Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52005AE0138

Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα: «Ανακοίνωση της Επιτροπής στο Συμβούλιο και στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο — Εκκαθάριση και διακανονισμός στην Ευρωπαϊκή Ένωση — Κατευθύνσεις για τα επόμενα βήματα»COM(2004) 312 τελικό

ΕΕ C 221 της 8.9.2005, p. 126–133 (ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, NL, PL, PT, SK, SL, FI, SV)

8.9.2005   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 221/126


Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα: «Ανακοίνωση της Επιτροπής στο Συμβούλιο και στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο — Εκκαθάριση και διακανονισμός στην Ευρωπαϊκή Ένωση — Κατευθύνσεις για τα επόμενα βήματα»

COM(2004) 312 τελικό

(2005/C 221/21)

Στις 29 Απριλίου 2004, και σύμφωνα με το άρθρο 262 της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, αποφάσισε να ζητήσει τη γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής σχετικά με την ανωτέρω ανακοίνωση.

Το Προεδρείο της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής ανέθεσε στο ειδικευμένο τμήμα «Ενιαία αγορά, παραγωγή και κατανάλωση», την 1η Ιουνίου 2004, την προετοιμασία των σχετικών εργασιών.

Λαμβανομένου υπόψη του επείγοντος χαρακτήρα των εργασιών, η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή, κατά την 414η σύνοδο ολομέλειάς της, της 10ης Φεβρουαρίου 2005, όρισε τον κ. BURANI γενικό εισηγητή και, με 99 ψήφους υπέρ, και 2 αποχές, υιοθέτησε την ακόλουθη γνωμοδότηση.

1.   Εισαγωγή

1.1

Με το πρόγραμμα δράσης για τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες που τέθηκε σε εφαρμογή το 1999, η Επιτροπή προσπαθεί να επιλύσει το σύνθετο ζήτημα των συναλλαγών σε τίτλους, και, πιο συγκεκριμένα, της εκκαθάρισης και του διακανονισμού — των δύο διαδικασιών που συνιστούν τον ακρογωνιαίο λίθο του οικοδομήματος των εν λόγω συναλλαγών. Η ασφάλεια και η αποτελεσματικότητα των μηχανισμών — οι οποίοι, δεν είναι ορατοί στους μικροεπενδυτές — είναι θεμελιώδους σημασίας για την επιβίωση των αγορών τίτλων. Αν και οι βασικές έννοιες είναι αρκετά απλές — η εκκαθάριση εξασφαλίζει τους αντισυμβαλλόμενους έναντι του κινδύνου «κόστους αντικατάστασης» (αφερεγγυότητα ενός εκ των αντισυμβαλλομένων), ενώ ο διακανονισμός διασφαλίζει την πληρωμή του αντιτίμου των πωληθέντων τίτλων — ωστόσο, η λειτουργία των διαδικασιών, οι μηχανισμοί και οι υποκείμενοι κανονισμοί είναι εξαιρετικά πολύπλοκοι και εξειδικευμένοι. Σε αυτό το κεφάλαιο θα εξετασθούν οι βασικές πτυχές του εγγράφου της Επιτροπής.

1.2

Στο εθνικό επίπεδο οι μηχανισμοί λειτουργούν αρκετά αποτελεσματικά από την άποψη της αποδοτικότητας και της ασφάλειας· τα προβλήματα εμφανίζονται στο διασυνοριακό επίπεδο, όπου παρατηρούνται αναποτελεσματικότητα, κίνδυνοι και αυξημένο κόστος ως αποτέλεσμα του υπερβολικού κατακερματισμού των αγορών, ο οποίος με τη σειρά του οφείλεται στις διαφορές μεταξύ των νομοθεσιών, των κανόνων και των πρακτικών από χώρα σε χώρα. Οι ίδιοι οι φορείς της αγοράς επισημαίνουν την ανάγκη για μεταρρύθμιση.

1.3

Η ανακοίνωση — στην οποία θα δοθεί συνέχεια με μία προσεχή οδηγία — επιδιώκει να παρουσιάσει τις διάφορες πτυχές του ζητήματος ώστε να ληφθούν υπόψη στον διάλογο μεταξύ των ενδιαφερόμενων μερών, με στόχο τη δημιουργία αποτελεσματικής, ενοποιημένης και ασφαλούς ευρωπαϊκής αγοράς υπηρεσιών εκκαθάρισης και διακανονισμού τίτλων. Η ενοποίηση των μηχανισμών θα απαιτήσει τη συνδυασμένη παρέμβαση των δυνάμεων της αγοράς και των δημόσιων αρχών· η Επιτροπή προτίθεται να προωθήσει τον συντονισμό μεταξύ των φορέων του ιδιωτικού τομέα και των ρυθμιστικών και νομοθετικών αρχών.

1.4

Απαιτείται η θέσπιση οδηγίας πλαισίου ώστε οι πάροχοι των υποδομών και οι χρήστες των υπηρεσιών (φορείς με σχετική έγκριση) να έχουν πρόσβαση στο σύστημα εκκαθάρισης και διακανονισμού της επιλογής τους, το οποίο θα έχει λάβει άδεια, θα εποπτεύεται και θα συμμορφώνεται πλήρως με τους κανόνες περί ανταγωνισμού. Η Επιτροπή διαβεβαιώνει ότι κατά την κατάρτιση της οδηγίας θα γίνουν σεβαστές οι αρχές της επικουρικότητας και της αναλογικότητας, και ότι θα ληφθεί υπόψη η απαίτηση να μην υπάρξει παρέμβαση, στο βαθμό που αυτό είναι δυνατό, στα κριτήρια που εφαρμόζουν οι εθνικές αρχές για τη ρύθμιση των αντίστοιχων δομών της αγοράς. Το αποτέλεσμα αυτής της προσέγγισης θα είναι μία σαφής, αξιόπιστη και συνεκτική νομική βάση.

1.5

Η Επιτροπή δεν πρόκειται να προωθήσει ενδεχόμενη (διασυνοριακή) συγκέντρωση των δραστηριοτήτων εκκαθάρισης και διακανονισμού, καθώς πιστεύει ότι αυτή πρέπει να κατευθυνθεί από τις δυνάμεις της αγοράς. Προτείνει να διασφαλισθεί η λήψη υπόψη των απαιτήσεων κοινής ωφέλειας (ανταγωνισμός, σταθερότητα/αποτελεσματικότητα των μηχανισμών).

2.   Η σημερινή κατάσταση

2.1

Οι μηχανισμοί της εκκαθάρισης και του διακανονισμού είναι πολύπλοκοι. Με τους όρους αυτούς η Επιτροπή ορίζει «το σύνολο των μηχανισμών και διαρθρώσεων που απαιτούνται για την οριστικοποίηση μιας συναλλαγής σε αξίες ή σε παράγωγα μέσα». Πιο συγκεκριμένα η εκκαθάριση περιλαμβάνει την ανανέωση της ενοχικής σχέσης (μεσολάβηση οργανισμού εκκαθάρισης και διαχείριση του κινδύνου αντιστάθμισης) και τον συμψηφισμό (υπολογισμός της χρεωστικής και πιστωτικής θέσης και διακανονισμός των αμοιβαίων υποχρεώσεων)· υπάρχει επίσης μία συμπληρωματική λειτουργία, ο συμψηφισμός με ανανέωση της ενοχικής σχέσης (netting with novation), ο οποίος εξασφαλίζει τους αντισυμβαλλομένους έναντι του «κινδύνου κόστους αντικατάστασης» (δηλαδή του κινδύνου ζημίας λόγω αφερεγγυότητας του αντισυμβαλλόμενου).

2.1.1

Οι διαδικασίες του διακανονισμού, χονδρικά, μπορεί να είναι συμβολαιογραφικού χαρακτήρα (κωδικοποίηση τίτλων, κεντρική κατάθεση άυλων τίτλων, ανταλλαγή ονομαστικών πληροφοριών μεταξύ καταθετών και εκδοτών κλπ.), να αφορούν την κεντρική φύλαξη των τίτλων (διαχείριση τρεχόντων λογαριασμών σε τίτλους, καταχώριση υποχρεώσεων κλπ.) ή να είναι διαδικασίες ρύθμισης (υπολογισμός αντισταθμίσεων, μεταφορές μεταξύ τρεχόντων λογαριασμών σε τίτλους, διασύνδεση με τις κεντρικές τράπεζες, αυτόματη καταβολή χρημάτων, ενδοημερήσιες συναλλαγές για παροχή ρευστού σε συστήματα πληρωμής τοις μετρητοίς και σε τίτλους, εκτέλεση λειτουργιών νομισματικής πολιτικής κλπ.).

2.1.2

Ο ορισμός των λειτουργιών, των τεχνικών όρων και του περιεχομένου τους χαρακτηρίζεται επί του παρόντος από ασάφεια είτε λόγω ασυμφωνιών της ορολογίας από γλώσσα σε γλώσσα, είτε γιατί εφαρμόζονται με παραλλαγές των περιεχομένων στις διάφορες εθνικές αγορές. Είναι λοιπόν υψίστης σημασίας η μελλοντική οδηγία να χρησιμοποιήσει προσεκτικά ελεγμένη ορολογία και η μετάφρασή της στις διάφορες γλώσσες να γίνει σε συνεργασία με ειδικούς του τομέα από κάθε κράτος μέλος.

