Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52007XC1027(04)

    Σχέδιο Ανακοίνωση της Επιτροπής της […] σχετικά με την διεξαγωγή διαδικασιών διευθέτησης διαφορών εν όψει της έκδοσης αποφάσεων δυνάμει του άρθρου 7 και του άρθρου 23 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003 του Συμβουλίου σε περιπτώσεις συμπράξεων (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ )

    ΕΕ C 255 της 27.10.2007, p. 51–57 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

    Please be aware that this draft act does not constitute the final position of the institution.

    27.10.2007   

    EL

    Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

    C 255/51


    ΣΧΈΔΙΟ ΑΝΑΚΟΊΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

    της […]

    σχετικά με την διεξαγωγή διαδικασιών διευθέτησης διαφορών εν όψει της έκδοσης αποφάσεων δυνάμει του άρθρου 7 και του άρθρου 23 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003 του Συμβουλίου σε περιπτώσεις συμπράξεων

    (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

    (2007/C 255/20)

    1.   ΕΙΣΑΓΩΓΗ

    1.

    Με την παρούσα ανακοίνωση θεσπίζεται ένα πλαίσιο για την ανταμοιβή της συνεργασίας κατά τη διεξαγωγή διαδικασιών διευθέτησης διαφορών που δρομολογήθηκαν με σκοπό την εφαρμογή του άρθρου 81 της συνθήκης ΕΚ (1) σε περιπτώσεις συμπράξεων. Η διαδικασία διευθέτησης διαφορών θα επιτρέψει στην Επιτροπή να εξετάζει περισσότερες υποθέσεις με τους ίδιους πόρους, αυξάνοντας εν γένει τον αποτρεπτικό χαρακτήρα της δράσης της Επιτροπής και ενισχύοντας συγχρόνως το ενδιαφέρον των πολιτών για την αποτελεσματική και έγκαιρη τιμωρία των παραβατών από τη Επιτροπή. Η συνεργασία στην οποία αναφέρεται η παρούσα ανακοίνωση διαφέρει από την εθελούσια παροχή αποδεικτικών στοιχείων για την ενεργοποίηση ή την προώθηση των ερευνών που διενεργεί η Επιτροπή, η οποία καλύπτεται από την ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τη μη επιβολή και τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων (2) (εφεξής «η ανακοίνωση περί επιείκειας»). Σε περιπτώσεις κατά τις οποίες η συνεργασία την οποία προσφέρει μια επιχείρηση εμπίπτει στο πεδίο αμφοτέρων των ανακοινώσεων της Επιτροπής, θα είναι δυνατό να ανταμειφθεί σωρευτικά αντιστοίχως (3).

    2.

    Σε περίπτωση που ένα από τα εμπλεκόμενα μέρη είναι διατεθειμένο να παραδεχθεί τη συμμετοχή του σε σύμπραξη κατά παράβαση του άρθρου 81 της συνθήκης ΕΚ και την ευθύνη που συνεπάγεται η συμμετοχή του αυτή, μπορεί επίσης να συμβάλει στην επιτάχυνση της διαδικασίας η οποία καταλήγει στην έκδοση της σχετικής απόφασης σύμφωνα με τα άρθρα 7 και 23 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 και 82 της συνθήκης (4) με τον τρόπο και με τα εχέγγυα που διευκρινίζονται στην παρούσα ανακοίνωση. Μολονότι η Επιτροπή, ως ερευνητική αρχή και θεματοφύλακας της συνθήκης με αρμοδιότητα έκδοσης εκτελεστικών αποφάσεων υπό την αίρεση του δικαστικού ελέγχου των δικαστηρίων της Κοινότητας, δεν διαπραγματεύεται το ζήτημα της ύπαρξης παράβασης της κοινοτικής νομοθεσίας και της επιβολής της κατάλληλης κύρωσης, μπορεί ωστόσο να ανταμείψει την συνεργασία που περιγράφεται στην παρούσα ανακοίνωση.

    3.

    Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 773/2004 της Επιτροπής, της 7ης Απριλίου 2004, σχετικά με τη διεξαγωγή από την Επιτροπή των διαδικασιών δυνάμει των άρθρων 81 και 82 της συνθήκης ΕΚ (5) θεσπίζει τους κύριους πρακτικούς κανόνες σχετικά με τη διεξαγωγή των διαδικασιών σε υποθέσεις συμπράξεων, συμπεριλαμβανομένων των διαδικασιών που ακολουθούνται στις περιπτώσεις διευθέτησης διαφορών. Στο πλαίσιο αυτό, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 773/2004 παρέχει στην Επιτροπή τη διακριτική ευχέρεια να αποφασίζει εάν θα ακολουθήσει ή όχι διαδικασίες διευθέτησης διαφορών σε περιπτώσεις συμπράξεων, εξασφαλίζοντας συγχρόνως ότι δεν θα είναι δυνατόν να επιβληθεί στα εμπλεκόμενα μέρη η όποια διαδικασία διευθέτησης διαφορών επιλεγεί.

    4.

    Η αποτελεσματική επιβολή της κοινοτικής νομοθεσίας περί ανταγωνισμού είναι συμβατή με τον πλήρη σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας των μερών, στοιχείο που συνιστά θεμελιώδη αρχή του κοινοτικού δικαίου και πρέπει να τηρείται σε κάθε περίπτωση, ιδίως σε διαδικασίες σχετικά με την παράβαση των κανόνων περί ανταγωνισμού οι οποίες μπορεί να καταλήξουν στην επιβολή κυρώσεων. Ως εκ τούτου, οι κανόνες που διέπουν τη διεξαγωγή των διαδικασιών της Επιτροπής για την εφαρμογή του άρθρου 81 της συνθήκης ΕΚ οφείλουν να παρέχουν στις σχετικές επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων τη δυνατότητα να διατυπώνουν αποτελεσματικώς την άποψή τους επί του υποστατού και της λυσιτέλειας των πραγματικών περιστατικών, των ενστάσεων και των περιστάσεων που επικαλείται η Επιτροπή (6), καθ' όλη τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας.

    2.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

    5.

