EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52005IE0141

Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα «Η πολιτική των καταναλωτών μετά τη διεύρυνση της ΕΕ»

ΕΕ C 221 της 8.9.2005, p. 153–172 (ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, NL, PL, PT, SK, SL, FI, SV)

8.9.2005   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 221/153


Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα «Η πολιτική των καταναλωτών μετά τη διεύρυνση της ΕΕ»

(2005/C 221/24)

Στις 17 Ιουλίου 2003, και σύμφωνα με το άρθρο 29, παράγραφος 2, του Εσωτερικού της Κανονισμού, η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή αποφάσισε να καταρτίσει την ανωτέρω γνωμοδότηση.

Το ειδικευμένο τμήμα «Ενιαία Αγορά, Παραγωγή και Κατανάλωση», στο οποίο ανατέθηκε η προετοιμασία των σχετικών εργασιών, υιοθέτησε τη γνωμοδότησή του στις 8 Σεπτεμβρίου 2004, με βάση την εισηγητική έκθεση του κ. J. PEGADO LIZ.

Κατά την 414η σύνοδο ολομέλειας, της 9ης και 10ης Φεβρουαρίου 2005 (συνεδρίαση της 10ης Φεβρουαρίου 2005), η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή υιοθέτησε, με 95 ψήφους υπέρ και 2 αποχές, την ακόλουθη γνωμοδότηση.

1.   Εισαγωγή. Αιτιολόγηση της γνωμοδότησης

1.1

Η διεύρυνση της ΕΕ, με την ταυτόχρονη προσχώρηση 10 νέων κρατών μελών, δεν θέτει μόνον προβλήματα ποσοτικού χαρακτήρα.

Η σφαιρική ανάλυση του αντίκτυπου της διεύρυνσης στη δομή και τη λειτουργία της Ένωσης ήταν μία από τις βάσεις της Ευρωπαϊκής Συνέλευσης και οδήγησε σε σειρά πρωτοβουλιών, οι οποίες περιελήφθησαν στο Σχέδιο Συνθήκης για τη θέσπιση Συντάγματος.

Και στο επίπεδο των τομεακών πολιτικών, η διεύρυνση γεννά προβληματισμούς όσον αφορά τις συνέπειές της στους διάφορους εμπλεκόμενους τομείς (1).

1.2

Παρά ταύτα, ειδικότερα σε ό,τι αφορά την πολιτική και το δίκαιο των καταναλωτών στην ΕΕ, δεν αναπτύχθηκε μέχρι σήμερα συστηματικός και εμπεριστατωμένος προβληματισμός σχετικά με τις ποιοτικού χαρακτήρα συνέπειες της διεύρυνσης, ούτε σχετικά με τις ενδεχόμενες αλλαγές και προσαρμογές που θα επιφέρουν οι εν λόγω συνέπειες, προκειμένου να καταστούν κατάλληλα για μία νέα αγορά με περίπου 500 εκατομμύρια καταναλωτές.

1.2.1

Εντούτοις, κατά τη συνάντηση που οργάνωσε η ΕΟΚΕ στη Θεσσαλονίκη στις 14 και 15 Μαρτίου 2003, επισημάνθηκε ότι η διεύρυνση ενδέχεται να οδηγήσει σε σημαντικές μεταβολές των ουσιαστικών προσανατολισμών της πολιτικής των καταναλωτών, με αντίκτυπο ακόμη και στην ίδια τη Συνθήκη και στις συγκεκριμένες μεθόδους θέσπισης νέων μέτρων προστασίας των καταναλωτών, καθώς και στον τρόπο εφαρμογής και ουσιαστικής προώθησης αυτών των μέτρων με επαρκή εναρμόνιση σε όλο τον ευρωπαϊκό χώρο, όπου θα συντελεσθεί σημαντική και αναπόφευκτη αύξηση της ανομοιομορφίας των εθνικών κεκτημένων κανονιστικών πλαισίων.

1.3

Πράγματι, το ζητούμενο είναι να γίνει ένα «ποιοτικό άλμα», να βρεθεί άλλος τρόπος, άλλη μορφή, άλλη μέθοδος προάσπισης, προστασίας και προαγωγής των καταναλωτών, εξασφάλισης της διαβούλευσης μαζί τους και της συμμετοχής τους, καθώς και της εκπροσώπησής τους σε όλα τα επίπεδα λήψης πολιτικών αποφάσεων, σε έναν διαφορετικό πλέον χώρο που παρουσιάζει διαφορετικά χαρακτηριστικά, με διαφορετικές καταναλωτικές πρακτικές και συνήθειες, με διαφορετικές πολιτισμικές παραδόσεις, με διαφορετικές νομοθεσίες και διαφορετικούς κώδικες συμπεριφοράς.

1.4

Στόχος της παρούσας γνωμοδότησης πρωτοβουλίας ήταν, επομένως, να δοθεί το έναυσμα για έναν όσο το δυνατόν βαθύτερο προβληματισμό σχετικά με τις συνέπειες της διεύρυνσης στην πολιτική και το δίκαιο των καταναλωτών, ώστε να καταλήξουμε σε προτάσεις είτε για τους προσανατολισμούς της πολιτικής των καταναλωτών στη διάρκεια των ετών που έπονται της πλήρους ένταξης των νέων κρατών μελών, είτε για ενδεχόμενες τροποποιήσεις του κοινοτικού κεκτημένου στους τομείς της προστασίας, της προάσπισης, της προαγωγής και της συμμετοχής των καταναλωτών, είτε ακόμη σχετικά με νέες νομοθετικές πρωτοβουλίες οι οποίες κρίνονται αναγκαίες.

2.   Χρησιμοποιούμενη μεθοδολογία και προπαρασκευαστικές εργασίες

2.1

Για την εκπόνηση της παρούσας γνωμοδότησης, κρίθηκε απαραίτητο να χρησιμοποιηθεί ως προπαρασκευαστική βάση η όσο το δυνατόν πιο εμπεριστατωμένη γνώση των δυσκολιών που συναντώνται στις νέες προσχωρήσασες χώρες κατά την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου.

2.2

Προς τον σκοπό απεστάλησαν δύο ερωτηματολόγια σε διάφορες προσωπικότητες με αρμοδιότητες επί του θέματος, προερχόμενες τόσο από τη δημόσια διοίκηση όσο και από τις αντιπροσωπευτικές οργανώσεις προστασίας των καταναλωτών και τις επαγγελματικές ενώσεις που εμπλέκονται πιο άμεσα στις σχέσεις με τους καταναλωτές και την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου, ειδικότερα από τα νέα κράτη μέλη. Διοργανώθηκε επίσης ακρόαση, η οποία πραγματοποιήθηκε στις 2 Δεκεμβρίου 2003 με ευρεία παρουσία και συμμετοχή πολλών προσκεκλημένων.

2.3

Χάρη στα αποτελέσματα της ακρόασης και στην ανάλυση των απαντήσεων στα ερωτηματολόγια και λαμβανομένων υπόψη των διμερών επαφών που έλαβαν χώρα κατά την προετοιμασία των εργασιών, η παρούσα γνωμοδότηση μπορεί να αποτελέσει τη βάση για την άντληση συμπερασμάτων και τη διατύπωση συστάσεων αναφορικά με ενδεχόμενες τροποποιήσεις που πρέπει να εισαχθούν στους προσανατολισμούς της πολιτικής των καταναλωτών κατά την περίοδο μετά τη διεύρυνση.

3.   Ορισμός της αντιπροσωπευτικής οργάνωσης καταναλωτών, ως βάσης για την προαγωγή και τη συμμετοχή των καταναλωτών

3.1

Φαίνεται γενικώς αποδεκτή η άποψη ότι πρωταρχικός στόχος μιας πολιτικής των καταναλωτών προσαρμοσμένης στη σημερινή πραγματικότητα, σε μία διευρυμένη ενιαία αγορά, πρέπει να είναι η όλο και μεγαλύτερη προαγωγή των καταναλωτών σε ρόλο «εταίρων της αγοράς» και, συνεπώς, η παροχή κινήτρων και η δημιουργία των κατάλληλων μέσων και μηχανισμών συμμετοχής τους στη διαδικασία χάραξης των πολιτικών προσανατολισμών που τους αφορούν (2).

3.2

Μολονότι είναι γεγονός ότι, για την επίτευξη του στόχου αυτού, σημαντικό ρόλο θα διαδραματίσουν όχι μόνον οι κυβερνητικοί, περιφερειακοί και τοπικοί οργανισμοί των διαφόρων κρατών μελών αλλά και οι τμηματικές υπηρεσίες των διαφόρων κοινοτικών θεσμικών οργάνων και οργανισμών, επικρατεί ωστόσο η γενικευμένη αντίληψη ότι οι ίδιοι οι καταναλωτές πρέπει να αποφασίσουν, με δική τους πρωτοβουλία και στο πλαίσιο της ελευθερίας του συνεταιρίζεσθαι και του δικαιώματος συγκρότησης ενώσεων που απολαμβάνουν, ποια είναι η καλύτερη μορφή οργάνωσης, προκειμένου να διασφαλίσουν την προάσπιση και την εκπροσώπηση των συμφερόντων τους και τη συμμετοχή τους στις συζητήσεις και τον καθορισμό των προσανατολισμών για τις πολιτικές που τους αφορούν, στα διάφορα επίπεδα λήψης πολιτικών και νομοθετικών αποφάσεων.

3.3

Επομένως, η θεμελιώδης αρχή που διέπει αυτό το ζήτημα είναι η πλήρης αναγνώριση της ικανότητας και αυτονομίας των καταναλωτών να οργανώνονται και να διαχειρίζονται τις υποθέσεις τους, ώστε να συνεταιρίζονται και να συγκροτούν ενώσεις σε τοπικό, περιφερειακό, εθνικό, κοινοτικό και διεθνές επίπεδο, προκειμένου να διασφαλίζουν την κατάλληλη εκπροσώπηση των συμφερόντων τους και τη συμμετοχή τους σε όλα τα όργανα όπου λαμβάνονται οι αποφάσεις που τους αφορούν.

Πρόκειται προφανώς για μια υποχρέωση την οποία οφείλει να κατοχυρώσει και να διασφαλίσει ο νομοθέτης, σε εθνικό και κοινοτικό επίπεδο.

3.4

Μια σαφής και γενικευμένη προσδοκία, ωστόσο, έχει να κάνει με την αναγκαιότητα καθορισμού όμοιων παραμέτρων σε κοινοτικό επίπεδο, προκειμένου να εξασφαλισθεί ότι οι οργανώσεις καταναλωτών, που συγκροτούνται ιδία πρωτοβουλία, θα τηρούν από κοινού μια σειρά θεμελιωδών αρχών σχετικά με τη σύσταση και τη δημοκρατική τους λειτουργία, διασφαλίζοντας την ουσιαστική εκπροσώπηση των καταναλωτών εν γένει σε πνεύμα αυτονομίας και ανεξαρτησίας.

3.4.1

Έτσι, τα κριτήρια που θέτουν ορισμένες κοινοτικές πράξεις για τον προσδιορισμό των παραμέτρων αντιπροσωπευτικότητας των οργανώσεων και ενώσεων καταναλωτών θεωρήθηκαν σχετικά ανεπαρκή για τη διασφάλιση της συγκρισιμότητάς τους σε όλο τον κοινοτικό χώρο (3).

3.4.2

Από την πλευρά της, και για ειδικούς σκοπούς, η ΕΕ όρισε ορισμένα κριτήρια για την αναγνώριση των αντιπροσωπευτικών οργανώσεων καταναλωτών, όπως π.χ. αυτά που περιλαμβάνονται στην οδηγία 98/27/ΕΚ, της 19ης Μαΐου 1998, περί των αγωγών παραλείψεως (4).

3.4.2.1

Τα ανωτέρω κριτήρια, ωστόσο, που παραπέμπουν σε «διοικητικές» αποφάσεις των κρατών μελών, δεν μπορούν να χρησιμεύσουν ως βάση για έναν ομοιόμορφο ορισμό της αντιπροσωπευτικής ένωσης ή οργάνωσης καταναλωτών, που να είναι ταυτόσημος και συγκρίσιμος στα διάφορα κράτη μέλη εντός του ενιαίου χώρου της εσωτερικής αγοράς.

3.5

Σε μια προσπάθεια ορισμού μιας ομοιόμορφης έννοιας της αντιπροσωπευτικής ένωσης καταναλωτών, προτάθηκαν διάφορα χαρακτηριστικά γνωρίσματα, μεταξύ των οποίων επισημαίνονται τα ακόλουθα:

α)

η νομική προσωπικότητά της και η ικανότητα παράστασης ενώπιον δικαστηρίου·

β)

ο μη κερδοσκοπικός χαρακτήρας της·

γ)

ο καθορισμός της προστασίας και εκπροσώπησης των συμφερόντων των καταναλωτών εν γένει (ενώσεις γενικού συμφέροντος) ή της προστασίας και εκπροσώπησης των μελών της, καταναλωτών ή χρηστών συγκεκριμένων αγαθών ή υπηρεσιών (ενώσεις ειδικών συμφερόντων) ως κύριου καταστατικού σκοπού·

δ)

η εκλογή των οργάνων της ελεύθερα, με καθολική και μυστική ψηφοφορία των μελών της·

ε)

η οικονομική αυτονομία της·

στ)

η ανεξαρτησία της από τα κέντρα πολιτικής ή οικονομικής εξουσίας, καθώς και από τις επιχειρήσεις και τις επιχειρηματικές οργανώσεις (που λειτουργούν από την πλευρά της προσφοράς της αγοράς).

3.5.1

Προτάθηκε επίσης η εξομοίωση ορισμένων συνεταιριστικών οργανώσεων, κυρίως δε των καταναλωτικών συνεταιρισμών, με ενώσεις καταναλωτών (5).

3.5.2

Προτάθηκε ακόμη το ενδεχόμενο να απαιτείται η διοικητική αναγνώριση της αντιπροσωπευτικότητας των ενώσεων από διαπιστευμένο δημόσιο οργανισμό των κρατών μελών. Υποστηρίχτηκε, εντούτοις, επίσης ότι η υποστήριξη προς τις οργανώσεις καταναλωτών θα έπρεπε να στηρίζεται στα τεχνικά τους χαρακτηριστικά και στα αποτελέσματα των εργασιών τους και όχι μόνο στην πιστοποίηση εκ μέρους των εθνικών αρχών.

3.6

Η ΕΟΚΕ φρονεί ότι το θέμα αυτό, λόγω του λεπτού χαρακτήρα του και της αναγνωρισμένης σπουδαιότητάς του, πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο διεξοδικής μελέτης από την Επιτροπή, η οποία θα δημοσιοποιήσει τα αποτελέσματά της σε σχετική ανακοίνωση.

3.7

Παράλληλα, ως προϋπόθεση για την δέουσα άσκηση του δικαιώματος εκπροσώπησης των καταναλωτών, και δη σε κοινοτικό επίπεδο, από τις αντιπροσωπευτικές οργανώσεις προστασίας των γενικών και ειδικών συμφερόντων τους, εντοπίσθηκαν διάφορες αδυναμίες ή κενά των υφισταμένων συστημάτων.

3.7.1

Ιδιαίτερη μνεία αξίζουν, καταρχάς, οι ανάγκες κατάρτισης των διευθυντικών στελεχών, των τεχνικών και των εκπαιδευτών των εν λόγω αντιπροσωπευτικών οργανώσεων ή ενώσεων καταναλωτών (6).

3.7.2

Ομοίως, πέρα από τα προγράμματα γενικής ενημέρωσης που απευθύνονται στους καταναλωτές εν γένει, οι ενώσεις και οργανώσεις καταναλωτών πρέπει να λαμβάνουν εξατομικευμένη και έγκαιρη πληροφόρηση προκειμένου να τη διαδίδουν στα μέλη τους, αλλά και γενικότερα στους καταναλωτές, στις αντίστοιχες χώρες ή περιφέρειες.

