Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52005AE1504

Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής για την Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο Το πρόγραμμα της Χάγης: Δέκα προτεραιότητες για την επόμενη πενταετία — Η εταιρική σχέση για την ανανέωση της Ευρώπης στον τομέα της ελευθερίας, της ασφάλειας και της δικαιοσύνης COM(2005) 184 τελικό

ΕΕ C 65 της 17.3.2006, p. 120–130 (ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, NL, PL, PT, SK, SL, FI, SV)

17.3.2006   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 65/120


Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής για την Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο «Το πρόγραμμα της Χάγης: Δέκα προτεραιότητες για την επόμενη πενταετία — Η εταιρική σχέση για την ανανέωση της Ευρώπης στον τομέα της ελευθερίας, της ασφάλειας και της δικαιοσύνης»

COM(2005) 184 τελικό

(2006/C 65/22)

Την 10η Μαΐου 2005 και σύμφωνα με το άρθρο 262 της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, η Επιτροπή αποφάσισε να ζητήσει τη γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής για την ανωτέρω ανακοίνωση.

Το ειδικευμένο τμήμα «Απασχόληση, κοινωνικές υποθέσεις, δικαιώματα του πολίτη», στο οποίο ανατέθηκε η προετοιμασία των σχετικών εργασιών της ΕΟΚΕ, υιοθέτησε τη γνωμοδότησή του στις 14 Νοεμβρίου 2005 με βάση εισηγητική έκθεση του κ. PARIZA.

Κατά την 422η σύνοδο ολομέλειάς της, της 14ης και 15ης Δεκεμβρίου 2005 (συνεδρίαση της 15ης Δεκεμβρίου 2005), η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή υιοθέτησε με 98 ψήφους υπέρ, 2 ψήφους κατά και 7 αποχές την ακόλουθη γνωμοδότηση.

1.   Εισαγωγή

1.1

Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της 4ης και 5ης Νοεμβρίου 2004 ενέκρινε το δεύτερο πολυετές πρόγραμμα για τη δημιουργία ενός κοινού χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης στην Ευρωπαϊκή Ένωση — το «πρόγραμμα της Χάγης» (1). Το πρόγραμμα αυτό θεσπίζει γενικούς και ειδικούς προσανατολισμούς για την επόμενη πενταετία (2005-2009) όσον αφορά τις πολιτικές ανάπτυξης του χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης.

1.2

Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο κάλεσε την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να παρουσιάσει ένα «σχέδιο δράσης», στο οποίο οι προσανατολισμοί του προγράμματος της Χάγης θα μετατρέπονται σε συγκεκριμένες ενέργειες. Έτσι, στις 10 Μαΐου 2005, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δημοσίευσε μία ανακοίνωση με τίτλο «Το πρόγραμμα της Χάγης: Δέκα προτεραιότητες για την επόμενη πενταετία — Η εταιρική σχέση για την ανανέωση της Ευρώπης στον τομέα της ελευθερίας, της ασφάλειας και της δικαιοσύνης» (2), η οποία παρουσιάζει τους στρατηγικούς στόχους για την επόμενη πενταετία και περιλαμβάνει ένα χρονοδιάγραμμα για την υιοθέτηση της δέσμης των πολιτικών και νομοθετικών πρωτοβουλιών σε αυτά τα πεδία.

2.   Συμπεράσματα

2.1

Πέντε χρόνια μετά το Τάμπερε, δεν έχουν επιτευχθεί οι προβλεπόμενοι στόχοι. Η ΕΕ δεν αποτελεί κοινό χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης. Αν και το πρόγραμμα της Χάγης είναι λιγότερο φιλόδοξο, οι στόχοι του είναι πολύ σημαντικοί.

2.2

Για τη δημιουργία ενός πραγματικού χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης απαιτείται κατάλληλη ισορροπία μεταξύ των τριών διαστάσεων. Το πρόγραμμα της Χάγης δεν τηρεί επαρκώς αυτήν την ισορροπία. Οι πολιτικές που υιοθετούνται στον τομέα της ασφάλειας πρέπει να προστατεύουν τις αξίες της ελευθερίας και της δικαιοσύνης. Η ΕΟΚΕ πιστεύει ότι η βάση για τις πολιτικές αυτές πρέπει να είναι η προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών και τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ.

2.3

Η ΕΟΚΕ επιθυμεί να είναι η πολιτική ασφαλείας αποτελεσματική και να υπερασπίζεται τους πολίτες σε μία ελεύθερη και ανοιχτή κοινωνία, όπου βασιλεύει ο νόμος και η δικαιοσύνη, στο πλαίσιο του κράτους δικαίου. Την ημέρα που, στο όνομα της καταπολέμησης της τρομοκρατίας, θα υιοθετηθούν δυσανάλογοι νόμοι, οι οποίοι θα θυσιάζουν τα ανθρώπινα δικαιώματα στον βωμό της ασφάλειας, θα δίνουμε στους τρομοκράτες την πρώτη νίκη. Η ευρωπαϊκή κοινωνία των πολιτών πρέπει να διαδραματίσει καίριο και ενεργητικό ρόλο σε αυτό το θέμα.

2.4

Η ΕΟΚΕ επιθυμεί να αναπτυχθεί μια ιθαγένεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που θα είναι μία ιθαγένεια ενεργητική. Προτείνει μια ιθαγένεια καλύτερης ποιότητας, πιο ανοιχτή, ισόνομη και συμμετοχική, που δεν θα κάνει κανενός είδους διακρίσεις.

2.5

Η Ευρωπαϊκή Ένωση θα πρέπει να αποκτήσει κοινή διαδικασία χορήγησης ασύλου και ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες στα πλαίσια σεβασμού της Σύμβασης της Γενεύης.

2.6

Η ΕΕ χρειάζεται μια κοινή πολιτική για τη μετανάστευση, με εναρμονισμένη νομοθεσία, όχι μόνο για την αποτροπή της παράνομης μετανάστευσης και την καταπολέμηση των εγκληματικών δικτύων διακίνησης ανθρώπων, αλλά και για την εισδοχή νέων μεταναστών με νόμιμες, διαφανείς και ευέλικτες διαδικασίες.

2.7

Πρέπει να διασφαλιστεί η δίκαιη μεταχείριση των μεταναστών και των αιτούντων άσυλο, σύμφωνα με το ανθρωπιστικό δίκαιο, τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και τη νομοθεσία για την καταπολέμηση των διακρίσεων. Είναι απαραίτητο να αναπτυχθούν πολιτικές για την υποδοχή και την ενσωμάτωση των μεταναστών.

2.8

Το πρόγραμμα της Χάγης πρέπει να ενισχύσει την ελευθερία, την ασφάλεια και τη δικαιοσύνη και να παγιώσει την αποτελεσματικότητα, τη νομιμότητα, την αμοιβαία εμπιστοσύνη, την ισότητα και την αναλογικότητα. Για τον σκοπό αυτό πρέπει να χρησιμοποιηθεί το κοινοτικό κεκτημένο και όλος ο θεσμικός μηχανισμός που έχει στη διάθεσή της η ΕΕ.

2.9

Είναι απαραίτητο να αρθεί η σημερινή νομική και θεσμική πολυπλοκότητα αυτών των πολιτικών. Η διατήρηση πολλών από αυτά τα θέματα στο διακυβερνητικό πλαίσιο (τρίτος πυλώνας) δυσχεραίνει την αποτελεσματικότητα και περιορίζει τις δυνατότητες της κοινοτικής μεθόδου. Το σχέδιο Συνταγματικής Συνθήκης παρέχει μια αποτελεσματική και συνεκτική απάντηση σε πολλά από τα προβλήματα της συνεργασίας στους τομείς της ελευθερίας, της ασφάλειας και της δικαιοσύνης.

2.10

Αν και το σχέδιο Συνταγματικής Συνθήκης περιέχει νέες νομικές βάσεις για την ανάπτυξη των πολιτικών αυτών, η ισχύουσα Συνθήκη περιέχει χρήσιμα μέσα, τα οποία πρέπει να αξιοποιηθούν.

2.11

Ο ευρωπαϊκός χώρος δικαιοσύνης θα πρέπει να βασίζεται στην εμπιστοσύνη και στην αμοιβαία αναγνώριση των δικαστικών αποφάσεων. Απαιτούνται, επίσης, νέα νομοθετικά μέσα.

2.12

Πρέπει να διασφαλιστεί ότι καθένα από τα νομοθετικά μέσα που θα αναπτυχθούν σε σχέση με την «ασφάλεια» θα υπόκειται σε εξαντλητική και τακτική αξιολόγηση, όπως και σε δημοκρατικό έλεγχο από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Μόνο έτσι θα καταφέρουμε να δημιουργήσουμε πραγματικά έναν κοινό χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

2.13

Κανένας από τους στόχους που προβλέπονται στο πρόγραμμα της Χάγης και στο σχέδιο δράσης δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς τους κατάλληλους χρηματοδοτικούς πόρους. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει παρουσιάσει τρία προγράμματα-πλαίσια (Απρίλιος 2005), τα οποία αποτελούν αντικείμενο αντίστοιχων γνωμοδοτήσεων (3) της ΕΟΚΕ.

3.   Γενικές παρατηρήσεις

3.1

Μετά την κοινοτικοποίηση των πτυχών της δικαιοσύνης και των εσωτερικών υποθέσεων με τη θέση σε ισχύ της Συνθήκης του Μάαστριχτ το 1999, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Τάμπερε (15 και 16 Οκτωβρίου 1999) υιοθέτησε το πρώτο πολυετές πρόγραμμα για αυτές τις πολιτικές — το «πρόγραμμα του Τάμπερε».

3.2

Πέντε χρόνια αργότερα, η πρόοδος που έχει συντελεσθεί προς τη δημιουργία ενός κοινού χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης είναι μεγάλη. Κατά την άποψη του Συμβουλίου, «τέθηκαν τα θεμέλια για μια κοινή πολιτική στον τομέα του ασύλου και της μετανάστευσης, προετοιμάσθηκε η εναρμόνιση των συνοριακών ελέγχων, βελτιώθηκε η αστυνομική συνεργασία και έχουν προχωρήσει οι προκαταρκτικές εργασίες για τη δικαστική συνεργασία με βάση την αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης των δικαστικών αποφάσεων»  (4) .

3.3

Ωστόσο, η τελευταία διετής έκθεση ή «πίνακας» αποτελεσμάτων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η οποία αξιολογούσε την πρόοδο που είχε επιτευχθεί μέχρι το πρώτο εξάμηνο του 2004 (5), αφήνει να διαφανεί ότι το επίπεδο σύγκλισης που επιτεύχθηκε στους διάφορους τομείς πολιτικής δεν ήταν το αναμενόμενο.

3.4

Πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι υπάρχουν μεγάλες δυσκολίες για την υιοθέτηση κοινών πολιτικών και εναρμονισμένων κανόνων στον τομέα της ελευθερίας, της ασφάλειας και της δικαιοσύνης: διαφέρουν τα νομικά συστήματα, οι πολιτικοί προσανατολισμοί, ενίοτε δε και τα εθνικά συμφέροντα. Η πείρα από την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση σε άλλες πολιτικές δείχνει ότι με ισχυρή πολιτική βούληση μεταξύ των κρατών και με τη σαφή καθοδήγηση της Επιτροπής είναι δυνατόν να υπερνικηθούν τα εμπόδια.

3.5

Για την ΕΟΚΕ ο συνολικός απολογισμός είναι ανεπαρκής. Πολλοί από τους ειδικούς στόχους που είχαν συμφωνηθεί στο Τάμπερε δεν επιτεύχθηκαν και η ποιότητα πολλών από τις πολιτικές που υιοθετήθηκαν δεν ήταν η αναμενόμενη.

3.6

Το πρόγραμμα της Χάγης πήρε τώρα τη σκυτάλη στο δύσκολο έργο της ενίσχυσης και της προώθησης της δημιουργίας ενός κοινού χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης. Οι προκλήσεις είναι ποικίλες και σύνθετες (6).

3.7

Αντίθετα από το Τάμπερε, το πρόγραμμα της Χάγης δεν περιέχει καινοτόμους πολιτικές. Η οπτική του είναι ελάχιστα φιλόδοξη και βασίζεται στην ανάγκη αποτελεσματικότερης εφαρμογής και αξιολόγησης των ήδη υφιστάμενων πολιτικών για την ελευθερία, την ασφάλεια και τη δικαιοσύνη.

