This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document E2009C0205
EFTA Surveillance Authority Decision No 205/09/COL of 8 May 2009 on the scheme for temporary recapitalisation of fundamentally sound banks in order to foster financial stability and lending to the real economy (Norway)
Απόφαση της Εποπτεύουσας Αρχής της ΕΖΕΣ αριθ. 205/09/COL, της 8ης Μαΐου 2009 , σχετικά με το καθεστώς προσωρινών ανακεφαλαιοποιήσεων κατά βάση υγιών τραπεζών με σκοπό την ενίσχυση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας και των δανειοδοτήσεων προς την πραγματική οικονομία (Νορβηγία)
Απόφαση της Εποπτεύουσας Αρχής της ΕΖΕΣ αριθ. 205/09/COL, της 8ης Μαΐου 2009 , σχετικά με το καθεστώς προσωρινών ανακεφαλαιοποιήσεων κατά βάση υγιών τραπεζών με σκοπό την ενίσχυση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας και των δανειοδοτήσεων προς την πραγματική οικονομία (Νορβηγία)
ΕΕ L 29 της 3.2.2011, p. 36–44
(BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)
In force
3.2.2011 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
L 29/36 |
ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΟΠΤΕΫΟΥΣΑΣ ΑΡΧΉΣ ΤΗΣ ΕΖΕΣ
αριθ. 205/09/COL
της 8ης Μαΐου 2009
σχετικά με το καθεστώς προσωρινών ανακεφαλαιοποιήσεων κατά βάση υγιών τραπεζών με σκοπό την ενίσχυση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας και των δανειοδοτήσεων προς την πραγματική οικονομία (Νορβηγία)
Η ΕΠΟΠΤΕΥΟΥΣΑ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΕΖΕΣ (1),
ΕΧΟΝΤΑΣ ΥΠΟΨΗ τη συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (2), και ιδίως τα άρθρα 61 έως 63 και το πρωτόκολλο 26,
ΕΧΟΝΤΑΣ ΥΠΟΨΗ τη συμφωνία μεταξύ των κρατών της ΕΖΕΣ για την ίδρυση Εποπτεύουσας Αρχής και Δικαστηρίου (3), και ιδίως το άρθρο 24,
ΕΧΟΝΤΑΣ ΥΠΟΨΗ το άρθρο 1 παράγραφος 3 του μέρους I και το άρθρο 4 παράγραφος 3 του μέρους II του πρωτοκόλλου 3 της συμφωνίας περί εποπτείας και Δικαστηρίου (4),
ΕΧΟΝΤΑΣ ΥΠΟΨΗ τις κατευθυντήριες γραμμές της Αρχής για την εφαρμογή και ερμηνεία των άρθρων 61 και 62 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ (5), και ιδίως το κεφάλαιο για την ανακεφαλαιοποίηση χρηματοπιστωτικών οργανισμών στο πλαίσιο της τρέχουσας κρίσης: περιορισμός των ενισχύσεων στο ελάχιστο απαραίτητο και διασφαλίσεις έναντι αδικαιολόγητων στρεβλώσεων του ανταγωνισμού (6),
ΕΧΟΝΤΑΣ ΥΠΟΨΗ την απόφαση αριθ. 195/04/COL, της 14ης Ιουλίου 2004, για τις διατάξεις εφαρμογής που αναφέρονται σύμφωνα με το άρθρο 27 στο μέρος II του πρωτοκόλλου 3 (7),
ΕΚΤΙΜΩΝΤΑΣ ΤΑ ΑΚΟΛΟΥΘΑ:
I. ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
1. Διαδικασία
Στις 28 Απριλίου 2009, οι νορβηγικές αρχές κοινοποίησαν, βάσει του άρθρου 1 παράγραφος 3 του Μέρους I του πρωτοκόλλου 3, ένα προσωρινό καθεστώς ανακεφαλαιοποίησης κατά βάση υγιών τραπεζών με σκοπό την ενίσχυση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας και των δανειοδοτήσεων προς την πραγματική οικονομία (αριθ. 516522) (8).
2. Στόχος του μέτρου ενίσχυσης
Οι νορβηγικές αρχές εξήγησαν ότι υπάρχει μεγάλη αβεβαιότητα όσον αφορά την εξέλιξη της νορβηγικής οικονομίας, καθώς και την εξέλιξη της δανειοδοτικής πολιτικής και δραστηριότητας των τραπεζών. Υπάρχει μεγάλη αλληλεξάρτηση μεταξύ της πραγματικής οικονομίας και του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Η επιθυμία να μειωθούν οι κίνδυνοι ενόψει των ανερχόμενων ζημιών μπορεί να αναγκάσει τις τράπεζες να μειώσουν την παροχή δανείων. Το αποτέλεσμα που έχει η μείωση της εξωτερικής ζήτησης στη νορβηγική οικονομία επιδεινώνεται από τους αυστηρότερους όρους δανειοδότησης επιχειρήσεων και νοικοκυριών, πράγμα το οποίο εμποδίζει τις επενδύσεις και την ανάπτυξη δραστηριότητας στην πραγματική οικονομία και μεγεθύνει τις αρνητικές επιπτώσεις της γενικότερης οικονομικής κάμψης.
Οι νορβηγικές αρχές ανέφεραν ότι οι έρευνες στον τομέα της δανειοδότησης που πραγματοποίησε η κεντρική τράπεζα της χώρας (Norges Bank) και η εποπτική αρχή του χρηματοπιστωτικού τομέα (Kredittilsynet) δείχνουν ότι οι τράπεζες έχουν καταστήσει πολύ αυστηρότερους τους όρους δανειοδότησης, ιδίως έναντι των επιχειρήσεων. Δείχνουν επίσης ότι οι δείκτες κεφαλαίου αποτελούν βασικό ζήτημα για τις τράπεζες κατά την αξιολόγηση της δανειοδοτικής τους πολιτικής. Προς το παρόν, οι νορβηγικές τράπεζες είναι υγιείς από οικονομική άποψη αλλά πρέπει να ενισχύσουν το βασικό τους κεφάλαιο προκειμένου να είναι σε θέση να διατηρήσουν μια κανονική ροή δανειοδοτήσεων.
Τον Δεκέμβριο του 2008, η Norges Bank συνέστησε στην κυβέρνηση να λάβει μέτρα για να βελτιώσει την οικονομική κατάσταση των τραπεζών ούτως ώστε να αυξηθούν οι δανειοδοτήσεις προς την πραγματική οικονομία. Η σύσταση αυτή υιοθετήθηκε από την Kredittilsynet.
Οι νορβηγικές αρχές εξήγησαν ότι ορισμένες από τις μεγαλύτερες νορβηγικές τράπεζες έχουν σχετικά χαμηλούς δείκτες βασικού κεφαλαίου και απαιτούν ανακεφαλαιοποίηση προκειμένου να είναι σε θέση να συνεχίσουν τις δανειοδοτήσεις προς την πραγματική οικονομία (9). Μικρότερες τράπεζες με υψηλούς δείκτες κεφαλαίου απαιτούν επίσης πρόσθετο βασικό κεφάλαιο προκειμένου να διατηρήσουν ή να αυξήσουν τις δανειοδοτήσεις, πράγμα που εξάλλου αποτελεί τον σκοπό του κοινοποιηθέντος καθεστώτος. Οι νορβηγικές αρχές προβλέπουν ότι ορισμένες μικρές τράπεζες μπορεί να έχουν λιγότερα μέσα εξεύρεσης χρηματοδότησης και ένα σχετικά μικρό χαρτοφυλάκιο δανειοδοτήσεων. Ως εκ τούτου, διατρέχουν μεγαλύτερους κινδύνους ρευστότητας σε σχέση με τράπεζες που έχουν αναπτύξει μια ευρύτερη επιχειρηματική βάση. Συνεπώς, ακόμη και αν αρχικά οι δείκτες κεφαλαίου είναι υψηλότεροι, τέτοιοι παράγοντες μπορεί να υποδηλώνουν ευκολότερη διάβρωση του βασικού κεφαλαίου σε σχέση με άλλες τράπεζες. Με τα δεδομένα αυτά οι νορβηγικές αρχές θεώρησαν ότι τόσο η κατάσταση του τραπεζικού τομέα όσο και οι προοπτικές της νορβηγικής οικονομίας απαιτούν τη θέσπιση κρατικού μέτρου για την ανακεφαλαιοποίηση κατά βάση υγιών τραπεζών με σκοπό την αποκατάσταση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας και την ενίσχυση της παροχής δανειοδοτήσεων προς την πραγματική οικονομία.
Στόχος του καθεστώτος είναι η εισφορά κεφαλαίου κατηγορίας 1 (10) στις τράπεζες με σκοπό την ενίσχυσή τους και τη βελτίωση της ικανότητάς τους να διατηρήσουν κανονικά επίπεδα δανειοδοτήσεων. Το καθεστώς απευθύνεται μόνον σε κατά βάση υγιείς τράπεζες και, σύμφωνα με τις νορβηγικές αρχές, αποσκοπεί στην εξασφάλιση δανειοδοτήσεων προς την πραγματική οικονομία με παράλληλη ελαχιστοποίηση των στρεβλώσεων του ανταγωνισμού.
Το καθεστώς ανακεφαλαιοποίησης προβλέπει τη σύσταση ενός κρατικού ταμείου χρηματοδότησης (Statens finansfond) (11) με σκοπό την προσωρινή συνεισφορά κεφαλαίου κατηγορίας 1 σε νορβηγικές τράπεζες (12) μέσω της απόκτησης από το Ταμείο είτε υβριδικών τίτλων είτε προνομιούχων κεφαλαιακών μέσων η οποία θα πραγματοποιείται κατόπιν αιτήσεως από μια ενδιαφερόμενη τράπεζα. Οι όροι αγοράς καθορίζονται με συμφωνία μεταξύ του ταμείου και της μεμονωμένης τράπεζας, στην οποία αναπτύσσονται επακριβώς οι λεπτομέρειες της ανακεφαλαιοποίησης (π.χ. ονομαστική αξία, ποσό, αμοιβή και κίνητρα εξόδου).
3. Εθνική νομική βάση του μέτρου ενίσχυσης
Η εθνική νομική βάση σύστασης του ταμείου είναι: Lov 6. mars 2009 nr. 12 om Statens finansfond. Προβλέπεται να εκδοθεί και κανονισμός εφαρμογής σχετικά με το ταμείο και τις δραστηριότητές του (13).
