Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52016IP0279

Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 9ης Ιουνίου 2016 σχετικά με μια ανοικτή, αποτελεσματική και ανεξάρτητη διοίκηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης (2016/2610(RSP))

ΕΕ C 86 της 6.3.2018, p. 126–139 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, HR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

6.3.2018   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 86/126


P8_TA(2016)0279

Κανονισμός για ανοικτή, αποτελεσματική και ανεξάρτητη διοίκηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 9ης Ιουνίου 2016 σχετικά με μια ανοικτή, αποτελεσματική και ανεξάρτητη διοίκηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης (2016/2610(RSP))

(2018/C 086/19)

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

έχοντας υπόψη το άρθρο 225 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

έχοντας υπόψη το άρθρο 298 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

έχοντας υπόψη το άρθρο 41 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο προβλέπει ότι το δικαίωμα χρηστής διοίκησης αποτελεί θεμελιώδες δικαίωμα,

έχοντας υπόψη την ερώτηση προς την Επιτροπή σχετικά με μια ανοικτή, αποτελεσματική και ανεξάρτητη διοίκηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης (O-000079/2016 — B8-0705/2016),

έχοντας υπόψη το ψήφισμά του, της 15ης Ιανουαρίου 2013, που περιέχει συστάσεις προς την Επιτροπή σχετικά με το διοικητικό δικονομικό δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (1),

έχοντας υπόψη το άρθρο 128 παράγραφος 5, το άρθρο 123 παράγραφος 2 και το άρθρο 46 παράγραφος 6 του Κανονισμού του,

1.

υπενθυμίζει ότι στο ψήφισμά του της 15ης Ιανουαρίου 2013 το Κοινοβούλιο ζήτησε, σύμφωνα με το άρθρο 225 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), να εγκριθεί κανονισμός για μια ανοικτή, αποτελεσματική και ανεξάρτητη διοίκηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης δυνάμει του άρθρου 298 ΣΛΕΕ, αλλά, παρά το γεγονός ότι το ψήφισμα εγκρίθηκε με συντριπτική πλειοψηφία (572 ψήφοι υπέρ, 16 κατά, 12 αποχές), η Επιτροπή δεν ανταποκρίθηκε στο αίτημα του Κοινοβουλίου να υποβάλει σχετική πρόταση·

2.

καλεί την Επιτροπή να εξετάσει τη συνημμένη πρόταση κανονισμού·

3.

καλεί την Επιτροπή να υποβάλει νομοθετική πρόταση η οποία θα συμπεριληφθεί στο πρόγραμμα εργασίας της για το έτος 2017·

4.

αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα στην Επιτροπή.


(1)  ΕΕ C 440 της 30.12.2015, σ. 17.


Πρόταση

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

σχετικά με την ανοιχτή, αποτελεσματική και ανεξάρτητη διοίκηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 298,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία,

Εκτιμώντας τα εξής:

(1)

Με την ανάπτυξη των αρμοδιοτήτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι πολίτες έρχονται όλο και πιο συχνά αντιμέτωποι με τα θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης, χωρίς να εξασφαλίζεται πάντοτε η κατάλληλη προστασία των διαδικαστικών δικαιωμάτων τους.

(2)

Σε μια Ένωση που στηρίζεται στον σεβασμό του κράτους δικαίου, είναι πάντοτε αναγκαίο να καθορίζονται και να αναπτύσσονται επαρκώς τα διαδικαστικά δικαιώματα και υποχρεώσεις και να διασφαλίζεται η συμμόρφωση με αυτά. Οι πολίτες έχουν το δικαίωμα να προσδοκούν υψηλό επίπεδο διαφάνειας, αποτελεσματικότητας, ταχείας εκτέλεσης και ανταπόκρισης από τα θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμούς της Ένωσης. Έχουν επίσης δικαίωμα να ενημερώνονται επαρκώς εάν δύνανται να προβούν σε περαιτέρω ενέργειες επί του θέματός τους.

(3)

Οι ισχύοντες κανόνες και αρχές της χρηστής διοίκησης βρίσκονται σε διάσπαρτη μορφή σε ένα ευρύ φάσμα πηγών: στο πρωτογενές δίκαιο, στο παράγωγο δίκαιο, στη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στο μη δεσμευτικό δίκαιο και στις μονομερείς δεσμεύσεις των θεσμικών οργάνων της Ένωσης.

(4)

Με την πάροδο των ετών, η Ένωση έχει αναπτύξει σημαντικό αριθμό τομεακών διοικητικών διαδικασιών, υπό τη μορφή δεσμευτικών διατάξεων αλλά και μη δεσμευτικού δικαίου, χωρίς να λαμβάνει απαραίτητα υπόψη τη συνολική συνεκτικότητα του συστήματος. Αυτό το σύνθετο φάσμα διαδικασιών έχει οδηγήσει σε κενά και ανακολουθίες στις εν λόγω διαδικασίες.

(5)

Το γεγονός ότι η Ένωση δεν διαθέτει συνεκτικό και ολοκληρωμένο σύνολο κωδικοποιημένων κανόνων διοικητικού δικαίου δεν διευκολύνει τους πολίτες στην κατανόηση των διοικητικών τους δικαιωμάτων που απορρέουν από το ενωσιακό δίκαιο.

(6)

Τον Απρίλιο του 2000, ο Ευρωπαίος Διαμεσολαβητής πρότεινε στα θεσμικά όργανα έναν Κώδικα Ορθής Διοικητικής Συμπεριφοράς, θεωρώντας ότι ο κώδικας αυτός θα πρέπει να ισχύει για όλα τα θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμούς της Ένωσης.

(7)

Στο ψήφισμά του της 6ης Σεπτεμβρίου 2001, το Κοινοβούλιο ενέκρινε με τροποποιήσεις το σχέδιο κώδικα του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή και κάλεσε την Επιτροπή να υποβάλει πρόταση κανονισμού η οποία να περιέχει Κώδικα Ορθής Διοικητικής Συμπεριφοράς βάσει του άρθρου 308 της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας.

(8)

Οι ισχύοντες εσωτερικοί κώδικες συμπεριφοράς που θεσπίστηκαν στη συνέχεια από τα διάφορα θεσμικά όργανα, και που βασίζονταν κυρίως στον κώδικα του Διαμεσολαβητή, έχουν περιορισμένη ισχύ, διαφέρουν μεταξύ τους και δεν είναι νομικά δεσμευτικοί.

(9)

Με τη θέση σε ισχύ της Συνθήκης της Λισαβόνας, η Ένωση απέκτησε τη νομική βάση για τη θέσπιση ενός κανονισμού διοικητικής διαδικασίας. Στο άρθρο 298 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) προβλέπεται η έγκριση κανονισμών ώστε να διασφαλίζεται ότι κατά την εκπλήρωση της αποστολής τους, τα θεσμικά και λοιπά όργανα και οι οργανισμοί της Ένωσης στηρίζονται σε ευρωπαϊκή διοίκηση ανοιχτή, αποτελεσματική και ανεξάρτητη. Επίσης, με τη θέση σε ισχύ της Συνθήκης της Λισαβόνας, ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης («ο Χάρτης») απέκτησε το ίδιο νομικό κύρος με τις Συνθήκες.

(10)

Στον τίτλο V («Δικαιώματα των πολιτών») του Χάρτη κατοχυρώνεται το δικαίωμα χρηστής διοίκησης στο άρθρο 41, το οποίο ορίζει ότι κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στην αμερόληπτη, δίκαιη και εντός ευλόγου προθεσμίας εξέταση των υποθέσεών του από τα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης. Επιπλέον, στο άρθρο 41 του Χάρτη αναφέρονται ενδεικτικά ορισμένα από τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στον ορισμό του δικαιώματος της χρηστής διοίκησης, όπως το δικαίωμα σε ακρόαση, το δικαίωμα κάθε προσώπου να έχει πρόσβαση στον φάκελό του, το δικαίωμα να λαμβάνει αιτιολόγηση για αποφάσεις της διοίκησης, και η δυνατότητα αξίωσης αποζημίωσης για ζημία που προξενούν τα όργανα ή οι υπάλληλοί τους κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, καθώς και γλωσσικά δικαιώματα.

