Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 31994D0262

    94/262/ΕΚΑΧ, ΕΚ, Ευρατόμ: Απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 9ης Μαρτίου 1994 σχετικά με το καθεστώς του ευρωπαϊκού διαμεσολαβητή και τους γενικούς όρους άσκησης των καθηκόντων του

    ΕΕ L 113 της 4.5.1994, p. 15–18 (ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT)

    Το έγγραφο αυτό έχει δημοσιευτεί σε ειδική έκδοση (FI, SV, CS, ET, LV, LT, HU, MT, PL, SK, SL, BG, RO, HR)

    Legal status of the document No longer in force, Date of end of validity: 04/08/2021; καταργήθηκε από 32021R1163

    ELI: http://data.europa.eu/eli/dec/1994/262/oj

    31994D0262

    94/262/ΕΚΑΧ, ΕΚ, Ευρατόμ: Απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 9ης Μαρτίου 1994 σχετικά με το καθεστώς του ευρωπαϊκού διαμεσολαβητή και τους γενικούς όρους άσκησης των καθηκόντων του

    Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 113 της 04/05/1994 σ. 0015 - 0018
    Φινλανδική ειδική έκδοση: Κεφάλαιο 1 τόμος 3 σ. 0133
    Σουηδική ειδική έκδοση: Κεφάλαιο 1 τόμος 3 σ. 0133


    ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ της 9ης Μαρτίου 1994 σχετικά με το καθεστώς του ευρωπαϊκού διαμεσολαβητή και τους γενικούς όρους άσκησης των καθηκόντων του (94/262/ΕΚΑΧ, ΕΚ, Ευρατόμ)

    ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ,

    Έχοντας υπόψη:

    τις συνθήκες περί ιδρύσεως των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, και ιδίως το άρθρο 138Ε παράγραφος 4 της συνθήκης ΕΚ, το άρθρο 20Δ παράγραφος 4 της συνθήκης ΕΚΑΧ και το άρθρο 107Δ παράγραφος 4 της συνθήκης ΕΚΑΕ,

    τη γνώμη της Επιτροπής,

    την έγκριση του Συμβουλίου,

    Εκτιμώντας:

    ότι πρέπει να ορισθεί το καθεστώς και οι γενικοί όροι άσκησης των καθηκόντων του διαμεσολαβητή, τηρουμένων των διατάξεων που προβλέπονται στις συνθήκες για την ίδρυση των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων-

    ότι πρέπει να καθορισθούν οι συνθήκες υπό τις οποίες υποβάλλεται καταγγελία στο διαμεσολαβητή καθώς και οι σχέσεις μεταξύ της άσκησης των καθηκόντων του διαμεσολαβητή και των δικαστικών ή διοικητικών διαδικασιών-

    ότι ο διαμεσολαβητής, ο οποίος μπορεί να ενεργεί και με τη δική του πρωτοβουλία, πρέπει να έχει στη διάθεσή του όλα τα στοιχεία τα αναγκαία για την άσκηση των καθηκόντων του- ότι, προς το σκοπό αυτόν, τα κοινοτικά θεσμικά όργανα ή οργανισμοί υποχρεούνται να παρέχουν στον διαμεσολαβητή, κατόπιν αιτήσεώς του, τις πληροφορίες που τους ζητά, εκτός εάν υπάρχουν λόγοι απορρήτου δεόντως αιτιολογημένοι, και με την επιφύλαξη της υποχρέωσης του διαμεσολαβητή, να μην τις κοινοποιεί- ότι οι αρχές των κρατών μελών υποχρεούνται να παρέχουν στο διαμεσολαβητή όλες τις αναγκαίες πληροφορίες, εκτός εάν οι πληροφορίες αυτές καλύπτονται είτε από νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις περί απορρήτου, είτε από διατάξεις οι οποίες εμποδίζουν την κοινοποίησή τους- ότι, εάν δεν λάβει τη βοήθεια που ζητά, ο διαμεσολαβητής ενημερώνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το οποίο είναι αρμόδιο να προβεί στα ενδεικνυόμενα διαβήματα-

    ότι πρέπει να ορισθεί ποιες διαδικασίες κινούνται όταν τα αποτελέσματα των ερευνών του διαμεσολαβητή καταδεικνύουν περιπτώσεις κακής διοίκησης- ότι πρέπει επίσης να προβλεφθεί ότι, στο τέλος κάθε ετήσιας συνόδου, ο διαμεσολαβητής υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο πλήρη έκθεση-

