Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52006IE1159

    Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα Οι μελλοντικές προοπτικές της γεωργίας στις περιοχές με ειδικά φυσικά μειονεκτήματα (ορεινές, νησιωτικές και εξόχως απόκεντρες περιφέρειες)

    ΕΕ C 318 της 23.12.2006, p. 93–101 (ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, NL, PL, PT, SK, SL, FI, SV)

    23.12.2006   

    EL

    Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

    C 318/93


    Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα «Οι μελλοντικές προοπτικές της γεωργίας στις περιοχές με ειδικά φυσικά μειονεκτήματα (ορεινές, νησιωτικές και εξόχως απόκεντρες περιφέρειες)»

    (2006/C 318/16)

    Στις 19 Ιανουαρίου 2005, και σύμφωνα με το άρθρο 29 παράγραφος 2 του εσωτερικού κανονισμού της, η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή αποφάσισε να εκπονήσει γνωμοδότηση: «Οι μελλοντικές προοπτικές της γεωργίας στις περιοχές με ειδικά φυσικά μειονεκτήματα (ορεινές, νησιωτικές και εξόχως απόκεντρες περιφέρειες)».

    Το ειδικευμένο τμήμα «Γεωργία, ανάπτυξη της υπαίθρου, περιβάλλον», στο οποίο ανατέθηκε η προετοιμασία των σχετικών εργασιών, υιοθέτησε τη γνωμοδότησή του στις 11 Ιουλίου 2006 με βάση εισηγητική έκθεση των κκ. Bros και Caball i Subirana.

    Κατά την 429η σύνοδο της ολομέλειάς της στις 13 και 14 Σεπτεμβρίου 2006 (συνεδρίαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2006), η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή υιοθέτησε με 173 ψήφους υπέρ, 6 κατά και 16 αποχές, την ακόλουθη γνωμοδότηση.

    1.   Συμπεράσματα και συστάσεις

    1.1

    Η ΕΟΚΕ θεωρεί ότι η ύπαρξη των εν λόγω περιοχών με ειδικά φυσικά μειονεκτήματα (ορεινές, νησιωτικές και εξόχως απόκεντρες περιοχές) πρέπει να αναγνωρισθεί δημοσίως και σε πολιτικό επίπεδο, έτσι ώστε να μπορέσουν να εφαρμοσθούν σκοποθετημένες πολιτικές που να ανταποκρίνονται στις πραγματικές ανάγκες αυτών των περιοχών.

    1.2

    Τη στιγμή που διεξάγονται διαπραγματεύσεις μεταξύ Ευρωπαϊκής Επιτροπής και ευρωπαϊκών περιφερειών ή κρατών μελών σχετικά με προγράμματα που αφορούν στην αγροτική ανάπτυξη και την ανταγωνιστικότητα των περιφερειών, η ΕΟΚΕ επιθυμεί να τονίσει τη σημασία και τις ανάγκες της γεωργίας σε περιοχές που πάσχουν από ειδικά φυσικά μειονεκτήματα (ορεινές, νησιωτικές και εξόχως απόκεντρες περιοχές)

    1.3

    Έχοντας υπόψη αυτά τα μειονεκτήματα, η ΕΟΚΕ καλεί την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να προτείνει πολιτικές πραγματικά προσανατολισμένες στις ανάγκες αυτών των περιοχών, προκειμένου να συντονιστούν οι διάφορες πολιτικές που εφαρμόζονται σε αυτές και να επιτευχθούν συνέργιες μεταξύ των υφιστάμενων δράσεων.

    1.4

    Παρόλο που ο δεύτερος πυλώνας της ΚΓΠ — αγροτική ανάπτυξη — είναι καθοριστικής σημασίας και, κατά συνέπεια, συνιστά βασική πολιτική προτεραιότητα, πρέπει να λεχθεί ότι αυτή ήταν μια από τις σημαντικότερες παραμέτρους που μπορούσαν να προσαρμοστούν για να επιτευχθεί συμφωνία για τις δημοσιονομικές προοπτικές. Σημειώνοντας αυτήν την περικοπή δημοσιονομικών πόρων, η ΕΟΚΕ καλεί την Επιτροπή και το Συμβούλιο να προσανατολίσουν κατά προτεραιότητα τις πιστώσεις για την αγροτική ανάπτυξη στις ασθενέστερες περιοχές που έχουν μεγαλύτερη ανάγκη, δηλαδή στις περιοχές που πάσχουν από διαρθρωτικά φυσικά μειονεκτήματα.

    1.5

    Η ΕΟΚΕ καλεί την Επιτροπή και τα κράτη-μέλη, όταν καταρτίζουν προγράμματα για την αγροτική και περιφερειακή ανάπτυξη στα πλαίσια των διαρθρωτικών ταμείων, να μεριμνούν για την συμπληρωματικότητα και τη συνοχή των προγραμμάτων αυτών στις περιοχές που πάσχουν από φυσικά μειονεκτήματα.

    1.6

    Η ΕΟΚΕ προτείνει να εκληφθούν ως παράδειγμα οι πλατφόρμες που λειτουργούν ήδη στις ορεινές περιοχές, όπως η πλατφόρμα EUROMONTANA, για να προωθηθεί ένα παρόμοιο είδος συνεργασίας στις νησιωτικές και τις εξόχως απόκεντρες περιοχές, ιδιαιτέρως σε ό,τι αφορά σε θέματα αγροτικής πολιτικής, και να υπάρξει μέριμνα για την ενεργό συμμετοχή της κοινωνίας των πολιτών στην προσπάθεια αυτή.

    1.7

    Με δεδομένα τον ευάλωτο χαρακτήρα και τη σημασία της γεωργίας στις περιοχές αυτές, η ΕΟΚΕ θεωρεί ότι η σύσταση Ευρωπαϊκού κέντρου παρακολούθησης για τις ορεινές, τις νησιωτικές και τις εξόχως απόκεντρες περιοχές έχει εξαιρετική σημασία. Σκοπός είναι να αναπτυχθεί μια ευρωπαϊκή αντίληψη της γεωργίας σε αυτές τις περιοχές, η οποία να λειτουργεί ως σημείο αναφοράς για την παρακολούθηση, την ανάλυση και την διάδοση πληροφοριών σχετικά με την εκεί κατάσταση της γεωργίας και ως σημείο προαγωγής του προβληματισμού και του διαλόγου μεταξύ των διοικητικών αρχών, της κοινωνίας των πολιτών, των διαφόρων ευρωπαϊκών οργανισμών και των πρωτοβουλιών που υπάρχουν σήμερα στην Ευρώπη για την προστασία και την ανάπτυξη της γεωργίας στις περιοχές αυτές.

    1.8

    Η ΕΟΚΕ επισημαίνει επ` αυτού ότι, εκτός από τις αναφερόμενες στην παρούσα γνωμοδότηση ορεινές, νησιωτικές και ιδιαίτερα απομακρυσμένες περιοχές, υπάρχουν και πολλές άλλες μειονεκτούσες γεωργικές περιοχές — με παρόμοια εμπόδια για την γεωργική δραστηριότητα, σχετιζόμενα με τη γεωγραφική θέση των γεωργικών εκτάσεων, το κόστος γεωργικής παραγωγής και τις κλιματικές συνθήκες. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τις «λοιπές μειονεκτούσες περιοχές», όπως και για τις «περιοχές με ιδιαίτερα μειονεκτήματα». Η ΕΟΚΕ θα ασχοληθεί με αυτές τις περιοχές σε άλλη γνωμοδότησή της.

    1.9

    Επίσης, ο χαρακτηρισμός των λοιπών περιοχών ως μειονεκτουσών, θα πρέπει να στηρίζεται σε αντικειμενικά μειονεκτήματα όσον αφορά τη γεωργική τους χρήση. Συγχρόνως, θα πρέπει να ληφθούν επαρκώς υπόψη και τα ιδιαίτερα περιφερειακά χαρακτηριστικά.

    2.   Αιτιολογική έκθεση

    2.1

    Έγγραφα που προηγήθηκαν της γνωμοδότησης αυτής

    Γνωμοδότηση της ΕΟΚΕ σχετικά με «Το μέλλον των ορεινών ζωνών στην Ευρωπαϊκή Ένωση» (1).

    Γνωμοδότηση της ΕΟΚΕ σχετικά με την ανάπτυξη της υπαίθρου (2).

    Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 6ης Σεπτεμβρίου 2001 σχετικά με «Τα 25 χρόνια εφαρμογής του κανονισμού της Κοινότητας προς όφελος της γεωργίας στις ορεινές περιοχές» (3).

    Γνωμοδότηση της EOKE σχετικά με τις εξόχως απόκεντρες περιφέρειες (4),

    Γνωμοδότηση της EOKE σχετικά με τη στρατηγική για τις εξόχως απόκεντρες περιφέρειες (5).

    Γνωμοδότηση της ΕΟΚΕ για τα γεωργικά προβλήματα στις εξόχως απόμακρες περιοχές και νήσους της ΕΕ (6)

    3.   Κοινό μέρος: οι περιοχές με μόνιμα φυσικά μειονεκτήματα

    3.1

    Οι κανονισμοί σχετικά με την ανάπτυξη της υπαίθρου και τις περιφερειακές πολιτικές έχουν πλέον εγκριθεί. Η κατανομή των χρηματοδοτικών πόρων ήταν δύσκολο έργο, λόγω της μείωσης των κονδυλίων που διατέθηκαν για τις πολιτικές αυτές. Η συμφωνία για τις δημοσιονομικές προοπτικές για την περίοδο 2007 — 2013 οδηγεί σε μείωση των κονδυλίων που διατίθενται για την αγροτική ανάπτυξη στα παλιά κράτη-μέλη και σε μεγαλύτερη διασπορά των πόρων της περιφερειακής πολιτικής.

