Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 31993R2847

Κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 2847/93 του Συμβουλίου της 12ης Οκτωβρίου 1993 για τη θέσπιση συστήματος ελέγχου της κοινής αλιευτικής πολιτικής

ΕΕ L 261 της 20.10.1993, p. 1–16 (ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT)

Το έγγραφο αυτό έχει δημοσιευτεί σε ειδική έκδοση (FI, SV, CS, ET, LV, LT, HU, MT, PL, SK, SL, BG, RO)

Legal status of the document No longer in force

ELI: http://data.europa.eu/eli/reg/1993/2847/oj

31993R2847

Κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 2847/93 του Συμβουλίου της 12ης Οκτωβρίου 1993 για τη θέσπιση συστήματος ελέγχου της κοινής αλιευτικής πολιτικής

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 261 της 20/10/1993 σ. 0001 - 0016
Φινλανδική ειδική έκδοση: Κεφάλαιο 4 τόμος 5 σ. 0118
Σουηδική ειδική έκδοση: Κεφάλαιο 4 τόμος 5 σ. 0118


ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΟΚ) αριθ. 2847/93 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 12ης Οκτωβρίου 1993 για τη θέσπιση συστήματος ελέγχου της κοινής αλιευτικής πολιτικής

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 43,

την πρόταση της Επιτροπής (1),

τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (2),

τη γνώμη της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (3),

Εκτιμώντας:

ότι, σύμφωνα με το άρθρο 12 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 3760/92 του Συμβουλίου για τη θέσπιση κοινοτικού καθεστώτος για την αλιεία και την υδατοκαλλιέργεια (4), το Συμβούλιο θεσπίζει κοινοτικό σύστημα ελέγχου 7

ότι η επιτυχία της κοινής αλιευτικής πολιτικής εξαρτάται από την εφαρμογή ενός αποτελεσματικού συστήματος ελέγχου που θα καλύπτει όλες τις πτυχές της πολιτικής αυτής 7

ότι, για να επιτύχει το στόχο του, το σύστημα αυτό πρέπει να περιλαμβάνει κανόνες για την πάρακολούθηση των μέτρων διατήρησης και διαχείρισης των πόρων, των διαρθρωτικών μέτρων και των μέτρων που αφορούν την κοινή οργάνωση της αγοράς, καθώς και ορισμένες διατάξεις για την αντιμετώπιση της μη εφαρμογής των μέτρων αυτών που να εφαρμόζονται σε ολόκληρο τον αλιευτικό τομέα, από τον παραγωγό μέχρι τον καταναλωτή 7

ότι το σύστημα αυτό μπορεί να επιτύχει το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα μόνον εάν ο σχετικός τομέας αναγνωρίσει ότι είναι δικαιολογημένο 7

ότι ο έλεγχος αποτελεί, κατά πρώτο και κύριο λόγο, ευθύνη των κρατών μελών 7 ότι η Επιτροπή θα πρέπει επίσης να εξασφαλίσει ότι τα κράτη μέλη παρακολουθούν τις παραβάσεις κατά δίκαιο τρόπο 7 ότι, κατά συνέπεια, πρέπει να διατεθούν στην Επιτροπή τα οικονομικά, νομικά και νομοθετικά μέσα που θα της επιτρέψουν να εκτελέσει το έργο αυτό κατά τον αποτελεσματικότερο δυνατό τρόπο 7

ότι η πείρα, από την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2241/87 του Συμβουλίου της 23ης Ιουλίου 1987 για τη θέσπιση ορισμένων μέτρων ελέγχου των αλιευτικών δραστηριοτήτων (5), όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 3483/88, απέδειξε ότι πρέπει να ενισχυθεί ο έλεγχος της εφαρμογής των κανόνων διατήρησης των αλιευτικών πόρων 7

ότι η τήρηση των μέτρων διατήρησης και διαχείρισης πόρων συνεπάγεται αυξημένη αίσθηση ευθύνης εκ μέρους όλων των επιχειρήσεων του αλιευτικού τομέα 7

ότι η πολιτική διαχείρισης των αλιευτικών πόρων, η οποία βασίζεται ιδίως στα σύνολα επιτρεπόμενων αλιευμάτων (TAC) και στις ποσοστώσεις και τα τεχνικά μέτρα, πρέπει να συμπληρωθεί με τη διαχείριση της αλιευτικής προσπάθειας, γεγονός που συνεπάγεται παρακολούθηση των αλιευτικών δραστηριοτήτων και του αλιευτικού δυναμικού 7

ότι, για να εξασφαλιστεί ότι όλα τα αλιεύματα και εκφορτώσεις υπό επιτήρηση, τα κράτη μέλη πρέπει να παρακολουθούν, σε όλα τα θαλάσσια ύδατα, τις αλιευτικές δραστηριότητες των κοινοτικών σκαφών και όλες τις συναφείς δραστηριότητες, ώστε να επιτρέπουν να επαληθεύεται η εφαρμογή των κανόνων της κοινής αλιετικής πολιτικής 7

ότι είναι πρωταρχικής σημασίας να συνεργάζονται τα κράτη μέλη στο επιχειρησιακό επίπεδο κατά τις επιθεωρήσεις των αλιευτικών δραστηριοτήτων κατά θάλασσα ούτως ώστε να καταστεί δυνατή η αποτελεσματική και οικονομικώς δικαιολογημένη επιθεώρηση, ιδίως των εργασιών που εκτελούνται σε ύδατα εκτός της δικαιοδοσίας ή της κυριαρχίας ενός κράτους μέλους 7

ότι, για την εφαρμογή της κοινής αλιευτικής πολιτικής, απαιτούνται μέτρα για την παρακολούθηση των σκαφών που φέρουν σημαία τρίτης χώρας και βρίσκονται στα κοινοτικά ύδατα, ιδίως δε ένα σύστημα κοινοποίησης των κινήσεών τους και των ειδών επί του σκάφους, χωρίς να θίγουν το δικαίωμα αβλαβούς διέλευσης από τα χωρικά ύδατα και την ελευθερία ναυσιπλοίας στην αλιευτική ζώνη των 200 μιλίων 7

ότι η εκτέλεση πειραματικών σχεδίων από τα κράτη μέλη, σε συνεργασία με την Επιτροπή, τα οποία μπορούν να εφαρμοστούν σε ορισμένες κατηγορίες σκαφών, θα επιτρέψει στο Συμβούλιο να αποφασίσει πριν από την 1η Ιανουαρίου 1996 το κατά πόσον πρέπει να υλοποιηθεί ένα σύστημα παρακολούθησης μέσω δορυφόρου ή ένα άλλο σύστημα 7

ότι η διαχείριση των αλιευτικών πόρων με τον καθορισμό TAC προϋποθέτει λεπτομερή γνώση της σύνθεσης των αλιευμάτων 7 ότι η γνώση αυτή μπορεί να είναι εξίσου απαραίτητη και για τις άλλες διαδικασίες που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 3760/92 7 ότι αυτό συνεπάγεται την τήρηση ημερολογίου πλοίου από κάθε πλοίαρχο αλιευτικού σκάφους 7

ότι το κράτος μέλος εκφόρτωσης πρέπει να είναι σε θέση να παρακολουθεί τις εκφορτώσεις στο έδαφός του και, προς το σκοπό αυτό, τα αλιευτικά σκάφη που είναι νηολογημένα σε άλλα κράτη μέλη ενδείκνυται να κοινοποιούν στο κράτος μέλος εκφόρτωσης της πρόθεσή τους να εκφορτώσουν στο έδαφός του 7

ότι, κατά την εκφόρτωση, πρέπει οπωσδήποτε να διευκρινίζονται και να επαληθεύονται τα στοιχεία των ημερολογίων πλοίου 7 ότι, για το σκοπό αυτό, τα πρόσωπα που συμμετέχουν στην εκφόρτωση και την εμπορία των αλιευμάτων πρέπει να δηλώνουν τις ποσότητες που εκφορτώνονται, μεταφορτώνονται, διατίθενται προς πώληση ή αγοράζονται 7

ότι, προκειμένου να παρέχονται απαλλαγές από την υποχρέωση τήρησης ημερολογίου πλοίου ή συμπλήρωσης δήλωσης εκφόρτωσης από μικρά αλιευτικά σκάφη για τα οποία η υποχρέωση αυτή θα συνιστούσε δυσανάλογο βάρος συγκριτικά με την αλιευτική τους ικανότητα, κάθε κράτος μέλος πρέπει να παρακολουθεί τις δραστηριότητες των σκαφών αυτών μέσω δειγματοληπτικών ελέγχων 7

ότι, για να εξασφαλίζεται η τήρηση των κοινοτικών μέτρων, διατήρησης και εμπορικών, όλα τα αλιευτικά προϊόντα που εκφορτώνονται ή εισάγονται στην Κοινότητα πρέπει να συνοδεύονται, μέχρι του σημείου της πρώτης πώλησης, από φορτωτική στην οποία δηλώνεται η προέλευσή τους 7

ότι η διαχείριση των περιορισμών στα αλιεύματα πρέπει να γίνεται σε επίπεδο τόσο των κρατών μελών όσο και Κοινότητας μέσω ηλεκτρονικού υπολογιστή 7 ότι τα κράτη μέλη πρέπει να καταγράφουν όλες τις εκφορτώσεις και να τις κοινοποιούν ηλεκτρονικώς στην Επιτροπή 7 ότι, συνεπώς πρέπει να προβλέπονται απαλλαγές από την υποχρέωση αυτή σε περίπτωση εκφόρτωσης μικρών ποσοτήτων, των οποίων η ηλεκτρονική κοινοποίηση θα αποτελούσε δυσανάλογο διοικητικό και οικονομικό βάρος για τις αρχές των κρατών μελών 7

ότι, για να εξασφαλιστεί η διατήρηση και η διαχείριση όλων των εκμεταλλευόμενων πόρων, οι διατάξεις που αφορούν το ημερολόγιο πλοίου, τις δηλώσεις εκφόρτωσης και πώλησης και τα στοιχεία μεταφόρτωσης και καταγραφής των αλιευμάτων μπορούν να επεκταθούν ώστε να καλύπτουν αποθέματα που δεν υπόκεινται σε TAC ή ποσόστωση 7

ότι τα κράτη μέλη πρέπει να ενημερώνονται για τα αποτελέσματα των δραστηριοτήτων των σκαφών τους σε ύδατα που υπάγονται στη δικαιοδοσία τρίτων χωρών ή σε διεθνή ύδατα 7 ότι, συνεπώς, οι πλοίαρχοι των σκαφών αυτών πρέπει να υπόκεινται στις υποχρεώσεις περί το ημερολόγιο πλοίου και τις δηλώσεις εκφόρτωσης και μεταφόρτωσης 7 ότι τα στοιχεία που συλλέγονται από τα κράτη μέλη πρέπει να κοινοποιούνται στην Επιτροπή 7

ότι η διαχείριση της συλλογής και επεξεργασίας των στοιχείων απαιτεί τη δημιουργία ηλεκτρονικών βάσεων δεδομένων που να επιτρέπουν ιδίως την αντιπαραβολή των στοιχείων 7 ότι, συνεπώς, η Επιτροπή και το προσωπικό της πρέπει να έχουν ηλεκτρονική πρόσβαση σ' αυτές τις βάσεις δεδομένων προκειμένου να επαληθεύουν τα στοιχεία 7

ότι η τήρηση των διατάξεων που αφορούν τη χρησιμοποίηση αλιευτικών εργαλείων δεν μπορεί να εξασφαλιστεί σωστά όταν φέρονται επί του σκάφους δίχτυα διαφόρων μεγεθών, εκτός εάν υπόκεινται σε πρόσθετα μέτρα ελέγχου 7 ότι, για συγκεκριμένους τύπους αλιείας, ενδέχεται να χρειαστούν ειδικοί κανόνες, όπως ο κανόνας ενιαίου διχτύου 7

ότι, όταν η ποσόστωση ενός κράτους μέλους έχει εξαντληθεί ή όταν το ίδιο το TAC έχει εξαντληθεί, η αλιεία πρέπει να απαγορεύεται με απόφαση της Επιτροπής 7

ότι είναι απαραίτητο να αποζημιώνεται το κράτος που δεν έχει εξαντλήσει την ποσόστωσή του, την παραχωρηθείσα ποσότητα ή το μερίδιό του από ένα απόθεμα ή ομάδα αποθεμάτων όταν έχει απαγορευθεί η αλίευση λόγω εξάντηλης ενός TAC 7 ότι, προς το σκοπό αυτό, πρέπει να θεσπιστεί σύστημα αποζημίωσης 7

ότι, στις περιπτώσεις που παραβιάζεται ο παρών κανονισμός από τους υπεύθυνους των αλιευτικών σκαφών, τα σκάφη αυτά πρέπει να υπάγονται σε πρόσθετα μέτρα ελέγχου για λόγους διατήρησης 7

ότι, για την εξασφάλιση αποτελεσματικής διαχείρισης των θεσπιζόμενων μέτρων, πρέπει να προβλέπονται μηχανισμοί δηλώσεων σύμφωνα με τους στόχους και στρατηγικές διαχείρισης του άρθρου 8 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 3760/92, οι οποίοι θα εφαρμόζονται στο κράτος μέλος που έχει υπερβεί την ποσόστωσή του 7

ότι ένας από τους κύριους στόχους της κοινής αλιευτικής πολιτικής είναι η προσαρμογή του αλιευτικού δυναμικού στους διαθέσιμους πόρους 7 ότι το άρθρο 11 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 3760/92 για τη θέσπιση κοινοτικού καθεστώτος για την αλιεία και την υδατοκαλλιέργεια ορίζει ότι είναι καθήκον του Συμβουλίου να καθορίζει τους στόχους και τις στρατηγικές για την αναδιάρθρωση της αλιευτικής προσπάθειας 7 ότι πρέπει επίσης να εξασφαλιστεί η τήρηση των μέτρων της κοινής οργάνωσης της αγοράς, ιδίως από τα πρόσωπα στα οποία εφαρμόζονται τα μέτρα αυτά 7 ότι, κατά συνέπεια, πλην των οικονομικών ελέγχων που προβλέπονται από τους κοινοτικούς κανόνες, έχει ζωτική σημασία να διενεργεί κάθε κράτος μέλος και τεχνικούς ελέγχους για να εξασφαλίζει ότι τηρούνται οι διατάξεις που θεσπίζει το Συμβούλιο 7

