Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32005R1041

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1041/2005 της Επιτροπής, της 29ης Ιουνίου 2005, για τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2868/95 περί της εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 40/94 του Συμβουλίου για το κοινοτικό σήμα (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΕΕ L 172 της 5.7.2005, p. 4–21 (ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, NL, PL, PT, SK, SL, FI, SV)
ΕΕ L 287M της 18.10.2006, p. 12–29 (MT)

Το έγγραφο αυτό έχει δημοσιευτεί σε ειδική έκδοση (BG, RO, HR)

Legal status of the document No longer in force, Date of end of validity: 30/09/2017; καταργήθηκε εμμέσως από 32017R1430

ELI: http://data.europa.eu/eli/reg/2005/1041/oj

5.7.2005   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 172/4


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 1041/2005 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 29ης Ιουνίου 2005

για τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2868/95 περί της εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 40/94 του Συμβουλίου για το κοινοτικό σήμα

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 40/94 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1993, για το κοινοτικό σήμα (1), και ιδίως το άρθρο 157,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 40/94, είναι αναγκαία η θέσπιση τεχνικών μέτρων για την εφαρμογή διατάξεων που αφορούν τα πρότυπα έντυπα για τις εκθέσεις έρευνας, της διαίρεσης της αίτησης και της καταχώρησης, την ανάκληση των αποφάσεων, τη χορήγηση αδειών καθώς και τις αποφάσεις που λαμβάνονται από ένα μόνο μέλος του τμήματος ανακοπών και ακύρωσης.

(2)

Μετά τη 10η Μαρτίου 2008, το σύστημα έρευνας θα εξακολουθήσει να είναι υποχρεωτικό για τα κοινοτικά σήματα, αλλά θα πρέπει να είναι προαιρετικό και να υπόκειται σε καταβολή τέλους για τις έρευνες στα μητρώα σημάτων των κρατών μελών που κοινοποίησαν δική τους απόφαση να διεξαγάγουν έρευνα. Με τον παρόντα κανονισμό θεσπίζεται πρότυπο έντυπο το οποίο περιλαμβάνει θεμελιώδη στοιχεία για την έκθεση έρευνας έτσι ώστε να βελτιωθεί η ποιότητα και η ομοιομορφία των εκθέσεων έρευνας.

(3)

Η δήλωση διαίρεσης και καταχώρησης πρέπει να είναι σύμφωνη με τα στοιχεία που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό. Η νέα αυτεπάγγελτη ανάκληση απόφασης ή καταχώρησης στο μητρώο από το Γραφείο εναρμόνισης στο πλαίσιο της εσωτερικής αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) («το Γραφείο») πρέπει να είναι σύμφωνη με την ειδική διαδικασία που θεσπίζεται στον παρόντα κανονισμό. Προσδιορίζονται οι εξαιρετικές περιπτώσεις για τις οποίες είναι υποχρεωτική η χορήγηση άδειας. Παρέχεται επίσης κατάλογος απλών περιπτώσεων κατά τις οποίες είναι δυνατό να ληφθεί απόφαση από ένα μόνο μέλος των τμημάτων ανακοπών και ακύρωσης.

(4)

Επιπροσθέτως, είναι απαραίτητη η τροποποίηση των υφιστάμενων κανόνων με στόχο τη βελτίωση ή αποσαφήνιση της διαδικασίας καταχώρησης. Πρέπει, επίσης, να τροποποιηθούν ορισμένα διαδικαστικά σημεία χωρίς να μεταβληθεί το σύστημα στην ουσία του.

(5)

Για την κάλυψη των ιδιαιτεροτήτων και μέσων της ηλεκτρονικής διαδικασίας υποβολής αιτήσεων, τροποποιούνται οι ακόλουθες διατάξεις: κανόνας 1 παράγραφος 1 στοιχείο γ), κανόνας 3 παράγραφος 2, κανόνας 61, κανόνας 72 παράγραφος 4, κανόνας 79, κανόνας 82, κανόνας 89 παράγραφοι 1 και 2.

(6)

Η ηλεκτρονική κατάθεση και η ηλεκτρονική δημοσίευση των αιτήσεων για κοινοτικό σήμα θα διευκολύνει το σύστημα κατάθεσης σημάτων εν γένει και, πιο συγκεκριμένα, θα ενισχύσει το σύστημα κατάθεσης σημάτων που αποτελούνται καθαυτού από χρώματα ή ήχους μέσω αναπαραγωγής του σήματος που θα είναι σαφής, ακριβής, αυτοτελής, εύκολα προσβάσιμη, καταληπτή, σταθερή και αντικειμενική. Οι τεχνικοί όροι, ιδιαίτερα τα μορφότυπα δεδομένων για τα αρχεία ήχου, πρέπει να θεσπίζονται από τον πρόεδρο του Γραφείου. Η ηλεκτρονική κατάθεση σημάτων που αποτελούνται από ήχους μπορεί να συνοδεύεται από ηλεκτρονικό αρχείο ήχου και το αρχείο αυτό μπορεί να περιλαμβάνεται στην ηλεκτρονική έκδοση των αιτήσεων για κοινοτικό σήμα έτσι ώστε να διευκολυνθεί η δημόσια πρόσβαση στον ίδιο τον ήχο.

(7)

Είναι απαραίτητη η πλήρης επαναδιατύπωση των διατάξεων σχετικά με τη διαδικασία ανακοπής, έτσι ώστε να προσδιορισθούν οι προϋποθέσεις για το παραδεκτό των αιτήσεων, να προσδιορισθούν με σαφήνεια οι νομικές συνέπειες των παραλείψεων και να τεθούν οι διατάξεις σύμφωνα με τη χρονολογική σειρά των διαδικασιών.

(8)

Σύμφωνα με τις πρόσθετες αρμοδιότητες του Γραφείου όσον αφορά την εξέταση του παραδεκτού μετατροπής, η απόρριψη αίτησης για μετατροπή ενδέχεται να είναι μερική υπό την έννοια ότι η μετατροπή είναι δυνατό να είναι παραδεκτή από ορισμένα κράτη μέλη αλλά να μην είναι παραδεκτή από άλλα. Είναι απαραίτητο επίσης να προστεθούν ορισμένα κριτήρια που πρέπει να χρησιμοποιούνται για την εξέταση των απόλυτων λόγων όσον αφορά στη γλώσσα ενός κράτους μέλους.

(9)

Όσον αφορά τα έξοδα που βαρύνουν τον ηττηθέντα διάδικο στην περίπτωση των διαδικασιών ανακοπής και ακύρωσης, οι αποδοτέες δαπάνες για αντιπροσώπευση πρέπει να είναι περιορισμένες αλλά τα σημερινά ανώτατα ποσά πρέπει να αυξηθούν ελαφρώς λαμβάνοντας υπόψη το χρόνο που έχει παρέλθει από τη θέσπιση του εκτελεστικού κανονισμού. Στις περιπτώσεις που καλούνται μάρτυρες ή εμπειρογνώμονες, δεν πρέπει να ορίζεται μέγιστο ποσό αλλά οι αποδοτέες δαπάνες πρέπει να αντιστοιχούν στα πραγματικά ποσά που δύνανται να αξιώσουν οι εν λόγω μάρτυρες και εμπειρογνώμονες.

(10)

Κατά συνέπεια, πρέπει να τροποποιηθεί ανάλογα ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2868/95 της Επιτροπής (2).

(11)

Τα μέτρα που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό είναι σύμφωνα με τη γνώμη της επιτροπής για θέματα που αφορούν τα τέλη, τους εκτελεστικούς κανονισμούς και τη διαδικασία των τμημάτων προσφυγών του Γραφείου εναρμόνισης στο πλαίσιο της εσωτερικής αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα),

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Το άρθρο 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2868/95 τροποποιείται ως εξής:

1)

Ο κανόνας 1 παράγραφος 1 τροποποιείται ως εξής:

α)

Το στοιχείο β) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«β)

όνομα, διεύθυνση και ιθαγένεια του καταθέτη και κράτος όπου έχει την κατοικία ή την έδρα ή την εγκατάστασή του. Αν πρόκειται για φυσικά πρόσωπα αναφέρονται το επώνυμο και το όνομα. Επί νομικών προσώπων, καθώς και άλλων νομικών οντοτήτων που εμπίπτουν στο άρθρο 3 του κανονισμού αναγράφεται η επίσημη επωνυμία, η οποία μπορεί να μνημονεύεται με τη συνηθισμένη σύντμηση, ενώ περιλαμβάνεται επίσης η νομική μορφή του προσώπου. Αναγράφονται επίσης τυχόν αριθμοί τηλεφώνου και φαξ, διευθύνσεις ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και λοιπά λεπτομερειακά στοιχεία που επιτρέπουν την επικοινωνία και τα οποία δηλώνει ο αιτών. Κατά προτίμηση, κάθε καταθέτης δίνει μία μόνο διεύθυνση. Εάν αναφέρονται περισσότερες διευθύνσεις, λαμβάνεται υπόψη μόνον η πρώτη, εκτός εάν ο καταθέτης ορίσει μία από τις διευθύνσεις ως διεύθυνση αντικλήτου»·

β)

στο στοιχείο γ) προστίθενται τα ακόλουθα:

«, ή αναφορά στον κατάλογο αγαθών και υπηρεσιών της προηγούμενης αίτησης για κοινοτικό σήμα»·

γ)

το στοιχείο ια) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«ια)

υπογραφή του καταθέτη ή του αντιπροσώπου του σύμφωνα με τον κανόνα 79»·

δ)

προστίθεται το στοιχείο ιβ):

«ιβ)

όπου ενδείκνυται, αίτηση για έκθεση έρευνας όπως αναφέρεται στο άρθρο 39 παράγραφος 2 του κανονισμού».

2)

Ο κανόνας 3 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.

Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, εκτός αυτών της παραγράφου 1, και εκτός από την περίπτωση που η αίτηση υποβάλλεται με ηλεκτρονικά μέσα, το σήμα αναπαράγεται σε χωριστό φύλλο χαρτιού από εκείνο του κειμένου της αίτησης. Το φύλλο επί του οποίου αναπαράγεται το σήμα δεν πρέπει να υπερβαίνει τις διαστάσεις DIN A4 (29,7 cm ύψος, 21 cm πλάτος), ενώ η χρησιμοποιούμενη για την αναπαραγωγή επιφάνεια (σχήμα της σύνθεσης) δεν πρέπει να υπερβαίνει τα 26,2 cm × 17 cm. Τηρείται περιθώριο τουλάχιστον 2,5 cm από το αριστερό άκρο της σελίδας. Η ορθή θέση του σήματος υποδεικνύεται με τη λέξη «άνω» σε κάθε αναπαραγωγή, εφόσον βεβαίως δεν είναι προφανής. Η ποιότητα της αναπαραγωγής πρέπει να επιτρέπει τη σμίκρυνση ή τη μεγέθυνση στις διαστάσεις που απαιτούνται για τη δημοσίευση στο δελτίο κοινοτικών σημάτων, δηλαδή 8 cm πλάτος και 16 cm ύψος το πολύ.»·

β)

οι παράγραφοι 5 και 6 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«5.

Αν ζητείται έγχρωμη καταχώρηση, η προβλεπόμενη από την παράγραφο 2 απεικόνιση συνίσταται σε έγχρωμη απεικόνιση του σήματος. Αναφέρονται επίσης ολογράφως τα χρώματα που συνθέτουν το σήμα και μπορεί ακόμη να προστεθεί αναφορά σε αναγνωρισμένο κωδικό χρώματος.

6.

Εάν ζητείται καταχώρηση ηχητικού σήματος, η αναπαραγωγή του σήματος αποτελείται από γραφική παράσταση του ήχου, συγκεκριμένα από μουσική σημειογραφία· στην περίπτωση που η αίτηση υποβάλλεται με ηλεκτρονικά μέσα, μπορεί να συνοδεύεται από ηλεκτρονικό αρχείο που περιέχει τον ήχο. Ο πρόεδρος του Γραφείου προσδιορίζει τα μορφότυπα και το μέγιστο μέγεθος του ηλεκτρονικού αρχείου».

3)

Ο κανόνας 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Κανόνας 4

Τέλη της αίτησης

Για την κατάθεση της αίτησης καταβάλλονται τα ακόλουθα τέλη:

α)

ένα βασικό τέλος·

β)

ένα τέλος κλάσης πέραν των τριών στις οποίες ανήκουν τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες σύμφωνα με τον κανόνα 2·

γ)

το τέλος έρευνας, όπου είναι απαραίτητο».

4)

Παρεμβάλλεται ο ακόλουθος κανόνας 5α:

«Κανόνας 5α

Έκθεση έρευνας

Για την προετοιμασία των εκθέσεων έρευνας χρησιμοποιείται ένα πρότυπο έντυπο το οποίο περιλαμβάνει τουλάχιστον τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

την ονομασία των κεντρικών υπηρεσιών βιομηχανικής ιδιοκτησίας που διεξήγαγαν την έρευνα·

β)

τον αριθμό της αίτησης ή της καταχώρησης σήματος που αναφέρεται στην έκθεση έρευνας·

γ)

την ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης και, όπου αυτό είναι απαραίτητο, την ημερομηνία προτεραιότητας των αιτήσεων ή των καταχωρήσεων σήματος που αναφέρονται στην έκθεση έρευνας·

δ)

την ημερομηνία καταχώρησης των σημάτων που αναφέρεται στην έκθεση έρευνας·

ε)

το όνομα και τη διεύθυνση αλληλογραφίας του κατόχου των αιτήσεων ή των καταχωρήσεων σήματος που αναφέρονται στην έκθεση έρευνας·

στ)

αναπαραγωγή των σημάτων για τα οποία έχει υποβληθεί αίτηση ή τα οποία έχουν καταχωρηθεί, και τα οποία αναφέρονται στην έκθεση έρευνας·

ζ)

μνεία των κλάσεων σύμφωνα με την ταξινόμηση της Νίκαιας, για τις οποίες ζητείται ή έχει καταχωρηθεί το προγενέστερο εθνικό σήμα ή των προϊόντων και υπηρεσιών για τις οποίες το σήμα που αναφέρεται στην έκθεση έρευνας είτε ζητείται είτε έχει καταχωρηθεί».

