Odaberite eksperimentalnu funkciju koju želite isprobati

Ovaj je dokument isječak s web-mjesta EUR-Lex

Dokument C2008/120/01

    Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα την Πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τον καθορισμό των απαιτήσεων διαπίστευσης και εποπτείας της αγοράς όσον αφορά την εμπορία των προϊόντων την Πρόταση απόφασης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για ένα κοινό πλαίσιο εμπορίας των προϊόντων και την Πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη θέσπιση διαδικασιών σχετικά με την εφαρμογή ορισμένων εθνικών τεχνικών κανόνων στα προϊόντα που κυκλοφορούν νόμιμα στην αγορά άλλου κράτους μέλους και για την κατάργηση της απόφασης 3052/95/ΕΚ COM(2007) 37 τελικό — 2007/0029 (COD) — COM(2007) 53 τελικό — 2007/0030 (COD) — COM(2007) 36 τελικό — 2007/0028 (COD)

    ΕΕ C 120 της 16.5.2008., str. 1–13 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

    16.5.2008   

    EL

    Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

    C 120/1


    Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα

    την «Πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τον καθορισμό των απαιτήσεων διαπίστευσης και εποπτείας της αγοράς όσον αφορά την εμπορία των προϊόντων»

    την «Πρόταση απόφασης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για ένα κοινό πλαίσιο εμπορίας των προϊόντων»

    και την «Πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη θέσπιση διαδικασιών σχετικά με την εφαρμογή ορισμένων εθνικών τεχνικών κανόνων στα προϊόντα που κυκλοφορούν νόμιμα στην αγορά άλλου κράτους μέλους και για την κατάργηση της απόφασης 3052/95/ΕΚ»

    COM(2007) 37 τελικό — 2007/0029 (COD)

    COM(2007) 53 τελικό — 2007/0030 (COD)

    COM(2007) 36 τελικό — 2007/0028 (COD)

    (2008/C 120/01)

    Στις 14 Μαρτίου 2007, και σύμφωνα με τα άρθρα 95 και 133, παράγραφος 3 της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, το Συμβούλιο αποφάσισε να ζητήσει τη γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής για την:

    Πρόταση Κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τον καθορισμό των απαιτήσεων διαπίστευσης και εποπτείας της αγοράς όσον αφορά την εμπορία των προϊόντων και την:

    Πρόταση Απόφασης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για ένα κοινό πλαίσιο εμπορίας των προϊόντων.

    Στις 2 Απριλίου 2007, και σύμφωνα με τα άρθρα 37 και 95 της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, το Συμβούλιο αποφάσισε να ζητήσει τη γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με την:

    Πρόταση Κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη θέσπιση διαδικασιών σχετικά με την εφαρμογή ορισμένων εθνικών τεχνικών κανόνων στα προϊόντα που κυκλοφορούν νόμιμα στην αγορά άλλου κράτους μέλους και για την κατάργηση της απόφασης 3052/95/ΕΚ.

    Το ειδικευμένο τμήμα «Ενιαία αγορά, παραγωγή και κατανάλωση», στο οποίο ανατέθηκε η προετοιμασία των σχετικών εργασιών της ΕΟΚΕ, επεξεργάστηκε τη γνωμοδότησή του στις 21 Νοεμβρίου 2007 με βάση εισηγητική έκθεση του κ. PEZZINI.

    Κατά την 440η σύνοδο ολομέλειάς της, της 13ης Δεκεμβρίου 2007, η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή υιοθέτησε την ακόλουθη γνωμοδότηση με 68 ψήφους υπέρ, 2 ψήφους κατά και 3 αποχές:

    1.   Συμπεράσματα και συστάσεις

    1.1

    Η ΕΟΚΕ είναι πλήρως πεπεισμένη για τη σημασία που έχει η εξασφάλιση της πλήρους λειτουργίας της αρχής της ελεύθερης κυκλοφορίας αγαθών, που προβλέπεται από τη Συνθήκη και έχει επιβεβαιωθεί από πολυάριθμες αποφάσεις του Δικαστηρίου, προκειμένου τα προϊόντα που κυκλοφορούν νόμιμα σε ένα κράτος μέλος να μπορούν να κυκλοφορούν σε ολόκληρη την επικράτεια της ΕΕ.

    1.2

    Σύμφωνα με την ΕΟΚΕ είναι πρωταρχικής σημασίας να εξασφαλιστεί εμπιστοσύνη, διαφάνεια και αποτελεσματικότητα στις συναλλαγές, με την εξάλειψη των διπλών ελέγχων και δοκιμών και με την εξασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας των καταναλωτών, των πολιτών και των επιχειρήσεων. Εξίσου σημαντικό είναι να διασφαλιστεί η ενεργός και ενιαία εφαρμογή των κοινοτικών διατάξεων στον τομέα της ασφάλειας των προϊόντων, μέσα από τον συντονισμό και την ενίσχυση των δράσεων εποπτείας της αγοράς.

    1.3

    Η ΕΟΚΕ υπογραμμίζει ότι η ελεύθερη κυκλοφορία των αγαθών αποτελεί την κινητήρια δύναμη της ανταγωνιστικότητας και της οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης της ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς και ότι η ενίσχυση και ο εκσυγχρονισμός των όρων εμπορίας ασφαλών και ποιοτικών προϊόντων συνιστούν βασικά στοιχεία για τους καταναλωτές, για τις επιχειρήσεις και για τους ευρωπαίους πολίτες.

    1.4

    Η ΕΟΚΕ θεωρεί ότι είναι αναπόφευκτος ο εκσυγχρονισμός και η απλοποίηση της νομοθεσίας της ΕΕ για τα εμπορεύματα λόγω:

    των προβλημάτων που εμφανίζονται κατά την εφαρμογή και την υλοποίηση των κανόνων της Συνθήκης,

    της απουσίας συνεπούς προσέγγισης του συστήματος εποπτείας της αγοράς στα κράτη μέλη,

    ελλείψεων των οργανισμών αξιολόγησης της συμμόρφωσης και της έννομης προστασίας της σήμανσης CE,

    ελλιπούς γνώσης των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων, εκ μέρους των επιχειρήσεων, των διοικήσεων και των πολιτών.

    1.5

    Η ΕΟΚΕ υποστηρίζει την πρωτοβουλία σχετικά με τη δέσμη κανόνων της Επιτροπής, εφόσον επιτευχθούν τα ακόλουθα:

    αποτελεσματική και ομοιογενής εφαρμογή της αμοιβαίας αναγνώρισης,

    ενίσχυση της εποπτείας της αγοράς,

    κοινό ευρωπαϊκό σύστημα διαπίστευσης, νοούμενο ως κοινωφελής δημόσια υπηρεσία,

    κοινά επίπεδα αρμοδιότητας των διαπιστευμένων οργανισμών πιστοποίησης,

    αυστηρότερα κριτήρια επιλογής και εναρμονισμένες διαδικασίες επιλογής για την αξιολόγηση της συμμόρφωσης,

    μεγαλύτερη, σταθερή και συστηματική συνεργασία μεταξύ των εθνικών αρχών,

    ενισχυμένη έννομη προστασία της σήμανσης CE, χωρίς να δημιουργείται σύγχυση λόγω υπερβολικού αριθμού σημάνσεων,

    πλήρης επισήμανση και ορισμός ευθυνών για οποιονδήποτε θέτει προϊόντα στην αγορά,

    πιο ομοιογενές ρυθμιστικό πλαίσιο και μεγαλύτερη συνοχή μεταξύ των υφιστάμενων κειμένων με υψηλά επίπεδα συμμόρφωσης και ελάχιστες διοικητικές διατυπώσεις,

    εγγύηση της ανιχνευσιμότητας για οποιοδήποτε προϊόν τίθεται στην αγορά,

    πλήρης εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας των διαδικασιών και του βάρους της πιστοποίησης, κυρίως για τις μικρότερες επιχειρήσεις και για τα προϊόντα εκτός σειράς ή περιορισμένης σειράς,

    πλήρης εμπλοκή όλων των φορέων της αγοράς και ιδιαίτερα των καταναλωτών,

    ρητή πρόβλεψη εξωδικαστικών μηχανισμών προσφυγής, με διάρκεια και διαδικασίες περιορισμένες στο ελάχιστο απαραίτητο.

    1.6

    Η ΕΟΚΕ θεωρεί ότι έχει πρωταρχική σημασία να διασφαλιστούν υψηλά επίπεδα διαφάνειας, νομικής ασφάλειας και απλούστευσης κατά την εφαρμογή και επιβολή της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης με:

    την αντιστροφή του βάρους της αποδείξεως και τη δυνατότητα προσφυγής στα εθνικά δικαστήρια,

    τη δυνατότητα εξωδικαστικού διακανονισμού των διαφορών στα εθνικά σημεία επαφής για τα προϊόντα, ακόμη και μέσω μιας ιστοσελίδας,

    την μείωση του χρονικού πλαισίου τόσο για τις δικαστικές όσο και για τις εξωδικαστικές διαδικασίες,

    την επιδότηση των εθνικών τεχνικών δομών, ικανών και αρμόδιων να προσκομίσουν, σε σύντομες προθεσμίες —έστω και με επείγουσες διαδικασίες— τις ενδεχόμενες αποδείξεις,

    τον ενεργό ρόλο των αρχών τυποποίησης για τη διάθεση ενός οδηγού τηλεματικής, που να επιτρέπει τον εντοπισμό σε όλη την επικράτεια της ΕΕ του συνόλου των υφιστάμενων κανόνων.

    1.7

    Η ΕΟΚΕ συμφωνεί με τις βασικές αρχές των προτάσεων, που οφείλονται στις θετικές εμπειρίες της Νέας Προσέγγισης, σε συνδυασμό με τη Σφαιρική Προσέγγιση, για την αξιολόγηση της συμμόρφωσης και που θα έπρεπε να έχουν γενικευμένη εφαρμογή στην υφιστάμενη και μελλοντική κοινοτική νομοθεσία, με την συμπερίληψη όλων των πτυχών των προϊόντων που διατίθενται στο εμπόριο, ειδικότερα όσον αφορά την ασφάλεια, την υγεία και την προστασία του περιβάλλοντος.

    1.8

    Η ΕΟΚΕ τονίζει ότι όλοι οι οικονομικοί φορείς που παρεμβαίνουν στην αλυσίδα εφοδιασμού και διανομής, οφείλουν να λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα και να αναλαμβάνουν ίσες ευθύνες για να εξασφαλίσουν ότι τα προϊόντα που διατίθενται στο εμπόριο τηρούν τους κανόνες, ανεξαρτήτως εάν οι εν λόγω οικονομικοί φορείς είναι κατασκευαστές, εξουσιοδοτημένοι αντιπρόσωποι ή εισαγωγείς.

    1.9

    Η ανιχνευσιμότητα των προϊόντων, για την αναζήτηση των ευθυνών από τους οικονομικούς φορείς που διαθέτουν προϊόντα στην ευρωπαϊκή αγορά, πρέπει να καθιστά δυνατή την σαφή αναγνώριση, ώστε να μπορούν να εφαρμοστούν αποτελεσματικά οι κοινοτικές διατάξεις.

    1.10

    Η ΕΟΚΕ υποστηρίζει ότι θα πρέπει να αντιμετωπισθούν και τα προβλήματα που δημιουργούνται από τη θέση στην αγορά προϊόντων μέσω του διαδικτύου, εφόσον οι ηλεκτρονικές πωλήσεις δεν ρυθμίζονται ακόμη πλήρως.

    1.11

    Η ΕΟΚΕ θεωρεί απαραίτητη την ύπαρξη σαφέστερων ενδείξεων που να βελτιώνουν το σημερινό πλαίσιο της Νέας Προσέγγισης, όσον αφορά:

    τις υποχρεώσεις των οικονομικών φορέων που πρέπει να είναι αιτιολογημένες, λογικές και χωρίς πολυδάπανες διοικητικές και γραφειοκρατικές επιβαρύνσεις,

    την αποτελεσματικότερη εποπτεία της αγοράς και των αρμοδιοτήτων, σε μεγάλο βαθμό ισοδύναμων, των Αρχών Κοινοποίησης αξιολόγησης της συμμόρφωσης, ώστε να εξασφαλιστεί αντικειμενικότητα, αμεροληψία και αποτελεσματικότητα σε όλον τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο και ίσοι όροι ανταγωνισμού μεταξύ όλων των παραγωγών.

    1.12

    Η ΕΟΚΕ συμφωνεί με την απαίτηση ενίσχυσης του καθεστώτος και της σημασίας της σήμανσης CE: με μεγαλύτερη έννομη προστασία η οποία χορηγείται με την καταχώρισή της ως κοινοτικού συλλογικού σήματος και η οποία επιτρέπει στις δημόσιες αρχές να εξασφαλίζουν τη σωστή επιβολή της σχετικής νομοθεσίας και τη δίωξη των παραβάσεων.