3.8

Το πρόγραμμα δεν παρέχει, άλλωστε, ούτε τα απαραίτητα μέσα για την επιτυχή εξάλειψη των φραγμών που εμποδίζουν τη μεγαλύτερη σύγκλιση των πολιτικών. Η ΕΟΚΕ πιστεύει ότι, με το χαμηλό επίπεδο φιλοδοξίας του προγράμματος της Χάγης, δεν πρόκειται να επιτευχθεί ένα συνεκτικό, ποιοτικό, ολοκληρωμένο και αποτελεσματικό νομοθετικό πλαίσιο το οποίο να εξασφαλίζει «κατάλληλη ισορροπία μεταξύ ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης».

3.9

Οι φραγμοί αυτοί παραμένουν βαθιά ριζωμένοι στις πολιτικές των κρατών μελών: έλλειψη αποτελεσματικότητας, αλληλεγγύης, διαφάνειας, αμοιβαίας εμπιστοσύνης, αναλογικότητας και ισορροπίας μεταξύ της ελευθερίας, της ασφάλειας και της δικαιοσύνης.

3.10

Η ΕΟΚΕ εκφράζει την ικανοποίησή της για το γεγονός ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έθεσε στο σχέδιο δράσης της την «προάσπιση και τη διασφάλιση των θεμελιωδών δικαιωμάτων και της ιθαγένειας» ως πρώτη από τις δέκα προτεραιότητες για την ανάπτυξη του χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης κατά την επόμενη πενταετία.

3.11

Ως θετικό στοιχείο μπορεί να υπογραμμιστεί το γεγονός ότι, ταυτόχρονα με την έγκριση του προγράμματος της Χάγης, εγκρίθηκε και η απόφαση για την εφαρμογή της διαδικασίας συναπόφασης και της ψηφοφορίας με ειδική πλειοψηφία σε όλα τα μέτρα του Τίτλου IV, πράγμα που σημαίνει, τουλάχιστον, ότι αίρεται άλλος ένας από τους σημαντικότερους φραγμούς που υπήρχαν μέχρι σήμερα. Εκφράζουμε, ωστόσο, τη λύπη μας για την εξαίρεση της νόμιμης μετανάστευσης από αυτό το μέτρο.

3.12

Στους ειδικούς προσανατολισμούς του, το πρόγραμμα της Χάγης κακώς αναμιγνύει τα ιδιαίτερα στοιχεία της διάστασης «ασφάλεια» με τα στοιχεία της διάστασης «ελευθερία». Πολιτικές που σχετίζονται άμεσα με την ασφάλεια λαμβάνουν σαφή προτεραιότητα και αναμιγνύονται με πτυχές που σχετίζονται με την ελευθερία και τη δικαιοσύνη. Αυτό συμβαίνει, για παράδειγμα, με τις πρωτοβουλίες που αφορούν τη χρήση συστημάτων βιομετρίας και νέων τεχνολογιών, τη διαλειτουργικότητα των βάσεων δεδομένων, την ενίσχυση των ελέγχων στα εσωτερικά και εξωτερικά σύνορα και την αποτελεσματικότερη καταπολέμηση της παράνομης μετανάστευσης, που παραδόξως όλες υπάγονται στο κεφάλαιο «Ενίσχυση της ελευθερίας».

3.13

Για την πλήρη ενίσχυση της ελευθερίας, της ασφάλειας και της δικαιοσύνης, πρέπει να τηρηθεί αυστηρά μια δίκαιη και ορθή ισορροπία μεταξύ των τριών διαστάσεων, ώστε να μην θίγονται οι θεμελιώδεις αξίες (ανθρώπινα δικαιώματα και ελευθερίες των πολιτών) και οι δημοκρατικές αρχές (κράτος δικαίου), τις οποίες ασπάζεται όλη η Ένωση. Η ελευθερία δεν πρέπει να υποταγεί στον στόχο της ασφάλειας. Ορισμένες πολιτικές προτάσεις επαναλαμβάνουν το σφάλμα που είχε διαπραχθεί σε παλαιότερες εποχές: θυσιάζουν την ελευθερία για τη βελτίωση της ασφάλειας. Η Ιστορία μάς έχει δείξει ότι οι ανοιχτές και ελεύθερες κοινωνίες είναι πιο αποτελεσματικές στην προστασία της ασφάλειας. Η προστασία των θεμελιωδών ανθρώπινων δικαιωμάτων βρίσκεται στον πυρήνα των αξιών στις οποίες πιστεύουμε σήμερα όλοι οι Ευρωπαίοι. Την ημέρα που, στο όνομα της καταπολέμησης της τρομοκρατίας, θα υιοθετηθούν δυσανάλογοι νόμοι οι οποίοι θα θυσιάζουν τα ανθρώπινα δικαιώματα στον βωμό της ασφάλειας, θα δίνουμε στους τρομοκράτες την πρώτη νίκη. Οι αξίες που μας δίνουν δύναμη έναντι των τρομοκρατών είναι οι αξίες της ελευθερίας. Οι ευρωπαϊκές πολιτικές πρέπει να προστατεύουν αποτελεσματικά τόσο την ασφάλεια όσο και τα θεμελιώδη δικαιώματα και την ελευθερία.

3.14

Στις δημοσιονομικές προοπτικές παρατηρείται επίσης η ίδια έλλειψη ισορροπίας των κοινοτικών πολιτικών, με την ασφάλεια να απορροφά το μεγαλύτερο μέρος των κονδυλίων (7).

3.15

Το πρόγραμμα της Χάγης πρέπει να προωθήσει, να ενισχύσει και να παγιώσει την αποτελεσματικότητα, τη νομιμότητα, την αμοιβαία εμπιστοσύνη, την ισότητα, την αναλογικότητα και την κατάλληλη ισορροπία μεταξύ ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης. Είναι απαραίτητο να ξεπεραστεί η σημερινή νομική και θεσμική πολυπλοκότητα των πολιτικών που σχετίζονται με την ασφάλεια και να κατοχυρωθεί αυστηρά ο επαρκής δημοκρατικός τους έλεγχος από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και η δικαστική τους εποπτεία από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

3.16

Η προαγωγή και η αυστηρή προστασία της «ελευθερίας» είναι ο πιο αποτελεσματικός τρόπος για να αντιμετωπιστούν οι προκλήσεις στις οποίες πρέπει να αντεπεξέλθει η Ευρωπαϊκή Ένωση στον αιώνα μας, μεταξύ των οποίων και οι τρομοκρατικές απειλές.

3.17

Οι οργανώσεις προάσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και γενικά όλες οι οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών έχουν να επιτελέσουν ένα πολύ σημαντικό έργο στην εφαρμογή των πολιτικών που απορρέουν από το πρόγραμμα της Χάγης.

3.18

Η ΕΟΚΕ θα συνεχίσει να προωθεί μια πολιτική συνεργασίας με τους κοινωνικούς εταίρους και τις οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών, για να εξασφαλιστεί η κατάλληλη ισορροπία κατά την εφαρμογή του προγράμματος της Χάγης στην Ευρωπαϊκή Ένωση, δεδομένου ότι η ελευθερία, η ασφάλεια και η δικαιοσύνη ανήκουν στα γενικά συμφέροντα της κοινωνίας που είναι κοινά για τις επιχειρήσεις, τους κοινωνικούς εταίρους και τις ΜΚΟ.

3.19

Η περίοδος αβεβαιότητας που άρχισε με τα δημοψηφίσματα στη Γαλλία και στην Ολλανδία θέτει μια νέα πρόκληση για την ανάπτυξη των πολιτικών μετανάστευσης και ασύλου, όπως και όλων των θεμάτων που περιλαμβάνονται στο σχέδιο δράσης του προγράμματος της Χάγης. Αν και το σχέδιο Συνταγματικής Συνθήκης περιέχει νέες νομικές βάσεις για την ανάπτυξη των πολιτικών αυτών, η ισχύουσα Συνθήκη περιέχει χρήσιμα μέσα, τα οποία πρέπει να αξιοποιηθούν.

4.   Ειδικές παρατηρήσεις για την ενίσχυση της ελευθερίας, της ασφάλειας και της δικαιοσύνης

4.1   Ενίσχυση της ελευθερίας

4.1.1

Ο σεβασμός των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των ελευθεριών των πολιτών είναι ένας από τους βασικούς πυλώνες του σχεδίου ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και ένας από τους κυριότερους στόχους της Ένωσης. Η δημιουργία ενός κοινού χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης πρέπει να θεμελιωθεί στον πλήρη σεβασμό της διάστασης της ελευθερίας, η οποία κατοχυρώνεται, μεταξύ άλλων βασικών μέσων, από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τη Σύμβαση της Γενεύης σχετικά με το καθεστώς των προσφύγων.

4.1.2

Στο πρόγραμμα της Χάγης αντικατοπτρίζεται η θετική υποδοχή από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της μετεξέλιξης του Ευρωπαϊκού Παρατηρητηρίου των Φαινομένων Ρατσισμού και Ξενοφοβίας σε Ευρωπαϊκό Οργανισμό Θεμελιωδών Δικαιωμάτων για την προστασία και την προαγωγή των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δημοσίευσε στα τέλη Ιουνίου 2005 μία πρόταση κανονισμού (8) για τη σύσταση αυτού του Οργανισμού. Ο Οργανισμός θα διαδραματίζει κεντρικό ρόλο στη διάσταση της ελευθερίας, παρέχοντας στα κοινοτικά όργανα και στα κράτη μέλη τα μέσα για την εκπλήρωση της υποχρέωσης σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων κατά τη χάραξη και την εφαρμογή των κοινοτικών πολιτικών. Θα αποτελεί επίσης εξαίρετο σημείο επαφής με την κοινωνία των πολιτών.

4.1.3   Ιθαγένεια της Ένωσης

4.1.3.1

Για να αναπτυχθεί μια πιο ποιοτική, πιο ενεργητική, πιο ανοιχτή, πιο συμμετοχική και πιο ισότιμη ιθαγένεια της Ένωσης, πρέπει να εξαλειφθούν τα εμπόδια που εξακολουθούν να υπάρχουν για την άσκηση δικαιωμάτων τα οποία έχουν ήδη καθοριστεί, ενώ σε ορισμένες ειδικές περιπτώσεις απαιτείται επέκταση των δικαιωμάτων.

4.1.3.2

Εξακολουθούν να υπάρχουν δυσκολίες για την άσκηση ορισμένων δικαιωμάτων που συνδέονται με την ιθαγένεια της Ένωσης, όπως η ελεύθερη κυκλοφορία εντός της ΕΕ ή το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι στις εκλογές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και στις τοπικές εκλογές. Πρέπει να αναπτυχθούν τα κατάλληλα μέτρα για την εξάλειψη αυτών των δυσκολιών. Επίσης, οι οδηγίες για την απαγόρευση των διακρίσεων δεν έχουν μεταφερθεί επαρκώς σε ορισμένες εθνικές νομοθεσίες.

4.1.3.3

Οι πολίτες των νέων κρατών μελών πρέπει να απολαύουν χωρίς άλλη καθυστέρηση όλων των δικαιωμάτων που απορρέουν από την ιθαγένεια της Ένωσης. Ο προσωρινός περιορισμός των δικαιωμάτων τους είναι μια ανωμαλία η οποία πρέπει να εξαλειφθεί ταχέως. Οι περιορισμοί αυτοί δημιουργούν σε αυτούς τους πολίτες πολυάριθμα εργασιακά και κοινωνικά προβλήματα και αποτελούν απαράδεκτη διάκριση εις βάρος τους, θέτοντάς τους σε θέση «πολιτών β' κατηγορίας».

4.1.3.4

Η ΕΟΚΕ έχει προτείνει (9) να καθιερωθεί ένα νέο κριτήριο χορήγησης της ιθαγένειας της Ένωσης: να είναι πολίτες της Ένωσης και οι υπήκοοι τρίτων χωρών που κατοικούν μόνιμα στην ΕΕ για μεγάλο χρονικό διάστημα, που διαθέτουν δηλαδή το καθεστώς του «επί μακρόν διαμένοντος». Τα δικαιώματα που απορρέουν από την ιθαγένεια και, ιδιαίτερα, το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι στις δημοτικές εκλογές αποτελούν θεμελιώδες μέσο για την ενσωμάτωση των μεταναστών.

4.1.3.5

H ενσωμάτωση των μεταναστών έχει ζωτική σημασία για την κοινωνική συνοχή στα κράτη μέλη. Χωρίς αυτήν, οι μετανάστες — και τα παιδιά και τα εγγόνια τους, που έχουν γεννηθεί και ανατραφεί στην ΕΕ — κινδυνεύουν να αποτελέσουν θύματα κοινωνικού αποκλεισμού και αλλοτρίωσης.

