Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32008R1179

    Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1179/2008 της Επιτροπής, της 28ης Νοεμβρίου 2008 , σχετικά με τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής ορισμένων διατάξεων της οδηγίας 2008/55/ΕΚ του Συμβουλίου, περί της αμοιβαίας συνδρομής για την είσπραξη απαιτήσεων σχετικών με ορισμένες εισφορές, δασμούς, φόρους και άλλα μέτρα

    ΕΕ L 319 της 29/11/2008, p. 21–43 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

    Legal status of the document No longer in force, Date of end of validity: 31/12/2011; καταργήθηκε από 32011R1189

    ELI: http://data.europa.eu/eli/reg/2008/1179/oj

    29.11.2008   

    EL

    Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

    L 319/21


    ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 1179/2008 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

    της 28ης Νοεμβρίου 2008

    σχετικά με τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής ορισμένων διατάξεων της οδηγίας 2008/55/ΕΚ του Συμβουλίου, περί της αμοιβαίας συνδρομής για την είσπραξη απαιτήσεων σχετικών με ορισμένες εισφορές, δασμούς, φόρους και άλλα μέτρα

    Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

    Έχοντας υπόψη:

    τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

    την οδηγία 2008/55/ΕΚ του Συμβουλίου, της 26ης Μαΐου 2008, περί της αμοιβαίας συνδρομής για την είσπραξη απαιτήσεων σχετικών με ορισμένες εισφορές, δασμούς, φόρους και άλλα μέτρα (1), και ιδίως το άρθρο 22,

    Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

    (1)

    Λεπτομερείς κανόνες για την εφαρμογή ορισμένων διατάξεων της οδηγίας 2008/55/ΕΚ θεσπίζονται με την οδηγία 2002/94/ΕΚ της Επιτροπής (2). Ωστόσο, η εμπειρία απέδειξε ότι η οδηγία, λόγω της νομικής της φύσης, δεν αποτελεί το αποτελεσματικότερο νομικό μέσο για την πλήρη επίτευξη του στόχου περί της ενιαίας διαδικασίας αμοιβαίας συνδρομής. Επομένως, είναι σκόπιμη η αντικατάσταση της οδηγίας με κανονισμό.

    (2)

    Για τη διευκόλυνση της ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών, όλες οι αιτήσεις συνδρομής και όλα τα συνοδευτικά έγγραφα και πληροφορίες πρέπει να κοινοποιούνται με ηλεκτρονικά μέσα στο μέτρο του δυνατού.

    (3)

    Για να διασφαλισθεί η διαβίβαση των απαιτούμενων δεδομένων και πληροφοριών, πρέπει να καθιερωθούν υποδείγματα εντύπων για τις αιτήσεις αμοιβαίας συνδρομής μεταξύ των εθνικών αρχών των κρατών μελών. Πρέπει να είναι δυνατή η επικαιροποίηση της δομής και της διάταξης των ηλεκτρονικών εντύπων χωρίς τροποποίηση των υποδειγμάτων, προκειμένου αυτά να προσαρμόζονται στις απαιτήσεις και τις δυνατότητες του συστήματος ηλεκτρονικής επικοινωνίας, υπό τον όρο ότι οι αιτήσεις θα περιέχουν τα απαιτούμενα στοιχεία και πληροφορίες.

    (4)

    Για να διευκολυνθεί η Επιτροπή να αξιολογεί σε τακτική βάση την αποτελεσματικότητα και αποδοτικότητα των διαδικασιών που προβλέπονται στην οδηγία 2008/55/ΕΚ, είναι σκόπιμο να καθορισθούν οι πληροφορίες τις οποίες τα κράτη μέλη θα κοινοποιούν στην Επιτροπή κάθε χρόνο.

    (5)

    Τα μέτρα που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό είναι σύμφωνα με τη γνώμη της Επιτροπής Είσπραξης,

    ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι

    ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

    Άρθρο 1

    Ο παρών κανονισμός θεσπίζει τους λεπτομερείς κανόνες εφαρμογής του άρθρου 4 παράγραφοι 2 και 4, του άρθρου 5 παράγραφοι 2 και 3, των άρθρων 7, 8, 9, 11, του άρθρου 12 παράγραφοι 1 και 2, του άρθρου 14, του άρθρου 18 παράγραφος 3 και του άρθρου 24 της οδηγίας 2008/55/ΕΚ.

