Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32006L0007

    Οδηγία 2006/7/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Φεβρουαρίου 2006 , σχετικά με τη διαχείριση της ποιότητας των υδάτων κολύμβησης και την κατάργηση της οδηγίας 76/160/ΕΟΚ

    ΕΕ L 64 της 4.3.2006, p. 37–51 (ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, SK, SL, FI, SV)

    Το έγγραφο αυτό έχει δημοσιευτεί σε ειδική έκδοση (BG, RO, HR)

    Legal status of the document In force: This act has been changed. Current consolidated version: 01/01/2014

    ELI: http://data.europa.eu/eli/dir/2006/7/oj

    4.3.2006   

    EL

    Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

    L 64/37


    ΟΔΗΓΊΑ 2006/7/ΕΚ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

    της 15ης Φεβρουαρίου 2006

    σχετικά με τη διαχείριση της ποιότητας των υδάτων κολύμβησης και την κατάργηση της οδηγίας 76/160/ΕΟΚ

    ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

    Έχοντας υπόψη:

    τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 175 παράγραφος 1,

    την πρόταση της Επιτροπής (1),

    τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (2),

    τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών (3),

    Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της συνθήκης (4), υπό το πρίσμα του κοινού σχεδίου το οποίο ενέκρινε η επιτροπή συνδιαλλαγής στις 8 Δεκεμβρίου 2005,

    Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

    (1)

    Λαμβάνοντας ως βάση την ανακοίνωση της Επιτροπής για την αειφόρο ανάπτυξη, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο επέλεξε ορισμένους στόχους ως γενική κατεύθυνση για τη μελλοντική ανάπτυξη σε τομείς προτεραιότητας, όπως είναι οι φυσικοί πόροι και η δημόσια υγεία.

    (2)

    Το νερό είναι φυσικός πόρος που δεν υπάρχει σε αφθονία και η ποιότητα του οποίου θα πρέπει να προστατεύεται, να διαφυλάσσεται, να αποτελεί αντικείμενο διαχείρισης και να αντιμετωπίζεται αναλόγως. Τα επιφανειακά ύδατα, ιδίως, αποτελούν ανανεώσιμους πόρους με περιορισμένες δυνατότητες ανάκαμψης από αρνητικές επιπτώσεις ανθρώπινων δραστηριοτήτων.

    (3)

    Η κοινοτική πολιτική για το περιβάλλον θα πρέπει να αποσκοπεί σε προστασία υψηλού επιπέδου και να συμβάλλει στην επιδίωξη των στόχων της διαφύλαξης, της προστασίας και της βελτίωσης της ποιότητας του περιβάλλοντος καθώς και της προστασίας της ανθρώπινης υγείας.

    (4)

    Το Δεκέμβριο του 2000, η Επιτροπή εξέδωσε ανακοίνωση προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο με θέμα την ανάπτυξη νέας πολιτικής για τα ύδατα κολύμβησης και άρχισε ευρείας κλίμακας διαβουλεύσεις με όλα τα ενδιαφερόμενα και εμπλεκόμενα μέρη. Το κύριο αποτέλεσμα των εν λόγω διαβουλεύσεων ήταν η γενική υποστήριξη για την κατάρτιση νέας οδηγίας που να βασίζεται στα πιο πρόσφατα επιστημονικά δεδομένα και να δίνει ιδιαίτερο βάρος στην ευρύτερη συμμετοχή του κοινού.

    (5)

    Η απόφαση αριθ. 1600/2002/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Ιουλίου 2002, για τη θέσπιση του έκτου κοινοτικού προγράμματος δράσης για το περιβάλλον (5), περιέχει δέσμευση για την εξασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας των υδάτων κολύμβησης, μεταξύ άλλων με την αναθεώρηση της οδηγίας 76/160/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 8ης Δεκεμβρίου 1975, σχετικά με την ποιότητα των υδάτων κολύμβησης (6).

    (6)

    Βάσει της συνθήκης, κατά την προετοιμασία της πολιτικής για το περιβάλλον, η Κοινότητα πρέπει, μεταξύ άλλων, να λαμβάνει υπόψη τα διαθέσιμα επιστημονικά και τεχνικά δεδομένα. Η παρούσα οδηγία θα πρέπει να χρησιμοποιεί τα επιστημονικά δεδομένα κατά τη χρήση των πλέον αξιόπιστων παραμέτρων-δεικτών για την πρόβλεψη του μικροβιολογικού κινδύνου για την υγεία και για την επίτευξη προστασίας υψηλού επιπέδου. Θα πρέπει να διεξαχθούν επειγόντως περαιτέρω επιδημιολογικές μελέτες όσον αφορά τους κινδύνους για την υγεία που σχετίζονται με την κολύμβηση, ιδίως στα γλυκά ύδατα.

    (7)

    Για να αυξηθεί η αποτελεσματικότητα και να προαχθεί η συνετή αξιοποίηση των πόρων, η παρούσα οδηγία χρειάζεται να συντονισθεί στενά με άλλα κοινοτικά νομοθετήματα που αφορούν το ύδωρ, όπως οι οδηγίες 91/271/EΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 1991, για την επεξεργασία των αστικών λυμάτων (7), και 91/676/EΟΚ του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 1991, για την προστασία των υδάτων από τη νιτρορρύπανση γεωργικής προέλευσης (8), και η οδηγία 2000/60/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2000, για τη θέσπιση πλαισίου κοινοτικής δράσης στον τομέα της πολιτικής των υδάτων (9).

    (8)

    Οι προσήκουσες πληροφορίες σχετικά με τα σχεδιαζόμενα μέτρα και τη συντελούμενη πρόοδο θα πρέπει να διαδίδονται στους ενδιαφερομένους. Το κοινό θα πρέπει να λαμβάνει προσήκουσες και έγκαιρες πληροφορίες σχετικά με τα αποτελέσματα της παρακολούθησης της ποιότητας των υδάτων κολύμβησης καθώς και για τα μέτρα διαχείρισης του κινδύνου προκειμένου να αποφεύγονται κίνδυνοι για την υγεία, ειδικότερα στο πλαίσιο προβλέψιμης βραχυπρόθεσμης ρύπανσης ή ασυνήθων περιστάσεων. Θα πρέπει να εφαρμόζεται νέα τεχνολογία που επιτρέπει στο κοινό να ενημερώνεται κατά τρόπο αποτελεσματικό και συγκρίσιμο σχετικά με τα ύδατα κολύμβησης σε ολόκληρη την Κοινότητα.

    (9)

    Για τους σκοπούς της παρακολούθησης, απαιτούνται εναρμονισμένες μέθοδοι και πρακτικές ανάλυσης. Απαιτείται παρατήρηση και αξιολόγηση της ποιότητας για μεγάλο χρονικό διάστημα ώστε η ταξινόμηση των υδάτων ως προς την ποιότητα να ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.

    (10)

    Η συμμόρφωση θα πρέπει να είναι ζήτημα κατάλληλων διαχειριστικών μέτρων και διασφάλισης της ποιότητας, και όχι απλώς ζήτημα μετρήσεων και υπολογισμών. Επομένως, ως βάση για τη θέσπιση μέτρων διαχείρισης είναι σκόπιμο να υπάρχει σύστημα ταυτότητας των υδάτων κολύμβησης για την καλύτερη κατανόηση των κινδύνων. Παράλληλα, θα πρέπει να δίδεται ιδιαίτερη προσοχή στην τήρηση των ποιοτικών προτύπων και τη συνεπή μετάβαση από την οδηγία 76/160/ΕΟΚ.

    (11)

    Στις 17 Φεβρουαρίου 2005, η Κοινότητα επικύρωσε τη σύμβαση της Οικονομικής Επιτροπής του ΟΗΕ για την Ευρώπη σχετικά με την πρόσβαση σε πληροφορίες, τη συμμετοχή του κοινού στη λήψη των αποφάσεων και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη σε θέματα σχετικά με το περιβάλλον (σύμβαση του Århus). Επομένως, είναι σκόπιμο η παρούσα οδηγία να συμπεριλάβει διατάξεις σχετικά με την πρόσβαση του κοινού στις πληροφορίες και να προβλέπει τη συμμετοχή του κοινού στην εφαρμογή της προκειμένου να συμπληρωθούν η οδηγία 2003/4/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Ιανουαρίου 2003, σχετικά με την πρόσβαση στην περιβαλλοντική πληροφόρηση (10), και η οδηγία 2003/35/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Μαΐου 2003, για τη δημόσια συμμετοχή κατά την εκπόνηση ορισμένων σχεδίων και προγραμμάτων που έχουν σχέση με το περιβάλλον (11).

    (12)

    Δεδομένου ότι οι στόχοι της παρούσας οδηγίας, ήτοι η επίτευξη από τα κράτη μέλη, βάσει κοινών προτύπων, καλής ποιότητας για τα ύδατα κολύμβησης και υψηλού βαθμού προστασίας εντός της Κοινότητας, δεν μπορούν να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη και μπορούν να επιτευχθούν καλύτερα σε κοινοτικό επίπεδο, η Κοινότητα μπορεί να λάβει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας του άρθρου 5 της συνθήκης. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας του ιδίου άρθρου, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη των στόχων αυτών.