(11)

Η αποτελεσματική διοίκηση της Ένωσης είναι ουσιώδης για το δημόσιο συμφέρον. Υπερβολή είτε έλλειψη κανόνων και διαδικασιών μπορεί να οδηγήσουν σε κακή διοίκηση, η οποία μπορεί επίσης να προκύψει από την ύπαρξη αντιφατικών, ανακόλουθων και ασαφών κανόνων και διαδικασιών.

(12)

Σε κατάλληλα δομημένες και συνεπείς διοικητικές διαδικασίες εδράζονται τόσο η αποτελεσματική διοίκηση όσο και η ορθή άσκηση του δικαιώματος σε χρηστή διοίκηση που διασφαλίζεται ως γενική αρχή του ενωσιακού δικαίου καθώς και από το άρθρο 41 του Χάρτη.

(13)

Στο ψήφισμά του της 15ης Ιανουαρίου 2013 το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ζήτησε τη θέσπιση κανονισμού περί ευρωπαϊκού διοικητικού διαδικαστικού δικαίου, για τη διασφάλιση του δικαιώματος στη χρηστή διοίκηση μέσω μιας ανοιχτής, αποτελεσματικής και ανεξάρτητης ευρωπαϊκής διοίκησης. Η θέσπιση ενός κοινού συνόλου διοικητικών διαδικαστικών κανόνων σε επίπεδο θεσμικών και λοιπών οργάνων και οργανισμών της Ένωσης έχει στόχο να ενισχύσει την ασφάλεια δικαίου, να καλύψει τα κενά στο νομικό σύστημα της Ένωσης και να συμβάλει κατ’ επέκταση στη συμμόρφωση με το κράτος δικαίου.

(14)

Σκοπός του παρόντος κανονισμού είναι ο καθορισμός ενός συνόλου διαδικαστικών κανόνων με τους οποίους πρέπει να συμμορφώνεται η διοίκηση της Ένωσης κατά την εκτέλεση των διοικητικών της δραστηριοτήτων. Οι εν λόγω κανόνες έχουν ως στόχο να διασφαλίζουν μια ανοιχτή, αποτελεσματική και ανεξάρτητη διοίκηση καθώς και τη δέουσα άσκηση του δικαιώματος χρηστής διοίκησης.

(15)

Σε ευθυγράμμιση με το άρθρο 298 της ΣΛΕΕ, ο παρών κανονισμός δεν θα ισχύει για τις διοικήσεις των κρατών μελών. Επιπλέον, ο κανονισμός δεν θα εφαρμόζεται στις νομοθετικές διαδικασίες, στις δικαστικές διαδικασίες και στις διαδικασίες που οδηγούν στην έκδοση μη νομοθετικών πράξεων οι οποίες στηρίζονται άμεσα στις Συνθήκες, κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων και εκτελεστικών πράξεων.

(16)

Ο παρών κανονισμός θα ισχύει για τη διοίκηση της Ένωσης με την επιφύλαξη άλλων νομικών πράξεων της Ένωσης που προβλέπουν ειδικούς διοικητικούς διαδικαστικούς κανόνες. Ωστόσο, οι τομεακές διοικητικές διαδικασίες δεν είναι πλήρως συνεκτικές και ολοκληρωμένες. Προκειμένου να εξασφαλιστούν η συνολική συνοχή των διοικητικών δραστηριοτήτων των διοικητικών φορέων της Ένωσης και η πλήρης τήρηση του δικαιώματος χρηστής διοίκησης, οι νομικές πράξεις στις οποίες προβλέπονται ειδικοί διοικητικοί διαδικαστικοί κανόνες θα πρέπει, ως εκ τούτου, να ερμηνεύονται σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό και τα κενά τους θα πρέπει να καλύπτονται από τις σχετικές διατάξεις του παρόντος κανονισμού. Στον παρόντα κανονισμό καθορίζονται δικαιώματα και υποχρεώσεις εξ ορισμού για όλες τις διοικητικές διαδικασίες που προβλέπονται από το ενωσιακό δίκαιο και ως εκ τούτου μειώνεται ο κατακερματισμός των ισχυόντων διαδικαστικών κανόνων που απορρέουν από την τομεακή νομοθεσία.

(17)

Οι διοικητικοί διαδικαστικοί κανόνες οι οποίοι ορίζονται σε αυτόν τον κανονισμό αποσκοπούν στην εφαρμογή των αρχών της χρηστής διοίκησης που προβλέπονται σε ευρύ φάσμα νομικών πηγών δυνάμει της νομολογίας του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι εν λόγω αρχές περιγράφονται κατωτέρω και η διατύπωσή τους θα πρέπει να εμπνέει την ερμηνεία των διατάξεων του παρόντος κανονισμού.

(18)

Η αρχή του κράτους δικαίου, όπως προβλέπεται στο άρθρο 2 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ), είναι η καρδιά και η ψυχή των αξιών της Ένωσης. Σύμφωνα με την εν λόγω αρχή, όλες οι ενέργειες της Ένωσης πρέπει να βασίζονται στις Συνθήκες και να συμμορφώνονται με την αρχής της δοτής αρμοδιότητας. Επιπλέον, σύμφωνα με την αρχή της νομιμότητας, που αποτελεί απόρροια του κράτους δικαίου, οι δραστηριότητες των διοικητικών φορέων της Ένωσης απαιτείται να διεξάγονται σε πλήρη συμφωνία με το δίκαιο.

(19)

Κάθε νομική πράξη του δικαίου της Ένωσης πρέπει να συμμορφώνεται με την αρχή της αναλογικότητας. Για τον σκοπό αυτό, κάθε μέτρο της διοίκησης της Ένωσης πρέπει να είναι κατάλληλο και αναγκαίο για την επίτευξη των στόχων που επιδιώκονται νομίμως από το εν λόγω μέτρο: όταν υπάρχει δυνατότητα επιλογής μεταξύ διαφόρων δυνητικά κατάλληλων μέτρων, πρέπει να γίνεται η λιγότερο επαχθής επιλογή, και οι επιβαρύνσεις που μπορεί να επιβληθούν από τη διοίκηση δεν πρέπει να είναι δυσανάλογες προς τους επιδιωκόμενους σκοπούς.

(20)

Βάσει του δικαιώματος χρηστής διοίκησης, οι διοικητικές πράξεις των διοικητικών φορέων της Ένωσης απαιτείται να στηρίζονται σε διοικητικές διαδικασίες που εγγυώνται αμερόληπτη, δίκαιη και έγκαιρη εφαρμογή των πράξεων αυτών.

(21)

Βάσει του δικαιώματος χρηστής διοίκησης, κάθε απόφαση για κίνηση διοικητικής διαδικασίας πρέπει να κοινοποιείται στα μέρη και να περιλαμβάνει τις αναγκαίες πληροφορίες που τους επιτρέπουν να ασκούν τα δικαιώματά τους στη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας. Σε εξαιρετικές και δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις, όταν απαιτείται από το κοινό συμφέρον, η διοίκηση της Ένωσης μπορεί να καθυστερήσει ή να παραλείψει την κοινοποίηση.

(22)

Όταν η διοικητική διαδικασία κινείται κατόπιν αίτησης ενός εκ των μερών, με βάση το δικαίωμα χρηστής διοίκησης υποχρεώνεται η διοίκηση της Ένωσης να βεβαιώνει εγγράφως την παραλαβή της αίτησης. Στη βεβαίωση παραλαβής θα πρέπει να αναγράφονται οι αναγκαίες πληροφορίες που επιτρέπουν στο ενδιαφερόμενο μέρος να ασκήσει τα δικαιώματα υπεράσπισής του στη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας. Ωστόσο, η διοίκηση της Ένωσης θα πρέπει να έχει το δικαίωμα να απορρίπτει άσκοπες ή καταχρηστικές αιτήσεις καθώς θα μπορούσαν να θέσουν σε κίνδυνο τη διοικητική αποτελεσματικότητα.