3.7.3

Η εκπροσώπηση των ενώσεων καταναλωτών σε κοινοτικό επίπεδο πρέπει να ενισχυθεί στο πλαίσιο των διαφόρων κοινοτικών φορέων, είτε άμεσα είτε μέσω των δευτεροβάθμιων οργάνων τους, μολονότι χαιρετίζουμε τις πρόσφατες πρωτοβουλίες της Επιτροπής με σκοπό την αναδιάρθρωση της Επιτροπής Καταναλωτών (7) και τον διορισμό υπευθύνου για τις σχέσεις με τους καταναλωτές στους κόλπους της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού (8), μια πρωτοβουλία που θα έπρεπε να ακολουθηθεί και στους λοιπούς τομείς πολιτικής που αφορούν τους καταναλωτές (9).

3.7.4

Εξίσου σημαντική φαίνεται η επανέναρξη της τακτικής διοργάνωσης των ευρωπαϊκών φόρουμ καταναλωτών, με στόχο τη διεύρυνση και τη βελτίωση του διαλόγου, της ανταλλαγής πληροφοριών και της συνεργασίας μεταξύ οργανώσεων καταναλωτών.

4.   Χρηματοδότηση των οργανώσεων και ενώσεων καταναλωτών

4.1

Μία από τις βασικές προτεραιότητες για τη σωστή εκπροσώπηση των καταναλωτών συνίσταται στην εξασφάλιση της κατάλληλης χρηματοδότησης για την οργάνωση και τη λειτουργία των αντιπροσωπευτικών τους οργάνων (10).

4.2

Ανεξάρτητα από τα εθνικά καθεστώτα που ισχύουν σε κάθε χώρα, ορισμένοι εκπρόσωποι των καταναλωτών εξέφρασαν την άποψη ότι οι αντιπροσωπευτικές οργανώσεις καταναλωτών θα αποκτήσουν τα απαραίτητα μέσα ώστε να ανταποκριθούν στον ρόλο που καλούνται να διαδραματίσουν για την αναγκαία προστασία, προαγωγή και εκπροσώπηση των καταναλωτών σε περιφερειακό, εθνικό, κοινοτικό και διεθνές επίπεδο, μόνον εφόσον απολαμβάνουν ισχυρών κινήτρων και στήριξης από την Κοινότητα (11).

4.3

Πράγματι, όλοι υπογράμμισαν το γεγονός ότι οι ενώσεις καταναλωτών, στηριζόμενες αποκλειστικά στις δυνάμεις τους και μόνον με τα οικονομικά μέσα που προέρχονται από τις εισφορές των μελών τους ή από ίδιες πρωτοβουλίες, αντιμετωπίζουν μεγάλη δυσκολία για να μην οδηγηθούν σε χρεοκοπία και για να διαφυλάσσουν την αυτονομία και την ανεξαρτησία τους έναντι των κέντρων πολιτικής και οικονομικής εξουσίας (12).

Για τη διαφύλαξη των αρχών αυτών, η όποια ενίσχυση δεν θα πρέπει να καλύπτει τρέχοντα λειτουργικά έξοδα των φορέων αυτών, αλλά, κατά κανόνα, να στηρίζει δράσεις, προγράμματα, σχέδια και πρωτοβουλίες, κυρίως στον τομέα της κατάρτισης τεχνικών στελεχών, της εκπαίδευσης των καταναλωτών και της χρηματοδότησης συλλογικών δράσεων για την προστασία γενικών συμφερόντων των καταναλωτών.

4.4

Το σημερινό κοινοτικό πλαίσιο στήριξης των οργανώσεων και ενώσεων καταναλωτών συνοψίζεται, κυρίως, στην απόφαση αριθ. 20/2004/ΕΚ, της 8ης Δεκεμβρίου 2003, σχετικά με τη θέσπιση γενικού πλαισίου για τη χρηματοδότηση των κοινοτικών ενεργειών υπέρ της πολιτικής για τους καταναλωτές για τα έτη 2004-2007 (13), η οποία πρέπει να συνδυασθεί με το έγγραφο «Επανεξέταση του κυλιόμενου προγράμματος ενεργειών της στρατηγικής για την πολιτική υπέρ των καταναλωτών 2002-2006», της 15ης Σεπτεμβρίου (14).

5.   Μέγιστη εναρμόνιση στο υψηλότερο επίπεδο προστασίας των καταναλωτών

5.1

Το άρθρο 153 καθιερώνει ρητά, ως θεμελιώδη αρχή της κοινοτικής καταναλωτικής πολιτικής, την έννοια της ελάχιστης εναρμόνισης σε συνδυασμό με υψηλό επίπεδο προστασίας των συμφερόντων των καταναλωτών (15).

5.2

Από την άποψη αυτήν, που άλλωστε δεν συνιστά καινοτομία (16), και που επιπλέον δεν αλλάζει στο Σχέδιο Συντάγματος, όλες οι οδηγίες που εγκρίθηκαν στον τομέα της προστασίας των καταναλωτών περιελάμβαναν τη λεγόμενη «ελάχιστη ρήτρα», με περίπου την ακόλουθη κοινή διατύπωση:

«Η παρούσα οδηγία δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να θεσπίζουν ή να διατηρούν ευνοϊκότερες ή αυστηρότερες διατάξεις όσον αφορά την προστασία του καταναλωτή στον τομέα που διέπεται από αυτήν, με την επιφύλαξη των υποχρεώσεών τους που απορρέουν από τη Συνθήκη» (17) .

5.3

Η πρόσφατη κατεύθυνση, ωστόσο, που επιλέχθηκε τουλάχιστον από το Πράσινο Βιβλίο για την προστασία των καταναλωτών στην ΕΕ (18) και, πιο πρόσφατα, από την ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τη Στρατηγική για την πολιτική υπέρ των καταναλωτών 2002-2006 (19), φαίνεται να είναι η πρόκριση της ολικής εναρμόνισης ως μεθόδου επίτευξης της προσέγγισης των νομοθεσιών σε θέματα που αφορούν την προστασία και την προάσπιση των καταναλωτών.

5.3.1

Η κατεύθυνση αυτή διαπιστώνεται, συγκεκριμένα, στις πρόσφατες προτάσεις οδηγίας για τις πιστώσεις που χορηγούνται στους καταναλωτές (20) και για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές (21) και, συνοδευόμενη από την αναβάθμιση της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης (22), φαίνεται να προδιαγράφει έναν γενικό και όχι απλώς ειδικό προσανατολισμό, που αιτιολογείται από τον χαρακτήρα των θεμάτων ή την ανάγκη εξασφάλισης της υλοποίησης θεμελιωδών πτυχών της εσωτερικής αγοράς.

5.3.2

Λαμβάνοντας ειδικότερα υπόψη τη διεύρυνση της ΕΕ σε 25 κράτη μέλη, η ΕΟΚΕ αναγνωρίζει το πλεονέκτημα της έγκρισης νομοθετικών πράξεων που να διασφαλίζουν τη μέγιστη δυνατή ομοιομορφία των νομικών καθεστώτων που ρυθμίζουν τις έννομες σχέσεις μεταξύ επιχειρήσεων ή μεταξύ των τελευταίων και των καταναλωτών, κάθε φορά που εξετάζονται μέτρα που αποσκοπούν αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στη διασφάλιση της λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς.

5.3.2.1

Εξ ου και η άποψη της ΕΟΚΕ ότι πρέπει, όποτε αυτό είναι δυνατό, ανάλογα με τη φύση του εκάστοτε θέματος, να εγκρίνονται κανονισμοί, ή «ευρωπαϊκοί νόμοι» (23) σύμφωνα με τη νέα ορολογία που υιοθετείται στο ευρωπαϊκό Σύνταγμα, ή αλλιώς, όταν δεν είναι δυνατό, οδηγίες, ή «νόμοι-πλαίσιο» σύμφωνα με την ίδια ορολογία, με τα οποία θα επιδιώκεται η μέγιστη εναρμόνιση ως βέλτιστη μέθοδος επίτευξης της ασφάλειας του παράγωγου δικαίου.

5.3.3

Η ΕΟΚΕ φρονεί, ωστόσο, ότι αναγκαία προϋπόθεση για την προσφυγή σε αυτή τη μορφή εναρμόνισης είναι να υπάρχουν εγγυήσεις ότι η προστασία των καταναλωτών θα παρέχεται στο υψηλότερο επίπεδο που αρμόζει στην ανάπτυξη της τεχνολογίας, στις επιστημονικές γνώσεις και στα ισχύοντα πολιτιστικά πρότυπα.

5.4

Σε κάθε άλλη κατάσταση, όπου τα προς προάσπιση συμφέροντα δεν είναι κυρίως ούτε θεμελιωδώς προσανατολισμένα στην υλοποίηση και τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς αλλά, αντιθέτως, εκείνο που υπερέχει είναι η προστασία και προάσπιση των καταναλωτών, η ΕΟΚΕ είναι της άποψης ότι ο καλύτερος τρόπος κατοχύρωσης και διασφάλισης αυτών των συμφερόντων είναι η διατήρηση της αρχής της ελάχιστης εναρμόνισης, με την παροχή πάντοτε υψηλού επιπέδου προστασίας, αλλά και την παροχή στα κράτη μέλη της ευχέρειας να διατηρούν ή να εισάγουν αυστηρότερα μέτρα προστασίας των καταναλωτών, συμβιβάσιμα με τη Συνθήκη, με αυστηρή εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου 5 του άρθρου 153.

5.5

Με την προσχώρηση άλλων δέκα κρατών μελών, η ΕΟΚΕ συνιστά στην Επιτροπή να επανεξετάσει τη θέση της αναφορικά με τον πρόσφατο προσανατολισμό που συνίσταται στην αδιάκριτη επιλογή της μέγιστης εναρμόνισης, προσφεύγοντας στη συγκεκριμένη μέθοδο μόνον σε καταστάσεις που αφορούν την ανάγκη υλοποίησης ή λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς, παρέχοντας όμως πάντα εγγυήσεις ότι, στις περιπτώσεις αυτές, η προστασία των καταναλωτών θα διασφαλίζεται στο υψηλότερο επίπεδο που αρμόζει στις επιστημονικές γνώσεις, στις τεχνολογικές εξελίξεις και στα ισχύοντα στον συγκεκριμένο τομέα κοινωνικο-πολιτισμικά πρότυπα.

5.6

Ο όρος «επιστημονικές γνώσεις» αναφέρεται στις γνώσεις που αποτελούν τη βάση για εκείνους που λαμβάνουν τις αποφάσεις για την πολιτική των καταναλωτών. Περιλαμβάνει τα εγκεκριμένα αποτελέσματα:

α)

της θεωρίας της κατανάλωσης,

β)

της εμπειρικής μελέτης της συμπεριφοράς των καταναλωτών και της ανάπτυξης οργανώσεων,

γ)

της αξιολόγησης μέτρων και σχεδίων που έχει προγραμματίσει η Επιτροπή κ.λπ.

Οι προφανείς ελλείψεις διαθέσιμων στοιχείων για μία τέτοια βάση γνώσεων θα πρέπει να καλύπτονται με τη δημιουργία μίας λειτουργικής ικανότητας έρευνας.

5.7

Επιπλέον, η ΕΟΚΕ συνιστά, όταν αυτό είναι εφικτό και το επίπεδο της τεχνικής και νομικής εξέλιξης παρέχει τέτοια δυνατότητα, να χρησιμοποιείται ο κανονισμός (ή ο ευρωπαϊκός νόμος, σύμφωνα με τη νέα ορολογία), ως καταλληλότερο μέσο για την εξασφάλιση της πραγματικής προσέγγισης των νομοθεσιών και την αποτελεσματική επίτευξη της ασφάλειας του δικαίου κατά την εφαρμογή του στις έννομες σχέσεις (24).

6.   Οι αρχές της επικουρικότητας, της αμοιβαίας αναγνώρισης και της προφύλαξης — ερμηνεία και εφαρμογή προσαρμοσμένες στην προστασία των καταναλωτών

6.1

Ορισμένες θεμελιώδεις αρχές που κατοχυρώνονται στη Συνθήκη συνιστούν δομικό στοιχείο του παράγωγου δικαίου και η προσφυγή σε αυτές είναι πάντοτε αναγκαία κατά τον προσδιορισμό του χαρακτήρα, του ουσιαστικού περιεχομένου, της σκοπιμότητας και του αντικειμένου των ρυθμιστικών μέτρων που θεσπίζονται στους διάφορους τομείς και κατά την προώθηση των διαφορετικών πολιτικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Οπότε, το καταναλωτικό δίκαιο δεν αποτελεί εξαίρεση.

6.2

Μεταξύ των προαναφερόμενων αρχών, θα επισημάνουμε λόγω της σημασίας τους την αρχή της επικουρικότητας (25), την αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης και την αρχή της προφύλαξης.

6.3

Στην πραγματικότητα, δίχως να θέλουμε να προχωρήσουμε σε εμπεριστατωμένη ανάλυση της εμβέλειας της αρχής της επικουρικότητας όπως αυτή εφαρμόζεται στη ρύθμιση των συμφερόντων των καταναλωτών, από τη διατύπωσή της, σε συνδυασμό με τη σύνταξη του άρθρου 153, προκύπτει άμεσα ότι έχουμε να κάνουμε με αυτό που ορισμένοι συγγραφείς ονομάζουν «διπλή επικουρικότητα» (26).

6.3.1

Πράγματι, πέρα από την «πρωτογενή» και γενική επικουρικότητα που αναφέρεται στο άρθρο 3 Β, ο νομοθέτης επεδίωξε να υποβάλει τα μέτρα του άρθρου 153, παράγραφος 3, στοιχείο β) σε ακόμη πιο απαιτητικά κριτήρια, που λειτουργούν ως μια πραγματική «δευτερογενής» επικουρικότητα. Δηλαδή, τα συγκεκριμένα κοινοτικά μέτρα, αφού περάσουν από τον έλεγχο της επικουρικότητας, θα γίνονται αποδεκτά μόνον εάν και εφόσον «συμπληρώνουν» ή «στηρίζουν» πρωτοβουλίες των κρατών μελών στους αναφερόμενους τομείς.

6.3.2

Με άλλα λόγια, είναι πάντα αναγκαίο να έχουν λάβει τα κράτη μέλη την πρωτοβουλία να θεσπίσουν μέτρα σε εθνικό επίπεδο ή να εκδηλώσουν ανάλογη πρόθεση, για να μπορεί η Κοινότητα να προωθήσει συγκεκριμένα κάποιο μέτρο με σκοπό να «συμπληρώσει» ή να «στηρίξει» τις εν λόγω πρωτοβουλίες.

6.3.3

Εν ολίγοις, η Κοινότητα αποστερείται με τον τρόπο αυτό κάθε δυνατότητας ιδίας πρωτοβουλίας προκειμένου να θεσπίσει οποιοδήποτε μέτρο, έστω και σε τομείς όπου η αρμοδιότητά της κατοχυρώνεται ρητώς, ακόμη και όταν η παρέμβασή της αιτιολογείται σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας που καθιερώνει το άρθρο 3 Β, εάν το μέτρο αυτό δεν συνοδεύει ή συμπληρώνει συγκεκριμένες πρωτοβουλίες που έχουν αναλάβει τα κράτη μέλη.

6.4

Είναι λοιπόν απαραίτητο οι εκπρόσωποι των καταναλωτών να τονίζουν στα κοινοτικά θεσμικά όργανα, σε κάθε περίπτωση και όταν τίθεται θέμα έμπρακτης εφαρμογής της αρχής της επικουρικότητας, ότι η ερμηνεία της δεν πρέπει να έχει ως αποτέλεσμα την παράλυση της διαδικασίας θέσπισης αναγκαίων και αναλογικών μέτρων προστασίας και προάσπισης των καταναλωτών.

