Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32021R2155

Κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2021/2155 της Επιτροπής της 13ης Αυγούστου 2021 για τη συμπλήρωση της οδηγίας (ΕΕ) 2019/2034 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προσδιορίζουν τις κατηγορίες μέσων που αντανακλούν δεόντως την πιστωτική ποιότητα της επιχείρησης επενδύσεων σε συνθήκες δρώσας οικονομικής κατάστασης και πιθανές εναλλακτικές ρυθμίσεις που είναι κατάλληλες προς χρήση για τους σκοπούς των μεταβλητών αποδοχών (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

C/2021/5948

ΕΕ L 436 της 7.12.2021, p. 17–25 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, GA, HR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

Legal status of the document In force

ELI: http://data.europa.eu/eli/reg_del/2021/2155/oj

7.12.2021   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 436/17


ΚΑΤ’ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2021/2155 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

της 13ης Αυγούστου 2021

για τη συμπλήρωση της οδηγίας (ΕΕ) 2019/2034 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προσδιορίζουν τις κατηγορίες μέσων που αντανακλούν δεόντως την πιστωτική ποιότητα της επιχείρησης επενδύσεων σε συνθήκες δρώσας οικονομικής κατάστασης και πιθανές εναλλακτικές ρυθμίσεις που είναι κατάλληλες προς χρήση για τους σκοπούς των μεταβλητών αποδοχών

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη την οδηγία (ΕΕ) 2019/2034 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2019, σχετικά με την προληπτική εποπτεία επιχειρήσεων επενδύσεων και την τροποποίηση των οδηγιών 2002/87/ΕΚ, 2009/65/ΕΚ, 2011/61/ΕΕ, 2013/36/ΕΕ, 2014/59/ΕΕ και 2014/65/ΕΕ (1), και ιδίως το άρθρο 32 παράγραφος 8 τρίτο εδάφιο,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Οι μεταβλητές αποδοχές που χορηγούνται σε μέσα θα πρέπει να προωθούν την ορθή και αποτελεσματική διαχείριση των κινδύνων και δεν θα πρέπει να ενθαρρύνουν την ανάληψη υπερβολικών κινδύνων που υπερβαίνει τη διάθεση της επιχείρησης επενδύσεων για ανάληψη κινδύνων. Ως εκ τούτου, οι κατηγορίες μέσων που μπορούν να χρησιμοποιούνται για τους σκοπούς των μεταβλητών αποδοχών θα πρέπει να εναρμονίζουν τα συμφέροντα του προσωπικού με τα πιο μακροπρόθεσμα συμφέροντα της επιχείρησης επενδύσεων, των μετόχων της, των πιστωτών, των πελατών και άλλων ενδιαφερόμενων μερών, μέσω της παροχής κινήτρων στο προσωπικό ώστε να ενεργεί προς το πιο μακροπρόθεσμο συμφέρον της επιχείρησης επενδύσεων.

(2)

Προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι υπάρχει ισχυρή σύνδεση με την πιστωτική ποιότητα μιας επιχείρησης επενδύσεων σε συνθήκες δρώσας οικονομικής κατάστασης, τα μέσα που χρησιμοποιούνται για τους σκοπούς των μεταβλητών αποδοχών πρέπει να περιέχουν τα κατάλληλα γεγονότα ενεργοποίησης για μείωση της ονομαστικής αξίας ή μετατροπή που μειώνουν την αξία των μέσων σε καταστάσεις όπου η πιστωτική ποιότητα της επιχείρησης επενδύσεων σε συνθήκες δρώσας οικονομικής κατάστασης έχει επιδεινωθεί. Τα γεγονότα ενεργοποίησης που χρησιμοποιούνται για τους σκοπούς των αποδοχών δεν θα πρέπει να αλλάζουν το επίπεδο εξοφλητικής προτεραιότητας των μέσων και, ως εκ τούτου, δεν θα πρέπει να οδηγούν στον μη χαρακτηρισμό των πρόσθετων μέσων της κατηγορίας 1 ή των μέσων της κατηγορίας 2 ως μέσων ιδίων κεφαλαίων.

(3)

Ενώ οι προϋποθέσεις που ισχύουν για τα πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 και τα μέσα της κατηγορίας 2 προσδιορίζονται στο άρθρο 9 του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (2) σε συνδυασμό με το δεύτερο μέρος τίτλος 1 κεφάλαια 3 και 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (3), τα λοιπά μέσα που αναφέρονται στο άρθρο 32 παράγραφος 1 στοιχείο ι) σημείο iii) της οδηγίας (ΕΕ) 2019/2034 (στο εξής: λοιπά μέσα) και μπορούν να μετατραπούν πλήρως σε μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 ή να απομειωθούν δεν υπόκεινται σε ειδικές προϋποθέσεις σύμφωνα με τους εν λόγω κανονισμούς, δεδομένου ότι δεν ταξινομούνται ως μέσα ιδίων κεφαλαίων για εποπτικούς σκοπούς. Ως εκ τούτου, πρέπει να θεσπιστούν ειδικές απαιτήσεις για τις διάφορες κατηγορίες μέσων, για να διασφαλιστεί ότι είναι κατάλληλα προς χρήση για τους σκοπούς των μεταβλητών αποδοχών, λαμβανομένης υπόψη της διαφορετικής φύσης των μέσων. Η χρήση μέσων για τους σκοπούς των μεταβλητών αποδοχών δεν θα πρέπει από μόνη της να εμποδίζει τον χαρακτηρισμό των μέσων ως ιδίων κεφαλαίων μιας επιχείρησης επενδύσεων, εφόσον πληρούνται οι όροι που καθορίζονται στον κανονισμό (ΕΕ) 2019/2033. Ούτε θα πρέπει η χρήση αυτή να νοείται ως παροχή κινήτρου για εξόφληση του μέσου, καθώς μετά τις περιόδους αναβολής και διακράτησης, τα μέλη του προσωπικού είναι κατά γενικό κανόνα σε θέση να λαμβάνουν ρευστά διαθέσιμα με άλλα μέσα εκτός από την εξόφληση.

(4)

Τα λοιπά μέσα δεν περιορίζονται στα χρηματοπιστωτικά μέσα που προσδιορίζονται στο παράρτημα I τμήμα Γ της οδηγίας 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4). Για να μειωθεί ο διοικητικός φόρτος για τη δημιουργία των εν λόγω μέσων, τα μέσα αυτά θα πρέπει επίσης να επιτρέπουν τη χρήση άλλων συμβατικών ρυθμίσεων μεταξύ των μελών του προσωπικού και των επιχειρήσεων επενδύσεων. Προκειμένου να διασφαλιστεί ότι τα εν λόγω λοιπά μέσα αντανακλούν την πιστωτική ποιότητα μιας επιχείρησης επενδύσεων σε συνθήκες δρώσας οικονομικής κατάστασης, κατάλληλες απαιτήσεις θα πρέπει να διασφαλίζουν τα εν λόγω μέσα απομειώνονται ή μετατρέπονται προτού μια επιχείρηση επενδύσεων περιέλθει σε αδυναμία εκπλήρωσης των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων της.