4.1.4   Κοινός χώρος ασύλου  (10)

4.1.4.1

Η Ευρωπαϊκή Ένωση θέτει πάλι προθεσμία άλλων πέντε ετών για την επίτευξη ενός στόχου που είχε θέσει και πέντε χρόνια νωρίτερα: να αποκτήσει κοινή διαδικασία χορήγησης ασύλου και ενιαίο καθεστώς για τα άτομα στα οποία χορηγείται άσυλο ή επικουρική προστασία. Με τη νέα πενταετή προθεσμία φαίνεται ότι θα επιτευχθεί αυτός ο στόχος· προφανώς, όμως, θα πρέπει να μειωθούν οι αντιστάσεις που υπήρχαν μέχρι σήμερα, ώστε να μπορέσουν να ληφθούν όλα τα απαραίτητα μέτρα. Εξάλλου, όσο σημαντικό είναι να προχωρήσουμε χωρίς καθυστέρηση, άλλο τόσο σημαντικό είναι να προχωρήσουμε βάσει ρυθμίσεων που συνάδουν με τα θεμελιώδη δικαιώματα που συνδέονται με το άσυλο. Το σύστημα της ειδικής πλειοψηφίας στο Συμβούλιο και η συναπόφαση με το Κοινοβούλιο θα δώσουν τη δυνατότητα να υιοθετηθεί νομοθεσία καλύτερης ποιότητας.

4.1.4.2

Στο σχέδιο δράσης προβλέπεται η αξιολόγηση, το 2007, της μεταφοράς και της εφαρμογής των ήδη υφιστάμενων νομικών μέσων που σχετίζονται με το άσυλο. Η αξιολόγηση αυτή είναι βεβαίως απαραίτητη, ενόψει των διαφορών που προκύπτουν κατά τη μεταφορά και εφαρμογή των ισχυουσών οδηγιών (προσωρινή προστασία, στοιχειώδεις κανόνες υποδοχής, Δουβλίνο ΙΙ κλπ.). Η αξιολόγηση θα πρέπει να καθοδηγηθεί από τον στόχο της εφαρμογής των υφιστάμενων νομικών μέσων σύμφωνα με τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις διεθνείς συμβάσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα και από τη Σύμβαση της Γενεύης του 1951.

4.1.4.3

Όσον αφορά τα νέα μέσα που προβλέπονται, η ΕΟΚΕ θεωρεί θετικές όλες τις προόδους στον συντονισμό των πρακτικών χορήγησης ασύλου μεταξύ των κρατών μελών, την ανάπτυξη του καθεστώτος του «επί μακρόν διαμένοντος» για τους πρόσφυγες, την αξιολόγηση της εφαρμογής του Ευρωπαϊκού Ταμείου Προσφύγων κλπ.

4.1.4.4

Ωστόσο, δεν είναι ορθό το αίτημα να υποβάλλονται οι αιτήσεις ασύλου εκτός του εδάφους της ΕΕ. Η ΕΟΚΕ τάσσεται υπέρ του να προωθήσει η ΕΕ τη βελτίωση του επιπέδου ανθρωπιστικής προστασίας στις τρίτες χώρες, αλλά δεν πρέπει να περιοριστεί ή να απαγορευθεί το διεθνώς αναγνωρισμένο δικαίωμα των ατόμων που χρήζουν προστασίας να εισέλθουν στο έδαφος της ΕΕ για να υποβάλουν την αίτησή τους.

4.1.5   Νόμιμη μετανάστευση και διαδικασίες εισδοχής

4.1.5.1

Έχουν περάσει ήδη πέντε χρόνια από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Τάμπερε και όμως δεν έχουν επιτευχθεί οι προβλεπόμενοι στόχοι — να αποκτήσει δηλαδή η Ευρωπαϊκή Ένωση κοινή πολιτική για τη μετανάστευση. Έχει σημειωθεί κάποια πρόοδος, η Επιτροπή έχει καταρτίσει πολυάριθμες πολιτικές και νομοθετικές προτάσεις, το Κοινοβούλιο έχει επίσης υιοθετήσει πολυάριθμα ψηφίσματα και πρωτοβουλίες, οι οποίες όμως δεν ελήφθησαν επαρκώς υπόψη από το Συμβούλιο. Η ΕΟΚΕ συνεργάστηκε ενεργά με την Επιτροπή και το Κοινοβούλιο και κατήρτισε πολυάριθμες γνωμοδοτήσεις, προκειμένου να αποκτήσει η Ένωση πραγματική κοινή σχετική πολιτική και εναρμονισμένη νομοθεσία.

4.1.5.2

Η κοινή πολιτική μετανάστευσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης πρέπει να είναι θετική για όλους:

για τα άτομα που έρχονται στην ΕΕ για να αναζητήσουν καλύτερες ευκαιρίες και πρέπει να έχουν δίκαιη μεταχείριση,

για τις ευρωπαϊκές κοινωνίες υποδοχής,

αλλά και για την ανάπτυξη των χωρών καταγωγής.

4.1.5.3

Κατά τα προσεχή έτη, η Ευρώπη θα χρειαστεί νέους οικονομικούς μετανάστες, για να συμβάλουν στην οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη (11). Η δημογραφική κατάσταση μας δείχνει ότι η στρατηγική της Λισαβόνας ενδέχεται να καταρρεύσει, αν δεν τροποποιήσουμε τις πολιτικές για τη μετανάστευση. Χρειάζονται ενεργητικές πολιτικές για την εισδοχή εργαζομένων τόσο υψηλής όσο και χαμηλότερης εξειδίκευσης. Αν και κάθε κράτος έχει τις δικές του ανάγκες και τα δικά του χαρακτηριστικά, από όλα τα κράτη λείπουν τα πολιτικά και νομοθετικά μέσα που να επιτρέπουν τη νόμιμη είσοδο νέων μεταναστών, διατηρώντας τις ισορροπίες των αγορών εργασίας.

4.1.5.4

Δεν καταλαβαίνουμε γιατί στο Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ορισμένες κυβερνήσεις προέβαλαν βέτο στις νομοθετικές προτάσεις της Επιτροπής και διατηρούν τις παλιές περιοριστικές πρακτικές προηγούμενων εποχών. Εν τω μεταξύ, αυξάνεται η παραοικονομία και η αδήλωτη εργασία, που αποτελεί τον πραγματικό «κράχτη προσέλευσης» για τους μετανάστες χωρίς χαρτιά. Ελλείψει κοινής ευρωπαϊκής νομοθεσίας, τα κράτη μέλη υιοθετούν νέες νομοθεσίες με πολύ διαφορετικές πολιτικές προσεγγίσεις, προσθέτοντας νέα προβλήματα για την εναρμόνιση. Οι διαφορετικές αυτές πολιτικές προσεγγίσεις και οι νομοθετικές αποκλίσεις προξενούν σύγχυση και αβεβαιότητα στους πολίτες.

4.1.5.5

Το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης πρέπει να εγκαταλείψει τον κανόνα της ομοφωνίας και να λαμβάνει τις αποφάσεις του με ειδική πλειοψηφία και σε συναπόφαση με το Κοινοβούλιο. Μόνο έτσι θα μπορέσει να αναπτυχθεί ποιοτική νομοθεσία. Η αλλαγή αυτή πρέπει να γίνει επειγόντως, πριν από τη μελέτη των νέων νομοθετικών προτάσεων. Η νομοθεσία που θα υιοθετηθεί θα πρέπει να έχει υψηλό βαθμό εναρμόνισης. Μια ευρωπαϊκή νομοθεσία μινιμαλιστικού χαρακτήρα, που αφήνει τις ουσιώδεις πτυχές στη διακριτική ευχέρεια του εθνικού νομοθέτη, θα παρατείνει και στο μέλλον τα σημερινά προβλήματα.

4.1.5.6

Για τη νέα νομοθεσία όσον αφορά την εισδοχή, είναι καλύτερο να θεσπιστεί ένα γενικό, οριζόντιο νομοθετικό πλαίσιο μάλλον παρά τομεακοί κανόνες (12). Η πρόταση οδηγίας για την εισδοχή που κατήρτισε στο παρελθόν η Επιτροπή και που η ΕΟΚΕ υποστήριξε με ορισμένες τροποποιήσεις (13), εξακολουθεί να αποτελεί ορθή νομοθετική πρόταση. Συμπληρωματικά, μπορούν να θεσπιστούν ειδικοί κανόνες για τομεακά ζητήματα και ειδικές συνθήκες. Αν το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης επιλέξει μια τομεακή προσέγγιση, μόνο για την εισδοχή μεταναστών με υψηλή επαγγελματική ειδίκευση, δεν θα είναι χρήσιμη για τη ρύθμιση μεγάλου μέρους της μετανάστευσης και, επιπλέον, θα εισάγει διακρίσεις. Αυτή η επιλογή μπορεί να είναι πιο εύκολη για το Συμβούλιο, όμως απομακρύνεται από τις ευρωπαϊκές ανάγκες.

4.1.5.7

Το σχέδιο Συνταγματικής Συνθήκης καθορίζει τα όρια της κοινής νομοθεσίας: το δικαίωμα των κρατών μελών να καθορίζουν τον όγκο των μεταναστών που πρέπει να γίνουν δεκτοί στο έδαφός τους. Ο περιορισμός αυτός δεν αποτελεί εμπόδιο για την επίτευξη υψηλού βαθμού νομοθετικής εναρμόνισης. Είναι περισσότερο κίνητρο για να γίνεται η εθνική διαχείριση της οικονομικής μετανάστευσης με διαφανείς διαδικασίες. Στο πλαίσιο της κοινοτικής νομοθεσίας, η αρμόδια αρχή για την έκδοση των αδειών εργασίας και διαμονής θα είναι η αντίστοιχη αρχή κάθε κράτους μέλους. Έτσι, κάθε κράτος θα μπορεί να αποφασίζει σε συνεργασία με τους κοινωνικούς εταίρους τα χαρακτηριστικά των μεταναστών που χρειάζεται — αν θα είναι υψηλής ή χαμηλής επαγγελματικής ειδίκευσης, αν θα προορίζονται για βιομηχανικές δραστηριότητες, για τη γεωργία, για οικοδομικές κατασκευές, για τις υπηρεσίες ή για όλα αυτά.

4.1.5.8

Η οικονομική μετανάστευση έχει μεγάλη σχέση με τις αγορές εργασίας, γι' αυτό και είναι απαραίτητο να συμμετέχουν επαρκώς οι κοινωνικοί εταίροι στη χάραξη και στη διαχείριση αυτών των πολιτικών.

4.1.5.9

Μόνο όταν η Ευρωπαϊκή Ένωση αποκτήσει κοινή νομοθεσία για την εισδοχή υπηκόων τρίτων χωρών για εργασιακούς λόγους, θα υπάρχει μεγαλύτερη συνεργασία όλων των κρατών μελών στη διαχείριση των μεταναστευτικών ροών και πιο διαφανείς διαδικασίες.

4.1.5.10

Οι διαδικασίες εισδοχής θα πρέπει να έχουν δύο σκέλη: την απόδειξη ότι υπάρχουν οικονομικές ανάγκες και μια προσωρινή άδεια διάρκειας έξι μηνών έως ενός έτους για την αναζήτηση εργασίας, την οποία κάθε κράτος μέλος θα διαχειρίζεται σε συνεργασία με τους κοινωνικούς εταίρους.

4.1.5.11

Οι άνθρωποι που μεταναστεύουν στην Ευρώπη πρέπει να έχουν δίκαιη μεταχείριση. Η κοινοτική νομοθεσία για την εισδοχή πρέπει να περιλαμβάνει και τα δικαιώματα των μεταναστών. Η νομοθεσία για τη μετανάστευση πρέπει να σέβεται τις διεθνείς συμβάσεις για τα δικαιώματα του ανθρώπου, τους κανόνες της ΔΟΕ και τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ. Σύμφωνα με τις οδηγίες για την απαγόρευση των διακρίσεων, οι μετανάστες εργαζόμενοι πρέπει να έχουν τα ίδια οικονομικά, εργασιακά και κοινωνικά δικαιώματα (συμπεριλαμβανομένης της κοινωνικής ασφάλισης) με τους κοινοτικούς εργαζόμενους.

4.1.5.12

Η οδηγία για το καθεστώς του επί μακρόν διαμένοντα περιέχει ευρύτερα δικαιώματα όσον αφορά την ασφάλεια του καθεστώτος και την κινητικότητα εντός της Ένωσης. Η ΕΟΚΕ έχει προτείνει τα άτομα αυτά να έχουν επίσης δικαίωμα ιθαγένειας. Έχει εκδώσει μία γνωμοδότηση πρωτοβουλίας που απηύθυνε στην Ευρωπαϊκή Συνέλευση, στην οποία πρότεινε να χορηγείται η ιθαγένεια της Ένωσης στους υπηκόους τρίτων χωρών που κατοικούν μόνιμα ή επί μακρόν στην ΕΕ.