    3.2

    Εδώ και πολλά χρόνια, ορισμένες ορεινές και εξόχως απόμακρες περιοχές με μόνιμα φυσικά μειονεκτήματα αναγνωρίζονται ως τέτοιες στο πλαίσιο της κοινής γεωργικής πολιτικής και της περιφερειακής πολιτικής, πράγμα το οποίο δεν συμβαίνει με τις νησιωτικές περιοχές.

    3.2.1

    Οι ορεινές περιοχές έχουν ιδιαίτερη σημασία στην Ευρώπη: καλύπτουν το ένα τρίτο της έκτασής της και φιλοξενούν περίπου του 18 % του πληθυσμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης των 25 κρατών μελών. Με την προσχώρηση της Ρουμανίας και της Βουλγαρίας, θα προστεθούν στην επικράτεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης εκτεταμένες ορεινές περιοχές. Οι ευρωπαϊκές ορεινές περιοχές διαφέρουν πολύ τόσο ως προς τα φυσικά τους χαρακτηριστικά, όπως η μορφολογία και το κλίμα, όσο και ως προς τα κοινωνικοοικονομικά τους χαρακτηριστικά, όπως η δημογραφική κατάσταση, η προσβασιμότητα και η σύνδεση με τις γειτονικές τους περιοχές. Διαφέρουν ως προς τη χρήση των γαιών, τον ρόλο της γεωργίας, την κοινωνική συνοχή, και το πιο σημαντικό, τον βαθμό της οικονομικής τους ανάπτυξης.

    3.2.2

    Τα πέντε κριτήρια που χρησιμοποιεί η EUROSTAT για τον ορισμό μιας νησιωτικής περιφέρειας είναι: η περιφέρεια πρέπει να έχει ελάχιστη επιφάνεια 1 km2, να βρίσκεται σε απόσταση τουλάχιστον 1 km από την ηπειρωτική χώρα, να έχει ελάχιστο μόνιμο πληθυσμό 50 κατοίκους, να μην έχει μόνιμες δομές σύνδεσης με την ηπειρωτική χώρα και να μην φιλοξενεί πρωτεύουσα της ΕΕ.

    3.2.3

    Σύμφωνα με τον ορισμό της EUROSTAΤ, κάθε νησιωτική περιοχή που φιλοξενεί πρωτεύουσα της ΕΕ αποκλείεται. Έτσι, πριν από τη διεύρυνση, αποκλείσθηκαν το Ηνωμένων Βασίλειο και η Ιρλανδία. Ωστόσο, από το Μάιο του 2004, δύο σχετικά μικρά νησιά — η Κύπρος και Μάλτα — έγιναν μέλη της ΕΕ. Η ΕΟΚΕ συνιστά την επανεξέταση του ορισμού, για να συμπεριληφθούν σε αυτόν τα εν λόγω δύο κράτη μέλη. Αυτό άλλωστε αναγνωρίζεται από την ΕΕ στην πρόταση για τα νέα διαρθρωτικά ταμεία και το ταμείο συνοχής καθώς και στο σχέδιο συντάγματος για την Ευρώπη, όπου γίνεται ήδη αναφορά σε αυτό το θέμα.

    3.2.4

    Οι εξόχως απόκεντρες περιοχές, όπως για παράδειγμα τα υπερπόντια διαμερίσματα της Γαλλίας, οι Αζόρες, η Μαδέρα και τα Κανάρια νησιά, είναι πλήρη μέλη της ΕΕ, ταυτόχρονα όμως διαθέτουν μοναδικά χαρακτηριστικά. Όλες αυτές οι περιοχές ευρίσκονται σε συγκρίσιμη κατάσταση και χαρακτηρίζονται από μια σειρά γεωγραφικών, φυσικών και ιστορικών παραγόντων που επηρεάζουν σημαντικά την οικονομική και κοινωνική τους ανάπτυξη.

    3.2.5

    Άλλες, λιγότερο εκτεταμένες ειδικές ζώνες, όπως οι περιαστικές περιοχές (7), οι υγρότοποι, οι περιοχές πόλντερ κλπ. ενδέχεται να αντιμετωπίζουν ειδικά μειονεκτήματα, τα οποία θα έπρεπε να εξεταστούν πιο προσεκτικά σε ένα πιο αποκεντρωμένο πλαίσιο εφαρμογής των ευρωπαϊκών πολιτικών. Η ΕΟΚΕ θα μπορούσε να εξετάσει τα θέματα αυτά σε μεταγενέστερη γνωμοδότηση.

    3.3

    Οι περιοχές αυτές αντιμετωπίζουν μόνιμα φυσικά μειονεκτήματα όπως: απομόνωση, η οποία συνεπάγεται αυξημένο κόστος για τη διάθεση προϊόντων στην αγορά, τον εφοδιασμό και την παροχή υπηρεσιών, και δυσκολίες πρόσβασης στις αγορές, παράλληλα με υψηλότερο κόστος υποδομών, μεταφορών και ενέργειας.

    3.4

    Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο έχει ιδιαίτερη σημασία να διασφαλιστούν οι αγροτικές δραστηριότητες σε αυτές τις μειονεκτικές περιοχές για την οικονομική τους ανάπτυξη, την κοινωνική ζωή, την πολιτιστική κληρονομιά (υψηλό ποσοστό αγροτικού πληθυσμού στις εν λόγω περιοχές), για την εδαφική ισορροπία και για το περιβάλλον.

    3.5

    Οι πρόσφατες μεταρρυθμίσεις της ΚΓΠ έχουν επιφέρει πολλές και βαθιές αλλαγές, που θα επηρεάσουν αναπόφευκτα την αειφόρο ανάπτυξη των ευρωπαϊκών περιφερειών και ιδίως των περιοχών με ειδικά φυσικά μειονεκτήματα, κυρίως λόγω της αποδυνάμωσης του δεύτερου πυλώνα για τα παλαιά κράτη-μέλη. Οι τελευταίες αυτές μεταρρυθμίσεις κινούνται σε δύο κατευθύνσεις: αφενός, αποτελούν την ευρωπαϊκή απάντηση στις διαπραγματεύσεις του ΠΟΕ (Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου) και μια προσπάθεια τόνωσης της ανταγωνιστικότητας στις διεθνείς αγορές, αφετέρου, δείχνουν μια τάση ενδυνάμωσης των ενισχύσεων για την προστασία του περιβάλλοντος, την ευημερία των ζώων και την ύπαιθρο, η οποία είναι μεν επιθυμητή αλλά δεν πραγματώνεται.

    3.6

    Η μεταρρύθμιση της ΚΓΠ του 2003 έχει θεωρητικό στόχο τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και τον προσανατολισμό της αγροτικής παραγωγής σε συνάρτηση με τις αγορές. Όμως, οι δυνάμεις της αγοράς από μόνες τους θα οδηγούσαν στην εξαφάνιση της γεωργίας στις μειονεκτικές περιοχές. Για τον λόγο αυτόν, είναι απαραίτητο να ακολουθηθεί μια αποφασιστικότερη πολιτική για τη διατήρηση της αγροτικής δραστηριότητας στις περιοχές αυτές που αντιμετωπίζουν ιδιαίτερες δυσκολίες.

    3.7

    Ο αντίκτυπος της μεταρρύθμισης του«πρώτου πυλώνα», η οποία εγκρίθηκε στις 29 Σεπτεμβρίου 2003 και προέβλεπε την αποσύνδεση, την πολλαπλή συμμόρφωση και τη διαφοροποίηση, είναι δύσκολο να εκτιμηθεί, καθώς τα κράτη και οι περιφέρειες έχουν προβεί σε διαφορετικές στρατηγικές επιλογές. Ωστόσο, φαίνεται πως η μεταρρύθμιση θα μπορούσε να οδηγήσει στην εγκατάλειψη και/ή μετατόπιση της παραγωγής (καθώς αυτή δεν είναι υποχρεωτική για τη λήψη άμεσων ενισχύσεων), επί παραδείγματι, σε ό,τι αφορά στην κτηνοτροφία και την τελική μεταχείριση των ζώων πριν τη διάθεσή τους στην αγορά.

    3.8

    Κατά τις διαπραγματεύσεις της Επιτροπής με τις ευρωπαϊκές περιφέρειες και τα κράτη μέλη με αντικείμενο τα προγράμματα ανάπτυξης της υπαίθρου και τα προγράμματα περιφερειακής πολιτικής, θα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στις περιοχές με μόνιμα φυσικά μειονεκτήματα, προκειμένου να διασφαλιστεί η εδαφική συνοχή, που είναι απαραίτητη για την επιτυχία της στρατηγικής της Λισσαβόνας. Ο αποκλειστικός προσανατολισμός των δημοσίων πολιτικών στις στρατηγικές ανταγωνιστικότητας θα ήταν κατ' αυτήν την έννοια αντίθετος προς τους στόχους που επιδιώκονται. Και όμως, αυτή είναι η κατεύθυνση που φαίνεται ότι θέλουν να ακολουθήσουν ορισμένες χώρες της ΕΕ.