5)

Στον κανόνα 6 παράγραφος 1 προστίθεται η ακόλουθη πρόταση:

«Εάν η προηγούμενη αίτηση είναι αίτηση για κοινοτικό σήμα, το Γραφείο εσωκλείει αυτεπαγγέλτως αντίγραφο της προηγούμενης αίτησης στο φάκελο της αίτησης για κοινοτικό σήμα».

6)

Ο κανόνας 8 παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.

Όταν ο καταθέτης επιθυμεί να διεκδικήσει την αρχαιότητα ενός ή περισσοτέρων προγενέστερα καταχωρηθέντων σημάτων σύμφωνα με το άρθρο 34 του κανονισμού, συνεπεία της κατάθεσης της αίτησης, εντός δύο μηνών από την κατάθεση υποβάλλεται η δήλωση αρχαιότητας στην οποία αναφέρεται το κράτος μέλος ή τα κράτη μέλη στα οποία ή ως προς τα οποία έχει καταχωρηθεί το σήμα, ο αριθμός και η ημερομηνία κατάθεσης της σχετικής καταχώρησης και τα προϊόντα και οι υπηρεσίες ως προς τις οποίες έγινε η καταχώρηση. Τα αποδεικτικά στοιχεία που απαιτούνται δυνάμει της παραγράφου 1 υποβάλλονται στο Γραφείο εντός τριών μηνών από την παραλαβή της δήλωσης αρχαιότητας».

7)

Ο κανόνας 10 αντικαθίσταται από τα ακόλουθα:

«Κανόνας 10

Έρευνες από εθνικά γραφεία

1.

Εάν η αίτηση για έκθεση έρευνας που αναφέρεται στο άρθρο 39 παράγραφος 2 του κανονισμού δεν υποβάλλεται μαζί με την αίτηση για κοινοτικό σήμα ή εάν το τέλος έρευνας που αναφέρεται στον κανόνα 4(γ) δεν έχει καταβληθεί εντός της προθεσμίας καταβολής των βασικών τελών αίτησης, η αίτηση δεν αποτελεί αντικείμενο έρευνας από τα κεντρικά γραφεία βιομηχανικής ιδιοκτησίας·

2.

Διεθνής καταχώρηση που η προστασία της επεκτείνεται στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα δεν υπόκειται σε έρευνα από τα κεντρικά γραφεία βιομηχανικής ιδιοκτησίας εάν η αίτηση για έκθεση έρευνας σύμφωνα με το άρθρο 39 παράγραφος 2 του κανονισμού δεν υποβληθεί στο Γραφείο εντός ενός μηνός από την ημερομηνία που το Διεθνές Γραφείο κοινοποιεί τη διεθνή καταχώριση στο Γραφείο ή εάν το τέλος έρευνας δεν καταβληθεί εντός της εν λόγω περιόδου».

8)

Το στοιχείο γ) του κανόνα 12 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«γ)

την απεικόνιση του σήματος μαζί με τα στοιχεία και τις περιγραφές που αναφέρονται στον κανόνα 3· αν η αναπαραγωγή του σήματος είναι έγχρωμη ή περιέχει χρώματα, η δημοσίευση πρέπει να είναι έγχρωμη και να περιλαμβάνει μνεία του χρώματος ή των χρωμάτων από τα οποία αποτελείται το σήμα, καθώς επίσης και, όπου ενδείκνυται, τον αναφερόμενο κωδικό χρώματος».

9)

Στον κανόνα 13, το στοιχείο γ) της παραγράφου 1 και η παράγραφος 2 διαγράφονται.

10)

Παρεμβάλλεται ο ακόλουθος κανόνας 13α:

«Κανόνας 13α

Διαίρεση της αίτησης

1.

Η δήλωση διαίρεσης της αίτησης σύμφωνα με το άρθρο 44α του κανονισμού περιλαμβάνει:

α)

τον αριθμό πρωτοκόλλου της αίτησης·

β)

το όνομα και τη διεύθυνση του καταθέτη, σύμφωνα με τον κανόνα 1 παράγραφος 1 στοιχείο β)·

γ)

κατάλογο των προϊόντων και υπηρεσιών που απαρτίζουν τη διαιρεμένη αίτηση ή, στην περίπτωση που ζητείται η διαίρεση σε περισσότερες από μία διαιρεμένες αιτήσεις, κατάλογο των προϊόντων και υπηρεσιών για κάθε διαιρεμένη αίτηση·

δ)

κατάλογο των προϊόντων και υπηρεσιών που παραμένουν στην αρχική αίτηση.

2.

Στις περιπτώσεις που το Γραφείο κρίνει ότι δεν πληρούνται οι όροι που προσδιορίζονται στην παράγραφο 1 ή ότι ο κατάλογος των προϊόντων και των υπηρεσιών που απαρτίζουν τη διαιρεμένη αίτηση συμπίπτει με τα προϊόντα και τις υπηρεσίες που παραμένουν στην αρχική αίτηση, καλεί τον καταθέτη να διορθώσει τις εντοπισθείσες παραλείψεις εντός προθεσμίας που του τάσσει.

Αν οι ελλείψεις δε θεραπευθούν εμπρόθεσμα, το Γραφείο απορρίπτει τη δήλωση διαίρεσης.

3.

Οι περίοδοι που αναφέρονται στο άρθρο 44α παράγραφος 2 στοιχείο β) του κανονισμού, κατά τη διάρκεια των οποίων δε γίνεται δεκτή δήλωση διαίρεσης της αίτησης, είναι:

α)

η περίοδος πριν τη χορήγηση ημερομηνίας κατάθεσης·

β)

η περίοδος των τριών μηνών μετά τη δημοσίευση της αίτησης σύμφωνα με το άρθρο 42 παράγραφος 1 του κανονισμού·

γ)

η περίοδος μετά την ημερομηνία έκδοσης της κοινοποίησης για την καταβολή του τέλους εγγραφής σύμφωνα με τον κανόνα 23 παράγραφος 1.

4.

Στις περιπτώσεις που το Γραφείο κρίνει ότι η δήλωση διαίρεσης δεν είναι αποδεκτή σύμφωνα με το άρθρο 44α του κανονισμού ή σύμφωνα με την παράγραφο 4 στοιχεία α) και β), απορρίπτει τη δήλωση διαίρεσης.

5.

Το Γραφείο καταρτίζει χωριστό φάκελο για τη διαιρεμένη αίτηση, ο οποίος περιέχει πλήρες αντίγραφο του φακέλου της αρχικής αίτησης, συμπεριλαμβανομένης της δήλωσης διαίρεσης και της σχετικής αλληλογραφίας. Το Γραφείο χορηγεί νέο αριθμό αίτησης στη διαιρεμένη αίτηση.

6.

Στις περιπτώσεις που η δήλωση διαίρεσης αφορά αίτηση που έχει ήδη δημοσιευθεί σύμφωνα με το άρθρο 40 του κανονισμού, η διαίρεση δημοσιεύεται στο δελτίο κοινοτικών σημάτων. Η διαιρεμένη αίτηση δημοσιεύεται· η δημοσίευση περιλαμβάνει αναφορές και στοιχεία σύμφωνα με τον κανόνα 12. Η δημοσίευση δεν ανοίγει νέα περίοδο για κατάθεση ανακοπών».

11)

Οι κανόνες 15 έως 20 αντικαθίστανται από τα ακόλουθα:

«Κανόνας 15

Ανακοπή

1.

Ανακοπή ασκείται βάσει ενός ή περισσοτέρων προγενέστερων σημάτων κατά την έννοια του άρθρου 8 παράγραφος 2 του κανονισμού (προγενέστερα σήματα) ή/και ενός ή περισσοτέρων λοιπών προγενέστερων δικαιωμάτων κατά την έννοια του άρθρου 8 παράγραφος 4 του κανονισμού (προγενέστερα δικαιώματα), υπό την προϋπόθεση ότι προγενέστερα σήματα ή προγενέστερα δικαιώματα ανήκουν στον ίδιο δικαιούχο ή στους ίδιους δικαιούχους. Εάν ένα προγενέστερο σήμα ή/και προγενέστερο δικαίωμα έχει περισσότερους από ένα δικαιούχο (συνιδιοκτησία), η ανακοπή είναι δυνατό να ασκηθεί από οιονδήποτε/οιουσδήποτε εξ αυτών ή όλους μαζί.

2.

Το δικόγραφο της ανακοπής περιλαμβάνει:

α)

τον αριθμό πρωτοκόλλου της αίτησης κατά της οποίας ασκήθηκε ανακοπή και το όνομα του καταθέτη της αίτησης για κοινοτικό σήμα·

β)

σαφή μνεία του προγενέστερου σήματος ή προγενέστερου δικαιώματος επί των οποίων βασίζεται η ανακοπή, δηλαδή:

i)

στις περιπτώσεις που η ανακοπή αφορά προηγούμενο σήμα κατά την έννοια του άρθρου 8 παράγραφος 2 στοιχεία α) ή β) του κανονισμού ή στις περιπτώσεις που η ανακοπή βασίζεται στο άρθρο 8 παράγραφος 3 του κανονισμού, μνεία του αριθμού πρωτοκόλλου της αίτησης ή του αριθμού καταχώρησης του προγενέστερου σήματος, μνεία εάν το προγενέστερο σήμα έχει καταχωρηθεί ή αίτηση καταχώρησης, καθώς επίσης και μνεία των κρατών μελών, συμπεριλαμβανομένων, όπου χρειάζεται, των κρατών της Μπενελούξ, στα οποία ή για τα οποία προστατεύεται το προηγούμενο σήμα ή, εάν είναι απαραίτητο, μνεία ότι πρόκειται για κοινοτικό σήμα·

ii)

όταν η ανακοπή αφορά παγκοίνως γνωστό σήμα κατά την έννοια του άρθρου 8 παράγραφος 2 στοιχείο γ) του κανονισμού, μνεία του κράτους μέλους στο οποίο το σήμα είναι παγκοίνως γνωστό και είτε τις ενδείξεις που αναφέρονται στο σημείο i) είτε αναπαραγωγή του σήματος·

iii)

όταν η ανακοπή αφορά προγενέστερο δικαίωμα κατά την έννοια του άρθρου 8 παράγραφος 4, μνεία του είδους ή της φύσης του δικαιώματος αυτού, αναπαραγωγή του προηγούμενου δικαιώματος και μνεία εάν το εν λόγω προγενέστερο δικαίωμα ισχύει στο σύνολο της Κοινότητας ή σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη και, στην περίπτωση αυτή, μνεία των κρατών μελών·

γ)

τους λόγους για τους οποίους ασκείται η ανακοπή, δηλαδή δήλωση ότι πληρούνται οι αντίστοιχοι όροι του άρθρου 8 παράγραφοι 1, 3, 4 και 5 του κανονισμού·

δ)

την ημερομηνία κατάθεσης και, όπου ενδείκνυται, την ημερομηνία καταχώρησης και την ημερομηνία προτεραιότητας του προγενέστερου σήματος, εκτός εάν πρόκειται για μη καταχωρημένο ευρέως γνωστό σήμα·

ε)

αναπαραγωγή του προγενέστερου σήματος όπως αυτό έχει καταχωρηθεί ή όπως υπάρχει στη σχετική αίτηση· εάν το προγενέστερο σήμα είναι έγχρωμο, η αναπαραγωγή πρέπει να είναι έγχρωμη·

στ)

τα προϊόντα και τις υπηρεσίες που αφορά η ανακοπή·

ζ)

όταν η ανακοπή αφορά προγενέστερο σήμα που χαίρει φήμης κατά την έννοια του άρθρου 8 παράγραφος 5 του κανονισμού, μνεία για το κράτος μέλος στο οποίο το σήμα χαίρει φήμης καθώς επίσης και τα προϊόντα και τις υπηρεσίες για τις οποίες το σήμα χαίρει φήμης·

η)

όσον αφορά τον ανακόπτοντα:

i)

το όνομα και τη διεύθυνση του ανακόπτοντα, σύμφωνα με τον κανόνα 1 παράγραφος 1 στοιχείο β)·

ii)

εάν ο ανακόπτων έχει ορίσει αντιπρόσωπο, το όνομα και την επαγγελματική διεύθυνση του αντιπροσώπου, σύμφωνα με τον κανόνα 1 παράγραφος 1 στοιχείο ε)·

iii)

όταν η ανακοπή ασκείται από εκείνον προς τον οποίο έχει χορηγηθεί άδεια χρήσης του σήματος ή από άτομο που κατά το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο δικαιούται να ασκεί προγενέστερο δικαίωμα, σχετική δήλωση και μνεία όσον αφορά τη χορήγηση άδειας ή το δικαίωμα άσκησης ανακοπής.

3.