(5)

Όταν τα μέσα που χρησιμοποιούνται για τους σκοπούς των μεταβλητών αποδοχών ανακαλούνται, εξοφλούνται, εξαγοράζονται ή μετατρέπονται, κατά γενικό κανόνα οι εν λόγω συναλλαγές δεν θα πρέπει να αυξάνουν την αξία των αποδοχών που χορηγούνται μέσω καταβολής ποσών που είναι υψηλότερα από την αξία του μέσου ή μέσω μετατροπής σε μέσα που έχουν μεγαλύτερη αξία από το μέσο που χορηγήθηκε αρχικά. Η αντικατάσταση των μέσων στην ίδια αξία θα πρέπει να διασφαλίζει ότι οι αποδοχές δεν καταβάλλονται μέσω μηχανισμών ή μεθόδων που διευκολύνουν τη μη συμμόρφωση με την οδηγία (ΕΕ) 2019/2034 ή τον κανονισμό (ΕΕ) 2019/2033.

(6)

Κατά τη χορήγηση μεταβλητών αποδοχών και όταν τα μέσα που χρησιμοποιούνται για τις μεταβλητές αποδοχές εξοφλούνται, ανακαλούνται, εξαγοράζονται ή μετατρέπονται, οι εν λόγω συναλλαγές πρέπει να βασίζονται σε αξίες που έχουν προσδιοριστεί σύμφωνα με το ισχύον λογιστικό πρότυπο κατά τον χρόνο της συναλλαγής, ώστε να διασφαλίζεται ότι χορηγείται το ορθό ποσό μεταβλητών αποδοχών και ότι αυτό δεν μεταβάλλεται αδικαιολόγητα κατά την εξόφληση, ανάκληση, εξαγορά ή μετατροπή του μέσου.

(7)

Το άρθρο 54 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 καθορίζει τους μηχανισμούς μείωσης της ονομαστικής αξίας και μετατροπής των πρόσθετων μέσων της κατηγορίας 1. Επιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο 32 παράγραφος 1 στοιχείο ι) σημείο iii) της οδηγίας (ΕΕ) 2019/2034 τα λοιπά μέσα πρέπει να μπορούν να μετατραπούν πλήρως σε μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 ή να απομειωθούν. Επειδή η οικονομική έκβαση μιας μετατροπής ή μείωσης της ονομαστικής αξίας λοιπών μέσων είναι η ίδια όπως και για τα πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1, οι μηχανισμοί μείωσης της ονομαστικής αξίας ή μετατροπής για τα λοιπά μέσα θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τους μηχανισμούς που εφαρμόζονται στα πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1, με προσαρμογές για να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι λοιπά μέσα δεν είναι αποδεκτά ως μέσα ιδίων κεφαλαίων από την άποψη της προληπτικής εποπτείας. Τα μέσα της κατηγορίας 2 δεν υπόκεινται σε ρυθμιστικές απαιτήσεις σχετικά με τη μείωση της ονομαστικής αξίας και τη μετατροπή σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013. Για να εξασφαλιστεί ότι η αξία όλων αυτών των μέσων, όταν χρησιμοποιούνται για μεταβλητές αποδοχές, μειώνεται όταν επιδεινώνεται η πιστωτική ποιότητα της επιχείρησης επενδύσεων θα πρέπει να προσδιοριστούν οι περιπτώσεις στις οποίες είναι απαραίτητη η μείωση της ονομαστικής αξίας ή η μετατροπή του μέσου. Θα πρέπει να καθοριστούν οι μηχανισμοί μείωσης της ονομαστικής αξίας, ανατίμησης και μετατροπής για τα μέσα της κατηγορίας 2 και τα λοιπά μέσα, για να εξασφαλιστεί η συνεπής εφαρμογή.

(8)

Οι διανομές που προκύπτουν από μέσα μπορούν να λάβουν διάφορες μορφές. Μπορούν να είναι μεταβλητές ή σταθερές και μπορεί να καταβάλλονται περιοδικά ή κατά την τελική λήξη ενός μέσου. Για την προώθηση της ορθής και αποτελεσματικής διαχείρισης κινδύνων, δεν θα πρέπει να καταβάλλονται διανομές στο προσωπικό κατά τη διάρκεια των περιόδων αναβολής. Τα μέλη του προσωπικού θα πρέπει να λαμβάνουν τις διανομές μόνο σε σχέση με τις περιόδους που ακολουθούν την κατοχύρωση του μέσου, μετά το πέρας των οποίων τα μέλη του προσωπικού καθίστανται νόμιμοι ιδιοκτήτες του μέσου. Ως εκ τούτου, μόνο τα μέσα με διανομές που καταβάλλονται περιοδικά στον ιδιοκτήτη του μέσου είναι κατάλληλα για χρήση ως μεταβλητές αποδοχές. Τα ομόλογα μηδενικού τοκομεριδίου ή τα μέσα που διακρατούν τα κέρδη δεν θα πρέπει να αποτελούν μέρος των αποδοχών, οι οποίες πρέπει να αποτελούνται από οποιοδήποτε από τα μέσα που αναφέρονται στο άρθρο 32 παράγραφος 1 στοιχείο ι) της οδηγίας (ΕΕ) 2019/2034. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι το προσωπικό θα επωφελείτο κατά τη διάρκεια της περιόδου αναβολής από την αύξηση των αξιών, η οποία μπορεί να θεωρηθεί ως ισοδύναμη με τη λήψη διανομών.

(9)

Οι πολύ υψηλές διανομές μπορούν να μειώσουν το μακροπρόθεσμο κίνητρο για τη συνετή ανάληψη κινδύνων, αφού αυξάνουν ουσιαστικά το μεταβλητό μέρος των αποδοχών. Ειδικότερα, οι διανομές δεν θα πρέπει να καταβάλλονται σε χρονικά διαστήματα που υπερβαίνουν το ένα έτος, καθώς αυτό θα οδηγούσε σε διανομές που συσσωρεύονται ουσιαστικά κατά τη διάρκεια περιόδων αναβολής και καταβάλλονται αφού κατοχυρωθούν οι μεταβλητές αποδοχές. Η συσσώρευση διανομών θα καταστρατηγούσε την αρχή που προβλέπεται στο άρθρο 32 παράγραφος 3 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/2034 σύμφωνα με την οποία οι πληρωτέες αποδοχές που υπόκεινται σε ρυθμίσεις αναβολής κατοχυρώνονται το πολύ κατ’ αναλογία του χρόνου. Το άρθρο 32 παράγραφος 2 στοιχείο β) της οδηγίας (ΕΕ) 2019/2034 ορίζει ότι οι μεταβλητές αποδοχές δεν πρέπει να καταβάλλονται μέσω χρηματοδοτικών εταιρειών ειδικού σκοπού ή μεθόδων που διευκολύνουν τη μη συμμόρφωση με την εν λόγω οδηγία ή με τον κανονισμό (ΕΕ) 2019/2033. Ως εκ τούτου, οι διανομές που γίνονται μετά την κατοχύρωση του μέσου δεν θα πρέπει να υπερβαίνουν τις τιμές της αγοράς για μέσα αυτού του είδους που εκδίδονται από άλλες επιχειρήσεις επενδύσεων ή ιδρύματα συγκρίσιμης πιστωτικής ποιότητας. Αυτό θα πρέπει να διασφαλίζεται μέσω της απαίτησης, τα μέσα που χρησιμοποιούνται για τις μεταβλητές αποδοχές ή τα μέσα με τα οποία συνδέονται να εκδίδονται κυρίως προς άλλους επενδυτές, ή μέσω της απαίτησης τα εν λόγω μέσα να υπόκεινται σε ανώτατο όριο διανομών.