4. Προϋπολογισμός και διάρκεια
Το 2008, η Norges Bank υπέβαλε σε δοκιμασία μακροοικονομικής αντοχής τις έξι μεγαλύτερες τράπεζες της χώρας. Η δοκιμασία έγινε με βάση ένα αρνητικό σενάριο βάσει του οποίου οι τράπεζες θα σημείωναν πρωτοφανείς ζημίες κατά μέσο όρο ίσες προς το 2,3 % των σταθμισμένων κατά τον κίνδυνο περιουσιακών τους στοιχείων. Βάσει της δοκιμασίας αυτής, η Norges Bank εκτίμησε ότι οι ανάγκες ανακεφαλαιοποίησης των δέκα μεγαλύτερων τραπεζών ανέρχονταν σε 34 δισεκατ NOK. Λαμβάνοντας ως βάση τα αποτελέσματα της δοκιμασίας αυτής, το Ταμείο προικοδοτήθηκε με επαρκείς πόρους (50 δισεκατ. ΝΟΚ, δηλαδή περίπου 5,1 δισεκατ. ευρώ).
Το καθεστώς έχει προσωρινό χαρακτήρα και οι κανόνες θα ετίθεντο σε ισχύ τον Μάιο του 2009, με περιθώριο έξι μηνών προκειμένου να συνάψει το Ταμείο συμφωνίες με τράπεζες που ζητούν ανακεφαλαιοποίηση. Η προθεσμία υποβολής αιτήσεων προς το Ταμείο θα είναι 6 εβδομάδες πριν από τη λήξη του εν λόγω εξαμήνου προκειμένου να δοθεί στο Ταμείο το περιθώριο να συνάψει συμφωνία με κάθε αιτούσα τράπεζα πριν από τη λήξη του εξαμήνου τον Νοέμβριο του 2009. Εντός της περιόδου αυτής, οι νορβηγικές αρχές θα εξετάσουν επίσης αν το μέτρο πρέπει να διατηρηθεί επί μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, οπότε θα προβούν σε νέα κοινοποίηση του καθεστώτος.
5. Το καθεστώς ανακεφαλαιοποίησης
5.1. Οι δικαιούχοι
Οι νορβηγικές αρχές εξήγησαν ότι μόνον νορβηγικές και κατά βάση υγιείς τράπεζες είναι επιλέξιμες προς ενίσχυση βάσει του κοινοποιηθέντος καθεστώτος.
Η Kredittilsynet θα ασκεί καθήκοντα θυρωρού και θα καθορίζει αν μια τράπεζα είναι επιλέξιμη προς υπαγωγή στο καθεστώς (14). Ως μέρος των τακτικών εποπτικών καθηκόντων της η Kredittilsynet λαμβάνει από τις τράπεζες πληροφορίες σχετικά με τα χαρτοφυλάκια δανείων και άλλα στοιχεία του ισολογισμού τους, σχετικά με τα επιχειρηματικά τους προγράμματα και σχετικά με το πως εκτιμούν οι ίδιες τους μελλοντικούς παράγοντες κινδύνου. Όταν μια τράπεζα υποβάλλει αίτηση στο Ταμείο για εισφορά κεφαλαίου, η Kredittilsynet θα καλείται να προβεί σε αξιολόγηση της επιλεξιμότητας της τράπεζας βάσει του καθεστώτος. Η εξέταση, βάσει της ενότητας 2 του κανονισμού εφαρμογής συνίσταται στο «κατά πόσο η τράπεζα πληροί τις προϋποθέσεις σχετικά με το κεφάλαιο κατηγορίας 1 με ένα καλό περιθώριο, ακόμη και στην περίπτωση που ληφθούν υπόψη οι πιθανές προσεχείς εξελίξεις». Κατά τις νορβηγικές αρχές, η Kredittilsynet θα θεωρεί ότι η προϋπόθεση αυτή ικανοποιείται εάν ο δείκτης βασικού κεφαλαίου της τράπεζας είναι τουλάχιστον 6 %, δηλαδή 2 ποσοστιαίες μονάδες πάνω από την ελάχιστη κανονιστική απαίτηση. Σε κάθε περίπτωση, η Kredittilsynet βασίζει την ανάλυσή της σε επίκαιρα στοιχεία, λαμβάνοντας υπόψη τα διάφορα ανοίγματα της τράπεζας, την ποιότητα των περιουσιακών της στοιχείων και τις επιχειρηματικές της προοπτικές, καθώς και τους επίσημους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας, προκειμένου να συμπεράνει, και υπό το πρίσμα των πιθανών εξελίξεων στο εγγύς μέλλον, αν η τράπεζα είναι κατά βάση υγιής.
5.2. Μέγιστες αυξήσεις κεφαλαίου
Τα μέγιστα όρια αύξησης των δεικτών βασικού κεφαλαίου μέσω εισφορών κεφαλαίου από μέρους του Ταμείου έχουν ως εξής:
α) |
τράπεζες με δείκτη βασικού κεφαλαίου κάτω από 7 % δύνανται να τύχουν ανακεφαλαιοποίησης το πολύ έως το 10 % για τον δείκτη βασικού κεφαλαίου· |
β) |
τράπεζες με δείκτη βασικού κεφαλαίου μεταξύ 7 % και 10 % δύνανται να τύχουν ανακεφαλαιοποίησης κατά τρεις, το πολύ, ποσοστιαίες μονάδες, και το πολύ έως το 12 % για τον δείκτη βασικού κεφαλαίου· |
γ) |
τράπεζες με δείκτη βασικού κεφαλαίου μεταξύ πάνω από 10 % δύνανται να τύχουν ανακεφαλαιοποίησης κατά δύο, το πολύ, ποσοστιαίες μονάδες (15). |
Τράπεζες με δείκτη βασικού κεφαλαίου πάνω από 12 % μετά την εισφορά κεφαλαίου από το κράτος πρέπει να τεκμηριώνουν την ανάγκη εισφοράς κεφαλαίου και το Ταμείο θα ελέγχει κάθε περίπτωση υπό το πρίσμα της κατάστασης της εκάστοτε τράπεζας και του τρόπου με τον οποίο μπορεί να τονωθούν οι δανειοδοτήσεις προς την πραγματική οικονομία.
Ομοίως, οι αιτήσεις αύξησης του βασικού κεφαλαίου κατά περισσότερο από 2 ποσοστιαίες μονάδες πρέπει να περιλαμβάνουν κατάλληλη τεκμηρίωση που θα αποδεικνύει την ανάγκη για τόσο μεγάλη εισφορά κεφαλαίου.
Το Ταμείο θα αποφασίζει το πραγματικό ποσό που θα πρέπει να χορηγηθεί βάσει της αξιολόγησης των διαφόρων παραγόντων κινδύνου, των επιχειρηματικών σχεδίων και των προοπτικών. Οι νορβηγικές αρχές εξήγησαν ότι εάν το Ταμείο δεν πεισθεί, βάσει των υποβληθέντων στοιχείων, ότι υπάρχει ανάγκη ενίσχυσης βάσει του καθεστώτος, θα απορρίπτει τις αιτήσεις. Τράπεζες που κατατάσσονται στην υψηλότερη κατηγορία κινδύνου και οποίες ζητούν αύξηση του κεφαλαίου κατά περισσότερο από 2 ποσοστιαίες μονάδες θα υποβάλλονται σε προσεκτικότερο έλεγχο.
Περιπτώσεις στις οποίες η ανακεφαλαιοποίηση θα αντιστοιχεί σε περισσότερο από 2 % του δείκτη βασικού κεφαλαίου θα αναφέρονται στην Αρχή.
5.3. Κατάταξη σε κατηγορία κινδύνου
Το Ταμείο θα κατατάσσει τις τράπεζες σε μια από τις τρεις κατηγορίες κινδύνου βάσει αντικειμενικών κριτηρίων (16). Η κατηγορία κινδύνου θα προσδιορίζει το τοκομερίδιο που θα καταβάλλεται για το κεφάλαιο που εισφέρει το Ταμείο και θα παραμένει σταθερή για τη διάρκεια ισχύος της συμφωνίας μεταξύ τράπεζας και Ταμείου.
Ο κανονισμός ορίζει ότι οι τράπεζες που έχουν τύχει πιστοληπτικής διαβάθμισης από εγκεκριμένο ειδικό οργανισμό θα κατατάσσονται στις κατηγορίες κινδύνου ως εξής:
Κατηγορία κινδύνου |
1 |
2 |
3 |
Βαθμός |
AA- ή ανώτερη |
Από A- έως A+ |
BBB + ή κατώτερη |
Οι νορβηγικές αρχές εξήγησαν ότι είναι λίγες οι νορβηγικές τράπεζες που βαθμολογούνται από διεθνείς οργανισμούς πιστοληπτικής διαβάθμισης. Άλλες τράπεζες, ωστόσο, βαθμολογούνται τακτικά από τις μεγαλύτερες νορβηγικές τράπεζες. Οι τράπεζες που δεν βαθμολογούνται από εγκεκριμένο οργανισμό πιστοληπτικής διαβάθμισης αξιολογούνται βάσει αρχών που πλησιάζουν εκείνες που εφαρμόζουν οι επίσημοι οργανισμοί πιστοληπτικής διαβάθμισης (17).
Οι νορβηγικές αρχές εκτιμούν ότι πολύ λίγες νορβηγικές τράπεζες θα καταταγούν στην κατηγορία κινδύνου 1, ότι αρκετές θα καταταγούν στην κατηγορία 2 και ότι η πλειοψηφία θα καταταγεί στην κατηγορία 3 (περίπου τρία τέταρτα των νορβηγικών τραπεζών).
5.4. Μέσα ανακεφαλαιοποίησης
Η νομοθεσία προβλέπει δύο εναλλακτικά κεφαλαιακά μέσα, έναν υβριδικό τίτλο κατηγορίας 1 («fondsobligasjon») και ένα προνομιούχο κεφαλαιακό μέσο κατηγορίας 1 («preferansekapitalinstrument»). Αμφότερα λογίζονται ως κεφάλαιο κατηγορίας 1 και δεν συνοδεύονται από δικαιώματα ψήφου. Τα μέσα θα παρέχουν προνομιούχο μη σωρευτικό δικαίωμα σε ετήσιο τόκο, που θα εξαρτάται από την ύπαρξη κερδών και από δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας τουλάχιστον κατά 0,2 % υψηλότερο από τον εκάστοτε υποχρεωτικό ελάχιστο δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας. Οι τόκοι θα ασφαλίζονται έως ότου εξοφληθούν ή έως ότου τα κέρδη εξαντληθούν.
