Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52011DP0540

    Τροποποίηση του Κανονισμού σχετικά με έναν κώδικα δεοντολογίας για τους βουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σε θέματα οικονομικών συμφερόντων και σύγκρουσης συμφερόντων Απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 1ης Δεκεμβρίου 2011 σχετικά με τροποποιήσεις του Κανονισμού σχετικά με έναν κώδικα δεοντολογίας για τους βουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σε θέματα οικονομικών συμφερόντων και σύγκρουσης συμφερόντων (2011/2174(REG))

    ΕΕ C 165E της 11.6.2013, p. 70–79 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

    11.6.2013   

    EL

    Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

    CE 165/70


    Πέμπτη 1 Δεκεμβρίου 2011
    Τροποποίηση του Κανονισμού σχετικά με έναν κώδικα δεοντολογίας για τους βουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σε θέματα οικονομικών συμφερόντων και σύγκρουσης συμφερόντων

    P7_TA(2011)0540

    Απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 1ης Δεκεμβρίου 2011 σχετικά με τροποποιήσεις του Κανονισμού σχετικά με έναν κώδικα δεοντολογίας για τους βουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σε θέματα οικονομικών συμφερόντων και σύγκρουσης συμφερόντων (2011/2174(REG))

    2013/C 165 E/11

    Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

    έχοντας υπόψη την από 31 Αυγούστου 2011 επιστολή του Πρόεδρου του,

    έχοντας υπόψη τη σύσταση της ομάδας εργασίας του Προεδρείου σχετικά με τους κώδικες δεοντολογίας, προς τα μέλη της Διάσκεψης των Προέδρων και το Προεδρείο, όσον αφορά τον κώδικα δεοντολογίας για τους βουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, η οποία επικυρώθηκε από το Προεδρείο στις 6 Ιουλίου 2011 και από τη Διάσκεψη των Προέδρων στις 7 Ιουλίου 2011,

    έχοντας υπόψη το πρωτόκολλο αριθ. 7 περί των προνομίων και ασυλιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

    έχοντας υπόψη τα άρθρα 211, 212 και 215 του Κανονισμού του,

    έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Συνταγματικών Υποθέσεων (A7-0386/2011),

    1.

    αποφασίζει να επιφέρει στον Κανονισμό του τις εξής τροποποιήσεις·

    2.

    αναθέτει στον Γενικό Γραμματέα του να προσαρμόσει αναλόγως το παράρτημα Χ του Κανονισμού του, επισημαίνοντας την αντιστοιχία μεταξύ των παραπομπών στο παράρτημα Ι τις οποίες περιέχει το παράρτημα Χ και των αντίστοιχων διατάξεων του παραρτήματος Ι στην εκδοχή που προκύπτει από την παρούσα απόφαση·

    3.

    αποφασίζει ότι οι εν λόγω τροποποιήσεις θα τεθούν σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 2012·

    4.

    επισημαίνει ότι, λόγω της ανασυγκρότησης, σύμφωνα με τον Κανονισμό, των οργάνων του Κοινοβουλίου στο μέσο της κοινοβουλευτικής περιόδου, η συμβουλευτική επιτροπή που προβλέπεται στο άρθρο 7 του κώδικα δεοντολογίας που αναφέρεται στο παράρτημα Ι του Κανονισμού, όπως αυτό θα προκύψει από την παρούσα απόφαση, δεν θα μπορέσει να συσταθεί πριν από τα τέλη Ιανουαρίου 2012· αποφασίζει κατά συνέπεια ότι οι βουλευτές θα διαθέτουν 90 ημέρες μετά τη θέση σε ισχύ του κώδικα δεοντολογίας για να καταθέσουν τη δήλωση οικονομικών συμφερόντων που αναφέρεται στο άρθρο 4 του εν λόγω κώδικα και ότι οι δηλώσεις που κατατίθενται βάσει των διατάξεων του Κανονισμού που ίσχυαν κατά την ημερομηνία της έγκρισης της παρούσας απόφασης θα εξακολουθούν να ισχύουν έως τη λήξη της προαναφερόμενης προθεσμίας· αποφασίζει εξάλλου ότι οι τελευταίες αυτές διατάξεις θα εφαρμόζονται επίσης σε κάθε βουλευτή του οποίου η εντολή θα άρχιζε κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής·

    5.

    αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει την παρούσα απόφαση, προς ενημέρωση, στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή, καθώς και στα κοινοβούλια των κρατών μελών.

    ΙΣΧΥΟΝ ΚΕΙΜΕΝΟ

    ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΑ

    Τροπολογία 1

    Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

    Άρθρο 9 – παράγραφος 1 – πρώτο εδάφιο

    1.   Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο αποφασίζει περί των κανόνων διαφάνειας για τα οικονομικά συμφέροντα των βουλευτών του, οι οποίοι επισυνάπτονται στον παρόντα Κανονισμό.

    1.   Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο αποφασίζει περί των κανόνων διαφάνειας για τα οικονομικά συμφέροντα των βουλευτών του, με τη μορφή κώδικα δεοντολογίας που εγκρίνεται με την πλειοψηφία των μελών του, σύμφωνα με το άρθρο 232 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και προσαρτάται στον παρόντα Κανονισμό.

    Τροπολογία 2

    Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

    Άρθρο 19

    Η Διάσκεψη των Προέδρων μπορεί, αποφασίζοντας με πλειοψηφία τριών πέμπτων των ψηφισάντων, που αντιπροσωπεύει τουλάχιστον τρεις πολιτικές ομάδες, να προτείνει στην Ολομέλεια τον τερματισμό της θητείας του Προέδρου, ενός Αντιπροέδρου, ενός Κοσμήτορα, ενός προέδρου ή αντιπροέδρου επιτροπής, ενός προέδρου ή αντιπροέδρου διακοινοβουλευτικής αντιπροσωπείας ή οποιουδήποτε άλλου αξιωματούχου που έχει εκλεγεί στο Κοινοβούλιο, όταν θεωρεί ότι ο εν λόγω βουλευτής έχει υποπέσει σε σοβαρό παράπτωμα. Η πρόταση αυτή εγκρίνεται από το Κοινοβούλιο με πλειοψηφία δύο τρίτων των ψηφισάντων, που αντιπροσωπεύει ταυτόχρονα την πλειοψηφία των βουλευτών που το απαρτίζουν.

    Η Διάσκεψη των Προέδρων μπορεί, αποφασίζοντας με πλειοψηφία τριών πέμπτων των ψηφισάντων, που αντιπροσωπεύει τουλάχιστον τρεις πολιτικές ομάδες, να προτείνει στην Ολομέλεια τον τερματισμό της θητείας του Προέδρου, ενός Αντιπροέδρου, ενός Κοσμήτορα, ενός προέδρου ή αντιπροέδρου επιτροπής, ενός προέδρου ή αντιπροέδρου διακοινοβουλευτικής αντιπροσωπείας ή οποιουδήποτε άλλου αξιωματούχου που έχει εκλεγεί στο Κοινοβούλιο, όταν θεωρεί ότι ο εν λόγω βουλευτής έχει υποπέσει σε σοβαρό παράπτωμα. Το Κοινοβούλιο αποφασίζει για την πρόταση αυτή με πλειοψηφία δύο τρίτων των ψηφισάντων, που αντιπροσωπεύει ταυτόχρονα την πλειοψηφία των βουλευτών που το απαρτίζουν.

     

    Όταν εισηγητής παραβιάζει τις διατάξεις του κώδικα δεοντολογίας για τους βουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σε θέματα οικονομικών συμφερόντων και σύγκρουσης συμφερόντων, ο οποίος προσαρτάται στον παρόντα Κανονισμό, η επιτροπή που τον όρισε μπορεί να τερματίσει αυτή την εντολή, με πρωτοβουλία του Προέδρου και ύστερα από πρόταση της Διάσκεψης των Προέδρων. Οι πλειοψηφίες που απαιτούνται στο πρώτο εδάφιο εφαρμόζονται κατ’ αναλογίαν σε κάθε στάδιο της διαδικασίας αυτής.