(10)

Οι απαιτήσεις αναβολής και διακράτησης που ισχύουν για τη χορήγηση μεταβλητών αποδοχών σύμφωνα με το άρθρο 32 παράγραφος 1 στοιχείο ιβ) και το άρθρο 32 παράγραφος 3 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/2034 πρέπει να πληρούνται στα αντίστοιχα χρονικά διαστήματα, ακόμη και όταν τα μέσα που χρησιμοποιούνται για τις μεταβλητές αποδοχές ανακαλούνται, εξοφλούνται, εξαγοράζονται ή μετατρέπονται. Ως εκ τούτου, σε τέτοιες περιπτώσεις τα μέσα θα πρέπει να αντικαθίστανται από πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1, μέσα της κατηγορίας 2 και λοιπά μέσα τα οποία αντανακλούν την πιστωτική ποιότητα της επιχείρησης επενδύσεων σε συνθήκες δρώσας οικονομικής κατάστασης, έχουν χαρακτηριστικά ισοδύναμα με εκείνα του μέσου που είχε χορηγηθεί αρχικά και είναι της ίδιας αξίας, αφού ληφθούν υπόψη τυχόν ποσά που έχουν απομειωθεί. Όταν άλλα μέσα εκτός των πρόσθετων μέσων της κατηγορίας 1 έχουν σταθερή ημερομηνία λήξης, θα πρέπει να καθοριστούν ελάχιστες απαιτήσεις για την εναπομένουσα ληκτότητα των εν λόγω μέσων, όταν αυτά χορηγούνται προκειμένου να διασφαλιστεί ότι συνάδουν με τις απαιτήσεις όσον αφορά τις περιόδους αναβολής και διακράτησης για τις μεταβλητές αποδοχές.

(11)

Η οδηγία (ΕΕ) 2019/2034 δεν περιορίζει τις κατηγορίες των μέσων που μπορούν να χρησιμοποιούνται για τις μεταβλητές αποδοχές σε ειδική κατηγορία χρηματοπιστωτικών μέσων. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να είναι δυνατή η χρήση σύνθετων μέσων ή συμβάσεων μεταξύ των μελών του προσωπικού και των επιχειρήσεων επενδύσεων που συνδέονται με πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 και μέσα της κατηγορίας 2 τα οποία μπορούν να μετατραπούν ή να απομειωθούν πλήρως. Αυτό επιτρέπει την εισαγωγή ειδικών προϋποθέσεων στους όρους των εν λόγω μέσων που ισχύουν μόνο για τα μέσα που χορηγούνται στο προσωπικό, χωρίς την ανάγκη να επιβληθούν οι εν λόγω προϋποθέσεις σε άλλους επενδυτές

(12)

Στο πλαίσιο ομίλου, η διαχείριση των εκδόσεων μπορεί να γίνεται κεντρικά, εντός μιας μητρικής επιχείρησης, συμπεριλαμβανομένων των περιπτώσεων στις οποίες η μητρική επιχείρηση υπόκειται στην οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5) ή στην οδηγία 2019/2034. Οι επιχειρήσεις επενδύσεων εντός ενός ομίλου ενδέχεται να μην εκδίδουν πάντοτε οι ίδιες μέσα που είναι κατάλληλα προς χρήση για τους σκοπούς των μεταβλητών αποδοχών. Ο κανονισμός (ΕΕ) 2019/2033, σε συνδυασμό με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013, προβλέπει τη δυνατότητα τα πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 και τα μέσα της κατηγορίας 2 που εκδίδονται μέσω μιας οντότητας που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της ενοποίησης να αποτελούν μέρος των ιδίων κεφαλαίων μιας επιχείρησης επενδύσεων υπό ορισμένες προϋποθέσεις. Ως εκ τούτου, θα πρέπει επίσης να είναι δυνατόν να χρησιμοποιούνται τα εν λόγω μέσα για τους σκοπούς των μεταβλητών αποδοχών, υπό την προϋπόθεση ότι υπάρχει σαφής σύνδεση μεταξύ της πιστωτικής ποιότητας της επιχείρησης επενδύσεων που χρησιμοποιεί αυτά τα μέσα για τους σκοπούς των μεταβλητών αποδοχών και της πιστωτικής ποιότητας του εκδότη του μέσου. Μια τέτοια σύνδεση μπορεί συνήθως να θεωρηθεί ότι υφίσταται μεταξύ μιας μητρικής επιχείρησης και μιας θυγατρικής. Τα μέσα εκτός των πρόσθετων μέσων της κατηγορίας 1 και των μέσων της κατηγορίας 2 που δεν εκδίδονται απευθείας από επιχείρηση επενδύσεων θα πρέπει επίσης να μπορούν να χρησιμοποιούνται για μεταβλητές αποδοχές, υπό ισοδύναμους όρους. Τα μέσα που συνδέονται με τα χρηματοπιστωτικά μέσα αναφοράς που εκδίδονται από τις μητρικές επιχειρήσεις σε τρίτες χώρες και τα οποία είναι κατά τ’ άλλα ισοδύναμα με τα πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 ή τα μέσα της κατηγορίας 2 θα πρέπει να είναι επιλέξιμα προς χρήση για τους σκοπούς των μεταβλητών αποδοχών, όταν το γεγονός ενεργοποίησης αφορά την επιχείρηση επενδύσεων που χρησιμοποιεί ένα τέτοιο σύνθετο μέσο.