(23)

Για λόγους ασφάλειας δικαίου, μια διοικητική διαδικασία θα πρέπει να κινείται εντός εύλογου χρονικού διαστήματος από την επέλευση του γεγονότος. Ως εκ τούτου, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να περιλαμβάνει διατάξεις σχετικά με την προθεσμία παραγραφής.

(24)

Με βάση το δικαίωμα χρηστής διοίκησης απαιτείται η διοίκηση της Ένωσης να ασκεί καθήκον επιμέλειας, το οποίο την υποχρεώνει να προσδιορίζει και να επανεξετάζει με προσεκτικό και αμερόληπτο τρόπο όλα τα συναφή πραγματικά και νομικά στοιχεία μιας υπόθεσης, λαμβανομένων υπόψη όλων των σχετικών συμφερόντων, σε κάθε στάδιο της διαδικασίας. Για τον σκοπό αυτό, η διοίκηση της Ένωσης θα πρέπει να εξουσιοδοτηθεί να εξετάζει τα ενδιαφερόμενα μέρη, τους μάρτυρες και τους εμπειρογνώμονες, να ζητά έγγραφα και φακέλους και να πραγματοποιεί επισκέψεις ή επιθεωρήσεις. Κατά την επιλογή των εμπειρογνωμόνων, η διοίκηση της Ένωσης θα πρέπει να διασφαλίζει ότι είναι τεχνικά αρμόδιοι και ότι δεν επηρεάζονται από σύγκρουση συμφερόντων.

(25)

Στη διάρκεια της έρευνας που πραγματοποιεί η διοίκηση της Ένωσης, τα μέρη θα πρέπει να υποχρεούνται να συνεργάζονται, επικουρώντας τη διοίκηση στην εξακρίβωση των γεγονότων και των περιστάσεων της υπόθεσης. Όταν καλεί τα μέρη να συνεργαστούν, η διοίκηση της Ένωσης θα πρέπει να τους παρέχει εύλογο χρονικό διάστημα απόκρισης και θα πρέπει να τους υπενθυμίζει το δικαίωμα της μη αυτοενοχοποίησης όταν η διοικητική διαδικασία μπορεί να καταλήξει σε κυρώσεις.

(26)

Το δικαίωμα σε αμερόληπτη μεταχείριση από τη διοίκηση της Ένωσης αποτελεί απόρροια του θεμελιώδους δικαιώματος χρηστής διοίκησης και υποχρεώνει τα μέλη του προσωπικού να απέχουν από διοικητική διαδικασία στην οποία έχουν, άμεσα ή έμμεσα, προσωπικό συμφέρον, περιλαμβανομένων ιδίως τυχόν οικογενειακών ή οικονομικών συμφερόντων που είναι δυνατόν να θέσουν σε κίνδυνο την αμεροληψία τους.

(27)

Βάσει του δικαιώματος χρηστής διοίκησης, μπορεί να απαιτηθεί, υπό ορισμένες συνθήκες, η διενέργεια επιθεωρήσεων από τη διοίκηση, όταν αυτό είναι αναγκαίο για την εκπλήρωση καθήκοντος ή την επίτευξη στόχου δυνάμει του ενωσιακού δικαίου. Στο πλαίσιο των εν λόγω επιθεωρήσεων πρέπει να τηρούνται ορισμένες προϋποθέσεις και διαδικασίες ώστε να προστατεύονται τα δικαιώματα των μερών.

(28)

Το δικαίωμα ακρόασης θα πρέπει να διασφαλίζεται σε όλες τις διαδικασίες που κινούνται εναντίον ενός προσώπου και είναι δυνατόν να καταλήξουν σε λήψη μέτρου που το βλάπτει. Το εν λόγω δικαίωμα δεν θα πρέπει να αποκλείεται ή να περιορίζεται από κανένα νομοθετικό μέτρο. Βάσει του δικαιώματος ακρόασης, πρέπει να παρέχεται στον ενδιαφερόμενο ακριβής και πλήρης έκθεση με τους ισχυρισμούς ή τις αντιρρήσεις που προβάλλονται καθώς και η δυνατότητα να υποβάλλει παρατηρήσεις σχετικά με την αλήθεια και τη συνάφεια των γεγονότων και των εγγράφων που χρησιμοποιούνται.

(29)

Το δικαίωμα χρηστής διοίκησης περιλαμβάνει το δικαίωμα ενός ενδιαφερομένου μέρους σε διοικητική διαδικασία να έχει πρόσβαση στον φάκελό του, κάτι που αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση και για την απόλαυση του δικαιώματος ακρόασης. Όταν η προστασία των νόμιμων συμφερόντων της εμπιστευτικότητας και του επαγγελματικού και επιχειρηματικού απορρήτου δεν επιτρέπει την πλήρη πρόσβαση σε έναν φάκελο, θα πρέπει τουλάχιστον να παρέχεται στο ενδιαφερόμενο μέρος επαρκής περίληψη του περιεχομένου του φακέλου. Προκειμένου να διευκολύνεται η πρόσβαση στους φακέλους και κατ’ επέκταση να εξασφαλίζεται η διαφανής διαχείριση των πληροφοριών, η διοίκηση της Ένωσης θα πρέπει να τηρεί μητρώα με την εισερχόμενη και εξερχόμενη αλληλογραφία, τα έγγραφα που παραλαμβάνει και τα μέτρα που λαμβάνει, και να δημιουργήσει ευρετήριο των αρχείων που τηρεί.

(30)

Η διοίκηση της Ένωσης οφείλει να εκδίδει διοικητικές πράξεις εντός εύλογου χρονικού διαστήματος. Η αργή διοίκηση είναι κακή διοίκηση. Οποιαδήποτε καθυστέρηση ως προς την έκδοση διοικητικής πράξης θα πρέπει να δικαιολογείται, και το ενδιαφερόμενο μέρος που εμπλέκεται στη διοικητική διαδικασία θα πρέπει να ενημερώνεται δεόντως για την εν λόγω καθυστέρηση καθώς και για την προβλεπόμενη ημερομηνία έκδοσης της διοικητικής πράξης.

(31)

Το δικαίωμα χρηστής διοίκησης υποχρεώνει τη διοίκηση της Ένωσης να αναφέρει ρητά τους λόγους στους οποίους στηρίζονται οι διοικητικές πράξεις της. Η αιτιολόγηση θα πρέπει να επισημαίνει τη νομική βάση της πράξης, τη γενική κατάσταση που οδήγησε στην έκδοση αυτής και τους γενικούς στόχους που επιδιώκει. Θα πρέπει να αποκαλύπτει σαφώς και αδιαμφισβήτητα το σκεπτικό της αρμόδιας αρχής που εξέδωσε την πράξη κατά τέτοιον τρόπο ώστε να επιτρέπει στα ενδιαφερόμενα μέρη να αποφασίσουν εάν επιθυμούν να υπερασπιστούν τα δικαιώματά τους μέσω της υποβολής αιτήματος για δικαστική επανεξέταση.

(32)

Σύμφωνα με το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής, ούτε η Ένωση ούτε τα κράτη μέλη μπορούν να καταστήσουν πρακτικά αδύνατη ή υπερβολικά δύσκολη την άσκηση των δικαιωμάτων που απορρέουν από το δίκαιο της Ένωσης. Αντιθέτως, υποχρεούνται να εγγυώνται πραγματική και αποτελεσματική δικαστική προστασία και απαγορεύεται να εφαρμόζουν οποιονδήποτε κανόνα ή διαδικασία που μπορεί να εμποδίσει, έστω και προσωρινά, την πλήρη εφαρμογή και θέση σε ισχύ του δικαίου της Ένωσης.

(33)

Προκειμένου να διευκολύνεται η άσκηση του δικαιώματος πραγματικής προσφυγής, η διοίκηση της Ένωσης θα πρέπει να αναφέρει στις διοικητικές πράξεις της τα μέσα ένδικης προστασίας που διαθέτουν τα μέρη των οποίων τα δικαιώματα και τα συμφέρονται θίγονται από τις πράξεις αυτές. Πέρα από τη δυνατότητα κίνησης δικαστικών διαδικασιών ή υποβολής καταγγελίας στον Ευρωπαίο Διαμεσολαβητή, θα πρέπει να χορηγηθεί στο ενδιαφερόμενο μέρος το δικαίωμα να ζητήσει διοικητική επανεξέταση και θα πρέπει να του παρασχεθούν πληροφορίες σχετικά με τη διαδικασία και την προθεσμία υποβολής του σχετικού αιτήματος.