    ότι ο διαμεσολαβητής και οι υφιστάμενοί του είναι υποχρεωμένοι να τηρούν εχεμύθεια όσον αφορά τις πληροφορίες στις οποίες έχουν πρόσβαση κατά την άσκηση των καθηκόντων τους- ότι ο διαμεσολαβητής, αντίθετα, είναι υποχρεωμένος να ενημερώνει τις αρμόδιες αρχές για τα γεγονότα, των οποίων έλαβε γνώση στα πλαίσια μιας έρευνας και κρίνει ότι μπορεί να εμπίπτουν στο ποινικό δίκαιο-

    ότι πρέπει να προβλεφθεί η δυνατότητα συνεργασίας μεταξύ του διαμεσολαβητή και των παρεμφερών αρχών που υπάρχουν σε ορισμένα κράτη μέλη, τηρουμένων των ισχυουσών εθνικών νομοθεσιών-

    ότι είναι έργο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου να ορίζει τον διαμεσολαβητή στην αρχή και για όλη τη διάρκεια της κάθε κοινοβουλευτικής περιόδου, μεταξύ προσωπικοτήτων που είναι πολίτες της Ένωσης και παρέχουν τα απαιτούμενα εχέγγυα ανεξαρτησίας και αρμοδιότητας-

    ότι πρέπει να προβλεφθούν οι συνθήκες υπό τις οποίες παύουν τα καθήκοντα του διαμεσολαβητή-

    ότι ο διαμεσολαβητής οφείλει να ασκεί τα καθήκοντά του με πλήρη ανεξαρτησία, πράγμα για το οποίο δεσμεύεται επίσημα ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, κατά την ανάληψη των καθηκόντων του- ότι πρέπει να καθοριστούν οι δραστηριότητες που είναι ασυμβίβαστες με το λειτούργημα του διαμεσολαβητή, καθώς και οι αποδοχές, τα προνόμια και οι ασυλίες που του παρέχονται,

    ότι πρέπει να προβλεφθούν διατάξεις σχετικές με τους υπαλλήλους και το λοιπό προσωπικό της γραμματείας που επικουρεί τον διαμεσολαβητή, όπως και διατάξεις σχετικές με τον προϋπολογισμό της- ότι έδρα του διαμεσολαβητή είναι η έδρα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου-

    ότι ο διαμεσολαβητής θεσπίζει τις εκτελεστικές διατάξεις της παρούσας απόφασης- ότι πρέπει να θεσπισθούν, εξάλλου, ορισμένες μεταβατικές διατάξεις για τον πρώτο διαμεσολαβητή που θα διορισθεί μετά την έναρξη ισχύος της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση,

    ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ:

    Άρθρο 1

    1. Το καθεστώς και οι γενικοί όροι άσκησης των καθηκόντων του διαμεσολαβητή καθορίζονται από την παρούσα απόφαση σύμφωνα με τα άρθρα 138Ε παράγραφος 4 της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, 20Δ παράγραφος 4 της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα και 107Δ παράγραφος 4 της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας.

    2. Ο διαμεσολαβητής ασκεί τα καθήκοντά του σεβόμενος τις εξουσίες που παρέχονται από τις συνθήκες στα κοινοτικά θεσμικά όργανα ή οργανισμούς.

    3. Ο διαμεσολαβητής δεν μπορεί να παρέμβει σε διαδικασία εκκρεμούσα ενώπιον δικαστικής αρχής, ούτε να αμφισβητήσει το βάσιμο μιας δικαστικής απόφασης.

    Άρθρο 2

    1. Υπό τους όρους και εντός των ορίων που καθορίζονται στις προαναφερόμενες συνθήκες, ο διαμεσολαβητής συμβάλλει στη διαπίστωση κρουσμάτων κακής διοίκησης κατά τη δράση των κοινοτικών θεσπιμών οργάνων ή οργανισμών, πλην του Δικαστηρίου και του Πρωτοδικείου, όταν ασκούν τα δικαιοδοτικά τους καθήκοντα, και στην υποβολή συστάσεων για την θεραπεία των κρουσμάτων αυτών. Η δράση οιασδήποτε άλλη αρχής ή προσώπου δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο καταγγελίας στον διαμεσολαβητή.

