Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52006IE0964

    Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα Οι κίνδυνοι και τα προβλήματα που σχετίζονται με τον εφοδιασμό της ευρωπαϊκής βιομηχανίας με πρώτες ύλες

    ΕΕ C 309 της 16.12.2006, p. 72–77 (ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, NL, PL, PT, SK, SL, FI, SV)

    16.12.2006   

    EL

    Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

    C 309/72


    Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα «Οι κίνδυνοι και τα προβλήματα που σχετίζονται με τον εφοδιασμό της ευρωπαϊκής βιομηχανίας με πρώτες ύλες»

    (2006/C 309/16)

    Στις 14 Ιουλίου 2005, και σύμφωνα με το άρθρο 29 παράγραφος 2 του ΕΚ, η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή αποφάσισε να καταρτίσει γνωμοδότηση με θέμα: «Οι κίνδυνοι και τα προβλήματα που σχετίζονται με τον εφοδιασμό της ευρωπαϊκής βιομηχανίας με πρώτες ύλες».

    Η Συμβουλευτική Επιτροπή Βιομηχανικών Μεταλλαγών, στην οποία ανατέθηκε η προετοιμασία των σχετικών εργασιών, υιοθέτησε τη γνωμοδότησή της στις 22 Μαΐου 2006. Εισηγητής ήταν ο κ. VOSS, με συνεισηγητή τον κ. GIBELLIERI.

    Κατά την 428η σύνοδο ολομέλειας της 5ης και 6ης Ιουλίου 2006 (συνεδρίασή της 5ης Ιουλίου 2006), η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή υιοθέτησε με 157 ψήφους υπέρ και 7 αποχές την ακόλουθη γνωμοδότηση:

    1.   Σύνοψη και συστάσεις

    1.1

    Οι συστάσεις πρέπει να θεωρηθούν ως κατευθυντήριες γραμμές των πολιτικών αποφάσεων που πρέπει να ληφθούν για την εφαρμογή μιας προορατικής πολιτικής στον τομέα των φυσικών πόρων, της έρευνας και της τεχνολογικής ανάπτυξης καθώς και στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής σε κοινοτικό και εθνικό επίπεδο. Η υλοποίηση των στόχων της Λισσαβώνας, που έχουν σχεδιαστεί προκειμένου η ΕΕ να καταστεί η πιο ανταγωνιστική και δυναμική οικονομία στον κόσμο έως τα τέλη της τρέχουσας δεκαετίας, προϋποθέτει, αφενός, την άσκηση μιας καινοτόμου βιομηχανικής πολιτικής η οποία θα εναρμονίζεται με τα κοινωνικά και περιβαλλοντικά πρότυπα και, αφετέρου, την βούληση για διαρθρωτικές αλλαγές. Η αναγκαία βιομηχανική μεταλλαγή πρέπει να επιτευχθεί μέσω μιας προορατικής διαμόρφωσης με τρόπο που να αντανακλά την ύπαρξη μιας συνεκτικής στρατηγικής για την αειφόρο ανάπτυξη. Αυτό σημαίνει, αφενός, ότι η διαδικασία για την παραγωγή πρόσθετης αξίας πρέπει να γίνει πιο αποτελεσματική από την άποψη της χρήσης υλικών και, αφετέρου, ότι πρέπει να εξασφαλιστεί η οικονομική χρήση όλων των πόρων και η αντικατάσταση των πεπερασμένων πόρων από ανανεώσιμους. Με αυτές τις δύο στρατηγικές, αναπτύσσεται μια νέα βιομηχανική προοπτική, η οποία, στηριζόμενη στην τεχνολογική καινοτομία, θα αποφέρει υψηλής ποιότητας και ασφαλείς θέσεις απασχόλησης στη βιομηχανία και τις παρεμφερείς υπηρεσίες.

    1.2

    Στα συστήματα οικονομίας της αγοράς, η ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού είναι θέμα το οποίο εμπίπτει κατά προτεραιότητα στις αρμοδιότητες του ιδιωτικού τομέα. Ταυτοχρόνως, η πολιτική έχει καθήκον να συμβάλει στη διαμόρφωση των συνθηκών υψηλής ασφάλειας εφοδιασμού στο χώρο της βιομηχανίας, της έρευνας, της αγοράς εργασίας και του περιβάλλοντος, για τον εφοδιασμό με ανανεώσιμες πρώτες ύλες. Διότι η πιο αποτελεσματική προαγωγή νέων τεχνολογιών όχι μόνο θα προάγει την ανταγωνιστικότητα και την απασχόληση, αλλά και θα διευκολύνει τη μετάβαση σε μια αειφόρο οικονομία.

    1.3

    Η ανάλυση του κύκλου ζωής ως βάση μιας αειφόρου πολιτικής για τις πρώτες ύλες συμβάλλει ώστε η εξόρυξη ορυκτών και μεταλλικών πρώτων υλών να διεξάγεται με αποδοτικό τρόπο, η επεξεργασία τους να πραγματοποιείται με ελάχιστες επιπτώσεις για το περιβάλλον, να αναπτύσσονται διαδικασίες ανακύκλωσης και να αντικαθίστανται — όπου αυτό είναι τεχνολογικά δυνατό — σταδιακά και σε διαρκώς μεγαλύτερο βαθμό οι πεπερασμένες πρώτες ύλες που επιδεινώνουν το φαινόμενο του θερμοκηπίου από ανανεώσιμες πρώτες ύλες με περιορισμένες εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα, οι οποίες δεν έχουν επιπτώσεις στο περιβάλλον ή η χρήση τους γίνεται με τεχνολογίες χαμηλής έκλυσης διοξειδίου του άνθρακα. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί κυρίως με την άσκηση μιας συγκεκριμένης πολιτικής από την ΕΕ και τις κυβερνήσεις των κρατών μελών. Η ΕΟΚΕ θεωρεί ότι οι δύο στρατηγικές — αύξηση της απόδοσης και υποκατάσταση — προσφέρουν τη δυνατότητα να περιορισθεί η εξάρτηση από τις εισαγωγές πρώτων υλών.

    1.4

    Λόγω της σημαντικής αύξησης που παρουσιάζει η παγκόσμια κατανάλωση πρώτων υλών, στο μέλλον μπορεί να προκύψουν προβλήματα, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τον εφοδιασμό σε ορισμένα είδη πρώτων υλών. Οι μεταβολές που παρατηρούνται στην παγκόσμια αγορά απαιτούν την άσκηση μιας προορατικής πολιτικής στο χώρο της οικονομίας αλλά και στο επίπεδο της Ε.Ε. και των κρατών μελών της. Στην εξασφάλιση του ενεργειακού εφοδιασμού, για τον οποίον την πρωταρχική ευθύνη φέρει η βιομηχανία, μπορούν να συμβάλλουν τα θεσμικά όργανα της Ε.Ε., με την άσκηση δραστήριας εμπορικής, ερευνητικής και εξωτερικής πολιτικής, Ενώ το ίδιο ισχύει και για τα κράτη μέλη τα οποία μπορούν να προσαρμόσουν τις πολιτικές που ασκούν για τις πρώτες ύλες και την ανεργία, προκειμένου να αποφευχθεί η απομάκρυνση της παραγωγής σε περιοχές εκτός Ε.Ε.. Η ΕΟΚΕ απευθύνει έκκληση στα κράτη-μέλη να συμβάλουν στη διαμόρφωση των βασικών τάσεων μιας ευρωπαϊκής πολιτικής για τις πρώτες ύλες και την ενέργεια, και να αναλάβουν τις ευθύνες που τους αναλογούν για την άσκηση μιας αειφόρου πολιτικής για τις πρώτες ύλες στην Ευρώπη.