(34)

Το αίτημα διοικητικής επανεξέτασης δεν θίγει το δικαίωμα του ενδιαφερόμενου μέρους σε δικαστική προσφυγή. Για τους σκοπούς της προθεσμίας για την υποβολή αιτήματος δικαστικής επανεξέτασης, μια διοικητική πράξη θα πρέπει να θεωρείται τελική εάν το ενδιαφερόμενο μέρος δεν υποβάλλει αίτημα διοικητικής επανεξέτασης εντός της σχετικής προθεσμίας ή, εάν το ενδιαφερόμενο μέρος υποβάλλει αίτημα διοικητικής επανεξέτασης, η τελική διοικητική πράξη είναι η πράξη με την οποία ολοκληρώνεται η διοικητική επανεξέταση.

(35)

Σύμφωνα με τις αρχές της διαφάνειας και της ασφάλειας δικαίου, τα μέρη που εμπλέκονται σε διοικητική διαδικασία θα πρέπει να είναι σε θέση να κατανοούν σαφώς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από διοικητική πράξη που απευθύνεται σε αυτούς. Για τους σκοπούς αυτούς, η διοίκηση της Ένωσης θα πρέπει να διασφαλίζει ότι οι διοικητικές της πράξεις συντάσσονται σε σαφή, απλή και κατανοητή γλώσσα και αρχίζουν να ισχύουν από την κοινοποίησή τους στα ενδιαφερόμενα μέρη. Κατά την εκπλήρωση της εν λόγω υποχρέωσης, η διοίκηση της Ένωσης καλείται να αξιοποιήσει δεόντως τις τεχνολογίες πληροφοριών και επικοινωνιών και να προσαρμοστεί στην εξέλιξή τους.

(36)

Για τους σκοπούς της διαφάνειας και της διοικητικής αποτελεσματικότητας, η διοίκηση της Ένωσης θα πρέπει να εξασφαλίζει ότι τα τυπογραφικά, αριθμητικά ή παρόμοια λάθη στις διοικητικές της πράξεις διορθώνονται από τις αρμόδιες αρχές.

(37)

Σύμφωνα με την αρχή της νομιμότητας, που αποτελεί απόρροια του κράτους δικαίου, η διοίκηση της Ένωσης υποχρεούται να διορθώνει ή να αποσύρει παράνομες διοικητικές πράξεις. Ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψη ότι κάθε διόρθωση ή απόσυρση διοικητικής πράξης μπορεί να έλθει σε σύγκρουση με την προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και την αρχή της ασφάλειας δικαίου, η διοίκηση της Ένωσης θα πρέπει να προβαίνει σε προσεκτική και αμερόληπτη αξιολόγηση του αντικτύπου της διόρθωσης ή της απόσυρσης στα άλλα ενδιαφερόμενα μέρη, και να συμπεριλαμβάνει τα συμπεράσματα της εν λόγω αξιολόγησης στους λόγους της διόρθωσης ή της απόσυρσης της πράξης.

(38)

Οι πολίτες της Ένωσης έχουν το δικαίωμα να απευθύνονται γραπτώς στα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης σε μία από τις γλώσσες των Συνθηκών και να λαμβάνουν απάντηση στην ίδια γλώσσα. Η διοίκηση της Ένωσης οφείλει να σέβεται τα γλωσσικά δικαιώματα των μερών διασφαλίζοντας ότι η διοικητική διαδικασία πραγματοποιείται σε μία από τις γλώσσες των Συνθηκών που επιλέγεται από το ενδιαφερόμενο μέρος. Σε περίπτωση κίνησης της διοικητικής διαδικασίας από τη διοίκηση της Ένωσης, η πρώτη κοινοποίηση θα πρέπει να συντάσσεται σε μία από τις γλώσσες της Συνθήκης που αντιστοιχεί στο κράτος μέλος στο οποίο βρίσκεται το ενδιαφερόμενο μέρος.

(39)

Η αρχή της διαφάνειας και το δικαίωμα πρόσβασης στα έγγραφα έχουν ιδιαίτερη σημασία στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας, με την επιφύλαξη των νομοθετικών πράξεων που εκδίδονται δυνάμει του άρθρου 15 παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ. Κάθε περιορισμός των εν λόγω δικαιωμάτων θα πρέπει να ερμηνεύεται αυστηρά ώστε να συμμορφώνεται με τα κριτήρια που καθορίζονται στο άρθρο 52 παράγραφος 1 του Χάρτη, και ως εκ τούτου θα πρέπει να προβλέπεται από τον νόμο, να σέβεται το πνεύμα των δικαιωμάτων και των ελευθεριών και να υπόκειται στην αρχή της αναλογικότητας.

(40)

Το δικαίωμα στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα συνεπάγεται ότι, με την επιφύλαξη των νομοθετικών πράξεων που εκδίδονται σύμφωνα με το άρθρο 16 της ΣΛΕΕ, τα δεδομένα που χρησιμοποιούνται από τη διοίκηση της Ένωσης θα πρέπει να είναι ακριβή και επικαιροποιημένα και να διασφαλίζεται η νόμιμη καταχώρισή τους.

(41)

Η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης απορρέει από το κράτος δικαίου και σημαίνει ότι οι ενέργειες των δημόσιων φορέων δεν θα πρέπει να θίγουν τα κεκτημένα δικαιώματα και τις τελικές νομικές καταστάσεις, εκτός εάν συντρέχουν επιτακτικοί λόγοι δημόσιου συμφέροντος. Η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη θα πρέπει να λαμβάνεται δεόντως υπόψη σε περίπτωση διόρθωσης ή απόσυρσης διοικητικής πράξης.

(42)

Βάσει της αρχής της ασφάλειας δικαίου, οι κανόνες της Ένωσης απαιτείται να είναι σαφείς και ακριβείς. Η εν λόγω αρχή έχει ως στόχο να εξασφαλίζει το προβλέψιμο των καταστάσεων και των έννομων σχέσεων που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης παρέχοντας στα άτομα τη δυνατότητα να εξακριβώνουν αδιαμφισβήτητα ποια είναι τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις τους και να προβαίνουν στις κατάλληλες ενέργειες. Σύμφωνα με την αρχή της ασφάλειας δικαίου, δεν θα πρέπει να λαμβάνονται αναδρομικά μέτρα, πλην δεόντως αιτιολογημένων περιστάσεων.

(43)

Για την εξασφάλιση της συνολικής συνοχής των δραστηριοτήτων των διοικητικών φορέων της Ένωσης, οι διοικητικές πράξεις γενικής ισχύος θα πρέπει να συμμορφώνονται με τις αρχές της χρηστής διοίκησης που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό.

(44)

Κατά την ερμηνεία του παρόντος κανονισμού, θα πρέπει να δίνεται ιδιαίτερη προσοχή στην ίση και μη διακριτική μεταχείριση, η οποία εφαρμόζεται στις διοικητικές δραστηριότητες ως βασική απόρροια του κράτους δικαίου και των αρχών αποτελεσματικής και ανεξάρτητης ευρωπαϊκής διοίκησης,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 1

Αντικείμενο και σκοπός

1.   Ο παρών κανονισμός καθορίζει τους διαδικαστικούς κανόνες που διέπουν τις διοικητικές δραστηριότητες στις οποίες προβαίνει η διοίκηση της Ένωσης.

2.   Στόχος του παρόντος κανονισμού είναι η διασφάλιση του δικαιώματος χρηστής διοίκησης όπως αυτό κατοχυρώνεται στο άρθρο 41 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μέσω μιας ανοιχτής, αποτελεσματικής και ανεξάρτητης διοίκησης.

