EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32008R0746

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 746/2008 της Επιτροπής, της 17ης Ιουνίου 2008 , για την τροποποίηση του παραρτήματος VII του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 999/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη θέσπιση κανόνων πρόληψης, καταπολέμησης και εξάλειψης ορισμένων μεταδοτικών σπογγωδών εγκεφαλοπαθειών (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΕΕ L 202 της 31.7.2008, p. 11–19 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

Το έγγραφο αυτό έχει δημοσιευτεί σε ειδική έκδοση (HR)

Legal status of the document In force

ELI: http://data.europa.eu/eli/reg/2008/746/oj

31.7.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 202/11


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 746/2008 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 17ης Ιουνίου 2008

για την τροποποίηση του παραρτήματος VII του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 999/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη θέσπιση κανόνων πρόληψης, καταπολέμησης και εξάλειψης ορισμένων μεταδοτικών σπογγωδών εγκεφαλοπαθειών

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 999/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2001, για τη θέσπιση κανόνων πρόληψης, καταπολέμησης και εξάλειψης ορισμένων μεταδοτικών σπογγωδών εγκεφαλοπαθειών (1), και ιδίως το άρθρο 23,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 999/2001 θεσπίζει τους κανόνες για την επιτήρηση των μεταδοτικών σπογγωδών εγκεφαλοπαθειών στα βοοειδή και τα αιγοπρόβατα καθώς και για την εφαρμογή μέτρων εξάλειψης μετά τη διαπίστωση μεταδοτικής σπογγώδους εγκεφαλοπάθειας (ΜΣΕ) στα αιγοπρόβατα.

(2)

Το παράρτημα VII του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 999/2001 θεσπίζει τα μέτρα εξάλειψης που πρέπει να λαμβάνονται μετά την επιβεβαίωση κρούσματος ΜΣΕ στα αιγοπρόβατα.

(3)

Μολονότι είναι γνωστό ότι οι ΜΣΕ εμφανίζονται στα αιγοπρόβατα εδώ και περισσότερα από διακόσια χρόνια, δεν υπάρχουν ακόμη στοιχεία που να αποδεικνύουν οιαδήποτε σχέση μεταξύ των κρουσμάτων ΜΣΕ στα ζώα αυτά και των κρουσμάτων ΜΣΕ στους ανθρώπους. Εντούτοις, το 2000 η Επιτροπή θέσπισε ένα πλήρες σύνολο μέτρων για την επιτήρηση, την πρόληψη, τον έλεγχο και την εξάλειψη των ΜΣΕ στα αιγοπρόβατα, με βάση τις περιορισμένες επιστημονικές γνώσεις που ήταν διαθέσιμες εκείνη την εποχή και με σκοπό να εξασφαλιστεί ότι τα υλικά που προέρχονται από αιγοπρόβατα θα είναι όσο το δυνατόν ασφαλέστερα.

(4)

Τα εν λόγω μέτρα έχουν ως στόχο τη συγκέντρωση όσο το δυνατόν περισσότερων στοιχείων σχετικά με τον επιπολασμό των ΜΣΕ, πλην της σπογγώδους εγκεφαλοπάθειας των βοοειδών (ΣΕΒ), στα αιγοπρόβατα και σχετικά με πιθανές διασυνδέσεις με τη ΣΕΒ και τη μεταδοτικότητα στον άνθρωπο. Τα μέτρα στοχεύουν επίσης στην όσο το δυνατόν μεγαλύτερη μείωση της επίπτωσης ΜΣΕ. Τα μέτρα περιλαμβάνουν την αφαίρεση των ειδικών υλικών κινδύνου, ένα εκτενές πρόγραμμα ενεργού επιτήρησης, μέτρα που πρέπει να εφαρμόζονται στα κοπάδια που έχουν μολυνθεί με ΜΣΕ και εθελοντικά συστήματα εκτροφής για την αύξηση της αντίστασης των προβατοειδών στις ΜΣΕ. Από τη θέσπιση των εν λόγω μέτρων και σύμφωνα με τις πληροφορίες που ελήφθησαν από τα προγράμματα ενεργού επιτήρησης που εφαρμόστηκαν στα κράτη μέλη, δεν έχει τεκμηριωθεί επιδημιολογική σύνδεση μεταξύ των ΜΣΕ, πλην της ΣΕΒ, στα αιγοπρόβατα και των ΜΣΕ στον άνθρωπο.

(5)

Το άρθρο 7 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 178/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Ιανουαρίου 2002, για τον καθορισμό των γενικών αρχών και απαιτήσεων της νομοθεσίας για τα τρόφιμα, για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Αρχής για την Ασφάλεια των Τροφίμων και τον καθορισμό διαδικασιών σε θέματα ασφαλείας των τροφίμων (2) προβλέπει ότι στις ειδικές περιπτώσεις κατά τις οποίες, ύστερα από αξιολόγηση των διαθέσιμων πληροφοριών, εντοπίζεται πιθανότητα βλαβερών επιπτώσεων στην υγεία, αλλά εξακολουθεί να υπάρχει επιστημονική αβεβαιότητα, μπορούν να ληφθούν τα προσωρινά μέτρα διαχείρισης του κινδύνου που είναι αναγκαία για την εξασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας της υγείας, μέχρι να υπάρξουν περαιτέρω επιστημονικές πληροφορίες για μια πιο εμπεριστατωμένη αξιολόγηση του κινδύνου. Επίσης προβλέπει ότι τα εν λόγω μέτρα πρέπει να είναι ανάλογα και όχι πιο περιοριστικά για το εμπόριο από όσο απαιτείται για την επίτευξη του υψηλού επιπέδου προστασίας που έχει επιλεγεί, ενώ παράλληλα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη την τεχνική και οικονομική βιωσιμότητα και άλλους παράγοντες όπως αρμόζει στο εκάστοτε ζήτημα. Επίσης, τα μέτρα πρέπει να αναθεωρούνται μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα.

(6)

Στις 8 Μαρτίου 2007 η Ευρωπαϊκή Αρχή για την Ασφάλεια των Τροφίμων (ΕΑΑΤ) εξέδωσε γνώμη σχετικά με ορισμένες πτυχές του κινδύνου ΜΣΕ για τα αιγοπρόβατα (3). Στην εν λόγω γνώμη, η ΕΑΑΤ καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «δεν υπάρχουν στοιχεία που να αποδεικνύουν επιδημιολογική ή μοριακή σύνδεση μεταξύ της κλασικής ή/και της άτυπης τρομώδους νόσου και των ΜΣΕ στον άνθρωπο. Ο παράγοντας της ΣΕΒ είναι ο μόνος παράγοντας ΜΣΕ που έχει προσδιορισθεί ως ζωονοσογόνος. Εντούτοις, λόγω της πολυμορφίας τους, δεν είναι προς το παρόν δυνατόν να αποκλειστεί η μεταδοτικότητα άλλων παραγόντων ζωικών ΜΣΕ στον άνθρωπο». Επιπλέον, η ανωτέρω Αρχή θεωρεί ότι «οι ισχύουσες δοκιμές διάκρισης, όπως περιγράφονται στην κοινοτική νομοθεσία, οι οποίες πραγματοποιούνται με στόχο τη διάκριση μεταξύ της τρομώδους νόσου και της ΣΕΒ, φαίνονται μέχρι σήμερα αξιόπιστες όσον αφορά τη διαφοροποίηση της ΣΕΒ από την κλασική και την άτυπη τρομώδη νόσο. Ωστόσο, στο τρέχον στάδιο επιστημονικών γνώσεων, ούτε η διαγνωστική ευαισθησία ούτε η εξειδίκευσή τους μπορούν να θεωρηθούν τέλειες».