Το τίμημα της ανακεφαλαιοποίησης θα καθορίζεται μεμονωμένα για κάθε τράπεζα βάσει του ισχύοντος επιτοκίου. Εκτός αυτού, θα επιβάλλεται προσαύξηση αναλόγως της κατηγορίας κινδύνου στην οποία ανήκει η τράπεζα και το είδος μέσου που επιλέγεται.
Οι νορβηγικές αρχές θεωρούν ότι το σύστημα βάσει του οποίου υπολογίζεται ο συντελεστής αμοιβής για κάθε τράπεζα και για κάθε μέσο, αντιστοιχεί στη μεθοδολογία που καθορίζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (18) στη σύσταση που εξέδωσε στις 20 Νοεμβρίου 2008 (19) και, ως εκ τούτου, συμμορφώνεται με τις κατευθυντήριες γραμμές για την ανακεφαλαιοποίηση.
Οι νορβηγικές αρχές εξήγησαν ότι τα περιουσιακά στοιχεία των νορβηγικών τραπεζών είναι, σε μεγάλο βαθμό, στοιχεία κυμαινόμενου επιτοκίου. Προκειμένου να ελαχιστοποιηθεί ο κίνδυνος επιτοκίου, οι τράπεζες εν γένει προσπαθούν να έχουν συμβάσεις επιτοκίου με την ίδια ληκτότητα σε αμφότερα τα σκέλη του ισολογισμού. Για να γίνει αντιστοίχιση της ληκτότητας, συνεπώς, οι νορβηγικές τράπεζες πρέπει να έχουν υποχρεώσεις κυρίως κυμαινόμενου επιτοκίου. Στο πλαίσιο αυτό, οι νορβηγικές αρχές πρότειναν το τίμημα της ανακεφαλαιοποίησης να βασίζεται στην απόδοση είτε βραχυπρόθεσμου τίτλου του Δημοσίου διάρκειας έξι μηνών, είτε πενταετούς κρατικού ομολόγου.
Σύμφωνα με τις εξηγήσεις που έδωσαν οι νορβηγικές αρχές, το κόστος της ανακεφαλαιοποίησης για τις τράπεζες επί μια πενταετία, θα είναι το ίδιο ανεξαρτήτως της λύσης που θα επιλέξει η τράπεζα. Τεκμηριώνουν το επιχείρημά τους συγκρίνοντας την καθαρή παρούσα αξία του κόστους ανακεφαλαιοποίησης τραπεζών που επιλέγουν τη λύση του πενταετούς κρατικού ομολόγου, με την καθαρή παρούσα αξία του κόστους ανακεφαλαιοποίησης τραπεζών που επιλέγουν τη λύση του τίτλου του Δημοσίου διάρκειας έξι μηνών (20).
Ως εκ τούτου, οι νορβηγικές αρχές θεωρούν ότι, ακόμη και αν η απόδοση ενός τίτλου του Δημοσίου διάρκειας έξι μηνών σήμερα είναι χαμηλότερη από εκείνην ενός πενταετούς κρατικού ομολόγου, το κόστος ανακεφαλαιοποίησης επί μια πενταετία θα είναι το ίδιο για τις τράπεζες ανεξαρτήτως της επιλεγόμενης λύσης.
5.4.1.
Οι υβριδικοί τίτλοι κατηγορίας 1 θα αναλαμβάνουν ζημίες μετά τις κοινές μετοχές (δηλαδή είναι προνομιούχοι από την άποψη της απορρόφησης ζημιών). Σκοπός τους είναι να αποτελέσουν ένα μόνιμο εξαγοράσιμο στοιχείο με σταθερό τοκομερίδιο που αντιστοιχεί στο νορβηγικό επιτόκιο κρατικών ομολόγων, με τις ακόλουθες προσαυξήσεις:
— |
5,0 % για τράπεζες κατηγορίας κινδύνου 1, |
— |
5,5 % για τράπεζες κατηγορίας κινδύνου 2, |
— |
6,0 % για τράπεζες κατηγορίας κινδύνου 3 (21). |
Σύμφωνα με τη σύσταση της ΕΚΤ, η ελάχιστη προσαύξηση υπολογίζεται ως τα πενταετή περιθώρια CDS της εκδότριας τράπεζας επί απαιτήσεων μειωμένης εξασφάλισης κατά την περίοδο αναφοράς, δηλαδή από 1ης Ιανουαρίου 2007 έως τις 31 Αυγούστου 2008, συν 200 μονάδες βάσης για επιχειρησιακές δαπάνες συν άλλες 100 μονάδες βάσης ώστε να αντικατοπτρίζεται η προτεραιότητα του υβριδικού μέσου έναντι της απαίτησης μειωμένης εξασφάλισης. Η προσαύξηση για τις τράπεζες των κατηγοριών 2 και 3 είναι μεγαλύτερη.
Οι νορβηγικές αρχές ανέφεραν ότι η Norges Bank υπολόγισε το διάμεσο περιθώριο επί συμβάσεων CDS μειωμένης εξασφάλισης της DnB NOR (22), της μόνης νορβηγικής τράπεζας της οποίας οι συμβάσεις CDS αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης, σε 100 μονάδες βάσης για την περίοδο από 1ης Ιανουαρίου 2007 έως 31 Αυγούστου 2008 (23).
Για να τονωθεί η εξόφληση των τίτλων, το τοκομερίδιο αυξάνεται κατά 1 ποσοστιαία μονάδα μετά από το τέταρτο και μετά από το πέμπτο έτος. Το μέσο θα διατηρήσει το υψηλότερο αυτό σταθερό τοκομερίδιο έως την εξόφλησή του. Η εξόφληση εξαρτάται από τη χορήγηση αδείας από την Kredittilsynet, η οποία πρέπει να επαληθεύσει ότι θα συνεχίσουν να εκπληρώνονται οι απαιτήσεις περί κεφαλαιακής επάρκειας και μετά την εξόφληση.
5.4.2.
Το κατηγορίας 1 προνομιούχο κεφαλαιακό μέσο θα κατατάσσεται pari passu (δηλαδή θα αναλαμβάνει ζημίες παράλληλα) με τις κοινές μετοχές. Μπορεί να εξαγοραστεί μετά από 3 έτη. Θα είναι υποχρεωτικά μετατρέψιμος τίτλος και θα μετατρέπεται σε κοινές μετοχές μετά από μια πενταετία, εκτός εάν εξαγοραστεί ή μετατραπεί νωρίτερα. Το εν λόγω μέσο θα έχει σταθερό τοκομερίδιο καθοριζόμενο ως το επιτόκιο νορβηγικών κρατικών ομολόγων, με τις εξής προσαυξήσεις:
— |
6,0 % για τράπεζες κατηγορίας κινδύνου 1, |
— |
6,5 % για τράπεζες κατηγορίας κινδύνου 2, |
— |
7,0 % για τράπεζες κατηγορίας κινδύνου 3 (24). |
Σύμφωνα με τη σύσταση της ΕΚΤ, η ελάχιστη προσαύξηση υπολογίζεται ως 600 μονάδες βάσης (500 μονάδες βάσης προμήθεια κινδύνου ιδίων κεφαλαίων και 100 μονάδες βάσης για την κάλυψη επιχειρησιακών δαπανών). Η προσαύξηση για τις τράπεζες των κατηγοριών 2 και 3 είναι μεγαλύτερη.
Όπως προαναφέρεται, το μέσο δύναται να εξαγοραστεί μετά από τρία έτη. Η μέθοδος υπολογισμού της αξίας εξαγοράς θα καθορίζεται στη συμφωνία που συνάπτεται με την τράπεζα και δεν δύναται να είναι μικρότερη από την ονομαστική αξία (25). Για να δοθεί κίνητρο πρόωρης εξαγοράς, μπορεί να προβλεφθεί στη συμφωνία αύξηση του συντελεστή εξαγοράς κατά το τέταρτο και κατά το πέμπτο έτος, πράγμα το οποίο καθιστά την πρόωρη εξαγορά λιγότερο δαπανηρή σε σύγκριση με την όψιμη εξαγορά.
Εκτός αυτού, η εξαγορά εξασφαλίζεται, έναντι της υποχρεωτικής μετατροπής, με τον καθορισμό ενός συντελεστή μετατροπής στο τέλος της πενταετίας ευνοϊκότερου για το Ταμείο από τη μετατροπή στην τότε ισχύουσα αγοραία τιμή και επίσης ευνοϊκότερη για το Ταμείο σε σύγκριση με την εξαγορά πριν από το πέρας του πέμπτου έτους (δηλαδή, η μέθοδος που θα υιοθετηθεί θα προβλέπει σημαντικό βαθμό αραίωσης του υφιστάμενου αριθμού μετόχων).
Οι νορβηγικές αρχές εξήγησαν ότι το Ταμείο θα έχει δικαίωμα να μετατρέπει το μέσο σε κοινές μετοχές/πιστοποιητικά πρωτογενούς κεφαλαίου εάν το προνομιούχο κεφάλαιο αποτελεί σημαντικό μέρος του λογιστικού κεφαλαίου της τράπεζας. Το Ταμείο θα προσδιορίζει στη συμφωνία που συνάπτει με κάθε μεμονωμένη τράπεζα τι συνιστά σημαντικό μερίδιο. Το όριο καθορισμού του σημαντικού μεριδίου δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει το 50 % (26).
Η εκάστοτε συμφωνία μπορεί να προβλέπει και τη δυνατότητα να μετατρέψει η τράπεζα το μέσο σε κοινές μετοχές ή πιστοποιητικά πρωτογενούς κεφαλαίου εάν τα «ίδια κεφάλαιά» της έχουν υποστεί σημαντική απομείωση (κατά περισσότερο από 20 %). Η μέθοδος υπολογισμού του αριθμού των μετοχών τις οποίες θα λαμβάνει το Ταμείο κατά τη μετατροπή, θα καθορίζεται στη συμφωνία με την εκάστοτε τράπεζα και θα εξασφαλίζει μια εύλογη σχέση μεταξύ αξίας εξαγοράς και δυνητικού κέρδους, αφενός, και μετατροπής και δυνητικής ζημίας, αφετέρου (27).