    Θεσπίζει επίσης τους λεπτομερείς κανόνες για τη μετατροπή, τη μεταφορά εισπραχθέντων ποσών, τον προσδιορισμό ενός ελάχιστου ποσού για τις απαιτήσεις που είναι δυνατόν να αποτελέσουν αντικείμενο αιτήσεως για συνδρομή, καθώς και τα μέσα με τα οποία μπορούν να διαβιβάζονται οι ανακοινώσεις μεταξύ των αρχών.

    Άρθρο 2

    Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

    1.

    ως διαβίβαση «μέσω ηλεκτρονικών μέσων», νοείται η διαβίβαση μέσω ηλεκτρονικού εξοπλισμού για την επεξεργασία, συμπεριλαμβανομένης της ψηφιακής συμπίεσης των δεδομένων με τη χρήση καλωδίων, ασυρμάτου, οπτικών τεχνολογιών ή άλλων ηλεκτρομαγνητικών μέσων·

    2.

    ως «δίκτυο CCN/CSI» νοείται η κοινή πλατφόρμα που στηρίζεται στο Κοινό Δίκτυο Επικοινωνίας (CCN) και στη Διεπαφή Κοινού Συστήματος (CSI), που αναπτύχθηκαν από την Κοινότητα προκειμένου να εξασφαλιστούν οι διαβιβάσεις με ηλεκτρονικά μέσα κάθε είδους στοιχείων μεταξύ των αρμοδίων αρχών στον τομέα των τελωνείων και της φορολόγησης.

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

    ΑΙΤΗΣΕΙΣ ΠΑΡΟΧΗΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ

    Άρθρο 3

    Η αίτηση παροχής πληροφοριών που αναφέρεται στο άρθρο 4 της οδηγίας 2008/55/ΕΚ, περιλαμβάνει δεδομένα και πληροφορίες που περιέχονται στο υπόδειγμα του εντύπου το οποίο παρατίθεται στο παράρτημα Ι του παρόντος κανονισμού.

    Όταν παρόμοια αίτηση έχει υποβληθεί σε οποιαδήποτε άλλη αρχή, η αιτούσα αρχή πρέπει να αναφέρει στην αίτηση παροχής πληροφοριών το όνομα αυτής της αρχής.

    Άρθρο 4

    Η αίτηση παροχής πληροφοριών μπορεί να αφορά οποιοδήποτε από τα ακόλουθα πρόσωπα:

    1.

    τον οφειλέτη·

    2.

    οποιοδήποτε πρόσωπο υπόχρεο για την πληρωμή της απαίτησης κατ’ εφαρμογή της νομοθεσίας που ισχύει στο κράτος μέλος όπου η αιτούσα αρχή έχει την έδρα της (εφεξής «το κράτος μέλος της αιτούσας αρχής»)·

    3.

    οποιοδήποτε τρίτο πρόσωπο που κατέχει περιουσιακά στοιχεία που ανήκουν σε ένα από τα πρόσωπα που αναφέρονται στα σημεία 1 ή 2.

    Άρθρο 5

    1.   Η αρμόδια αρχή γνωστοποιεί τη λήψη της αίτησης παροχής πληροφοριών το συντομότερο δυνατόν και οπωσδήποτε, εντός επτά ημερών από τη λήψη αυτής.

    2.   Αμέσως μετά τη λήψη της αίτησης η αρμόδια αρχή καλεί, εφόσον χρειάζεται, την αιτούσα αρχή να παράσχει οποιαδήποτε αναγκαία συμπληρωματική πληροφορία. Η αιτούσα αρχή παρέχει όλες τις αναγκαίες συμπληρωματικές πληροφορίες στις οποίες έχει κανονικά πρόσβαση.

    Άρθρο 6

    1.   Η αρμόδια αρχή διαβιβάζει στην αιτούσα αρχή τις ζητούμενες πληροφορίες μόλις τις λάβει.

    2.   Στην περίπτωση κατά την οποία όλες ή μέρος των ζητούμενων πληροφοριών, ανάλογα με τη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν είναι δυνατό να ληφθούν εντός εύλογης προθεσμίας, η αρμόδια αρχή πληροφορεί σχετικά την αιτούσα αρχή, αναφέροντας τους λόγους.

    Οπωσδήποτε κατά τη λήξη της προθεσμίας των έξι μηνών από την ημερομηνία γνωστοποίησης της λήψης της αίτησης, η αρμόδια αρχή πληροφορεί την αιτούσα αρχή για το αποτέλεσμα των ερευνών που πραγματοποίησε, προκειμένου να λάβει τις ζητούμενες πληροφορίες.