(7)

Σύμφωνα με την εν λόγω γνώμη και στο πλαίσιο της ανακοίνωσης της Επιτροπής – Οδικός χάρτης ΜΣΕ της 15ης Ιουλίου 2005 (4), και σύμφωνα με το πρόγραμμα εργασίας 2006-2007 της SANCO για τις ΜΣΕ της 21ης Νοεμβρίου 2006 (5), εκδόθηκε ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 727/2007 της Επιτροπής, της 26ης Ιουνίου 2007, για την τροποποίηση των παραρτημάτων I, III, VII και X του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 999/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη θέσπιση κανόνων πρόληψης, καταπολέμησης και εξάλειψης ορισμένων μεταδοτικών σπογγωδών εγκεφαλοπαθειών (6). Οι τροποποιήσεις που επήλθαν στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 999/2001 με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 727/2007 είχαν ως στόχο την προσαρμογή των μέτρων που είχαν ληφθεί αρχικά όσον αφορά τις ΜΣΕ στα αιγοπρόβατα, έτσι ώστε να ληφθούν υπόψη τα επικαιροποιημένα επιστημονικά στοιχεία. Συνεπώς, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 999/2001, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 727/2007, έπαυσε την υποχρέωση θανάτωσης ολόκληρου του κοπαδιού και προέβλεψε ορισμένα μέτρα εναλλακτικά της θανάτωσης σε περίπτωση επιβεβαίωσης κρούσματος ΜΣΕ σε εκμετάλλευση αιγοπροβάτων και όταν έχει αποκλειστεί η παρουσία σπογγώδους εγκεφαλοπάθειας των βοοειδών (ΣΕΒ). Ειδικότερα, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι ο τομέας των αιγοπροβάτων παρουσιάζει διαφορές εντός της Κοινότητας, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 999/2001, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 727/2007, εισήγαγε τη δυνατότητα να εφαρμόζουν τα κράτη μέλη διαφορετικές πολιτικές, όπως θεσπίστηκε στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 727/2007, ανάλογα με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του τομέα σε κάθε κράτος μέλος.

(8)

Στις 17 Ιουλίου 2007, στην υπόθεση T-257/07, η Γαλλία προσέφυγε στο Πρωτοδικείο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, αιτώντας τη μερική ακύρωση του σημείου 2.3 στοιχείο β) σημείο iii), του σημείου 2.3 στοιχείο δ) και του σημείου 4 του κεφαλαίου Α του παραρτήματος VII του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 999/2001, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 727/2007, ιδίως όσον αφορά τα μέτρα που πρέπει να εφαρμόζονται στα κοπάδια που έχουν μολυνθεί με ΜΣΕ, ή, εναλλακτικά, την πλήρη ακύρωση του εν λόγω κανονισμού. Στη διάταξη που εξέδωσε στις 28 Σεπτεμβρίου 2007 (7), το Πρωτοδικείο ανέστειλε την εφαρμογή των εν λόγω διατάξεων, μέχρι να εκδοθεί η τελική απόφαση.

(9)

Στη διάταξη της 28ης Σεπτεμβρίου 2007 αμφισβητήθηκε η αξιολόγηση, από την Επιτροπή, των διαθέσιμων επιστημονικών στοιχείων σχετικά με τους πιθανούς κινδύνους. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή ζήτησε κατόπιν από την ΕΑΑΤ να τη βοηθήσει να αποσαφηνίσει τα δύο βασικά δεδομένα στα οποία βασίστηκε ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 727/2007. Πρώτον, την απουσία οιωνδήποτε επιστημονικών στοιχείων που να αποδεικνύουν ότι οποιοσδήποτε παράγοντας ΜΣΕ, πλην της ΣΕΒ, μπορεί να θεωρηθεί ζωονοσογόνος παράγοντας. Δεύτερον, τη δυνατότητα διάκρισης, μέσω μοριακών και βιολογικών δοκιμών, μεταξύ της ΣΕΒ και άλλων ζωικών ΜΣΕ στα αιγοπρόβατα. Στις 24 Ιανουαρίου 2008 η ΕΑΑΤ εξέδωσε την επιστημονική και τεχνική αποσαφήνιση (8) όσον αφορά την ερμηνεία ορισμένων πτυχών των συμπερασμάτων της γνώμης της 8ης Μαρτίου 2007, τα οποία είχαν ληφθεί υπόψη για την έκδοση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 727/2007.

(10)

Όσον αφορά τη μεταδοτικότητα των ΜΣΕ, η ΕΑΑΤ επιβεβαίωσε ότι:

στα προβατοειδή δεν εντοπίστηκαν άλλοι παράγοντες εκτός από εκείνους που προκαλούν την κλασική τρομώδη νόσο και την άτυπη τρομώδη νόσο,

στα αιγοειδή δεν εντοπίστηκαν άλλοι παράγοντες εκτός από εκείνους που προκαλούν τη ΣΕΒ, την κλασική τρομώδη νόσο και την άτυπη τρομώδη νόσο,

ο επιχειρησιακός όρος «ΣΕΒ» καλύπτει μια ΜΣΕ βοοειδών η οποία θα μπορούσε να προκληθεί από τουλάχιστον τρεις διαφορετικούς παράγοντες ΜΣΕ με ετερογενείς βιολογικές ιδιότητες,

ο επιχειρησιακός όρος «κλασική τρομώδης νόσος» καλύπτει μια ΜΣΕ αιγοπροβάτων η οποία προκαλείται από διάφορους παράγοντες ΜΣΕ με ετερογενείς βιολογικές ιδιότητες,

ο επιχειρησιακός όρος «άτυπη τρομώδης νόσος» καλύπτει μια ΜΣΕ αιγοπροβάτων η οποία διαφέρει από την κλασική τρομώδη νόσο. Σήμερα, υπάρχει διαμάχη σχετικά με το κατά πόσον προκαλείται από έναν ή περισσότερους παράγοντες ΜΣΕ.