5.5. Περιορισμοί όσον αφορά τη συμπεριφορά
Κατά τις νορβηγικές αρχές, το καθεστώς συμπληρώνεται από ορισμένες περιορισμούς όσον αφορά τη συμπεριφορά.
Το Ταμείο θα προβαίνει σε εισφορές κεφαλαίου υπό τον όρο ότι αυτές θα χρησιμοποιηθούν για τους σκοπούς του καθεστώτος και όχι για αντίθετους σκοπούς, καθώς και ότι η τράπεζα δεν θα εκμεταλλευτεί την εισφορά κεφαλαίου για σκοπούς μάρκετινγκ ή για να ασκήσει επιθετικές εμπορικές στρατηγικές (28).
Επιβάλλονται δε επιπρόσθετοι περιορισμοί, όπως: i) απαγόρευση της αύξησης των μισθών και άλλων αποδοχών του διευθυντικού προσωπικού έως τις 31 Δεκεμβρίου 2010, ii) σχεδόν ολοκληρωτική απαγόρευση των έκτακτων αμοιβών (bonus) για τα οικονομικά έτη 2009 και 2010 με απαγόρευση της καταβολής σωρευμένων έκτακτων αμοιβών στη συνέχεια, iii) απαγόρευση της υπό ευνοϊκούς όρους χορήγησης μετοχών ή παρόμοιων μέσων στο διευθυντικό προσωπικό, και iv) απαγόρευση της έναρξης νέων προγραμμάτων χορήγησης δικαιωμάτων αγοράς μετοχών ή της παράτασης ή ανανέωσης υφιστάμενων προγραμμάτων.
ΙΙ. ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ
1. Ύπαρξη κρατικών ενισχύσεων
Το κείμενο του άρθρου 61 παράγραφος 1 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ έχει ως εξής:
«Ενισχύσεις που χορηγούνται υπό οιαδήποτε μορφή από τα κράτη μέλη της ΕΚ, τα κράτη της ΕΖΕΣ ή με κρατικούς πόρους και που νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό διά της ευνοϊκής μεταχειρίσεως ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής, είναι ασυμβίβαστες με τη λειτουργία της παρούσας συμφωνίας, κατά το μέτρο που επηρεάζουν τις μεταξύ των συμβαλλομένων μερών συναλλαγές, εκτός αν η παρούσα συμφωνία ορίζει άλλως.»
Για να χαρακτηριστεί ως κρατική ενίσχυση, το μέτρο πρέπει, πρώτον, να χορηγείται από το κράτος ή από κρατικούς πόρους. Το κοινοποιηθέν καθεστώς συνίσταται σε εισφορές κεφαλαίου από μέρους του Ταμείου από πόρους προερχόμενους από τον εθνικό προϋπολογισμό. Προς τούτο, το Ταμείο έχει προικοδοτηθεί με συνολικό προϋπολογισμό ύψους 50 δισεκατ. ΝΟΚ.
Επιπλέον, τα μέτρα ανακεφαλαιοποίησης επιτρέπουν στους δικαιούχους να εξασφαλίσουν το απαιτούμενο κεφάλαιο υπό ευνοϊκότερους όρους από ό,τι θα ήταν δυνατό με βάση τις συνθήκες που επικρατούν στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Η Αρχή θεωρεί ότι, εξαιτίας των προβλημάτων που υπάρχουν σήμερα στις κεφαλαιαγορές, το κράτος προβαίνει σε επενδύσεις διότι κανένας φορέας της ελεύθερης οικονομίας δεν θα ήταν διατεθειμένος να προβεί σε επενδύσεις υπό ανάλογους όρους. Επιπλέον, το κοινοποιηθέν μέτρο είναι επιλεκτικό κατά το ότι μόνον κατά βάση υγιείς νορβηγικές τράπεζες, και όχι άλλοι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί ή επιχειρήσεις, είναι επιλέξιμες βάσει του καθεστώτος. Αυτό παρέχει οικονομικό πλεονέκτημα στους δικαιούχους και ενισχύει τη θέση τους έναντι των ανταγωνιστών τους στη Νορβηγία και σε άλλα κράτη μέλη του ΕΟΧ και, κατά συνέπεια, πρέπει να θεωρηθεί ότι στρεβλώνει τον ανταγωνισμό και επηρεάζει τις συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών.
Για τους λόγους αυτούς, η Αρχή θεωρεί ότι το κοινοποιηθέν μέτρο ανακεφαλαιοποίησης συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 61 παράγραφος 1 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ.
2. Διαδικαστικές απαιτήσεις
Σύμφωνα με το άρθρο 1 παράγραφος 3 του μέρους I του πρωτοκόλλου 3, «η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ ενημερώνεται εγκαίρως περί των σχεδίων που αποβλέπουν να θεσπίσουν ή να τροποποιήσουν τις ενισχύσεις, ώστε να δύναται να υποβάλει τις παρατηρήσεις της […]. Το ενδιαφερόμενο κράτος δεν δύναται να εφαρμόσει τα σχεδιαζόμενα μέτρα πριν η διαδικασία αυτή καταλήξει σε τελική απόφαση.»
Με την κοινοποίηση του καθεστώτος ανακεφαλαιοποίησης στις 28 Απριλίου 2009, οι νορβηγικές αρχές εξεπλήρωσαν την υποχρέωση της κοινοποίησης. Πέραν αυτού, δεσμεύθηκαν να μην θέσουν σε εφαρμογή το καθεστώς έως ότου η Αρχή εγκρίνει το μέτρο, και με τον τρόπο αυτόν εξεπλήρωσαν την υποχρέωση ακινητοποίησης.
Επομένως, η Αρχή μπορεί να συμπεράνει ότι οι νορβηγικές αρχές έχουν τηρήσει τις υποχρεώσεις τους βάσει του άρθρου 1 παράγραφος 3 του μέρους I του πρωτοκόλλου 3.
3. Συμβατότητα της ενίσχυσης
3.1. Εφαρμογή του άρθρου 61 παράγραφος 3 στοιχείο β) της συμφωνίας για τον ΕΟΧ και των κατευθυντήριων γραμμών για την ανακεφαλαιοποίηση
Το άρθρο 61 παράγραφος 3 στοιχείο β) της συμφωνίας για τον ΕΟΧ προβλέπει ότι «οι ενισχύσεις για την προώθηση σημαντικών σχεδίων κοινού ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος ή για την άρση σοβαρής διαταραχής της οικονομίας κράτους μέλους της ΕΚ ή κράτους της ΕΖΕΣ» (η έμφαση προστέθηκε) μπορούν να θεωρηθούν συμβατές με τη λειτουργία της συμφωνίας για τον ΕΟΧ.
Η Αρχή δεν αμφισβητεί την ανάλυση των νορβηγικών αρχών σύμφωνα με την οποία η τρέχουσα παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση έχει περιστείλει τις δανειοδοτήσεις προς την πραγματική οικονομία σε εθνική βάση. Σε περίπτωση που δεν αντιμετωπιστεί το πρόβλημα αυτό, οι συνέπειες θα αποκτήσουν συστημικές διαστάσεις για το σύνολο της νορβηγικής οικονομίας. Η Αρχή, συνεπώς, θεωρεί ότι το κοινοποιηθέν καθεστώς αποσκοπεί στην αποκατάσταση σοβαρής διαταραχής της νορβηγικής οικονομίας.
Βάσει του άρθρου 61 παράγραφος 3 στοιχείο β) της συμφωνίας για τον ΕΟΧ, η Αρχή εξέδωσε τον Ιανουάριο του 2009 τις κατευθυντήριες γραμμές για την ανακεφαλαιοποίηση με τις οποίες θεσπίζονται οι κανόνες αξιολόγησης των ενισχύσεων που χορηγούνται υπό μορφή ανακεφαλαιοποίησης στο πλαίσιο της τρέχουσας χρηματοπιστωτικής κρίσης. Συνεπώς, η Αρχή θα αξιολογήσει την τρέχουσα κοινοποίηση βάσει των διατάξεων των κατευθυντήριων γραμμών.
Οι κατευθυντήριες γραμμές για την ανακεφαλαιοποίηση ορίζουν ότι «με τις συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί σήμερα στις χρηματοπιστωτικές αγορές, η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών μπορεί να εξυπηρετήσει διάφορους στόχους. Πρώτον, η ανακεφαλαιοποίηση συμβάλλει στην αποκατάσταση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας και της εμπιστοσύνης που απαιτείται για την ανάκαμψη του διατραπεζικού δανεισμού. […] Δεύτερον, οι ανακεφαλαιοποιήσεις μπορεί να έχουν ως στόχο την εξασφάλιση πιστώσεων προς την πραγματική οικονομία» (29). Επιπλέον, «πρέπει να εξασφαλιστούν στις τράπεζες επαρκώς ευνοϊκοί όροι πρόσβασης στο κεφάλαιο, ώστε η ανακεφαλαιοποίηση να έχει την απαιτούμενη αποτελεσματικότητα. Αφετέρου δε οι όροι που συνδέονται με κάθε μέτρο ανακεφαλαιοποίησης πρέπει να εξασφαλίζουν ισότιμους όρους ανταγωνισμού και, πιο μακροπρόθεσμα, την αποκατάσταση των κανονικών συνθηκών της αγοράς. Συνεπώς, οι κρατικές παρεμβάσεις πρέπει να είναι ισόρροπες και προσωρινές και να σχεδιάζονται με τέτοιο τρόπο ώστε να παρέχουν κίνητρα στις τράπεζες να εξοφλήσουν την οφειλή τους στο δημόσιο αμέσως μόλις το επιτρέψουν οι συνθήκες της αγοράς,[…]. Σε όλες τις περιπτώσεις, τα κράτη ΕΖΕΣ πρέπει να μεριμνούν ώστε κάθε ανακεφαλαιοποίηση τράπεζας να στηρίζεται σε πραγματική ανάγκη» (η έμφαση προστέθηκε) (30).
Τα κοινοποιηθέντα μέτρα πρέπει συνεπώς να πληρούν τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
— Καταλληλότητα (του μέτρου έναντι των στόχων που έχουν τεθεί): το μέτρο ενίσχυσης πρέπει να είναι καλά στοχοθετημένο ώστε να επιτυγχάνει αποτελεσματικά τον στόχο της ενίσχυσης της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας και της παροχής δανειοδοτήσεων προς την πραγματική οικονομία.