ότι πρέπει να θεσπιστούν γενικοί κανόνες που να επιτρέπουν στους κοινοτικούς επιθεωρητές, οι οποίοι ορίζονται από την Επιτροπή, να εξασφαλίζουν την ομοιόμορφη εφαρμογή των κοινοτικών κανόνων και να επαληθεύουν τους ελέγχους που διενεργούν οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών 7

ότι, για τη διασφάλιση της αντικειμενικότητας των εξακριβώσεων, είναι σημαντικό να μπορούν, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, οι κοινοτικοί επιθεωρητές να εκτελούν απροειδοποίητες και ανεξάρτητες αποστολές προκειμένου να επαληθεύσουν τους ελέγχους που διενεργούν οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών 7 ότι οι αποστολές αυτές δεν πρέπει, σε καμιά περίπτωση, να συνεπάγονται έλεγχο ιδιωτών 7

ότι η αντιμετώπιση των παραβάσεων μπορεί να διαφέρει από ένα κράτος μέλος στο άλλο, δημιουργώντας αίσθημα αδικίας στους αλιείς 7 ότι η έλλειψη αποτρεπτικών κυρώσεων σε ορισμένα κράτη μέλη μειώνει την αποτελεσματικότητα των ελέγχων και ότι, τα κράτη μέλη πρέπει επομένως να λάβουν, χωρίς διακρίσεις όλα τα αναγκαία μέτρα για την πρόληψη και τη δίωξη των παρατυπιών, ιδίως θεσπίζοντας ένα πλέγμα κυρώσεων που όντως εμποδίζει τους παραβάτες να αποκομίζουν οικονομικά οφέλη από την παράβασή τους 7

ότι η δυνατότητα του κράτους μέλους της σημαίας να εξασφαλίζει την τήρηση των κανόνων για τη διατήρηση και τη διαχείριση των αλιευτικών πόρων εξασθενεί όταν το κράτος μέλος εκφόρτωσης δεν διώκει αποτελεσματικά τις παρατυπίες 7 ότι, κατά συνέπεια, πρέπει να προβλεφθεί ότι τα παράνομα αλιεύματα καταλογίζονται στην ποσόστωση του κράτους μέλους εκφόρτωσης στην περίπτωση που το κράτος μέλος αυτό δεν κινεί αποτελεσματικές δικαστικές διαδικασίες 7

ότι τα κράτη μέλη πρέπει να αναφέρουν τακτικά στην Επιτροπή τις επιθεωρήσεις τους και τα μέτρα που λαμβάνουν για τις παραβάσεις των κοινοτικών μέτρων 7

ότι πρέπει να τεθούν λεπτομερείς κανόνες για την εφαρμογή ορισμένων μέτρων που θεσπίζονται με τον παρόντα κανονισμό 7

ότι πρέπει να διασφαλίζεται το απόρρητο των στοιχείων που συλλέγονται δυνάμει του παρόντος κανονισμού 7

ότι ο παρών κανονισμός δεν πρέπει να θίξει τις εθνικές διατάξεις περί ελέγχου οι οποίες, μολονότι εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του, υπερβαίνουν τις στοιχειώδεις διατάξεις του, υπό την προϋπόθεση ωστόσο ότι οι εθνικές αυτές διατάξεις είναι σύμφωνες προς το κοινοτικό δίκαιο 7

ότι, ο κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 2241/87 πρέπει να καταργηθεί, πλην του άρθρου 5 το οποίο θα εξακολουθεί να ισχύει μέχρις ότου θεσπιστούν οι κατάλογοι του άρθρου 6 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού 7

ότι πρέπει να προβλεφθεί μεταβατική περίοδος για την εφαρμογή ορισμένων ειδικών διατάξεων, προκειμένου να δοθεί η δυνατότητα στις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών, να θεσπίζουν και να προσαρμόσουν τις διαδικασίες τους στις απαιτήσεις του νέου κανονισμού 7

ότι οι διατάξεις ορισμένων άρθρων, στο μέτρο που αφορούν αλιευτικές δραστηριότητες στη Μεσόγειο, όπου δεν εφαρμόζονται ακόμη πλήρως η Κοινή Αλιευτική Πολιτική, θα τεθούν σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 1999,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

1. Για να εξασφαλιστεί η τήρηση των κανόνων της κοινής αλιευτικής πολιτικής, θεσπίζεται κοινοτικό σύστημα το οποίο περιλαμβάνει ιδίως διατάξεις για την τεχνική παρακολούθηση των:

- μέτρων διατήρησης και διατήρησης των πόρων,

- διαρθρωτικών μέτρων,

- μέτρων κοινής οργάνωσης της αγοράς,

καθώς και ορισμένες διατάξεις για την αποτελεσματικότητα των κυρώσεων που πρέπει να εφαρμόζονται σε περίπτωση που δεν τηρούνται τα προαναφερόμενα μέτρα.

2. Προς το σκοπό αυτό, κάθε κράτος μέλος θεσπίζει, σύμφωνα με τους κοινοτικούς κανόνες, κατάλληλα μέτρα για να εξασφαλίζει την αποτελεσματικότητα του συστήματος και θέτει στη διάθεση των αρμοδίων αρχών του επαρκή μέσα ώστε να μπορούν να ασκούν τα επιθεωρητικά και ελεγκτικά καθήκοντά τους όπως ορίζονται στον παρόντα κανονισμό.

3. Το σύστημα εφαρμόζεται σε όλες τις αλιευτικές δραστηριότητες και σε όλες τις συναφείς δραστηριότητες οι οποίες ασκούνται στο έδαφος και στα θαλάσσια ύδατα που υπάγονται στην κυριαρχία ή τη δικαιοδοσία των κρατών μελών, συμπεριλαμβανομένων των δραστηριοτήτων των σκαφών που φέρουν τη σημαία τρίτης χώρας ή είναι νηολογημένα σε τρίτη χώρα, με την επιφύλαξη του δικαιώματος αβλαβούς διελεύσεως δια των χωρικών υδάτων, καθώς και της ελεύθερης ναυσηπλοΐας στην αποκλειστική αλιευτική ζώνη των 200 μιλίων 7 το σύστημα εφαρμόζεται επίσης στις δραστηριότητες των κοινοτικών αλιευτικών σκαφών στα ύδατα χωρών μη μελών και στην ανοικτή θάλασσα, με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων αλιευτικών συμφωνιών μεταξύ της Κοινότητας και τρίτων χωρών ή διεθνών συμβάσεων, των οποίων η Κοινότητα είναι συμβαλλόμενο μέρος.

ΤΙΤΛΟΣ Ι

Επιθεώρηση και παρακολούθηση των αλιευτικών σκαφών και των δραστηριοτήτων τους

Άρθρο 2

1. Για να εξασφαλιστεί η τήρηση όλων των κανόνων που ισχύουν και αφορούν τα μέτρα διατήρησης και ελέγχου, κάθε κράτος μέλος παρακολουθεί, στο έδαφός του και στα θαλάσσια ύδατα που υπάγονται στην κυριαρχία ή τη δικαιοδοσία του, την αλιευτική δραστηριότητα και τις συναφείς δραστηριότητες. Τα κράτη μέλη επιθεωρούν τα αλιευτικά σκάφη και ερευνούν όλες τις δραστηριότητες, προς εξακρίβωση της εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, συμπεριλαμβανομένων των δραστηριοτήτων εκφόρτωσης, πώλησης, μεταφοράς και αποθήκευσης ψαριών και καταγραφής των εκφορτώσεων και των πωλήσεων.

2. Στα αλιευτικά σκάφη που επιτρέπεται να ασκούν αλιευτικές δραστηριότητες, φέρουν τη σημαία τρίτης χώρας και πλέουν στα θαλάσσια ύδατα που υπάγονται στην κυριαρχία ή τη δικαιοδοσία ενός κράτους μέλους, εφαρμόζεται σύστημα κοινοποίησης των κινήσεων και των επί του σκάφους αλιευμάτων.

Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή τα μέτρα που λαμβάνουν για να εξασφαλίζουν την τήρηση των διαδικασιών αυτών.

3. Κάθε κράτος μέλος παρακολουθεί, εκτός της κοινοτικής αλιευτικής ζώνης, τις δραστηριότητες των σκαφών του στις περιπτώσεις που η παρακολούθηση αυτή απαιτείται για να εξασφαλιστεί η συμμόρφωση προς τους κοινοτικούς κανόνες που ισχύουν στα ύδατα αυτά.

4. Για να εξασφαλιστεί η κατά το δυνατόν αποτελεσματικότερη και οικονομικότερη επιθεώρηση, τα κράτη μέλη συντονίζουν τις εναλλακτικές δραστηριότητές τους. Για το σκοπό αυτό, τα κράτη μέλη μπορούν να καταρτίζουν κοινά προγράμματα επιθεώρησης που να τους επιτρέπουν να επιθεωρούν τα κοινοτικά αλιευτικά σκάφη στα ύδατα τα οποία αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 3. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν μέτρα που επιτρέπουν στις αρμόδιες αρχές τους και την Επιτροπή να αλληλοενημερώνονται τακτικά για την κτηθείσα πείρα.

Άρθρο 3

1. Για να βελτιωθεί η αποτελεσματικότητα της παρακολούθησης των αλιευτικών δραστηριοτήτων, το Συμβούλιο αποφασίζει, πριν από την 1η Ιανουαρίου 1996, με τη διαδικασία του άρθρου 43 της Συνθήκης, εάν, μέχρι ποίου σημείου και πότε θα καθιερωθεί σύστημα συνεχούς εντοπισμού των κοινοτικών αλιευτικών σκαφών, το οποίο θα βασίζεται είτε σε χερσαίους είτε σε δορυφορικούς σταθμούς και θα χρησιμοποιεί δορυφορική μεταβίβαση δεδομένων.

2. Προκειμένου να εκτιμηθεί η τεχνολογία που θα χρησιμοποιηθεί και τα σκάφη που θα εντάσσονται στο παραπάνω σύστημα, τα κράτη μέλη, σε συνεργασία με την Επιτροπή, εκτελούν πειραματικά σχέδια πριν από τις 30 Ιουνίου 1995. Για το σκοπό αυτό, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν την εγκατάσταση, για ορισμένες κατηγορίες κοινοτικών αλιευτικών σκαφών, συστήματος συνεχούς εντοπισμού, το οποίο βασίζεται σε χερσαίους ή σε δορυφορικούς σταθμούς και χρησιμοποιεί δορυφορική μεταβίβαση δεδομένων.

Τα κράτη μέλη μπορούν να πραγματοποιούν ταυτόχρονα πειραματικά σχέδια προκειμένου να εκτιμήσουν τη χρησιμοποίηση αυτόματων καταγραφέων της θέσης των σκαφών.

3. Κατά την εκτέλεση των πειραματικών σχεδίων που αναφέρονται στην παράγραφο 2, το κράτος μέλος, του οποίου τη σημαία φέρει ή στο οποίο είναι νηολογημένο ένα σκάφος, λαμβάνει τα μέτρα που απαιτούνται για να εξασφαλίζει ότι τα δεδομένα που μεταβιβάζονται από ή προς τα αλιευτικά του σκάφη καταγράφονται σε μορφή ηλεκτρονικώς αναγνώσιμη, ανεξάρτητα από τα ύδατα ή το λιμάνι όπου βρίσκεται το σκάφος αυτό.

Όταν τα αλιευτικά σκάφη βρίσκονται σε ύδατα που υπάγονται στην κυριαρχία ή τη δικαιοδοσία άλλου κράτους μέλους, το κράτος μέλος της σημαίας εξασφαλίζει την άμεση μεταβίβαση των δεδομένων αυτών στις αρμόδιες αρχές του άλλου κράτους μέλους.

4. Οι λεπτομερείς κανόνες εφαρμογής των πειραματικών σχεδίων αποφασίζονται με τη διαδικασία του άρθρου 36.

Άρθρο 4

1. Η επιθεώρηση και η παρακολούθηση που αναφέρονται στο άρθρο 2 πραγματοποιούνται από κάθε κράτος μέλος, για λογαριασμό του, μέσω συστήματος επιθεώρησης που καθορίζει.

Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που τους ανατίθεται, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι τηρούνται οι διατάξεις και τα μέτρα που αναφέρονται στο άρθρο 2. Επιπλέον, τα κράτη μέλη, εξασφαλίζουν ότι δεν γίνονται διακρίσεις όσον αφορά τους επιθεωρούμενους τομείς και σκάφη.

2. Τα πρόσωπα τα οποία είναι υπεύθυνα για τα επιθεωρούμενα αλιευτικά σκάφη, χώρους ή μεταφορικά μέσα συνεργάζονται για τη διευκόλυνση των επιθεωρήσεων που διενεργούνται σύμφωνα με την παράγραφο 1.

Άρθρο 5

Με τη διαδικασία του άρθρου 36, μπορούν να θεσπίζονται λεπτομερείς κανόνες για την εφαρμογή των άρθρων 2, 3 και 4 και ιδίως για:

α) την αναγνώριση της ταυτότητας των επισήμως οριζόμενων επιθεωρητών, των σκαφών επιθεώρησης και των λοιπών μέσων επιθεώρησης που μπορούν να χρησιμοποιούν τα κράτη μέλη 7

β) τη διαδικασία που πρέπει να τηρούν οι επιθεωρητές και οι πλοίαρχοι των αλιευτικών σκαφών, όταν ένας επιθεωρητής επιθυμεί να επιβιβαστεί σε ένα σκάφος 7

γ) τη διαδικασία που πρέπει να ακολουθούν οι επιθεωρητές επί του σκάφους για την επιθεώρηση ενός σκάφους, των εργαλείων του ή των αλιευμάτων του 7

δ) την έκθεση που πρέπει να συντάσσουν οι επιθεωρητές ύστερα από κάθε επιθεώρηση 7

ε) τη σήμανση και τα αναγνωριστικά στοιχεία των αλιευτικών σκαφών και των εργαλείων τους 7

στ) την πιστοποίηση των χαρακτηριστικών των αλιευτικών σκαφών τα οποία έχουν σχέση με τις αλιευτικές δραστηριότητες 7

ζ) την καταγραφή των δεδομένων που αφορούν τη θέση των αλιευτικών σκαφών και τη μεταβίβαση των δεδομένων αυτών στα κράτη μέλη και την Επιτροπή 7

η) το σύστημα κοινοποίησης των κινήσεων και των αλιευτικών προϊόντων που βρίσκονται επί του σκάφους, το οποίο εφαρμόζεται στα αλιευτικά σκάφη υπό τη σημαία τρίτης χώρας.