    1.13

    Η ΕΟΚΕ επισημαίνει εκ νέου τον θεμελιώδη ρόλο που διαδραματίζει γενικά η διαδικασία τεχνικής τυποποίησης, δεδομένου ότι η νέα προσέγγιση βασίζεται ακριβώς στη στενή σχέση των βασικών νομικών απαιτήσεων και των ευρωπαϊκών τεχνικών προτύπων, που πρέπει να υποστηριχθούν και να αξιοποιηθούν.

    1.14

    Το Ευρωπαϊκό Σύστημα Διαπίστευσης (ΕΣΔ) — εννοούμενο ως δημόσια υπηρεσία γενικού ενδιαφέροντος — οφείλει, αφενός, να εξασφαλίσει τη σφαιρική αποδοχή των αποτελεσμάτων της αξιολόγησης συμμόρφωσης και να αποφευχθούν άσκοπες επικαλύψεις, και αφετέρου, οφείλει να βασίζεται σε διεθνώς αναγνωρισμένα πρότυπα και σαφείς ορισμούς.

    1.15

    Οι διατάξεις του κανονισμού σχετικά με το ΕΣΔ, πρέπει να εφαρμόζονται σε όλους τους διαπιστευμένους οργανισμούς και στις υπηρεσίες που παρέχουν, στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου, ανεξάρτητα από το είδος της δραστηριότητας της αξιολόγησης της συμμόρφωσης που παρέχεται στους πελάτες τους.

    1.16

    Οι διατάξεις αυτές πρέπει να εξασφαλίζουν:

    ένα συνεκτικό σώμα κοινών, σαφών και διαφανών ορισμών, σύμφωνων με τα διεθνή πρότυπα που θα πρέπει να χρησιμοποιούνται σε όλες τις οδηγίες της νέας προσέγγισης και στις οδηγίες για τα προϊόντα (1), συμπεριλαμβανομένων των οδηγιών για την αξιολόγηση της συμμόρφωσης και για την εξουσιοδοτημένη αρχή για την αξιολόγηση της συμμόρφωσης,

    τη λειτουργικότητα, υπό τις δημόσιες αρχές, του συστήματος διαπίστευσης, που δεν πρέπει να είναι αντικείμενο εμπορικού ανταγωνισμού,

    τη γενική κάλυψη του συνόλου της κοινοτικής νομοθεσίας, χωρίς εξαιρέσεις, ούτε σε θέματα ασφάλειας και υγείας, ούτε σε θέματα προστασίας του περιβάλλοντος,

    τη γενικευμένη εφαρμογή τους σε όλες τις δραστηριότητες διαπίστευσης, συμπεριλαμβανομένης της βαθμονόμησης, ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι η διαπίστευση αυτή έχει ζητηθεί για την πραγματοποίηση της αξιολόγησης της συμμόρφωσης, σύμφωνα με τον νόμο, ή σύμφωνα με τις ιδιωτικές συμφωνίες των μερών,

    τον σεβασμό, εκ μέρους των εθνικών αρχών διαπίστευσης, των προτύπων αντικειμενικότητας και αμεροληψίας, με τη συμμετοχή τους σε αξιολογήσεις από ομοτίμους που πραγματοποιούνται υπό την εποπτεία όλων των μερών που ενδιαφέρονται για τη διαδικασία διαπίστευσης.

    1.17

    Η ΕΟΚΕ εκτιμά ότι είναι απαραίτητο να θεσπιστεί μια σαφής νομική βάση για την Ευρωπαϊκή Συνεργασία για τη Διαπίστευση (ΕΣΔ), ο ρόλος της οποίας πρέπει να ενισχυθεί και να οριστεί καλύτερα: όλοι οι εθνικοί οργανισμοί διαπίστευσης πρέπει να συμμετέχουν στην ΕΣΔ, προκειμένου να εξασφαλιστεί ισοδυναμία, διαφάνεια, αξιοπιστία και αποτελεσματικότητα· εξάλλου τα κράτη μέλη πρέπει να υποστηρίζουν το δίκτυο ΕΣΔ.

    1.18

    Κατά τη γνώμη της ΕΟΚΕ, δεδομένου ότι οι αρχές διαπίστευσης πρέπει να αποδεικνύουν ότι ανταποκρίνονται στην εμπιστοσύνη που τους παρέχεται, οφείλουν να συμμετέχουν με επιτυχία στην αξιολόγηση από ομοτίμους.

    1.19

    Η ΕΟΚΕ θεωρεί εξάλλου ότι είναι σημαντική η συμμετοχή των ενδιαφερόμενων μερών: πρέπει να εκπροσωπούνται στους οργανισμούς διαπίστευσης και τούτο πρέπει να προβλέπεται στον νέο κανονισμό.

    1.20

    Η ΕΟΚΕ υποστηρίζει σχετικά ότι τα δικαιώματα των καταναλωτών στην εσωτερική αγορά θα πρέπει να γίνουν ευρύτερα γνωστά και να αναγνωριστούν, πράγμα για το οποίο θα πρέπει να προβλεφθεί κατάλληλη δράση.

    1.21

    Η δραστηριότητα εποπτείας της αγοράς πρέπει να αφορά επίσης και τα προϊόντα που καλύπτει η οδηγία για τη γενική ασφάλεια των προϊόντων (ΟΓΑΠ) διότι πολλά προϊόντα πωλούνται είτε για επαγγελματική χρήση είτε για προσωπική χρήση του τελικού καταναλωτή: εξάλλου η ΕΟΚΕ επικροτεί το υφιστάμενο σύστημα ταχείας ανταλλαγής πληροφοριών RAPEX, το οποίο συνδράμει αποτελεσματικά την εποπτεία της αγοράς.

    1.22

    Είναι απαραίτητη η συνεργασία των τελωνειακών αρχών, στο εσωτερικό ενός ευρωπαϊκού δικτύου, με τις αρχές εποπτείας της αγοράς, ώστε να εξασφαλιστεί ο αποτελεσματικός έλεγχος των προϊόντων πριν διατεθούν προς ελεύθερη κυκλοφορία στην εσωτερική ευρωπαϊκή αγορά.

    1.23

    Γι αυτόν ακριβώς τον λόγο οι τελωνειακές αρχές πρέπει να διαθέτουν ειδικευμένο προσωπικό, τα κατάλληλα οικονομικά μέσα και τις κατάλληλες αρμοδιότητες ώστε να μπορούν να ασκήσουν αποτελεσματικά τα καθήκοντα που έχουν αναλάβει, και πρέπει να κατέχουν τα κατάλληλα εργαλεία για μια γρήγορη δράση σε περίπτωση εποχιακών προϊόντων ή προϊόντων που διατίθενται στην αγορά για περιορισμένη περίοδο.

    1.24

    Τέλος, η ΕΟΚΕ θεωρεί ότι στον κανονισμό θα πρέπει να προβλέπεται σαφώς ότι και τα μέτρα, που έχουν ληφθεί για την αντιμετώπιση της έλλειψης συμμόρφωσης, τηρούν την αρχή της αναλογικότητας.

    2.   Εισαγωγή

    2.1

    Η εσωτερική αγορά των εμπορευμάτων δεν είναι μόνο ο κύριος καταλύτης για την μεγέθυνση στο εσωτερικό της Κοινότητας, αλλά επηρεάζει αισθητά και την ανταγωνιστική ικανότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην παγκόσμια αγορά. Όπως έχει επανειλημμένα υπογραμμίσει η ΕΟΚΕ «ένας νέος και αυξημένης σημασίας παράγοντας είναι η παγκοσμιοποίηση, η οποία αποτελεί ταυτόχρονα πρόκληση και ευκαιρία. Η πρόκληση μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο εάν αξιοποιηθούν πλήρως οι δυνατότητες της ενιαίας αγοράς» (2).

    2.2

    Η ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων αποτελεί τον βασικό πυλώνα της ενιαίας αγοράς. Χάρη στην εφαρμογή των άρθρων 28-30 (3) της Συνθήκης πραγματοποιήθηκαν ουσιαστικά βήματα ως προς την εναρμόνιση των τεχνικών κανόνων σε επίπεδο ΕΕ για την εξάλειψη των τεχνικών εμποδίων στις συναλλαγές, ειδικότερα μέσω των οδηγιών «νέας προσέγγισης» (που είναι γνωστές και ως οδηγίες της «σήμανσης CE»).

    2.3

    Όμως κατά την εφαρμογή και την επιβολή των κανόνων της Συνθήκης προέκυψαν ελλείψεις, ιδίως στους τομείς των μη εναρμονισμένων προϊόντων, με την εισαγωγή εθνικών τεχνικών κανόνων: οι κανόνες αυτοί προκαλούν σοβαρά εμπόδια στην ελευθερία των συναλλαγών, ειδικότερα για τις ΜΜΕ, λόγω του ιδιαίτερα κατακερματισμένου νομοθετικού πλαισίου και της έλλειψης συνεπούς προσέγγισης όσον αφορά την εποπτεία της αγοράς από τα κράτη μέλη.

    2.4

    Η ΕΟΚΕ έχει υπογραμμίσει «ότι τα κράτη μέλη φέρουν βαριά ευθύνη για τη διασφάλιση της ορθής μεταφοράς των κοινοτικών μέτρων στο εθνικό τους δίκαιο και την εφαρμογή τους» και ότι αυτό που προέχει είναι το ρυθμιστικό πλαίσιο που θα προκύψει σε εθνικό επίπεδο «να είναι όσο το δυνατό πιο ισορροπημένο ως προς το περιεχόμενο και ταυτόχρονα απλό για τις επιχειρήσεις, τους εργαζόμενους, τους καταναλωτές, και τους υπόλοιπους παράγοντες της κοινωνίας των πολιτών» (4).

    2.5

    Η ΕΟΚΕ υποστηρίζει σαφώς τους στόχους για μεγαλύτερη διαφάνεια και αποτελεσματικότητα των κανόνων, για ενίσχυση και εκσυγχρονισμό των συνθηκών εμπορίας ασφαλών και ποιοτικών προϊόντων προκειμένου να διασφαλίσουν:

    στους καταναλωτές, υψηλά επίπεδα ασφάλειας και ποιότητας και μεγαλύτερη ελευθερία επιλογής βάσει αξιόπιστων αξιολογήσεων συμμόρφωσης, τόσο για εθνικά προϊόντα όσο και για τα εισαγόμενα,

    στους παραγωγούς, σιγουριά, διαφάνεια και συνοχή των νομοθετικών ρυθμίσεων, με κοινό πλαίσιο για τα βιομηχανικά προϊόντα· δυνατότητα ταχείας προσαρμογής στις τεχνολογικές εξελίξεις· πραγματική ελευθερία συναλλαγών, χωρίς αδικαιολόγητα τεχνικά εμπόδια, επιπρόσθετους διοικητικούς ελέγχους και δαπανηρές δοκιμασίες για την πρόσβαση στις επιμέρους εθνικές αγορές,

    στους πολίτες, προστασία της υγείας και του περιβάλλοντος, κατάργηση των επαχθών και αχρήστων διοικητικών διατυπώσεων και μια χειροπιαστή, προσιτή και ποιοτική «Ευρώπη των αποτελεσμάτων», ως ουσιαστικό στοιχείο της ευρωπαϊκής ιθαγένειας.

    2.6

    Η ΕΟΚΕ, στη γνωμοδότησή της για τη «Στρατηγική της Εσωτερικής Αγοράς, Προτεραιότητες 2003-2006» (5), υπογράμμιζε ότι «οι συναλλαγές με τις τρίτες χώρες αναπτύσσονται ταχύτερα από ό, τι οι συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών» και ότι «ένα αίτιο είναι η έλλειψη μιας διαδικασίας αμοιβαίας αναγνώρισης η οποία να έχει σχεδιαστεί κατά τρόπο ώστε προϊόντα τα οποία έχουν παραχθεί σε μια άλλη χώρα να εμπνέουν εμπιστοσύνη στους καταναλωτές. Κάθε κράτος μέλος θα πρέπει να αναγνωρίζει τα συστήματα των άλλων κρατών μελών. Η ύπαρξη σταθερού νομικού συστήματος, τα υψηλά και σαφή ποιοτικά πρότυπα και η ανάληψη πρωτοβουλιών για την επιμόρφωση των καταναλωτών αποτελούν ιδανικές προϋποθέσεις για την αύξηση των εμπορικών συναλλαγών μεταξύ των κρατών μελών».

    2.7

    Άλλωστε, η ΕΟΚΕ έχει τονίσει ότι τα δικαιώματα του καταναλωτή στην εσωτερική αγορά δεν είναι επαρκώς γνωστά και έχει επανειλημμένα επισημάνει (6) αυτή την έλλειψη, ιδιαίτερα όσον αφορά τις περιφερειακές χώρες και τις χώρες που προσχώρησαν πρόσφατα στην ΕΕ, και τον τρόπο με τον οποίο οι δημόσιοι φορείς, σε εθνικό και τοπικό επίπεδο, συχνά εκμεταλλεύονται αυτή την άγνοια.