6.5

Επίσης, όσον αφορά την αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης (27), η ΕΟΚΕ είχε ήδη την ευκαιρία να εκφέρει εμπεριστατωμένη γνώμη σχετικά με αυτήν σε γνωμοδότηση πρωτοβουλίας που υιοθέτησε τον Νοέμβριο του 2000 (28) σχετικά με τη σημαντική ανακοίνωση της Επιτροπής με τίτλο «Η αμοιβαία αναγνώριση στο πλαίσιο της υλοποίησης του σχεδίου δράσης για την εσωτερική αγορά» (29).

6.6

Από τη μεριά της, στο πλαίσιο διαφορετικών τομέων δραστηριότητας, η Επιτροπή δημοσιοποίησε προγράμματα μέτρων για την εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης, με χαρακτηριστικότερα αυτά που αφορούν τις ποινικές αποφάσεις και τις αποφάσεις επί αστικών και εμπορικών υποθέσεων (30).

6.7

Ειδικότερα όσον αφορά τα μέτρα που θεσπίζονται υπέρ των καταναλωτών, παρατηρείται αυξανόμενη τάση επέκτασης της εφαρμογής της αρχής αυτής σε διάφορους τομείς που τελούν υπό ρύθμιση, ιδίως όταν επιδιώκεται συγχρόνως και η ολική εναρμόνιση.

6.8

Πρέπει να επισημανθεί ότι, μολονότι η γενική εφαρμογή της είναι αιτιολογημένη, υπάρχουν τομείς όπου η υιοθέτηση της συγκεκριμένης αρχής σημαίνει υπαγωγή των καταναλωτών σε διάφορες νομοθεσίες των κρατών μελών, με την εμφάνιση καταστάσεων σύγχυσης και σαφούς αποθάρρυνσης από τη σύναψη διασυνοριακών συμβάσεων (31).

6.9

Εφιστάται, συνεπώς, η προσοχή της Επιτροπής στην ανάγκη συνετής εφαρμογής, προσαρμοσμένης στην πραγματικότητα του εκάστοτε τομέα όπου χρησιμοποιείται η αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης ως μέθοδος προσέγγισης των νομοθεσιών.

6.10

Απεναντίας, η ΕΟΚΕ φρονεί ότι η αρχή της προφύλαξης, που εισήχθη στο κοινοτικό δίκαιο με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ και εφαρμόζεται αποκλειστικά στην περιβαλλοντική πολιτική, θα πρέπει να αναδειχθεί σε κοινή νομική αρχή που διέπει όλες τις πολιτικές της ΕΕ, ιδίως δε την πολιτική προστασίας και προάσπισης των καταναλωτών, με σημαντικές πρακτικές συνέπειες, συγκεκριμένα στο επίπεδο της συστηματικής και αντικειμενικής αξιολόγησης των κινδύνων και της αντιστροφής του βάρους αποδείξεως προς όφελος των καταναλωτών ως γενικού κανόνα του δικαίου της αστικής ευθύνης (32).

7.   Για έναν πραγματικό οριζόντιο χαρακτήρα της πολιτικής των καταναλωτών

7.1

Όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, η έννοια του οριζόντιου ή εγκάρσιου χαρακτήρα της πολιτικής των καταναλωτών, που εισήχθη στη Συνθήκη ΕΚ με τη Συνθήκη του Άμστερνταμ και προηγουμένως είχε ήδη διατυπωθεί σε διάφορα προγραμματικά έγγραφα της Επιτροπής (33), έχει σήμερα ενισχυθεί σε ουσιαστικό βαθμό στους πολιτικούς προσανατολισμούς της Επιτροπής, και επιπλέον καθιερώθηκε ως θεμελιώδες δικαίωμα στο Σχέδιο Συντάγματος (34).

7.2

Πράγματι, στο έγγραφο με τίτλο «Στρατηγική για την πολιτική υπέρ των καταναλωτών 2002-2006» (35), αναφέρεται ότι «όσον αφορά τους ειδικούς κανόνες προστασίας των καταναλωτών οι καταναλωτές επηρεάζονται επίσης από άλλες σημαντικές πολιτικές της ΕΕ, όπως π.χ. η εσωτερική αγορά, το περιβάλλον και η βιώσιμη ανάπτυξη, οι μεταφορές, οι χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες, ο ανταγωνισμός, η γεωργία, το εξωτερικό εμπόριο και άλλες. Η πολιτική υπέρ των καταναλωτών καθαυτή δεν μπορεί να αναπτυχθεί απομονωμένα χωρίς να λαμβάνει υπόψη άλλους τομείς που έχουν αντίκτυπο στους καταναλωτές. Η συστηματική ενσωμάτωση των ανησυχιών των καταναλωτών σε όλους τους σχετικούς τομείς πολιτικής της ΕΕ είναι σημαντική» (36).

7.3

Ωστόσο, αυτή η θέση αρχής δεν έχει μετουσιωθεί σε συγκεκριμένες και συστηματικές δράσεις στο επίπεδο των μέτρων που θεσπίζονται για την εφαρμογή και προώθηση των διαφόρων κοινοτικών πολιτικών, το δε προαναφερθέν έγγραφο στρατηγικής δεν αναδεικνύει τον συγκεκριμένο στόχο ως προτεραιότητα, σε αντίθεση με όσα πρότεινε η ΕΟΚΕ στη γνωμοδότησή της με θέμα την ανακοίνωση της Επιτροπής (37).

7.4

Συνιστά επομένως επιτακτική ανάγκη να καθιερωθούν διαφανείς μηχανισμοί και να θεσπισθούν αξιόπιστες πρακτικές που θα εξασφαλίζουν τον συνυπολογισμό των συμφερόντων των καταναλωτών και θα εγγυώνται υψηλό επίπεδο προστασίας των καταναλωτών, κατά τη θέσπιση οιουδήποτε μέτρου σε οποιονδήποτε τομέα κοινοτικής αρμοδιότητας (38).

7.5

Προς το σκοπό αυτό, η ΕΟΚΕ προτείνει συγκεκριμένα στην Επιτροπή να σταθμίσει την ανάγκη ενίσχυσης των ανθρώπινων και υλικών πόρων της ΓΔ SANCO και επαναπροσδιορισμού των μεθόδων και διαδικασιών διάρθρωσής της με τις υπόλοιπες Γενικές Διευθύνσεις.

7.5.1

Ομοίως, και τα λοιπά κοινοτικά θεσμικά όργανα, από το Συμβούλιο μέχρι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, την Επιτροπή των Περιφερειών και την ίδια την ΕΟΚΕ, πρέπει να αναμορφώσουν την οργανωτική δομή τους, προκειμένου να διασφαλίζεται ο ουσιαστικός συνυπολογισμός της προστασίας των καταναλωτών σε όλες τις κοινοτικές πολιτικές.

8.   Απλούστευση και κωδικοποίηση του καταναλωτικού δικαίου

8.1

Η αύξηση της πληθώρας και του σύνθετου χαρακτήρα των νομοθετικών και ρυθμιστικών πρωτοβουλιών στον τομέα του καταναλωτικού δικαίου υπαγορεύουν, ίσως μάλιστα και επιβάλλουν, ως αναγκαία επιταγή, να συνεχιστούν οι προσπάθειες βελτίωσης των νομοθετικών μεθόδων και απλούστευσης της νομοθεσίας.

8.2

Οι πτυχές αυτές της παραγωγής της κοινοτικής νομοθεσίας απασχολούν όλο και περισσότερο την Επιτροπή (39).

8.3

Από την πλευρά της, η ΕΟΚΕ, όχι απλώς συμπορεύεται με την Επιτροπή ως προς τις ανησυχίες αυτές (40), αλλά έχει επιπλέον θεσπίσει, ως μόνιμο θέμα του Παρατηρητηρίου της Ενιαίας Αγοράς, από το 2000, το ζήτημα της «απλούστευσης».

8.4

Ως εκ τούτου, η ΕΟΚΕ χαιρετίζει τη σχετική διοργανική συμφωνία που επετεύχθη μεταξύ του ΕΚ, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (41) και, κατά τα άλλα, παραπέμπει στις παρατηρήσεις που έχουν ήδη διατυπωθεί στις προαναφερόμενες γνωμοδοτήσεις και, ειδικότερα, σ' εκείνη που υιοθετήθηκε πρόσφατα σχετικά με την τελευταία σχετική Ανακοίνωση της Επιτροπής (42).

8.5

Πρόκειται, πράγματι, για μείζονα ανησυχία η οποία, όσον αφορά ειδικότερα το καταναλωτικό δίκαιο, δεδομένου ότι απευθύνεται κατά κύριο λόγο σε ιδιώτες, πρέπει να τύχει ιδιαίτερης προσοχής και να συνεχιστούν οι προσπάθειες για την απλούστευση, ούτως ώστε το δίκαιο να καταστεί ευκολότερα κατανοητό και εφαρμόσιμο (43).

8.6

Παράλληλα, μία άλλη πτυχή της ίδιας ανησυχίας εκδηλώνεται με την προσπάθεια κωδικοποίησης, την οποία εξάλλου έχει ήδη δρομολογήσει η Επιτροπή, παρότι σε περιορισμένη εμβέλεια, σχετικά με διάφορες οδηγίες.

8.7

Μεταξύ των ποικίλων ερμηνειών που μπορούν να αποδοθούν στον όρο «κωδικοποίηση», δεν φαίνεται να είναι χρήσιμο να καταβληθούν προσπάθειες για τη δημιουργία ενός πραγματικού Ευρωπαϊκού Κώδικα Κατανάλωσης (44), αλλά μάλλον να συνεχιστεί η πορεία της συντονισμένης αναδιατύπωσης των κοινοτικών διατάξεων ανά κύρια θέματα, ώστε να καταστούν συμβατές μεταξύ τους οι διατάξεις των διαφόρων νομοθετικών πρωτοβουλιών και να οργανωθούν συστηματικά τα διάφορα θέματα.

8.8

Μία μέθοδος που αναφέρεται κατά γενικευμένη άποψη ως μέσον για τον περιορισμό του νομοθετικού βάρους θα μπορούσε να είναι η αύξηση της χρήσης των μηχανισμών αυτο-ρύθμισης και συν-ρύθμισης.

8.8.1

Χωρίς να επιδιώκουμε να προδικάσουμε την υπό εκπόνηση γνωμοδότηση της ΕΟΚΕ σχετικά με το θέμα, θα μπορούσαμε, ωστόσο, να δηλώσουμε ήδη, ειδικότερα δε όσον αφορά το καταναλωτικό δίκαιο, ότι, σε μια αγορά που δεν είναι ακόμη ενοποιημένη και που παρουσιάζει κατά γενική ομολογία έλλειμμα ενημέρωσης, μόνον με βάση ένα σαφώς καθορισμένο νομικό πλαίσιο ως προς το πεδίο, τις παραμέτρους και τα κριτήρια δράσης θα καταστεί δυνατή η ανάπτυξη εναλλακτικών συστημάτων αυτο-ρύθμισης και συν-ρύθμισης, όπως εξάλλου έχει ήδη υποστηρίξει η ΕΟΚΕ στη γνωμοδότησή της σχετικά με τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές (45).

9.   Πληροφόρηση και εκπαίδευση των καταναλωτών

9.1

Η ΕΟΚΕ προβάλλει εδώ και πολύ καιρό τον αποφασιστικό ρόλο που διαδραματίζει η δέουσα πληροφόρηση και εκπαίδευση των καταναλωτών για την προαγωγή, την προστασία και την υποστήριξη των συμφερόντων τους.

9.2

Όσον αφορά ειδικότερα την πληροφόρηση των καταναλωτών, η ΕΟΚΕ έχει υποστηρίξει ότι δεν αρκεί η εξειδικευμένη πληροφόρηση σχετικά με το κάθε προϊόν ή υπηρεσία, ούτε και μια τυχαία πληροφόρηση, ακόμη κι αν είναι πολύ πλήρης, αλλά ότι είναι αναγκαία μια προσαρμοσμένη και εξατομικευμένη πληροφόρηση για το εκάστοτε προκείμενο είδος αγαθών και υπηρεσιών (46).

9.3

Όσον αφορά την εκπαίδευση των καταναλωτών, σε πρόσφατη γνωμοδότηση πρωτοβουλίας, η ΕΟΚΕ όχι μόνον έπλεξε το εγκώμιο του «εκπαιδευμένου καταναλωτή», αλλά και απαρίθμησε τα αντικείμενα και τις τεχνικές εκπαίδευσης των καταναλωτών και το ρόλο των διαφόρων φορέων που παρεμβαίνουν στις διαδικασίες εκπαίδευσης (Ευρωπαϊκή Ένωση, κράτη, σύλλογοι καταναλωτών, επαγγελματίες κ.λπ.) (47).

9.4

Με την ευκαιρία της αναμόρφωσης της πολιτικής των καταναλωτών, που απαιτείται αναγκαστικά λόγω της διεύρυνσης, η πληροφόρηση και η εκπαίδευση των καταναλωτών αποκτούν ακόμη σημαντικότερο ρόλο για τη διασφάλιση της πραγματικής προαγωγής και προστασίας των συμφερόντων τους, παρότι θα πρέπει πάντοτε να επαφίεται στα κράτη μέλη και στις αντιπροσωπευτικές οργανώσεις των καταναλωτών ο καθορισμός των προσανατολισμών και των κριτηρίων για την καλύτερη προσαρμογή της στις ιδιαιτερότητες της εκάστοτε εθνικής, περιφερειακής ή τοπικής αγοράς.

9.4.1

Στο σημαντικό αυτό έργο δεν καλούνται να αναλάβουν ρόλο μόνον τα σχολεία, οι σύλλογοι καταναλωτών, οι επιχειρήσεις, οι επαγγελματίες, και τα κράτη.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση οφείλει όχι μόνο να συντονίσει τις πρωτοβουλίες, αλλά και να παράσχει κίνητρα και να προωθήσει τα μέτρα που θα οδηγήσουν στη βελτίωση της ποιότητας της πληροφόρησης και στην εμβάθυνση του επιπέδου εκπαίδευσης των καταναλωτών (48).

9.4.2

Τα μέτρα αυτά δεν πρέπει να περιοριστούν σε κατάλληλες χρηματοδοτικές ενισχύσεις, αλλά θα πρέπει να περιλαμβάνουν και την ανάληψη κοινών εκστρατειών και προγραμμάτων πληροφόρησης και εκπαίδευσης.

9.4.3

Στα πλαίσια αυτά θα πρέπει να περιληφθούν και οι καταναλωτές, και οι επαγγελματίες, οι φορείς παροχής αγαθών και υπηρεσιών, καθώς και οι φορείς θέσπισης και επιβολής της νομοθεσίας, με ιδιαίτερη έμφαση στους επαγγελματίες των δικαστηρίων (δικαστές, δικηγόροι, εισαγγελείς κ.λπ.).

10.   Διοικητική συνεργασία για την εφαρμογή της νομοθεσίας περί προστασίας των καταναλωτών

10.1

Ένα ζήτημα θεμελιώδους σημασίας είναι αυτό που προκύπτει από την πρόσφατη πρόταση κανονισμού σχετικά με τη συνεργασία μεταξύ των εθνικών αρχών που είναι αρμόδιες για την επιβολή της νομοθεσίας για την προστασία των καταναλωτών [COM(2003) 443 τελικό, της 18.07.2003], για την οποία η ΕΟΚΕ είχε ήδη την ευκαιρία να γνωμοδοτήσει (49).

10.2

Ορισμένοι περιορισμοί της εν λόγω πράξης που έχουν καταγγελθεί πρέπει να αρθούν δεόντως, ώστε να αυξηθεί η αποτελεσματικότητα του συστήματος ελέγχου των παραβάσεων της κοινοτικής νομοθεσίας και να διασφαλισθεί η ουσιαστική εφαρμογή του σε εθνικό επίπεδο μετά την καθιέρωσή του.