Το δικόγραφο της ανακοπής μπορεί να περιλαμβάνει:

α)

μνεία των προϊόντων και των υπηρεσιών κατά των οποίων ασκείται η ανακοπή· απουσία εν λόγω μνείας, η ανακοπή θεωρείται ότι απευθύνεται κατά όλων των προϊόντων και υπηρεσιών της αίτησης για κοινοτικό σήμα κατά της οποίας ασκείται η ανακοπή·

β)

αιτιολογημένη δήλωση στην οποία παρουσιάζονται τα κύρια γεγονότα και επιχειρήματα βάσει των οποίων ασκείται η ανακοπή καθώς και αποδεικτικά στοιχεία που υποστηρίζουν την άσκηση της ανακοπής.

4.

Όταν η ανακοπή αφορά περισσότερα του ενός προγενέστερα σήματα ή προγενέστερα δικαιώματα, ισχύουν για κάθε ένα από τα δικαιώματα αυτά οι παράγραφοι 2 και 3.

Κανόνας 16

Χρήση γλωσσών στο δικόγραφο της ανακοπής

1.

Η προθεσμία που αναφέρεται στο άρθρο 115 παράγραφος 6 του κανονισμού, εντός του οποίου πρέπει ο ανακόπτων να καταθέσει μετάφραση της ανακοπής είναι ένας μήνας μετά τη λήξη της προθεσμίας ανακοπής.

2.

Όταν ο ανακόπτων ή ο καταθέτης πληροφορούν το Γραφείο, πριν από την ημερομηνία κατά την οποία λογίζεται ότι αρχίζει η διαδικασία ανακοπής σύμφωνα με τον κανόνα 18 παράγραφος 1, ότι ο καταθέτης και ο ανακόπτων συμφώνησαν να χρησιμοποιηθεί διαφορετική γλώσσα για τη διαδικασία ανακοπής σύμφωνα με το άρθρο 115 παράγραφος 7 του κανονισμού, ο ανακόπτων, εφόσον το δικόγραφο της ανακοπής δεν υποβλήθηκε στη γλώσσα αυτή, καταθέτει μετάφραση του δικογράφου της ανακοπής στην εν λόγω γλώσσα μέσα σε ένα μήνα από την ανωτέρω ημερομηνία. Εάν δεν κατατεθεί μετάφραση ή αυτή κατατεθεί εκπρόθεσμα, η γλώσσα της διαδικασίας δε μεταβάλλεται.

Κανόνας 16α

Ενημέρωση του καταθέτη

Οιαδήποτε ανακοπή και οιοδήποτε έγγραφο που υποβλήθηκε από τον ανακόπτοντα, καθώς επίσης και οιαδήποτε επικοινωνία που αποστέλλεται από το Γραφείο σε κάποιον από τους διαδίκους πριν από τη λήξη της προθεσμίας που αναφέρεται στον κανόνα 18, αποστέλλεται στον έτερο διάδικο για σκοπούς ενημέρωσης σχετικά με την άσκηση ανακοπής.

Κανόνας 17

Εξέταση του παραδεκτού

1.

Αν το τέλος ανακοπής δεν καταβληθεί εντός της προθεσμίας ανακοπής, η ανακοπή λογίζεται ως μη ασκηθείσα. Αν τα τέλη ανακοπής καταβληθούν μετά τη λήξη της προθεσμίας ανακοπής, επιστρέφονται στον ανακόπτοντα.

2.

Εάν η ανακοπή δεν έχει ασκηθεί εντός της προθεσμίας ανακοπής ή εάν το δικόγραφο της ανακοπής δεν προσδιορίζει με σαφήνεια την αίτηση κατά της οποίας ασκείται ανακοπή ή το προγενέστερο σήμα ή το προγενέστερο δικαίωμα στο οποίο βασίζεται η ανακοπή σύμφωνα με τον κανόνα 15 παράγραφος 2 στοιχεία α) και β) ή δεν περιλαμβάνει τους λόγους για τους οποίους ασκείται η ανακοπή σύμφωνα με τον κανόνα 15 παράγραφος 2 στοιχείο γ) και εάν οι παραλείψεις αυτές δεν έχουν διορθωθεί πριν από τη λήξη της προθεσμίας ανακοπής, το Γραφείο απορρίπτει την ανακοπή ως απαράδεκτη.

3.

Εάν ο ανακόπτων δεν καταθέσει μετάφραση σύμφωνα με τον κανόνα 16 παράγραφος 1, η ανακοπή απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Εάν ο ανακόπτων καταθέσει μετάφραση που δεν είναι πλήρης, το μέρος του δικογράφου της ανακοπής που δεν έχει μεταφρασθεί δε λαμβάνεται υπόψη κατά την εξέταση του παραδεκτού.

4.

Εάν το δικόγραφο της ανακοπής δεν είναι σύμφωνο με τις λοιπές διατάξεις του κανόνα 15, το Γραφείο ενημερώνει τον ανακόπτοντα σχετικά και τον καλεί να διορθώσει τις ελλείψεις που παρατηρήθηκαν εντός περιόδου δύο μηνών. Αν οι ελλείψεις δε θεραπευθούν εμπρόθεσμα, το Γραφείο απορρίπτει την ανακοπή ως απαράδεκτη.

5.

Οιαδήποτε διαπίστωση σύμφωνα με την παράγραφο 1 ότι το δικόγραφο της ανακοπής θεωρείται ότι δεν έχει κατατεθεί και οιαδήποτε απόφαση απόρριψης ανακοπής ως απαράδεκτης σύμφωνα με τις παραγράφους 2, 3 και 4 κοινοποιούνται στον καταθέτη.

Κανόνας 18

Έναρξη της διαδικασίας ανακοπής

1.

Εάν η ανακοπή κριθεί ότι είναι παραδεκτή σύμφωνα με τον κανόνα 17, το Γραφείο αποστέλλει κοινοποίηση στους διαδίκους ενημερώνοντάς τους ότι η διαδικασία ανακοπής θεωρείται ότι αρχίζει δύο μήνες μετά την παραλαβή της κοινοποίησης. Η προθεσμία αυτή είναι δυνατό να παραταθεί έως 24 συνολικά μήνες εάν και οι δύο διάδικοι υποβάλουν αιτήσεις για παράταση πριν από τη λήξη της περιόδου.

2.

Εάν, εντός της προθεσμίας που αναφέρεται στην παράγραφο 1, αποσυρθεί η αίτηση ή περιορισθεί σε προϊόντα και υπηρεσίες τα οποία δεν αφορά η ανακοπή ή εάν το Γραφείο λάβει πληροφόρηση σχετικά με διακανονισμό μεταξύ των διαδίκων ή η αίτηση απορριφθεί σε παράλληλη διαδικασία, η διαδικασία ανακοπής τερματίζεται.

3.

Εάν, εντός της προθεσμίας που αναφέρεται στην παράγραφο 1, ο καταθέτης περιορίσει την αίτηση διαγράφοντας ορισμένα από τα προϊόντα και τις υπηρεσίες που αφορά η ανακοπή, το Γραφείο καλεί τον ανακόπτοντα να δηλώσει, εντός προθεσμίας που του τάσσει, εάν εμμένει στην ανακοπή του και, ενδεχομένως, σε σχέση με ποια υπολειπόμενα προϊόντα και υπηρεσίες. Εάν ο ανακόπτων αποσύρει την ανακοπή λόγω του περιορισμού, η διαδικασία ανακοπής τερματίζεται.

4.

Εάν η διαδικασία ανακοπής τερματισθεί σύμφωνα με τις παραγράφους 2 ή 3 πριν από τη λήξη της προθεσμίας που αναφέρεται στην παράγραφο 1, δε λαμβάνεται απόφαση σχετικά με τα έξοδα.

5.

Εάν η διαδικασία ανακοπής τερματισθεί πριν από τη λήξη της προθεσμίας που αναφέρεται στην παράγραφο 1 κατόπιν απόσυρσης ή περιορισμού της αίτησης ή σύμφωνα με την παράγραφο 3, επιστρέφονται τα τέλη ανακοπής.

Κανόνας 19

Τεκμηρίωση της ανακοπής

1.

Το Γραφείο δίνει τη δυνατότητα στον ανακόπτοντα να παρουσιάσει τα πραγματικά περιστατικά, τις αποδείξεις και τα επιχειρήματα που τεκμηριώνουν την ανακοπή ή να συμπληρώσει οιαδήποτε πραγματικά περιστατικά, αποδείξεις ή επιχειρήματα που έχουν ήδη κατατεθεί σύμφωνα με τον κανόνα 15 παράγραφος 3 εντός ταχθείσας από αυτό προθεσμίας και η οποία πρέπει να αντιστοιχεί τουλάχιστον σε δύο μήνες μετά την ημερομηνία κατά την οποία θεωρείται ότι αρχίζει η διαδικασία ανακοπής σύμφωνα με τον κανόνα 18 παράγραφος 1.

2.

Εντός της περιόδου που αναφέρεται στην παράγραφο 1, ο ανακόπτων πρέπει επίσης να υποβάλει αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την ύπαρξη, εγκυρότητα και έκταση της προστασίας του προγενέστερου σήματος ή του προγενέστερου δικαιώματος, καθώς επίσης και αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με το δικαίωμά του να ασκήσει την ανακοπή. Ειδικότερα, ο ανακόπτων παρέχει τα ακόλουθα αποδεικτικά στοιχεία:

α)

εάν η ανακοπή αφορά σήμα που δεν είναι κοινοτικό σήμα, αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την κατάθεση αίτησης ή την καταχώρησή του:

i)

στην περίπτωση που το σήμα δεν έχει ακόμα καταχωρηθεί, αντίγραφο του σχετικού πιστοποιητικού κατάθεσης ή ισοδύναμο έγγραφο της διοικητικής αρχής στην οποία κατατέθηκε η αίτηση σήματος ή

ii)

στην περίπτωση που το σήμα έχει καταχωρηθεί, αντίγραφο του σχετικού πιστοποιητικού καταχώρησης και, όπου ενδείκνυται, του πιο πρόσφατου πιστοποιητικού ανανέωσης που αποδεικνύει ότι η περίοδος προστασίας του σήματος υπερβαίνει το χρονικό διάστημα που αναφέρεται στην παράγραφο 1 και οιαδήποτε παράτασή του, ή ισοδύναμα έγγραφα της διοικητικής αρχής στην οποία έγινε η καταχώρηση του σήματος·

β)

εάν η ανακοπή αφορά σήμα που είναι παγκοίνως γνωστό κατά την έννοια του άρθρου 8 παράγραφος 2 στοιχείο γ) του κανονισμού, αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με το γεγονός ότι το εν λόγω σήμα είναι παγκοίνως γνωστό στο σχετικό έδαφος·

γ)

εάν η ανακοπή αφορά σήμα που χαίρει φήμης κατά την έννοια του άρθρου 8 παράγραφος 5 του κανονισμού, εκτός από τα αποδεικτικά στοιχεία που αναφέρονται στο στοιχείο α) της παρούσας παραγράφου, αποδεικτικά στοιχεία που δείχνουν ότι το σήμα χαίρει φήμης, καθώς επίσης και αποδείξεις ή επιχειρήματα που δείχνουν ότι η χρήση, χωρίς εύλογη αιτία του αιτούμενου σήματος, θα προσπόριζε αθέμιτο όφελος από το διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη του προγενέστερου σήματος, ή θα έβλαπτε τον εν λόγω διακριτικό χαρακτήρα ή φήμη·

δ)

εάν η ανακοπή αφορά προγενέστερο δικαίωμα κατά την έννοια του άρθρου 8 παράγραφος 4 του κανονισμού, αποδείξεις σχετικά με την απόκτησή του, τη συνέχιση της ύπαρξής του και την έκταση της προστασίας του δικαιώματος αυτού·

ε)

εάν η ανακοπή βασίζεται στο άρθρο 8 παράγραφος 3 του κανονισμού, αποδείξεις σχετικά με την ιδιοκτησία του ανακόπτοντος και τη φύση της σχέσης του με το φορέα ή αντιπρόσωπο.

3.

Οι πληροφορίες και αποδείξεις που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 παρέχονται στη γλώσσα της διαδικασίας ή συνοδεύονται από μετάφραση. Η μετάφραση υποβάλλεται εντός της προθεσμίας που έχει ορισθεί για την υποβολή του αρχικού εγγράφου.

4.

Το Γραφείο δε λαμβάνει υπόψη γραπτές υποβολές ή έγγραφα ή μέρη αυτών που δεν έχουν υποβληθεί ή δεν έχουν μεταφρασθεί στη γλώσσα της διαδικασίας εντός της προθεσμίας που έχει καθορισθεί από το Γραφείο.

Κανόνας 20

Εξέταση της ανακοπής

1.

Εάν ο ανακόπτων δεν έχει αποδείξει μέχρι τη λήξη της προθεσμίας που αναφέρεται στον κανόνα 19 παράγραφος 1 την ύπαρξη, εγκυρότητα και έκταση της προστασίας του προγενέστερου σήματος ή προγενέστερου δικαιώματος, καθώς επίσης και το δικαίωμά του να ασκήσει ανακοπή, η ανακοπή απορρίπτεται ως μη αιτιολογημένη.

2.

Εάν η ανακοπή δεν απορριφθεί σύμφωνα με την παράγραφο 1, το Γραφείο κοινοποιεί την υποβολή του ανακόπτοντα στον καταθέτη και τον καλεί να υποβάλει τις παρατηρήσεις του εντός προθεσμίας που του τάσσει.

3.