    Η Επιτροπή διαθέτει ευρέα περιθώρια διακριτικής ευχέρειας τα οποία της επιτρέπουν να αποφασίζει σε ποιες υποθέσεις είναι δυνατόν να διερευνηθεί κατά πόσον τα εμπλεκόμενα μέρη θα ενδιαφέρονταν να ακολουθήσουν διαδικασία διευθέτησης διαφορών· μπορεί επίσης να αποφασίζει την κίνηση ή τη διακοπή τέτοιων διαδικασιών ή την οριστική διευθέτηση μιας υπόθεσης. Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η πιθανότητα επίτευξης συμφωνίας μεταξύ όλων των εμπλεκομένων μερών όσον αφορά το πεδίο ενδεχομένων αιτιάσεων εντός ενός εύλογου χρονοδιαγράμματος, με συνυπολογισμό παραγόντων όπως ο αριθμός των εμπλεκομένων μερών, οι προβλεπόμενες αντικρουόμενες θέσεις όσον αφορά τον καταλογισμό των ευθυνών, ο βαθμός αμφισβήτησης των πραγματικών περιστατικών. Επιπλέον, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η προοπτική επίτευξης διαδικαστικής αποτελεσματικότητας στο πλαίσιο της συνολικής προόδου που επιτεύχθηκε στην διαδικασία διευθέτησης διαφορών. Μπορεί επίσης να ληφθούν υπόψη άλλοι παράγοντες, όπως ενδεχομένως η δημιουργία προδεδικασμένου. Η Επιτροπή μπορεί να συμμετάσχει σε συνομιλίες περί διευθέτησης διαφοράς μόνον κατόπιν γραπτού αιτήματος των εμπλεκομένων μερών.

    6.

    Μολονότι τα μέλη δεν έχουν το δικαίωμα να προβούν τα ίδια σε διευθέτηση, σε περίπτωση που η Επιτροπή θεωρεί ότι μια υπόθεση μπορεί, κατ' αρχήν, να προσφέρεται για διευθέτηση, διερευνά κατά πόσον είναι σκόπιμο να συμφωνήσουν όλα τα μέρη σχετικά με την εφαρμογή διαδικασίας διευθέτησης της διαφοράς τους.

    7.

    Τα μέρη και οι νόμιμοι εκπρόσωποί τους δεν έχουν το δικαίωμα να αποκαλύψουν σε οιαδήποτε επιχείρηση ή τρίτο μέρος, ασχέτως της δικαιοδοσίας στην οποία ανήκει, το περιεχόμενο των συνομιλιών τους ή των εγγράφων στα οποία ενδεχομένως τους δόθηκε πρόσβαση ενόψει διαδικασίας διευθέτησης διαφοράς, εκτός εάν έχουν λάβει εκ των προτέρων ρητή άδεια από την Επιτροπή. Σε περίπτωση παράβασης της απαγόρευσης αυτής, η Επιτροπή μπορεί να αγνοήσει το αίτημα της επιχείρησης να εφαρμοστεί διαδικασία διευθέτησης μιας διαφοράς. Η παράβαση αυτή μπορεί μάλιστα να αποτελέσει επιβαρυντικό στοιχείο κατά την έννοια του σημείου 28 των κατευθυντήριων γραμμών της Επιτροπής για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 23 παράγραφος 2 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003 (7) (εφεξής «οι κατευθυντήριες γραμμές περί προστίμων»).

    2.1.   Κίνηση της διαδικασίας και διερευνητικές ενέργειες με στόχο τη διευθέτηση της διαφοράς

    8.

    Σε περίπτωση που η Επιτροπή εξετάζει τη δυνατότητα έκδοσης απόφασης σύμφωνα με το άρθρο 7 ή/και το άρθρο 23 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003, οφείλει να προσδιορίσει και να αναγνωρίσει εκ των προτέρων ως διαδικαστικά μέρη κάθε νομικό πρόσωπο στο οποίο ενδέχεται να επιβληθεί κύρωση για παράβαση του άρθρου 81 της συνθήκης ΕΚ.

    9.

    Προς τον σκοπό αυτό, η κίνηση της διαδικασίας που προβλέπει το άρθρο 11 παράγραφος 6 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003 για την έκδοση τέτοιας απόφασης μπορεί να πραγματοποιηθεί ανά πάσα στιγμή, αλλά οπωσδήποτε πριν από την ημερομηνία κατά την οποία η Επιτροπή θα κοινοποιήσει τις αιτιάσεις κατά των ενδιαφερομένων μερών. Εξάλλου, το άρθρο 2 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 773/2004 προβλέπει ότι, σε περίπτωση που η Επιτροπή κρίνει σκόπιμο να διερευνήσει το ενδιαφέρον των μερών να πραγματοποιήσουν συνομιλίες για τη διευθέτηση της διαφοράς τους, αποφασίζει την κίνηση διαδικασίας όχι αργότερα από την ημερομηνία κατά την οποία είτε κοινοποιεί τις αιτιάσεις είτε καλεί τα μέρη να εκφράσουν γραπτώς το ενδιαφέρον τους να συμμετάσχουν σε διαδικασία διευθέτησης της διαφοράς τους, με υπερισχύουσα την πρώτη χρονολογικά ημερομηνία.

    10.

    Αφού κινηθεί η διαδικασία που προβλέπει το άρθρο 11 παράγραφος 6 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003, η Επιτροπή έχει την αποκλειστική αρμοδιότητα εφαρμογής του άρθρου 81 της συνθήκης ΕΚ στη συγκεκριμένη υπόθεση (8).

    11.

    Σε περίπτωση που η Επιτροπή κρίνει σκόπιμο να διερευνήσει κατά πόσον τα εμπλεκόμενα μέρη επιθυμούν να συμμετάσχουν σε συνομιλίες για τη διευθέτηση της διαφοράς τους, θέτει προθεσμία δύο τουλάχιστον εβδομάδων, σύμφωνα με το άρθρο 10α παράγραφος 1 και το άρθρο 17 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 773/2004, εντός της οποίας τα ενδιαφερόμενα μέρη πρέπει να δηλώσουν γραπτώς εάν προτίθενται να συμμετάσχουν σε συνομιλίες για τη διευθέτηση της διαφοράς τους, προκειμένου, σε μεταγενέστερο στάδιο, να υποβάλουν γραπτές παρατηρήσεις.

    12.

    Όλα τα εμπλεκόμενα μέρη που ανήκουν στην ίδια επιχείρηση και προτίθενται να υποβάλουν γραπτές παρατηρήσεις και να λάβουν μέρος σε συνομιλίες με σκοπό την διευθέτηση διαφοράς οφείλουν να διορίσουν από κοινού νομικούς αντιπροσώπους, δεόντως εξουσιοδοτημένους να τους εκπροσωπούν· ο διορισμός αυτός μπορεί να γίνει ανά πάσα στιγμή, πάντως όχι αργότερα από την προθεσμία που αναφέρεται στο σημείο 11.

    13.

    Η Επιτροπή μπορεί να μην λάβει υπόψη μια αίτηση απαλλαγής από την επιβολή προστίμου ή μείωσης προστίμου σύμφωνα με την ανακοίνωση περί επιείκειας εφόσον αυτή υποβληθεί μετά την πάροδο της προθεσμίας που αναφέρεται στο σημείο 11.

    2.2.   Κίνηση διαδικασίας διευθέτησης διαφοράς: συνομιλίες για τη διευθέτηση της διαφοράς

    14.