ΤΙΤΛΟΣ ΙΙ

Παρακολούθηση των αλιευμάτων

Άρθρο 6

1. Οι πλοίαρχοι των κοινοτικών αλιευτικών σκαφών που αλιεύουν ένα απόθεμα ή ομάδα αποθεμάτων τηρούν ημερολόγιο πλοίου, στο οποίο αναφέρονται οι εργασίες τους και συγκεκριμένα οι ποσότητες κάθε είδους που αλιεύεται και διατηρείται επί του σκάφους, η ημερομηνία και ο τόπος (στατιστικού τετραγώνου ICES) των αλιεύσεων αυτών και ο τύπος των χρησιμοποιούμενων εργαλείων.

2. Τα είδη που πρέπει να καταχωρούνται στο ημερολόγιο πλοίου, σύμφωνα με την παράγραφο 1, πρέπει να είναι εκείνα που υπάγονται σε σύνολο επιτρεπόμενων αλιευτικών (TAC) ή ποσοστώσεις καθώς και άλλα περιλαμβανόμενα σε καταλόγους που αποφασίζονται από το Συμβούλιο με ειδική πλειοψηφία με βάση πρόταση της Επιτροπής.

3. Οι πλοίαρχοι των κοινοτικών αλιευτικών σκαφών καταχωρούν στο ημερολόγιο του πλοίου τους τις ποσότητες που αλιεύονται εν πλω, την ημερομηνία και τον τόπο των αλιεύσεων αυτών και τα είδη που αναφέρονται στην παράγραφο 2. Οι ποσότητες που απορρίπτονται στη θάλασσα μπορούν να καταγράφονται για λόγους εκτιμήσεων.

4. Οι πλοίαρχοι των κοινοτικών αλιευτικών σκαφών απαλλάσσονται από τις απαιτήσεις των παραγράφων 1 και 3, εάν το συνολικό μήκος των σκαφών είναι κάτω των 10 μέτρων.

5. Το Συμβούλιο μπορεί να αποφασίσει, με ειδική πλειοψηφία και ύστερα από πρόταση της Επιτροπής, άλλες εξαιρέσεις πλην αυτής που αναφέρεται στην παράγραφο 4.

6. Κάθε κράτος μέλος παρακολουθεί δειγματοληπτικά τις δραστηριότητες των αλιευτικών σκαφών που απαλλάσσονται από τις υπορεώσεις των παραγράφων 4 και 5, προκειμένου να εξασφαλίζει ότι τα σκάφη αυτά τηρούν τους ισχύοντες κοινοτικούς κανόνες.

Για το σκοπό αυτό, κάθε κράτος μέλος καταρτίζει σχέδιο δειγματοληψίας και το διαβιβάζει προς έγκριση στην Επιτροπή. Τα αποτελέσματα της διενεργούμενης παρακολούθησης κοινοποιούνται τακτικά στην Επιτροπή.

7. Οι πλοίαρχοι των κοινοτικών αλιευτικών σκαφών καταγράφουν τα στοιχεία που απαιτούνται σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 3 είτε υπό μορφή ηλεκτρονικώς αναγνώσιμη είτε σε χαρτί.

8. Οι λεπτομερείς κανόνες εφαρμογής του παρόντος άρθρου θεσπίζονται με τη διαδικασία του άρθρου 36, συμπεριλαμβανομένων, σε ορισμένες ειδικές περιπτώσεις, διαφορετικών γεωγραφικών βάσεων απ' ό,τι το στατιστικό τετράγωνο ICES.

Άρθρο 7

1. Ο πλοίαρχος ενός κοινοτικού αλιευτικού σκάφους που επιθυμεί να χρησιμοποιήσει τους χώρους εκφόρτωσης ενός άλλου κράτους μέλους της σημαίας, πρέπει να κοινοποιεί τουλάχιστον δύο ώρες πριν, στις αρμόδιες αρχές αυτού του κράτους μέλους:

- τον ή τους χώρους εκφόρτωσης και τον προβλεπόμενο χρόνο άφιξης,

- τις ποσότητες κάθε είδους που θα εκφορτωθούν.

2. Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιβάλουν κατάλληλες κυρώσεις στον αναφερόμενο στην παράγραφο 1 πλοίαρχο ο οποίος δεν προβαίνει στην εν λόγω κοινοποίηση.

3. Με τη διαδικασία του άρθρου 36, η Επιτροπή μπορεί να απαλλάσσει ορισμένες κατηγορίες κοινοτικών αλιευτικών σκαφών από την υποχρέωση της παραγράφου 1 για περιορισμένη και ανανεώσιμη περίοδο ή να προβλέπει άλλη προθεσμία κοινοποίησης, λαμβάνοντας υπόψη, μεταξύ άλλων, την απόσταση μεταξύ των τόπων αλιείας, των σημείων εκφόρτωσης και των λιμένων στους οποίους τα εν λόγω σκάφη είναι νηολογημένα ή καταχωρημένα.

Άρθρο 8

1. Ύστερα από κάθε ταξίδι, ο πλοίαρχος κάθε κοινοτικού αλιευτικού σκάφους ολικού μήκους τουλάχιστον 10 μέτρων, ή ο εκπρόσωπός του, υποβάλλει δήλωση στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους όπου γίνεται η εκφόρτωση εντός 48 ωρών από την εκφόρτωση. Ο πλοίαρχος είναι υπεύθυνος για την ακρίβεια της δήλωσης, η οποία πρέπει να αναφέρει, τουλάχιστον, τις προς εκφόρτωση ποσότητες κάθε είδους που αναφέρεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 6, καθώς και την περιοχή όπου αλιεύθηκαν.

2. Το Συμβούλιο μπορεί να αποφασίσει, με ειδική πλειοψηφία και ύστερα από πρόταση της Επιτροπής, να επεκτείνει την υποχρέωση που ορίζεται στην παράγραφο 1 σε σκάφη ολικού μήκους κάτω των 10 μέτρων. Το Συμβούλιο μπορεί επίσης να αποφασίσει, με ειδική πλειοψηφία και έπειτα από πρόταση της Επιτροπής, απαλλαγές από την υποχρέωση της παραγράφου 1 για ορισμένες κατηγορίες σκαφών ολικού μήκους τουλάχιστον 10 μέτρων τα οποία επιδίδονται σε συγκεκριμένες αλιευτικές δραστηριότητες.

3. Κάθε κράτος μέλος παρακολουθεί δειγματοληπτικά τις δραστηριότητες των αλιευτικών σκαφών που απαλλάσσονται από τις υποχρεώσεις της παραγράφου 1, προκειμένου να εξασφαλίζει ότι τηρούν τους ισχύοντες κοινοτικούς κανόνες.

Για το σκοπό αυτό, κάθε κράτος μέλος καταρτίζει σχέδιο δειγματοληψίας και το διαβιβάζει στην Επιτροπή. Τα αποτελέσματα της διενεργούμενης παρακολούθησης κοινοποιούνται τακτικά στην Επιτροπή.

4. Για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου, θεσπίζονται λεπτομερείς κανόνες με τη διαδικασία του άρθρου 36.

Άρθρο 9

1. Τα κέντρα δημοπρασίας ή άλλοι οργανισμοί εξουσιοδοτημένοι από τα κράτη μέλη και αρμόδιοι για την πρώτη διάθεση στην αγορά των αλιευτικών προϊόντων τα οποία εκφορτώνονται σε ένα κράτος μέλος υποβάλλουν, κατά την πρώτη πώληση, δήλωση πωλήσεως, για την ακρίβεια της οποίας είναι υπεύθυνοι οι προαναφερόμενοι οργανισμοί, στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους όπου πραγματοποιείται η πρώτη διάθεση στην αγορά. Η ευθύνη αυτή περιορίζεται στα στοιχεία που απαιτούνται σύμφωνα με την παράγραφο 3.

2. Εάν η πρώτη διάθεση στην αγορά αλιευτικών προϊόντων που εκφορτώνονται σε ένα κράτος μέλος πραγματοποιείται με τρόπο διαφορετικό από εκείνον που ορίζεται στην παράγραφο 1, ο αγοραστής δεν μπορεί να μετακινήσει τα αλιευτικά προϊόντα που έχουν εκφορτωθεί, πριν υποβληθεί δήλωση πωλήσεως στις αρμόδιες αρχές ή άλλους εξουσιοδοτημένους οργανισμούς του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου εκτελείται η πράξη αυτή. Ο αγοραστής είναι υπεύθυνος για την ακρίβεια των στοιχείων που αναφέρονται στην παράγραφο 3 και περιλαμβάνονται στη δήλωση πωλήσεως.

3. Οι δηλώσεις πωλήσεων που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 περιέχουν τουλάχιστον τα ακόλουθα στοιχεία:

- για όλα τα είδη, κατά περίπτωση, το ατομικό μέγεθος ή βάρος, την ποιότητα, την παρουσίαση και τη φρεσκάδα,

- την τιμή και την ποσότητα κατά την πρώτη πώληση για κάθε είδος και, κατά περίπτωση, με βάση το ατομικό μέγεθος ή βάρος, την ποιότητα, την παρουσίαση και τη φρεσκάδα,

- ενδεχομένως, τον προορισμό των προϊόντων που αποσύρονται από την αγορά (παραπροϊόντα, ανθρώπινη κατανάλωση, μεταφορά),

- το όνομα και του αγοραστή και του πωλητή,

- τον τόπο και την ημερομηνία της πώλησης.

4. Οι εν λόγω δηλώσεις πωλήσεων συμπληρώνονται και διαβιβάζονται σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο του κράτους μέλους εκφόρτωσης, με τέτοιο τρόπο και με τέτοιους όρους πώλησης ώστε να περιλαμβάνουν τα ακόλουθα στοιχεία:

- τα εξωτερικά αναγνωριστικά στοιχεία και το όνομα του αλιευτικού σκάφους που εκφόρτωσε τα εν λόγω προϊόντα,

- το όνομα του πλοιοκτήτη ή του πλοιάρχου,

- το λιμάνι και την ημερομηνία εκφόρτωσης.

5. Οι δηλώσεις πωλήσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 διαβιβάζονται είτε ηλεκτρονικώς είτε σε χαρτί εντός 48 ωρών από την πώληση στην αρμόδια αρχή ή άλλους οργανισμούς εξουσιοδοτημένους από το κράτος μέλος.

6. Οι αρμόδιες αρχές κρατούν αντίγραφο των δηλώσεων πωλήσεως επί ένα έτος, αρχής γενομένης από το έτος που ακολουθεί το έτος καταγραφής των στοιχείων που υποβάλλονται στις αρμόδιες αρχές.

7. Με τη διαδικασία του άρθρου 36, η Επιτροπή μπορεί να χορηγήσει απαλλαγή από την υποχρέωση υποβολής δήλωσης πώλησης, στις αρμόδιες αρχές ή σε άλλους οργανισμούς εξουσιοδοτημένους από το κράτος μέλος, προκειμένου περί αλιευτικών προϊόντων που εκφορτώνονται από ορισμένες κατηγορίες κοινοτικών σκαφών ολικού μήκους κάτω των 10 μέτρων.

Οι απαλλαγές αυτές είναι δυνατόν να χορηγούνται μόνον εφόσον το οικείο κράτος μέλος έχει εγκαταστήσει αποδεκτό σύστημα παρακολούθησης.

8. Οι αγοραστές προϊόντων τα οποία, στη συνέχεια, δεν διατίθενται στην αγορά, αλλά χρησιμοποιούνται μόνον για ιδιωτική κατανάλωση, απαλλάσσονται από τις υποχρεώσεις της παραγράφου 2.

9. Για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου θεσπίζονται λεπτομερείς κανόνες με τη διαδικασία του άρθρου 36.

Άρθρο 10

1. α) Τα αλιευτικά σκάφη που φέρουν τη σημαία ή είναι νηολογημένα σε τρίτη χώρα και στα οποία επιτρέπεται να ασκούν αλιευτικές δραστηριότητες στα θαλάσσια ύδατα που υπάγονται στην κυριαρχία ή τη δικαιοδοσία ενός κράτους μέλους τηρούν ημερολόγιο πλοίου με τα στοιχεία που αναφέρονται στο άρθρο 6 7

β) κάθε κράτος μέλος μεριμνά ώστε ο πλοίαρχος ενός αλιευτικού σκάφους που φέρει τη σημαία τρίτης χώρας ή είναι νηολογημένο σε τρίτη χώρα, ή ο εκπρόσωπός του, να υποβάλλει, κατά την εκφόρτωση, στις αρχές του κράτους μέλους, του οποίου χρησιμοποιεί τις εγκαταστάσεις εκφόρτωσης, δήλωση, για την ακρίβεια της οποίας υπεύθυνος είναι ο πλοίαρχος ή ο εκπρόσωπός του, και στην οποία αναφέρονται οι ποσότητες που έχουν εκφορτωθεί και η ημερομηνία και ο τόπος κάθε αλίευσης 7

γ) ο πλοίαρχος αλιευτικού σκάφους που φέρει τη σημαία τρίτης χώρας ή είναι νηολογημένο σε τρίτη χώρα πρέπει να ειδοποιεί τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους του οποίου επιθυμεί να χρησιμοποιήσει τις εγκαταστάσεις εκφόρτωσης τουλάχιστον 72 ώρες πριν από το χρόνο άφιξής του στο λιμάνι εκφόρτωσης.