    (13)

    Τα μέτρα που είναι αναγκαία για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας θα πρέπει να θεσπισθούν σύμφωνα με την απόφαση 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή (12).

    (14)

    Σε κάθε κολυμβητική περίοδο καθίσταται προφανές ότι η ύπαρξη κοινοτικής πολιτικής για τα ύδατα κολύμβησης παραμένει σημαντική, δεδομένου ότι προστατεύει το κοινό από περιστασιακή και χρόνια ρύπανση που απορρίπτεται σε κοινοτικά ύδατα κολύμβησης ή κοντά σε αυτά. Η ποιότητα των υδάτων κολύμβησης έχει συνολικά βελτιωθεί σημαντικά από τότε που τέθηκε σε ισχύ η οδηγία 76/160/ΕΟΚ. Ωστόσο, η εν λόγω οδηγία αντικατοπτρίζει τη γνώση και την πείρα των αρχών της δεκαετίας του 1970. Έκτοτε έχουν μεταβληθεί οι χρήσεις των υδάτων κολύμβησης, όπως επίσης και το επίπεδο των επιστημονικών και τεχνικών γνώσεων. Επομένως, η εν λόγω οδηγία θα πρέπει να καταργηθεί,

    ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι

    ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

    Άρθρο 1

    Σκοπός και πεδίο εφαρμογής

    1.   Η παρούσα οδηγία θεσπίζει διατάξεις για:

    α)

    την παρακολούθηση και την ταξινόμηση της ποιότητας των υδάτων κολύμβησης·

    β)

    τη διαχείριση της ποιότητας των υδάτων κολύμβησης, και

    γ)

    την παροχή πληροφοριών στο κοινό όσον αφορά την ποιότητα των υδάτων κολύμβησης.

    2.   Σκοπός της παρούσας οδηγίας είναι η διατήρηση, η προστασία και η βελτίωση της ποιότητας του περιβάλλοντος και η προστασία της ανθρώπινης υγείας, με τη συμπλήρωση της οδηγίας 2000/60/ΕΚ.

    3.   Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται σε κάθε στοιχείο επιφανειακών υδάτων όπου η αρμόδια αρχή αναμένει ότι θα κολυμπά μεγάλος αριθμός ατόμων και όπου δεν έχει επιβάλει μόνιμη απαγόρευση της κολύμβησης ή δεν έχει εκδώσει μόνιμη σύσταση κατά της κολύμβησης (εφεξής αποκαλούμενα «ύδατα κολύμβησης»). Δεν εφαρμόζεται όσον αφορά:

    α)

    τα κολυμβητήρια και τις δεξαμενές ιαματικών λουτρών·

    β)

    τα περίκλειστα ύδατα που υπόκεινται σε επεξεργασία ή χρησιμοποιούνται για θεραπευτικούς σκοπούς·

    γ)

    τα τεχνητώς περίκλειστα ύδατα, που διαχωρίζονται από τα επιφανειακά και τα υπόγεια ύδατα.

    Άρθρο 2

    Ορισμοί

    Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

    1.

    Οι όροι «επιφανειακά ύδατα», «υπόγεια ύδατα», «εσωτερικά ύδατα», «μεταβατικά ύδατα», «παράκτια ύδατα» και «λεκάνη απορροής ποταμού», έχουν την ίδια έννοια όπως και στην οδηγία 2000/60/ΕΚ.

    2.

    Ως «αρμόδια αρχή» νοείται η αρχή ή οι αρχές που καθορίζουν τα κράτη μέλη προκειμένου να διασφαλίζεται η συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας ή κάθε άλλη αρχή ή φορέας που έχει αναλάβει το ρόλο αυτό.

    3.

    Ως «μόνιμη» νοείται κάθε απαγόρευση ή σύσταση κατά της κολύμβησης, η οποία διαρκεί τουλάχιστον μία ολόκληρη κολυμβητική περίοδο.

    4.

    Ως «μεγάλος αριθμός» όσον αφορά τους λουομένους, νοείται ο αριθμός που η αρμόδια αρχή θεωρεί ότι είναι μεγάλος, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη τις τάσεις που εμφανίσθηκαν κατά το παρελθόν ή την τυχόν παρεχόμενη υποδομή ή εγκαταστάσεις ή άλλα μέτρα που λαμβάνονται για την προώθηση της κολύμβησης.

    5.

    Ως «ρύπανση» νοείται η παρουσία μικροβιολογικής μόλυνσης ή άλλων οργανισμών ή αποβλήτων που επηρεάζουν την ποιότητα των υδάτων κολύμβησης και παρουσιάζουν κίνδυνο για την υγεία των λουομένων σύμφωνα με τα άρθρα 8 και 9 και το παράρτημα Ι στήλη Α.

    6.

    Ως «κολυμβητική περίοδος» νοείται η περίοδος κατά την οποία αναμένεται η προσέλευση μεγάλου αριθμού λουομένων.

    7.

    Ως «διαχειριστικά μέτρα» νοούνται τα ακόλουθα μέτρα που λαμβάνονται για τα ύδατα κολύμβησης:

    α)

    καθορισμός και διατήρηση ταυτότητας για τα ύδατα κολύμβησης·

    β)

    καθορισμός χρονοδιαγράμματος παρακολούθησης·

    γ)

    παρακολούθηση των υδάτων κολύμβησης·

    δ)

    αξιολόγηση της ποιότητας των υδάτων κολύμβησης·

    ε)

    ταξινόμηση των υδάτων κολύμβησης·

    στ)

    εντοπισμός και αξιολόγηση των αιτίων ρύπανσης που ενδέχεται να επηρεάζουν τα ύδατα κολύμβησης και να βλάπτουν την υγεία των λουομένων·

    ζ)

    παροχή πληροφοριών στο κοινό·

    η)

    ανάληψη δράσης για την πρόληψη της έκθεσης των λουομένων στη ρύπανση·

    θ)

    ανάληψη δράσης για τη μείωση του κινδύνου ρύπανσης.

    8.

    Ως «βραχυπρόθεσμη ρύπανση» νοείται η κατά τα αναφερόμενα στο παράρτημα Ι μέρος Α μικροβιολογική μόλυνση, η οποία έχει σαφώς προσδιορίσιμα αίτια, δεν αναμένεται φυσιολογικά να επηρεάσει την ποιότητα των υδάτων κολύμβησης για περισσότερο από 72 ώρες περίπου από την αρχή της υποβάθμισης της ποιότητας των υδάτων κολύμβησης και για την οποία η αρμόδια αρχή έχει θεσπίσει διαδικασίες προκειμένου να την προβλέπει και να την αντιμετωπίζει σύμφωνα με τα οριζόμενα στο παράρτημα ΙΙ.

    9.

    Ως «ασυνήθης περίσταση» νοείται συμβάν ή συνδυασμός συμβάντων που επηρεάζει την ποιότητα των υδάτων κολύμβησης στη συγκεκριμένη τοποθεσία και δεν αναμένεται να εμφανισθεί, κατά μέσον όρο, περισσότερο από μία φορά ανά τετραετία.

    10.

    Ως «σύνολο ποιοτικών δεδομένων για τα ύδατα κολύμβησης» νοούνται τα δεδομένα που συλλέγονται σύμφωνα με το άρθρο 3.

    11.

    Ως «αξιολόγηση της ποιότητας των υδάτων κολύμβησης» νοείται η διαδικασία αξιολόγησης της ποιότητας των υδάτων κολύμβησης με τη μέθοδο αξιολόγησης του παραρτήματος ΙΙ.

    12.

    Ως «ανάπτυξη κυανοβακτηρίων» νοείται η συσσώρευση κυανοβακτηρίων υπό μορφήν εξάνθησης, τάπητα ή αφρού.

    13.

    Ο όρος «ενδιαφερόμενο κοινό» έχει την ίδια έννοια όπως και στην οδηγία 85/337/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 1985, για την εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων δημοσίων και ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον (13).

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ

    ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΩΝ ΥΔΑΤΩΝ ΚΟΛΥΜΒΗΣΗΣ

    Άρθρο 3

    Παρακολούθηση

    1.   Τα κράτη μέλη προσδιορίζουν ετησίως όλα τα ύδατα κολύμβησης και καθορίζουν τη διάρκεια της κολυμβητικής περιόδου. Ενεργούν με τον τρόπο αυτό για πρώτη φορά πριν από την έναρξη της πρώτης κολυμβητικής περιόδου μετά τις 24 Μαρτίου 2008.

    2.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι παράμετροι του παραρτήματος Ι στήλη Α να παρακολουθούνται σύμφωνα με το παράρτημα IV.

    3.   Το σημείο δειγματοληψίας βρίσκεται στον τόπο των υδάτων κολύμβησης όπου αναμένεται:

    α)

    το μεγαλύτερο πλήθος λουομένων, ή

    β)

    ο μεγαλύτερος κίνδυνος ρύπανσης σύμφωνα με την ταυτότητα των υδάτων κολύμβησης.