Συγκεκριμένα, ένα θέμα που χρειάζεται άμεση τροποποίηση είναι το πεδίο εφαρμογής του, το οποίο η ΕΟΚΕ έκρινε υπερβολικά περιορισμένο.

11.   Κάποιες σκέψεις με στόχο την εφαρμογή ουσιαστικής και κατάλληλα προσαρμοσμένης προστασίας, προάσπισης και προαγωγής των συμφερόντων των καταναλωτών στη διευρυμένη ενιαία αγορά

11.1

Η ΕΟΚΕ έχει πλήρη επίγνωση του ότι οι όποιες νομοθετικές τροποποιήσεις δεν παράγουν άμεσα αποτελέσματα. Ως εκ τούτου, στην προσέγγιση που υιοθετεί εδώ για τα διάφορα θέματα που επιδέχονται εμβάθυνση ή βελτίωση, το μέλημά της δεν είναι απλά να τονίσει την ανάγκη εδραίωσης και προώθησης της ουσιαστικής εφαρμογής του υφισταμένου δικαίου, αλλά και να τονίσει τον σταδιακό και συντονισμένο χαρακτήρα των τυχόν εξελίξεων που θα προωθηθούν, ούτως ώστε να μην διαταραχθεί η αναγκαία ισορροπία των κυρίων σχετικών συμφερόντων, έχοντας όμως πάντοτε υπόψη τη μειονεκτική θέση στην οποία βρίσκεται, τις περισσότερες φορές, ο καταναλωτής στις καταναλωτικές σχέσεις.

11.2

Με την προοπτική αυτή, η ΕΟΚΕ καταγράφει ορισμένους τομείς για τους οποίους φρονεί ότι απαιτείται η ανάπτυξη προβληματισμού, με στόχο τη βελτίωση του ισχύοντος κανονιστικού πλαισίου που ρυθμίζει τις έννομες σχέσεις που αφορούν άμεσα τους καταναλωτές.

11.2.1

Ένας από τους τομείς αυτούς αφορά την ασφάλεια των υπηρεσιών για τους καταναλωτές και τη συνακόλουθη ρύθμιση της ευθύνης του προμηθευτή ελαττωματικών υπηρεσιών.

11.2.2

Καθώς η σχετική πρόταση οδηγίας (50) έχει ανασταλεί από το 1992, διαπιστώνουμε με ανανεωμένη ελπίδα ότι η Επιτροπή, ανταποκρινόμενη στην έκκληση του Συμβουλίου και του Κοινοβουλίου να εντοπίσει«τις ανάγκες, δυνατότητες και προτεραιότητες της κοινοτικής δράσης για την ασφάλεια των υπηρεσιών» (51), αποφάσισε να αναθερμάνει το διάλογο για τα θέματα αυτά με την «Έκθεση» που υπέβαλε στις 6 Ιουνίου 2003 (52), καθώς και με την πιο πρόσφατη Πρόταση Οδηγίας σχετικά με τις υπηρεσίες στην εσωτερική αγορά (53).

11.2.3

Παρά ταύτα, υπάρχει ο φόβος ότι ο προσανατολισμός που επιλέγει η Επιτροπή για την προσέγγιση του θέματος αυτού δεν θα οδηγήσει στη λήψη ειδικών και αποτελεσματικών ρυθμιστικών μέτρων, λόγω ακατάλληλης ερμηνείας της αρχής της επικουρικότητας και της συμπληρωματικότητας σε σχέση με τις εθνικές πολιτικές (54).

11.2.4

Άλλος ένας τομέας όπου παρατηρούνται σημαντικά κενά σε επίπεδο κοινοτικής νομοθεσίας είναι αυτός που αφορά τον καθορισμό της εμβέλειας των βασικών υπηρεσιών κοινής ωφέλειας και των αρχών που πρέπει να διέπουν τις υπηρεσίες αυτές, όσον αφορά τη συνέχεια και την καθολικότητα της παροχής τους, τις προσιτές τιμές, το δικαίωμα πρόσβασης και την ελευθερία επιλογής κλπ. (55).

11.2.4.1

Ως συνέχεια των γνωμοδοτήσεων που έχει υιοθετήσει σχετικά με το θέμα αυτό (56), η ΕΟΚΕ φρονεί ότι η διεύρυνση της ΕΕ επιβάλλει τη χάραξη σαφών κατευθύνσεων ενόψει της ιδιωτικοποίησης ορισμένων βασικών υπηρεσιών κοινής ωφέλειας και της επιτακτικής ανάγκης προσδιορισμού του κεντρικού πυρήνα υπηρεσιών κοινής ωφέλειας, στον οποίο πρέπει οπωσδήποτε να περιληφθούν οι αεροπορικές και σιδηροδρομικές μεταφορές, η παροχή ηλεκτρικής ενέργειας και αερίου, οι ταχυδρομικές υπηρεσίες και οι τηλεπικοινωνίες (57).

11.2.4.2

Ελλείψει δεικτών ποιότητας με επαρκή ακρίβεια ώστε να επιτρέπουν τη συγκριτική αξιολόγηση των υπηρεσιών αυτών, αναμένουμε με ανυπομονησία την εξαγγελθείσα ανακοίνωση της Επιτροπής για ένα μεθοδολογικό σύστημα οριζόντιας αξιολόγησης των υπηρεσιών κοινής ωφέλειας (58).

11.2.5

Ένα άλλο κενό, που μέχρι σήμερα δεν έχει καλυφθεί, έχει να κάνει με την εναρμόνιση, σε κοινοτικό επίπεδο, του εφαρμοστέου δικαίου στις εξωσυμβατικές ενοχές.

11.2.5.1

Για τον λόγο αυτό, αξίζει ιδιαίτερη μνεία η πρωτοβουλία της Επιτροπής να υποβάλει σχετική πρόταση κανονισμού (59), η οποία, σε συνδυασμό με τις παρατηρήσεις και τις προτάσεις που διατύπωσε η ΕΟΚΕ στη γνωμοδότησή της (60), συνιστά ουσιαστικό στοιχείο για την εναρμόνιση, στο επίπεδο της διευρυμένης ΕΕ, της νομοθεσίας που ρυθμίζει έναν τομέα βασικής σημασίας για την δέουσα προστασία των καταναλωτών.

11.3

Όσον αφορά το δικαίωμα στην πληροφόρηση, ειδικότερα δε για τα τρόφιμα (61), πέραν του ότι η επισήμανση θα πρέπει να είναι όλο και πιο κατανοητή για τους καταναλωτές, θα πρέπει επίσης να χρησιμοποιούνται και άλλες σύγχρονες μέθοδοι για τη βελτίωση της πληροφόρησης των καταναλωτών (διαδίκτυο, τηλεφωνικές γραμμές με δωρεάν κλήση, υπηρεσίες υποστήριξης του καταναλωτή κ.λπ.), χωρίς να παραμελείται, όποτε αυτό απαιτείται και είναι δυνατόν, η ένδειξη προέλευσης (62).

11.4

Αναφορικά με την προστασία της υγείας και της ασφάλειας, η ακόμη πιο αποτελεσματική λειτουργία του συστήματος RAPEX (63) εξαρτάται από την ικανότητα ανταπόκρισης των αρχών των κρατών μελών. Η ΕΟΚΕ υπογραμμίζει, λοιπόν, την ανάγκη επένδυσης στην ποιότητα των ελέγχων της κοινοτικής αγοράς, μέσω σχεδίων που να συμβάλλουν στη δημιουργία και ανάπτυξη των μηχανισμών ελέγχου της αγοράς των κρατών μελών, ιδίως στις νέες προσχωρήσασες χώρες, με τη στήριξη είτε των αντιπροσωπευτικών οργανώσεων των καταναλωτών είτε των αρμόδιων δημοσίων φορέων (64).

11.4.1

Με τη σειρά τους, οι οργανώσεις καταναλωτών είναι αρμόδιες για την εξασφάλιση αξιόπιστης πληροφόρησης σχετικά με τα πλέον ασφαλή προϊόντα και υπηρεσίες και, επίσης, για την παροχή των αποτελεσμάτων των ελέγχων που διενεργούνται σε εθνικό επίπεδο.

11.5

Σε ό,τι αφορά την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των καταναλωτών, διάφορες πτυχές αξίζουν προσεκτική εξέταση και αναδιατύπωση.

11.5.1

Σχετικά με την ευθύνη του παραγωγού  (65), το ισχύον καθεστώς είναι ανισοβαρές σε βάρος του καταναλωτή, λόγω του βάρους της αποδείξεως που επιβάλλεται στον καταναλωτή και των περιπτώσεων απαλλαγής του παραγωγού από ευθύνες.

11.5.1.1

Είναι, επομένως, απολύτως αιτιολογημένη η συνέχιση των εργασιών που διεξάγονται σχετικά με την οδηγία 85/374/ΕΟΚ, της 25ης Ιουλίου 1985, προς την κατεύθυνση που υποδεικνύει η Πράσινη Βίβλος για την αστική ευθύνη λόγω ελαττωματικών προϊόντων (66), ένα θέμα με το οποίο ασχολήθηκαν διαδοχικά διάφορες μελέτες που εκπονήθηκαν στο μεταξύ κατόπιν ανάθεσης της Επιτροπής (67).

11.5.2

Η οριοθέτηση της προστασίας των καταναλωτών στον τομέα των κατ' οίκον πωλήσεων  (68) κατόπιν αιτήματος του καταναλωτή γεννά ορισμένες επιφυλάξεις, λόγω της δυσκολίας προσκόμισης αποδεικτικών στοιχείων και της ύπαρξης οριακών καταστάσεων που δεν παρέχουν νομική ασφάλεια. Η ΕΟΚΕ εκτιμά ότι το συγκεκριμένο ζήτημα πρέπει να εξετασθεί ξανά, ούτως ώστε να καθιερωθούν τεκμήρια που θα προστατεύουν τον καταναλωτή από απάτες και καταχρηστική συμπεριφορά, και ότι θα έπρεπε να αναμορφωθεί ολόκληρο το κείμενο της οδηγίας υπό το πρίσμα των σημερινών αθέμιτων και επιθετικών πρακτικών και με βάση τα κοινοτικά νομοθετικά κείμενα που αναφέρονται σε αυτές.

11.5.3

Αναφορικά με τη σύναψη συμβάσεων εξ αποστάσεως  (69), έχει σημασία ο επιτακτικός καθορισμός της ανάθεσης στον προμηθευτή του βάρους της αποδείξεως σχετικά με την προηγούμενη ενημέρωση, τη γραπτή επιβεβαίωση και τη συγκατάθεση του καταναλωτή (70). Από την άλλη, θα ήταν σκόπιμο να μελετηθεί η προσαρμογή της υποχρέωσης ενημέρωσης σε περιπτώσεις εξ αποστάσεως συμβάσεων με αντικείμενο τις νέες τεχνολογίες.

11.5.4

Η ΕΟΚΕ εκφράζει ανησυχίες αναφορικά με την άσκηση του δικαιώματος υπαναχώρησης. Έχει σημασία ο καθορισμός ενιαίων προθεσμιών στα διάφορα νομοθετικά κείμενα και η θέσπιση σαφών κανόνων άσκησης του συγκεκριμένου δικαιώματος, ιδίως όσον αφορά την εξ αποστάσεως εμπορία χρηματοοικονομικών υπηρεσιών (71) και την καταναλωτική πίστη (72). Η ΕΟΚΕ επισημαίνει την ανάγκη απλούστευσης του καθεστώτος αυτού, που χαρακτηρίζεται από πολυπλοκότητα και έλλειψη διαφάνειας (73).

11.5.5

Όσον αφορά την προστασία του καταναλωτή από τις καταχρηστικές ρήτρες  (74), θα ήταν ενδιαφέρον να προέβαινε η Επιτροπή σε συστηματική και ενημερωμένη καταγραφή των γενικών συμβατικών ρητρών που χαρακτηρίζονται ρητώς ως καταχρηστικές, είτε δυνάμει της εθνικής νομολογίας των διαφόρων κρατών μελών είτε δυνάμει της νομολογίας του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, με σκοπό τη γνωστοποίησή τους στις αντιπροσωπευτικές οργανώσεις των καταναλωτών και των επαγγελματιών (75).

11.5.5.1

Από την άλλη πλευρά, το περιεχόμενο των διατάξεων της οδηγίας είναι ομολογουμένως ξεπερασμένο, και είναι επιτακτική ανάγκη να ολοκληρώσει σύντομα η Επιτροπή τις εργασίες αναθεώρησής της, με βάση την έκθεσή της για την εφαρμογή της οδηγίας (76) και τα αποτελέσματα των πολυάριθμων συναντήσεων εργασίας που διοργάνωσε για το σκοπό αυτό.

11.5.6

Όσον αφορά τα προβλήματα που σχετίζονται με την καταναλωτική πίστη  (77), η ΕΟΚΕ είχε ήδη την ευκαιρία να εκφέρει τη γνώμη της για την πρόσφατη σχετική πρόταση της Επιτροπής (78). Σήμερα πρέπει να υπογραμμισθεί εκ νέου η ανάγκη καταπολέμησης των φαινομένων τοκογλυφίας και στάθμισης των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των καταναλωτών και των φορέων που παρέχουν πιστώσεις. Οι υφιστάμενες διαφορές ανάμεσα στις εθνικές κανονιστικές διατάξεις στον τομέα αυτό, καθώς και τα διαφορετικά επίπεδα προστασίας του καταναλωτή, συνιστούν καταστάσεις που, καθώς ενδέχεται να επιδεινωθούν με την προσχώρηση νέων κρατών, κινδυνεύουν να ζημιώσουν την εμπιστοσύνη στην αγορά χρηματοπιστωτικών προϊόντων και να προκαλέσουν στρεβλώσεις του ανταγωνισμού.

11.5.7

Ένα θέμα το οποίο πρέπει επειγόντως να διευθετηθεί σε κοινοτικό επίπεδο, όπως έχει κατ' επανάληψη επισημάνει η ΕΟΚΕ, είναι η υπερχρέωση των οικογενειών, πρόβλημα που παρουσιάζει επιδείνωση, ενώ εκφράζονται φόβοι ότι θα πάρει εκρηκτικές διαστάσεις με την πιθανή άνοδο των επιτοκίων (79).

11.5.8

Η ΕΟΚΕ θεωρεί επίσης ουσιαστικής σημασίας την περαιτέρω εμβάθυνση των κανονιστικών διατάξεων στον τομέα της ασφάλειας των ηλεκτρονικών πληρωμών  (80), και χαιρετίζει την πρόσφατη πρωτοβουλία της Επιτροπής να δρομολογήσει διαβουλεύσεις ενόψει της εγκαθίδρυσης ενιαίου χώρου για τις πληρωμές στην εσωτερική αγορά (81).

11.5.8.1

Εντούτοις, εξακολουθεί να μην υπάρχει μια συνολική θεώρηση για τον τομέα του ηλεκτρονικού εμπορίου, που θα ήταν ικανή να εμπνεύσει εμπιστοσύνη στους καταναλωτές, γεγονός που κατέστη σαφές κατά τη διάσκεψη που πραγματοποιήθηκε στο Δουβλίνο, με την ευκαιρία του εορτασμού της Ευρωπαϊκής Ημέρας του Καταναλωτή του 2004.

11.5.8.1.1

Επιπλέον, οι μέχρι σήμερα διεξαχθείσες προσπάθειες για τη δημιουργία συστημάτων διαπίστευσης των επαγγελματιών δεν οδήγησαν ούτε καν στην εφαρμογή μέτρων αυτορρύθμισης που θα επέτρεπαν στους καταναλωτές να αναγνωρίζουν τις αξιόπιστες ιστοθέσεις του Διαδικτύου.