    2.8

    Η ΕΟΚΕ επισημαίνει εξάλλου ότι τα πρώτα τέσσερα εμπόδια για την καλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς που προσδιορίζονται από το Παρατηρητήριο της Εσωτερικής Αγοράς 2007 αφορούν ακριβώς:

    την αβεβαιότητα των οικονομικών συντελεστών και των εθνικών διοικήσεων όσον αφορά τα αντίστοιχα δικαιώματα και υποχρεώσεις για την εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης,

    την έλλειψη επαρκούς εμπιστοσύνης, διαφάνειας και συνεργασίας μεταξύ κρατών μελών που θα διευκόλυνε την αμοιβαία αναγνώριση και αποδοχή των πιστοποιήσεων και την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, σε σαφέστερο πλαίσιο, όσον αφορά την αξιολόγηση της συμμόρφωσης, τα συστήματα διαπίστευσης και εποπτείας της αγοράς, τη διαφάνεια και την προστασία της σήμανσης CE,

    την έλλειψη συνεκτικών μέτρων, που θα διασφάλιζαν υψηλά επίπεδα και βέλτιστες γενικές προϋποθέσεις, όσον αφορά την ασφάλεια και την υγιεινή των προϊόντων που εισέρχονται στην αγορά.

    2.9

    Η ΕΟΚΕ θεωρεί «λυπηρό το γεγονός ότι, μετά από πολλά έτη ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, η νομοθεσία και η πολιτική της ΕΕ δεν έχουν ενσωματωθεί ακόμη επαρκώς σε ορισμένα κράτη μέλη ως πολιτικό και διοικητικό επίπεδο στο χώρο της χάραξης πολιτικής στους τομείς, στους οποίους έχουν δεσμευθεί να ακολουθήσουν κοινές πολιτικές και να υλοποιήσουν τα αποτελέσματα των πολιτικών που έχουν αποφασισθεί από κοινού (7)».

    2.10

    Άλλωστε, «η αποτελεσματική και διαφανής προσέγγιση των κοινοτικών θεμάτων σε εθνικό επίπεδο είναι απαραίτητη, δεδομένου ότι τα 25 κράτη μέλη, με τις ιδιαίτερες διοικητικές τους πρακτικές και παραδόσεις καθώς και διαδικασίες διαχείρισης, οφείλουν να τηρήσουν το αυτό κοινοτικό κεκτημένο, το οποίο συνεπάγεται παρόμοιες απαιτήσεις αναφορικά με τη νομοθεσία, τη μεταφορά και την εφαρμογή της κοινοτικής νομοθεσίας» (8).

    2.11

    Σύμφωνα με την έκθεση Kok (9), «μια σειρά τοπικών κανόνων, που συχνά εφαρμόζονται με αυθαίρετο τρόπο και έρχονται σε σαφή αντίθεση με την αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης, εξακολουθεί να εμποδίζει την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων στο εσωτερικό της ΕΕ» (10).

    2.12

    Σύμφωνα με τα ανωτέρω, η ΕΟΚΕ θεωρεί πρωταρχικής σημασίας για το μέλλον της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, για την προστασία των καταναλωτών και των πολιτών και για την ανάπτυξη των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων:

    να διασφαλιστεί η πλήρης εφαρμογή της αρχής της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων, που επικυρώθηκε από τη Συνθήκη και επιβεβαιώθηκε από πολυάριθμες αποφάσεις του Δικαστηρίου, ώστε τα προϊόντα που κυκλοφορούν νόμιμα σε ένα κράτος μέλος να μπορούν να κυκλοφορούν χωρίς δυσκολίες σε όλη την επικράτεια της ΕΕ,

    να εξασφαλισθεί η βεβαιότητα, η διαφάνεια και η αποτελεσματικότητα στις συναλλαγές, με την κατάργηση των διπλών ελέγχων και δοκιμασιών και την διασφάλιση υψηλών επιπέδων προστασίας των καταναλωτών, των πολιτών και των επιχειρήσεων,

    να εξαλειφθούν οι αβεβαιότητες, η συσσώρευση νομοθετικών ρυθμίσεων, οι νομικές ασάφειες και οι άχρηστες περιπλοκές στις αξιολογήσεις της συμμόρφωσης των προϊόντων: οι αξιολογήσεις αυτές πρέπει να είναι προσήκουσες, έγκυρες, ανεξάρτητες, αντικειμενικές και σύμφωνες με ένα κοινό ρυθμιστικό πλαίσιο για τα βιομηχανικά προϊόντα,

    να εξασφαλισθεί η ενεργός και ενιαία εφαρμογή των κοινοτικών προδιαγραφών στον τομέα της ασφάλειας των προϊόντων, μέσω του συντονισμού και της ενίσχυσης των δραστηριοτήτων για την εποπτεία της αγοράς,

    να αξιοποιηθεί, να ενισχυθεί και να προστατευθεί καλύτερα η σήμανση CE που πρέπει να αποτελεί ένα πραγματικό «διαβατήριο συμμόρφωσης» που να επιτρέπει την ελεύθερη κυκλοφορία σε ολόκληρη την επικράτεια της ΕΕ σύμφωνα με τα επίπεδα ασφάλειας και ποιότητας που καθορίζουν οι κοινοτικές ρυθμίσεις.

    3.   Οι προτάσεις της Επιτροπής

    3.1

    Η Επιτροπή ξεκινά από τη διαπίστωση ότι «η εσωτερική αγορά δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί»:

    οι εθνικοί τεχνικοί κανόνες αποτελούν ακόμα σοβαρά εμπόδια στις κοινοτικές συναλλαγές. Όπως διαπιστώθηκε (11), περισσότερο από το ένα τρίτο των επιχειρηματιών επεσήμαναν, κατά τη διάρκεια έρευνας, προβλήματα που οφείλονται στους τεχνικούς κανόνες άλλου κράτους μέλους και περίπου οι μισοί αποφάσισαν να προσαρμόσουν τα προϊόντα τους στους κανόνες αυτούς,

    υπερβολικός αριθμός κοινοτικών κανόνων είναι αντιφατικοί και περίπλοκοι: διαφορετικοί ορισμοί για το ίδιο προϊόν, επικαλυπτόμενες διαδικασίες για την αξιολόγηση της συμμόρφωσης, διαφορετικές οργανώσεις για την αξιολόγηση της συμμόρφωσης, κατακερματισμένο ρυθμιστικό πλαίσιο αναφοράς, με ένα μωσαϊκό κανόνων και διαφορετικών διαδικασιών,

    οι καταναλωτές, οι πολίτες και οι ΜΜΕ δεν γνωρίζουν και δεν είναι επαρκώς ενημερωμένοι για τα δικαιώματά τους, σε θέματα εσωτερικής αγοράς, ενώ βαθμιαία αναφύονται νέα εμπόδια και νέες επαχθείς διοικητικές διατυπώσεις κατά την άσκηση αυτών των δικαιωμάτων.

    3.2

    Για την αντιμετώπιση των προβλημάτων αυτών η Επιτροπή προτείνει:

    έναν κανονισμό (COM 2007/36) για τη θέσπιση διαδικασιών σχετικά με την εφαρμογή ορισμένων εθνικών τεχνικών κανόνων στα προϊόντα που κυκλοφορούν νόμιμα στην αγορά άλλου κράτους μέλους και για την κατάργηση της απόφασης 3052/95/ΕΚ,

    μια απόφαση (COM 2007/53) για ένα κοινό πλαίσιο εμπορίας των προϊόντων, ενώ παράλληλα έχει την πρόθεση να προχωρήσει στην καταχώριση της σήμανσης CE ως συλλογικού σήματος, για να ρυθμίσει την έννομή του προστασία,

    έναν κανονισμό (COM 2007/37) για τον καθορισμό των απαιτήσεων διαπίστευσης και εποπτείας της αγοράς όσον αφορά την εμπορία των προϊόντων.

    3.3

    Η πρόταση κανονισμού (COM 2007/36), που προτείνει την κατάργηση της σημερινής διαδικασίας αμοιβαίας ενημέρωσης εξετάζει ορισμένες πτυχές στον μη εναρμονισμένο τομέα:

    μια νέα διαδικασία για τις εθνικές αρχές που επιθυμούν να επιβάλλουν δικούς τους τεχνικούς κανόνες και υποστηρίζουν ότι δεν μπορούν να εφαρμόσουν την αμοιβαία αναγνώριση,

    τον ορισμό, σε επίπεδο ΕΕ των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των εθνικών αρχών και των επιχειρήσεων που επιθυμούν να πωλήσουν σε ένα κράτος μέλος ένα προϊόν τους το οποίο ήδη κυκλοφορεί νόμιμα στην αγορά άλλου κράτους μέλους,

    την καθιέρωση σε κάθε κράτος μέλος ενός ή περισσοτέρων «σημείων επαφής προϊόντων», που θα υποδεικνύουν τους εφαρμοστέους τεχνικούς κανόνες ή θα ορίζουν τις αρμόδιες αρχές ή οργανώσεις στις οποίες μπορεί να απευθυνθεί κάποιος· προβλέπεται επίσης η δυνατότητα θέσπισης τηλεματικού δικτύου για την ανταλλαγή πληροφοριών σύμφωνα με το σχήμα διαλειτουργικότητας IDABC.

    3.4

    Η πρόταση απόφασης (COM 2007/53) θεσπίζει ένα γενικό συνεκτικό πλαίσιο για την μελλοντική τομεακή νομοθεσία με:

    εναρμονισμένους κανόνες, κοινές υποχρεώσεις για τους οικονομικούς φορείς, κριτήρια για την επιλογή των οργανισμών αξιολόγησης της συμμόρφωσης, κριτήρια για τις εθνικές αρχές κοινοποίησης και κανόνες για την κοινοποίηση,

    κανόνες για την επιλογή του τρόπου αξιολόγησης της συμμόρφωσης και μια σειρά εναρμονισμένων διαδικασιών με σκοπό να αποφευχθούν επαχθείς επικαλύψεις,

    έναν ενιαίο ορισμό της σήμανσης CE, (με τις σχετικές ευθύνες και ρήτρες προστασίας), ως κοινοτικό συλλογικό σήμα, για τις οδηγίες που ήδη το προβλέπουν,

    μια διαδικασία ενημέρωσης και εποπτείας της αγοράς, ως παράταση του συστήματος που δημιουργήθηκε από την οδηγία για την γενική ασφάλεια των προϊόντων,

    εναρμονισμένες διατάξεις για τους μελλοντικούς μηχανισμούς προστασίας, ως συμπλήρωμα των διατάξεων που αφορούν στην εποπτεία της αγοράς.

    3.5

    Η πρόταση κανονισμού (COM 2007/37) προβλέπει την ενίσχυση των κανόνων διαπίστευσης και εποπτείας της αγοράς, ώστε να επισημαίνονται εύκολα τα μη συμμορφούμενα προϊόντα και να αποσύρονται από την αγορά. Κύριος στόχος της πρότασης είναι να διασφαλιστεί η ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων στον εναρμονισμένο τομέα, με:

    την ενίσχυση της ευρωπαϊκής συνεργασίας ώστε η διαπίστευση να μπορεί αποτελεσματικά να διαδραματίσει το ρόλο του τελικού επιπέδου ελέγχου της σωστής λειτουργίας της νομοθεσίας της ΕΕ,

    τη θέσπιση πλαισίου για την αναγνώριση του υπάρχοντος οργανισμού ευρωπαϊκής συνεργασίας για τη διαπίστευση (ΕΣΔ), προκειμένου να εξασφαλιστεί η αυστηρή αξιολόγηση από ομοτίμους των εθνικών οργανισμών διαπίστευσης (12),

    τη θέσπιση κοινοτικού πλαισίου για την εποπτεία της αγοράς και την άσκηση ελέγχων επί των προϊόντων που εισέρχονται στην αγορά της ΕΕ, μέσω στενότερης συνεργασίας μεταξύ εσωτερικών αρχών και τελωνειακών αρχών και τη θέσπιση πλαισίου για την ανταλλαγή πληροφοριών και τη συνεργασία μεταξύ εθνικών αρχών, όσον αφορά τα προϊόντα που κυκλοφορούν στην αγορά περισσοτέρων κρατών μελών,

    την εφαρμογή τυποποιημένων και σαφών κανόνων σε όλους τους νομοθετικούς τομείς, την ασφάλεια δικαίου και την συνοχή ως προς τα μέτρα, τη μείωση των υποχρεώσεων που πρέπει να πληρούνται πριν από την διάθεση ενός προϊόντος στην αγορά και τη μείωση μερικών από τις επιβαρύνσεις που συνεπάγεται η αξιολόγηση της συμμόρφωσης,

    την χρηματοδοτική στήριξη εκ μέρους της Κοινότητας, για τα τομεακά προγράμματα διαπίστευσης, τις δραστηριότητες της κεντρικής γραμματείας του ΕΣΔ, την κατάρτιση και τον συντονισμό των σχεδίων εποπτείας της αγοράς, τα προγράμματα κατάρτισης και ανταλλαγής εθνικών υπαλλήλων, με τη συμμετοχή και των τελωνειακών αρχών.

    4.   Γενικές παρατηρήσεις

    4.1

    Η ΕΟΚΕ είναι απολύτως πεπεισμένη ότι η ελεύθερη κυκλοφορία των αγαθών αποτελεί ουσιαστικό συντελεστή της ανταγωνιστικότητας και της οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης της ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς και ότι η ενίσχυση και ο εκσυγχρονισμός των συνθηκών εμπορίας ασφαλών και ποιοτικών προϊόντων αποτελούν βασικά στοιχεία για τους καταναλωτές, τις επιχειρήσεις και τους ευρωπαίους πολίτες.