(13)

Το άρθρο 32 παράγραφος 1 στοιχείο ια) της οδηγίας (ΕΕ) 2019/2034 επιτρέπει στις επιχειρήσεις επενδύσεων που δεν εκδίδουν κανένα από τα μέσα που αναφέρονται στο άρθρο 32 παράγραφος 1 στοιχείο ι) της εν λόγω οδηγίας να χρησιμοποιούν εναλλακτικές ρυθμίσεις, υπό την προϋπόθεση ότι η αρμόδια αρχή εγκρίνει τη χρήση αυτών των ρυθμίσεων και ότι οι εν λόγω ρυθμίσεις εκπληρώνουν τους ίδιους στόχους με τα μέσα που αναφέρονται στο άρθρο 32 παράγραφος 1 στοιχείο ι) της εν λόγω οδηγίας. Συνεπώς, για την επίτευξη των ίδιων στόχων, οι εν λόγω εναλλακτικές ρυθμίσεις θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι οι μεταβλητές αποδοχές που χορηγούνται υπόκεινται σε έμμεσες προσαρμογές κινδύνου. Ως εκ τούτου, η αξία αυτών των εναλλακτικών ρυθμίσεων θα πρέπει να μειώνεται όποτε υπάρχει δυσμενής επίπτωση στις επιδόσεις της οικείας επιχείρησης επενδύσεων ή των στοιχείων ενεργητικού που διαχειρίζεται. Επιπλέον, όταν η επιχείρηση επενδύσεων υπόκειται στην απαίτηση αναβολής των μεταβλητών αποδοχών σύμφωνα με το άρθρο 32 παράγραφος 1 στοιχείο ιβ) της οδηγίας (ΕΕ) 2019/2034, οι εναλλακτικές ρυθμίσεις θα πρέπει επίσης να συνάδουν με την απαίτηση αναβολής των μεταβλητών αποδοχών και με την εφαρμογή ρυθμίσεων malus ή ρυθμίσεων επιστροφής αμοιβών και περιόδων διακράτησης σε μεταβλητές αποδοχές που καταβάλλονται σε μέσα.

(14)

Ο παρών κανονισμός βασίζεται στα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που υπέβαλε η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών (ΕΑΤ) στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, κατόπιν διαβούλευσης με την Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών.

(15)

Η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών διενήργησε ανοικτές δημόσιες διαβουλεύσεις όσον αφορά τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στα οποία βασίζεται ο παρών κανονισμός, ανέλυσε τα ενδεχόμενα συναφή κόστη και τις ωφέλειες και ζήτησε τις συμβουλές της ομάδας τραπεζικών συμφεροντούχων, που έχει συσταθεί σύμφωνα με το άρθρο 37 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6),

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Κατηγορίες μέσων που αντανακλούν δεόντως την πιστωτική ποιότητα μιας επιχείρησης επενδύσεων σε συνθήκες δρώσας οικονομικής κατάστασης και είναι κατάλληλα προς χρήση για τους σκοπούς των μεταβλητών αποδοχών

1.   Οι ακόλουθες είναι οι κατηγορίες μέσων που πληρούν τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στο άρθρο 32 παράγραφος 1 στοιχείο ι) σημείο iii) της οδηγίας (ΕΕ) 2019/2034:

α)

κατηγορίες πρόσθετων μέσων της κατηγορίας 1, εφόσον οι εν λόγω κατηγορίες πληρούν τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου και στο άρθρο 2, και συμμορφώνονται με το άρθρο 5 παράγραφος 9 και το άρθρο 5 παράγραφος 13 στοιχείο γ)·

β)

κατηγορίες μέσων της κατηγορίας 2, εφόσον οι εν λόγω κατηγορίες πληρούν τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου και στο άρθρο 3 και συμμορφώνονται με το άρθρο 5·

γ)

κατηγορίες μέσων που μπορούν να μετατραπούν πλήρως σε μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 ή να απομειωθούν και τα οποία δεν είναι ούτε πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 ούτε μέσα της κατηγορίας 2 (στο εξής: λοιπά μέσα) στις περιπτώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 4, εφόσον οι εν λόγω κατηγορίες πληρούν τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου και συμμορφώνονται με το άρθρο 5.

2.   Οι κατηγορίες μέσων που προβλέπονται στην παράγραφο 1 πληρούν τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

τα μέσα δεν αποτελούν αντικείμενο εξασφάλισης ούτε υπόκεινται σε εγγύηση που ενισχύει την εξοφλητική προτεραιότητα των απαιτήσεων του κατόχου·

β)

όταν οι διατάξεις που διέπουν ένα μέσο επιτρέπουν τη μετατροπή του, το εν λόγω μέσο χρησιμοποιείται για τους σκοπούς της χορήγησης μεταβλητών αποδοχών μόνον εφόσον ο συντελεστής ή το εύρος της μετατροπής ορίζεται σε επίπεδο που εξασφαλίζει ότι η αξία του μέσου στο οποίο μετατρέπεται το αρχικά χορηγηθέν μέσο δεν είναι υψηλότερη από την αξία του αρχικά χορηγηθέντος μέσου τη στιγμή που χορηγήθηκε ως μεταβλητή αποδοχή·

γ)

οι διατάξεις που διέπουν τα μετατρέψιμα μέσα που χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για τους σκοπούς των μεταβλητών αποδοχών εξασφαλίζουν ότι η αξία του μέσου στο οποίο μετατρέπεται το αρχικά χορηγηθέν μέσο δεν είναι υψηλότερη από την αξία του αρχικά χορηγηθέντος μέσου κατά τον χρόνο της εν λόγω μετατροπής·

δ)

οι διατάξεις που διέπουν το μέσο προβλέπουν ότι τυχόν διανομές καταβάλλονται τουλάχιστον σε ετήσια βάση και καταβάλλονται στον κάτοχο του μέσου·

ε)

τα μέσα τιμολογούνται στην αξία τους κατά τον χρόνο της χορήγησής τους, σύμφωνα με το ισχύον λογιστικό πρότυπο·

στ)

οι διατάξεις που διέπουν τα μέσα που εκδίδονται αποκλειστικά για τους σκοπούς των μεταβλητών αποδοχών απαιτούν αποτίμηση που πρέπει να πραγματοποιείται σύμφωνα με το ισχύον λογιστικό πρότυπο σε περίπτωση που το μέσο εξοφληθεί, ανακληθεί, εξαγοραστεί ή μετατραπεί.

Για τους σκοπούς του στοιχείου ε), η αποτίμηση υπόκειται σε ανεξάρτητη επανεξέταση.

Άρθρο 2

Προϋποθέσεις για τις κατηγορίες των πρόσθετων μέσων της κατηγορίας 1

Οι κατηγορίες των πρόσθετων μέσων της κατηγορίας 1 πληρούν τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

οι διατάξεις που διέπουν το μέσο καθορίζουν ένα γεγονός ενεργοποίησης για τους σκοπούς του άρθρου 9 παράγραφος 2 στοιχείο ε) σημείο iii) του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033·

β)

Το γεγονός ενεργοποίησης που αναφέρεται στο στοιχείο α) επέρχεται όταν ο δείκτης κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 της επιχείρησης επενδύσεων που εκδίδει το μέσο είναι κατώτερος από οποιοδήποτε από τα ακόλουθα:

i)

7 % του γινόμενου του 12,5 πολλαπλασιαζόμενου επί τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων που υπολογίζονται σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033·

ii)

ένα επίπεδο υψηλότερο από αυτό που ορίζεται στο σημείο i), σε περίπτωση που προσδιορίζεται από την επιχείρηση επενδύσεων ή το ίδρυμα που εκδίδει το μέσο και καθορίζεται στις διατάξεις που διέπουν το μέσο·

γ)

πληρούται μία από τις ακόλουθες απαιτήσεις:

i)