    Σε περίπτωση κατά την οποία ένα από τα ενδιαφερόμενα μέρη ζητήσει να διεξαχθεί συνομιλία με σκοπό τη διευθέτηση διαφοράς σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στα σημεία 11 και 12, η Επιτροπή μπορεί να αποφασίσει να κινήσει τη διαδικασία διευθέτησης διαφορών μέσω διμερών επαφών μεταξύ της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού της Επιτροπής και των μερών που έχουν ζητήσει τη διευθέτηση της διαφοράς.

    15.

    Καθ' όλη τη διάρκεια της διαδικασίας, η Επιτροπή διατηρεί τη διακριτική ευχέρεια να αποφασίζει σχετικά με τον προσήκοντα τρόπο και με το ρυθμό με τον οποίο διεξάγονται με καθεμία από τις επιχειρήσεις οι διμερείς συνομιλίες για τη διευθέτηση της διαφοράς. Σύμφωνα με το άρθρο 10α παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 773/2004 (9), αυτό περιλαμβάνει τον προσδιορισμό, λαμβανομένης υπόψη της συνολικής προόδου που πραγματοποιήθηκε στην διαδικασία διευθέτησης διαφορών, της σειράς και της ακολουθίας των διμερών συνομιλιών για τη διευθέτηση της διαφοράς, καθώς και της χρονικής στιγμής κατά την οποία θα αποκαλυφθούν συγκεκριμένες πληροφορίες, συμπεριλαμβανομένων των αποδεικτικών στοιχείων που περιλαμβάνονται στο φάκελο της Επιτροπής και βάσει των οποίων στοιχειοθετούνται οι προβλεπόμενες αιτιάσεις και επιβάλλεται το ενδεχόμενο πρόστιμο (10). Οι πληροφορίες αποκαλύπτονται σε εύθετο χρόνο, ανάλογα με την πρόοδο των συνομιλιών για τη διευθέτηση της διαφοράς.

    16.

    Αυτή η έγκαιρη αποκάλυψη πληροφοριών στο πλαίσιο των συνομιλιών για τη διευθέτηση μιας διαφοράς, σύμφωνα με το άρθρο 10α παράγραφος 2 και το άρθρο 15 παράγραφος 1α του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 773/2004, επιτρέπει στα ενδιαφερόμενα μέρη να πληροφορηθούν περί των σημαντικότερων στοιχείων που έχουν ληφθεί υπόψη μέχρι τούδε, όπως τα καταγγελλόμενα πραγματικά περιστατικά, ο νομικός χαρακτηρισμός αυτών των πραγματικών περιστατικών, η βαρύτητα και η διάρκεια της πιθανολογούμενης σύμπραξης, η απόδοση ευθυνών, ο υπολογισμός του εύρους των ενδεχόμενων προστίμων (11), καθώς και τα αποδεικτικά στοιχεία στα οποία βασίζονται οι ενδεχόμενες αιτιάσεις (12). Τοιουτοτρόπως τα ενδιαφερόμενα μέρη θα μπορέσουν να υποστηρίξουν τις θέσεις τους σχετικά με ενδεχόμενες αιτιάσεις κατ' αυτών και θα είναι σε θέση να αποφασίσουν βάσει των κατάλληλων πληροφοριών εάν θα προχωρήσουν ή όχι σε διαδικασία για τη διευθέτηση της διαφοράς.

    17.

    Εφόσον σημειωθεί πρόοδος στις συνομιλίες για τη διευθέτηση μιας διαφοράς με αποτέλεσμα να υπάρχει κοινή ερμηνεία όσον αφορά το πεδίο ενδεχόμενων αιτιάσεων και τον υπολογισμό του εύρους ενδεχόμενων προστίμων, η Επιτροπή θα χορηγεί τελική προθεσμία τουλάχιστον XXX εργάσιμων ημερών προκειμένου μια επιχείρηση να καταθέσει ένα τελικό έγγραφο με τις παρατηρήσεις της στο πλαίσιο της διαδικασίας διευθέτησης διαφορών, σύμφωνα με τo άρθρο 10α παράγραφος 2 και τo άρθρο 17 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 773/2004. Η προθεσμία αυτή μπορεί να παραταθεί κατόπιν αιτιολογημένου αιτήματος. Πριν χορηγηθεί τέτοια προθεσμία, τα μέρη έχουν το δικαίωμα να λάβουν γνώση των πληροφοριών που αναφέρονται στο σημείο 16 εφόσον το ζητήσουν. Κατόπιν αιτιολογημένου αιτήματος ενός των μερών, οι υπηρεσίες της Επιτροπής μπορούν να του χορηγήσουν πρόσβαση σε μη εμπιστευτικές εκδοχές οιουδήποτε προσβάσιμου εγγράφου το οποίο αναφέρεται στο φάκελο της υπόθεσης τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, εφόσον κρίνουν ότι κατά τον τρόπο αυτόν επιτρέπουν στο ενδιαφερόμενο μέρος να αποκτήσει βεβαιότητα ως προς τη θέση του σχετικά με οποιεσδήποτε άλλες πτυχές της σύμπραξης και εφόσον δεν διακυβεύεται η αποτελεσματικότητα της διαδικασίας όπως αναφέρεται στο σημείο 5 (13).

    18.

    Tα μέρη μπορούν να απευθυνθούν στον σύμβουλο ακροάσεων ανά πάσα στιγμή κατά τη διάρκεια της διαδικασίας διευθέτησης διαφορών για ζητήματα που μπορεί να προκύψουν σχετικά με την ορθή διεξαγωγή της διαδικασίας. Καθήκον του συμβούλου ακροάσεων είναι να μεριμνά για την εξασφάλιση της αποτελεσματικής άσκησης των δικαιωμάτων άμυνας κατά τις διαδικασίες για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού.

    19.

    Σε περίπτωση που τα ενδιαφερόμενα μέρη δεν υποβάλουν γραπτές παρατηρήσεις στο πλαίσιο διαδικασίας διευθέτησης διαφοράς, η διαδικασία που καταλήγει στη λήψη τελικής απόφασης για την υπόθεσή τους ακολουθεί τις γενικές διατάξεις του άρθρου 10 παράγραφος 2, του άρθρου 12 παράγραφος 1 και του άρθρου 15 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 773/2004, και όχι αυτές που ρυθμίζουν την διαδικασία διευθέτησης διαφορών.

    2.3.   Υποβολή γραπτών παρατηρήσεων στο πλαίσιο διαδικασίας διευθέτησης διαφορών

    20.

