This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 32001R1206
Council Regulation (EC) No 1206/2001 of 28 May 2001 on cooperation between the courts of the Member States in the taking of evidence in civil or commercial matters
Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1206/2001 του Συμβουλίου της 28ης Μαΐου 2001 για τη συνεργασία μεταξύ των δικαστηρίων των κρατών μελών κατά τη διεξαγωγή αποδείξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις
Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1206/2001 του Συμβουλίου της 28ης Μαΐου 2001 για τη συνεργασία μεταξύ των δικαστηρίων των κρατών μελών κατά τη διεξαγωγή αποδείξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις
ΕΕ L 174 της 27.6.2001, p. 1–24
(ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT, FI, SV) Το έγγραφο αυτό έχει δημοσιευτεί σε ειδική έκδοση
(CS, ET, LV, LT, HU, MT, PL, SK, SL, BG, RO, HR)
In force: This act has been changed. Current consolidated version: 04/12/2008
Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1206/2001 του Συμβουλίου της 28ης Μαΐου 2001 για τη συνεργασία μεταξύ των δικαστηρίων των κρατών μελών κατά τη διεξαγωγή αποδείξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις
Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 174 της 27/06/2001 σ. 0001 - 0024
Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1206/2001 του Συμβουλίου της 28ης Μαΐου 2001 για τη συνεργασία μεταξύ των δικαστηρίων των κρατών μελών κατά τη διεξαγωγή αποδείξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ, Έχοντας υπόψη: τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 61 στοιχείο γ) και το άρθρο 67 παράγραφος 1, την πρωτοβουλία της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας(1), τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου(2), τη γνώμη της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής(3), Εκτιμώντας τα ακόλουθα: (1) Η Ευρωπαϊκή Ένωση έθεσε ως στόχο να διατηρήσει και να αναπτύξει ένα χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης στον οποίο διασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων. Προκειμένου να δημιουργήσει βαθμιαία έναν τέτοιο χώρο, η Κοινότητα θεσπίζει, μεταξύ άλλων, στον τομέα της δικαστικής συνεργασίας σε αστικές υποθέσεις, τα μέτρα τα οποία είναι αναγκαία για την ομαλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. (2) Η απρόσκοπτη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς απαιτεί να βελτιωθεί, και ιδίως να απλουστευθεί και να επιταχυνθεί, η συνεργασία των δικαστηρίων στο πεδίο της διεξαγωγής αποδείξεων. (3) Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, κατά τη σύνοδό του στις 15 και 16 Οκτωβρίου 1999 στο Τάμπερε, υπενθύμισε ότι θα πρέπει να εκπονηθούν νέες διατάξεις δικονομικού δικαίου για διασυνοριακές υποθέσεις, ιδίως στον τομέα της διεξαγωγής αποδείξεων. (4) Ο τομέας αυτός υπάγεται στο άρθρο 65 της συνθήκης. (5) Δεδομένου ότι οι στόχοι της προτεινόμενης δράσης, δηλαδή η βελτίωση της συνεργασίας μεταξύ δικαστηρίων κατά τη διεξαγωγή αποδείξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις, δεν μπορούν να επιτευχθούν ικανοποιητικά από τα κράτη μέλη και μπορούν συνεπώς, λόγω των διαστάσεων και των αποτελεσμάτων αυτής, να επιτευχθούν καλύτερα σε κοινοτικό επίπεδο, η Κοινότητα μπορεί να λάβει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας του άρθρου 5 της συνθήκης. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας του ιδίου άρθρου, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει τα αναγκαία προς επίτευξη των στόχων αυτών. (6) Δεν υφίσταται μέχρι σήμερα καμία δεσμευτική νομική πράξη μεταξύ όλων των κρατών μελών στο πεδίο της διεξαγωγής αποδείξεων. Η σύμβαση της Χάγης της 18ης Μαρτίου 1970 για τη λήψη μαρτυρικών αποδείξεων στην τη αλλοδαπή σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις ισχύει μόνον μεταξύ ένδεκα κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. (7) Δεδομένου ότι, για την έκδοση μιας απόφασης στα πλαίσια εκκρεμούς διαδικασίας σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις ενώπιον δικαστηρίου ενός κράτους μέλους συχνά απαιτείται η διεξαγωγή αποδείξεων σε άλλο κράτος μέλος, η δραστηριότητα της Κοινότητας δεν πρέπει να περιορίζεται στον τομέα της διαβίβασης δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, που