EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52005IE0140

Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα «Η εξασφάλιση καλύτερης ολοκλήρωσης για τις περιφέρειες που παρουσιάζουν μόνιμα φυσικά και διαρθρωτικά μειονεκτήματα»

ΕΕ C 221 της 8.9.2005, p. 141–152 (ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, NL, PL, PT, SK, SL, FI, SV)

8.9.2005   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 221/141


Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα «Η εξασφάλιση καλύτερης ολοκλήρωσης για τις περιφέρειες που παρουσιάζουν μόνιμα φυσικά και διαρθρωτικά μειονεκτήματα»

(2005/C 221/23)

Στις 27 Ιανουαρίου 2004, και σύμφωνα με το άρθρο 29, παράγραφος 2 του Εσωτερικού της Κανονισμού, η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή αποφάσισε να καταρτίσει γνωμοδότηση με θέμα: «Η εξασφάλιση καλύτερης ολοκλήρωσης για τις περιφέρειες που παρουσιάζουν μόνιμα φυσικά και διαρθρωτικά μειονεκτήματα»

Το ειδικευμένο τμήμα «Οικονομική και Νομισματική Ένωση, Οικονομική και Κοινωνική Συνοχή», στο οποίο ανατέθηκε η προετοιμασία των σχετικών εργασιών, υιοθέτησε τη γνωμοδότησή του στις 19 Ιανουαρίου 2005, με βάση εισηγητική έκθεση του κ. BARROS VALE.

Κατά την 414η Σύνοδο Ολομέλειας, της 9ης και 10ης Φεβρουαρίου 2005 (συνεδρίαση της 10ης Φεβρουαρίου 2005), η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή υιοθέτησε την ακόλουθη γνωμοδότηση με 80 ψήφους υπέρ, 0 ψήφους κατά και 3 αποχές.

1.   Εισαγωγή και γενικές παρατηρήσεις

1.1   Προσδιορισμός και εδραίωση της έννοιας των περιφερειών που παρουσιάζουν μόνιμα φυσικά και διαρθρωτικά μειονεκτήματα

1.1.1

Ένας από τους στρατηγικούς στόχους της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι η επίτευξη της αρμονικής και ομοιογενούς ανάπτυξης στο σύνολο της επικράτειάς της, ειδικότερα δε με την εξάλειψη των παραγόντων οι οποίοι θίγουν την ανταγωνιστικότητα ορισμένων περιοχών και παρεμποδίζουν την ανάπτυξή τους, είτε αυτοί είναι κοινωνικο-οικονομικοί, είτε ιστορικοί, γεωγραφικοί ή φυσικοί.

1.1.2

Μεταξύ των διαφόρων εμποδίων, η δυσχερής πρόσβαση εμφανίζεται ως ένα από τα σημαντικότερα, καθώς καθορίζει αποφασιστικά τις συνθήκες διαβίωσης ορισμένων περιοχών, όπως για παράδειγμα των νησιών ή των ορεινών ζωνών. Η αραιή δημογραφική κάλυψη συνιστά επίσης ένα πρόσθετο μειονέκτημα όσον αφορά την εξέλιξη διαφόρων περιοχών. Υπάρχουν περιοχές όπου εμφανίζεται σώρευση περισσότερων του ενός μειονεκτημάτων, όπως είναι η περίπτωση των ορεινών νήσων, και στις οποίες, ως εκ τούτου, τα προβλήματα είναι αυξημένα.

1.1.3

Στα πλαίσια των εργασιών για την οικονομική και κοινωνική συνοχή, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει αναγνωρίσει την ύπαρξη μόνιμων διαρθρωτικών μειονεκτημάτων (ειδικά γεωγραφικά, φυσικά ή δημογραφικά μειονεκτήματα) σε συγκεκριμένες περιφέρειες της ΕΕ -ορεινές, νησιωτικές και αραιοκατοικημένες περιοχές- τα οποία δυσχεραίνουν την οικονομική δραστηριότητα και συνιστούν πραγματικά μειονεκτήματα για την ανάπτυξη των θιγόμενων περιφερειών.

1.1.4

Ωστόσο, η άποψη της ΕΟΚΕ είναι ότι η ευρωπαϊκή περιφερειακή πολιτική δεν έχει αποτελέσει, στο σύνολό της, μια πραγματικά κατάλληλη απάντηση, υπό την έννοια του να λαμβάνει δεόντως υπόψη τους σημαντικούς περιορισμούς που βαρύνουν τις περιφέρειες αυτές.

1.1.5

Πράγματι, παρά την ύπαρξη ενός συνόλου κοινοτικών μέτρων που απευθύνονται ή που καλύπτουν κατά κύριο λόγο ορισμένες από τις περιφέρειες αυτές, είτε πραγματικά είτε δυνητικά, δεν υφίσταται μια ευρωπαϊκή πολιτική που να είναι διαρθρωμένη σε συνάρτηση με όλα τα εδάφη που πλήττονται από τέτοιας μορφής μειονεκτήματα και που να απαρτίζεται από αποκλειστικά μέτρα που να ανταποκρίνονται στις ιδιαιτερότητές τους.

1.1.6

Η ΕΟΚΕ φρονεί ότι η κατάσταση αυτή οφείλεται, κατά μεγάλο μέρος, στην απουσία, σε νομικό και τυπικό επίπεδο, μιας πραγματικής κοινοτικής έννοιας των «περιφερειών με μόνιμα φυσικά και διαρθρωτικά μειονεκτήματα».

1.1.7

Στην παρούσα ευρωπαϊκή συγκυρία μιας Ευρώπης διευρυμένης σε 25 κράτη μέλη, η ΕΟΚΕ κρίνει ότι έχει ύψιστη σημασία η νομική/τυπική αναγνώριση της έννοιας αυτής, ως βάσης για τον καθορισμό ενός ειδικού πλαισίου παρέμβασης.

1.1.8

Κατά την άποψη της ΕΟΚΕ, οι περιοχές αυτές θα πρέπει να αντιμετωπίζονται με ιδιαίτερη προσοχή, μέσω της διαμόρφωσης μιας ειδικής πλαισίωσης, η οποία θα περιλαμβάνει μέτρα μόνιμης φύσεως, τα οποία, εντέλει, είναι και τα μόνα που αρμόζουν για τον περιορισμό ιδιαίτερα χρονιζόντων διαρθρωτικών προβλημάτων. Μόνον έτσι θα καταστεί δυνατό να αποτραπεί ο κίνδυνος μεγαλύτερης απομόνωσης/περιθωριοποίησης των περιφερειών αυτών και να προωθηθεί η «επί ίσοις όροις» ενσωμάτωσή τους στην Κοινότητα της οποίας αποτελούν μέρος.

1.1.9

Στη γνωμοδότησή της με θέμα «Το μέλλον των ορεινών ζωνών στην Ευρωπαϊκή Ένωση»  (1), η ΕΟΚΕ θεωρούσε ήδη αναγκαίο να εξασφαλιστεί μια κοινή θεώρηση μέσω της αναγνώρισης της ιδιαιτερότητας των εδαφών αυτών στις Συνθήκες, έτσι όπως αυτή υφίσταται πλέον στα άρθρα 158 και 299 της Συνθήκης του Άμστερνταμ. Η αναγνώριση αυτή, που δικαιολογείται από τα μειονεκτήματα και τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι περιοχές αυτές, θα μπορούσε να λάβει τη μορφή παραχώρησης σε αυτές του δικαιώματος στην αλληλεγγύη, καθώς και του δικαιώματος στη διαφορετική μεταχείριση και στον πειραματισμό.

1.1.10

Η ΕΟΚΕ πάντοτε πίστευε ότι τα εδάφη αυτά έχουν ανάγκη από μια αναγνώριση που να τους δώσει την ευκαιρία να εδραιώσουν τις θεμελιώδεις αρχές που θα τους επιτρέψουν να αναλάβουν πλήρως το ρόλο τους ως εδάφη αυθεντικότητας και διαφοροποίησης.

1.1.11

Επομένως, η ΕΟΚΕ χαιρετίζει το γεγονός ότι η Συνταγματική Συνθήκη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που εγκρίθηκε στις 18 Ιουνίου 2004 κατά τη Διακυβερνητική Διάσκεψη των Αρχηγών Κρατών και Κυβερνήσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και η οποία πρέπει ακόμη να επικυρωθεί, περιλαμβάνει σε άρθρο της, που φαίνεται να αποτελεί αναδιατύπωση του άρθρου 158 της Συνθήκης του Άμστερνταμ, σαφή αναφορά στις περιφέρειες που πλήττονται από μόνιμα διαρθρωτικά μειονεκτήματα, όπως ο νησιωτικός ή ο ορεινός χαρακτήρας και η αραιή δημογραφική κάλυψη.

1.1.12

Πράγματι, στο Τμήμα που αφιερώνεται στην Οικονομική, Κοινωνική και Εδαφική Συνοχή, το Άρθρο ΙΙΙ-220 προσθέτει στις δύο παραγράφους που προβλέπονταν ήδη στο άρθρο 158 της Συνθήκης του Άμστερνταμ την εξής παράγραφο: «Μεταξύ των εν λόγω περιοχών, δίδεται ιδιαίτερη προσοχή στις αγροτικές περιοχές, τις περιοχές που συντελείται βιομηχανική μετάβαση και τις περιοχές που πλήττονται από σοβαρά και μόνιμα φυσικά ή δημογραφικά προβλήματα, όπως οι υπερβόρειες περιοχές που είναι ιδιαίτερα αραιοκατοικημένες και οι νησιωτικές, διασυνοριακές και ορεινές περιοχές».

1.1.13

Η ΕΟΚΕ φρονεί ότι το γεγονός ότι οι περιφέρειες με τέτοιου είδους προβλήματα αναφέρονται πλέον ρητώς στη Συνταγματική Συνθήκη, συνιστά αναμφίβολα ένα σημαντικό πολιτικό μέσον, υπό την έννοια ότι επιτρέπει τη διεξαγωγή μελλοντικών δράσεων, τόσο σε εθνικό όσο και σε κοινοτικό επίπεδο, καλύτερα προσαρμοσμένων στην πραγματικότητα των περιφερειών αυτών, με στόχο τη βιώσιμη μείωση των μόνιμων διαρθρωτικών μειονεκτημάτων ή, τουλάχιστον, τον περιορισμό των επιπτώσεών τους.

1.1.14

Η ΕΟΚΕ εκφράζει την ικανοποίησή της για το γεγονός ότι το ενδιαφέρον της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την προώθηση της οικονομικής και κοινωνικής συνοχής διατηρείται αμείωτο και φρονεί ότι η αναγνώριση, εντός της Συνθήκης, των ιδιαιτεροτήτων των περιοχών αυτών συνιστά αναμφίβολα μια σημαντική ευκαιρία για το μέλλον τους. Εντούτοις, η ΕΟΚΕ πιστεύει ότι η θέσπιση μιας πραγματικής νομικής βάσης αναφοράς για την αναγνώριση των εν λόγω περιφερειών απαιτεί κατ' ανάγκη μια διασαφήνιση της έννοιας, και ειδικότερα του τι νοείται ως «μόνιμα φυσικά προβλήματα», «δημογραφικά προβλήματα», «αραιοκατοικημένες περιοχές» ή «ορεινές περιοχές».

1.1.15

Είναι σημαντικό να οριστεί πλέον αντικειμενικά, μέσω της κοινοτικής νομοθεσίας, ποια είναι τα εδάφη στα οποία μπορούν να αποδοθούν οι εν λόγω έννοιες, προκειμένου να εξασφαλιστεί η εφαρμογή μελλοντικών ειδικών παρεμβάσεων, μόνιμου χαρακτήρα, υπέρ των περιφερειών αυτών.