    Τα μέρη που συμφωνούν να συμμετάσχουν σε διαδικασία διευθέτησης διαφοράς οφείλουν να υποβάλουν επίσημο αίτημα κίνησης της διαδικασίας διευθέτησης με τη μορφή γραπτών παρατηρήσεων. Οι γραπτές παρατηρήσεις που υποβάλλονται στο πλαίσιο διαδικασίας διευθέτησης διαφορών όπως προβλέπεται στο άρθρο 10α παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 773/2004 πρέπει να περιλαμβάνουν:

    α)

    την παραδοχή, με όρους που δεν επιδέχονται παρερμηνεία, της ευθύνης των μερών για την παράβαση η οποία περιγράφεται συνοπτικά όσον αφορά τα κύρια πραγματικά περιστατικά, τον νομικό χαρακτηρισμό τους και τη διάρκεια της συμμετοχής τους στην εν λόγω παράβαση, σύμφωνα με το αποτέλεσμα των συνομιλιών που διεξήχθησαν για τη διευθέτηση της διαφοράς·

    β)

    μια ενδεικτική αναφορά (14) σχετικά με το ανώτατο ύψος του προστίμου που τα μέρη προβλέπουν ότι θα επιβάλει η Επιτροπή και το οποίο τα μέρη αποδέχονται στο πλαίσιο της διαδικασίας διευθέτησης της διαφοράς·

    γ)

    επιβεβαίωση από τα ενδιαφερόμενα μέρη ότι έχουν ενημερωθεί επαρκώς σχετικά με τις αιτιάσεις που προτίθεται να καταθέσει κατ' αυτών η Επιτροπή και ότι τους παρασχέθηκαν επαρκείς δυνατότητες να κάνουν τις απόψεις τους γνωστές στην Επιτροπή·

    δ)

    επιβεβαίωση από τα μέρη ότι, δεδομένων όσων αναφέρονται ανωτέρω, δεν προτίθενται να ζητήσουν πρόσβαση στο φάκελο της υπόθεσης ούτε νέα προφορική ακρόαση, παρά μόνον εάν η Επιτροπή δεν εγκρίνει τις γραπτές παρατηρήσεις που υπέβαλαν στο πλαίσιο της διαδικασίας διευθέτησης της διαφοράς·

    ε)

    την συγκατάθεση των μερών να λάβουν την κοινοποίηση των αιτιάσεων και την τελική απόφαση όπως προβλέπουν τα άρθρα 7 και 23 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003 σε μια δεδομένη επίσημη γλώσσα της Ευρωπαϊκής Κοινότητας.

    21.

    Η παραδοχή της ευθύνης και οι επιβεβαιώσεις που υποβάλλουν τα ενδιαφερόμενα μέρη στο πλαίσιο διαδικασίας διευθέτησης διαφοράς συνιστούν έκφραση της δέσμευσής τους να συνεργαστούν για την ταχεία διεκπεραίωση της υπόθεσης μετά τη διαδικασία διευθέτησης της διαφοράς. Ωστόσο, αυτή η παραδοχή και οι επιβεβαιώσεις υποβάλλονται υπό την αίρεση της αποδοχής εκ μέρους της Επιτροπής του αιτήματός τους για διευθέτηση της διαφοράς, συμπεριλαμβανομένου του προβλεπόμενου ανώτατου ποσού του προστίμου.

    22.

    Ως εκ τούτου, τα γραπτά αιτήματα για διευθέτηση μιας διαφοράς δεν μπορούν να ανακληθούν μονομερώς από τα μέρη που τα υπέβαλαν παρά μόνον εάν η Επιτροπή δεν κάνει δεκτό το αίτημά τους για διευθέτηση της διαφοράς εγκρίνοντας τις γραπτές παρατηρήσεις τους κατ' αρχάς με την κοινοποίηση των αιτιάσεων και, τέλος, με τελική απόφαση (βλέπε σχετικά σημεία 27 και 29). Η κοινοποίηση των αιτιάσεων θεωρείται ότι εγκρίνει τις γραπτές παρατηρήσεις που υπέβαλαν τα μέρη εάν αντανακλά το περιεχόμενό τους όσον αφορά τη περιγραφή της σύμπραξης και την συμμετοχή της συγκεκριμένης επιχείρησης σε αυτή καθώς και τον νομικό χαρακτηρισμό της σύμπραξης. Επιπλέον, μια τελική απόφαση θεωρείται ότι εγκρίνει τις γραπτές παρατηρήσεις των μερών εφόσον επιβάλλει επίσης πρόστιμο το οποίο δεν υπερβαίνει το ανώτατο ποσό που αναφέρεται τις παρατηρήσεις αυτές.

    2.4.   Κοινοποίηση των αιτιάσεων και απντήησεις

    23.

    Σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 773/2004, η υποβολή γραπτώς της κοινοποίησης των αιτιάσεων σε κάθε ένα από τα ενδιαφερόμενα μέρη κατά των οποίων διατυπώνονται οι αιτιάσεις αποτελεί υποχρεωτική προπαρασκευαστική ενέργεια πριν την έκδοση οιασδήποτε τελικής απόφασης (15). Ως εκ τούτου, η Επιτροπή εκδίδει κοινοποίηση των αιτιάσεων ακόμα και στο πλαίσιο διαδικασίας διευθέτησης διαφορών (16).

    24.

    Για την αποτελεσματική άσκηση των δικαιωμάτων άμυνας των μερών, η Επιτροπή, πριν εκδώσει τελική απόφαση, πρέπει να ακούσει τις απόψεις τους επί των αιτιάσεων που έχει διατυπώσει κατ' αυτών και να λάβει γνώση των αποδεικτικών στοιχείων που διαθέτουν· οφείλει δε να λάβει υπόψη τις θέσεις των μερών τροποποιώντας την προπαρασκευαστική της ανάλυση, εφόσον κριθεί αναγκαίο (17). Η Επιτροπή πρέπει να είναι σε θέση όχι μόνο να αποδέχεται ή να απορρίπτει τα σχετικά επιχειρήματα που προβάλλουν τα μέρη στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας, αλλά και να προβαίνει σε δική της ανάλυση των στοιχείων που θέτουν υπόψη της τα μέρη, προκειμένου είτε να άρει τις αιτιάσεις της εφόσον αυτές αποδειχθούν αβάσιμες είτε να συμπληρώσει και να επανεκτιμήσει τόσον από πραγματικής όσο και από νομικής άποψης τα επιχειρήματα που προβάλλει προς υποστήριξη των αιτιάσεων στις οποίεςεμμένει (18).

    25.