11.5.8.1.2

Αξίζει, λοιπόν, να χαιρετίσουμε εδώ, παρά τους περιορισμούς τους, τις πρόσφατες εξελίξεις, με πρωτοβουλία της Επιτροπής, με στόχο την προαγωγή ασφαλέστερης χρήσης του Ίντερνετ (82), καθώς και για την προστασία των ανηλίκων και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και για το δικαίωμα απάντησης στις οπτικοακουστικές υπηρεσίες και τις υπηρεσίες ενημέρωσης (83).

11.5.8.2

Από την άλλη πλευρά, σε διεθνές επίπεδο, απουσιάζει ένα νομοθετικό πλαίσιο ανάλογο με αυτό που θεσπίσθηκε στην ΕΕ με τον «κανονισμό Βρυξέλλες Ι», ουσιαστικής σημασίας για την ασφαλή ανάπτυξη των διεθνών ηλεκτρονικών συναλλαγών. Για τον λόγο αυτό, προβάλλει ως βασικός στόχος, που πρέπει να επιτευχθεί στα πλαίσια της Διάσκεψης της Χάγης, η υπογραφή σύμβασης για τη δικαιοδοσία και την εφαρμογή των αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, για τον τομέα αυτόν.

11.5.9

Τομέας θεμελιώδους σημασίας είναι η εναρμόνιση του δικαίου των συμβάσεων, που δρομολογήθηκε από την Επιτροπή και υποστηρίζεται από την ΕΟΚΕ (84), και η οποία θα έπρεπε να προχωρήσει και να ενισχυθεί, με προτεραιότητα στην εναρμόνιση συγκεκριμένων συμβάσεων που παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τους καταναλωτές (85).

11.5.10

Ύστερα από την πρόσφατη δημοσίευση της οδηγίας σχετικά με ορισμένες πτυχές της πώλησης και των εγγυήσεων καταναλωτικών αγαθών (86), στην οποία υπογραμμίζονται ειδικότερα οι πτυχές που σχετίζονται με τις παρεχόμενες εγγυήσεις κατά την πώληση αγαθών, παραμένουν επίκαιρες οι κριτικές που είχε διατυπώσει η ΕΟΚΕ για την αντίστοιχη πρόταση με τη γνωμοδότησή της (87), ειδικότερα δε όσον αφορά τις σχέσεις μεταξύ εμπορικών και νομικών εγγυήσεων και τις διαδικασίες εφαρμογής των εγγυήσεων αυτών.

11.5.10.1

Θα χρειαστεί τώρα να επανεξετασθεί όχι μόνον η επέκταση του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας, ώστε να καλύπτει και την εξυπηρέτηση μετά την πώληση (88), αλλά, ειδικότερα, η προσεκτική παρακολούθηση, από την Επιτροπή, του τρόπου μεταφοράς της στις νομοθεσίες των κρατών μελών, λόγω της πολυπλοκότητας του καθεστώτος της και των δυσκολιών συνδυασμού της με τις εσωτερικές διατάξεις του εκάστοτε εθνικού δικαίου.

11.5.11

Ένας τομέας όπου αναμενόταν εδώ και πολύ καιρό η υιοθέτηση θέσης από την Επιτροπή, ως συνέχεια του Πράσινου βιβλίου για την προστασία των καταναλωτών (89), ήταν ακριβώς η πρόταση σχετικά με τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές.

11.5.11.1

Παρά ταύτα, στη γνωμοδότησή της για το θέμα (90), η ΕΟΚΕ είχε ήδη την ευκαιρία να εκφράσει την απογοήτευσή της και την έντονη ανησυχία της για το πνεύμα και τον προσανατολισμό της υπό εκπόνηση πράξης.

11.5.11.2

Πρόκειται λοιπόν για ένα θέμα του οποίου τη μελλοντική εξέλιξη οφείλουν να παρακολουθούν στενά και με ιδιαίτερη προσοχή οι εκπρόσωποι των καταναλωτών, ειδικότερα αυτοί των νέων υπό ένταξη κρατών.

11.5.12

Ομοίως, η ΕΟΚΕ έχει ήδη εκδηλώσει τη δυσαρέσκειά της αναφορικά με το σχέδιο κανονισμού για την προώθηση των πωλήσεων  (91), και εκφράζει εδώ εκ νέου τις ανησυχίες της για την τελική μορφή του και για το κατά πόσον συμβιβάζεται με την πρόταση σχετικά με τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές. Η ΕΟΚΕ φοβάται μήπως, αντί να συμβάλουν στην περαιτέρω προαγωγή των καταναλωτών, οι δύο πράξεις καταλήξουν σε υποβάθμιση του σημερινού επιπέδου προστασίας και προάσπισής τους.

11.6

Τέλος, όσον αφορά την πρόσβαση στη δικαιοσύνη, η ΕΟΚΕ φρονεί ότι είναι αναγκαίο να κατοχυρωθεί περαιτέρω όχι μόνον η νομική προστασία των συλλογικών, γενικευμένων ή ομοιογενών ατομικών συμφερόντων των καταναλωτών (92), μέσω της επείγουσας αναθεώρησης της οδηγίας περί των κοινοτικών αγωγών παραλείψεως (93), και της επέκτασης του πεδίου εφαρμογής της ώστε να μετατραπεί σε γνήσιο μέσο για την άσκηση συλλογικών αγωγών («class action»), με σκοπό την προώθηση της αποκατάστασης ζημιών, εκτός από την απλή παύση των παράνομων ή αθέμιτων πρακτικών, αλλά επίσης και η προστασία των εννόμων συμφερόντων των μεμονωμένων καταναλωτών που ασκούν προσφυγές, ιδίως όσον αφορά τη δυνατότητα ταχείας και δωρεάν πρόσβασης στη δικαιοσύνη (94). Επί του προκειμένου, η ΕΟΚΕ εναποθέτει εκ νέου τις ελπίδες της όχι μόνο στους εναλλακτικούς τρόπους επίλυσης των διαφορών (95), αλλά και στις διαδικασίες διαιτησίας, και θέτει ως προτεραιότητα την λειτουργική και τεχνική υποστήριξη των εθνικών αρχών προκειμένου να δημιουργηθεί το σύστημα και να εφαρμοσθεί στα διάφορα κράτη μέλη (96).

11.6.1

Επίσης, η ΕΟΚΕ τάσσεται υπέρ της θέσπισης μίας νομικά δεσμευτικής πράξης, η οποία, με την επιφύλαξη των αρχών της επικουρικότητας και της αναλογικότητας, θα εξασφαλίζει την προώθηση των στόχων που θέτει η Επιτροπή στις σχετικές συστάσεις της (97), και συγκεκριμένα την τήρηση της αρχής της ελευθερίας του καταναλωτή και των αρχών της αμεροληψίας και της διαφάνειας της διαδικασίας, ανάγοντας σε υποχρεωτικές διατάξεις όσα μέχρι σήμερα ήταν απλές συστάσεις που δεν έτυχαν ουσιαστικής και γενικευμένης εφαρμογής στην πράξη.

11.7

Επί του προκειμένου, η ΕΟΚΕ χαιρετίζει τις πρόσφατες πρωτοβουλίες της Επιτροπής στον τομέα της δικαστικής συνεργασίας, εκ των οποίων κυριότερες είναι οι κανονισμοί περί διαδικασιών αφερεγγυότητας (98) και για το εφαρμοστέο δίκαιο σε θέματα δικαιοδοσίας των δικαστηρίων (Σύμβαση των Βρυξελλών) (99), καθώς και η πρόταση κανονισμού για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές (Ρώμη ΙΙ) (100), το Πράσινο βιβλίο σχετικά με τη μετατροπή σε κοινοτική πράξη και τον εκσυγχρονισμό της Σύμβασης της Ρώμης του 1980 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι) (101), ή ο κανονισμός για τη θέσπιση γενικού πλαισίου κοινοτικών δραστηριοτήτων προκειμένου να διευκολυνθεί η υλοποίηση ενός ευρωπαϊκού δικαστικού χώρου στις αστικές υποθέσεις (102), και καλεί την Επιτροπή να συνεχίσει τις προσπάθειές της για τη δημιουργία ενός ενιαίου δικαστικού χώρου, ως ουσιαστικού δομικού στοιχείου των πτυχών που σχετίζονται με την υλοποίηση της ενιαίας αγοράς, το οποίο αποκτά όλο και μεγαλύτερη σημασία στους κόλπους της διευρυμένης ΕΕ.

12.   Συμπεράσματα

12.1

Η προώθηση, η συμμετοχή, η προστασία και η προάσπιση των συμφερόντων των καταναλωτών πρέπει να συνιστούν μόνιμο στόχο όλων των πολιτικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ως πραγματικό δικαίωμα των ευρωπαίων πολιτών.

12.2

Με τη διεύρυνση προς περισσότερα από δέκα νέα κράτη μέλη, για την πλειονότητα των οποίων η προστασία των καταναλωτών αποτελεί σχετικά νέο ζήτημα, θα πρέπει να αναθεωρηθεί ολόκληρη η πολιτική των καταναλωτών, όσον αφορά την προσαρμογή της στη νέα πραγματικότητα μιας αγοράς με σχεδόν 500 εκατομμύρια καταναλωτές.

12.3

Η Ευρωπαϊκή Ένωση και τα θεσμικά της όργανα καλούνται να αναλάβουν καθοριστικό ρόλο για τον καθορισμό των προτεραιοτήτων κατά την αναδιατύπωση του νομικού και θεσμικού πλαισίου και των προγραμμάτων δράσεων που απαιτούνται για να διασφαλιστεί μια αποτελεσματική πολιτική των καταναλωτών που θα εξασφαλίζει και θα υλοποιεί τους στόχους αυτούς.

12.4

Η ΕΟΚΕ, με την παρούσα γνωμοδότηση πρωτοβουλίας, προτίθεται να συμβάλει στον καθορισμό μιας τέτοιας πολιτικής, αναλαμβάνοντας να ερμηνεύσει τις ανησυχίες της κοινωνίας των πολιτών και λαμβάνοντας ιδιαίτερα υπόψη τη συμμετοχή των εκπροσώπων που προέρχονται από τα νέα κράτη μέλη.

12.5

Η ΕΟΚΕ φρονεί ότι οι άμεσες προτεραιότητες για την πολιτική των καταναλωτών είναι οι εξής:

η ενοποίηση του κοινοτικού κεκτημένου, με μια προσπάθεια απλούστευσης και κωδικοποίησης·

η πραγματική εφαρμογή της θεσπιζόμενης και δεόντως μεταφερόμενης νομοθεσίας και ο αυστηρός έλεγχος της τήρησής της·

η εφαρμογή της οδηγίας πλαίσιο για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές·

μια επείγουσα προσπάθεια για καλύτερη πληροφόρηση και εκπαίδευση των καταναλωτών·

η εξέταση της δυνατότητας πραγματικής ενσωμάτωσης της πολιτικής υπέρ των καταναλωτών στις λοιπές πολιτικές, είτε σε κοινοτικό είτε σε εθνικό επίπεδο·

η παροχή στήριξης στις οργανώσεις των καταναλωτών με στόχο την πραγματοποίηση αναλύσεων των προϊόντων και ανταλλαγών πληροφοριών σχετικά με την ποιότητά τους.

12.6

Η ΕΟΚΕ υποστηρίζει ότι οι ισχυρές και ανεξάρτητες οργανώσεις εκπροσώπησης των καταναλωτών συνιστούν τη βάση για μια αποτελεσματική πολιτική για την προστασία, την προαγωγή και τη συμμετοχή των καταναλωτών.

12.7

Η ΕΟΚΕ πιστεύει ότι, για το σκοπό αυτόν, απαιτείται να εξασφαλιστεί ότι οι οργανώσεις καταναλωτών θα χρηματοδοτούνται κατάλληλα για την ανάπτυξη δράσεων, προγραμμάτων, σχεδίων και πρωτοβουλιών.

12.8

Η ΕΟΚΕ είναι της άποψης ότι ο καθορισμός κριτηρίων αντιπροσωπευτικότητας και συμμετοχής των οργανώσεων καταναλωτών θα μπορέσει να συμβάλει καθοριστικά στην αύξηση της αποτελεσματικότητας της πολιτικής των καταναλωτών.

12.9

Η ΕΟΚΕ φρονεί ότι, σταδιακά και χωρίς να λησμονάται η ανάγκη διατήρησης της ισορροπίας των εμπλεκομένων συμφερόντων, θα πρέπει να συνεχιστούν ή να δρομολογηθούν νέες νομοθετικές πρωτοβουλίες. Επισημαίνει σχετικά τους ακόλουθους τομείς:

ασφάλεια υπηρεσιών και ευθύνη για την ελαττωματική παροχή υπηρεσιών·

βασικές υπηρεσίες κοινής ωφέλειας·

προστασία της υγείας και της ασφάλειας·

μεγαλύτερη ασφάλεια για τις ηλεκτρονικές πληρωμές και κατά τη χρήση του Διαδικτύου·

υπερχρέωση των οικογενειών·

μέσα πληρωμής·

δίκαιο των συμβάσεων·

πρόσβαση στη δικαιοσύνη και ενιαίος δικαστικός χώρος.

12.10

Εξάλλου, η ΕΟΚΕ είναι της γνώμης ότι θα έπρεπε να αναθεωρηθούν και να καταστούν συμβατές μεταξύ τους οι διάφορες ήδη υφιστάμενες νομοθετικές πράξεις, προκειμένου να προσαρμοστούν στη νέα διευρυμένη ενιαία αγορά, και επισημαίνει, ειδικότερα, τους εξής τομείς:

ευθύνη του παραγωγού·

πωλήσεις κατ' οίκον, πωλήσεις εξ αποστάσεως, ηλεκτρονικό εμπόριο και προώθηση πωλήσεων·

καταχρηστικές ρήτρες·

καταναλωτική πίστωση·

εγγυήσεις κατά την πώληση αγαθών και υπηρεσιών.

12.11

Η ΕΟΚΕ επαναλαμβάνει την πρότασή της να δημιουργηθεί ένας Ευρωπαϊκός Ερευνητικός Οργανισμός για την Προστασία του Καταναλωτή, ο οποίος θα παρέχει τις γνώσεις που χρειάζονται ως βάση για την πολιτική υπέρ των καταναλωτών (103).

12.12

Η ΕΟΚΕ καλεί τα κράτη μέλη να αντιμετωπίζουν την προστασία, την προάσπιση, την προώθηση και τη συμμετοχή των καταναλωτών ως προτεραιότητα που θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη σε όλες τις πολιτικές που αναπτύσσουν.

12.13

Η ΕΟΚΕ συνιστά στην Επιτροπή να λάβει υπόψη τις προτάσεις και υποδείξεις που εκτίθενται στην παρούσα γνωμοδότηση κατά τον καθορισμό των νέων προσανατολισμών για την πολιτική των καταναλωτών.

