυότητας σχετικά με τους πρωτασφαλιστές εκτός κλάδου ζωής και στους αντασφαλιστές εκτός του κλάδου ζωής στο πλαίσιο της «ταχείας» προσέγγισης. Η ΕΟΚΕ διατηρεί, ωστόσο, σημαντικές επιφυλάξεις όσον αφορά την επέκταση της διαδικασίας «Lamfalussy» στον τομέα των απαιτήσεων φερεγγυότητας

5.3

Η παρούσα οδηγία νοείται ως σχέδιο «ταχείας» προσέγγισης και όχι ως οδηγία πλαίσιο για τη διαδικασία «Lamfalussy». Οι προσαρμογές των απαιτήσεων σχετικά με τη φερεγγυότητα θα πρέπει να πραγματοποιηθούν μόνο στο πλαίσιο του ευρύτερου σχεδίου Φερεγγυότητα ΙΙ.

5.4

Η εφαρμογή της διαδικασίας «Lamfalussy» δεν δικαιολογείται όμως και αντικειμενικά. Οι κεφαλαιουχικές απαιτήσεις των αντασφαλιστικών επιχειρήσεων δεν αποτελούν σε καμία περίπτωση μέτρα εφαρμογής, για την υιοθέτηση των οποίων να προβλέπεται η διαδικασία «Lamfalussy». Όπως άλλωστε αποδεικνύεται και από τις μακροχρόνιες διαπραγματεύσεις «Basel II» στον τραπεζικό τομέα, οι απαιτήσεις κεφαλαιακής επάρκειας, αποτελούν τον «πυρήνα» του μελλοντικού συστήματος εποπτείας και σε καμία περίπτωση λεπτομέρεια που μπορεί να ρυθμιστεί μεταγενέστερα.

5.5

Η ΕΟΚΕ εκτιμά ότι οι απαιτήσεις κεφαλαιακής επάρκειας θα πρέπει να αποσαφηνίζονται στην ίδια την οδηγία και όχι σε μια μεταγενέστερη νομοθεσία της Κοινότητας. Η διαφορά αυτή υποστηρίζεται και στο ισχύον σχέδιο της Συνέλευσης, στο οποίο απαιτείται η ενσωμάτωση των σημαντικών διατάξεων στον κορμό της οδηγίας. Συνεπώς, η Επιτροπή δεν υπογραμμίζει επαρκώς την ανάγκη ευρείας διαβούλευσης με τους ενδιαφερόμενους κύκλους.

6.   Αντασφάλιση και αντεκχώρηση (Άρθρα 37 και 38)

6.1

Σύμφωνα με την πρόταση οδηγίας οι κατά τον υπολογισμό της φερεγγυότητας, οι αντεκχωρήσεις λαμβάνονται υπόψη, μόνο μέχρις ύψους 50 % των ακαθάριστων συνολικών προβλέψεων. Αυτό απηχεί την ισχύουσα ρύθμιση για τους πρωτασφαλιστές στον κλάδο εκτός ζωής και εντός αυτού. Σκοπός της παρούσας οδηγίας για την εποπτεία των αντασφαλιστικών επιχειρήσεων θα πρέπει να είναι να συμβάλει στην ενίσχυση της οικονομικής σταθερότητας του τομέα των αντασφαλίσεων στην ΕΕ. Στο πλαίσιο αυτό, η ΕΟΚΕ θεωρεί δικαιολογημένη την πλήρη αναγνώριση των πρωτασφαλιστών και την αντεχώρηση των αντασφαλίσεων δεδομένου ότι ο εκχωρούμενος και ο αντεκχωρούμενος υπόκεινται στην εποπτεία της ΕΕ.

6.2

Κατά την άποψη της ΕΟΚΕ η αύξηση της αντασφάλισης και της αντεκχώρησης συνιστάται και λόγω των αυξημένων απαιτήσεων που ορίζονται στον τομέα των ασφαλίσεων για την επίλυση προβλημάτων που αφορούν το κοινωνικό σύνολο. Ιδιαίτερα μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001, η αύξηση της ζήτησης της βιομηχανίας και της αεροπλοΐας για ασφαλιστική κάλυψη των τρομοκρατικών κινδύνων, δεν οδήγησε σε οικονομικά πιο συμφέρουσες λύσεις, λόγω του χαμηλού συντελεστή στον τομέα της αντασφάλισης και της αντεκχώρησης. Σε ορισμένα κράτη μέλη, ο περιορισμένος συντελεστής στον τομέα της αντεκχώρησης παρεμποδίζει έως σήμερα την ανάπτυξη ασφαλίσεων για την πρόληψη τρομοκρατικών κινδύνων.