    2. Κάθε πολίτης της Ενώσεως ή κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που κατοικεί ή έχει την καταστατική έδρα του σε κράτος μέλος της Ενώσεως δικαιούται να υποβάλλει στον διαμεσολαβητή απευθείας ή μέσω βουλευτού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου καταγγελία σχετική με περίπτωση κακής διοικήσεως των θεσμικών οργάνων ή οργανισμών, πλην του Δικαστηρίου και του Πρωτοδικείου όταν ασκούν τα δικαιοδοτικά τους καθήκοντα. Ο διαμεσολαβητής ενημερώνει το θεσμικό όργανο ή οργανισμό αμέσως μόλις λάβει την καταγγελία.

    3. Στην καταγγελία εμφαίνεται το θέμα της καθώς και η ταυτότητα του καταγγέλλοντος- αυτός μπορεί να ζητήσει η καταγγελία να παραμείνει εμπιστευτική.

    4. Η καταγγελία πρέπει να υποβάλλεται εντός δύο ετών αφότου ο καταγγέλλων έλαβε γνώση των γεγονότων, προηγουμένως δε πρέπει να έχουν πραγματοποιηθεί τα ενδεδειγμενα διοικητικά διαβήματα προς τα ενδιαφερόμενα θεσμικά όργανα και οργανισμούς.

    5. Ο διαμεσολαβητής μπορεί να συμβουλεύσει τον καταγγέλλοντα να απευθυνθεί σε άλλη αρχή.

    6. Οι καταγγελίες που υποβάλλονται στον διαμεσολαβητή δεν έχουν ανασταλτικό χαρακτήρα όσον αφορά τις προθεσμίες σχετικά με την άσκηση δικαστικής ή διοικητικής προσφυγής.

    7. Εάν ο διαμεσολαβητής, λόγω εκκρεμούσας ή περατωθείσας δικαστικής διαδικασίας ως προς τα προβαλλόμενα πραγματικά περιστατικά, οφείλει να κηρύξει την καταγγελία απαράδεκτη ή να θέσει τέλος στην εξέτασή της, τα αποτελέσματα των ερευνών τις οποίες ενδεχομένως διεξήγαγε προηγουμένως τίθενται στο αρχείο.

    8. Δεν μπορεί να υποβληθεί στο διαμεσολαβητή καταγγελία σχετικά με τις εργασιακές σχέσεις μεταξύ θεσμικών οργάνων της Κοινότητας και των μονίμων ή λοιπών υπαλλήλων τους παρά μόνο αν έχουν εξαντληθεί, από τον ενδιαφερόμενο, όλες οι εσωτερικές δυνατότητες απαιτήσεως ή διοικητικής προσφυγής, και ιδίως οι διαδικασίες του άρθρου 90 παράγραφοι 1 και 2 του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων, και μετά τη λήξη των προθεσμιών απαντήσεως εκ μέρους της αρχής.

    9. Ο διαμεσολαβητή ενημερώνει το συντομότερο δυνατό τον καταγγέλλοντα σχετικά με την τύχη της καταγγελίας του.

    Άρθρο 3

    1. Ο διαμεσολαβητής διενεργεί κάθε έρευνα που κρίνει αναγκαία για τη διαφώτιση ενδεχομένων περιπτώσεων κακής διοίκησης κατά τη δράση των κοινοτικών θεσμικών οργάνων ή οργανισμών, ιδία πρωτοβουλία ή κατόπιν καταγγελίας. Ενημερώνει σχετικώς το ενδιαφερόμενο θεσμικό όργανο ή οργανισμό, που μπορεί να απευθύνει στο διαμεσολαβητή κάθε χρήσιμη παρατήρηση.

    2. Τα κοινοτικά θεσμικά όργανα ή οργανισμοί υποχρεούνται να παρέχουν την πρόσβαση στα σχετικά έγγραφα. Μπορούν να αρνηθούν μόνο για λόγους απορρήτου δεόντως αιτιολογημένους.

    Επιτρέπουν την πρόσβαση σε έγγραφα που προέρχονται από ένα κράτος μέλος και καλύπτονται από απόρρητο δυνάμει νομοθετικής ή κανονιστικής διάταξης, μόνο με τη συγκατάθεση του εν λόγω κράτους μέλους.

    Επιτρέπουν την πρόσβαση σε άλλα έγγραφα που προέρχονται από ένα κράτος μέλος αφού ειδοποιήσουν σχετικά το εν λόγω κράτος μέλος.