    Τροπολογία 3

    Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

    Άρθρο 32 – παράγραφος 2

    2.   Οι εν λόγω ομάδες δεν μπορούν να συμμετάσχουν σε δραστηριότητες που μπορεί να οδηγήσουν σε σύγχυση με τις επίσημες δραστηριότητες του Κοινοβουλίου ή των οργάνων του. Υπό την προϋπόθεση της τήρησης των όρων που θεσπίζουν οι διατάξεις που διέπουν τη συγκρότηση των διακομματικών ομάδων που ενέκρινε το Προεδρείο, οι πολιτικές ομάδες μπορούν να διευκολύνουν τις δραστηριότητες των διακομματικών ομάδων παρέχοντάς τους υλικοτεχνική υποστήριξη. Οι εν λόγω ομάδες αναφέρουν κάθε εξωτερική υποστήριξη σύμφωνα με το παράρτημα Ι .

    2.   Οι εν λόγω ομάδες δεν μπορούν να συμμετάσχουν σε δραστηριότητες που μπορεί να οδηγήσουν σε σύγχυση με τις επίσημες δραστηριότητες του Κοινοβουλίου ή των οργάνων του. Υπό την προϋπόθεση της τήρησης των όρων που θεσπίζουν οι διατάξεις που διέπουν τη συγκρότηση των διακομματικών ομάδων που ενέκρινε το Προεδρείο, οι πολιτικές ομάδες μπορούν να διευκολύνουν τις δραστηριότητες των διακομματικών ομάδων παρέχοντάς τους υλικοτεχνική υποστήριξη.

     

    Οι εν λόγω ομάδες οφείλουν να δηλώνουν κάθε υποστήριξη , σε χρήματα ή σε είδος (π.χ. γραμματειακή υποστήριξη), η οποία, εάν εδίδετο ατομικά στους βουλευτές, θα έπρεπε να δηλωθεί δυνάμει του παραρτήματος Ι .

     

    Οι Κοσμήτορες τηρούν μητρώο των δηλώσεων που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο. Το μητρώο δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα του Κοινοβουλίου. Οι κοσμήτορες εγκρίνουν λεπτομερείς κανόνες σχετικά με τις εν λόγω δηλώσεις.

    Τροπολογία 4

    Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

    Άρθρο 153 – παράγραφος 3 – στοιχείο δ

    δ)

    υποβολή στη Διάσκεψη των Προέδρων, κατά το άρθρο 19, πρότασης για την αναστολή ή την αφαίρεση ενός ή περισσοτέρων από τα αιρετά αξιώματα που κατέχει ο βουλευτής στο Κοινοβούλιο.

    δ)

    υποβολή στη Διάσκεψη των Προέδρων, κατά το άρθρο 19, πρότασης για την αναστολή ή την αφαίρεση ενός ή περισσοτέρων από τα αξιώματα που κατέχει ο βουλευτής στο Κοινοβούλιο.

    Τροπολογία 5

    Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

    Παράρτημα Ι – τίτλος

    Τροπολογία 6

    Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

    Παράρτημα I – άρθρα 1 έως 4

    Άρθρο 1

    1.     Όταν λάβει το λόγο στο Κοινοβούλιο ή σε κάποιο από τα όργανά του ή όταν προταθεί ως εισηγητής, κάθε βουλευτής που έχει άμεσο οικονομικό συμφέρον σχετικά με το υπό συζήτηση θέμα πρέπει να γνωστοποιήσει το συμφέρον αυτό προφορικά.

    2.     Προτού βουλευτής αναλάβει εγκύρως αξίωμα στο Κοινοβούλιο ή σε όργανό του, σύμφωνα με τα άρθρα 13, 191 ή 198, παράγραφος 2, του Κανονισμού, ή συμμετάσχει σε επίσημη αντιπροσωπεία, σύμφωνα με το άρθρο 68 ή 198, παράγραφος 2, του Κανονισμού, οφείλει να έχει συμπληρώσει δεόντως τη δήλωση που προβλέπει το άρθρο 2.

    Άρθρο 2

    Οι Κοσμήτορες τηρούν πρωτόκολλο στο οποίο κάθε βουλευτής δηλώνει προσωπικώς και με ακρίβεια:

    α)

    τις επαγγελματικές του δραστηριότητες, καθώς και οιαδήποτε άλλα αμειβόμενα καθήκοντα ή δραστηριότητές του,

    β)

    κάθε αποζημίωση που λαμβάνει ο βουλευτής για την άσκηση εντολής σε άλλο κοινοβούλιο,

    γ)

    οιαδήποτε οικονομική υποστήριξη, σε προσωπικό ή σε υλικούς πόρους, που έρχεται να προστεθεί στα παρεχόμενα από το Κοινοβούλιο μέσα και που χορηγείται στο βουλευτή στο πλαίσιο των πολιτικών του δραστηριοτήτων από τρίτους, με ένδειξη της ταυτότητας των τρίτων αυτών.