    4.   Πριν από την έναρξη κάθε κολυμβητικής περιόδου και, για πρώτη φορά, πριν από την έναρξη της τρίτης πλήρους κολυμβητικής περιόδου μετά την έναρξη ισχύος της παρούσας οδηγίας, καθορίζεται χρονοδιάγραμμα παρακολούθησης για κάθε τοποθεσία υδάτων κολύμβησης. Η παρακολούθηση πραγματοποιείται το αργότερο τέσσερις ημέρες από την ημερομηνία που ορίζεται στο χρονοδιάγραμμα παρακολούθησης.

    5.   Τα κράτη μέλη μπορούν να αρχίζουν την παρακολούθηση των παραμέτρων του παραρτήματος Ι στήλη Α, κατά την πρώτη πλήρη κολυμβητική περίοδο μετά την έναρξη ισχύος της παρούσας οδηγίας. Στην περίπτωση αυτήν, η παρακολούθηση πραγματοποιείται με τη συχνότητα που ορίζεται στο παράρτημα IV. Τα αποτελέσματα της παρακολούθησης αυτής μπορούν να χρησιμοποιούνται για την κατάρτιση των συνόλων ποιοτικών δεδομένων για τα ύδατα κολύμβησης του άρθρου 4. Μόλις τα κράτη μέλη αρχίσουν την παρακολούθηση δυνάμει της παρούσας οδηγίας, μπορεί να παύει η παρακολούθηση των παραμέτρων του παραρτήματος της οδηγίας 76/160/ΕΟΚ.

    6.   Τα δείγματα που λαμβάνονται κατά τη διάρκεια βραχυπρόθεσμης ρύπανσης μπορούν να αγνοούνται. Τα δείγματα αυτά αντικαθίστανται από δείγματα που λαμβάνονται σύμφωνα με το παράρτημα IV.

    7.   Σε ασυνήθεις περιστάσεις, μπορεί να αναστέλλεται το χρονοδιάγραμμα παρακολούθησης που προβλέπεται στην παράγραφο 4. Το χρονοδιάγραμμα επαναφέρεται σε ισχύ μόλις καταστεί δυνατόν μετά τη λήξη της ασυνήθους περίστασης. Νέα δείγματα λαμβάνονται, το συντομότερο δυνατόν, μετά τη λήξη της ασυνήθους περίστασης προς αντικατάσταση των δειγμάτων που ελλείπουν λόγω της ασυνήθους περίστασης.

    8.   Τα κράτη μέλη αναφέρουν στην Επιτροπή κάθε αναστολή του χρονοδιαγράμματος παρακολούθησης, μνημονεύοντας τους λόγους της αναστολής. Τα κράτη μέλη υποβάλλουν τις αναφορές αυτές το αργότερο κατά την υποβολή της επόμενης ετήσιας έκθεσης που προβλέπεται στο άρθρο 13.

    9.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε η ανάλυση της ποιότητας των υδάτων κολύμβησης να εκτελείται σύμφωνα με τις μεθόδους αναφοράς του παραρτήματος Ι και τους κανόνες που καθορίζονται στο παράρτημα V. Ωστόσο, τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν τη χρήση άλλων μεθόδων ή κανόνων, εφόσον μπορούν να αποδείξουν ότι τα λαμβανόμενα αποτελέσματα είναι ισοδύναμα προς εκείνα που λαμβάνονται με τις μεθόδους του παραρτήματος Ι και τους κανόνες του παραρτήματος V. Τα κράτη μέλη που επιτρέπουν τη χρήση των ισοδύναμων αυτών μεθόδων ή κανόνων παρέχουν στην Επιτροπή όλες τις συναφείς πληροφορίες σχετικά με τις χρησιμοποιούμενες μεθόδους ή κανόνες και την ισοδυναμία τους.

    Άρθρο 4

    Αξιολόγηση της ποιότητας των υδάτων κολύμβησης

    1.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε να συγκεντρώνονται σύνολα ποιοτικών δεδομένων για τα ύδατα κολύμβησης μέσω της παρακολούθησης των παραμέτρων του παραρτήματος Ι στήλη Α.

    2.   Η αξιολόγηση της ποιότητας των υδάτων κολύμβησης πραγματοποιείται:

    α)

    σε σχέση με κάθε τοποθεσία υδάτων κολύμβησης·

    β)

    μετά το τέλος κάθε κολυμβητικής περιόδου·

    γ)

    με βάση το σύνολο ποιοτικών δεδομένων για την ποιότητα των υδάτων κολύμβησης το οποίο συγκροτείται σε σχέση με την εν λόγω κολυμβητική περίοδο και τις προηγούμενες τρεις κολυμβητικές περιόδους, και

    δ)

    σύμφωνα με τη διαδικασία του παραρτήματος ΙΙ.

    Ένα κράτος μέλος, εντούτοις, μπορεί να αποφασίζει να διενεργεί αξιολόγηση της ποιότητας των υδάτων κολύμβησης βάσει του συνόλου ποιοτικών δεδομένων για τα ύδατα κολύμβησης, το οποίο συγκροτείται σε σχέση μόνον με τις προηγούμενες τρεις κολυμβητικές περιόδους. Εάν αποφασίσει ούτως, απευθύνει προηγουμένως κοινοποίηση στην Επιτροπή. Απευθύνει επίσης κοινοποίηση στην Επιτροπή εάν, στη συνέχεια, αποφασίσει να επαναλάβει τη διενέργεια αξιολογήσεων βάσει τεσσάρων κολυμβητικών περιόδων. Τα κράτη μέλη δεν δύνανται να μεταβάλλουν την εφαρμοστέα περίοδο αξιολόγησης συχνότερα από μία φορά ανά πενταετία.

    3.   Τα σύνολα δεδομένων για τα ύδατα κολύμβησης που χρησιμοποιούνται για την αξιολόγηση της ποιότητας των υδάτων κολύμβησης περιλαμβάνουν πάντοτε 16 τουλάχιστον δείγματα, ή, στις ειδικές περιστάσεις του παραρτήματος IV παράγραφος 2, 12 δείγματα.

    4.   Ωστόσο, υπό την προϋπόθεση ότι:

    είτε πληρούται η απαίτηση της παραγράφου 3,

    είτε, στην περίπτωση υδάτων κολύμβησης των οποίων η κολυμβητική περίοδος δεν υπερβαίνει τις 8 εβδομάδες, το σύνολο ποιοτικών δεδομένων για τα ύδατα κολύμβησης που χρησιμοποιείται για τη διενέργεια της αξιολόγησης περιλαμβάνει τουλάχιστον 8 δείγματα,

    η αξιολόγηση της ποιότητας των υδάτων κολύμβησης μπορεί να πραγματοποιείται με βάση ένα σύνολο ποιοτικών δεδομένων για ύδατα κολύμβησης το οποίο να αφορά λιγότερες από τέσσερις κολυμβητικές περιόδους εάν:

    α)

    πρόκειται για προσφάτως προσδιορισμένα ύδατα κολύμβησης·

    β)

    οιεσδήποτε αλλαγές έχουν γίνει είναι πιθανόν να επηρεάσουν την ταξινόμηση των υδάτων κολύμβησης σύμφωνα με το άρθρο 5, οπότε η αξιολόγηση πραγματοποιείται με βάση σύνολο ποιοτικών δεδομένων για τα ύδατα κολύμβησης απαρτιζόμενο αποκλειστικά και μόνο από τα αποτελέσματα δειγμάτων που έχουν συλλεγεί μετά την επέλευση των αλλαγών, ή

    γ)

    η τοποθεσία υδάτων κολύμβησης είχε ήδη αξιολογηθεί σύμφωνα με την οδηγία 76/160/ΕΟΚ, οπότε χρησιμοποιούνται ισοδύναμα δεδομένα που συλλέγονται στο πλαίσιο της εν λόγω οδηγίας και, προς το σκοπό αυτό, οι παράμετροι 2 και 3 του παραρτήματος της οδηγίας 76/160/ΕΟΚ θεωρείται ότι ισοδυναμούν προς τις παραμέτρους 2 και 1 του παραρτήματος Ι στήλη Α της παρούσας οδηγίας.

    5.   Βάσει των αξιολογήσεων της ποιότητας των υδάτων κολύμβησης, τα κράτη μέλη μπορούν να διαχωρίζουν ή να ομαδοποιούν τα υπάρχοντα ύδατα κολύμβησης. Τα κράτη μέλη μπορούν να ομαδοποιούν τα υπάρχοντα ύδατα κολύμβησης, μόνον εάν τα ύδατα αυτά:

    α)

    είναι συνεχόμενα·

    β)

    αξιολογήθηκαν κατά παρόμοιο τρόπο κατά τα προηγούμενα τέσσερα έτη σύμφωνα με τις παραγράφους 2, 3 και την παράγραφο 4 στοιχείο γ), και

    γ)

    έχουν ταυτότητες υδάτων κολύμβησης οι οποίες εντοπίζουν κοινούς παράγοντες κινδύνου ή την απουσία τους.