Άρθρο 2

Πεδίο εφαρμογής

1.   Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται στις διοικητικές δραστηριότητες των θεσμικών και λοιπών οργάνων και οργανισμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

2.   Ο παρών κανονισμός δεν εφαρμόζεται στις δραστηριότητες της διοίκησης της Ένωσης που αφορούν:

α)

νομοθετικές διαδικασίες·

β)

δικαστικές διαδικασίες·

γ)

διαδικασίες που καταλήγουν στην έκδοση μη νομοθετικών πράξεων οι οποίες βασίζονται άμεσα στις Συνθήκες, κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων και εκτελεστικών πράξεων.

3.   Ο παρών κανονισμός δεν εφαρμόζεται στις διοικήσεις των κρατών μελών.

Άρθρο 3

Σχέση μεταξύ του παρόντος κανονισμού και άλλων νομικών πράξεων της Ένωσης

Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται με την επιφύλαξη άλλων νομικών πράξεων της Ένωσης που προβλέπουν ειδικούς διοικητικούς διαδικαστικούς κανόνες. Ο παρών κανονισμός συμπληρώνει τις εν λόγω νομικές πράξεις της Ένωσης, που ερμηνεύονται σε συνάρτηση με τις σχετικές διατάξεις του.

Άρθρο 4

Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

α)

ως «διοίκηση της Ένωσης/διοικητικοί φορείς της Ένωσης» νοείται η διοίκηση των θεσμικών και λοιπών οργάνων και οργανισμών της Ένωσης·

β)

ως «διοικητικές δραστηριότητες» νοούνται οι δραστηριότητες που πραγματοποιούνται από τη διοίκηση της Ένωσης για την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης, εξαιρουμένων των διαδικασιών του άρθρου 2 παράγραφος 2·

γ)

ως «διοικητική διαδικασία» νοείται η διαδικασία με την οποία η διοίκηση της Ένωσης καταρτίζει, εκδίδει, εφαρμόζει και επιβάλλει διοικητικές πράξεις·

δ)

ως «μέλος προσωπικού» νοείται ο υπάλληλος κατά την έννοια του άρθρου 1α του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, και το μέλος του προσωπικού όπως ορίζεται στο άρθρο 1 πρώτη έως τρίτη περίπτωση του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

ε)

ως «αρμόδια αρχή» νοείται το θεσμικό ή άλλο όργανο ή οργανισμός ή οντότητα ή ο κάτοχος μιας θέσης στους κόλπους της διοίκησης της Ένωσης που ευθύνεται με βάση το εφαρμοστέο δίκαιο για τη διοικητική διαδικασία·

στ)

ως «(ενδιαφερόμενο) μέρος» νοείται κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο του οποίου η νομική θέση μπορεί να επηρεαστεί από την έκβαση της διοικητικής διαδικασίας.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙI

ΚΙΝΗΣΗ ΤΗΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ

Άρθρο 5

Κίνηση της διοικητικής διαδικασίας

Διοικητικές διαδικασίες μπορούν να κινούνται από τη διοίκηση της Ένωσης με δική της πρωτοβουλία ή κατόπιν αίτησης ενός ενδιαφερομένου μέρους.

Άρθρο 6

Κίνηση διαδικασίας από τη διοίκηση της Ένωσης

1.   Διοικητικές διαδικασίες μπορούν να κινούνται από τη διοίκηση της Ένωσης με δική της πρωτοβουλία, κατόπιν απόφασης της αρμόδιας αρχής. Η αρμόδια αρχή εξετάζει τις ιδιαίτερες περιστάσεις της υπόθεσης προτού λάβει την απόφαση να κινήσει τη διαδικασία.

2.   Η απόφαση κίνησης διοικητικής διαδικασίας γνωστοποιείται στα μέρη. Η εν λόγω απόφαση δεν δημοσιοποιείται εάν δεν γνωστοποιηθεί πρώτα στα μέρη.

3.   Η γνωστοποίηση μπορεί να καθυστερήσει ή να παραλειφθεί μόνον όταν είναι απολύτως απαραίτητο για λόγους δημόσιου συμφέροντος. Η απόφαση καθυστέρησης ή παράλειψης της γνωστοποίησης αιτιολογείται δεόντως.

4.   Η απόφαση κίνησης διοικητικής διαδικασίας αναφέρει:

α)

έναν αριθμό αναφοράς και την ημερομηνία·

β)

το αντικείμενο και τον σκοπό της διαδικασίας·

γ)

την περιγραφή των σημαντικότερων διαδικαστικών σταδίων·

δ)

το όνομα και τα στοιχεία επικοινωνίας του αρμόδιου μέλους του προσωπικού·

ε)

την αρμόδια αρχή·

στ)

την προθεσμία για την έκδοση της διοικητικής πράξης και τις συνέπειες ενδεχόμενης αδυναμίας έκδοση της διοικητικής πράξης εντός της προθεσμίας·

ζ)

τα διαθέσιμα ένδικα μέσα·

η)

τη διεύθυνση του δικτυακού τόπου που αναφέρεται στο άρθρο 28, εάν υπάρχει.

5.   Η απόφαση κίνησης της διοικητικής διαδικασίας συντάσσεται στις γλώσσες των Συνθηκών που αντιστοιχούν στα κράτη μέλη στα οποία βρίσκονται τα μέρη.

6.   Η διοικητική διαδικασία κινείται εντός εύλογου χρονικού διαστήματος από την ημερομηνία του συμβάντος που θα αποτελούσε τη βάση για τη διαδικασία. Η διαδικασία δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να κινηθεί σε διάστημα μεγαλύτερο των 10 ετών από την ημερομηνία του συμβάντος.

Άρθρο 7

Κίνηση διαδικασίας μέσω αίτησης

1.   Διοικητικές διαδικασίες μπορούν να κινηθούν από ένα μέρος.

2.   Οι αιτήσεις δεν υπόκεινται σε περιττές τυπικές απαιτήσεις. Αναφέρουν σαφώς το όνομα του μέρους, μια διεύθυνση γνωστοποίησης, το αντικείμενο της αίτησης, τα σχετικά γεγονότα και τους λόγους υποβολής της αίτησης, την ημερομηνία και τον τόπο, καθώς και την αρμόδια αρχή στην οποία απευθύνεται η αίτηση. Υποβάλλονται γραπτώς, είτε σε έντυπη είτε σε ηλεκτρονική μορφή. Συντάσσονται σε μία από τις γλώσσες των Συνθηκών.

3.   Η παραλαβή των αιτήσεων βεβαιώνεται γραπτώς. Η βεβαίωση παραλαβής συντάσσεται στη γλώσσα της αίτησης και περιλαμβάνει:

α)

έναν αριθμό αναφοράς και την ημερομηνία·

β)

την ημερομηνία παραλαβής της αίτησης·

γ)

μια περιγραφή των σημαντικότερων διαδικαστικών σταδίων·

δ)

το όνομα και τα στοιχεία επικοινωνίας του αρμόδιου μέλους του προσωπικού·

ε)

την προθεσμία για την έκδοση της διοικητικής πράξης και τις συνέπειες ενδεχόμενης αδυναμίας έκδοση της διοικητικής πράξης εντός της προθεσμίας·

στ)

τη διεύθυνση του δικτυακού τόπου που αναφέρεται στο άρθρο 28, εάν υπάρχει.

4.   Σε περίπτωση που η αίτηση δεν συμμορφώνεται με μία ή περισσότερες από τις απαιτήσεις που ορίζονται στην παράγραφο 2, στη βεβαίωση παραλαβής ορίζεται εύλογη προθεσμία για τη διόρθωση του σφάλματος ή για την προσκόμιση τυχόν εγγράφου που λείπει. Οι άσκοπες ή προδήλως αβάσιμες αιτήσεις μπορεί να απορρίπτονται ως απαράδεκτες μέσω βεβαίωσης παραλαβής που περιλαμβάνει σύντομη αιτιολογία. Δεν αποστέλλεται βεβαίωση παραλαβής σε περίπτωση καταχρηστικής υποβολής διαδοχικών αιτήσεων από τον ίδιο αιτούντα.