    1.5

    Η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή πιστεύει ότι η Ε.Ε., συνεργαζόμενη στενά με τα κράτη μέλη και όλες τις ενδιαφερόμενες ομάδες, πρέπει να μεριμνήσει για την ασφάλεια του εφοδιασμού της ευρωπαϊκής βιομηχανίας με πρώτες ύλες και για τη διάθεση αυτών σε προσιτές τιμές στην παγκόσμια αγορά. Για να επιτευχθούν οι στόχοι αυτοί, η Ευρωπαϊκή Ένωση θα πρέπει να αναλάβει δράση με σκοπό την εκτόπιση του αθέμιτου ανταγωνισμού και του προστατευτισμού, τόσο στους πολυμερείς οργανισμούς, όπως είναι ο ΠΟΕ, ο ΟΟΣΑ και ο ΔΟΕ, όσο και διμερώς. Βασικό μέσο για την υλοποίηση των στόχων αυτών είναι ο συνεχής διάλογος με παράγοντες από το χώρο της πολιτικής και της βιομηχανίας που ασκούν επιρροή στις αγορές πρώτων υλών.

    1.6

    Η ΕΟΚΕ είναι πεπεισμένη ότι η ευρωπαϊκή βιομηχανία πληροί όλες τις προϋποθέσεις για να αντιμετωπίσει επιθετικά τις τρέχουσες και τις μελλοντικές προκλήσεις που είναι απόρροια διαρθρωτικών αλλαγών στα πλαίσια του παγκόσμιου ανταγωνισμού. Η Ευρώπη είναι και θα παραμείνει ένας ανταγωνιστικός τόπος εγκατάστασης επιχειρήσεων, και θα εξελιχθεί ταυτόχρονα σε έναν αειφόρο οικονομικό χώρο, εφόσον ακολουθήσει μια καινοτόμο πολιτική η οποία μεριμνά για την οικονομική ευημερία, καλύπτοντας ταυτόχρονα στον ίδιο βαθμό τις κοινωνικές και περιβαλλοντικές πτυχές.

    1.7

    Τέλος, πρέπει να τονιστεί ότι, λόγω του υψηλού βαθμού εκβιομηχάνισης της Ευρώπης, ο ενεργειακός εφοδιασμός διαδραματίζει σημαντικό ρόλο για την υλοποίηση των στόχων της Λισσαβώνας. Η συγκριτικά υψηλή εξάρτηση της Ευρώπης από τις εισαγωγές ορυκτών και μεταλλικών πρώτων υλών καθώς και καυσίμων εγκυμονεί κινδύνους που δεν περιορίζονται στην ασφάλεια του εφοδιασμού αλλά, ενόψει της παγκόσμιας κατανάλωσης, επεκτείνονται και στην εξέλιξη των τιμών των πρώτων υλών. Η οικονομία και η πολιτική μπορούν να δράσουν προληπτικά μεριμνώντας για την θέσπιση αποτελεσματικών μέτρων για την αύξηση της ενεργειακής αποδοτικότητας, την προαγωγή των τεχνολογικών καινοτομιών στο χώρο των πρώτων υλών και της ανακύκλωσης, την υποκατάσταση των μη ανανεώσιμων από ανανεώσιμες πρώτες ύλες και τη διαφοροποίηση της προσφοράς εισαγωγών πρώτων υλών μέσω της εντατικότερης αξιοποίησης ενδοευρωπαϊκών πρώτων υλών. Σε ό,τι αφορά τον άνθρακα, το θέμα θα εξαρτηθεί από τη δυνατότητα υλοποίησης της προοπτικής ενός «καθαρού άνθρακα» που δεν επηρεάζει το κλίμα. Αντιθέτως, η απλή εξασφάλιση του ποσοτικού εφοδιασμού σε ανταγωνιστικές τιμές δεν θα επαρκούσε. Σε ό,τι αφορά την εξωτερική διάσταση, ο σημαντικός περιορισμός της αυξανόμενης χρήσης ορυκτών καυσίμων θα πρέπει να αποτελεί παγκόσμιο πολιτικό στόχο. Ο ρόλος που μπορεί να διαδραματίσει η ΕΕ σε αυτή τη διαδικασία θα πρέπει να έχει καθορισθεί εντός των αμέσως επομένων μηνών.

    2.   Περιγραφή του προβλήματος

    2.1

    Οι πρώτες ύλες καταλαμβάνουν την πρώτη θέση μιας ιδιαιτέρως περίπλοκης αλυσίδας παραγωγής αξίας. Στην εποχή της αναπτυσσόμενης παγκοσμιοποίησης, συνιστούν προϋπόθεση της λειτουργικότητας και των εξελικτικών και αναπτυξιακών δυνατοτήτων μιας οικονομίας. Αυτό ισχύει για τις ενεργειακές πρώτες ύλες, αλλά και για πολλές μεταλλικές, ορυκτές και βιολογικές πρώτες ύλες, οι οποίες αποτελούν απολύτως απαραίτητα και πρωταρχικά στοιχεία για τη λειτουργία της βιομηχανίας. Η Ευρώπη ευρίσκεται σε εξαρτημένη θέση σε ό,τι αφορά στον εφοδιασμό της με πρώτες ύλες, κατάσταση η οποία για πολύ καιρό περνούσε σχεδόν απαρατήρητη, αλλά συνειδητοποιήθηκε με την συνεχή αύξηση του κόστους των πρώτων υλών. Η έκρηξη των τιμών των ορυκτών καυσίμων, του άνθρακα και χάλυβα, αποτελεί κλασικό παράδειγμα της περίπτωσης αυτής.

    2.2

    Σε ό,τι αφορά στην οικονομική σημασία των πρώτων υλών, συχνά επικρατεί μια κάπως θολή εικόνα. Αυτό μπορεί να οφείλεται στο γεγονός ότι, σε σύγκριση με το σύνολο των συντελεστών που χρησιμοποιείται, οι πρώτες ύλες διαδραματίζουν δευτερεύοντα ρόλο, αν και, σε αντίθεση με τους άλλους παραγωγικούς συντελεστές, δεν μπορούν να υποκατασταθούν, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα. Έτσι, η ελλειμματική τροφοδοσία ή η διακοπή της τροφοδοσίας οδηγούν αναγκαστικά σε αντίστοιχη μείωση της παραγωγής. Οι διακυμάνσεις των τιμών στην αγορά πρώτων υλών επηρεάζουν απευθείας το κόστος των επακόλουθων παραγωγικών κλάδων και, κατά συνέπεια, επηρεάζουν το σύνολο της οικονομίας. Στην περίπτωση αυτή, πρέπει να μην παραμεληθούν οι κοινωνικές πτυχές.

    2.3

    Με την ταχύτατη ανάπτυξη της οικονομίας άλλων περιοχών του πλανήτη (Κίνα, Ινδία κ.λπ.), την τελευταία δεκαετία αυξήθηκε ραγδαία η κατανάλωση πρωτογενών πηγών ενέργειας και βιομηχανικών πρώτων υλών.

    2.4

    Επίσης, πρέπει να σημειωθεί η περιφερειακή κατανομή των πρώτων υλών και η διαφορά μεταξύ της περιοχής στην οποία εντοπίζονται τα αποθέματα και της περιοχής στην οποία καταναλώνονται. Από αυτή την άποψη, η Ευρώπη μπορεί αναμφίβολα να χαρακτηριστεί ως μία περιοχή η οποία εξαρτάται σήμερα σε πολύ μεγάλο βαθμό από την εισαγωγή πρώτων υλών και ορυκτών πηγών ενέργειας, εξάρτηση η οποία αναμένεται να αυξηθεί περισσότερο στο μέλλον.