    Μέσω της κατάθεσης επίσημου αιτήματος για διευθέτηση μιας διαφοράς με τη μορφή γραπτών παρατηρήσεων οι οποίες υποβάλλονται πριν την κοινοποίηση των αιτιάσεων, τα μέρη επιτρέπουν στην Επιτροπή να λάβει αποτελεσματικά υπόψη τις απόψεις τους (19) ήδη στο στάδιο κατά το οποίο εκπονεί την κοινοποίηση των αιτιάσεων, και όχι μόλις λίγο πριν την διαβούλευση με την Συμβουλευτική Επιτροπή για τις Συμπράξεις και τις Δεσπόζουσες Θέσεις (εφεξής «η Συμβουλευτική Επιτροπή») ή πριν την έκδοση της τελικής απόφασης (20). Στο πλαίσιο αυτό, η κοινοποίηση των αιτιάσεων προς τα μέρη μπορεί να αντλεί στοιχεία από το περιεχόμενο των γραπτών παρατηρήσεων που υπέβαλαν, εφόσον κρίνεται σκόπιμο, ενώ το ύψος του ενδεχόμενου προστίμου μπορεί να αναθεωρηθεί προς τα κάτω λαμβανομένων υπόψη των γραπτών παρατηρήσεων (21).

    26.

    Εφόσον με την κοινοποίηση των αιτιάσεων εγκριθούν οι γραπτές παρατηρήσεις των μερών, τα ενδιαφερόμενα μέρη, εντός προθεσμίας τουλάχιστον μιας εβδομάδας η οποία καθορίζεται από την Επιτροπή σύμφωνα τα άρθρα 10α παράγραφος 3 και 17 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 733/2004, πρέπει να απαντήσουν στην κοινοποίηση επιβεβαιώνοντας απλώς (με όρους που δεν επιδέχονται παρερμηνεία) ότι η κοινοποίηση των αιτιάσεων αντιστοιχεί στο περιεχόμενο των γραπτών παρατηρήσεων που υπέβαλαν και ότι, ως εκ τούτου, ισχύει η δέσμευσή τους ότι θα συμμετάσχουν στην διαδικασία διευθέτησης της διαφοράς. Εφόσον δεν δοθεί τέτοια απάντηση, η Επιτροπή μπορεί να αγνοήσει το αίτημα της σχετικής επιχείρησης να ακολουθηθεί η διαδικασία διευθέτησης διαφορών.

    27.

    Η Επιτροπή μπορεί νομίμως να εκδώσει κοινοποίηση των αιτιάσεων με την οποία δεν θα εγκρίνει τις γραπτές παρατηρήσεις που υποβάλλουν τα μέρη στο πλαίσιο της διαδικασίας διευθέτησης της διαφοράς τους. Σε αυτή την περίπτωση εφαρμόζονται οι γενικές διατάξεις του άρθρου 10 παράγραφος 2, του άρθρου 12 παράγραφος 1 και του άρθρου 15 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 733/2004. Η παραδοχή των ευθυνών τους εκ μέρους των μερών όπως περιλαμβάνεται στις γραπτές τους παρατηρήσεις θεωρείται ανακληθείσα και δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως επιβαρυντικό στοιχείο κατά κανενός εκ των μερών που εμπλέκονται στη διαδικασία. Ως εκ τούτου, τα ενδιαφερόμενα μέρη δεν δεσμεύονται πλέον από τις γραπτές παρατηρήσεις που έχουν υποβάλει για τη διευθέτηση, και μπορεί να οριστεί νέα προθεσμία για να παρουσιάσουν εκ νέου τα επιχειρήματα υπεράσπισής τους, συμπεριλαμβανομένης της δυνατότητας να ζητήσουν την πραγματοποίηση προφορικής ακρόασης και την πρόσβαση στο φάκελο της υπόθεσης, εάν το επιθυμούν.

    2.5.   Απόφαση της Επιτροπής και ανταμοιβή για τη διευθέτηση της διαφοράς

    28.

    Εφόσον τα μέρη απαντήσουν στην κοινοποίηση των αιτιάσεων επιβεβαιώνοντας την δέσμευσή τους ότι θα προβούν σε διευθέτηση της διαφοράς τους, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 773/2004 επιτρέπει στην Επιτροπή να προβεί, χωρίς άλλη διαδικαστική πράξη, στην έκδοση της οριστικής απόφασης η οποία λαμβάνεται μεταγενέστερα σύμφωνα με τα άρθρα 7 ή/και 23 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003, κατόπιν διαβούλευσης με την Συμβουλευτική Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 14 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003. Αυτό σημαίνει ιδίως ότι τα εν λόγω μέρη δεν μπορούν να ζητήσουν την πραγματοποίηση προφορικής ακρόασης ούτε πρόσβαση στον φάκελο της υπόθεσης, εφόσον οι γραπτές παρατηρήσεις που υποβάλλουν στο πλαίσιο της διαδικασίας διευθέτησης της διαφοράς τους εγκριθούν με την κοινοποίηση των αιτιάσεων (22), σύμφωνα με το άρθρο 12 παράγραφος 2 (23) και το άρθρο 15 παράγραφος 1α (24) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 773/2004.

    29.

    Η Επιτροπή δικαιούται να λάβει τελική θέση η οποία αποκλίνει από την προκαταρκτική θέση που διετύπωσε στην κοινοποίηση των αιτιάσεων εγκρίνοντας τις γραπτές παρατηρήσεις που υπέβαλαν τα μέρη στο πλαίσιο διαδικασίας διαφοράς, είτε λόγω των επιχειρημάτων που εξέφρασε η Συμβουλευτική Επιτροπή είτε για άλλους λόγους που θα λάβει υπόψη το Σώμα των Επιτρόπων δεδομένης της τελικής αυτονομίας που διαθέτει προς τον σκοπό αυτό (25). Ωστόσο, σε περίπτωση που η Επιτροπή αποφασίσει να ακολουθήσει αυτή την άγουσα, ενημερώνει τα μέρη για την πρόθεσή της και τους υποβάλλει νέα κοινοποίηση των αιτιάσεων ώστε να τους δώσει την ευκαιρία υπεράσπισης, βάσει των γενικών δικονομικών κανόνων (26). Εννοείται ότι στην περίπτωση αυτή τα μέρη θα είχαν το δικαίωμα πρόσβασης στο φάκελο της υπόθεσης καθώς και το δικαίωμα να τύχουν ακρόασης και να απαντήσουν στην κοινοποίηση των αιτιάσεων. Σε περίπτωση που τα μέρη παραδέχθηκαν στις γραπτές παρατηρήσεις που υπέβαλαν για τη διευθέτηση ότι φέρουν ευθύνη, η παραδοχή αυτή θα θεωρηθεί τότε ότι ανακαλείται και δεν θα μπορεί να χρησιμοποιηθεί κατ' αυτών στο πλαίσιο της διαδικασίας.

    30.

    Tο τελικό ύψος του προστίμου σε μια συγκεκριμένη υπόθεση προσδιορίζεται στην απόφαση με την οποία διαπιστώνεται η παράβαση και επιβάλλεται κύρωση δυνάμει του άρθρου 7 και του άρθρου 23 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003.

    31.

    Σύμφωνα με την πρακτική που ακολουθεί η Επιτροπή, το γεγονός ότι μια επιχείρηση συνεργάστηκε με την Επιτροπή σύμφωνα με την παρούσα ανακοίνωση κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας θα αναφέρεται σε κάθε απόφαση, ώστε να αιτιολογείται το ύψος του προστίμου που επιβλήθηκε.