Ο πλοίαρχος δεν μπορεί να πραγματοποιήσει εργασίες εκφόρτωσης εάν οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους δεν επιβεβαιώσουν ότι έλαβαν την προειδοποίηση.

Τα κράτη μέλη καθορίζουν λεπτομερείς κανόνες εφαρμογής του προκειμένου εδαφίου, τους οποίους κοινοποιούν στην Επιτροπή.

2. Με τη διαδικασία του άρθρου 36, η Επιτροπή μπορεί να απαλλάσσει, για περιορισμένη και ανανεώσιμη περίοδο ορισμένες κατηγορίες αλιευτικών σκαφών τρίτων χωρών από την υποχρέωση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο γ) ή να προβλέπει για την προειδοποίηση άλλο χρονικό διάστημα, στο οποίο λαμβάνεται υπόψη, μεταξύ άλλων, η απόσταση μεταξύ των περιοχών αλιείας, των τόπων εκφόρτωσης και των λιμανιών στα οποία τα εν λόγω σκάφη είναι νηολογημένα ή καταχωρημένα.

3. Οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 εφαρμόζονται με την επιφύλαξη των διατάξεων των αλιευτικών σκαφών μεταξύ της Κοινότητας και ορισμένων τρίτων χωρών.

Άρθρο 11

1. Με την επιφύλαξη των άρθρων 7, 8 και 9, ο πλοίαρχος ενός κοινοτικού σκάφους ο οποίος:

- μεταφορτώνει σε άλλο σκάφος, το οποίο στο εξής καλείται «σκάφος παραλαβής», ποσότητες αλιευμάτων ενός αποθέματος ή ομάδας αποθεμάτων που υπόκεινται σε TAC ή ποσόστωση, ανεξάρτητα από τον τόπο μεταφόρτωσης, ή

- εκφορτώνει τέτοιες ποσότητες απευθείας εκτός του κοινοτικού εδάφους,

ανακοινώνει, κατά τη μεταφόρτωση ή την εκφόρτωση, στο κράτος μέλος τη σημαία του οποίου φέρει ή στο οποίο είναι νηολογημένο το σκάφος του τα είδη και τις ποσότητες τα οποία αφορά η μεταφόρτωση ή εκφόρτωση αυτή και την ημερομηνία μεταφόρτωσης ή εκφόρτωσης, καθώς και τον τόπο αλίευσης, αναφερόμενος στη μικρότερη ζώνη για την οποία έχει καθοριστεί TAC ή ποσόστωση.

2. Το αργότερο 24 ώρες πριν από την έναρξη και κατά τη λήξη μιας μεταφόρτωσης ή σειράς μεταφορτώσεων που πραγματοποιούνται σε λιμάνι ή θαλάσσια ύδατα που υπάγονται στην κυριαρχία ή τη δικαιοδοσία ενός κράτους μέλους, ο πλοίαρχος του σκάφους παραλαβής ανακοινώνει στις αρμόδιες αρχές αυτού του κράτους μέλους τις επί του σκάφους ποσότητες αλιευμάτων ενός αποθέματος ή ομάδας αποθεμάτων που υπόκειται σε TAC ή ποσόστωση.

Ο πλοίαρχος του σκάφους παραλαβής τηρεί στοιχεία για τις ποσότητες των αλιευμάτων ενός αποθέματος ή ομάδας που υπόκεινται σε TAC ή ποσόστωση τις οποίες έλαβε με μεταφόρτωση, για την ημερομηνία παραλαβής και το σκάφος που μεταφορτώνει τα αλιεύματα αυτά στο σκάφος παραλαβής. Η υποχρέωση αυτή θεωρείται ότι τηρείται όταν φυλάσσονται αντίγραφα της δήλωσης μεταφόρτωσης που υποβάλλεται σύμφωνα με τους λεπτομερείς κανόνες για την καταγραφή των στοιχείων για τα αλιεύματα των κρατών μελών.

Μετά το πέρας της μεταφόρτωσης ή σειράς μεταφορτώσεων, ο πλοίαρχος του σκάφους παραλαβής διαβιβάζει τα στοιχεία αυτά στις προαναφερόμενες αρχές εντός 24 ωρών.

Ο πλοίαρχος του σκάφους παραλαβής τηρεί επίσης στοιχεία των ποσοτήτων αλιευμάτων ενός αποθέματος ή ομάδας αποθεμάτων που υπόκειται σε TAC ή ποσόστωση οι οποίες μεταμορφώνονται από το σκάφος παραλαβής σε τρίτο σκάφος, και ενημερώνει σχετικά τις προαναφερόμενες αρμόδιες αρχές τουλάχιστον 24 ώρες πριν από τη μεταφόρτωση αυτή. Μετά τη μεταφόρτωση, ο πλοίαρχος ανακοινώνει στις προαναφερόμενες αρχές τις ποσότητες που μεταφορτώθηκαν.

Ο πλοίαρχος του σκάφους παραλαβής και του προαναφερόμενου τρίτου σκάφους επιτρέπουν στις αρμόδιες αρχές να ελέγχουν την ακρίβεια των πληροφοριών και των στοιχείων που απαιτούνται σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο.

3. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν κατάλληλα μέτρα για να ελέγχουν την ακρίβεια των πληροφοριών που λαμβάνονται δυνάμει των παραγράφων 1 και 2 και εφόσον είναι αναγκαίο, κοινοποιούν τις πληροφορίες αυτές και τα αποτελέσματα του ελέγχου στο ή στα κράτη μέλη των οποίων φέρουν τη σημαία ή στα οποία είναι νηολογημένα το σκάφος παραλαβής και το αλιευτικό σκάφος το οποίο μεταμορφώνει στο σκάφος παραλαβής.

4. Οι παράγραφοι 2 και 3 εφαρμόζονται σε σκάφος παραλαβής που φέρει τη σημαία τρίτης χώρας ή είναι νηολογημένο σε τρίτη χώρα.

Άρθρο 12

Εάν η μεταφόρτωση ή η εκφόρτωση πραγματοποιούνται τουλάχιστον 15 ημέρες μετά την αλίευση, τα στοιχεία που απαιτούνται σύμφωνα με τα άρθρα 8 και 11 υποβάλλονται στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους του οποίου τη σημαία φέρουν ή στο οποίο είναι νηολογημένα τα σκάφη το αργότερο 15 ημέρες μετά την αλίευση.

Άρθρο 13

1. Όλα τα αλειυτικά προϊόντα που εκφορτώνονται ή εισάγονται στην Κοινότητα, είτε αμεταποίητα είτε μεταποιημένα επί του σκάφους, και τα οποία μεταφέρονται σε τόπο διαφορετικό από τον τόπο εκφόρτωσης ή εισαγωγής, συνοδεύονται από έγγραφο που συντάσσεται από το μεταφορέα έως ότου πραγματοποιηθεί η πρώτη πώληση.

2. Το έγγραφο αυτό αναφέρει:

α) την προέλευση της αποστολής (όνομα σκάφους και εξωτερικά διακριτικά) 7

β) τον τόπο προορισμού της ή των αποστολών και τα στοιχεία του μεταφορικού μέσου 7

γ) τις ποσότητες ψαριών (σε χιλιόγραμμα μεταποιημένου βάρους) για κάθε μεταφερόμενο είδος, το όνομα του αποστολέα και τον τόπο και την ημερομηνία φόρτωσης.

3. Οι μεταφορείς μεριμνούν ώστε το έγγραφο που αναφέρεται στην παράγραφο 1 να περιλαμβάνει τουλάχιστον όλες τις πληροφορίες που ζητούνται στην παράγραφο 2.

4. Ο μεταφορέας απαλλάσσεται από την υποχρέωση που αναφέρεται στην παράγραφο 1, εφόσον πληρούται μία από τις παρακάτω προϋποθέσεις:

α) το έγγραφο που αναφέρεται στην παράγραφο 1 αντικαθίσταται από αντίγραφο μιας των δηλώσεων που προβλέπονται στα άρθρα 8 ή 10 σχετικά με τις μεταφερόμενες ποσότητες 7

β) το έγγραφο που αναφέρεται στην παράγραφο 1 αντικαθίσταται από αντίγραφο του εγγράφου Τ 2 Μ όπου αναφέρεται η προέλευση των μεταφερόμενων ποσοτήτων.

5. Οι αρμόδιες αρχές κράτους μέλους μπορούν να παραχωρήσουν απαλλαγές από την υποχρέωση που ορίζεται στην παράγραφο 1, εφόσον οι ποσότητες των ψαριών μεταφέρονται εντός των ορίων της ζώνης λιμανιού ή σε απόσταση μικρότερη των 20 χιλιομέτρων από το σημείο εκφόρτωσης.

6. Τα κράτη μέλη πραγματοποιούν δειγματοληπτικούς ελέγχους στο έδαφός τους για να εξακριβώσουν ότι τηρούνται οι υποχρεώσεις που καθορίζονται στο παρόν άρθρο.

7. Τα κράτη μέλη συντονίζουν τις ελεγκτικές δραστηριότητές τους προκειμένου να εξασφαλίζουν την κατά το δυνατόν αποτελεσματικότερη και οικονομικότερη επιθεώρηση. Για το σκοπό αυτό, ασκούν ιδίως εποπτεία της διακίνησης εμπορευμάτων όταν αναληφθούν ότι πρόκειται πιθανόν για πράξεις αντιβαίνουσες τους κοινοτικούς κανονισμούς.

Άρθρο 14

1. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε να καταγράφονται όλες οι εκφορτώσεις σε ένα κράτος μέλος, όπως αναφέρεται στα άρθρα 8, 9 και 10. Για το σκοπό αυτό, τα κράτη μέλη μπορούν να απαιτούν τη διεξαγωγή της πρώτης διάθεσης στην αγορά σε κέντρο δημοπρασίας.

2. Εάν η πρώτη διάθεση στην αγορά αλιευμάτων που έχουν εκφορτωθεί δεν γίνεται με δημοπρασία όπως προβλέπεται στο άρθρο 9 παράγραφος 2, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι σχετικές ποσότητες να ανακοινώνονται στα κέντρα δημοπρασίας ή σε άλλους οργανισμούς εξουσιοδοτημένους από τα κράτη μέλη.

3. Τα στοιχεία εκφορτώσεων από ορισμένες κατηγορίες σκαφών, για τα οποία ισχύουν οι παρεκκλίσεις των άρθρων 7 και 8, ή εκφορτώσεων σε λιμάνια που δεν διαθέτουν επαρκώς ανεπτυγμένη διοικητική υποδομή για την καταγραφή των εκφορτώσεων, είναι δυνατόν, ύστερα από αίτηση ενός κράτους μέλους προς την Επιτροπή, εντός 12 μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού, να εξαιρούνται από την υποχρέωση επεξεργασίας τους. Η εξαίρεση αυτή μπορεί να εγκρίνεται εάν η καταγραφή των απαιτούμενων δεδομένων θα δημιουργούσε υπερβολικές δυσκολίες στις εθνικές αρχές σε σχέση με το σύνολο των εκφορτώσεων, και εάν τα συγκεκριμένα είδη που εκφορτώνονται πωλούνται στην τοπική αγορά. Κάθε κράτος μέλος καταρτίζει κατάλογο των λιμανιών και των σκαφών για τα οποία μπορεί να γίνει η εξαίρεση αυτή και τον κοινοποιεί στην Επιτροπή.

4. Ένα κράτος μέλος στο οποίο χορηγείται η παρέκκλιση της παραγράφου 3 καταρτίζει σχέδιο δειγματοληψίας για να υπολογίζει την έκταση των σχετικών εκφορτώσεων στα οικεία λιμάνια. Πρίν εφαρμοστεί οποιαδήποτε παρέκκλιση, το σχέδιο αυτό πρέπει να εγκρίνεται από την Επιτροπή. Το κράτος μέλος διαβιβάζει τακτικά στην Επιτροπή τα αποτελέσματα των υπολογισμών του.

Άρθρο 15

1. Πριν από τις 15 κάθε μηνός, κάθε κράτος μέλος κοινοποιεί ηλεκτρονικώς στην Επιτροπή, τις ποσότητες κάθε αποθέματος ή ομάδας αποθεμάτων που υπόκεινται σε TAC ή ποσοστώσεις, οι οποίες εκφορτώθηκαν κατά τον προηγούμενο μήνα και υποβάλλει όλες τις πληροφορίες που συλλέγει δυνάμει των άρθρων 11 και 12.

Οι κοινοποιήσεις προς την Επιτροπή αναφέρουν τον τόπο αλίευσης, όπως ορίζεται στα άρθρα 6 και 8, και την ιθαγένεια των εν λόγω αλιευτικών σκαφών.

Κάθε κράτος μέλος ενημερώνει την Επιτροπή σχετικά με την πρόβλεψη κατανάλωσης της ποσόστωσης, αναφέροντας την αναμενόμενη ημερομηνία εξάντλησης ως προς τα είδη για τα οποία οι αλιεύσεις που πραγματοποιήθηκαν από αλιευτικά σκάφη που φέρουν τη σημαία του ή είναι νηολογημένα σ' αυτό θεωρείται ότι έχουν εξαντλήσει το 70 % της ποσόστωσης, της παραχωρούμενης ποσότητας ή του διαθέσιμου μεριδίου του εν λόγω κράτους μέλους.

Όταν τα αλιεύματα των αποθεμάτων ή ομάδων αποθεμάτων που υπόκεινται σε TAC ή ποσοστώσεις φθάνουν το επίπεδο του TAC ή της ποσόστωσης, τα κράτη μέλη υποβάλλουν στην Επιτροπή, ύστερα από σχετική αίτησή της, λεπτομερέστερα ή συχνότερα στοιχεία από τα οριζόμενα στην παρούσα παράγραφο.

2. Η Επιτροπή θέτει στη διάθεση των κρατών μελών, μέσω ηλεκτρονικού υπολογιστή, τις κοινοποιήσεις που λαμβάνει δυνάμει του παρόντος άρθρου.