1.1.16

Η καθιέρωση των εννοιών αυτών θα προσδώσει ασφαλώς μεγαλύτερη δύναμη σε μια δράση της κοινοτικής πολιτικής που θα έχει διαμορφωθεί σε συνάρτηση με τις ιδιαιτερότητες των περιοχών αυτών και με στόχο να αντισταθμίσει τα διαρθρωτικά μειονεκτήματα που αντιμετωπίζουν.

1.2   Το ζήτημα των νησιωτικών περιφερειών της Ευρωπαϊκής Ένωσης

1.2.1

Ο νησιωτικός χαρακτήρας επισημαίνεται ως γεωπολιτισμικό χαρακτηριστικό και ως μόνιμο μειονέκτημα που επιφέρει μια πρόσθετη δυσκολία για την ανταγωνιστικότητα των ενδιαφερόμενων περιοχών.

1.2.2

Σε θεσμικό επίπεδο, έχουν γίνει σαφείς αναφορές στις νησιωτικές περιοχές (άρθρο 154 της Συνθήκης του Μάαστριχτ, άρθρο 158 της Συνθήκης του Άμστερνταμ και Δήλωση αριθ. 30 που προσαρτάται στη Συνθήκη του Άμστερνταμ), στις οποίες αναγνωρίζεται ότι τα διαρθρωτικά μειονεκτήματα που συνδέονται με το νησιωτικό χαρακτήρα ζημιώνουν σοβαρά την οικονομική και κοινωνική τους ανάπτυξη και, για το λόγο αυτό, συνιστάται να λαμβάνονται μέτρα υπέρ των περιφερειών αυτών, σε επίπεδο κοινοτικής νομοθεσίας, όποτε αυτό δικαιολογείται, προκειμένου να ενσωματωθούν καλύτερα στην εσωτερική αγορά υπό ισότιμες συνθήκες.

1.2.3

Στην έκθεση για τις νησιωτικές περιφέρειες (2), του Μαρτίου του 2003, εντούτοις, αναφέρεται ότι, παρά τη σημασία των θεσμικών αναφορών, σε επίπεδο ειδικών δράσεων δεν έχουν προς το παρόν παραχθεί ιδιαίτερα αποτελέσματα.

1.2.4

Μία έκθεση για τις 286 νησιωτικές περιφέρειες (3) αποκαλύπτει τα ακόλουθα συμπεράσματα:

οι περιφέρειες αυτές έχουν πληθυσμό σχεδόν δέκα εκατομμυρίων κατοίκων και καλύπτουν έκταση περίπου 100 000 km2 (τα οποία αντιστοιχούν στο 3 % του πληθυσμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στο 3,2 % της έκτασής της)·

εκτιμάται ότι το συνολικό ΑΕγχΠ των εδαφών αυτών ανέρχεται σε 18 δις ευρώ (δηλαδή στο 2,2 % του ΑΕγχΠ της Ευρωπαϊκής Ένωσης) και ότι το ΑΕγχΠ ανά κάτοικο (σε Ισοτιμία Αγοραστικής Δύναμης) ανέρχεται σε 16.300 ευρώ (στο 72 % του μέσου όρου της ΕΕ), με σημαντικές ανισότητες μεταξύ των διαφόρων νησιωτικών περιοχών·

εκτός λίγων εξαιρέσεων, η οικονομική και κοινωνική κατάσταση στις περιοχές αυτές είναι δυσμενέστερη σε σύγκριση με τη χώρα στην οποία ανήκουν. Το κατά κεφαλήν ΑΕγχΠ των νησιωτικών περιοχών είναι, κατά κανόνα, κατώτερο από τον εθνικό μέσο όρο, χωρίς αναγκαστικά να είναι το κατώτερο του κράτους όπου ανήκουν (είναι, εντούτοις, σαφώς ανώτερο από εκείνο των δέκα πιο φτωχών περιφερειών της Ευρωπαϊκής Ένωσης)·

η οικονομία των νησιωτικών περιοχών είναι ιδιαίτερα ευάλωτη, στο μέτρο που επικεντρώνεται σε περιορισμένο αριθμό δραστηριοτήτων, με υπερβολική εξειδίκευση σε δραστηριότητες όπως η γεωργία, η αλιεία και ο τουρισμός. Η έλλειψη πρώτων υλών δημιουργεί εμπόδια για την ανάπτυξη του δευτερογενούς τομέα (οι νησιωτικές περιφέρειες παρουσιάζουν ποσοστό απασχόλησης στο δευτερογενή τομέα κατώτερο από τον μέσο όρο της ΕΕ). Έχουν δρομολογηθεί ορισμένες στρατηγικές για τη διεύρυνση της οικονομικής βάσης και τον περιορισμό της εποχικότητας·

οι νήσοι παρουσιάζουν υψηλό ποσοστό μικρών επιχειρήσεων. Η μικρή έκταση της εσωτερικής αγοράς, το χαμηλό ακόμη επίπεδο επαγγελματικής ειδίκευσης και η έλλειψη παράδοσης σε θέματα δημιουργίας επιχειρήσεων συνιστούν παράγοντες που καθιστούν ιδιαίτερα ευάλωτες τις επιχειρήσεις των περιοχών αυτών·

ο νησιωτικός πληθυσμός κατανέμεται πολύ άνισα μεταξύ των τριών γεωγραφικών ζωνών: το 95 % του πληθυσμού συγκεντρώνεται στις μεσογειακές νήσους, έναντι 5 % για τις νήσους του Ατλαντικού και του Βορρά. Η ανισότητα αυτή είναι ακόμη πιο έντονη όσον αφορά την κατανομή ανά νήσο (μια ομάδα πέντε νήσων συγκεντρώνει το 85 % περίπου του πληθυσμού)·

ο όγκος του μόνιμου πληθυσμού είναι η πλέον καθοριστική αιτία για τη μειονεκτική θέση. Με βάση το κριτήριο αυτό, εμφανίζεται σαφώς ένα όριο 4-5 000 κατοίκων, πάνω από το οποίο το ποσοστό δημογραφικής αύξησης είναι γενικά θετικό, το επίπεδο εξοπλισμού και υποδομών είναι υψηλό και ο πληθυσμός είναι νεώτερος. Κάτω από το όριο αυτό, οι νήσοι είναι ιδιαίτερα εκτεθειμένες στην αποδημία και τη γήρανση του πληθυσμού, καθώς και σε προφανείς ελλείψεις εξοπλισμών·

παράλληλα με τον όγκο του μόνιμου πληθυσμού, τα γεωμορφολογικά και φυσικά χαρακτηριστικά καθορίζουν ένα τριπλό μειονέκτημα: το νησιωτικό χαρακτήρα, τον ορεινό χαρακτήρα και το χαρακτηριστικό του αρχιπελάγους. Πράγματι, τα εδάφη αυτά, ορεινά κατά το πλείστον, καλούνται επιπλέον να αντιμετωπίσουν τις ιδιαίτερες συνθήκες που απορρέουν από το γεγονός ότι αποτελούνται από ομάδες νήσων·

τα νησιωτικά εδάφη παρουσιάζουν, εντούτοις, διάφορα πλεονεκτήματα που πρέπει να διερευνηθούν καλύτερα και περαιτέρω, κυρίως όσον αφορά τις δραστηριότητες που συνδέονται με την αναψυχή (τουρισμός, αθλητισμός, δεύτερη κατοικία…), ενώ διαδραματίζουν επίσης σημαντικό ρόλο για τις θαλάσσιες αρτηρίες.

1.2.5

Ένα από τα κριτήρια που, σύμφωνα με τη Eurostat, ορίζουν την έννοια της νήσου, είναι να μην περιλαμβάνουν πρωτεύουσα της ΕΕ. Πριν από τη διεύρυνση, ο ορισμός αυτός απέκλειε, στην πράξη, τη Μεγάλη Βρετανία και την Ιρλανδία· τώρα, όμως, αποκλείει και δύο σχετικά μικρές νήσους: την Κύπρο και τη Μάλτα. Η ΕΟΚΕ προτείνει να επανεκτιμηθεί ο ορισμός, ώστε να επιτρέπει ενδεχομένως τη συμπερίληψη αυτών των δύο νέων κρατών μελών. Το πρόβλημα αυτό, το έχει ήδη αναγνωρίσει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στην πρότασή της για τα νέα Διαρθρωτικά Ταμεία και το Ταμείο Συνοχής (4), καθώς και στα πλαίσια του νέου Συντάγματος της Ευρώπης (5), όπου περιελάμβανε σχετική δήλωση.

1.3   Το ζήτημα των ορεινών περιφερειών

1.3.1

Οι ορεινές περιφέρειες αντιπροσωπεύουν το 40 % σχεδόν της επικράτειας της ΕΕ και έχουν πληθυσμό περίπου 66,8 εκατομμυρίων κατοίκων (17,8 % του συνολικού πληθυσμού της ΕΕ).

1.3.2

Λόγω των γεωφυσικών, πολιτισμικών και οικονομικών ιδιαιτεροτήτων τους (τα όρη είναι συχνά σύνορα κρατών), οι ορεινές περιφέρειες δεν αποτελούν κατάλληλο περιβάλλον για την ανάπτυξη πολλών οικονομικών δραστηριοτήτων, γεγονός που προκαθορίζει τον τρόπο ζωής των κατοίκων τους.

1.3.3

Πρόσφατη μελέτη για τις ορεινές περιφέρειες (6), πέραν του ότι επισημαίνει τα διάφορα φυσικά, οικονομικά και κοινωνικά μειονεκτήματα, καταδεικνύει την ύπαρξη σημαντικών ανισοτήτων μεταξύ των διαφόρων περιοχών.

1.3.4

Η ίδια μελέτη συμπεραίνει ότι οι εθνικές πολιτικές υπέρ των ορεινών ζωνών υπήρξαν ποικίλες, καθώς σε ορισμένες χώρες έλαβαν κυρίως τομεακό χαρακτήρα, απευθυνόμενες κατά κύριο λόγο στη γεωργία και την αγροτική ανάπτυξη, ενώ σε άλλες χώρες απέβλεπαν σε μια πολυτομεακή ανάπτυξη, ειδικότερα δε σε τομείς όπως οι δημόσιες υποδομές, το περιβάλλον και ο τουρισμός.

1.3.5

Η μελέτη για τις ορεινές ζώνες αναφέρει επίσης ότι το περιβάλλον, το τοπίο και οι πολιτισμικές αξίες, που συνιστούν μια πραγματική κληρονομιά, προστατεύονται σήμερα περισσότερο από άποψη εθνικής και κοινοτικής νομοθεσίας, επισημαίνει όμως την ανάγκη καλύτερου συντονισμού με τις στρατηγικές ανάπτυξης.

1.3.6

Στα πλαίσια της διαδικασίας της παγκοσμιοποίησης, η μελέτη προειδοποιεί ότι υφίστανται τρεις κίνδυνοι: η τάση να καταστούν οι ορεινές ζώνες ένα είδος «ανοιχτού μουσείου» (προστατευόμενες οικολογικά/πολιτισμικά περιοχές και τόποι αναψυχής), η τάση προώθησης της οικονομικής ανάπτυξης χωρίς εφαρμογή της αρχής της βιωσιμότητας και η τάση εγκατάλειψης.