7.   Επενδυτικοί κανόνες (Άρθρο 34)

7.1

Η ΕΟΚΕ επιδοκιμάζει την τεκμηριωμένη ποιοτική προσέγγιση των κανόνων εποπτείας (Αρχή «του καλού διαχειριστή»). Λόγω των ιδιαιτεροτήτων των αντασφαλιστικών δραστηριοτήτων, και συγκεκριμένα της διεθνοποίησης των αντασφαλίσεων, μια τέτοια προσέγγιση κρίνεται καταλληλότερη από την λιγότερο ευέλικτη ποσοτική μέθοδο. Η ΕΕ εφαρμόζει με τον τρόπο αυτό μια σύγχρονη προσέγγιση που συνιστάται επίσης από το φορέα IAIS (International Association of Insurance Supervisors). Παράλληλα, η ΕΟΚΕ αναγνωρίζει ωστόσο ότι μια ποιοτική προσέγγιση, δεν αποτελεί «άδεια εν λευκώ», αλλά απαιτεί από τις επιχειρήσεις τη διεξαγωγή διαρκούς ελέγχου και τη βελτίωση της επενδυτικής διαδικασίας.

7.2

Δεδομένου ότι με την έναρξη της ισχύος της οδηγίας θα πρέπει να περιοριστούν ή να καταργηθούν ισχύοντες κανόνες σχετικά με την εποπτεία (όπως π.χ. η κατάθεση εγγυήσεων), συνιστάται να παραχωρηθεί από την οδηγία στα κράτη μέλη το δικαίωμα να απαιτούν από τους αντασφαλιστές που αναπτύσσουν δραστηριότητα στην επικράτειά τους, την εφαρμογή συμπληρωματικών επενδυτικών διατάξεων ποσοτικού χαρακτήρα. Ωστόσο, προϋπόθεση πρέπει να είναι ότι οι διατάξεις αυτές θα στηρίζονται στην αρχή «του καλού διαχειριστή» καθώς και τις υποχρεώσεις που έχουν αναληφθεί.

8.   Μεταβατικές περίοδοι (Άρθρο 51)

Οι αντασφαλιστικές επιχειρήσεις δεν εντάσσονται, επί του παρόντος, σε εναρμονισμένο κοινοτικό πλαίσιο. Η ΕΟΚΕ συνιστά συνεπώς στην Επιτροπή να εξετάσει προσεκτικά κατά πόσον απαιτούνται συμπληρωματικές ρυθμίσεις σχετικά με τις μεταβατικές περιόδους. Οι ρυθμίσεις ενδεχομένως να αφορούν, για παράδειγμα, τα μέσα κεφαλαιακής επάρκειας που χρησιμοποιούν οι αντασφαλιστές, και τα οποία δεν αναγνωρίζονται με βάση τις απαιτήσεις κεφαλαιακής επάρκειας των πρωτασφαλιστών.

9.   Συμπεράσματα

9.1

Με την επιφύλαξη των παρατηρήσεων που διατύπωσε, η ΕΟΚΕ υποστηρίζει την πρόταση της Επιτροπής για οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τις αντασφαλίσεις και την τροποποίηση των οδηγιών 73/239/EΟΚ, 92/49/EΟΚ και των οδηγιών 98/78/EΚ και 2002/83/EΚ. Η ΕΟΚΕ εκτιμά ότι η πρόταση αυτή καλύπτει σχεδόν όλους τους σημαντικούς τομείς της εποπτείας των αντασφαλιστικών επιχειρήσεων. Η πλήρης εφαρμογή της οδηγίας θα συμβάλει σημαντικά στην ενίσχυση και τη σταθεροποίηση των αντασφαλιστικών αγορών στην Ευρωπαϊκή Ένωση, κάτι που αποτελεί στόχο της Επιτροπής.

9.2

Μετά από την εξέταση της πρότασης της οδηγίας, η ΕΟΚΕ ανέλυσε ορισμένες επιλεγμένες πτυχές της οδηγίας προκειμένου να υποβάλλει συγκεκριμένες παρατηρήσεις και προτάσεις στην Επιτροπή ενόψει μιας ευρύτερης εξέτασης και ανάλυσης. Η ΕΟΚΕ προτείνει να στηρίζεται και ο τομέας των αντασφαλίσεων ζωής στον υπολογισμό της φερεγγυότητας, όπως ισχύει για τους ασφαλιστές εκτός κλάδου ζωής. Περαιτέρω δεν θα πρέπει οι απαιτήσεις φερεγγυότητας να εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της διαδικασίας «Lamfalussy». Δεδομένου ότι η ΕΟΚΕ θεωρεί σημαντική την πρόταση οδηγίας, τάσσεται υπέρ μιας ταχείας νομοθετικής διαδικασίας.

Βρυξέλλες, 27 Οκτωβρίου 2004.

Η Πρόεδρος

της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής

Anne-Marie SIGMUND


(1)  Εξαρτημένη αντασφαλιστική επιχείρηση λέγεται μια εταιρεία η οποία ανήκει σε επιχείρηση ή σε όμιλο επιχειρήσεων που δεν δραστηριοποιούνται ως ασφαλιστές ή αντασφαλιστές. Η οικονομική δραστηριότητα της εξαρτημένης αντασφαλιστικής επιχείρησης περιορίζεται στην προσφορά αντασφαλιστικής κάλυψης σε αυτή την επιχείρηση ή σε αυτόν τον όμιλο επιχειρήσεων.


Top