    Άρθρο 5

    Ταξινόμηση και ποιοτικός χαρακτηρισμός των υδάτων κολύμβησης

    1.   Βάσει της αξιολόγησης της ποιότητας των υδάτων κολύμβησης, η οποία πραγματοποιείται σύμφωνα με το άρθρο 4, και σύμφωνα με τα κριτήρια του παραρτήματος ΙΙ, τα κράτη μέλη ταξινομούν τα ύδατα κολύμβησης ως:

    α)

    «ανεπαρκούς ποιότητας»·

    β)

    «επαρκούς ποιότητας»·

    γ)

    «καλής ποιότητας», ή

    δ)

    «εξαιρετικής ποιότητας».

    2.   Η πρώτη ταξινόμηση σύμφωνα με τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας ολοκληρώνεται έως το τέλος της κολυμβητικής περιόδου του 2015.

    3.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε, έως το τέλος της κολυμβητικής περιόδου του 2015, όλα τα ύδατα κολύμβησης να είναι τουλάχιστον «επαρκούς ποιότητας». Τα κράτη μέλη λαμβάνουν ρεαλιστικά και αναλογικά μέτρα τα οποία θεωρούν κατάλληλα με στόχο να αυξηθεί ο αριθμός των τοποθεσιών υδάτων κολύμβησης που χαρακτηρίζονται «εξαιρετικής ποιότητας» ή «καλής ποιότητας».

    4.   Ωστόσο, παρά τη γενική απαίτηση της παραγράφου 3, ορισμένα ύδατα κολύμβησης μπορούν προσωρινά να χαρακτηρίζονται «ανεπαρκούς ποιότητας» και, εντούτοις, να εξακολουθούν να είναι σύμφωνα προς την παρούσα οδηγία. Στις περιπτώσεις αυτές, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε να πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

    α)

    Για κάθε τοποθεσία υδάτων κολύμβησης που χαρακτηρίζεται «ανεπαρκούς ποιότητας», λαμβάνονται τα ακόλουθα μέτρα με ισχύ από την κολυμβητική περίοδο που έπεται του χαρακτηρισμού της:

    i)

    λαμβάνονται κατάλληλα διαχειριστικά μέτρα, συμπεριλαμβανομένης της απαγόρευσης κολύμβησης ή της σύστασης αποφυγής της κολύμβησης, προκειμένου να αποτρέπεται η έκθεση των λουομένων στη ρύπανση,

    ii)

    προσδιορίζονται τα αίτια και οι λόγοι για τους οποίους δεν επιτυγχάνεται ο χαρακτηρισμός «επαρκούς ποιότητας»,

    iii)

    λαμβάνονται κατάλληλα διαχειριστικά μέτρα για την πρόληψη, τη μείωση ή την εξάλειψη των αιτίων της ρύπανσης, και

    iv)

    σύμφωνα με το άρθρο 12, προειδοποιείται το κοινό με σαφή και απλή προειδοποιητική πινακίδα και ενημερώνεται για τα αίτια της ρύπανσης και για τα μέτρα που λαμβάνονται με βάση την ταυτότητα των υδάτων κολύμβησης.

    β)

    Εάν ορισμένα ύδατα κολύμβησης χαρακτηρίζονται «ανεπαρκούς ποιότητας» επί πέντε συναπτά έτη, εισάγεται μόνιμη απαγόρευση κολύμβησης ή μόνιμη σύσταση αποφυγής κολύμβησης. Ωστόσο, ένα κράτος μέλος μπορεί να εισαγάγει μόνιμη απαγόρευση κολύμβησης ή μόνιμη σύσταση αποφυγής κολύμβησης πριν από το τέλος της πενταετούς περιόδου, εφόσον κρίνει ότι η επίτευξη «επαρκούς ποιότητας» θα ήταν αδύνατη ή δυσανάλογα δαπανηρή.

    Άρθρο 6

    Ταυτότητα των υδάτων κολύμβησης

    1.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε να καταρτίζονται ταυτότητες των υδάτων κολύμβησης σύμφωνα με το παράρτημα ΙΙΙ. Κάθε ταυτότητα υδάτων κολύμβησης μπορεί να καλύπτει μία μοναδική τοποθεσία κολύμβησης ή περισσότερες της μιας συνεχόμενες τοποθεσίες κολύμβησης. Οι ταυτότητες υδάτων κολύμβησης καταρτίζονται για πρώτη φορά έως τις 24 Μαρτίου 2011.

    2.   Οι ταυτότητες των υδάτων κολύμβησης επανεξετάζονται και ενημερώνονται κατά τα προβλεπόμενα στο παράρτημα ΙΙΙ.

    3.   Κατά την κατάρτιση, την επανεξέταση και την ενημέρωση των ταυτοτήτων των υδάτων κολύμβησης, χρησιμοποιούνται καταλλήλως δεδομένα που προέρχονται από την παρακολούθηση και τις αξιολογήσεις που πραγματοποιούνται σύμφωνα με την οδηγία 2000/60/ΕΚ και τα οποία είναι συναφή με την παρούσα οδηγία.

    Άρθρο 7

    Διαχειριστικά μέτρα για την αντιμετώπιση εκτάκτων περιστάσεων

    Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε να λαμβάνονται έγκαιρα και κατάλληλα διαχειριστικά μέτρα όταν γνωρίζουν ότι υπάρχουν απροσδόκητες καταστάσεις που επηρεάζουν ή αναμένεται ευλόγως ότι θα επηρεάσουν αρνητικά την ποιότητα των υδάτων κολύμβησης και την υγεία των λουομένων. Τα μέτρα αυτά περιλαμβάνουν ενημέρωση του κοινού και, εφόσον απαιτείται, προσωρινή απαγόρευση της κολύμβησης.

    Άρθρο 8

    Κίνδυνοι από κυανοβακτήρια

    1.   Όταν, από την ταυτότητα των υδάτων κολύμβησης, συνάγεται η δυνατότητα ανάπτυξης κυανοβακτηρίων, πραγματοποιείται κατάλληλη παρακολούθηση προκειμένου να εντοπίζονται εγκαίρως οι κίνδυνοι για την υγεία.

    2.   Όταν εμφανίζεται ανάπτυξη κυανοβακτηρίων και έχει εντοπισθεί ή τεκμαίρεται κίνδυνος για την υγεία, λαμβάνονται αμέσως κατάλληλα διαχειριστικά μέτρα προκειμένου να προληφθεί η έκθεση, συμπεριλαμβανομένης της ενημέρωσης του κοινού.

    Άρθρο 9

    Άλλες παράμετροι

    1.   Όταν, από την ταυτότητα των υδάτων κολύμβησης, συνάγεται τάση για την ανάπτυξη μακροφυκών ή/και θαλάσσιου φυτοπλαγκτού, διενεργούνται έρευνες για να καθορισθούν ο αποδεκτός τους χαρακτήρας και οι κίνδυνοι που αυτά παρουσιάζουν για την υγεία, και λαμβάνονται κατάλληλα διαχειριστικά μέτρα, συμπεριλαμβανομένης της ενημέρωσης του κοινού.

    2.   Τα ύδατα κολύμβησης ελέγχονται οπτικώς για την παρουσία ρύπων, όπως κατάλοιπα πίσσας, γυαλιά, πλαστικά, καουτσούκ ή οποιαδήποτε άλλα απορρίμματα. Όταν εντοπισθεί τέτοια ρύπανση, λαμβάνονται κατάλληλα διαχειριστικά μέτρα, συμπεριλαμβανομένης, εφόσον απαιτείται, της ενημέρωσης του κοινού.

    Άρθρο 10

    Συνεργασία για τα διασυνοριακά ύδατα

    Όταν, από λεκάνη απορροής ποταμού, προκύπτουν διασυνοριακές επιπτώσεις στην ποιότητα των υδάτων κολύμβησης, τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη συνεργάζονται δεόντως για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, μεταξύ άλλων, μέσω της κατάλληλης ανταλλαγής πληροφοριών και της κοινής δράσης για τον έλεγχο των επιπτώσεων αυτών.

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ

    ΑΝΤΑΛΛΑΓΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ

    Άρθρο 11

    Συμμετοχή του κοινού

    Τα κράτη μέλη ενθαρρύνουν τη συμμετοχή του κοινού στην εφαρμογή της παρούσας οδηγίας και μεριμνούν για την παροχή δυνατοτήτων στο ενδιαφερόμενο κοινό:

    να ενημερώνεται για το πώς μπορεί να συμμετέχει, και

    να διατυπώνει συστάσεις, παρατηρήσεις ή παράπονα.

    Τούτο αφορά ιδίως τη θέσπιση, αναθεώρηση και ενημέρωση καταλόγων υδάτων κολύμβησης σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 1. Οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν δεόντως υπόψη τις πληροφορίες που συλλέγονται.