2.2

Οι υπηρεσίες εκκαθαρισμού παρέχονται από φορείς που αποκαλούνται κοινώς κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι (CCP)· ο διακανονισμός επιτυγχάνεται μέσω των κεντρικών αποθετηρίων αξιών (CSD). Οι δύο αυτοί τύποι φορέων συνιστούν ένα «κλειστό κύκλωμα» το οποίο περιλαμβάνει, εκτός από τις διμερείς σχέσεις, τις κεντρικές τράπεζες και τις τράπεζες και τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που έχουν λάβει σχετική άδεια. Οι επενδυτές δεν έρχονται σε επαφή ούτε με τους κεντρικούς αντισυμβαλλόμενους ούτε με τα κεντρικά αποθετήρια αξιών: σε αμφότερες τις οντότητες έχουν πρόσβαση μόνο οι φορείς της αγοράς (οι τράπεζες και τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που είναι μέλη των γραφείων εκκαθάρισης).

2.3

Οι διασυνοριακές συναλλαγές είναι δυνατό να διεξαχθούν με διάφορους τρόπους και βάσει των ακόλουθων εναλλακτικών προσεγγίσεων:

άμεση πρόσβαση εξ αποστάσεως σε ξένα συστήματα διακανονισμού τίτλων,

χρησιμοποίηση θεματοφύλακα που έχει άμεση ή έμμεση πρόσβαση σε ξένο σύστημα διακανονισμού τίτλων,

χρησιμοποίηση, ως διαμεσολαβητή, ενός διεθνούς κεντρικού αποθετηρίου αξιών που έχει άμεση ή έμμεση πρόσβαση στο ξένο σύστημα διακανονισμού τίτλων.

2.3.1

Πέραν του γεγονότος ότι οι ανωτέρω δίαυλοι δεν είναι προσβάσιμοι από όλους τους φορείς, κάθε μία από τις αυτές τις λύσεις έχει μειονεκτήματα και πλεονεκτήματα. Ωστόσο, το κοινό τους χαρακτηριστικό είναι το υψηλό κόστος και η αναποτελεσματικότητα· τα προβλήματα αυτά δεν μπορούν να αποδοθούν στο σύστημα· είναι αναπόφευκτα δεδομένης της προσφυγής σε πολύπλοκες διαδικασίες και της ανάγκης να προστατευτούν οι εμπλεκόμενοι έναντι του κινδύνου αφερεγγυότητας ή μη μεταβίβασης των τίτλων.

2.4

Από όσα ελέχθησαν στην προηγούμενη παράγραφο, θα μπορούσε κανείς να καταλήξει αβασάνιστα στο συμπέρασμα ότι για τη δημιουργία μιας ενοποιημένη αγοράς, ανταγωνιστικής και ασφαλούς, θα αρκούσε η υιοθέτηση κοινών προτύπων, η εναρμόνιση των νομοθεσιών και των φορολογικών συστημάτων και ο εξορθολογισμός και η διεθνοποίηση των δομών. Η ΕΟΚΕ επισημαίνει ωστόσο τους κινδύνους που κρύβει αυτή η απλοϊκή αισιοδοξία: οι λύσεις που θεωρητικά μοιάζουν απλές στην εφαρμογή τους πρέπει να αξιολογηθούν λαμβανομένης προσεκτικά υπόψη της τρέχουσας κατάστασης στην Ευρώπη των 25 χωρών, τόσο διαφορετικών μεταξύ τους από την άποψη του μεγέθους και της βαρύτητας της οικονομίας τους. Σε όλη την ΕΕ υπάρχουν 24 κεντρικά αποθετήρια αξιών και δύο εξ αυτών διαχειρίζονται το 32,2 % του πλήθους των συναλλαγών και το 60,4 % του παγκόσμιου όγκου συναλλαγών. Οι 14 από τις 25 χώρες δεν διαθέτουν γραφεία εκκαθάρισης (κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι). Εξάλλου, στην Ευρώπη των 15, ο διακανονισμός με πιστώσεις κεντρικών τραπεζών υπερέχει κατά πολύ σε σχέση τον διακανονισμό με πιστώσεις άλλων τραπεζών και το ποσοστό που αντιστοιχεί στον μεν είναι 67 % τόσο του πλήθους όσο και του όγκου των συναλλαγών.

2.4.1

Τα αίτια αυτής της καταφανώς ανισόρροπης κατάστασης, γίνονται κατανοητά αν σκεφτεί κανείς ότι χώρες με χαμηλή κεφαλαιοποίηση αγοράς δεν διαθέτουν ούτε και είναι δυνατό να αποκτήσουν δομές όπως τα κεντρικά αποθετήρια αξιών και τα γραφεία εκκαθάρισης. Αυτού του είδους οι φορείς στοιχίζουν ακριβά και η λειτουργία τους είναι βιώσιμη μόνο αν μπορούν να υπολογίζουν σε σημαντικό όγκο συναλλαγών. Ορισμένες δομές έχουν καταλάβει σχεδόν μονοπωλιακή θέση σε εθνικό επίπεδο (γεγονός που δεν συνεπάγεται αυτομάτως ότι ευθύνονται για αθέμιτο ανταγωνισμό) και λειτουργούν με αποτελεσματικότητα και χαμηλό κόστος.

3.   Γενικές παρατηρήσεις

3.1

Η ΕΟΚΕ θεωρεί σημαντική την πρωτοβουλία της Επιτροπής και επικροτεί τη σύνταξη ενός εγγράφου που συνιστά βήμα προόδου στη διαδικασία της ενοποίησης των ευρωπαϊκών αγορών τίτλων. Το θέμα είναι εξειδικευμένο, τεχνικής φύσης και με οικονομικές και χρηματοπιστωτικές παραμέτρους που δεν γίνονται άμεσα αντιληπτές· εμπεριέχει επίσης πτυχές που αφορούν την πολιτική και τον ανταγωνισμό οι οποίες είναι πιθανό να έχουν σημαντικές συνέπειες στο μέλλον των αγορών. Οι καινοτομίες, είτε αυτές προτείνονται είτε επιβάλλονται, θα πρέπει συνεπώς να μεταφραστούν σταδιακά σε πράξη, με παράλληλη αξιολόγηση των άμεσων αλλά και των μακροπρόθεσμων επιπτώσεών τους στις αγορές.

3.2

Μπορεί ο απώτερος στόχος της πρωτοβουλίας της Επιτροπής να είναι η ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής αγοράς έναντι της αντίστοιχης αμερικανικής (την οποία, εξάλλου, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο θεωρεί σημείο αναφοράς), δεν πρέπει όμως να αγνοηθεί το γεγονός ότι η πρόσφατη διεύρυνση της ΕΕ έφερε στους κόλπους της αγορές σχετικά «αδύναμες» ή έστω με εμπειρία και δομές που δεν έχουν ακόμη παγιωθεί. Οι συνέπειες — βραχυπρόθεσμες, αλλά κυρίως μακροπρόθεσμες — αυτών των αλλαγών δεν έχουν εκτιμηθεί· είναι πιθανό να είναι τραυματικές και να οδηγήσουν σε καταχρηστική κυριαρχία των πλέον «ισχυρών» συστημάτων. Οι συγκεντρώσεις, οι οποίες θεωρούνται από την Επιτροπή ένα από τα θετικά αποτελέσματα της ενοποίησης (επί των οποίων όμως τηρεί ουδέτερη στάση) δεν θα έπρεπε να υπαγορευτούν από την ανάγκη για επιβίωση αλλά να βασιστούν στην ελεύθερη εκτίμηση της κατάστασης και την αβίαστη επιλογή των δυνάμεων της αγοράς.

3.3

Εκτός από την αντικειμενική κατάσταση όπως παρουσιάστηκε στην παράγραφο 2.4, ο κύριος παράγοντας που οδηγεί στον κατακερματισμό των αγορών είναι οι διαφορές μεταξύ των εθνικών νομοθεσιών και των φορολογικών συστημάτων, είτε όσον αφορά το δικαίωμα στην ιδιοκτησία είτε τον τομέα των συναλλαγών. Σε αυτά τα θέματα απαιτείται κοινοτική παρέμβαση ώστε να επιτευχθεί η κανονιστική σύγκλιση που θα άρει τα υπάρχοντα νομικά — και, κυρίως, τα φορολογικά — εμπόδια.

3.4

Η κανονιστική σύγκλιση είναι μεν αναγκαία όχι όμως και ικανή συνθήκη: αν ο απώτερος στόχος είναι η δημιουργία μιας ισχυρής πανευρωπαϊκής δομής, πρέπει να επιτευχθεί ισότιμος ανταγωνισμός μεταξύ των τραπεζών και των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων ο οποίος να βασίζεται κατά κύριο λόγο στην αρχή της ελεύθερης επιλογής των διαμεσολαβητών (πρβλ. παράγραφο 3.7), διάμεσου ενδελεχούς ελέγχου των κανόνων πρόσβασης. Οι βέλτιστες συνθήκες ανταγωνισμού αποτελούν την προϋπόθεση για τη μείωση των τιμών προς όφελος των επενδυτών.