Εάν ο καταθέτης δεν υποβάλει παρατηρήσεις, το Γραφείο βασίζει την απόφασή του σχετικά με την ανακοπή στα αποδεικτικά στοιχεία που του έχουν παρατεθεί.

4.

Το Γραφείο κοινοποιεί τις παρατηρήσεις του καταθέτη στον ανακόπτοντα και τον καλεί, αν το κρίνει αναγκαίο, να υποβάλει παρατηρήσεις εντός προθεσμίας που του τάσσει.

5.

Ο κανόνας 18 παράγραφοι 2 και 3 εφαρμόζεται mutatis mutandis μετά την ημερομηνία κατά την οποία θεωρείται ότι αρχίζει η διαδικασία ανακοπής.

6.

Όπου ενδείκνυται, το Γραφείο δύναται να καλέσει τους διαδίκους να περιορίσουν τις παρατηρήσεις τους σε συγκεκριμένα ζητήματα. Στην περίπτωση αυτή επιτρέπει στο διάδικο να θέσει τα λοιπά ζητήματα σε επόμενο στάδιο της διαδικασίας. Σε ουδεμία περίπτωση, δεν είναι υποχρεωμένο το Γραφείο να ενημερώνει τους διαδίκους σχετικά με τα πραγματικά περιστατικά ή αποδεικτικά στοιχεία που θα μπορούσαν να κατατεθούν ή δεν έχουν κατατεθεί.

7.

Το Γραφείο δύναται να αναστείλει τη διαδικασία ανακοπής:

α)

στην περίπτωση που η ανακοπή αφορά αίτηση για καταχώρηση σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 2 στοιχείο β) του κανονισμού έως ότου ληφθεί η τελική απόφαση στο πλαίσιο της εν λόγω διαδικασίας·

β)

στην περίπτωση που η ανακοπή αφορά αίτηση για καταχώρηση για γεωγραφική ένδειξη ή ονομασία προέλευσης σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 2081/92 (3) του Συμβουλίου έως ότου ληφθεί η τελική απόφαση στο πλαίσιο της εν λόγω διαδικασίας· ή

γ)

στις περιπτώσεις που υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες ενδείκνυται η αναστολή της διαδικασίας.

12)

Ο κανόνας 22 αντικαθίσταται από τα ακόλουθα:

«Κανόνας 22

Απόδειξη της χρήσης

1.

Οι αιτήσεις για απόδειξη της χρήσης σύμφωνα με το άρθρο 43 παράγραφος 2 ή 3 του κανονισμού γίνονται δεκτές μόνον εάν ο καταθέτης υποβάλει την αίτηση εντός της προθεσμίας που καθορίζει το Γραφείο σύμφωνα με τον κανόνα 20 παράγραφος 2.

2.

Αν ο ανακόπτων υποχρεούται να αποδείξει ότι έγινε χρήση του σήματος ή ότι συντρέχουν βάσιμοι λόγοι για τη μη χρήση, το Γραφείο τον καλεί να προσκομίσει, εντός προθεσμίας που του τάσσει, τα απαιτούμενα αποδεικτικά στοιχεία. Αν ο ανακόπτων δεν προσκομίσει αυτά τα αποδεικτικά στοιχεία εμπρόθεσμα, το Γραφείο απορρίπτει την ανακοπή.

3.

Οι αναφορές και τα αποδεικτικά στοιχεία για την απόδειξη της χρήσης αφορούν τον τόπο, το χρόνο, την έκταση και τη φύση της χρήσης του αντιτάξιμου σήματος των προϊόντων και υπηρεσιών για τις οποίες καταχωρήθηκε και ως προς τις οποίες ασκήθηκε η ανακοπή και σχετικά αποδεικτικά στοιχεία σύμφωνα με την παράγραφο 4.

4.

Τα αποδεικτικά στοιχεία πρέπει να υποβάλλονται σύμφωνα με τους κανόνες 79 και 79α και πρέπει, κατ’ αρχήν, να περιορίζονται μόνο στην κατάθεση δικαιολογητικών και απτών πειστηρίων όπως π.χ. συσκευασίες, ετικέτες, τιμοκατάλογοι, κατάλογοι, τιμολόγια, φωτογραφίες, αγγελίες στις εφημερίδες καθώς και γραπτές δηλώσεις για τις οποίες γίνεται λόγος στο άρθρο 76 παράγραφος 1 στοιχείο στ) του κανονισμού.

5.

Η αίτηση για απόδειξη της χρήσης μπορεί να κατατεθεί μαζί ή χωρίς την ταυτόχρονη υποβολή παρατηρήσεων σχετικά με τους λόγους στους οποίους βασίζεται η ανακοπή. Οι παρατηρήσεις αυτές είναι δυνατό να υποβληθούν μαζί με τις παρατηρήσεις σε απάντηση της απόδειξης της χρήσης.

6.

Στις περιπτώσεις που τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίζονται από τον ανακόπτοντα δεν παρατίθενται στη γλώσσα της διαδικασίας ανακοπής, το Γραφείο μπορεί να ζητήσει από τον ανακόπτοντα να καταθέσει μετάφραση των στοιχείων στην εν λόγω γλώσσα εντός προθεσμίας που του τάσσει».

13)

Ο κανόνας 24 παράγραφος 2 αντικαθίσταται από τα ακόλουθα:

«2.

Το Γραφείο παρέχει επικυρωμένα ή μη επικυρωμένα αντίγραφα του πιστοποιητικού καταχώρησης κατόπιν καταβολής τέλους».

14)

Στον κανόνα 25 παράγραφος 1 το στοιχείο γ) διαγράφεται.

15)

Παρεμβάλλεται ο ακόλουθος κανόνας 25α:

«Κανόνας 25α

Διαίρεση καταχώρησης

1.

Η δήλωση διαίρεσης καταχώρησης σύμφωνα με το άρθρο 48α του κανονισμού περιλαμβάνει:

α)

τον αριθμό καταχώρησης·

β)

το όνομα και τη διεύθυνση του δικαιούχου του κοινοτικού σήματος, σύμφωνα με τον κανόνα 1 παράγραφος 1 στοιχείο β)·

γ)

κατάλογο των προϊόντων και υπηρεσιών που απαρτίζουν τη διαιρεμένη καταχώρηση ή, στην περίπτωση που επιδιώκεται η διαίρεση σε περισσότερες από μία διαιρεμένες καταχωρήσεις, κατάλογο των προϊόντων και υπηρεσιών για κάθε διαιρεμένη καταχώρηση·

δ)

κατάλογο των προϊόντων και υπηρεσιών που παραμένουν στην αρχική καταχώρηση.

2.

Στην περίπτωση που το Γραφείο κρίνει ότι δεν πληρούνται οι όροι που προσδιορίζονται στην παράγραφο 1 ή ότι ο κατάλογος των προϊόντων και των υπηρεσιών που απαρτίζουν τη διαιρεμένη καταχώρηση συμπίπτει με τα προϊόντα και τις υπηρεσίες που παραμένουν στην αρχική καταχώρηση, καλεί τον αιτούντα να διορθώσει τις εντοπισθείσες παραλείψεις εντός προθεσμίας που του τάσσει.

Αν οι ελλείψεις δε θεραπευθούν εμπρόθεσμα, το Γραφείο απορρίπτει τη δήλωση διαίρεσης.

3.

Στην περίπτωση που το Γραφείο κρίνει ότι η δήλωση διαίρεσης δεν είναι παραδεκτή σύμφωνα με το άρθρο 48α του κανονισμού απορρίπτει τη δήλωση διαίρεσης.

4.

Το Γραφείο καταρτίζει χωριστό φάκελο για τη διαιρεμένη καταχώρηση, ο οποίος περιέχει πλήρες αντίγραφο του φακέλου της αρχικής καταχώρησης συμπεριλαμβανομένης της δήλωσης διαίρεσης και της σχετικής αλληλογραφίας. Το Γραφείο χορηγεί νέο αριθμό καταχώρησης στη διαιρεμένη καταχώρηση».

16)

Στον κανόνα 26 παράγραφος 2 το στοιχείο δ) διαγράφεται.

17)

Ο κανόνας 28 παράγραφος 1 τροποποιείται ως εξής:

α)

το στοιχείο γ) καταργείται·

β)

το στοιχείο δ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«δ)

μνεία του κράτους μέλους ή των κρατών μελών στο οποίο ή ως προς το οποίο έχει καταχωρηθεί προγενέστερο σήμα, τον αριθμό και την ημερομηνία κατάθεσης της σχετικής καταχώρησης και τα προϊόντα και τις υπηρεσίες ως προς τα οποία έχει γίνει η προγενέστερη καταχώρηση του σήματος·».

18)

Ο κανόνας 30 αντικαθίσταται από τα ακόλουθα:

«Κανόνας 30

Ανανέωση καταχώρησης

1.

Η αίτηση ανανέωσης περιλαμβάνει:

α)

το όνομα του προσώπου που ζητά την ανανέωση·

β)

τον αριθμό καταχώρησης του κοινοτικού σήματος προς ανανέωση·

γ)

εάν η ανανέωση ζητείται για μέρος μόνον των προϊόντων και υπηρεσιών ως προς τα οποία έχει καταχωρηθεί το σήμα, μνεία εκείνων των κλάσεων ή εκείνων των προϊόντων και υπηρεσιών ως προς τα οποία ζητείται ανανέωση ή εκείνων των κλάσεων ή εκείνων των προϊόντων και υπηρεσιών ως προς τα οποία δε ζητείται ανανέωση, ανά ομάδες κατά την ταξινόμηση της Νίκαιας· κάθε δε ομάδας προηγείται ο αριθμός της κλάσης της εν λόγω ταξινόμησης στην οποία ανήκει αυτή η ομάδα προϊόντων ή υπηρεσιών και κάθε ομάδα παρατίθεται με τη σειρά των κλάσεων αυτής της ταξινόμησης.

2.

Τα δυνάμει του άρθρου 47 του κανονισμού καταβλητέα τέλη, για την ανανέωση κοινοτικού σήματος είναι τα ακόλουθα:

α)

ένα βασικό τέλος·

β)

ειδικό τέλος για κάθε κλάση πέραν των τριών ως προς τις οποίες υποβάλλεται αίτηση για ανανέωση και

γ)

όπου ενδείκνυται, πρόσθετο τέλος για την εκπρόθεσμη καταβολή του τέλους ανανέωσης ή την εκπρόθεσμη υποβολή της αίτησης για ανανέωση, βάσει του άρθρου 47 παράγραφος 3 του κανονισμού, όπως ορίζεται στον κανονισμό τελών.

3.

Εάν η πληρωμή που αναφέρεται στην παράγραφο 2 καταβάλλεται με μέσο πληρωμής που αναφέρεται στο άρθρο 5 παράγραφος 1 του κανονισμού τελών, θεωρείται ότι συνιστά αίτηση ανανέωσης υπό τον όρο ότι περιλαμβάνει κάθε μνεία που απαιτείται σύμφωνα με την παράγραφο 1 στοιχεία α) και β) του παρόντος κανόνα και το άρθρο 7 παράγραφος 1 του κανονισμού τελών.

4.

Αν η αίτηση ανανέωσης υποβάλλεται εντός των προθεσμιών του άρθρου 47 παράγραφος 3 του κανονισμού, αλλά δεν πληρούνται σχετικά οι λοιπές προϋποθέσεις όσον αφορά την ανανέωση, του άρθρου 47 του κανονισμού και των παρόντων κανόνων, το Γραφείο ενημερώνει τον καταθέτη για τις διαπιστωθείσες ελλείψεις.

5.

Αν δεν κατατεθεί αίτηση ανανέωσης, ή κατατεθεί μετά τη λήξη της προθεσμίας που προβλέπεται στο τρίτο εδάφιο του άρθρου 47 παράγραφος 3 του κανονισμού ή αν δεν έχουν καταβληθεί ή έχουν καταβληθεί εκπρόθεσμα τα τέλη ή αν δεν έχουν θεραπευθεί εμπρόθεσμα οι διαπιστωθείσες ελλείψεις, το Γραφείο διαπιστώνει ότι έχει λήξει η ισχύς της καταχώρησης και ενημερώνει σχετικά το δικαιούχο του κοινοτικού σήματος.

Όταν τα καταβληθέντα τέλη δεν αρκούν για να καλύψουν όλες τις κλάσεις προϊόντων και των υπηρεσιών ως προς τις οποίες ζητείται ανανέωση, το Γραφείο δεν προβαίνει σε παρόμοια διαπίστωση αν είναι σαφές ποια κλάση ή κλάσεις πρέπει να καλυφθούν. Ελλείψει άλλων κριτηρίων, το Γραφείο λαμβάνει υπόψη του τις κλάσεις με τη σειρά ταξινόμησης.

6.

Όταν η διαπίστωση βάσει της παραγράφου 5 καταστεί οριστική, το Γραφείο διαγράφει το σήμα από το μητρώο. Η διαγραφή παράγει αποτελέσματα από την επομένη της ημερομηνίας λήξης της ισχύουσας καταχώρησης.

7.

Όταν τα τέλη ανανέωσης που προβλέπονται στην παράγραφο 2 έχουν καταβληθεί, αλλά η καταχώρηση δεν έχει ανανεωθεί, τα εν λόγω τέλη επιστρέφονται.

8.

Είναι δυνατό να κατατεθεί μία μόνον αίτηση ανανέωσης για δύο ή περισσότερα σήματα με πληρωμή των καταβλητέων τελών για κάθε ένα από τα σήματα, υπό την προϋπόθεση ότι οι δικαιούχοι ή αντιπρόσωποι είναι οι ίδιοι σε κάθε περίπτωση».