(11)

Εντούτοις, η ΕΑΑΤ δεν μπορεί να αποκλείσει τη μεταδοτικότητα στον άνθρωπο άλλων παραγόντων ΜΣΕ, εκτός της ΣΕΒ, δεδομένου ότι:

χρησιμοποιείται σήμερα πειραματική μετάδοση σε μοντέλα πρωτευόντων και διαγονιδιακών ποντικών που εκφράζουν το ανθρώπινο γονίδιο PrP, προκειμένου να εκτιμηθεί η δυνητική ικανότητα ενός παράγοντα ΜΣΕ να διασχίσει το φράγμα του ανθρώπινου είδους·

έχει καταδειχθεί ότι παράγοντες ΜΣΕ διαφορετικοί από τον παράγοντα της κλασικής ΣΕΒ από τρία πραγματικά κρούσματα ΜΣΕ (δύο κρούσματα κλασικής τρομώδους νόσου και ένα κρούσμα ΣΕΒ τύπου L) διασχίζουν το μοντελοποιημένο φράγμα του ανθρώπινου είδους·

πρέπει να ληφθούν υπόψη ορισμένοι περιορισμοί στα εν λόγω πρότυπα, συμπεριλαμβανομένης της αβεβαιότητας του πόσο καλά αντιπροσωπεύουν το φράγμα του ανθρώπινου είδους και της αβεβαιότητας του πόσο καλά η χρησιμοποιούμενη πειραματική οδός ενοφθαλμισμού αντιπροσωπεύει την έκθεση σε φυσικές συνθήκες.

(12)

Από τις διευκρινίσεις της ΕΑΑΤ φαίνεται ότι η βιοποικιλότητα των παραγόντων της νόσου στα αιγοπρόβατα αποτελεί σημαντικό στοιχείο το οποίο δεν επιτρέπει να αποκλειστεί η μεταδοτικότητα στον άνθρωπο, και ότι η εν λόγω βιοποικιλότητα αυξάνει την πιθανότητα ένας από τους παράγοντες ΜΣΕ να είναι μεταδοτικός. Εντούτοις, η ΕΑΑΤ αναγνωρίζει ότι δεν υπάρχουν επιστημονικά στοιχεία που να αποδεικνύουν οιαδήποτε άμεση σχέση μεταξύ των ΜΣΕ στα αιγοπρόβατα, πλην της ΣΕΒ, και των ΜΣΕ στον άνθρωπο. Η άποψη της ΕΑΑΤ ότι δεν μπορεί να αποκλειστεί η μεταδοτικότητα στον άνθρωπο παραγόντων ΜΣΕ των αιγοπροβάτων βασίζεται σε πειραματικές μελέτες σχετικά με υποδείγματα όσον αφορά το φράγμα του ανθρώπινου είδους και σε ζωικά μοντέλα (πρωτεύοντα και ποντικοί). Ωστόσο, τα εν λόγω μοντέλα δεν λαμβάνουν υπόψη τα γενετικά χαρακτηριστικά του ανθρώπου, τα οποία επηρεάζουν σε μεγάλο βαθμό τη σχετική ευαισθησία στις νόσους που οφείλονται στην πρωτεΐνη πριόν. Επίσης, έχουν περιορισμούς όταν τα αποτελέσματα παρεκτείνονται στις φυσικές συνθήκες, ιδίως όσον αφορά το πόσο καλά αντιπροσωπεύουν το φράγμα του ανθρώπινου είδους και την αβεβαιότητα του πόσο καλά η χρησιμοποιούμενη πειραματική οδός ενοφθαλμισμού αντιπροσωπεύει την έκθεση σε φυσικές συνθήκες. Σ’ αυτή τη βάση, μπορεί να θεωρηθεί ότι, μολονότι δεν μπορεί να αποκλειστεί ο κίνδυνος μεταδοτικότητας στον άνθρωπο παραγόντων ΜΣΕ των αιγοπροβάτων, ο κίνδυνος αυτός πρέπει να είναι εξαιρετικά χαμηλός, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι τα στοιχεία σχετικά με τη μεταδοτικότητα βασίζονται σε πειραματικά πρότυπα τα οποία δεν αντιπροσωπεύουν τις φυσικές συνθήκες που σχετίζονται με το πραγματικό φράγμα του ανθρώπινου είδους και τις πραγματικές οδούς ενοφθαλμισμού.

(13)

Όσον αφορά τις δοκιμές διάκρισης, η ΕΑΑΤ επιβεβαίωσε ότι:

βάσει των περιορισμένων διαθέσιμων στοιχείων, οι δοκιμές διάκρισης, όπως εφαρμόζονται στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είναι πρακτικά εργαλεία για τον εντοπισμό των πραγματικών κρουσμάτων ΜΣΕ, όπως αναφέρεται στο σημείο 3.2 στοιχείο γ) του κεφαλαίου Γ του παραρτήματος X του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 999/2001, που επιτυγχάνουν το στόχο της ταχείας και αναπαραγώγιμης αναγνώρισης των κρουσμάτων ΜΣΕ τα οποία έχουν χαρακτηριστικά συμβατά με τον παράγοντα της κλασικής ΣΕΒ,

οι εν λόγω δοκιμές διάκρισης δεν μπορούν να θεωρηθούν τέλειες, λόγω της τρέχουσας απουσίας κατανόησης τόσο της πραγματικής βιοποικιλότητας των παραγόντων στα αιγοπρόβατα όσο και του πώς οι παράγοντες αλληλεπιδρούν σε περίπτωση συλλοίμωξης.

(14)

Έπειτα από αίτηση της Επιτροπής για αποσαφήνιση του κατά πόσον η απουσία στατιστικά επαρκών στοιχείων σχετικά με την απόδοση των δοκιμών αντισταθμίζεται από την υπάρχουσα διαδικασία, η οποία περιλαμβάνει δοκιμή δακτυλίου με πρόσθετες μεθόδους μοριακών δοκιμών σε διάφορα εργαστήρια και αξιολόγηση από πάνελ εμπειρογνωμόνων υπό την προεδρία του κοινοτικού εργαστηρίου αναφοράς για τις ΜΣΕ, η ΕΑΑΤ εξήγησε ότι:

παρά τη σταθερή απόδοση σε δοκιμές δακτυλίου που χρησιμοποιούν δείγματα από πειραματικά κρούσματα ΣΕΒ στα προβατοειδή, υπάρχει αβεβαιότητα όσον αφορά την απόδοσή τους σε πραγματικές συνθήκες λόγω της απουσίας ανίχνευσης φυσικής ΣΕΒ στα αιγοπρόβατα·

τα θετικά κρούσματα ΜΣΕ υποβάλλονται στην πλήρη διαδικασία διάκρισης, συμπεριλαμβανομένης της βιοδοκιμής, μόνο όταν η βιοχημική δοκιμή διάκρισης είναι συμβατή με τα χαρακτηριστικά της ΣΕΒ· ως εκ τούτου, τα στοιχεία που λαμβάνονται μέσω αυτής της διαδικασίας δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την αξιολόγηση της ευαισθησίας ή της καταλληλότητας των δοκιμών διάκρισης·

η αύξηση του αριθμού των αρνητικών αποτελεσμάτων κατά τη διάρκεια της δοκιμής διάκρισης για ΜΣΕ στα αιγοπρόβατα δεν μπορεί να αντισταθμίσει την απουσία στατιστικά επαρκών στοιχείων όσον αφορά την απόδοση των δοκιμών.