1.4   Οι προβληματισμοί σχετικά με τις περιοχές με χαμηλή πυκνότητα πληθυσμού

1.4.1

Στις περιοχές με χαμηλή πυκνότητα πληθυσμού, το κυριότερο πρόβλημα είναι συνήθως οι μεταφορές, δηλαδή τόσο η διάρκεια των ταξιδιών όσο και το κόστος μεταφοράς. Σε πολλές περιπτώσεις το πρόβλημα συνίσταται σε πραγματική έλλειψη υποδομών μεταφοράς. Οι οικονομίες κλίμακας είναι σπάνιο φαινόμενο στις περιοχές αυτές, πράγμα το οποίο δεν είναι μόνο πρόβλημα για την ιδιωτική παραγωγή αλλά και για τις κοινωνικές και άλλες δημόσιες υπηρεσίες. Αποτελεί δοκιμασία για την εθνική αλληλεγγύη στο εσωτερικό μιας κοινωνίας όταν οι δημόσιες υπηρεσίες για τις περιοχές αυτές μιας χώρας απορροφούν μεγαλύτερο μέρος των δημοσίων δαπανών από ό,τι το μέγεθος του πληθυσμού θα επέβαλλε.

1.4.2

Άλλο προβληματικό χαρακτηριστικό των περιοχών αυτών είναι το κλίμα. Η χαμηλή πυκνότητα του πληθυσμού και το κρύο κλίμα συνήθως συμβαδίζουν. Στο υψηλό κόστος των μεταφορών μακρών αποστάσεων προστίθεται, μεταξύ άλλων, και το υψηλό κόστος της θέρμανσης.

1.5   Τα θέματα που σχετίζονται με τις μεταφορές και το κόστος τους, είτε υπό μια θεώρηση «κατά κεφαλήν», είτε υπό μια απόλυτη θεώρηση

1.5.1

Στο ψήφισμά του της 12ης Φεβρουαρίου 2003 σχετικά με το Λευκό Βιβλίο για την Πολιτική των Μεταφορών, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο υπενθυμίζει την υποχρέωση της πολιτικής των μεταφορών να συμβάλλει στην οικονομική και κοινωνική συνοχή και να επιλαμβάνεται των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών των απομακρυσμένων, των νησιωτικών, των ορεινών και των αραιοκατοικημένων περιφερειών, και τονίζει ότι είναι ιδιαίτερα σημαντικό να λαμβάνονται υπόψη οι ιδιαίτερες ανάγκες των περιφερειών αυτών. Οι μεταφορές λαμβάνουν στρατηγική σημασία για τις περιφέρειες αυτές, λόγω της γεωγραφικής τους θέσης.

1.5.2

Πέραν αυτού, το γεγονός ότι ορισμένες από τις περιφέρειες αυτές συνίστανται σε αρχιπελάγη αυξάνει την εξάρτησή τους από τέτοιου είδους υπηρεσίες, δεδομένου ότι η διατήρηση των πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών σχέσεων με την ηπειρωτική χώρα εξαρτάται από τις υπηρεσίες αεροπορικών και θαλάσσιων μεταφορών.

1.5.3

Οι πρόσθετες δαπάνες μεταφοράς, που προκύπτουν είτε από την απομακρυσμένη θέση των περιφερειών αυτών είτε από την ανάγκη εξασφάλισης τακτικών υπηρεσιών, συνιστούν μια επιπλέον δυσχέρεια για την οικονομική τους ανάπτυξη. Πράγματι, τα οικονομικά μειονεκτήματα αντικατοπτρίζονται στο υψηλό κόστος μεταφοράς προσώπων και εμπορευμάτων από και προς τις περιφέρειες αυτές (στις νήσους, το κόστος της μεταφοράς των εμπορευμάτων προκειμένου να φθάσουν στην εξωτερική αγορά είναι πιο υψηλό, λόγω της εξάρτησης από τις θαλάσσιες ή τις αεροπορικές μεταφορές, που είναι πιο ακριβές από τις οδικές ή τις σιδηροδρομικές για τις ίδιες αποστάσεις), στο υψηλό κόστος διανομής (εάν ληφθεί υπόψη η ανάγκη διατήρησης σημαντικών αποθεμάτων, προκειμένου να προλαμβάνονται κίνδυνοι έλλειψης λόγω κλιματολογικών ή άλλων συνθηκών, αλλά και να αντιμετωπίζεται η εποχική ζήτηση) και στο υψηλότερο κόστος παραγωγής (που επιβαρύνεται από το μικρό μέγεθος της τοπικής αγοράς και, σε ορισμένες περιπτώσεις, από το υψηλό κόστος της γης και από την περιορισμένη ικανότητα τοπικών επενδύσεων).

1.5.4

Παρά το σχετικά χαμηλό οικονομικό και δημογραφικό βάρος των περιφερειών αυτών, σε σύγκριση με το σύνολο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ορισμένες περιφέρειες, κυρίως οι απομακρυσμένες και οι εξόχως απομακρυσμένες, μπορούν να αποτελέσουν βάση της Ευρώπης για την ανάπτυξη εμπορικών σχέσεων με τους αντίστοιχους γείτονές τους.

1.5.5

Ως εκ τούτου, έχει υποστηριχθεί ότι η κοινή πολιτική των μεταφορών, ειδικότερα μέσω μιας καλύτερης ενσωμάτωσης των αερολιμένων και των λιμένων των περιφερειών αυτών στα διευρωπαϊκά δίκτυα, εμφανίζεται ως καθοριστική για την κάλυψη των ειδικών αναγκών των περιφερειών αυτών, με στόχο την οικονομική και κοινωνική τους ανάπτυξη.

1.5.6

Στην Έκθεση για τις διαρθρωτικά μειονεκτούσες περιφέρειες, η Επιτροπή Περιφερειακής Πολιτικής, Μεταφορών και Τουρισμού τονίζει το ρόλο που μπορούν να διαδραματίσουν τα μεγάλα διευρωπαϊκά δίκτυα στους τομείς των μεταφορών και της ενέργειας για την εξάλειψη του μειονεκτήματος της πρόσβασης και για την προώθηση της ανταγωνιστικότητας, εξασφαλίζοντας την καλύτερη σύνδεση των περιφερειών αυτών με την υπόλοιπη ΕΕ και περιορίζοντας τον εσωτερικό κατακερματισμό των περιφερειακών αγορών.

1.6   Τα θέματα που σχετίζονται με τις τηλεπικοινωνίες

1.6.1

Οι μεγάλες αποστάσεις, είτε έως τις κύριες ευρωπαϊκές αγορές είτε στο εσωτερικό των περιφερειών αυτών, θίγουν σημαντικά την ανταγωνιστικότητα και τις δυνατότητες ανάπτυξής τους.

1.6.2

Η ανάπτυξη της κοινωνίας των πληροφοριών, των δικτύων τηλεπικοινωνιών, των υπηρεσιών πολυμέσων και της τεχνολογικής καινοτομίας, συνιστά πραγματική ευκαιρία για τις περιφέρειες αυτές.

1.6.3

Οι νέες τεχνολογίες των πληροφοριών και επικοινωνιών, περιορίζοντας τους φραγμούς του χρόνου και των αποστάσεων, θεωρούνται ως μέσον που βοηθά στον περιορισμό των συνεπειών του νησιωτικού χαρακτήρα και στην παροχή στις νήσους διαφόρων υπηρεσιών (ειδικότερα, στους τομείς της παιδείας και της υγείας, στην τελευταία περίπτωση μέσω της ανάπτυξης της τηλε-ιατρικής) και συνιστούν σημαντική προϋπόθεση για την ανάπτυξη επιχειρήσεων στις περιφέρειες αυτές.

1.6.4

Έχοντας πλήρη συνείδηση του ότι τα ζητήματα αυτά συνιστούν αναπόδραστες πτυχές για την ανάπτυξη των τοπικών οικονομιών, η Ευρωπαϊκή Ένωση στηρίζει τις προσπάθειες των περιφερειών και των οικονομικών φορέων, δημοσίων και ιδιωτικών, για τον εκσυγχρονισμό των υποδομών των τηλεπικοινωνιών, την ανάπτυξη των υπηρεσιών που απαιτούνται για την υλοποίηση της κοινωνίας των πληροφοριών και την καλύτερη δυνατή ενσωμάτωσή τους στο περιβάλλον των περιφερειών αυτών.

1.6.5

Εντούτοις, οι μελέτες φανερώνουν ότι, παρά τη σημαντική βελτίωση των υποδομών των τηλεπικοινωνιών στις περιφέρειες αυτές, τόσο από άποψη ποιότητας όσο και αριθμού συνδέσεων, είτε πρόκειται για περιφερειακές και εθνικές συνδέσεις είτε για συνδέσεις με τις διεθνείς επικοινωνίες, και παρά την ανάπτυξη των υπηρεσιών τηλεματικής, η οποία παρέχει την ευκαιρία καλύτερης ενημέρωσης των χρηστών των δημοσίων και ιδιωτικών υπηρεσιών, οι ανισότητες σε σύγκριση με τις περιφέρειες της ηπειρωτικής Ευρώπης εξακολουθούν να είναι πολύ σημαντικές.

1.6.6

Εν κατακλείδι, παρά τις σημαντικές προόδους, δεν έχουν ακόμη επιλυθεί πλήρως όλα τα προβλήματα, αλλά υπάρχει η ελπίδα ότι η πρόοδος της τεχνολογίας θα καταστήσει δυνατές, στα προσεχή έτη, θετικές αλλαγές που θα αμβλύνουν την αίσθηση ψυχολογικής απομόνωσης των κατοίκων των περιφερειών αυτών.

1.7   Υποδομές και πρόσβαση στις δημόσιες υπηρεσίες, και κυρίως σε λιμένες, αεροδρόμια, σιδηροδρομικές γραμμές, αυτοκινητοδρόμους, υπηρεσίες υγείας, εκπαίδευσης και κατάρτισης και πολιτική της γνώσης

1.7.1

Οι περιφέρειες με μόνιμα φυσικά και διαρθρωτικά μειονεκτήματα αντιμετωπίζουν, κατά κανόνα, σημαντικές δυσκολίες ως προς την παραμονή του πληθυσμού τους στον τόπο.

1.7.2

Η απουσία «κρίσιμης μάζας» επιφέρει, γενικά, την ανεπάρκεια δημοσίων υπηρεσιών, είτε από ποιοτική είτε από ποσοτική άποψη, στις περιοχές αυτές. Το υπερβολικό κόστος των βασικών υπηρεσιών, όπως οι μεταφορές, είναι καθοριστικό για την οικονομική εξέλιξή τους. Η ΕΟΚΕ πιστεύει, επομένως, ότι, λόγω της κοινωνικής τους επίδρασης, οι δημόσιες υπηρεσίες έχουν επίσης καθοριστική σημασία για την τοπική δυναμική των εν λόγω περιοχών.

1.7.2.1

Καθώς η παροχή δημοσίων υπηρεσιών αποτελεί ευθύνη των κρατών μελών, οι πολιτικές για τις εν λόγω υπηρεσίες αποτελούν κυρίως εθνική υπόθεση. Κατά συνέπεια, η ΕΟΚΕ καλεί τα κράτη μέλη να δημιουργήσουν συστήματα κοινωνικών υπηρεσιών που να χαρακτηρίζονται από γεωγραφική και κοινωνική αλληλεγγύη.

1.7.3

Είναι γεγονός ότι οι τεχνολογίες των πληροφοριών και επικοινωνιών έχουν προσφέρει κάποιες λύσεις, η πρόοδος όμως που έχει σημειωθεί στο επίπεδο αυτό είναι πολύ αργή στις περισσότερες απ' αυτές τις περιφέρειες.

1.7.4

Όπως και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, η ΕΟΚΕ φρονεί ότι η αναθεώρηση της κοινοτικής πολιτικής στον τομέα του ανταγωνισμού πρέπει να παρέχει δυνατότητα αναβάθμισης της επίδρασης των περιφερειακών ενισχύσεων στις περιοχές με μόνιμα γεωγραφικά μειονεκτήματα και να διασφαλίσει τη διατήρηση ποιοτικών δημοσίων υπηρεσιών.