    3.9

    Η γεωργία πρέπει να παραμείνει μια οικονομική δραστηριότητα βασισμένη στην επιχειρηματική βούληση των αγροτών. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι μειονεκτικές περιοχές πρέπει να γίνουν μουσεία παρωχημένων αγροτικών πρακτικών, ούτε περιοχές που αντιμετωπίζουν κυρίως ή αποκλειστικά περιβαλλοντικούς κινδύνους. Ο αγροτικός τομέας κατόρθωσε να αναπτυχθεί και να εκσυγχρονισθεί, ώστε να ανταποκρίνεται στις προσδοκίες των καταναλωτών και των πολιτών. Η δυναμική αυτή πρέπει να συνεχιστεί, προκειμένου να αξιοποιηθούν οι ικανότητες καινοτομίας και επιχειρηματικότητας των αγροτών. Η γεωργία στις μειονεκτικές περιοχές πρέπει να παραμείνει σ'αυτήν την πορεία και να επιτρέπει την ανάπτυξη ενός αγροδιατροφικού τομέα βάσει της τοπικής παραγωγής, με στόχο τη διασφάλιση της οικονομικής βιωσιμότητας των εν λόγω περιοχών. Σε αυτό πρέπει να συμβάλλουν ιδιαιτέρως οι κρατικές ενισχύσεις στις περιφέρειες.

    4.   Ορεινές περιοχές

    4.1

    Εισαγωγή: τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ορεινής γεωργίας και οι προκλήσεις της ανάπτυξης της υπαίθρου.

    4.1.1

    Η ορεινή γεωργία στην Ευρώπη έχει ορισμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Παρότι οι ορεινές περιοχές της Ευρώπης παρουσιάζουν μεγάλες διαφορές τόσο από περιβαλλοντική, εδαφολογική και κλιματική όσο και από οικονομική και κοινωνική άποψη, αντιμετωπίζουν ορισμένους κοινούς περιορισμούς (ή μειονεκτήματα) όσον αφορά τις αγροτικές δραστηριότητες, λόγω των κλίσεων, του ανώμαλου εδάφους και των αντίξοων σε γενικές γραμμές κλιματικών συνθηκών. Τα μειονεκτήματα αυτά περιορίζουν τις παραγωγικές επιλογές στη χορτονομή και την κτηνοτροφία. Περιορίζουν, επίσης, την ικανότητα προσαρμογής της γεωργίας στις συνθήκες ανταγωνισμού και συνεπάγονται αυξημένο κόστος, που δεν επιτρέπει την παραγωγή προϊόντων υψηλής ανταγωνιστικότητας και χαμηλής τιμής. Ωστόσο, η ορεινή γεωργία μπορεί να συμβάλει καίρια στην αειφόρο ανάπτυξη των ορεινών περιοχών.

    4.1.2

    Οι προκλήσεις όσον αφορά την ανάπτυξη της ορεινής υπαίθρου σχετίζονται ουσιαστικά με την έλλειψη εκμεταλλεύσιμων εκτάσεων, τον ανταγωνισμό με άλλες δραστηριότητες όπως η δασοκομία ή η αστική ανάπτυξη, την εγκατάλειψη των αγροτικών γαιών, τον αποκλεισμό των τοπίων, την ανάπτυξη του τουρισμού, την προσβασιμότητα (ή την απομόνωση), τις υπηρεσίες κοινής ωφελείας και τη διαχείριση των υδάτων και των φυσικών πόρων, ιδιαιτέρως τη διατήρηση της βιοποικιλότητας. Τέλος, σχετίζονται με την ασφάλεια αγαθών και προσώπων, χάρη στο θετικό ρόλο που διαδραματίζουν οι γεωργικές και οι δασοκομικές δραστηριότητες για την καταπολέμηση φυσικών κινδύνων όπως οι κατολισθήσεις, οι πλημμύρες, οι χιονοστιβάδες ή οι πυρκαγιές.

    4.2   Η ανάγκη ενός εναρμονισμένου ορισμού στην Ευρωπαϊκή Ένωση

    Υπενθύμιση της θέσης της ΕΟΚΕ στη γνωμοδότηση με θέμα «Το μέλλον των ορεινών περιοχών στην Ευρωπαϊκή Ένωση» (8)

    «3.1.2. Συνεπώς, διαπιστώνονται σημαντικές διαφορές μεταξύ (των ορεινών περιοχών) των κρατών μελών. Θα έπρεπε να εναρμονισθεί η πραγματικότητα της ευρωπαϊκής ορεινής περιοχής, διατηρώντας βέβαια ορισμένη επικουρικότητα όσον αφορά τον τελικό προσδιορισμό των σχετικών εδαφών και προσαρμόζοντας ανάλογα το σημερινό κοινοτικό ορισμό με την καθιέρωση μιας» ψαλίδας «για καθένα από τα τρία κριτήρια (ή τουλάχιστο για τα δύο, του υψόμετρου και της κλίσης)».

    4.2.1

    Η έκθεση του Ελεγκτικού Συνεδρίου της ΕΕ και η μελέτη που εκπονήθηκε για λογαριασμό της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με τίτλο «Zones de montagne en Europe: analyse des régions de montagne dans les États membres actuels, les nouveaux États membres et d'autres pays européens» [Ορεινές περιοχές στην Ευρώπη: ανάλυση των ορεινών περιφερειών στα σημερινά κράτη μέλη, τα νέα κράτη μέλη και άλλες ευρωπαϊκές χώρες], η οποία δημοσιεύτηκε τον Ιανουάριο του 2004 στο Διαδίκτυο στη διεύθυνση http://europa.eu.int/comm/regional_policy/sources/docgener/studies/study_fr.htm, προσφέρουν στην Επιτροπή τα μέσα για να καταλήξει σε έναν εναρμονισμένο ορισμό της ορεινής περιοχής.

    4.3   Η ΕΕ πρέπει να χαράξει μια ειδική πολιτική υπέρ των ορεινών περιοχών

    4.3.1

    Η επίδραση της ορεινής γεωργίας στο περιβάλλον και στις ίδιες τις περιοχές είναι αναντικατάστατη. Οι αγρότες διαδραματίζουν θετικό ρόλο όσον αφορά την τοπική οικονομία, το περιβάλλον και την κοινωνία εν γένει.

    Πρόκειται για τον «θετικό εξωτερικό αντίκτυπο» ή τον «πολυλειτουργικό χαρακτήρα» της. Όντως, η γεωργία αποτελεί ένα αποτελεσματικό μέσο για τη χωροταξία και τη διαχείριση των φυσικών πόρων, και ένα καθοριστικό συντελεστή για τη διαμόρφωση του τοπίου. Τα στοιχεία αυτά έχουν ιδιαίτερη σημασία στις ορεινές περιοχές, λόγω των σημαντικών υδάτινων πόρων, της ειδικής ορεινής βιοποικιλότητας και της πρόκλησης της τουριστικής ανάπτυξης όλων σχεδόν των ορεινών περιοχών. Εξάλλου, η γεωργία συμβάλλει και στη διατήρηση ορισμένων ζωικών και φυτικών ειδών, είτε μέσω της άμεσης εκμετάλλευσής τους (βοοειδή ή αιγοπρόβατα που εξάγονται σ' όλο τον κόσμο λόγω της ανθεκτικότητάς τους, ορισμένα είδη φυτών όπως τα αρωματικά, ή ορισμένα είδη δημητριακών που ανακαλύπτουν σήμερα πάλι οι καταναλωτές) είτε μέσω της αγροτικής δραστηριότητας (διατήρηση των ορεινών βοσκότοπων κ.λ.π.). Συμβάλλει, επίσης, στη διάθεση μιας ποικιλίας αγροτικών και διατροφικών προϊόντων στην αγορά, κυρίως επειδή συχνά προσφέρει πρωτότυπα και πάρα πολύ γνωστά προϊόντα, για τα οποία υπάρχει μικρότερος ανταγωνισμός, γεγονός που επιτρέπει τη διατήρηση της παραδοσιακής τεχνογνωσίας. Τέλος, η ορεινή γεωργία συνεισφέρει και στην απασχόληση του πληθυσμού της υπαίθρου και σχετίζεται στενά με μη γεωργικές δραστηριότητες, καθώς μεγάλος αριθμός των κατοίκων πολλών από τις περιφέρειες αυτές απασχολείται σε πολλές διαφορετικές εργασίες.

    4.3.2

    Εκτός και αν υιοθετηθεί η άποψη ότι οι θετικοί αυτοί εξωτερικοί παράγοντες μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο χρέωσης ως παρεχόμενες υπηρεσίες, πράγμα το οποίο δεν συμβαίνει κατά κανόνα σήμερα, η μείωση των ενισχύσεων προς την ορεινή γεωργία θα επηρέαζε άμεσα τους εργαζομένους σε αυτήν, επιταχύνοντας την εγκατάλειψη εκμεταλλεύσεων και, κατά συνέπεια, την εγκατάλειψη της προστασίας της υπαίθρου. Πρόκειται για ένα πρόβλημα που αφορά στο κοινό συμφέρον και ενδιαφέρει τους δημόσιους φορείς που είναι αρμόδιοι για τη λήψη αποφάσεων, αλλά και την κοινωνία ως σύνολο. Εάν υπάρχει πραγματικά επιθυμία να δοθεί προτεραιότητα στην αειφόρο ανάπτυξη, το θέμα αυτό δεν μπορεί να παραγνωριστεί.