    Άρθρο 12

    Ενημέρωση του κοινού

    1.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι ακόλουθες πληροφορίες να διαδίδονται ενεργά και να είναι αμέσως διαθέσιμες κατά τη διάρκεια της κολυμβητικής περιόδου σε εύκολα προσιτό χώρο κοντά σε κάθε τοποθεσία υδάτων κολύμβησης:

    α)

    η τρέχουσα ταξινόμηση των υδάτων κολύμβησης και κάθε απαγόρευση κολύμβησης ή σύσταση κατά της κολύμβησης, που αναφέρεται στο παρόν άρθρο, με τη χρήση ενός σαφούς και απλού σημείου ή συμβόλου·

    β)

    γενική περιγραφή των υδάτων κολύμβησης, σε μη τεχνική γλώσσα, βάσει της ταυτότητας των υδάτων κολύμβησης που καταρτίζεται σύμφωνα με το παράρτημα ΙΙΙ·

    γ)

    στην περίπτωση υδάτων κολύμβησης που έχουν υποστεί βραχυπρόθεσμη ρύπανση:

    γνωστοποίηση ότι τα ύδατα κολύμβησης έχουν υποστεί βραχυπρόθεσμη ρύπανση,

    ένδειξη του αριθμού των ημερών κατά τη διάρκεια των οποίων απαγορεύθηκε η κολύμβηση ή συστήθηκε η αποφυγή της κατά τη διάρκεια της προηγούμενης κολυμβητικής περιόδου λόγω της ρύπανσης αυτής, και

    προειδοποίηση όποτε προβλέπεται ή υπάρχει παρόμοια ρύπανση·

    δ)

    πληροφορίες σχετικά με τη φύση και την αναμενόμενη διάρκεια των ασυνήθων περιστάσεων σε τέτοια γεγονότα·

    ε)

    όταν απαγορεύεται η κολύμβηση ή συνιστάται η αποφυγή της, προειδοποίηση προς το κοινό και αιτιολόγηση·

    στ)

    όποτε εισάγεται μόνιμη απαγόρευση κολύμβησης ή μόνιμη σύσταση αποφυγής της κολύμβησης, το γεγονός ότι η εν λόγω περιοχή δεν αποτελεί πλέον τοποθεσία υδάτων κολύμβησης και οι λόγοι του αποχαρακτηρισμού της, και

    ζ)

    αναφορά πηγών για πληρέστερη ενημέρωση σύμφωνα με την παράγραφο 2.

    2.   Τα κράτη μέλη χρησιμοποιούν πρόσφορα μέσα και τεχνολογίες, συμπεριλαμβανομένου του Διαδικτύου, για την ενεργό και άμεση διάδοση των πληροφοριών της παραγράφου 1 που αφορούν τα ύδατα κολύμβησης, καθώς και των εξής πληροφοριών, και δη σε πλείονες γλώσσες, αν κρίνεται σκόπιμο:

    α)

    κατάλογος υδάτων κολύμβησης·

    β)

    ταξινόμηση κάθε τοποθεσίας υδάτων κολύμβησης κατά τα τελευταία τρία έτη και ταυτότητα των αντίστοιχων υδάτων κολύμβησης, συμπεριλαμβανομένων των αποτελεσμάτων της παρακολούθησης που έχει πραγματοποιηθεί σύμφωνα με την παρούσα οδηγία από την τελευταία ταξινόμηση και μετά·

    γ)

    στην περίπτωση υδάτων κολύμβησης που χαρακτηρίζονται «ανεπαρκούς ποιότητας», πληροφορίες σχετικά με τα αίτια της ρύπανσης και τα μέτρα που λαμβάνονται για την αποτροπή της έκθεσης των λουομένων στη ρύπανση και για την αντιμετώπιση των αιτίων κατά τα αναφερόμενα στο άρθρο 5 παράγραφος 4, και

    δ)

    στην περίπτωση των υδάτων κολύμβησης που υφίστανται βραχυπρόθεσμη ρύπανση, γενικές πληροφορίες σχετικά με:

    τις συνθήκες που είναι πιθανόν να οδηγήσουν σε βραχυπρόθεσμη ρύπανση,

    την πιθανότητα τέτοιας ρύπανσης και την πιθανή διάρκειά της,

    τα αίτια της ρύπανσης και τα μέτρα που λαμβάνονται για την αποτροπή της έκθεσης των λουομένων στη ρύπανση και την αντιμετώπιση των αιτίων της.

    Ο κατάλογος που αναφέρεται στο στοιχείο α) είναι διαθέσιμος κάθε χρόνο πριν από την έναρξη της κολυμβητικής περιόδου. Τα αποτελέσματα της παρακολούθησης που αναφέρονται στο στοιχείο β) καθίστανται διαθέσιμα στο Διαδίκτυο μόλις ολοκληρωθεί η ανάλυση.

    3.   Οι πληροφορίες των παραγράφων 1 και 2 διαδίδονται μόλις καταστούν διαθέσιμες και παράγουν αποτελέσματα από την έναρξη της πέμπτης κολυμβητικής περιόδου μετά τις 24 Μαρτίου 2008.

    4.   Όποτε είναι δυνατόν, τα κράτη μέλη και η Επιτροπή παρέχουν στο κοινό πληροφορίες χρησιμοποιώντας τεχνολογία γεωγραφικών αναφορών και τις παρουσιάζουν κατά σαφή και συνεπή τρόπο, ιδίως μέσω της χρήσης σημείων και συμβόλων.

    Άρθρο 13

    Εκθέσεις

    1.   Τα κράτη μέλη υποβάλλουν στην Επιτροπή τα αποτελέσματα της παρακολούθησης και την αξιολόγηση της ποιότητας των υδάτων κολύμβησης για κάθε τοποθεσία υδάτων κολύμβησης, καθώς και περιγραφή των σημαντικών διαχειριστικών μέτρων που έχουν ληφθεί. Τα κράτη μέλη υποβάλλουν ετησίως τις πληροφορίες αυτές έως τις 31 Δεκεμβρίου, όσον αφορά την προηγούμενη κολυμβητική περίοδο. Αρχίζουν να παρέχουν τις πληροφορίες αυτές μετά την πρώτη αξιολόγηση της ποιότητας των υδάτων κολύμβησης σύμφωνα με το άρθρο 4.

    2.   Τα κράτη μέλη κοινοποιούν ετησίως στην Επιτροπή, πριν από την έναρξη της κολυμβητικής περιόδου, όλα τα ύδατα που χαρακτηρίζονται ύδατα κολύμβησης, καθώς και το λόγο για οποιαδήποτε μεταβολή σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Αυτό γίνεται για πρώτη φορά πριν από την έναρξη της πρώτης κολυμβητικής περιόδου μετά τις 24 Μαρτίου 2008.

    3.   Όταν έχει αρχίσει η παρακολούθηση των υδάτων κολύμβησης σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, η ετήσια υποβολή εκθέσεων στην Επιτροπή σύμφωνα με την παράγραφο 1 συνεχίζεται σύμφωνα με την οδηγία 76/160/ΕΟΚ μέχρις ότου καταστεί δυνατή η πρώτη αξιολόγηση σύμφωνα με την παρούσα οδηγία. Κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής, η παράμετρος 1 του παραρτήματος της οδηγίας 76/160/EΟΚ δεν λαμβάνεται υπόψη στην ετήσια έκθεση, ενώ οι παράμετροι 2 και 3 του παραρτήματος της οδηγίας 76/160/EΟΚ θεωρούνται ισοδύναμες προς τις παραμέτρους 2 και 1 της στήλης Α του παραρτήματος Ι της παρούσας οδηγίας.

    4.   Η Επιτροπή δημοσιεύει ετήσια συνοπτική έκθεση για την ποιότητα των υδάτων κολύμβησης στην Κοινότητα, η οποία αναφέρει την ταξινόμηση των υδάτων κολύμβησης, τη συμμόρφωση προς την παρούσα οδηγία και τα σημαντικά διαχειριστικά μέτρα που ελήφθησαν. Η Επιτροπή δημοσιεύει την έκθεση αυτήν έως τις 30 Απριλίου εκάστου έτους, μεταξύ άλλων μέσω του Διαδικτύου. Για τη σύνταξη της έκθεσης, η Επιτροπή χρησιμοποιεί, εφόσον είναι δυνατόν και με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, τα συστήματα συλλογής, αξιολόγησης και παρουσίασης δεδομένων που υπάρχουν στο πλαίσιο της συναφούς κοινοτικής νομοθεσίας, ιδίως της οδηγίας 2000/60/ΕΚ.

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙV

    ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

    Άρθρο 14

    Έκθεση και επανεξέταση

    1.   Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο, έως το 2008. Η έκθεση λαμβάνει ιδίως υπόψη τα ακόλουθα:

    α)

    τα αποτελέσματα σχετικής ευρωπαϊκής επιδημιολογικής μελέτης που πραγματοποιεί η Επιτροπή σε συνεργασία με τα κράτη μέλη·

    β)

    άλλες επιστημονικές, αναλυτικές και επιδημιολογικές εξελίξεις όσον αφορά τις παραμέτρους για την ποιότητα των υδάτων κολύμβησης, συμπεριλαμβανομένων των σχετικών με ιούς, και

    γ)

    συστάσεις της Παγκόσμιας Οργάνωσης Υγείας.