    4.2

    Τα τελευταία πενήντα χρόνια, η ενιαία αγορά των εμπορευμάτων συνέβαλε στην ολοένα και μεγαλύτερη προσέγγιση των ευρωπαϊκών οικονομιών: σήμερα οι συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ των 27 αποτελούν τα δύο τρίτα του συνόλου των εμπορικών συναλλαγών.

    4.3

    Η εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 28 και 30 (13) της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, η διαδικασία εναρμόνισης των τεχνικών κανόνων της παλαιάς και της νέας προσέγγισης και η ορθή εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης, αποτελούν βασικούς πυλώνες για την ανάπτυξη των ενδοκοινοτικών συναλλαγών.

    4.4

    Τα προβλήματα που καταγράφηκαν κατά την εφαρμογή και την επιβολή των κανόνων της Συνθήκης, η έλλειψη συνεπούς προσέγγισης του συστήματος εποπτείας της αγοράς στα κράτη μέλη, οι ανεπάρκειες των οργανισμών για την αξιολόγηση της συμμόρφωσης και για την έννομη προστασία της σήμανσης CE, οι ανακολουθίες και ο πολύπλοκος χαρακτήρας των ευρωπαϊκών ρυθμίσεων, που συχνά είναι σωρευτικές και επικαλύπτονται με ένα μωσαϊκό διαφορετικών διαδικασιών, καθώς και η ελλιπής γνώση των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων εκ μέρους των επιχειρήσεων, των διοικήσεων και των πολιτών, καθιστούν αναγκαίο τον εκσυγχρονισμό και αναπόφευκτη την προσαρμογή της νομοθεσίας της ΕΕ για τα εμπορεύματα.

    4.5

    Η ΕΟΚΕ επιδοκιμάζει σαφώς την πρωτοβουλία της Επιτροπής, την οποία άλλωστε είχε ήδη επισημάνει και ζητήσει επανειλημμένα στις σχετικές με την ενιαία αγορά γνωμοδοτήσεις της (14) και υποστηρίζει τις προτάσεις που υποβάλλονται, εφόσον εισακουστούν οι παρατηρήσεις που διατυπώνει στην παρούσα γνωμοδότηση.

    4.6

    Κατά την άποψη της ΕΟΚΕ, οι βασικές παράμετροι για την αξιολόγηση των προτεινόμενων πρωτοβουλιών, ώστε να μπορούν να ενταχθούν στο προϋπάρχον κοινοτικό πλαίσιο είναι τέσσερις:

    το επίπεδο διαφάνειας, απλούστευσης, αξιοπιστίας, νομικής ασφάλειας και κατανόησης για τον κοινοτικό χρήστη, είτε πρόκειται για καταναλωτή, επιχείρηση, δημόσια διοίκηση ή απλό πολίτη,

    το επίπεδο συνοχής με τους άλλους στόχους και πολιτικές της Ένωσης,

    το επίπεδο επικοινωνίας και ενημέρωσης, για τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις, μεταξύ των διαφόρων ενεχόμενων κοινοτικών συντελεστών,

    το επίπεδο του γραφειοκρατικού φόρτου και των συνδεομένων επιβαρύνσεων, κυρίως για τους μικρότερους συντελεστές, όπως οι καταναλωτές, οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις και οι μεμονωμένοι πολίτες.

    4.7

    Η ΕΟΚΕ θεωρεί ότι οι προτάσεις της Επιτροπής συμβάλλουν στην επίτευξη σημαντικών θετικών βημάτων διότι προβλέπουν:

    διατάξεις σχετικά με την ενίσχυση της εποπτείας της αγοράς,

    ένα κοινό σύστημα διαπίστευσης,

    κοινά επίπεδα αρμοδιότητας των διαπιστευμένων οργανισμών πιστοποίησης,

    αυστηρότερα κριτήρια επιλογής και εναρμονισμένες διαδικασίες επιλογής για την αξιολόγηση της συμμόρφωσης,

    μεγαλύτερη συνεργασία και ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ εθνικών αρχών,

    ενίσχυση της έννομης προστασίας της σήμανσης CE, ως συλλογικού κοινοτικού σήματος.

    4.8

    Η ΕΟΚΕ συμφωνεί πλήρως με την ανάγκη βελτίωσης της ποιότητας του συστήματος διαπίστευσης των κοινοποιημένων οργανισμών και την καθιέρωση αυστηρότερων κριτηρίων ορισμού, διαχείρισης και εποπτείας των οργανισμών αυτών, με ένα νομικό πλαίσιο που να εγγυάται συνοχή, συγκρισιμότητα και συντονισμό του αποκεντρωμένου συστήματος, ώστε να εξασφαλιστεί η αξιοπιστία και να ενισχυθεί η αμοιβαία εμπιστοσύνη.

    4.9

    Ιδιαίτερα στο πλαίσιο της συνεχώς αυξανόμενης παγκοσμιοποίησης, το σύστημα εποπτείας της αγοράς πρέπει να εγγυάται την ύπαρξη κοινού νομοθετικού πλαισίου για την αποτελεσματική και συνεπή εφαρμογή της νομοθεσίας σε όλη την κοινοτική επικράτεια.

    4.10

    Πρέπει να αποφευχθεί η διάθεση στην αγορά μη συμμορφούμενων προϊόντων και πιθανώς επικίνδυνων, όπως διαπιστώνεται στην ετήσια έκθεση του 2006 σχετικά με το RAPEX, δηλαδή το σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης για επικίνδυνα καταναλωτικά προϊόντα (15).

    4.11

    Όσον αφορά τη σήμανση CE — που εννοείται ως σήμανση συμμόρφωσης και όχι ως σήμανση ποιότητας — η ΕΟΚΕ θεωρεί βασική την ανάκτηση της εμπιστοσύνης στα σήματα συμμόρφωσης. Πρέπει να ανακτηθεί η ενδογενής αξία της σήμανσης CE και να ενισχυθεί η δυνατότητα για τη δίωξη των παραβιάσεων και την εξασφάλιση της έννομης προστασίας ενός στοιχείου που εκπροσωπεί το νομοθετικό σύστημα πάνω στο οποίο στηρίζονται όλες οι οδηγίες της «νέας προσέγγισης», που καλύπτουν 20 παραγωγικούς τομείς.

    4.12

    Όσον αφορά το υφιστάμενο νομοθετικό πλαίσιο, η ΕΟΚΕ πιστεύει ότι η έλλειψη συνέπειας, οι επικαλύψεις των κανόνων και οι νομικές αβεβαιότητες αποτελούν ίσως το πιο φανερό ευάλωτο σημείο ολόκληρου του συστήματος, με σημαντικές ζημίες για τους καταναλωτές, τις επιχειρήσεις, τους πολίτες και την κοινωνία των πολιτών στο σύνολο της.

    4.13

    Η ρυθμιστική διαστρωμάτωση και η έλλειψη συνέπειας μεταξύ των πρωτοβουλιών που ανταποκρίνονται σε άλλους στόχους και πολιτικές της Ένωσης οδηγούν σε γραφειοκρατικές επιβαρύνσεις και χρονοβόρες διατυπώσεις που συνδέονται με την πραγματική ενεργοποίηση των διαφόρων διαδικασιών: τούτο έχει έντονα αρνητικές συνέπειες, ιδίως στους καταναλωτές, τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις και τους μεμονωμένους πολίτες.

    4.14

    Συνεπώς, η ΕΟΚΕ υποστηρίζει απολύτως την πρόταση για ένα κοινό πλαίσιο αναφοράς για την εμπορία των προϊόντων (16): στο πλαίσιο αυτό θα πρέπει να περιλαμβάνονται ορισμοί, διαδικασίες και κοινά στοιχεία για την μελλοντική αναδιάταξη και προσαρμογή των επιμέρους οδηγιών, ώστε να καταστεί δυνατή η εξάλειψη από το υφιστάμενο ρυθμιστικό πλαίσιο των μειονεκτημάτων και των άχρηστων γραφειοκρατικών διατυπώσεων.

    4.15

    Η ΕΟΚΕ θεωρεί σημαντικό να καταρτισθεί, ως βασικό στοιχείο της εσωτερικής αγοράς, ένας «πρακτικός τηλεματικός οδηγός για την εμπορία των προϊόντων στην ευρωπαϊκή εσωτερική αγορά» (17), που θα συνοψίζει με φιλικό προς τον χρήστη τρόπο το σύνολο των ρυθμίσεων και των διαδικασιών, με βάση ένα οριζόντιο πλαίσιο για τους μεγάλους τομείς, με δικαιώματα και υποχρεώσεις, λεπτομέρειες πρόσβασης, χρονικές προθεσμίες και κόστος ενεργοποίησης.

    5.   Ειδικές παρατηρήσεις

    5.1   Πρόταση κανονισμού COM(2007) 36 τελικό για την αμοιβαία αναγνώριση και τα «σημεία επαφής για τα προϊόντα»

    5.1.1

    Η αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης, που προβλέπεται στα άρθρα 28 και 30 της Συνθήκης, αποτελεί καθοριστικής σημασίας στοιχείο για την ελεύθερη κυκλοφορία αγαθών και υπηρεσιών στην εσωτερική αγορά. Σε διάστημα 50 ετών, έναντι της σταδιακής διεύρυνσης της ΕΕ και της αυξανόμενης ανάπτυξης της παγκοσμιοποίησης των αγορών, η ΕΟΚΕ θεωρεί ότι πρέπει να ενισχυθεί ο ρόλος και η προστασία της αρχής αυτής, να εξασφαλιστεί μεγαλύτερη νομική βεβαιότητα και ομοιομορφία στην εφαρμογή, να αξιοποιηθούν όλες οι δυνατότητές της από τους οικονομικούς φορείς και τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις καθώς και από τις εθνικές αρχές.

    5.1.2

    Η πρόταση της Επιτροπής αποτελεί ένα θετικό βήμα προς την κατεύθυνση αυτή διότι:

    θεσπίζει μία διαδικασία όσον αφορά τις εξαιρέσεις από τη γενική αρχή,

    καθορίζει ένα κοινό πλαίσιο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων για τις εθνικές αρχές και τις επιχειρήσεις,

    προτείνει ένα σύστημα ενημέρωσης και διοικητικής συνεργασίας όσον αφορά τις εθνικές ρυθμίσεις.

    5.1.3

    Η ΕΟΚΕ ωστόσο εκτιμά ότι υπάρχουν διάφορα σημεία που θα πρέπει να διευκρινιστούν καλύτερα στην πρόταση κανονισμού:

    η εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης δεν μπορεί να αποσυνδεθεί από την αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ των κρατών μελών όσον αφορά την αξιοπιστία των μηχανισμών εποπτείας της αγοράς που διαδραματίζουν καθοριστικής σημασίας ρόλο για την πρόσβαση ενός προϊόντος στην ευρωπαϊκή εσωτερική αγορά, την αποτελεσματικότητα των διαδικασιών αξιολόγησης της συμμόρφωσης, τον ρόλο των εργαστηρίων δοκιμών, τις αρμοδιότητες των φορέων πιστοποίησης και των οργανισμών τυποποίησης,

    σε αυτή την πρόταση κανονισμού ο ρόλος της Επιτροπής αποδεικνύεται πιο ουσιαστικός σε σχέση με τον ρόλο που της αποδίδεται με την οδηγία 3052/95/ΕΚ,

    οι μηχανισμοί διοικητικής συνεργασίας ενδέχεται να περιοριστούν στην κάθετη συνεργασία μεταξύ επιχειρήσεων και εθνικών αρχών, ενώ θα ήταν σημαντικότερη η ανάπτυξη μιας οριζόντιας συνεργασίας μεταξύ διοικητικών αρχών, όπως και μεταξύ των διαφόρων σημείων επαφής για τα προϊόντα,

    η έλλειψη αναφοράς σε μηχανισμούς επίλυσης των διαφορών, όπως ο μηχανισμός SOLVIT (18), που θα επέτρεπαν στις επιχειρήσεις να ζητούν άμεσα μία ταχεία και ήδη θετικά ελεγμένη διαδικασία,

    η αντιστροφή του βάρους αποδείξεως ακόμη και για μη κοινοτικά προϊόντα που διατίθενται στην κοινοτική αγορά από ευρωπαίους εισαγωγείς,

    η εισαγωγή ενός θετικού καταλόγου προϊόντων που μπορεί να αποδειχτεί ιδιαίτερα δύσκολος, δεδομένου ότι η αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης εφαρμόζεται σε όλα τα προϊόντα που δεν καλύπτονται από την εναρμονισμένη νομοθεσία.

    5.1.4

    Κατά την άποψη της ΕΟΚΕ ενδείκνυται να αναφέρονται ρητά στο κείμενο οι νομικές βάσεις της Συνθήκης, που ορίζουν την αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης, με τη διευκρίνιση ότι οι διασφαλίσεις των εθνικών απαιτήσεων αποτελούν μόνο την εξαίρεση.