(15)

Η ΕΑΑΤ αναγνώρισε ότι οι δοκιμές διάκρισης που θεσπίστηκαν στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 999/2001 είναι πρακτικά εργαλεία που επιτυγχάνουν το στόχο της ταχείας και αναπαραγώγιμης αναγνώρισης των κρουσμάτων ΜΣΕ τα οποία έχουν χαρακτηριστικά συμβατά με τον παράγοντα της κλασικής ΣΕΒ. Δεδομένης της απουσίας επιστημονικών αποδεικτικών στοιχείων για συλλοιμώξεις παραγόντων ΣΕΒ και άλλων ΜΣΕ στα αιγοπρόβατα σε φυσικές συνθήκες, και δεδομένου ότι ο επιπολασμός της ΣΕΒ στα προβατοειδή, εάν υπάρχει, ή στα αιγοειδή είναι πολύ χαμηλός και, ως εκ τούτου, η δυνατότητα συλλοίμωξης θα ήταν ακόμη χαμηλότερη, ο αριθμός των μη εντοπισθέντων κρουσμάτων ΣΕΒ στα αιγοπρόβατα θα ήταν εξαιρετικά χαμηλός. Συνεπώς, μολονότι οι δοκιμές διάκρισης δεν μπορούν να θεωρηθούν τέλειες, είναι σκόπιμο να θεωρηθούν κατάλληλο εργαλείο για τους σκοπούς των στόχων εξάλειψης των ΜΣΕ οι οποίοι επιδιώκονται με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 999/2001.

(16)

Στη γνώμη της 25ης Ιανουαρίου 2007 (9) η ΕΑΑΤ έδωσε μια εκτίμηση του πιθανού επιπολασμού της ΣΕΒ στα προβατοειδή. Η Αρχή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι στις χώρες υψηλού κινδύνου υπάρχει ποσοστό μικρότερο του 0,3 έως 0,5 κρουσμάτων ΣΕΒ ανά 10 000 υγιή σφαγέντα ζώα. Η ΕΑΑΤ δήλωσε επίσης ότι στην Ευρωπαϊκή Ένωση «υπάρχει 95 % εμπιστοσύνη ότι ο αριθμός κρουσμάτων είναι ίσος ή μικρότερος από 4 κρούσματα ανά ένα εκατομμύριο προβατοειδή· σε ποσοστό εμπιστοσύνης 99 %, ο αριθμός γίνεται ίσος ή μικρότερος των 6 κρουσμάτων ανά εκατομμύριο. Δεδομένου ότι δεν επιβεβαιώθηκαν ακόμη κρούσματα ΣΕΒ στα προβατοειδή, ο πιθανότερος επιπολασμός είναι το μηδέν». Από την καθιέρωση της διαδικασίας των δοκιμών διάκρισης το 2005, όπως προβλέπεται στο σημείο 3.2 στοιχείο γ) του κεφαλαίου Γ του παραρτήματος X του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 999/2001, διενεργήθηκαν 2 798 δοκιμές διάκρισης σε προβατοειδή που μολύνθηκαν από ΜΣΕ και 265 δοκιμές διάκρισης σε αιγοειδή που μολύνθηκαν από ΜΣΕ και σε καμία από αυτές τις περιπτώσεις δεν επιβεβαιώθηκε ομοιότητα προς τα χαρακτηριστικά της ΣΕΒ.

(17)

Πρέπει να εξασφαλίζεται υψηλό επίπεδο προστασίας της ανθρώπινης ζωής και υγείας κατά την άσκηση των κοινοτικών πολιτικών. Τα κοινοτικά μέτρα που διέπουν τα τρόφιμα και τις ζωοτροφές πρέπει να βασίζονται σε κατάλληλη εκτίμηση των πιθανών κινδύνων για την υγεία του ανθρώπου και των ζώων και πρέπει, λαμβανομένων υπόψη των υφιστάμενων επιστημονικών στοιχείων, να διατηρούν ή, αν δικαιολογείται επιστημονικά, να αυξάνουν το επίπεδο προστασίας της υγείας του ανθρώπου και των ζώων. Εντούτοις, είναι αδύνατον να θεωρηθεί η πλήρης εξάλειψη του κινδύνου ρεαλιστικός στόχος για οποιαδήποτε απόφαση διαχείρισης κινδύνου σε θέματα που αφορούν την ασφάλεια των τροφίμων, όπου το κόστος και τα οφέλη των μέτρων μείωσης του κινδύνου πρέπει να σταθμίζονται προσεκτικά, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται η αναλογικότητα των μέτρων. Ο ρόλος και η αρμοδιότητα του διαχειριστή του κινδύνου είναι να αποφασίσει το αποδεκτό επίπεδο κινδύνου, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα στοιχεία που υπάρχουν σε μια επιστημονική εκτίμηση κινδύνου.

(18)

Η Επιτροπή, με το ρόλο της διαχειρίστριας του κινδύνου σε επίπεδο ΕΕ, είναι υπεύθυνη για τον καθορισμό του αποδεκτού επιπέδου κινδύνου και για τη θέσπιση μέτρων που είναι τα πλέον κατάλληλα για τη διατήρηση ενός υψηλού επιπέδου προστασίας της δημόσιας υγείας. Επανεξέτασε και αξιολόγησε τις πλέον πρόσφατες επιστημονικές πληροφορίες όσον αφορά τη μεταδοτικότητα των ΜΣΕ στον άνθρωπο και εκτίμησε ότι ο όποιος κίνδυνος υπάρχει είναι, επί του παρόντος, πολύ χαμηλός.

(19)

Συνεπώς, τα μέτρα που θεσπίζονται στο παράρτημα VII του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 999/2001 πρέπει να επανεξεταστούν, έτσι ώστε να εξασφαλιστεί ότι δεν επιβάλλουν στα κράτη μέλη και στους οικονομικούς παράγοντες επιβάρυνση η οποία δεν είναι ανάλογη προς το επίπεδο του συγκεκριμένου κινδύνου και προς τον επιδιωκόμενο στόχο.

(20)

Συνεπώς, τα μέτρα που θεσπίζονται στο παράρτημα VII του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 999/2001 πρέπει να τροποποιηθούν, έτσι ώστε να μπορέσουν τα κράτη μέλη να απαλλαγούν από την υποχρέωση της συνολικής ή μερικής θανάτωσης του κοπαδιού σε περίπτωση που ανιχνευθεί κρούσμα ΜΣΕ στα αιγοπρόβατα.

