This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 62019CN0662
Case C-662/19 P: Appeal brought on 4 September 2019 by NRW.Bank against the judgment delivered on 26 June 2019 in Case T-466/16 NRW.Bank v SRB
Υπόθεση C-662/19 P: Αναίρεση που άσκησε στις 4 Σεπτεμβρίου 2019 η NRW.Bank κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο (όγδοο πενταμελές τμήμα) στις 26 Ιουνίου 2019 στην υπόθεση T-466/16, NRW.Bank κατά Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης
Υπόθεση C-662/19 P: Αναίρεση που άσκησε στις 4 Σεπτεμβρίου 2019 η NRW.Bank κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο (όγδοο πενταμελές τμήμα) στις 26 Ιουνίου 2019 στην υπόθεση T-466/16, NRW.Bank κατά Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης
ΕΕ C 399 της 25.11.2019, p. 30–31
(BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, HR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)
25.11.2019 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 399/30 |
Αναίρεση που άσκησε στις 4 Σεπτεμβρίου 2019 η NRW.Bank κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο (όγδοο πενταμελές τμήμα) στις 26 Ιουνίου 2019 στην υπόθεση T-466/16, NRW.Bank κατά Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης
(Υπόθεση C-662/19 P)
(2019/C 399/35)
Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική
Διάδικοι
Αναιρεσείουσα: NRW.Bank (εκπρόσωποι: J. Seitz, J. Witte και D. Flore, δικηγόροι)
Λοιποί διάδικοι στην αναιρετική διαδικασία: Ενιαίο Συμβούλιο Εξυγίανσης, Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Ευρωπαϊκή Επιτροπή
Αιτήματα
Η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο:
1. |
να αναιρέσει την απόφαση που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις 26 Ιουνίου 2019 στην υπόθεση T-466/16 και να ακυρώσει την απόφαση του καθού και αναιρεσιβλήτου για τον καθορισμό της ετήσιας εισφοράς της προσφεύγουσας προς το Ταμείο Αναδιαρθρώσεως για το έτος καταβολής εισφορών 2016· |
2. |
επικουρικώς, να αναιρέσει την ως άνω απόφαση και να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο· |
3. |
να καταδικάσει το αναιρεσίβλητο στα δικαστικά έξοδα της αναιρετικής διαδικασίας. |
Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα
Προς στήριξη της αναιρέσεώς της, η αναιρεσείουσα προβάλλει δύο λόγους:
Πρώτον, αντίθετα με την κρίση του Γενικού Δικαστηρίου, η προσφυγή ακυρώσεώς της δεν ασκήθηκε εκπρόθεσμα κατά την έννοια του άρθρου 263, έκτο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Η απόφαση του καθού για τον καθορισμό της ετήσιας εισφοράς της προσφεύγουσας προς το Ταμείο Αναδιαρθρώσεως για το έτος καταβολής εισφορών 2016 βασίζεται σε δύο χρονικά διαδοχικές αποφάσεις του καθού, τη λεγόμενη «πρώτη απόφαση του Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης» και τη λεγόμενη «δεύτερη απόφαση του Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης». Αμφότερες οι αποφάσεις του Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης απευθύνθηκαν μόνο προς την εθνική Αρχή Εξυγίανσης («Federal Agency for Financial Market Stabilisation», στο εξής: FMSA) και η προσφεύγουσα δεν έλαβε άμεσα γνώση αυτών ούτε της κοινοποιήθηκαν. Η προσφεύγουσα έλαβε γνώση της ενδεχόμενης υπάρξεως (όχι όμως και του περιεχομένου) των αποφάσεων του Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης μέσω των πράξεων επιβολής εισφορών της FMSA, ήτοι της «πρώτης πράξης της FMSA» και της «δεύτερης πράξης της FMSA».
Κρίσιμο επομένως γεγονός για τον υπολογισμό της προθεσμίας ασκήσεως της προσφυγής ακυρώσεως είναι, αντίθετα με την κρίση του Γενικού Δικαστηρίου, μόνο η παραλαβή από την προσφεύγουσα της δεύτερης πράξης της FMSA. Τούτο δε διότι η δεύτερη απόφαση του Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης αντικατέστησε την πρώτη απόφαση του Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης.
Ακόμη όμως και αν θεωρηθεί ότι η δεύτερη απόφαση του Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης δεν αντικατέστησε πλήρως, αλλά μόνον τροποποίησε την πρώτη απόφαση του Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης, και πάλι θα έπρεπε για την έναρξη της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής να ληφθεί υπόψη, σύμφωνα με τη νομολογία, μόνον η παραλαβή της δεύτερης πράξης της FMSA.
Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται περαιτέρω ότι –αντίθετα με την κρίση του Γενικού Δικαστηρίου– δεν ήταν υποχρεωμένη, λαμβανομένων υπόψη των ιδιαιτεροτήτων της κρινόμενης περιπτώσεως, να απαιτήσει να λάβει την πρώτη απόφαση του Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης και να λάβει με τον τρόπο αυτόν γνώση του περιεχομένου και του σκεπτικού της. Εν πάση περιπτώσει, μια τέτοια υποχρέωση δεν υφίσταται όταν –όπως στην προκειμένη περίπτωση– δεν είναι σαφές ούτε ποιος είναι υπόχρεος ούτε το αντικείμενο μιας υποτιθέμενης υποχρεώσεως απαιτήσεως λήψεως της αποφάσεως.
Τέλος, πρέπει να θεωρηθεί ότι τηρήθηκε η προθεσμία της προσφυγής για λόγους δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, εν πάση περιπτώσει όμως για λόγους συγγνωστής πλάνης.
Δεύτερον, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε εσφαλμένα ότι η προσφεύγουσα δεν προέβαλε λόγους και επιχειρήματα αναφορικά με τη δεύτερη απόφαση του Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης. Η διαπίστωση αυτή προσβάλλει το δικαίωμα ακροάσεως της προσφεύγουσας που απορρέει από το άρθρο 47, παράγραφος 2, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το Γενικό Δικαστήριο αγνόησε διάφορους ισχυρισμούς της προσφεύγουσας, δεν τους έλαβε υπόψη, ως όφειλε, κατά την απόφασή του και, ως εκ τούτου, προσέβαλε το δικαίωμα της προσφεύγουσας σε μια δίκαιη δίκη.