    5.1.5

    Η ΕΟΚΕ θεωρεί ότι έχει πρωταρχική σημασία να διασφαλιστούν υψηλά επίπεδα διαφάνειας, νομικής ασφάλειας και απλούστευσης κατά την εφαρμογή και επιβολή της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης:

    η αντιστροφή του βάρους της αποδείξεως, που προβλέπεται για τις εθνικές αρχές, που έχουν σκοπό να παρεκκλίνουν από την αρχή αυτή, σύμφωνα με απλές διαδικασίες και συγκεκριμένες προθεσμίες, μπορεί να καταστήσει πιο διαφανή και ταχεία την επίλυση αμφισβητούμενων υποθέσεων,

    δυνατότητα προσφυγής στα εθνικά δικαστήρια χωρίς την επιβάρυνση υπερβολικού κόστους, χρόνου και προσπαθειών,

    δυνατότητα εξωδικαστικού διακανονισμού των διαφορών, στη βάση μηχανισμών με αποδεδειγμένη αποτελεσματικότητα εντός της ΕΕ,

    πιο ελεύθερη και αποτελεσματική διακίνηση των αγαθών και υπηρεσιών, ακόμη και μέσω ενημερωτικών και εκπαιδευτικών εκστρατειών που να απευθύνονται στις επιχειρήσεις, τους καταναλωτές και τις διοικήσεις,

    οι προθεσμίες των διαδικασιών να μειωθούν μετά την γραπτή και αιτιολογημένη κοινοποίηση εκ μέρους των εθνικών αρχών, να μπορεί η επιχείρηση να υποβάλει εντός τουλάχιστον είκοσι ημερών τα δικά της συμπεράσματα και, σε περίπτωση που το θέμα δεν επιλυθεί εντός συγκεκριμένης προθεσμίας, να έχει τη δυνατότητα προσφυγής στα εθνικά δικαστήρια της εν δυνάμει αγοράς,

    θέση σε ευρωπαϊκό δίκτυο και στην ιστοθέση της ΕΕ των «σημείων επαφής για τα προϊόντα» που προβλέπονται σε κάθε κράτος μέλος για να διασφαλιστούν επαρκή επίπεδα επικοινωνίας και ενημέρωσης όσον αφορά τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις.

    5.1.6

    Κατά την ΕΟΚΕ, καλό θα ήταν να καθοριστεί ένα μέγιστο όριο για την προθεσμία που προβλέπεται για την προσφυγή, με σκοπό να επιλυθεί το θέμα σε πρωτοβάθμιο επίπεδο.

    5.1.7

    Τα κράτη μέλη πρέπει να διαθέτουν τεχνικές δομές ικανές, σε σύντομο χρονικό διάστημα, ακόμη και μέσω μιας επείγουσας διαδικασίας, να παρέχουν τις ενδεχόμενες αποδείξεις παρέκκλισης από την αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης, σύμφωνα με το άρθρο 30 της Συνθήκης, το οποίο «επιτρέπει στα κράτη μέλη να υιοθετήσουν μέτρα ισοδύναμου αποτελέσματος για τους ποσοτικούς περιορισμούς, όταν δικαιολογούνται από λόγους δημοσίας ηθικής, δημοσίας τάξεως, δημοσίας ασφαλείας, προστασίας της υγείας και της ζωής των ανθρώπων και των ζώων ή προφυλάξεως των φυτών, προστασίας των εθνικών θησαυρών που έχουν καλλιτεχνική, ιστορική ή αρχαιολογική αξία, ή προστασίας της βιομηχανικής και εμπορικής ιδιοκτησίας» (19).

    5.1.8

    Τα Σημεία Επαφής για τα Προϊόντα (ΣΕΠ) θα πρέπει να ενσωματωθούν στους μηχανισμούς SOLVIT, ώστε να πραγματοποιηθεί μία απόπειρα επίλυσης των διαφορών και να μπορέσουν οι επιχειρήσεις, που τα προϊόντα τους ενδεχομένως αποκλειστούν στα σύνορα να προσφύγουν σε αυτή τη μη δικαστική διαδικασία διοικητικής συνεργασίας των αρχών των κρατών μελών με απαντήσεις εντός 10 εβδομάδων (20).

    5.1.9

    Κατά την άποψη της ΕΟΚΕ είναι σημαντικό τα ΣΕΠ να διαδραματίσουν έναν προορατικό ρόλο με τη διάθεση πρακτικών οδηγών για τις διαδικασίες, και εθνικών ιστοσελίδων, που θα υπάρχουν σε δίκτυο και στην ιστοσελίδα της ΕΕ, ώστε να συλλέξουν τις αποφάσεις περιπτώσεων που έχουν επιλυθεί στο παρελθόν, τον κατάλογο των προϊόντων στα οποία εφαρμόζεται η αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης και μία τράπεζα δεδομένων ανοικτή στους πιθανούς χρήστες, συνδεδεμένη με το τηλεματικό δίκτυο ανταλλαγής στοιχείων μεταξύ ΣΕΠ, όπως η διαλειτουργικότητα του δικτύου IDABC (21).

    5.1.10

    Η διάθεση και η λειτουργία αυτών των μέσων δεν πρέπει να είναι επιλογή αλλά υποχρέωση και να περιλαμβάνεται στην πρόταση. Τα ΣΕΠ θα πρέπει να διοργανώνουν τακτικά, από κοινού με την Επιτροπή, σεμινάρια ενημέρωσης και κατάρτισης για τους οικονομικούς φορείς, για τους υπαλλήλους των διοικητικών και τελωνειακών αρχών και για τους καταναλωτές, ώστε να εξασφαλιστεί η κατανόηση και η διάδοση των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων που προβλέπονται από τη Συνθήκη.

    5.1.11

    Εξάλλου ενδείκνυται η διάθεση ενός Τηλεματικού Οδηγού που να επιτρέπει τον εντοπισμό, σε ολόκληρη την επικράτεια της ΕΕ, του συνόλου των υφιστάμενων και σε ισχύ κανόνων, σύμφωνα με ένα οργανωτικό σχήμα, στη βάση μιας οριζόντιας αντίληψης και των μεγάλων τομέων.

    5.1.12

    Η πρόβλεψη ενός θετικού καταλόγου προϊόντων, που θα καλύπτονται από τον κανονισμό, δεν ενδείκνυται όπως δεν ενδείκνυται ο αποκλεισμός της επείγουσας διαδικασίας, που προβλέπει η οδηγία για τη γενική ασφάλεια των προϊόντων.

    5.1.13

    Η Επιτροπή πρέπει να διατηρήσει την άμεση εποπτεία των μηχανισμών κοινοποίησης προκειμένου να ελέγχει τη λειτουργία τους: πρέπει συνεπώς να προβλέπεται η υποχρέωση του κράτους μέλους να αποστέλλει, σε αντίγραφο, κάθε κοινοποίηση και να συντάσσει ετήσια έκθεση για τα μέτρα που έχουν υιοθετηθεί, σύμφωνα με τον κανονισμό που να επιτρέπει στην Επιτροπή να υποβάλλει στο Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο και στην ΕΟΚΕ-ΠΕΑ, σχετική έκθεση.

    5.2   Πρόταση απόφασης COM(2007) 53 τελικό, για ένα κοινό πλαίσιο εμπορίας των προϊόντων και τη σήμανση CE

    5.2.1

    Η ΕΟΚΕ συμφωνεί με τις αρχές της πρότασης, που προκύπτει από τις θετικές εμπειρίες της νέας προσέγγισης, σε συνδυασμό με την σφαιρική προσέγγιση (22) για την αξιολόγηση της συμμόρφωσης. Οι αρχές αυτές θα πρέπει να τύχουν γενικευμένης εφαρμογής στην παρούσα και μελλοντική κοινοτική νομοθεσία, καλύπτοντας όλες τις πτυχές των προϊόντων που διατίθενται στην αγορά, κυρίως όσον αφορά την ασφάλεια, την υγεία και την προστασία του περιβάλλοντος. Η καθοριστικής σημασίας αρχή της εσωτερικής αγοράς, σχετικά με τη μη άσκηση διακρίσεων μεταξύ των οικονομικών φορέων, πρέπει να τηρείται από τη νομοθεσία και να εφαρμόζεται πλήρως από τα κράτη μέλη.

    5.2.2

    Η ΕΟΚΕ επισημαίνει ότι «Όλοι οι οικονομικοί φορείς που παρεμβαίνουν στην αλυσίδα προσφοράς και διανομής πρέπει να λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα για να εξασφαλίζουν ότι διαθέτουν στην αγορά μόνον ασφαλή προϊόντα που είναι σύμφωνα με την εφαρμοστέα νομοθεσία» (23), ανεξάρτητα από το εάν πρόκειται για κατασκευαστές, εξουσιοδοτημένους αντιπροσώπους ή εισαγωγείς (24).

    5.2.3

    Η ανιχνευσιμότητα των προϊόντων, για την αναγνώριση των ευθυνών των οικονομικών φορέων που διαθέτουν αγαθά στην ευρωπαϊκή αγορά, είναι βασική για την πραγματική ενεργοποίηση όλων των σχετικών κοινοτικών προδιαγραφών και όχι μόνο για τις υποχρεώσεις συμμόρφωσης που «πρέπει να περιορίζονται σε ορισμένα μέτρα ελέγχου», όπως προτείνει η Επιτροπή (25).

    5.2.4

    Όσον αφορά το αντικείμενο και το πεδίο εφαρμογής της απόφασης, η Επιτροπή θεωρεί ότι οι εξαιρέσεις που υπάρχουν σε αυτή πρέπει να αποφευχθούν και ότι το κοινό πλαίσιο εμπορίας των προϊόντων πρέπει να εφαρμοστεί —σε συμφωνία με όσα προτείνονται στο σημείο 5.3.3 για τον κανονισμό σχετικά με το Ευρωπαϊκό Σύστημα και τους μηχανισμούς εποπτείας της αγοράς— στο σύνολο της σχετικής κοινοτικής νομοθεσίας, χωρίς εξαιρέσεις ούτε στα θέματα υγείας ούτε στα θέματα προστασίας του περιβάλλοντος. Το νέο πλαίσιο πρέπει να εφαρμοστεί στο σύνολο των υφιστάμενων σχετικών ρυθμίσεων, χωρίς αναμονή της πιθανής γενικής αναθεώρησης κάθε επιμέρους οδηγίας ή κανονισμού.

    5.2.5

    Το κοινό πλαίσιο ορισμών που προβλέπεται στο πρώτο κεφάλαιο της πρότασης είναι ζωτικής σημασίας για τους φορείς της αγοράς, δεδομένου ότι σε πολλές περιπτώσεις ορισμένες οδηγίες καλύπτουν τα ίδια προϊόντα χρησιμοποιώντας διαφορετικούς ορισμούς.

    5.2.6

    Η ΕΟΚΕ θεωρεί απαραίτητη την ύπαρξη:

    σαφέστερων ενδείξεων που να βελτιώνουν το υφιστάμενο πλαίσιο της νέας προσέγγισης, όσον αφορά τους οικονομικούς φορείς,

    αποτελεσματικότερης εποπτείας της αγοράς,

    πιο ομοιογενών επιπέδων αρμοδιοτήτων των αρχών κοινοποίησης της αξιολόγησης της συμμόρφωσης.

    5.2.7

    Οι υποχρεώσεις για τους οικονομικούς φορείς πρέπει να είναι αιτιολογημένες, λογικές και χωρίς πολυδάπανες διοικητικές και γραφειοκρατικές επιβαρύνσεις, τόσον όταν πρόκειται για δειγματοληπτικό έλεγχο των προϊόντων που έχουν διατεθεί στην αγορά και το αρχείο με τις καταγγελίες (άρθρο7 § 4 δεύτερο εδάφιο), όσο και όταν πρόκειται για την υποχρέωση κοινοποίησης, που θα πρέπει να περιοριστεί στα επικίνδυνα προϊόντα όπως ορίζονται στην οδηγία για τη γενική ασφάλεια των προϊόντων.

    5.2.7.1

    Το ευρωπαϊκό σύστημα διαπίστευσης πρέπει να χαρακτηρίζεται από αναλογικότητα των μέσων που χρησιμοποιούν οι οργανισμοί πιστοποίησης της συμμόρφωσης, οι οποίοι πρέπει να εφαρμόζουν μεθόδους προσαρμοσμένες στις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις και στα προϊόντα που δεν είναι προϊόντα σειράς ή που ανήκουν σε περιορισμένες σειρές.

    5.2.8

    Όσον αφορά τις Αρχές Κοινοποίησης, η ΕΟΚΕ επαναλαμβάνει ότι αυτές πρέπει να εγγυώνται συνέπεια, αμεροληψία και αποτελεσματικότητα σε ολόκληρο τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, ώστε να εξασφαλιστούν ίσοι όροι ανταγωνισμού σε όλους τους κατασκευαστές: πρέπει — σύμφωνα με την υποχρέωση διαπίστευσης, που προβλέπεται στο σημείο 3 και επόμενα του κανονισμού — η αξιολόγηση για τη διαπίστευση να διενεργείται από την Εθνική Αρχή Διαπίστευσης και να γίνεται αποδεκτή από την αρχή κοινοποίησης, με αποφυγή άσκοπων και δαπανηρών επικαλύψεων.