3. Όταν η Επιτροπή διαπιστώνει ότι ένα κράτος μέλος δεν τήρησε την προθεσμία μεταβίβασης των δεδομένων για τα μηνιαία αλιεύματα, όπως ορίζεται στην παράγραφο 1, μπορεί να ορίζει μια ημερομηνία κατά την οποία, για ένα απόθεμα ή ομάδα αποθεμάτων, τα αλιεύματα που υπόκεινται σε ποσόστωση ή σε άλλη μορφή ποσοτικού περιορισμού και αλιεύονται από αλιευτικά σκάφη που φέρουν τη σημαία του ή είναι νηολογημένα σ' αυτό το κράτος μέλος, θα θεωρείται ότι έχουν εξαντλήσει το 70 % της ποσόστωσης, της παραχωρούμενης ποσότητας ή του διαθέσιμου μεριδίου του. Μπορεί επίσης να ορίζει την αναμενόμενη ημερομηνία της ποσόστωσης, της παραχωρούμενης ποσότητας ή του διαθέσιμου μεριδίου.

4. Πριν από το τέλος του πρώτου μήνα κάθε ημερολογιακού τριμήνου, κάθε κράτος μέλος κοινοποιεί ηλεκτρονικώς στην Επιτροπή τις ποσότητες αποθεμάτων, πλην εκείνων που αναφέρονται στην παράγραφο 1, οι οποίες εκφορτώθηκαν κατά το προηγούμενο τρίμηνο.

Άρθρο 16

1. Με την επιφύλαξη του άρθρου 15, τα κράτη μέλη διαβιβάζουν ύστερα από σχετική αίτηση του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους, στοιχεία για τις φορτώσεις, τις προσφορές προς πώληση ή τις μεταφορτώσεις αλιευτικών προϊόντων που πραγματοποιούνται στα λιμάνια τους ή στα ύδατα που υπάγονται στη δικαιοδοσία τους από αλιευτικά σκάφη που φέρουν τη σημαία του ή είναι νηολογημένα σ' αυτό το κράτος μέλος και αφορούν απόθεμα ή ομάδα αποθεμάτων που υπόκεινται σε ποσόστωση χορηγηθείσα σ' αυτό το κράτος μέλος.

Τα στοιχεία αυτά συνίστανται στο όνομα και τα εξωτερικά διακριτικά του εν λόγω σκάφους, στις ποσότητες ψαριών ανά απόθεμα ή ομάδα αποθεμάτων οι οποίες εκφορτώνονται, προσφέρονται προς πώληση ή μεταφορτώνονται από το σκάφος αυτό, καθώς και στην ημερομηνία και τον τόπο εκφόρτωσης, προσφοράς προς πρώτη πώληση ή μεταφόρτωση. Τα στοιχεία αυτά διαβιβάζονται εντός τεσσάρων εργάσιμων ημερών ματά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης από το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος ή εντός άλλης προθεσμίας που μπορεί να ορίζει αυτό το κράτος μέλος ή το κράτος μέλος εκφόρτωσης.

2. Ταυτόχρονα με την κοινοποίησή τους στο κράτος μέλος στο οποίο είναι νηολογημένο το σκάφος, το κράτος μέλος στο οποίο πραγματοποιήθηκε η εκφόρτωση, προσφορά προς πώληση ή μεταφόρτωση, διαβιβάζει, τα στοιχεία αυτά στην Επιτροπή ύστερα από σχετική της αίτηση.

Άρθρο 17

1. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίζουν την παρακολούθηση των αλιευμάτων ειδών που αλιεύονται από τα σκάφη τους στα ύδατα που υπάγονται στην κυριαρχία ή τη δικαιοδοσία τρίτων χωρών και στην ανοικτή θάλασσα και για να εξασφαλίζουν την εξακρίβωση και την καταγραφή των μεταφορτώσεων και των εκφορτώσεων των αλιευμάτων αυτών.

2. Τα μέτρα ελέγχου και εξακρίβωσης πρέπει να εξασφαλίζουν ότι οι πλοιοκτήτες ή/και οι πλοίαρχοι τηρούν τις ακόλουθες υποχρεώσεις:

- στα αλιευτικά σκάφη τηρείται ημερολόγιο πλοίου, στο οποίο οι πλοίαρχοι καταχωρούν τα αλιεύματά τους,

- κατά τις εκφορτώσεις που πραγματοποιούνται σε κοινοτικά λιμάνια, υποβάλλεται δήλωση εκφόρτωσης στις αρχές του κράτους μέλους εκφόρτωσης,

- τα στοιχεία κάθε μεταφόρτωσης ψαριών σε αλιευτικό σκάφος τρίτης χώρας και των εκφορτώσεων που πραγματοποιούνται απευθείας σε τρίτες χώρες κοινοποιούνται στο κράτος μέλος της σημαίας.

3. Οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 εφαρμόζονται με την επιφύλαξη των διατάξεων αλιευτικών συμφωνιών μεταξύ της Κοινότητας και τρίτων χωρών και διεθνών συμβάσεων των οποίων η Κοινότητα είναι συμβαλλόμενο μέρος.

Άρθρο 18

1. Πριν από το τέλος του πρώτου μήνα κάθε ημερολογιακού τριμήνου, τα κράτη μέλη κοινοποιούν ηλεκτρονικώς στην Επιτροπή, τις ποσότητες που αλιεύτηκαν στα ύδατα αλιείας που αναφέρονται στο άρθρο 17 και εκφορτώθηκαν κατά το προηγούμενο τρίμηνο, καθώς και όλα τα στοιχεία που συλλέγονται σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 17.

2. Για τις αλιεύσεις που πραγματοποιούνται στα ύδατα τρίτων χωρών, τα στοιχεία που κοινοποιούνται σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο 1 αναλύονται ανά τρίτη χώρα και ανά απόθεμα, με αναφορά στη μικρότερη στατιστική ζώνη που ορίζεται για το συγκεκριμένο τύπο αλιείας.

Οι αλιεύσεις που πραγματοποιούνται στην ανοικτή θάλασσα κοινοποιούνται με αναφορά στη μικρότερη στατιστική ζώνη που ορίζεται από τη Διεθνή Σύμβαση που διέπει τον τόπο αλιείας και ανά είδος ή ομάδα ειδών για όλα τα αποθέματα του συγκεκριμένου τύπου αλιείας.

3. Η Επιτροπή θέτει στη διάθεση των κρατών μελών τα στοιχεία που λαμβάνει σύμφωνα με το παρόν άρθρο, πριν από την 1η Οκτωβρίου εκάστου έτους.

Άρθρο 19

1. Για να εξασφαλιστεί η τήρηση των υποχρεώσεων που ορίζονται στα άρθρα 3, 6, 8, 9, 10, 14 και 17, κάθε κράτος μέλος θεσπίζει ένα σύστημα επικύρωσης, το οποίο περιλαμβάνει ιδίως αντιπαραβολή και εξακρίβωση των δεδομένων που προκύπτουν από τις υποχρεώσεις αυτές.

2. Για να διευκολυνθούν οι εξακριβώσεις αυτές, κάθε κράτος μέλος δημιουργεί μια ηλεκτρονική βάση δεδομένων στην οποία καταχωρούνται τα στοιχεία που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

Τα κράτη μέλη μπορούν να δημιουργούν αποκεντρωμένες βάσεις δεδομένων, υπό την προϋπόθεση ότι οι βάσεις αυτές και οι διαδικασίες συλλογής και καταχώρησης δεδομένων είναι τυποποιημένες, ώστε να εξασφαλίζεται η συμβατότητα μεταξύ τους σ' ολόκληρο το έδαφος του κράτους μέλους.

3. Εάν ένα κράτος μέλος αδυνατεί να συμμορφωθεί αμέσως προς τις απαιτήσεις της παραγράφου 2 για όλη ή μέρος αλιείας του, η Επιτροπή μπορεί, ύστερα από αίτηση του εν λόγω κράτους μέλους, να χορηγήσει μεταβατική περίοδο μέχρι τριών ετών από την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού, με τη διαδικασία του άρθρου 36.

4. Τα κράτη μέλη στα οποία χορηγούνται οι παρεκκλίσεις αυτές τηρούν, μη ηλεκτρονικά αρχεία των στοιχείων που αναφέρονται στη παράγραφο 1 επί τρία έτη και καταρτίζουν σχέδιο δειγματοληψίας, το οποίο εγκρίνει η Επιτροπή, έτσι ώστε να μπορεί να ελέγχεται επί τόπου η ακρίβεια των στοιχείων αυτών. Η Επιτροπή μπορεί αυτοδικαίως, να πραγματοποιεί επιτόπιους ελέγχους για να αξιολογεί την αποτελεσματικότητα του σχεδίου δειγματοληψίας.

5. Κατά το δωδεκάμηνο που ακολουθεί την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού, κάθε κράτος μέλος υποβάλλει στην Επιτροπή έκθεση στην οποία περιγράφεται ο τρόπος με τον οποίο συλλέγονται και επαληθεύονται τα δεδομένα και προσδιορίζεται η αξιοπιστία των δεδομένων αυτών. Η Επιτροπή, σε συνεργασία με τα κράτη μέλη, συντάσσει σύνοψη των εκθέσεων αυτών την οποία και τους διαβιβάζει.

6. Για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου θεσπίζονται λεπτομερείς κανόνες με τη διαδικασία του άρθρου 36.

ΤΙΤΛΟΣ ΙΙΙ

Παρακολούθηση της χρησιμοποίησης των αλιευτικών εργαλείων

Άρθρο 20

1. Τα αλιεύματα που βρίσκονται επί κοινοτικού σκάφους πρέπει να είναι σύμφωνα με τη σύνθεση ειδών που καθορίζεται στον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 3094/86 για τη θέσπιση ορισμένων τεχνικών μέτρων διατήρησης των αλιευτικών πόρων, σχετικά με τα δίχτυα που μεταφέρει το εν λόγω σκάφος (6).

Τα δίχτυα που βρίσκονται επί του σκάφους και δεν χρησιμοποιούνται πρέπει να στοιβάζονται κατά τρόπο ώστε η χρησιμοποίησή τους να μην είναι εύκολη, σύμφωνα με τους όρους που ορίζονται κατωτέρω:

α) τα δίχτυα, τα βάρη και τα παρόμοια εργαλεία αποσυνδέονται από το πλαίσιό τους και τα παλαμάρια τους ή τα καραβόσκοινα ρυμουλκήσεως 7

β) τα δίχτυα που βρίσκονται πάνω ή κάτω από τη γέφυρα πρέπει να προσδένονται σταθερά σε κάποιο μέρος της υπερκατασκευής.

2. Σε περίπτωση που τα ευρισκόμενα επί κοινοτικού εδάφους αλιεύματα έχουν αλιευθεί με δίχτυα με διαφορετικά μεγέθη ματιών κατά το ίδιο ταξίδι, η σύνθεση ειδών υπολογίζεται για κάθε τμήμα των αλιευμάτων που αλιεύθηκαν υπό διαφορετικές συνθήκες.

Για το σκοπό αυτό, καταχωρείται στο ημερολόγιο του πλοίου και στη δήλωση εκφόρτωσης οποιαδήποτε αλλαγή του μεγέθους των διχτύων, ως προς αυτά που έχουν χρησιμοποιηθεί προηγουμένως, καθώς και η σύνθεσή των επί του σκάφους αλιευμάτων τη στιγμή της ενδεχόμενης αυτής αλλαγής. Σε ειδικές περιπτώσεις θεσπίζονται, με τη διαδικασία του άρθρου 39, λεπτομερείς κανόνες για την τήρηση επί του σκάφους ενός σχεδίου αποθήκευσης, ανά είδη, των μεταποιημένων προϊόντων, όπου θα αναφέρεται το σημείο αποθήκευσής τους στο κύτος.

3. Με την επιφύλαξη των παραγράφων 1 και 2, το Συμβούλιο δύναται, με βάση έκθεση που καταρτίζει η Επιτροπή, να αποφασίσει με ειδική πλειοψηφία κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής, ότι:

α) κανένα κοινοτικό αλιευτικό σκάφος που συμμετέχει σε ειδικούς τύπους αλιείας δεν μπορεί να μεταφέρει δίχτυα με διαφορετικά ελάχιστα μεγέθη ματιών σε ένα και το αυτό αλιευτικό ταξίδι 7

β) σε συγκεκριμένους τύπους αλιείας θα ισχύουν ειδικοί κανόνες για τη χρησιμοποίηση διχτυών με διαφορετικό μέγεθος ματιού.

ΤΙΤΛΟΣ IV

Ρύθμιση και διακοπή των αλιευτικών δραστηριοτήτων

Άρθρο 21

1. Όλα τα αλιεύματα από απόθεμα ή ομάδα αποθεμάτων που υπόκεινται σε ποσόστωση και τα οποία αλιεύτηκαν από κοινοτικά αλιευτικά σκάφη καταλογίζονται στην ποσόστωση που ισχύει για το εν λόγω απόθεμα ή ομάδα αποθεμάτων για το κράτος μέλος της σημαίας, ανεξαρτήτως του τόπου εκφορτώσεως.

2. Κάθε κράτος μέλος καθορίζει την ημερομηνία από την οποία θεωρείται ότι τα αλιεύματα που αλίευσαν, από απόθεμα ή ομάδα αποθεμάτων που υπόκειται σε ποσόστωση, τα αλιευτικά σκάφη τα οποία φέρουν τη σημαία του ή είναι νηολογημένα σ' αυτό το κράτος μέλος έχουν εξαντλήσει την ποσόστωση που τους έχει παραχωρηθεί για το εν λόγω απόθεμα ή ομάδα αποθεμάτων. Από την ημερομηνία αυτή, το οικείο κράτος μέλος απαγορεύει προσωρινά στα εν λόγω σκάφη την αλιεία από το συγκεκριμένο απόθεμα ή ομάδα αποθεμάτων, καθώς και τη διατήρηση επί του σκάφους, τη μεταφόρτωση και την εκφόρτωση ψαριών τα οποία αλιεύονται μετά την εν λόγω ημερομηνία και καθορίζει προθεσμία εντός της οποίας επιτρέπονται οι μεταφορτώσεις και οι εκφορτώσεις ή οι οριστικές δηλώσεις των αλιευμάτων. Το μέτρο αυτό κοινοποιείται χωρίς καθυστέρηση στην Επιτροπή, η οποία ενημερώνει σχετικά τα λοιπά κράτη μέλη.