    Στο πλαίσιο των πληροφοριών που λαμβάνει από την αρμόδια αρχή, η αιτούσα αρχή μπορεί να ζητήσει από την τελευταία να συνεχίσει τις έρευνές της. Η εν λόγω αίτηση υποβάλλεται εντός δύο μηνών από τη λήψη της κοινοποίησης του αποτελέσματος των ερευνών που διεξήγαγε η αρμόδια αρχή, και εξετάζεται από αυτή σύμφωνα με τις διατάξεις που εφαρμόζονται στην αρχική αίτηση.

    Άρθρο 7

    Όταν η αρμόδια αρχή αποφασίσει να μη δώσει συνέχεια στην αίτηση παροχής πληροφοριών που της έχει απευθυνθεί, κοινοποιεί στην αιτούσα αρχή τους λόγους για τους οποίους αρνείται να ικανοποιήσει την αίτηση, και αναφέρει τις διατάξεις του άρθρου 4 της οδηγίας 2008/55/ΕΚ που επικαλείται. Η κοινοποίηση αυτή πρέπει να γίνεται από την αρμόδια αρχή, μόλις λάβει την απόφασή της και, οπωσδήποτε, εντός τριών μηνών από την ημερομηνία γνωστοποίησης της λήψης της αίτησης.

    Άρθρο 8

    Η αιτούσα αρχή μπορεί ανά πάσα στιγμή να αποσύρει την αίτηση παροχής πληροφοριών που διαβίβασε στην αρμόδια αρχή. Η σχετική απόφαση διαβιβάζεται στην αρμόδια αρχή.

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

    ΑΙΤΗΣΕΙΣ ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗΣ

    Άρθρο 9

    Η αίτηση κοινοποίησης, που αναφέρεται στο άρθρο 5 της οδηγίας 2008/55/ΕΚ, περιλαμβάνει δεδομένα και πληροφορίες που περιέχονται στο υπόδειγμα του εντύπου, το οποίο παρατίθεται στο παράρτημα ΙΙ του παρόντος κανονισμού.

    Στην αίτηση επισυνάπτεται το πρωτότυπο ή επικυρωμένο αντίγραφο της πράξης ή της απόφασης, της οποίας ζητείται η κοινοποίηση.

    Άρθρο 10

    Η αίτηση κοινοποίησης μπορεί να αφορά κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία στο κράτος μέλος της αιτούσας αρχής, πρέπει να ενημερώνεται για κάθε πράξη ή απόφαση που αφορά το πρόσωπο αυτό.

    Στο βαθμό που δεν αναγράφεται στην πράξη ή στην απόφαση της οποίας ζητείται κοινοποίηση, η αίτηση κοινοποίησης αναφέρεται στη διαδικασία αμφισβήτησης της απαίτησης ή της είσπραξης, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία του κράτους μέλους της αιτούσας αρχής.

    Άρθρο 11

    1.   Η αρμόδια αρχή γνωστοποιεί τη λήψη της αίτησης κοινοποίησης το συντομότερο δυνατόν, και οπωσδήποτε εντός επτά ημερών από τη λήψη αυτής.

    Αμέσως μετά τη λήψη της αίτησης κοινοποίησης, η αρμόδια αρχή λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για να πραγματοποιήσει την κοινοποίηση αυτή, σύμφωνα με τις νομοθετικές διατάξεις που ισχύουν στο κράτος μέλος όπου έχει την έδρα της.

    Εάν είναι αναγκαίο, αλλά χωρίς να θίγεται η τελική ημερομηνία της κοινοποίησης, που αναφέρεται στην αίτηση κοινοποίησης, η αρμόδια αρχή καλεί την αιτούσα αρχή να παράσχει πρόσθετες πληροφορίες.

    Η αιτούσα αρχή παρέχει κάθε πρόσθετη πληροφορία στην οποία έχει κανονικά πρόσβαση.

    2.   Η αρμόδια αρχή ενημερώνει την αιτούσα αρχή σχετικά με την ημερομηνία κοινοποίησης μόλις αυτή πραγματοποιηθεί, επιβεβαιώνοντας την κοινοποίηση επί του εντύπου της αίτησης, η οποία επιστρέφεται στην αιτούσα αρχή.

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

    ΑΙΤΗΣΕΙΣ ΕΙΣΠΡΑΞΗΣ Η ΛΗΨΗΣ ΣΥΝΤΗΡΗΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ

    Άρθρο 12

    1.   Οι αιτήσεις είσπραξης ή λήψης συντηρητικών μέτρων, που αναφέρονται στα άρθρα 6 και 13 αντίστοιχα της οδηγίας 2008/55/ΕΚ, περιλαμβάνει δεδομένα και πληροφορίες που περιέχονται στο υπόδειγμα του εντύπου, το οποίο παρατίθεται στο παράρτημα ΙΙΙ του παρόντος κανονισμού.