— Αναγκαιότητα: το μέτρο ενίσχυσης πρέπει, ως προς το ύψος και τη μορφή του, να είναι αναγκαίο για την επίτευξη του στόχου (31).
— Αναλογικότητα: Τα θετικά αποτελέσματα του μέτρου ενίσχυσης πρέπει αντισταθμίζουν καταλλήλως τις στρεβλώσεις του ανταγωνισμού, έτσι ώστε οι στρεβλώσεις αυτές να περιορίζονται στο ελάχιστο απαραίτητο προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι του μέτρου.
3.2. Καταλληλότητα
Η Αρχή πρέπει κατά πρώτον να αξιολογήσει αν το προτεινόμενο μέτρο, ήτοι η ανακεφαλαιοποίηση κατά βάση υγιών τραπεζών από το κράτος, αποτελεί κατάλληλο μέτρο για την επίτευξη των δεδηλωμένων στόχων της ενίσχυσης της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας και της παροχής δανειοδοτήσεων προς την πραγματική οικονομία.
Η Αρχή αναγνωρίζει ότι τα πιστωτικά ιδρύματα ενδέχεται να έχουν ανάγκη επιπλέον κεφαλαίου υπό τις τρέχουσες συνθήκες της αγοράς προκειμένου να εξασφαλίσουν μια επαρκή ροή πιστώσεων προς το σύνολο της οικονομίας, και μέσω αυτού να συμβάλουν στην αποφυγή περαιτέρω επιδείνωσης της κρίσης. Επιπλέον, η υφιστάμενη αβεβαιότητα όσον αφορά τις προοπτικές της οικονομίας έχει περαιτέρω εξασθενήσει την εμπιστοσύνη στη μακροπρόθεσμη ευρωστία των χρηματοπιστωτικών οργανισμών. Η ανακεφαλαιοποίηση κατά βάση υγιών τραπεζών θα εξασφάλιζε ότι οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί θα είχαν αρκετά ισχυρή κεφαλαιοποίηση ώστε να αντιμετωπίσουν καλύτερα δυνητικές ζημίες και να διατηρήσουν τις δανειοδοτικές τους δραστηριότητες σε κανονικά επίπεδα.
Η παροχή κεφαλαίου σε κατά βάση υγιείς τράπεζες μπορεί συνεπώς να θεωρηθεί ότι αποτελεί κατάλληλο μέτρο που εξασφαλίζει ευνοϊκές συνθήκες για δανειοδοτήσεις προς την πραγματική οικονομία σύμφωνα με την απαίτηση των κατευθυντήριων γραμμών για την ανακεφαλαιοποίηση.
3.3. Αναγκαιότητα
Το μέτρο ενίσχυσης πρέπει, ως προς το ύψος και τη μορφή του, να είναι αναγκαίο για την επίτευξη των δεδηλωμένων στόχων, λαμβάνοντας υπόψη τις τρέχουσες έκτακτες περιστάσεις. Ως εκ τούτου δύναται να θεωρηθεί ότι μόνον ενισχύσεις προς κατά βάση υγιείς τράπεζες είναι αναγκαίες για τους σκοπούς των δεδηλωμένων στόχων.
Οι νορβηγικές αρχές προβλέπουν ότι το κοινοποιηθέν καθεστώς θα τεθεί σε ισχύ τον Μάιο του 2009 και ότι θα λειτουργήσει επί 6 μήνες. Η διορία υποβολής αιτήσεων εισφοράς κεφαλαίου θα είναι 6 εβδομάδες πριν από τη λήξη της εξαμηνιαίας περιόδου λειτουργίας του καθεστώτος (περίπου τέλη Σεπτεμβρίου 2009).
Εκτός αυτού, οι εισφορές κεφαλαίου προβλέπεται να είναι προσωρινές. Το καθεστώς παρέχει κίνητρα που προτρέπουν τις τράπεζες να επιστρέψουν τα εισφερθέντα κεφάλαια, ενώ περιλαμβάνει σημαντικούς περιορισμούς ως προς τη συμπεριφορά, οι οποίοι παρέχουν ακόμη μεγαλύτερα κίνητρα για την επάνοδο σε κανονικές συνθήκες αγοράς.
Η Αρχή θεωρεί ότι οι νορβηγικές αρχές, περιορίζοντας τον χρονικό ορίζοντα του καθεστώτος, εξασφάλισαν ότι οι δυνητικές κρατικές ενισχύσεις δεν θα υπερβούν το πλαίσιο που σχηματίζει η τρέχουσα κατάσταση των χρηματοπιστωτικών αγορών και η σοβαρή διαταραχή που πλήττει επί του παρόντος τη νορβηγική οικονομία.
Οι κατευθυντήριες γραμμές για την ανακεφαλαιοποίηση υπογραμμίζουν τη σημασία της διάκρισης μεταξύ κατά βάση υγιών και αποδοτικών τραπεζών και προβληματικών, μη αποδοτικών τραπεζών (32).
Οι νορβηγικές αρχές εξήγησαν ότι μόνον κατά βάση υγιείς τράπεζες είναι επιλέξιμες προς υπαγωγή στο κοινοποιηθέν καθεστώς. Βάσει των πληροφοριών που θα παρέχουν οι τράπεζες κατά την υποβολή αίτησης για εισφορά κεφαλαίου και με βάση αντικειμενικά κριτήρια (επίσημοι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας, ανάλυση των διαφόρων ανοιγμάτων κάθε τράπεζας, ποιότητα περιουσιακών στοιχείων, επιχειρηματικές προοπτικές κ.λπ.) η Kredittilsynet θα ασκεί καθήκοντα «θυρωρού» και θα εξετάζει αν μια τράπεζα είναι κατά βάση υγιής. Το καθεστώς θα απευθύνεται μόνον σε τράπεζες ως προς τις οποίες η Kredittilsynet διαπιστώνει ότι πληρούν τα κριτήρια περί κεφαλαίου κατηγορίας 1 «με ικανό περιθώριο, ακόμη και όταν λαμβάνονται υπόψη οι πιθανές εξελίξεις στο εγγύς μέλλον» (33).
Ως εκ τούτου, δύναται να συναχθεί το συμπέρασμα ότι το κοινοποιηθέν καθεστώς σέβεται τη διάκριση που γίνεται στις κατευθυντήριες γραμμές για την ανακεφαλαιοποίηση και ότι δεν πρόκειται να χρησιμοποιηθεί για την ανακεφαλαιοποίηση τραπεζών που δεν είναι κατά βάση υγιείς.
Τα κράτη ΕΖΕΣ πρέπει να μεριμνούν ώστε κάθε ανακεφαλαιοποίηση τράπεζας να στηρίζεται σε πραγματική ανάγκη (34). Τον Δεκέμβριο του 2008, η Norges Bank διενήργησε έλεγχο αντοχής για τις έξι μεγαλύτερες νορβηγικές τράπεζες. Ο έλεγχος έγινε με βάση ένα αρνητικό σενάριο στο οποίο οι τράπεζες θα κατέγραφαν ζημίες ύψους κατά μέσο όρο 2,3 % επί του συνόλου των σταθμισμένων κατά τον κίνδυνο περιουσιακών στοιχείων. Η Norges Bank υπολόγισε ότι οι ανάγκες σε κεφάλαια για την ανακεφαλαιοποίηση των 10 μεγαλύτερων τραπεζών μετά την προσομοίωση του αρνητικού σεναρίου θα πλησίαζαν τα 34 δισεκατ. ΝΟΚ. Με βάση αυτό, οι νορβηγικές αρχές εκτιμούν ότι 50 δισεκατ. ΝΟΚ θα αρκέσουν για να αυξηθεί το βασικό κεφάλαιο όλων των νορβηγικών τραπεζών κατά 2,3 % κατά μέσο όρο. Ο προϋπολογισμός του καθεστώτος ανέρχεται συνεπώς σε 50 δισεκατ. ΝΟΚ.
Το ύψος της εισφοράς κεφαλαίου που προτείνουν οι νορβηγικές αρχές συνδέεται συνεπώς με τις ειδικές συνθήκες που επικρατούν στη νορβηγική τραπεζική αγορά. Οι νορβηγικές αρχές έθεσαν ανώτατα όρια για την αύξηση του δείκτη βασικού κεφαλαίου μέσω εισφορών κεφαλαίου από μέρους του Ταμείου τα οποία συναρτώνται με το ύψος του υφιστάμενου βασικού κεφαλαίου μιας τράπεζας πριν οιαδήποτε παρέμβαση. Ως εκ τούτου, οι τράπεζες με δείκτη βασικού κεφαλαίου κάτω από 7 % μπορούν να υποβάλουν αίτηση ανακεφαλαιοποίησης ώστε να αυξηθεί ο δείκτης αυτός το πολύ έως το 10 % (35). Τράπεζες με δείκτη βασικού κεφαλαίου μεταξύ 7 % και 10 % δύνανται να ανακεφαλαιοποιηθούν κατά 3 ποσοστιαίες μονάδες το πολύ, χωρίς ο δείκτης βασικού κεφαλαίου να υπερβεί το 12 %. Τράπεζες με δείκτη βασικού κεφαλαίου πάνω από 10 % μπορούν να λάβουν μέγιστη εισφορά βασικού κεφαλαίου το πολύ ίση με 2 ποσοστιαίες μονάδες.
Όπως προαναφέρεται, το πραγματικό ύψος της εκάστοτε εισφοράς κεφαλαίου θα αποφασίζεται από το Ταμείο και θα προσδιορίζεται στη συμφωνία που θα συνάπτεται με την εκάστοτε τράπεζα. Επιπλέον, θα δοθεί προτεραιότητα σε αιτήσεις τραπεζών συστημικής σπουδαιότητας, ούτως ώστε να εξασφαλιστεί ότι λαμβάνεται υπόψη ο στόχος της αποκατάστασης της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας (36). Επιπλέον, το Ταμείο θα απαιτεί πρόσθετη αιτιολόγηση για αιτήσεις εισφοράς κεφαλαίου άνω των 2 ποσοστιαίων μονάδων με σκοπό να επαληθεύσει ότι όντως υφίσταται ανάγκη για τόσο μεγάλη εισφορά κεφαλαίου.
Στην Αρχή θα αναφέρονται όλες οι περιπτώσεις στις οποίες πραγματοποιήθηκε εισφορά κεφαλαίου άνω του 2 %.