(21)

Συνεπώς, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 999/2001 πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως.

(22)

Τα μέτρα που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό είναι σύμφωνα με τη γνώμη της μόνιμης επιτροπής για την τροφική αλυσίδα και την υγεία των ζώων,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Το παράρτημα VII του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 999/2001 τροποποιείται σύμφωνα με το παράρτημα του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει τη δέκατη έκτη ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 17 Ιουνίου 2008.

Για την Επιτροπή

Ανδρούλλα ΒΑΣΙΛΕΊΟΥ

Μέλος της Επιτροπής


(1)  ΕΕ L 147 της 31.5.2001, σ. 1. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 357/2008 της Επιτροπής (ΕΕ L 111 της 23.4.2008, σ. 3).

(2)  ΕΕ L 31 της 1.2.2002, σ. 1. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 202/2008 της Επιτροπής (ΕΕ L 60 της 5.3.2008, σ. 17).

(3)  The EFSA Journal (Δελτίο EAAT) (2007) 466, σ. 1-10.

(4)  COM(2005) 322 τελικό.

(5)  SEC(2006) 1527.

(6)  ΕΕ L 165 της 27.6.2007, σ. 8.

(7)  ΕΕ C 283 της 24.11.2007, σ. 28.

(8)  Επιστημονική έκθεση του πάνελ για τους βιολογικούς κινδύνους, έπειτα από αίτηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, σχετικά με την «επιστημονική και τεχνική αποσαφήνιση στην ερμηνεία και την εξέταση ορισμένων πτυχών των συμπερασμάτων της γνώμης της 8ης Μαρτίου 2007 σχετικά με ορισμένες πτυχές που σχετίζονται με τον κίνδυνο των μεταδοτικών σπογγωδών εγκεφαλοπαθειών (ΜΣΕ) στα αιγοπρόβατα». The EFSA Journal (Δελτίο EAAT) (2008) 626, σ. 1-11.

(9)  Γνώμη του επιστημονικού πάνελ για τους βιολογικούς κινδύνους, έπειτα από αίτηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, σχετικά με την ποσοτική εκτίμηση κινδύνου όσον αφορά τον υπολειπόμενο κίνδυνο ΣΕΒ στο πρόβειο κρέας και στα προϊόντα πρόβειου κρέατος, The EFSA Journal (Δελτίο EAAT) (2007) 442, σ. 1-44.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Στο παράρτημα VII του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 999/2001, το κεφάλαιο Α αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α

Μέτρα μετά την επιβεβαίωση της παρουσίας ΜΣΕ

1.

Η έρευνα που αναφέρεται στο άρθρο 13 παράγραφος 1 στοιχείο β) πρέπει να προσδιορίζει:

α)

για τα βοοειδή:

όλα τα άλλα μηρυκαστικά που βρίσκονται στην εκμετάλλευση του ζώου για το οποίο επιβεβαιώθηκε η νόσος,

στις περιπτώσεις που η νόσος επιβεβαιώθηκε σε θηλυκό ζώο, το τέκνο που γεννάται εντός δύο ετών πριν ή μετά την κλινική εκδήλωση της νόσου,

όλα τα ζώα της κλάσης του ζώου στο οποίο επιβεβαιώθηκε η νόσος,

την πιθανή προέλευση της νόσου,

άλλα ζώα στην εκμετάλλευση όπου εκτράφηκε το ζώο στο οποίο επιβεβαιώθηκε η νόσος ή σε άλλες εκμεταλλεύσεις, τα οποία μπορεί να έχουν μολυνθεί από τον παράγοντα της ΜΣΕ, να έχουν λάβει τις ίδιες ζωοτροφές ή να έχουν εκτεθεί στην ίδια πηγή μόλυνσης,

τη διακίνηση δυνητικώς μολυσμένων ζωοτροφών, άλλων υλικών ή οποιουδήποτε άλλου μέσου μετάδοσης, που ενδέχεται να έχουν μεταδώσει τον παράγοντα της ΜΣΕ προς ή από την εν λόγω εκμετάλλευση·

β)

για τα αιγοπρόβατα:

όλα τα μηρυκαστικά, πέραν των αιγοπροβάτων, στην εκμετάλλευση του ζώου στο οποίο επιβεβαιώθηκε η νόσος,

εφόσον μπορούν να ταυτοποιηθούν, τους γονείς και, αν πρόκειται για θηλυκά ζώα, όλα τα έμβρυα, τα ωάρια και τους τελευταίους απογόνους του θηλυκού ζώου στο οποίο επιβεβαιώθηκε η νόσος,

όλα τα άλλα αιγοπρόβατα στην εκμετάλλευση του ζώου στο οποίο επιβεβαιώθηκε η νόσος, πέραν των αναφερομένων στη δεύτερη περίπτωση,

την πιθανή προέλευση της νόσου και την ταυτοποίηση των άλλων εκμεταλλεύσεων στις οποίες υπάρχουν ζώα, έμβρυα ή ωάρια τα οποία ενδέχεται να έχουν μολυνθεί από τον παράγοντα της ΜΣΕ, να έχουν λάβει τις ίδιες ζωοτροφές ή να έχουν εκτεθεί στην ίδια πηγή μόλυνσης,

τη διακίνηση δυνητικώς μολυσμένων ζωοτροφών, άλλων υλικών ή οποιουδήποτε άλλου μέσου μετάδοσης, τα οποία έχουν ενδεχομένως μεταδώσει τον παράγοντα της ΜΣΕ προς ή από την εν λόγω εκμετάλλευση.

2.

Τα μέτρα του άρθρου 13 παράγραφος 1 στοιχείο γ) προβλέπουν τουλάχιστον:

2.1.

Σε περίπτωση επιβεβαίωσης της ΣΕΒ σε βοοειδές, τη θανάτωση και την ολοσχερή καταστροφή των βοοειδών που έχουν εντοπιστεί κατά την έρευνα που αναφέρεται στη δεύτερη και τρίτη περίπτωση του σημείου 1 στοιχείο α), ωστόσο, το κράτος μέλος μπορεί να αποφασίσει:

να μην θανατώσει και καταστρέψει ζώα της κλάσης που αναφέρεται στην τρίτη περίπτωση του σημείου 1 στοιχείο α), εάν έχει τεκμηριωθεί ότι τα ζώα αυτά δεν είχαν πρόσβαση στις ίδιες ζωοτροφές με το ασθενές ζώο,

να αναβάλει τη θανάτωση και την καταστροφή ζώων της κλάσης που αναφέρεται στην τρίτη περίπτωση του σημείου 1 στοιχείο α) έως το τέλος της παραγωγικής τους ζωής, εφόσον πρόκειται περί ταύρων που φυλάσσονται διαρκώς σε κέντρο συλλογής σπέρματος και μπορεί να διασφαλισθεί ότι θα καταστραφούν ολοσχερώς ύστερα από το θάνατό τους.