    5.2.9

    Οι διαδικασίες αξιολόγησης της συμμόρφωσης θα πρέπει να ευνοούν τη χρήση της Ενότητας Α του εσωτερικού ελέγχου, ως προτιμητέα φυσική μέθοδο αξιολόγησης της συμμόρφωσης, που ανταποκρίνεται σε μεγάλο βαθμό στο γεγονός ότι, σε κάθε περίπτωση, την πλήρη ευθύνη για το προϊόν φέρει ο παραγωγός του ή ο εισαγωγέας, στον ΕΟΧ (Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο). Πρέπει, άλλωστε, να εξασφαλιστούν διάφορες δυνατότητες επιλογής μεταξύ των απλοποιημένων ενοτήτων, ιδιαίτερα για τις ΜΜΕ και τις παραγωγές περιορισμένης σειράς.

    5.2.10

    Κεντρικό σημείο της ρύθμισης αποτελεί η σήμανση CE, που αποσκοπεί στο να πιστοποιεί τη συμμόρφωση του προϊόντος προς τις εφαρμοστέες απαιτήσεις, την οποία τα κράτη μέλη καλούνται να διαφυλάξουν πιο αποτελεσματικά, αντιδρώντας σε κάθε ακατάλληλη χρήση με την επιβολή κατάλληλων και ανάλογων κυρώσεων, ακόμη και ποινικών. Όπως αναφέρεται προηγουμένως, ο νέος κανονισμός διευκρινίζει ότι η συμμόρφωση του προϊόντος, που πιστοποιείται με την σήμανση CE, δεν απαλλάσσει τον κατασκευαστή από την υποχρέωση να επανορθώσει τη ζημία που έχει ενδεχομένως προκληθεί από ένα προϊόν που έχει αποδειχτεί ελαττωματικό.

    5.2.11

    Η ΕΟΚΕ συμφωνεί πλήρως με το γεγονός ότι η έλλειψη αξιοπιστίας της σήμανσης CE σημαίνει «την έλλειψη αξιοπιστίας ολόκληρου του συστήματος, με την εμπλοκή της αρχής της εποπτείας της αγοράς, των παραγωγών, των εργαστηρίων και των φορέων πιστοποίησης και, τέλος, την ίδια την καταλληλότητα της νομοθεσίας που επιβάλλει η νέα προσέγγιση» (26).

    5.2.12

    Ο καλύτερος τρόπος ενίσχυσης του καθεστώτος και της σημασίας της σήμανσης CE, όπως ορίζεται στην οδηγία του Συμβουλίου 93/465 (27), θα πρέπει να αναζητηθεί μέσω μιας ριζικής μεταρρύθμισης της ίδιας της σήμανσης:

    να διευκρινιστεί ότι δεν πρέπει να χρησιμοποιείται και να θεωρείται ως ένα σύστημα επισήμανσης για την κατανάλωση (28), ούτε ως εγγύηση ποιότητας ή πιστοποίησης ή έγκρισης εκ μέρους τρίτων ανεξάρτητων φορέων, αλλά μόνο ως δήλωση συμμόρφωσης και τεχνικής τεκμηρίωσης, ότι ο κατασκευαστής ή ο εισαγωγέας είναι υποχρεωμένοι να παράγουν, σύμφωνα με τις απαιτήσεις του προϊόντος, με πλήρη ευθύνη έναντι των αρχών και του καταναλωτή,

    να καταστούν ορθολογικές οι διάφορες διαδικασίες αξιολόγησης της συμμόρφωσης,

    να ενισχυθεί η έννομη προστασία της σήμανσης CE, με την καταχώρισή της ως συλλογικού σήματος, που επιτρέπει στις δημόσιες αρχές να παρεμβαίνουν ταχέως και να καταστέλλουν τις καταχρήσεις, αλλά να διατηρηθεί η δυνατότητα πρόσθετων εθνικών σημάτων,

    να ενισχυθούν οι μηχανισμοί εποπτείας της αγοράς και οι τελωνειακοί έλεγχοι στα σύνορα,

    να ξεκινήσει, από την πλευρά των παραγωγών και των καταναλωτών, μία μελέτη στην οποία να εξετάζονται οι θετικές και αρνητικές πτυχές ενός ενδεχόμενου εκούσιου κώδικα συμπεριφοράς για την αποτελεσματικότητα της διάδοσης των σημάτων ποιότητας και των ευρωπαϊκών και εθνικών ετικετών — εκουσίων και μη — και της σχέσης του με τη σήμανση CE.

    5.2.13

    Όσον αφορά τους μηχανισμούς εποπτείας της αγοράς, ο αναγνώστης παραπέμπεται για τα κοινά σημεία, στο σημείο 5.3.13 και επόμενα, ενώ η ΕΟΚΕ υπογραμμίζει τη σημασία της συμμετοχής της Επιτροπής, όχι μόνο για τις περιπτώσεις της συμμόρφωσης των προϊόντων που ενέχουν ωστόσο κινδύνους για την ασφάλεια και την υγεία, αλλά και για τις περιπτώσεις τυπικής μη συμμόρφωσης όπως προτείνεται στο άρθρο 38 της απόφασης.

    5.2.14

    Η ΕΟΚΕ επισημαίνει εκ νέου τον θεμελιώδη ρόλο που διαδραματίζει η διαδικασία τεχνικής τυποποίησης, δεδομένου ότι η νέα προσέγγιση βασίζεται ακριβώς στη στενή σχέση των ελάχιστων νομικών απαιτήσεων με τεχνικά ευρωπαϊκά πρότυπα, τα οποία πρέπει να υποστηριχθούν και να αξιοποιηθούν. Πρέπει συνεπώς, όταν υπάρχει επίσημη ένσταση κατά εναρμονισμένων προτύπων (29), η ενδιαφερόμενη αρχή τυποποίησης να ενημερώνεται άμεσα, ώστε να ληφθεί υπόψη η άποψή της κατά τη διαδικασία επεξεργασίας των κανόνων.

    5.3   Πρόταση κανονισμού COM(2007) 37 τελικό, για ένα Ευρωπαϊκό Σύστημα Διαπίστευσης και Μηχανισμών Εποπτείας της Αγορά

    5.3.1

    Η ΕΟΚΕ συμφωνεί με τις προτάσεις που αποσκοπούν στην εδραίωση ενός ευρωπαϊκού συστήματος διαπίστευσης, στη βάση της αμοιβαίας εμπιστοσύνης και αναγνώρισης, στον βαθμό που θεσπίζονται δεσμευτικοί κανόνες τόσο για τους οικονομικούς φορείς όσο και για τις δημόσιες αρχές, προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι όλα τα προϊόντα που διατίθενται στην αγορά τηρούν υψηλά επίπεδα προστασίας της ασφάλειας και της υγείας και εξασφαλίζουν το ίδιο επίπεδο λειτουργικότητας και κανόνων σε όλους τους ευρωπαίους καταναλωτές και οικονομικούς φορείς, σε ένα πλαίσιο γραφειοκρατικής απλοποίησης και ευελιξίας.

    5.3.2

    Το ευρωπαϊκό σύστημα διαπίστευσης πρέπει να διασφαλίζει τη γενική αποδοχή των αποτελεσμάτων των αξιολογήσεων συμμόρφωσης και να αποφεύγει ανώφελες επικαλύψεις αξιολόγησης: για να εξασφαλιστεί η διεθνής αποδοχή του Συστήματος, η αρμοδιότητα της αξιολόγησης για τη διαπίστευση πρέπει να βασίζεται σε διεθνώς αναγνωρισμένα πρότυπα και οι ορισμοί «αξιολόγηση της συμμόρφωσης», «αρχές αξιολόγησης της συμμόρφωσης», «ορισμός της αρχής», και «κοινοποίηση» πρέπει να περιλαμβάνονται ρητά στον κανονισμό.

    5.3.3

    Οι διατάξεις του κανονισμού πρέπει να εφαρμόζονται σε όλους τους οργανισμούς διαπίστευσης και στις υπηρεσίες που παρέχουν, στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου, ανεξαρτήτως από το είδος της δραστηριότητας της αξιολόγησης της συμμόρφωσης που παρέχεται στους πελάτες τους, και οφείλουν να εξασφαλίζουν:

    ένα συνεκτικό σώμα κοινών ορισμών, σύμφωνων με τα διεθνή πρότυπα, που να χρησιμοποιούνται σε όλες τις οδηγίες της νέας προσέγγισης και στις οδηγίες για τα προϊόντα, συμπεριλαμβανομένων των οδηγιών που αφορούν την αξιολόγηση της συμμόρφωσης και την αρχή που έχει αναλάβει την αξιολόγηση της συμμόρφωσης,

    τη λειτουργικότητα, με ευθύνη των δημόσιων αρχών, του συστήματος διαπίστευσης, που δεν πρέπει να αποτελεί αντικείμενο εμπορικού ανταγωνισμού,

    τη γενική κάλυψη του συνόλου της σχετικής κοινοτικής νομοθεσίας, χωρίς εξαιρέσεις, ούτε στον τομέα της ασφάλειας και της υγείας, ούτε στον τομέα προστασίας του περιβάλλοντος: η αυξανόμενη πολυπλοκότητα της κοινοτικής νομοθεσίας για το θέμα αυτό πρέπει στις νέες διατάξεις να αποκτήσει ένα ενιαίο συνεκτικό πλαίσιο, τόσο για τους παραγωγούς της ΕΕ όσο και τους παραγωγούς εκτός ΕΕ,

    τη γενικευμένη εφαρμογή σε όλες τις δραστηριότητες που υπάγονται σε διαπίστευση, συμπεριλαμβανομένης της βαθμονόμησης, ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι η διαπίστευση αυτή απαιτείται για τη διενέργεια αξιολόγησης της συμμόρφωσης σύμφωνα με τους νόμους ή σύμφωνα με τις συμφωνίες των μερών,

    την τήρηση εκ μέρους των εθνικών αρχών διαπίστευσης των προτύπων αντικειμενικότητας και αμεροληψίας, με τη συμμετοχή τους στη διαδικασία αξιολόγησης από ομοτίμους, που πραγματοποιείται υπό την εποπτεία όλων των ενδιαφερόμενων μερών της διαπίστευσης,

    την αποτελεσματικότητα κόστους-οφέλους, την αναλογικότητα και την αμοιβαία εμπιστοσύνη στο ενιαίο σύστημα διαπίστευσης, τόσο για τους νομοθετικά κατοχυρωμένους τομείς όσο και για τους μη νομοθετικά κατοχυρωμένους.

    5.3.4

    Θα πρέπει να τροποποιηθεί ο ορισμός της διαπίστευσης, και να συμπεριληφθούν σε αυτόν οι δραστηριότητες βαθμονόμησης, δοκιμής, πιστοποίησης, επιθεώρησης και άλλες δραστηριότητες αξιολόγησης της συμμόρφωσης.

    5.3.5

    Εξάλλου, για την ύπαρξη ενιαίας ρύθμισης του θέματος, στην οποία να περιλαμβάνονται όλες οι διαδικασίες αξιολόγησης της συμμόρφωσης, συμπεριλαμβανομένων των διαδικασιών εξασφάλισης της ποιότητας, της διαβάθμισης και των δοκιμών ISO 43, δεν θα πρέπει να προβλέπονται εξαιρέσεις και όλοι οι οργανισμοί διαπίστευσης και όλες οι υπηρεσίες που παρέχουν στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο θα πρέπει να ενταχθούν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού, πέρα από τον τύπο της αξιολόγησης της συμμόρφωσης που παρέχουν στους πελάτες τους.

    5.3.6

    Οι εθνικοί οργανισμοί διαπίστευσης θα πρέπει να λειτουργούν σε μη κερδοσκοπική βάση, όπως προτείνεται στο άρθρο 4.6. Ωστόσο η υφιστάμενη διατύπωση ενδέχεται να εμποδίσει τον σχηματισμό ενός κεφαλαίου βάσης, που να διασφαλίζει γερές οικονομικές βάσεις, για την αποτελεσματική παροχή υπηρεσιών ποιότητας. Κατά την άποψη της ΕΟΚΕ, οι εθνικοί οργανισμοί διαπίστευσης θα πρέπει να λειτουργούν σε μη κερδοσκοπική βάση υπό την έννοια ότι δεν πρέπει να διανέμουν οφέλη σύμφωνα με τα όσα ορίζονται διεθνώς από τον ISO/IEC 17011 (30).

    5.3.7

    Το Ευρωπαϊκό Σύστημα Διαπίστευσης — ΕΣΔ θα πρέπει να θεωρείται το υψηλότερο επίπεδο έγκρισης του συστήματος και κατά συνέπεια δεν πρέπει να αποτελεί αντικείμενο ανταγωνισμού εφόσον πρόκειται για δημόσια υπηρεσία γενικού ενδιαφέροντος: η ΕΟΚΕ επικροτεί τον κανόνα σύμφωνα με τον οποίο τα κράτη μέλη πρέπει να έχουν έναν εθνικό οργανισμό διαπίστευσης η αρμοδιότητα, η αντικειμενικότητα και η αμεροληψία του οποίου να αποτελούν αντικείμενο αξιολόγησης από ομοτίμους, με εξαιρέσεις υπό ορισμένες συνθήκες (31) για τα κράτη μέλη με μικρή έκταση σε περίπτωση που επιθυμούν να προσφύγουν στον εθνικό οργανισμό διαπίστευσης γειτονικού κράτους μέλους.