    Οι αιτήσεις αυτές συμπεριλαμβάνουν δήλωση ότι πληρούνται οι όροι που θεσπίζει η οδηγία 2008/55/ΕΚ για την έναρξη της διαδικασίας αμοιβαίας συνδρομής.

    2.   Το πρωτότυπο ή επικυρωμένο αντίγραφο του εκτελεστού τίτλου επισυνάπτεται στην αίτηση είσπραξης ή λήψης συντηρητικών μέτρων. Δύναται να εκδοθεί ένας τίτλος για περισσότερες απαιτήσεις, εφόσον αυτές αφορούν ένα και το αυτό πρόσωπο.

    Για την εφαρμογή των άρθρων 13 έως 20 του παρόντος κανονισμού, το σύνολο των απαιτήσεων που αποτελούν αντικείμενο του ίδιου εκτελεστού τίτλου θεωρούνται ότι συνιστούν μια μόνον απαίτηση.

    Άρθρο 13

    Οι αιτήσεις είσπραξης ή λήψης συντηρητικών μέτρων μπορούν να αφορούν οποιοδήποτε πρόσωπο που αναφέρεται στο άρθρο 4.

    Άρθρο 14

    1.   Σε περίπτωση που το νόμισμα του κράτους μέλους της αρμόδιας αρχής είναι διαφορετικό από το νόμισμα του κράτους μέλους της αιτούσας αρχής, η αιτούσα αρχή αναφέρει το ποσό της απαίτησης που πρόκειται να εισπραχθεί και στα δύο νομίσματα.

    2.   Η συναλλαγματική ισοτιμία που πρέπει να χρησιμοποιείται για την εφαρμογή της παραγράφου 1 είναι η τελευταία τιμή πώλησης που έχει καταγραφεί στην πλέον αντιπροσωπευτική αγορά/ές συναλλάγματος του κράτους μέλους της αιτούσας αρχής κατά την ημερομηνία υπογραφής της αίτησης είσπραξης.

    Άρθρο 15

    1.   Η αρμόδια αρχή, το συντομότερο δυνατόν και οπωσδήποτε εντός επτά ημερών από τη λήψη της αίτησης είσπραξης ή λήψης συντηρητικών μέτρων:

    α)

    γνωστοποιεί τη λήψη της αίτησης·

    β)

    καλεί την αιτούσα αρχή να συμπληρώσει την αίτηση εφόσον αυτή δεν περιέχει τις πληροφορίες ή τα άλλα στοιχεία που αναφέρονται στο άρθρο 7 της οδηγίας 2008/55/ΕΚ.

    2.   Εάν η αρμόδια αρχή δεν προβεί στις απαιτούμενες ενέργειες εντός της τρίμηνης προθεσμίας που προβλέπεται στο άρθρο 8 της οδηγίας 2008/55/ΕΚ ενημερώνει το συντομότερο δυνατόν και οπωσδήποτε εντός επτά ημερών από την παρέλευση της προθεσμίας αυτής, την αιτούσα αρχή σχετικά με τους λόγους για τους οποίους δεν μπόρεσε να τηρήσει την προθεσμία.

    Άρθρο 16

    Στην περίπτωση κατά την οποία το σύνολο ή μέρος της απαίτησης δεν μπορεί να εισπραχθεί ή δεν μπορούν να ληφθούν συντηρητικά μέτρα, εντός εύλογου χρονικού διαστήματος όσον αφορά τη συγκεκριμένη περίπτωση, η αρμόδια αρχή πληροφορεί την αιτούσα αρχή αναφέροντας τους σχετικούς λόγους.

    Το αργότερο κατά το πέρας κάθε εξάμηνης περιόδου από την ημερομηνία γνωστοποίησης της λήψης της αίτησης, η αρμόδια αρχή ενημερώνει την αιτούσα αρχή σχετικά με την εξέλιξη ή το αποτέλεσμα της διαδικασίας για την είσπραξη ή για τη λήψη συντηρητικών μέτρων.