3.5

Η Επιτροπή δεν λαμβάνει θέση όσον αφορά τη διευκρίνιση και τη διάκριση μεταξύ του ρόλου των φορέων της αγοράς (τράπεζες και χρηματοπιστωτικά ιδρύματα) και του ρόλου των υποδομών. Οι τελευταίες εκτελούν λειτουργίες εκκαθάρισης (κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι) ή διακανονισμού και φύλαξης (κεντρικά αποθετήρια τίτλων). Κάθε κατηγορία έχει διαφορετικά καθήκοντα και λειτουργικά χαρακτηριστικά, με αποτέλεσμα να είναι απαραίτητη η εφαρμογή διαφορετικών κανονισμών και κατάλληλων ελέγχων για κάθε λειτουργία. Η ΕΟΚΕ γνωρίζει εξάλλου ότι οι εμπορικές τράπεζες έχουν την τάση να «εσωτερικεύουν» όλο και περισσότερο τις λειτουργίες εκκαθάρισης και διακανονισμού.

3.5.1

Στην αγορά δραστηριοποιούνται εδώ και καιρό δύο μεγάλοι οργανισμοί, οι οποίοι χαρακτηρίζονται ακριβώς από την κατάσταση που περιγράφηκε στην προηγούμενη παράγραφο, ήτοι από συνδυασμό του ρόλου των τραπεζών και των διαμεσολαβητών με την τήρηση όμως μεμονωμένων λογαριασμών. Η εμπειρία αυτών των δομών είναι θετική και θα ήταν ούτως ή άλλως παράλογο να επιδιωχθεί η διάσπαση ή η αναδιάρθρωση εταιρειών που αποτελούν τον κορμό της αγοράς.

3.5.2

Οι δυνατές επιλογές είναι δύο: είτε θα κριθεί αποδεκτή η έννοια των «μικτών» οργανισμών, είτε θα επιλεχθεί η αυστηρή λύση της νομοθετικής επιβολής του διαχωρισμού μεταξύ των τραπεζικών δραστηριοτήτων και των λειτουργιών εκκαθάρισης και διακανονισμού. Η πρώτη λύση ευνοεί την αγορά από την άποψη της αποτελεσματικότητας και του κόστους, ενδέχεται όμως, θεωρητικά τουλάχιστον, να οδηγήσει σε αυξημένο κίνδυνο και μείωση της αποτελεσματικότητας των ελέγχων. Η δεύτερη λύση εντάσσεται στο παραδοσιακό πλαίσιο του διαχωρισμού των δραστηριοτήτων δεν φαίνεται όμως εφαρμόσιμη, ούτε, τελικά, επιθυμητή. Είναι πλέον προφανές ότι η μόνη σύσταση που δύναται να κάνει η ΕΟΚΕ είναι ότι η τήρηση χωριστών λογαριασμών πρέπει να χαρακτηρίζεται από διαφάνεια σε τέτοιο βαθμό ώστε να είναι δυνατοί οι αποτελεσματικοί έλεγχοι τόσο από τις εποπτικές αρχές όσο και από τις αρχές ανταγωνισμού. Μία κοινοτική οδηγία που θα καθόριζε τις λεπτομέρειες της επίτευξης αυτού του στόχου θα ήταν ευπρόσδεκτη αν όχι απαραίτητη.

3.6

Όπως προαναφέρθηκε, επισημαίνεται ότι οι επενδυτές έρχονται σε επαφή μόνο με φορείς της αγοράς. Οι εν λόγω οργανισμοί διαθέτουν πρόσβαση στους κεντρικούς αντισυμβαλλόμενους και στα κεντρικά αποθετήρια αξιών μέσω, αντιστοίχως, των εκκαθαριστικών μελών και των θεματοφυλάκων. Τα κεντρικά αποθετήρια αξιών συνεργάζονται, με τη σειρά τους, με τις εκάστοτε εθνικές κεντρικές τράπεζες και με άλλα κεντρικά αποθετήρια αξιών εντός και εκτός συνόρων.

3.7

Οι φορείς της αγοράς, υπόκεινται στον έλεγχο των εποπτικών αρχών και, επιπλέον, οι διαμεσολαβητές εφαρμόζουν πολύ αυστηρούς κανόνες, τεχνικού και κεφαλαιακού χαρακτήρα, όσον αφορά την πρόσβαση στις υπηρεσίες τους. Ως αποτέλεσμα, λίγοι είναι οι φορείς που έχουν άμεσες σχέσεις με τους διαμεσολαβητές και όλοι οι υπόλοιποι πρέπει να απευθύνονται σε όσους έχουν λάβει έγκριση για τη διεξαγωγή συναλλαγών που ενέχουν κίνδυνο. Οι κανόνες που επιβάλλουν οι διαμεσολαβητές υπαγορεύονται από τη λειτουργία κοινής ωφέλειας που έχει ανατεθεί σε αυτές τις οντότητες: από αυτές εξαρτάται η σταθερότητα της αγοράς και, σε τελική ανάλυση, η προστασία των επενδυτών. Επισημαίνεται επίσης ότι οι εποπτικές αρχές και οι αρχές που είναι αρμόδιες για θέματα ανταγωνισμού οφείλουν να επαγρυπνούν ώστε οι κανόνες που εφαρμόζουν οι διαμεσολαβητές να μη χρησιμοποιηθούν καταχρηστικά για την περιστολή της ελευθερίας πρόσβασης.

3.8

Δεδομένων των λειτουργικών χαρακτηριστικών των παραγόντων του κλάδου, οι επενδυτές έχουν άμεσο συμφέρον στην αξιοπιστία και τη σταθερότητα των φορέων της αγοράς , τη στιγμή που η αγορά βασίζεται στην αξιοπιστία και τη σταθερότητα των διαμεσολαβητών. Ενώ ο συστημικός κίνδυνος είναι κοινός για τους μεν και τους δε, οι έλεγχοι στους οποίους αυτοί υποβάλλονται διέπονται από διαφορετική λογική. Εξ ου και η ανάγκη, όπως αναφέρθηκε στην παράγραφο 3.5 ανωτέρω, για διακριτούς ρόλους και κανόνες. Όσον αφορά τα κεντρικά αποθετήρια αξιών, πρέπει να επισημανθεί ότι ο πιστωτικός κίνδυνος για τα μέλη (στην πλειονότητά τους πιστωτικά ιδρύματα) είναι ουσιαστικά μηδενικός καθώς οι εθνικές νομοθεσίες προστατεύουν τους επενδυτές έναντι της αφερεγγυότητας των κεντρικών αποθετηρίων αξιών, ορίζοντας ότι οι φυλασσόμενοι τίτλοι δεν πρέπει να περιλαμβάνονται στους ισολογισμούς των μελών.

3.9

Όσον αφορά τον διαχωρισμό των ρόλων, η ΕΟΚΕ αντιμετωπίζει με προβληματισμό — όπως και ορισμένοι εκ των φορέων — την τάση εξαγοράς κεντρικών αποθετηρίων αξιών από τραπεζικά ιδρύματα σε διάφορες χώρες με αποτέλεσμα αυτά να εκτελούν τις παραδοσιακές τους λειτουργίες ενοποιώντας τες — ή, μάλλον, συνδυάζοντάς τες — με αυτές των διεθνών κεντρικών αποθετηρίων αξιών. Η ΕΟΚΕ καλεί την Επιτροπή να διερευνήσει το θέμα προκειμένου να εξακριβώσει, κατ'αρχάς, αν υπάρχουν ενδείξεις στρέβλωσης του ανταγωνισμού, στις περιπτώσεις «μικτών» οργανισμών (ή διαφορετικών οντοτήτων που όμως συνδέονται μεταξύ τους) οι οποίοι λειτουργούν τόσο ως φορείς της αγοράς όσο και ως διαμεσολαβητές. Ιδίως πρέπει να διερευνηθεί εάν οι λειτουργίες των κεντρικών αποθετηρίων αξιών χρηματοδοτούν ή ευνοούν άλλες δραστηριότητες.

3.10

Η στρέβλωση του ανταγωνισμού δεν έχει ακόμη αποδειχθεί, είναι όμως γεγονός ότι ο συνδυασμός των λειτουργιών προκαλεί, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, δυσκολίες στον έλεγχο που ασκούν οι αρμόδιες αρχές: ένα κεντρικό αποθετήριο αξιών, όταν λειτουργεί ως τράπεζα υπόκειται στους τραπεζικούς ελέγχους που προβλέπονται στη χώρα όπου έχει την έδρα του ενώ ως κεντρικό αποθετήριο αξιών διέπεται από διαφορετικούς κανονισμούς και υπόκειται στους ελέγχους που διεξάγουν οι αρμόδιες αρχές της αγοράς αξιών στις χώρες όπου δραστηριοποιείται. Ακόμη και αν τηρούνται χωριστά λογιστικά αρχεία, οι προκύπτουσες σχέσεις — είτε προφανείς είτε ενδεχομένως λιγότερο διαφανείς — είναι πιθανό να προκαλέσουν αλληλοεπικάλυψη αρμοδιοτήτων ή, ακόμη χειρότερα, επικίνδυνα κενά στους ελέγχους. Πρέπει ωστόσο να σημειωθεί, για λόγους αντικειμενικότητας, ότι οι νόμοι σχετικά με τη φύλαξη των τίτλων, στους οποίους γίνεται αναφορά στην παράγραφο 3.8, προστατεύουν αποτελεσματικά τον επενδυτή.