    2.5

    Το καύσιμο της ευρωπαϊκής οικονομίας είναι η παροχή ενέργειας. Λόγω του πεπερασμένου χαρακτήρα πολλών πηγών ενέργειας, της δραματικής αύξησης των τιμών, της επιρροής που ασκούν πόλεμοι ή διάφορες πολιτικές εξελίξεις στην ασφάλεια του εφοδιασμού και λόγω των, με βάση τα παγκόσμια δεδομένα, αναποτελεσματικών εθνικών «ενεργειακών πολιτικών», η Ευρώπη αντιμετωπίζει έναν πολύ υψηλό κίνδυνο σε ό,τι αφορά την ασφάλεια του εφοδιασμού.

    3.   Το παγκόσμιο περιβάλλον

    3.1

    Αν και τα παραπάνω ισχύουν για πολλές πρώτες ύλες, εδώ θα εξετασθεί κυρίως, εν είδει παραδείγματος, η κατάσταση που επικρατεί στον τομέα των ενεργειακών πόρων, επειδή στον κλάδο αυτό παρατηρούνται ιδιαίτερα επίκαιρες και κρίσιμες εξελίξεις (διακυμάνσεις των τιμών του πετρελαίου, διακοπή της παροχής φυσικού αερίου από τη Ρωσία), ενώ ταυτόχρονα υπάρχουν διαθέσιμα πάρα πολλά και αξιόπιστα δεδομένα και εξετάζονται ήδη πολιτικά μέτρα.

    3.2

    Η παγκόσμια άντληση πετρελαίου το 2004 ανήλθε σε 3.847 μεγατόνους. Έως το 2004, η βιομηχανική άντληση πετρελαίου ανήλθε σε 139 γιγατόνους περίπου, εκ των οποίων το ήμισυ τα τελευταία 22 χρόνια. Έτσι, έχει εξορυχτεί περισσότερο από 46 % των μέχρι τώρα διαπιστωμένων αποθεμάτων πετρελαίου.

    3.3

    Στο σημείο αυτό, πρέπει να γίνει ιδιαίτερη αναφορά στο ρόλο της Κίνας, επειδή η χώρα αυτή εξελίχθηκε τα τελευταία είκοσι χρόνια από καθαρό εξαγωγέα αργού πετρελαίου σε καθαρό εισαγωγέα, και στο μέλλον, αναμένεται ότι θα απορροφήσει ακόμη περισσότερα από τα αποθέματα που διατίθενται παγκοσμίως, λόγω της ταχύτατης ανάπτυξης της οικονομίας της.

    3.4

    Πέραν αυτού, υπάρχουν και μερικές άλλες εξελίξεις, όπως ο πόλεμος στο Ιράκ, οι τυφώνες στην Αμερική, η συσσώρευση επενδύσεων που οδηγεί σε συμφόρηση σε ό,τι αφορά το δυναμικό εξόρυξης και μεταφοράς, απεργιακές κοινοποιήσεις που οδηγούν σε διακοπή της τροφοδοσίας για κάποιο διάστημα, καθώς και κερδοσκοπικές τάσεις, που είχαν ως αποτέλεσμα τη σημαντική αύξηση των τιμών του πετρελαίου και, κάπως αργότερα, του φυσικού αερίου. Ωστόσο, οι πραγματικές τιμές — δηλαδή οι τιμές προσαρμοσμένες στον πληθωρισμό — εξακολουθούν σήμερα να είναι χαμηλότερες σε σύγκριση με τις αρχές της δεκαετίας του '80.

    3.5

    Εκτός από αυτές τις διακυμάνσεις των τιμών, υπάρχει βεβαίως και το θέμα της διαθεσιμότητας ορυκτών πηγών ενεργείας. Στα τέλη του 2004, τα συνολικά αποθέματα αργού πετρελαίου ανέρχονταν περίπου σε 381 γιγατόνους. Οι χώρες της Μέσης Ανατολής κατέχουν περίπου το 62 % των παγκόσμιων αποθεμάτων, η Αμερική περίπου το 13 % και η ΚΑΚ το 10 % περίπου. Πρέπει να σημειωθεί ότι στη βόρεια Αμερική έχουν εξορυχτεί ήδη τα δύο τρίτα των αναμενόμενων αποθεμάτων, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στην ΚΑΚ ανέρχεται περίπου στο ένα τρίτο, και στη Μέση Ανατολή σε λιγότερο από το ένα τέταρτο.

    3.6

    Η κατάσταση είναι σχεδόν η ίδια και στην περίπτωση του φυσικού αερίου. Τα παγκόσμια συνολικά αποθέματα φυσικού αερίου ανέρχονται περίπου σε 461 τρισεκατομμύρια κυβικά μέτρα, ποσότητα που από ενεργειακή άποψη είναι ισοδύναμη με τα συνολικά αποθέματα πετρελαίου. Περισσότερο από το ήμισυ των αποθεμάτων φυσικού αερίου συγκεντρώνονται σε τρεις χώρες (Ρωσία, Ιράν και Κατάρ). Εκτιμάται ότι τα πρόσθετα αποθέματα φυσικού αερίου ανέρχονται περίπου σε 207 τρισεκατομμύρια κυβικά μέτρα. Μέχρι στιγμής, έχει εξορυχτεί περίπου το 18 % των διαπιστωμένων αποθεμάτων φυσικού αερίου. Το 2004, η κατανάλωση φυσικού αερίου ανήλθε περίπου σε 2,8 τρισεκατομμύρια κυβικά μέτρα, ποσότητα που αποτελεί ιστορικό ρεκόρ. Οι μεγαλύτεροι καταναλωτές ήταν οι Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, ακολουθούμενες από τη Ρωσία, τη Γερμανία, τη μεγάλη Βρετανία, τον Καναδά, το Ιράν και την Ιταλία.

    3.7

    Τα αποθέματα άνθρακα εξακολουθούν να είναι άφθονα. Συγκρινόμενα με την παγκόσμια κατανάλωση άνθρακα το 2004, με σημείο αφετηρίας το 2005, τα αποθέματα άνθρακα επαρκούν για ακόμη 172 χρόνια και τα αποθέματα λιγνίτη για άλλα 218 χρόνια. Το 2004, ο άνθρακας αντιστοιχούσε στο 27 % της παγκόσμιας κατανάλωσης πρωτογενούς ενέργειας, υπολειπόμενος μόνο της κατανάλωσης πετρελαίου. 24 % ήταν το μερίδιο του άνθρακα και 3 % του λιγνίτη. Τον ίδιο χρόνο, ο άνθρακας ήταν η σημαντικότερη πρώτη ύλη που χρησιμοποιήθηκε για την παραγωγή ηλεκτρισμού, με μερίδιο 37 % περίπου.