    2.   Τα κράτη μέλη, ως το τέλος του 2014, υποβάλλουν γραπτές παρατηρήσεις στην Επιτροπή για την έκθεση, συμπεριλαμβανομένης της ανάγκης για τυχόν περαιτέρω έρευνα ή αξιολογήσεις, οι οποίες, ενδεχομένως, απαιτούνται προκειμένου να βοηθηθεί η Επιτροπή όσον αφορά την επανεξέταση της παρούσας οδηγίας δυνάμει της παραγράφου 3.

    3.   Βάσει της έκθεσης, των γραπτών παρατηρήσεων των κρατών μελών και μιας εκτενούς αξιολόγησης των επιπτώσεων, καθώς και λαμβάνοντας υπόψη την αποκτηθείσα εμπειρία από την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, η Επιτροπή δύναται, όχι αργότερα από το 2020, να επανεξετάσει την παρούσα οδηγία, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη τις παραμέτρους για την ποιότητα των υδάτων κολύμβησης, όπου συμπεριλαμβάνεται το κατά πόσον θα ήταν σκόπιμη η σταδιακή εξάλειψη της ταξινόμησης ως «επαρκούς ποιότητας» ή η τροποποίηση των εφαρμοστέων προτύπων, και υποβάλλει, εφόσον είναι απαραίτητο, κατάλληλες νομοθετικές προτάσεις σύμφωνα με το άρθρο 251 της συνθήκης.

    Άρθρο 15

    Τεχνικές προσαρμογές και εκτελεστικά μέτρα

    1.   Αποφασίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 16 παράγραφος 2:

    α)

    ο προσδιορισμός του προτύπου EN/ISO σχετικά με την ισοδυναμία των μικροβιολογικών μεθόδων για τους σκοπούς του άρθρου 3 παράγραφος 9·

    β)

    ο καθορισμός λεπτομερών κανόνων για την εφαρμογή του άρθρου 8 παράγραφος 1 και του άρθρου 12 παράγραφος 1 στοιχείο α) και του άρθρου 12 παράγραφος 4·

    γ)

    η προσαρμογή των μεθόδων ανάλυσης για τις παραμέτρους του παραρτήματος Ι, λαμβανομένης υπόψη της επιστημονικής και τεχνικής προόδου·

    δ)

    η προσαρμογή του παραρτήματος V, λαμβανομένης υπόψη της επιστημονικής και τεχνικής προόδου·

    ε)

    ο καθορισμός κατευθυντηρίων γραμμών για την κοινή μέθοδο αξιολόγησης μεμονωμένων δειγμάτων.

    2.   Η Επιτροπή υποβάλλει σχέδιο των μέτρων που πρέπει να ληφθούν σύμφωνα με την παράγραφο 1 στοιχείο β), όσον αφορά το άρθρο 12 παράγραφος 1 στοιχείο α), έως τις 24 Μαρτίου 2010. Πριν από αυτό, διαβουλεύεται με τους αντιπροσώπους των κρατών μελών, τις περιφερειακές και τοπικές αρχές, τις σχετικές οργανώσεις τουρισμού και καταναλωτών και άλλα ενδιαφερόμενα μέρη. Μετά την έκδοση των σχετικών κανόνων, τους δημοσιοποιεί μέσω του Διαδικτύου.

    Άρθρο 16

    Διαδικασία επιτροπής

    1.   Η Επιτροπή επικουρείται από επιτροπή.

    2.   Οσάκις γίνεται αναφορά στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζονται τα άρθρα 5 και 7 της απόφασης 1999/468/EΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 αυτής.

    Η προθεσμία του άρθρου 5 παράγραφος 6 της απόφασης 1999/468/ΕΚ είναι τρίμηνη.

    3.   Η επιτροπή θεσπίζει τον εσωτερικό της κανονισμό.

    Άρθρο 17

    Κατάργηση

    1.   Η οδηγία 76/160/ΕΟΚ καταργείται από την 31η Δεκεμβρίου 2014. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 2, η κατάργηση αυτή δεν επηρεάζει τις υποχρεώσεις των κρατών μελών ως προς τις προθεσμίες μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο και εφαρμογής οι οποίες προβλέπονται στην καταργούμενη οδηγία.

    2.   Η παρούσα οδηγία τυγχάνει εφαρμογής και αντικαθιστά την οδηγία 76/160/ΕΟΚ, μόλις το εκάστοτε κράτος μέλος έχει λάβει όλα τα νομικά, διοικητικά και πρακτικά μέτρα που είναι αναγκαία για τη συμμόρφωση προς την παρούσα οδηγία.

    3.   Κάθε παραπομπή στην καταργηθείσα οδηγία 76/160/ΕΟΚ θεωρείται παραπομπή στην παρούσα οδηγία.

    Άρθρο 18

    Εφαρμογή

    1.   Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που είναι αναγκαίες για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία έως τις 24 Μαρτίου 2008. Ενημερώνουν αμέσως την Επιτροπή σχετικά.

    Οι διατάξεις αυτές, όταν θεσπίζονται από τα κράτη μέλη, αναφέρονται στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από την αναφορά αυτή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Ο τρόπος της αναφοράς αυτής αποφασίζεται από τα κράτη μέλη.

    2.   Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το κείμενο των ουσιωδών διατάξεων εσωτερικού δικαίου τις οποίες θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία.

    Άρθρο 19

    Έναρξη ισχύος

    Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

    Άρθρο 20

    Αποδέκτες

    Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

    Στρασβούργο, στις 15 Φεβρουαρίου 2006.

    Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

    Ο Πρόεδρος

    J. BORRELL FONTELLES

    Για το Συμβούλιο

    Ο Πρόεδρος

    H. WINKLER


    (1)  ΕΕ C 45 Ε της 25.2.2003, σ. 127.

    (2)  ΕΕ C 220 της 16.9.2003, σ. 39.

    (3)  ΕΕ C 244 της 10.10.2003, σ. 31.

    (4)  Γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 21ης Οκτωβρίου 2003(ΕΕ C 82 Ε της 1.4.2004, σ. 115), κοινή θέση του Συμβουλίου της 20ής Δεκεμβρίου 2004 (ΕΕ C 111 Ε της 11.5.2005, σ. 1) και θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 10ης Μαΐου 2005 (δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα). Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 18ης Ιανουαρίου 2006 (δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 20ής Δεκεμβρίου 2005.

    (5)  ΕΕ L 242 της 10.9.2002, σ. 1.

    (6)  ΕΕ L 31 της 5.2.1976, σ. 1· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 807/2003 (ΕΕ L 122 της 16.5.2003, σ. 36).

    (7)  ΕΕ L 135 της 30.5.1991, σ. 40· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1882/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 284 της 31.10.2003, σ. 1).

    (8)  ΕΕ L 375 της 31.12.1991, σ. 1· οδηγία όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1882/2003.

    (9)  EE L 327 της 22.12.2000, σ. 1· οδηγία όπως τροποποιήθηκε από την απόφαση αριθ. 2455/2001/EΚ (ΕΕ L 331 της 15.12.2001, σ. 1).

    (10)  ΕΕ L 41 της 14.2.2003, σ. 26.

    (11)  ΕΕ L 156 της 25.6.2003, σ. 17.

    (12)  ΕΕ L 184 της 17.7.1999, σ. 23.

    (13)  ΕΕ L 175 της 5.7.1985, σ. 40· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 2003/35/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 156 της 25.6.2003, σ. 17).


    ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

    Για τα εσωτερικά ύδατα

     

    Α

    Β

    Γ

    Δ

    Ε

     

    Παράμετρος

    Εξαιρετική ποιότητα

    Καλή ποιότητα

    Επαρκής ποιότητα

    Μέθοδοι ανάλυσης αναφοράς

    1

    Εντερόκοκκοι (cfu/100 ml)

    200 (1)

    400 (1)

    330 (2)

    ISO 7899-1 ή ISO 7899-2

    2

    Κολοβακτηρίδια (cfu/100 ml)

    500 (1)

    1 000 (1)

    900 (2)

    ISO 9308-3 ή ISO 9308-1

    Για τα παράκτια ΰδατα και τα μεταβατικά ύδατα

     

    Α

    Β

    Γ

    Δ

    Ε

     

    Παράμετρος

    Εξαιρετική ποιότητα

    Καλή ποιότητα

    Επαρκής ποιότητα

    Μέθοδοι ανάλυσης αναφοράς

    1

    Εντερόκοκκοι (cfu/100 ml)

    100 (3)

    200 (3)

    185 (4)

    ISO 7899-1 ή ISO 7899-2

    2

    Κολοβακτηρίδια (cfu/100 ml)

    250 (3)

    500 (3)

    500 (4)

    ISO 9308-3 ή ISO 9308-1


    (1)  Βάσει αξιολόγησης σύμφωνα με το 95ο εκατοστημόριο. Βλέπε παράρτημα II.

    (2)  Βάσει αξιολόγησης σύμφωνα με το 90ό εκατοστημόριο. Βλέπε παράρτημα II.

    (3)  Βάσει αξιολόγησης σύμφωνα με το 95ο εκατοστημόριο. Βλέπε παράρτημα II.

    (4)  Βάσει αξιολόγησης σύμφωνα με το 90ό εκατοστημόριο. Βλέπε παράρτημα II.


    ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙ

    Αξιολόγηση και ταξινόμηση υδάτων κολύμβησης

    1.   Ανεπαρκής ποιότητα

    Τα ύδατα κολύμβησης ταξινομούνται ως ύδατα «ανεπαρκούς ποιότητας» εάν, στο σύνολο των ποιοτικών δεδομένων για τα ύδατα κολύμβησης για την τελευταία περίοδο αξιολόγησης (1), οι τιμές εκατοστημορίου (2) των μικροβιολογικών απαριθμήσεων είναι χειρότερες (3) από τις τιμές «επαρκούς ποιότητας» της στήλης Δ του παραρτήματος Ι.

    2.   Επαρκής ποιότητα

    Τα ύδατα κολύμβησης ταξινομούνται ως ύδατα «επαρκούς ποιότητας»:

    1.

    εάν, στο σύνολο των ποιοτικών δεδομένων για τα ύδατα κολύμβησης για την τελευταία περίοδο αξιολόγησης, οι τιμές εκατοστημορίου των μικροβιολογικών απαριθμήσεων είναι ίσες ή καλύτερες (4) από τις τιμές «επαρκούς ποιότητας» της στήλης Δ του παραρτήματος Ι, και

    2.

    εάν τα ύδατα κολύμβησης υπόκεινται σε βραχυπρόθεσμα περιστατικά ρύπανσης, με την προϋπόθεση ότι:

    i)

    λαμβάνονται επαρκή διαχειριστικά μέτρα, τα οποία περιλαμβάνουν επιτήρηση, συστήματα έγκαιρης προειδοποίησης και παρακολούθησης, με σκοπό να προλαμβάνεται η έκθεση των λουομένων μέσω προειδοποίησης ή, όπου απαιτείται, απαγόρευσης της κολύμβησης,

    ii)

    λαμβάνονται επαρκή διαχειριστικά μέτρα για την πρόληψη, μείωση ή εξάλειψη των αιτιών ρύπανσης, και

    iii)

    ο αριθμός των δειγμάτων που αγνοήθηκαν σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 6, λόγω βραχυπρόθεσμης ρύπανσης κατά την τελευταία περίοδο αξιολόγησης, δεν υπερβαίνει το 15 % του συνολικού αριθμού δειγμάτων που προβλέπονται στο χρονοδιάγραμμα παρακολούθησης της περιόδου αυτής ή ένα δείγμα ανά κολυμβητική περίοδο, αναλόγως με το ποιο είναι μεγαλύτερο.

    3.   Καλή ποιότητα

    Τα ύδατα κολύμβησης ταξινομούνται ως ύδατα «καλής ποιότητας»:

    1.

    εάν, στο σύνολο των ποιοτικών δεδομένων για τα ύδατα κολύμβησης για την τελευταία περίοδο αξιολόγησης, οι τιμές εκατοστημορίου των μικροβιολογικών απαριθμήσεων είναι ίσες ή καλύτερες (4) από τις τιμές «καλής ποιότητας» της στήλης Γ του παραρτήματος Ι, και

    2.

    εάν τα ύδατα κολύμβησης υπόκεινται σε βραχυπρόθεσμα περιστατικά ρύπανσης, με την προϋπόθεση ότι:

    i)

    λαμβάνονται επαρκή διαχειριστικά μέτρα, τα οποία περιλαμβάνουν επιτήρηση, συστήματα έγκαιρης προειδοποίησης και παρακολούθησης, με σκοπό να προλαμβάνεται η έκθεση των λουομένων μέσω προειδοποίησης ή, όπου απαιτείται, απαγόρευσης της κολύμβησης,

    ii)

    λαμβάνονται επαρκή διαχειριστικά μέτρα για την πρόληψη, μείωση ή εξάλειψη των αιτιών ρύπανσης, και

    iii)

    ο αριθμός των δειγμάτων που αγνοήθηκαν σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 6, λόγω βραχυπρόθεσμης ρύπανσης κατά την τελευταία περίοδο αξιολόγησης δεν υπερβαίνει το 15 % του συνολικού αριθμού δειγμάτων που προβλέπονται στο χρονοδιάγραμμα παρακολούθησης της περιόδου αυτής, ή ένα δείγμα ανά κολυμβητική περίοδο, αναλόγως του ποιο είναι μεγαλύτερο.

    4.   Εξαιρετική ποιότητα

    Τα ύδατα κολύμβησης ταξινομούνται ως ύδατα «εξαιρετικής ποιότητας»:

    1.

    Εάν, στο σύνολο των ποιοτικών δεδομένων για τα ύδατα κολύμβησης για την τελευταία περίοδο αξιολόγησης, οι τιμές εκατοστημορίου των μικροβιολογικών απαριθμήσεων είναι ίσες ή καλύτερες από τις τιμές «εξαιρετικής ποιότητας» του παραρτήματος Ι στήλη Β, και

    2.

    εάν τα ύδατα κολύμβησης υπόκεινται σε βραχυπρόθεσμα περιστατικά ρύπανσης, με την προϋπόθεση ότι:

    i)

    λαμβάνονται επαρκή διαχειριστικά μέτρα, τα οποία περιλαμβάνουν επιτήρηση, συστήματα έγκαιρης προειδοποίησης και παρακολούθησης, με σκοπό να προλαμβάνεται η έκθεση των λουομένων μέσω προειδοποίησης ή, όπου απαιτείται, απαγόρευσης της κολύμβησης,

    ii)

    λαμβάνονται επαρκή διαχειριστικά μέτρα για την πρόληψη, μείωση ή εξάλειψη των αιτιών ρύπανσης, και

    iii)

    ο αριθμός των δειγμάτων που αγνοήθηκαν σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 6, λόγω βραχυπρόθεσμης ρύπανσης κατά την τελευταία περίοδο αξιολόγησης δεν υπερβαίνει το 15 % του συνολικού αριθμού δειγμάτων που προβλέπονται στο χρονοδιάγραμμα παρακολούθησης της περιόδου αυτής, ή ένα δείγμα ανά κολυμβητική περίοδο, αναλόγως με το ποιο είναι μεγαλύτερο.

    ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ


    (1)  «Ως τελευταία περίοδος αξιολόγησης», νοούνται οι τέσσερις τελευταίες κολυμβητικές περιόδους, ή, ανάλογα με την περίπτωση, η περίοδος που προσδιορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 2 ή 4.

    (2)  Βάσει εκατοστημοριακού υπολογισμού της λογαριθμοκανονικής συνάρτησης πυκνότητας πιθανότητας των μικροβιολογικών δεδομένων που προέρχονται από τη συγκεκριμένη τοποθεσία υδάτων κολύμβησης, η τιμή του εκατοστημορίου προκύπτει ως εξής:

    i)

    Λαμβάνεται ο δεκαδικός λογάριθμος όλων των μικροβιολογικών απαριθμήσεων της προς αξιολόγηση σειράς δεδομένων. (Εάν κάποια τιμή είναι μηδενική, λαμβάνεται αντ’ αυτής ο δεκαδικός λογάριθμος του ελάχιστου ορίου ανίχνευσης της αναλυτικής μεθόδου που έχει χρησιμοποιηθεί.)

    ii)

    Υπολογίζεται ο αριθμητικός μέσος όρος (μ) των δεκαδικών λογαρίθμων.

    iii)

    Υπολογίζεται η τυπική απόκλιση (σ) των δεκαδικών λογαρίθμων.

    Η τιμή του ανώτερου 90ού εκατοστημορίου της συνάρτησης πυκνότητας πιθανότητας των δεδομένων προκύπτει από την εξίσωση: άνω 90ό εκατοστημόριο = αντιλογάριθμος (μ + 1,282 σ).

    Η τιμή του ανώτερου 95ου εκατοστημορίου της συνάρτησης πυκνότητας πιθανότητας των δεδομένων προκύπτει από την εξίσωση: άνω 90ό εκατοστημόριο = αντιλογάριθμος (μ + 1,65 σ).

    (3)  «Χειρότερος» σημαίνει υψηλότερες τιμές συγκέντρωσης εκφραζόμενες σε cfu/100 ml.

    (4)  «Καλύτερος» σημαίνει χαμηλότερες τιμές συγκέντρωσης εκφραζόμενες σε cfu/100 ml.


    ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III

    Η ταυτότητα των υδάτων κολύμβησης

    1.