19)

Ο κανόνας 31 παράγραφος 3 και 4 διαγράφεται.

20)

Ο κανόνας 32 παράγραφος 4 αντικαθίσταται από τα ακόλουθα:

«4.

Το Γραφείο καταρτίζει χωριστό φάκελο για τη νέα καταχώρηση, ο οποίος περιέχει πλήρες αντίγραφο του φακέλου της αρχικής καταχώρησης συμπεριλαμβανομένης της αίτησης για καταχώρηση της μερικής μεταβίβασης και της σχετικής αλληλογραφίας. Το Γραφείο χορηγεί νέο αριθμό καταχώρησης στη νέα καταχώρηση».

21)

Το άρθρο 33 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.

Ο κανόνας 31 παράγραφοι 1, 2, 5 και 7 ισχύει mutatis mutandis για την καταχώρηση άδειας, μεταβίβαση άδειας, εμπράγματο δικαίωμα, μεταβίβαση εμπράγματου δικαιώματος, μέτρο αναγκαστικής εκτέλεσης ή διαδικασία σε περίπτωση αφερεγγυότητας, υπό τους ακόλουθους όρους:

α)

ο κανόνας 31 παράγραφος 1 στοιχείο γ) δεν ισχύει όσον αφορά αιτήσεις καταχώρησης εμπράγματου δικαιώματος, αναγκαστικής εκτέλεσης ή διαδικασίας σε περίπτωση αφερεγγυότητας·

β)

ο κανόνας 31 παράγραφος 1 στοιχείο δ) και παράγραφος 5 δεν ισχύει όταν η αίτηση έχει κατατεθεί από δικαιούχο κοινοτικού σήματος.»·

β)

η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από τα ακόλουθα:

«2.

Η αίτηση καταχώρησης άδειας, η μεταβίβαση άδειας, τα εμπράγματα δικαιώματα, η μεταβίβαση εμπράγματου δικαιώματος ή τα μέτρα αναγκαστικής εκτέλεσης δε θεωρείται ότι έχουν κατατεθεί έως ότου καταβληθούν τα απαιτούμενα τέλη.»·

γ)

στην παράγραφο 3, η φράση «άρθρα 19, 20 ή 22» αντικαθίσταται από «άρθρα 19 έως 22» και η φράση «στις ανωτέρω παραγράφους 1 και 2» αντικαθίσταται από τη φράση «στην παράγραφο 1 του παρόντος κανόνα και στον κανόνα 34 παράγραφος 2»·

δ)

η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.

Οι παράγραφοι 1 και 3 εφαρμόζονται mutatis mutandis στις αιτήσεις για κοινοτικά σήματα. Οι άδειες χρήσης, τα εμπράγματα δικαιώματα, οι διαδικασίες σε περίπτωση αφερεγγυότητας και τα μέτρα αναγκαστικής εκτέλεσης σημειώνονται στο φάκελο που τηρεί το Γραφείο σχετικά με την αίτηση για κοινοτικό σήμα».

22)

Ο κανόνας 34 αντικαθίσταται από τα ακόλουθα:

«Κανόνας 34

Ειδικές εγγραφές κατά την καταχώρηση αδειών χρήσης

1.

Η αίτηση καταχώρησης άδειας είναι δυνατό να περιλαμβάνει αίτηση για μνεία της άδειας στο μητρώο ως ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

αποκλειστική άδεια·

β)

εκχώρηση άδειας όταν η άδεια χορηγείται από κάτοχο άδειας καταχωρημένης στο μητρώο·

γ)

άδεια που είναι περιορισμένη μόνο σε τμήμα των προϊόντων ή των υπηρεσιών ως προς τα οποία έχει καταχωρηθεί το σήμα·

δ)

άδεια περιορισμένη μόνο σε τμήμα της Κοινότητας·

ε)

προσωρινή άδεια.

2.

Στην περίπτωση που κατατίθεται αίτηση για μνεία της άδειας ως άδειας σύμφωνα με την παράγραφο 1 στοιχεία γ), δ) και ε), η αίτηση καταχώρησης της άδειας αναφέρει τα προϊόντα και τις υπηρεσίες καθώς και το τμήμα της Κοινότητας και τη χρονική περίοδο για την οποία χορηγείται η άδεια».

23)

Ο κανόνας 35 παράγραφος 3 αντικαθίσταται από τα ακόλουθα:

«3.

Η αίτηση ακύρωσης άδειας, εμπράγματου δικαιώματος ή αναγκαστικής εκτέλεσης δε θεωρείται ότι έχει κατατεθεί έως ότου καταβληθεί το απαιτούμενο τέλος».

24)

Το στοιχείο γ) του κανόνα 36 παράγραφος 1 διαγράφεται.

25)

Το άρθρο 38 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από τα εξής:

«1.

Η προθεσμία που αναφέρεται στο άρθρο 115 παράγραφος 6 του κανονισμού, εντός της οποίας ο καταθέτης αίτησης για κήρυξη έκπτωσης ή ακυρότητας πρέπει να καταθέσει μετάφραση της αίτησής του ισοδυναμεί με ένα μήνα από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης. Εάν η μετάφραση δεν κατατεθεί εντός της προθεσμίας αυτής, απορρίπτεται ως απαράδεκτη.»·

β)

στην παράγραφο 3, προστίθεται η ακόλουθη πρόταση:

«Εάν δεν κατατεθεί μετάφραση ή εάν αυτή κατατεθεί εκπρόθεσμα, η γλώσσα της διαδικασίας δε μεταβάλλεται».

26)

Ο κανόνας 39 αντικαθίσταται από τα ακόλουθα:

«Κανόνας 39

Απόρριψη ως απαράδεκτης της αίτησης για κήρυξη έκπτωσης ή ακυρότητας

1.

Στην περίπτωση που το Γραφείο κρίνει ότι το αποδοτέο τέλος δεν έχει καταβληθεί, καλεί τον αιτούντα να καταβάλει το σχετικό τέλος εντός προθεσμίας που του τάσσει. Εάν το αποδοτέο τέλος δεν καταβληθεί εντός της ταχθείσας προθεσμίας, το Γραφείο ενημερώνει τον καταθέτη ότι η αίτηση για κήρυξη έκπτωσης ή ακυρότητας θεωρείται ότι δεν έχει κατατεθεί. Αν το τέλος καταβληθεί εκπρόθεσμα, επιστρέφεται στον καταθέτη.

2.

Στην περίπτωση που η μετάφραση που απαιτείται σύμφωνα με τον κανόνα 38 παράγραφος 1 δεν κατατεθεί εντός της ταχθείσας προθεσμίας, το Γραφείο απορρίπτει την αίτηση για κήρυξη έκπτωσης ή ακυρότητας ως απαράδεκτη.

3.

Εάν το Γραφείο κρίνει ότι η αίτηση δεν είναι σύμφωνη με τον κανόνα 37, καλεί τον καταθέτη να διορθώσει τις παρατυπίες που έχουν εντοπισθεί εντός προθεσμίας που του τάσσει. Αν οι ελλείψεις δε θεραπευτούν μέσα στην ταχθείσα προθεσμία, το Γραφείο απορρίπτει την αίτηση ως απαράδεκτη.

4.

Οιαδήποτε απόφαση απόρριψης αίτησης για κήρυξη έκπτωσης ή ακυρότητας σύμφωνα με την παράγραφο 2 ή 3 κοινοποιείται στον καταθέτη και το δικαιούχο του κοινοτικού σήματος».

27)

Ο κανόνας 40 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.

Κάθε αίτηση για κήρυξη έκπτωσης ή ακυρότητας η οποία θεωρείται ότι έχει κατατεθεί κοινοποιείται στο δικαιούχο του κοινοτικού σήματος. Όταν το Γραφείο κρίνει την αίτηση παραδεκτή, καλεί το δικαιούχο του κοινοτικού σήματος να υποβάλει τις παρατηρήσεις του εντός προθεσμίας που του τάσσει.»·

β)

η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.

Με την επιφύλαξη των διατάξεων του κανόνα 69, όλες οι παρατηρήσεις που καταθέτουν τα μέρη αποστέλλονται στο άλλο ενδιαφερόμενο μέρος.»·

γ)

η παράγραφος 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«5.

Σε περίπτωση αίτησης για κήρυξη έκπτωσης βάσει του άρθρου 50 παράγραφος 1 στοιχείο α) του κανονισμού, το Γραφείο καλεί το δικαιούχο του κοινοτικού σήματος να παράσχει αποδείξεις πραγματικής χρήσης του σήματος εντός προθεσμίας που καθορίζει. Εάν οι αποδείξεις δεν παρασχεθούν εντός της καθορισθείσας προθεσμίας, ο δικαιούχος του κοινοτικού σήματος κηρύσσεται έκπτωτος των δικαιωμάτων του. Ο κανόνας 22 παράγραφοι 2, 3 και 4 εφαρμόζεται mutatis mutandis.»·

δ)

προστίθεται νέα παράγραφος 6:

«6.

Εάν ο αιτών πρέπει να παράσχει απόδειξη χρήσης ή απόδειξη ύπαρξης κατάλληλων λόγων μη χρήσης σύμφωνα με το άρθρο 56 παράγραφος 2 ή 3 του κανονισμού, το Γραφείο καλεί τον αιτούντα να παράσχει αποδείξεις πραγματικής χρήσης του σήματος εντός προθεσμίας που καθορίζει. Εάν οι αποδείξεις δεν παρασχεθούν εντός της καθορισθείσας προθεσμίας, η αίτηση για κήρυξη ακύρωσης απορρίπτεται. Ο κανόνας 22 παράγραφοι 2, 3 και 4 εφαρμόζεται mutatis mutandis».

28)

Οι κανόνες 44 και 45 αντικαθίστανται από τα ακόλουθα:

«Κανόνας 44

Αίτηση για μετατροπή

1.

Η αίτηση για μετατροπή αίτησης για κοινοτικό σήμα ή καταχωρημένου κοινοτικού σήματος σε εθνικό σύμφωνα με το άρθρο 108 του κανονισμού περιέχει:

α)

το όνομα και τη διεύθυνση του αιτούντος τη μετατροπή σύμφωνα με τον κανόνα 1 παράγραφος 1 στοιχείο β)·

β)

τον αριθμό πρωτοκόλλου της αίτησης για κοινοτικό σήμα ή τον αριθμό καταχώρησης του κοινοτικού σήματος·

γ)

μνεία του λόγου για τον οποίο κατατίθεται η αίτηση μετατροπής σύμφωνα με το άρθρο 108 παράγραφος 1 στοιχείο α) ή β) του κανονισμού·

δ)

το κράτος μέλος ή τα κράτη μέλη ως προς τα οποία ζητείται η μετατροπή·

ε)

όταν η αίτηση μετατροπής δεν αφορά όλα τα προϊόντα και τις υπηρεσίες ως προς τις οποίες είχε υποβληθεί αίτηση ή ως προς τα οποία καταχωρήθηκε το σήμα, μνεία των προϊόντων και των υπηρεσιών για τα οποία ζητείται μετατροπή, και, όπου η μετατροπή ζητείται ως προς περισσότερα του ενός κράτη μέλη και ο κατάλογος των προϊόντων και υπηρεσιών δεν είναι ο ίδιος για όλα τα κράτη μέλη, μνεία των αντίστοιχων προϊόντων και υπηρεσιών για κάθε κράτος μέλος·

στ)

στην περίπτωση που κατατίθεται αίτηση μετατροπής σύμφωνα με το άρθρο 108 παράγραφος 6 του κανονισμού, η αίτηση περιέχει μνεία τη ημερομηνίας κατά την οποία η απόφαση του εθνικού δικαστηρίου κατέστη τελεσίδικη καθώς και αντίγραφο αυτής της απόφασης· το εν λόγω αντίγραφο είναι δυνατό να κατατεθεί στη γλώσσα στην οποία εκδόθηκε η απόφαση.

2.

Η αίτηση για μετατροπή κατατίθεται εντός της σχετικής προθεσμίας σύμφωνα με το άρθρο 108 παράγραφος 4, 5 ή 6 του κανονισμού. Όταν η μετατροπή ζητείται μετά από μη ανανέωση της καταχώρησης, η τρίμηνη προθεσμία που προβλέπεται από το άρθρο 108 παράγραφος 5 του κανονισμού αρχίζει την επομένη της τελευταίας ημέρας κατά την οποία μπορεί να υποβληθεί η αίτηση για ανανέωση σύμφωνα με το άρθρο 47 παράγραφος 3 του κανονισμού.

Κανόνας 45

Εξέταση αίτησης για μετατροπή

1.

Στην περίπτωση που η αίτηση για μετατροπή δεν είναι σύμφωνη με τις απαιτήσεις του άρθρου 108 παράγραφος 1 ή 2 του κανονισμού ή δεν έχει κατατεθεί εντός της σχετικής τρίμηνης προθεσμίας ή δεν είναι σύμφωνη με τον κανόνα 44 ή άλλους κανόνες, το Γραφείο αποστέλλει σχετική κοινοποίηση στον αιτούντα και ορίζει προθεσμία εντός της οποίας μπορεί αυτός να τροποποιήσει την αίτηση ή να παράσχει οιεσδήποτε ελλείπουσες πληροφορίες ή ενδείξεις.

2.