    3.8

    Η κατανομή των αποθεμάτων άνθρακα είναι πιο ισορροπημένη από την κατανομή του πετρελαίου και φυσικού αερίου. Μπορεί μεν και σ' αυτή την περίπτωση η Ρωσία να διαθέτει σημαντικό μέρος των παγκοσμίων αποθεμάτων, ταυτόχρονα όμως, η βόρεια Αμερική, η Ασία, η Αυστραλία και η νότια Αφρική, που διαθέτουν σαφώς λιγότερα αποθέματα πετρελαίου και φυσικού αερίου, έχουν σημαντικά αποθέματα άνθρακα. Καταρχήν όμως, η συγκέντρωση των παγκόσμιων αποθεμάτων άνθρακα είναι αρκετά σημαντική. Σχεδόν τα τρία τέταρτα των αποθεμάτων εντοπίζονται σε τέσσερις μόνο χώρες, που είναι συγκεκριμένα οι Ηνωμένες πολιτείες Αμερικής, η Ρωσία, η Κίνα και οι Ινδία. Επίσης, η ΕΕ, σε αντίθεση με την περίπτωση του πετρελαίου και του φυσικού αερίου, διαθέτει σημαντικά αποθέματα άνθρακα. Ωστόσο, πρέπει να επισημανθεί ότι υπάρχουν σημαντικές διαφορές ως προς την ποιότητα του άνθρακα. Στην περίπτωση του οπτάνθρακα, ο οποίος παράγεται σε ορισμένες μόνο περιοχές και καλύπτει μια σχετικά σταθερή ζήτηση σε παγκόσμια κλίμακα, περίπου το 35 % της συνολικής παραγωγής διατίθεται στο διεθνές εμπόριο. Ωστόσο, μόνο το 16 % της παγκόσμιας παραγωγής διατίθεται στο διεθνές εμπόριο. Σημαντική είναι και η συγκέντρωση χωρών στην περίπτωση των εξαγωγών, ενώ αυξητική τάση παρουσιάζει και η συγκέντρωση επιχειρήσεων. Ιδιαιτέρως οι εξαγωγές οπτάνθρακα προέρχονται κατά περισσότερο από 60 % από την Αυστραλία, ενώ το 50 % όλων των εξαγωγών κοκ προέρχονται από την Κίνα.

    3.9

    Οι τιμές του άνθρακα ακολούθησαν τις τελευταίες δεκαετίες την ίδια εξέλιξη με το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο, αλλά σε σαφώς χαμηλότερο επίπεδο, ανάλογα με την περιεκτικότητα σε ενέργεια. Ιδιαίτερα από την άποψη των πρώτων υλών, δεν πρέπει να παραγνωριστεί ότι ο άνθρακας, δεν χρησιμεύει μόνο ως πηγή ενέργειας και απαραίτητο αναγωγικό μέσο για την παραγωγή ακατέργαστου χυτοσιδήρου, αλλά χρησιμεύει με διάφορους τρόπους και ως καύσιμο, αλλά και σε διάφορες εφαρμογές στη χημική και στην κατασκευαστική βιομηχανία. Στην περίπτωση αυτή, όμως, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι, για λόγους που έχουν σχέση με την προστασία του περιβάλλοντος, ο άνθρακας χρησιμοποιείται με όσο το δυνατόν περισσότερο σύγχρονες, καθαρές και αποτελεσματικές τεχνολογίες, στις οποίες πρέπει να συμπεριληφθούν και οι τεχνολογίες για τη συγκράτηση και την αποθήκευση του διοξειδίου του άνθρακα που εκλύεται, επειδή ο άνθρακας έχει έναν ιδιαίτερα υψηλό συντελεστή εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου.

    3.10

    Για να καταστεί όμως σαφέστερη η αποφασιστική σημασία που έχει η ασφάλεια του εφοδιασμού, πρέπει να ληφθούν υπόψη οι δηλώσεις που έγιναν το Νοέμβριο του 2005 στις Παγκόσμιες Ενεργειακές Προοπτικές, του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας (ΔΟΕ) σε σχέση με την διαρκώς αυξανόμενη παγκόσμια κατανάλωση ενέργειας. Αν δεν αλλάξει η καταναλωτική συμπεριφορά, η παγκόσμια ζήτηση σε ενέργεια θα έχει αυξηθεί μέχρι το 2030 κατά περισσότερο από πενήντα τοις εκατό, σε 16,3 δισεκατομμύρια τόνους πετρελαϊκές μονάδες. Τα γεγονότα που συνέβησαν στην αρχή του 2006, όταν η Ρωσία διέκοψε την παροχή φυσικού αερίου στην Ουκρανία με αποτέλεσμα τη μείωση του εφοδιασμού της κεντρικής και της δυτικής Ευρώπης, μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελούν την πρώτη ένδειξη για τα πιθανά μελλοντικά σενάρια, στην περίπτωση που η εξάρτηση της Ευρώπης από τις εισαγωγές αυξηθεί ακόμη περισσότερο. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίον η υλοποίηση όσων προβλέπονται στα δύο πράσινα βιβλία της Επιτροπής «ασφάλεια του εφοδιασμού» και «ενεργειακή αποδοτικότητα» καθώς και η διεξαγωγή μιας ευρείας και εποικοδομητικής συζήτησης με θέμα το νέο Πράσινο Βιβλίο για την ευρωπαϊκή στρατηγική στον τομέα της ενέργειας πρέπει να θεωρηθούν στόχοι προτεραιότητας.

    3.11

    Πρέπει να επισημανθεί σχετικά ότι οι εκτιμήσεις του ΔΟΕ αντιβαίνουν στην προστασία του κλίματος. Αυτό συμβαίνει επειδή, αντί για τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου που είναι απαραίτητη για την προστασία του κλίματος, η πρόβλεψη του ΔΟΕ για την περίοδο έως το 2030 αντιστοιχεί σε αύξηση των εκπομπών CO2 της τάξης του 52 %. Κατά συνέπεια, η σημαντική μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα λόγω της αυξανόμενης χρήσης ορυκτών πρώτων υλών πρέπει να αποτελέσει καθολικό πολιτικό στόχο. Ο ρόλος της ΕΕ στη διαδικασία αυτή θα πρέπει να καθοριστεί τους επόμενους μήνες.

    3.12

    Πολλές και διάφορες πλευρές θεωρούν ότι η πυρηνική ενέργεια προσφέρει μια πιθανή λύση για το πρόβλημα των αερίων του θερμοκηπίου. Στην περίπτωση αυτή, εκτός από το θέμα της επικινδυνότητας, υπάρχουν ερωτηματικά σχετικά με την ασφάλεια του εφοδιασμού. Τα παγκόσμια αποθέματα ουρανίου κατανέμονται σε λίγες χώρες. Οι σημαντικότερες περιοχές παραγωγής ουρανίου είναι σήμερα η Αυστραλία, η βόρεια Αμερική και ορισμένες αφρικανικές χώρες μαζί με τις χώρες της ΚΑΚ. Επιπλέον, εικάζεται ότι θα προκύψουν αποθέματα στην Κίνα και τη Μογγολία. Η πιθανή ανάκαμψη της χρήσης ατομικής ενέργειας για ειρηνικούς σκοπούς, ιδιαίτερα στην Κίνα, θα μπορούσε να προκαλέσει έλλειψη ουρανίου μέσα σε τριάντα χρόνια.

    3.13

    Περίπου το 12 % των αποθεμάτων πετρελαίου χρησιμοποιείται για την παραγωγή πετροχημικών προϊόντων. Μια σημαντική κατηγορία πετροχημικών προϊόντων είναι τα πλαστικά. Το 2004 παρήχθησαν σε όλο τον κόσμο 224 εκατομμύρια τόνοι πλαστικών. Από αυτά, το 23,6 % προερχόταν από την δυτική Ευρώπη. Σύμφωνα με τις τρέχουσες εκτιμήσεις, η χρήση πλαστικών θα σημειώσει αύξηση σε παγκόσμια κλίμακα: Έως το 2010, υπολογίζεται ότι η ετήσια αύξηση της κατά κεφαλή κατανάλωσης θα ανέρχεται σε 4,5 %. Οι σημαντικότερες αναπτυσσόμενες αγορές είναι η ανατολική Ευρώπη και η νοτιοανατολική Ασία.