3.11

Συμπερασματικά και εν είδει εισαγωγής στις ειδικότερες παρατηρήσεις που ακολουθούν, η ΕΟΚΕ επισημαίνει ότι το έγγραφο της Επιτροπής έχει ως άξονα τη δημιουργία μιας ενοποιημένης αγοράς χωρίς φραγμούς, η οποία θα σέβεται τους κανόνες του ανταγωνισμού και θα λειτουργεί με μειωμένο κόστος: στόχοι κοινώς αποδεκτοί. Η ΕΟΚΕ θέλει να τονίσει τα παρακάτω:

κάθε καινοτομία έχει κάποιον αντίκτυπο, θετικό ή αρνητικό, στη σταθερότητα της αγοράς. Καμία επιδίωξη, είτε αφορά την απελευθέρωση είτε τον ανταγωνισμό, δεν πρέπει να υπερισχύσει της ανάγκης προστασίας των επενδυτών,

οι κανόνες του ανταγωνισμού επιβάλλεται να τηρούνται, πρέπει όμως να λαμβάνεται υπόψη ότι δεν είναι όλοι οι εμπλεκόμενοι ίσοι ως προς τους κινδύνους στους οποίους εκτίθενται,

η έννοια της «ανοιχτής αγοράς» πρέπει να προσαρμόζεται κατά τρόπο ώστε να μην πλήττεται η ποιότητά της,

αν δεν υπάρξει πλήρης σύγκλιση των φορολογικών διαδικασιών, η αγορά θα εξακολουθήσει να εμφανίζει στρεβλώσεις και υψηλό κόστος, τα οποία θα γίνουν εντονότερα μόλις αρθούν τα εμπόδια τεχνικής και νομοθετικής φύσης· άλλωστε η υιοθέτηση ενιαίων διαδικασιών θα καθιστούσε απλούστερο τον έλεγχο της φοροδιαφυγής,

αν αληθεύει ότι πρέπει να καταργηθούν τα εμπόδια που δυσχεραίνουν την πρόσβαση στις τοπικές αγορές, δεν πρέπει να υποεκτιμηθεί το γεγονός ότι κάθε αγορά έχει τα δικά της χαρακτηριστικά και τις δικές της συνήθειες, που είναι αδύνατο να εξαλειφθούν όσες προσπάθειες εναρμόνισης και αν καταβληθούν. Ως προς αυτό, ακόμη και αν η δήλωση της Επιτροπής που αναφέρεται στην παράγραφο 1.4 μοιάζει καθησυχαστική, η ΕΟΚΕ υπενθυμίζει ότι η ασφάλεια δικαίου παραμένει πρωτεύουσα και όχι δευτερεύουσα απαίτηση.

4.   Ειδικές παρατηρήσεις

4.1   Τα εμπόδια που φέρνουν στο φως οι εκθέσεις Giovannini

4.1.1

Οι δύο εκθέσεις της ομάδας Giovannini (1) συνιστούν το σημείο εκκίνησης των προσεγγίσεων της Επιτροπής. Η εικόνα της πραγματικότητας που προκύπτει από τις εν λόγω εκθέσεις αποτελεί τον καρπό των προσπαθειών εμπειρογνωμόνων υψηλού κύρους, προς τους οποίους δεν μπορεί κανείς παρά να επιδείξει πλήρη εμπιστοσύνη. Ωστόσο, αν και τα γεγονότα που περιέχονται στις εν λόγω εκθέσεις είναι αδιαμφισβήτητα, η ΕΟΚΕ θεωρεί ότι οι απόψεις που διατυπώνονται επιδέχονται περαιτέρω αναλύσεων. Επισημαίνεται λοιπόν ότι τα σχόλια που ακολουθούν είναι καθαρά εποικοδομητικού χαρακτήρα.

4.1.2

Τα εμπόδια που εντοπίζονται στις δύο εκθέσεις Giovannini (δεκαπέντε συνολικά) μπορούν να χωριστούν σε τρεις κατηγορίες: τεχνικά εμπόδια ή εμπόδια που απορρέουν από τις πρακτικές της αγοράς, εμπόδια που συνδέονται με τις φορολογικές διατυπώσεις και εμπόδια νομικού χαρακτήρα. Σύμφωνα με την άποψη που εκφράζεται μέσω των εκθέσεων — και την οποία συμμερίζεται η Επιτροπή — ένα από τα κύρια εμπόδια στην ενοποίηση είναι οι περιορισμοί που αφορούν τον τόπο εκτέλεσης της εκκαθάρισης ή του διακανονισμού οι οποίοι, όταν εφαρμόζονται, αφαιρούν από τους φορείς της αγοράς το δικαίωμα ελεύθερης πρόσβασης και επιλογής του τόπου εκκαθάρισης και διακανονισμού. Η Επιτροπή παρατηρεί ορθώς ότι τέτοιου είδους περιορισμοί μειώνουν τον ανταγωνισμό. Η ΕΟΚΕ, από τη μεριά της, αφενός συμφωνεί σε γενικές γραμμές, προτείνει όμως να μελετηθεί εις βάθος η βάση αυτών των περιορισμών προκειμένου να διακριβωθεί αν πράγματι η σχετική επιχειρηματολογία είναι έγκυρη και δεν πρόκειται απλώς για απλό προστατευτισμό.

4.1.3

Άλλα εμπόδια είναι αυτά που οδηγούν, ή ακόμη και υποχρεώνουν, τους φορείς να προσφύγουν σε τοπικά μέλη προκειμένου να έχουν πρόσβαση στα τοπικά συστήματα διακανονισμού. Και σε αυτή την περίπτωση η Επιτροπή συνιστά προσοχή: όπως επισημάνθηκε στην παράγραφο 3.11 ανωτέρω, οι περιορισμοί και τα εμπόδια δεν υπαγορεύονται πάντα από την επιθυμία προστασίας των ιδίων αγορών.

4.1.4

Δεν μπορεί κανείς ωστόσο παρά να συμφωνήσει ανεπιφύλακτα με την κριτική της Επιτροπής σχετικά με το γεγονός ότι σε ορισμένες χώρες τα συστήματα διακανονισμού υποχρεωτικά πρέπει να ενσωματώνουν έναν μηχανισμό για την είσπραξη των φόρων επί των συναλλαγών, παρόλο που η χρήση διαφορετικού συστήματος ενδέχεται να έχει ως αποτέλεσμα την καταβολή υψηλότερων φόρων. Αυτό το εμπόδιο, που περιορίζει αναμφισβήτητα την ελευθερία των φορέων να επιλέγουν με κριτήριο το κόστος, είναι ταυτοχρόνως ένα από τα εμπόδια εκείνα που είναι δύσκολο να αρθούν, δεδομένου ότι πρόκειται για φορολογικό μέτρο εθνικού χαρακτήρα.

4.2   Απουσία κοινού κανονιστικού/εποπτικού πλαισίου

4.2.1

Τα συστήματα εκκαθάρισης και διακανονισμού υπόκεινται στους κανόνες και στην εποπτεία των εθνικών αρχών: δεν υπάρχει ευρωπαϊκό ρυθμιστικό πλαίσιο. Απουσία κοινοτικής νομοθεσίας — και συνεπώς «ευρωπαϊκού διαβατηρίου» — είναι λογικό οι εθνικές αρχές να μπορούν να αρνούνται την πρόσβαση στις αγορές τους σε συστήματα επί των οποίων δεν ασκούν έλεγχο. Αυτό εξηγείται από το γεγονός ότι η αποστολή των εθνικών αρχών είναι να προστατεύουν την αγορά για την οποία είναι υπεύθυνες. Προκειμένου να καλυφθεί αυτό το κενό, το Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ) και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ρυθμιστικών Αρχών (CESR) συνέστησαν μία κοινή ομάδα εργασίας στην οποία ανατέθηκε η κατάρτιση κοινών προτύπων για τους ευρωπαίους παρόχους υπηρεσιών εκκαθάρισης και διακανονισμού, προσαρμόζοντας τις συστάσεις της επιτροπής συστημάτων πληρωμών (PSC) της ομάδας G-10. Τα αποτελέσματα αυτών των εργασιών είναι ευκταίο να μεταφραστούν σε συστάσεις και όχι σε κανόνες. Οι συστάσεις πλεονεκτούν διότι μπορούν να υιοθετηθούν από όλους, και επίσης είναι δυνατό να τροποποιηθούν ανά πάσα στιγμή ανάλογα με τις εξελίξεις στην τεχνολογία και στην αγορά.