Το Ταμείο θα απαιτεί επίσης πρόσθετη αιτιολόγηση για περιπτώσεις στις οποίες η προτεινόμενη εισφορά κεφαλαίου θα ανέβαζε τον δείκτη βασικού κεφαλαίου της αιτούσας τράπεζας πάνω από το 12 %. Το Ταμείο, συνεπώς, θα είναι σε θέση να επαληθεύσει ότι υφίσταται ανάγκη κρατικής παρέμβασης, παρά το ήδη υψηλό επίπεδο κεφαλαιοποίησης. Η Αρχή σημειώνει ότι αυτό αφορά κυρίως μικρά ταμιευτήρια με περιορισμένες δυνατότητες αυτοχρηματοδότησης. Τα ταμιευτήρια αυτά αντιπροσωπεύουν μικρό τμήμα της αγοράς (μόνον 11 % του συνόλου των τραπεζικών περιουσιακών στοιχείων) και δραστηριοποιούνται κατά κύριο λόγο σε τοπικές αγορές. Εάν οι συγκεκριμένες ανάγκες μιας τράπεζας δεν αιτιολογούνται ικανοποιητικά, το Ταμείο θα απορρίπτει την αίτησή της.
Με βάση τα ανωτέρω, η Αρχή συμπεραίνει ότι το κοινοποιηθέν καθεστώς είναι διαρθρωμένο έτσι ώστε να εξασφαλίζεται ότι οι εισφορές κεφαλαίου θα καλύπτουν πραγματικές ανάγκες.
3.4. Αναλογικότητα
Τέλος, η Αρχή πρέπει να αξιολογήσει αν οι εισφορές κεφαλαίου θα γίνουν υπό όρους που ελαχιστοποιούν το ύψος της ενίσχυσης ούτως ώστε να περιορισθούν οι στρεβλώσεις του ανταγωνισμού στο ελάχιστο αναγκαίο για την επίτευξη των δεδηλωμένων στόχων.
Σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές για την ανακεφαλαιοποίηση, η καλύτερη εγγύηση για τον περιορισμό των στρεβλώσεων του ανταγωνισμού είναι ο καθορισμός των τιμών να ακολουθεί κατά το δυνατόν την αγορά (37). Η ανακεφαλαιοποίηση συνεπώς πρέπει να είναι σχεδιασμένη έτσι ώστε να λαμβάνει υπόψη την κατάσταση κάθε χρηματοπιστωτικού οργανισμού και να παρέχει στην τράπεζα κίνητρα για την εξόφληση της οφειλής έναντι του κράτους το συντομότερο δυνατό. Τα ακόλουθα στοιχεία, επομένως, πρέπει να χρησιμοποιούνται κατά την αξιολόγηση των μέτρων ανακεφαλαιοποίησης: στόχος της ανακεφαλαιοποίησης, ευρωστία της δικαιούχου τράπεζας, αμοιβές, κίνητρα εξόδου και εξασφαλίσεις κατά της κατάχρησης της ενίσχυσης και της στρέβλωσης του ανταγωνισμού.
Ο στόχος του μέτρου και η ευρωστία των τραπεζών εξετάσθηκαν ανωτέρω. Για τον καθορισμό της συνολικής αμοιβής του κεφαλαίου θα πρέπει να λαμβάνονται επαρκώς υπόψη τα ακόλουθα στοιχεία:
— |
προφίλ κινδύνου του δικαιούχου, |
— |
χαρακτηριστικά του επιλεγέντος μέσου, |
— |
κίνητρα εξόδου, και |
— |
κατάλληλο επιτόκιο σύγκρισης άνευ κινδύνου (38). |
Οι κατευθυντήριες γραμμές αναφέρουν μια κατάλληλη μέθοδο προσδιορισμού του τιμήματος των ανακεφαλαιοποιήσεων παραπέμποντας στη μεθοδολογία που εκτίθεται στην προαναφερθείσα σύσταση της ΕΚΤ. Η εν λόγω μεθοδολογία περιλαμβάνει τον υπολογισμό μιας ζώνης τιμών βάσει διαφόρων συνιστωσών, όπου το χαμηλότερο όριο αποτελεί η απαιτούμενη απόδοση απαιτήσεων μειωμένης εξασφάλισης και ως ανώτερο όριο η απαιτούμενη απόδοση κοινών μετοχών. Τόσο το χαμηλότερο όσο και το ανώτερο όριο συντίθενται από έναν συνδυασμό αποδόσεων κρατικών ομολόγων με επιπρόσθετα στοιχεία. Ο υπολογισμός της ζώνης τιμών σε μια συγκεκριμένη περίπτωση πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις ιδιαιτερότητες του εκάστοτε χρηματοπιστωτικού οργανισμού και κράτους ΕΖΕΣ. Η Αρχή θα δέχεται, επίσης, εναλλακτικές μεθόδους αποτίμησης, υπό την προϋπόθεση ότι οδηγούν σε αμοιβές κεφαλαίου είναι υψηλότερες από εκείνες της μεθοδολογίας της ΕΚΤ (39).
Η απαιτούμενη απόδοση απαιτήσεων μειωμένης εξασφάλισης υπολογίζεται συνεπώς ως η απόδοση κρατικών ομολόγων συν το περιθώριο CDS της εκδότριας τράπεζας συν 200 μονάδες βάσης για την κάλυψη επιχειρησιακών δαπανών και την παροχή κινήτρου εξόδου. Για άλλα υβριδικά μέσα με οικονομικά χαρακτηριστικά όμοια με εκείνα των απαιτήσεων μειωμένης εξασφάλισης, ο μεγαλύτερος βαθμός εξασφάλισής τους αντικατοπτρίζεται στην προσθήκη άλλων 100 μονάδων βάσης.
Κατά τα λεγόμενα των νορβηγικών αρχών ο υβριδικός τίτλος κατηγορίας 1 εμπίπτει στην ανωτέρω περιγραφή, ενώ η αμοιβή για το μέσο αυτό υπολογίζεται ως η απόδοση κρατικών ομολόγων συν 5,0 % για τράπεζες κατηγορίας κινδύνου 1 (ή συν 5,5 % και 6,0 % για τις κατηγορίες κινδύνου 2 και 3 αντίστοιχα). Ανέφεραν επίσης ότι η Norges Bank υπολόγισε το περιθώριο CDS της DnB NOR (της μεγαλύτερης νορβηγικής τράπεζας και της μόνης για την οποία υπάρχουν στοιχεία CDS). Δεδομένου ότι δεν υπάρχουν αντίστοιχα στοιχεία για τις άλλες νορβηγικές τράπεζες, οι αρχές εφάρμοσαν την ίδια προσαύξηση για όλες τις τράπεζες. Ως εκ τούτου η εφαρμογή της μεθοδολογίας της ΕΚΤ θα οδηγούσε σε ελάχιστη προσαύξηση 400 μονάδων βάσης. Όπως επισημαίνεται ανωτέρω, η ελάχιστη προσαύξηση βάσει του κοινοποιηθέντος καθεστώτος είναι 500 μονάδες βάσης με αποτέλεσμα να συμμορφώνεται με τις κατευθυντήριες γραμμές από την άποψη αυτή.
Η απαιτούμενη απόδοση κοινών μετοχών υπολογίζεται ως η απόδοση κρατικών ομολόγων, συν προσαύξηση κινδύνου ιδίων κεφαλαίων 500 μονάδες βάσης, συν 100 μονάδες βάσης για την κάλυψη επιχειρησιακών δαπανών και την παροχή κινήτρου εξόδου. Για άλλα μέσα με οικονομικά χαρακτηριστικά παρόμοια με εκείνα των κοινών μετοχών (περιλαμβανομένων των μέσων αορίστου διαρκείας μετατρέψιμων σε κοινές μετοχές) η απαιτούμενη απόδοση πρέπει να πλησιάζει εκείνη των κοινών μετοχών.
Κατά τα λεγόμενα των νορβηγικών αρχών το προνομιούχο κεφαλαιακό μέσο κατηγορίας 1 εμπίπτει στην ανωτέρω περιγραφή, ενώ η αμοιβή για το μέσο αυτό υπολογίζεται ως απόδοση κρατικών ομολόγων συν 6,0 % για τράπεζες κατηγορίας κινδύνου 1 (η προσαύξηση είναι 6,5 % και 6,0 % για τις κατηγορίες κινδύνου 2 και 3 αντίστοιχα). Η εφαρμογή της μεθοδολογίας της ΕΚΤ θα οδηγούσε σε ελάχιστη προσαύξηση που πλησιάζει τις 600 μονάδες βάσης και, ως εκ τούτου, συνάγεται το συμπέρασμα ότι η προσαύξηση για το προνομιούχο κεφαλαιακό μέσο ανταποκρίνεται στις κατευθυντήριες γραμμές για την ανακεφαλαιοποίηση.
Το άλλο στοιχείο της αμοιβής είναι η απόδοση των κρατικών ομολόγων (40). Το κοινοποιηθέν καθεστώς βασίζεται στα πενταετή κρατικά ομόλογα που εκδίδει η Νορβηγία. Ωστόσο, παρέχει στις αιτούσες τράπεζες τη δυνατότητα να συνδέσουν την αμοιβή με τον εξάμηνης διάρκειας τίτλο του Δημοσίου. Η Αρχή σημειώνει ότι επί του παρόντος, το κυμαινόμενο επιτόκιο εξαμήνου είναι περίπου κατά 1 ποσοστιαία μονάδα χαμηλότερο από το σταθερό επιτόκιο των 5 ετών κρατικών ομολόγων. Επομένως, η αμοιβή σήμερα θα ήταν περίπου κατά 1 ποσοστιαία μονάδα χαμηλότερη για μια τράπεζα που ασκεί το δικαίωμα καθορισμού της αμοιβής βάσει του κυμαινόμενου επιτοκίου εξαμήνου.
Οι νορβηγικές αρχές υποστήριξαν ότι οι δύο τρόποι αποτίμησης των εισφορών κεφαλαίου είναι κατά κανόνα ισοδύναμοι. Το αποδεικνύουν υπολογίζοντας την αμοιβή βάσει τόσο του ισχύοντος πενταετούς επιτοκίου νορβηγικών κρατικών ομολόγων, όσο και της καθαρής παρούσας αξίας των εξάμηνης διάρκειας τίτλων του Δημοσίου στην αγορά συμβάσεων μελλοντικής εκπλήρωσης για την πενταετή περίοδο. Αυτό στηρίζεται στη θεωρία βάσει της οποίας τα σταθερά και τα κυμαινόμενα επιτόκια μακροπρόθεσμα καθίστανται ισοδύναμα.