4.1.5.13

Είναι απαραίτητο να βελτιωθεί η συνεργασία με τις χώρες καταγωγής, όχι μόνο για να αποφευχθεί η παράνομη μετανάστευση, αλλά και για να μετατραπεί η μετανάστευση σε παράγοντα οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης των χωρών αυτών. Η ΕΟΚΕ υποστηρίζει αυτό που είπε πριν από ένα χρόνο στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ, κ. Κόφι Ανάν, ο οποίος πρότεινε να εγγραφεί το ζήτημα των μεταναστεύσεων στην ημερήσια διάταξη της διεθνούς κοινότητας και να εξεταστεί από πολυμερή οπτική.

4.1.5.14

Η ΕΟΚΕ εξέδωσε μια γνωμοδότηση πρωτοβουλίας (14), στην οποία καλούσε τα κράτη μέλη να προσυπογράψουν τη «Διεθνή Σύμβαση για την προστασία των δικαιωμάτων όλων των διακινούμενων εργαζομένων και των μελών των οικογενειών τους», η οποία εγκρίθηκε από τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ το 1990 και τέθηκε σε ισχύ το 2003 και η οποία, ωστόσο, δεν έχει επικυρωθεί από τα μέλη της ΕΕ.

4.1.5.15

Η κοινή πολιτική για τη μετανάστευση που επιθυμεί η ΕΟΚΕ είναι ευρύτερη από τη νομοθεσία για την εισδοχή. Είναι απαραίτητο να τεθεί σε εφαρμογή μια κοινοτική μέθοδος συντονισμού για να βελτιωθούν:

η καταπολέμηση της παραοικονομίας και της αδήλωτης εργασίας,

ο έλεγχος των συνόρων και η καταπολέμηση των εγκληματικών δικτύων εμπορίας ανθρώπων,

οι πολιτικές ενσωμάτωσης, για τις οποίες η ΕΟΚΕ έχει διατυπώσει διάφορες προτάσεις.

4.1.5.16

Είναι λάθος να θεωρούμε ότι οι μετανάστες θα παραμείνουν στην Ευρώπη ως προσωρινοί προσκεκλημένοι. Μερικοί θα επιστρέψουν εκουσίως στη χώρα καταγωγής τους, ενώ άλλοι θα εγκατασταθούν στην Ευρώπη επί μακρόν ή μόνιμα. Η ΕΟΚΕ διοργάνωσε το 2002 μία διάσκεψη προκειμένου να καταστεί η ενσωμάτωση βασική πτυχή της νέας ευρωπαϊκής πολιτικής για τη μετανάστευση. Στη διάσκεψη αυτή έλαβαν μέρος πολυάριθμοι εμπειρογνώμονες, οι κοινωνικοί εταίροι και οι σημαντικότερες ΜΚΟ των 25 κρατών μελών. Στα συμπεράσματα προτάθηκε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή ένα «Πρόγραμμα για την ενσωμάτωση».

4.1.5.17

Η ΕΟΚΕ εκφράζει την ικανοποίησή της για το ευρωπαϊκό πλαίσιο ενσωμάτωσης που προτείνει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, και για τη συμπερίληψη στόχων ενσωμάτωσης στο πρόγραμμα της Χάγης. Στις δημοσιονομικές προοπτικές 2007-2013 προβλέπονται επίσης σημαντικά κονδύλια για τις πολιτικές ενσωμάτωσης, πράγμα με το οποίο συμφωνεί η ΕΟΚΕ.

4.1.5.18

Η ενσωμάτωση (15) είναι μια αμφίδρομη διεργασία μεταξύ της κοινωνίας υποδοχής και των μεταναστών. Όμως, εκείνες που διαθέτουν πολιτικά και δημοσιονομικά μέσα είναι οι κυβερνήσεις, οι τοπικές και περιφερειακές αρχές και, βέβαια, η Ευρωπαϊκή Ένωση.

4.1.5.19

Το πρόγραμμα για την ενσωμάτωση πρέπει να περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τις εξής πτυχές:

Αρχική υποδοχή: πληροφορίες και συμβουλές. Διδασκαλία της γλώσσας και των εθίμων.

Επαγγελματική ενσωμάτωση υπό συνθήκες ίσης μεταχείρισης. Ο ρόλος των κοινωνικών εταίρων εδώ έχει θεμελιώδη σημασία, γι' αυτό η ΕΟΚΕ έχει συστήσει στους ευρωπαίους κοινωνικούς εταίρους να συμπεριλάβουν αυτό το θέμα στην ημερήσια διάταξη του κοινωνικού διαλόγου.

Πρόσβαση στην εκπαίδευση χωρίς διακρίσεις.

Ενσωμάτωση στην πόλη, με αποφυγή των υποβαθμισμένων αστικών γκέτο και των διαχωρισμών που δημιουργούν. Απαιτούνται νέες πολιτικές δεσμεύσεις από πλευράς των δημοτικών και των περιφερειακών αρχών.

Πρόσβαση στην ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και στις άλλες δημόσιες υπηρεσίες υπό συνθήκες ισότητας.

Η νέα ευρωπαϊκή κοινωνία είναι πολυπολιτισμική· οι πολιτισμικές ταυτότητες δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται για σκοπούς διαχωρισμού ξενοφοβικής υποκίνησης.

4.1.5.20

Οι οδηγίες που έχουν υιοθετηθεί για την απαγόρευση των διακρίσεων αποτελούν εξαίρετες νομικές πράξεις, αλλά δεν λύνουν όλα τα προβλήματα. Απαιτούνται ενεργητικές πολιτικές, καθώς και νέες δεσμεύσεις από πλευράς της κοινωνίας των πολιτών, η οποία πρέπει να προωθεί νοοτροπίες κοινωνικής ενσωμάτωσης. Η ΕΟΚΕ θα συνεχίσει να προωθεί τον διάλογο μεταξύ των οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών και, για τον σκοπό αυτό, θα καταρτίσει εντός των προσεχών μηνών μία νέα γνωμοδότηση πρωτοβουλίας με στόχο την προώθηση νέων δεσμεύσεων υπέρ της ενσωμάτωσης από πλευράς των περιφερειακών και των δημοτικών αρχών.

4.1.6   Καταπολέμηση της παράνομης μετανάστευσης

4.1.6.1

Το πρόγραμμα της Χάγης εντάσσει την καταπολέμηση της παράνομης μετανάστευσης στο ίδιο κεφάλαιο με τους συνοριακούς ελέγχους. Η ΕΟΚΕ έχει ήδη εκφραστεί θετικά για την ίδρυση του Οργανισμού Διαχείρισης των Συνόρων (16), για τη δημιουργία μεσοπρόθεσμα ενός ευρωπαϊκού συστήματος συνοριακών φρουρών και για τη βελτίωση του συντονισμού των εθνικών συνοριακών αρχών. Ο στόχος πρέπει να είναι διττός: αφενός, η αποτελεσματικότερη καταπολέμηση των εγκληματικών δικτύων διακίνησης και εμπορίας ανθρώπων και, αφετέρου, η ανθρωπιστική αρωγή και η δίκαιη μεταχείριση που πρέπει να έχουν τα θύματα.

4.1.6.2

Η ΕΟΚΕ επικροτεί τα μέσα που έχει θέσει σε εφαρμογή η Ευρωπαϊκή Ένωση στην πορεία του χρόνου για την καταπολέμηση της διακίνησης και της εμπορίας ανθρώπων. Ανάμεσά τους διακρίνουμε την οδηγία για τον ορισμό της υποβοήθησης της παράνομης μετανάστευσης (17), την απόφαση-πλαίσιο για την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων (18) και την οδηγία σχετικά με τη χορήγηση τίτλου παραμονής στα θύματα που συνεργάζονται με τη δικαιοσύνη (19). Η ΕΟΚΕ διατύπωσε επικρίσεις για ορισμένες πτυχές αυτών των μέσων, αλλά επικρότησε τη γενική τους προσέγγιση.

4.1.6.3

Όμως, για την αποτροπή της παράνομης μετανάστευσης, απαιτείται δράση και σε άλλους τομείς. Είναι απαραίτητο να παρέχουμε στους μετανάστες νόμιμες, διαφανείς και ευέλικτες διαδικασίες εισδοχής και είναι επίσης απαραίτητο να καταπολεμήσουμε την παραοικονομία και την αδήλωτη εργασία, για να αποτρέψουμε την εργασιακή εκμετάλλευση στην οποία υποβάλλονται συχνά πολλοί παράνομοι μετανάστες.

4.1.6.4

Είναι επίσης αναγκαίο να βελτιωθεί η συνεργασία με τις γειτονικές χώρες και τις χώρες διέλευσης για την αποτροπή της παράνομης μετανάστευσης και την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων.

4.2   Ενίσχυση της ασφάλειας

4.2.1

Στα πλαίσια του προγράμματος της Χάγης επισημαίνεται ότι «η ασφάλεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κρατών μελών της έχει γίνει πιο επείγον ζήτημα, κυρίως ύστερα από τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 στις Ηνωμένες Πολιτείες και της 11ης Μαρτίου 2004 στη Μαδρίτη», ενώ προτείνεται αποτελεσματικότερη συντονισμένη δράση για τα κοινά διασυνοριακά προβλήματα, με ιδιαίτερη προσοχή στον τομέα της ασφάλειας.

4.2.2

Η Ευρωπαϊκή Στρατηγική Ασφαλείας της 12ης Δεκεμβρίου 2003 (20), η οποία καθορίζει τον ρόλο και την ευθύνη της ΕΕ στο νέο πλαίσιο της παγκόσμιας ασφάλειας, συγκατέλεξε την τρομοκρατία μεταξύ των σημαντικότερων απειλών του αιώνα μας. Η στρατηγική αυτή κατέστησε επίσης σαφή τη στενή σύνδεση των εσωτερικών και των εξωτερικών πτυχών της ασφάλειας σε μια Ευρώπη με κοινά εξωτερικά σύνορα, χωρίς εσωτερικά σύνορα και με ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων.

4.2.3

Η τρομοκρατία προσβάλει τους ίδιους τους πυλώνες της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου: τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις ελευθερίες των πολιτών, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος στη ζωή. Μια συντονισμένη ευρωπαϊκή δράση είναι, πράγματι, απολύτως απαραίτητη. Για να μπορούν οι πολίτες να ασκούν πλήρως τις ελευθερίες και τα δικαιώματά τους, η Ευρωπαϊκή Ένωση οφείλει να διασφαλίσει ένα υψηλό επίπεδο ασφάλειας. Σύμφωνα με το άρθρο 29 της ΣΕΕ, η Ένωση έχει την υποχρέωση «να παρέχει στους πολίτες υψηλό επίπεδο προστασίας εντός ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης». Κανένα κράτος δεν μπορεί να αντιμετωπίσει μόνο του το φαινόμενο που ονομάζεται «τρομοκρατία». Η συνεργασία και ο συντονισμός σε ευρωπαϊκό επίπεδο κατά της εγκληματικότητας και του διασυνοριακού οργανωμένου εγκλήματος πρέπει να ενισχυθούν με τη θέσπιση μιας κοινής στρατηγικής.

4.2.4

Οι επιθέσεις του Ιουλίου 2005 στο Λονδίνο κατέστησαν για μία ακόμη φορά εμφανή μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις της σημερινής εποχής: πώς να αποτρέψουμε και να καταπολεμήσουμε αποτελεσματικά την τρομοκρατία, σεβόμενοι πλήρως τα θεμελιώδη δικαιώματα και τις ελευθερίες των πολιτών και ενισχύοντας τη δημοκρατία και το κράτος δικαίου.

4.2.5

Σε έκτακτη σύνοδό του στις 13 Ιουλίου 2005, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο υιοθέτησε τη «Δήλωση σχετικά με την απάντηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατόπιν των επιθέσεων στο Λονδίνο», στην οποία επισημαίνει την αναγκαιότητα επίσπευσης της εφαρμογής του σχεδίου δράσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά της τρομοκρατίας, το οποίο είχε υιοθετηθεί στις 21 Σεπτεμβρίου 2001. Πολλές από τις νομοθετικές πρωτοβουλίες που παρουσιάζονταν σε αυτή τη δήλωση επέσυραν τις επικρίσεις του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, των ΜΚΟ και της κοινωνίας των πολιτών. Οι επικρίσεις αυτές βασίζονταν στην αμφιβολία όσον αφορά τη συμβατότητά τους με τις αρχές της νομιμότητας, της αναλογικότητας και της αποτελεσματικότητας (21).