    Οι βουλευτές απαγορεύεται να λαμβάνουν οιαδήποτε δωρεά ή παροχή κατά την άσκηση της εντολής τους.

    Οι δηλώσεις στο πρωτόκολλο γίνονται υπό την προσωπική ευθύνη του βουλευτή και πρέπει να ενημερώνονται μόλις υπάρξουν τροποποιήσεις και να ανανεώνονται τουλάχιστον κάθε χρόνο. Οι βουλευτές είναι πλήρως υπεύθυνοι όσον αφορά τη διαφάνεια των οικονομικών τους συμφερόντων.

    Το Προεδρείο μπορεί να εκδίδει περιοδικά κατάλογο των στοιχείων που πρέπει να δηλώνονται, κατά την άποψή του, στο πρωτόκολλο.

    Εφόσον βουλευτής δεν εκπληρώσει, μετά από σχετική πρόσκληση, την υποχρέωσή του για υποβολή της δήλωσης σύμφωνα με τα στοιχεία α) και β), τότε ο Πρόεδρος τον καλεί εκ νέου να υποβάλει τη δήλωση εντός προθεσμίας δύο μηνών. Εφόσον παρέλθει η προθεσμία αυτή χωρίς να υποβληθεί η δήλωση, τότε δημοσιεύεται το όνομα του βουλευτή με αναφορά της παράβασης στα Συνοπτικά Πρακτικά της πρώτης ημέρας συνεδρίασης κάθε περιόδου συνόδου μετά την παρέλευση της προθεσμίας. Εφόσον ο βουλευτής αρνείται και μετά τη δημοσίευση της παράβασης να υποβάλει τη δήλωση, ο Πρόεδρος ενεργεί σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 153 του Κανονισμού προκειμένου να απαγορευθεί η παρουσία του εν λόγω βουλευτή στην αίθουσα συνεδριάσεων.

    Οι πρόεδροι ομάδων βουλευτών, είτε πρόκειται για διακομματικές ομάδες ή άλλες ανεπίσημες ομάδες βουλευτών, υποχρεούνται να δηλώνουν κάθε βοήθημα, σε χρήματα ή σε είδος (π.χ. αποζημίωση γραμματείας) το οποίο, εάν εδίδετο ατομικά στους βουλευτές, θα έπρεπε να δηλωθεί δυνάμει του παρόντος άρθρου.

    Οι Κοσμήτορες είναι αρμόδιοι για την τήρηση πρωτοκόλλου και την κατάρτιση λεπτομερών κανόνων για τη δήλωση των εξωτερικών βοηθημάτων εκ μέρους των εν λόγω ομάδων βουλευτών.

    Άρθρο 3

    Το πρωτόκολλο είναι δημόσιο.

    Το πρωτόκολλο μπορεί να τίθεται στη διάθεση του κοινού για εξέταση μέσω ηλεκτρονικού συστήματος.

    Άρθρο 4

    Οι βουλευτές υπόκεινται, όσον αφορά τη δήλωση περιουσιακών στοιχείων, στις υποχρεώσεις που προβλέπει η νομοθεσία του κράτους μέλους στο οποίο έχουν εκλεγεί.

    Διαγράφεται

    Τροπολογία 7

    Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

    Παράρτημα I (νέο) – Άρθρο 1 (νέο)

     

    Άρθρο 1

    Κατευθυντήριες αρχές

    Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους οι βουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου:

    α)

    ακολουθούν και σέβονται τις ακόλουθες γενικές αρχές δεοντολογίας: ανιδιοτέλεια, ακεραιότητα, διαφάνεια, επιμέλεια, τιμιότητα, υπευθυνότητα και σεβασμός για το κύρος του Κοινοβουλίου,

    β)

    ενεργούν αποκλειστικά υπέρ του δημόσιου συμφέροντος και δεν λαμβάνουν ούτε επιδιώκουν να λάβουν άμεσα ή έμμεσα οικονομικά οφέλη ή άλλη αμοιβή.