    32.

    Σε περίπτωση που η Επιτροπή αποφασίσει να επιβραβεύσει ένα μέρος για τη διευθέτηση μιας διαφοράς σύμφωνα με την παρούσα ανακοίνωση, μειώνει κατά XX % το ύψος του προστίμου αφού επιβάλει το ανώτατο όριο του 10 % σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές για τη μέθοδο υπολογισμού των προστίμων που επιβάλλονται κατ' εφαρμογή του άρθρου 23 παράγραφος 2 σημείο α) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003 (27), τυχόν δε ειδική προσαύξηση για αποτρεπτικούς λόγους (28) που επιβάλλεται σχετικά δεν θα μπορεί να υπερβεί το διπλάσιο του ποσού.

    33.

    Σε περίπτωση διευθέτησης διαφοράς έναντι επιχειρήσεων οι οποίες υπέβαλαν αίτηση επιείκειας, τους χορηγείται μείωση προστίμου ίση με το άθροισμα της επιβράβευσης λόγω επιείκειας συν την επιβράβευση λόγω της διευθέτησης της διαφοράς.

    3.   ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ

    34.

    Η παρούσα ανακοίνωση εφαρμόζεται σε κάθε υπόθεση που εκκρεμεί ενώπιον της Επιτροπής κατά την δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα ή μετά την δημοσίευση αυτή.

    35.

    Η Επιτροπή θεωρεί ότι κανονικά η δημόσια αποκάλυψη εγγράφων και γραπτών ή μηχανικώς καταγραμμένων δηλώσεων που έχει λάβει στο πλαίσιο της παρούσας ανακοίνωσης θα έθετε σε κίνδυνο ορισμένα δημόσια ή ιδιωτικά συμφέροντα, όπως για παράδειγμα, την προστασία του σκοπού των ελέγχων και των ερευνών κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (29), ακόμη και μετά την έκδοση της απόφασης.

    36.

    Οι τελικές αποφάσεις που λαμβάνει η Επιτροπή δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003 υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο σύμφωνα με το άρθρο 230 της συνθήκης ΕΚ. Επιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο 229 της συνθήκης ΕΚ και το άρθρο 31 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003, το Δικαστήριο διαθέτει πλήρη δικαιοδοσία για τον έλεγχο των αποφάσεων με τις οποίες επιβάλλονται κυρώσεις και οι οποίες ελήφθησαν δυνάμει του άρθρου 23 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003.


    (1)  Στο παρόν κείμενο, η αναφορά στο άρθρο 81 της συνθήκης EΚ καλύπτει επίσης το άρθρο 53 της συμφωνίας EΟΧ, εφόσον εφαρμόζεται από την Επιτροπή σύμφωνα με τους κανόνες του άρθρου 56 της συμφωνίας ΕΟΧ.

    (2)  ΕΕ C 298 της 8.12.2006, σ. 17.

    (3)  Βλέπε σημείο 33.

    (4)  ΕΕ L 1 της 4.1.2003, σ. 1· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 419/2006 (ΕΕ L 269 της 28.9.2006, σ. 1).

    (5)  ΕΕ L 123 της 27.4.2004, σ. 18· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. …/200Y (ΕΕ L … της …, σ. …).

    (6)  Υπόθεση 85/76 Hoffmann-La Roche κατά Επιτροπής, Συλλογή 1979, σ. 461, σκέψεις 9 και 11. Υπόθεση T 11/89 Shell κατά Επιτροπής [1992] Συλλογή II 757, σκέψη 39· συνεκδικαζόμενες υποθέσεις T-10/92, T-11/92, T-12/92 και T-15/92 [1992] Συλλογή CBR II.-2667, Cimenteries CBR, σκέψη 39· συνεκδικαζόμενες υποθέσεις T-191/98, T 212/98 έως T-214/98 Atlantic Container Line και άλλοι κατά Επιτροπής [2003] Συλλογή II-3275, σκέψη 138· απόφαση του Δικαστηρίου της 2ας Οκτωβρίου 2003 στην υπόθεση C-176/99 P, ARBED SA κατά Επιτροπής, σκέψη 19· απόφαση του Πρωτοδικείου στην υπόθεση T-15/02, BASF AG κατά Επιτροπής, της 15ης Mαρτίου 2006, σκέψη 44· απόφαση του Πρωτοδικείου της 27ης Σεπτεμβρίου 2006 στην υπόθεση T-329/01, Archer Daniels Midland Co. κατά Επιτροπής (γλυκονικό νάτριο), σκέψη 358.

    (7)  ΕΕ C 210 της 1.9.2006, σ. 2.

    (8)  Το άρθρο 11 παράγραφος 6 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003 προβλέπει τα ακόλουθα: «Η κίνηση διαδικασίας με σκοπό την έκδοση απόφασης κατ' εφαρμογή του κεφαλαίου ΙΙΙ από την Επιτροπή συνεπάγεται την απώλεια από τις αρχές ανταγωνισμού των κρατών μελών της αρμοδιότητάς τους να εφαρμόζουν τα άρθρα 81 και 82 της Συνθήκης. Εάν η αρχή ανταγωνισμού κράτους μέλους έχει ήδη επιληφθεί μιας υπόθεσης, η Επιτροπή κινεί διαδικασία μόνον κατόπιν διαβούλευσης με αυτή την εθνική αρχή ανταγωνισμού

    (9)  «Η Επιτροπή δύναται να ενημερώσει τα μέρη που είναι διατεθειμένα να υποβάλουν προτάσεις διευθέτησης διαφορών σχετικά με: α) τις αιτιάσεις που πρόκειται να τους απευθύνει, β) τα αποδεικτικά στοιχεία που τις στηρίζουν και γ) τα ενδεχόμενα πρόστιμα (…)» (άρθρο 10α παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 773/2004).

    (10)  Η αναφορά στα «ενδεχόμενα πρόστιμα» στο άρθρο 10α παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 773/2004 παρέχει στις υπηρεσίες της Επιτροπής τη δυνατότητα να δώσουν στα μέρη που συμμετέχουν στις συνομιλίες για τη διευθέτηση διαφοράς μια εκτίμηση για το πρόστιμο που ενδεχομένως θα τους επιβληθεί βάσει των οδηγιών που περιλαμβάνονται στις κατευθυντήριες γραμμές περί προστίμων, των διατάξεων της παρούσας ανακοίνωσης και της ανακοίνωσης περί επιείκειας, κατά περίπτωση.