τα μέσα εκδίδονται αποκλειστικά με σκοπό να χορηγηθούν ως μεταβλητές αποδοχές και οι διατάξεις που διέπουν το μέσο εξασφαλίζουν ότι οι τυχόν διανομές καταβάλλονται με επιτόκιο που είναι σύμφωνο με τα επιτόκια της αγοράς για παρόμοια μέσα που εκδίδονται από την επιχείρηση επενδύσεων ή από επιχειρήσεις επενδύσεων ή ιδρύματα συγκρίσιμης πιστωτικής ποιότητας, και το οποίο σε κάθε περίπτωση, κατά τη χρονική στιγμή της χορήγησης των αποδοχών, δεν υπερβαίνει τις 8 ποσοστιαίες μονάδες πάνω από τον μέσο ετήσιο ρυθμό μεταβολής για την Ένωση που δημοσιεύεται από την Επιτροπή (Eurostat) στους εναρμονισμένους δείκτες τιμών καταναλωτή της που δημοσιεύονται σύμφωνα με το άρθρο 11 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2494/95 του Συμβουλίου (7)·

ii)

κατά τη χρονική στιγμή της χορήγησης των μέσων ως μεταβλητών αποδοχών, τουλάχιστον το 60 % των υπό έκδοση μέσων εκδόθηκαν με άλλον τρόπο εκτός από χορήγηση μεταβλητών αποδοχών και δεν κατέχονται από οποιοδήποτε από τα παρακάτω ή από οποιαδήποτε επιχείρηση που έχει στενούς δεσμούς με οποιοδήποτε από τα παρακάτω:

την επιχείρηση επενδύσεων ή τις θυγατρικές της·

τη μητρική επιχείρηση της επιχείρησης επενδύσεων ή τις θυγατρικές της·

τη μητρική χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών της επιχείρησης επενδύσεων ή τις θυγατρικές της·

τη μεικτή εταιρεία συμμετοχών της επιχείρησης επενδύσεων ή τις θυγατρικές της,

τη μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών της επιχείρησης επενδύσεων και τις θυγατρικές της.

Για τους σκοπούς του σημείου i), όταν τα μέσα χορηγούνται σε μέλη του προσωπικού που ασκούν το μεγαλύτερο μέρος των επαγγελματικών δραστηριοτήτων τους εκτός της Ένωσης και τα μέσα εκφράζονται σε νόμισμα που εκδίδεται από τρίτη χώρα, οι επιχειρήσεις επενδύσεων μπορούν να χρησιμοποιούν έναν παρόμοιο, ανεξάρτητα υπολογισμένο δείκτη τιμών καταναλωτή που παράγεται σε σχέση με την εν λόγω τρίτη χώρα.

Άρθρο 3

Προϋποθέσεις για τις κατηγορίες των μέσων της κατηγορίας 2

Οι κατηγορίες των μέσων της κατηγορίας 2 πληρούν τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

κατά τη χρονική στιγμή της χορήγησης των μέσων ως μεταβλητών αποδοχών, η υπολειπόμενη περίοδος πριν από τη λήξη των μέσων είναι ίση ή υπερβαίνει το άθροισμα των περιόδων αναβολής και των περιόδων διακράτησης που ισχύουν για τις μεταβλητές αποδοχές σε σχέση με τη χορήγηση των εν λόγω μέσων·

β)

οι διατάξεις που διέπουν το μέσο προβλέπουν, σε περίπτωση γεγονότος ενεργοποίησης, τη μείωση της ονομαστικής αξίας του βασικού κεφαλαίου των μέσων σε μόνιμη ή προσωρινή βάση, ή τη μετατροπή των μέσων σε μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1·

γ)

το γεγονός ενεργοποίησης που αναφέρεται στο στοιχείο β) επέρχεται όταν ο δείκτης κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 της επιχείρησης επενδύσεων που εκδίδει το μέσο είναι κατώτερος από οποιοδήποτε από τα ακόλουθα:

i)

7 % του γινόμενου του 12,5 πολλαπλασιαζόμενου επί τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων που υπολογίζονται σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033·

ii)

ένα επίπεδο υψηλότερο από αυτό που ορίζεται στο σημείο i), σε περίπτωση που προσδιορίζεται από την επιχείρηση επενδύσεων ή το ίδρυμα που εκδίδει το μέσο και καθορίζεται στις διατάξεις που διέπουν το μέσο·

δ)

πληρούται μία από τις απαιτήσεις που καθορίζονται στο άρθρο 2 στοιχείο γ).

Άρθρο 4

Προϋποθέσεις για τις κατηγορίες των λοιπών μέσων

1.   Σύμφωνα με τους όρους που καθορίζονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο γ) του παρόντος κανονισμού, τα λοιπά μέσα πληρούν τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στο άρθρο 32 παράγραφος 1 στοιχείο ι) σημείο iii) της οδηγίας (ΕΕ) 2019/2034 σε καθεμία από τις εξής περιπτώσεις:

α)

τα λοιπά μέσα πληρούν τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου·

β)

τα λοιπά μέσα συνδέονται με ένα πρόσθετο μέσο της κατηγορίας 1 ή μέσο της κατηγορίας 2 και πληρούν τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου·

γ)

τα λοιπά μέσα συνδέονται με μέσο το οποίο θα ήταν πρόσθετο μέσο της κατηγορίας 1 ή μέσο της κατηγορίας 2, αν δεν είχε εκδοθεί από μητρική επιχείρηση της επιχείρησης επενδύσεων που είναι εκτός του πεδίου εφαρμογής της ενοποίησης σύμφωνα με το πρώτο μέρος τίτλος II κεφάλαιο 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και τα λοιπά μέσα πληρούν τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στην παράγραφο 4.

2.   Οι προϋποθέσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο α) είναι οι εξής:

α)

τα λοιπά μέσα εκδίδονται άμεσα ή μέσω επιχείρησης επενδύσεων, ιδρύματος ή χρηματοδοτικού ιδρύματος που περιλαμβάνεται στο πεδίο εφαρμογής της ενοποίησης σύμφωνα με το πρώτο μέρος τίτλος II κεφάλαιο 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 ή το άρθρο 7 του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033, υπό την προϋπόθεση ότι μια αλλαγή της πιστωτικής ποιότητας του εκδότη του μέσου μπορεί εύλογα να αναμένεται ότι θα οδηγήσει σε παρόμοια αλλαγή της πιστωτικής ποιότητας της επιχείρησης επενδύσεων που χρησιμοποιεί τα λοιπά μέσα για τους σκοπούς των μεταβλητών αποδοχών·

β)

οι διατάξεις που διέπουν τα λοιπά μέσα δεν παρέχουν στον κάτοχο το δικαίωμα να επιταχύνει τις προγραμματισμένες πληρωμές διανομών ή κεφαλαίου, με εξαίρεση την περίπτωση αφερεγγυότητας ή εκκαθάρισης του ιδρύματος ή της επιχείρησης επενδύσεων που εκδίδει το εν λόγω μέσο·

γ)

κατά τη χρονική στιγμή της χορήγησης των λοιπών μέσων ως μεταβλητών αποδοχών, η υπολειπόμενη περίοδος πριν από τη λήξη των λοιπών μέσων είναι ίση ή υπερβαίνει το άθροισμα των περιόδων αναβολής και των περιόδων διακράτησης που ισχύουν σε σχέση με τη χορήγηση των εν λόγω μέσων·