3. Μετά την κοινοποίηση που γίνεται δυνάμει της παραγράφου 2 ή με δική της πρωτοβουλία, η Επιτροπή καθορίζει, βάσει των διαθέσιμων πληροφοριών, την ημερομηνία κατά την οποία, για συγκεκριμένο απόθεμα ή ομάδα αποθεμάτων, τα αλιεύματα που υπόκεινται σε TAC, ποσόστωση ή άλλη μορφή ποσοτικού περιορισμού και τα οποία έχουν αλιευθεί από αλιευτικά σκάφη που φέρουν τη σημαία του ή είναι νηολογημένα σε κράτος μέλος θεωρούνται ότι έχουν εξαντλήσει την ποσόστωση, την παραχωρούμενη ποσότητα ή το διαθέσιμο μερίδιο για το εν λόγω κράτος μέλος ή, ενδεχομένως, για την Κοινότητα.

Όταν γίνεται αξιολόγηση της κατάστασης σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο, η Επιτροπή ειδοποιεί τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη για τις προοπτικές παύσης της αλιείας λόγω εξάντλησης του TAC.

Τα κοινοτικά αλιευτικά σκάφη παύουν να αλιεύουν από απόθεμα ή ομάδα αποθεμάτων που υπόκειται σε ποσόστωση ή TAC κατά την ημερομηνία κατά την οποία η ποσόστωση που χορηγήθηκε στο εν λόγω κράτος για το εν λόγω απόθεμα ή ομάδα αποθεμάτων θεωρείται ότι έχει εξαντληθεί ή κατά την ημερομηνία κατά την οποία το TAC για το είδος που αποτελεί το απόθεμα ή την ομάδα αποθεμάτων θεωρείται ότι έχει εξαντληθεί 7 τα σκάφη αυτά παύουν επίσης να διατηρούν επί του σκάφους, να μεταφορτώνουν, να εκφορτώνουν ή να αναθέτουν τη μεταφόρτωση ή την εκφόρτωση των αλιευμάτων των αποθεμάτων ή ομάδων αποθεμάτων αυτών εφόσον έχουν αλιευθεί μετά την ημερομηνία αυτή.

4. Όταν, σύμφωνα με την παράγραφο 3 πρώτο εδάφιο, η Επιτροπή αποφασίσει την παύση της αλιείας λόγω της τεκμαιρόμενης εξαντλήσεως του TAC, της ποσοστώσεως, της παραχωρούμενης ποσότητας ή του διαθέσιμου μεριδίου της Κοινότητας και συμβεί ένα κράτος μέλος να μην έχει πράγματι εξαντλήσει την ποσόστωση, την παραχωρούμενη ποσότητα ή το διαθέσιμο μερίδιό του για το οικείο απόθεμα ή ομάδα αποθεμάτων, εφαρμόζονται οι ακόλουθες διατάξεις.

Εάν η ζημία την οποία υπέστη το κράτος μέλος, στο οποίο απαγορεύθηκε η αλιεία πριν από την εξάντληση της ποσοστώσεώς του, δεν αποκατασταθεί σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 3760/92, λαμβάνονται μέτρα για την κατάλληλη αποκατάσταση της ζημίας, με τη διαδικασία του άρθρου 36. Τα μέτρα αυτά μπορούν να συνεπάγονται μειώσεις της ποσόστωσης, της παραχωρηθείσας ποσότητας ή του διαθέσιμου μεριδίου του κράτους μέλους που προέβη σε υπεραλίευση, οι δε αφαιρούμενες ποσότητες κατανέμονται κατάλληλα στα κράτη μέλη που έπαυσαν τις αλιευτικές τους δραστηριότητες πριν από την εξάντληση των ποσοστώσεών τους. Οι αφαιρέσεις και οι παρεπόμενες παραχωρήσεις γίνονται λαμβανομένων υπόψη, κατά προτεραιότητα, των ειδών και των ζωνών για τις οποίες είχαν καθορισθεί οι ετήσιες ποσοστώσεις, παραχωρήσεις ή μερίδια. Οι εν λόγω μειώσεις ή παραχωρήσεις μπορούν να πραγματοποιούνται στη διάρκεια του έτους κατά το οποίο πραγματοποιήθηκε η ζημία κατά τα επόμενα έτη.

Οι λεπτομερείς κανόνες εφαρμογής της παρούσας παραγράφου, ιδίως όσον αφορά τον προσδιορισμό των σχετικών ποσοτήτων, θεσπίζονται με τη διαδικασία του άρθρου 36.

Άρθρο 22

Στην περίπτωση που οι αρμόδιες αρχές ενός κράτους μέλους διαπιστώνουν ότι οι δραστηριότητες ενός κοινοτικού αλιευτικού σκάφους που έχουν παραβεί σοβαρά ή επανειλημμένα τον παρόντα κανονισμό, το κράτος μέλος της σημαίας μπορεί να επιβάλει στο εν λόγω σκάφος πρόσθετα μέτρα ελέγχου.

Το κράτος μέλος της σημαίας κοινοποιιεί στην Επιτροπή και τα λοιπά κράτη μέλη το όνομα και τα εξωτερικά διακριτικά και αριθμούς στο οποίο έχουν επιβληθεί τα προαναφερόμενα πρόσθετα μέτρα ελέγχου.

Άρθρο 23

1. Όταν η Επιτροπή διαπιστώνει ότι ένα κράτος μέλος υπερέβη την ποσόστωσή του, την παραχωρούμενη ποσότητα ή το μερίδιο του κράτους μέλους που έχει υπεραλιεύσει. Οι μειώσεις αυτές αποφασίζονται με τη διαδικασία του άρθρου 36.

2. Το Συμβούλιο θεσπίζει κανόνες, με ειδική πλειοψηφία και ύστερα από πρόταση της Επιτροπής, για μείωση σύμφωνα με τους στόχους και τις στρατηγικές διαχείρισης που εκτίθενται στο άρθρο 8 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 3760/92 και λαμβάνει υπόψη, κατά προτεραιότητα, τις ακόλουθες παραμέτρους:

- το βαθμό της υπεραλίευσης,

- τυχόν κρούσματα υπεραλίευσης, από το ίδιο απόθεμα, κατά το προηγούμενο έτος,

- τη βιολογική κατάσταση των σχετικών πόρων.

ΤΙΤΛΟΣ V

Επιθεώρηση και έλεγχος ορισμένων μέτρων για τη βελτίωση και την προσαρμογή των διαρθρώσεων του αλιευτικού τομέα, συμπεριλαμβανομένης της υδατοκαλλιέργειας

Άρθρο 24

Για να εξασφαλισθεί η τήρηση των στόχων και των στρατηγικών που καθορίζονται από το Συμβούλιο, σύμφωνα με το άρθρο 11 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 3760/92, και ιδίως των ποσοτικών στόχων που αφορούν το αλιευτικό δυναμικό των κοινοτικών στόχων που αφορούν το αλιευτικό δυναμικό των κοινοτικών στόλων και την προσαρμογή των δραστηριοτήτων τους, κάθε κράτος μέλος διενεργεί, στο έδαφός του και στα θαλάσσια ύδατα που υπάγονται στην κυριαρχία ή τη δικαιοδοσία του, τακτικούς ελέγχους όλων των προσώπων τα οποία ενέχονται στην επίτευξη των προαναφερόμενων στόχων.

Άρθρο 25

1. Κάθε κράτος μέλος θεσπίζει διατάξεις για να εξακριβώνει την τήρηση των στόχων που αναφέρονται στο άρθρο 24. Για το σκοπό αυτό, διενεργεί τεχνικούς ελέγχους, ιδίως στους ακόλουθους τομείς:

α) αναδιάρθρωση, ανανέωση και εκσυγχρονισμός του αλιευτικού στόλου 7

β) προσαρμογή του αλιευτικού δυναμικού με προσωρινή ή οριστική παύση 7

γ) περιορισμός της δραστηριότητας ορισμένων αλιευτικών σκαφών 7

δ) περιορισμοί στο σχεδιασμό και τον αριθμό των αλιευτικών εργαλείων, καθώς και στον τρόπο χρήσης τους 7

ε) ανάπτυξη της υδατοκαλλιέργειας και των παράκτιων ζωνών.

2. Εάν η Επιτροπή διαπιστώσει ότι ένα κράτος μέλος δεν έχει συμμορφωθεί προς τις διατάξεις της παραγράφου 1, μπορεί να υποβάλει στο Συμβούλιο, με την επιφύλαξη του άρθρου 169 της συνθήκης, προτάσεις για τη θέσπιση ενδεικνυόμενων γενικών μέτρων. Το Συμβούλιο αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία.

Άρθρο 26

1. Με τη διαδικασία του άρθρου 36, μπορούν να θεσπίζονται λεπτομερείς κανόνες εφαρμογής του άρθρου 25, ιδίως όσον αφορά:

α) την εξακρίβωση της ισχύος του κινητήρα των αλιευτικών σκαφών 7

β) την εξακρίβωση της επίσημης χωρητικότητας των αλιευτικών σκαφών 7

γ) την εξακρίβωση της περιόδου ακινητοποίησης των αλιευτικών σκαφών 7

δ) την εξακρίβωση των χαρακτηριστικών των αλιευτικών εργαλείων και του αριθμού τους ανά αλιευτικό σκάφος.

2. Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν χωρίς καθυστέρηση στην Επιτροπή τις πληροφορίες που αφορούν τις χρησιμοποιούμενες μεθόδους ελέγχου, καθώς και τα ονόματα και τις διευθύνσεις των οργανισμών που είναι επιφορτισμένοι με την εν λόγω εξακρίβωση.

Άρθρο 27

1. Για να διευκολυνθεί η παρακολούθηση που αναφέρεται στο άρθρο 25, κάθε κράτος μέλος καθιερώνει σύστημα ειδικής θεώρησης το οποίο περιλαμβάνει ιδίως επαλήθευση, με την αντιπαραβολή στοιχείων σχετικά με το αλιευτικό δυναμικό και την αλιευτική δραστηριότητα του στόλου, τα οποία προέρχονται μεταξύ άλλων:

- στο ημερολόγιο πλοίου που προβλέπεται στο άρθρο 6,

- στη δήλωση εκφόρτωσης που προβλέπεται στο άρθρο 8,

- στο νηολόγιο των κοινοτικών αλιευτικών σκαφών που προβλέπεται στον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 163/89 της Επιτροπής (7).

2. Για το σκοπό αυτό, τα κράτη μέλη δημιουργούν ή συμπληρώνουν τις υπάρχουσες ηλεκτρονικές βάσεις δεδομένων που περιέχουν τις σχετικές πληροφορίες για το αλιευτικό δυναμικό και τις αλιευτικές δραστηριότητες του στόλου.

3. Ισχύουν εν προκειμένω τα μέτρα που αναφέρονται στο άρθρο 19 παράγραφοι 3, 4 και 5.

4. Οι λεπτομερείς κανόνες εφαρμογής του παρόντος άρθρου θεσπίζονται με τη διαδικασία του άρθρου 36.

ΤΙΤΛΟΣ VI

Επιθεώρηση και έλεγχος ορισμένων μέτρων που αφορούν την κοινή οργάνωση της αγοράς των αλιευτικών προϊόντων

Άρθρο 28

1. Για να εξασφαλισθεί η συμμόρφωση με τις τεχνικές πτυχές των κανόνων που αφορούν τα μέτρα που ορίζονται στον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 3759/92 περί κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα των αλιευόμενων προϊόντων και των προϊόντων υδατοκαλλιέργειας (8), κάθε κράτος μέλος διενεργεί στο έδαφός του τακτικούς ελέγχους όλων των προσώπων τα οποία ενέχονται στην εφαρμογή των εν λόγω μέτρων.

2. Οι έλεγχοι αυτοί αφορούν κυρίως τις τεχνικές πτυχές της εφαρμογής:

α) των κανόνων εμπορίας, και ιδίως των ελάχιστων μεγεθών 7

β) του καθεστώτος τιμών, και ιδίως:

- της απόσυρσης προϊόντων από την αγορά για σκοπούς άλλους από την ανθρώπινη κατανάλωση,

- της αποθήκευσης ή/και της μεταποίησης προϊόντων που αποσύρονται από την αγορά.

Τα κράτη μέλη αντιπαραβάλλουν τα έγγραφα που αφορούν την πρώτη διάθεση στην αγορά των ποσοτήτων που αναφέρονται στο άρθρο 9 προς τις ποσότητες που εκφορτώνονται και αναφέρονται στα έγγραφα, ιδίως όσον αφορά το βάρος τους.

3. Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή τις πληροφορίες που αφορούν τα θεσπιζόμενα μέτρα ελέγχου, τις αρμόδιες αρχές ελέγχου, το είδος των παραβάσεων που διαπιστώνονται, καθώς και τα μέτρα που λαμβάνονται.

Η Επιτροπή, οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών καθώς και οι δημόσιοι και λοιποί υπάλληλοι υποχρεούνται να μην αποκαλύπτουν τις πληροφορίες που συλλέγονται κατ' εφαρμογήν του παρόντος άρθρου και οι οποίες καλύπτονται από το επαγγελματικό απόρρητο.

4. Το παρών άρθρο δεν θίγει τις εθνικές διατάξεις σχετικά με το απόρρητο των δικαστικών διαδικασιών.

ΤΙΤΛΟΣ VII

Εφαρμογή και εξακρίβωση της παρακολούθησης

Άρθρο 29

1. Η Επιτροπή εξακριβώνει την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού από τα κράτη μέλη εξετάζοντας τα σχετικά έγγραφα και πραγματοποιώντας επισκέψεις επί τόπου. Η Επιτροπή μπορεί να αποφασίσει, αν το κρίνει απαραίτητο, τη διεξαγωγή αιφνιδιαστικής εξακρίβωσης.