    Η ταυτότητα των υδάτων κολύμβησης του άρθρου 6 αποτελείται από τα ακόλουθα:

    α)

    περιγραφή των φυσικών, γεωγραφικών και υδρολογικών χαρακτηριστικών των υδάτων κολύμβησης, καθώς και άλλων επιφανειακών υδάτων στη λεκάνη απορροής των εν λόγω υδάτων κολύμβησης που μπορούν ενδεχομένως να αποτελέσουν πηγή ρύπανσης, τα οποία είναι συναφή με τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας και σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην οδηγία 2000/60/ΕΚ·

    β)

    εντοπισμό και αξιολόγηση των αιτιών ρύπανσης που ενδέχεται να επηρεάζουν τα ύδατα κολύμβησης και να βλάπτουν την υγεία των λουομένων·

    γ)

    αξιολόγηση της δυνατότητας ανάπτυξης κυανοβακτηρίων·

    δ)

    αξιολόγηση της δυνατότητας ανάπτυξης μακροφυκών ή/και φυτοπλαγκτού·

    ε)

    εάν, από την αξιολόγηση στο πλαίσιο του στοιχείο β), συνάγεται ότι υπάρχει κίνδυνος βραχυπρόθεσμης ρύπανσης, τις ακόλουθες πληροφορίες:

    την αναμενόμενη φύση, συχνότητα και διάρκεια της αναμενόμενης βραχυπρόθεσμης ρύπανσης,

    λεπτομέρειες για τις τυχόν άλλες αιτίες ρύπανσης, συμπεριλαμβανομένων των διαχειριστικών μέτρων που λαμβάνονται και του χρονοδιαγράμματος για την εξάλειψή τους,

    τα διαχειριστικά μέτρα που λαμβάνονται κατά τη διάρκεια βραχυπρόθεσμης ρύπανσης και τα στοιχεία ταυτότητας και επικοινωνίας των φορέων που είναι υπεύθυνοι για την ανάληψη τέτοιας δράσης·

    στ)

    την τοποθεσία του σημείου παρακολούθησης.

    2.

    Σε περίπτωση υδάτων κολύμβησης που ταξινομούνται ως «καλής ποιότητας», «επαρκούς ποιότητας» ή «ανεπαρκούς ποιότητας», η ταυτότητα των υδάτων κολύμβησης επανεξετάζεται τακτικά για να ελεγχθεί εάν έχουν μεταβληθεί τα σημεία που απαριθμούνται στην παράγραφο 1 και, εφόσον απαιτείται, καθίσταται επίκαιρη. Η συχνότητα και η έκταση της επανεξέτασης καθορίζονται ανάλογα με τη φύση και τη σοβαρότητα της ρύπανσης. Ωστόσο, η επανεξέταση καλύπτει τουλάχιστον τις διατάξεις και διενεργείται τουλάχιστον με τη συχνότητα που ορίζεται στο ακόλουθο χρονοδιάγραμμα.

    Ταξινόμηση των υδάτων κολύμβησης

    «Καλής ποιότητας»

    «Επαρκούς ποιότητας»

    «Ανεπαρκούς ποιότητας»

    Διενέργεια επανεξέτασης τουλάχιστον

    ανά τετραετία

    ανά τριετία

    ανά διετία

    Σημεία προς επανεξέταση (στοιχεία της παραγράφου 1)

    α) έως στ)

    α) έως στ)

    α) έως στ)

    Σε περίπτωση υδάτων κολύμβησης που είχαν ταξινομηθεί προηγουμένως ως «εξαιρετικής ποιότητας», η ταυτότητα των υδάτων κολύμβησης πρέπει να επανεξετάζεται και, ενδεχομένως, να επικαιροποιείται, μόνον εφόσον η ταξινόμηση μετατρέπεται σε «καλής ποιότητας», «επαρκούς ποιότητας» ή «ανεπαρκούς ποιότητας». Η επανεξέταση πρέπει να καλύπτει όλα τα σημεία της παραγράφου 1.

    3.

    Σε περίπτωση σημαντικών δομικών έργων ή σημαντικών μετατροπών στα έργα υποδομής ως προς τα ύδατα κολύμβησης ή πλησίον τους, η ταυτότητα των υδάτων κολύμβησης πρέπει να καθίσταται επίκαιρη πριν από την έναρξη της επόμενης κολυμβητικής περιόδου.

    4.

    Εφόσον κρίνεται σκόπιμο, οι πληροφορίες των στοιχείων α) και β) της παραγράφου 1 πρέπει να παρέχονται επί λεπτομερούς χάρτη.

    5.

    Εφόσον το κρίνει σκόπιμο η αρμόδια αρχή, είναι δυνατόν να επισυνάπτονται ή να περιλαμβάνονται και άλλες συναφείς πληροφορίες.


    ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IV

    Παρακολούθηση των υδάτων κολύμβησης

    1.

    Λίγο πριν από την έναρξη κάθε κολυμβητικής περιόδου, πρέπει να λαμβάνεται ένα δείγμα. Λαμβανομένου υπόψη του επιπλέον αυτού δείγματος και με την επιφύλαξη της παραγράφου 2, πρέπει να διενεργούνται τουλάχιστον τέσσερις δειγματοληψίες και αναλύσεις ανά κολυμβητική περίοδο.

    2.

    Ωστόσο, μόνον τρία δείγματα χρειάζεται να λαμβάνονται και να αναλύονται ανά κολυμβητική περίοδο για τα ύδατα κολύμβησης, τα οποία:

    α)

    είτε έχουν κολυμβητική περίοδο που δεν υπερβαίνει τις 8 εβδομάδες·

    β)

    είτε ευρίσκονται σε περιοχή με ειδικούς γεωγραφικούς περιορισμούς.

    3.

    Οι ημερομηνίες δειγματοληψίας πρέπει να κατανέμονται καθ’ όλη της διάρκεια της κολυμβητικής περιόδου, το δε διάστημα μεταξύ των ημερομηνιών δειγματοληψίας δεν πρέπει να υπερβαίνει τον ένα μήνα.

    4.

    Σε περίπτωση βραχυπρόθεσμης ρύπανσης, λαμβάνεται ένα πρόσθετο δείγμα έτσι ώστε να επιβεβαιώνεται ότι το περιστατικό έχει λήξει. Το δείγμα αυτό δεν αποτελεί μέρος του συνόλου των ποιοτικών στοιχείων των υδάτων κολύμβησης. Εάν χρειάζεται να αντικατασταθεί αγνοηθέν δείγμα, λαμβάνεται πρόσθετο δείγμα 7 ημέρες μετά το τέλος της βραχυπρόθεσμης ρύπανσης.


    ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ V

    Κανόνες χειρισμού των δειγμάτων για μικροβιολογικές αναλύσεις

    1.   Σημείο δειγματοληψίας

    Ει δυνατόν, τα δείγματα πρέπει να λαμβάνονται 30 εκατοστά κάτω από την επιφάνεια του ύδατος και σε ύδατα βάθους τουλάχιστον 1 μέτρου.

    2.   Αποστείρωση των φιαλών δειγματοληψίας

    Οι φιάλες δειγματοληψίας πρέπει:

    να αποστειρώνονται σε αυτόκλειστο επί 15 λεπτά τουλάχιστον σε 121 oC, ή

    να υποβάλλονται σε ξηρή αποστείρωση σε θερμοκρασία μεταξύ 160 και 170 oC επί 1 ώρα τουλάχιστον, ή

    να είναι ακτινοβολημένα δοχεία δειγμάτων που λαμβάνονται απευθείας από τον κατασκευαστή.

    3.   Δειγματοληψία

    Ο όγκος της φιάλης/δοχείου δειγματοληψίας πρέπει να εξαρτάται από την ποσότητα του νερού που χρειάζεται για τη δοκιμή κάθε παραμέτρου. Η ελάχιστη χωρητικότητα είναι κατά κανόνα 250 ml.

    Τα δοχεία δειγματοληψίας πρέπει να είναι διαφανή και άχρωμα (από γυαλί, πολυαιθυλένιο ή πολυπροπυλένιο).

    Για να αποφεύγεται η τυχαία μόλυνση του δείγματος, πρέπει να χρησιμοποιείται ασηπτική τεχνική ώστε οι φιάλες να διατηρούνται στείρες. Δεν χρειάζεται άλλος στείρος εξοπλισμός (π.χ. στείρα χειρουργικά γάντια ή λαβίδες ή ράβδοι) εάν η διαδικασία εφαρμόζεται ορθά.

    Το δείγμα πρέπει να ταυτοποιείται σαφώς με ανεξίτηλο μελάνι επί του δοχείου δείγματος και επί του εντύπου δειγματοληψίας.

    4.   Αποθήκευση και μεταφορά των δειγμάτων πριν από την ανάλυση

    Τα δείγματα του νερού πρέπει, σε όλα τα στάδια της μεταφοράς, να προστατεύονται από έκθεση στο φως, ιδίως από απευθείας έκθεση στο ηλιακό φως.

    Το δείγμα πρέπει να διατηρείται σε θερμοκρασία 4 oC περίπου, σε ψυκτικό δοχείο ή σε ψυγείο (αναλόγως του κλίματος) μέχρις ότου φθάσει στο εργαστήριο. Εάν η μεταφορά έως το εργαστήριο ενδέχεται να διαρκέσει πάνω από 4 ώρες, η μεταφορά πρέπει να γίνεται με ψυγείο.

    Ο χρόνος μεταξύ δειγματοληψίας και ανάλυσης πρέπει να είναι ο βραχύτερος δυνατός. Συνιστάται ανάλυση των δειγμάτων την ίδια εργάσιμη ημέρα. Εάν αυτό δεν είναι δυνατόν για πρακτικούς λόγους, τότε η επεξεργασία των δειγμάτων γίνεται εντός 24 το πολύ ωρών. Στο μεταξύ, τα δείγματα αποθηκεύονται στο σκοτάδι και σε θερμοκρασία 4 oC ± 3 oC.


    Top