1.8   Περιορισμοί και δυνατότητες που συνδέονται με το περιβάλλον· η ποικιλία των οικοσυστημάτων

1.8.1

Σε πολλές από τις περιοχές αυτές, το περιβάλλον είναι ιδιαίτερα ευάλωτο και η ανάπτυξη του τουρισμού, ιδιαίτερα σε ορισμένα νησιά της Μεσογείου, αυξάνει ακόμη περισσότερο την πίεση στον τομέα αυτόν. Υφίστανται, εντούτοις, τεράστιες δυνατότητες, όπως η ίδια η ποικιλία των οικοσυστημάτων, οι οποίες μπορούν και πρέπει να εξισορροπηθούν και να αξιοποιηθούν κατά τρόπο βιώσιμο.

1.8.2

Όσον αφορά την ενέργεια, οι νησιωτικές περιφέρειες, και ιδιαίτερα οι εξόχως απομακρυσμένες, χαρακτηρίζονται από μεγάλη εξάρτηση από τον εφοδιασμό σε πετρέλαιο (λόγω της θέσης τους, που βρίσκεται μακριά από τα μεγάλα δίκτυα ενέργειας, και του υψηλότερου κόστους της παραγωγής ηλεκτρισμού, που οφείλεται στην μέτρια και συχνά πολύ μικρή έκταση των προς τροφοδοσία δικτύων ηλεκτροδότησης). Πρέπει, λοιπόν, να μελετηθούν εναλλακτικές λύσεις ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, για τις οποίες, γενικά, οι περιοχές αυτές προσφέρονται ιδιαιτέρως.

1.9   Το ζήτημα της οικονομικής δραστηριότητας· συγκέντρωση τομεακών δραστηριοτήτων και έλλειψη εναλλακτικών λύσεων· η κατάσταση της απασχόλησης

1.9.1

Ένα από τα σημαντικά προβλήματα που παρουσιάζουν οι περιφέρειες αυτές είναι αναμφισβήτητα η ελλιπής ικανότητα δημιουργίας και εδραίωσης επιχειρήσεων, που οφείλεται στην έλλειψη κεφαλαίων και, κατά μεγάλο μέρος, σε ένα οικονομικό και κοινωνικό περιβάλλον που δεν ευνοεί την ανάπτυξη επιχειρήσεων.

1.9.2

Ορισμένες μελέτες προβάλλουν ότι οι οικονομίες των περιφερειών αυτών, και ειδικότερα εκείνες που εξαρτώνται αποκλειστικά από τον τουρισμό, θα πρέπει να διαφοροποιηθούν και ότι θα πρέπει να προωθηθούν νέες ολοκληρωμένες πηγές ενδογενούς ανάπτυξης.

1.9.3

Ορισμένες μελέτες θεωρούν ότι ένα πρόγραμμα κατάρτισης με στόχο τη στήριξη της καινοτομίας και της δημιουργίας επιχειρήσεων αποδεικνύεται αναγκαίο για τη στήριξη της ανάπτυξης νέων κλάδων ή για τον απεγκλωβισμό από τις τουριστικές δραστηριότητες και, μέσω της οδού αυτής, για την προώθηση της απασχόλησης.

1.9.4

Η διάρθρωση της απασχόλησης εμφανίζει, κατά κανόνα, σημαντική βαρύτητα του αγροτικού τομέα. Η απασχόληση στον τομέα των υπηρεσιών είναι υψηλή επίσης, οφείλεται όμως κυρίως στην απασχόληση στο δημόσιο τομέα.

1.10   Ευκαιρίες για τουρισμό και ψυχαγωγία

1.10.1

Ο τουρισμός έχει αναμφίβολα μεγάλη σημασία ως στοιχείο προώθησης της οικονομικής δραστηριότητας και, συνεπώς, ως μέσον καταπολέμησης της καθυστέρησης ανάπτυξης που παρουσιάζουν οι περιφέρειες με μόνιμα διαρθρωτικά μειονεκτήματα. Ο κλάδος αυτός αντιπροσωπεύει, ορισμένες φορές, την πρώτη δραστηριότητα από άποψη δημιουργίας πλούτου για τις περιφέρειες αυτές.

1.10.2

Η προσπάθεια για την προσέγγιση των εδαφών αυτών προς τις πλέον ανεπτυγμένες περιφέρειες της ΕΕ απαιτεί, κατά την άποψη της ΕΟΚΕ, την αξιοποίηση του ρόλου του τουρισμού -που θα στηριχτεί στην ανάπτυξη πραγματικού επαγγελματισμού-, καθώς και του δυναμικού οικονομικής ανάπτυξης που αυτός αντιπροσωπεύει.

1.10.3

Η ΕΟΚΕ εξακολουθεί να υποστηρίζει ότι ο τουρισμός δεν θα πρέπει να συνιστά από μόνος του τη βάση της οικονομίας των εδαφών αυτών, η οποία θα πρέπει να είναι διαφοροποιημένη και πολύπλευρη.

1.10.4

Στη γνωμοδότησή της με θέμα «Το μέλλον των ορεινών ζωνών στην Ευρωπαϊκή Ένωση»  (7), η ΕΟΚΕ υποστήριζε ότι, εντός των ορίων που επιβάλλουν οι αρχές της βιώσιμης ανάπτυξης, η τουριστική προσφορά των ορεινών ζωνών θα πρέπει να διαφοροποιηθεί, ούτως ώστε να επιτευχθεί καλύτερη κατανομή, και χρονική (καλύτερη εξισορρόπηση της τουριστικής ροής μεταξύ των διαφόρων εποχών) και εδαφική (καλύτερη κατανομή των τουριστικών ροών στην επικράτεια).

1.10.5

Η ΕΟΚΕ εξακολουθεί να υποστηρίζει ότι η καταλληλότητα μίας περιοχής για την υποδοχή επισκεπτών για δραστηριότητες αναψυχής, είτε τουρισμού είτε απλής ψυχαγωγίας, συνιστά αποτέλεσμα των ενδογενών χαρακτηριστικών της· πιστεύει όμως ότι η δυνατότητα τέτοιας λειτουργίας θα πρέπει επίσης να αποτελεί αντικείμενο διαφύλαξης και συνοδείας, προκειμένου να προσαρμόζεται στις απαιτήσεις της ζήτησης.

1.10.6

Οι μελέτες επισημαίνουν ότι ο τουρισμός και η ψυχαγωγία συνιστούν καθοριστικές αξίες για τις περιφέρειες αυτές, επισύρουν όμως την προσοχή στα μειονεκτήματα της υπερ-εξειδίκευσης στους τομείς αυτούς της οικονομικής δραστηριότητας.

1.11   Δυνατότητες προσέλκυσης επενδύσεων και δημιουργίας ευκαιριών για την εδραίωση του πληθυσμού τους, καθώς και την ανάπτυξη του ενδογενούς δυναμικού τους

1.11.1

Δεδομένου ότι πρόκειται για περιφέρειες με αντικειμενικά και μόνιμα μειονεκτήματα, τα οποία προκαλούν σταθερά πρόσθετο κόστος, η ΕΟΚΕ θεωρεί ότι έχει ύψιστη σημασία η εφαρμογή δυναμικών πολιτικών, λόγου χάρη μέσω της πτυχής της φορολογίας, οι οποίες να προωθούν την ανάπτυξη της τοπικής οικονομίας με στόχο την εδραίωση του πληθυσμού στις περιοχές αυτές.

1.11.2

Λαμβάνοντας υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και περιορισμούς των περιφερειών αυτών, και δεδομένου ότι είναι γεγονός ότι πρέπει να εξευρίσκεται για κάθε περίπτωση η στρατηγική που θα είναι η πλέον κατάλληλη για την επίτευξη των στόχων ανάπτυξης των περιοχών αυτών, η ΕΟΚΕ φρονεί ότι η στήριξη για την ανάπτυξη δραστηριοτήτων στον τομέα του βιώσιμου και ποιοτικού τουρισμού, καθώς και τοπικών παραγωγικών δραστηριοτήτων, με προτεραιότητα, για παράδειγμα, στην ανάπτυξη υπηρεσιών εγγύτητας για τις επιχειρήσεις και με προώθηση της δημιουργίας και ανάπτυξης των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων, συνιστούν ιδιαίτερα σημαντικές πτυχές για την ανάπτυξη μιας τοπικής οικονομίας και συμβάλλουν στη δημιουργία ή/και την διατήρηση της απασχόλησης.

1.11.3

Η ΕΟΚΕ πιστεύει, επίσης, ότι μια μεγαλύτερη συνεργασία και ενεργός συμμετοχή μεταξύ των τοπικών αρχών και των κοινωνικών εταίρων των περιφερειών αυτών, λόγου χάρη μέσω ολοκληρωμένων δράσεων, θα μπορέσει να δημιουργήσει συνθήκες και «κριτική μάζα» και θα συμβάλει στην μεγαλύτερη αξιοποίηση του δυναμικού ανάπτυξης των περιφερειών αυτών, με στόχο να πλησιάσουν τις πλέον ανεπτυγμένες περιφέρειες της ΕΕ. Οι περιφέρειες αυτές, χάρη στην επίδραση του τουρισμού, συνιστούν φορείς διάδοσης των αξιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

1.11.4

Η ΕΟΚΕ πιστεύει ότι η πρόσβαση σε υψηλής ποιότητας εκπαίδευση και επαγγελματική κατάρτιση αποτελεί το καθοριστικό στοιχείο για την ανάπτυξη των εν λόγω περιφερειών.

1.12   Απόσταση από τις κύριες αγορές και τα κύρια κέντρα λήψης αποφάσεων και απουσία «κρίσιμης μάζας» για την οικονομική βιωσιμότητα πολλαπλών δραστηριοτήτων

1.12.1

Η απομακρυσμένη θέση των περιφερειών αυτών και ο εσωτερικός τους διασκορπισμός συνιστούν σαφέστατη τροχοπέδη για την ανάπτυξή τους, πόσω μάλλον που η περιορισμένη έκτασή τους θέτει προβλήματα αποδοτικότητας για τις σημαντικές επενδύσεις, καθώς και προβλήματα για την πραγματοποίηση οικονομιών κλίμακας και για την οικονομική βιωσιμότητα πολλαπλών δραστηριοτήτων.

1.13   Πραγματική κατάσταση των αντιπροσωπευτικών οικονομικών και κοινωνικών κινημάτων των εν λόγω περιφερειών

1.13.1

Η ΕΟΚΕ πιστεύει ότι μόνον εάν υπάρχουν οικονομικά και κοινωνικά κινήματα δραστήρια και αντιπροσωπευτικά, μπορούν να εφαρμοστούν δημόσιες πολιτικές που να είναι κατάλληλα προσαρμοσμένες στις εντελώς ιδιαίτερες ανάγκες της κάθε περιφέρειας. Σε πολλές από τις περιφέρειες αυτές, η απουσία κρίσιμης μάζας (προσώπων, υποδομών, υπηρεσιών κ.λπ.), καθώς και αποτελεσματικού επιπέδου οργάνωσης των οικονομικών και κοινωνικών εταίρων, συνιστά παράγοντα που περιορίζει την ανάπτυξη και την ανταγωνιστικότητα.