    Στο πλαίσιο των πληροφοριών που έχει λάβει από την αρμόδια αρχή, η αιτούσα αρχή μπορεί να ζητήσει από την τελευταία να συνεχίσει τη διαδικασία για την είσπραξη ή για τη λήψη συντηρητικών μέτρων. Η εν λόγω αίτηση υποβάλλεται εντός δύο μηνών από τη λήψη της κοινοποίησης του αποτελέσματος αυτής της διαδικασίας και εξετάζεται από την αρμόδια αρχή σύμφωνα με τις διατάξεις που εφαρμόζονται στην αρχική αίτηση.

    Άρθρο 17

    1.   Κάθε ενέργεια αμφισβήτησης της απαίτησης ή του εκτελεστού τίτλου, η οποία ασκείται στο κράτος μέλος της αιτούσας αρχής, κοινοποιείται στην αρμόδια αρχή από την αιτούσα αρχή, αμέσως μόλις αυτή ενημερωθεί σχετικά.

    2.   Εάν οι νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές ρυθμίσεις που ισχύουν στο κράτος μέλος της αρμόδιας αρχής, δεν επιτρέπουν τη λήψη συντηρητικών μέτρων ή την είσπραξη της απαίτησης, σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 12 παράγραφος 2 της οδηγίας 2008/55/ΕΚ, η αρμόδια αρχή το κοινοποιεί στην αιτούσα αρχή, το συντομότερο δυνατόν, και οπωσδήποτε εντός ενός μηνός από τη λήψη της κοινοποίησης που αναφέρεται στην παράγραφο 1.

    3.   Κάθε μέτρο, το οποίο λαμβάνεται στο κράτος μέλος της αρμόδιας αρχής, για επιστροφή εισπραχθέντων ποσών ή για αποζημίωση σε σχέση με την είσπραξη αμφισβητούμενων απαιτήσεων σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 12 της οδηγίας 2008/55/ΕΚ, κοινοποιείται στην αιτούσα αρχή από την αρμόδια αρχή αμέσως μετά την ενημέρωσή της για την ενέργεια αυτή.

    Η αρμόδια αρχή επιδιώκει, στο μέτρο του δυνατού, τη συμμετοχή της αιτούσας αρχής στις διαδικασίες καθορισμού του προς επιστροφή ποσού και της οφειλόμενης αποζημίωσης. Μετά από αιτιολογημένη αίτηση της αρμόδιας αρχής, η αιτούσα αρχή αποδίδει τα επιστραφέντα ποσά και την καταβληθείσα αποζημίωση εντός δύο μηνών από τη λήψη της εν λόγω αίτησης.

    Άρθρο 18

    1.   Αν η αίτηση είσπραξης ή λήψης συντηρητικών μέτρων καθίσταται άνευ αντικειμένου λόγω πληρωμής της απαίτησης ή λόγω ακύρωσής της ή για οποιονδήποτε άλλο λόγο, η αιτούσα αρχή ενημερώνει αμέσως την αρμόδια αρχή, ώστε η τελευταία να σταματήσει οποιαδήποτε ενέργεια έχει αρχίσει.

    2.   Όταν το ποσό της απαίτησης που αποτέλεσε αντικείμενο της αίτησης είσπραξης ή λήψης συντηρητικών μέτρων τροποποιείται για οποιονδήποτε λόγο, η αιτούσα αρχή ενημερώνει την αρμόδια αρχή, και εφόσον κριθεί αναγκαίο εκδίδει νέο εκτελεστό τίτλο.

    3.   Αν η τροποποίηση οδηγεί σε μείωση του ποσού της απαίτησης, η αρμόδια αρχή συνεχίζει την ενέργεια την οποία έχει αρχίσει για την είσπραξη ή τη λήψη συντηρητικών μέτρων, αλλά η ενέργεια περιορίζεται στο ποσό που εξακολουθεί να οφείλεται.

    Εάν, τη στιγμή που η αρμόδια αρχή ενημερώνεται για τη μείωση του ποσού της απαίτησης, ποσό που υπερβαίνει το απλήρωτο ποσό έχει ήδη εισπραχθεί από αυτήν αλλά δεν έχει ακόμη αρχίσει η διαδικασία απόδοσης που αναφέρεται στο άρθρο 19, η αρμόδια αρχή επιστρέφει το ποσό που έχει πληρωθεί επιπλέον του κανονικού στο πρόσωπο που το δικαιούται.

    4.   Αν η τροποποίηση οδηγεί σε αύξηση του ποσού της απαίτησης, η αιτούσα αρχή απευθύνει το συντομότερο δυνατόν, στην αρμόδια αρχή συμπληρωματική αίτηση είσπραξης ή λήψης συντηρητικών μέτρων.