4.2.2

Η υιοθέτηση κοινών κανόνων αποτελεί τη βάση της ενοποίησης των αγορών. Επισημαίνεται ότι τα προαναφερθέντα πρότυπα δεν θα είναι υποχρεωτικά, εφόσον μόνο μία κοινοτική οδηγία δύναται να τροποποιήσει ή να αντικαταστήσει τις εθνικές νομοθετικές διατάξεις. Η ΕΟΚΕ είναι της άποψης ότι οι εν λόγω κανόνες πρέπει να δημοσιευτούν μετά την έγκριση της οδηγίας πλαισίου και ο ρόλος τους να περιοριστεί στην ενοποίηση των κανόνων που θα περιέχει η οδηγία ή στην κάλυψη τυχόν κανονιστικών κενών, πάντα εντός του πλαισίου των κατευθυντήριων γραμμών της οδηγίας. Κάθε άλλη προσέγγιση θα επέφερε ενδεχομένως σύγχυση στις αγορές.

4.3   Απουσία ισότιμης μεταχείρισης

4.3.1

Ορισμένες από τις οντότητες που παρέχουν υπηρεσίες εκκαθάρισης και διακανονισμού διαθέτουν επίσης άδεια λειτουργίας ως τράπεζες ή επενδυτικές επιχειρήσεις. Η Επιτροπή αναφέρει ότι οι τράπεζες και οι επενδυτικές επιχειρήσεις μπορούν να προσφέρουν διασυνοριακές υπηρεσίες φύλαξης μέσω του λεγόμενου «ενιαίου διαβατηρίου» που προβλέπεται στην οδηγία σχετικά με τις επενδυτικές υπηρεσίες, ενώ οι οντότητες που παρέχουν αποκλειστικά υπηρεσίες εκκαθάρισης ή διακανονισμού δεν έχουν αντίστοιχα δικαιώματα. Εξάλλου, οι δύο προαναφερθείσες κατηγορίες φορέων υπόκεινται σε διαφορετικές απαιτήσεις κεφαλαιακής επάρκειας και σε διαφορετικές νομοθεσίες όσον αφορά τους ελέγχους και την παροχή υπηρεσιών. Η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι αυτή η κατάσταση εγείρει θεμελιώδη ζητήματα όσον αφορά την ισότιμη μεταχείριση.

4.3.2

Η Επιτροπή φαίνεται ότι αντιλαμβάνεται το πρόβλημα υπό το πρίσμα του ανοίγματος των αγορών και των ισότιμων συνθηκών ανταγωνισμού· η ΕΟΚΕ αντιθέτως δίνει την έμφαση στην ασφάλεια των αγορών και την αποτελεσματικότητα των ελέγχων. Η κατάσταση που έχει δημιουργηθεί προκαλεί προβληματισμό: απουσία ξεκάθαρων και ομοιογενών κανονισμών, δημιουργήθηκαν υβριδικές ή κοινές δομές που δραστηριοποιούνται στον τραπεζικό τομέα, στη διαμεσολάβηση αλλά και στην εκκαθάριση χωρίς να είναι σαφές ποια από αυτές είναι η κύρια δραστηριότητά τους. Μπορεί οι κοινές ή συμπληρωματικές δραστηριότητες να δημιουργούν συνέργειες και οικονομίες κλίμακας, από την άλλη όμως πρέπει να αποφευχθεί ο κατακερματισμός των ελέγχων και των κανόνων που ισχύουν για κάθε δραστηριότητα. Συμπερασματικά, η ΕΟΚΕ συνιστά μεγάλη προσοχή κατά την ανάλυση της κατάστασης υπό το πρίσμα του ανταγωνισμού: η ασφάλεια των αγορών πρέπει να αποτελεί ύψιστη προτεραιότητα και γνώμονα όλων των επιλογών.

4.3.3

Ως συμπέρασμα, η ΕΟΚΕ προτείνει να αντιμετωπισθεί με εξαιρετική προσοχή το θέμα κάτω από την έποψη του ανταγωνισμού: η ασφάλεια των αγορών πρέπει να αποτελεί πρωτεύον και προσδιοριστικό στοιχείο όλων των επιλογών. Εφόσον ικανοποιηθεί ο όρος αυτός, απομείνει να εξευρεθεί λογική ισορροπία μεταξύ της τηρήσεως των κανόνων της ελεύθερης αγοράς και της προστασίας των επενδύσεων και των συμφερόντων των φορέων.

5.   Οι στόχοι της Επιτροπής

5.1

Ο στόχος που έθεσε η Επιτροπή στον εαυτό της είναι η δημιουργία κοινοτικών συστημάτων εκκαθάρισης και διακανονισμού, τα οποία θα είναι αποτελεσματικά και ασφαλή και θα εγγυώνται την ισότιμη μεταχείριση στους διάφορους παρόχους αυτών των υπηρεσιών. Για την επίτευξή του θα υιοθετηθούν μέτρα και πολιτικές στους παρακάτω τομείς:

απελευθέρωση και ενοποίηση των υπαρχόντων συστημάτων εκκαθάρισης και διακανονισμού ώστε να διασφαλιστεί πλήρως το δικαίωμα πρόσβασης και να καταργηθούν τα εμπόδια,

πλήρης εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού,

θέσπιση κοινού κανονιστικού και εποπτικού πλαισίου,

καθιέρωση κατάλληλων μηχανισμών εταιρικής διακυβέρνησης.

5.2

Η ΕΟΚΕ συμφωνεί, αν και με κάποιες επιφυλάξεις, τόσο ως προς τους στόχους όσο και ως προς τις διαδικασίες και τις πολιτικές που πρέπει να θεσπιστούν. Είναι επίσης, σε γενικές γραμμές, σύμφωνη με το επιχειρησιακό σχέδιο της Επιτροπής· ωστόσο, στις παραγράφους που ακολουθούν, θα προβεί στη διατύπωση ορισμένων σχολίων, θέλοντας απλώς να συνεισφέρει στην πολύ καλή δουλειά που έχει κάνει η Επιτροπή σχετικά με το θέμα αυτό.

5.3

Οι εκθέσεις Lamfalussy και Giovannini, όπως και η Επιτροπή, συμφωνούν ότι, μόλις ληφθούν όλα τα απαραίτητα μέτρα, θα εκκινηθεί μία χρήσιμη διαδικασία συγκέντρωσης των συστημάτων εκκαθάρισης και διακανονισμού. Η κινητήρια δύναμη αυτής της διαδικασίας πρέπει να είναι η αγορά. Η Επιτροπή είναι της άποψης ότι πρέπει να υιοθετηθεί ουδέτερη στάση απέναντι στα διαρθρωτικά θέματα· προτείνει επίσης την αποχή από τη διατύπωση απόψεων όσον αφορά τις οριζόντιες ή τις κάθετες συγκεντρώσεις, και την παροχή υπηρεσιών διαμεσολάβησης ή/και τραπεζικών υπηρεσιών από την πλευρά των ρυθμιστικών μηχανισμών ή των κεντρικών αντισυμβαλλομένων.

5.4

Η ΕΟΚΕ έχει να κάνει ορισμένα σχόλια σχετικά με το θέμα αυτό, προς συμπλήρωση και διασαφήνιση όσων ελέχθησαν στην παράγραφο 4.3.2 ανωτέρω. Κατά τη γνώμη της, παρόλο που η διακρατική συγκέντρωση των ομόλογων οργανισμών αναμένεται να δημιουργήσει οικονομίες κλίμακας και να απλοποιήσει τη διαδικασία, η συγκέντρωση διαφορετικών δραστηριοτήτων εντός μίας και μόνο οντότητας είναι πιθανό να οδηγήσει στη δημιουργία υβριδικών εταιρειών τεραστίων διαστάσεων. Οι εποπτικές αρχές, σε στενή συνεργασία με τις αρχές ανταγωνισμού, θα πρέπει να διασφαλίσουν ότι αυτό το ενδεχόμενο δεν θα θέσει σε κίνδυνο την επιβίωση των μικρότερων επιχειρήσεων. Εξάλλου, για τον απλούστατο λόγο της διατήρησης της διαφάνειας, η αγορά θα έπρεπε να είναι σε θέση να γνωρίζει «ποιος κάνει τι».

5.4.1

Η δήλωση της Επιτροπής για «μη επέμβαση» πρέπει να συσχετιστεί με τη «δήλωση προθέσεων» που περιέχεται στο ίδιο έγγραφο (σημείο 6.2, τελευταία γραμμή) όπου η Επιτροπή δεσμεύεται να ασκήσει έλεγχο όσον αφορά την τήρηση των κανόνων του ανταγωνισμού.

6.   Οι πρωτοβουλίες της Επιτροπής

6.1

Το πρόγραμμα της Επιτροπής για την επίτευξη των στόχων που έχει θέσει μοιάζει καθ'όλα σωστό και λογικό, και, κυρίως, ρεαλιστικό: οι καινοτομίες μπορούν να εισαχθούν βαθμιαία — γεγονός που θα έχει ως συνέπεια την παρέλευση επαρκώς μακρού διαστήματος για την πλήρη υλοποίηση — και με σεβασμό στους κανόνες της αγοράς. Νομοθετικές και ρυθμιστικές παρεμβάσεις θα γίνονται μόνο όταν κρίνεται απολύτως απαραίτητο.