εμπίπτει στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1348/2000 του Συμβουλίου, της 29ης Μαΐου 2000, περί επιδόσεως και κοινοποιήσεως στα κράτη μέλη δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις(4). Ως εκ τούτου θα πρέπει να συνεχισθεί η βελτίωση της συνεργασίας μεταξύ δικαστηρίων των κρατών μελών στον τομέα της διεξαγωγής αποδείξεων. (8) Η αποτελεσματικότητα δικαστικών διαδικασιών σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις προϋποθέτει ότι η διαβίβαση της παραγγελίας για διεξαγωγή αποδείξεων και η διεκπεραίωσή της γίνονται απευθείας και κατά τον ταχύτερο δυνατό τρόπο μεταξύ των δικαστηρίων των κρατών μελών. (9) Μια ταχεία διαβίβαση παραγγελίας για διεξαγωγή αποδείξεων απαιτεί τη χρήση όλων των κατάλληλων μέσων, τηρουμένων συγκεκριμένων προϋποθέσεων σχετικά με το ευανάγνωστο και την αξιοπιστία του παραλαμβανόμενου εγγράφου. Προκειμένου να διασφαλιστεί ο υψηλότερος βαθμός σαφήνειας και ασφάλειας του δικαίου, η παραγγελία διεξαγωγής αποδείξεων πρέπει να διαβιβάζεται σε έντυπο το οποίο συμπληρώνεται στη γλώσσα του κράτους μέλους του δικαστηρίου εκτελέσεως ή σε μια άλλη αναγνωρισμένη από το κράτος αυτό γλώσσα. Για τους ίδιους λόγους, ενδείκνυται να χρησιμοποιούνται κατά το δυνατόν έντυπα και για την περαιτέρω επικοινωνία μεταξύ των ενδιαφερομένων δικαστηρίων. (10) Μια παραγγελία διεξαγωγής αποδείξεων πρέπει να εκτελείται ταχέως. Εάν η παραγγελία δεν καταστεί δυνατό να εκτελεσθεί 90 ημέρες μετά την παραλαβή της από το δικαστήριο εκτελέσεως, το δικαστήριο αυτό οφείλει να γνωστοποιεί στο αιτούν δικαστήριο τους λόγους οι οποίοι αντιτίθενται σε μια ταχεία διεκπεραίωση της υποθέσεως. (11) Προκειμένου να διασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα του παρόντος κανονισμού, η δυνατότητα αρνήσεως εκτελέσεως της παραγγελίας διεξαγωγής αποδείξεων θα πρέπει να περιορίζεται σε αυστηρώς καθορισμένες εξαιρέσεις. (12) Το δικαστήριο εκτελέσεως θα πρέπει να εκτελεί την παραγγελία σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους του. (13) Οι διάδικοι και, ενδεχομένως, οι εκπρόσωποί τους, πρέπει να δύνανται να παραστούν κατά τη διεξαγωγή αποδείξεων, εφόσον αυτό προβλέπεται από τη νομοθεσία του κράτους μέλους του αιτούντος δικαστηρίου, ώστε να έχουν τη δυνατότητα να παρακολουθήσουν τη διαδικασία, όπως θα συνέβαινε, εάν η διεξαγωγή αποδείξεων πραγματοποιούταν στο κράτος μέλος του αιτούντος δικαστηρίου. Πρέπει επίσης να έχουν το δικαίωμα να ζητούν να συμμετέχουν, ώστε να έχουν ενεργητικότερο ρόλο κατά τη διεξαγωγή αποδείξεων. Ωστόσο, οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες δύνανται να συμμετέχουν θα πρέπει να ορίζονται από το δικαστήριο εκτελέσεως σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους του. (14) Οι εντεταλμένοι του αιτούντος δικαστηρίου πρέπει να δύνανται να παραστούν κατά τη διεξαγωγή των αποδείξεων, αν αυτό συμβιβάζεται με τη νομοθεσία του κράτους μέλους του αιτούντος δικαστηρίου, ώστε να έχουν μεγαλύτερη δυνατότητα εκτίμησης των αποδείξεων. Πρέπει επίσης να έχουν το δικαίωμα να ζητούν να συμμετέχουν, υπό τις προϋποθέσεις που ορίζει το δικαστήριο εκτελέσεως, σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους του, ώστε να έχουν ενεργητικότερο ρόλο κατά τη διεξαγωγή αποδείξεων. (15) Για τη διευκόλυνση της διεξαγωγής αποδείξεων, ένα δικαστήριο κράτους μέλους πρέπει να έχει τη δυνατότητα, σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους μέλους του, να διεξάγει αποδείξεις απευθείας σε άλλο κράτος μέλος, εφόσον υπάρχει αποδοχή του τελευταίου προς τούτο και υπό τις προϋποθέσεις που ορίζει το κεντρικό όργανο ή η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους εκτελέσεως. (16) Η εκτέλεση της παραγγελίας σύμφωνα με το άρθρο 10 δεν θα πρέπει να γεννά αξίωση οποιασδήποτε επιστροφής τελών εξόδων. Ωστόσο, αν το δικαστήριο της εκτέλεσης ζητήσει την επιστροφή, οι αμοιβές εμπειρογνωμόνων και διερμηνέων και τα έξοδα εφαρμογής του άρθρου 10 παράγραφοι 3 και 4 δεν θα πρέπει να βαρύνουν το δικαστήριο αυτό. Στην περίπτωση αυτή, το αιτούν δικαστήριο λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίσει την ταχεία επιστροφή. Αν χρειάζεται η γνώμη εμπειρογνώμονος, το δικαστήριο της εκτελέσεως δύναται, πριν εκτελέσει την αίτηση, να ζητήσει από το αιτούν δικαστήριο επαρκή εγγύηση ή προκαταβολή όσον αφορά τα έξοδα της παραγγελίας. (17) Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να υπερέχει των διατάξεων οι οποίες αφορούν το πεδίο εφαρμογής του και περιέχονται σε διεθνείς συμβάσεις που έχουν συνομολογηθεί από τα κράτη μέλη. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να είναι ελεύθερα να συνάπτουν συμφωνίες ή συμβάσεις για την περαιτέρω προώθηση της συνεργασίας στο πεδίο της διεξαγωγής αποδείξεων. (18) Τα δεδομένα τα οποία διαβιβάζονται σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό θα πρέπει να προστατεύονται. Δεδομένου ότι εφαρμόζεται η οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών(5) και η οδηγία 97/66/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 1997, περί επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και προστασίας της ιδιωτικής ζωής στον τηλεπικοινωνιακό τομέα(6), δεν απαιτείται η εισαγωγή ειδικών διατάξεων περί προστασίας δεδομένων στον παρόντα κανονισμό. (19) Τα μέτρα που είναι απαραίτητα για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού θεσπίζονται σύμφωνα με την απόφαση 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή(7). (20) Για την ορθή λειτουργία του παρόντος κανονισμού η Επιτροπή θα πρέπει να εξετάσει την εφαρμογή του και να προτείνει, ενδεχομένως, τις αναγκαίες τροποποιήσεις. (21) Το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ιρλανδία γνωστοποίησαν την επιθυμία τους να συμμετάσχουν στην έκδοση και εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, σύμφωνα με το άρθρο 3 του προσαρτώμενου πρωτοκόλλου στη συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και στη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, σχετικά με τη θέση του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας. (22) Σύμφωνα με τα άρθρα 1 και 2 του πρωτοκόλλου για τη θέση της Δανίας, το οποίο έχει προσαρτηθεί στη συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και στη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, η Δανία δεν συμμετέχει στην έκδοση του ανά χείρας κανονισμού και κατά συνέπεια δεν δεσμεύεται από αυτόν ούτε υπόκειται στην εφαρμογή του, ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ: ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ Άρθρο 1 Πεδίο εφαρμογής 1. Ο παρών κανονισμός ισχύει σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις όταν το δικαστήριο ενός κράτους μέλους παραγγέλλει, σύμφωνα με τις διατάξεις της εθνικής του νομοθεσίας: α) στο αρμόδιο δικαστήριο άλλου κράτους μέλους τη διεξαγωγή αποδείξεων, ή β) τη διεξαγωγή αποδείξεων απευθείας σε άλλο κράτος μέλος. 2. Δεν επιτρέπεται παραγγελία για τη διεξαγωγή αποδείξεων εάν οι αποδείξεις δεν προορίζονται να χρησιμοποιηθούν σε δικαστικές υποθέσεις που έχουν ήδη αρχίσει να εκδικάζονται ή πρόκειται να εκδικασθούν. 3. Στον παρόντα κανονισμό, με τον όρο "κράτος μέλος" νοούνται τα κράτη μέλη με εξαίρεση τη Δανία. Άρθρο 2 Απευθείας επικοινωνία μεταξύ των δικαστηρίων 1. Παραγγελία κατά το άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο α), εφεξής "παραγγελία", αποστέλλεται απευθείας από το δικαστήριο στο οποίο η υπόθεση έχει αρχίσει να εκδικάζεται ή πρόκειται να εκδικασθεί, εφεξής "αιτούν δικαστήριο", στο αρμόδιο δικαστήριο ενός άλλου κράτους μέλους, εφεξής "δικαστήριο εκτελέσεως", με σκοπό τη διεξαγωγή αποδείξεων. 2. Κάθε κράτος μέλος καταρτίζει κατάλογο των αρμοδίων δικαστηρίων για τη διεξαγωγή αποδείξεων σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό. Στον κατάλογο αυτό πρέπει να δηλώνεται η κατά τόπον και, ενδεχομένως, η ειδική αρμοδιότητα των δικαστηρίων αυτών. Άρθρο 3 Κεντρικό όργανο 1. Κάθε κράτος μέλος ορίζει ένα κεντρικό όργανο, το οποίο: α) παρέχει πληροφορίες στα δικαστήρια· β) επιλύει τις δυσχέρειες που μπορεί να προκύψουν σε σχέση με μια παραγγελία· γ) διαβιβάζει περαιτέρω, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, μετά από αίτηση αιτούντος δικαστηρίου, παραγγελία στο αρμόδιο δικαστήριο. 2. Ομοσπονδιακά κράτη, κράτη με πλείονα νομικά συστήματα ή κράτη με αυτόνομες εδαφικές ενότητες, δύνανται να ορίζουν περισσότερα από ένα κεντρικά όργανα. 3. Κάθε κράτος μέλος ορίζει επίσης το κεντρικό όργανο που προβλέπει η παράγραφος 1 ή μία ή περισσότερες αρμόδιες αρχές που επιφορτίζονται με τη λήψη των αποφάσεων επί παραγγελιών σύμφωνα με το άρθρο 17. ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ ΔΙΑΒΙΒΑΣΗ ΚΑΙ ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΤΗΣ ΠΑΡΑΓΓΕΛΙΑΣ Τμήμα 1 Διαβίβαση της παραγγελίας Άρθρο 4 Τύπος και περιεχόμενο της παραγγελίας 1. Η παραγγελία υποβάλλεται μέσω του εντύπου Α ή, αναλόγως, του εντύπου Θ του παραρτήματος και περιλαμβάνει τα ακόλουθα στοιχεία: α) το αιτούν δικαστήριο και, ενδεχομένως, το δικαστήριο εκτελέσεως· β) το όνομα και τη διεύθυνση των διαδίκων και, ενδεχομένως, των εκπροσώπων τους· γ) τη φύση και το αντικείμενο της υποθέσεως, καθώς και σύντομη παρουσίαση του ιστορικού της· δ) την περιγραφή της παραγγελθείσας διεξαγωγής αποδείξεων· ε) σε περίπτωση παραγγελίας εξέτασης ενός προσώπου: - το όνομα και τη διεύθυνση των προσώπων τα οποία καλούνται να εξεταστούν, - τις ερωτήσεις οι οποίες πρόκειται να τεθούν στα πρόσωπα τα οποία καλούνται να εξεταστούν ή το ιστορικό της υπόθεσης για την οποία καλούνται να καταθέσουν, - ενδεχομένως, μνεία ότι υφίσταται δικαίωμα αρνήσεως μαρτυρίας σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους του αιτούντος δικαστηρίου, - ενδεχομένως, το αίτημα να διεξαχθεί η κατάθεση ενόρκως ή με διαβεβαίωση και, ενδεχομένως, ο σχετικός τύπος της διαβεβαίωσης, - ενδεχομένως, κάθε άλλη πληροφορία την οποία θεωρεί αναγκαία το αιτούν δικαστήριο· στ) σε περίπτωση παραγγελίας για άλλη διεξαγωγή αποδείξεων, ενδεχομένως, τα έγγραφα ή τα άλλα αντικείμενα τα οποία πρέπει να εξεταστούν· ζ) ενδεχομένως, το αίτημα σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφοι 3 και 4, και τα άρθρα 11 και 12, καθώς και τις αναγκαίες για την εφαρμογή της διάταξης αυτής επεξηγήσεις. 2. Η παραγγελία, καθώς και όλα τα συνημμένα έγγραφα αυτής δεν χρειάζονται επικύρωση ή άλλη ισοδύναμη διατύπωση. 3. Έγγραφα τα οποία το αιτούν δικαστήριο θεωρεί αναγκαία για την εκτέλεση της παραγγελίας, δέον να συνοδεύονται από μετάφραση στη γλώσσα στην οποία έχει συνταχθεί η παραγγελία. Άρθρο 5 Γλώσσα Η παραγγελία και οι κοινοποιήσεις σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό συντάσσονται στην επίσημη γλώσσα του κράτους μέλους εκτελέσεως ή, εφόσον οι επίσημες γλώσσες του εν λόγω κράτους είναι πλείονες, στην επίσημη ή σε μια από τις επίσημες γλώσσες του τόπου όπου πρόκειται να πραγματοποιηθεί η διεξαγωγή των αποδείξεων, ή σε άλλη γλώσσα την οποία έχει δηλώσει ως αποδεκτή το κράτος μέλος εκτελέσεως. Κάθε κράτος μέλος δηλώνει την επίσημη ή τις επίσημες γλώσσες των οργάνων της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, εκτός από τη δική του, την οποία ή τις οποίες επιτρέπει για τη συμπλήρωση των εντύπων. Άρθρο 6 Διαβίβαση παραγγελίας και άλλων κοινοποιήσεων Οι παραγγελίες και οι κοινοποιήσεις σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό διαβιβάζονται με τον ταχύτερο δυνατό τρόπο, τον οποίο έχει δηλώσει ότι μπορεί να αποδεχθεί το κράτος μέλος της εκτέλεσης. Η διαβίβαση μπορεί να γίνεται με οποιοδήποτε κατάλληλο μέσο, εφόσον το περιεχόμενο του παραλαμβανόμενου εγγράφου είναι ταυτόσημο προς το περιεχόμενο του αποσταλθέντος εγγράφου, και όλες οι εμπεριεχόμενες πληροφορίες είναι ευανάγνωστες. Τμήμα 2 Παραλαβή της παραγγελίας Άρθρο 7 Παραλαβή της παραγγελίας 1. Το αρμόδιο δικαστήριο εκτελέσεως αποστέλλει στο αιτούν δικαστήριο εντός επτά ημερών από την παραλαβή της παραγγελίας αποδεικτικό παραλαβής, χρησιμοποιώντας το έντυπο Β του παραρτήματος. Εάν η παραγγελία δεν ανταποκρίνεται στις προϋποθέσεις σύμφωνα με τα άρθρα 5 και 6, τότε το δικαστήριο εκτελέσεως περιλαμβάνει αντίστοιχη μνεία στο αποδεικτικό παραλαβής. 2. Εάν η εκτέλεση παραγγελίας μέσω του εντύπου Α του παραρτήματος, η οποία πληροί τις προϋποθέσεις σύμφωνα με το άρθρο 5, δεν υπάγεται στη δικαιοδοσία του δικαστηρίου στο οποίο διαβιβάσθηκε, το δικαστήριο αυτό διαβιβάζει την παραγγελία στο κατά τόπον αρμόδιο δικαστήριο του κράτους μέλους του και ενημερώνει σχετικώς το αιτούν δικαστήριο, χρησιμοποιώντας το έντυπο Α του παραρτήματος. Άρθρο 8 Ελλιπής παραγγελία 1. Εάν μια παραγγελία δεν μπορεί να εκτελεσθεί διότι δεν περιέχει όλα τα απαιτούμενα στοιχεία σύμφωνα με το άρθρο 4, το δικαστήριο εκτελέσεως ενημερώνει σχετικώς το αιτούν δικαστήριο αμελλητί και το αργότερο εντός 30 ημερών από την παραλαβή της παραγγελίας, χρησιμοποιώντας το έντυπο Γ του παραρτήματος, και το καλεί να του διαβιβάσει τα ελλείποντα στοιχεία τα οποία πρέπει να είναι όσο το δυνατό ακριβέστερα. 