    4.3.3

    Η ανάγκη διατήρησης μιας παραγωγικής αγροτικής δραστηριότητας στις ορεινές περιοχές είναι ιδιαίτερα επιτακτική για την οικονομία της υπαίθρου, προκειμένου να καταστεί δυνατή η μεταποίηση και άρα η παροχή προστιθέμενης αξίας στις περιοχές αυτές, οδηγώντας έτσι στη δημιουργία θέσεων εργασίας, στην τόνωση της ανάπτυξης κλπ.. Επιπλέον, τα προϊόντα από τις ορεινές περιοχές στηρίζονται συχνά στην πολύ πλούσια πολιτιστική κληρονομιά τους, η επιβίωση της οποίας εξαρτάται από τα τοπικά προϊόντα, όπως παραδείγματος χάρη το τυρί artisou της περιοχής Margeride (9), το οποίο αποτελεί τη βάση της γιορτής του artisou, τα τυριά του Mahon ή του γλυκάνισου στη Rute κ.λπ..

    4.3.4

    Η ορεινή γεωργία αντιμετωπίζει μια σειρά ειδικών και διαρθρωτικών προβλημάτων. Η δημιουργία του πρώτου πυλώνα της ΚΓΠ, που στηριζόταν κατά παράδοση στο επίπεδο παραγωγής των αγροτικών συστημάτων, οδήγησε στη διαφοροποίηση του ύψους των ενισχύσεων μεταξύ των ορεινών και των πεδινών περιοχών και μάλιστα σε βάρος των πρώτων. Η χορήγηση βοήθειας από το δεύτερο πυλώνα είναι στην πράξη εξίσου σημαντική με τη βοήθεια που χορηγείται από τον πρώτο πυλώνα στις περιοχές αυτές. Μια ειδική πολιτική υπέρ των ορεινών περιοχών πρέπει να επιτρέπει να συνεκτιμώνται με ολοκληρωμένο και συνεπή τρόπο τα ιδιαίτερα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι ορεινές εκμεταλλεύσεις, γεωργικές ή κτηνοτροφικές. Η πολιτική αυτή θα αποδείκνυε ότι η κοινωνία έχει τη βούληση να διαθέσει τα μέσα για την προαγωγή μιας δυναμικής ορεινής γεωργίας, που θα είναι σε θέση να εκπληρώσει την αποστολή της όσον αφορά στη γεωργική παραγωγή στην προστασία της υπαίθρου, καθήκοντα τα οποία έχουν καθοριστική σημασία για τη χωροταξία και την μελλοντική ανάπτυξη αυτών των περιοχών.

    4.3.5

    Στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού δικτύου αγροτικής ανάπτυξης, η ΕΟΚΕ καλεί την Επιτροπή να προβεί στη σύσταση θεματικής ομάδας εργασίας η οποία θα ασχοληθεί με θέματα που σχετίζονται με τις ορεινές περιοχές.

    4.3.6

    Οι ορεινές περιοχές της Μεσογείου υποφέρουν ταυτόχρονα από γεωφυσικά και κλιματολογικά μειονεκτήματα (όπως η ξηρασία, οι πυρκαγιές δασών, οι θύελλες κλπ.). Αυτά τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά πρέπει να ληφθούν υπόψη σε ευρωπαϊκό επίπεδο, έτσι ώστε να επιτραπεί η προσαρμογή των περιφερειακών πολιτικών.

    4.4   Χορήγηση προτεραιότητας στις ορεινές περιοχές κατά την κατανομή πιστώσεων του δεύτερου πυλώνα

    4.4.1

    Σε μια περίοδο που οι προϋπολογισμοί για την ανάπτυξη της υπαίθρου μειώνονται ή παραμένουν αμετάβλητοι στα παλαιά κράτη μέλη, ενώ τα νέα κράτη-μέλη τείνουν να κατανέμουν τους πόρους στις περιοχές που είναι βραχυπρόθεσμα περισσότερο παραγωγικές, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πρέπει να εξασφαλίσει ότι οι ενισχύσεις της ΕΕ θα κατανέμονται σε περιοχές που πάσχουν από διαρθρωτικά φυσικά μειονεκτήματα και τις χρειάζονται κάθε χρόνο.

    4.5   Είναι απαραίτητη η εμπέδωση των μέτρων αποζημίωσης των αγροτών στις ορεινές περιοχές

    4.5.1

    Η παροχή αποζημιώσεων για τα φυσικά μειονεκτήματα και, κατά συνέπεια, για το υψηλότερο κόστος παραγωγής, είναι το σημαντικότερο μέτρο που μπορεί να θεσπιστεί για τη στήριξη της ορεινής γεωργίας. Πρόκειται για ένα μέτρο το οποίο δεν αμφισβητείται σήμερα από κανέναν, ακόμη και αν οι πόροι που διατίθενται δεν επαρκούν για να εκπληρωθεί ο προορισμός του.

    4.5.2

    Οι συνθήκες της αγροτικής παραγωγής στις ορεινές περιοχές χαρακτηρίζονται κατά κύριο λόγο από σοβαρούς περιορισμούς που οφείλονται στο υψόμετρο, την κλίση, τις χιονοπτώσεις και τις δυσκολίες στην επικοινωνία. Οι περιορισμοί αυτοί έχουν δύο ειδών επιπτώσεις. Αυξάνουν το κόστος του εξοπλισμού (κτίρια και υλικά) και των μεταφορών, και περιορίζουν σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό την παραγωγικότητα των συντελεστών (έγγειος ιδιοκτησία, κεφάλαιο, εργασία), ανάλογα με τα συστήματα παραγωγής που εφαρμόζονται και τη σοβαρότητα των μειονεκτημάτων.

    4.5.3

    Η χαμηλότερη παραγωγικότητα των αγροτικών παραγωγικών συντελεστών στις ορεινές περιοχές οφείλεται στη μικρότερη διάρκεια της ενεργού βλάστησης, η οποία από οκτώ μήνες στις πεδινές περιοχές μειώνεται σε λιγότερο από έξι μήνες σε περιοχές που βρίσκονται σε υψόμετρο 1000 μέτρων. Αυτό σημαίνει ότι χρειάζεται η συγκομιδή τουλάχιστον ενός τρίτου περισσότερης χορτονομής για την εκτροφή των ζώων και μάλιστα σε εκτάσεις που είναι λιγότερο παραγωγικές ανά μονάδα χορτονομής.

    4.5.4

    Η εξισωτική αποζημίωση για μόνιμα φυσικά μειονεκτήματα (ΕΑΜΦΜ) αποτελεί το βασικό εργαλείο στήριξης για την επίτευξη των στόχων αυτών. Θα ήταν όμως σκόπιμο να τεθεί ένα ανώτατο όριο, έτσι ώστε να μειωθεί η υπερβολική μεγέθυνση εκμεταλλεύσεων που είναι ήδη μεσαίου και μεγάλου μεγέθους, έτσι ώστε να διατηρηθεί ένας επαρκής αριθμός εκμεταλλεύσεων και να αποφευχθεί, κατ' αυτόν τον τρόπο, η απερήμωση.

    4.6   Πρέπει να συνεχιστούν και να ενισχυθούν τα άλλα μέτρα στήριξης της αγροτικής δραστηριότητας στις ορεινές περιοχές

    4.6.1   Η πολιτική για την εκτατική κτηνοτροφία σε χορτοτόπους

    4.6.1.1

    Μέσω των αγροπεριβαλλοντικών μέτρων, κατέστη δυνατή κατά τη διάρκεια των προηγούμενων περιόδων προγραμματισμού η εφαρμογή μιας πολιτικής για τη στήριξη της παραγωγής χορτονομής στις περιοχές εντατικής παραγωγής. Η πορεία αυτή πρέπει να συνεχισθεί με τη βοήθεια απλών μέτρων στα οποία θα έχει πρόσβαση μεγαλύτερος αριθμός κτηνοτρόφων. Παράλληλα μπορούν να ληφθούν και άλλα μέτρα που θα επικεντρώνονται περισσότερο στις περιοχές που έχουν ιδιαίτερη σημασία από περιβαλλοντική άποψη.

    4.6.1.2

    Ο περιορισμός των αγροπεριβαλλοντικών ενισχύσεων στις περιοχές αυτού του είδους θα ερχόταν σε αντίθεση με τον στόχο που επιδιώκεται, στο μέτρο που θα οδηγούσε σχεδόν αναπόφευκτα στην εξαφάνιση των κτηνοτροφικών δραστηριοτήτων και στην επιστροφή στην ανεξέλεγκτη φύση, πράγμα που θα εμπόδιζε την πρόληψη φυσικών καταστροφών, τον πολυλειτουργικό ρόλο των εν λόγω περιοχών και την προστασία της βιοποικιλότητας. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι, σε κάθε περίπτωση, τα αγροπεριβαλλοντικά μέτρα που θα τεθούν σε ισχύ το 2007 θα είναι πιο επιλεκτικά απ' ό,τι στο παρελθόν, δεδομένου ότι η ρύθμιση περιλαμβάνει πλέον ένα υποχρεωτικό σκέλος το οποίο αφορά στην τήρηση των διατάξεων περί προϋποθέσεων και για το οποίο δεν χορηγείται αποζημίωση.