6.2

Η Επιτροπή έχει δημιουργήσει μία ομάδα διαβούλευσης και παρακολούθησης η οποία θα αναλύσει τα εμπόδια που, σύμφωνα με έκθεση Giovannini, πρέπει να αρθούν με πρωτοβουλία του ιδιωτικού τομέα. Επιπλέον, σύμφωνα με την εν λόγω έκθεση πρέπει επίσης:

να προταθεί μία οδηγία πλαίσιο για τη δημιουργία ενός σταθερού νομοθετικού πλαισίου το οποίο θα επιτρέψει την αμοιβαία αναγνώριση των διαφόρων εθνικών συστημάτων,

να δημιουργηθούν ομάδες εμπειρογνωμόνων οι οποίες θα εξετάσουν τα ζητήματα νομικής και φορολογικής φύσης και οι οποίες θα μπορέσουν να προτείνουν τρόπους εναρμόνισης των νομοθεσιών και των διαδικασιών.

να ασκηθεί έλεγχος για την αποτελεσματική τήρηση των κανόνων του ανταγωνισμού, να εντοπιστούν οι υπάρχουσες μονοπωλιακές θέσεις και κάθε νέα συγκέντρωση στον κλάδο και να αποφασιστούν παρεμβάσεις εφόσον κριθεί απαραίτητο.

6.2.1

Για την πλειονότητα των παρεμβάσεων που προβλέπονται από το σχέδιο δράσης της Επιτροπής η ΕΟΚΕ δεν έχει να κάνει κάποια ιδιαίτερη παρατήρηση· ακολουθεί απλώς σύντομος σχολιασμός γενικού χαρακτήρα.

6.3

Δικαιώματα πρόσβασης και επιλογής (σημείο 2.1 της ανακοίνωσης). Το κεντρικό πρόβλημα του συνολικού οικοδομήματος μιας πανευρωπαϊκής ανοιχτής αγοράς είναι τα εμπόδια που τίθενται από ορισμένες αρχές (και, σε κάποιον βαθμό, από όλες σχεδόν τις αρχές) όσον αφορά την πρόσβαση των παρόχων υπηρεσιών εκκαθάρισης και διακανονισμού στον τόπο εκκαθάρισης και διακανονισμού της επιλογής τους. Δεδομένης της αντίστασης που προβάλλουν οι εθνικές αρχές, η μόνη εναλλακτική λύση που βλέπει η Επιτροπή είναι μια οδηγία δια της οποίας θα επιβληθεί η άρση αυτών των εμποδίων και θα αναγνωριστεί σε όλους τους εμπλεκομένους — επενδυτικές εταιρείες και τράπεζες, κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι και κεντρικά αποθετήρια αξιών — το δικαίωμα να έχουν πρόσβαση στους κατάλληλους αντισυμβαλλόμενους σε οποιαδήποτε χώρα της ΕΕ κι αν βρίσκονται. Σε αυτό το πλαίσιο θα ήταν επίσης δυνατό οι αγορές που υπόκεινται σε ρύθμιση και τα πολυμερή συστήματα διαπραγμάτευσης να συνάπτουν συμφωνίες με κεντρικούς αντισυμβαλλόμενους και κεντρικά αποθετήρια αξιών σε άλλες χώρες της Ένωσης.

6.3.1

Η ΕΟΚΕ δηλώνει την καταρχήν συμφωνία της με τον στόχο που έχει θέσει η Επιτροπή, επιθυμεί ωστόσο να κάνει μια σημαντική επισήμανση: Δεν είναι πάντα ο υπερπροστατευτισμός των εθνικών αρχών υπαίτιος για τα εμπόδια που υπάρχουν σήμερα στην αγορά· πολύ συχνά, η πρόθεση είναι κυρίως να προστατευτούν οι αγορές έναντι κινδύνων που είναι αδύνατο να ελεγχθούν από τις αρχές, και αυτό είναι απολύτως θεμιτό. Η ανταλλαγή πληροφοριών δεν είναι πάντα ικανοποιητική, κυρίως όμως αυτό που λείπει είναι η αμεσότητα της πληροφόρησης, παράμετρος αποφασιστικής σημασίας για ταχείες παρεμβάσεις.

6.3.2

Στο έγγραφο της Επιτροπής αναφέρεται σειρά ενισχυμένων μέτρων πρόληψης, ιδίως όσον αφορά την κεφαλαιακή επάρκεια και τη διαχείριση του κινδύνου ενώ τηρείται η αρχή του ελέγχου της χώρας προέλευσης. Πρόκειται να θεσπιστεί ένα πρότυπο εποπτικής συνεργασίας, «προκειμένου να αποφευχθεί η υπαγωγή των συστημάτων εκκαθάρισης και διακανονισμού τίτλων που ασκούν διασυνοριακές δραστηριότητες στον έλεγχο πολλών εποπτικών αρχών». Η προσέγγιση είναι χωρίς αμφιβολία σωστή, δεν πρέπει όμως να υποεκτιμηθούν οι δυσκολίες της πρακτικής της εφαρμογής.

6.3.3

Η αυξανόμενη πολυπλοκότητα των αγορών καθώς και ο σταθερός ρυθμός συγκεντρώσεων, συγχωνεύσεων και μεταλλάξεων των εταιριών αυξάνουν σημαντικά τον φόρτο των εποπτικών αρχών. Σε θεωρητικό επίπεδο μπορεί κανείς να υποστηρίξει ότι τα μέτρα συνεργασίας είναι σωστά και λογικά. Ωστόσο, η ΕΟΚΕ φοβάται ότι στην πράξη θα προκύψουν δυσκολίες καθόλου αμελητέες: δεν θα είναι απλό να ενοποιηθούν εικοσιπέντε συστήματα διαφορετικού επιπέδου από την άποψη της αποτελεσματικότητας, των πόρων και την εμπειρίας. Η ΕΟΚΕ θεωρεί ότι η ημερομηνία θέσης σε ισχύ των μέτρων απελευθέρωσης πρέπει να είναι μεταγενέστερη της επίτευξης πλήρους συμφωνίας μεταξύ όλων των εθνικών εποπτικών αρχών. Οι εν λόγω αρχές θα πρέπει να εγγυηθούν υπεύθυνα ότι είναι σε θέση να συμμετάσχουν στο σύστημα ανταλλαγής πληροφοριών και να διασφαλίσουν την προστασία των αγορών από τον συστημικό κίνδυνο.

6.4

Διακυβέρνηση (σημείο 2.3 της ανακοίνωσης). Η Επιτροπή δηλώνει ότι δεν προτίθεται να εμπλακεί στη διαμάχη για την μορφή διακυβέρνησης των εταιριών που διαχειρίζονται τους μηχανισμούς διακανονισμού και των κεντρικών τους αντισυμβαλλομένων. Η ΕΟΚΕ επισημαίνει ότι πολλά προβλήματα ανταγωνισμού και δεσπόζουσας θέσης θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν αν υιοθετούνταν η προσέγγιση της συνεταιριστικής σχέσης μεταξύ των μελών του συστήματος, η οποία δίνει την έμφαση στην εξισορρόπηση του ισολογισμού και όχι στην δημιουργία κερδών.

6.4.1

Δεδομένου του ευαίσθητου χαρακτήρα των λειτουργιών που επιτελούν οι διαμεσολαβητές και δεδομένης της μεγάλης τους ισχύος στην αγορά, η Επιτροπή θεωρεί αναγκαία τη θέσπιση κατευθυντήριων γραμμών για την αποτελεσματική διακυβέρνηση των εταιρειών, η οποία θα διασφαλίζει τη διαφάνεια και θα είναι σε θέση να ελέγχει την εταιρική πολιτική και τη διαχείριση των τρεχόντων θεμάτων. Η ΕΟΚΕ συμφωνεί: δεν έχει να κάνει κανένα ιδιαίτερο σχόλιο σχετικά με τις κατευθύνσεις που δίνονται, παρά μόνο να επισημάνει ότι αυτές συνάδουν με τις σύγχρονες αντιλήψεις περί «εταιρικής διακυβέρνησης».

6.4.2

Η Επιτροπή συμπληρώνει επίσης ότι αυτές οι οντότητες, ακριβώς επειδή διαθέτουν μεγάλη ισχύ, είναι πιθανό να εφαρμόσουν πρακτικές αντίθετες προς τους κανόνες ανταγωνισμού. Ως δικλείδα ασφάλειας προτείνεται η τήρηση χωριστών λογιστικών αρχείων από τους κεντρικούς αντισυμβαλλόμενους και τα κεντρικά αποθετήρια αξίων, από τα οποία θα προκύπτει σαφώς ότι η διαχείριση των θεσμικών τους δραστηριοτήτων είναι απολύτως διακριτή από την παροχή λοιπών υπηρεσιών. Οι ίδιες διατάξεις θα πρέπει να εφαρμοστούν και για τις δραστηριότητες που η Επιτροπή αποκαλεί «μη κύριες δραστηριότητες, όπως οι τραπεζικές». Όσο σημαντικός και αν είναι ένας κεντρικός αντισυμβαλλόμενος ή ένα κεντρικό αποθετήριο αξιών, ο χαρακτηρισμός «μη κύριες» μοιάζει να μειώνει αδικαιολόγητα τη σημασία των τραπεζικών δραστηριοτήτων: τα μέλη των συστημάτων διακανονισμού χρειάζονται πίστωση από εμπορική ή κεντρική τράπεζα για να αντιμετωπίσουν τις προσωρινές τους ελλείψεις σε ρευστό. Η τραπεζική δραστηριότητα συχνά αφορά μεγάλα χρηματικά ποσά και, ιδίως σε στιγμές έντασης της αγοράς, η πιθανή εμφάνιση συστημικού κινδύνου δεν πρέπει να υποτιμάται.