4.2.6

Υπάρχει πλήθος παραγόντων που περιορίζουν την αποδοτικότητα μιας κοινής στρατηγικής ασφαλείας σε ευρωπαϊκό επίπεδο: η έλλειψη αποτελεσματικότητας του νομικού πλαισίου με βάση το οποίο αναπτύσσονται οι πολιτικές αυτές, ο αποκλεισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, ο πολύπλοκος χαρακτήρας των καταβολών, των αιτίων και της λειτουργίας της διεθνούς τρομοκρατίας και του οργανωμένου εγκλήματος, η έλλειψη βούλησης ορισμένων κρατών μελών να αναγνωρίσουν και να μελετήσουν τις ιδιαιτερότητες, η ανυπαρξία κοινού ορισμού της τρομοκρατίας σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο, η έλλειψη αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ των αστυνομικών και των δικαστικών αρχών των κρατών μελών.

4.2.7

Η θέση σε εφαρμογή πολιτικών ασφαλείας που δεν εξασφαλίζουν τη δέουσα ισορροπία με τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων είναι ένα σφάλμα που μειώνει την αποτελεσματικότητα της καταπολέμησης της τρομοκρατίας.

4.2.8

Μία από τις μεγαλύτερες αδυναμίες της ευρωπαϊκής συνεργασίας σε θέματα ασφάλειας είναι το γεγονός ότι οι σχετικές πολιτικές παραμένουν εκτός του κοινοτικού πλαισίου και αναπτύσσονται κυρίως με τη διακυβερνητική μέθοδο (τρίτος πυλώνας της ΕΕ). Ο ρόλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι, κατά συνέπεια, πολύ περιορισμένος. Το γεγονός αυτό έχει αρκετές αρνητικές συνέπειες, όπως για παράδειγμα η έλλειψη αποτελεσματικότητας (η οποία οφείλεται κατά μεγάλο μέρος στη χρήση του κανόνα της ομοφωνίας) και διαφάνειας στη διαδικασία λήψης των αποφάσεων και ο αποκλεισμός της συμμετοχής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Όσο για την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου στον τρίτο πυλώνα, τα κράτη μέλη θα πρέπει να την αποδεχθούν με σχετική δήλωση (22).

4.2.9

Ένα σαφές παράδειγμα του γεγονότος ότι οι διαστάσεις «της ελευθερίας, της ασφάλειας και της δικαιοσύνης» εξακολουθούν να αναπτύσσονται σε καθαρά κυβερνητικό πλαίσιο είναι η Συνθήκη του Prüm (ή Σένγκεν ΙΙΙ) της 27ης Μαΐου 2005 σχετικά με την εμβάθυνση της διασυνοριακής συνεργασίας, ιδίως σε θέματα καταπολέμησης της τρομοκρατίας, του διασυνοριακού εγκλήματος και της παράνομης μετανάστευσης. Στη διαπραγμάτευση και την υιοθέτηση αυτής της Συνθήκης έλαβαν μέρος μόνο επτά κράτη μέλη (23). Η απόφαση ελήφθη με αδιαφανή διαδικασία, παρά τη μεγάλη σπουδαιότητα των καλυπτόμενων πολιτικών και θεμάτων (24).

4.2.10

Αυτός ο τύπος αποκλειστικά διακυβερνητικής συνεργασίας αποδυναμώνει το ευρωπαϊκό σχέδιο και όλον τον κοινό χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης και οδηγεί σε μείωση της ολοκλήρωσης της Ευρώπης. Η ολοκλήρωση της Ευρώπης πρέπει, αντίθετα, να προαχθεί και να ενισχυθεί σε αυτούς τους τομείς πολιτικής, με τη χρήση της κοινοτικής μεθόδου και του κατάλληλου θεσμικού πλαισίου. Η κοινοτική μέθοδος παρέχει μια πιο ολοκληρωμένη, πιο αποτελεσματική, πιο σφαιρική και πιο συνεκτική προσέγγιση και σύστημα για την αντιμετώπιση των προκλήσεων της εποχής μας.

4.2.11

Η συμμετοχή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στη διαδικασία λήψης των αποφάσεων και η αναγνώριση στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων γενικής αρμοδιότητας για αυτές τις πολιτικές θα συντελούσαν σημαντικά στον σεβασμό των δημοκρατικών αξιών και του κράτους δικαίου. Είναι απαραίτητος ο κοινοβουλευτικός και δικαστικός έλεγχος όλων των νομικών πράξεων που υιοθετούνται και προτείνονται για την ασφάλεια στο πλαίσιο του τρίτου πυλώνα της ΕΕ, όπως και της λειτουργίας και των δραστηριοτήτων των οργανισμών που έχουν συσταθεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο για τον σκοπό αυτό (Ευρωπόλ, Eurojust, Ευρωπαϊκή Αστυνομική Ακαδημία/CEPOL, Task Force των Αρχηγών Αστυνομίας, Ευρωπαϊκή Συνοριοφυλακή κλπ.).

4.2.12

Η ασφάλεια είναι το πρώτιστο μέλημα του προγράμματος της Χάγης, και αποτελεί τον σπουδαιότερο στρατηγικό στόχο του χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης. Η διάσταση της ασφάλειας είναι παρούσα και στα τμήματα του προγράμματος που αφορούν την ελευθερία και τη δικαιοσύνη. Επομένως, είναι εσφαλμένη η συμπερίληψη στο κεφάλαιο «Ενίσχυση της ελευθερίας»: της καταπολέμησης της παράνομης μετανάστευσης, των συστημάτων βιομετρίας και πληροφοριών (ανάπτυξη και διαλειτουργικότητα βάσεων δεδομένων), της πολιτικής επιστροφής και επανεισδοχής, της ενίσχυσης των ελέγχων των συνόρων, της πολιτικής θεωρήσεων κλπ.

4.2.13

Εξάλλου, το πρόγραμμα της Χάγης δίνει προτεραιότητα στην ανάγκη αποτελεσματικότερης και καταλληλότερης εφαρμογής και αξιολόγησης των ήδη υφιστάμενων μέτρων για την ελευθερία, την ασφάλεια και τη δικαιοσύνη (25). Πριν αναπτυχθεί και προαχθεί οποιαδήποτε πολιτική σε ένα από τα τρία αυτά πεδία, θα πρέπει να διενεργείται λεπτομερής μελέτη της αποτελεσματικότητας, της αναλογικότητας και της νομιμότητας των αντίστοιχων μέτρων, διότι απαιτείται νομοθεσία καλής ποιότητας.

4.2.14

Είναι απαραίτητο ένα συνεκτικό και σαφές νομικό πλαίσιο για την πλήρη προστασία των προσωπικών δεδομένων και τον δικαστικό και κοινοβουλευτικό έλεγχο. Η πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να έχουν οι υπηρεσίες της τη δυνατότητα να προβαίνουν σε συστηματική, τακτική και αυστηρή διακρίβωση (αξιολόγηση αντικτύπου) της τήρησης του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων στις νομοθετικές της προτάσεις είναι πολύ θετική (26). Ωστόσο, η διακρίβωση αυτή θα πρέπει να διενεργείται και για την τελική μορφή των μέτρων που υιοθετούνται από το Συμβούλιο. Σε όλα τα στάδια της διαδικασίας λήψης αποφάσεων και πρακτικής εφαρμογής πρέπει να τηρείται η ισορροπία ανάμεσα στην προστασία της ιδιωτικής ζωής και των προσωπικών δεδομένων (ελευθερία) — όπως προβλέπεται π.χ. στο άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών και στην οδηγία 95/46/EΚ (27) — και την ασφάλεια κατά την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αστυνομικών αρχών και άλλων υπηρεσιών ασφαλείας.

4.2.15

Η διεύρυνση της αποστολής του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, ώστε να συμπεριλάβει και πτυχές που σχετίζονται με τον τρίτο πυλώνα της ΕΕ (Τίτλος VI της ΣΕΕ), θα αποτελούσε σημαντικό στοιχείο για τη διασφάλιση της κατάλληλης ισορροπίας μεταξύ της ελευθερίας, της ασφάλειας και της δικαιοσύνης στις πολιτικές που αναπτύσσει η Ένωση (28).

4.2.16

Το πρόγραμμα της Χάγης αποδίδει μεγάλη σημασία σε μια σειρά μέτρων κατά της τρομοκρατίας, τα οποία αποσκοπούν κυρίως στην ενίσχυση της ανταλλαγής πληροφοριών σχετικά με την ύπαρξη απειλών κατά της εσωτερικής και εξωτερικής ασφάλειας μεταξύ των υπηρεσιών πληροφοριών και ασφαλείας των κρατών μελών, στην καταπολέμηση της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, στη στρατηγική ανάλυση της τρομοκρατικής απειλής από τις υπηρεσίες πληροφοριών και ασφαλείας και την Ευρωπόλ, στην προστασία των κρίσιμων υποδομών και στη διαχείριση των συνεπειών.

4.2.17

Ένα από τα πιο καινοτόμα στοιχεία που παρουσιάζονται στο πρόγραμμα της Χάγης, στο κεφάλαιο «Ενίσχυση της ασφάλειας», είναι η αρχή της διαθεσιμότητας των πληροφοριών. Η αρχή αυτή θεσπίζει μια νέα προσέγγιση για τη βελτίωση της διασυνοριακής ανταλλαγής αστυνομικών πληροφοριών στην ΕΕ, η οποία βασίζεται στη δυνατότητα των διωκτικών αρχών ενός κράτους μέλους να λαμβάνουν από άλλο κράτος μέλος όλες τις πληροφορίες που χρειάζονται για τις έρευνές τους (29). Το ακριβές περιεχόμενο, ο πραγματικός αντίκτυπος, το πεδίο εφαρμογής και οι συνθήκες χρήσης της επαναστατικής αυτής αρχής δεν είναι καθόλου σαφή επί του παρόντος. Για την εφαρμογή της θα χρειαστεί υψηλός βαθμός εμπιστοσύνης μεταξύ των αστυνομικών αρχών των ενδιαφερόμενων κρατών. Η έλλειψη αυτής της εμπιστοσύνης ήταν ένας από τους αποφασιστικούς παράγοντες που ανέκοπταν τη συνεργασία σε ευρωπαϊκό επίπεδο μέχρι σήμερα. Είναι απαραίτητο να ενισχυθεί η συνεργασία των οργανισμών, των οργάνων και των φορέων της Ευρωπαϊκής Ένωσης που είναι αρμόδιοι για τα θέματα της ελευθερίας, της ασφάλειας και της δικαιοσύνης. Εξάλλου, θα πρέπει να διασφαλιστεί ο δικαστικός έλεγχος της λειτουργίας στην πράξη της αρχής της διαθεσιμότητας και των δραστηριοτήτων που θα αναληφθούν με βάση την αρχή αυτή. Η ΕΟΚΕ τάσσεται υπέρ της πρότασης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σχετικά με την προστασία των προσωπικών δεδομένων που διαβιβάζονται στο πλαίσιο της αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις (30).

4.2.18

Η ΕΟΚΕ επιθυμεί να υπάρχει επαρκής συνεργασία μεταξύ των ευρωπαϊκών οργανισμών στους τομείς της ελευθερίας, της ασφάλειας και της δικαιοσύνης. Το πρόγραμμα της Χάγης υποστηρίζει την ενίσχυση στην πράξη της συνεργασίας και του συντονισμού μεταξύ των εθνικών αστυνομικών, δικαστικών και τελωνειακών αρχών, καθώς και μεταξύ αυτών και της Ευρωπόλ. Τα κράτη μέλη πρέπει να ενισχύσουν τον χαρακτήρα της Ευρωπόλ ως οργάνου ευρωπαϊκού επιπέδου και να της δώσουν τη δυνατότητα να διαδραματίζει, μαζί με τη Eurojust, αποφασιστικό ρόλο στην καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος και της τρομοκρατίας. Είναι απαράδεκτο το γεγονός ότι δεν έχουν ακόμη επικυρωθεί και εφαρμοστεί από όλα τα κράτη μέλη τα πρωτόκολλα για την τροποποίηση της Σύμβασης για την Ευρωπόλ. Αυτό είναι ιδιαίτερα επείγον, αν θέλουμε πραγματικά να παράσχουμε στην Ευρωπόλ την υποστήριξη και τα απαραίτητα μέσα για να λειτουργεί αποτελεσματικά ως ακρογωνιαίος λίθος της ευρωπαϊκής αστυνομικής συνεργασίας. Αντί να ανακαθορίσουν τις αρμοδιότητές της, τα κράτη μέλη πρέπει να πειστούν για την προστιθέμενη αξία της και για την αναγκαιότητα της πλήρους συνεργασίας μαζί της. Από την άλλη πλευρά, το πρόγραμμα επισημαίνει ότι από την 1η Ιανουαρίου 2006 η Ευρωπόλ θα αντικαταστήσει τις ετήσιες εκθέσεις της για την κατάσταση της εγκληματικότητας στην Ευρωπαϊκή Ένωση με «αξιολογήσεις των απειλών» σχετικά με σοβαρές μορφές οργανωμένου εγκλήματος. Η μεγαλύτερη αυτή πρακτική χρησιμότητα του ρόλου της Ευρωπόλ πρέπει να συνοδευθεί με μια εξαντλητική δημοκρατική αξιολόγηση των δραστηριοτήτων της. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και τα εθνικά κοινοβούλια, όπως και το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, πρέπει να διαδραματίσουν κεντρικό ρόλο στη δημοκρατική εποπτεία και τον δικαστικό έλεγχο των δραστηριοτήτων της.