Βρυξέλλες, 10 Φεβρουαρίου 2005

Η Πρόεδρος

της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής

Anne-Marie SIGMUND


(1)  Η ΕΟΚΕ είχε την ευκαιρία να ασχοληθεί με όλα αυτά τα ζητήματα στα πλαίσια διαδοχικών γνωμοδοτήσεων, εκ των οποίων οι κυριότερες είναι οι εξής:

«Το μέλλον της πολιτικής της συνοχής ενόψει της διεύρυνσης και της μετάβασης στην οικονομία της γνώσης», με εισηγητή τον κ. MALOSSE, ΕΕ C 241, της 7/10/2002·

«Οικονομική και κοινωνική επίπτωση της διεύρυνσης στις υποψήφιες χώρες», με εισηγητές τον κ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗ και την κα BELABED, ΕΕ C 85, της 8/4/2003·

«Ο αντίκτυπος της διεύρυνσης στην ΟΝΕ», με εισηγητή τον κ. VEVER, ΕΕ C 61, της 14/03/2003·

«Οι επιπτώσεις της διεύρυνσης στην ενιαία αγορά», με εισηγήτρια την κα BELABED, ΕΕ C 85, της 8/04/2003·

«Μεταφορές / Διεύρυνση», με εισηγητή τον κ. KIELMAN, ΕΕ C 61, της 14/03/2003·

«Προενταξιακή χρηματοδοτική ενίσχυση», με εισηγητή τον κ. WALKER, ΕΕ C 61, της 14/03/2003·

«Η διεύρυνση της ΕΕ: η πρόκληση που αντιμετωπίζουν οι υποψήφιες χώρες όσον αφορά την εκπλήρωση των οικονομικών κριτηρίων για την ένταξη», με εισηγητή τον κ. VEVER, ΕΕ C 193, της 10/7/2001·

«Η προς ανατολάς διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ο δασικός τομέας», με εισηγητή τον κ. KALLIO, ΕΕ C 149, της 21/06/2002.

(2)  Αυτό ακριβώς προκύπτει από το σημείο 14 του ψηφίσματος του Συμβουλίου της 2ας Δεκεμβρίου 2002 για την κοινοτική στρατηγική στον τομέα της πολιτικής υπέρ των καταναλωτών - 2002-2006 (ΕΕ C 11/1 της 17.01.03), όπου αναφέρονται τα ακόλουθα:

«ΚΑΛΕΙ ΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΚΑΙ ΤΑ ΚΡΑΤΗ ΜΕΛΗ:

14.

να υποστηρίξουν τις οργανώσεις εκπροσώπησης των καταναλωτών ώστε να μπορούν ανεξάρτητα να προωθούν τα καταναλωτικά συμφέροντά τους σε κοινοτικό καθώς και σε εθνικό επίπεδο και να τους δώσουν τη δυνατότητα να ασκήσουν επιρροή, π.χ. να αρχίσουν ισόρροπο διάλογο με τις επιχειρήσεις και να μετάσχουν στη διαμόρφωση της κοινοτικής πολιτικής. Καθοριστική σημασία για το σκοπό αυτό θα είχε η επεξεργασία σχεδίων για τη δημιουργία υποδομής, ώστε να ενισχυθούν οι οργανώσεις καταναλωτών, όταν αυτό ενδείκνυται, καθώς και τα εκπαιδευτικά εργαλεία για τη συγκεκριμένη πτυχή των διασυνοριακών συναλλαγών»

(3)  Παραθέτουμε ειδικότερα τις διατάξεις του άρθρου 7, παράγραφοι 2 και 3, της απόφασης αριθ. 20/2004/ΕΚ, της 8ης Δεκεμβρίου 2003, σχετικά με τη θέσπιση γενικού πλαισίου για τη χρηματοδότηση των κοινοτικών ενεργειών υπέρ της πολιτικής για τους καταναλωτές για τα έτη 2004-2007 (ΕΕ L 5/1 της 09.01.2004), όπου αναφέρονται τα ακόλουθα:

«2.   Η χρηματοδοτική συνδρομή για την ενέργεια 16 μπορεί να παρέχεται σε ευρωπαϊκές οργανώσεις καταναλωτών που πληρούν τους ακόλουθους όρους:

α)

είναι μη κυβερνητικές, μη κερδοσκοπικές, ανεξάρτητες από τη βιομηχανία και από εμπορικά, επιχειρηματικά ή άλλα συγκρουόμενα συμφέροντα οργανώσεις, των οποίων ο πρωτεύων στόχος και οι δραστηριότητες συνίστανται στην προώθηση και την προστασία της υγείας, της ασφάλειας καθώς και των οικονομικών συμφερόντων των καταναλωτών στην Κοινότητα·

β)

έχουν εξουσιοδοτηθεί να εκπροσωπούν τα συμφέροντα των καταναλωτών σε κοινοτικό επίπεδο από εθνικές οργανώσεις, οι οποίες προέρχονται από τουλάχιστον τα μισά κράτη μέλη, εκπροσωπούν τους καταναλωτές σύμφωνα με τους εθνικούς κανόνες ή τις πρακτικές και δραστηριοποιούνται σε περιφερειακό ή εθνικό επίπεδο και

γ)

έχουν παράσχει στην Επιτροπή ικανοποιητικά στοιχεία σχετικά με την ιδιότητά τους ως μέλη, τους εσωτερικούς τους κανόνες και τις πηγές τους χρηματοδότησης.

3.   Η χρηματοδοτική συνδρομή για την ενέργεια 17 μπορεί να παρέχεται σε ευρωπαϊκές οργανώσεις καταναλωτών που πληρούν τους ακόλουθους όρους:

α)

είναι μη κυβερνητικές, μη κερδοσκοπικές, ανεξάρτητες από τη βιομηχανία και από εμπορικά, επιχειρηματικά ή άλλα συγκρουόμενα συμφέροντα οργανώσεις, των οποίων ο πρωτεύων στόχος και οι δραστηριότητες συνίστανται στην εκπροσώπηση των συμφερόντων των καταναλωτών στο πλαίσιο της διαδικασίας τυποποίησης σε κοινοτικό επίπεδο και

β)

έχουν εξουσιοδοτηθεί, τουλάχιστον στα δύο τρίτα των κρατών μελών, να εκπροσωπούν τα συμφέροντα των καταναλωτών σε κοινοτικό επίπεδο από:

σώματα που εκπροσωπούν, σύμφωνα με τους εθνικούς κανόνες ή τις πρακτικές, τις εθνικές οργανώσεις καταναλωτών στα κράτη μέλη ή,

εάν δεν υπάρχουν τέτοια σώματα, από εθνικές οργανώσεις στα κράτη μέλη, οι οποίες εκπροσωπούν τους καταναλωτές, σύμφωνα με τους εθνικούς κανόνες ή τις πρακτικές, και δραστηριοποιούνται σε εθνικό επίπεδο».

(Βλέπε σχετικά τη γνωμοδότηση της ΕΟΚΕ (INT/180), της 17.07.2003, που εκπονήθηκε από τον κ. Hernández Bataller, στην ΕΕ C 234 της 30.09.2003).

(4)  ΕΕ L 166/51, όπου αναφέρονται τα ακόλουθα:

«Άρθρο 3

Φορείς νομιμοποιούμενοι προς έγερση αγωγής

Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ως “νομιμοποιούμενοι φορείς” νοούνται οι οργανισμοί ή οργανώσεις που έχουν δεόντως συσταθεί σύμφωνα με τη νομοθεσία κράτους μέλους και έχουν έννομο συμφέρον να επιβάλλουν την τήρηση των διατάξεων που αναφέρονται στο άρθρο 1, και συγκεκριμένα:

α)

ένας ή περισσότεροι ανεξάρτητοι δημόσιοι οργανισμοί, επιφορτισμένοι ειδικά με την προστασία των συμφερόντων που αναφέρονται στο άρθρο 1, στα κράτη μέλη όπου υπάρχουν τέτοιοι οργανισμοί και/ή

β)

οι οργανώσεις των οποίων ο σκοπός συνίσταται στην προστασία των συμφερόντων που αναφέρονται στο άρθρο 1, σύμφωνα με τα κριτήρια που θεσπίζει η εθνική νομοθεσία».

Ή άλλως, στη σημερινή «κωδικοποιημένη» έκδοση της οδηγίας:

«Άρθρο 3

Νομιμοποίηση προς έγερση αγωγής

Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, νομιμοποιούνται να εγείρουν αγωγή οι οργανισμοί ή οργανώσεις που έχουν δεόντως συσταθεί σύμφωνα με τη νομοθεσία κράτους μέλους και έχουν έννομο συμφέρον να επιβάλλουν την τήρηση των διατάξεων που αναφέρονται στο άρθρο 1, και συγκεκριμένα:

α)

ένας ή περισσότεροι ανεξάρτητοι δημόσιοι οργανισμοί, επιφορτισμένοι ειδικά με την προστασία των συμφερόντων που αναφέρονται στο άρθρο 1, στα κράτη μέλη όπου υπάρχουν τέτοιοι οργανισμοί και/ή

β)

οι οργανώσεις των οποίων ο σκοπός συνίσταται στην προστασία των συμφερόντων που αναφέρονται στο άρθρο 1, σύμφωνα με τα κριτήρια που θεσπίζει η εθνική νομοθεσία».

(5)  Σχετικά με τη σημασία του συνεταιριστικού κλάδου βλ. την Ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με την προώθηση των συνεταιριστικών εταιρειών στην Ευρώπη (COM(2004) 18 τελικό της 23ης Φεβρουαρίου 2004), όπου προτείνεται ξανά η ιδέα ενός καταστατικού της ευρωπαϊκής συνεταιριστικής εταιρείας (Γνωμοδότηση κ. Hoffelt).

(6)  Για τον λόγο αυτό, χαιρετίζουμε την πολύ πρόσφατη πρωτοβουλία της Επιτροπής (ΓΔ Υγεία και Προστασία των Καταναλωτών) να αναθέσει στο Ευρωπαϊκό Γραφείο Ενώσεων Καταναλωτών (ΕΓΕΚ) τη διοργάνωση, ήδη από την τρέχουσα χρονιά, μαθημάτων κατάρτισης σε θέματα διαχείρισης οικονομικών και ανθρώπινων πόρων, δημοσίων σχέσεων και «lobbying» και δικαίου των καταναλωτών.

(7)  Απόφαση της 9ης Οκτωβρίου 2003 για τη σύσταση ευρωπαϊκής συμβουλευτικής ομάδας καταναλωτών (ΕΕ L 258 της 10.10.2003).

(8)  Τη συγκεκριμένη θέση, της οποίας η δημιουργία εξαγγέλθηκε τον Δεκέμβριο του 2002 με σκοπό τη διεξαγωγή μόνιμου διαλόγου με τους ευρωπαίους καταναλωτές, ανέλαβε ο κ. Juan Riviere y Marti, κατόπιν διορισμού από τον Επίτροπο Mário Monti στις 9 Δεκεμβρίου 2003 (IP/03/1679 της 09.12.03).

(9)  Επισημαίνεται, λόγω της σημασίας της, η πρόσφατη Απόφαση της Επιτροπής σχετικά με τη σύσταση επιστημονικών επιτροπών στον τομέα της ασφάλειας των καταναλωτών, της δημόσιας υγείας και του περιβάλλοντος (EE L 66 της 04.03.04).

(10)  Το 72 % των ερωτηθέντων οργανισμών αναφέρουν την ύπαρξη κρατικών ενισχύσεων, τις οποίες όμως χαρακτηρίζουν ως ανεπαρκείς.

(11)  Προς την κατεύθυνση αυτή, ιδιαίτερα σκόπιμη ήταν η έκκληση που απηύθυνε το ΕΓΕΚ προς τις κυβερνήσεις των νέων κρατών μελών, τον Αύγουστο του 2003, ζητώντας τους να παράσχουν κατάλληλη χρηματοδοτική ενίσχυση στις ενώσεις καταναλωτών των χωρών τους και επισημαίνοντας το ενδεχόμενο να χρησιμοποιηθούν προς το σκοπό αυτό πόροι του προγράμματος PHARE.

(12)  Το 75 % των ερωτηθέντων αναφέρουν ότι δεν υπάρχει ευνοϊκότερο φορολογικό πλαίσιο για τους συλλόγους προστασίας των καταναλωτών.

(13)  ΕΕ L 5/1 της 09.01.2004, πρβλ. γνωμοδότηση της ΕΟΚΕ, με εισηγητή τον κ. Hernández Bataller: ΕΕ C 234 της 30.09.2003.

(14)  Έγγρ. SEC(2003) 1387 της 27.11.2003.

(15)  Αυτό προκύπτει σαφώς από τον συνδυασμό των παραγράφων 1 και 5 του άρθρου 153, στο σημείο όπου αυτό ορίζει ότι τα μέτρα που στηρίζουν, συμπληρώνουν και παρακολουθούν την πολιτική των κρατών μελών, τα οποία θεσπίζει το Συμβούλιο αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 και μετά από διαβούλευση με την ΕΟΚΕ, «δεν εμποδίζουν τα κράτη μέλη να διατηρούν ή να εισάγουν αυστηρότερα προστατευτικά μέτρα» υπό τον όρο, προφανώς, ότι αυτά θα συμβιβάζονται με τη Συνθήκη, με τήρηση των αρχών της επικουρικότητας και της αναλογικότητας.

(16)  Η ίδια θέσπιση υπήρχε ήδη στο άρθρο 129-Α, όπως προέκυψε από τη Συνθήκη του Μάαστριχτ.

(17)  Για παράδειγμα, πρβλ. οδηγίες 90/314 (οργανωμένα ταξίδια), άρθρο 8· 94/47 (χρονομεριστική μίσθωση), άρθρο 11· 93/13 (καταχρηστικές ρήτρες), άρθρο 8· 97/7 (συμβάσεις εξ αποστάσεως), άρθρο 14· 85/577 (σύναψη συμβάσεων εκτός εμπορικού καταστήματος)· 84/450 (παραπλανητική διαφήμιση), άρθρο 7· 87/102 (καταναλωτική πίστη), άρθρο 15. Σχετικά με το θέμα αυτό, έχει σημασία να μνημονεύσουμε τη σπουδαία μελέτη που εκπονήθηκε από το Centre de Droit de la Consommation, κατόπιν ανάθεσης από την Επιτροπή και υπό τον συντονισμό της Monique Goyens, στην οποία είχε την ευκαιρία να συνεργασθεί ο συντάκτης της παρούσας γνωμοδότησης, από κοινού με επιφανείς νομικούς όπως ο καθηγητής Klaus Tonner, οι Lopez-Sanchez, Susanne Storm, Jérome Frank, Αλέξανδρος Βουτσάς, William Fagan, Paolo Martinello, Andrée Colomer, A. Tavassy και Geraint Howells (SPC/02/93/CM, Ιούλιος 1994), και της οποίας η τελική έκθεση αναδεικνύει σωστά τη διάκριση ανάμεσα στις διαφορετικές μορφές εναρμόνισης: ελάχιστης, πλήρους, μερικής, ολικής και προαιρετικής.

(18)  Έγγρ. COM(2001) 531 τελικό, της 02.10.2001.

(19)  Έγγρ. COM(2002) 208 τελικό, της 07.05.2002.

(20)  Έγγρ. COM(2002) 443 τελικό, της 11.09.2002.

(21)  Έγγρ. COM(2003) 356 τελικό, της 18.06.2003.

(22)  Που εισήχθη ρητώς στη Συνθήκη με την Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη.

(23)  Πρβλ. άρθρο 32 του Σχεδίου Συντάγματος.

(24)  Εύστοχα παραδείγματα χρήσης του κανονισμού αποτελούν οι πρόσφατες πρωτοβουλίες σχετικά με τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (κανονισμός (ΕΚ) 44/2001 της 22.12.2000)· σχετικά με την επίδοση και κοινοποίηση στα κράτη μέλη δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις (κανονισμός (ΕΚ) 1348/2000 της 29.05.2000)· σχετικά με τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας έναντι των κοινών τέκνων των συζύγων (κανονισμός (ΕΚ) 1347/2000 της 29.05.2000)· σχετικά με τις διαδικασίες αφερεγγυότητας (κανονισμός (ΕΚ) 1346/2000 της 29.05.2000)· σχετικά με την προώθηση των πωλήσεων στην εσωτερική αγορά (COM(2002) 585 τελικό, της 25.10.2002)· σχετικά με τη συνεργασία στον τομέα της προστασίας των καταναλωτών (COM(2003) 443 τελικό, της 18.07.2003)· σχετικά με τα υλικά και αντικείμενα που προορίζονται να έλθουν σε επαφή με τρόφιμα (COM(2003) 689 τελικό, της 17.11.03), και άλλες.