    5.3.8

    Η ΕΟΚΕ θεωρεί απαραίτητη την θέσπιση σαφούς νομικής βάσης για την Ευρωπαϊκή Συνεργασία για τη Διαπίστευση (ΕΔ) ο ρόλος της οποίας πρέπει να ενισχυθεί και να οριστεί καλύτερα: όλοι οι εθνικοί οργανισμοί διαπίστευσης πρέπει να συμμετέχουν στην ΕΔ, με στόχο την εξασφάλιση ισοδυναμίας, διαφάνειας, αξιοπιστίας και αποτελεσματικότητας και το δίκτυο ΕΔ πρέπει να υποστηρίζεται από τα κράτη μέλη.

    5.3.9

    Για να ενισχυθεί περαιτέρω η ΕΔ, η ΕΟΚΕ θεωρεί ότι οι οργανισμοί διαπίστευσης πρέπει να υπογράψουν πολυμερείς συμφωνίες που να εφαρμόζονται από την ΕΔ. Εξάλλου οι μηχανισμοί χρηματοδότησης που προβλέπει ο κανονισμός δεν πρέπει να αφορούν μόνο την ΕΔ αλλά να επεκταθούν σε εκστρατείες υποστήριξης της εποπτείας της αγοράς και στην κοινή κατάρτιση των διαφόρων εθνικών διοικήσεων που συνδράμουν σε αυτή.

    5.3.10

    Η αξιολόγηση από ομοτίμους που προβλέπεται στο άρθρο 9.1, για να διευκολυνθεί και να βελτιωθεί η λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, με την αύξηση του επιπέδου εμπιστοσύνης, πρέπει να οργανωθεί στο εσωτερικό του Ευρωπαϊκού Συστήματος Διαπίστευσης και να εφαρμοστεί σύμφωνα με εναρμονισμένους κανόνες που θα έχουν οριστεί στο πλαίσιο της ΕΔ. Τα αποτελέσματα της αξιολόγησης από ομοτίμους πρέπει να δημοσιεύονται και να ανακοινώνονται σε όλα τα κράτη μέλη και στην Επιτροπή.

    5.3.11

    Σύμφωνα με την ΕΟΚΕ, δεδομένου ότι οι οργανισμοί διαπίστευσης πρέπει να αποδειχθούν αντάξιοι της εμπιστοσύνης που απολαμβάνουν, οφείλουν να αποδείξουν ότι συμμετέχουν με επιτυχία στη διαδικασία αξιολόγησης από ομότιμους.

    5.3.12

    Η ΕΟΚΕ θεωρεί εξάλλου ότι είναι σημαντική η συμμετοχή των ενδιαφερόμενων μερών: πρέπει να εκπροσωπούνται στους οργανισμούς διαπίστευσης και τούτο πρέπει να προβλέπεται στον νέο κανονισμό.

    5.3.13

    Η ΕΟΚΕ υπογραμμίζει τη σημασία ισοδύναμων, πιο συνεκτικών και αποδοτικών μηχανισμών εποπτείας της αγοράς, εκ μέρους των κρατών μελών, με την εναρμόνιση της κοινοτικής νομοθεσίας, στην οποία να συμπεριλαμβάνεται η ενίσχυση της διασυνοριακής συνεργασίας: απαιτείται ευθυγράμμιση των διατάξεων για τη γενική ασφάλεια των προϊόντων —οδηγία 2001/95/ΕΚ— και των σχετικών οδηγιών, προκειμένου να εξασφαλιστεί η πλήρης εφαρμογή της αρχής «βελτίωση της νομοθεσίας» στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Η δραστηριότητα της εποπτείας της αγοράς πρέπει να αφορά και τα προϊόντα που καλύπτει η οδηγία για τη γενική ασφάλεια των προϊόντων (ΟΓΑΠ) εφόσον πολλά προϊόντα πωλούνται είτε για επαγγελματική χρήση, είτε στον καταναλωτή: η ΕΟΚΕ θεωρεί συνεπώς αδικαιολόγητο τον αποκλεισμό της ΟΓΑΠ από το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 13.2, που ενδέχεται να επιφέρει μεγαλύτερη σύγχυση και δυσκολία στους οικονομικούς φορείς αντί για μεγαλύτερη συνοχή των δραστηριοτήτων εποπτείας της εσωτερικής αγοράς.

    5.3.14

    Η ΕΟΚΕ θεωρεί εξάλλου πλήρως αιτιολογημένο το υφιστάμενο σύστημα ταχείας ανταλλαγής πληροφοριών RAPEX (32), που μπορεί να συνδράμει αποτελεσματικά την εποπτεία της αγοράς: πρέπει ωστόσο τα κράτη μέλη και οι τελωνειακές και διοικητικές αρχές να το χρησιμοποιούν κατά τρόπο ομοιογενή και συντονισμένο.

    5.3.15

    Είναι απαραίτητη η συνεργασία των τελωνειακών αρχών, μέσω ευρωπαϊκού δικτύου, με τις αρχές εποπτείας της αγοράς, προκειμένου να διασφαλιστούν αποτελεσματικοί έλεγχοι των προϊόντων, πριν διατεθούν στην ευρωπαϊκή εσωτερική αγορά, με την παροχή στις τελωνειακές αρχές ειδικευμένου προσωπικού, οικονομικών μέσων και κατάλληλων αρμοδιοτήτων ώστε να ανταποκριθούν αποτελεσματικά στα καθήκοντα που τους έχουν ανατεθεί.

    5.3.16

    Οι μηχανισμοί εποπτείας της αγοράς και τελωνειακού ελέγχου πρέπει να είναι εφοδιασμένοι με μέσα ταχείας δράσεως, όταν πρόκειται για εποχιακά προϊόντα ή για προϊόντα που πωλούνται με έκπτωση στην αγορά για σύντομο χρονικό διάστημα, συχνά με εικονικά σήματα. Οι αρχές οφείλουν να έχουν την εξουσία και τα μέσα για άμεση παρέμβαση και ο κοινοτικός εισαγωγέας πρέπει να είναι πλήρως υπεύθυνος να διασφαλίζει ότι τα προϊόντα αυτά πληρούν τις βασικές απαιτήσεις της ΕΕ, ιδίως όσον αφορά την ασφάλεια και την προστασία του περιβάλλοντος.

    5.3.17

    Τέλος, η ΕΟΚΕ εκτιμά ότι ο κανονισμός πρέπει να προβλέπει σαφώς ότι τα μέτρα που λαμβάνονται σε περίπτωση αποδεδειγμένης έλλειψης συμμόρφωσης πρέπει να τηρούν την αρχή της αναλογικότητας, πέραν της προσφυγής στις κατευθυντήριες γραμμές που προβλέπονται στο άρθρο 19.1: κατά την ΕΟΚΕ το άρθρο 17 πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως.

    Βρυξέλλες, 13 Δεκεμβρίου 2007.

    Ο Πρόεδρος

    της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής

    Δημήτρης ΔΗΜΗΤΡΙΆΔΗΣ


    (1)  Στην νομοθεσία της ΕΕ χρησιμοποιούνται διάφοροι ορισμοί για την απόδοση των ίδιων εννοιών σε διαφορετική για τα προϊόντα νομοθεσία που καλύπτει πτυχές όπως συνειδητός περιβαλλοντικός σχεδιασμός, ασφάλεια του προϊόντος, ευθύνη του προϊόντος, ενεργειακή απόδοση, κλπ. Όλα αυτά προκαλούν σύγχυση στους φορείς ειδικότερα όταν διαφορετικές οδηγίες αφορούν το ίδιο προϊόν.

    (2)  ΕΕ C 93 της 27.4.2007, Αναθεώρηση της ενιαίας αγοράς. Εισηγητής: ο κ. Cassidy.

    (3)  Βλ. και τα άρθρα 94-95 της Συνθήκης ΕΕ.

    (4)  ΕΕ C 309 της 16.12.2006, Εφαρμογή του κοινοτικού προγράμματος της Λισσαβώνας. Εισηγητής: ο κ. Cassidy.

    (5)  ΕΕ C 234 της 30.9.2003. Εισηγητής: ο κ. Cassidy.

    (6)  ΕΕ C 208 της 3.9.2003. Εισηγητής: ο κ. Pezzini.

    (7)  ΕΕ C 325 της 30.12.2006. Εισηγητής: ο κ. van Iersel.

    (8)  Όπως και στην υποσημείωση 5.

    (9)  «Αντιμετωπίζοντας την πρόκληση», έκθεση της ομάδας υψηλού επιπέδου υπό την προεδρία του Wim Kok, Νοέμβριος 2004, Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

    (10)  SEC 007/113 της 14.2.2007.

    (11)  Δεύτερη διετής έκθεση για την εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης στην εσωτερική αγορά — COM(2002) 419 τελικό.

    (12)  Επί του παρόντος οι κοινοποιημένοι οργανισμοί στην ΕΕ ανέρχονται σε 1 700 περίπου.

    (13)  Βλ. και τα άρθρα 94-95 της Συνθήκης ΕΕ.

    (14)  Κατάλογος των γνωμοδοτήσεων που επεξεργάστηκε πρόσφατα η ΕΟΚΕ όσον αφορά την«απλούστευση, βελτίωση της νομοθεσίας και τις προτεραιότητες της ενιαίας αγοράς»:

    1)

    ΕΕ C 93 της 27.4.2007, Αναθεώρηση της Ενιαίας Αγοράς, εισηγητής: ο κ. Cassidy.

    2)

    Γνωμοδότηση για την ανακοίνωση της Επιτροπής στο Συμβούλιο, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στην Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και στην Επιτροπή των Περιφερειών — Εφαρμογή του κοινοτικού Προγράμματος της Λισσαβώνας: μια στρατηγική για την απλούστευση του ρυθμιστικού περιβάλλοντος (COM(2005) 535 τελικό) με εισηγητή τον κ. Cassidy, ΕΕ C 309 της 16.12.2006.

    3)

    Διερευνητική γνωμοδότηση που καταρτίστηκε μετά από αίτημα της βρετανικής προεδρίας με θέμα την βελτίωση της νομοθεσίας και εισηγητή τον κ. Retureau, που υιοθετήθηκε στις 28 Σεπτεμβρίου 2005, ΕΕ C 24 της 31.1.2006.

    4)

    Γνωμοδότηση πρωτοβουλίας με θέμα «Τρόποι βελτίωσης της εφαρμογής και επιβολής της κοινοτικής νομοθεσίας» και εισηγητή τον κ. van Iersel, που υιοθετήθηκε στις 28 Σεπτεμβρίου 2005, ΕΕ C 24 της 31.1.2006.

    5)

    Γνωμοδότηση για την ανακοίνωση της Επιτροπής: ενημέρωση και απλούστευση του κοινοτικού κεκτημένου (COM(2003) 71 τελ.), με εισηγητή τον κ. Retureau, που υιοθετήθηκε στις 31 Μαρτίου 2004, ΕΕ C 112 της 30.4.2004.

    6)

    Γνωμοδότηση πρωτοβουλίας για την απλούστευση με εισηγητή τον κ. Simpson, που υιοθετήθηκε στις 26 Μαρτίου 2003, ΕΕ C 133 της 6.6.2003.

    7)

    Διερευνητική γνωμοδότηση για την ανακοίνωση της Επιτροπής — απλούστευση και βελτίωση του ρυθμιστικού περιβάλλοντος (COM(2001) 726 τελ.), με εισηγητή τον κ Walker, που υιοθετήθηκε στις 21 Μαρτίου 2002, ΕΕ C 125 της 27.5.2002.

    8)

    Γνωμοδότηση πρωτοβουλίας για την απλούστευση με εισηγητή τον κ. Walker, που υιοθετήθηκε στις 29 Νοεμβρίου 2001, ΕΕ C 48 της 21.2.2002.

    9)

    Γνωμοδότηση πρωτοβουλίας για την απλούστευση της νομοθεσίας εντός της ενιαίας αγοράς με εισηγητή τον κ. Vever, που υιοθετήθηκε στις 19 Οκτωβρίου 2000, ΕΕ C 14 της 16.1.2001.

    10)

    Γνωμοδότηση πρωτοβουλίας για τις προτεραιότητες της ενιαίας αγοράς 2005-2010, με εισηγητή τον κ. Cassidy, που υιοθετήθηκε στις 7 Απριλίου 2005, ΕΕ C 255 της 14.10.2005.

    11)

    Γνωμοδότηση για την ανακοίνωση της Επιτροπής στο Συμβούλιο, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στην Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και στην Επιτροπή των Περιφερειών για τη στρατηγική στην εσωτερική αγορά — προτεραιότητες 2003-2006, και εισηγητή τον κ. Cassidy, που υιοθετήθηκε στις 16 Ιουλίου 2003, ΕΕ C 234 της 30.9.2003.