    Η συμπληρωματική αυτή αίτηση εξετάζεται από την αρμόδια αρχή, στο μέτρο του δυνατού, μαζί με την αρχική αίτηση της αιτούσας αρχής. Όταν, λαμβάνοντας υπόψη την πρόοδο της διαδικασίας, είναι αδύνατη η ενοποίηση της συμπληρωματικής αίτησης με την αρχική, η αρμόδια αρχή υποχρεούται να δώσει συνέχεια στην συμπληρωματική αίτηση, μόνο όταν αυτή αφορά ποσό ίσο ή μεγαλύτερο από αυτό που αναφέρεται στο άρθρο 25 παράγραφος 2.

    5.   Για τη μετατροπή του τροποποιημένου ποσού της απαίτησης στο νόμισμα του κράτους μέλους της αρμόδιας αρχής, η αιτούσα αρχή εφαρμόζει τη συναλλαγματική ισοτιμία που χρησιμοποίησε για την αρχική της αίτηση.

    Άρθρο 19

    Κάθε εισπραττόμενο από την αρμόδια αρχή ποσό, συμπεριλαμβανομένων, κατά περίπτωση, των τόκων που αναφέρονται στο άρθρο 9 παράγραφος 2 της οδηγίας 2008/55/ΕΚ, αποδίδεται στην αιτούσα αρχή στο νόμισμα του κράτους μέλους της αρμόδιας αρχής. Η απόδοση γίνεται εντός του μηνός που ακολουθεί την ημερομηνία πραγματοποίησης της είσπραξης.

    Οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών μπορούν να συμφωνούν διάφορες ρυθμίσεις για την απόδοση ποσών μικρότερων από το κατώτατο όριο που αναφέρεται στο άρθρο 25 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού.

    Άρθρο 20

    Ανεξάρτητα από τα ποσά που εισπράττονται από την αρμόδια αρχή για τόκους, όπως αναφέρεται στο άρθρο 9 παράγραφος 2 της οδηγίας 2008/55/ΕΚ, η απαίτηση θεωρείται ότι εισπράχθηκε κατά το ποσό που εκφράζεται σε εθνικό νόμισμα του κράτους μέλους της αρμόδιας αρχής, με βάση την συναλλαγματική ισοτιμία που αναφέρεται στο άρθρο 14 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού.

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ V

    ΔΙΑΒΙΒΑΣΗ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΩΝ

    Άρθρο 21

    1.   Οι αιτήσεις συνδρομής, οι εκτελεστοί τίτλοι και αντίγραφα αυτών, κάθε άλλο συνοδευτικό έγγραφο καθώς και κάθε άλλη κοινοποιούμενη πληροφορία η οποία αφορά τις αιτήσεις αυτές διαβιβάζονται, στο μέτρο του δυνατού, με ηλεκτρονικά μέσα μέσω του δικτύου CCN/CSI.

    Τα έγγραφα αυτά που διαβιβάζονται με ηλεκτρονική μορφή ή οι εκτυπώσεις αυτών θεωρείται ότι παράγουν τα ίδια νομικά αποτελέσματα με τα έγγραφα τα οποία διαβιβάζονται ταχυδρομικώς.

    2.   Αν η αιτούσα αρχή αποστείλει αντίγραφο του εκτελεστού τίτλου ή οποιουδήποτε άλλου εγγράφου, πιστοποιεί ότι το εν λόγω αντίγραφο είναι σύμφωνο με το πρωτότυπο, αναγράφοντας επί του αντιγράφου αυτού, στην επίσημη γλώσσα ή σε μια από τις επίσημες γλώσσες του κράτους μέλους όπου έχει την έδρα της, τις λέξεις «γνήσιο επικυρωμένο αντίγραφο», το όνομα του υπαλλήλου που έκανε την επικύρωση και την ημερομηνία της επικύρωσης.

    3.   Στην περίπτωση που οι αιτήσεις αμοιβαίας συνδρομής διαβιβάζονται με ηλεκτρονικά μέσα, η δομή και η διάταξη των υποδειγμάτων τα οποία αναφέρονται στο άρθρο 3 παράγραφος 1, στο άρθρο 9 παράγραφος 1 και άρθρο 12 παράγραφος 1 μπορούν να προσαρμοστούν στις απαιτήσεις και δυνατότητες του συστήματος ηλεκτρονικής επικοινωνίας, υπό τον όρο ότι δεν μεταβάλλεται το περιεχόμενο της πληροφορίας.