(25)  Περιλαμβάνεται σήμερα στο άρθρο 5, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΚ, με την ακόλουθη διατύπωση:

«Στους τομείς που δεν υπάγονται στην αποκλειστική της αρμοδιότητα, η Κοινότητα δρα σύμφωνα με την αρχή επικουρικότητας, μόνον εάν και στο βαθμό που οι στόχοι της προβλεπόμενης δράσης είναι αδύνατον να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη και δύνανται συνεπώς, λόγω των διαστάσεων ή των αποτελεσμάτων της προβλεπόμενης δράσης, να επιτευχθούν καλύτερα σε κοινοτικό επίπεδο».

Ωστόσο, στη διατύπωση του άρθρου 9, παράγραφος 3, του Συντάγματος εμφανίζονται ορισμένες διαφορές που θα άξιζαν μια διεξοδική θεωρητική ανάλυση.

Το συνταγματικό κείμενο ορίζει τα εξής:

«Δυνάμει της αρχής της επικουρικότητας, στους τομείς οι οποίοι δεν υπάγονται στην αποκλειστική της αρμοδιότητα, η Ένωση παρεμβαίνει μόνο εφόσον και στο βαθμό που οι στόχοι της προβλεπόμενης δράσης δεν μπορούν να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη, τόσο σε κεντρικό όσο και σε περιφερειακό και τοπικό επίπεδο, μπορούν όμως, λόγω της κλίμακας ή των αποτελεσμάτων της προβλεπόμενης δράσης, να επιτευχθούν καλύτερα στο επίπεδο της Ένωσης».

Επισημαίνονται, ωστόσο, οι ακόλουθες συνεισφορές στη συζήτηση για τη συγκεκριμένη αρχή:

«Subsidiarité: défi du changement», Πρακτικά της Επιστημονικής Συνάντησης Jacques Delors, δημοσίευση του Ευρωπαϊκού Ινστιτούτου Δημόσιας Διοίκησης, Μάαστριχτ, 1991 (IEAP 11/04)· «Le principe de subsidiarité», Jean-Louis Clergerie, Εellipres, 1997· η μελέτη, που πιθανόν δεν έχει δημοσιευθεί, του καθηγητού G. Vandersanden, «Considérations sur le principe de subsidiarité», Ιανουάριος 1992· «Il principio di sussidiarietà nella prospettiva dell'attuazione del Trattato sull' Unione europea», του Gian Pietro Orsello, Ρώμη, 1993· και ο Σχολιασμός Mégret στη Συνθήκη, τόμος I, δεύτερη έκδοση, Προσάρτημα, κεφ. ΙΙΙ, σ. 421 και επόμενες.

(26)  Είναι όμως απαραίτητο να αναφερθεί ότι η ερμηνεία που δόθηκε εξ αρχής από την Επιτροπή, και που παρουσιάσθηκε στο Συμβούλιο του Εδιμβούργου στις 11 και 12 Δεκεμβρίου 1992, ήταν τέτοια ώστε η ανάλυση υπό το πρίσμα της εν λόγω αρχής θα οδηγούσε στην ανάκληση αρκετών υπό κατάρτιση προτάσεων οδηγιών και στη μη εφαρμογή ή την αναθεώρηση πολλών άλλων.

(27)  Διατυπώθηκε με τη γενική της έννοια στο άρθρο 100-Β της Ενιαίας Ευρωπαϊκής Πράξης και καθιερώθηκε οριστικά στη νομολογία με την υπόθεση «Cassis de Dijon».

(28)  «Αμοιβαία αναγνώριση στην ενιαία αγορά», με συντάκτη τον κ. Lagerholm, που δημοσιεύθηκε στην ΕΕ C 116 της 20.04.2001.

(29)  Έγγρ. COM(1999) 299 τελικό, της 16.06.1999.

(30)  ΕΕ C 12 της 15.03.2001.

(31)  Συγκεκριμένα, αναφέρονται τα χρηματοπιστωτικά προϊόντα που προσφέρονται στο εξ αποστάσεως εμπόριο.

(32)  Πρβλ. γνωμοδότηση της ΕΟΚΕ με θέμα «Η προσφυγή στην αρχή της προφύλαξης», με εισηγητή τον κ. Bedossa (ΕΕ C 268/6 της 19.9.2000).

(33)  Πρβλ. καταρχάς το Προκαταρκτικό Πρόγραμμα της ΕΟΚ, της 14ης Απριλίου 1975, στο οποίο ήδη αναφερόταν ότι η δυνατότητα άσκησης όλων αυτών των δικαιωμάτων (των καταναλωτών) πρέπει να ενισχύεται με την ανάληψη δράσεων στα πλαίσια ειδικών πολιτικών της Κοινότητας, όπως είναι, λόγου χάρη, η οικονομική πολιτική, η κοινή αγροτική πολιτική, η κοινωνική πολιτική, οι πολιτικές στους τομείς του περιβάλλοντος, των μεταφορών και της ενέργειας, καθώς και με την προσέγγιση των νομοθεσιών, καθώς όλες τους επηρεάζουν την κατάσταση του καταναλωτή (ΕΕ C 92 της 25.04.1975). Μεταγενέστερα, η ιδέα θα αναπτυχθεί στην ανακοίνωση προς το Συμβούλιο της 4ης Ιουλίου 1985, στη λεγόμενη «Νέα ώθηση», όπου για πρώτη φορά εκτιμάται ορθώς ότι η υλοποίηση της εσωτερικής αγοράς αποτελεί «ένα μέσον και όχι τον σκοπό της δημιουργίας της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας» (Έγγρ. COM(85) 314 τελικό), και από την οποία προέκυψε το ψήφισμα του Συμβουλίου της 23.06.1986.

Αλλά και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο ψήφισμα που ενέκρινε το Μάρτιο του 1992, με θέμα τους κανόνες προστασίας των καταναλωτών και της δημόσιας υγείας ενόψει της υλοποίησης της εσωτερικής αγοράς, καλεί την Επιτροπή «να λαμβάνει όλο και περισσότερο υπόψη τις απαιτήσεις προστασίας των καταναλωτών, σε όλους τους τομείς της πολιτικής» (Έγγρ. PE 152150).

Ωστόσο, η ΕΟΚΕ ήταν αυτή που, τις παραμονές του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Άμστερνταμ, στη γνωμοδότησή της με θέμα την ενιαία αγορά και την προστασία των καταναλωτών (CES 1309/95 της 22ας Νοεμβρίου, με εισηγητή τον κ. Ceballo Herrero, ΕΕ C 39 της 12/02/1996), προέβαλε με σαφήνεια ορισμένες συστάσεις για καθιέρωση του οριζόντιου χαρακτήρα της πολιτικής των καταναλωτών, απαιτώντας τη γενικευμένη κατοχύρωσή της στο πλαίσιο της αναθεωρημένης Συνθήκης.

(34)  Άρθρο III-38 και άρθρο III-5.

(35)  Έγγρ. COM(2002) 208 τελικό, της 07.05.2002.

(36)  Όπ. π., σ. 7.

(37)  Γνωμοδότηση CES 276/2003, της 26ης Φεβρουαρίου 2003, με εισηγήτρια την κ. Ann Davison: ΕΕ C 95 της 23.04.2003.

(38)  Επί του προκειμένου, στην ήδη αναφερθείσα γνωμοδότησή της αριθ. 1309/95, της 22ας Νοεμβρίου, η ΕΟΚΕ διατύπωνε τις ακόλουθες συστάσεις:

«—

σε όλες τις αποφάσεις της εμπορικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα συμφέροντα των καταναλωτών πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, σύμφωνα με αντικειμενικά και δημόσια κριτήρια·

προκειμένου να ενισχυθεί η εφαρμογή των άρθρων 85 και 86 της Συνθήκης, θα πρέπει να αναθεωρηθεί η πολιτική ανταγωνισμού και στο εξής να απαιτείται διαβούλευση με τις οργανώσεις καταναλωτών στην περίπτωση εξαιρέσεων και εγκρίσεων συμφωνιών μεταξύ επιχειρήσεων και ειδικότερα στις συγκεντρώσεις επιχειρήσεων, εφόσον και οι δύο αυτές πρακτικές έχουν αρνητικές επιπτώσεις στον ελεύθερο ανταγωνισμό της αγοράς·

πρέπει να υιοθετηθούν οδηγίες όσον αφορά τον αθέμιτο ανταγωνισμό και την αθέμιτη διαφήμιση·

πρέπει να εναρμονισθεί η νομοθεσία για τις ασφάλειες, ώστε να προστατεύονται οι καταναλωτές από πρακτικές πωλήσεων που δημιουργούν αίσθημα κοινωνικών διακρίσεων ή επιθετικότητας στον τομέα·

πρέπει να ενισχυθεί η πολιτική συνεργασίας στον τομέα του ελέγχου των κανόνων ασφαλείας και η επιβολή ποινής για τη διακίνηση προϊόντων ή υπηρεσιών που αποτελούν κίνδυνο για την ασφάλεια και την υγεία (σημείο 3.2.4.).»

(39)  Ενδεικτικά, επί του προκειμένου, είναι τα από το 1992 έγγραφά της «Βελτίωση της νομοθεσίας» εκ των οποίων επισημαίνεται εκείνο που αναφέρεται στο 2002 (COM(2002) 715 τελικό της 11.12.02), καθώς και οι Ανακοινώσεις της, της 5ης Δεκεμβρίου 2001 με τίτλο «Απλούστευση και βελτίωση του ρυθμιστικού περιβάλλοντος» (COM(2001) 726 τελικό), της 5ης Ιουνίου 2002 με τίτλο «Ευρωπαϊκή διακυβέρνηση:Βελτίωση της νομοθεσίας» (COM(2002) 275-278 τελικό), της 11ης Φεβρουαρίου 2003 με τίτλο «Ενημέρωση και απλούστευση του κοινοτικού κεκτημένου» (COM(2003) 71 τελικό) και, όλως ιδιαιτέρως, το πρόσφατο «Το νομοθετικό πρόγραμμα και πρόγραμμα εργασίας της Επιτροπής για το 2004» (COM(2003) 645 τελικό, της 29.10.03) όπου τονίζεται, ως προτεραιότητα για το 2004, η απλούστευση και κωδικοποίηση της κοινοτικής νομοθεσίας (Παράρτημα 5).

(40)  Πρβλ τις γνωμοδοτήσεις της ΕΟΚΕ με εισηγητές τους κκ VEVER (ΕΕ C 14 της 16.01.01), K. WALKER (ΕΕ C 48 της 21.02.02 και ΕΕ C 125 της 27.05.02), J. SIMPSON (ΕΕ C 133 της 06.06.03) και RETUREAU (INT/187 της 17.03.2004, CESE 500/2004-EE C 112 της 30.04.04).

(41)  ΕΕ C 321 της 31.12.2003. Πρβλ., λόγω της σημασίας του, την Έκθεση του ΕΚ της 25.09.2003 (Α5-0313/2003), την οποία συνέταξε η ευρωβουλευτής κα Monica FRASSONI.

(42)  Έγγρ. COM(2003) 71 τελικό, γνωμοδότηση CESE 500/2004, EE C 112 της 30.04.04 με εισηγητή τον κ. RETUREAU.

(43)  Σχετικά με το στάδιο μεταφοράς του κοινοτικού κεκτημένου, το 65 % των ερωτηθέντων φορέων διαβεβαιώνουν ότι η νομοθετική μεταρρύθμιση έχει ολοκληρωθεί και το 35 % δηλώνουν ότι η διαδικασία της μεταφοράς δεν έχει ολοκληρωθεί.

(44)  Η ιδέα της «κωδικοποίησης» του κοινοτικού καταναλωτικού δικαίου και οι διάφορες έννοιες του όρου «κωδικοποίηση» συζητήθηκαν ευρέως στο συνέδριο που πραγματοποιήθηκε στη Λυών στις 12 και 13 Δεκεμβρίου 1997, τα πρακτικά του οποίου δημοσιεύτηκαν από την Bruylant (1998) υπό τον τίτλο «Vers un Code Européen de la Consommation», και επαναλήφθηκαν στο συνέδριο που πραγματοποιήθηκε στη Bologne-sur-Mer στις 14 και 15 Ιανουαρίου του 2000, τα πρακτικά του οποίου δημοσιεύτηκαν από την Documentation Française (Παρίσι 2002). Το ζήτημα αποτέλεσε αντικείμενο προβληματισμού εκ μέρους διαφόρων συγγραφέων στο έργο των Dominique Fenouillet και Françoise Labarthe «Faut-il recodifier le droit de la consommation?» (ECONOMICA, 2002).

(45)  Γνωμοδότηση 105/2004 της ΕΟΚΕ, με εισηγητή τον κ. H. BATALLER (ΕΕ C 108 της 30/04/2004).

(46)  Σχετικά με το ζήτημα βλ., γενικά, τις γνωμοδοτήσεις της ΕΟΚΕ με θέμα «Η Ενιαία Αγορά και η προστασία των καταναλωτών: δυνατότητες και εμπόδια στη Μεγάλη Αγορά», με εισηγητή τον κ. CEBALLO HERRERO, (ΕΕ C 39 της 12/02/1996) και με θέμα το «Πράσινο Βιβλίο για την προστασία των καταναλωτών στην Ευρωπαϊκή Ένωση», με εισηγήτρια την κα Ann DAVISON (ΕΕ C 125 της 27/05/2002) και, ειδικά, κυρίως τις γνωμοδοτήσεις για τις Προτάσεις Οδηγίας σχετικά με την παραπλανητική και τη συγκριτική διαφήμιση, με τις κατ' οίκον πωλήσεις, με τις καταναλωτικές πιστώσεις, με τα οργανωμένα ταξίδια, με τις καταχρηστικές ρήτρες, με τη χρονομίσθωση, με τις πωλήσεις εξ αποστάσεως αγαθών γενικά και χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών ειδικά, με την ευθύνη του παραγωγού, με τις εγγυήσεις, με το ηλεκτρονικό εμπόρια και με την ασφάλεια των προϊόντων και τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές.

(47)  Γνωμοδότηση της 26ης Μαρτίου 2003, με εισηγητή τον κ. H. BATALLER (ΕΕ C 133 της 6.6.2003). Πρέπει επίσης να αναφερθεί, λόγω του ενδιαφέροντός της, η σχετική έκθεση του Comitee for Consumer Affairs των Κάτω Χωρών, του Νοεμβρίου του 2000.

(48)  Όπως, εξάλλου, είχε ορίσει το Συμβούλιο, ήδη από το 1986, στο Ψήφισμά του της 9ης Ιουνίου (ΕΕ C 184 της 23.07.86).

(49)  Γνωμοδότηση που υιοθετήθηκε στις 28 Ιανουαρίου 2004, με εισηγητή τον κ. Hernández Bataller (ΕΕ C 108 της 30/04/2004). Η Επιτροπή είχε ήδη επισύρει την προσοχή στην ανάγκη βελτίωσης του ελέγχου της εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου, στην Ανακοίνωσή της τής 11ης Δεκεμβρίου 2002 (COM(2002) 725 τελικό).

(50)  Στο Συμβούλιο του Εδιμβούργου, στις 11 και 12 Δεκεμβρίου 1992, κατ' εφαρμογή της αρχής της επικουρικότητας, αποφασίσθηκε η ανάκληση αρκετών υπό εκπόνηση προτάσεων οδηγιών, μεταξύ των οποίων και αυτής που αναφέρεται στο κείμενο (Έγγρ. SN/456/92, παράρτημα C των συμπερασμάτων της Προεδρίας).

(51)  Οδηγία 2001/95/ΕΚ, άρθρο 20.

(52)  Έγγρ. COM(2003) 313 τελικό, της 06.06.2003.