    12)

    Ενημερωτική έκθεση για την απλούστευση.

    13)

    Ενημερωτική έκθεση με θέμα «Η σημερινή κατάσταση σε ό, τι αφορά την από κοινού ρύθμιση και την αυτορρύθμιση στην ενιαία αγορά» με εισηγητή τον κ. Vever, που υιοθετήθηκε στις 11 Ιανουαρίου 2005 (CESE 1182/2004 τελ).

    (15)  Έκθεση RAPEX 2006 της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, http://ec.europa.eu/rapex. Η έκθεση που υποβλήθηκε στις 19 Απριλίου 2007 καθιστά σαφή την συνεχή αύξηση του αριθμού των κοινοποιήσεων κατά τα τελευταία έτη. Ο αριθμός των κοινοποιήσεων κινδύνου όσον αφορά την ασφάλεια των καταναλωτικών προϊόντων εκτός των τροφίμων στην Ευρώπη υπερδιπλασιάστηκε από το 2004 ως το 2006, και ανήλθε από 388 σε 924, ενώ η ετήσια αύξηση σε σχέση με το 2005 ήταν της τάξεως του 32 %, και συγκεντρώθηκε στους τομείς των παιχνιδιών, των ηλεκτρικών συσκευών, των οχημάτων με κινητήρα, των συσκευών φωτισμού και των καλλυντικών, με κινδύνους τραυματισμού, ηλεκτροπληξίας, πυρκαγιάς και εγκαυμάτων, στραγγαλισμού, πνιγμού και χημικούς κινδύνους.

    (16)  Στο κοινό πλαίσιο πρέπει να ληφθούν υπόψη και οι «υπηρεσίες», που συνδέονται όλο και περισσότερο με την εμπορία των προϊόντων.

    (17)  Βλ. σημείο 5.1.11.

    (18)  http://ec.europa.eu/solvit/

    (19)  Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο Συνοπτικά δελτία 3.2.1 Η ελεύθερη κυκλοφορία των αγαθών. Τελευταία ενημέρωση: 22 Οκτωβρίου 2001

    http://www.europe-info.de/facts/el/3_2_1.htm

    (20)  SEC(2007) 585. Έγγραφο εργασίας των υπηρεσιών της Επιτροπής, έκθεση SOLVIT 2006 «Ανάπτυξη και επιδόσεις του δικτύου Solvit το 2006» της 30.4.2007.

    Όλα τα κράτη της ΕΕ όπως και η Νορβηγία, η Ισλανδία και το Λιχτενστάιν έχουν δημιουργήσει από ένα κέντρο SOLVIT, κυρίως στο πλαίσιο του υπουργείου εξωτερικών και οικονομικών υποθέσεων.

    Τα κέντρα αυτά συνεργάζονται απευθείας μέσω επιγραμμικής βάσης δεδομένων για την ταχεία και πραγματική επίλυση προβλημάτων που υποβάλλουν οι πολίτες και οι επιχειρήσεις. Οι κανόνες της συνεργασίας εντός του δικτύου solvit περιλαμβάνονται σε σύσταση της Επιτροπής του 2001 η οποία περιλαμβάνεται στα συμπεράσματα του Συμβουλίου. Το δίκτυο Solvit λειτουργεί από τον Ιούλιο του 2002. Πέρα από τη σύσταση τα κέντρα Solvit υιοθέτησαν τον Δεκέμβριο του 2004 μία σειρά κοινών προτύπων ποιότητας και επίδοσης ώστε να εξασφαλιστούν υψηλού επιπέδου υπηρεσίες σε ολόκληρο το δίκτυο.

    (21)  ΕΕ C 80 της 30.3.2004. Εισηγητής: PEZZINI.

    (22)  Η σφαιρική προσέγγιση έχει εισαγάγει μια προσέγγιση κατά ενότητες, διαιρώντας τη διαδικασία αξιολόγησης της συμμόρφωσης σε μια σειρά διεργασιών, τις αποκαλούμενες ενότητες, που διαφέρουν μεταξύ τους ανάλογα με τη φάση ανάπτυξης του προϊόντος (για παράδειγμα: σχεδιασμός, πρωτότυπο, πλήρης παραγωγή), τον τύπο της αξιολόγησης που πραγματοποιείται (έλεγχος τεκμηρίωσης, έγκριση τύπου, εγγύηση ποιότητας) και τον υπεύθυνο της αξιολόγησης (κατασκευαστής ή τρίτος).

    Η σφαιρική προσέγγιση υιοθετήθηκε με την απόφαση 90/683/ΕΟΚ του Συμβουλίου, που καταργήθηκε και ανανεώθηκε με την απόφαση 93/465/ΕΟΚ: και οι δύο αποφάσεις ορίζουν γενικές κατευθύνσεις και τις λεπτομερείς διαδικασίες για την αξιολόγηση της συμμόρφωσης, που πρέπει να χρησιμοποιούνται στις οδηγίες της νέας προσέγγισης.

    (23)  Αιτιολογική σκέψη 14 της πρότασης απόφασης COM(2007) 53 τελικό.

    (24)  Συμπεριλαμβάνονται οι εισαγωγείς των αποκαλούμενων «ανώνυμων» προϊόντων από τρίτες χώρες, που διατίθενται στην αγορά για σύντομη περίοδο, συχνά με εικονικά ονόματα, στη βάση της αρχής «πούλα και φύγε».

    (25)  Αιτιολογική σκέψη 17 της πρότασης απόφασης COM(2007) 53 τελικό.

    (26)  Ο ρόλος και η σημασία της σήμανσης CE, Ευρωπαϊκή Επιτροπή ΕΓΓΡ: 2005 — 11 της 30.8.2005.

    (27)  Απόφαση 93/465/CE — ενότητες της απόφασης: «Η σήμανση “CE” υποδηλώνει την πιστότητα προς το σύνολο των υποχρεώσεων που υπέχουν οι κατασκευαστές για το προϊόν βάσει των κοινοτικών οδηγιών που προβλέπουν τη χρήση της».

    (28)  BEUC 298/2007 της 5.6.2007 για την Εσωτερική Αγορά . Jim Murray EP ακρόαση 5.6.2007.

    (29)  Άρθρο 14 της πρότασης απόφασης COM(2007) 53 τελικό.

    (30)  ISO/IEC 17011. «Ο οργανισμός διαπίστευσης πρέπει να έχει τους οικονομικούς πόρους, με αποδεικτικά στοιχεία ή/και έγγραφα, που απαιτούνται για την άσκηση των δραστηριοτήτων του».

    (31)  Άρθρο 6 § 1 της πρότασης Κανονισμού COM(2007) 37 τελικό.

    (32)  Στο RAPEX προστίθενται: για τον γεωργικό τομέα διατροφής το σύστημα προειδοποίησης RASFF· για τις ασθένειες των ανθρώπων το σύστημα SARR· για τις ασθένειες των ζώων το σύστημα ADNS. Βλέπε απόφαση 2004/478/ΕΚ και κανονισμό 2230/2004/ΕΚ.


    ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

    στη γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής

    Ακολουθούν οι τροπολογίες που, αν και απορρίφθηκαν κατά τη διάρκεια της συζήτησης, έλαβαν τουλάχιστον το ένα τέταρτο των ψήφων υπέρ:

    Σημείο 5.2.12

    Να προστεθούν τα εξής στην πρώτη κουκίδα:

    «—

    να διευκρινιστεί ότι δεν πρέπει να χρησιμοποιείται και να θεωρείται ως ένα σύστημα επισήμανσης για την κατανάλωση, ούτε ως εγγύηση ποιότητας ή πιστοποίησης ή έγκρισης εκ μέρους τρίτων ανεξάρτητων φορέων, αλλά μόνο ως δήλωση συμμόρφωσης και τεχνικής τεκμηρίωσης, ότι ο κατασκευαστής ή ο εισαγωγέας είναι υποχρεωμένοι να παράγουν, σύμφωνα με τις απαιτήσεις του προϊόντος, με πλήρη ευθύνη έναντι των αρχών και του καταναλωτή. Συνεπώς, δεδομένου ότι η σήμανση CE δεν αποτελεί εγγύηση ποιότητας ή πιστοποίησης ή έγκρισης εκ μέρους τρίτων ανεξάρτητων φορέων, αρκεί η εν λόγω σήμανση να συμπεριλαμβάνεται στα συνοδευτικά έγγραφα και όχι στο ίδιο το προϊόν. ».

    Αιτιολογία

    Σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία όλα τα προϊόντα ενός συγκεκριμένου είδους, παραδείγματος χάρη, τα παιχνίδια, πρέπει να φέρουν τη σήμανση CE. Αυτό δεν αποτελεί μήνυμα για τον καταναλωτή ότι το ένα προϊόν είναι καλύτερο από το άλλο. Το (μόνο) που σημαίνει είναι ότι το συγκεκριμένο προϊόν ανταποκρίνεται στις προδιαγραφές ασφαλείας, προκειμένου να μπορεί να πωλείται στο ευρύ κοινό. Ο καταναλωτής αναμένει ότι όλα τα προϊόντα που βρίσκονται στο εκάστοτε κατάστημα επιτρέπεται να πωληθούν.

    Εάν, λόγου χάρη, ο καταναλωτής αναζητά αθλητικό εξοπλισμό, όπως π.χ. τροχοπέδιλα ή/και πατίνια, στην προκειμένη περίπτωση δεν απαιτείται η ύπαρξη σήμανσης CE για τα προϊόντα που προορίζονται για παιδιά βάρους άνω των 20 κιλών. Τα εν λόγω προϊόντα μπορεί να βρίσκονται τοποθετημένα το ένα δίπλα στο άλλο στα ράφια, και ο καταναλωτής ενδεχομένως να συμπεράνει ότι όσα προϊόντα φέρουν τη σήμανση CE είναι καλύτερα από τα υπόλοιπα.

    Πλήθος ερευνών που πραγματοποιήθηκαν με την πάροδο των ετών καταδεικνύουν ότι οι καταναλωτές δεν κατανοούν ή παραπλανούνται από τη σήμανση CE. Μεταξύ των εσφαλμένων αντιλήψεων είναι οι εξής: ότι τα εν λόγω προϊόντα διαθέτουν μια συγκεκριμένη ποιότητα (και όχι απλώς είναι ασφαλή), ότι έχουν δοκιμαστεί από τρίτους φορείς ή ότι κατασκευάζονται στην ΕΕ.

    Είναι επομένως αναμενόμενο οι καταναλωτές να μην κατανοούν το σύστημα Τα τρόφιμα, παραδείγματος χάρη, δεν πρέπει να φέρουν όλα ειδική σήμανση, μολονότι πρέπει να πληρούν τους κανονισμούς και τις οδηγίες της ΕΕ, ούτως ή άλλως. Οι ευρωπαϊκές οργανώσεις καταναλωτών BEUC (ΕΓΕΚ — Ευρωπαϊκό Γραφείο Ενώσεων Καταναλωτών) και ANEC (Ευρωπαϊκή Ένωση για τον Συντονισμό της Εκπροσώπησης των Καταναλωτών στην Τυποποίηση) θεωρούν ότι αρκεί η σήμανση CE —η οποία αποτελεί το διαβατήριο ασφαλείας στην αγορά— να συμπεριλαμβάνεται στα συνοδευτικά έγγραφα, προκειμένου να είναι δυνατός ο έλεγχος από τις αρμόδιες αρχές.

    Αποτέλεσμα ψηφοφορίας

    Ψήφοι υπέρ: 24 Ψήφοι κατά: 27 Αποχές: 10

    Σημείο 5.2.12

    Να προστεθεί νέα (6η) κουκίδα, με το εξής περιεχόμενο:

    «—

    να παρακινηθούν η Επιτροπή, οι παραγωγοί και οι καταναλωτές να εξετάσουν το ενδεχόμενο δημιουργίας ενός πραγματικού συστήματος σήμανσης της ποιότητας των προϊόντων, το οποίο θα βασίζεται στην πιστοποίηση από τρίτο, ανεξάρτητο φορέα και θα καλύπτει περισσότερες πτυχές από τους βασικούς κανόνες ασφαλείας που περιέχονται στις οδηγίες.»

    Αιτιολογία

    Κατά τη συζήτηση θα πρέπει να εξεταστεί το ενδεχόμενο θέσπισης προτύπων που θα καλύπτουν, πέραν της ασφάλειας, και τις ποιοτικές, περιβαλλοντικές και ηθικές απαιτήσεις, ώστε να μπορούν ορισμένοι παραγωγοί —αν το επιθυμούν— να ζητούν έλεγχο των προϊόντων τους και για τις απαιτήσεις αυτές.

    Αν γίνει δεκτή αυτή η τροπολογία, το τμήμα 1 «Συμπεράσματα και συστάσεις» θα πρέπει να προσαρμοστεί αναλόγως (π.χ. στο σημείο 1.5 μετά την 7η κουκίδα).

    Αποτέλεσμα ψηφοφορίας

    Ψήφοι υπέρ: 25 Ψήφοι κατά: 29 Αποχές: 12


    Vrh