    4.   Αν μια αίτηση δεν μπορεί να διαβιβαστεί με ηλεκτρονικά μέσα, διαβιβάζεται ταχυδρομικώς. Στην περίπτωση αυτή, η αίτηση υπογράφεται από υπάλληλο της αιτούσας αρχής, ο οποίος είναι δεόντως εξουσιοδοτημένος να υποβάλει τέτοια αίτηση.

    Άρθρο 22

    Κάθε κράτος μέλος ορίζει μία κεντρική υπηρεσία με κύρια αρμοδιότητα την επικοινωνία με ηλεκτρονικά μέσα με τα άλλα κράτη μέλη. Αυτή η υπηρεσία συνδέεται με το δίκτυο CCN/CSI.

    Όταν υπάρχουν διάφορες διορισμένες αρχές σε ένα κράτος μέλος για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, η κεντρική υπηρεσία είναι αρμόδια για την αποστολή όλων των ανακοινώσεων με ηλεκτρονικά μέσα μεταξύ των αρχών και των κεντρικών υπηρεσιών άλλων κρατών μελών.

    Άρθρο 23

    1.   Όταν οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών συλλέγουν πληροφορίες σε ηλεκτρονικές βάσεις δεδομένων και ανταλλάσσουν τις πληροφορίες αυτές με ηλεκτρονικά μέσα, πρέπει να λαμβάνουν όλα τα απαραίτητα μέτρα για να εξασφαλίζεται ότι κάθε πληροφορία που έχει ανακοινωθεί σε οποιαδήποτε μορφή σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, χαρακτηρίζεται ως εμπιστευτικού χαρακτήρα.

    Οι πληροφορίες καλύπτονται από το επαγγελματικό απόρρητο και τυγχάνουν της προστασίας που προβλέπεται για τέτοιου είδους πληροφορίες από την εθνική νομοθεσία του κράτους μέλους στο οποίο περιήλθαν.

    2.   Οι πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 διατίθενται μόνο στα πρόσωπα και στις αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 16 της οδηγίας 2008/55/ΕΚ.

    Οι πληροφορίες αυτές είναι δυνατόν να χρησιμοποιούνται σε συνάρτηση με διοικητικές ή δικαστικές διαδικασίες, που έχουν κινηθεί για την είσπραξη εισφορών, δασμών, φόρων και άλλων μέτρων που αναφέρονται στο άρθρο 2 της οδηγίας 2008/55/ΕΚ.

    Τα πρόσωπα που είναι δεόντως διαπιστευμένα από την αρχή διαπίστευσης της ασφάλειας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, δύνανται να έχουν πρόσβαση στις πληροφορίες αυτές, μόνον εφόσον είναι αναγκαίο για σκοπούς διατήρησης, συντήρησης και ανάπτυξης των δικτύων CCN/CSI.

    3.   Όταν οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών επικοινωνούν με ηλεκτρονικά μέσα, πρέπει να λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίζεται ότι όλες οι ανακοινώσεις έχουν δεόντως εγκριθεί.

    Άρθρο 24

    Πληροφορίες και άλλα στοιχεία που ανακοινώνονται από την αρμόδια αρχή στην αιτούσα αρχή συντάσσονται στην επίσημη γλώσσα ή σε μία από τις επίσημες γλώσσες του κράτους μέλους της αρμόδιας αρχής ή σε μια άλλη γλώσσα που έχει συμφωνηθεί μεταξύ της αιτούσας και της αρμόδιας αρχής.

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI

    ΕΠΙΛΕΞΙΜΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΑΡΝΗΣΗ ΑΙΤΗΣΕΩΝ ΓΙΑ ΣΥΝΔΡΟΜΗ

    Άρθρο 25

    1.   Αίτηση συνδρομής δύναται να υποβληθεί από την αιτούσα αρχή είτε για μία μόνο απαίτηση, είτε για περισσότερες απαιτήσεις, εφόσον αυτές βαρύνουν ένα και το αυτό πρόσωπο.

    2.   Δεν δύναται να υποβληθεί αίτηση για συνδρομή εάν το συνολικό ποσό της σχετικής απαίτησης ή απαιτήσεων που απαριθμούνται στο άρθρο 2 της οδηγίας 2008/55/ΕΚ είναι κατώτερο από 1 500 ευρώ.

    Άρθρο 26

    Όταν η αρμόδια αρχή αποφασίζει, σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο του άρθρου 14 της οδηγίας 2008/55/ΕΚ, να αρνηθεί μία αίτηση για συνδρομή, κοινοποιεί στην αιτούσα αρχή τους λόγους της άρνησης. Η κοινοποίηση αυτή πρέπει να γίνεται από την αρμόδια αρχή μόλις λάβει την απόφασή της και, οπωσδήποτε, εντός τριών μηνών από την ημερομηνία λήψης της αίτησης για συνδρομή.