1.14   Κοινοτικές και εθνικές πολιτικές για την ελαχιστοποίηση των μόνιμων διαρθρωτικών προβλημάτων

1.14.1

Τα διαρθρωτικά ταμεία κάλυψαν σημαντικό μέρος του πληθυσμού των περιοχών αυτών (στην περίπτωση των νησιών, περισσότερο από το 95 %), δεδομένου ότι ήταν επιλέξιμες για τους Στόχους 1 και 2.

1.14.2

Με την υποστήριξη κοινοτικών και εθνικών πολιτικών, αναπτύχθηκαν διάφορα προγράμματα για την εξασφάλιση της βιώσιμης ανάπτυξης των περιοχών αυτών, με βάση την αξιοποίηση των ιδιαίτερων πλεονεκτημάτων που παρουσιάζουν. Στον τομέα αυτόν επισημαίνεται η στήριξη για την ανάπτυξη της τοπικής βιοτεχνίας, τουριστικών σχεδίων, νέων υποδομών μεταφορών, κατάρτισης και περιβάλλοντος.

1.14.3

Πράγματι, σημαντικό μέρος των κοινοτικών χρηματοδοτήσεων αφιερώθηκε στον εκσυγχρονισμό και την ενίσχυση των παραγωγικών τομέων, με στόχο τη συμβολή προς τη δημιουργία ή τη διατήρηση θέσεων απασχόλησης. Μεταξύ των διαφόρων δράσεων, επισημαίνονται, πέραν των παραδοσιακών άμεσων ενισχύσεων για τις επενδύσεις, ορισμένοι μηχανισμοί χρηματοοικονομικής τεχνικής (συστήματα εγγυήσεων, ενίσχυση των ιδίων πόρων, επιδοτούμενα δάνεια κ.λπ.) που άσκησαν καταλυτική επίδραση επί της κινητοποίησης πόρων στις κεφαλαιαγορές. Οι δημόσιες ενισχύσεις είχαν επίσης επίδραση επί στοιχείων περιφερειακών ως προς τη δραστηριότητα των επιχειρήσεων, ειδικότερα δε στο επίπεδο της βιωσιμότητας ζωνών δραστηριότητας, της διάθεσης κοινών υπηρεσιών, της ανάπτυξης σχεδίων εφαρμοσμένης έρευνας και μεταφοράς τεχνολογιών, καθώς και της αξιοποίησης των νέων τεχνολογιών των επικοινωνιών.

1.14.4

Για τη γεωργία, διεξήχθησαν ειδικές δράσεις για την ενίσχυση των τοπικών παραδοσιακών καλλιεργειών, την παροχή κινήτρων για τη διαφοροποίηση, καθώς και για την εφαρμοσμένη έρευνα και τη διεξαγωγή πειραμάτων.

1.14.5

Για την αλιεία και την υδατοκαλλιέργεια, κάποιες περιφέρειες μπόρεσαν να επωφεληθούν από χρηματοδοτήσεις για σχέδια κατασκευής και εκσυγχρονισμού σκαφών, υδατοκαλλιέργειας, διευθέτησης των λιμένων αλιείας, μεταποίησης και εμπορευματοποίησης.

1.14.6

Προκειμένου να αναπτυχθεί η ικανότητα υποδοχής και να ικανοποιηθούν οι ειδικές ανάγκες ορισμένων κλάδων, πραγματοποιήθηκαν επίσης διάφορες επενδύσεις στον τομέα της κατάρτισης (κατασκευή υποδομών/τμήματα κατάρτισης).

1.14.7

Δρομολογήθηκαν επίσης δράσεις στον τομέα της προστασίας του περιβάλλοντος, με στόχο τον περιορισμό της ρύπανσης, κυρίως όσον αφορά τη διαχείριση και επεξεργασία των στερεών και υγρών αποβλήτων, οικιακής και βιομηχανικής προέλευσης.

1.14.8

Τα κοινοτικά μέτρα για την αγροτική ανάπτυξη που προορίζονται ειδικά για τη στήριξη των ορεινών περιφερειών είχαν ως στόχο την εξασφάλιση της συνεχούς χρήσης των γεωργικών γαιών στις λιγότερο παραγωγικές ζώνες και την αυξημένη υποστήριξη των επενδύσεων στις ζώνες αυτές. Μέσω αγρο-περιβαλλοντικών μέτρων, υποστηρίχθηκαν μέθοδοι γεωργικής παραγωγής που προσαρμόζονται στις απαιτήσεις της προστασίας του περιβάλλοντος και της διαφύλαξης της φύσης.

1.15   Διαπίστωση της εξέλιξης των περιφερειών αυτών στο χρόνο, σε συνάρτηση με τις δημόσιες πολιτικές που έχουν εφαρμοστεί

1.15.1

Οι κοινοτικές πολιτικές, ιδιαίτερα δε μέσω των διαρθρωτικών ταμείων, διαδραμάτισαν σημαντικότατο ρόλο στη συνολική εξέλιξη των περιφερειών αυτών, κυρίως όσον αφορά τη σύγκλιση με την υπόλοιπη Ευρωπαϊκή Ένωση. Η επίδραση των πολιτικών αυτών υπήρξε πολύ σημαντική, ή ακόμη και καθοριστική, σε διάφορους τομείς, όπως οι υποδομές των μεταφορών, καθώς και η αλιεία και η γεωργία, δύο από τους κύριους παραγωγικούς τους τομείς.

1.15.2

Η δημιουργία ή η ανάπτυξη υποδομών για τον περιορισμό της εξωτερικής απομόνωσης συνιστά μια από τις πλέον ορατές πτυχές των δράσεων που συγχρηματοδοτήθηκαν από την Ευρωπαϊκή Ένωση στην καθεμιά από τις περιφέρειες αυτές. Η πρόσβαση στις περιφέρειες αυτές βελτιώθηκε σαφώς, γεγονός που ωφέλησε όχι μόνο τον τοπικό πληθυσμό, αλλά και την τουριστική δραστηριότητα. Σε εσωτερικό επίπεδο, σημειώθηκε σημαντική ανάπτυξη του σχεδιασμού του οδικού δικτύου και, σε ορισμένες περιπτώσεις, αναπτύχθηκαν δράσεις για την ανάπτυξη των μαζικών μεταφορών. Σε διάφορους τομείς, οι υποδομές στήριξης των οικονομικών δραστηριοτήτων έτυχαν ενίσχυσης προκειμένου να ανταποκριθούν στην εξέλιξη των αναγκών.

1.15.3

Παράλληλα με τη βελτίωση των αεροπορικών και θαλάσσιων συνδέσεων, οι δράσεις στον τομέα των προηγμένων τεχνολογιών της επικοινωνίας (τηλεδιάσκεψη, τηλεδιάγνωση, τηλεματική, συνδέσεις σε δίκτυο) συνέβαλαν επίσης στον περιορισμό των μειονεκτημάτων που έγκεινται στο νησιωτικό χαρακτήρα ή/και στην απομακρυσμένη θέση.

1.15.4

Στο επίπεδο των παραγωγικών κλάδων, οι προσπάθειες που κατεβλήθησαν συνέβαλαν στη βελτίωση της παραγωγικότητας των επιχειρήσεων και την προσαρμογή της προσφοράς στις ευκαιρίες που προσφέρουν οι τοπικές αγορές και οι εξαγωγές.

1.16   Η επίδειξη αλληλεγγύης μέσω των διαρθρωτικών πολιτικών

1.16.1

Στα πλαίσια της μεταρρύθμισης των Διαρθρωτικών Ταμείων 2006-2013, η ειδική κατάσταση των περιφερειών με μόνιμα μειονεκτήματα και οι μόνιμοι διαρθρωτικοί τους περιορισμοί θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη συμπληρωματικά προς τα κοινωνικο-οικονομικά τους χαρακτηριστικά.

1.16.2

Η ΕΟΚΕ εκφράζει τη μεγάλη ικανοποίησή της για το γεγονός ότι, στην Τρίτη Έκθεση για την Οικονομική και Κοινωνική Συνοχή, που υιοθετήθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις 18 Φεβρουαρίου 2004, υπάρχει αναφορά στα ιδιαίτερα προβλήματα των περιφερειών αυτών και στην ανάγκη υιοθέτησης ειδικών μέτρων κατάλληλων για την ιδιαίτερη κατάστασή τους.

1.16.3

Η ΕΟΚΕ φρονεί ότι, κατά την εκχώρηση πόρων στα πλαίσια της Προτεραιότητας ΙΙ — «Περιφερειακή Ανταγωνιστικότητα και Απασχόληση» και της Προτεραιότητας ΙΙΙ — «Ευρωπαϊκή Εδαφική Συνεργασία», που προβλέπονται στη νέα δομή για την πολιτική συνοχής της ΕΕ για την περίοδο προγραμματισμού 2007-2013, θα πρέπει να λαμβάνονται δεόντως υπόψη κριτήρια που να αξιολογούν μόνιμα διαρθρωτικά μειονεκτήματα, όπως η απομακρυσμένη θέση, η απομόνωση, η δυσχέρεια πρόσβασης και η χαμηλή πυκνότητα πληθυσμού, τα οποία, όπως είναι γνωστό, θέτουν σοβαρά εμπόδια για την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη των πληττομένων περιφερειών.

1.16.4

Υποστηρίζει, λοιπόν, την πρόθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να λαμβάνει δεόντως υπόψη, κατά τη νέα προσέγγιση που προβλέπεται για τα Διαρθρωτικά Ταμεία στα πλαίσια της προσεχούς περιόδου δημοσιονομικού προγραμματισμού, την εδαφική πτυχή ως πτυχή συμπληρωματική προς την οικονομική και κοινωνική. Πράγματι, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προτείνει η κοινοτική ενίσχυση υπέρ της Προτεραιότητας ΙΙ να λαμβάνει υπόψη εδαφικά κριτήρια που αντικατοπτρίζουν τα σχετικά μειονεκτήματα των περιφερειών με γεωφυσικά προβλήματα (νησιωτικές και ορεινές ζώνες και αραιοκατοικημένες περιοχές).

1.16.5

Η ΕΟΚΕ συμφωνεί με την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να εξασφαλίζουν τα κράτη μέλη ότι η ιδιαιτερότητα των περιφερειών αυτών θα λαμβάνεται υπόψη κατά την εκχώρηση πόρων στα πλαίσια των Περιφερειακών Προγραμμάτων, καθώς και να επωφελούνται τα εδάφη με μόνιμα γεωγραφικά μειονεκτήματα προσαύξησης της μέγιστης κοινοτικής συμμετοχής.

1.16.6

Η ΕΟΚΕ φρονεί ότι θα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στις περιπτώσεις σώρευσης τέτοιων μειονεκτημάτων (λόγου χάρη, νησιά αραιοκατοικημένα και με ορεινές ζώνες).

1.16.7

Φρονεί επίσης ότι θα ήταν ευκταίο οι ιδιαίτερες ανάγκες των εδαφών αυτών να λαμβάνονται υπόψη όχι μόνο στα πλαίσια της πολιτικής για τη συνοχή, αλλά σε όλες τις κοινοτικές πολιτικές.

1.16.8

Η ΕΟΚΕ φρονεί ότι, παράλληλα προς την ανάγκη του να αντιμετωπίζει η πολιτική για τη συνοχή τα προβλήματα ανταγωνιστικότητας των περιφερειών που πλήττονται από μόνιμα διαρθρωτικά μειονεκτήματα τα οποία παρεμποδίζουν την ανάπτυξή τους, θα πρέπει και άλλες κοινοτικές πολιτικές, για παράδειγμα η πολιτική του ανταγωνισμού, να λαμβάνουν υπόψη τις συνέπειές τους, άμεσες και έμμεσες, θετικές και αρνητικές, επί των περιφερειών αυτών, ούτως ώστε οι περιφέρειες αυτές να ενσωματωθούν πλήρως στην Κοινότητα όπου ανήκουν.