5.   Εάν η αίτηση υποβάλλεται σε αρχή που δεν είναι αρμόδια για τη διεκπεραίωσή της, η εν λόγω αρχή διαβιβάζει την αίτηση στην αρμόδια αρχή και αναφέρει στη βεβαίωση παραλαβής την αρμόδια αρχή στην οποία έχει διαβιβαστεί η αίτηση ή αναφέρει ότι το θέμα δεν εμπίπτει στις αρμοδιότητες της διοίκησης της Ένωσης.

6.   Όταν η αρμόδια αρχή προχωρήσει στη διοικητική διαδικασία, εφαρμόζεται κατά περίπτωση το άρθρο 6 παράγραφοι 2 έως 4.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΗΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ

Άρθρο 8

Δικονομικά δικαιώματα

Τα ενδιαφερόμενα μέρη έχουν τα ακόλουθα δικαιώματα σε σχέση με τη διαχείριση της διαδικασίας:

α)

να λαμβάνουν, κατά τρόπο σαφή και κατανοητό, όλες τις σχετικές με τη διαδικασία πληροφορίες·

β)

να επικοινωνούν και να εκπληρώνουν, όπου αυτό είναι δυνατό και σκόπιμο, όλες τις διαδικαστικές διατυπώσεις εξ αποστάσεως και με ηλεκτρονικά μέσα·

γ)

να χρησιμοποιούν οποιαδήποτε γλώσσα των Συνθηκών και να λαμβάνουν τυχόν αλληλογραφία στη γλώσσα των Συνθηκών της επιλογής τους·

δ)

να ενημερώνονται για όλες τις διαδικαστικές ενέργειες και αποφάσεις που ενδέχεται να τα επηρεάσουν·

ε)

να εκπροσωπούνται από δικηγόρο ή άλλο άτομο της επιλογής τους·

στ)

να καταβάλλουν μόνο τα τέλη που είναι εύλογα και αναλογικά με το κόστος της συγκεκριμένης διαδικασίας.

Άρθρο 9

Καθήκον προσεκτικής και αμερόληπτης έρευνας

1.   Η αρμόδια αρχή διερευνά την υπόθεση με προσεκτικό και αμερόληπτο τρόπο. Λαμβάνει υπόψη όλους τους συναφείς παράγοντες και συλλέγει όλες τις πληροφορίες που απαιτούνται για την έκδοση απόφασης.

2.   Για τον σκοπό της συλλογής των απαιτούμενων πληροφοριών, η αρμόδια αρχή μπορεί, κατά περίπτωση:

α)

να εξετάζει τα μέρη, τους μάρτυρες, και τους εμπειρογνώμονες,

β)

να ζητεί έγγραφα και φακέλους,

γ)

να διενεργεί επισκέψεις και επιθεωρήσεις.

3.   Τα μέρη δύνανται να προσκομίζουν αποδεικτικά στοιχεία που κρίνουν κατάλληλα.

Άρθρο 10

Καθήκον συνεργασίας

1.   Τα μέρη επικουρούν την αρμόδια αρχή στην εξακρίβωση των γεγονότων και των περιστάσεων της υπόθεσης.

2.   Παρέχεται στα μέρη εύλογη προθεσμία ώστε να απαντήσουν σε τυχόν αίτημα συνεργασίας, λαμβανομένης υπόψη της έκτασης και της πολυπλοκότητας του αιτήματος και των απαιτήσεων της έρευνας.

3.   Σε περίπτωση που η διοικητική διαδικασία μπορεί να καταλήξει σε κυρώσεις, υπενθυμίζεται στα μέρη το δικαίωμα της μη αυτοενοχοποίησης.

Άρθρο 11

Οι μάρτυρες και πραγματογνώμονες

Μάρτυρες και εμπειρογνώμονες μπορεί να καλούνται σε ακρόαση με πρωτοβουλία της αρμόδιας αρχής ή κατόπιν πρότασης των μερών. Η αρμόδια αρχή διασφαλίζει ότι οι εμπειρογνώμονες που επιλέγει είναι τεχνικά αρμόδιοι και δεν επηρεάζονται από σύγκρουση συμφερόντων.

Άρθρο 12

Επιθεωρήσεις

1.   Επιθεωρήσεις μπορεί να πραγματοποιούνται όταν νομοθετική πράξη της Ένωσης παρέχει την εξουσία επιθεώρησης και εφόσον η επιθεώρηση κρίνεται αναγκαία για την εκπλήρωση καθήκοντος ή για την επίτευξη ενός στόχου δυνάμει του δικαίου της Ένωσης.

2.   Οι επιθεωρήσεις διενεργούνται σύμφωνα με τις προδιαγραφές και εντός των ορίων που καθορίζονται από την πράξη η οποία εντέλλεται ή επιτρέπει την επιθεώρηση, προσδιορίζοντας παράλληλα τα μέτρα που μπορούν να ληφθούν και τις εγκαταστάσεις που μπορούν να ερευνηθούν. Οι επιθεωρητές ασκούν τις εξουσίες τους μόνον αφού προσκομίσουν γραπτή εξουσιοδότηση στην οποία αναγράφονται τα στοιχεία ταυτότητας και η ιδιότητά τους.

3.   Η αρχή που είναι υπεύθυνη για την επιθεώρηση ενημερώνει το ενδιαφερόμενο μέρος που θα υποβληθεί σε επιθεώρηση για την ημερομηνία και την ώρα έναρξης της επιθεώρησης. Το ενδιαφερόμενο μέρος έχει το δικαίωμα παράστασης στη διάρκεια της επιθεώρησης και μπορεί να εκφράζει απόψεις και να διατυπώνει ερωτήματα σχετικά με την επιθεώρηση. Όταν είναι απολύτως αναγκαίο για το δημόσιο συμφέρον, η αρχή που είναι υπεύθυνη για την επιθεώρηση μπορεί να καθυστερήσει ή να παραλείψει την ως άνω ενημέρωση για δεόντως δικαιολογημένους λόγους.

4.   Στη διάρκεια της επιθεώρησης, τα μέρη που παρίστανται ενημερώνονται, στο μέτρο του δυνατού, σχετικά με το αντικείμενο και τον σκοπό της επιθεώρησης, τις διαδικασίες και τους κανόνες που διέπουν την επιθεώρηση καθώς και τα μέτρα παρακολούθησης και τις πιθανές συνέπειες της επιθεώρησης. Η επιθεώρηση διενεργείται χωρίς να προκαλέσει αδικαιολόγητες δυσχέρειες στο αντικείμενο της επιθεώρησης ή στον κάτοχό του.

5.   Οι επιθεωρητές καταρτίζουν χωρίς καθυστέρηση έκθεση στην οποία παρουσιάζεται συνοπτικά η συμβολή της επιθεώρησης στην επίτευξη του σκοπού της έρευνας και στην οποία επισημαίνονται οι βασικές παρατηρήσεις. Η αρχή που είναι υπεύθυνη για την επιθεώρηση αποστέλλει αντίγραφο της έκθεσης επιθεώρησης στα ενδιαφερόμενα μέρη που έχουν δικαίωμα να παρίστανται στη διάρκεια αυτής.

6.   Η αρχή που είναι υπεύθυνη για την επιθεώρηση προετοιμάζει και διενεργεί την επιθεώρηση σε στενή συνεργασία με τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους στο οποίο πραγματοποιείται η επιθεώρηση, εκτός αν το αντικείμενο της επιθεώρησης είναι το ίδιο το κράτος μέλος, ή αν κάτι τέτοιο θα έθετε σε κίνδυνο τον σκοπό της επιθεώρησης.

7.   Κατά τη διενέργεια της επιθεώρησης και την κατάρτιση της σχετικής έκθεσης, η αρχή που είναι υπεύθυνη για την επιθεώρηση λαμβάνει υπόψη τις διαδικαστικές απαιτήσεις που προβλέπονται στην εθνική νομοθεσία του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους και που προσδιορίζουν τα παραδεκτά αποδεικτικά στοιχεία στο πλαίσιο διοικητικών ή δικαστικών διαδικασιών του κράτους μέλους στο οποίο προορίζεται να χρησιμοποιηθεί η έκθεση επιθεώρησης.