Όταν τα τέλη μετατροπής δεν έχουν καταβληθεί μέσα στην τρίμηνη προθεσμία, το Γραφείο ενημερώνει τον αιτούντα ότι η αίτηση για μετατροπή λογίζεται ως μη υποβληθείσα.

3.

Στην περίπτωση που οι ελλείπουσες ενδείξεις δεν έχουν παρασχεθεί εντός της προθεσμίας που προσδιόρισε το Γραφείο, το Γραφείο απορρίπτει την αίτηση για μετατροπή. Στην περίπτωση που ισχύει το άρθρο 108 παράγραφος 2 του κανονισμού, το Γραφείο απορρίπτει την αίτηση για μετατροπή ως απαράδεκτη μόνον όσον αφορά τα κράτη μέλη για τα οποία, σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, αποκλείεται η μετατροπή.

4.

Εάν το Γραφείο ή δικαστήριο κοινοτικών σημάτων έχει απορρίψει την αίτηση για κοινοτικό σήμα ή έχει κηρύξει άκυρο το κοινοτικό σήμα βάσει απόλυτων λόγων με αναφορά στη γλώσσα ενός κράτους μέλους, η μετατροπή αποκλείεται σύμφωνα με το άρθρο 108 παράγραφος 2 του κανονισμού για όλα τα κράτη μέλη στα οποία η εν λόγω γλώσσα είναι μια από τις επίσημες γλώσσες. Εάν το Γραφείο ή δικαστήριο κοινοτικών σημάτων έχει απορρίψει την αίτηση για κοινοτικό σήμα ή έχει κηρύξει το κοινοτικό σήμα άκυρο για απόλυτους λόγους που έχει κριθεί ότι ισχύουν στο σύνολο της Κοινότητας ή λόγω προγενέστερου κοινοτικού σήματος ή άλλου δικαιώματος κοινοτικής βιομηχανικής ιδιοκτησίας, η μετατροπή αποκλείεται σύμφωνα με το άρθρο 108 παράγραφος 2 του κανονισμού για όλα τα κράτη μέλη».

29)

Ο κανόνας 47 αντικαθίσταται από τα ακόλουθα:

«Κανόνας 47

Διαβίβαση στην κεντρική υπηρεσία βιομηχανικής ιδιοκτησίας των κρατών μελών

Στην περίπτωση που η αίτηση για μετατροπή είναι σύμφωνη με τις απαιτήσεις του κανονισμού και τους παρόντες κανόνες, το Γραφείο διαβιβάζει την αίτηση για μετατροπή και τα στοιχεία που αναφέρονται στον κανόνα 84 παράγραφος 2 στην κεντρική υπηρεσία βιομηχανικής ιδιοκτησίας των κρατών μελών, συμπεριλαμβανομένου του Γραφείου Σημάτων της Μπενελούξ, βάσει των οποίων η αίτηση θεωρήθηκε παραδεκτή. Το Γραφείο ενημερώνει τον αιτούντα για την ημερομηνία διαβίβασης».

30)

Στον κανόνα 50 παράγραφος 1 προστίθενται τα ακόλουθα:

«Ιδιαίτερα στην περίπτωση που η προσφυγή αφορά απόφαση που λήφθηκε στο πλαίσιο διαδικασίας ανακοπής, το άρθρο 78α του κανονισμού δεν ισχύει για τις προθεσμίες που καθορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 61 παράγραφος 2 του κανονισμού.

Στην περίπτωση που η προσφυγή αφορά απόφαση τμήματος ανακοπών, το τμήμα εξετάζει την προσφυγή μόνον όσον αφορά τα γεγονότα και τα αποδεικτικά στοιχεία που έχουν κατατεθεί εντός των προθεσμιών που ορίζονται ή διευκρινίζονται από το τμήμα ανακοπών σύμφωνα με τον κανονισμό και τους παρόντες κανόνες, εκτός εάν το τμήμα θεωρεί ότι πρέπει να ληφθούν υπόψη επιπρόσθετα ή συμπληρωματικά γεγονότα και στοιχεία δυνάμει του άρθρου 74 παράγραφος 2 του κανονισμού».

31)

Ο κανόνας 51 αντικαθίσταται από τα ακόλουθα:

«Κανόνας 51

Επιστροφή των τελών προσφυγής

Το τέλος προσφυγής επιστρέφεται μόνον κατόπιν εντολής ενός από τα ακόλουθα όργανα:

α)

το τμήμα του οποίου έχει προσβληθεί η απόφαση στην περίπτωση που χορηγεί αναθεώρηση σύμφωνα με το άρθρο 60 παράγραφος 1 ή το άρθρο 60α του κανονισμού·

β)

το τμήμα προσφυγών στην περίπτωση που επιτρέπει την προσφυγή και θεωρεί την επιστροφή του τέλους προσφυγής δίκαιη λόγω παράβασης ουσιώδους τύπου της διαδικασίας».

32)

Ο κανόνας 53 αντικαθίσταται από τα ακόλουθα:

«Κανόνας 53

Διόρθωση λαθών στις αποφάσεις

Στην περίπτωση που το Γραφείο λάβει γνώση, αυτεπαγγέλτως ή με πρωτοβουλία μέρους που συμμετέχει στη διαδικασία, γλωσσικού λάθους, ορθογραφικού λάθους καθώς και προφανούς ανακρίβειας σε απόφαση, εξασφαλίζει τη διόρθωση του λάθους ή της ανακρίβειας από το αρμόδιο τμήμα ή υπηρεσία».

33)

Παρεμβάλλεται ο ακόλουθος κανόνας 53α:

«Κανόνας 53α

Ανάκληση απόφασης ή καταχώρησης στο μητρώο

1.

Στην περίπτωση που το Γραφείο εντοπίσει αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν αντίστοιχης πληροφόρησης από τα μέρη που συμμετέχουν στη διαδικασία ότι μια απόφαση ή καταχώρηση στο μητρώο υπόκειται σε ανάκληση σύμφωνα με το άρθρο 77α του κανονισμού, ενημερώνει σχετικά το ενδιαφερόμενο μέρος όσον αφορά τη σχεδιαζόμενη ανάκληση.

2.

Το ενδιαφερόμενο μέρος δύναται να υποβάλει παρατηρήσεις όσον αφορά τη σχεδιαζόμενη ανάκληση εντός προθεσμίας που του τάσσει το Γραφείο.

3.

Εάν το ενδιαφερόμενο μέρος συμφωνήσει με την επικείμενη ανάκληση ή εάν δεν υποβάλει παρατηρήσεις εντός της ταχθείσας προθεσμίας, το Γραφείο ανακαλεί την απόφαση ή καταχώρηση. Εάν το ενδιαφερόμενο μέρος δε συμφωνήσει με την ανάκληση, το Γραφείο αποφασίζει σχετικά με την ανάκληση.

4.

Οι παράγραφοι 1, 2 και 3 ισχύουν mutatis mutandis εάν η ανάκληση είναι πιθανό να αφορά περισσότερα του ενός μέρη. Στις περιπτώσεις αυτές, οι παρατηρήσεις που έχουν υποβληθεί εξ ενός των μερών σύμφωνα με την παράγραφο 3 κοινοποιούνται πάντοτε στο άλλο μέρος ή μέρη μαζί με πρόσκληση για υποβολή παρατηρήσεων.

5.

Στην περίπτωση που η ανάκληση απόφασης ή καταχώρησης στο μητρώο αφορά απόφαση ή καταχώρηση που έχει δημοσιευθεί, δημοσιεύεται επίσης και η ανάκληση.

6.

Η αρμοδιότητα για την ανάκληση σύμφωνα με τις παραγράφους 1 έως 4 ανήκει στο τμήμα ή την υπηρεσία που έλαβε την απόφαση».

34)

Ο κανόνας 59 παράγραφος 4 αντικαθίσταται από τα ακόλουθα:

«4.

Τα ποσά και οι προκαταβολές που οφείλονται σύμφωνα με τις παραγράφους 1, 2 και 3 καθορίζονται από τον πρόεδρο του Γραφείου και δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα του Γραφείου. Τα ποσά υπολογίζονται με βάση όσα προβλέπονται στον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και το σχετικό παράρτημα VII».

35)

Ο κανόνας 60 αντικαθίσταται από τα ακόλουθα:

«Κανόνας 60

Πρακτικά των προφορικών διαδικασιών

1.

Για τις προφορικές ή τις αποδεικτικές διαδικασίες συντάσσονται πρακτικά που περιέχουν:

α)

την ημερομηνία της διαδικασίας·

β)

τα ονόματα των αρμόδιων στελεχών του Γραφείου, των μερών, των αντιπροσώπων τους καθώς και των μαρτύρων και εμπειρογνωμόνων που είναι παρόντες·

γ)

τις αιτήσεις και τα αιτήματα που υπέβαλαν τα μέρη·

δ)

τα μέσα παροχής ή απόκτησης αποδεικτικών στοιχείων·

ε)

όπου ενδείκνυται, τις εντολές ή την απόφαση που εξέδωσε το Γραφείο.

2.

Τα πρακτικά καθίστανται έγγραφα του φακέλου της σχετικής αίτησης ή καταχώρησης κοινοτικού σήματος. Τα μέρη λαμβάνουν αντίγραφο των πρακτικών.

3.

Στην περίπτωση που λαμβάνει χώρα ακρόαση μαρτύρων, εμπειρογνωμόνων ή μερών σύμφωνα με το άρθρο 76 παράγραφος 1 στοιχείο α) ή δ) του κανονισμού ή του κανόνα 59 παράγραφος 2, οι δηλώσεις τους καταγράφονται».

36)

Ο κανόνας 61 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.

Όσον αφορά διαδικασίες ενώπιον του Γραφείου, οι κοινοποιήσεις που αποστέλλονται από το Γραφείο συνίστανται στη διαβίβαση του αρχικού εγγράφου, μη επικυρωμένου αντιγράφου αυτού ή εκτύπωσης από ηλεκτρονικό υπολογιστή σύμφωνα με τον κανόνα 55 ή, όσον αφορά έγγραφα που παράγουν τα ίδια μέρη, αντίγραφα ή μη επικυρωμένα αντίγραφα.»·

β)

προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος 3:

«3.

Στην περίπτωση που ο παραλήπτης έχει δηλώσει αριθμό τηλεομοιοτυπίας ή στοιχεία επαφής για επικοινωνία μαζί του με άλλα τεχνικά μέσα, το Γραφείο μπορεί να επιλέξει μεταξύ οιουδήποτε από τα εν λόγω μέσα κοινοποίησης και της κοινοποίησης μέσω ταχυδρομείου».

37)

Ο κανόνας 62 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.

Οι αποφάσεις των οποίων η έκδοση αποτελεί αφετηρία προθεσμίας για προσφυγή, οι κλητεύσεις και όσα έγγραφα καθορίζονται από τον πρόεδρο του Γραφείου, κοινοποιούνται με συστημένη επιστολή με απόδειξη παραλαβής. Όλες οι άλλες ανακοινώσεις γίνονται με απλή επιστολή.»·

β)

στην παράγραφο 2, απαλείφεται η δεύτερη πρόταση·

γ)

η παράγραφος 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«5.

Η κοινοποίηση με απλή επιστολή θεωρείται ότι πραγματοποιήθηκε τη δέκατη ημέρα μετά την ημερομηνία αποστολής της».

38)

Στον κανόνα 65 παράγραφος 1 το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από τα ακόλουθα:

«Η κοινοποίηση θεωρείται ότι έχει λάβει χώρα την ημερομηνία παραλαβής της κοινοποίησης μέσω της συσκευής φαξ του παραλήπτη».

39)

Ο κανόνας 66 παράγραφος 1 αντικαθίσταται από τα ακόλουθα:

«1.

Εάν η διεύθυνση του παραλήπτη δεν είναι δυνατό να προσδιορισθεί ή όταν έχει αποδειχθεί ότι είναι αδύνατη η κοινοποίηση σύμφωνα με τον κανόνα 62 παράγραφος 1 μετά τουλάχιστον μία προσπάθεια του Γραφείου, η κοινοποίηση γίνεται με δημοσίευση».

40)

Ο κανόνας 72 παράγραφος 2 αντικαθίσταται από τα ακόλουθα:

«2.

Εάν μια προθεσμία λήγει ημέρα κατά την οποία είτε έγινε γενική διακοπή της διανομής του ταχυδρομείου στο κράτος μέλος στο οποίο εδρεύει το Γραφείο είτε, στην περίπτωση και στο βαθμό που ο πρόεδρος του Γραφείου έχει επιτρέψει την αποστολή των κοινοποιήσεων με ηλεκτρονικά μέσα σύμφωνα με το άρθρο 82, έγινε ουσιαστική διακοπή της σύνδεσης του Γραφείου με τα εν λόγω ηλεκτρονικά μέσα επικοινωνίας, η προθεσμία παρατείνεται μέχρι την πρώτη ημέρα μετά το τέλος της διακοπής, κατά την οποία το Γραφείο είναι ανοιχτό για παραλαβή εγγράφων και κατά την οποία παραλαμβάνεται η τακτική αλληλογραφία. Η διάρκεια της προαναφερομένης περιόδου προσδιορίζεται από τον πρόεδρο του Γραφείου».

41)

Ο κανόνας 72 παράγραφος 4 αντικαθίσταται από τα ακόλουθα:

«4.