(53)  Έγγραφο COM(2004) 2 τελικό της 13ης Ιανουαρίου 2004. Πρβλ. γνωμοδότηση με εισηγητές τους κκ METZLER και EHNMARK. Πρβλ. επίσης το Ψήφισμα του Συμβουλίου της 1ης Δεκεμβρίου 2003, που δημοσιεύτηκε στην ΕΕ C 299 της 10/12/2003.

(54)  Και αυτό χωρίς να προδικάζεται η γνωμοδότηση της ΕΟΚΕ επί του θέματος CESE 137/2005

(55)  Πρβλ. το Πράσινο Βιβλίο για τις υπηρεσίες κοινής ωφέλειας (COM(2003) 270 τελικό, της 21.05.2003) και την ανακοίνωση της Επιτροπής – «Οι υπηρεσίες κοινής ωφέλειας στην Ευρώπη» (COM(96) 443 τελικό, της 11.09.1996).

(56)  Γνωμοδότηση CES 1607/2003 της 10.12.2003, με εισηγητή τον κ. Hernández Bataller (ΕΕ C 80 της 30/03/2004), και γνωμοδότηση CES 605/97 του κ. Van Dijk, με ημερομηνία 29.05.1997 (ΕΕ C 287 της 22/09/1997). Πρβλ. επίσης τις κατά τομείς γνωμοδοτήσεις της ΕΟΚΕ με θέμα ορισμένες βασικές υπηρεσίες, εκ των οποίων οι σημαντικότερες είναι η γνωμοδότηση CES 1269/96 της 31.10.1996 για τον τομέα της ενέργειας (ΕΕ C 66 της 03/03/1997) και η γνωμοδότηση CES 229/2001 της 01/03/2001 για τις υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών (ΕΕ C 139 της 11/05/2001), αμφότερες του κ. Hernández Bataller.

(57)  Στην Πορτογαλία, προκάλεσε έκπληξη η εξαίρεση των τηλεφωνικών υπηρεσιών από τις βασικές υπηρεσίες κοινής ωφέλειας! (Νόμος 5/2004 της 10/02/2004).

(58)  Η Ανακοίνωση αυτή συνίσταται, σήμερα, στο έγγραφο COM(2004) 374 τελικό, της 12/05/2004.

(59)  Κανονισμός για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές (COM(2003) 427 τελικό, της 22.07.2003) (Ρώμη II).

(60)  Γνωμοδότηση CESE 841/2004, με εισηγητή τον κ. Von Fürstenwerth EE C 241 THW 28.9.2004.

(61)  Οδηγία 2000/13/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαρτίου 2000, ΕΕ L 109 της 6.5.2000.

(62)  Σύμφωνα με την οδηγία, η ένδειξη προέλευσης του προϊόντος είναι υποχρεωτική μόνον εάν η παράλειψή της ενδέχεται να δημιουργήσει εσφαλμένη εντύπωση στον καταναλωτή, μία διατύπωση που γεννά πολλές αμφιβολίες και δεν είναι αρκετά σαφής από άποψη νομικής ασφάλειας.

(63)  Σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης.

(64)  Προς την ίδια κατεύθυνση βλ. τη γνωμοδότηση της ΕΟΚΕ με θέμα την «Πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη γενική ασφάλεια των προϊόντων» (ΕΕ C 367 της 20/12/2000). Σχετικά με τους μηχανισμούς ελέγχου της αγοράς, το 65 % των ερωτηθέντων τους κρίνουν κατάλληλους, ενώ το 37 % δεν τους θεωρούν αρκετά αποτελεσματικούς.

(65)  Οδηγία 85/374/ΕΟΚ, της 25ης Ιουλίου 1985, για την προσέγγιση των νομοθετικών διατάξεων των κρατών μελών σε θέματα ευθύνης λόγω ελαττωματικών προϊόντων, όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 99/34/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 10ης Μαΐου 1999, που επεκτείνει το πεδίο εφαρμογής της στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας.

(66)  Έγγρ. COM(1999) 396 τελικό, της 28.07.1999.

(67)  Αναφέρεται ειδικότερα η έκθεση που υπέβαλε η Lovells (MARKT/2001/II/D), σύμβαση αριθ. ETD/2001/B5-3001/D/76, στην εκπόνηση της οποίας συμμετείχε και ο εισηγητής.

(68)  Οδηγία 85/577/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1985, για την προστασία των καταναλωτών κατά τη σύναψη συμβάσεων εκτός εμπορικού καταστήματος, ΕΕ L 372 της 31.12.1985.

(69)  Οδηγία 97/7/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 1997, για την προστασία των καταναλωτών κατά τις εξ αποστάσεως συμβάσεις, ΕΕ L 144 της 04.06.1997.

(70)  Άρθρο 11, παράγραφος 3, στοιχείο α), της οδηγίας 97/7.

(71)  Οδηγία 2002/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Σεπτεμβρίου 2002, σχετικά με την εξ αποστάσεως εμπορία χρηματοοικονομικών υπηρεσιών προς τους καταναλωτές, ΕΕ L 271 της 09/10/2002.

(72)  Πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την εναρμόνιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που διέπουν τις πιστώσεις που χορηγούνται στους καταναλωτές, COM(2002) 443 της 11.09.2002.

(73)  Το 89 % των ερωτηθέντων δηλώνουν ότι υπάρχει νομική αναγνώριση του δικαιώματος αυτού, το 30 % όμως πιστεύουν ότι οι μηχανισμοί αυτοί δεν εφαρμόζονται στην πράξη.

(74)  Οδηγία 93/13/ΕΟΚ, της 5ης Απριλίου: ΕΕ L 95/29 της 21.04.1993.

(75)  Από όσο γνωρίζουμε, η βάση δεδομένων CLAB δεν συνέχισε να ενημερώνεται και είναι δύσκολα προσπελάσιμη. Το 52 % των ερωτηθέντων θεωρούν επαρκή την προστασία που παρέχεται στους καταναλωτές έναντι των καταχρηστικών ρητρών και μόλις το 19 % την θεωρούν ανεπαρκή.

(76)  Έγγρ. COM(2000) 248 τελικό, της 06.07.2000· πρβλ. γνωμοδότηση με εισηγητή τον κ. Ataíde Ferreira – ΕΕ C 116 της 20.04.2001.

(77)  Οδηγία 87/102, ΕΕ L 42 της 12.02.1987 και οδηγία 98/7, ΕΕ L 101 της 01.04.1998.

(78)  Γνωμοδότηση της ΕΟΚΕ με θέμα την πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την εναρμόνιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που διέπουν τις πιστώσεις που χορηγούνται στους καταναλωτές, με ημερομηνία 17 Ιουλίου 2003 (ΕΕ C 234 της 30/09/2003), στην οποία η ΕΟΚΕ εκφράζει την άποψη ότι δεν συμφωνεί με τη διατήρηση της ανάπτυξης της εσωτερικής αγοράς ως πρωταρχικό μέλημα της οδηγίας, όπως συνέβαινε στην οδηγία 87/102/ΕΟΚ, και με το γεγονός ότι η προστασία των καταναλωτών αποκτά σημασία μόνον στο βαθμό που συμβάλλει στην προώθηση της ελεύθερης κυκλοφορίας της προσφοράς πίστης και δεν αποτελεί σκοπό αλλά απλώς μέσο για την ανάπτυξη της εσωτερικής αγοράς.

(79)  Επί του προκειμένου, υπενθυμίζουμε την αρκετά πρόσφατη ενημερωτική έκθεση και γνωμοδότηση πρωτοβουλίας της ΕΟΚΕ της 24.04.2002, με εισηγητή τον κ. Ataíde Ferreira, ΕΕ C 149 της 21.06.2002, καθώς και τις διάφορες συναντήσεις που διοργανώθηκαν από την Επιτροπή και από εθνικές οργανώσεις καταναλωτών για το θέμα αυτό.

(80)  Η σύσταση της Επιτροπής 87/598/ΕΟΚ για ευρωπαϊκό κώδικα δεοντολογίας σε θέματα ηλεκτρονικών πληρωμών (ΕΕ L 365 της 24.12.1987) είναι ανεπαρκής για την προστασία των συμφερόντων των καταναλωτών στον τομέα αυτό.

(81)  Ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με ένα νέο νομοθετικό πλαίσιο για τις πληρωμές στην εσωτερική αγορά (COM(2003) 718 τελικό), εν αναμονή γνωμοδότησης της ΕΟΚΕ της οποίας εισηγητής θα είναι ο κ. Ravoet (INT/227), της 30/6/2004.

(82)  Πρβλ. COM(2004) 91 τελικό, της 12/3/2004 και την υπό εκπόνηση γνωμοδότηση της ΕΟΚΕ με εισηγητές τον κ. RETUREAU και την κα DAVISON.

(83)  Πρβλ. COM(2004) 341 τελικό και την γνωμοδότηση της ΕΟΚΕ, με εισηγητή τον εισηγητή της παρούσας γνωμοδότησης.

(84)  Πρβλ. την ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με το ευρωπαϊκό δίκαιο των συμβάσεων (COM(2001) 398 τελικό, της 11.07.2001) και τη γνωμοδότηση της ΕΟΚΕ, με εισηγητή τον κ. Retureau: ΕΕ C 241 της 07.01.2002.

(85)  Πρβλ. την γνωμοδότηση πρωτοβουλίας με θέμα τα ασφαλιστήρια συμβόλαια (INT/202), της οποίας εισηγητής είναι ο συντάκτης της παρούσας γνωμοδότησης.

(86)  Οδηγία 1999/44/ΕΚ της 25.05.1999, ΕΕ L 171 της 07.07.1999.

(87)  Γνωμοδότηση 743/94, της 1ης Ιουνίου 1994, με εισηγητή τον κ. J. Proumens (ΕΕ C 295 της 22/10/1994).

(88)  Κάτι άλλωστε που ήδη προέβλεπε το εξαίρετο «Πράσινο βιβλίο» της Επιτροπής (COM(93) 509 τελικό), της 15.11.93, από το πνεύμα του οποίου η οδηγία απομακρύνθηκε.

(89)  Έγγρ. COM(2001) 531 τελικό· πρβλ. γνωμοδότηση ΕΟΚΕ 344/2002, με εισηγήτρια την κ. Davison: ΕΕ C 125 της 27.05.2002.

(90)  Γνωμοδότηση της ΕΟΚΕ της 28.01.2004, με εισηγητή τον κ. Hernández Bataller (ΕΕ C 108 της 30/04/2004).

(91)  Στη γνωμοδότησή της, ΕΕ C 221 της 17.09.2002, με εισηγητή τον κ. Δημητριάδη, σχετικά με την πρόταση κανονισμού της Επιτροπής (COM(2001) 546 τελικό, της 02.10.2001).

(92)  Το 71 % των ερωτηθέντων δηλώνουν ότι υφίστανται μηχανισμοί πρόσβασης στη δικαιοσύνη και μόλις το 29 % απήντησαν ότι δει υπάρχουν ειδικοί μηχανισμοί· ως προς την αποτελεσματικότητά τους, το 58 % των ερωτηθέντων τους θεωρεί κατάλληλους ενώ το 35 % δεν τους θεωρεί επαρκώς αποτελεσματικούς.

(93)  Οδηγία 98/27/ΕΚ της 19.05.98 (ΕΕ L 166 της 11.06.1998), σήμερα πλέον σε κωδικοποιημένη έκδοση (COM(2003) 241 τελικό, της 12.05.2003).

(94)  Ως προς την ύπαρξη κανόνων απαλλαγής από τα δικαστικά έξοδα για τους συλλόγους προστασίας των καταναλωτών, το 73 % των ερωτηθέντων απήντησαν ότι δεν υπάρχουν τέτοιοι κανόνες.

(95)  Γνωμοδότηση της ΕΟΚΕ με θέμα την Πράσινη Βίβλο για τους εναλλακτικούς τρόπους επίλυσης των διαφορών αστικού και εμπορικού δικαίου (COM(2002) 196 της 19.04.2002), με εισηγητή τον κ. Malosse, ΕΕ C 85 της 08.04.2003. Σε συνέχεια της γνωμοδότησης, η ΕΟΚΕ αναμένει τη δημοσίευση της έκθεσης για τη λειτουργία του δικτύου ΕΕΔ-Net, επισημαίνοντας όμως εξ αρχής ότι είναι αναγκαία η αύξηση της λειτουργικότητάς του.

(96)  Σύμφωνα με το 78 % των ερωτηθέντων, υφίστανται μηχανισμοί εναλλακτικής επίλυσης των διαφορών, ενώ μόλις το 33 % απήντησε αρνητικά.

(97)  Σύσταση 98/257/ΕΚ, της 30ής Μαΐου, σχετικά με τις αρχές που διέπουν τα αρμόδια όργανα για την εξώδικη επίλυση των διαφορών κατανάλωσης, ΕΕ L 115 της 17.04.1998, και σύσταση 2001/310/ΕΚ της 4ης Απριλίου 2001, ΕΕ L 109 της 19.04.2001.

(98)  Έγγρ. 9179/99 + παρ. 1-99/00806 του Συμβουλίου, θέμα της γνωμοδότησης της ΕΟΚΕ με εισηγητή τον κ. Ravoet (ΕΕ C 75 της 15.03.2000), που σήμερα αποτελεί τον κανονισμό (ΕΚ) 1346/2000 της 29.05.2000 (ΕΕ L 160/1 της 30.06.2000).

(99)  Κανονισμός (ΕΚ) 44/2001 (ΕΕ L 12 της 16.01.2001).

(100)  COM(2003) 427 τελικό, της 22.07.2003.

(101)  COM(2002) 654 τελικό, θέμα της γνωμοδότησης της ΕΟΚΕ με εισηγητή τον συντάκτη της παρούσας γνωμοδότησης (γνωμοδότηση CESE 88/2004, ΕΕ C 108 της 30/04/2004).

(102)  Έγγρ. COM(2001) 705 τελικό, της 22.11.2001, θέμα της γνωμοδότησης της ΕΟΚΕ με εισηγητή τον κ. Ataíde Ferreira (17.10.2001, EE C 36 Της 8.2.2002).

(103)  Γνωμοδότηση «Στρατηγική για την πολιτική υπέρ των καταναλωτών (2002-2006)», 26/02/2003, ΕΕ C 95 της 23/04/2003, εισηγήτρια η κα Ann DAVISON)· Γνωμοδότηση «Θέσπιση γενικού πλαισίου για τη χρηματοδότηση κοινοτικών ενεργειών υπέρ της πολιτικής για τους καταναλωτές για τα έτη 2004-2007», 17/07/2003, ΕΕ C 234 της 30/09/2003, εισηγητής ο κ. Hernández Bataller).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

της γνωμοδότησης της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής

Η ακόλουθη πρόταση τροπολογίας απερρίφθη, συγκέντρωσε όμως τουλάχιστον το ένα τέταρτο των εκπεφρασμένων ψήφων:

Σημείο 12.5

Να συμπληρωθεί ως εξής η απαρίθμηση των προτεραιοτήτων:

«—

η δυνατότητα επίλυσης ζητημάτων σχετικών με τα δικαιώματα των καταναλωτών, όταν αυτοί βρίσκονται εκτός των εθνικών συνόρων, στη μητρική τους γλώσσα, με τη συμβολή ενός εκπροσώπου της χώρας τους.»

Αιτιολογία

Επί του παρόντος, λόγω των γλωσσικών φραγμών και της άγνοιας των μηχανισμών, είναι δύσκολο για τον καταναλωτή να ελέγξει τα δικαιώματα που διαθέτει σε χώρα της ΕΕ διαφορετική από εκείνη της εθνικότητάς του, όπως για παράδειγμα, στην περίπτωση καταστρατήγησης των δικαιωμάτων ενός Λετονού καταναλωτή στις Κάτω Χώρες, ή το αντίστροφο.

Αποτελέσματα της ψηφοφορίας:

Ψήφοι υπέρ: 3

Ψήφοι κατά: 3

Αποχές:


Top