    3.14

    Εκτός από τις ορυκτές πηγές ενέργειας, μια σημαντική πρώτη ύλη για την ευρωπαϊκή οικονομία είναι τα μεταλλεύματα, και κατεξοχήν το σιδηρομετάλλευμα. Το 2004, η παγκόσμια παραγωγή χάλυβα ξεπέρασε το ένα δισεκατομμύριο τόνους. Η παραγόμενη ποσότητα χάλυβα είναι, σε σύγκριση με άλλα υλικά, σαφώς μεγαλύτερη. Η κατανάλωση σιδηρομεταλλεύματος το 2004 ανήλθε σε 1,25 δις. τόνους, ακολουθούμενη από την κατανάλωση 146 εκατ. τόνων βωξίτη, 15,5 εκατ. τόνων χρωμίου, 9 εκατ. τόνων κασσιτέρου και 8,2 εκατ. τόνων μαγκανίου, δηλαδή κατά μια ή ακόμη και δύο δεκάδες ποσοστιαίες μονάδες λιγότερο.

    3.15

    Σύμφωνα με το Γεωλογικό Ινστιτούτο των Ηνωμένων Πολιτειών (USGS 2005), τα εκμεταλλεύσιμα αποθέματα σιδηρομεταλλεύματος ανέρχονται περίπου σε 80 δισεκατομμύρια τόνους, δηλαδή στο εκατονταπλάσιο των σημερινών αναγκών. Εάν στην ποσότητα αυτή συμπεριληφθούν και τα σήμερα θεωρούμενα ως μη εκμεταλλεύσιμα αποθέματα, η συνολική ποσότητα των αποθεμάτων ανέρχεται περίπου σε 180 δισ. τόνους σιδηρομεταλλεύματος. Παρά το σημαντικό μέγεθος των αποθεμάτων αναμένεται ότι οι τιμές του σιδηρομεταλλεύματος θα κυμαίνονται και στο μέλλον σε υψηλό επίπεδο. Ένας από τους λόγους για την προοπτική αυτή έγκειται οπωσδήποτε στο ότι τρεις μεγάλες επιχειρήσεις (CVRD, BHP και Rio Tinto) έχουν υπό την κατοχή τους το 75 % της παγκόσμιας παραγωγής σιδηρομεταλλεύματος που διατίθεται στην αγορά. Πέραν αυτού, αναμένεται να υπάρξουν προβλήματα και στις θαλάσσιες μεταφορές, γεγονός το οποίο θα οδηγήσει σε αύξηση του κόστους μεταφοράς, και κατ' αυτό τον τρόπο σε αύξηση των τιμών παράδοσης σιδηρομεταλλεύματος στην ευρωπαϊκή βιομηχανία χάλυβα.

    3.16

    Στα πλαίσια των δράσεων για την εξασφάλιση της ευρωπαϊκής παραγωγής άνθρακα και χάλυβα, πρέπει να ληφθεί υπόψη και η διαθεσιμότητα οπτάνθρακα και άνθρακα οπτανθρακοποίησης. Οι εξαγωγές άνθρακα οπτανθρακοποίησης από τις ΗΠΑ θα μειωθούν, γεγονός που θα ενισχύσει τη θέση του Καναδά και της Αυστραλίας στην αντίστοιχη αγορά. Για να εξασφαλιστεί όμως ο παγκόσμιος εφοδιασμός, το δυναμικό των χωρών αυτών πρέπει να αυξάνεται διαρκώς. Με την κατασκευή οπτανθρακοποιείων, η Κίνα θα ενισχύσει τη θέση της ως προμηθευτή οπτάνθρακα, παρόλο που υπάρχουν και άλλες χώρες οι οποίες αυξάνουν το δυναμικό τους σε οπτανθρακοποιεία για λόγους εσωτερικής κατανάλωσης.

    3.17

    Μια σημαντική ύλη για την παραγωγή χάλυβα είναι επίσης τα απομέταλλα. Τα τελευταία χρόνια, το παγκόσμιο εμπόριο απομετάλλων έχει σημειώσει σαφή αύξηση. Όμως, με τη μακρά διάρκεια ζωής των προϊόντων από χάλυβα, η ζήτηση απομετάλλων δεν μπορεί να αντισταθμιστεί από την προσφορά, με αποτέλεσμα την σαφή περαιτέρω αύξηση των εντάσεων της αγοράς. Θεωρείται ότι, παρά την κάποια χαλάρωση που διαπιστώθηκε τους τελευταίους μήνες, οι τιμές των απομετάλλων, οι οποίες τριπλασιάστηκαν μεταξύ του 2002 και του 2004, θα αυξηθούν και άλλο μακροπρόθεσμα.

    3.18

    Υπάρχουν άλλες μεταλλικές πρώτες ύλες, όπως το μαγκάνιο, το χρώμιο, το νικέλιο, το τιτάνιο και το βανάδιο, που είναι σημαντικά κράματα και επηρεάζουν σε μεγάλο βαθμό τις ιδιότητες των βασικών υλικών. Η Ευρώπη είναι υποχρεωμένη να εισάγει τα μέταλλα αυτά, μαζί με το παλλάδιο, μια σημαντική για την υψηλή τεχνολογία πρώτη ύλη.

    3.19

    Δεδομένου ότι οι πρώτες ύλες που αναφέρθηκαν, καθώς και πολλές άλλες, υπάρχουν σήμερα σε επαρκή ποσότητα, η παρατηρούμενη αύξηση των τιμών δεν σηματοδοτεί μεσοπρόθεσμα την εξάντληση των πόρων. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι αποκλείεται να προκύψουν μετατοπίσεις της προσφοράς και της ζήτησης και ότι η εξέλιξη των τιμών δεν εξαρτάται από συμπτώσεις. Αυτό συμβαίνει επειδή βραχυπρόθεσμα, λόγω του μακροπρόθεσμου χαρακτήρα των εξερευνητικών σχεδίων υψηλής έντασης κεφαλαίου, η προσφορά πρώτων υλών δεν είναι ιδιαίτερα ελαστική. Έτσι, στις περιπτώσεις που υπάρχει υψηλή ζήτηση, μπορεί να προκύψουν έλλειψη πρώτων υλών αλλά και αύξηση των τιμών. Περίπου το ίδιο ισχύει για το μεταφορικό δυναμικό, που περιορίζει επίσης την τεχνική διαθεσιμότητα (εισαγόμενων) πρώτων υλών. Η επάρκεια των παγκόσμιων αποθεμάτων και πόρων περιορίζει μεν τους κινδύνους ποσοτικών διαταράξεων του εφοδιασμού, δεν προσφέρει όμως καμία προστασία έναντι των βραχυπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων αυξήσεων των τιμών. Οι πολιτικές παρεμβάσεις ή η μονοπωλιακή συμπεριφορά επιχειρήσεων που κατέχουν δεσπόζουσα θέση στην αγορά αποτελούν παράγοντες που δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να μη ληφθούν υπόψη στα πλαίσια μιας ολοκληρωμένης αξιολόγησης των κινδύνων που υπάρχουν στις διεθνείς αγορές πρώτων υλών από άποψη εφοδιασμού και τιμών.