Αν έκτακτες περιστάσεις όπως θεομηνία ή απεργία διακόψουν ή διαταράξουν την κανονική επικοινωνία μεταξύ των μερών που συμμετέχουν στη διαδικασία και του Γραφείου ή το αντίστροφο, ο πρόεδρος του Γραφείου δύναται να ορίσει ότι, για τα μέρη που συμμετέχουν στη διαδικασία και των οποίων ο τόπος κατοικίας ή η καταστατική έδρα βρίσκεται στο εν λόγω κράτος ή τα οποία έχουν ορίσει αντιπροσώπους που έχουν την επαγγελματική τους εγκατάσταση στο κράτος αυτό, παρατείνονται έως ημερομηνίας που το Γραφείο ορίζει όλες οι προθεσμίες που θα είχαν ειδάλλως λήξει κατά ή μετά την ημερομηνία έναρξης των γεγονότων αυτών. Εάν οι περιστάσεις επηρεάζουν την έδρα του Γραφείου, η απόφαση αυτή του προέδρου προσδιορίζεται ότι ισχύει για όλα τα μέρη που συμμετέχουν στη διαδικασία».

42)

Ο κανόνας 76 τροποποιείται ως εξής:

α)

οι παράγραφοι 1 έως 4 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.

Δικηγόροι και εγκεκριμένοι πληρεξούσιοι που έχουν καταχωρηθεί στον κατάλογο που τηρεί το Γραφείο σύμφωνα με το άρθρο 89 παράγραφος 2 του κανονισμού καταθέτουν στο Γραφείο ενυπόγραφο πληρεξούσιο προς συμπερίληψη στους φακέλους μόνον εάν το Γραφείο το ζητήσει ρητά ή, στην περίπτωση που συμμετέχουν διάφορα μέρη στη διαδικασία στην οποία ο αντιπρόσωπος διεκπεραιώνει πράξεις ενώπιον του Γραφείου, εάν το άλλο μέρος το ζητήσει ρητώς.

2.

Υπάλληλοι που ενεργούν για λογαριασμό φυσικών ή νομικών προσώπων σύμφωνα με το άρθρο 88 παράγραφος 3 του κανονισμού καταθέτουν στο Γραφείο ενυπόγραφο πληρεξούσιο για συμπερίληψη στους φακέλους.

3.

Το πληρεξούσιο είναι δυνατό να κατατεθεί σε οιαδήποτε επίσημη γλώσσα της Κοινότητας. Μπορεί να καλύπτει μία ή περισσότερες αιτήσεις ή καταχωρημένα κοινοτικά σήματα ή μπορεί να έχει τη μορφή γενικού πληρεξούσιου που εξουσιοδοτεί τον αντιπρόσωπο να διεκπεραιώνει πράξεις στο πλαίσιο όλων των διαδικασιών ενώπιον του Γραφείου στις οποίες το πρόσωπο που χορηγεί το πληρεξούσιο συμμετέχει ως μέρος.

4.

Όπου απαιτείται, βάσει των παραγράφων 1 ή 2, η κατάθεση ενυπόγραφου πληρεξουσίου, το Γραφείο προσδιορίζει την προθεσμία εντός της οποίας είναι δυνατό να κατατεθεί το εν λόγω πληρεξούσιο. Αν το πληρεξούσιο δεν κατατεθεί εμπρόθεσμα, η διαδικασία συνεχίζεται με τον αντιπροσωπευόμενο. Οι πράξεις του αντιπροσώπου, εξαιρουμένης της υποβολής της αίτησης, θεωρούνται μη τελεσθείσες αν ο αντιπροσωπευόμενος δεν τις εγκρίνει εντός προθεσμίας που του τάσσει το Γραφείο. Η εφαρμογή του άρθρου 88 παράγραφος 2 του κανονισμού δε θίγεται.»·

β)

οι παράγραφοι 8 και 9 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«8.

Όταν γνωστοποιείται στο Γραφείο ο διορισμός αντιπροσώπου, δηλώνονται το όνομα και η επαγγελματική διεύθυνση του αντιπροσώπου σύμφωνα με τον κανόνα 1 παράγραφος 1 στοιχείο ε). Όταν αντιπρόσωπος που έχει ήδη διορισθεί διεκπεραιώνει πράξεις ενώπιον του Γραφείου, δηλώνει το όνομά του και, κατά προτίμηση, τον αριθμό ταυτότητας που του έχει δώσει το Γραφείο. Όταν ο ίδιος ενδιαφερόμενος έχει ορίσει περισσότερους του ενός αντιπροσώπους, τότε αυτοί μπορούν να ενεργούν είτε από κοινού, είτε μεμονωμένα εκτός αν ορίζεται το αντίθετο στο πληρεξούσιο.

9.

Ο διορισμός ή η εξουσιοδότηση ένωσης αντιπροσώπων θεωρείται διορισμός ή εξουσιοδότηση κάθε αντιπροσώπου που διεκπεραιώνει πράξεις στο πλαίσιο της ένωσης».

43)

Ο κανόνας 79 τροποποιείται ως εξής:

α)

τα στοιχεία α) και β) αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«α)

με υπογεγραμμένο πρωτότυπο του σχετικού εγγράφου που διαβιβάζεται στο Γραφείο ταχυδρομικά, παραδίδεται προσωπικά ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο·

β)

με έγγραφο που διαβιβάζεται με τηλεομοιοτυπία σύμφωνα με τον κανόνα 80»·

β)

το στοιχείο γ) καταργείται.

44)

Παρεμβάλλεται ο ακόλουθος κανόνας 79α:

«Κανόνας 79α

Συνημμένα στις γραπτές κοινοποιήσεις

Εάν ένα έγγραφο ή αποδεικτικό στοιχείο υποβάλλεται σύμφωνα με τον κανόνα 79 στοιχείο α) από μέρος που συμμετέχει σε διαδικασία ενώπιον του Γραφείου εμπλέκοντας περισσότερα του ενός ενδιαφερόμενα μέρη που συμμετέχουν στη διαδικασία, το έγγραφο ή αποδεικτικό στοιχείο, καθώς και κάθε συνημμένο, υποβάλλεται σε τόσα αντίγραφα όσα αντιστοιχούν στον αριθμό των μερών που συμμετέχουν στη διαδικασία».

45)

Ο κανόνας 80 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.

Όταν υποβάλλεται στο Γραφείο αίτηση για κοινοτικό σήμα με τηλεομοιοτυπία και η αίτηση περιέχει απεικόνιση του σήματος, σύμφωνα με τον κανόνα 3 παράγραφος 2, χωρίς να πληροί τις απαιτήσεις του εν λόγω κανόνα, η κατάλληλη για δημοσίευση απαιτούμενη απεικόνιση υποβάλλεται στο Γραφείο σύμφωνα με τον κανόνα 79 στοιχείο α). Εάν οι απεικονίσεις περιέλθουν στο Γραφείο μέσα σε ένα μήνα από την ημερομηνία παραλαβής από το Γραφείο της τηλεομοιοτυπίας, η απεικόνιση θεωρείται ότι παρελήφθη κατά την ημερομηνία παραλαβής του φαξ.»·

β)

στην παράγραφο 3, προστίθεται η ακόλουθη πρόταση:

«Όταν η κοινοποίηση αποστέλλεται ηλεκτρονικά με φαξ, η μνεία του ονόματος του αποστολέα ισοδυναμεί με υπογραφή.»·

γ)

η παράγραφος 4 διαγράφεται.

46)

Ο κανόνας 81 διαγράφεται.

47)

Ο κανόνας 82 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.

Ο πρόεδρος του Γραφείου ορίζει εάν, σε ποιο βαθμό και υπό ποιους τεχνικούς όρους αποστέλλονται κοινοποιήσεις στο Γραφείο με ηλεκτρονικά μέσα.»·

β)

η παράγραφος 4 διαγράφεται.

48)

Ο κανόνας 83 αντικαθίσταται από τα ακόλουθα:

«Κανόνας 83

Έντυπα

1.

Το Γραφείο διαθέτει στο κοινό δωρεάν έντυπα για τους ακόλουθους σκοπούς:

α)

υποβολή αίτησης για κοινοτικό σήμα, συμπεριλαμβανομένης, όπου ενδείκνυται, αίτησης για έκθεση έρευνας·

β)

άσκηση ανακοπής·

γ)

υποβολή αίτησης για κήρυξη έκπτωσης ή ακυρότητας·

δ)

υποβολή αίτησης για καταχώρηση της μεταβίβασης και το έντυπο και το έγγραφο μεταβίβασης βάσει του κανόνα 31 παράγραφος 5·

ε)

υποβολή αίτησης για καταχώρηση άδειας·

στ)

υποβολή αίτησης ανανέωσης κοινοτικού σήματος·

ζ)

άσκηση προσφυγής·

η)

διορισμό αντιπροσώπου, με τη μορφή ειδικού ή γενικού πληρεξουσίου·

θ)

υποβολή στο Γραφείο διεθνούς αίτησης ή μεταγενέστερης επέκτασης της προστασίας σύμφωνα με το πρωτόκολλο της Μαδρίτης.

2.

Τα μέρη που συμμετέχουν σε διαδικασία ενώπιον του Γραφείου μπορούν επίσης να χρησιμοποιούν:

α)

έντυπα που έχουν συνταχθεί στο πλαίσιο της συνθήκης για το δίκαιο των σημάτων ή δυνάμει συστάσεων της συνέλευσης της ένωσης του Παρισιού για την προστασία της βιομηχανικής ιδιοκτησίας·

β)

έντυπα με παρόμοιο περιεχόμενο και μορφότυπο, με εξαίρεση το έντυπο που αναφέρεται στο στοιχείο θ) της παραγράφου 1.

3.

Το Γραφείο καθιστά διαθέσιμα τα έντυπα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 σε όλες τις επίσημες γλώσσες της Κοινότητας».

49)

Ο κανόνας 84 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 2 το στοιχείο δ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«δ)

το όνομα και τη διεύθυνση του αιτούντος»·

β)

η παράγραφος 3 τροποποιείται ως εξής:

i)

το στοιχείο θ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«θ)

τα μέτρα αναγκαστικής εκτέλεσης σύμφωνα με το άρθρο 20 του κανονισμού, καθώς και τις διαδικασίες σε περίπτωση αφερεγγυότητας σύμφωνα με το άρθρο 21 του κανονισμού·»,

ii)

προστίθενται τα ακόλουθα στοιχεία κγ) και κδ):

«κγ)

η διαίρεση καταχώρησης σύμφωνα με το άρθρο 48α του κανονισμού και του κανόνα 25α μαζί με τα στοιχεία που αναφέρονται στην παράγραφο 2 όσον αφορά τη διαιρεμένη καταχώρηση, καθώς επίσης και τον κατάλογο των προϊόντων και των υπηρεσιών της αρχικής καταχώρησης όπως αυτή τροποποιήθηκε·

κδ)

ανάκληση απόφασης ή καταχώρησης στο μητρώο σύμφωνα με το άρθρο 77α του κανονισμού όταν η ανάκληση αφορά απόφαση ή καταχώρηση η οποία έχει δημοσιευθεί».

50)

Ο κανόνας 85 παράγραφος 1 αντικαθίσταται από τα ακόλουθα:

«1.

Το δελτίο κοινοτικών σημάτων δημοσιεύεται κατά τρόπο και με συχνότητα που καθορίζεται από τον πρόεδρο του Γραφείου».

51)

Ο κανόνας 89 παράγραφοι 1 και 2 αντικαθίσταται από τα ακόλουθα:

«1.

Η έρευνα των φακέλων αιτήσεων για κοινοτικά σήματα και καταχωρημένων κοινοτικών σημάτων διενεργείται είτε στο πρωτότυπο είτε σε αντίγραφα ή σε τεχνικά μέσα αρχειοθέτησης αν οι φάκελοι φυλάσσονται με τον τρόπο αυτό. Τα μέσα έρευνας καθορίζονται από τον πρόεδρο του Γραφείου.

Όταν η έρευνα διενεργείται όπως προβλέπεται στις παραγράφους 3, 4 και 5, η αίτηση για έρευνα των φακέλων θεωρείται ως μη υποβληθείσα μέχρις ότου καταβληθούν τα απαιτούμενα τέλη. Δεν υπάρχει καταβλητέο τέλος εάν η έρευνα τεχνικών μέσων αποθήκευσης λαμβάνει χώρα σε απευθείας ηλεκτρονική σύνδεση.

2.

Όταν ζητείται έρευνα φακέλων αίτησης για κοινοτικό σήμα που δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί σύμφωνα με το άρθρο 40 του κανονισμού, η αίτηση περιλαμβάνει μνεία και αποδείξεις ως προς το ότι ο καταθέτης έχει δώσει τη συγκατάθεσή του για την έρευνα ή ότι έχει δηλώσει ότι μετά την καταχώρηση του σήματος θα επικαλεστεί τα δικαιώματα που του παρέχει κατά του μέρους που ζητά την έρευνα».

52)

Ο κανόνας 91 αντικαθίσταται από τα ακόλουθα:

«Κανόνας 91

Φύλαξη φακέλων

1.

Ο πρόεδρος του Γραφείου καθορίζει με ποιο τρόπο φυλάσσονται οι φάκελοι.

2.

Στην περίπτωση που οι φάκελοι φυλάσσονται ηλεκτρονικά, οι εν λόγω ηλεκτρονικοί φάκελοι ή τα εφεδρικά αντίγραφά τους φυλάσσονται χωρίς περιορισμό χρόνου. Τα πρωτότυπα έγγραφα που κατατίθενται από τα μέρη που συμμετέχουν στη διαδικασία τα οποία αποτελούν τη βάση για τους εν λόγω ηλεκτρονικούς φακέλους παύουν να φυλάσσονται αφού παρέλθει συγκεκριμένο χρονικό διάστημα μετά την παραλαβή τους από το Γραφείο, το οποίο καθορίζεται από τον πρόεδρο του Γραφείου.