6.4.2.1

Είναι ωστόσο πιθανό να εξαιρεθούν από την υποχρέωση διαχωρισμού των λογαριασμών τα κεντρικά αποθετήρια αξιών δεδομένου ότι οι «τραπεζικές» λειτουργίες των ιδρυμάτων αυτών αφορούν τις συμμετέχουσες τράπεζες και είναι συνεπώς κατά κανόνα «μη κύριες»δραστηριότητες στο πλαίσιο του διακανονισμού. Η πίστωση είναι συνεπώς, υπό μία έννοια, αναπόσπαστο τμήμα του διακανονισμού και ως τέτοιο θα μπορούσε — ή θα έπρεπε όπως υποστηρίζουν ορισμένοι — να θεωρείται δραστηριότητα που συνδέεται με τη θεσμική λειτουργία των κεντρικών αποθετηρίων αξιών. Το ίδιο ισχύει και για τους κεντρικούς αντισυμβαλλόμενους στις περιπτώσεις που η πίστωση είναι απαραίτητη για την κανονική διεξαγωγή της εκκαθάρισης, της οποίας επίσης μπορεί να θεωρηθεί αναπόσπαστο τμήμα.

6.4.3

Δεν είναι σαφές πώς μπορούν να συνεργαστούν στην πράξη οι αρχές τραπεζικού ελέγχου και οι αρχές ελέγχου επί των κεντρικών αντισυμβαλλομένων και των κεντρικών αποθετηρίων αξιών σε στιγμές εκτάκτου ανάγκης ώστε να δράσουν άμεσα. Όπως προαναφέρθηκε, η ΕΟΚΕ πιστεύει ότι η αντιμετώπιση των δυνητικών κινδύνων για την αγορά προϋποθέτει τη συνένωση όλων των αρχών που είναι αρμόδιες για την εποπτεία των τραπεζικών και άλλων λειτουργιών υπό την αιγίδα της ΕΚΤ για την σύναψη συμφωνιών συνεργασιών και αμοιβαίας πληροφόρησης συνεχούς χαρακτήρα, με παράλληλη θέσπιση αποτελεσματικών μέτρων σε εύθετο χρόνο για την αντιμετώπιση περιπτώσεων έκτακτης ανάγκης.

6.5

Νομικές και φορολογικές αποκλίσεις (σημείο 3 της ανακοίνωσης). Τα προβλήματα νομικής φύσης είναι τόσα πολλά και τόσο σύνθετα που είναι αδύνατο να απαριθμηθούν πλήρως. Οι νομικές αποκλίσεις εμπεριέχουν πτυχές συμβατικής ή κεφαλαιακής φύσης, πτυχές που άπτονται του διεθνούς δικαίου, του εταιρικού και του πτωχευτικού δικαίου και οι νομικές παράμετροι επηρεάζουν όλες τις φάσεις των διαδικασιών απόκτησης, εκκαθάρισης και μεταβίβασης των τίτλων. Η Επιτροπή επισημαίνει ότι « η διαδικασία θα εξακολουθεί να επηρεάζεται στο σύνολό της από ενδεχόμενες αποκλίσεις μεταξύ των ουσιαστικών δικαίων των ενδιαφερόμενων χωρών».

6.5.1

Είναι κοινώς αποδεκτό ότι η λύση των αμέτρητων και σύνθετων νομικών προβλημάτων θα επέλθει μακροπρόθεσμα: η εμπειρία έχει δείξει ότι οι εθνικές ιδιαιτερότητες και ο γραφειοκρατικός συντηρητισμός οδήγησαν συχνά σε καθυστερήσεις και εμπόδια κατά τις διαδικασίες νομοθετικής εναρμόνισης. Η ΕΟΚΕ ελπίζει ότι το αίσθημα ευθύνης των κρατών μελών θα υπερισχύσει τελικά των εθνικών συμφερόντων. Η Επιτροπή προτίθεται να δημιουργήσει μία ομάδα με μέλη ειδικούς από την πανεπιστημιακή κοινότητα, δημόσιες αρχές και εκπροσώπους του νομικού κλάδου, στην οποία θα αναθέσει την περαιτέρω ανάλυση των θεμάτων που πραγματεύτηκε η ομάδα Giovannini και την υποβολή κατάλληλων προτάσεων. Η ομάδα θα πρέπει να διατηρήσει την επαφή της με τις οντότητες που διεξάγουν παρόμοιες εργασίες σε παγκόσμιο επίπεδο (Unidroit). Η ΕΟΚΕ προτείνει την ένταξη στην ομάδα εκπροσώπων των φορέων της αγοράς, οι οποίοι να είναι ειδικευμένοι σε τεχνικά ή νομικά ζητήματα.

6.5.2

Η διαδικασία νομοθετικής εναρμόνισης που πρόκειται να κινήσει η Επιτροπή δεν είναι δυνατό να ολοκληρωθεί πριν από την οριστικοποίηση των λοιπών πτυχών της οδηγίας πλαισίου. Στο μεταξύ, θα εξακολουθήσουν να ισχύουν οι υπάρχουσες νομοθεσίες, συνοδευόμενες από επεμβάσεις νομικής φύσης μόνο όταν κρίνεται απολύτως απαραίτητο· πρέπει να αποφευχθούν οι βιαστικές παρεμβάσεις που θα απαιτήσουν με τη σειρά τους περαιτέρω τροποποιήσεις. Αφετέρου, η ΕΟΚΕ επισημαίνει ότι οι αγορές λειτούργησαν έως σήμερα χωρίς σοβαρά προβλήματα, βασιζόμενες στις παγιωμένες πρακτικές και συνήθειες, με σπάνιες μόνο περιπτώσεις διαφορών και ακόμη πιο σπάνιες περιπτώσεις προσφυγής στα δικαστήρια. Οι νομοθετικές διαφορές πρέπει συνεπώς να θεωρηθούν όχι τόσο εμπόδιο αλλά μάλλον επιπλοκή διαδικαστικής φύσης που μεταφράζεται σε αρκετά σημαντική αύξηση του κόστους.

6.5.3

Οι ανωτέρω παρατηρήσεις ισχύουν και για τα φορολογικά μέτρα, τομέας στον οποίο η ποικιλομορφία των νομοθεσιών και η καθ'όλα θεμιτή επιθυμία των κρατών μελών να φορολογούν τα έσοδα από τις συναλλαγές σε τίτλους, οδηγούν σε συνονθύλευμα διατάξεων, που συχνά εισάγουν διακρίσεις και ενίοτε είναι δυσερμήνευτες, είναι όμως πάντα ακριβές για την αγορά. Η ΕΟΚΕ δεν κρίνει σκόπιμο να εξετασθεί η ορθότητα των προτάσεων της Επιτροπής: αν και τυπικά σωστές δεν θα γίνουν πάντα εύκολα αποδεκτές από τα κράτη μέλη, ιδίως αν δεν έχει προηγουμένως επιτευχθεί η εξάλειψη των αντιτιθέμενων ιδεολογικών κατευθύνσεων. Ο κύριος στόχος είναι αυτός της εναρμόνισης των διαδικασιών για την είσπραξη των φόρων· όποια μέθοδος και αν χρησιμοποιηθεί από την πληθώρα των προτεινόμενων προσεγγίσεων, θα έχει πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα, το σημαντικό όμως είναι, τουλάχιστον σε αυτόν τον τομέα, τα κράτη μέλη να καταλήξουν σε συμφωνία.

6.6

Πολιτική ανταγωνισμού (σημείο 4 της ανακοίνωσης): το έγγραφο της Επιτροπής δίνει ιδιαίτερη έμφαση σε αυτό το θέμα και θέτει μια σημαντική αρχή: τα μέτρα για την απελευθέρωση και την ενοποίηση των συστημάτων και η πολιτική ανταγωνισμού δρουν αλληλοσυμπληρωματικά. Η αρχή αυτή ίσως να είναι προφανής, μόλις όμως μεταφραστεί σε πράξη θα καταστεί σαφές ότι επιδέχεται πολλαπλές ερμηνείες, ιδίως περιοριστικού χαρακτήρα. Η Επιτροπή δηλώνει ότι δεν λαμβάνει θέση στα ζητήματα κάθετης ή οριζόντιας συγκέντρωσης, προειδοποιεί ωστόσο ότι είναι πιθανό να προκύψουν προβλήματα στο πλαίσιο του ανταγωνισμού δεδομένου ότι ορισμένες συγκεντρώσεις αναμένεται να επηρεάσουν αποφασιστικά τη δημιουργία ή την ενίσχυση δεσπόζουσας θέσης στην αγορά, κάτι που εξάλλου ήδη παρατηρείται. Το πρόβλημα δεν είναι η δεσπόζουσα θέση αυτή καθαυτή αλλά η κατάχρησή της: κάτι που, δεδομένων των χαρακτηριστικών της αγοράς, μπορεί να δημιουργήσει προβλήματα στην εφαρμογή των κανονισμών.