    (11)  Απόφαση του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις 100/80 έως 103/80 Musique diffusion française και άλλοι κατά Επιτροπής [1983] Συλλογή 1825, σκέψη 21, και απόφαση του Πρωτοδικείου στην υπόθεση T-16/99 Lögstör Rör κατά Επιτροπής [2002] Συλλογή II-1633, σκέψη 193, κυρωθείσα κατ' έφεση με την απόφαση του Δικαστηρίου στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-189/02 P, C-202/02 P, C-205/02 P, C-208/02 P και C-213/02 P Dansk Rørindustri και άλλοι κατά Επιτροπής [2005] Συλλογή I-0000, ιδίως σκέψη 428· αποφάσεις του Πρωτοδικίου, της 15ης Mαρτίου 2006, στην υπόθεση T-15/02, BASF AG κατά Επιτροπής, σκέψη 48· και της 27ης Σεπτεμβρίου 2006 στην υπόθεση T-329/01, Archer Daniels Midland Co. κατά Επιτροπής (γλυκονικό νάτριο), σκέψη 361.

    (12)  Το άρθρο 15 παράγραφος 1α του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 773/2004 επιτρέπει στην Επιτροπή να αποφασίζει κατά την κρίση της πότε τα μέρη που προτίθενται να υποβάλουν γραπτές παρατηρήσεις στο πλαίσιο διαδικασίας διευθέτησης μιας διαφοράς θα λάβουν γνώση, μετά την κίνηση της διαδικασίας, των αποδεικτικών στοιχείων στο φάκελο της υπόθεσης βάσει των οποίων πρόκειται να καταθέσει τις αιτιάσεις της.

    (13)  Προς τον σκοπό αυτό, θα παρέχεται στα ενδιαφερόμενα μέρη κατάλογος όλων των προσβάσιμων εγγράφων που περιλαμβάνονται στον φάκελο της υπόθεσης την συγκεκριμένη χρονική στιγμή.

    (14)  Αποτελέσματα των συζητήσεων στα σημεία 16 και 17.

    (15)  Δυνάμει του άρθρου 10 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 773/2004: «Η Επιτροπή ενημερώνει εγγράφως τα εμπλεκόμενα μέρη σχετικά με τις αιτιάσεις που διατυπώνονται εναντίον τους. Η κοινοποίηση αιτιάσεων αποστέλλεται γραπτώς χωριστά σε κάθε εμπλεκόμενο μέρος.» Δυνάμει του άρθρου 11 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 773/2004 και του άρθρου 27 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003, η Επιτροπή βασίζει τις αποφάσεις της μόνο σε αιτιάσεις επί των οποίων οι σχετικοί παραλήπτες της κοινοποίησης των αιτιάσεων είχαν την ευκαιρία να κάνουν παρατηρήσεις.

    (16)  Όπως αναφέρεται στην σκέψη 58 της απόφασης του Πρωτοδικείου της 15ης Μαρτίου 2006 στην υπόθεση T-15/02, BASF AG κατά Επιτροπής, «(…) Ανεξαρτήτως του βαθμού συνεργασίας μιας επιχειρήσεως, η λειτουργία μιας κοινοποίησης αιτιάσεων εξακολουθεί να συνίσταται στην παροχή όλων των αναγκαίων στοιχείων στις επιχειρήσεις και στις ενώσεις επιχειρήσεων, ώστε να μπορέσουν να αμυνθούν προσηκόντως πριν εκδώσει η Επιτροπή οριστική απόφαση (αποφάσεις Ahlström Osakeyhtiö κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 46 ανωτέρω, σκέψη 42, και υπόθεση C-283/98 P Mo och Domsjö κατά Επιτροπής, σκέψη 46 ανωτέρω, σκέψη 63). Από την άποψη αυτή, το γεγονός ότι η προσφεύγουσα συνεργάστηκε με την Επιτροπή, αναγνώρισε ότι διέπραξε παράνομες πράξεις και περιέγραψε τις εν λόγω πράξεις ουδόλως αναιρεί το δικαίωμά της και το συμφέρον της να λάβει από την Επιτροπή μια πράξη που να εκθέτει κατά ακριβή τρόπο όλες τις αιτιάσεις που η τελευταία διατύπωσε κατά της προσφεύγουσας, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που στηρίζονται ενδεχομένως σε δηλώσεις ή σε αποδείξεις που προσκόμισαν άλλες εμπλεκόμενες επιχειρήσεις (…)». Στο πλαίσιο της άμεσης διευθέτησης διαφορών η κοινοποίηση των αιτιάσεων πρέπει να περιλαμβάνει τις πληροφορίες οι οποίες θα επιτρέψουν στα μέρη να επιβεβαιώσουν ότι προσυπογράφουν τις γραπτές παρατηρήσεις που υπέβαλαν.

    (17)  Σύμφωνα με πάγια νομολογία, η Επιτροπή θεμελιώνει τις αποφάσεις της αποκλειστικά και μόνο στις αιτιάσεις για τις οποίες εδόθη στα ενδιαφερόμενα μέρη η δυνατότητα να διατυπώσουν τις παρατηρήσεις τους και προς τον σκοπό αυτό πρέπει να έχουν το δικαίωμα να αποκτούν γνώση του φακέλου της Επιτροπής, με την επιφύλαξη του έννομου συμφέροντος των επιχειρήσεων για την προστασία του επιχειρηματικού απόρρητου (πρβλ. συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-39/92 και T-40/92, CB και Europay κατά Επιτροπής [1994], Συλλογή II-49, σκέψη 47·συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-191/98, T 212/98 έως T-214/98 Atlantic Container Line και άλλοι κατά Επιτροπής [2003], Συλλογή II-3275, σκέψη 138).

    (18)  Βλέπε αποφάσεις του Δικαστηρίου στις υποθέσεις 41/69 ACF Chemiefarma κατά Επιτροπής [1970] Συλλογή 661, σκέψεις 47, 91 και 92·συνεκδικασθείσες υποθέσεις 40/73 έως 48/73, 50/73, 54/73 έως 56/73, 111/73, 113/73 έως 1148/73 Suiker Unie και άλλοι κατά Επιτροπής[1975] Συλλογή 1663, σκέψεις 80, 437 and 438· και συνεκδικασθείσες υποθέσεις 209/78 έως 215/78 και 218/78 Van Landewyck και άλλοι κατά Επιτροπής [1980] Συλλογή 3125, σκέψη 68· και αποφάσεις του Πρωτοδικείου στην υπόθεση Τ-44/00 Mannesmannröhren-Werke κατά Επιτροπής [2004], Συλλογή ΙΙ-0000, σκέψεις 98-100, και στην υπόθεση T-15/02, BASF AG κατά Επιτροπής, της 15ης Mαρτίου 2006, σκέψεις 93 και 95.