Άρθρο 13

Σύγκρουση συμφερόντων

1.   Τα μέλη του προσωπικού απέχουν από διοικητική διαδικασία στην οποία έχουν, άμεσα ή έμμεσα, προσωπικό συμφέρον, περιλαμβανομένων ιδίως τυχόν οικογενειακών ή οικονομικών συμφερόντων που είναι δυνατόν να θέσουν σε κίνδυνο την αμεροληψία τους.

2.   Τυχόν σύγκρουση συμφερόντων αναφέρεται από τον εμπλεκόμενο υπάλληλο στην αρμόδια αρχή η οποία αποφασίζει εάν το εν λόγω άτομο θα εξαιρεθεί από τη διοικητική διαδικασία, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαίτερες συνθήκες της υπόθεσης.

3.   Οποιοδήποτε ενδιαφερόμενο μέρος μπορεί να ζητήσει να εξαιρεθεί ένα μέλος του προσωπικού από τη διοικητική διαδικασία για λόγους σύγκρουσης συμφερόντων. Για τον σκοπό αυτό, υποβάλλεται γραπτώς αιτιολογημένο αίτημα στην αρμόδια αρχή η οποία λαμβάνει απόφαση έπειτα από ακρόαση του εμπλεκόμενου μέλους του προσωπικού.

Άρθρο 14

Δικαίωμα ακροάσεως

1.   Τα μέρη έχουν το δικαίωμα ακρόασης πριν από τη λήψη οποιουδήποτε μεμονωμένου μέτρου που θα μπορούσε να τα επηρεάσει αρνητικά.

2.   Παρέχονται στα μέρη επαρκείς πληροφορίες και χρόνος για να προετοιμάσουν την υπόθεσή τους.

3.   Δίνεται στα μέρη η δυνατότητα να εκφράσουν τις απόψεις τους γραπτώς ή προφορικώς, αν κριθεί απαραίτητο, και αν το επιλέξουν τα ίδια, με τη συνδρομή ενός ατόμου της επιλογής τους.

Άρθρο 15

Δικαίωμα πρόσβασης στον φάκελο

1.   Παρέχεται στα ενδιαφερόμενα μέρη πλήρης πρόσβαση στον φάκελό τους, τηρουμένων των νομίμων συμφερόντων της εμπιστευτικότητας και του επαγγελματικού και επιχειρηματικού απορρήτου. Κάθε περιορισμός στο εν λόγω δικαίωμα αιτιολογείται δεόντως.

2.   Σε περίπτωση που δεν μπορεί να παρασχεθεί πλήρης πρόσβαση σε ολόκληρο τον φάκελο, παρέχεται στα μέρη επαρκής περίληψη του περιεχομένου των σχετικών εγγράφων.

Άρθρο 16

Καθήκον τήρησης αρχείων

1.   Για κάθε φάκελο, η διοίκηση της Ένωσης τηρεί αρχεία με την εισερχόμενη και εξερχόμενη αλληλογραφία, τα έγγραφα που παραλαμβάνει και τα μέτρα που εφαρμόζει. Επίσης, δημιουργεί ένα ευρετήριο των φακέλων που τηρεί.

2.   Τα αρχεία τηρούνται με πλήρη σεβασμό προς το δικαίωμα της προστασίας δεδομένων.

Άρθρο 17

Προθεσμίες

1.   Οι διοικητικές πράξεις εκδίδονται και οι διοικητικές διαδικασίες ολοκληρώνονται εντός εύλογου χρονικού διαστήματος και χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση. Η προθεσμία για την έκδοση διοικητικής πράξης δεν υπερβαίνει τους τρεις μήνες από την ημερομηνία:

α)

της κοινοποίησης της απόφασης για κίνηση της διοικητικής διαδικασίας, εάν η διαδικασία κινήθηκε από τη διοίκηση της Ένωσης, ή

β)

της βεβαίωσης παραλαβής της αίτησης, εάν η διοικητική διαδικασία κινήθηκε μέσω της υποβολής αίτησης.

2.   Σε περίπτωση που δεν μπορεί να εκδοθεί διοικητική πράξη εντός της σχετικής προθεσμίας, τα ενδιαφερόμενα μέρη ενημερώνονται για αυτό, για τους λόγους της καθυστέρησης καθώς και για την προβλεπόμενη ημερομηνία έκδοσης της διοικητικής πράξης. Κατόπιν αιτήματος, η αρμόδια αρχή απαντά σε ερωτήματα που αφορούν την πρόοδο των εργασιών εξέτασης του θέματος.

3.   Εάν η διοίκηση της Ένωσης δεν βεβαιώσει την παραλαβή της αίτησης εντός τριών μηνών, η αίτηση θεωρείται ότι έχει απορριφθεί.

4.   Οι προθεσμίες υπολογίζονται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1182/71 του Συμβουλίου (1).

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΗ ΤΗΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ

Άρθρο 18

Μορφή των διοικητικών πράξεων

Οι διοικητικές πράξεις είναι γραπτές και υπογράφονται από την αρμόδια αρχή. Συντάσσονται με σαφή, απλό και κατανοητό τρόπο.

Άρθρο 19

Υποχρέωση αιτιολόγησης

1.   Στις διοικητικές πράξεις δηλώνονται σαφώς οι λόγοι στους οποίους βασίζονται.

2.   Στις διοικητικές πράξεις επισημαίνονται η νομική βάση τους, τα σχετικά γεγονότα και ο τρόπος με τον οποίο έχουν ληφθεί υπόψη τα διάφορα επιμέρους συμφέροντα.

3.   Οι διοικητικές πράξεις περιλαμβάνουν ξεχωριστή αιτιολόγηση σχετικά με την κατάσταση των ενδιαφερομένων μερών. Εάν τούτο δεν είναι δυνατόν λόγω του μεγάλου αριθμού εμπλεκόμενων προσώπων, μια γενική αιτιολόγηση είναι επαρκής. Σε αυτήν την περίπτωση, ωστόσο, ξεχωριστή αιτιολόγηση παρέχεται σε οποιοδήποτε ενδιαφερόμενο μέρος τη ζητήσει ρητώς.

Άρθρο 20

Μέσα ένδικης προστασίας

1.   Οι διοικητικές πράξεις αναφέρουν σαφώς τη δυνατότητα διοικητικής επανεξέτασης.

2.   Τα μέρη έχουν δικαίωμα να ζητούν διοικητική επανεξέταση όσον αφορά τις διοικητικές πράξεις που επηρεάζουν δυσμενώς τα δικαιώματα και τα συμφέροντά τους. Τα αιτήματα για διοικητική επανεξέταση υποβάλλονται στην ιεραρχικά ανώτερη αρχή και, όταν αυτό δεν είναι δυνατό, στην ίδια την αρχή που εξέδωσε τη διοικητική πράξη.

3.   Οι διοικητικές πράξεις περιγράφουν τη διαδικασία που πρέπει να ακολουθείται για την υποβολή αιτήματος για διοικητική επανεξέταση, καθώς και το όνομα και τη διεύθυνση γραφείου της αρμόδιας αρχής ή του μέλους του προσωπικού στο οποίο θα πρέπει να υποβληθεί το αίτημα για επανεξέταση. Η πράξη αναφέρει επίσης την προθεσμία για την υποβολή του σχετικού αιτήματος. Εάν δεν υποβληθεί αίτημα εντός της προθεσμίας αυτής, η διοικητική πράξη θεωρείται τελική.

4.   Οι διοικητικές πράξεις αναφέρονται σαφώς, όπου προβλέπεται από το δίκαιο της Ένωσης, στη δυνατότητα κίνησης δικαστικών διαδικασιών ή υποβολής καταγγελίας στον Ευρωπαίο Διαμεσολαβητή.

Άρθρο 21

Κοινοποίηση των διοικητικών πράξεων

Οι διοικητικές πράξεις που επηρεάζουν τα δικαιώματα και τα συμφέροντα των μερών κοινοποιούνται γραπτώς σε αυτά αμέσως μετά την έκδοσή τους. Οι διοικητικές πράξεις αρχίζουν να ισχύουν για τα μέρη κατόπιν της κοινοποίησης προς αυτά.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V

ΔΙΟΡΘΩΣΗ ΚΑΙ ΑΠΟΣΥΡΣΗ ΤΩΝ ΠΡΑΞΕΩΝ

Άρθρο 22

Διόρθωση σφαλμάτων σε διοικητικές πράξεις

1.   Τα τυπογραφικά, αριθμητικά ή παρόμοια σφάλματα διορθώνονται από την αρμόδια αρχή με δική της πρωτοβουλία ή κατόπιν αιτήματος του ενδιαφερόμενου μέρους.