    4.6.2   Η στήριξη των επενδύσεων

    4.6.2.1

    Το υψηλότερο κόστος της κατασκευής κτιρίων σε ορεινές περιοχές οφείλεται σε διάφορους παράγοντες: αντίσταση στο φορτίο του χιονιού και στους ισχυρούς ανέμους, απομόνωση, εκτενέστερες εργασίες επιχωμάτωσης, μεγαλύτερη διάρκεια του σταβλισμού και άρα αύξηση του όγκου της ζωοτροφής και των αποβλήτων που πρέπει να αποθηκεύονται. Το υψηλότερο κόστος της μηχανοποίησης οφείλεται στις ιδιαιτερότητες των υλικών που απαιτούνται για τις εργασίες στα επικλινή εδάφη και στην πρόωρη φθορά τους λόγω των κλιματικών συνθηκών. Επίσης, οφείλεται στο μικρό μέγεθος των ουσιών που παράγονται. Όπως συμβαίνει και με την αντιστάθμιση των φυσικών μειονεκτημάτων, η στήριξη των επενδύσεων αποτελεί στην ουσία προϋπόθεση της διαχρονικής εξασφάλισης των αγροτικών εκμεταλλεύσεων και, κατά συνέπεια, πρέπει να ενισχυθεί στις ορεινές περιοχές.

    4.6.3   Απασχόληση των νέων στη γεωργία και επιδοτούμενα δάνεια

    4.6.3.1

    Στην ορεινή γεωργία, όπως και αλλού, λόγω της έλλειψης μελλοντικών προοπτικών, του κοπιώδη χαρακτήρα της εργασίας και του μεγάλου κόστους που συνεπάγεται η μεταβίβαση του κεφαλαίου εκμετάλλευσης, παρατηρείται μείωση του αριθμού των νέων αγροτών: στους τρεις αγρότες που αποσύρονται, μόνον ένας αντικαθίσταται, και αυτό ισχύει τόσο στις ορεινές όσο και στις λοιπές περιοχές.

    4.6.3.2

    Ωστόσο, επειδή τα ορεινά αγροτικά συστήματα είναι ευάλωτα και χρειάζονται μεγαλύτερες επενδύσεις από ό,τι οι πεδινές περιοχές, είναι σημαντικότερη για τις ορεινές περιφέρειες η προώθηση της διαδοχής των γενεών και της ενασχόλησης των νέων με τη γεωργία. Πρόκειται για ένα στόχο που ενδιαφέρει άμεσα τον γεωργικό κλάδο, αλλά παράλληλα εξυπηρετεί αναμφίβολα το κοινό συμφέρον, όπως άλλωστε έχει τονισθεί στο παρελθόν.

    4.6.4   Αντιστάθμιση του κόστους παροχής υπηρεσιών

    4.6.4.1

    Το υψηλότερο κόστος των υπηρεσιών (τεχνητή γονιμοποίηση, συγκομιδή κλπ.) οφείλεται ουσιαστικά στη μικρότερη πυκνότητα των ορεινών εκμεταλλεύσεων, γεγονός που συνεπάγεται κάλυψη μεγαλύτερων αποστάσεων, καθώς και στις ίδιες τις συνθήκες των μεταφορών, που είναι δυσχερέστερες και προκαλούν πρόωρη φθορά των οχημάτων. Για να υλοποιηθεί ο στόχος της διατήρησης εκμεταλλεύσεων σε ορεινές περιοχές, είναι απαραίτητο να προβλεφθεί η στήριξη αυτών των υπηρεσιών, ιδιαιτέρως της συλλογής γάλακτος, το κόστος των οποίων επιβαρύνει σήμερα τους αγρότες. Στην περίπτωση των ορεινών περιοχών, το επιχείρημα ότι αυτού του είδους οι ενισχύσεις θα επιδρούσαν δυσμενώς στον ανταγωνισμό δεν μπορεί να θεωρηθεί παραδεκτό, επειδή οι κανόνες της αγοράς δεν ισχύουν κατά τον ίδιο αδιαφοροποίητο τρόπο για όλες τις περιοχές.

    4.6.5   Στήριξη των αγροδιατροφικών βιομηχανιών

    4.6.5.1

    Για την εκμετάλλευση των προϊόντων της ορεινής γεωργίας, χρειάζονται βιομηχανικά εργαλεία μεταποίησης και διάθεσης στην αγορά. Ωστόσο, και αυτές οι αγροδιατροφικές βιομηχανίες αντιμετωπίζουν τα μειονεκτήματα των ορεινών περιοχών: μεγάλη απόσταση από τις αγορές, αυξημένο κόστος μεταφορών, υψηλότερο κόστος κατασκευής και συντήρησης. Αυτό θα προήγαγε επίσης τη δημιουργία θέσεων εργασίας που έχουν μεγάλη σημασία για τις αγροτικές περιοχές.

    4.6.5.2

    Για το λόγο αυτό, είναι θεμιτή και απαραίτητη η διαρκής στήριξη των δραστηριοτήτων αυτών. Πρέπει να επιτραπεί η ευρεία πρόσβαση των αγροδιατροφικών βιομηχανιών στις περιφερειακές ενισχύσεις.

    4.6.6   Στήριξη των επενδύσεων στον αγροτουρισμό

    4.6.6.1

    Ο αγροτουρισμός έχει αναπτυχθεί πολύ σε ορισμένες ορεινές περιφέρειες της Ευρώπης, όπως στην Αυστρία, προσφέροντας ένα συμπληρωματικό εισόδημα, απαραίτητο για την επιβίωση των εκμεταλλεύσεων αυτών. Εξάλλου, πόλος έλξης του τουρισμού στις περιοχές αυτές –και εκτός των εκμεταλλεύσεων– είναι τα τοπία και οι πολιτιστικές παραδόσεις, που συνδέονται άρρηκτα με την αγροτική δραστηριότητα.

    4.6.7   Στήριξη του ευρωπαϊκού χάρτη ποιοτικών αγροδιατροφικών προϊόντων

    4.6.7.1

    Οι περισσότερες ορεινές εκμεταλλεύσεις δεν μπορούν να είναι ανταγωνιστικές εφόσον παράγουν τυποποιημένα προϊόντα στις ίδιες τιμές (ή και σε κατώτερες τιμές λόγω της απομόνωσης) με εκείνα των πεδινών εκμεταλλεύσεων. Η παραγωγή ποιοτικών, αυθεντικών και πρωτότυπων προϊόντων και η δημιουργία συστημάτων που θα βελτιώνουν την παραγωγή και τη διάρθρωση του αγροδιατροφικού τομέα, προσφέροντας έτσι μεγαλύτερη προστιθέμενη αξία, αποτελούν επιτακτική ανάγκη για την αύξηση των αγροτικών εισοδημάτων, ιδίως στις ορεινές περιοχές. Πολλές ονομασίες προέλευσης προέρχονται από ορεινές περιοχές.

    4.6.7.2

    Η επαρκής προστασία των αγροδιατροφικών προϊόντων ποιότητας που παράγονται σε ορεινές περιοχές — η οποία σημαίνει εμπιστοσύνη για τους καταναλωτές και ανάπτυξη για τους παραγωγούς — αποτελεί μείζονα πρόκληση για το μέλλον της ορεινής γεωργίας. Για τον λόγο αυτό, η ΕΟΚΕ έχει υπογράψει τον χάρτη των αγροδιατροφικών προϊόντων ποιότητας από ορεινές περιοχές (10) και ελπίζει ότι την προσπάθεια αυτή θα στηρίξουν όλα τα θεσμικά κοινοτικά όργανα.

    4.7   Συνδυασμός της αγροτικής και περιφερειακής πολιτικής για καλύτερα αποτελέσματα στις ορεινές περιοχές

    4.7.1

    Επί παραδείγματι, η ευρωπαϊκή περιφερειακή πολιτική συμπεριλαμβάνει έναν στόχο για την εδαφική συνοχή, ο οποίος εν πολλοίς απουσιάζει από την ΚΓΠ. Διαθέτει μια πτυχή σχετικά με την ύπαιθρο, η οποία θα μπορούσε να ενισχυθεί. Αυτές οι δύο πολιτικές μαζί, με συντονισμένο τρόπο, θα μπορούσαν να έχουν άμεσο και θετικό αντίκτυπο στην αειφόρο ανάπτυξη των ορεινών αγροτικών περιοχών.

    4.8   Άλλα σημεία προς εξέταση

    4.8.1   Η διαχείριση των μεγάλων αρπακτικών πρέπει να είναι συντονισμένη

    4.8.1.1

    Η εμφάνιση και η ανάπτυξη της εντατικής εκτροφής προβατοειδών στις ευρωπαϊκές ορεινές περιοχές κατέστη δυνατή χάρη στην εξάλειψη των μεγάλων αρπακτικών. Η επανεμφάνισή τους, όμως, όπως του λύκου στις Άλπεις και της αρκούδας στα Πυρηναία, θέτει ξανά σε κίνδυνο αυτόν τον τρόπο εντατικής μη φυλασσόμενης εκτροφής.