Για την πραγματοποίηση επισκέψεων επιτόπου, η Επιτροπή εκδίδει γραπτές οδηγίες προς τους επιθεωρητές της, στις οποίες διευκρινίζονται οι εξουσίες τους και ο σκοπός της αποστολής τους.

2. Όταν το κρίνει απαραίτητο η Επιτροπή, οι επιθεωρητές της μπορούν να παρίστανται στους ελέγχους και τις επιθεωρήσεις που διενεργούν οι εθνικές υπηρεσίες ελέγχου. Στα πλαίσια των αποστολών αυτών, η Επιτροπή καθιερώνει τις κατάλληλες επαφές με τα κράτη μέλη προκειμένου να καταρτισθεί, όπου είναι δυνατόν, ένα αμοιβαία αποδεκτό πρόγραμμα επιθεώρησης.

α) Τα κράτη μέλη συνεργάζονται με την Επιτροπή για να τη διευκολύνουν στην εκτέλεση των καθηκόντων της. Συγκεκριμένα, τα κράτη μέλη λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα ώστε να μη δίνεται στις αποστολές επιθεώρησης δημοσιότητα που παραβλάπτει τις εργασίες επιθεώρησης και ελέγχου.

Όταν η Επιτροπή ή οι εντεταλμένοι υπάλληλοί της συναντούν δυσκολίες κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη παρέχουν στην Επιτροπή τα μέσα για την εκπλήρωση των καθηκόντων της και δίνουν στους επιθεωρητές την ευκαιρία να αξιολογήσουν τους ειδικούς ελέγχους 7

β) εάν οι επιτόπιες συνθήκες δεν επιτρέπουν τις εργασίες επιθεώρησης και ελέγχου που προβλέπονται στα πλαίσια του αρχικού προγράμματος επιθεώρησης, οι επιθεωρητές της Επιτροπής τροποποιούν το αρχικό πρόγραμμα επιθεώρησης και ελέγχου σε συνεννόηση και με τη συμφωνία της αρμόδιας εθνικής υπηρεσίας ελέγχου 7

γ) στα πλαίσια της από θαλάσσης ή από αέρος επιθεώρησης, κατά την οποία οι αρμόδιες εθνικές υπηρεσίες πρέπει να εκτελέσουν άλλα πρωταρχικά καθήκοντα σχετιζόμενα, ιδίως, με την άμυνα και την ασφάλεια της ναυσιπλοΐας, οι αρχές του συγκεκριμένου κράτους μέλους επιφυλάσσονται του δικαιώματος να αναβάλλουν ή να δίνουν νέα κατεύθυνση στις εργασίες επιθεώρησης, τις οποίες σκόπευε να παρακολουθήσει η Επιτροπή. Στις περιπτώσεις αυτές, τα κράτη μέλη συνεργάζονται με την Επιτροπή για την εξεύρεση εναλλακτικών λύσεων.

Σε περίπτωση επιθεώρησης από θαλάσσης ή από αέρος, ο κυβερνήτης του σκάφους ή του αεροσκάφους είναι ο μόνος υπεύθυνος των επιχειρήσεων, λαμβάνοντας υπόψη την υποχρέωση των εθνικών αρχών να εφαρμόζουν τον παρόντα κανονισμό. Οι εντεταλμένοι από την Επιτροπή επιθεωρητές που συμμετέχουν στις επιχειρήσεις αυτές τηρούν τους κανόνες και τις διαδικασίες που καθορίζει ο κυβερνήτης.

3. Σε περίπτωση που κρίνεται αναγκαίο, ιδίως δε εάν κατά τις αποστολές που εκτελούνται από κοινοτικούς επιθεωρητές, σύμφωνα με την παράγραφο 2, διαπιστωθεί ότι μπορεί να διεπράχθησαν παρατυπίες κατά την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, η Επιτροπή μπορεί να ζητά από τα κράτη μέλη να της κοινοποιούν το λεπτομερές πρόγραμμα επιθεώρησης και ελέγχου που προβλέπουν ή καθορίζουν οι αρμόδιες εθνικές αρχές για ορισμένη χρονική περίοδο και για συγκεκριμένους τύπους αλιείας και περιοχές. Άμα τη παραλαβή της κοινοποίησης αυτής, οι εντεταλμένοι από την Επιτροπή επιθεωρητές διενεργούν, εφόσον η Επιτροπή το κρίνει αναγκαίο, ανεξάρτητες επιθεωρήσεις προκειμένου να διαπιστωθεί η εκτέλεση του προγράμματος αυτού από τις αρμόδιες αρχές ενός κράτους μέλους.

Όταν οι κοινοτικοί επιθεωρητές επαληθεύουν την εφαρμογή του προγράμματος αυτού, οι υπάλληλοι του κράτους μέλους είναι πάντοτε υπεύθυνοι για την εκτέλεση του εν λόγω προγράμματος. Οι κοινοτικοί δεν μπορούν εξ ιδίας πρωτοβουλίας να ασκήσουν τις εξουσίες επιθεώρησης που παρέχονται στους εθνικούς υπαλλήλους. Οι εν λόγω επιθεωρητές έχουν πρόσβαση στα σκάφη ή τις εγκαταστάσεις μόνον όταν συνοδεύουν υπαλλήλους ενός κράτους μέλους.

Μετά την επαλήθευση αυτή, η Επιτροπή διαβιβάζει στο οικείο κράτος μέλος μια έκθεση αξιολόγησης του προγράμματος και, ενδεχομένως, συνιστά μέτρα ελέγχου για τη βελτίωση της εφαρμογής του ελέγχου από αυτό το κράτος μέλος.

4. Στα πλαίσια των αποστολών επιθεώρησης που διεξάγωνται με αεροσκάφος, στη θάλασσα, ή την ξηρά, δεν επιτρέπεται στους εντεταλμένους επιθεωρητές να διενεργούν ελέγχους φυσικών προσώπων.

5. Στα πλαίσια των επισκέψεών τους που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 3, οι εντεταλμένοι από την Επιτροπή επιθεωρητές έχουν το δικαίωμα της επιτόπου πρόσβασης, παρουσία των αρμόδιων υπηρεσιών, σε στοιχεία συγκεκριμένων βάσεων δεδομένων, είτε την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.

Εφόσον εθνικές διατάξεις προβλέπουν τον εμπιστευτικό χαρακτήρα των ερευνών, η κοινοποίηση αυτών των πληροφοριών υπόκειται στην έγκριση του αρμόδιου δικαστηρίου.

Άρθρο 30

1. Τα κράτη μέλη παρέχουν στην Επιτροπή όλες τις πληροφορίες που ζητά όσον αφορά την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού. Κατά την υποβολή της αίτησης για πληροφορίες, η Επιτροπή προσδιορίζει ένα εύλογο χρονικό όριο του οποίου πρέπει να παρέχονται οι πληροφορίες.

2. Εάν η Επιτροπή κρίνει ότι διαπράχθησαν παρατυπίες κατά του παρόντος κανονισμού ή ότι οι υφιστάμενες διατάξεις και μέθοδοι παρακολούθησης δεν είναι αποτελεσματικές, ενημερώνει το ή τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη, τα οποία διεξάγουν διοικητική έρευνα στην οποία μπορούν να συμμετέχουν υπάλληλοι της Επιτροπής.

Το ή τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή για την πορεία και τα πορίσματα της έρευνας και διαβιβάζουν στην Επιτροπή αντίγραφο της σχετικής έκθεσης, καθώς και τα κυριότερα στοιχεία που χρησιμοποιήθηκαν για τη σύνταξη της εν λόγω έκθεσης.

Προκειμένου να συμμετάσχουν στις επιθεωρήσεις που αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο 2, οι υπάλληλοι της Επιτροπής επιδεικνύουν γραπτή εντολή στην οποία αναφέρονται τα στοιχεία ταυτότητας και η ιδιότητά τους.

3. Σε περίπτωση που υπάλληλοι της Επιτροπής συμμετέχουν σε έρευνα, η έρευνα αυτή πρέπει οπωσδήποτε να διεξάγεται από υπαλλήλους του κράτους μέλους. Οι υπάλληλοι της Επιτροπής δεν μπορούν εξ ιδίας πρωτοβουλίας να ασκήσουν τις εξουσίες επιθεώρησης που παρέχονται στους εθνικούς υπαλλήλους, έχουν όμως πρόσβαση στις ίδιες εγκαταστάσεις και στα ίδια έγγραφα με τους υπαλλήλους αυτούς.

Εφόσον, βάσει των διατάξεων της εθνικής ποινικής δικονομίας, ορισμένες πράξεις μπορούν να διενεργούνται αποκλειστικά από υπαλλήλους που ορίζει ειδικά για το σκοπό αυτό η εθνική νομοθεσία, οι υπάλληλοι της Επιτροπής δεν συμμετέχουν στις εν λόγω ενέργειες. Συγκεκριμένα, οι υπάλληλοι της Επιτροπής δεν συμμετέχουν, στις έρευνες εγκαταστάσεων ή στις επίσημες ανακρίσεις προσώπων σύμφωνα με το εθνικό ποινικό δίκαιο, έχουν όμως πρόσβαση στις πληροφορίες που αποκτώνται κατ' αυτόν τον τρόπο.

4. Το παρόν άρθρο δεν θίγει τις εθνικές διατάξεις σχετικά με το απόρρητο των δικαστικών διαδικασιών.

ΤΙΤΛΟΣ VIII

Μέτρα που πρέπει να λαμβάνονται όταν δεν τηρούνται οι ισχύοντες κανόνες

Άρθρο 31

1. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε να λαμβάνονται τα κατάλληλα μέτρα, συμπεριλαμβανομένης της κίνησης διοικητικών ή δικαστικών διαδικασιών σύμφωνα με την εθνική τους νομοθεσία, κατά των υπευθύνων φυσικών ή νομικών προσώπων όταν αποδεικνύεται, ιδίως ύστερα από παρακολούθηση ή επιθεώρηση που διενεργούνται σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, ότι δεν τηρούνται οι κανόνες της κοινής αλιευτικής πολιτικής.

2. Οι διαδικασίες που κινούνται σύμφωνα με την παράγραφο 1 πρέπει να είναι ικανές, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας, να στερήσουν όντως τους υπεύθυνους από τα οικονομικά οφέλη της παράβασης ή να παράγουν αποτελέσματα ανάλογα με τη σοβαρότητα των παρεμβάσεων αυτών, ούτως ώστε να αποτρέψουν πράγματι περαιτέρω παραβάσεις του ίδιου είδους.

3. Οι κυρώσεις που απορρέουν από τις διαδικασίες που αναφέρονται στην παράγραφο 2 μπορούν να περιλαμβάνουν, ανάλογα με τη σοβαρότητα της παράβασης:

- πρόστιμα,

- κατάσχεση των απαγορευμένων αλιευτικών εργαλείων και αλιευμάτων,

- συντηρητική κατάσχεση του σκάφους,

- προσωρινή ακινητοποίηση του σκάφους,

- αναστολή της άδειας,

- αφαίρεση της άδειας.

4. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν εμποδίζουν το κράτος μέλος εκφόρτωσης ή μεταφόρτωσης να διαβιβάζει την ποινική δικογραφία μιας παραβάσεως στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους νηολόγησης, εφόσον το δεύτερο συμφωνεί και υπό τον όρο ότι με τη διαβίβαση αυτή καθίσταται πιθανότερη η επίτευξη του αποτελέσματος που αναφέρει η παράγραφος 2. Κάθε τέτοια διαβίβαση κοινοποιείται από το κράτος μέλος εκφόρτωσης ή μεταφόρτωσης στην Επιτροπή.

Άρθρο 32

1. Όταν οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους εκφορτώσεως ή μεταφορτώσεως διαπιστώνουν παράβαση των διατάξεων του παρόντος κανονισμού, προβαίνουν στις κατάλληλες ενέργειες, σύμφωνα με το άρθρο 31, είτε κατά του πλοιάρχου του ενεχόμενου σκάφους είτε κατά παντός υπεύθυνου για την παράβαση.

2. Εάν το κράτος μέλος εκφόρτωσης ή μεταφόρτωσης δεν είναι το κράτος μέλος της σημαίας, οι δε αρμόδιες αρχές του δεν λάβουν, σύμφωνα με την εθνική τους νομοθεσία, κατάλληλα μέτρα, συμπεριλαμβανομένης της κίνησης διοικητικής ή ποινικής διαδικασίας κατά των υπευθύνων φυσικών ή νομικών προσώπων, ή δεν διαβιβάζουν την ποινική δικογραφία σύμφωνα με το άρθρο 31 παράγραφος 4, οι ποσότητες που έχουν εκφορτωθεί ή μεταφορτωθεί παράνομα μπορούν να καταλογίζονται στην ποσόστωση που έχει χορηγηθεί στο πρώτο κράτος μέλος.

Οι ποσοστώσεις ψαριών που καταλογίζονται στην ποσόστωση του εν λόγω κράτους μέλους καθορίζονται με τη διαδικασία του άρθρου 36 κατόπιν συνεννοήσεως της Επιτροπής με τα δύο ενδιαφερόμενα κράτη μέλη.

Εάν το κράτος μέλος εκφόρτωσης ή μεταφόρτωσης δεν διαθέτει πλέον αντίστοιχη ποσόστωση, εφαρμόζεται, τηρουμένων των αναλογιών, το άρθρο 21 παράγραφος 4, οι δε ποσότητες ψαριών που εκφορτώθηκαν ή μεταφορτώθηκαν παράνομα θεωρούνται ισοδύναμες προς το ύψος της ζημιάς που υπέστη, όπως ορίζεται από το εν λόγω άρθρο, το κράτος μέλος νηολόγησης.