3.

Στην περίπτωση και στο βαθμό που οι φάκελοι ή τα τμήματα φακέλων φυλάσσονται σε οιαδήποτε μορφή εκτός της ηλεκτρονικής, τα έγγραφα ή αποδεικτικά στοιχεία που αποτελούν τμήμα των φακέλων αυτών φυλάσσονται τουλάχιστον για διάστημα πέντε ετών από τη λήξη του έτους κατά το οποίο έλαβαν χώρα τα ακόλουθα γεγονότα:

α)

απορρίφθηκε ή αποσύρθηκε ή θεωρείται ότι αποσύρθηκε η αίτηση κατάθεσης·

β)

η ισχύς της καταχώρησης του κοινοτικού σήματος έληξε οριστικά δυνάμει του άρθρου 47 του κανονισμού·

γ)

καταχωρήθηκε η ολική παραίτηση από το κοινοτικό σήμα δυνάμει του άρθρου 49 του κανονισμού·

δ)

διεγράφη πλήρως από το μητρώο το κοινοτικό σήμα δυνάμει του άρθρου 56 παράγραφος 6 ή του άρθρου 96 παράγραφος 6 του κανονισμού.»

53)

Ο κανόνας 94 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.

Εάν το ύψος των εξόδων δεν έχει ορισθεί σύμφωνα με το άρθρο 81 παράγραφος 6 πρώτο εδάφιο του κανονισμού, η αίτηση προσδιορισμού των εξόδων συνοδεύεται από κατάσταση εξόδων και δικαιολογητικά. Όσον αφορά τα έξοδα για την αντιπροσώπευση σύμφωνα με την παράγραφο 7 στοιχείο δ) του παρόντος κανόνα, αρκεί διαβεβαίωση του αντιπροσώπου ότι τα έξοδα πραγματοποιήθηκαν. Όσον αφορά άλλα έξοδα, αρκεί να παρέχονται στοιχεία που δείχνουν τη λογικότητά τους. Εάν το ποσό των εξόδων προσδιορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 81 παράγραφος 6 πρώτο εδάφιο του κανονισμού, τα έξοδα αντιπροσώπευσης επιστρέφονται ανάλογα με το ύψος που προβλέπεται στην παράγραφο 7 στοιχείο δ) του παρόντος κανόνα και ανεξάρτητα από το εάν πράγματι πραγματοποιήθηκαν.»·

β)

στην παράγραφο 4 η φράση «άρθρο 81 παράγραφος 6 δεύτερο εδάφιο» αντικαθίσταται από τη φράση «άρθρο 81 παράγραφος 6 το τρίτο εδάφιο»·

γ)

η παράγραφος 7 αντικαθίσταται από τα ακόλουθα:

«7.

Με την επιφύλαξη της παραγράφου 3 του παρόντος κανόνα, τα απαραίτητα για τη διεκπεραίωση της διαδικασίας έξοδα, στα οποία πράγματι υπεβλήθη ο νικήσας διάδικος, βαρύνουν τον ηττηθέντα διάδικο δυνάμει του άρθρου 81 παράγραφος 1 του κανονισμού, με βάση το ακόλουθο ανώτατο όριο επιβάρυνσης:

α)

εάν ο διάδικος δεν αντιπροσωπεύεται από αντιπρόσωπο, τα έξοδα μετακίνησης και παραμονής του διαδίκου για ένα άτομο για μετάβαση και επιστροφή από τον τόπο κατοικίας ή την επαγγελματική έδρα στον τόπο διεξαγωγής της προφορικής διαδικασίας σύμφωνα με τον κανόνα 56, ως εξής:

i)

ίσα προς το αντίτιμο σιδηροδρομικού εισιτηρίου πρώτης θέσης συμπεριλαμβανομένων των συνήθων προσαυξήσεων, εφόσον η συνολική απόσταση σιδηροδρομικώς δεν υπερβαίνει 800 χιλιόμετρα,

ii)

ίσα προς το αντίτιμο αεροπορικού εισιτηρίου τουριστικής θέσης εφόσον η συνολική απόσταση υπερβαίνει τα 800 χιλιόμετρα με σιδηρόδρομο ή η μετακίνηση πρέπει να γίνει δια θαλάσσης,

iii)

έξοδα παραμονής σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 13 του παραρτήματος VII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων·

β)

έξοδα ταξιδιού των αντιπροσώπων κατά την έννοια του άρθρου 89 παράγραφος 1 του κανονισμού στο ύψος που προβλέπεται από το στοιχείο α) σημεία i) και ii) του παρόντος κανόνα·

γ)

έξοδα μετακίνησης, έξοδα παραμονής, αποζημίωση για ημεραργίες την καταβολή των οποίων δικαιούνται οι μάρτυρες και οι εμπειρογνώμονες σύμφωνα με τον κανόνα 59 παράγραφος 2, 3 ή 4 στο βαθμό που την τελική ευθύνη φέρει διάδικος σύμφωνα με τον κανόνα 59 παράγραφος 5 στοιχείο β)·

δ)

έξοδα για την αντιπροσώπευση, κατά την έννοια του άρθρου 89 παράγραφος 1 του κανονισμού,

i)

του ανακόπτοντος σε διαδικασία ανακοπής:

 

300 ευρώ·

ii)

του καταθέτη σε διαδικασία ανακοπής:

 

300 ευρώ·

iii)

του καταθέτη σε διαδικασία για την κήρυξη έκπτωσης ή ακυρότητας κοινοτικού σήματος:

 

450 ευρώ·

iv)

του δικαιούχου σήματος στη διαδικασία κήρυξης έκπτωσης ή ακύρωσης του κοινοτικού σήματος:

 

450 ευρώ·

v)

του προσφεύγοντα σε διαδικασία προσφυγής:

 

550 ευρώ·

vi)

του εναγόμενου σε διαδικασία προσφυγής:

 

550 ευρώ·

vii)

εάν απαιτείται η διεξαγωγή προφορικής διαδικασίας στην οποία καλούνται οι διάδικοι σύμφωνα με τον κανόνα 56, το ποσό που αναφέρεται στα σημεία i) έως vi) αυξάνεται κατά 400 ευρώ·

ε)

εάν υπάρχουν αρκετοί καταθέτες ή δικαιούχοι αίτησης ή καταχώρησης κοινοτικού σήματος ή εάν υπάρχουν αρκετοί ανακόπτοντες ή καταθέτες αίτησης για κήρυξη έκπτωσης ή ακυρότητας που ζήτησαν την ανακοπή ή κατέθεσαν την αίτηση για κήρυξη έκπτωσης ή ακυρότητας από κοινού, ο ηττηθείς διάδικος φέρει τα έξοδα που αναφέρονται στο στοιχείο α) για ένα μόνον από τα πρόσωπα αυτά·

στ)

αν ο νικήσας διάδικος εκπροσωπείται από πολλούς αντιπροσώπους κατά την έννοια του άρθρου 89 παράγραφος 1 του κανονισμού, ο ηττηθείς διάδικος βαρύνεται με τα προβλεπόμενα έξοδα των στοιχείων β) και δ) του παρόντος κανόνα και μόνο για έναν αντιπρόσωπο·

ζ)

ο ηττηθείς διάδικος δεν υποχρεούται να καταβάλει στον νικήσαντα διάδικο άλλα έξοδα, δαπάνες ή τέλη εκτός από όσα προβλέπονται από τα στοιχεία α) έως στ)».

54)

Ο κανόνας 98 αντικαθίσταται από τα ακόλουθα:

«Κανόνας 98

Μεταφράσεις

1.

Αν απαιτείται να προσκομιστεί μετάφραση ενός εγγράφου, προσδιορίζεται στη μετάφραση το έγγραφο στο οποίο αυτή αναφέρεται και αναπαράγεται η δομή καθώς και το περιεχόμενο του αρχικού εγγράφου. Το Γραφείο δύναται να ζητήσει την κατάθεση, εντός προθεσμίας που το ίδιο τάσσει, βεβαίωσης ότι η μετάφραση αντιστοιχεί στο αρχικό κείμενο. Ο πρόεδρος του Γραφείου καθορίζει τον τρόπο επικύρωσης της μετάφρασης.

2.

Με την επιφύλαξη των διατάξεων του κανονισμού και των παρόντων κανόνων, έγγραφο για το οποίο πρέπει να κατατεθεί μετάφραση θεωρείται ότι δεν έχει παραληφθεί από το Γραφείο

α)

εάν το Γραφείο παραλάβει τη μετάφραση μετά τη λήξη της προθεσμίας υποβολής του πρωτότυπου εγγράφου ή της μετάφρασης·

β)

στην περίπτωση της παραγράφου 1, όταν η επικύρωση δεν κατατίθεται εντός της ταχθείσας προθεσμίας.»

55)

Ο κανόνας 100 αντικαθίσταται από τα ακόλουθα:

«Κανόνας 100

Αποφάσεις που λαμβάνονται από ένα μόνο μέλος

Οι περιπτώσεις κατά τις οποίες, σύμφωνα με το άρθρο 127 παράγραφος 2 ή το άρθρο 129 παράγραφος 2 του κανονισμού, ένα μόνο μέλος του τμήματος ανακοπών ή του τμήματος ακύρωσης δύναται να λάβει απόφαση είναι οι ακόλουθες:

α)

αποφάσεις σχετικά με την κατανομή των εξόδων·

β)

αποφάσεις για τον προσδιορισμό των καταβλητέων εξόδων σύμφωνα με το άρθρο 81 παράγραφος 6 πρώτο εδάφιο του κανονισμού·

γ)

αποφάσεις για κλείσιμο φακέλου ή κατάργησης της δίκης·

δ)

αποφάσεις απόρριψης ανακοπής ως απαράδεκτης πριν από τη λήξη της περιόδου που αναφέρεται στον κανόνα 18 παράγραφος 1·

ε)

αποφάσεις αναστολής της διαδικασίας·

στ)

αποφάσεις ένωσης ή χωρισμού πολλαπλών ανακοπών σύμφωνα με τον κανόνα 21 παράγραφος 1».

56)

Ο κανόνας 101 τροποποιείται ως εξής:

α)

οι παράγραφοι 1, 2 και 3 αντικαθίστανται από τα ακόλουθα:

«1.

Εφόσον απαιτείται, ο πρόεδρος του Γραφείου υποβάλλει αίτηση στην Επιτροπή να ερευνήσει κατά πόσον ένα κράτος που δε συμμετέχει στη σύμβαση των Παρισίων ή στη συμφωνία για την ίδρυση του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, παρέχει αμοιβαία μεταχείριση κατά την έννοια του άρθρου 29 παράγραφος 5 του κανονισμού.

2.

Αν η Επιτροπή διαπιστώσει ότι παρέχεται η αμοιβαία μεταχείριση σύμφωνα με την παράγραφο 1, τότε αποφασίζει τη δημοσίευση σχετικής ανακοίνωσης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

3.

Το άρθρο 29 παράγραφος 5 του κανονισμού ισχύει από την ημερομηνία δημοσίευσης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης της ανακοίνωσης βάσει της παραγράφου 2, εκτός αν η ανακοίνωση ορίζει νωρίτερη ημερομηνία για την έναρξη εφαρμογής. Παύει να ισχύει από της δημοσιεύσεως, στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης της ανακοίνωσης της Επιτροπής στην οποία διαπιστώνεται ότι δεν παρέχεται πλέον αμοιβαία αναγνώριση, εκτός αν η ανακοίνωση ορίζει νωρίτερη ημερομηνία για την έναρξη εφαρμογής της.»

57)

Ο κανόνας 114 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 1 το στοιχείο δ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«δ)

τις ενδείξεις και τα στοιχεία που αναφέρονται στον κανόνα 15 παράγραφος 2 στοιχεία β) έως η).»·

β)

στην παράγραφο 2, η εισαγωγική πρόταση αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Ισχύουν ο κανόνας 15 παράγραφοι 1, 3 και 4 καθώς και οι κανόνες 16 έως 22 υπό τους ακόλουθους όρους:».

58)

Το στοιχείο γ) του κανόνα 122 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«γ)

τις ενδείξεις και τα στοιχεία που αναφέρονται στον κανόνα 44 παράγραφος 1 στοιχεία α), γ), δ), ε) και στ)».

Άρθρο 2

1.   Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

2.   Το άρθρο 1 σημείο 1 στοιχείο δ), σημείο 3, σημείο 4 και σημείο 7 ισχύει από τη 10η Μαρτίου 2008, όπως και το δεύτερο μέρος που ξεκινά με τη φράση «συμπεριλαμβανομένης» του στοιχείου α) του κανόνα 83 παράγραφος 1, όπως προσδιορίζεται στο σημείο 48 του άρθρου 1 του παρόντος κανονισμού.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 29 Ιουνίου 2005.

Για την Επιτροπή

Charlie McCREEVY

Μέλος της Επιτροπής


(1)  ΕΕ L 11 της 14.1.1994, σ. 1· κανονισμός, όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 422/2004 (ΕΕ L 70 της 9.3.2004, σ. 1).

(2)  ΕΕ L 303 της 15.12.1995, σ. 1· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 782/2004 (ΕΕ L 123 της 27.4.2004, σ. 88).

(3)  ΕΕ L 208 της 24.7.1992, σ. 1


Top