    3.20

    Το αυτό ισχύει ακόμη περισσότερο τη στιγμή που η εξόρυξη όχι μόνο σημαντικών ενεργειακών πόρων, αλλά και μεταλλικών πρώτων υλών συγκεντρώνεται σε ορισμένες περιοχές της γης και στα χέρια ορισμένων επιχειρήσεων, τάση η οποία και έχει σαφώς ενταθεί από την αρχή της δεκαετίας του 90, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά στις μεταλλικές πρώτες ύλες. Έτσι, σε σύγκριση με το 1990, η Χιλή μπόρεσε να τριπλασιάσει το μερίδιό της στην παραγωγή σιδηρόχαλκου, ενώ η Αυστραλία παράγει σχεδόν το 40 % του βωξίτη. Μια άλλη χώρα που κατόρθωσε να βελτιώσει σαφώς στη θέση της ως παραγωγός βωξίτη είναι η Βραζιλία, η οποία είναι σήμερα ο δεύτερος παραγωγός βωξίτη στον κόσμο, γεγονός το οποίο υπογραμμίζει τη σημαντική θέση που καταλαμβάνει η νότια Αμερική σε ό,τι αφορά στην εξόρυξη μεταλλευμάτων. Αυτό ισχύει και για τα σιδηρομεταλλεύματα, το 30 % των οποίων παράγεται στη Βραζιλία. Το μόνο κράτος-μέλος της ΕΕ το οποίο έχει να επιδείξει αξιόλογη δραστηριότητα στο χώρο της εξόρυξης σιδηρομεταλλευμάτων είναι η Σουηδία, το μερίδιο της οποίας στην συνολική παγκόσμια παραγωγή ανέρχεται μόλις στο 1,6 % περίπου.

    4.   Η ευρωπαϊκή βιομηχανία

    4.1

    Λόγω της συμβολής της σε ό,τι αφορά στην απασχόληση και στην παραγωγή αξίας, η βιομηχανία εξακολουθεί να έχει πάντα μεγάλη σημασία για την οικονομία στην ΕΕ. Πρόκειται για το σημαντικότερο κρίκο της αλυσίδας παραγωγής αξίας σε ό,τι αφορά στα υλικά αγαθά. Χωρίς την ύπαρξη βιομηχανικών προϊόντων, πολλές υπηρεσίες δεν θα είχαν κανένα νόημα. Συνεπώς, η βιομηχανική παραγωγή δεν πρόκειται να χάσει τη θέση που κατέχει ως πηγή ευημερίας. Έτσι, ο ασφαλής εφοδιασμός της βιομηχανίας με πρώτες ύλες είναι απολύτως απαραίτητος. Στην περίπτωση των ορυκτών αλλά και μεταλλικών πρώτων υλών, υπάρχει μια άνιση κατανομή μεταξύ παραγωγής και κατανάλωσης η οποία, λόγω των ολιγοπωλιακών διαρθρώσεων που υπάρχουν στις χώρες παραγωγής, μπορεί να οδηγήσει σε στρεβλώσεις της αγοράς και στην Ευρώπη. Για να περιοριστεί στο μέλλον η εξάρτηση της Ευρώπης από τις εισαγωγές, πρέπει να θεσπιστούν τα κατάλληλα μέτρα για όλες τις πρώτες ύλες, όπως προτείνεται και στην πράσινη βίβλο για την ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού.

    4.2

    Οι στατιστικές δείχνουν ότι στους κόλπους της ευρωπαϊκής βιομηχανίας υπάρχουν σαφείς διαφορές σε ό,τι αφορά στην ενεργειακή απόδοση και στην αποδοτικότητα των πρώτων υλών. Έτσι, μπορεί να λεχθεί ότι σε ευρωπαϊκή κλίμακα υπάρχουν δυνατότητες εξοικονόμησης ενέργειας και πρώτων υλών, οι οποίες πρέπει μεσοπρόθεσμα να υλοποιηθούν, έτσι ώστε να περιοριστεί ο βαθμός εξάρτησης και να ενισχυθούν οι αναπτυξιακές δραστηριότητες.

    4.3

    Υπάρχει ένας κλάδος ο οποίος, παρά την εξάρτησή του από τις εισαγωγές πρώτων υλών, ατενίζει το μέλλον με αισιοδοξία. Η ευρωπαϊκή βιομηχανία χάλυβα είναι ανταγωνιστική στην παγκόσμια αγορά, δεδομένου ότι έχει ολοκληρώσει ήδη τη διαρθρωτική της προσαρμογή και έχει αντλήσει από αυτήν τα διδάγματα που έπρεπε. Μέσω αυτής της σταθεροποιητικής διαδικασίας, δημιουργήθηκε μια διάρθρωση η οποία επιτρέπει στις επιχειρήσεις να είναι κερδοφόρες, ακόμη και σε οικονομικά χαλεπούς καιρούς, ενώ άλλες χώρες, όπως η Κίνα και η Ινδία, δεν έχουν αντιπαρέλθει ακόμη το στάδιο της διαρθρωτικής προσαρμογής.

    4.4

    Ιδιαίτερα στην ΕΕ, η βιομηχανία χάλυβα διαθέτει ανέπαφες και αποδοτικές αλυσίδες παραγωγής αξίας, στις οποίες ο ρόλος του χάλυβα είναι καθοριστικός. Σε αυτό πρέπει να προστεθούν πλεονεκτήματα στο χώρο των υποδομών και της υλικοτεχνικής υποστήριξης. Σε ένα σχετικά περιορισμένο χώρο, με καλές μεταφορικές διασυνδέσεις με τα διεθνή σιδηροδρομικά, εσωτερικά πλωτά και οδικά δίκτυα, οι παραγωγοί και οι πελάτες του κλάδου μπορούν εύκολα να συνευρίσκονται, κατάσταση η οποία συνεπάγεται ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα.

    4.5

    Επιπλέον, οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις παραγωγής χάλυβα έχουν καταβάλει πολύ σημαντικές προσπάθειες και έχουν διαθέσει μεγάλα ποσά για την προστασία του περιβάλλοντος και την ενεργειακή αποδοτικότητα. Μετά τις ΗΠΑ, έχουν να επιδείξουν το υψηλότερο ποσοστό ανακύκλωσης, χρησιμοποιούν στην παραγωγή μεγάλο ποσοστό υπολειμμάτων εξοικονομώντας έτσι πόρους. Ακόμη και η χρήση αναγωγικών μέσων στις υψικαμίνους είναι σαφώς χαμηλότερη από ό,τι σε άλλες περιοχές του κόσμου.

    4.6

    Παρά το θετικό κλίμα που επικρατεί στην ευρωπαϊκή οικονομία χάλυβα, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι, λόγω της εξάρτησης από την εισαγωγή πρώτων υλών, των υψηλών τιμών της ενέργειας και των ενισχυμένων μέτρων για την προστασία του περιβάλλοντος, κυρίως η ενδιάμεση, υγρή φάση θα πάψει μεσοπρόθεσμα να λαμβάνει χώρα στην Ευρώπη, και θα μεταφερθεί ενδεχομένως σε περιοχές οι οποίες μπορούν να προσφέρουν ασφάλεια εφοδιασμού και ευνοϊκές τιμές ενέργειας. επειδή αυτή η κατάσταση δεν ισχύει μόνο για τον χάλυβα, αλλά και για το αλουμίνιο και άλλα μέταλλα, η Ευρώπη μπορεί να πληγεί από σημαντική απώλεια θέσεων απασχόλησης, η οποία μπορεί να αντισταθμιστεί μόνο με την προαγωγή της έρευνας και της τεχνολογικής ανάπτυξης στον τομέα των ενεργειακών πόρων και της ενεργειακής αποδοτικότητας, με την ανάπτυξη καινοτόμων προϊόντων καθώς και με την παροχή βιομηχανικών υπηρεσιών. Η μετατόπιση της υγρής φάσης σε χώρες με χαμηλά πρότυπα για το περιβάλλον και μειωμένες τιμές για την ενέργεια όχι μόνο δεν συμβάλλει στην αειφόρο ανάπτυξη σε παγκόσμια κλίμακα, αλλά χειροτερεύει τη θέση της Ευρώπης.