    4.8.1.2

    Έχουν ξεκινήσει και πρέπει να συνεχιστούν διάφορες πρωτοβουλίες για την εξεύρεση δίκαιων λύσεων για τον συνδυασμό της άσκησης της κτηνοτροφίας στις ορεινές περιοχές και της προστασίας των μεγάλων αρπακτικών, κυρίως στην Ιταλία και στην Ισπανία (αποτελεσματικά μέσα προστασίας, αποζημίωση απωλειών, αποζημίωση για τις πρόσθετες προσπάθειες που απαιτούνται για τη συμβίωση με τα αρπακτικά κλπ.). Οι εμπειρίες αυτές πρέπει να αξιοποιηθούν στις άλλες ευρωπαϊκές ορεινές περιφέρειες.

    4.8.2   Η δασοκομική δραστηριότητα αποτελεί απαραίτητο συμπλήρωμα

    4.8.2.1

    Η συνολική έκταση των ορεινών δασών εκτιμάται σε περίπου 28 εκατομμύρια εκτάρια στην ΕΕ των 15 και σε 31 εκατομμύρια εκτάρια στην ΕΕ των 25. Αναπτύσσεται δε με ρυθμούς ταχύτερους από το σύνολο των ευρωπαϊκών δασικών εκτάσεων. Η δασοκομία αποτελεί συχνά πηγή συμπληρωματικού εισοδήματος για τους αγρότες της ορεινής υπαίθρου. Στο πλαίσιο των προσπαθειών που καταβάλλονται σήμερα για την καλύτερη αξιοποίηση της βιομάζας για ενεργειακούς σκοπούς, η δασοκομία θα μπορούσε να προσφέρει μια πρόσθετη δυνατότητα για την αειφόρο ανάπτυξη των ορεινών περιοχών, υπό την προϋπόθεση του ορθολογικού σχεδιασμού της αναδάσωσης νέων εκτάσεων. Η επιλογή προσαρμοσμένων ειδών και ποικιλιών με βάση της μηχανικές τους ιδιότητες, θα προσέφερε επίσης μια ευκαιρία στις ορεινές περιοχές και στις αγορές ξυλοκατασκευών, επιτρέποντας παράλληλα τον περιορισμό των εισαγωγών από τρίτες χώρες, οι οποίες μπορεί να αποτελούν αίτιο οικολογικών καταστροφών.

    4.8.2.2

    Από λειτουργική άποψη, τα δασικά οικοσυστήματα παρουσιάζουν και αυτά ορισμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Διαδραματίζουν κεντρικό και θεμελιώδη ρόλο όσον αφορά τη ρύθμιση των επιφανειακών και υπόγειων υδάτων και είναι ιδιαίτερα ευαίσθητα στους εξωγενείς παράγοντες (ρύπανση, υπερπληθυσμός θηραμάτων, καταιγίδες, έντομα) και στις πυρκαγιές, οι οποίες είναι δυσκολότερο να προληφθούν και να τεθούν υπό έλεγχο, καθώς στις περιοχές αυτές η πρόσβαση είναι περιορισμένη και η φωτιά εξαπλώνεται πολύ γρήγορα.

    4.8.2.3

    Η οικολογική σταθερότητα των ορεινών οικοσυστημάτων δεν είναι σημαντική μόνο για τις εν λόγω περιοχές, αλλά και για την προστασία των περιοχών που βρίσκονται στα κατάντη τους.

    4.8.3

    Η ΕΟΚΕ διακατέχεται από ικανοποίηση για την έγκριση του αγροτικού πρωτοκόλλου της διάσκεψης των Άλπεων εκ μέρους της ΕΕ. Στο πλαίσιο των εργασιών της, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πρέπει να ευνοήσει τη διεθνή συνεργασία αυτού του είδους σε όλες τις ορεινές περιοχές της Ευρώπης.

    5.   Νησιωτικές περιοχές

    5.1   Ορισμός

    5.1.1

    Περισσότερα από 10 εκατ. άνθρωποι, δηλαδή το 3 % του συνολικού πληθυσμού της ΕΕ, κατοικούν σε 286 νησιά της Ευρώπης που καλύπτουν έκταση 100.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων (ή 3,2 % της συνολικής της έκτασης). Αυτά τα 286 νησιά κατανέμονται σε αρχιπελάγη και μπορεί συνεπώς να λεχθεί ότι υπάρχουν 30 νησιωτικές περιφέρειες. Οι Βαλεαρίδες, για παράδειγμα, οι οποίες σύμφωνα με τον ορισμό της ΕΕ αποτελούνται από 4 νησιά, συγκροτούν μια ενιαία νησιωτική περιοχή. Γενικά, μπορεί να λεχθεί ότι, από οικονομική άποψη, η γεωργία σε αυτά τα 286 νησιά είναι λιγότερο αναπτυγμένη από ό,τι στην ευρωπαϊκή ενδοχώρα. Οι νησιωτικές περιοχές παράγουν το 2,2 % του συνολικού ΑΕγχΠ της ΕΕ, φθάνοντας μόλις το 72 % του κοινοτικού μέσου όρου.

    5.1.1.1

    Πρόκειται κατά βάση για τα νησιά της Μεσογείου, επειδή το 95 % του νησιωτικού πληθυσμού στην Ευρώπη κατοικεί σε αυτά τα νησιά, ενώ μόλις 5 % του πληθυσμού κατοικεί στα νησιά του Ατλαντικού και της βόρειας Ευρώπης. Το 85 % του νησιωτικού πληθυσμού της ΕΕ συγκεντρώνεται σε μόλις πέντε νησιωτικές περιοχές της Μεσογείου (Σικελία, Κορσική, Σαρδηνία, Βαλεαρίδες και Κρήτη).

    5.1.1.2

    Συχνά αναφέρεται το υψηλότερο κόστος της ζωής στα νησιά. Θα πρέπει όμως να τεθεί το ερώτημα αν υπάρχει πραγματικά ένα τέτοιο κόστος. Είναι αλήθεια ότι στοιχίζει περισσότερο να καταναλώνει και να παράγει κανείς σε ένα νησί σε σύγκριση με την ηπειρωτική χώρα; Για να απαντήσουμε καταφατικά σε αυτό το ερώτημα, θα πρέπει να αποδεχθούμε την αρχή ότι το φυσικό περιβάλλον επιδρά στην ανθρώπινη δραστηριότητα και, κατά συνέπεια, στη γεωργία· σε αυτή την περίπτωση θα μπορούσε να γίνει λόγος περί κόστους της νησιωτικής ζωής.

    5.2   Γενικές παρατηρήσεις

    5.2.1

    Παρόλο που κάθε περιφέρεια διαφέρει από την άλλη, η γεωργία στις εξόχως απόκεντρες περιοχές έχει δύο κοινά χαρακτηριστικά: το δυαδικό της χαρακτήρα και την εξάρτηση. Οι σύγχρονες, «προσανατολισμένες στις εξαγωγές», εκμεταλλεύσεις συνυπάρχουν με παραδοσιακές, που προσιδιάζουν λίγο-πολύ στη γεωργία ιδιοκατανάλωσης, ενώ υπάρχει μεγαλύτερη εξάρτηση από άλλες περιοχές, τόσο σε ό,τι αφορά τους παράγοντες της παραγωγής όσο και την τελική διάθεση των προϊόντων στην τοπική ή σε άλλες αγορές. Το εμπορικό ισοζύγιο δείχνει καθαρά ότι ενώ οι περιοχές αυτές εξάγουν ένα ή δύο «εξειδικευμένα» προϊόντα εισάγουν μεγάλο φάσμα γεωργικών και κτηνοτροφικών προϊόντων για εσωτερική κατανάλωση.

    5.2.2

    Σε κάθε περίπτωση, η αγροτική ανάπτυξη αντιμετωπίζει μια σειρά από μόνιμα και κοινά προβλήματα που απορρέουν κατά κύριο λόγο από τη γεωγραφική και την οικονομική απομόνωση αυτών των περιοχών, κατάσταση η οποία επιδεινώνεται από τα άλλα φυσικά μειονεκτήματα που αναφέρθηκαν ήδη.

    5.3   Ειδικές παρατηρήσεις

    Οι περιφέρειες αυτές χαρακτηρίζονται από την ύπαρξη μόνιμων μειονεκτημάτων που τις διακρίνουν σαφώς από τις ηπειρωτικές περιφέρειες. Συγκεκριμένα:

    5.3.1

    Γενικά και αγροτικά μειονεκτήματα:

    απομόνωση από την ηπειρωτική χώρα·

    περιορισμένη έκταση γαιών·

    ανεπάρκεια υδάτων·

    περιορισμένες πηγές ενέργειας·

    μείωση του γηγενούς πληθυσμού, κυρίως των νέων·

    έλλειψη ειδικευμένου εργατικού δυναμικού·

    απουσία οικονομικού περιβάλλοντος για τις επιχειρήσεις·

    δυσκολία πρόσβασης στις υπηρεσίες εκπαίδευσης και υγείας·

    υψηλό κόστος συγκοινωνιών και υποδομών (θαλάσσιων και εναέριων)·

    δυσκολία διαχείρισης των λυμάτων·

    5.3.2

    Γεωργικά μειονεκτήματα

    μονοκαλλιέργεια και εποχικότητα της αγροτικής δραστηριότητας·

    εδαφικός κατακερματισμός που δυσχεραίνει τη διαχείριση, τη διοίκηση και την οικονομική ανάπτυξη των εν λόγω περιφερειών·

    αγορές μικρού μεγέθους·

    απομόνωση από τις μεγάλες αγορές·

    ολιγοπώλια όσον αφορά τον εφοδιασμό πρώτων υλών·

    έλλειψη υποδομών μεταποίησης και διάθεσης στην αγορά·

    έντονος ανταγωνισμός για εδάφη και ύδατα λόγω του αναπτυσσόμενου τουρισμού·

    έλλειψη σφαγείων και βιομηχανιών για την αρχική μεταποίηση τοπικών προϊόντων.