2. Αν μια παραγγελία δεν μπορεί να εκτελεσθεί διότι απαιτείται εγγύηση ή προκαταβολή σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 3, το δικαστήριο της εκτελέσεως ενημερώνει το αιτούν δικαστήριο χωρίς καθυστέρηση και το αργότερο εντός 30 ημερών από την παραλαβή της αιτήσεως, χρησιμοποιώντας το έντυπο Γ του παραρτήματος και του γνωστοποιεί πώς πρέπει να πραγματοποιηθεί η εγγύηση ή η προκαταβολή. Το δικαστήριο της εκτελέσεως αποστέλλει, χρησιμοποιώντας το έντυπο Δ, αποδεικτικό παραλάβης της εγγύησης ή της προκαταβολής χωρίς καθυστέρηση και το αργότερο εντός δέκα ημερών από την παραλαβή τους. Άρθρο 9 Ολοκλήρωση της παραγγελίας 1. Εάν το δικαστήριο εκτελέσεως έχει συμπεριλάβει μνεία στο αποδεικτικό παραλαβής σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 1, ότι η παραγγελία δεν πληροί τις προϋποθέσεις σύμφωνα με τα άρθρα 5 και 6, ή εάν έχει ενημερώσει το αιτούν δικαστήριο σύμφωνα με το άρθρο 8 ότι η παραγγελία δεν μπορεί να εκτελεσθεί διότι δεν περιέχει όλα τα απαιτούμενα στοιχεία σύμφωνα με το άρθρο 4, η προθεσμία του άρθρου 10 αρχίζει να τρέχει όταν το δικαστήριο εκτελέσεως παραλάβει την παραγγελία δεόντως συμπληρωμένη. 2. Αν το δικαστήριο εκτελέσεως έχει εκτήσει εγγύηση ή προκαταβολή σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 3, η προθεσμία αυτή αρχίζει να τρέχει όταν πραγματοποιηθεί η εγγύηση ή η προκαταβολή. Τμήμα 3 Διεξαγωγή των αποδείξεων από το δικαστήριο εκτελέσεως Άρθρο 10 Γενικές διατάξεις για την εκτέλεση της παραγγελίας 1. Το δικαστήριο εκτελέσεως εκτελεί την παραγγελία αμελλητί και το αργότερο εντός 90 ημερών από την παραλαβή της παραγγελίας. 2. Το δικαστήριο εκτελέσεως εκτελεί την παραγγελία σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους μέλους του. 3. Το αιτούν δικαστήριο μπορεί να ζητήσει την εκτέλεση της παραγγελίας κατά έναν ειδικό τύπο ο οποίος προβλέπεται από το δίκαιο του κράτους μέλους του, χρησιμοποιώντας το έντυπο Α του παραρτήματος. Το δικαστήριο εκτελέσεως ανταποκρίνεται στο αίτημα αυτό, εκτός εάν ο τύπος αυτός δεν συνάδει προς το δίκαιο του κράτους μέλους του δικαστηρίου εκτελέσεως ή λόγω μειζόνων πρακτικών δυσκολιών. Εάν, για έναν από τους ανωτέρω λόγους, το δικαστήριο εκτελέσεως δεν ανταποκρίνεται στο αίτημα αυτό, ενημερώνει σχετικώς το αιτούν δικαστήριο χρησιμοποιώντας το έντυπο Ε του παραρτήματος. 4. Το αιτούν δικαστήριο μπορεί να ζητήσει από το δικαστήριο εκτελέσεως να χρησιμοποιήσει τηλεπικοινωνιακές τεχνολογίες κατά τη διεξαγωγή των αποδείξεων, ιδίως τηλεσυνδιασκέψεις. Το δικαστήριο εκτελέσεως ανταποκρίνεται στο αίτημα αυτό, εκτός αν τούτο δεν συνάδει προς το δίκαιο του κράτους μέλους του δικαστηρίου εκτελέσεως ή λόγω μειζόνων πρακτικών δυσκολιών. Εάν, για έναν από τους ανωτέρω λόγους, το δικαστήριο εκτελέσεως δεν ανταποκρίνεται στο αίτημα αυτό, ενημερώνει σχετικώς το αιτούν δικαστήριο χρησιμοποιώντας το έντυπο Ε του παραρτήματος. Εάν το αιτούν δικαστήριο ή το δικαστήριο εκτελέσεως δεν έχει πρόσβαση στα προαναφερθέντα τεχνικά μέσα, αυτά τα μέσα μπορούν να καταστούν διαθέσιμα από τα δικαστήρια κατόπιν αμοιβαίας συμφωνίας. Άρθρο 11 Εκτέλεση με την παρουσία και τη συμμετοχή των διαδίκων 1. Εφόσον προβέπεται από τη νομοθεσία του κράτους μέλους του αιτούντος δικαστηρίου, οι διάδικοι και, ενδεχομένως, οι εκπρόσωποί τους, έχουν δικαίωμα να παρίστανται κατά τη διεξαγωγή των αποδείξεων από το δικαστήριο εκτελέσεως. 2. Το αιτούν δικαστήριο ενημερώνει στην παραγγελία του το δικαστήριο εκτελέσεως ότι οι διάδικοι και, ενδεχομένως, οι εκπρόσωποί τους πρόκειται να παρίστανται και ότι έχει ζητηθεί, ενδεχομένως, η συμμετοχή τους, χρησιμοποιώντας το έντυπο Α του παραρτήματος. Η ενημέρωση αυτή μπορεί επίσης να γίνει σε οποιαδήποτε άλλη πρόσφορη στιγμή. 3. Εάν ζητείται η συμμετοχή των διαδίκων και, ενδεχομένως, των εκπροσώπων τους στη διεξαγωγή των αποδείξεων, το δικαστήριο εκτελέσεως πρέπει να ορίσει, σύμφωνα με το άρθρο 10, τις προϋποθέσεις, υπό τις οποίες αυτοί μπορούν να συμμετάσχουν. 4. Το δικαστήριο εκτελέσεως πρέπει να γνωστοποιήσει στους διαδίκους και, ενδεχομένως, στους εκπροσώπους τους, το χρόνο και τον τόπο της διεξαγωγής αποδείξεων και, ενδεχομένως, τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες αυτοί μπορούν να συμμετάσχουν, χρησιμοποιώντας το έντυπο ΣΤ του παραρτήματος. 