δ)

οι διατάξεις που διέπουν το μέσο προβλέπουν, σε περίπτωση γεγονότος ενεργοποίησης, τη μείωση της ονομαστικής αξίας του βασικού κεφαλαίου των μέσων σε μόνιμη ή προσωρινή βάση ή τη μετατροπή των μέσων σε μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1·

ε)

το γεγονός ενεργοποίησης που αναφέρεται στο στοιχείο δ) επέρχεται όταν ο δείκτης κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 του ιδρύματος ή της επιχείρησης επενδύσεων που εκδίδει το μέσο είναι κατώτερος από οποιοδήποτε από τα ακόλουθα:

i)

στην περίπτωση επιχείρησης επενδύσεων που εκδίδει τα μέσα, 7 % του γινόμενου του 12,5 πολλαπλασιαζόμενου επί τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων που υπολογίζονται σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033·

ii)

στην περίπτωση ιδρύματος που εκδίδει τα μέσα, 7 % του δείκτη κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 του ιδρύματος που εκδίδει το μέσο·

iii)

ένα επίπεδο υψηλότερο από αυτά που ορίζονται στο σημείο i) ή ii), σε περίπτωση που προσδιορίζεται από την επιχείρηση επενδύσεων ή το ίδρυμα που εκδίδει το μέσο και καθορίζεται στις διατάξεις που διέπουν το μέσο·

στ)

πληρούται μία από τις απαιτήσεις του άρθρου 2 στοιχείο γ).

3.   Οι προϋποθέσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο β) είναι οι εξής:

α)

τα λοιπά μέσα πληρούν τις προϋποθέσεις της παραγράφου 2 στοιχεία α) έως ε)·

β)

τα λοιπά μέσα συνδέονται με πρόσθετο μέσο της κατηγορίας 1 ή μέσο της κατηγορίας 2 που εκδίδεται μέσω οντότητας που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της ενοποίησης σύμφωνα με το πρώτο μέρος τίτλος II κεφάλαιο 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 ή το άρθρο 7 του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033 (στο εξής: χρηματοπιστωτικό μέσο αναφοράς)·

γ)

το χρηματοπιστωτικό μέσο αναφοράς πληροί τις απαιτήσεις της παραγράφου 2 στοιχεία γ) και στ) κατά τον χρόνο χορήγησης του μέσου ως μεταβλητών αποδοχών·

δ)

η αξία ενός λοιπού μέσου συνδέεται με το χρηματοπιστωτικό μέσο αναφοράς, κατά τρόπο ώστε να μην είναι σε καμία περίπτωση μεγαλύτερη από την αξία του χρηματοπιστωτικού μέσου αναφοράς·

ε)

η αξία οποιωνδήποτε διανομών που καταβάλλονται μετά την κατοχύρωση του λοιπού μέσου συνδέεται με το μέσο αναφοράς, κατά τρόπο ώστε οι διανομές που καταβάλλονται να μην είναι σε καμία περίπτωση μεγαλύτερες από την αξία οποιωνδήποτε διανομών καταβάλλονται στο πλαίσιο του χρηματοπιστωτικού μέσου αναφοράς·

στ)

οι διατάξεις που διέπουν τα λοιπά μέσα προβλέπουν ότι, αν το χρηματοπιστωτικό μέσο αναφοράς ανακληθεί, μετατραπεί, εξαγοραστεί ή εξοφληθεί εντός της περιόδου αναβολής ή διακράτησης τα λοιπά μέσα συνδέονται με ένα ισοδύναμο χρηματοπιστωτικό μέσο αναφοράς που πληροί τις προϋποθέσεις του παρόντος άρθρου, ώστε η συνολική αξία των λοιπών μέσων να μην αυξάνεται.

4.   Οι προϋποθέσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο γ) είναι οι εξής:

α)

οι αρμόδιες αρχές έχουν κρίνει για τους σκοπούς του άρθρου 55 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/2034 ή του άρθρου 127 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ ότι η επιχείρηση επενδύσεων ή το ίδρυμα που εκδίδει το μέσο με το οποίο συνδέονται τα λοιπά μέσα υπόκειται σε ενοποιημένη εποπτεία από εποπτική αρχή τρίτης χώρας η οποία είναι ισοδύναμη προς αυτήν που διέπεται από τις αρχές που ορίζονται στην οδηγία (ΕΕ) 2019/2034, σε περίπτωση που ο εκδότης είναι επιχείρηση επενδύσεων εγκατεστημένη σε τρίτη χώρα, ή στην οδηγία 2013/36/ΕΕ, σε περίπτωση που ο εκδότης είναι ίδρυμα εγκατεστημένο σε τρίτη χώρα, και στις απαιτήσεις του πρώτου μέρους τίτλος II κεφάλαιο 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

β)

τα λοιπά μέσα πληρούν τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 3 στοιχείο α) και στοιχεία γ) έως στ).

Άρθρο 5

Διαδικασίες μείωσης της ονομαστικής αξίας, ανατίμησης και μετατροπής

1.   Για τους σκοπούς του άρθρου 3 στοιχείο β) και του άρθρου 4 παράγραφος 2 στοιχείο δ), οι διατάξεις που διέπουν τα μέσα της κατηγορίας 2 και τα λοιπά μέσα συμμορφώνονται με τις διαδικασίες και το χρονοδιάγραμμα που προβλέπονται στις παραγράφους 2 έως 14 του παρόντος άρθρου για τον υπολογισμό του δείκτη κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 και των ποσών που πρέπει να απομειωθούν, να ανατιμηθούν ή να μετατραπούν. Οι διατάξεις που διέπουν τα πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 συμμορφώνονται με τις διαδικασίες που προβλέπονται στην παράγραφο 9 και στην παράγραφο 13 στοιχείο γ) του παρόντος άρθρου όσον αφορά τα ποσά που πρέπει να απομειωθούν, να ανατιμηθούν ή να μετατραπούν.

2.   Σε περίπτωση που οι διατάξεις που διέπουν τα μέσα της κατηγορίας 2 και τα λοιπά μέσα απαιτούν τη μετατροπή των μέσων σε μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 όταν συμβεί ένα γεγονός ενεργοποίησης, οι εν λόγω διατάξεις προσδιορίζουν ένα από τα κατωτέρω:

α)

τον συντελεστή της εν λόγω μετατροπής και ένα όριο του επιτρεπόμενου ποσού της μετατροπής·

β)

ένα εύρος εντός του οποίου τα μέσα θα μετατραπούν σε μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1.

3.   Σε περίπτωση που οι διατάξεις που διέπουν τα μέσα προβλέπουν τη μείωση της ονομαστικής αξίας του βασικού κεφαλαίου τους κατά την επέλευση γεγονότος ενεργοποίησης, η μείωση της ονομαστικής αξίας θα μειώσει σε μόνιμη ή προσωρινή βάση όλα τα κατωτέρω:

α)

την απαίτηση του κατόχου του μέσου κατά την αφερεγγυότητα ή εκκαθάριση του ιδρύματος ή της επιχείρησης επενδύσεων που εκδίδει το μέσο·

β)

το προς καταβολή ποσό σε περίπτωση ανάκλησης ή εξόφλησης του μέσου·

γ)

τις διανομές που πραγματοποιούνται επί του μέσου.