2.2.

Αν υπάρχουν υπόνοιες για ΜΣΕ σε αιγοπρόβατο μιας εκμετάλλευσης ενός κράτους μέλους, όλα τα άλλα αιγοπρόβατα της εκμετάλλευσης αυτής υπόκεινται σε επίσημο περιορισμό των μετακινήσεων έως ότου είναι διαθέσιμα τα αποτελέσματα της εξέτασης. Εάν υπάρχουν στοιχεία από τα οποία να προκύπτει ότι η εκμετάλλευση όπου το ζώο ενδέχεται να εκτέθηκε σε ΜΣΕ δεν είναι η εκμετάλλευση όπου βρισκόταν όταν ανέκυψαν οι υπόνοιες για ΜΣΕ, η αρμόδια αρχή μπορεί να αποφασίζει εάν θα εφαρμοστεί επίσημος έλεγχος και σε άλλες εκμεταλλεύσεις ή μόνο στην εκμετάλλευση όπου εκτέθηκε το ζώο, ανάλογα με τα διαθέσιμα επιδημιολογικά στοιχεία.

2.3.

Σε περίπτωση επιβεβαίωσης μιας ΜΣΕ σε αιγοπρόβατο:

α)

εάν, βάσει των αποτελεσμάτων δοκιμής δακτυλίου που διεξήχθη σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στο παράρτημα Χ κεφάλαιο Γ σημείο 3.2 στοιχείο γ), δεν είναι δυνατόν να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο ΣΕΒ, τη θανάτωση και ολοσχερή καταστροφή όλων των ζώων, εμβρύων και ωαρίων που εντοπίσθηκαν βάσει της έρευνας που αναφέρεται στο σημείο 1 στοιχείο β) δεύτερη έως πέμπτη περίπτωση·

β)

εάν το ενδεχόμενο ΣΕΒ έχει αποκλεισθεί σύμφωνα με τη διαδικασία που περιγράφεται στο παράρτημα Χ κεφάλαιο Γ σημείο 3.2 στοιχείο γ), ανάλογα με την απόφαση της αρμόδιας αρχής:

είτε

i)

τη θανάτωση και ολοσχερή καταστροφή όλων των ζώων, εμβρύων και ωαρίων που εντοπίζονται από την έρευνα που αναφέρεται στο σημείο 1 στοιχείο β) δεύτερη και τρίτη περίπτωση. Οι όροι που παρατίθενται στο σημείο 3 ισχύουν για την εκμετάλλευση,

είτε

ii)

τη θανάτωση και ολοσχερή καταστροφή όλων των ζώων, των εμβρύων και των ωαρίων που έχουν εντοπιστεί κατά την έρευνα που αναφέρεται στο σημείο 1 στοιχείο β) δεύτερη και τρίτη περίπτωση, εξαιρουμένων των:

κριαριών αναπαραγωγής με γονότυπο ARR/ARR,

προβατίνων αναπαραγωγής που φέρουν τουλάχιστον ένα αλληλόμορφο ARR και κανένα αλληλόμορφο VRQ και, σε περίπτωση που οι εν λόγω προβατίνες αναπαραγωγής κυοφορούν την εποχή της έρευνας, των αρνιών που θα γεννηθούν στη συνέχεια, εάν ο γονότυπός τους πληροί τις προϋποθέσεις της παρούσας περίπτωσης,

προβάτων που φέρουν τουλάχιστον ένα αλληλόμορφο ARR τα οποία προορίζονται αποκλειστικά για σφαγή,

εάν αποφασίσει σχετικά η αρμόδια αρχή, αιγοπροβάτων ηλικίας κάτω των τριών μηνών τα οποία προορίζονται αποκλειστικά για σφαγή.

Οι όροι που παρατίθενται στο σημείο 3 ισχύουν για την εκμετάλλευση,

είτε

iii)

ένα κράτος μέλος μπορεί να αποφασίσει τη μη θανάτωση και καταστροφή των ζώων που εντοπίσθηκαν μέσω της έρευνας που αναφέρεται στο σημείο 1 στοιχείο β) δεύτερη και τρίτη περίπτωση, όταν είναι δύσκολο να υπάρξει αντικατάσταση των προβάτων γνωστού γονοτύπου ή στις περιπτώσεις που η συχνότητα του αλληλομόρφου ARR στη φυλή ή την εκμετάλλευση είναι μικρή, ή όπου κριθεί αναγκαίο για να αποφευχθεί η αιμομικτική διασταύρωση ή έπειτα από στάθμιση όλων των επιδημιολογικών παραγόντων. Οι όροι που παρατίθενται στο σημείο 4 ισχύουν για την εκμετάλλευση·

γ)

κατά παρέκκλιση από τα μέτρα που προβλέπονται στο στοιχείο β) και μόνο στις περιπτώσεις που το επιβεβαιωμένο κρούσμα ΜΣΕ σε εκμετάλλευση είναι κρούσμα άτυπης τρομώδους νόσου, το κράτος μέλος μπορεί να αποφασίσει την εφαρμογή των μέτρων που παρατίθενται στο σημείο 5·

δ)

τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίσουν:

i)

την αντικατάσταση της θανάτωσης και της ολοσχερούς καταστροφής όλων των ζώων που αναφέρονται στο στοιχείο β) σημείο i) με τη σφαγή για κατανάλωση από τον άνθρωπο·

ii)

την αντικατάσταση της θανάτωσης και της ολοσχερούς καταστροφής των ζώων που αναφέρονται στο στοιχείο β) σημείο ii) με τη σφαγή για κατανάλωση από τον άνθρωπο, υπό τον όρο ότι:

τα ζώα σφάζονται εντός της επικράτειας του οικείου κράτους μέλους·

όλα τα ζώα ηλικίας άνω των 18 μηνών ή των οποίων περισσότεροι από δύο μόνιμοι κοπτήρες έχουν ανατείλει από τα ούλα, και τα οποία σφάζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο υποβάλλονται σε δοκιμή για την παρουσία ΜΣΕ σύμφωνα με τις εργαστηριακές μεθόδους που προβλέπονται στο παράρτημα Χ κεφάλαιο Γ σημείο 3.2 στοιχείο β)·

ε)

προσδιορίζεται ο γονότυπος της πρωτεΐνης πριόν των προβατοειδών, 50 το πολύ σε αριθμό, που θανατώθηκαν και καταστράφηκαν ή εσφάγησαν για κατανάλωση από τον άνθρωπο σύμφωνα με το στοιχείο β) σημεία i) και iii)·

στ)

όταν η συχνότητα του αλληλομόρφου ARR στη φυλή ή την εκμετάλλευση είναι μικρή, ή όπου κριθεί αναγκαίο για να αποφευχθεί η αιμομικτική διασταύρωση, ένα κράτος μέλος μπορεί να αποφασίσει να καθυστερήσει την καταστροφή των ζώων, όπως αναφέρεται στο σημείο 2.3 στοιχείο β) σημεία i) και ii) για έως πέντε έτη αναπαραγωγής.