4.2.19

Μια άλλη σειρά μέτρων στα οποία έχει δοθεί σαφής προτεραιότητα στο πολιτικό πρόγραμμα εργασίας είναι εκείνα που βασίζονται στα συστήματα βιομετρίας και πληροφοριών. Η μη συμβατότητα των περισσότερων από αυτά τα μέτρα με τις αρχές της νομιμότητας, της αναλογικότητας και της αποτελεσματικότητας επικρίνεται τακτικά από την Επιτροπή Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (31) και από τις οργανώσεις προάσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η έλλειψη επαρκών εγγυήσεων και αποτελεσματικών νομικών μέσων για την ανάπτυξή τους ενισχύει αυτά τα επιχειρήματα. Ανεξάρτητα από τις επικρίσεις που έχουν εκφραστεί για αυτά τα μέσα, στη δήλωση που υιοθετήθηκε κατά την έκτακτη σύνοδο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 13ης Ιουλίου 2005 σχετικά με την αντίδραση της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις επιθέσεις στο Λονδίνο τονίστηκε η ανάγκη επείγουσας υιοθέτησής τους (32).

4.2.20

Το πρόγραμμα της Χάγης δίνει σαφή προτεραιότητα στη θέσπιση μηχανισμών αξιολόγησης των ήδη υφιστάμενων πολιτικών. Πριν υιοθετηθούν οι προβλεπόμενες πρωτοβουλίες, είναι απαραίτητο να διενεργηθεί λεπτομερής και ανεξάρτητη μελέτη της αποτελεσματικότητας, της προστιθέμενης αξίας, της αναλογικότητας και του ηθικού ερείσματός τους (σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των ελευθεριών των πολιτών). Δεν είναι δυνατόν, στο όνομα της καταπολέμησης της τρομοκρατίας, να αναπτυχθεί μια πολιτική με ανεπανόρθωτες συνέπειες στην προστασία της ελευθερίας και της δημοκρατίας, η οποία να δημιουργήσει στη συνέχεια μεγαλύτερη ανασφάλεια για όλους.

4.2.21

Όσον αφορά τα μέτρα για την καταπολέμηση της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και της νομιμοποίησης παράνομων εσόδων από τις εγκληματικές οργανώσεις, απαιτείται κατάλληλη προσέγγιση και μεταφορά των νομικών πράξεων που διευκολύνουν την αποτελεσματικότερη εποπτεία των χρηματοοικονομικών ροών για τις οποίες υπάρχει υποψία ότι χρηματοδοτούν εγκληματικές δραστηριότητες, ιδίως στο πλαίσιο της καταπολέμησης της νομιμοποίησης παράνομων εσόδων (33).

4.2.22

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πρότεινε πρόσφατα έναν κώδικα ορθών πρακτικών για την αποφυγή της χρησιμοποίησης ΜΚΟ για τη χρηματοδότηση εγκληματικών οργανώσεων. Η ΕΟΚΕ επικροτεί την έναρξη διαδικασίας διαβούλευσης της Επιτροπής με την κοινωνία των πολιτών και τις ΜΚΟ για αυτό το θέμα και εκφράζει την ανησυχία της για την αβάσιμη σύνδεση που κάνει η Επιτροπή μεταξύ ΜΚΟ και τρομοκρατίας, επειδή δημιουργεί σύγχυση και είναι εσφαλμένη. Οι ΜΚΟ και η οργανωμένη κοινωνία των πολιτών διαδραματίζουν κεντρικό ρόλο στην καταπολέμηση της τρομοκρατίας και του οργανωμένου εγκλήματος (34).

4.2.23

Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Στρατηγική Ασφαλείας και την προτεραιότητα που δίδει στην ανάπτυξη μιας συνεκτικής εξωτερικής διάστασης της πολιτικής ασφαλείας, το πρόγραμμα της Χάγης προβλέπει ως ουσιώδες συμπλήρωμα της στρατηγικής αυτής την ανάπτυξη, το αργότερο μέχρι την 1η Ιουλίου 2006, ενός ολοκληρωμένου και συντονισμένου μηχανισμού διαχείρισης των εσωτερικών κρίσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης που έχουν διασυνοριακές επιπτώσεις. Ο μηχανισμός αυτός θα πρέπει να περιλαμβάνει αξιολόγηση των δυνατοτήτων όλων των κρατών μελών, δημιουργία αποθεμάτων, κατάρτιση, κοινές ασκήσεις και επιχειρησιακά σχέδια για τη διαχείριση μη στρατιωτικών κρίσεων. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα δημοσιεύσει, εντός του 2005, μία απόφαση για τη δημιουργία γενικού συστήματος έγκαιρης προειδοποίησης (ARGUS) και κέντρου διαχείρισης κρίσεων που θα συντονίζει τα υπάρχοντα συστήματα προειδοποίησης, καθώς και μία πρόταση για τη δημιουργία ενός δικτύου προειδοποίησης για τις υποδομές ζωτικής σημασίας.

4.2.24

Η ΕΟΚΕ πιστεύει ότι η ΕΕ πρέπει να υιοθετήσει για την κοινή στρατηγική ασφαλείας μια νέα προσέγγιση η οποία να χαρακτηρίζεται από αποδοτικότητα, αποτελεσματικότητα, ηθικό έρεισμα και αναλογικότητα. Για τις διάφορες μορφές τρομοκρατίας χρειάζονται διαφορετικές λύσεις και ειδικά μέσα, ανάλογα με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της κάθε εγκληματικής πράξης.

4.2.25

Είναι επίσης απαραίτητο να μελετηθούν τα αίτια του βίαιου εξτρεμισμού των ευάλωτων ομάδων και οι διαδικασίες στρατολόγησης των τρομοκρατών, προκειμένου να αποτραπεί η ανάπτυξή τους. Η μελέτη αυτή πρέπει, επιπλέον, να συνοδευθεί με πολιτική ώθηση και δέσμευση υπέρ του συνεχούς και ανοιχτού διαλόγου μεταξύ των θρησκειών και των πολιτισμών και με καταπολέμηση της μισαλλοδοξίας, του ρατσισμού, της ξενοφοβίας και του βίαιου εξτρεμισμού.

4.2.26

Η Επιτροπή πρέπει να μελετήσει τη δυνατότητα συμπερίληψης της τρομοκρατίας στα εγκλήματα που αποτελούν αρμοδιότητα του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου.

4.3   Ενίσχυση της δικαιοσύνης

4.3.1

Σύμφωνα με τη λογική που είχε υποστηριχθεί παλαιότερα, στα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Τάμπερε του 1999, το πρόγραμμα της Χάγης δίνει προτεραιότητα στη δημιουργία ενός κοινού ευρωπαϊκού χώρου δικαιοσύνης με βάση την αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης των δικαστικών αποφάσεων και της πρόσβασης στη δικαιοσύνη.

4.3.2

Έχει καταστεί εμφανές σε διάφορους τομείς (35) ότι είναι απαραίτητο να ενισχυθεί η αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ των επιμέρους δικαστικών αρχών και νομικών συστημάτων. Η ενίσχυση της εμπιστοσύνης είναι βασική προϋπόθεση για την ανάπτυξη δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές και αστικές υποθέσεις. Οι δικαστικές αρχές και, γενικά, όλα τα όργανα που συμμετέχουν στη δικαστική διαδικασία πρέπει να θεωρούν τις αποφάσεις των αρχών των άλλων κρατών μελών ισοδύναμες με τις δικές τους. Δεν πρέπει να αμφισβητείται ούτε η δικαιοδοσία και η ποιότητα των δικαστικών αποφάσεων ούτε ο σεβασμός του δικαιώματος δίκαιης δίκης. Η έλλειψη εμπιστοσύνης, οι διαφορές μεταξύ των νομικών συστημάτων τόσο ποινικού όσο και αστικού δικαίου των κρατών μελών και η έλλειψη πλήρους και αμοιβαίας γνώσης αυτών των συστημάτων εξακολουθούν να παρεμβάλλουν εμπόδια στο διασυνοριακό όραμα για αυτές τις πολιτικές και την εδραίωση της δικαστικής συνεργασίας σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

4.3.3

Το πρόγραμμα της Χάγης προβλέπει την ανάπτυξη «ευρωπαϊκής δικαστικής παιδείας» βασισμένης στην εγγενή πολυμορφία των νομικών συστημάτων και παραδόσεων που υπάρχουν σε εθνικό επίπεδο. Εξάλλου, το πρόγραμμα ζητεί να καταβληθεί περισσότερη προσπάθεια για τη διευκόλυνση της πρόσβασης στη δικαιοσύνη και την ίδια τη δικαστική συνεργασία. Επιπλέον, τονίζεται ότι η αμοιβαία εμπιστοσύνη (36) πρέπει να βασίζεται στη βεβαιότητα ότι όλοι οι ευρωπαίοι πολίτες έχουν πρόσβαση σε ένα δικαστικό σύστημα υψηλής ποιότητας (37).

4.3.4

Αντίθετα από το πολυετές πρόγραμμα που είχε θεσπιστεί στο Τάμπερε, το πρόγραμμα της Χάγης είναι σε γενικές γραμμές λιγότερο φιλόδοξο. Αντί να παρουσιάζει μεγάλο αριθμό μέτρων και νέων νομοθετικών προτάσεων, δίνει μεγαλύτερη σημασία στη θέσπιση ενός συστήματος αντικειμενικής και αμερόληπτης αξιολόγησης και στην εφαρμογή των ήδη υφιστάμενων μέτρων για τη δικαιοσύνη, με σεβασμό της ανεξαρτησίας της δικαστικής εξουσίας.

4.3.5

Εκτός από την έλλειψη αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ των δικαστικών αρχών των κρατών μελών, άλλη πολύ σημαντική αδυναμία της δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις είναι η υπαγωγή της στον τρίτο πυλώνα της ΕΕ και άρα εκτός της κοινοτικής αρμοδιότητας (της κοινοτικής μεθόδου). Ο ρόλος της ΕΕ είναι, συνεπώς, πολύ περιορισμένος, γεγονός που έχει αρκετές αρνητικές συνέπειες όπως, για παράδειγμα, η έλλειψη αποτελεσματικότητας, διαφάνειας και συμμετοχής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στη νομοθετική διαδικασία και η έλλειψη γενικής δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Στο πλαίσιο του τρίτου πυλώνα, τα κράτη μέλη πρέπει να αποδεχθούν την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου να αποφαίνεται για την ερμηνεία και το κύρος των αναπτυσσόμενων πολιτικών με σχετική δήλωση.

4.3.6

Όσον αφορά τη δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις, δόθηκε σαφής προτεραιότητα στα μέτρα για την εφαρμογή της αρχής αυτής (ασφάλεια) εις βάρος της προστασίας των στοιχειωδών δικονομικών δικαιωμάτων σε ευρωπαϊκό επίπεδο (ελευθερία). Ένα καλό παράδειγμα αυτής της ανισορροπίας μεταξύ ελευθερίας και ασφάλειας είναι το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, το οποίο αποτελεί την πρώτη υλοποίηση της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης των δικαστικών αποφάσεων στο πεδίο του ποινικού δικαίου (38). Παρά τον άμεσο αντίκτυπο του «ευρωεντάλματος» στα δικαιώματα των ατόμων, τρία χρόνια μετά την υιοθέτησή του εξακολουθεί να μην υπάρχει παράλληλο νομοθετικό πλαίσιο για την προστασία των δικονομικών δικαιωμάτων των υπόπτων και των κατηγορουμένων σε ποινικές δίκες στην ΕΕ.