2.   Τα μέρη ενημερώνονται πριν από οποιαδήποτε διόρθωση και η διόρθωση αρχίζει να ισχύει κατόπιν της κοινοποίησης. Εάν τούτο δεν καθίσταται δυνατόν λόγω του μεγάλου αριθμού ενδιαφερομένων μερών, λαμβάνονται τα απαραίτητα μέτρα ώστε να εξασφαλιστεί η ενημέρωση όλων των μερών χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση.

Άρθρο 23

Διόρθωση ή απόσυρση διοικητικών πράξεων που επηρεάζουν δυσμενώς ενδιαφερόμενο μέρος

1.   Η αρμόδια αρχή διορθώνει ή αποσύρει, με δική της πρωτοβουλία ή κατόπιν αιτήματος του ενδιαφερόμενου μέρους, παράνομη διοικητική πράξη που επηρεάζει δυσμενώς ένα ενδιαφερόμενο μέρος. Η διόρθωση ή απόσυρση έχει αναδρομική ισχύ.

2.   Η αρμόδια αρχή διορθώνει ή αποσύρει, με δική της πρωτοβουλία ή κατόπιν αιτήματος του ενδιαφερόμενου μέρους, μια νόμιμη διοικητική πράξη που επηρεάζει δυσμενώς ένα ενδιαφερόμενο μέρος εάν οι λόγοι που οδήγησαν στην έκδοση της συγκεκριμένης αυτής πράξης παύσουν να υφίστανται. Η διόρθωση ή απόσυρση δεν έχει αναδρομική ισχύ.

3.   Η διόρθωση ή απόσυρση αρχίζει να ισχύει από τη χρονική στιγμή της κοινοποίησης στο ενδιαφερόμενο μέρος.

4.   Σε περίπτωση που η διοικητική πράξη επηρεάζει δυσμενώς ένα μέρος και ταυτόχρονα ωφελεί άλλα μέρη, διενεργείται αξιολόγηση του πιθανού αντίκτυπου σε όλα τα μέρη και τα σχετικά συμπεράσματα περιλαμβάνονται στους λόγους διόρθωσης ή απόσυρσης της πράξης.

Άρθρο 24

Διόρθωση ή απόσυρση διοικητικών πράξεων που ωφελούν ενδιαφερόμενο μέρος

1.   Η αρμόδια αρχή διορθώνει ή αποσύρει, με δική της πρωτοβουλία ή κατόπιν αιτήματος άλλου μέρους, παράνομη διοικητική πράξη που ωφελεί ένα ενδιαφερόμενο μέρος.

2.   Λαμβάνονται δεόντως υπόψη οι συνέπειες της διόρθωσης ή της απόσυρσης στα ενδιαφερόμενα μέρη που θα μπορούσαν εύλογα να αναμένουν ότι η πράξη είναι νόμιμη. Εάν τα μέρη αυτά υποστούν ζημίες λόγω εμπιστοσύνης στη νομιμότητα της απόφασης, η αρμόδια αρχή αξιολογεί εάν δικαιούνται αποζημίωση.

3.   Η διόρθωση ή απόσυρση έχει αναδρομική ισχύ μόνον εάν πραγματοποιηθεί εντός εύλογου χρονικού διαστήματος. Σε περίπτωση που ενδιαφερόμενο μέρος ευλόγως αναμένει ότι η πράξη είναι νόμιμη και έχει υποστηρίξει ότι πρέπει να διατηρηθεί, η διόρθωση ή απόσυρση δεν έχει αναδρομική ισχύ ως προς το συγκεκριμένο μέρος.

4.   Η αρμόδια αρχή δύναται να διορθώσει ή να αποσύρει νόμιμη διοικητική πράξη που ωφελεί ένα ενδιαφερόμενο μέρος, με δική της πρωτοβουλία ή κατόπιν αιτήματος άλλου μέρους, εάν οι λόγοι που οδήγησαν στην πράξη αυτή παύσουν να υφίστανται. Η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη άλλων μερών λαμβάνεται δεόντως υπόψη.

5.   Η διόρθωση ή απόσυρση αρχίζει να ισχύει από τη χρονική στιγμή της κοινοποίησης στο ενδιαφερόμενο μέρος.

Άρθρο 25

Διαχείριση της διόρθωσης σφαλμάτων και της διόρθωσης και απόσυρσης διοικητικών πράξεων

Οι σχετικές διατάξεις των κεφαλαίων ΙΙΙ, IV και VI του παρόντος κανονισμού ισχύουν επίσης για τη διόρθωση σφαλμάτων καθώς και για τη διόρθωση και απόσυρση διοικητικών πράξεων.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΙΣΧΥΟΣ

Άρθρο 26

Σεβασμός των διαδικαστικών δικαιωμάτων

Οι διοικητικές πράξεις γενικής ισχύος που εκδίδονται από τη διοίκηση της Ένωσης συμμορφώνονται με τα διαδικαστικά δικαιώματα όπως προβλέπονται από τον παρόντα κανονισμό.

Άρθρο 27

Νομική βάση, αιτιολόγηση και δημοσίευση

1.   Στις διοικητικές πράξεις γενικής ισχύος που εκδίδονται από τη διοίκηση της Ένωσης επισημαίνεται η νομική βάση τους και δηλώνονται σαφώς οι λόγοι στους οποίους βασίζονται.

2.   Οι πράξεις τίθενται σε ισχύ από την ημερομηνία της δημοσίευσης, που πραγματοποιείται με μέσα τα οποία είναι άμεσα προσβάσιμα από τα ενδιαφερόμενα μέρη.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VΙΙ

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΚΑΙ ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 28

Ηλεκτρονικές πληροφορίες για τους κανόνες που αφορούν τις διοικητικές διαδικασίες

1.   Η διοίκηση της Ένωσης προωθεί την παροχή επικαιροποιημένων ηλεκτρονικών πληροφοριών για τις υφιστάμενες διοικητικές διαδικασίες σε έναν ειδικό ιστότοπο, στο μέτρο του δυνατού και του λογικού. Δίδεται προτεραιότητα στις διαδικασίες υποβολής αιτήσεων.

2.   Οι ηλεκτρονικές πληροφορίες περιλαμβάνουν:

α)

σύνδεσμο προς την ισχύουσα νομοθεσία,

β)

σύντομη επεξήγηση των βασικών νομικών απαιτήσεων και της διοικητικής τους ερμηνείας,

γ)

περιγραφή των σημαντικότερων διαδικαστικών σταδίων,

δ)

αναφορά της αρχής που είναι αρμόδια για την έκδοση της τελικής πράξης,

ε)

αναφορά της προθεσμίας για την έκδοση της πράξης,

στ)

αναφορά των διαθέσιμων ένδικων μέσων,

ζ)

σύνδεσμο προς τα τυποποιημένα έντυπα που μπορούν να χρησιμοποιούν τα μέρη για να επικοινωνούν με τη διοίκηση της Ένωσης στο πλαίσιο της διαδικασίας.

3.   Οι ηλεκτρονικές πληροφορίες που προβλέπονται στην παράγραφο 2 παρουσιάζονται με σαφή και απλό τρόπο. Η πρόσβαση στις εν λόγω πληροφορίες είναι δωρεάν.

Άρθρο 29

Αξιολόγηση

Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση αξιολόγησης της λειτουργίας του παρόντος κανονισμού στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο πριν από τις [xx έτη μετά την έναρξη ισχύος].

Άρθρο 30

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο κανονισμός αυτός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του.

…,

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος


(1)  Κανονισμός (ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1182/1971 του Συμβουλίου, της 3ης Ιουνίου 1971, περί καθορισμού των κανόνων που εφαρμόζονται στις προθεσμίες, ημερομηνίες και διορίες (ΕΕ L 124 της 8.6.1971, σ. 1).


Top