6.6.1

Υπήρξαν ήδη παραδείγματα, τα οποία αναφέρει και η Επιτροπή, διασυνοριακών συγκεντρώσεων μεταξύ εθνικών και διεθνών κεντρικών αντισυμβαλλομένων με αποτέλεσμα τη δημιουργία οργανισμών αξιοσέβαστων διαστάσεων. Επί του παρόντος συζητώνται και άλλες μορφές συγκέντρωσης ή διαρθρωμένης συνεργασίας. Κατά τη εξέταση του κατά πόσο οι υπάρχουσες ή οι σχεδιαζόμενες δομές σέβονται ή όχι τους κανόνες του ανταγωνισμού, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ότι οντότητες όπως τα κεντρικά αποθετήρια αξιών και οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι είναι υποχρεωτικά λίγες και μεγάλων διαστάσεων. Δεδομένης της ιδιαίτερης φύσης τους, δεν είναι ρεαλιστικό να αναμένει κανείς ότι κάθε χώρα μπορεί να διαθέτει πληθώρα τέτοιων δομών, το πλήθος των οποίων να εγγυάται ότι καμία δεν θα κατακτήσει σημαντικότερη θέση στην αγορά από κάποια άλλη. Το ίδιο ισχύει, και μάλιστα ακόμη περισσότερο, σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Η διαφορά μεταξύ μιας οντότητας μεγάλου εκτοπίσματος σε σχέση με τις υπόλοιπες και μίας οντότητας που κατέχει δεσπόζουσα θέση στην αγορά είναι πολύ λεπτή, και η κρίση των αρχών ανταγωνισμού πρέπει να βασιστεί σε βαθιά γνώση των χαρακτηριστικών της εκάστοτε αγοράς και των λειτουργικών της αναγκών.

6.6.2

Η έκδοση απόφασης σχετικά με το αν μια οντότητα κατέχει δεσπόζουσα θέση ή αν είναι ένοχη για αθέμιτο ανταγωνισμό θα καταστεί ακόμη πιο δυσχερής αν εξακολουθήσει η τρέχουσα τάση — σχετικά με την οποία η Επιτροπή τηρεί ουδέτερη στάση — της οριζόντιας ενοποίησης μεταξύ κεντρικών φορέων και τραπεζικών δραστηριοτήτων. Ιδιαίτερα δύσκολος θα αποδειχθεί ο έλεγχος των τιμών, οι οποίες προφανώς δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο ρύθμισης. Η Επιτροπή δηλώνει ότι θα τις παρακολουθεί προκειμένου να διασφαλίσει ότι τα κριτήρια προσδιορισμού τους δεν εισάγουν διακρίσεις. Τα εν λόγω κριτήρια ακολουθούν, ή τουλάχιστον θα έπρεπε να ακολουθούν, τους νόμους της αγοράς και εξαρτώνται από τον όγκο, την ασφάλεια, τις παρεχόμενες εγγυήσεις καθώς και σειρά ποιοτικών κριτηρίων: δεν θα είναι εύκολο να καθοριστεί με ακρίβεια ποιες εκτιμήσεις είναι υποκειμενικές και ποιες αντικειμενικές, ούτε ο βαθμός στον οποίο εισάγουν διακρίσεις. Ακόμη δυσχερέστερη αναμένεται να είναι η εκτίμηση των υπερβολικών τιμών που θα προκύψουν από ενδεχόμενη δεσπόζουσα θέση: δεν υπάρχουν a priori κριτήρια για αυτές τις περιπτώσεις· η εκτίμηση μπορεί να γίνει μόνο κατά περίπτωση.

6.6.3

Εν είδει επιλόγου σε αυτή τη συνοπτική παρουσίαση των πτυχών του θέματος που αφορούν τον ανταγωνισμό, η ΕΟΚΕ θέλει να εκφράσει την ουσιαστική συμφωνία της με την προσέγγιση που έχει επιλέξει η Επιτροπή, με μία μόνο προσθήκη: απευθύνει έκκληση — που πρέπει να μεταφραστεί σε δεσμευτικούς κανόνες — για συνεργασία μεταξύ των εποπτικών αρχών και των αρχών ανταγωνισμού, τόσο στο εθνικό όσο και στο ευρωπαϊκό επίπεδο. Οι εποπτικές αρχές (σε συνεργασία με τις αρχές ανταγωνισμού) μπορούν να ασκήσουν εκ των προτέρων έλεγχο ώστε οι δεσπόζουσες θέσεις να μην οδηγήσουν σε καταχρήσεις και αποκλεισμούς. Συνεπώς, μόλις εισαχθούν σαφείς και λογικοί κανόνες στην αγορά οι εκ των υστέρων παρεμβάσεις, που προκαλούν συγκρούσεις και προβλήματα στην αγορά θα μειωθούν στο ελάχιστο.

6.6.4

Τέλος, η Επιτροπή θίγει, χωρίς ωστόσο να λαμβάνει θέση, το θέμα των συμφωνιών, αποκλειστικών και μη, επιφυλασσόμενη προφανώς να τις εξετάζει κατά περίπτωση: η προσέγγιση αυτή είναι ισορροπημένη και η ΕΟΚΕ τη συμμερίζεται πλήρως.

7.   Συμπεράσματα

7.1

Η ΕΟΚΕ εξέτασε το έγγραφο της Επιτροπής με ιδιαίτερο ενδιαφέρον και το ανέλυσε κυρίως από την πλευρά των κοινωνικών εταίρων τους οποίους εκπροσωπεί: εγκρίνει την προσέγγισή του και τις κατευθυντήριες γραμμές του. Αναγνωρίζει ότι το θέμα είναι ιδιαίτερα πολύπλοκο και λεπτό, και συνεπώς πρέπει να διανυθεί ακόμη πολύς δρόμος μέχρις ότου τεθεί σε εφαρμογή μια μελλοντική οδηγία. Σύμφωνα με τους ειδικούς, μπορεί να απαιτηθούν ακόμη πολλά έτη μέχρι να τεθούν σε εφαρμογή οι κανόνες.

7.2

Η ΕΟΚΕ αναγνωρίζει ότι η διαβούλευση με όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη — αγορά, εποπτικές αρχές και κυβερνήσεις — αποτελεί αναγκαστικά μακρόχρονη και επίπονη εργασία και ότι η νομοθετική διαδικασία για μια μελλοντική οδηγία μπορεί να είναι ιδιαίτερα πολύπλοκη. Διερωτάται συνεπώς πως θα διαμορφωθεί η κατάσταση στο μεταξύ: η ερώτηση δεν τίθεται αδικαιολόγητα, ούτε επιθυμείτε να γίνει άσκοπη καταστροφολογία. Στο κάτω-κάτω, με τους υπάρχοντες κανόνες, οι αγορές έδειξαν μέχρι σήμερα ότι μπορούν να ξεπεράσουν τις στιγμές κρίσεως και οι αρχές μπόρεσαν να ελέγξουν και τις πιο δύσκολες καταστάσεις.

7.3

Το πρόβλημα αφορά μάλλον το εγγύς μέλλον: η εξέλιξη των αλλοδαπών αγορών — όχι μόνο της Αμερικής, αλλά και της Ασίας — ενισχύει την τάση να δημιουργηθούν στην Ευρώπη πιο ισχυρές και αποτελεσματικές διαρθρώσεις. Η τάση αυτή είναι λογική και συνεπής με τους κανόνες μιας αγοράς που δεν μπορεί να είναι απομονωμένη, και από την πλευρά της ρυθμίσεώς της, από το διεθνές πλαίσιο. Θα πρέπει λοιπόν να επιδειχτεί κοινή λογική και σύνεση, υπό το φως των κανόνων σε θέματα ανταγωνισμού, όσον αφορά την αποδοχή ή την απαγόρευση συγκεντρώσεων εταιρειών ή αναλήψεων νέων καθηκόντων εκ μέρους εταιρειών ή χρηματοοικονομικών ομίλων.

7.4

Εξάλλου, η ΕΟΚΕ θεωρεί ότι οι αποφάσεις δεν μπορούν να λαμβάνονται κατά τρόπο αυτόνομο μόνο από τις αρχές ανταγωνισμού: η δεσμευτική γνώμη των εποπτικών αρχών θα πρέπει να αποτελεί τον κανόνα που — έστω και αν δεν ισχύει παντού και πάντοτε — θα πρέπει να τεθεί ήδη από τώρα. Η βούληση για άνοιγμα των αγορών με τήρηση των κανόνων του ανταγωνισμού δεν μπορεί να παραβλέψει την ασφάλεια των αγορών: ένα θέμα που μπορούν να επιλύσουν μόνο οι αρμόδιοι.

Βρυξέλλες, 10 Φεβρουαρίου 2005.

Η Πρόεδρος

της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής

Αnne-Marie SIGMUND


(1)  Οι εκθέσεις Giovanni και τα συναφή έγγραφα είναι διαθέσιμα στην ιστοθέση της Επιτροπής http://europa.eu.int/comm/internal_market/financial-markets/index_en.htm#otherdocs.


Top