4.3.7

Λαμβάνοντας υπόψη την ύπαρξη του κενού αυτού, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δημοσίευσε τον Απρίλιο του 2004 πρόταση απόφασης-πλαισίου σχετικά με ορισμένα δικονομικά δικαιώματα στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών σε ολόκληρη την ΕΕ (2004/328). Η απόφαση αυτή καθορίζει κοινούς ελάχιστους κανόνες σχετικά με τα δικονομικά δικαιώματα που εφαρμόζονται σε όλες τις δικαστικές διαδικασίες που διεξάγονται στην Ευρωπαϊκή Ένωση με σκοπό την εξακρίβωση της ενοχής ή της αθωότητας ατόμου που είναι ύποπτο για την τέλεση αξιόποινης πράξεως ή με σκοπό τη λήψη απόφασης μετά την παραδοχή της ενοχής για ποινικό αδίκημα. Καλύπτει, επίσης, τα ένδικα μέσα που μπορούν να ασκηθούν στο πλαίσιο αυτών των διαδικασιών (39). Αν και υπάρχουν αρκετές επικρίσεις σχετικά με τους περιορισμούς που παρουσιάζει αυτή η απόφαση όσον αφορά τα δικονομικά δικαιώματα, η υιοθέτησή της θα ενισχύσει την αμοιβαία εμπιστοσύνη και την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων των πολιτών, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη. Οι δυσκολίες επίτευξης πολιτικής συμφωνίας στους κόλπους του Συμβουλίου είναι τεράστιες. Είναι απαράδεκτο να μην καταλήγουν οι εκπρόσωποι των κρατών μελών σε συμφωνία σε σχέση με αυτή την πρωτοβουλία (40). Από την άλλη πλευρά, πρέπει να καταβληθεί ειδική μέριμνα ώστε η επείγουσα ανάγκη να επιτευχθεί συμφωνία να μην χρησιμοποιηθεί ως δικαιολογία για να μειωθεί ακόμη περισσότερο το επίπεδο προστασίας της πρότασης όσον αφορά τη δέσμη των δικαιωμάτων των υπόπτων και των κατηγορουμένων σε ποινικές δίκες.

4.3.8

Το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης αποτελεί επίσης καλό παράδειγμα της έλλειψης αμοιβαίας εμπιστοσύνης και της νομικής πολυπλοκότητας που επικρατεί συχνά στην ΕΕ κατά τη συνεργασία σε ποινικές δικαστικές υποθέσεις και σε θέματα ασφαλείας. Εκτός της δύσκολης διαδικασίας της μεταφοράς της απόφασης-πλαισίου στην πλειονότητα των κρατών μελών, στη Γερμανία και στην Πολωνία ασκήθηκε προσφυγή στο Συνταγματικό Δικαστήριο κατά των νομικών πράξεων μεταφοράς του «ευρωεντάλματος» στο εθνικό δίκαιο, λόγω υποτιθέμενης μη συμβατότητάς τους με τους συνταγματικούς κανόνες των χωρών αυτών. Το Συνταγματικό Δικαστήριο της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας (Bundesverfassungsgericht) δήλωσε τελικά, σε απόφαση της 18ης Ιουλίου 2005 (41), ότι ο νόμος που μεταφέρει το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης στη γερμανική έννομη τάξη είναι άκυρος, επειδή παραβιάζει τις γερμανικές συνταγματικές εγγυήσεις, καθώς δεν προβλέπει δυνατότητα προσφυγής κατά της απόφασης έκδοσης ενώπιον του δικαιοδοτικού οργάνου που έλαβε αυτήν την απόφαση.

4.3.9

Η πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για μία απόφαση-πλαίσιο σχετικά με το ευρωπαϊκό ένταλμα συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων αποτελεί επίσης τμήμα του περίπλοκου γρίφου του συστήματος δικαστικής συνεργασίας στην ΕΕ (42). Σκοπός αυτής της απόφασης ήταν να αντικαταστήσει τους ισχύοντες μηχανισμούς δικαστικής συνδρομής με την αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης. Η πρωτοβουλία προβλέπει τη δυνατότητα έκδοσης «ευρωπαϊκού εντάλματος» για τη συγκέντρωση αντικειμένων, εγγράφων και άλλων στοιχείων, προκειμένου να χρησιμοποιηθούν στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών. Η πρόταση αυτή επικρίθηκε ανοιχτά και χαρακτηρίσθηκε πρόωρη, λόγω της ανυπαρξίας παράλληλου νομοθετικού πλαισίου για την αποτελεσματική νομική προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων.

4.3.10

Η έλλειψη φιλοδοξίας που εμφανίζει το πρόγραμμα της Χάγης όσον αφορά τη διάσταση της δικαιοσύνης θα μπορούσε να διορθωθεί μέσω της αναγνώρισης γενικής αρμοδιότητας στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων σε αυτούς τους τόσο ευαίσθητους για τα κράτη μέλη τομείς. Το Δικαστήριο του Λουξεμβούργου υιοθετεί γενικά καινοτόμο και ενεργητική θέση στην ερμηνεία και την ανάπτυξη των κοινοτικών πολιτικών. Όσον αφορά την αστυνομική και δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις, ειδικότερα, πρέπει να υπογραμμίσουμε μία από τις πιο πρόσφατες και πιο σημαντικές αποφάσεις του: την υπόθεση Pupino C-105/03 της 16ης Ιουνίου 2005 (43).

4.3.11

Όσον αφορά τη δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις, το πρόγραμμα της Χάγης επαναλαμβάνει πόσο σημαντικό είναι να μην συνιστούν τα σύνορα μεταξύ των κρατών εμπόδιο στη διευθέτηση υποθέσεων αστικού δικαίου ή στην αίτηση και την εκτέλεση αποφάσεων για αστικές υποθέσεις. Είναι απαραίτητο να εξαλειφθούν τα νομικά και δικαστικά εμπόδια στις αστικές και οικογενειακές διαφορές με διασυνοριακές επιπτώσεις, για να διασφαλιστεί η προστασία και η άσκηση των δικαιωμάτων των πολιτών. Το πρόγραμμα αναφέρει ότι θα πρέπει να συνεχιστούν οι εργασίες όσον αφορά τη σύγκρουση των νόμων για τις μη συμβατικές (Ρώμη ΙΙ) και για τις συμβατικές υποχρεώσεις (Ρώμη Ι), την ευρωπαϊκή εντολή πληρωμών και τα εναλλακτικά μέσα διευθέτησης των διαφορών και των μικροδιαφορών.

4.3.12

Η παγίωση και η ενίσχυση της συνεργασίας για την αμοιβαία αναγνώριση των αποφάσεων σε θέματα δικονομικού, οικογενειακού και κληρονομικού δικαίου συγκαταλέγονται επίσης στις προτεραιότητες για την επόμενη πενταετία. Ωστόσο, στο πεδίο αυτό οι διαφορές των νομικών παραδόσεων και νοοτροπιών δυσχεραίνουν την πραγματική και σταθερή πρόοδο προς έναν κοινό χώρο δικαιοσύνης. Γι' αυτό, είναι ιδιαίτερα σημαντικό να μελετηθούν προσεκτικά τα διάφορα μέτρα που ενισχύουν την αμοιβαία εμπιστοσύνη και την ιδέα μιας κοινής δικαστικής παιδείας στην ΕΕ (44).

4.3.13

Το πρόγραμμα της Χάγης αναφέρει ότι «για την αποτελεσματική καταπολέμηση του διασυνοριακού οργανωμένου εγκλήματος και άλλων σοβαρών εγκλημάτων και της τρομοκρατίας απαιτείται συνεργασία και συντονισμός των ανακρίσεων και, όταν αυτό είναι δυνατόν, επικεντρωμένες διώξεις από την Eurojust, σε συνεργασία με την Ευρωπόλ». Το Συμβούλιο πρέπει να εγκρίνει τον «ευρωπαϊκό νόμο» για την Eurojust λαμβάνοντας υπόψη όλες τις λειτουργίες που της έχουν ανατεθεί. Πρέπει, ακόμη, να διευκρινιστεί η σχέση (συνεργασία) μεταξύ της Eurojust και της Ευρωπόλ.

Βρυξέλλες, 15 Δεκεμβρίου 2005

Η Πρόεδρος

της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής

Anne-Marie SIGMUND


(1)  Το πρόγραμμα της Χάγης: ενίσχυση της ελευθερίας, της ασφάλειας και της δικαιοσύνης στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ΕΕ C 53 της 3.3.2005.

(2)  Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο «Το πρόγραμμα της Χάγης: Δέκα προτεραιότητες για την επόμενη πενταετία – Η εταιρική σχέση για την ανανέωση της Ευρώπης στον τομέα της ελευθερίας, της ασφάλειας και της δικαιοσύνης», COM(2005) 184 τελικό, Βρυξέλλες, 10.5.2005.

(3)  Βλ. τις γνωμοδοτήσεις SOC/210-211-212 (εισηγητές: η κα King, η κα Le Nouail Marlière και ο κ. Cabra de Luna).

(4)  Πρόγραμμα της Χάγης, όπου προηγ., Εισαγωγή.

(5)  Ανακοίνωση της Επιτροπής «Χώρος ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης: Απολογισμός του προγράμματος Τάμπερε και μελλοντικές κατευθύνσεις», COM(2004) 401 τελικό, Βρυξέλλες, 2.6.2004.

(6)  Σημειωτέον ότι η Δανία, η Ιρλανδία και το Ηνωμένο Βασίλειο διαπραγματεύθηκαν ειδικά πρωτόκολλα, τα οποία προσαρτήθηκαν στη Συνθήκη του Άμστερνταμ και τα οποία τους παρέχουν τη δυνατότητα να μην συμμετέχουν στις πολιτικές που υιοθετούνται βάσει του Τίτλου IV της Συνθήκης ΕΚ.

(7)  Βλ. τις γνωμοδοτήσεις SOC/210-211-212 (εισηγητές: η κα King, η κα Le Nouail Marlière και ο κ. Cabra de Luna).

(8)  Βλ. την ανακοίνωση της Επιτροπής COM(2005) 280 τελικό, για την οποία η ΕΟΚΕ καταρτίζει αυτόν τον καιρό γνωμοδότηση (SOC/216).

(9)  Βλ. γνωμοδότηση της ΕΟΚΕ με θέμα «Η απόκτηση της ιθαγένειας της Ευρωπαϊκής Ένωσης», ΕΕ C 208 της 3.9.2003 (εισηγητής: ο κ. PARIZA CASTAΝOS).

(10)  Βλ. τις γνωμοδοτήσεις που έχει εκδώσει η ΕΟΚΕ για το άσυλο (μετά το Τάμπερε).

(11)  Βλ. τη γνωμοδότηση για την ανακοίνωση της Επιτροπής «Μετανάστευση, ένταξη και απασχόληση» (COM(2003) 336 τελικό), ΕΕ C 80 της 30.3.2004 (εισηγητής: ο κ. Pariza Castaños).

(12)  Βλ. τη γνωμοδότηση για την «Πράσινη Βίβλο – Για μια κοινοτική προσέγγιση της διαχείρισης της οικονομικής μετανάστευσης» (COM(2004) 811 τελικό), ΕΕ C 286 της 17.11.2005 (εισηγητής: ο κ. Pariza Castaños).

(13)  Βλ. τη γνωμοδότηση της ΕΟΚΕ σχετικά με την πρόταση οδηγίας για τις προϋποθέσεις εισόδου και διαμονής υπηκόων τρίτων χωρών (COM(2001) 386 τελικό), ΕΕ C 80 της 3.4.2002 (εισηγητής: ο κ. Pariza Castaños).

(14)  Βλ. γνωμοδότηση με θέμα «Η Διεθνής Σύμβαση για τους διακινούμενους εργαζόμενους», ΕΕ C 302 της 7.12.2004 (εισηγητής: ο κ. Pariza Castaños).

(15)  Βλ. τη γνωμοδότηση με τίτλο «Η μετανάστευση, η ένταξη και ο ρόλος της οργανωμένης κοινωνίας των πολιτών», ΕΕ C 125 της 27.5.2002 (εισηγητής: ο κ. Pariza Castaños), και τη γνωμοδότηση με θέμα «Μετανάστευση, ένταξη και απασχόληση», ΕΕ C 80 της 30.3.2004 (εισηγητής: ο κ. Pariza Castaños).

(16)  Βλ. τη γνωμοδότηση της ΕΟΚΕ για αυτόν τον Οργανισμό, ΕΕ C 108 της 30.4.2004 (εισηγητής: ο κ. PARIZA CASTAΝOS).

(17)  Οδηγία 2002/90/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2002.

(18)  Απόφαση-πλαίσιο του Συμβουλίου, της 19ης Ιουλίου 2002.

(19)  Οδηγία 2004/81/EΚ της 29ης Απριλίου 2004.