    Και στις δύο περιπτώσεις, και σύμφωνα με το άρθρο 4, ο διαμεσολαβητής δεν μπορεί να κοινολογήσει το περιεχόμενο αυτών των εγγράφων.

    Οι υπάλληλοι και το λοιπό προσωπικό των κοινοτικών θεσμικών οργάνων ή οργανισμών υποχρεούνται να καταθέσουν ως μάρτυρες, εάν τους το ζητήσει ο διαμεσολαβητής- ομιλούν εξ ονόματος και βάσει οδηγιών των διοικήσεων στις οποίες υπάγονται και δεσμεύονται από το επαγγελματικό απόρρητο.

    3. Οι αρχές των κρατών μελών υποχρεούνται να θέτουν στη διάθεση του διαμεσολαβητή, όταν τους το ζητά, και μέσω των Μόνιμων Αντιπροσωπιών των κρατών μελών στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες, όλες τις πληροφορίες που μπορούν να συμβάλουν στη διαλεύκανση περιπτώσεων κακής διοίκησης εκ μέρους κοινοτικών θεσμικών οργάνων ή οργανισμών, εκτός εάν οι πληροφορίες αυτές καλύπτονται είτε από νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις περί απορρήτου, είτε από οιαδήποτε άλλη διάταξη εμποδίζει την κοινοποίησή τους. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, ωστόσο, το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος μπορεί να επιτρέψει στο διαμεσολαβητή να λάβει γνώση αυτών των πληροφοριών υπό τον όρο ότι θα δεσμευθεί να μην κοινοποιήσει το περιεχόμενό τους.

    4. Εάν δεν του παρασχεθεί η αιτούμενη συνδρομή, ο διαμεσολαβητής ενημερώνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το οποίο και προβαίνει στα κατάλληλα διαβήματα.

    5. Στο μέτρο του δυνατού, ο διαμεσολαβητής αναζητεί, από κοινού με το ενδιαφερόμενο θεσμικό όργανο ή οργανισμό, λύση ικανή να εξαλείψει τις περιπτώσεις κακής διοικήσεως και να ικανοποιήσει τον καταγγέλλοντα.

    6. Όταν ο διαμεσολαβητής ανακαλύπτει κρούσμα κακής διοίκησης, το θέτει υπόψη του σχετικού θεσμικού οργάνου ή οργανισμού, υποβάλλοντας, ενδεχομένως, σχέδια συστάσεων. Το θεσμικό όργανο ή οργανισμός πρέπει να του αποστείλει λεπτομερή σχετική γνώμη εντός προθεσμίας τριών μηνών.

    7. Ο διαμεσολαβητής υποβάλλει εν συνεχεία έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο ενδιαφερόμενο θεσμικό όργανο ή οργανισμό. Μπορεί να υποβάλει και σχετικές συστάσεις. Ο καταγγέλλων ενημερώνεται, με φροντίδα του διαμεσολαβητή, για το αποτέλεσμα της έρευνας, για τη γνώμη του ενδιαφερόμενου θεσμικού οργάνου ή οργανισμού, καθώς και για τις συστάσεις που ενδεχομένως έχει υποβάλει ο διαμεσολαβητής.

    8. Στο τέλος κάθε ετήσιας συνόδου, ο διαμεσολαβητής υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έκθεση σχετικά με τα αποτελέσματα των ερευνών του.

    Άρθρο 4

    1. Ο διαμεσολαβητής και το προσωπικό του - για τους οποίους ισχύουν τα άρθρα 214 της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, 47 παράγραφος 2 της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα και 194 της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας - υποχρεούνται να μην κοινολογούν τις πληροφορίες και τα στοιχεία των οποίων λαμβάνουν γνώση στο πλαίσιο των ερευνών τους. Είναι επίσης υποχρεωμένοι να τηρούν εχεμύθεια για κάθε πληροφορία που θα μπορούσε να βλάψει τον κατεγγέλλοντα ή κάθε άλλο ενδιαφερόμενο πρόσωπο, με την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 2.