Μολονότι οι υπολογισμοί βασίζονται σε προσδοκίες και δεν εγγυώνται πάντοτε την ακριβή πρόβλεψη των τόκων, η Αρχή συμπεραίνει ότι με τα διαθέσιμα στοιχεία, είναι πιθανό η αμοιβή που συνδέεται με εξάμηνης διάρκειας τίτλους του Δημοσίου να βρίσκεται εντός της ζώνης τιμών που διαμορφώνεται βάσει της μεθοδολογίας που περιγράφεται ανωτέρω. Πέραν αυτού, η Αρχή σημείωσε ότι οι προσαυξήσεις βρίσκονται άνω του ελάχιστου απαιτούμενου ορίου που ορίζεται στις κατευθυντήριες γραμμές για την ανακεφαλαιοποίηση.
Μετά το κατάλληλο επιτόκιο σύγκρισης και τα χαρακτηριστικά των προσφερόμενων χρηματοδοτικών μέσων, το επόμενο στοιχείο που πρέπει να εξεταστεί σε σχέση με την αμοιβή είναι το προφίλ κινδύνου του εκάστοτε δικαιούχου.
Όπως προαναφέρεται, το Ταμείο θα κατατάσσει τις τράπεζες σε μια από τις τρεις κατηγορίες κινδύνου βάσει αντικειμενικών κριτηρίων (41). Η κατηγορία κινδύνου θα καθορίζει το τοκομερίδιο που θα καταβάλλεται για το εισφερθέν κεφάλαιο. Το παράρτημα 1 των κατευθυντήριων γραμμών για την ανακεφαλαιοποίηση παρέχει περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τον τρόπο αξιολόγησης του προφίλ κινδύνου του δικαιούχου και καθορίζει ως κατάλληλους δείκτες την κεφαλαιακή επάρκεια, το μέγεθος της ανακεφαλαιοποίησης, τα τρέχοντα περιθώρια CDS και την πιστοληπτική διαβάθμιση, καθώς και τις προοπτικές της αιτούσας τράπεζας.
Η Αρχή είναι της γνώμης ότι η μέθοδος αξιολόγησης από το Ταμείο που περιγράφεται ανωτέρω στην ενότητα I.5.3 λαμβάνει επαρκώς υπόψη τους διάφορους αυτούς δείκτες με αποτέλεσμα την κατάλληλη κατάταξη των αιτουσών τραπεζών από πλευράς κινδύνου.
Οι νορβηγικές αρχές προσέθεσαν στην αμοιβή 50 μονάδες βάσης, για τράπεζες της κατηγορίας κινδύνου 2, και 100, για εκείνες της κατηγορίας κινδύνου 3. Το σχετικό σκεπτικό εξηγήθηκε ως η παρατηρούμενη διαφορά πιστωτικού περιθωρίου των απαιτήσεων μειωμένης εξασφάλισης μεταξύ DnB NOR και άλλων νορβηγικών τραπεζών, ως προσαυξήσεων επί του περιθωρίου CDS της DnB NOR. Η διαφορά μεταξύ της μικρότερης και της μεγαλύτερης απόδοσης παρατηρήθηκε ότι δεν υπερέβαινε τις 100 μονάδες βάσης περίπου, με αποτέλεσμα οι προσαυξήσεις για τις κατηγορίες κινδύνου μεσαίας τάξεως και υψηλού κινδύνου να καθοριστούν σε 50 και 100 μονάδες βάσης αντιστοίχως.
Η τελευταία συνιστώσα της αμοιβής, που αναφέρεται στις κατευθυντήριες γραμμές, είναι τα κίνητρα εξόδου που συμπεριλαμβάνει το καθεστώς. Από την άποψη αυτή, η Αρχή σημειώνει ότι η αμοιβή για τον υβριδικό τίτλο κατηγορίας 1 (που μπορεί να εξαγοραστεί ανά πάσα στιγμή) αυξάνεται κατά 1 ποσοστιαία μονάδα ετησίως κατά το τέταρτο και κατά το πέμπτο έτος και διατηρεί μεγαλύτερο τοκομερίδιο μέχρι την εξαγορά. Όσον αφορά το προνομιούχο κεφαλαιακό μέσο κατηγορίας 1, η εξαγορά είναι δυνατή μόνον μετά την παρέλευση 3 ετών, ενώ στο τέλος του πέμπτου έτους το μέσο μετατρέπεται αυτομάτως σε κοινές μετοχές. Ωστόσο, ο κανονισμός εφαρμογής ορίζει 1. ότι η εξαγορά πρέπει να αντιστοιχεί τουλάχιστον στην ονομαστική αξία και ότι αυξάνεται τα έτη 4 και 5, και 2. ότι η μετατροπή σε μετοχές στο τέλος του πέμπτου έτους γίνεται κατά τρόπον που παρέχει κίνητρο στην τράπεζα να προβεί στην εξαγορά του μέσου προτού γίνει η αυτόματη μετατροπή. Οι νορβηγικές αρχές ανέφεραν επίσης ότι ως επιπρόσθετο κίνητρο εξαγοράς, ο μηχανισμός μετατροπής πρέπει να ευνοεί περισσότερο το Ταμείο σε σχέση με τη μετατροπή στην ισχύουσα αγοραία τιμή, και έτσι να συνεπάγεται σημαντική αραίωση του αριθμού των υφιστάμενων μετόχων.
Λαμβάνοντας υπόψη όλα αυτά τα στοιχεία η Αρχή θεωρεί ότι το κοινοποιηθέν καθεστώς παρέχει γενικό επίπεδο αμοιβής που συνάδει με τις αρχές που διατυπώνονται στις κατευθυντήριες γραμμές για την ανακεφαλαιοποίηση.
Εκτός από την αμοιβή και τα κίνητρα εξόδου, οι κατευθυντήριες γραμμές για την ανακεφαλαιοποίηση αναφέρονται και σε εξασφαλίσεις κατά της κατάχρησης των ενισχύσεων και της στρέβλωσης του ανταγωνισμού και απαιτούν από τα κράτη της ΕΖΕΣ να συνοδεύουν την ανακεφαλαιοποίηση με αποτελεσματικά και υλοποιήσιμα εθνικά μέτρα με τα οποία εξασφαλίζεται ότι η εισφορά κεφαλαίου χρησιμοποιείται για τη διατήρηση των δανειοδοτήσεων προς την πραγματική οικονομία με σκοπό την αποτελεσματική επίτευξη του στόχου της χρηματοδότησης της πραγματικής οικονομίας (42). Η Αρχή σημειώνει, ως προς το θέμα αυτό, ότι το κοινοποιηθέν καθεστώς περιλαμβάνει δεσμεύσεις όσον αφορά τη συμπεριφορά, οι οποίες επιβάλλονται στις τράπεζες που τυγχάνουν εισφοράς κεφαλαίου με σκοπό να εξασφαλιστεί ότι τα κεφάλαια δεν πρόκειται να χρησιμοποιηθούν για άλλους σκοπούς πλην της στήριξης των δανειοδοτήσεων προς την πραγματική οικονομία. Η ενότητα 6 του κανονισμού εφαρμογής εξασφαλίζει ότι το Ταμείο ενημερώνεται τακτικά για τη δανειοδοτική πολιτική που εφαρμόζουν οι δικαιούχες τράπεζες. Η ενότητα 8 υποχρεώνει τις τράπεζες που τυγχάνουν εισφοράς κεφαλαίου να δεσμευθούν να τη χρησιμοποιήσουν για την επίτευξη των στόχων του καθεστώτος και όχι αντίθετα προς τον σκοπό αυτού, δηλαδή την ενίσχυση των δανειοδοτήσεων προς την πραγματική οικονομία. Η ενότητα 14 παρέχει στο Ταμείο την εξουσία να λαμβάνει μέτρα με τα οποία διασφαλίζεται η συμμόρφωση με τους όρους που διέπουν την εισφορά κεφαλαίων.
Τέλος, η Αρχή σημειώνει ότι οι νορβηγικές αρχές δεν έχουν λάβει άλλα μέτρα κρατικής ενίσχυσης υπέρ του τραπεζικού τομέα.
4. Συμπέρασμα
Βάσει της ανωτέρω αξιολόγησης η Αρχή κρίνει ότι το καθεστώς προσωρινής ανακεφαλαιοποίησης κατά βάση υγιών τραπεζών με σκοπό την ενίσχυση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας και των δανειοδοτήσεων προς την πραγματική οικονομία, το οποίο προτίθενται να εφαρμόσουν οι νορβηγικές αρχές, είναι συμβατό με τη λειτουργία της συμφωνίας για τον ΕΟΧ κατά την έννοια του άρθρου 61 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ σε συνδυασμό με τις κατευθυντήριες γραμμές για την ανακεφαλαιοποίηση.
Υπενθυμίζεται στις νορβηγικές αρχές η υποχρέωση τους, που απορρέει από το άρθρο 21 του μέρους II του πρωτοκόλλου 3, σε συνδυασμό με το άρθρο 6 της απόφασης αριθ. 195/04/COL, να υποβάλλουν ετήσιες εκθέσεις σχετικά με την εφαρμογή του καθεστώτος.
Υπενθυμίζεται επίσης στις νορβηγικές αρχές ότι όλα τα σχέδια τροποποίησης του εν λόγω καθεστώτος πρέπει να κοινοποιούνται στην Αρχή,
ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΑΚΟΛΟΥΘΗ ΑΠΟΦΑΣΗ:
Άρθρο 1
Η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ αποφάσισε, βάσει του άρθρου 61 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ σε συνδυασμό με τις κατευθυντήριες γραμμές για την ανακεφαλαιοποίηση, να μην προβάλει αντιρρήσεις ως προς το καθεστώς προσωρινής ανακεφαλαιοποίησης κατά βάση υγιών τραπεζών με σκοπό την ενίσχυση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας και των δανειοδοτήσεων προς την πραγματική οικονομία.
Άρθρο 2
Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στο Βασίλειο της Νορβηγίας.
Άρθρο 3
Το κείμενο στην αγγλική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό.
Βρυξέλλες, 8 Μαΐου 2009.
Για την Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ
Per SANDERUD
Πρόεδρος
Kurt JÄGER
Μέλος του Σώματος
(1) Εφεξής «η Αρχή».