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ VII

    ΔΙΑΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ ΑΠΟΔΟΣΗΣ ΕΞΟΔΩΝ

    Άρθρο 27

    Κάθε κράτος μέλος διορίζει τουλάχιστον έναν υπάλληλο δεόντως εξουσιοδοτημένο να διακανονίζει την απόδοση εξόδων βάσει του άρθρου 18 παράγραφος 3 της οδηγίας 2008/55/ΕΚ.

    Άρθρο 28

    1.   Όταν η αρμόδια αρχή αποφασίσει να ζητήσει διακανονισμό απόδοσης εξόδων, πρέπει να κοινοποιεί στην αιτούσα αρχή τους λόγους για τους οποίους θεωρεί ότι η είσπραξη της απαίτησης θέτει κάποιο συγκεκριμένο πρόβλημα, συνεπάγεται ιδιαίτερα μεγάλο κόστος ή έχει σχέση με την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος.

    Η αρμόδια αρχή επισυνάπτει λεπτομερή εκτίμηση των εξόδων των οποίων ζητά την απόδοση από την αιτούσα αρχή.

    2.   Η αιτούσα αρχή γνωστοποιεί τη λήψη της αίτησης για απόδοση το συντομότερο δυνατό και, οπωσδήποτε, εντός επτά ημερών από την ημέρα της λήψης.

    Εντός δύο μηνών από την ημερομηνία γνωστοποίησης της λήψης της εν λόγω αίτησης, η αιτούσα αρχή ενημερώνει την αρμόδια αρχή αν και σε ποιο βαθμό συμφωνεί με τους προτεινόμενους διακανονισμούς απόδοσης.

    3.   Αν η αιτούσα αρχή και η αρμόδια αρχή δεν καταλήξουν σε συμφωνία σχετικά με τους διακανονισμούς απόδοσης, η αρμόδια αρχή συνεχίζει τις διαδικασίες είσπραξης κατά το συνήθη τρόπο.

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ VIII

    ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

    Άρθρο 29

    Κάθε κράτος μέλος ενημερώνει την Επιτροπή πριν από τις 15 Μαρτίου εκάστου έτους, κατά το δυνατό με ηλεκτρονικά μέσα, για τη χρήση των διαδικασιών που αναφέρονται στην οδηγία 2008/55/ΕΚ καθώς και για τα αποτελέσματα που επέτυχε κατά το προηγούμενο ημερολογιακό έτος.

    Κατά την ενημέρωση αυτή κοινοποιούνται τα στοιχεία που περιέχονται στο υπόδειγμα του εντύπου του παραρτήματος IV του παρόντος κανονισμού.

    Η κοινοποίηση συμπληρωματικών πληροφοριών που αφορούν τη φύση των απαιτήσεων για τις οποίες ζητήθηκε ή παρασχέθηκε συνδρομή για είσπραξη περιλαμβάνει τα στοιχεία τα οποία περιέχονται στο έντυπο του παραρτήματος V του παρόντος κανονισμού.

    Άρθρο 30

    Κάθε κράτος μέλος κοινοποιεί στα άλλα κράτη μέλη και στην Επιτροπή το όνομα και τη διεύθυνση των αρμόδιων αρχών για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, καθώς και τους υπαλλήλους που έχουν εξουσιοδοτηθεί για διακανονισμούς βάσει του άρθρου 18 παράγραφος 3 της οδηγίας 2008/55/ΕΚ.

    Άρθρο 31

    Η οδηγία 2002/94/ΕΚ καταργείται.

    Οι αναφορές στην εν λόγω οδηγία θεωρούνται αναφορές στον παρόντα κανονισμό.

    Άρθρο 32

    Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την 1η Ιανουαρίου 2009.

    Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε όλα τα κράτη μέλη.

    Βρυξέλλες, 28 Νοεμβρίου 2008.

    Για την Επιτροπή

    László KOVÁCS

    Μέλος της Επιτροπής


    (1)  ΕΕ L 150 της 10.6.2008, σ. 28.

    (2)  ΕΕ L 337 της 13.12.2002, σ. 41.


    ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

    Image

    Image

    Image

    Image

    Image


    ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

    Image

    Image

    Image


    ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III

    Image

    Image

    Image

    Image

    Image

    Image

    Image


    ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IV

    Image


    ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ V

    Image


    Top