    2. Αν ο διαμεσολαβητής λάβει γνώση, στο πλαίσιο των ερευνών του, γεγονότων που κρίνει ότι εμπίπτουν στο ποινικό δίκαιο, ενημερώνει πάραυτα σχετικώς τις αρμόδιες εθνικές αρχές, μέσω των Μόνιμων Αντιπροσωπειών των κρατών μελών στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες, καθώς και, ενδεχομένως, το κοινοτικό όργανο στο οποίο υπάγεται ο εν λόγω υπάλληλος ή μέλος του λοιπού προσωπικού και το οποίο μπορεί ενδεχομένως να εφαρμόσει το άρθρο 18 δεύτερο εδάφιο του πρωτοκόλλου περί προνομίων και ασυλιών των Ευρωπαϊκών Κοινότήτων. Ο διαμεσολαβητής μπορεί επίσης να ενημερώσει το ενδιαφερόμενο κοινοτικό θεσμικό όργανο ή οργανισμό σχετικά με γεγονότα που, από πειθαρχική άποψη, βαρύνουν τη συμπεριφορά υπαλλήλου τους ή μέλους του λοιπού προσωπικού τους.

    Άρθρο 5

    Στο μέτρο που αυτό μπορεί να συμβάλει στη μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα των δικών του ερευνών και να βελτιωθεί η διασφάλιση των δικαιωμάτων και συμφερόντων των προσώπων που καταθέτουν καταγγελίες ενώπιόν του, ο διαμεσολαβητής μπορεί να συνεργάζεται με τις αυτού τύπου αρχές που υπάρχουν σε ορισμένα κράτη μέλη, τηρουμένων των ισχυουσών εθνικών νομοθεσιών. Ο διαμεσολαβητής δεν μπορεί να απαιτήσει μέσω αυτής της οδού έγγραφα στα οποία δεν θα είχε πρόσβαση κατ' εφαρμογή του άρθρου 3.

    Άρθρο 6

    1. Ο διαμεσολαβητής διορίζεται από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ύστερα από κάθε εκλογή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και για τη διάρκεια της κοινοβουλευτικής περιόδου. Η εντολή του είναι ανανεώσιμη.

    2. Ο διαμεσολαβητής επιλέγεται μεταξύ των προσωπικοτήτων που είναι πολίτες της Ένωσης, απολαύουν πλήρως των αστικών και πολιτικών τους δικαιωμάτων, παρέχουν εχέγγυα ανεξαρτησίας και πληρούν τις προϋποθέσεις που απαιτούνται στη χώρα τους για την άσκηση δικαστικών καθηκόντων ανώτατης βαθμίδας ή διαθέτουν αναγνωρισμένη πείρα και ικανότητες για να ανταποκριθούν στα καθήκοντα του διαμεσολαβητή.

    Άρθρο 7

    1. Η άσκηση των καθηκόντων του διαμεσολαβητή λήγει είτε με τη λήξη της θητείας του, είτε κατόπιν εκουσίας ή αναγκαστικής παραιτήσεως.

    2. Πλην της περίπτωσης αναγκαστικής παραιτήσεως, ο διαμεσολαβητής εξακολουθεί να ασκεί τα καθήκοντά του έως ότου αντικατασταθεί.

    3. Σε περίπτωση πρόωρης παύσης των καθηκόντων του διαμεσολαβητή, ορίζεται διάδοχός του εντός τριών μηνών από της ενάρξεως της χηρείας, και τούτο αποκλειστικώς για το εναπομένον, έως τη λήξη της κοινοβουλευτικής περιόδου, χρονικό διάστημα.

    Άρθρο 8

    Διαμεσολαβητής ο οποίος δεν πληροί πλέον τις προϋποθέσεις τις απαραίτητες για την άσκηση των καθηκόντων του ή έχει υποπέσει σε σοβαρό παράπτωμα είναι δυνατόν να παυθεί από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων τη αιτήσει του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

    Άρθρο 9

    1. Ο διαμεσολαβητής ασκεί τα καθήκοντά του με πλήρη ανεξαρτησία, προς το γενικό συμφέρον των Κοινοτήτων και των πολιτών της Ένωσης. Κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων του δεν ζητεί ούτε δέχεται οδηγίες από καμία κυβέρνηση ή οργανισμό, απέχει δε από κάθε πράξη αντιβαίνουσα προς τη φύση των καθηκόντων του.