1.17   Οι Περιφέρειες του Στόχου 1: Μια διαρκής και κατάλληλα προσαρμοσμένη προσπάθεια

1.17.1

Η οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη των πλέον μειονεκτουσών περιοχών της Ένωσης δεν ανταποκρίνεται απλώς στην κοινωνική δικαιοσύνη: είναι και σημαντική για την πολιτική της σταθερότητα και την αρμονική της ανάπτυξη. Είναι θεμιτό να αποδίδεται προτεραιότητα στις περιφέρειες που παρουσιάζουν επίπεδα ανάπτυξης μεταξύ των χαμηλότερων της Κοινότητας και που αντιμετωπίζουν τα πλέον οξέα κοινωνικά προβλήματα.

1.17.2

Σχετικά με τα κονδύλια των διαρθρωτικών ταμείων που προορίζονται για το Στόχο 1 μετά από το 2006, οι περιορισμοί που συνδέονται με τα μόνιμα μειονεκτήματα θα πρέπει να θεωρούνται, κατ' αναλογίαν προς την έντασή τους, ως καθοριστικό στοιχείο μεταξύ των κριτηρίων κατανομής. Για την εκχώρηση κονδυλίων θα πρέπει επίσης να λαμβάνονται υπόψη οι επιβαρυντικοί παράγοντες όπως η διάταξη σε αρχιπέλαγος, η απερήμωση ή τα προβλήματα προσπέλασης που οφείλονται στη μορφολογία του εδάφους.

1.17.3

Το εάν το μέσον αυτό θα λάβει τη νομική μορφή ειδικού προγράμματος ή τη μορφή ενός φάσματος ειδικών διατάξεων εντός του κανονιστικού πλαισίου ενός ανανεωμένου «Στόχου 2», δεν έχει ιδιαίτερη σημασία. Εκείνο που έχει σημασία είναι να ανταποκρίνεται σε ορισμένα κριτήρια ή στόχους:

1.17.3.1

Η ύπαρξη γεωφυσικών ή δημογραφικών περιορισμών μόνιμου ή μεταβατικού χαρακτήρα θα πρέπει να συνιστά ρητώς κριτήριο επιλεξιμότητας για το μέσον αυτό.

1.17.3.2

Τα πεδία παρέμβασής του θα πρέπει να επικεντρώνονται σε τομείς που αφορούν αναμφισβήτητα τους διαρκείς γεωφυσικούς ή δημογραφικούς περιορισμούς. Ειδικότερα, θα πρέπει να περιλαμβάνουν:

χρηματοδότηση για την αγορά ή την ανανέωση υποδομών μεταφορών, σταθερών ή κινητών·

χρηματοδότηση κεφαλαίων επιχειρηματικού κινδύνου για την ανάπτυξη νέων θαλάσσιων ή εναέριων συνδέσεων, είτε ενδοκοινοτικών είτε με τις τρίτες χώρες·

χρηματοδότηση δημοσίων υποδομών των οποίων δικαιολογείται η αύξηση λόγω της διάταξης σε αρχιπέλαγος, της απομόνωσης που οφείλεται στη μορφολογία του εδάφους ή της αραιής δημογραφικής κάλυψης·

ανάληψη ορισμένων μορφών πρόσθετου κόστους που οφείλονται στην εφαρμογή της κοινοτικής νομοθεσίας στα εδάφη αυτά (π.χ.: εφαρμογή περιβαλλοντικών προτύπων, διαχείριση αποβλήτων, υδάτινων πόρων κ.λπ.)·

ενισχύσεις στις νησιωτικές επιχειρήσεις (και ιδιαίτερα τις επιχειρήσεις μικρών διαστάσεων), για δράσεις προώθησης και έρευνας αγοράς, στο μέτρο που αυτές συμβάλλουν στη χειραφέτησή τους από τη στενότητα της τοπικής τους αγοράς κ.λπ.

1.17.3.3

Η κατανομή του μέσου αυτού θα πρέπει να στηρίζεται, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, στην ένταση του υφιστάμενου μειονεκτήματος, η οποία θα μετράται ανάλογα με το βαθμό προσπελασιμότητας, τη δημογραφική κατάσταση και ενδεχομένως την παραγωγικότητα. Η σώρευση περιορισμών που πλήττει αρκετές νησιωτικές περιοχές (όπως ο κατακερματισμός σε αρχιπέλαγος, η δύσκολη δημογραφική κατάσταση ή τα ορεινά χαρακτηριστικά μέρους του εδάφους τους) θα πρέπει να μπορεί να λαμβάνεται υπόψη μεταξύ των εν λόγω κριτηρίων κατανομής.

1.17.4

Προκειμένου η δημιουργία ενός τέτοιου μέσου να μην είναι απλώς συμβολική, θα πρέπει να του εκχωρηθούν αξιόλογοι πόροι. Οι πόροι αυτοί πρέπει να αντιπροσωπεύουν ποσό ενίσχυσης που θα κυμαίνεται μεταξύ, κατά ελάχιστο όριο, ποσού αντίστοιχου με εκείνο που χορηγείται επί του παρόντος στις περιφέρειες του Στόχου 2 και, κατά μέγιστο όριο, ποσού που θα πλησιάζει την ενίσχυση που χορηγείται επί του παρόντος στις περιφέρειες του Στόχου 1.

1.18   Η αναθεώρηση του καθεστώτος των κρατικών ενισχύσεων  (8)

1.18.1

Το συνολικό ύψος των κρατικών ενισχύσεων που χορηγούν τα κράτη μέλη είναι συγκριτικά πολύ μεγαλύτερο από εκείνο των διαρθρωτικών ταμείων. Επομένως, έχει ύψιστη σημασία για τις περιοχές αυτές, τα διάφορα καθεστώτα ενισχύσεων που ελέγχονται από την Κοινότητα να λαμβάνουν υπόψη το πρόσθετο κόστος και τους περιορισμούς που συνδέονται με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους.

1.18.2

Η επιχειρηματολογία των εκπροσώπων των περιοχών αυτών υπέρ ενός πιο ευέλικτου πλαισίου θεμελιώνεται στο γεγονός ότι οι ενισχύσεις που αποσκοπούν στην αντιστάθμιση του πρόσθετου κόστους το οποίο προκύπτει από τη θέση τους δεν συνιστούν παράγοντα στρέβλωσης για την αγορά, αντίθετα μάλιστα αντιπροσωπεύουν μια δράση εξισορρόπησης.

1.18.3

Πρέπει λοιπόν να επανεξεταστεί εκ βάθρων η κοινοτική νομοθεσία για θέματα ενισχύσεων, και ειδικότερα κρατικών ενισχύσεων με περιφερειακούς σκοπούς και αγροτικών ενισχύσεων. Πρέπει να ενσωματώσει, σύμφωνα με την αρχή της θετικής διαφοροποίησης, τους περιορισμούς που έγκεινται στις ιδιαιτερότητές τους και την ενδεχόμενη σώρευσή τους με άλλους μόνιμους περιορισμούς γεωφυσικής ή δημογραφικής φύσεως. Παραθέτουμε ορισμένα παραδείγματα:

1.18.3.1

Το καθεστώς των κρατικών ενισχύσεων με περιφερειακούς σκοπούς λαμβάνει υπόψη τους περιορισμούς που υφίστανται οι ιδιαίτερα αραιοκατοικημένες περιφέρειες και τους επιτρέπει σήμερα υψηλότερα ποσοστά ενισχύσεων, καθώς και τη δυνατότητα άμεσων ενισχύσεων για τις μεταφορές. Εντούτοις, δεν περιλαμβάνει απολύτως καμία αναφορά στην περίπτωση των νήσων (εκτός από μία εντελώς περιστασιακή αναφορά). Θα ήταν λοιπόν ορθό, ως ελάχιστο μέτρο, να επεκταθεί στο σύνολο των νήσων το καθεστώς που απολαμβάνουν οι αραιοκατοικημένες περιοχές, δηλαδή:

συγκρίσιμα ποσοστά για τα ΙΚΕ (Ισοδύναμα Καθαρής Επιδότησης)·

εξουσιοδότηση για τη χορήγηση λειτουργικών ενισχύσεων που θα καλύπτουν το αποδεδειγμένο πρόσθετο κόστος σε θέματα μεταφορών.

1.18.3.2

Επιπροσθέτως, η ίδια αυτή νομοθεσία δεν επιτρέπει τις λειτουργικές ενισχύσεις παρά μόνον, και τούτο στην καλύτερη περίπτωση, όταν αυτές είναι «προσωρινές και προοδευτικά μειούμενες». Ο περιορισμός αυτός δεν λαμβάνει υπόψη τη μονιμότητα των προβλημάτων που συνδέονται με το νησιωτικό χαρακτήρα και πρέπει, επομένως, να καταργηθεί, ιδιαίτερα για την περίπτωση των ενισχύσεων για τις μεταφορές.

1.18.3.3

Η ρητή απαγόρευση άμεσων ενισχύσεων των μεταφορών για τις συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών της Κοινότητας πρέπει να επανεξεταστεί για την περίπτωση των νησιών. Τέτοιου είδους ενισχύσεις θα μπορούσαν να συμβάλουν στην καλύτερη οικονομική τους ενσωμάτωση στον κοινοτικό χώρο και να τους επιτρέψουν να επωφεληθούν από τη γεωγραφική τους θέση στις θαλάσσιες περιοχές γύρω στην Ευρώπη. Τούτο αφορά ιδιαίτερα τις νησιωτικές περιφέρειες που βρίσκονται πιο κοντά στις ακτές άλλου κράτους μέλους από εκείνες της μητρόπολής τους και ακόμη περισσότερο -και σε άλλη κλίμακα- εκείνες των οποίων οι συναλλαγές με την Κοινότητα εξαρτώνται από υπερωκεάνιες μεταφορές.

1.18.3.4

Το πρόβλημα των ενισχύσεων για τις μεταφορές πρέπει επίσης να συζητηθεί στα πλαίσια του ΠΟΕ, προκειμένου να προωθηθεί η ανάπτυξη των άμεσων συναλλαγών με τις πλησιέστερες τρίτες χώρες.

1.18.3.5

Το καθεστώς ανταγωνισμού που υπερισχύει στον τομέα των θαλασσίων και εναέριων μεταφορών περιλαμβάνει διάφορες διατάξεις σχετικές με τα νησιά οι οποίες θα πρέπει να βελτιωθούν ή να συμπληρωθούν. Αναφέρονται οι εξής:

ο κανόνας της χαμηλότερης προσφοράς πρέπει να μετριαστεί μέσω του συνυπολογισμού παραγόντων όπως η οικονομική και κοινωνική επίδραση που ενδέχεται να έχει σε ένα νησί η κατακύρωση της σύμβασης·

ο κατακερματισμός της εξυπηρέτησης τμημάτων μίας περιφέρειας σε διαφορετικές προσκλήσεις για την υποβολή προσφορών πρέπει να αποφεύγεται όταν η πρακτική αυτή ενδέχεται να θέσει σε κίνδυνο την ποιότητα και την αξιοπιστία των υπηρεσιών·

η διάρκεια των συμβάσεων δημόσιας υπηρεσίας θα πρέπει να μπορεί να είναι μεγαλύτερη για τις θαλάσσιες μεταφορές, ώστε να λαμβάνεται υπόψη ο χρόνος απόσβεσης των πλοίων.