5. Οι παράγραφοι 1 έως4 θίγουν τη δυνατότητα του δικαστηρίου εκτελέσεως να ζητήσει από τους διαδίκους και, ενδεχομένως, από τους εκπροσώπους τους να παραστούν ή να συμμετάσχουν στη διεξαγωγή των αποδείξεων, εφόσον η δυνατότητα αυτή προβλέπεται από το δίκαιο του κράτους μέλους του. Άρθρο 12 Εκτέλεση με την παρουσία και τη συμμετοχή των εντεταλμένων του αιτούντος δικαστηρίου 1. Οι εντεταλμένοι του αιτούντος δικαστηρίου δικαιούνται να παραστούν στη διεξαγωγή αποδείξεων από το δικαστήριο εκτελέσεως, εφόσον τούτο συμβιβάζεται με τη νομοθεσία του αιτούντος κράτους μέλους. 2. Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ο όρος "εντεταλμένος" συμπεριλαμβάνει μέλη του δικαστικού προσωπικού που ορίσθηκαν από το αιτούν δικαστήριο, σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους μέλους του. Το αιτούν δικαστήριο δύναται να ορίσει, σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους μέλους του, οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, όπως έναν πραγματογνώμονα. 3. Το αιτούν δικαστήριο ενημερώνει το δικαστήριο εκτελέσεως διά της παραγγελίας του, ότι θα παραστούν οι εντεταλμένοι του και, ενδεχομένως, ότι ζητείται η συμμετοχή τους, χρησιμοποιώντας το έντυπο Α του παραρτήματος. Η ενημέρωση αυτή μπορεί επίσης να γίνει σε οποιαδήποτε άλλη πρόσφορη στιγμή. 4. Εάν ζητηθεί η συμμετοχή των εντεταλμένων του αιτούντος δικαστηρίου στη διεξαγωγή αποδείξεων, το δικαστήριο εκτελέσεως πρέπει να ορίσει, σύμφωνα με το άρθρο 10, τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες αυτοί μπορούν να συμμετάσχουν. 5. Το δικαστήριο εκτελέσεως γνωστοποιεί στο αιτούν δικαστήριο το χρόνο και τον τόπο διεξαγωγής των διαδικασιών και, ενδεχομένως, τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες μπορούν οι εντεταλμένοι να συμμετάσχουν, χρησιμοποιώντας το έντυπο ΣΤ του παραρτήματος. Άρθρο 13 Μέτρα καταναγκασμού Εφόσον είναι αναγκαίο, το δικαστήριο εκτελέσεως εφαρμόζει κατά την εκτέλεση της παραγγελίας τα ενδεδειγμένα μέτρα καταναγκασμού στις περιπτώσεις και στην έκταση που προβλέπει το δίκαιο του κράτους μέλους του δικαστηρίου εκτελέσεως για την εκτέλεση μιας παραγγελίας εθνικών αρχών ή διαδίκου προς τον ίδιο σκοπό. Άρθρο 14 Άρνηση εκτελέσεως 1. Παραγγελία εξέτασης προσώπου δεν εκτελείται εάν το εν λόγω πρόσωπο επικαλείται δικαίωμα να αρνηθεί να καταθέσει ή μια απαγόρευση να καταθέσει: α) που προβλέπεται από το δίκαιο του κράτους μέλους του δικαστηρίου εκτελέσεως, ή β) που προβλέπεται από το δίκαιο του κράτους μέλους του αιτούντος δικαστηρίου και δηλώνεται στην παραγγελία ή, εφόσον απαιτείται, έχει βεβαιωθεί από το αιτούν δικαστήριο ύστερα από αίτημα του δικαστηρίου εκτελέσεως. 2. Η εκτέλεση μιας παραγγελίας μπορεί, εκτός από τους λόγους οι οποίοι μνημονεύονται στην παράγραφο 1, να μην γίνεται δεκτή μόνον στο βαθμό που: α) η παραγγελία δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού σύμφωνα με το άρθρο 1, ή β) η εκτέλεση της παραγγελίας σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους του δικαστηρίου εκτελέσεως δεν εμπίπτει στο πεδίο της δικαστικής αρμοδιότητας, ή γ) το αιτούν δικαστήριο δεν ικανοποίησε το αίτημα του δικαστηρίου εκτελέσεως για συμπλήρωση της παραγγελίας σύμφωνα με το άρθρο 8 εντός 30 ημερών, αφότου το δικαστήριο εκτελέσεως κάλεσε το αιτούν δικαστήριο να συμπληρώσει την παραγγελία· δ) η εγγύηση ή η προκαταβολή που ζητήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 3 δεν πραγματοποιήθηκε εντός 60 ημερών μετά το σχετικό αίτημα του δικαστηρίου της εκτελέσεως. 3. Το δικαστήριο εκτελέσεως δεν επιτρέπεται να αρνηθεί την εκτέλεση εκ μόνου του λόγου ότι κατά τη νομοθεσία του κράτους μέλους του ένα δικαστήριο του κράτους αυτού έχει αποκλειστική αρμοδιότητα επί του επιδίκου αντικειμένου ή διότι η νομοθεσία του κράτους μέλους δεν δέχεται δικαίωμα προσφυγής επί του αντικειμένου αυτού. 