    5.   Εναλλακτικά σενάρια στον τομέα των πρώτων υλών και τεχνολογικές τάσεις

    5.1

    Στην περίπτωση που η παγκόσμια οικονομία συνεχίσει να αναπτύσσεται, όπως στο παρελθόν, στηριζόμενη κατά κύριο λόγο στη χρήση ορυκτών πρώτων υλών, πρέπει να αναμένεται ότι θα προκύψουν περισσότερα περιβαλλοντικά προβλήματα — ακόμη και πριν από την εξάντληση των εν λόγω πρώτων υλών — λόγω της αύξησης των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Έτσι, στη μελέτη «Παγκόσμιες ενεργειακές προοπτικές για το 2006», το Διεθνές Γραφείο Ενέργειας αναμένει ότι οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα σε παγκόσμια κλίμακα θα αυξηθούν κατά περισσότερο από 52 % έως το 2030, σε σύγκριση με τα επίπεδα του 2004. Ακόμη, σύμφωνα με άλλες εκτιμήσεις, οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα από τις βιομηχανικές χώρες πρέπει να περικοπούν κατά 80 % σε όλο τον κόσμο έως το 2050, προκειμένου οι κλιματικές αλλαγές να διατηρηθούν μακροπρόθεσμα σε επίπεδα υποφερτά για τον άνθρωπο και το περιβάλλον. Για το λόγο αυτό, πρέπει να προωθηθούν τεχνολογίες που προκαλούν σημαντικά λιγότερες εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου.

    5.2

    Συχνά, η ενισχυμένη χρήση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας θεωρείται ότι αποτελεί την πρώτη επιλογή για τον περιορισμό των αερίων του θερμοκηπίου. Η ΕΕ αποτελεί πρωτοπόρο σε αυτόν τον τομέα, από τη στιγμή που στη λευκή βίβλο για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (1) ορίζει ως στόχο για το 2010 να αυξήσει στο 12 % το ποσοστό συμμετοχής των ανανεώσιμων πόρων στην παραγωγή πρωτογενούς ενέργειας. Για να επιτευχθεί όμως αυτός ο στόχος δεν χρειάζεται μόνο να κατασκευαστούν νέες εγκαταστάσεις στον κλάδο της βιομάζας, της αιολικής και της ηλιακής ενέργειας. Βασικός στόχος πρέπει να είναι η δραστική αναχαίτιση της αυξανόμενης κατανάλωσης ενέργειας. Πρέπει να αξιοποιηθούν οι δυνατότητες εξοικονόμησης ενέργειας σε όλα τα στάδια της παραγωγής αξίας, της κατανάλωσης και της διάθεσης υπολειμμάτων. Η στοχοθετημένη στήριξη της τεχνολογικής προόδου προσφέρει τη δυνατότητα του περιορισμού των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου στο μέλλον, και αυξάνει την ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής βιομηχανίας.

    5.3

    Το 2005, η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Περιβάλλοντος (ΕΥΠ) κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, το 2030, μπορούν να διατεθούν μεταξύ 230 και 300 Mtoe ετησίως, ποσότητα η οποία αντιστοιχεί σε 9,6, ή 12,6 × 1019 Joules) και μάλιστα χωρίς να υπάρξουν επιπτώσεις για το περιβάλλον, σε συνδυασμό με μια προχωρημένη αυτάρκεια σε ό,τι αφορά τον εφοδιασμό της ΕΕ με γεωργικά προϊόντα. Η ποσότητα αυτή αντιστοιχεί περίπου στο 20 % της πρωτογενούς ενέργειας που χρησιμοποιείται σήμερα στην ΕΕ των 25. Από την ποσότητα αυτή, 100 Mtoe παράγονται κάθε χρόνο από απορρίμματα, 40 έως 60 Mtoe από δασοκομικά προϊόντα και 90 έως 140 Mtoe από γεωργικά προϊόντα. Εκτός από την παραγωγή ενέργειας από βιογενείς πρώτες ύλες, μπορεί επίσης να παραχθεί ένα ευρύ φάσμα προϊόντων τα οποία σήμερα λόγω κόστους, παραμένουν στο περιθώριο. Όμως, ο ευφυής συνδυασμός πρώτων υλών και μεθόδων μεταποίησης με νέες στρατηγικές αξιοποίησης θα μπορούσε να καταστήσει τα πλαστικά προϊόντα από βιογενείς πρώτες ύλες ανταγωνιστικά στο εγγύς μέλλον.

    5.4

    Είναι απαραίτητο να επιτευχθεί αύξηση της χρήσης αναπαραγόμενων φυτικών πρώτων υλών σε παγκόσμια κλίμακα. Στο πλαίσιο της προώθησης της έρευνας και της τεχνολογικής ανάπτυξης δεν λαμβάνονται ακόμη επαρκώς υπόψη οι αναπαραγόμενες πηγές ενέργειας και πρώτες ύλες. Λαμβανομένου υπόψη του σημερινού επιπέδου των τιμών και του κόστους, κρίνεται απαραίτητο να διασφαλισθεί η ευρύτερη ανάπτυξη της αγοράς και της τεχνολογίας των υλών αυτών μέσω της λήψης διάφορων μέτρων εισαγωγής στην αγορά.

    5.5

    Σε ό,τι αφορά στο δυναμικό παραγωγής βιομάζας γεωργικής προέλευσης, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι οι κατά κεφαλήν διαθέσιμες εκτάσεις εξελίσσονται δραματικά. Σήμερα, για την καλλιέργεια δημητριακών, οι διαθέσιμες εκτάσεις είναι ακριβώς οι ίδιες με εκείνες του 1970 — τότε όμως υπήρχαν στον κόσμο 3 δισ. λιγότεροι άνθρωποι, πράγμα που σημαίνει ότι το 1970 η κατά κεφαλήν καλλιεργούμενη έκταση ανερχόταν σε 0,18 εκτάρια, ενώ σήμερα η αντίστοιχη έκταση είναι μόλις 0,11 εκτάρια. Η τάση αυτή θα εντατικοποιηθεί, δεδομένου ότι με τη διάβρωση, την αλάτωση ή την ξήρανση του εδάφους χάνονται κάθε χρόνο 7 εκατ. εκτάρια καλλιεργήσιμων εκτάσεων ενώ περισσότερο από το ένα τέταρτο των καλλιεργούμενων εκτάσεων θεωρείται ότι κινδυνεύει.

    5.6

    Σύμφωνα με εκτιμήσεις του ΟΕΓ, τα επόμενα είκοσι χρόνια, οι αναπτυσσόμενες χώρες θα πρέπει να διπλασιάσουν τις εισαγωγές δημητριακών. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίον, στο μέλλον, τα δημητριακά θα αρχίσουν να σπανίζουν, με αποτέλεσμα να ακριβύνουν. Συνεπώς, οι ανάγκες σε ζωοτροφές και η ζήτηση ανανεώσιμων πρώτων υλών στον πρώτο κόσμο θα έρχεται σε ολοένα και μεγαλύτερο βαθμό σε αντιπαράθεση με τις διατροφικές ανάγκες των αναπτυσσόμενων χωρών. Οι ανάγκες σε ζωοτροφές για τα ζώα βοσκής θα μπορούσαν να μειωθούν με τον περιορισμό της υψηλής κατανάλωσης κρέατος, πράξη η οποία θα οδηγούσε σε αύξηση της διαθεσιμότητας διατροφικών θερμίδων, επειδή κατά τη διατροφή των ζώων χάνεται σχεδόν το 90 % του περιεχομένου σε ενέργεια. Βασικός στόχος θα πρέπει επομένως να είναι η εντατικοποίηση της χρήσης της λιγνοκυτταρίνης που περιέχεται σε φυτά, τμήματα φυτών και σε υποπροϊόντα τους (ξυλεία, άχυρο, αγρωστώδη, για να αναφερθούν μόνο τα κυριότερα). Επειδή οι ανάγκη για έρευνα και ανάπτυξη στον τομέα αυτό είναι πολύ μεγάλη, θα πρέπει να πραγματοποιηθεί και ανάλογη αλλαγή προτύπων στο ερευνητικό πρόγραμμα πλαίσιο της ΕΕ με στόχο την επίτευξη κατάλληλης βάσης και αυτάρκειας σε ανανεώσιμους ενεργειακούς πόρους και ανανεώσιμες πρώτες ύλες.