    6.   Εξόχως απόκεντρες περιφέρειες

    6.1   Ορισμός

    6.1.1

    Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αποφάσισε να υιοθετήσει μια κοινή πολιτική για τις περιφέρειες αυτές, μέσω προγραμμάτων ειδικά προσανατολισμένων στον απομακρυσμένο και νησιωτικό χαρακτήρα των εξόχως απόκεντρων περιφερειών (POSEI): POSEIDOM για τα υπερπόντια διαμερίσματα της Γαλλίας (Μαρτινίκα, Γουαδελούπη, Γουιάνα και Ρεϋνιόν), POSEICAN για τις Καναρίους Νήσους και POSEIMA για τη Μαδέρα και τις Αζόρες.

    6.2   Γενικές παρατηρήσεις

    6.2.1

    Πέραν από τη σχετική σημασία που έχει για το ΑΕγχΠ μιας περιοχής (που σε κάθε περίπτωση είναι μεγαλύτερη του κοινοτικού μέσου όρου), στις περισσότερες απόκεντρες περιοχές, η γεωργία είναι ένας τομέας που έχει καθοριστική σημασία για την οικονομία (επηρεάζοντας έμμεσα, αλλά σε σημαντικό βαθμό, τις μεταφορές και άλλες συναφείς δραστηριότητες), τη σταθερότητα των κοινωνικών και των εργασιακών σχέσεων, τη χωροταξία, την προστασία της φυσικής και της πολιτιστικής κληρονομιάς, καθώς και — για στρατηγικούς λόγους — την ασφάλεια του εφοδιασμού.

    6.3   Ειδικές παρατηρήσεις

    6.3.1

    Τα φυσικά εμπόδια και οι δυσχέρειες που υπάρχουν σε ό,τι αφορά στην απόκτηση κεφαλαιουχικών αγαθών και της κατάλληλης τεχνολογίας, αυξάνουν σημαντικά το κόστος παραγωγής.

    6.3.2

    Τα προϊόντα των περιοχών αυτών είναι πιο ακριβά από τα προϊόντα που προέρχονται από την ηπειρωτική χώρα, και συνεπώς δύσκολα μπορούν να ανταγωνιστούν εισαγόμενα προϊόντα στις τοπικές αγορές, επειδή οι εν λόγω περιοχές είναι διάσπαρτες και κατακερματισμένες, και δεν διαθέτουν τις κατάλληλες διαρθρώσεις επεξεργασίας και εμπορίας. Η αύξηση του αριθμού των υπεραγορών και των μεγάλων δικτύων διανομής δεν βοηθά να διορθωθεί αυτή κατάσταση.

    6.3.3

    Σε αυτά τα προβλήματα προστίθενται η έλλειψη οικονομιών κλίμακας, η ύπαρξη μικρών και συχνά κατακερματισμένων τοπικών αγορών, η έλλειψη εταιρικών διαρθρώσεων (συνεταιρισμών κλπ.), η ύπαρξη λίγων ή η παντελής έλλειψη σφαγείων και οι μικρές μονάδες επεξεργασίας.

    6.3.4

    Η τοπική βιομηχανία μεταποίησης, η οποία αντιμετωπίζει παρόμοιες αναπτυξιακές δυσχέρειες, δεν αποτελεί επαρκή πελατειακή βάση, πράγμα που περιορίζει σε πολύ μεγάλο βαθμό τα περιθώρια να επιτευχθεί παραγωγή πρόσθετης αξίας.

    6.3.5

    Παρόμοιες δυσχέρειες παρατηρούνται και στις εξαγωγές: Η διάρθρωση της προσφοράς είναι διάσπαρτη και κατακερματισμένη, υπάρχουν ελλείψεις στα συστήματα εμπορίας και υποδομών, προβλήματα πρόσβασης στα κέντρα διανομής στον τόπο προορισμού, καθώς και αδυναμία έγκαιρης ανταπόκρισης στις αλλαγές που παρατηρούνται στην αγορά.

    6.3.6

    Ένα άλλο πρόβλημα είναι η μείωση του τοπικού πληθυσμού, κυρίως των νέων, επειδή οι άνθρωποι αποχωρούν για άλλους οικονομικούς κλάδους, ιδιαιτέρως τον τουριστικό, ή εγκαταλείπουν τελείως τις νησιωτικές περιοχές.

    6.3.7

    Οι γεωργικές εκμεταλλεύσεις — στις οποίες ο ρόλος των γυναικών έχει καθοριστική σημασία — είναι γενικά μικρές και έχουν οικογενειακό χαρακτήρα, επηρεάζοντας σε πολύ μεγάλο βαθμό τη μερική απασχόληση. Οι εκτατικές καλλιέργειες αντιμετωπίζουν πολύ σοβαρά προβλήματα (υπερβολικός κατακερματισμός της γης και προβλήματα μηχανοποίησης).

    6.3.8

    Η έλλειψη σημαντικής βιομηχανικής υποδομής οδηγεί την οικονομική ανάπτυξη προς τον τουριστικό κλάδο, κατάσταση η οποία επιτείνει τον ευάλωτο χαρακτήρα του φυσικού περιβάλλοντος και υποβάλει τη γεωργία στον ανταγωνισμό για την απόκτηση των καλύτερων εκτάσεων, υδάτων και εργατικού δυναμικού, όπου και βρίσκεται σε μειονεκτική θέση. Η μετατόπιση του πληθυσμού προς τις παράκτιες περιοχές δημιουργεί προβλήματα διάβρωσης και απερήμωσης στην ενδοχώρα.

    6.4   Αγροτικά μειονεκτήματα

    6.4.1

    Η γεωργική παραγωγή, όπως η ντομάτα, τα τροπικά φρούτα, τα φυτά και τα άνθη πρέπει να είναι σε θέση να ανταγωνίζονται στις αγορές τους παρόμοια προϊόντα που προέρχονται από άλλες χώρες, οι οποίες έχουν υπογράψει συμφωνίες σύνδεσης με την ΕΕ, όπως οι χώρες ΑΚΕ και το Μαρόκο, ή για τις οποίες ισχύουν προτιμησιακά καθεστώτα.

    6.4.2

    Τα αγροτικά προγράμματα POSEI δεν έχουν ακόμα φτάσει στο βέλτιστο επίπεδο αξιοποίησής τους, κυρίως επειδή ορισμένα μέτρα έχουν ληφθεί πολύ πρόσφατα. Θα πρέπει, λοιπόν, να τηρούνται τα ανώτατα όρια που έχουν τεθεί, διαθέτοντας στα προγράμματα αυτά επαρκή οικονομικά μέσα για την επίτευξη των στόχων που έχουν οριστεί.

    6.4.3

    Η αλλαγή του καθεστώτος στο πλαίσιο της μελλοντικής μεταρρύθμισης της ΚΟΑ για τη μπανάνα, προστατεύοντας τα εισοδήματα των κοινοτικών παραγωγών και την απασχόληση, για τη διασφάλιση του μέλλοντος της κοινοτικής μπανάνας.

    6.4.4

    Το τελικό αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων του ΠΟΕ (πρόταση τροποποίησης των δασμών). Εάν χρειαστεί, θα πρέπει να ληφθούν επαρκή μέτρα για την εξασφάλιση της απασχόλησης και των εισοδημάτων των αγροτών των θιγόμενων τομέων.

    6.4.5

    Έχοντας υπόψη τις συνθήκες που επικρατούν στις περιοχές αυτές, θα πρέπει να θεσπιστούν και να εντατικοποιηθούν οι ζωικοί και φυτοϋγειονομικοί έλεγχοι κάνοντας χρήση όλων των ανθρώπινων και τεχνολογικών μέσων.

    7.   Προτάσεις για τις νησιωτικές και τις εξόχως απόκεντρες περιοχές

    7.1

    Η ΕΟΚΕ διαπιστώνει τη στρατηγική σημασία που έχουν οι γεωργικές δραστηριότητες στις περιοχές αυτές ως παράγων διατήρησης της κοινωνικής, πολιτιστικής, εδαφικής και φυσικής ισορροπίας.

    7.2

    Μετά τη μελέτη των προαναφερθέντων εγγράφων, η ΕΟΚΕ επισημαίνει την ύπαρξη διαρθρωτικών μειονεκτημάτων που εμποδίζουν την ανάπτυξη των αγροτικών δραστηριοτήτων στις νησιωτικές και εξόχως απόκεντρες περιφέρειες.