4. Σε περίπτωση άρνησης εκτελέσεως της παραγγελίας για έναν από τους λόγους οι οποίοι μνημονεύονται στην παράγραφο 2, το δικαστήριο εκτελέσεως το γνωρίζει στο αιτούν δικαστήριο εντός 60 ημερών αφότου παραλάβει την παραγγελία, χρησιμοποιώντας το έντυπο Ζ του παραρτήματος. Άρθρο 15 Κοινοποίηση καθυστέρησης Εάν το δικαστήριο εκτελέσεως αδυνατεί να εκτελέσει την παραγγελία εντός 90 ημερών από την παραλαβή της, το γνωρίζει στο αιτούν δικαστήριο, χρησιμοποιώντας το έντυπο ΣΤ του παραρτήματος. Εκθέτει τους σχετικούς λόγους της καθυστέρησης, καθώς και το χρονικό διάστημα το οποίο κατά την κρίση του δικαστηρίου εκτελέσεως είναι αναγκαίο για την εκτέλεση της παραγγελίας. Άρθρο 16 Διαδικασία μετά την εκτέλεση της παραγγελίας Το δικαστήριο εκτελέσεως διαβιβάζει αμελλητί στο αιτούν δικαστήριο τα δικόγραφα από τα οποία απορρέει η εκτέλεση της παραγγελίας και ενδεχομένως επιστρέφει τα έγγραφα που έλαβε από το αιτούν δικαστήριο. Στα δικόγραφα επισυνάπτεται αποδεικτικό εκτελέσεως σύμφωνα με το έντυπο Η του παραρτήματος. Τμήμα 4 Απευθείας διεξαγωγή αποδείξεων από το αιτούν δικαστήριο Άρθρο 17 1. Όταν δικαστήριο ζητεί να διεξαχθούν αποδείξεις απευθείας σε άλλο κράτος μέλος, πρέπει να υποβάλλει παραγγελία στο προβλεπόμενο από το άρθρο 3 παράγραφος 3 κεντρικό όργανο ή αρμόδια αρχή του κράτους αυτού, χρησιμοποιώντας το έντυπο Ζ του παραρτήματος. 2. Η απευθείας διεξαγωγή αποδείξεων μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνον σε εθελοντική βάση, χωρίς τη λήψη μέτρων καταναγκασμού. Όταν η απευθείας διεξαγωγή αποδείξεων προϋποθέτει την ακρόαση προσώπου, το αιτούν δικαστήριο ενημερώνει το πρόσωπο αυτό ότι η δικαστική πράξη θα πραγματοποιηθεί σε εθελοντική βάση. 3. Η διεξαγωγή αποδείξεων πραγματοποιείται από μέλος του δικαστικού προσωπικού ή από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, όπως από πραγματογνώμονα, ο οποίος διορίζεται σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους μέλους του αιτούντος δικαστηρίου. 4. Εντός 30 ημερών από την παραλαβή της παραγγελίας, το κεντρικό όργανο ή η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους εκτελέσεως ενημερώνουν το αιτούν δικαστήριο κατά πόσον η παραγγελία αυτή έγινε αποδεκτή και, ενδεχομένως, τους όρους βάσει των οποίων θα γίνει η διεξαγωγή αυτή σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους μέλους τους, χρησιμοποιώντας το έντυπο Ι. Ειδικότερα, το κεντρικό όργανο ή η αρμόδια αρχή μπορεί να αναθέσει σε δικαστήριο του κράτους μέλους του να λάβει μέρος στη διεξαγωγή των αποδείξεων προκειμένου να διασφαλιστεί η ορθή εφαρμογή αυτού του άρθρου και των προϋποθέσεων που έχουν καθοριστεί. Το κεντρικό όργανο ή η αρμόδια αρχή ενθαρρύνει τη χρήση τηλεπικοινωνιακών τεχνολογιών, όπως είναι οι τηλεσυνδιασκέψεις. 5. Το κεντρικό όργανο ή η αρμόδια αρχή μπορεί να αρνηθεί την απευθείας διεξαγωγή αποδείξεων μόνον εάν: α) η παραγγελία δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού σύμφωνα με το άρθρο 1· β) η παραγγελία δεν περιλαμβάνει όλες τις αναγκαίες πληροφορίες σύμφωνα με το άρθρο 4, ή γ) η απευθείας διεξαγωγή αποδείξεων αντίκειται στις θεμελιώδεις αρχές της νομοθεσίας στο κράτος μέλος του. 6. Υπό την επιφύλαξη των όρων που προβλέπονται από την παράγραφο 4, το αιτούν δικαστήριο εκτελεί την παραγγελία σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους μέλους του. Τμήμα 5 Έξοδα Άρθρο 18 1. Η εκτέλεση της παραγγελίας σύμφωνα με το άρθρο 10 δεν γεννά αξίωση οποιασδήποτε επιστροφής τελών ή εξόδων. 2. Ωστόσο, αν το ζητήσει το δικαστήριο της εκτέλεσης, το αιτούν δικαστήριο διασφαλίζει την ταχεία καταβολή των: - αμοιβών εμπειρογνωμόνων και διερμηνέων και - των εξόδων εφαρμογής του άρθρου 10 παράγραφοι 3 και 4. Η υποχρέωση των διαδίκων να καταβάλουν τα ανωτέρω τέλη και δαπάνες διέπεται από την νομοθεσία του αιτούντος δικαστηρίου. 3. Αν απαιτείται η γνώμη εμπειρογνώμονος, το δικαστήριο της εκτελέσεως δύναται, πριν εκτελέσει την παραγγελία, να ζητήσει από το αιτούν δικαστήριο επαρκή εγγύηση ή προκαταβολή των εξόδων της παραγγελίας. Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, η εγγύηση ή προκαταβολή δεν αποτελεί όρο εκτέλεσης της παραγγελίας. Η εγγύηση ή η προκαταβολή πραγματοποιείται από τους διαδίκους αν αυτό προβλέπεται από τη νομοθεσία του κράτους μέλους του αιτούντος δικαστηρίου. ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ Άρθρο 19 Εκτελεστικές διατάξεις 1. Η Επιτροπή θα καταρτίσει και θα ενημερώνει τακτικά εγχειρίδιο, το οποίο πρέπει να είναι διαθέσιμο και σε ηλεκτρονική μορφή και θα περιλαμβάνει τα στοιχεία που παρέχουν τα κράτη μέλη σύμφωνα με το άρθρο 22 και τις ισχύουσες συμφωνίες και ρυθμίσεις που προβλέπει το άρθρο 21. 2. Η ενημέρωση ή η τεχνική τροποποίηση των εντύπων που περιέχονται στο παράρτημα θα πραγματοποιούνται σύμφωνα με τη διαδικασία της συμβουλευτικής επιτροπής του άρθρου 20 παράγραφος 2. Άρθρο 20 Επιτροπή 1. Η Επιτροπή επικουρείται από επιτροπή. 