    Τροπολογία 8

    Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

    Παράρτημα I (νέο) – Άρθρο 2 (νέο)

     

    Άρθρο 2

    Κύρια καθήκοντα των βουλευτών

    Στο πλαίσιο της εντολής τους, οι βουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου:

    α)

    δεν έρχονται σε οποιαδήποτε συμφωνία για δράση ή ψήφο προς όφελος οποιουδήποτε τρίτου φυσικού ή νομικού προσώπου, η οποία θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο την ελευθερία ψήφου τους, όπως ορίζεται στο άρθρο 6 της Πράξης της 20ης Σεπτεμβρίου 1976 για την εκλογή των βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου με άμεση καθολική ψηφοφορία και στο άρθρο 2 του Καθεστώτος των Βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου,

    β)

    δεν επιζητούν, αποδέχονται ή λαμβάνουν οποιαδήποτε άμεση ή έμμεση οικονομική παροχή ή άλλη αμοιβή, ως αντάλλαγμα για την άσκηση επιρροής ή την ψήφιση νομοθεσίας, προτάσεων ψηφίσματος, γραπτών δηλώσεων ή ερωτήσεων που έχουν υποβληθεί στο Κοινοβούλιο ή σε κάποια από τις επιτροπές του, και αποφεύγουν συνειδητά οποιασδήποτε κατάσταση που ενδέχεται να προσομοιάζει με δωροδοκία.

    Τροπολογία 9

    Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

    Παράρτημα I (νέο) – Άρθρο 3 (νέο)

     

    Άρθρο 3

    Συγκρούσεις συμφερόντων

    1.     Σύγκρουση συμφερόντων υπάρχει στην περίπτωση που βουλευτής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου έχει προσωπικό συμφέρον που θα μπορούσε να επηρεάσει αθέμιτα την εκτέλεση των καθηκόντων του ως βουλευτή. Σύγκρουση συμφερόντων δεν υπάρχει στην περίπτωση που ο βουλευτής αντλεί κάποιο όφελος μόνο ως μέλος του γενικότερου κοινού ή μίας ευρύτερης κατηγορίας ατόμων.

    2.     Στην περίπτωση που ένας βουλευτής θεωρήσει ότι αντιμετωπίζει σύγκρουση συμφερόντων λαμβάνει άμεσα τα απαραίτητα μέτρα για την αντιμετώπισή της, σύμφωνα με τις αρχές και τις διατάξεις του παρόντος κώδικα δεοντολογίας. Στην περίπτωση που αδυνατεί να επιλύσει τη σύγκρουση συμφερόντων, το αναφέρει γραπτώς στον Πρόεδρο. Σε περίπτωση αμφιβολιών, ο βουλευτής μπορεί να ζητήσει, εμπιστευτικά, τη γνώμη της συμβουλευτικής επιτροπής δεοντολογίας των βουλευτών, που συγκροτείται βάσει του άρθρου 7.

    3.     Υπό την επιφύλαξη της παραγράφου 2, ο βουλευτής, πριν λάβει το λόγο ή συμμετάσχει σε ψηφοφορία στην ολομέλεια ή σε ένα από τα όργανα του Κοινοβουλίου, ή στην περίπτωση που προταθεί ως εισηγητής, γνωστοποιεί οποιαδήποτε υπάρχουσα ή δυνητική σύγκρουση συμφερόντων σε σχέση με το θέμα που εξετάζεται, όταν αυτό δεν προκύπτει σαφώς από τα στοιχεία που έχουν δηλωθεί σύμφωνα με το άρθρο 4. Η γνωστοποίηση αυτή γίνεται γραπτώς ή προφορικώς στον πρόεδρο κατά τη διάρκεια των εν λόγω κοινοβουλευτικών διαδικασιών.

    Τροπολογία 10

    Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

    Παράρτημα I (νέο) – Άρθρο 4 (νέο)

     

    Άρθρο 4

    Δήλωση των βουλευτών

    1.     Για λόγους διαφάνειας, οι βουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου υποβάλλουν με ατομική τους ευθύνη δήλωση οικονομικών συμφερόντων στον Πρόεδρο έως το τέλος της πρώτης συνόδου που έπεται των εκλογών για την ανάδειξη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (ή εντός 30 ημερών από την ανάληψη των καθηκόντων τους στο Κοινοβούλιο κατά τη διάρκεια μιας κοινοβουλευτικής περιόδου),χρησιμοποιώντας το έντυπο που εγκρίνεται από το Προεδρείο σύμφωνα με το άρθρο 9. Ενημερώνουν τον Πρόεδρο σχετικά με οποιεσδήποτε αλλαγές που επηρεάζουν τη δήλωσή τους εντός 30 ημερών από κάθε επερχόμενη αλλαγή.