    7.3

    Για τον λόγο αυτόν, η ΕΟΚΕ θεωρεί ότι πρέπει να καταθέσει μια σειρά συστάσεων προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, καλώντας την να λάβει ειδικά μέτρα για την εξισορρόπηση των μειονεκτημάτων που σχετίζονται με τον νησιωτικό και εξόχως απόκεντρο χαρακτήρα των περιφερειών· τα μειονεκτήματα αυτά επηρεάζουν 16 εκατομμύρια ευρωπαίους πολίτες και εμποδίζουν ιδιαίτερα την ανάπτυξη των αγροτικών δραστηριοτήτων στις περιφέρειες αυτές.

    7.4

    Σε ό,τι αφορά τις νησιωτικές και εξόχως απόκεντρες περιφέρειες, η ΕΟΚΕ καλεί επειγόντως την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να λάβει τα ακόλουθα μέτρα:

    7.4.1

    Χορήγηση του καθεστώτος της μειονεκτικής γεωργικής περιοχής στο σύνολο των περιφερειών αυτών. Τα ειδικά μειονεκτήματα που εμποδίζουν την ανάπτυξη της γεωργίας στα νησιά της Μάλτας και του Gozo (11) αποτελούν σημαντικό προηγούμενο για τη θέσπιση του μέτρου αυτού για τις νησιωτικές και εξόχως απόκεντρες περιοχές.

    7.4.2

    Δημιουργία ενός καθεστώτος ενισχύσεων για τις μεταφορές αγροτικών προϊόντων μεταξύ των περιφερειών αυτών και των ηπειρωτικών περιοχών και για τις διανησιωτικές μεταφορές. Η επιδότηση του κόστους των μεταφορών θα μπορούσε να επιτρέψει στα αγροτικά προϊόντα των νησιών και των εξόχως απόκεντρων περιοχών να ανταγωνιστούν τα υπόλοιπα αγροτικά προϊόντα της Ένωσης στην ευρωπαϊκή αγορά.

    7.4.3

    Κατάρτιση σχεδίου που θα διασφαλίζει την ισότητα των τιμών των γεωργικών εισροών στις περιοχές αυτές (όπως τα καύσιμα, τα λιπάσματα, ο αγροτικός εξοπλισμός κλπ.), ώστε να αντισταθμιστεί το υψηλότερο κόστος παραγωγής των αγροτικών δραστηριοτήτων στα νησιά και τις εξόχως απόκεντρες περιφέρειες. Πρέπει να θεσπιστούν μέτρα που αποσκοπούν στη στήριξη των εισαγωγών βασικών προϊόντων που χρησιμεύουν ως ζωοτροφές.

    7.4.4

    Ένταξη και αύξηση του ποσοστού της ευρωπαϊκής συγχρηματοδότησης στα σχέδια ανάπτυξης της υπαίθρου, που προβλέπουν την κατασκευή και την επενδυτική χρηματοδότηση ειδικών υποδομών για την αντιστάθμιση των μειονεκτημάτων που σχετίζονται με τον νησιωτικό και εξόχως απόκεντρο χαρακτήρα των περιφερειών, όπως είναι τα σχέδια άρδευσης με επεξεργασμένα λύματα, στραγγιστικά συστήματα, οι λιμενικές και αποθηκευτικές υποδομές, οι ενισχύσεις για τη διάθεση στην αγορά κλπ..

    7.4.5

    Θέσπιση ειδικών μέτρων για τη διασφάλιση της εποπτείας και του ελέγχου των ολιγοπωλιακών δραστηριοτήτων (ιδιαίτερα συχνές στα νησιά). Το περιορισμένο μέγεθος της τοπικής αγοράς ευνοεί την εμφάνιση ενός μικρού αριθμού επιχειρήσεων διανομής, οι οποίες έχουν ενίοτε σημαντικά περιθώρια κέρδους. Η καταπολέμηση των πρακτικών αυτών θα ενισχύσει την ανάπτυξη των ελεύθερων εμπορικών συναλλαγών στις περιοχές αυτές.

    7.5

    Εξάλλου, σε ό,τι αφορά τα μέτρα που στοχεύουν συγκεκριμένα στις νησιωτικές αλλά όχι εξόχως απόκεντρες περιφέρειες της Ένωσης, η ΕΟΚΕ καλεί την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να προβεί στις ακόλουθες ενέργειες:

    7.5.1

    Θέσπιση ειδικών προγραμμάτων δράσης για τις νησιωτικές αλλά όχι εξόχως απόκεντρες περιφέρειες της Ένωσης. Ακολουθώντας τη γραμμή των προγραμμάτων που έχουν εγκριθεί για τις εξόχως απόκεντρες περιφέρειες (12), τα ειδικά αυτά προγράμματα θα επιτρέψουν στις νησιωτικές περιφέρειες να επιτυγχάνουν αποτελέσματα παρόμοια με αυτά που επέτυχαν οι επτά εξόχως απόκεντρες περιφέρειες: κατά τις περιόδους 1994-1999 και 2000-2006· οι περιοχές αυτές έλαβαν, κατά κεφαλήν, από τα διαρθρωτικά ταμεία 33 % περισσότερους χρηματοδοτικούς πόρους από ό,τι οι υπόλοιπες περιφέρειες του Στόχου 1. Χάρη στην ενίσχυση αυτή, η οικονομική ανάπτυξη και η μείωση των ποσοστών ανεργίας ήταν πολύ μεγαλύτερη από ό,τι σε πολλές άλλες περιφέρειες της ΕΕ.

    7.5.2

    Αύξηση, για τη νέα περίοδο περιφερειακού πολιτικού προγραμματισμού (2007-2013), της συμμετοχής των ευρωπαϊκών ταμείων στο συνολικό κόστος των επιδοτήσεων, ώστε το μέγιστο ποσοστό της να ανέλθει στο 85 %, όπως συμβαίνει ήδη στις εξόχως απόκεντρες περιφέρειες και στα πιο απομακρυσμένα ελληνικά νησιά (13). Η νέα πρόταση της Επιτροπής (14) (περίοδος 2007-2013) για τα νησιά, φαίνεται ανεπαρκής (60 % κατά μέγιστο όριο).

    7.5.2.1

    Καθιέρωση της δυνατότητας των τοπικών αρχών να εφαρμόζουν το πρόγραμμα JEREMIE (15), με τη μορφή ταμείου επενδύσεων, το οποίο θα μπορεί να χορηγεί χρηματοδοτικούς πόρους σε νέους γεωργούς που επιθυμούν να εγκατασταθούν και να επιδοθούν στην καλλιέργεια ειδών διατροφής.

    7.5.3

    Η ΕΟΚΕ συνιστά την ειδική μεταχείριση των νησιωτικών περιοχών στα πλαίσια των νέων Διαρθρωτικών Ταμείων.

    7.6

    Με δεδομένες τις συνέπειες της ανυπαρξίας μιας ειδικής πολιτικής που να καλύπτει το κόστος των νησιωτικών περιοχών, η ΕΟΚΕ επιμένει στο συνδυασμό των προσπαθειών με τη δημιουργία εκ μέρους των ενεργών παραγόντων, της κυβερνήσεως, της κοινωνίας των πολιτών κλπ. μιας πλατφόρμας που θα παραπέμπει και θα συντονίζει όλα τα αιτήματα για την επίλυση των προβλημάτων, με απώτερο στόχο τη διατήρηση του αγροτικού πληθυσμού σε όλες τις νησιωτικές περιοχές.

    Βρυξέλλες, 13 Σεπτεμβρίου 2006

    Η Πρόεδρος

    της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής

    Anne-Marie SIGMUND


    (1)  ΕΕ C 302 της 14.3.2003, εισηγητής ο κ. Jean-Paul Bastian.

    (2)  ΕΕ C 302 της 7.12.2004 και ΕΟΚΕ 251/2005, EE C 234 της 22.9.2005, εισηγητής ο κ. Gilbert Bros.

    (3)  INI2000/2222, ΕΕ C 072 της 21.3.2001.

    (4)  ΕΕ C 221 της 17.9.2002, εισηγητής ο κ. Philippe Levaux.

    (5)  ΕΕ C 24 της 31.1.2006, εισηγήτρια η κα Margarita López Almendáriz.

    (6)  ΕΕ C 30 της 30.01.1997, εισηγητής ο κ. Leopoldo Quevedo Rojo.

    (7)  ΕΕ αριθ. C 74, 23/3/2005

    (8)  Ομοίως 1.

    (9)  Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με το τυρί: http://www.artisoudemargeride.com/

    (10)  Βλ. τον ιστοχώρο: http://www.mountainproducts-europe.org/sites/euromontana/

    (11)  Συνθήκη προσχώρησης της Τσεχικής Δημοκρατίας, της Εσθονίας, της Κύπρου, της Λεττονίας, της Λιθουανίας, της Ουγγαρίας, της Μάλτας, της Πολωνίας, της Σλοβενίας και της Σλοβακίας.

    (12)  Πρόγραμμα POSEIDOM για τις εξόχως απόκεντρες περιφέρειες της Γαλλίας, POSEICAN για τις Καναρίους Νήσους και POSEIMA για τις Αζόρες και τη Μαδέρα.

    (13)  Κανονισμός αριθ. 1260/1999.

    (14)  COM(2004) 492 τελικό

    (15)  ΕΕ C 110 της 0.05.2006 (Εισηγητής ο κ. Antonello Pezzini)


    Top