2. Όταν γίνεται αναφορά στο παρόν άρθρο, ισχύουν τα άρθρα 3 και 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ. 3. Η επιτροπή θεσπίζει τον εσωτερικό κανονισμό της. Άρθρο 21 Σχέση με ισχύουσες ή μελλοντικές συμφωνίες ή διακανονισμούς μεταξύ των κρατών μελών 1. Ο παρών κανονισμός υπερισχύει, ως προς το πεδίο εφαρμογής του, των διατάξεων που περιλαμβάνονται σε διμερείς ή πολυμερείς συμφωνίες ή συμβάσεις που έχουν συναφθεί από τα κράτη μέλη και ειδικότερα στη σύμβαση της Χάγης της 1ης Μαρτίου 1954 περί πολιτικής δικονομίας και στη σύμβαση της Χάγης της 18ης Μαρτίου 1970 για τη λήψη μαρτυρικών αποδείξεων στην αλλοδαπή σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, όσον αφορά τις σχέσεις μεταξύ των κρατών μελών που είναι μέρη αυτών των συμβάσεων. 2. Ο παρών κανονισμός δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να διατηρούν ή να συνάπτουν επιμέρους συμφωνίες ή συμβάσεις μεταξύ δύο ή περισσότερων εξ αυτών, προκειμένου να διευκολύνεται η διεξαγωγή αποδείξεων, εφόσον συνάδουν προς τον παρόντα κανονισμό. 3. Τα κράτη μέλη αποστέλλουν στην Επιτροπή: α) το αργότερο την 1η Ιουλίου 2003 αντίγραφο των συμφωνιών ή συμβάσεων που διατηρούνται μεταξύ των κρατών μελών που αναφέρονται στην παράγραφο 2· β) αντίγραφο των συμφωνιών ή συμβάσεων που συνάπτουν μεταξύ τους, σύμφωνα με την παράγραφο 2, καθώς και το σχέδιο των συμφωνιών ή συμβάσεων που προτίθενται να συνάψουν και γ) κάθε καταγγελία ή τροποποίηση των εν λόγω συμφωνιών ή συμβάσεων. Άρθρο 22 Ανακοινώσεις Το αργότερο την 1η Ιουλίου 2003 κάθε κράτος μέλος ανακοινώνει στην Επιτροπή τα ακόλουθα: α) τον κατάλογο, σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 2, στον οποίο δηλώνεται η κατά τόπον και, ενδεχομένως, η ειδική αρμοδιότητα των δικαστηρίων· β) το όνομα και τη διεύθυνση των κεντρικών οργάνων και αρμοδίων αρχών σύμφωνα με το άρθρο 3, καθώς και την κατά τόπον αρμοδιότητά τους· γ) τα τεχνικά μέσα, τα οποία διαθέτουν για την παραλαβή παραγγελίας τα δικαστήρια που μνημονεύονται στον κατάλογο κατά το άρθρο 2 παράγραφος 2· δ) τις γλώσσες που επιτρέπονται για τη σύνταξη της παραγγελίας, όπως αναφέρονται στο άρθρο 5. Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή οποιαδήποτε μεταγενέστερη τροποποίηση των στοιχείων αυτών. Άρθρο 23 Επανεξέταση Το αργότερο την 1η Ιανουαρίου 2007 και ακολούθως ανά πενταετία, η Επιτροπή υποβάλλει, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο και στην Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή, έκθεση σχετικά με την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, μεριμνώντας ιδίως για την πρακτική εφαρμογή του άρθρου 3 παράγραφος 1 στοιχείο γ) και παράγραφος 3 και των άρθρων 17 και 18. Άρθρο 24 Έναρξη ισχύος 1. Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την 1η Ιουλίου 2001. 2. Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται από την 1η Ιανουαρίου 2004, εκτός από τα άρθρα 19, 21 και 22, τα οποία εφαρμόζονται από την 1η Ιουλίου 2001. Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα στα κράτη μέλη σύμφωνα με τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Βρυξέλλες, 28 Μαΐου 2001. Για το Συμβούλιο Ο Πρόεδρος T. BODSTRÖM (1) ΕΕ C 314 της 3.11.2000, σ. 2. (2) Γνώμη που διατυπώθηκε στις 14 Μαρτίου 2001 (δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα). (3) Γνώμη που διατυπώθηκε στις 28 Φεβρουαρίου 2001 (δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα). (4) ΕΕ L 160 της 30.6.2000, σ. 37. (5) ΕΕ L 281 της 23.11.1995, σ. 31. (6) ΕΕ L 24 της 30.1.1998, σ. 1. (7) ΕΕ L 184 της 17.7.1999, σ. 23. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ >PIC FILE= "L_2001174EL.000902.EPS"> >PIC FILE= "L_2001174EL.001001.EPS"> >PIC FILE= "L_2001174EL.001101.EPS"> >PIC FILE= "L_2001174EL.001201.EPS"> >PIC FILE= "L_2001174EL.001301.EPS"> >PIC FILE= "L_2001174EL.001401.EPS"> >PIC FILE= "L_2001174EL.001501.EPS"> >PIC FILE= "L_2001174EL.001601.EPS"> >PIC FILE= "L_2001174EL.001701.EPS"> >PIC FILE= "L_2001174EL.001801.EPS"> >PIC FILE= "L_2001174EL.001901.EPS"> >PIC FILE= "L_2001174EL.002001.EPS"> >PIC FILE= "L_2001174EL.002101.EPS"> >PIC FILE= "L_2001174EL.002201.EPS"> >PIC FILE= "L_2001174EL.002301.EPS"> >PIC FILE= "L_2001174EL.002401.EPS">