4.   Τυχόν διανομές που είναι καταβλητέες ύστερα από τη μείωση της ονομαστικής αξίας βασίζονται στο μειωμένο ποσό του βασικού κεφαλαίου.

5.   Η μείωση της ονομαστικής αξίας ή η μετατροπή των μέσων δημιουργούν, στο πλαίσιο του εφαρμοστέου λογιστικού πλαισίου, στοιχεία που είναι αποδεκτά ως στοιχεία κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1.

6.   Σε περίπτωση που η επιχείρηση επενδύσεων ή το ίδρυμα που εκδίδει το μέσο έχει διαπιστώσει ότι ο δείκτης κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 έχει μειωθεί κάτω από το επίπεδο που ενεργοποιεί τη μετατροπή ή τη μείωση της ονομαστικής αξίας του μέσου, το διοικητικό όργανο ή οποιοδήποτε άλλο αρμόδιο όργανο της επιχείρησης επενδύσεων ή του ιδρύματος που εκδίδει το μέσο οφείλει να καθορίσει χωρίς καθυστέρηση ότι επήλθε γεγονός ενεργοποίησης και υπάρχει αμετάκλητη υποχρέωση μείωσης της ονομαστικής αξίας ή μετατροπής του μέσου.

7.   Το συνολικό ποσό των μέσων που πρέπει να απομειωθούν ή να μετατραπούν κατά την επέλευση γεγονότος ενεργοποίησης δεν υπολείπεται του χαμηλότερου από τα κατωτέρω ποσά:

α)

το ποσό που απαιτείται για να αποκατασταθεί πλήρως ο δείκτης κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 της επιχείρησης επενδύσεων ή του ιδρύματος που εκδίδει το μέσο στο ποσοστό που έχει καθοριστεί ως γεγονός ενεργοποίησης στις διατάξεις που διέπουν το μέσο·

β)

ολόκληρο το βασικό κεφάλαιο του μέσου.

8.   Σε περίπτωση επέλευσης γεγονότος ενεργοποίησης:

α)

η επιχείρηση επενδύσεων ενημερώνει τα μέλη του προσωπικού στα οποία έχουν χορηγηθεί τα μέσα ως μεταβλητές αποδοχές και τα πρόσωπα που εξακολουθούν να κατέχουν τέτοια μέσα·

β)

η επιχείρηση επενδύσεων ή το ίδρυμα που εκδίδει το μέσο απομειώνει το βασικό κεφάλαιο των μέσων ή μετατρέπει τα μέσα σε μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 το συντομότερο δυνατόν και εντός μέγιστης προθεσμίας ενός μηνός, σύμφωνα με τις απαιτήσεις που καθορίζονται στο παρόν άρθρο.

9.   Όταν τα πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1, τα μέσα της κατηγορίας 2 και τα λοιπά μέσα περιλαμβάνουν το ίδιο επίπεδο ενεργοποίησης, το βασικό κεφάλαιο απομειώνεται ή μετατρέπεται σε αναλογική βάση για όλους τους κατόχους τέτοιων μέσων τα οποία χρησιμοποιούνται για τους σκοπούς των μεταβλητών αποδοχών.

10.   Το ποσό του μέσου που πρέπει να απομειωθεί ή να μετατραπεί υπόκειται σε ανεξάρτητη εξέταση. Η εν λόγω εξέταση ολοκληρώνεται το συντομότερο δυνατό και δεν δημιουργεί εμπόδια στη μείωση της ονομαστικής αξίας ή τη μετατροπή του μέσου.

11.   Η επιχείρηση επενδύσεων ή το ίδρυμα που εκδίδει μέσα που μετατρέπονται σε μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 κατά την επέλευση γεγονότος ενεργοποίησης οφείλει να διασφαλίζει ότι το εγγεγραμμένο μετοχικό κεφάλαιό της/του επαρκεί ανά πάσα στιγμή για τη μετατροπή όλων αυτών των μετατρέψιμων μέσων σε μετοχές εάν επέλθει γεγονός ενεργοποίησης. Η επιχείρηση επενδύσεων ή το ίδρυμα οφείλει να διατηρεί συνεχώς την απαραίτητη πρότερη εξουσιοδότηση για έκδοση των μέσων κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 στα οποία θα μετατραπούν τα εν λόγω μέσα μόλις επέλθει ένα γεγονός ενεργοποίησης.

12.   Η επιχείρηση επενδύσεων ή το ίδρυμα που εκδίδει μέσα που μετατρέπονται σε μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 κατά την επέλευση γεγονότος ενεργοποίησης οφείλει να διασφαλίζει ότι δεν υπάρχουν διαδικαστικά εμπόδια για τη μετατροπή αυτή λόγω της σύστασης ή του καταστατικού ή των συμβατικών ρυθμίσεών της/του.

13.   Προκειμένου η μείωση της ονομαστικής αξίας ενός μέσου να θεωρηθεί προσωρινή, πρέπει να πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

οι ανατιμήσεις βασίζονται σε κέρδη μετά τη λήψη από τον εκδότη του μέσου επίσημης απόφασης που επιβεβαιώνει τα τελικά κέρδη·

β)

κάθε ανατίμηση του μέσου ή πληρωμή τοκομεριδίων στο μειωμένο ποσό του βασικού κεφαλαίου πραγματοποιείται με πλήρη διακριτική ευχέρεια της επιχείρησης επενδύσεων ή του ιδρύματος που εξέδωσε το μέσο, υπό τους όρους που καθορίζονται στα στοιχεία γ), δ) και ε), και η επιχείρηση επενδύσεων ή το ίδρυμα δεν είναι υποχρεωμένη/-ο να πραγματοποιήσει ή να επιταχύνει μια ανατίμηση κάτω από ειδικές συνθήκες·

γ)

μια ανατίμηση πραγματοποιείται σε αναλογική βάση μεταξύ των πρόσθετων μέσων της κατηγορίας 1, των μέσων της κατηγορίας 2 και των λοιπών μέσων που χρησιμοποιούνται για τον σκοπό των μεταβλητών αποδοχών και έχουν υποβληθεί σε μείωση της ονομαστικής αξίας·

δ)

το μέγιστο ποσό που πρέπει να αποδοθεί στο άθροισμα της ανατίμησης των μέσων της κατηγορίας 2 και των λοιπών μέσων, μαζί με την καταβολή τοκομεριδίων στο μειωμένο ποσό του βασικού κεφαλαίου είναι ίσο με το κέρδος της επιχείρησης επενδύσεων ή του ιδρύματος που εξέδωσε το μέσο πολλαπλασιασμένο επί το ποσό που προκύπτει με διαίρεση του ποσού που καθορίζεται στο σημείο i) διά το ποσό που καθορίζεται στο σημείο ii):

i)