Άρθρο 33

1. Οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών κοινοποιούν, άνευ χρονοτριβής, και σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπονται στην εθνική τους νομοθεσία, στο κράτος μέλος της σημαίας ή στο κράτος μέλος νηολόγησης, κάθε παράβαση των κοινοτικών κανόνων που αναφέρει το άρθρο 1, αναφέροντας το όνομα και τα αναγνωριστικά στοιχεία του ενεχόμενου σκάφους, τα ονόματα του πλοιάρχου και του πλοιοκτήτη, τις συνθήκες της παράβασης, κάθε ασκηθείσα ποινική ή διοικητική δίωξη ή άλλα μέτρα που ελήφθησαν και οποιαδήποτε οριστική απόφαση σχετικά με την εν λόγω παράβαση. Κατόπιν αιτήσεως, τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή αυτές τις πληροφορίες επί συγκεκριμένων περιπτώσεων.

2. Εφόσον διαβιβαστεί η ποινική δικογραφία σύμφωνα με το άρθρο 31 παράγραφος 4, το κράτος μέλος της σημαίας ή το κράτος μέλος νηολόγησης λαμβάνει κάθε κατάλληλο μέτρο όπως ορίζεται στο άρθρο 31.

3. Το κράτος μέλος της σημαίας ή το κράτος μέλος νηολόγησης κοινοποιεί, άνευ χρονοτριβής, στην Επιτροπή κάθε μέτρο που λαμβάνει σύμφωνα με την παράγραφο 2, καθώς και το όνομα και τα εξωτερικά αναγνωριστικά στοιχεία του ενεχόμενου σκάφους.

Άρθρο 34

1. Τα κράτη μέλη κοινοποιούν τακτικά στην Επιτροπή κάθε νομοθετική, κανονιστική ή διοικητική διάταξη που θεσπίζουν για την πρόληψη και τη δίωξη των παρατυπιών.

Κάθε χρόνο, τα κράτη μέλη κοινοποιούν κάθε μεταβολή στο ελάχιστο και το μέγιστο πρόστιμο που προβλέπεται για κάθε είδος παράβασης, καθώς και τη φύση των τυχόν άλλων κυρώσεων που επιβάλλουν.

2. Τα κράτη μέλη κοινοποιούν τακτικά στην Επιτροπή τα αποτελέσματα των επιθεωρήσεων ή της παρακολούθησης που διενεργείται σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, καθώς και τον αριθμό και τα είδη των παραβάσεων που διαπιστώθηκαν και τα μέτρα που ελήφθησαν. Ύστερα από σχετική αίτηση της Επιτροπής, τα κράτη μέλη της κοινοποιούν το ύψος των προστίμων που επέβαλαν για συγκεκριμένες παραβάσεις.

3. Η Επιτροπή διαβιβάζει στα κράτη μέλη συνοπτική έκθεση των πληροφοριών που λαμβάνει σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 2.

ΤΙΤΛΟΣ ΙΧ

Γενικές διατάξεις

Άρθρο 35

Κάθε χρόνο και πριν από την 1η Ιουνίου, τα κράτη μέλη διαβιβάζουν στην Επιτροπή έκθεση για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού κατά το παρελθόν ημερολογιακό έτος 7 η έκθεση αυτή περιέχει αποτίμηση των τεχνικών πόρων και του ανθρωπίνου δυναμικού που χρησιμοποιήθηκε, καθώς και τα μέτρα που θα μπορούσαν να θεραπεύσουν τις τυχόν διαπιστούμενες ελλείψεις. Βάσει των εκθέσεων που υποβάλλουν τα κράτη μέλη και των δικών της παρατηρήσεων, η Επιτροπή συντάσσει ετήσια έκθεση και κοινοποιεί προς κάθε κράτος μέλος τα στοιχεία που το αφορούν. Αφού λάβει δεόντως υπόψη της τις απαντήσεις των κρατών μελών, η Επιτροπή δημοσιεύει την εν λόγω έκθεση μαζί με τις απαντήσεις αυτές και, εάν χρειάζεται, προτείνει μέτρα προς θεραπεία των διαπιστούμενων ελλείψεων.

Άρθρο 36

Σε περίπτωση που χρησιμοποιείται η διαδικασία του παρόντος άρθρου, η διαχειριστική επιτροπή αλιείας και υδατοκαλλιέργειας του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 3760/92 (εφεξής καλούμενη «η επιτροπή») συγκαλείται από τον πρόεδρό της, είτε με δική του πρωτοβουλία, είτε ύστερα από αίτημα του αντιπροσώπου ενός κράτους μέλους.

Ο αντιπρόσωπος της Επιτροπής υποβάλλει στην εν λόγω επιτροπή σχέδιο των μέτρων που πρέπει να ληφθούν. Η Επιτροπή διατυπώνει τη γνώμη της για το σχέδιο αυτό μέσα σε προθεσμία που μπορεί να ορίσει ο πρόεδρος ανάλογα με τον επείγοντα χαρακτήρα του θέματος. Αποφασίζει με την πλειοψηφία η οποία προβλέπεται στο άρθρο 148 παράγραφος 2 της συνθήκης για την έκδοση των αποφάσεων που καλείται να λάβει το Συμβούλιο ύστερα από πρόταση της Επιτροπής. Κατά την πλειοψηφία στην επιτροπή, οι ψήφοι των αντιπροσώπων των κρατών μελών σταθμίζονται σύμφωνα με το προαναφερόμενο άρθρο. Ο πρόεδρος δεν ψηφίζει.

Η Επιτροπή θεσπίζει μέτρα τα οποία μπορούν να εφαρμοστούν αμέσως. Εάν όμως τα μέτρα αυτά δεν είναι σύμφωνα με τη γνώμη που διατύπωσε η επιτροπή, ανακοινώνονται αμέσως από την Επιτροπή στο Συμβούλιο. Στην περίπτωση αυτή, η Επιτροπή μπορεί να αναβάλει επί ένα μήνα το πολύ, από την ημερομηνία της ανακοίνωσης αυτής, την εφαρμογή των μέτρων που αποφασίστηκαν από αυτήν.

Το Συμβούλιο μπορεί, με ειδική πλειοψηφία, να λάβει διαφορετική απόφαση μέσα στη προθεσμία που προβλέπεται στο προηγούμενο εδάφιο.

Άρθρο 37

1. Τα κράτη μέλη και η Επιτροπή λαμβάνουν κάθε ενδεδειγμένο μέτρο ώστε τα στοιχεία που συλλέγονται στα πλαίσια του παρόντος κανονισμού να τυγχάνουν εμπιστευτικής μεταχειρίσεως.

2. Τα ονόματα των φυσικών ή νομικών προσώπων δεν κοινοποιούνται στην Επιτροπή ή άλλο κράτος μέλος παρά μόνο στην περίπτωση κατά την οποία η εν λόγω κοινοποίηση προβλέπεται ρητά από τον παρόντα κανονισμό ή εφόσον είναι απαραίτητη για την πρόληψη ή την δίωξη των παραβάσεων, ή για την εξακρίβωση εμφανών παραβάσεων.

Τα στοιχεία που αναφέρει η παράγραφος 1 διαβιβάζονται μόνο εάν ομαδοποιούνται μαζί με άλλα στοιχεία υπό μορφή που να μην επιτρέπει την άμεση ή έμμεση αναγνώριση φυσικών ή νομικών προσώπων.

3. Τα στοιχεία που ανταλλάσσονται μεταξύ των κρατών μελών και Επιτροπής δεν διαβιβάζονται σε πρόσωπα που δεν ανήκουν σε φορείς των κρατών μελών ή στα θεσμικά όργανα της Κοινότητας και τα οποία πρέπει, λόγω των καθηκόντων τους, να έχουν πρόσβαση στα στοιχεία αυτά, εκτός εάν τα κράτη μέλη που διαβιβάζουν τα στοιχεία δώσουν ρητή συγκατάθεση.

4. Τα στοιχεία που κοινοποιούνται ή συλλέγονται υπό οποιαδήποτε μορφή δυνάμει του παρόντος κανονισμού, καλύπτονται από το επαγγελματικό απόρρητο και τυγχάνουν της ίδιας προστασίας που επιβάλλουν για ανάλογα στοιχεία η εθνική νομοθεσία του κράτους μέλους που τα συλλέγει καθώς και οι αντίστοιχες διατάξεις που εφαρμόζονται στα θεσμικά όργανα των Κοινοτήτων.

5. Τα στοιχεία που αναφέρει η παράγραφος 1 χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για το σκοπό που προβλέπει ο παρών κανονισμός, εκτός εάν οι αρχές που τα διαβιβάζουν δώσουν ρητή συγκατάθεση και υπό τον όρο ότι οι διατάξεις που ισχύουν στο κράτος μέλος της αρχής που λαμβάνει τα στοιχεία δεν απαγορεύουν τη χρήση ή την κοινοποίησή τους αυτή.

6. Οι παράγραφοι 1 έως 5 δεν πρέπει να λαμβάνονται ως εμπόδια για τη χρησιμοποίηση των στοιχείων που συλλέγονται δυνάμει του παρόντος κανονισμού, στα πλαίσια δικαστικών διώξεων ή μεταγενέστερων διαδικασιών λόγω μη τήρησης της κοινοτικής αλιευτικής νομοθεσίας. Οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών που διαβιβάζουν τα στοιχεία ενημερώνονται για όλες τις περιπτώσεις κατά τις οποίες τα εν λόγω στοιχεία χρησιμοποιούνται για το σκοπό αυτό.

Το παρόν άρθρο δεν θίγει τις υποχρεώσεις δυνάμει διεθνών συμβάσεων για αμοιβαία συνδρομή σε ποινικές υποθέσεις.

7. Όταν ένα κράτος μέλος πληροφορεί την Επιτροπή ότι, κατόπιν έρευνας, διαπιστώθηκε ότι ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το όνομα του οποίου της είχε κοινοποιηθεί δυνάμει των διατάξεων του παρόντος κανονισμού, δεν ενεχόταν σε παράβαση, η Επιτροπή κοινοποιεί άνευ χρονοτριβής στον ή τους ενδιαφερομένους στους οποίους είχε κοινοποιήσει το όνομα του εν λόγω προσώπου το αποτέλεσμα της έρευνας ή της προσφυγής στη δικαιοσύνη. Το πρόσωπο αυτό δεν θεωρείται πλέον ως ενεχόμενο στις εν λόγω παρατυπίες όπως απέρρεε από την πρώτη κοινοποίηση. Τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν προκειμένου να εξακριβωθεί η ταυτότητα του προσώπου αυτού καταστρέφονται πάραυτα.

8. Οι διατάξεις των παραγράφων 1 έως 5 δεν πρέπει να εκλαμβάνονται ως απαγορεύσεις της δημοσίευσης στοιχείων γενικής φύσεως ή μελετών που δεν περιέχουν συγκεκριμένες αναφορές σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα.

9. Τα στοιχεία που αναφέρει ο παρών κανονισμός φυλάσσονται έτσι ώστε να επιτρέπουν την αναγνώριση της ταυτότητας των προσώπων τα οποία αφορούν μόνο όσο χρονικό διάστημα είναι αναγκαίο για την επίτευξη των στόχων αυτών.

10. Τα δεδομένα που συλλέγονται στα πλαίσια του παρόντος κανονισμού είναι διαθέσιμα, κατόπιν αιτήσεως, σε κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που αφορούν.

Άρθρο 38

Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται με την επιφύλαξη των τυχόν εθνικών μέτρων ελέγχου που υπερβαίνουν τις στοιχειώδεις απαιτήσεις του, εφόσον συμφωνούν με την κοινοτική νομοθεσία και με την κοινή αλιευτική πολιτική.

Τα εθνικά μέτρα που αναφέρει το πρώτο εδάφιο κοινοποιούνται στην Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 101/76 της 19ης Ιανουαρίου 1976 πέρι θεσπίσεως κοινής διαρθρωτικής πολιτικής στον τομέα της αλιείας (9).

Άρθρο 39

1. Ο κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 2241/87 καταργείται από την 1η Ιανουαρίου 1994 πλην του άρθρου 5 το οποίο εξακολουθεί να ισχύει μέχρις ότου τεθούν σε ισχύ οι κανονισμοί με τους οποίους θεσπίζονται οι κατάλογοι του άρθρου 6 παράγραφος 2.

2. Οι αναφορές στον δυνάμει της παραγράφου 1 καταργούμενο κανονισμό θεωρούνται ως αναφορές στον παρόντα κανονισμό.

Άρθρο 40

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει από την 1η Ιανουαρίου 1994.

Τα κράτη μέλη απαλλάσσονται έως την 1η Ιανουαρίου 1996 από την υποχρέωση να εφαρμόζουν τις διατάξεις των άρθρων 9, 15 και 18 σε ότι αφορά την ηλεκτρονική μεταβίβαση των δηλώσεων πώλησης και των καταχωρήσεων εκφόρτωσης.

Τα κράτη μέλη απαλλάσσονται έως την 1η Ιανουαρίου 1999 από την υποχρέωση να εφαρμόζουν τις διατάξεις των άρθρων 6, 8 και 19 στο μέτρο που αφορούν αλιευτικές δραστηριότητες στη Μεσόγειο.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Λουξεμβούργο, 12 Οκτωβρίου 1993.

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

M. SMET

(1) ΕΕ αριθ. C 280 της 29.10.1992, σ. 5.

(2) ΕΕ αριθ. C 21 της 25.1.1993, σ. 55.

(3) ΕΕ αριθ. C 108 της 19.4.1993, σ. 36.

(4) ΕΕ αριθ. L 389 της 31.12.1992, σ. 1.

(5) ΕΕ αριθ. L 207 της 29.7.1987, σ. 1 Κανονισμός, όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 3483/88 (ΕΕ αριθ. L 306 της 11.11.1988, σ. 2).

(6) ΕΕ αριθ. L 288 της 11. 10. 1986, σ. 1. Κανονισμός, όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 3034/92 (ΕΕ αριθ. L 307 της 23. 10. 1992, σ. 1).

(7) ΕΕ αριθ. L 20 της 25. 1. 1989, σ. 1.

(8) ΕΕ αριθ. L 388 της 31. 12. 1992, σ. 1. Κανονισμός, όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 1891/93 (ΕΕ αριθ. L 172 της 15. 7. 1993, σ. 1).

(9) ΕΕ αριθ. L 20 της 28. 1. 1976, σ. 19.

Top