1.18.3.6

Όσον αφορά τις ενισχύσεις για τη γεωργία και την αλιεία, θα πρέπει να εξεταστεί η δυνατότητα ειδικών μέτρων στήριξης της τοπικής παραγωγής, προκειμένου να περιορίζονται οι επιπτώσεις του πρόσθετου κόστους που οφείλεται στη μεταφορά ή στην περιορισμένη έκταση της αγοράς. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να αφορά, για παράδειγμα, λειτουργικές ενισχύσεις για μικρές μεταποιητικές μονάδες (σφαγεία, γαλακτοκομεία κ.λπ.), όταν ο μικρός όγκος της παραγωγής της συγκεκριμένης περιοχής ή το μικρό μέγεθος της τοπικής αγοράς δεν επιτρέπει τη λειτουργία τους υπό συνθήκες οικονομικής βιωσιμότητας.

1.18.3.7

Η εφαρμογή ενιαίων ποσοστών για την έμμεση φορολογία (ΦΠΑ, ειδικοί φόροι κατανάλωσης…) τείνει να επιδεινώσει την κατάσταση στις περιφέρειες με μόνιμα μειονεκτήματα όπου οι τιμές κατανάλωσης είναι υψηλότερες. Πρέπει να δοθούν στα κράτη κάποια περιθώρια ευελιξίας κατά την εφαρμογή, στις περιοχές αυτές, των ποσοστών για ορισμένους φόρους, όταν τούτο δύναται να συμβάλει στον περιορισμό του πρόσθετου διαρθρωτικού κόστους και στη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης του πληθυσμού. Το ίδιο ισχύει, για προφανείς λόγους, για τη φορολογία που συνδέεται με τις μεταφορές ή τα τέλη χρήσης (π.χ. τέλη αεροδρομίου).

2.   Συμπεράσματα και συστάσεις

2.1

Η ευάλωτη κατάσταση που χαρακτηρίζει τις περιφέρειες με μόνιμα μειονεκτήματα, τείνει να δυσχεραίνει την ανάπτυξή τους και, σε πολλές περιπτώσεις, να εντείνει τα οικονομικά και κοινωνικά τους προβλήματα. Ο πληθυσμός που είναι εγκατεστημένος στις περιοχές που δεν πλήττονται από τέτοιου είδους μειονεκτήματα, εάν αντιμετωπίσει ανάλογες συγκυρίες, θα γνωρίσει μεγαλύτερη ευμάρεια ή, τουλάχιστον, λιγότερες δυσκολίες.

2.2

Θα ήταν και ανακριβές και μανιχαϊστικό να λεχθεί ότι η μοίρα των περιφερειών με μόνιμα μειονεκτήματα τις καταδικάζει στο ρόλο των περιοχών δεύτερης κατηγορίας και τους κατοίκους τους σε μια ενδημική υπανάπτυξη. Σε πολλές περιπτώσεις, οι ευρωπαϊκές περιφέρειες με μόνιμα μειονεκτήματα διαθέτουν αρκετά πλεονεκτήματα ή δυνατότητες που μπορούν να αξιοποιηθούν, όπως η θέση τους κοντά σε σημαντικούς φυσικούς πόρους, η δυνατότητα παραγωγής ανανεώσιμων μορφών ενέργειας, η ελκυστικότητά τους από τουριστική άποψη, η στρατηγική γεωγραφική τους θέση, η εγγύτητά τους με θαλάσσιες αρτηρίες, η ποικιλία των οικοσυστημάτων κ.λπ.

2.3

Το πρόβλημα που τίθεται για τις περιφέρειες αυτές είναι ότι, για να αξιοποιήσουν τις συγκεκριμένες ευκαιρίες, θα πρέπει πιθανόν να εργαστούν πιο σκληρά ή να ριψοκινδυνέψουν πολύ περισσότερο απ' ό,τι θα χρειαζόταν για να επιτευχθεί ανάλογο εγχείρημα σε άλλες, πιο πλεονεκτικές, περιοχές της ΕΕ. Αντίστοιχα, σε εποχές ύφεσης, θα είναι από τις πρώτες που θα θιγούν, λόγω τις μικρότερης αποδοτικότητας των βιομηχανιών τους.

2.4

Ως εκ τούτου, μια ευρωπαϊκή πολιτική για τις περιφέρειες με μόνιμα μειονεκτήματα οφείλει να συνίσταται σε σύνολο μέτρων που θα περιορίζουν όσο το δυνατόν τον ευάλωτο χαρακτήρα τους και που θα συμβάλλουν στη δημιουργία μιας πραγματικής «ισότητας ευκαιριών» μεταξύ των περιοχών αυτών και της λοιπής Ένωσης. Η πολιτική αυτή, δεδομένου ότι καλείται να ανταποκριθεί σε αντικειμενικούς φυσικούς περιορισμούς, είναι θεμιτό να διαβαθμίζεται ανάλογα με την ένταση των εν λόγω περιορισμών. Για τον ίδιο λόγο, δεν θα πρέπει να υποκαθιστά τα μέτρα που λαμβάνονται παραδοσιακά στα πλαίσια της πολιτικής για την οικονομική και κοινωνική συνοχή, αλλά να είναι συμπληρωματική προς αυτά.

2.5   Ποια θα πρέπει να είναι τα χαρακτηριστικά της πολιτικής αυτής;

2.5.1

Μία ευρωπαϊκή πολιτική για τις περιφέρειες με μόνιμα μειονεκτήματα πρέπει να στηρίζεται σε τρεις κύριες αρχές και να επιδιώκει διάφορους στόχους:

Η πρώτη αρχή είναι η αρχή της «μονιμότητας», δεδομένου ότι οι γεωγραφικοί περιορισμοί που χαρακτηρίζουν τις περιοχές αυτές έχουν μόνιμο χαρακτήρα. Η αρχή αυτή της μονιμότητας έρχεται σε αντίφαση με την έννοια της «ανάκτησης», που μέχρι σήμερα χρησίμευε στις κοινοτικές πολιτικές ως βάση για την προσέγγιση των οικονομικών και κοινωνικών προβλημάτων.

Η δεύτερη αρχή είναι εκείνη της «θετικής διαφοροποίησης». Συνίσταται στην άποψη ότι τα μέτρα που παραχωρούνται σε κάποιες περιοχές για την αντιστάθμιση των μόνιμων διαρθρωτικών περιορισμών τους δεν αποτελούν αθέμιτα πλεονεκτήματα, αλλά συμβάλλουν στην καθιέρωση πραγματικής ισότητας. Υπό την έννοια αυτή, η θετική διαφοροποίηση έρχεται σε αντίθεση με τη διάκριση, η οποία, σύμφωνα με τον ορισμό που έχει δώσει το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο: «[…] συνίσταται στη μεταχείριση κατά τρόπο όμοιο καταστάσεων που είναι διαφορετικές ή κατά τρόπο διαφορετικό καταστάσεων που είναι όμοιες» (Απόφαση του Πρωτοδικείου -τέταρτο τμήμα- της 26ης Οκτωβρίου 1993. Συνεκδικασθείσες υποθέσεις Τ-6/92 και Τ-52/92).

Τέλος, η τρίτη αρχή είναι η αρχή της «αναλογικότητας», καθότι οι καταστάσεις των περιοχών με μόνιμα μειονεκτήματα χαρακτηρίζονται από μεγάλη ποικιλία. Η χρήση μιας θετικής διαφοροποίησης υπέρ των περιφερειών με μόνιμα μειονεκτήματα πρέπει να υποστηριχθεί μόνον εάν στηρίζεται στα πραγματικά τους γεωγραφικά, δημογραφικά, περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά και στους περιορισμούς που αυτά τους επιβάλλουν. Τα χαρακτηριστικά αυτά διαφέρουν αναγκαστικά από τη μία περιοχή στην άλλη.

2.5.2

Παρά να αναζητούνται μέτρα που να μπορούν να εφαρμόζονται κατά τρόπο συστηματικό και ομοιόμορφο σε οποιαδήποτε περιοχή, αυτό που πρωτίστως χρειάζεται είναι να δημιουργηθεί ένα πλαίσιο που θα επιτρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι διαφορές αυτές. Ένα τέτοιο πλαίσιο, στηριζόμενο πότε σε νομικές διατάξεις, πότε σε χρηματοδοτικά μέσα, πότε σε τρόπους διαχείρισης, θα επιτρέπει τη διαμόρφωση λύσεων κατάλληλων για την καθεμιά από τις περιοχές αυτές, ανάλογα με τη φύση και την ένταση των προβλημάτων της. Σε ορισμένες περιπτώσεις, αυτό θα σημαίνει κοινά μέτρα για όλες τις περιφέρειες με μόνιμα μειονεκτήματα. Σε άλλες περιπτώσεις, αντίθετα, θα συνεπάγεται ιδιαίτερα μέτρα για κάποια συγκεκριμένη κατάσταση, τα οποία δεν υπάρχει λόγος να γενικευθούν.

2.6   Οι στόχοι μιας πολιτικής για τις περιφέρειες με μόνιμα μειονεκτήματα

2.6.1

Τα τρία είδη στόχων μιας πολιτικής για τις περιφέρειες με μόνιμα μειονεκτήματα είναι κοινωνικής, οικονομικής και περιβαλλοντικής φύσεως και αλληλοσυνδέονται πολύ στενά μεταξύ τους.

2.6.2

Για την ορθή εφαρμογή των ενισχύσεων στις μειονεκτούσες περιφέρειες, ο όρος «βιωσιμότητα» θα πρέπει να νοηθεί με διπλή σημασία: αφενός, από κοινωνικοοικονομική άποψη, ως εξασφάλιση της διατήρησης των οικογενειακών επιχειρήσεων και βιώσιμων συστημάτων παραγωγής, προκειμένου να αποτρέπεται η φυγή του πληθυσμού τους, και αφετέρου, μέσω πρακτικών που είναι συμβατές με το περιβάλλον.

2.6.2.1

Κοινωνικοί στόχοι: οι κοινωνικοί στόχοι μιας ευρωπαϊκής πολιτικής για τις περιφέρειες με μόνιμα μειονεκτήματα αποβλέπουν στο να δοθεί η δυνατότητα στους κατοίκους των περιφερειών αυτών που το επιθυμούν «να γεννιούνται, να ζουν και να εργάζονται στον τόπο τους».

2.6.2.2

Οι κάτοικοι των περιφερειών αυτών πρέπει να μπορούν να απολαμβάνουν υπηρεσιών το φάσμα και η ποιότητα των οποίων θα είναι όσο το δυνατόν πλησιέστερα εκείνων που γενικά διατίθενται στις λοιπές περιοχές της Ένωσης.

2.6.2.3

Τούτο αφορά πλήθος τομέων, κυρίως όμως την εκπαίδευση, την επαγγελματική κατάρτιση -αρχική και καθ' όλη τη διάρκεια του βίου-, την υγεία, τις μεταφορές και τις τηλεπικοινωνίες. Η ισότητα με τις λοιπές περιοχές της Ένωσης δεν είναι δυνατόν να οριστεί με καθαρά στατιστικά κριτήρια, αλλά πρέπει να εκτιμάται με ποιοτικούς όρους. Όταν οι υποδομές ή οι υπηρεσίες είναι εξεζητημένες, όσο μικρότερος είναι ο πληθυσμός μιας περιφέρειας, τόσο περισσότερο δυσανάλογος αποβαίνει ο όγκος τους και το κόστος τους σε σύγκριση με τον αριθμό κατοίκων. Δεν υπάρχει ενιαία λύση για το πρόβλημα αυτό, πέρα από την εφαρμογή μιας αρχής: της επιδίωξης παροχών βέλτιστης ποιότητας, ώστε να καθίσταται δυνατή τουλάχιστον η διατήρηση των πληθυσμών.