2.4.

Εάν το μολυσμένο ζώο έχει εισαχθεί από άλλη εκμετάλλευση, το κράτος μέλος μπορεί να αποφασίσει, βάσει του ιστορικού του κρούσματος, την εφαρμογή μέτρων εξάλειψης στην εκμετάλλευση καταγωγής επιπλέον ή αντί της εφαρμογής μέτρων εξάλειψης στην εκμετάλλευση στην οποία επιβεβαιώθηκε η μόλυνση· στην περίπτωση που χρησιμοποιείται γη ως κοινός βοσκότοπος περισσοτέρων του ενός κοπαδιών, τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίσουν να περιορίσουν την εφαρμογή των εν λόγω μέτρων σε ένα μόνο κοπάδι, αφού σταθμίσουν όλους τους επιδημιολογικούς παράγοντες· σε περίπτωση που διατηρούνται περισσότερα από ένα κοπάδια σε μία εκμετάλλευση, τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίσουν να περιορίσουν την εφαρμογή των μέτρων στο κοπάδι στο οποίο επιβεβαιώθηκε το κρούσμα ΜΣΕ, υπό τον όρο ότι έχει εξακριβωθεί ότι τα κοπάδια ήταν απομονωμένα το ένα από το άλλο και η εξάπλωση της μόλυνσης μεταξύ των κοπαδιών μέσω άμεσης ή έμμεσης επαφής είναι απίθανη.

3.

Μετά την εφαρμογή σε μια εκμετάλλευση των μέτρων που αναφέρονται στο σημείο 2.3 στοιχείο α) και στοιχείο β) σημεία i) και ii):

3.1.

Μόνο τα ακόλουθα ζώα εισάγονται στην (στις) εκμετάλλευση(-εύσεις):

α)

αρσενικά πρόβατα με γονότυπο ARR/ARR·

β)

θηλυκά πρόβατα που φέρουν τουλάχιστον ένα αλληλόμορφο ARR και κανένα αλληλόμορφο VRQ·

γ)

αιγοειδή υπό την προϋπόθεση ότι:

i)

δεν υπάρχουν στην εκμετάλλευση άλλα πρόβατα αναπαραγωγής πλην αυτών με τους γονότυπους που αναφέρονται στα στοιχεία α) και β)·

ii)

πραγματοποιήθηκε διεξοδικός καθαρισμός και απολύμανση όλων των χώρων στέγασης των ζώων της εκμετάλλευσης ύστερα από τη μείωση του ζωικού πληθυσμού.

3.2.

Μόνο τα ακόλουθα σπερμικά προϊόντα προβάτων μπορούν να χρησιμοποιούνται στην (στις) εκμετάλλευση(-εύσεις):

α)

σπέρμα κριαριών με γονότυπο ARR/ARR·

β)

έμβρυα με τουλάχιστον ένα αλληλόμορφο ARR και κανένα αλληλόμορφο VRQ.

3.3.

Η μετακίνηση των ζώων από την εκμετάλλευση υπόκειται στους ακόλουθους όρους:

α)

η μετακίνηση προβάτων ARR/ARR από την εκμετάλλευση δεν υπόκειται σε κανένα περιορισμό·

β)

τα πρόβατα που φέρουν μόνο ένα αλληλόμορφο ARR μπορούν να μετακινούνται από την εκμετάλλευση μόνο για σφαγή με προορισμό την κατανάλωση από τον άνθρωπο ή για καταστροφή· ωστόσο,

προβατίνες με ένα αλληλόμορφο ARR και κανένα αλληλόμορφο VRQ μπορούν να μετακινούνται σε άλλες εκμεταλλεύσεις που υπόκεινται σε περιορισμούς ύστερα από την εφαρμογή μέτρων σύμφωνα με το σημείο 2.3 στοιχείο β) σημείο ii) ή το σημείο 4,

εάν αποφασίσει σχετικά η αρμόδια αρχή, τα αμνοερίφια μπορούν να μετακινηθούν σε άλλη εκμετάλλευση με μοναδικό σκοπό την πάχυνση πριν από τη σφαγή· η εκμετάλλευση προορισμού δεν περιέχει άλλα αιγοπρόβατα πέραν εκείνων που παχύνονται πριν από τη σφαγή και δεν αποστέλλει ζωντανά αιγοπρόβατα σε άλλες εκμεταλλεύσεις, παρά μόνο για άμεση σφαγή εντός της επικράτειας του οικείου κράτους μέλους·

γ)

τα αιγοειδή μπορούν να μετακινηθούν υπό τον όρο ότι η εκμετάλλευση υπάγεται σε καθεστώς εντατικής επιτήρησης των ΜΣΕ, που περιλαμβάνει την πραγματοποίηση δοκιμών σε όλα τα αιγοειδή ηλικίας άνω των 18 μηνών τα οποία:

i)

εσφάγησαν για κατανάλωση από τον άνθρωπο στο τέλος της παραγωγικής τους ζωής, ή

ii)

πέθαναν ή θανατώθηκαν στην εκμετάλλευση και πληρούν τα κριτήρια που αναφέρονται στο παράρτημα III κεφάλαιο A μέρος II σημείο 3·

δ)

εάν το κράτος μέλος αποφασίσει σχετικά, αμνοερίφια κάτω των τριών μηνών μπορούν να μετακινηθούν από την εκμετάλλευση για άμεση σφαγή για κατανάλωση από τον άνθρωπο.

3.4.

Οι περιορισμοί που αναφέρονται στα σημεία 3.1, 3.2 και 3.3 εξακολουθούν να εφαρμόζονται σε μια εκμετάλλευση για περίοδο δύο ετών από:

α)

την ημερομηνία κατά την οποία όλα τα πρόβατα της εκμετάλλευσης έχουν φτάσει σε καθεστώς ARR/ARR· ή

β)

την τελευταία ημερομηνία κατά την οποία υπήρχε στην εγκατάσταση ένα αιγοπρόβατο· ή

γ)

την ημερομηνία έναρξης της εντατικής επιτήρησης των ΜΣΕ σύμφωνα με το σημείο 3.3 στοιχείο γ)· ή

δ)

την ημερομηνία που όλα τα κριάρια αναπαραγωγής της εκμετάλλευσης έχουν γονότυπο ARR/ARR και όλες οι προβατίνες αναπαραγωγής φέρουν ένα τουλάχιστον αλληλόμορφο ARR και κανένα αλληλόμορφο VRQ, υπό τον όρο ότι κατά τη διάρκεια της διετίας οι δοκιμές για ΜΣΕ στα εξής ζώα ηλικίας άνω των 18 μηνών δίνουν αρνητικά αποτελέσματα:

ετήσιο δείγμα προβάτων που έχουν σφαγεί για κατανάλωση από τον άνθρωπο στο τέλος της παραγωγικής τους ζωής σύμφωνα με το μέγεθος του δείγματος που αναφέρεται στον πίνακα του παραρτήματος ΙΙΙ κεφάλαιο Α μέρος ΙΙ σημείο 5· και

όλα τα πρόβατα που αναφέρονται στο παράρτημα ΙΙΙ κεφάλαιο Α μέρος ΙΙ σημείο 3 τα οποία πέθαναν ή θανατώθηκαν στην εκμετάλλευση.