    (19)  Επ' αυτού, στην αιτιολογική σκέψη 2 του κανονισμού (EΚ) αριθ. XXX/2008 της Επιτροπής αναφέρονται τα εξής: «(…). Αυτή η έγκαιρη αποκάλυψη θα επέτρεπε στα εμπλεκόμενα μέρη να εκφράσουν τις απόψεις τους επί των αιτιάσεων τις οποίες σκοπεύει να τους απευθύνει η Επιτροπή, καθώς και την ενδεχόμενη ευθύνη τους. (…)».

    (20)  Όπως προβλέπεται στο άρθρο 11 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 773/2004 και στο άρθρο 27 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003 αντιστοίχως:

    «Η Επιτροπή παρέχει στα μέρη προς τα οποία έχει αποστείλει κοινοποίηση αιτιάσεων τη δυνατότητα να τύχουν ακρόασης πριν ζητήσει τη γνώμη της Συμβουλευτικής Επιτροπής του άρθρου 14 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ.1/2003» [άρθρο 11 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 773/2004].

    «Πριν από τη λήψη των αποφάσεων που προβλέπονται στα άρθρα 7, 8 και 23 και στο άρθρο 24 παράγραφος 2, η Επιτροπή παρέχει στις επιχειρήσεις ή τις ενώσεις επιχειρήσεων τις οποίες αφορά η διαδικασία που έχει κινήσει η Επιτροπή τη δυνατότητα ακρόασης σχετικά με τις αιτιάσεις της Επιτροπής. Η Επιτροπή θεμελιώνει τις αποφάσεις της μόνο στις αιτιάσεις για τις οποίες δόθηκε στα μέρη η δυνατότητα να διατυπώσουν τις παρατηρήσεις τους. Οι καταγγέλλοντες μετέχουν στενά στη διαδικασία» [άρθρο 27 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003].

    (21)  Βλέπε σχετικά τις αποφάσεις του Δικαστηρίου στις υποθέσεις Musique diffusion française και άλλοι κατά Επιτροπής, ανωτέρω, σκέψη 21·υπόθεση 322/81 Michelin κατά Επιτροπής [1983], Συλλογή 3461, σκέψη 19 και Lögstör Rör κατά Επιτροπής, ανωτέρω, σκέψη 200·και την απόφαση του Πρωτοδικείου στην υπόθεση T-15/02, BASF AG κατά Επιτροπής, της 15ης Mαρτίου 2006, σκέψη 62.

    (22)  Κατ' αρχήν, οι προφορικές ακροάσεις και η πρόσβαση στο φάκελο της υπόθεσης πραγματοποιούνται κατόπιν αιτήματος των μερών, ώστε να εξασφαλισθεί η άσκηση του δικαιώματος υπεράσπισής τους.

    (23)  Το άρθρο 12 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 773/2004 προβλέπει τα εξής: «2. Εντούτοις, όταν τα μέρη υποβάλλουν εγγράφως τις προτάσεις τους διευθέτησης διαφορών θα επιβεβαιώνουν στην Επιτροπή ότι θα ζητήσουν μόνο να τους δοθεί η ευκαιρία να αναπτύξουν τα επιχειρήματά τους κατά τη διάρκεια προφορικής εξέτασης, εάν η κοινοποίηση αιτιάσεων δεν εγκρίνει το περιεχόμενο των εγγράφων προτάσεών τους διευθέτησης διαφορών

    (24)  Το άρθρο 15 παράγραφος 1α του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 773/2004 προβλέπει τα εξής: «1α. Μετά την έναρξη της διαδικασίας σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 6 του κανονισμού (EΚ) αριθ. 1/2003, η Επιτροπή κάνει γνωστά, όπου είναι προσήκον, τα αποδεικτικά στοιχεία που στηρίζουν τις προβλεπόμενες αιτιάσεις στα μέρη που προτίθενται να υποβάλουν προτάσεις διευθέτησης διαφορών ώστε να τους επιτρέψει να το πράξουν. Ενόψει αυτών, τα μέρη στην υποβολή των προτάσεών τους διευθέτησης διαφορών θα επιβεβαιώνουν στην Επιτροπή ότι, εάν η κοινοποίηση αιτιάσεων δεν εγκρίνει το περιεχόμενο των εγγράφων προτάσεών τους διευθέτησης διαφορών, θα ζητήσουν μόνο πρόσβαση στον φάκελο μετά από παραλαβή της κοινοποίησης αιτιάσεων

    (25)  Βλέπε σχετικά συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-129/95, T-2/96 και T-97/96 Neue Maxhütte Stahlwerke και Lech-Stahlwerke κατά Επιτροπής [1999] Συλλογή II-17, σκέψη 231, και υπόθεση T-16/02 Audi κατά OHIM (ΓΕΕΑ) [2003] Συλλογή II 5167, σκέψη 75 απόφαση του Πρωτοδικείου στην υπόθεση T-15/02, BASF AG κατά Επιτροπής, της 15ης Mαρτίου 2006, σκέψη 94.

    (26)  Σύμφωνα με τη νομολογία: «Έτσι, αφενός, υπάρχει προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας οφειλόμενη σε απόκλιση μεταξύ της ανακοινώσεως των αιτιάσεων και της τελικής αποφάσεως μόνον όταν μια αιτίαση που περιελήφθη στην τελική απόφαση δεν είχε εκτεθεί επαρκώς στην ανακοίνωση των αιτιάσεων ώστε να παράσχει τη δυνατότητα στους αποδέκτες της να αμυνθούν. Αφετέρου, ο νομικός χαρακτηρισμός των πραγματικών περιστατικών που περιέχεται στην ανακοίνωση των αιτιάσεων δεν μπορεί, εξ ορισμού, να είναι παρά προσωρινός και μια μεταγενέστερη απόφαση της Επιτροπής δεν μπορεί να ακυρωθεί με μοναδική αιτιολογία ότι τα τελικά συμπεράσματα που αντλούνται από τα πραγματικά αυτά περιστατικά δεν αντιστοιχούν ακριβώς στον προσωρινό αυτό χαρακτηρισμό. Πράγματι, η Επιτροπή οφείλει να ακούσει τους αποδέκτες της ανακοινώσεως των αιτιάσεων και, ενδεχομένως, να λάβει υπόψη τις παρατηρήσεις που διατυπώνουν προς απάντηση στις αιτιάσεις ώστε να τροποποιήσει την ανάλυσή της, σεβόμενη ακριβώς τα δικαιώματα άμυνάς τους». (Υπόθεση T-44/00 Mannesmannröhren-Werke κατά Επιτροπής [2004] Συλλογή II-0000, σκέψεις 98 έως 100· υπόθεση T-15/02 BASF AG κατά Επιτροπής, σκέψη 95).

    (27)  ΕΕ C 210 της 1.9.2006, σ. 2.

    (28)  Σημείο 30 των κατευθυντήριων γραμμών περί προστίμων.

    (29)  ΕΕ L 145 της 31.5.2001, σ. 43.


    Top