    2.     Η δήλωση οικονομικών συμφερόντων περιλαμβάνει τα παρακάτω στοιχεία, με σαφή τρόπο:

    α)

    τις επαγγελματικές δραστηριότητες των βουλευτών κατά τη διάρκεια των τριών ετών πριν από την ανάληψη των καθηκόντων τους στο Κοινοβούλιο, και τη συμμετοχή τους κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου σε διοικητικά συμβούλια ή επιτροπές εταιρειών, μη κυβερνητικών οργανώσεων, ενώσεων ή άλλων οργανισμών με νομική προσωπικότητα,

    β)

    κάθε αποζημίωση που λαμβάνει ο βουλευτής για την άσκηση εντολής σε άλλο κοινοβούλιο,

    γ)

    οποιαδήποτε αμειβόμενη τακτική δραστηριότητα που αναλαμβάνουν οι βουλευτές από κοινού με την άσκηση των καθηκόντων τους, είτε ως υπάλληλοι είτε ως αυτοαπασχολούμενοι,

    δ)

    τη συμμετοχή σε διοικητικά συμβούλια ή επιτροπές εταιρειών, μη κυβερνητικών οργανώσεων, ενώσεων ή άλλων οργανισμών με νομική προσωπικότητα ή οποιαδήποτε άλλη εξωτερική δραστηριότητα, αμειβόμενη ή μη,

    ε)

    οποιαδήποτε περιστασιακή αμειβόμενη εξωτερική δραστηριότητα (περιλαμβανομένων της συγγραφικής δραστηριότητας, του διδακτικού έργου ή της παροχής ειδικευμένων συμβουλών), εάν η συνολική αμοιβή υπερβαίνει τα 5 000 EUR ανά ημερολογιακό έτος,

    στ)

    τη συμμετοχή σε εταιρεία ή σύμπραξη, όταν αυτή ενδέχεται να έχει επιπτώσεις επί της δημόσιας πολιτικής, ή όταν η συμμετοχή αυτή δίνει στο βουλευτή τη δυνατότητα σημαντικής επιρροής επί υποθέσεων του εν λόγω οργανισμού,

    ζ)

    οιαδήποτε οικονομική υποστήριξη, σε προσωπικό ή σε υλικούς πόρους, που έρχεται να προστεθεί στα παρεχόμενα από το Κοινοβούλιο μέσα και που χορηγείται στο βουλευτή στο πλαίσιο των πολιτικών του δραστηριοτήτων από τρίτους, με ένδειξη της ταυτότητας των τρίτων αυτών,

    η)

    οποιαδήποτε άλλα οικονομικά συμφέροντα που μπορεί να επηρεάζουν την εκτέλεση των καθηκόντων των βουλευτών.

    Τα τακτικά εισοδήματα που λαμβάνουν οι βουλευτές στο πλαίσιο κάθε δηλούμενου στοιχείου σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο περιλαμβάνονται σε μία από τις παρακάτω κατηγορίες:

    από 500 έως 1 000 EUR μηνιαίως·

    από 1 001 έως 5 000 EUR μηνιαίως·

    από 5 001 έως 10 000 EUR μηνιαίως·

    περισσότερα από 10 000 EUR μηνιαίως.

    Οιαδήποτε άλλα εισοδήματα λαμβάνονται από βουλευτές στο πλαίσιο κάθε δηλούμενου στοιχείου σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο υπολογίζονται σε ετήσια βάση, διαιρούνται δια δώδεκα και τοποθετούνται σε μία από τις κατηγορίες που καθορίζονται στο δεύτερο εδάφιο.

    3.     Οι πληροφορίες που γνωστοποιούνται στον Πρόεδρο δυνάμει του παρόντος άρθρου δημοσιοποιούνται στην ιστοσελίδα του Κοινοβουλίου με ευχερή στην πρόσβαση τρόπο.