το άθροισμα του ονομαστικού ποσού όλων των μέσων της κατηγορίας 2 και των λοιπών μέσων της επιχείρησης επενδύσεων, τα οποία έχουν υποβληθεί σε μείωση της ονομαστικής αξίας, πριν από τη μείωση αυτή·

ii)

το άθροισμα των ιδίων κεφαλαίων και του ονομαστικού ποσού των λοιπών μέσων που χρησιμοποιούνται για τους σκοπούς των μεταβλητών αποδοχών της επιχείρησης επενδύσεων·

ε)

το άθροισμα τυχόν ποσών ανατίμησης και πληρωμών τοκομεριδίων επί του μειωμένου ποσού του βασικού κεφαλαίου θα αντιμετωπίζεται ως πληρωμή που οδηγεί σε μείωση του κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 και:

i)

συνάδει με τη διατήρηση στέρεης κεφαλαιακής βάσης μιας επιχείρησης επενδύσεων,

ii)

κατά περίπτωση, συνάδει με την έγκαιρη έξοδό της από την έκτακτη δημόσια χρηματοπιστωτική στήριξη, και

iii)

κατά περίπτωση, περιορίζεται σε μέρος των καθαρών εσόδων όταν η επιχείρηση επενδύσεων επωφελείται από έκτακτη δημόσια χρηματοπιστωτική στήριξη.

14.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 13 στοιχείο δ), ο υπολογισμός πραγματοποιείται κατά τον χρόνο της ανατίμησης.

Άρθρο 6

Εναλλακτικές ρυθμίσεις

Οι εναλλακτικές ρυθμίσεις που μπορούν να χρησιμοποιούνται από τις επιχειρήσεις επενδύσεων για την καταβολή μεταβλητών αποδοχών σύμφωνα με το άρθρο 32 παράγραφος 1 στοιχείο ια) της οδηγίας (ΕΕ) 2019/2034, με την επιφύλαξη της έγκρισης της αρμόδιας αρχής, πληρούν όλες τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

η εναλλακτική ρύθμιση συμβάλλει στην εναρμόνιση των μεταβλητών αποδοχών με τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα της επιχείρησης επενδύσεων, των πιστωτών της και των πελατών της·

β)

η εναλλακτική ρύθμιση υπόκειται σε πολιτική διακράτησης που αποσκοπεί στην εναρμόνιση των κινήτρων του προσώπου με τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα της επιχείρησης επενδύσεων, των πιστωτών και των πελατών της· η διάρκεια της περιόδου διακράτησης είναι τουλάχιστον έξι μήνες·

γ)

το ποσό που λαμβάνεται στο πλαίσιο εναλλακτικής ρύθμισης και οι εφαρμοστέοι όροι είναι καλά τεκμηριωμένοι και διαφανείς για το μέλος του προσωπικού που λαμβάνει μεταβλητές αποδοχές στο πλαίσιο τέτοιας ρύθμισης·

δ)

για τα ποσά που λαμβάνονται στο πλαίσιο ρυθμίσεων αναβολής και διακράτησης, η εναλλακτική ρύθμιση διασφαλίζει ότι το προσωπικό δεν μπορεί να έχει πρόσβαση, να μεταβιβάσει ή να εξοφλήσει το αναβαλλόμενο μέρος των μεταβλητών αποδοχών κατά τη διάρκεια των εν λόγω περιόδων·

ε)

η εναλλακτική ρύθμιση δεν προβλέπει την αύξηση της αξίας των μεταβλητών αποδοχών που λαμβάνονται κατά τη διάρκεια των περιόδων αναβολής από πληρωμές τόκων ή άλλες παρόμοιες ρυθμίσεις εκτός από ρυθμίσεις που πληρούν τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στο στοιχείο στ)·

στ)

όταν η εναλλακτική ρύθμιση επιτρέπει προκαθορισμένες μεταβολές της αξίας που λαμβάνεται ως μεταβλητές αποδοχές κατά τη διάρκεια των περιόδων αναβολής και διακράτησης, με βάση τις επιδόσεις της επιχείρησης επενδύσεων ή των στοιχείων ενεργητικού που διαχειρίζεται, πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

i)

η μεταβολή της αξίας βασίζεται σε προκαθορισμένους δείκτες επιδόσεων που βασίζονται στην πιστωτική ποιότητα της επιχείρησης επενδύσεων ή στις επιδόσεις των στοιχείων ενεργητικού που διαχειρίζεται·

ii)

σε περίπτωση που πρέπει να εφαρμοστεί αναβολή και διακράτηση, οι μεταβολές της αξίας θα πρέπει να υπολογίζονται τουλάχιστον σε ετήσια βάση και στο τέλος της περιόδου διακράτησης·

iii)

ο συντελεστής των πιθανών θετικών και αρνητικών μεταβολών της αξίας θα πρέπει επίσης να βασίζεται στο επίπεδο των θετικών ή αρνητικών μεταβολών της πιστωτικής ποιότητας ή των υπό μέτρηση επιδόσεων·

iv)

όταν η μεταβολή της αξίας σύμφωνα με το σημείο i) βασίζεται στις επιδόσεις των υπό διαχείριση στοιχείων ενεργητικού, το ποσοστό μεταβολής της αξίας περιορίζεται στο ποσοστό της μεταβολής της αξίας των υπό διαχείριση στοιχείων ενεργητικού·

v)

όταν η μεταβολή της αξίας σύμφωνα με το σημείο i) βασίζεται στην πιστωτική ποιότητα της επιχείρησης επενδύσεων, το ποσοστό της μεταβολής της αξίας περιορίζεται στο ποσοστό των ετήσιων συνολικών ακαθάριστων εσόδων σε σχέση με τα συνολικά ίδια κεφάλαια των επιχειρήσεων επενδύσεων·

ζ)

η εναλλακτική ρύθμιση δεν εμποδίζει την εφαρμογή του άρθρου 32 παράγραφος 1 στοιχείο ιγ) της οδηγίας (ΕΕ) 2019/2034.

Άρθρο 7

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την πέμπτη ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 13 Αυγούστου 2021.

Για την Επιτροπή

Η Πρόεδρος

Ursula VON DER LEYEN


(1)   ΕΕ L 314 της 5.12.2019, σ. 64.

(2)  Κανονισμός (ΕΕ) 2019/2033 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2019, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας επιχειρήσεων επενδύσεων και την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, (ΕΕ) αριθ. 575/2013, (ΕΕ) αριθ. 600/2014 και (ΕΕ) αριθ. 806/2014 (ΕΕ L 314 της 5.12.2019, σ. 1).

(3)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 1).

(4)  Οδηγία 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και την τροποποίηση της οδηγίας 2002/92/ΕΚ και της οδηγίας 2011/61/ΕΕ (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 349).

(5)  Οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων, την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 338).

(6)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/78/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 12).

(7)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2494/95 του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 1995, για τη θέσπιση εναρμονισμένων δεικτών τιμών καταναλωτή (ΕΕ L 257 της 27.10.1995, σ. 1).


Top