4.

Μετά την εφαρμογή στην εκμετάλλευση των μέτρων που αναφέρονται στο σημείο 2.3 στοιχείο β) σημείο iii) και για περίοδο δύο ετών αναπαραγωγής μετά την ανίχνευση του τελευταίου κρούσματος ΜΣΕ:

α)

ταυτοποιούνται όλα τα αιγοπρόβατα στην εκμετάλλευση·

β)

όλα τα αιγοπρόβατα στην εκμετάλλευση μπορούν να μετακινηθούν μόνον εντός της επικράτειας του οικείου κράτους μέλους για σφαγή για κατανάλωση από τον άνθρωπο ή για σκοπούς καταστροφής· όλα τα ζώα άνω της ηλικίας των 18 μηνών που εσφάγησαν για κατανάλωση από τον άνθρωπο υποβάλλονται σε δοκιμές για την παρουσία ΜΣΕ σύμφωνα με τις εργαστηριακές μεθόδους που αναφέρονται στο παράρτημα Χ κεφάλαιο Γ σημείο 3.2 στοιχείο β)·

γ)

η αρμόδια αρχή εξασφαλίζει ότι δεν πραγματοποιείται αποστολή εμβρύων και ωαρίων εκτός της εκμετάλλευσης·

δ)

μόνο το σπέρμα κριαριών με γονότυπο ARR/ARR και έμβρυα με τουλάχιστον ένα αλληλόμορφο ARR και κανένα αλληλόμορφο VRQ επιτρέπεται να χρησιμοποιούνται στην εκμετάλλευση·

ε)

όλα τα αιγοπρόβατα άνω της ηλικίας των 18 μηνών τα οποία πέθαναν ή θανατώθηκαν στην εκμετάλλευση υποβάλλονται σε δοκιμή για ΜΣΕ·

στ)

μόνον αρσενικά πρόβατα με γονότυπο ARR/ARR και θηλυκά πρόβατα από εκμεταλλεύσεις όπου δεν ανιχνεύθηκαν κρούσματα ΜΣΕ ή από κοπάδια που πληρούν τους όρους που παρατίθενται στο σημείο 3.4 μπορούν να εισάγονται στην εκμετάλλευση·

ζ)

μόνον αιγοειδή από εκμεταλλεύσεις όπου δεν ανιχνεύθηκαν κρούσματα ΜΣΕ ή από κοπάδια που πληρούν τους όρους που παρατίθενται στο σημείο 3.4 μπορούν να εισάγονται στην εκμετάλλευση·

η)

όλα τα αιγοπρόβατα της εκμετάλλευσης υπόκεινται σε περιορισμούς όσον αφορά τους κοινούς βοσκότοπους, τους οποίους καθορίζει η αρμόδια αρχή έπειτα από στάθμιση όλων των επιδημιολογικών παραγόντων·

θ)

κατά παρέκκλιση από το στοιχείο β), εάν αποφασίσει σχετικά η αρμόδια αρχή, τα αμνοερίφια μπορούν να μετακινηθούν σε άλλη εκμετάλλευση εντός του ίδιου κράτους μέλους με μοναδικό σκοπό την πάχυνση πριν από τη σφαγή, υπό τον όρο ότι η εκμετάλλευση προορισμού δεν περιέχει άλλα αιγοπρόβατα πέραν εκείνων που παχύνονται πριν από τη σφαγή και δεν αποστέλλει ζωντανά αιγοπρόβατα σε άλλες εκμεταλλεύσεις, παρά μόνο για άμεση σφαγή εντός της επικράτειας του οικείου κράτους μέλους.

5.

Μετά την εφαρμογή της παρέκκλισης που προβλέπεται στο σημείο 2.3 στοιχείο γ), ισχύουν τα ακόλουθα μέτρα:

α)

είτε θανάτωση και ολοσχερής καταστροφή όλων των ζώων, εμβρύων και ωαρίων που εντοπίζονται από την έρευνα που αναφέρεται στο σημείο 1 στοιχείο β) δεύτερη και τρίτη περίπτωση. Τα κράτη μέλη δύνανται να αποφασίσουν τον προσδιορισμό του γονοτύπου της πρωτεΐνης πριόν των προβάτων που θανατώθηκαν ή καταστράφηκαν·

β)

είτε, για δύο έτη αναπαραγωγής μετά την ανίχνευση του τελευταίου κρούσματος ΜΣΕ, τα ακόλουθα μέτρα τουλάχιστον:

i)

ταυτοποιούνται όλα τα αιγοπρόβατα στην εκμετάλλευση·

ii)

η εκμετάλλευση υπάγεται για δύο έτη σε καθεστώς εντατικής επιτήρησης των ΜΣΕ, που περιλαμβάνει την πραγματοποίηση δοκιμών σε όλα τα αιγοπρόβατα ηλικίας άνω των 18 μηνών τα οποία εσφάγησαν για κατανάλωση από τον άνθρωπο και όλα τα αιγοπρόβατα ηλικίας άνω των 18 μηνών τα οποία πέθαναν ή θανατώθηκαν στην εκμετάλλευση·

iii)

η αρμόδια αρχή εξασφαλίζει ότι τα ζωντανά αιγοπρόβατα, τα έμβρυα και τα ωάρια της εκμετάλλευσης δεν αποστέλλονται σε άλλα κράτη μέλη ή τρίτες χώρες.

6.

Όταν τα κράτη μέλη εφαρμόζουν τα μέτρα που προβλέπονται στο σημείο 2.3 στοιχείο β) σημείο iii) ή τις παρεκκλίσεις που προβλέπονται στα σημείο 2.3 στοιχεία γ) και δ), κοινοποιούν στην Επιτροπή έγγραφο με τους όρους και τα κριτήρια που χρησιμοποίησαν για την εφαρμογή τους. Στις περιπτώσεις ανίχνευσης περαιτέρω κρουσμάτων ΜΣΕ σε κοπάδια όπου εφαρμόσθηκαν παρεκκλίσεις, επανεξετάζονται οι όροι χορήγησης των παρεκκλίσεων αυτών.»


Top