    4.     Οι βουλευτές δεν μπορούν να εκλεγούν σε κάποιο αξίωμα του Κοινοβουλίου ή των οργάνων του, να οριστούν εισηγητές ή να συμμετάσχουν σε επίσημη αντιπροσωπεία, εάν δεν έχουν υποβάλει τη δήλωση οικονομικών συμφερόντων τους.

    Τροπολογία 11

    Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

    Παράρτημα I (νέο) – Άρθρο 5 (νέο)

     

    Άρθρο 5

    Δώρα ή παρόμοιες παροχές

    1.     Οι βουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου απέχουν, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, από την αποδοχή οιωνδήποτε δώρων ή παρόμοιων παροχών, πέραν αυτών των οποίων η κατά προσέγγιση αξία είναι μικρότερη των 150 EUR και δίδονται ως δώρα φιλοφρόνησης, ή εκείνων που δίδονται ως δώρα φιλοφρόνησης όταν εκπροσωπούν το Κοινοβούλιο υπό επίσημη ιδιότητα.

    2.     Οιαδήποτε δώρα δίδονται στους βουλευτές, σύμφωνα με την παράγραφο 1, όταν αυτοί εκπροσωπούν το Κοινοβούλιο με την επίσημη ιδιότητά τους, παραδίδονται στον Πρόεδρο, ο οποίος τα διαχειρίζεται στο πλαίσιο των μέτρων εφαρμογής που θεσπίζει το Προεδρείο δυνάμει του άρθρου 9.

    3.     Οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 δεν εφαρμόζονται όσον αφορά την επιστροφή των εξόδων ταξιδίου και διαμονής των βουλευτών, ή την απευθείας καταβολή των εξόδων αυτών από τρίτους, στις περιπτώσεις που οι βουλευτές, κατόπιν προσκλήσεως και κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, συμμετέχουν σε εκδηλώσεις που έχουν οργανωθεί από τρίτους.

    Το πεδίο εφαρμογής της παρούσας παραγράφου, ιδίως των κανόνων που διασφαλίζουν τη διαφάνεια, καθορίζεται από τα μέτρα εφαρμογής που θεσπίζει το Προεδρείο δυνάμει του άρθρου 9.

    Τροπολογία 12

    Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

    Παράρτημα I (νέο) – Άρθρο 6 (νέο)

     

    Άρθρο 6

    Δραστηριότητες των πρώην βουλευτών

    Οι πρώην βουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που δραστηριοποιούνται επαγγελματικά σε ομάδες συμφερόντων ή ασκούν δραστηριότητες εκπροσώπησης άμεσα συνδεδεμένες με τις διαδικασίες λήψης αποφάσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν μπορούν, καθ’ όλη τη διάρκεια μιας τέτοιας δραστηριότητας, να επωφελούνται των διευκολύνσεων που χορηγούνται στους πρώην βουλευτές σύμφωνα με τους κανόνες που έχει καθορίσει το Προεδρείο προς τον σκοπό αυτό (1).

    Τροπολογία 13

    Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

    Παράρτημα I (νέο) – Άρθρο 7 (νέο)

     

    Άρθρο 7

    Συμβουλευτική επιτροπή δεοντολογίας των βουλευτών

    1.     Θεσπίζεται συμβουλευτική επιτροπή δεοντολογίας των βουλευτών («συμβουλευτική επιτροπή»).

    2.     Η συμβουλευτική επιτροπή αποτελείται από πέντε μέλη, τα οποία ορίζει ο Πρόεδρος στην αρχή της θητείας του από τα μέλη των προεδρείων και τους συντονιστές της Επιτροπής Συνταγματικών Υποθέσεων και της Επιτροπής Νομικών Θεμάτων, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη την πείρα των μελών και τις πολιτικές ισορροπίες.

    Κάθε μέλος της συμβουλευτικής επιτροπής αναλαμβάνει εκ περιτροπής την προεδρία για έξι μήνες.

    3.     Στην αρχή της θητείας του, ο Πρόεδρος ορίζει επίσης αναπληρωματικά μέλη για τη συμβουλευτική επιτροπή, ένα από κάθε ομάδα μη εκπροσωπούμενη στη συμβουλευτική επιτροπή.