2.6.2.4

Τα απαιτούμενα μέσα είναι η παρέμβαση των Διαρθρωτικών Ταμείων, επικεντρωμένη κυρίως στον τομέα των μεταφορών (σταθερές ή κινητές υποδομές), της διαχείρισης των υδάτινων πόρων και των αποβλήτων, των υπηρεσιών παιδείας και υγείας. Στον τομέα των μεταφορών, της ενέργειας και των τηλεπικοινωνιών, η παρέμβαση αυτή πρέπει να ενισχυθεί μέσω της ουσιαστικής εφαρμογής του άρθρου 154 της Συνθήκης, που αφορά τα διευρωπαϊκά δίκτυα, με κατάλληλα χρηματοδοτικά μέσα.

2.6.2.5

Οι κάτοικοι των περιφερειών με μόνιμα μειονεκτήματα πρέπει να έχουν πρόσβαση στα καταναλωτικά αγαθά και στις υπηρεσίες σε τιμές κοινωνικά αποδεκτές.

2.6.2.6

Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι καταστάσεις ανισότητας μπορούν να αντισταθμιστούν μέσω μέτρων που θα αποσκοπούν στον περιορισμό των τιμών κατανάλωσης και στην παρότρυνση ορισμένων προμηθευτών υπηρεσιών να εγκατασταθούν στις πλέον απομονωμένες και αραιοκατοικημένες περιοχές.

2.6.2.7

Τα απαιτούμενα μέσα είναι παρεμβατικά μέτρα κοινωνικού χαρακτήρα όπως:

άμεσες ενισχύσεις προς ορισμένα εμπορικά καταστήματα ή προμηθευτές υπηρεσιών·

προτιμησιακές τιμές για τους κατοίκους στις θαλάσσιες και εναέριες μεταφορές·

ύπαρξη ποιοτικών δημόσιων υπηρεσιών.

Η ένταση ορισμένων από τα μέτρα αυτά θα μπορεί να είναι ευθέως ανάλογη προς το βαθμό απομόνωσης των ενδιαφερομένων κοινοτήτων και αντιστρόφως ανάλογη προς το μέγεθος της αγοράς τους.

2.6.2.8

Η εκτατική χρήση των διατάξεων των άρθρων 73 ΣΕΚ (δημόσιες υπηρεσίες μεταφορών), 86.2 (για τις επιχειρήσεις τις επιφορτισμένες με τη διαχείριση υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος) και 87.2 (σχετικά με τις ενισχύσεις κοινωνικού χαρακτήρα που χορηγούνται σε μεμονωμένους καταναλωτές) θα μπορούσε, σε ορισμένες περιπτώσεις, να χρησιμεύσει ως βάση για τέτοιες διατάξεις.

2.6.3

Οικονομικοί στόχοι: οι οικονομικοί στόχοι μιας ευρωπαϊκής πολιτικής για τις περιφέρειες με μόνιμα μειονεκτήματα πρέπει να συμβάλλουν στην ενσωμάτωσή τους στην Ενιαία Αγορά, λαμβάνοντας παράλληλα υπόψη το γεγονός ότι είναι κοινωνικά και περιβαλλοντικά ευάλωτες. Επομένως, οι αρχές της ελεύθερης αγοράς πρέπει να μετριάζονται μέσω των αρχών της οικονομικής, κοινωνικής και εδαφικής συνοχής.

2.6.3.1

Η ενσωμάτωση των οικονομιών των περιφερειών αυτών στην οικονομία της Ενιαίας Αγοράς απαιτεί ισότιμες συνθήκες.

2.6.3.2

Γενικά, τη μείωση του πρόσθετου κόστους που προκύπτει από τις μεταφορές, μέσω άμεσων ενισχύσεων προς τις επιχειρήσεις.

2.6.3.3

Κατά περίπτωση και ανάλογα με την εκάστοτε συγκεκριμένη κατάσταση, ρυθμίσεις που θα αποσκοπούν να αντισταθμίσουν τη στενότητα της τοπικής αγοράς και τον περιορισμένο χαρακτήρα των φυσικών ή ανθρώπινων πόρων. Οι ρυθμίσεις αυτές επιτυγχάνονται μέσω μέτρων στήριξης και προώθησης προς τον ιδιωτικό τομέα, διαμορφωμένων ανάλογα με τη φύση των δραστηριοτήτων, με την αποδοτικότητά τους και με την κοινωνική και περιβαλλοντική επίδρασή τους.

2.6.4

Περιβαλλοντικοί στόχοι: οι περιβαλλοντικοί στόχοι μιας ευρωπαϊκής πολιτικής για τις περιφέρειες με μόνιμα μειονεκτήματα συνίστανται στο να εξασφαλιστεί η διαφύλαξη του περιβάλλοντος των περιφερειών αυτών, σε αρμονία με τις επιταγές της οικονομικής και κοινωνικής τους ανάπτυξης. Η έννοια του «περιβάλλοντος» περιλαμβάνει τους φυσικούς πόρους, τα τοπία και τα οικοσυστήματα των περιφερειών αυτών, καθώς και την πολιτιστική τους κληρονομιά υπό τις πλέον ποικίλες μορφές της: αρχιτεκτονική, ιστορικά μνημεία, γλωσσική κληρονομιά, τραγούδια, χοροί, λογοτεχνία, λαϊκή τέχνη κ.λπ.

2.6.4.1

Η διαφύλαξη της περιβαλλοντικής κληρονομιάς δεν πρέπει να συνιστά διαδικασία στατική ή στραμμένη στο παρελθόν, που να αποσκοπεί να καταστήσει τις περιφέρειες με μόνιμα μειονεκτήματα κάτι ανάλογο με τις περιοχές που έχουν παραχωρηθεί στους Ινδιάνους. Αντίθετα, πρόκειται για μια δραστήρια και δυναμική διαδικασία, με στόχο κυρίως την προώθηση της βιώσιμης ανάπτυξης που είναι αναγκαία για την παραμονή των πληθυσμών στον τόπο τους και για την εξασφάλιση ενός ποιοτικού περιβάλλοντος διαβίωσης.

2.6.4.2

Οι περιβαλλοντικοί στόχοι απαιτούν παρεμβάσεις σε διάφορα επίπεδα: σε τοπικό επίπεδο, ασφαλώς, αλλά και σε εθνικό, ευρωπαϊκό, ακόμη και παγκόσμιο ορισμένες φορές. Για παράδειγμα:

η διαφύλαξη της γλωσσικής κληρονομιάς εξαρτάται από εκπαιδευτικές πολιτικές που καταρτίζονται σε τοπικό και σε εθνικό επίπεδο·

η προστασία των ακτών από τη θαλάσσια ρύπανση απαιτεί την επιτήρηση της ναυσιπλοΐας στα εθνικά και τα διεθνή ύδατα και τη λήψη μέτρων δεσμευτικού χαρακτήρα (όπως για τη διέλευση από πορθμούς), τα οποία συζητώνται μεταξύ των γειτονικών κρατών, αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο (στα πλαίσια του ΠΟΕ)·

η διαχείριση των αλιευτικών πόρων απαιτεί τη συμμετοχή, κατά περίπτωση, των περιφερειών, των κρατών μελών, της Κοινότητας, αλλά και τρίτων χωρών (στην Καραϊβική, για παράδειγμα) ή και διεθνών φορέων (όπως για τα αλιευτικά πεδία του Βόρειου Ατλαντικού)·

όλες οι πολιτικές που συνδέονται με την παρατήρηση του φαινομένου του θερμοκηπίου και με τους περιορισμούς των συνεπειών του πρέπει αναγκαστικά να ασκούνται σε όλα τα προηγούμενα επίπεδα, απαιτείται όμως και η προσέγγισή τους σε παγκόσμιο επίπεδο, στα πλαίσια των Ηνωμένων Εθνών και των διαφόρων διασκέψεων για το περιβάλλον.

2.6.4.3

Οι περιβαλλοντικοί στόχοι είναι, κατά μεγάλο μέρος, ζήτημα διακυβέρνησης. Πρέπει να ζητείται η άποψη των νησιωτικών, των υπερβόρειων, των ορεινών ή των εξόχως απομακρυσμένων κοινοτήτων και, ει δυνατόν, να συμμετέχουν στη λήψη των περιβαλλοντικών αποφάσεων που τους αφορούν.

2.6.4.4

Η Ευρωπαϊκή Ένωση οφείλει, μεταξύ άλλων, να λαμβάνει υπόψη τον ιδιαίτερα ευάλωτο χαρακτήρα των περιφερειών με μόνιμα μειονεκτήματα όταν συζητώνται περιβαλλοντικά ζητήματα σε διεθνές επίπεδο (λόγου χάρη, σχετικά με τις αλιευτικές συμφωνίες με τρίτες χώρες ή ακόμη στον τομέα της καταπολέμησης του φαινομένου του θερμοκηπίου).

3.   Τελική σημείωση

3.1

Λαμβάνοντας υπόψη τη σημασία των περιφερειών με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που εξετάζονται στην παρούσα γνωμοδότηση πρωτοβουλίας, καθώς και το διασκορπισμό τους ανά την επικράτεια της ΕΕ, αλλά και τις παρατηρήσεις και συστάσεις που η ΕΟΚΕ εκφράζει επί του θέματος, προκειμένου να εξασφαλιστεί η καλύτερη ενσωμάτωσή τους, η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή θα συνεχίσει να παρακολουθεί την εξέλιξη του σχετικού προβληματισμού και να παρέχει τη συμβολή της για την αξιολόγηση των διαφόρων πολιτικών που θα πρέπει να εφαρμοστούν για την επίλυση των προβλημάτων τους.

Βρυξέλλες, 10 Φεβρουαρίου 2005

Η Πρόεδρος

της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής

Anne-Marie SIGMUND


(1)  ΕΕ C 61 της 14.3.2003, σ. 113.

(2)  Τελική έκθεση (2000.CE.16.0.AT.118) με θέμα τη μελέτη των νησιωτικών περιφερειών και των εξόχως απομακρυσμένων περιφερειών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με ημερομηνία Μαρτίου 2003.

(3)  Τα πέντε κριτήρια που, σύμφωνα με την EUROSTAT, προσδιορίζουν την έννοια της νήσου είναι τα εξής: η έκταση της νήσου πρέπει να είναι τουλάχιστον 1 km2· η ελάχιστη απόσταση μεταξύ της νήσου και του ηπειρωτικού εδάφους πρέπει να είναι 1 km· ο μόνιμος πληθυσμός της πρέπει να είναι τουλάχιστον 50 κάτοικοι· δεν πρέπει να υπάρχει μόνιμη σύνδεση της νήσου με το ηπειρωτικό έδαφος· σε καμία από τις επιλέξιμες νήσους δεν πρέπει να βρίσκεται πρωτεύουσα της ΕΕ.

(4)  COM(2004) 492 τελικό, άρθρο 52, σημείο 1 β) i).

(5)  Παράρτημα XIX.

(6)  «Mountain Areas in Europe: Analysis of mountain areas in EU member states, acceding and other European countries», Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Ιανουάριος 2004.

(7)  ΕΕ C 61 της 14.3.2003, σ. 113.

(8)  Οι κρατικές ενισχύσεις θεωρούνται ως άμεσες μεταβιβάσεις σε επιχειρήσεις υπό την μορφή επιχορηγήσεων, φοροαπαλλαγών, συμμετοχής στο μετοχικό κεφάλαιο, ευκολιών πληρωμής φόρων και εγγυήσεων, υπολογισμένες με τέτοιο τρόπο ώστε να εναρμονιστούν οι συνιστώσες των δεδομένων για κρατικές ενισχύσεις σ' ένα κοινό συγκρίσιμο δείκτη για όλες τις χώρες.


Top