(20)  Βλ. «Μια ασφαλής Ευρώπη σ' έναν καλύτερο κόσμο – Ευρωπαϊκή Στρατηγική Ασφαλείας», Βρυξέλλες, 12 Δεκεμβρίου 2003, Javier Solana, Ύπατος Εκπρόσωπος της ΕΕ για την Κοινή Εξωτερική Πολιτική και την Πολιτική Ασφαλείας.

(21)  Επισημαίνεται, μεταξύ των άλλων, η πρόταση της Γαλλικής Δημοκρατίας, της Ιρλανδίας, του Βασιλείου της Σουηδίας και του Ηνωμένου Βασιλείου για ένα σχέδιο απόφασης-πλαισίου για τη φύλαξη δεδομένων που υποβάλλονται σε επεξεργασία και αποθηκεύονται σε συνάρτηση με την παροχή υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών διαθέσιμων στο κοινό ή δεδομένων που περιλαμβάνονται σε δημόσια δίκτυα επικοινωνιών, με σκοπό την πρόληψη, τη διερεύνηση, τον εντοπισμό και τη δίωξη του εγκλήματος και των ποινικών αδικημάτων εν γένει, συμπεριλαμβανομένης της τρομοκρατίας (2004/8958 της 28ης Απριλίου 2004). Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρουσίασε παράλληλη πρόταση οδηγίας σχετικά με τη φύλαξη δεδομένων που υποβάλλονται σε επεξεργασία σε συνάρτηση με την παροχή υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών διαθέσιμων στο κοινό (COM(2005) 438 τελικό, 21.09.05), η οποία παρέχει περισσότερες εγγυήσεις από ό,τι η διακυβερνητική πρόταση και εξασφαλίζει τη συμμετοχή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

(22)  Βλ. άρθρο 35 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Μέχρι σήμερα μόνο τα εξής 14 κράτη μέλη έχουν αποδεχθεί την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου σε θέματα που σχετίζονται με τον τρίτο πυλώνα της ΕΕ: Γερμανία, Αυστρία, Βέλγιο, Ελλάδα, Λουξεμβούργο, Ολλανδία, Σουηδία, Φινλανδία, Ισπανία, Πορτογαλία, Ιταλία, Γαλλία, Τσεχική Δημοκρατία και Ουγγαρία.

(23)  Βέλγιο, Γερμανία, Ισπανία, Γαλλία, Λουξεμβούργο, Κάτω Χώρες και Αυστρία.

(24)  Μεταξύ άλλων, μέτρα για την πρόληψη των τρομοκρατικών επιθέσεων, για τις βάσεις δεδομένων DNA, τη χρήση συνοδείας ασφαλείας στις πτήσεις, τη διασυνοριακή αρωγή σε περίπτωση σημαντικών συμβάντων, κρίσεων, καταστροφών και σοβαρών ατυχημάτων και την υποστήριξη στις περιπτώσεις επαναπατρισμού παράνομων μεταναστών.

(25)  Απόφαση του Συμβουλίου σχετικά με τη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού δικαστικού δικτύου για αστικές και εμπορικές υποθέσεις, 2001/470/EΚ, 28 Μαΐου 2001, EΕ L 174, 27.6.2001.

(26)  Ανακοίνωση της Επιτροπής «Η τήρηση του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων στο πλαίσιο των νομοθετικών προτάσεων της Επιτροπής - Μεθοδολογία συστηματικού και αυστηρού ελέγχου», COM(2005) 172 τελικό, 27.4.2005.

(27)  Οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Οκτωβρίου 1995 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών, ΕΕ L 281 της 23.10.1995.

(28)  Πρόταση απόφασης του Συμβουλίου για τη χορήγηση εξουσιοδότησης στον Οργανισμό Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης προκειμένου να ασκεί τις δραστηριότητές του στους τομείς που αναφέρονται στον τίτλο VI της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, COM(2005) 280 τελικό, 30 Ιουνίου 2005, 2005/0125/CNS.

(29)  Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρουσίασε στις 12 Οκτωβρίου 2005 πρόταση απόφασης-πλαισίου σχετικά με την ανταλλαγή πληροφοριών στο πλαίσιο της αρχής της διαθεσιμότητας (COM(2005) 490 τελικό, 12.10.2005).

(30)  Απόφαση-πλαίσιο σχετικά με τη μεταβίβαση προσωπικών δεδομένων στο πλαίσιο της αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις (COM(2005)475, 4.10.2005).

(31)  Έκθεση σχετικά με την πρωτοβουλία της Δημοκρατίας της Γαλλίας, της Ιρλανδίας, του Βασιλείου της Σουηδίας και του Ηνωμένου Βασιλείου για μία απόφαση-πλαίσιο του Συμβουλίου σχετικά με τη φύλαξη δεδομένων, των οποίων η επεξεργασία και διατήρηση σχετίζονται με την παροχή δημοσίων υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών ή τα οποία υπάρχουν σε δημόσια δίκτυα επικοινωνίας, με σκοπό την πρόληψη, διερεύνηση, διαπίστωση και δίωξη αξιοποίνων πράξεων στις οποίες συμπεριλαμβάνεται και η τρομοκρατία [8958/2004 - C6-0198/2004 - 2004/0813(CNS)], Επιτροπή Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων, Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, εισηγητής: Alexander Nuno Alvaro, 31.5.2005

(32)  Οι προτάσεις αυτές, οι οποίες αποτελούν ανάπτυξη του κεκτημένου του Σένγκεν, περιλαμβάνουν για παράδειγμα: τη βελτίωση της διαλειτουργικότητας και της συνέργιας μεταξύ των βάσεων δεδομένων που έχουν δημιουργηθεί από τη δεύτερη γενιά του συστήματος πληροφοριών του Σένγκεν (SIS II), το σύστημα πληροφόρησης για τις θεωρήσεις (VIS) και το Eurodac, την ενσωμάτωση βιομετρικών αναγνωριστικών στοιχείων στα ταξιδιωτικά έγγραφα, στις θεωρήσεις, στα διαβατήρια, στις άδειες διαμονής και στα συστήματα πληροφόρησης, τη διατήρηση των δεδομένων που έχουν υποστεί επεξεργασία σε σχέση με την παροχή δημόσιων υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών για τη διαπίστωση, διερεύνηση και δίωξη τρομοκρατικών δραστηριοτήτων, την ανταλλαγή δεδομένων σχετικά με τους επιβάτες αεροπορικών εταιρειών (PNR) για λόγους ασφάλειας των πτήσεων με τις ΗΠΑ, τον Καναδά και την Αυστραλία, την αμοιβαία πρόσβαση στις βάσεις δεδομένων DNA και δακτυλικών αποτυπωμάτων κλπ.

(33)  Γνωμοδότηση της ΕΟΚΕ σχετικά με την «Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, συμπεριλαμβανομένης της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας» (COM (2004) 448 τελικό), ΕΕ C 267 της 27.10.2005 (εισηγητής: ο κ. Simpson).

(34)  Βλ. το σχέδιο γνωμοδότησης του ειδικευμένου τμήματος «Απασχόληση, κοινωνικές υποθέσεις, δικαιώματα του πολίτη» για την Πρόταση απόφασης του Συμβουλίου για τη θέσπιση του ειδικού προγράμματος «Πρόληψη, ετοιμότητα και διαχείριση των συνεπειών της τρομοκρατίας» για την περίοδο 2007-2013 – Γενικό πρόγραμμα «Ασφάλεια και προστασία των ελευθεριών», SOC/212, εισηγητής: ο κ. Cabra de Luna, Βρυξέλλες, 14 Δεκεμβρίου 2005.

(35)  Π. χ. σε σχέση με τον κοινοτικό τελωνειακό κώδικα (βλ. κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 2913/92 του Συμβουλίου της 12ης Οκτωβρίου 1992 περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα, ΕΕ L 302 της 19.10.1992, σ. 1- 50).

(36)  Πρόγραμμα της Χάγης, όπου προηγ. (υποσημείωση 1), σημείο 3.2 «Οικοδόμηση εμπιστοσύνης και αμοιβαία εμπιστοσύνη».

(37)  Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, στο σχέδιο δράσης της για την εφαρμογή του προγράμματος, δηλώνει ότι «η Ένωση πρέπει να εκπονήσει όχι μόνο διατάξεις σχετικά με τη δικαιοδοσία, την αναγνώριση και τη σύγκρουση των νομοθεσιών, αλλά και μέτρα για την οικοδόμηση αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ των κρατών μελών, με τη θέσπιση στοιχειωδών διαδικαστικών κανόνων και την εξασφάλιση υψηλού επιπέδου ποιότητας των δικαιοδοτικών συστημάτων, ιδίως όσον αφορά τη διεξαγωγή δίκαιης δίκης και τον σεβασμό των δικαιωμάτων υπεράσπισης».

(38)  Απόφαση-πλαίσιο του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2002, για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των κρατών μελών, 2002/584/ΔΕΥ, EΕ L 190 της 18.7.2002, σ. 1.

(39)  Πρόταση απόφασης-πλαισίου του Συμβουλίου σχετικά με ορισμένα δικονομικά δικαιώματα στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση (COM(2004) 328 τελικό της 28.4.2004).

(40)  Η πρόταση περιλαμβάνει τα εξής δικαιώματα: συνδρομή δικηγόρου, πρόσβαση σε δωρεάν διερμηνεία και μετάφραση, παροχή της δέουσας μέριμνας στα πρόσωπα που αδυνατούν να κατανοήσουν ή να παρακολουθήσουν τη διαδικασία, δικαίωμα επικοινωνίας με τις προξενικές αρχές όταν πρόκειται για αλλοδαπό ύποπτο και γνωστοποίηση στους υπόπτους των δικαιωμάτων τους (με την επίδοση σε αυτούς «Εγγράφου δικαιωμάτων»), άρθρα 2-16 της πρότασης,

(41)  Απόφαση της 18ης Ιουλίου 2002, 2 BvR 2236/04, Bundesverfassungsgericht.

(42)  Πρόταση απόφασης-πλαίσιο του Συμβουλίου σχετικά με το ευρωπαϊκό ένταλμα συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων για τη συγκέντρωση αντικειμένων, εγγράφων και δεδομένων με σκοπό τη χρησιμοποίησή τους στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών (COM(2003) 688 τελικό, 14 Νοεμβρίου 2003, CNS 2003/0270).

(43)  Η αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως αφορούσε την ερμηνεία ορισμένων άρθρων της απόφασης-πλαισίου 2001/220/ΔΕΥ της 15ης Μαρτίου 2001 σχετικά με το καθεστώς των θυμάτων σε ποινικές διαδικασίες. Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας κατά της κας Pupino, νηπιαγωγού από την Ιταλία, η οποία κατηγορείτο ότι είχε προξενήσει σωματικές βλάβες σε μαθητές κάτω των 5 ετών. Η απόφαση της υπόθεσης Pupino αποτελεί ένα επαναστατικό βήμα στη διαδικασία οικοδόμησης ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, καθώς είναι η πρώτη φορά που το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο αναγνωρίζει ανοιχτά το άμεσο αποτέλεσμα των «αποφάσεων-πλαισίων» και τον δεσμευτικό χαρακτήρα που έχει για τα εθνικά δικαστικά όργανα η υποχρέωση σύμφωνης ερμηνείας του εθνικού δικαίου. Το Δικαστήριο δήλωσε, εξάλλου, ότι «γ Ένωση δύσκολα θα μπορούσε να εκπληρώσει αποτελεσματικά την αποστολή της, αν η αρχή της έντιμης συνεργασίας, κατά την οποία τα κράτη μέλη λαμβάνουν, μεταξύ άλλων, κάθε γενικό ή ειδικό μέτρο κατάλληλο να εξασφαλίσει την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που υπέχουν κατά το δίκαιο της Ένωσης, δεν ίσχυε επίσης για την αστυνομική και δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις, η οποία άλλωστε στηρίζεται πλήρως (…) στη συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών και των οργάνων της Ένωσης». Η σχέση (και η συμβατότητα) μεταξύ αυτής της απόφασης του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και της απόφασης του γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου με την οποία ακυρώνεται η νομοθεσία μεταφοράς του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης μένει ανοιχτή προς ερμηνεία.

(44)  Βλ. τη γνωμοδότηση της ΕΟΚΕ για την «Πρόταση απόφασης του Συμβουλίου σχετικά με τη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού δικαστικού δικτύου για αστικές και εμπορικές υποθέσεις» (ΕΕ C 139 της 11.5.2001) και τη γνωμοδότηση της ΕΟΚΕ σχετικά με την «Πρωτοβουλία της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας για την έκδοση κανονισμού του Συμβουλίου για τη συνεργασία μεταξύ των δικαστηρίων των κρατών μελών κατά τη διεξαγωγή αποδείξεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις» (ΕΕ C 139 της 11.5.2001).


Top