    Στην περίπτωση εικαζόμενης παράβασης του παρόντος κώδικα δεοντολογίας από μέλος πολιτικής ομάδας μη εκπροσωπούμενης στη συμβουλευτική επιτροπή, το αρμόδιο αναπληρωματικό μέλος αναλαμβάνει καθήκοντα ως έκτο πλήρες μέλος της συμβουλευτικής επιτροπής για τους σκοπούς της εξέτασης της εν λόγω εικαζόμενης παράβασης.

    4.     Κατόπιν αιτήματος βουλευτή, η συμβουλευτική επιτροπή, εμπιστευτικά και εντός 30 ημερολογιακών ημερών, καθοδηγεί αυτόν στην ερμηνεία και την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος κώδικα δεοντολογίας. Ο εν λόγω βουλευτής δικαιούται να βασίζεται στην καθοδήγηση αυτή.

    Κατόπιν αιτήματος του Προέδρου, η συμβουλευτική επιτροπή αξιολογεί επίσης τις εικαζόμενες περιπτώσεις παράβασης του παρόντος κώδικα δεοντολογίας και συμβουλεύει τον Πρόεδρο για ενδεχόμενη λήψη μέτρων.

    5.     Η συμβουλευτική επιτροπή έχει τη δυνατότητα, μετά από διαβούλευση με τον Πρόεδρο, να ζητήσει τη συμβουλή εξωτερικών εμπειρογνωμόνων.

    6.     Η συμβουλευτική επιτροπή δημοσιεύει ετήσια έκθεση για το έργο της.

    Τροπολογία 14

    Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

    Παράρτημα I (νέο) – Άρθρο 8 (νέο)

     

    Άρθρο 8

    Διαδικασία στην περίπτωση ενδεχόμενης παράβασης του κώδικα δεοντολογίας

    1.     Στην περίπτωση που υπάρχει υποψία ενδεχόμενης παράβασης του παρόντος κώδικα δεοντολογίας από βουλευτή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, ο Πρόεδρος μπορεί να παραπέμψει το θέμα στη συμβουλευτική επιτροπή.

    2.     Η συμβουλευτική επιτροπή εξετάζει τις συνθήκες της εικαζόμενης παράβασης και μπορεί να ακούσει τον εν λόγω βουλευτή. Με βάση τα συμπεράσματα της έρευνας, προβαίνει σε σύσταση προς τον Πρόεδρο για ενδεχόμενη απόφαση.

    3.     Εάν, λαμβάνοντας υπόψη τη σύσταση αυτή, ο Πρόεδρος συμπεράνει ότι ο εν λόγω βουλευτής έχει παραβεί τον κώδικα δεοντολογίας, μετά από ακρόαση αυτού, εγκρίνει αιτιολογημένη απόφαση με κύρωση, την οποία και κοινοποιεί στον βουλευτή.

    Η επιβαλλόμενη κύρωση μπορεί να συνίσταται σε ένα ή περισσότερα από τα μέτρα που αναφέρονται στο άρθρο 153 παράγραφος 3 του Κανονισμού.

    4.     Ο εν λόγω βουλευτής διαθέτει τις εσωτερικές δυνατότητες προσφυγής που καθορίζονται στο άρθρο 154 του Κανονισμού.

    5.     Μετά την παρέλευση των προθεσμιών που προβλέπονται στο άρθρο 154 του Κανονισμού, οποιαδήποτε κύρωση επιβαλλόμενη σε βουλευτή ανακοινώνεται από τον Πρόεδρο στην ολομέλεια και δημοσιεύεται σε εμφανές σημείο της ιστοσελίδας του Κοινοβουλίου για το υπόλοιπο διάστημα της κοινοβουλευτικής περιόδου.

    Τροπολογία 15

    Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

    Παράρτημα I (νέο) – Άρθρο 9 (νέο)

     

    Άρθρο 9

    Εφαρμογή

    Το Προεδρείο θεσπίζει μέτρα εφαρμογής του παρόντος κώδικα δεοντολογίας, συμπεριλαμβανομένης διαδικασίας παρακολούθησης, και ενημερώνει τα ποσά που αναφέρονται στα άρθρα 4 και 5, όταν χρειάζεται.

    Μπορεί να διατυπώνει προτάσεις για την αναθεώρηση του παρόντος κώδικα δεοντολογίας.


    (1)   Απόφαση του Προεδρείου της 12ης Απριλίου 1999.


    Top