    5.7

    Ενόψει όλων αυτών, γίνεται κατανοητό ότι η μεταστροφή προς τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και βιομηχανικές πρώτες ύλες δεν λύνει παρά μόνο ένα μέρος του προβλήματος. Το θέμα είναι ότι, για να επιτευχθεί ένα συγκριτικό επίπεδο υπηρεσιών, πρέπει να χρησιμοποιηθούν τεχνολογίες οι οποίες καταναλώνουν σαφώς λιγότερη ενέργεια και πρώτες ύλες απ' ό,τι σήμερα. Στη βιομηχανία χάλυβα, τα τελευταία σαράντα χρόνια, η κατανάλωση ενέργειας και οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα μπόρεσαν να περιοριστούν κατά 50 % περίπου. Υπάρχουν δυνατότητες να γίνουν ακόμα μεγαλύτερες οικονομίες. Το συγκρότημα ULCOS (Ultra Low CO2 Steelmaking), το οποίο ιδρύθηκε από την ευρωπαϊκή βιομηχανία χάλυβα από κοινού με ερευνητικά ιδρύματα, σχεδιάζει τη δραστική μείωση εκπομπών και, κατ' αυτό τον τρόπο, την επίτευξη ενός άλματος προς την κατεύθυνση περισσότερο ενεργειακά αποδοτικών διαδικασιών για την παραγωγή χάλυβα. Και σήμερα όμως, χάρη σε μια διαδικασία αναγωγής που αναπτύχθηκε στη δεκαετία του 80, περιορίστηκαν οι απαιτήσεις σε ό,τι αφορά στην ποιότητα του άνθρακα και επιτεύχθηκε μείωση των εκπομπών σε διοξείδιο του άνθρακα κατά 30 % έναντι των υψικαμίνων.

    5.8

    Η αύξηση της αποδοτικότητας είναι μια στρατηγική που υπόσχεται τη μείωση του κόστους, την προστασία των διαθέσιμων πόρων και τη διασφάλιση της απασχόλησης. Διότι, στον κλάδο της μεταποίησης, τα χρησιμοποιούμενα υλικά αντιστοιχούν κατά μέσο όρο στο 40 % του συνόλου των δαπανών, πράγμα που σημαίνει ότι είναι ο υψηλότερος συντελεστής κόστους. Η αποδοτική χρήση πρώτων υλών, με σταθερή οικονομική απόδοση, συμβάλλει τόσο στον περιορισμό του κόστους όσο και στον περιορισμό της επιβάρυνσης του περιβάλλοντος, λόγω της μειωμένης χρήσης πόρων. Με κρατικές πρωτοβουλίες και προγράμματα, που προσφέρουν κίνητρα για τη βελτίωση της αποδοτικότητας, όπως για παράδειγμα με προγράμματα ερευνών και διαγωνισμούς, οι επιχειρήσεις μπορεί να ενθαρρυνθούν να αξιοποιήσουν το διαθέσιμο δυναμικό. Η επίγνωση των υφιστάμενων δυνατοτήτων σε ό,τι αφορά στην αποτελεσματικότητα και τον περιορισμό του κόστους κατά τη χρήση υλικών πρέπει να προαχθεί ιδιαιτέρως στο χώρο των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και μάλιστα με την προώθηση κατάλληλων μεθόδων διαχείρισης, όπως είναι οι μέθοδοι EMAS και ISO 14001.

    5.9

    Η χρήση αποθεμάτων πρώτων υλών που διατίθενται στην ΕΕ πρέπει να πραγματοποιείται σύμφωνα με πολύ υψηλές προδιαγραφές. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τον άνθρακα. Η περαιτέρω αύξηση του δυναμικού μπορεί να υποστηριχθεί μόνον υπό τον όρο ότι θα υλοποιηθεί η προοπτική του «καθαρού άνθρακα» για λόγους προστασίας του περιβάλλοντος.

    5.10

    Τεχνολογικές καινοτομίες στην ανάπτυξη νέων υλικών με βελτιωμένες ιδιότητες στην παραγωγή, τη μεταποίηση και τη χρήση, μαζί με την αύξηση των ποσοστών ανακύκλωσης, προσφέρουν μια επιπλέον διέξοδο για την εξάρτηση από τις εισαγωγές πρώτων υλών. Στο χώρο αυτό, η σημαντική αύξηση της αποδοτικής χρήσης πρώτων υλών πρέπει να συνδυαστεί με την ανάπτυξη καινοτόμων προϊόντων. Η προοπτική αυτή οδηγεί σε διαφοροποίηση της ζήτησης στην αγορά σε σχέση με διάφορες πρώτες ύλες. Κατ' αυτόν τον τρόπο, οι ερευνητικές πρωτοβουλίες μπορεί να οδηγήσουν σε δυναμικό βιομηχανικής ανάπτυξης το οποίο, σε σύγκριση με τις παραδοσιακές διαδικασίες, προσφέρει πλεονεκτήματα από την άποψη της βιομηχανίας, της απασχόλησης αλλά και του περιβάλλοντος.

    5.11

    Όμως, εκτός από την άμεση εξοικονόμηση ενέργειας στη βιομηχανία, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι υπάρχουν πολλές δυνατότητες να εξοικονομηθεί ενέργεια στα νοικοκυριά και τις μεταφορές. Η κατασκευή κατοικιών που χρησιμοποιούν λίγη ή ακόμη και καθόλου ενέργεια, μπορεί να συμβάλλει σε σημαντική μείωση της κατανάλωσης πρωτογενούς ενέργειας τόσο για τη θέρμανση όσο και για την ψύξη. Σε συνδυασμό με τη χρήση αποδοτικών τεχνολογιών παροχής, όπως είναι οι αεριολέβητες συμπύκνωσης ή οι αντλίες θερμότητας, μπορεί να δημιουργηθεί ένα δυναμικό που ανέρχεται έως και στο 90 % του σημερινού μέσου όρου. Επίσης δεν πρέπει να θεωρείται ουτοπική η εξοικονόμηση ενέργειας και στις προσωπικές μεταφορές, και μάλιστα με συντελεστή 4, με τη βελτιστοποίηση των τεχνολογιών μετάδοσης κίνησης και την προσαρμογή της συμπεριφοράς των οδηγών.

    Βρυξέλλες, 5 Ιουλίου 2006.

    Η Πρόεδρος

    της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής

    Anne-Marie SIGMUND


    (1)  Ανακοίνωση της Επιτροπής — Ενέργεια για το μέλλον: ανανεώσιμες πηγές ενέργειας — Λευκή βίβλος για μια κοινοτική στρατηγική και πρόγραμμα δράσης.


    Top