(2) Εφεξής «η συμφωνία για τον ΕΟΧ».
(3) Εφεξής «η συμφωνία περί εποπτείας και Δικαστηρίου».
(4) Εφεξής «το πρωτόκολλο 3».
(5) Κατευθυντήριες γραμμές για την εφαρμογή και ερμηνεία των άρθρων 61 και 62 της συμφωνίας ΕΟΧ και του άρθρου 1 του πρωτοκόλλου 3 της συμφωνίας περί εποπτείας και Δικαστηρίου, που εγκρίθηκαν και εκδόθηκαν από την Αρχή στις 19 Ιανουαρίου 1994, δημοσιεύθηκαν στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (εφεξής «ΕΕ») L 231 της 3.9.1994, σ. 1 και στο συμπλήρωμα για τον ΕΟΧ αριθ. 32 της 3.9.1994, σ. 1. Εφεξής «κατευθυντήριες γραμμές για τις κρατικές ενισχύσεις». Το επικαιροποιημένο κείμενο των κατευθυντήριων γραμμών για τις κρατικές ενισχύσεις δημοσιεύθηκε στον δικτυακό τόπο της Αρχής στην ακόλουθη διεύθυνση: http://www.eftasurv.int/state-aid/legal-framework/state-aid-guidelines/
(6) Εφεξής «κατευθυντήριες γραμμές για την ανακεφαλαιοποίηση».
(7) Απόφαση αριθ. 195/04/COL της 14ης Ιουλίου 2004, που δημοσιεύθηκε στην ΕΕ L 139 της 25.5.2006, σ. 37 και στο Συμπλήρωμα για τον ΕΟΧ αριθ. 26 της 25.5.2006, σ. 1 όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση αριθ. 319/05/COL της 14ης Δεκεμβρίου 2005, που δημοσιεύθηκε στην ΕΕ C 286 της 23.11.2006, σ. 9, και στο συμπλήρωμα για τον ΕΟΧ αριθ. 57 της 23.11.2006, σ. 31.
(8) Εφεξής «καθεστώς ανακεφαλαιοποίησης».
(9) Στα τέλη του 2008, υπήρχαν 121 ταμιευτήρια και 18 εμπορικές τράπεζες στη Νορβηγία. Περίπου το 77 % των νορβηγικών τραπεζών είχαν δείκτες βασικού κεφαλαίου πάνω από 12 %. Πρόκειται, ωστόσο, κυρίως για μικρά ταμιευτήρια και αντιπροσωπεύουν μόνον το 11 % περίπου των συνολικών τραπεζικών περιουσιακών στοιχείων. Από την άλλη πλευρά, ένας πολύ μικρός αριθμός τραπεζών είχε δείκτη βασικού κεφαλαίου κάτω από 7 %.
(10) Το κεφάλαιο κατηγορίας 1 αποτελεί το βασικό μέγεθος μέτρησης της οικονομικής ευρωστίας μιας τράπεζας από την οπτική γωνία του ρυθμιστικού φορέα. Απαρτίζεται από το βασικό κεφάλαιο, το οποίο συνίσταται κυρίως σε κοινές μετοχές και καταγεγραμμένα αποθεματικά (ή μη διανεμηθέντα κέρδη), ενώ μπορεί να περιλαμβάνει μη εξαγοράσιμους τίτλους ή μη σωρευτικούς προνομιούχους τίτλους.
(11) Εφεξής «το Ταμείο».
(12) Ο όρος «νορβηγικές τράπεζες» περιλαμβάνει νορβηγικές τράπεζες που ανήκουν σε ξένες τράπεζες, αλλά αποκλείει υποκαταστήματα που διατηρούν στη Νορβηγία ξένες τράπεζες, άλλα πιστωτικά ιδρύματα πλην των τραπεζών και άλλα είδη χρηματοπιστωτικών οργανισμών.
(13) Εφεξής «ο κανονισμός εφαρμογής».
(14) Ενότητα 2 του κανονισμού εφαρμογής.
(15) Ενότητα 2 του κανονισμού εφαρμογής.
(16) Άρθρο 10 του κανονισμού εφαρμογής.
(17) Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να αξιολογούνται διάφορα στοιχεία, όπως ο δείκτης βασικού κεφαλαίου, η συνολική απόδοση, η σύνθεση και η πιστωτική ποιότητα του χαρτοφυλακίου δανειοδοτήσεων, ο δείκτης καταθέσεων προς δάνεια, τα ανοίγματα σε ζημίες και κινδύνους (πιστωτικό κίνδυνο, κίνδυνο ρευστότητας, κίνδυνο αγοράς και επιχειρησιακό κίνδυνο). Το Ταμείο, ή εμπειρογνώμονες που αυτό προσλαμβάνει, μπορούν να χρησιμοποιήσουν τη διαβάθμιση από τις μεγαλύτερες τράπεζες που αναπτύσσουν δραστηριότητα στη Νορβηγία, π.χ. την πιστωτική ανάλυση που κάνει η DnB NOR (ο μεγαλύτερος χρηματοπιστωτικός όμιλος της Νορβηγίας), ως σημείο εκκίνησης για τον προσδιορισμό της κατάλληλης κατηγορίας κινδύνου.
(18) Εφεξής «ΕΚΤ».
(19) Εφεξής «σύσταση της ΕΚΤ».
(20) Βάσει της απόδοσης εξάμηνης διάρκειας τίτλων του Δημοσίου που αγοράζονται στην προθεσμιακή αγορά.
(21) Ενότητα 11 του κανονισμού εφαρμογής.
(22) Οι νορβηγικές αρχές υπολόγισαν τον αριθμό αυτόν βάσει του αθροίσματος όλων των περιθωρίων επί κανονικών ομολόγων μεγάλων τραπεζών έναντι των κρατικών ομολόγων, και των περιθωρίων CDS για δάνεια μειωμένης εξασφάλισης έναντι των ομολόγων μεγάλων τραπεζών.
(23) Αντίθετα, εντός της ζώνης του ευρώ, η ΕΚΤ υπολόγισε ότι ο διάμεσος όλων των περιθωρίων CDS επί τίτλων μειωμένης εξασφάλισης ανέρχεται σε 73 μονάδες βάσης.
(24) Ενότητα 12 του κανονισμού εφαρμογής.
(25) Ενότητα 13 του κανονισμού εφαρμογής.
(26) Ενότητα 12 του κανονισμού εφαρμογής.
(27) Εάν ο συντελεστής μετατροπής καθοριστεί ως ο μέσος όρος μεταξύ της αρχικής αγοραίας τιμής και της αγοραίας τιμής κατά τη μετατροπή, το τυχόν όφελος που αποκομίζει το Ταμείο θα πρέπει να εξασφαλίζεται με αντίστοιχη αύξηση της αξίας εξαγοράς, ούτως ώστε να υπάρχει συμμετρία μεταξύ κινδύνου ζημίας και δυνητικού κέρδους. Σε περίπτωση που ο συντελεστής μετατροπής καθοριστεί στην αγοραία τιμή που ισχύει κατά τη μετατροπή, το Ταμείο δεν θα αναλαμβάνει ζημίες λόγω μείωσης της αξίας των μετοχών πριν τη μετατροπή. Στην περίπτωση αυτήν το όφελος που αποκομίζει το Ταμείο θα πρέπει να είναι πιο περιορισμένο.
(28) Ενότητα 8 του κανονισμού εφαρμογής.
(29) Παράγραφοι 4 και 5 των κατευθυντήριων γραμμών για την ανακεφαλαιοποίηση.
(30) Παράγραφος 11 των κατευθυντήριων γραμμών για την ανακεφαλαιοποίηση.
(31) Υπόθεση C-390/06 Nuova Agricast κατά Ministero delle Attività Produttive, απόφαση της 15ης Απριλίου 2008 (που δεν έχει ακόμη αναφερθεί), σκέψη 68. Το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι «από την απόφαση της 17ης Σεπτεμβρίου 1980, 730/79, […], προκύπτει ότι μια ενίσχυση η οποία συνεπάγεται βελτίωση της οικονομικής καταστάσεως της ωφελούμενης επιχειρήσεως χωρίς να είναι αναγκαία για την επίτευξη των προβλεπομένων από το άρθρο 87 παράγραφος 3 της συνθήκης ΕΚ σκοπών δεν δύναται να θεωρηθεί ότι συμβιβάζεται με την κοινή αγορά».
(32) Παράγραφος 12 των κατευθυντήριων γραμμών για την ανακεφαλαιοποίηση.
(33) Ενότητα 2 του κανονισμού εφαρμογής.
(34) Παράγραφος 11 των κατευθυντήριων γραμμών για την ανακεφαλαιοποίηση.
(35) Δεδομένου ότι οι τράπεζες με δείκτη ιδίων κεφαλαίων κάτω από 6 % κατά κανόνα δεν είναι επιλέξιμες προς υπαγωγή στο καθεστώς, η μέγιστη αύξηση για τράπεζες της κατηγορίας αυτής θα είναι 4 ποσοστιαίες μονάδες. Όπως αναφέρεται ανωτέρω στην υποσημείωση 9 είναι πολύ λίγες οι τράπεζες που έχουν δείκτη βασικού κεφαλαίου κάτω από 7 %.
(36) Ενότητα 2 του κανονισμού εφαρμογής.
(37) Παράγραφος 19 των κατευθυντήριων γραμμών για την ανακεφαλαιοποίηση.
(38) Παράγραφος 23 των κατευθυντήριων γραμμών για την ανακεφαλαιοποίηση.
(39) Παράγραφος 30 των κατευθυντήριων γραμμών για την ανακεφαλαιοποίηση.
(40) Στη σύσταση της ΕΚΤ ορίζεται ως εξής: «το άθροισμα i) της μέσης απόδοσης του πενταετούς ομολόγου ΟΝΕ κατά τις 20 εργάσιμες ημέρες που προηγούνται της εισφοράς κεφαλαίου, και ii) της μέσης απόδοσης εθνικών ομολόγων για τη χώρα εγκατάστασης του χρηματοπιστωτικού οργανισμού κατά την περίοδο αναφοράς, δηλαδή 1 Ιανουαρίου 2007 — 31 Αυγούστου 2008».
(41) Βλέπε υποσημείωση 17 ανωτέρω.
(42) Παράγραφος 39 των κατευθυντήριων γραμμών για την ανακεφαλαιοποίηση.