    2. Κατά την ανάληψη των καθηκόντων του, ο διαμεσολαβητής δεσμεύεται επισήμως ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ότι θα εκτελεί τα καθήκοντά του με πλήρη ανεξαρτησία και αμεροληψία, ότι θα τηρεί, καθόλη τη διάρκεια της άσκησης των καθηκόντων του και μετά το πέρας της, τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το λειτούργημά του, ιδίως δε την υποχρέωση να ενεργεί με εντιμότητα και διακριτικότητα όσον αφορά την ανάληψη, μετά την αποχώρησή του, ορισμένων δραστηριοτήτων ή την αποδοχή ορισμένων προνομίων.

    Άρθρο 10

    1. Κατά τη διάρκεια της θητείας του, ο διαμεσολαβητής δεν επιτρέπεται να ασκεί άλλα πολιτικά ή διοικητικά καθήκοντα, ή επαγγελματική δραστηριότητα, αμειβόμενη ή μη.

    2. Ο διαμεσολαβητής εξομοιούται, όσον αφορά τις αποδοχές, τις αποζημιώσεις και τη σύνταξη αρχαιότητας, προς δικαστή του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

    3. Τα άρθρα 12 έως και 15 και το άρθρο 18 το πρωτοκόλλου περί των προνομίων και ασυλιών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων εφαρμόζονται και για το διαμεσολαβητή και τους υπαλλήλους και λοιπά μέλη του προσωπικού της γραμματείας του.

    Άρθρο 11

    1. Ο διαμεσολαβητής επικουρείται από γραμματεία της οποίας διορίζει τον κύριο υπέθυνο.

    2. Οι υπάλληλοι και το λοιπό προσωπικό της γραμματείας του διαμεσολαβητή υπόκεινται στους κανονισμούς και κανόνες που ισχύουν για τους υπαλλήλους και το λοιπό προσωπικό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Ο αριθμός τους καθορίζεται κάθε χρόνο στα πλαίσια της διαδικασίας του προϋπολογισμού (1).

    3. Οι υπάλληλοι των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και των κρατών μελών που διορίζονται στη γραμματεία του διαμεσολαβητή αποσκώνται προς το συμφέρον της υπηρεσίας με την εγγύηση της αυτοδικαίας επανένταξής τους στο θεσμικό όργανο από το οποίο προέρχονται.

    4. Για όλα τα θέματα που αφορούν το προσωπικό του, ο διαμεσολαβητής εξομοιώνεται με τα θεσμικά όργανα κατά την έννοια του άρθρου 1 του καθεστώτος υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

    Άρθρο 12

    Ο προϋπολογισμός του διαμεσολαβητή περιέχεται στο παράρτημα του τμήματος 1 (Κοινοβούλιο) του γενικού προϋπολογισμού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

    Άρθρο 13

    Έδρα του διαμεσολαβητή είναι η έδρα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (2).

    Άρθρο 14

    Ο διαμεσολαβητής θεσπίζει τις εκτελεστικές διατάξεις της παρούσας απόφασης.

    Άρθρο 15

    Ο πρώτος διαμεσολαβητής διορίζεται μετά τη θέση σε ισχύ της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, και για το εναπομένον έως τη λήξη της κοινοβουλευτικής περιόδου χρονικό διάστημα.

    Άρθρο 16

    Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο προβλέπει στον προϋπολογισμό του το αναγκαίο προσωπικό και υλικό που θα επιτρέψουν στον πρώτο διαμεσολαβητή να ασκήσει, εφ' ης στιγμής διοριστεί, τα καθήκοντα που του ανατίθενται.

    Άρθρο 17

    Η παρούσα απόφαση δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Τίθεται σε ισχύ κατά την ημερομηνία της δημοσίευσής της.

    Στρασβούργο, 9 Μαρτίου 1994.

    Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

    Ο Πρόεδρος

    Egon KLEPSCH

    (1) Σε κοινή δήλωση των τριών θεσμικών οργάνων θα διατυπωθούν οι κατευθυντήριες αρχές σχετικά με τον αριθμό των υπαλλήλων στην υπηρεσία του διαμεσολαβητή, καθώς και την ιδιότητα του εκτάκτου ή επί συμβάσει υπαλλήλου των προσώπων που θα αναλάβουν να πραγματοποιούν τις έρευνες.

    (2) Προβλ. απόφαση ληφθείσα με κοινή συμφωνία των αντιπροσώπων των κυβερνήσεων των κρατών μελών σχετικά με τον καθορισμό των εδρών των οργάνων και ορισμένων οργανισμών και υπηρεσιών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ αριθ. C 341 της 23. 12. 1992, σ. 1).

    Top